ΕΝΑ υπέροχο παλληκάρι της Γαλιλαίας, μέ
τίς λιγότερες ίσως άτέλειες ήταν καί ό Ιωάννης. Δέν ήταν υπεράνθρωπος, μήτε
θεός. Ήταν κι αύτός χωματένιος. Νεαρός τότε, άκουμποϋσε τήν άνασαιμιά του στήν
έλπίδα, έντρυφοΰσε στόν Μωσαϊκό νόμο μέ τά μή καί τό μαστίγιο, στήν Παλαιά
Διαθήκη, στίς παρηγορητικές προφητείες. Καί άκακος σάν άρνί, βοηθοϋσε τόν γέρο
Ζεβεδαΐο, τόν πατέρα του, μαζί μέ τόν άδελφό του τόν ’Ιάκωβο στόν μόχθο τής
βιοπάλης. Στήν ψαρική. Κοντολογής σ’ επάγγελμα όπου στηρίζεται στήν ύπομονή,
στόν όλονύκτιο άγώνα, στήν ολιγάρκεια. Μητέρα του ήταν ή Σαλώμη μιά άπό τις
θυγατέρες τοϋ δίκαιου Ιωσήφ. Όταν ό άνθρωπος δουλεύει ταπεινά, όταν άποφεύγει
τήν αύτοπροβολή, τήν επίδειξη, τήν άτομική του θέληση καί άκουμπά τήν σκέψη του
στήν θεία δικαιοσύνη, δίχως νά τό καταλαβαίνει, εισπράττει. Παίρνει. Τί άραγε;
’Αξιώματα, θέσεις, θαυμαστές, άργύρια, περιουσία, καλοπερνάει σάν πρίγκηπας;
Όχι. Άπό άνεμο σέ άνεμο, άπό βραδιά σέ βραδιά «άοράτως», κατακτά χιλιάδες φορές
άνώτερα βραβεία. Παίρνει πνευματικούς θησαυρούς. Χαρίσματα όπου μήτε κλέβονται,
μήτε άφαιροΰνται. Ποιός τούς προσφέρει, ποιός τούς άκουμπά στόείναι του, στήν
καρδιά του; Ό φυτευτής Παράκλητος. Τό Πνεϋμα τής άλήθειας.
Ό ’Ιωάννης άπό τά είκοσι δύο του χρόνια,
δίχως νά τό διαισθάνεται είχε κιόλας πάρει άγάπη. Ή άγάπη δέν μυρίζει ποτέ
χώμα, δέν γνωρίζει άρρώστεια ή άσχήμια. Είναι πάντα πρόθυμη νά έξυπηρετεΐ.
Προδιακατέχει τό μυστικό τής άγνότητας τό όποιο μαγνητίζει καί έμπνέει
έμπιστοσύνη. Άπόκοντα καί άλυσιδωτά είχε πάρει τήν άθωότητα. Τό άκηλίδωτο τής
σκέψεως. Τό πεντακάθαρο τής ολοκληρωμένης παρθενίας. Όπως έμεις οΐ άμαρτωλοί
άδυνατούμε νά καταλάβουμε τό χάρισμα τής νοερής προσευχής, όπου μερικοί όσιοι
άξιώθηκαν νά τήν λένε άκόμη καί στόν ύπνο, έτσι δέν κατορθώνουμε νά καταλάβουμε
τό «εν συνεχεία» άκηλίδωτο τής σκέψεως. Έδώ καί χίλια χρόνια άν κανείς
κουβέντιαζε στίς άγορές καί στίς πλατείες, γιά έρτζιανά κύματα, ραδιόφωνα
κουτάκια ή τηλεόραση, θά τόν έδεναν πισθάγκωνα καί θά τόν έσερναν στό τρελλοκομεΐο.
Εφόσον λοιπόν ό χωματένιος άνθρωπάκος άνακαλύπτει συνέχεια μυστηριώδεις
ένέργειες τής ύλης, ποιός μπορεί νά άμφισβητήσει τήν δύναμη τών χαρισμάτων τού
Δημιουργού;
Μέ τό χάρισμα τούτο φυτεμένο «άοράτως» σάν
άειθαλές εύοσμο άνθος άπό τόν Παράκλητο στήν καρδιά, μόλις άντήχησε άπό τήν
έρημο ή φωνή τού Προδρόμου, ό νεαρός ιδαλγός, είκοσι δύο περίπου χρονών,
βρέθηκε καταγεμάτος ένθουσιασμό στίς όχθες τού ’Ιορδάνη. Ή φλόγα τής νιότης
όπου τόν έκαιγε καί ή θλίψη γιά τήν κατάπτωση τής έποχής του, στήν πύρινη ματιά
τού μεγαλύτερου Προφήτη τής οικουμένης, άνακάλυψαν διέξοδο. Σταυροδρόμι καί
ψηλοκορφή γιά να γνωρίσει νέους ορίζοντες. Ό ισχνός έρημίτης μέ τά λιοκαμένα
καλαμένια πόδια καί τό τρίχινο ροϋχο, περιφρονητής της κοιλιάς καί της
λαιμαργίας, συντραβοϋσε, μαγνήτιζε τήν άνεμοδαρμένη έλπίδα. Επόμενο νά μήν
ξεκολλάει άπό τό μαχαίρι έκεϊνο τοϋ πνεύματος. Επόμενο ό Προφήτης νά
διαισθανθεί τό χαρισματοϋχο παλληκάρι τής Βηθσαϊδά. Επόμενο νά τού υποδείξει
λίγο άργότερα τόν «όπίσω του ’Ερχόμενο όσης» σάν ισχυρότερος μέλλει νά βαπτίζει
τούς «μετανοοΰντας εν Πνεύματι δυνάμεως, έν Πνεύματι άγίω». Δέν είμαι ικανός νά
σκύψω νά τού λύσω τά κορδόνια άπό τά σανδάλια. .. διαβεβαίωνε.
Έτσι καλλιεργημένο καί μακρυά άπό τίς
πονηριές, τούς βουβοπαλμούς καί τά μικροσυμφέροντα τού κόσμου, τόν παραλαμβάνει
ό «πάντων άγίων, άγιώτατος Δόγος. (Έγώ Πατέρα, έδωκα αύτοΐς τόν λόγον σου καί ό
κόσμος έμίσησεν αυτούς, ότι ούκ είσίν έκ του κόσμου). Τόν παραλαμβάνει,
κουβεντιάζουν, σεργιανούν, περπατούν στίς άκρογιαλιές. Στίς ταντελλωτές άβάλες
τής Γαλιλαίας. Τού χορηγεί μέ άπλοχεριά δικαιοσύνης όπως καί στούς έντεκα νά
βγάζει δαιμόνια, νά θεραπεύει άρρώστειες, λίγο πρωτύτερα άπό τόν φρικτό
Γολγοθά, τόν προκρίνει νά παραβρεθεί στήν Μεταμόρφωση, στό ύπέρλαμπρο έκεϊνο
Θαβώρειο Φως. Ώ, τό θαβώρειο Φώς! Πόσο άνασυντάσσει, πόσο μαγνητίζει τίς
καθαρές άπλοϊκές καρδιές, όπου λυώνουν
γιά ραντισμούς λατρείας στόν ύπερευεργέτη ’Εσταυρωμένο!
Όσο περνούν οί ημέρες ό ’Ιωάννης δίχως νά
παύσει νάναι πήλινο σκεύος, χωματένιος δίχως ν’ άποτινάξει έντελώς κάθε ’ίχνος
σκόνης άπό τίς άδυναμίες τής καθημερινότητας, σέ στιγμές «θεϊκής τραγωδίας», θά
συμφωνήσει μέ τήν Σαλώμη τήν μητέρα του καί τόν άδελφό του Ιάκωβο, νά έπωφεληθοϋν
τής ευκαιρίας, γιά νά κερδίσουν τήν παραπλήσια θέση στήν μεσσιανική κυριαρχία.
Τήν θέση τοϋ άχώριστου συμπαραστάτη. Σέ Βασιλεία φανταστική, μέ ύλική
ύπερδύναμη καί άτελεύτητη διάρκεια. Κράμα άφοσίωσης, ευσέβειας μέ υπόβαθρο
διακριτικής προβολής. Άλλά μόλις άκούσει τήν συγκλονιστική άπόκριση «δέν ξέρετε
τί άκριβώς μοϋ ζητάτε», θά σκύψει υπάκουος τόν αυχένα. Όσο γιά τό ποτήρι τό
καταγεμάτο βάσανα, ήταν άποφασισμένος. Καί δίχως άνυπομονησία, δίχως εγωιστική
πλέον βλέψη ή παραπονετική διάθεση, θά τά καταφέρει νά φθάσει «παραπλήσιος τώ
Διδασκάλω», στόν μυστικό δείπνο. Στήν άπαρχή τού μυστηρίου τών μυστηρίων.
’Απροσδόκητα θά τά καταφέρει νά γείρει, ν’ άκουμπήσει στό ιερό έκεϊνο στήθος,
στήν καρδιά τού Ενός τής όμοουσίου καί ζωοποιού καί άδιαιρέτου Τριάδος. Γιά νά
τού μεταδοθούν «έν σπέρματι» τά «κεκρυμμένα ρήματα» τής άνω καθέδρας. Γιά νά
γίνει δέκτης μεταφοράς τους άργότερα, καί στήν Μητέρα τών χριστιανών. Σέ
στιγμές πού θά «σιγοψελλισθεί» άπό τά άχραντα χείλη ή πληροφορία έκείνης τής
«έκ τών ένδον» προδοσίας, αυθόρμητα ή παρθένα συνείδηση άναταράζεται άπό
έκπληξη. «Ταύτα είπών ό ’Ιησούς έταράχθη τώ πνεύματι καί έμαρτύρησε καί είπε:
’Αμήν άμήν λέγω Ύμΐν ότι εις έξ ύμών
παραδώσει με. Έβλεπον ούν εις άλλήλους οί μαθηταί, άπορούμενοι περί τίνος
λέγει. Ήν δέ άνακείμενος εις έκ τών μαθητών αύτού έν τώ κόλπω τού ’Ιησού, όν
ήγάπα ό ’Ιησούς. Νεύει ούν τούτψ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τίς άν εϊη περί ου
λέγει. Έπιπεσών δέ έκεΐνος επί τώ στήθος τού ’Ιησού λέγει αύτώ: Κύριε, τίς
έστίν;»
Ωρες άργότερα, μέ ιό κϋρος φαίνεται κάποιας
μαθητείας του στήν μεγάλη σχολή τών νομοδιδασκάλων σάν γνώριμος στόν ’Αρχιερέα,
θά τόν άκολουθήσει μέ ταραγμένη διαίσθηση. Δεμένο, σερνάμενο νύκτα στήν αύλή
τών πρώτων έξευτελισμών, τών πρώτων ταλαιπωριών καί βασάνων. Στήν ’ίδια αύλή
πού θά τρυπώσει κι ό Πέτρος. Γιά νά τόν άπαρνηθεί πανικόβλητος άπό άνεύθυνες
έρωτήσεις. Γιά νά καταλάβει τήν άδυναμία του. Καί νά κλάψει.
’Αμίλητος, σκυφτός, καταγεμάτος σιωπηλή
περίσκεψη, οδύνη, θά συναριθμηθεΐ μέ τούς δυό ή τρεις όπου άκολούθησαν μέ τόν
άγέρα τής φρίκης τήν πορεία τών θεοκτόνων στόν Γολγοθά. Σιμά στήν Παρθένο θά
«θεάται» τήν άχαριστία τού δημιουργήματος στόν Δημιουργό. Τό έγκλημα τής
'Ιστορίας. Άπό στιγμή σέ στιγμή ή καρδιά του θά πολτοποιείται στήν άπορία. Θά
γίνεται συντρίμμια.
Ναί, έγινε σκότος. Παντού. Έγινε σεισμός
καί κατατρόμαξε ό εκατόνταρχος. Κιτρίνισαν οΐ στρατιώτες, διαδόθηκε ότι
σκίστηκε καί τό παραπέτασμα τού ναού στά δύο. Άλλά δέν φαινόταν άκαριαία,
δυναμική, σίγουρη λύση. Οί Φαρισαίοι ολόγυρα έκάγχαζαν, καμιά κατατρόπωση τού
ολέθρου. Άραγε σέ τέτοια δευτερόλεπτα, άναθυμόταν τάχα τήν Μεταμόρφωση, τήν
συγκλονιστική προσευχή τής τελευταίας νύχτας; Αδύνατο τότε σέ τέτοιες ώρες ό
άνθρωπος νά σταθεί άκλόνητος. Τό πνεύμα του χανόταν, κουκουλωνόταν στόν
σπαραγμό, στήν άπαισιοδοξία. Αφού ό ’ίδιος ό ’Εσταυρωμένος, ό μόλις χθές
«κάλλει ώραίος», καταματωμένος καί «έν άτιμώσει», γυμνός, έκτεθειμένος στά
βλέμματα κάθε φιλοπερίεργου, παραπονέθηκε συγκλονιστικά στόν Πατέρα. Γιά
έγκατάλειψη... Τί άσύλληπτη σέ ύψος καί βάθος άλήθεια, χρονική ώρα! Γιά τούς εμπόρους,
τούς άργυραμοιβούς, τόν δίβουλο όχλο, δέν συνέβαινε τίποτα τό σημαντικό. Κάθε
δά λίγο καί λιγάκι, δέν άκούγονταν άτιμωτικές έκτελέσεις; Οί τρανοί,
άπολάμβαναν τήν τρεχούμενη σιγουριά. Κι όμως γιά τήν οικουμένη καί γιά τό
μυστήριο τής σιωπής, ένα ιερό σφάγιο, τής πνευματικής παντοδυναμίας ό Λόγος,
άποτελείωνε τήν ύπερτραγική, προαιώνια άπόφαση. Ώ, ’Ιωάννη!
’Αντίκρυ στήν άσήμαντη γιά τόν κόσμο
έκείνη Μητέρα, είκοσι έπτά περίπου χρονών, παρακολουθούσε. Τόν πόνο καί τό
δάκρυ.
Άν τού έλεγαν ότι κινδύνευε νά τόν
έκτελέσουν, ότι σέ λίγο θά πέθαινε δέν τού καιγότανε καρφί. Καλύτερα. Νά μήν
ζοΰσε, νά μήν ματάβλεπε τέτοια γεγονότα. Έλεγε βέβαια ό Ραββί, γιά τόν θάνατό
του. ’Αλλά πάλι έτσι...έτσι τραγικά, τόσο δυστυχισμένα. Πώς θά τελείωναν;
Όταν ξάφνου, άπό τούς στερνούς λυτρωτικούς
πόνους άντήχησε: «Γύναι ϊδε ό υιός σου.,.ϊδε ή μήτηρ σου». Τό τέλος ήταν πιά
κοντά. Έφθασε. Ό θάνατος βέβαιος γιά τήν έξουσία του, ιδού, άνάγειρε πλάι τήν
ποιό συγκλονιστική Μορφή τού διχασμού τής 'Ιστορίας «Τετέλεσται». Ή ολιγάριθμη
συνοδεία τών γυναικών καί τού εαυτού του, τί μπορούσε άλλο νά κάνει; Δέν έμενε,
γιά νά μήν πέσουν χάμου, ν’ άποτραβηχθοΰν ό καθένας στό σπιτικό του. «Καί άπ’
έκείνης τής ώρας έλαβεν ό μαθητής αύτήν εις τά ’ίδια». "Απλωνε τό χέρι
προστατευτικά καί ξανά μέ άργό βήμα οδήγησε τήν Μητέρα τού σπαραγμού στό
σπιτικό του. Πόσο άσύνθετη πού είναι ή άπλότητα! Δεύτερος γιός καί παρθένος...
’Αντάξιος νά παρασταθεί στήν Παρθένο. Καί
δίχως νά τό αισθάνεται, άπό τό θεϊκό στήθος γινόταν δέκτης, ταμεϊον θησαυροϋ
γιά νά τής μεταβιβάσει τά μυστήρια της ήρωϊκής Εκκλησίας. Γιά νά γίνει αύτή πιά
μεσίτρια, προστάτρια τών χριστιανών. «Ελπίς άπηλπισμένων, ρόδον τό άμάραντον».
’Εδώ, μάς άναγκάζουν οί βλασφήμιες τών
άρχηγών τών προτεσταντών οί όποίοι δέν βλέπουν ότι μέ τόν ύλισμό, τόν πλοϋτο
καί τήν εύμάρεια όπου συμβιβάστηκαν, κατάντησαν χίλια σκόρπια κομμάτια, νά
κάνουμε παρένθεση. Τολμοϋν καί έξακολουθοϋν νά τολμούν νά άμφισβητοΰν τό
«άειπάρθενον» τής Κυρίας Θεοτόκου. Μάς άναγκάζουν λοιπόν νά θυμηθοϋμε έναν
ευσεβή γέροντα τών ήμερών μας, τόν αείμνηστο όσιο ’Αρχιμανδρίτη Ίωήλ
Γιαννακόπουλο. Τόν σεμνό καί λίγο άνάπηρο στήν γλώσσα κληρικό, όπου σάν
εργατική μέλισσα, πρόσφερε όσο λίγοι στά χριστιανικά μας γράμματα.
Άποτραβηγμένος στό κελλάκι του τής Καλαμάτας. Γιά νά μάς κληροδοτήσει
έξαιρετικές έργασίες άπάνω στήν Βίβλο. Δέν έβαλε μήτε στιγμή στήν καρδιά του
τόν σατανικό σπόρο νά τόν χρυσοστολίσουν ’Επίσκοπο. Καί κοιμήθηκε «πέραν τοϋ
κόσμου» διαλεκτός Κυρίου «έν όσιότητι». Ό γέροντας μόλις πληροφορήθηκε ότι
κάποιος προτεστάντης Μεταλληνός μέ τήν παρέα του προπαγανδίζουν καί στήν
πατρίδα μας τίς γνωστές βλαστήμιες, τόν προκάλεσε μέ όσους ήθελε οπαδούς τής
άκολουθίας του, σέ δημόσιο διάλογο. Κάπου στά χώματα τής Μεσσηνίας. Καί μέ
τρανά, άδιαφιλονίκητα έπιχειρήματα τού άπέδειξε: Πρώτον: Ότι άν ένας
οποιοσδήποτε στήν σειρά τών αιώνων πιστός χρισπανός της μαρτυρικής ’Ορθοδοξίας
ιά καταφέρνει καί έγκρατεύεται άπέχοντας σαρκικών έπαφών, πόσο μάλλον ό δίκαιος
’Ιωσήφ. Ό διαλεγμένος άπό τήν Θεία Πρόνοια πρό καταβολής κόσμου σάν προστάτης
τής μόνης άγνής, τής μόνης ευλογημένης... Δεύτερον: Καί άν άκόμη ύποθέσουμε ότι
σέ γεροντική ήλικία μέ όκτώ περίπου μεγάλα παιδιά, ή προσωπικότητα τού
«Μνήστορος τού δικαίου» άντιμετώπιζε σαρκικές ένοχλήσεις φυσιολογικές τάχα κι
άπονήρευτες γιά τούς προτεστάντες μόνον
τά θεία οράματα, οί θεϊκές άποκαλύψεις γιά τήν ταυτότητα τού Παιδίου καί τής
Μητέρας, όπου τόν συνεκλόνισαν καί τόν άνάγκασαν νά ταξιδεύει πεζοπορώντας
έξαντληπκά ταξίδια τής έποχής, καταμεσής σέ ληστές καί κινδύνους, μόνον αύτά
ήταν άρκετά γία νά τόν κάνουν άσκητή καί άνέγγιχτο άπό τίς ψυχοφθόρες ηδονές.
Άσε πιά τήν παντοδύναμη πανάγια Χάρη. Τρίτον: 'Η Παρθένος καταμεσής στήν φοβερή
καί μισοβάρβαρη έκείνη κοινωνία, τήν διεστραμμένη καί μοιχαλίδα, κατά θεία
θέληση, έχοντας άνάγκη τής προστασίας του, τής άνδρικής σκιάς του, μέ
καταπλήττουσα ταπείνωση, άνταποκρινόταν στήν καθημερινότητα. Όμως ούδέποτε μετά
τήν γέννηση τού «πάντων άγίων, άγιώτατου Δόγου», μέ τήν άλυσίδα τών σημείων
όπου τής έδειχνε, έστερξε ποτέ σέ παραδοχή κοινής σαρκικής συζυγίας. Τέταρτον καί τελευταίο:
Ένώ κανένα τέκνο τού Ιωσήφ, νεώτερο τού Κυρίου, πουθενά δέν άναφέρεται, καί άν
άκόμη ξεπέσουμε καί ύποθέσουμε βλασφημώντας ότι ή Παρθένος είχε άποκτήσει
νεώτερα τέκνα, θά τήν παρέδιδε ποτέ ό Εσταυρωμένος, λίγο πρό τού τέλους στόν ’Ιωάννη;
Θά τής έλεγε ποτέ «Γύναι ϊδε ό υιός σου»; Κάθε πολύτεκνη ή καί άκόμη δίτεκνη,
όταν χάνει ιοΰ ενός παιδιοϋ ιήν προστασία, καταφεύγει στό άλλο. Ή Κυρία
Θεοτόκος όμως, έπειτα άπό τό «τετέλεσται», δέν είχε πουθενά άλλοΰ «πού τήν
κεφαλή κλΐναι». Εκτός άπό τό σπιτικό τού άγαπημένου μαθητή. Μέ κατασπαραγμένη
τήν καρδιά, βρισκόταν στό έλεος τού Θεού. Καί ό Θεός Λόγος, ό μονάκριβος Υιός
της, «άχρήματος καί άκτήμων», έκεΐ τήν έμπιστεύτηκε. Γιά νά μήν ταλαιπωρηθεί
στήν μοναξιά. Στά πεντανέμια. Τά πρακτικά τής δημόσιας αύτής συγκρούσεως στήν
Μεσσηνιακή γή, τά πρακτικά τού διαλόγου στόν εικοστό αίώνα, μεταξύ ορθοδόξων
καί προτεσταντών, άναφέρουν τήν φράση: «Καί μετά ταΰτα, οί προτεστάνται, έφυγον
σιωπηλοί μή έχοντες κανένα επιχείρημα τό όποιον νά συνηγορεί» στίς φοβερές τους
βλαστήμιες.
Εισαγωγή κειμένων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση από
το Βιβλίο :
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ ΒΡΟΝΤΗΣ
ΣΩΤΟΥ ΧΟΝΔΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ηλεκτρονική επεξεργασία κειμένων και
εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια , αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου