Θεωδορήτου Ιερομονάχου Αγιορείτου
Όταν οι Φύλακες προδίδουν
Η Ορθοδοξία εν διωγμώ
Τί λέγουν οί άγιοι τής Εκκλησίας και ή Ιστορία δια τις «ποινές» των καινοτομων και κακοδόξων ποιμένων. Πρωί τής 14ης ’Απριλίου 1926 μέ τό νέο ημερολόγιο. Ή πλατεία Μητροπόλεως έχει γεμίσει μέ ποικίλο πλήθος ανθρώπων άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέροντες, μονάχους, μονάχες, οι οποίοι συζητούν ζωηρά χειρονομώντας και κυττάζοντας προς τήν οδόν Φιλοθέης, δπου καί τά γραφεία τής Συνόδου. Σε λίγο θά έδικάζοντο από τό Συνοδικό Δικαστήριο 4 Μοναχές τής Ί. Μονής Κεχροβουνίου Τήνου, ή ήγουμένη και τρεις άδελφές, διότι έσυνέχιζαν νά μή δέχωνται τήν καινοτομία του παπικού Καλενδαρίου. Όλο σχεδόν τό Μοναστήρι είχε ακολουθήσει τήν ήγουμένη στήν ομολογία της, αλλα οι συνοδικοί θα εδικαζαν μονον αυτές, σαν «πρωταγωνίστριες τής αντιδρασεως». Σέ λίγο κατέφθασαν καί οί επτά συνοδικοί πού θά συγκροτούσαν «τήν ιεράν έξέτασιν» τής ’Ορθοδοξίας εν έτει 1926 κατά 4 Μοναζουσών! Πρόεδρος τού δικαστηρίου, ό τής έπαναστάσεως τού 1923 έκλεκτός, ό άρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Μόλις εισήλθε τελευταίος εις τήν αίθουσα ό Πρόεδρος, ένας εκ των επισκοπών προετρεψε τις Μονάχες να βάλλουν μετάνοια στον Μακαριώτατο. Ή απάντηση ήλθε από τήν Μοναχή Εύπραξία: — Θεωρούμε ότι προτιμότερο είναι ν αρχίσει ή δίκη το συντομωτερον εμείς μετάνοια σε καινοτόμους αρχιερείς δεν βάζουμε. — Τι ημερομηνία εχουμε σήμερα; ρώτησε ο Πρόεδρός άρχίζοντας τήν δίκη.
— Πρώτη Απριλίου, τής Όσιας Μαρίας τής Αιγύπτιας, απήντησαν αμέσως οι κατηγορούμενες. Οί σύνεδροι χαμογέλασαν. Έν συνεχεία ό Πρόεδρος ελαφρα ταραγμένος τους ανέπτυξε τους λογους τής αλλαγής και τις εκαλεσε να ξεχασουν «τα παλια ήμερολογια και τα τοιαΰτα». Τότε ή Γερόντισσα Μελάνη δεν άντεξε και έβγαλε μέσα απο τα ρασα της το Πηδάλιο, και με φωνή παρρησίας είπε: — Πώς θέλετε ν’ άκολουθήσω τον νεωτερισμό αυτόν, άφοϋ τούτο εδώ τό Ιερό Πηδάλιο αναφέρει ότι ό Θεός δεν τον θέλει; Στο σημείο αυτό ό Πρόεδρος έκαμε διάλειμμα τής δίκης. Τότε διάφοροι επιτήδειοι, γνωστοί και άγνωστοι, καταφεραν να πεισουν τήν ήγουμενη να ζητήση συγγνώμη και νά έπανέλθη στή Μονή, πράγμα πού δυστυχώς έκείνη, μετά απο δισταγμούς, το απεδεχθη. Ετσι με τήν επανάληψη τής δίκης, ή καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου αφορούσε μόνο τις τρεις Μοναχές, Εύπραξία, Μελάνη και Κασσιανήν. Τήν ποινήν τους, ή οποία ήταν ή έσχατη των ποινών, απήγγειλε σε νεκρική σιγή του ακροατήριου ο καινοτόμος άρχ/πος μετά στόμφου: ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ, δηλαδή του λοιπού θά έθεωρούντο «άποβεβλημέναι όχι μόνον τών μοναχικών τάξεων και γεγυμνωμεναι παντός σχήματος, αλλα και αποκεκομμεναι τής Εκκλησίας», ως ελεγε το σχετικόν έγγραφον. Στο άκουσμα τής ποινής οί Μοναχές σταυροκοπήθηκαν και ψιθύρισαν: Σ’ ευχαριστούμε Κύριε, πού μάς αξίωσες να ζήσουμε αυτή τή μεγάλη στιγμή! Σε λίγο βγήκαν απο το κτίριο τής όδοΰ Φιλοθέης ήρεμες και χαριέστατες, ενώ τό πλήθος που τις περιμενε απ εξω ήσπαζετο τα ρασα και τα χέρια τους!
Γιά μια άκόμα φορά ό φύλαξ τής ’Ορθοδοξίας, ό λαός του Θεού, είχε νικήσει. Για τον λαόν αυτόν, ή Μοναχή Κασσιανή (Κώνστα), Μελάνη (Μινάρδου) και Εύπραξία (Φιλιππίδου) πού «άφωρίσθηκαν» γιά τήν ’Ορθοδοξία από τους σχισματικούς, θα τιμωνται σαν ομολογήτριαι απο την μαρτυρική Εκκλησία των Γνησίων ’Ορθοδόξων Χριστιανών στούς αιώνες. ’Αξίζει νά σημειωθή εδώ, ότι άπό τούς συνοδικούς δικαστάς, ό μέν ’Ηλείας ’Αντώνιος καθηρέθη άργότερον ως κομμουνιστής, ό, Χίου Παντελεήμων δέν ελυωσε, ό Αρχιεπίσκοπος ψυχορραγών έκαλουσε άγωνιωδώς τον αξιον ποιμενάρχην τών Παλ/τών κυρόν Χρυσόστομον Καβουρίδην, τον όποιον είχε καθαιρέσει και εξορίσει, νά «συγχωρεθοϋνε», ό δέ Τήνου ’Αθανάσιος άπέθανε μετά τριετίαν εις τον Ευαγγελισμόν άπό ανίατη άσθένειαν. Αντιθέτως αί όμολογήτριαι Μοναχαι έκοιμήθησαν εν πολλή ειρήνη, μέ πλήρη διαλυσιν του σώματος των και με οστά στιλβοντα κατα τήν ανακομιδήν των, εις απόδειξη οτι ο άδικος άφορισμός εκ μέρους τών νεωτεριστών έπέστρεψε εις τάς κεφαλας των, κατα τους λογους των άγιων τής Εκκλησίας μας. (Πρβλ. Τα Πάτρια, 1979, σ. 31 εξ.). Παλαιόν τό κακόν. Ό κατά τής άληθείας διωγμός ύπό τών εργατών τού ψευδους και τής πλάνης εχει πολύ παλαιαν ιστορίαν. Απο τήν εποχην του Κυρίου μας, όταν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι είδαν ότι δέν κατώρθωσαν νά εμποδίσουν τον λαόν άπό τού νά παρακολουθεί και θαυμάζει τήν διδασκαλίαν τού ’Ιησού, και επειδή δέν μπόρεσαν διά τού διαλόγου ν’ άποδείξουν τον Κύριον λαοπλάνον, ως ήθελαν, κατέφυγαν εις τήν βίαν. Απεφάσισαν δηλαδή «νά γένηται άποσυνάγωγος» οποίος ομολογήσει τον Ιησουν οτι είναι ο Χρίστος. Με αλλα λόγια τον αφωριζαν, ώστε να μή εχει δικαίωμα να συμπροσευχηθή με τους άλλους χωριανούς του εις τήν συναγωγήν, ούτε να προσφέρει θυσίαν εις τον Ναόν των Ιεροσολύμων κλπ. Παρά ταΰτα ή έλξη τής αλήθειας δέν τούς άφηνε. Χιλιάδες ’Ιουδαίοι, ζώντος τού Κυρίου, άλλα καί μετά τό κήρυγμα τών ’Αποστόλων, άρχισαν νά γίνωνται Χριστιανοί, χλευάζοντες τις κατάρες των Φαρισαίων και τούς άφορισμούς των. Και τούτο διότι «ή άλήθεια μεγάλη και ισχυρότερα παρά πάντα». (’Έσδρας, Α', 4, 35). ’Έκτοτε, και μαλιστα μετά την παύση των διωγμων, η ποικίλη κακοδοξια των διάφορων αιρετικών άρχισε να πολέμα δυνατα την Εκκλησία τού Χριστού. Άνδρες πού λαλοΰσαν διεστραμμένα και δε «εφειδοντο» του ποιμνίου, οπού εβλεπαν οτι η πλάνη και αίρεση τους ευρισκε αντίδραση απο τα γνήσια της Εκκλησίας τέκνα, εφήρμοζαν τήν βίαν και τον διωγμόν προκειμένου νά επικρατήσουν. Α') ’Έτσι όταν ό πατριάρχης Κων/λεως Νεστόριος (8 αιών) άρχισε να κηρύττει βλάσφημα κατα τής Θεοτοκου, άμέσως κλήρος και λαός διεμαρτυρήθησαν δημοσία, διακόψαντες πάσαν εκκλησιαστικήν μετ’ αυτού κοινωνίαν, προτού καν νά συνέλθη σύνοδος διά νά τον κρίνει. Ό Νεστόριος άντέδρασε δι’ άφορισμών, καθαιρέσεων, μαστιγωσεων, φυλακίσεων, χωρίς όμως να κατορθώσει τίποτα (Σπ. Μήλια, Πρακτικά Συνόδων, ά σ. 442 εξ.). Και τούτο, διότι αγρυπνούσαν άλλοι καλοί ποιμένες, οι οποίοι εσπευσαν με ζήλον και αυταπάρνηση να συμμαχήσουν με το ευσεβες ποιμνιον και να καθαιρεσουν εν συνεχεία τον ύβριστήν τής Παναγίας (MANSI, 4, 1081 εξ.). Η) Το ίδιο εγινε αργότερα, με τήν περίπτωση του άγιου Χρυσοστόμου. Ό έχθρός τού αγίου, Θεόφιλος Αλεξανδρείας, ήλθε εις τήν Κων/λιν και συνεργάσθηκε μέ φανερούς αντίπαλους του καλού ποιμενος και ολοι μαζί συνεκροτησαν μιαν «σύνοδον» και καθήρεσαν τον άγιον, χωρίς να υπάρχει ό παραμικρός λόγος.
Οι ορθόδοξοι όμως τής Κων/λεως δεν ελογαριασαν τήν άδικον αποφασιν τής ληστρικής αυτής συνόδου και έβεβαίωσαν τον Βασιλέα ότι «Ιωάννης ού καθήρηται». Τό ϊδιο έ'πραξε και ό πάπας Ρώμης Τννοκέντιος, απορριψας τήν άδικον αποφασιν τής συνοδου εκείνης. Το αποτέλεσμα ήταν οι μεν εχθροί του άγιου να καταισχυνθουν, αυτός δε να λαμπρυνθει ετι περισσότερόν. Γ) Την έποχήν τής είκονομαχίας (8ος αιών) δλοι σχεδόν οί επίσκοποι του Βυζαντίου ήκολούθησαν τον εικονομαχοναυτοκρατορα και έδιωξαν τους ολίγους ορθοδόξους κληρικούς και λαϊκούς πού άντεστάθησαν στην αίρεσή τους. Επειδή ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός διά ισχυρών λόγων του επολεμησε τήν κακοδοξια, στήν σύνοδο πού έκαναν οί είκονομάχοι τό 754 τον αναθεμάτισαν μέ τούς εξής λόγους: «Μανσούρ τω κακωνύμφ και σαρακηνόφρονι, ανάθεμα. Τω εικονολάτρη και φαλσογράφφ Μανσούρ, άνάθεμα. Τω τής άσεβείας διδασκάλφ και παρερμηνευτή τής θείας Γραφής, άνάθεμα». (MANSI, 13, 356). Τό ίδιο έκαναν και γιά τον άγιον Γερμανόν Κων/λεως. Δ) Τον 18ον αιώνα έπίσης στο 'Αγιον Όρος, μοναχοί μεγάλης αρετής και παιδείας, αποκληθεντες απο τους άντιπάλους τους χλευαστικώς Κολλυβάδες, άφωρίσθηκαν αυτοί και οι οπαδοί τους απο το Οικ. Πατριαρχειον άντικανονικώς, καίτοι ακολουθούσαν πιστώς τήν Ί. Παράδοση. Οί πνευματικοί άρχηγοί των Κολλυβάδων Μακάριος Κορίνθου καί Νικόδημος Αγιορείτης αγίασαν καί άλλων τά οστά ευωδίασαν, ως τού πνευματικού τού Όρους Παρθενίου, ενω άλλοι ανεδειχθησαν κορυφαίοι διδάσκαλοι του Γένους, ώς ό Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης καί Αθανάσιος ό Πάριος. Ε) Τό 1930, γιά νά έλθουμε στις ήμερες μας, ό Χρυσόστομος τιμωρεί καί πάλιν 9 Μοναχές τής αυτής Μονής Κεχροβουνίου. Τρεις μεν εξ αύτών, τάς Μοναχάς Καλλιστράτην, Πελαγίαν καί Μαγδαληνήν, επειδή τον ήλεγξαν σθεναρώς κατά τήν δίκην (6 Απρ. 1930), μέ αποβολή του μοναχικού σχήματος, τας δε υπολοίπους εξι με εξορίαν εις διάφορους Μονας τής Χωράς, ή οποία ούδέποτε έπραγματοποιήθη. ΣΤ) Ό αύτός άρχ/πος μέ τήν σύνοδόν του τό 1935 καθήρεσε και εξωρισε τον πρώτον ήγετην των παλ/των, τον πρώην Φλωρΐνης Χρυσόστομον Καβουρίδην, διότι όμοΰ μετ άλλων δυο ιεραρχών απεκήρυξαν τήν καινοτομονΕκκλησίαν του Παπαδοπούλου. Άδιαφορήσας ούτος διά τάς «καθαιρέσεις» των σχισματικών, έξηκολούθησε επί μίαν εικοσαετίαν νά ποιμαίνει τό ποίμνιον των γνησίων Όρθοδόξων μετά πασης πραοτητος και στοργής, προγνωρισας και τον θάνατόν του. ( 1955). Ζ) Τό δε 1974 τό Οίκ. πατριαρχεΐον επιβάλλει την ποινήν τής καθαιρέσεως και τού άποσχηματισμοϋ εις τον ήγούμενον τής Ί. Μονής Έσφιγμένου ’Αθανάσιον, ως επίσης και τον αποσχηματισμον εις τρεις συνεργατας του Μοναχούς, τον Έφραίμ, Χαρίτωνα και Κυριάκόν, λόγω τής σθεναράς των άντιδράσεως κατά τής αίρέσεως του Οικουμενισμοϋ. Σύνολον σχεδόν τό 'Άγιον Όρος αντιδρά διά τήν ιεροσυλον αυτήν απόφαση του Πατριαρχείου, τον αποσχηματισμον, με αποτελσεμα να ματαιωθή ή εφαρμογή του. Απο τα ολίγα παραδείγματα που αναφεραμε γίνεται ολοφάνερο οτι οπού υπάρχει βια, εκεί συντροφιά είναι το ψεύδος και ή κακοδοξία. Ό Χριστός είπε: «δστι^ θέλει»· οι σχισματικοί νεοημερολογΐται τον διορθώνουν καί διά τής βίας φωνάζουν: «Θέλεις δεν θέλεις θά μέ άκολουθεΐς, διαφορετικά θα σε αφορίσω, καθαιρεσω και με συνεργασία τού Καίσαρα θά σέ εξορίσω!» Ιδού οί καρποί τής καινοτομίας καί κακοδοξίας· διαστροφή τής άληθείας καί τού πνεύματος τού Χριστιανισμού, ό όποιος δι αύτών βλασφημειται ενώπιον εθνικών και αιρετικών στις ήμερες μας. Αι «ποιναι» των ψευδοποιμένων κρινόμεναι ύπό των άγιων. «Ωσπερ όρνεα πετονται και στρουθοι, ούτως αρα ματαία ούκ έπελεύσεται ούδενί». (Παροιμ. 26, 2). Αυτά λέει ή .Αγ. Γραφή περί των άδικων αφορισμων και ποινών, οτι «αι άδικοι αραι και αναθέματα», όπως λεει και ο λαός μας «δεν πιανουν», έστω και αν συνυφαινωνται τεχνηέντως με άγιογραφικά ρητά. 'Ομοιάζουν κατά τήν Γραφήν μέ μαύρα καί γαμψώνυχα όρνεα, τά όποια πεινώντα πετούν άνά τους αιθέρας, άλλα τελικώς επιστρέφουν εις την κεφαλήν εκείνου, δστις τόσον άφρόνως εκφέρει αύτάς».
Και πώς είναι δυνατόν νά συμβαίνει διαφορετικά; ’Αλλοίμονο άν τό Θειον υπηρετούσε τάς ανόμους επιθυμίας των επισκόπων. Ό άγιος Διονύσιος ό ’Αρεοπαγίτης γράφει: «Τούς μεν ούν ένθέους ίεράρχας, ούτω και τοΐς άφορισμοΐς και πασαις ταις ιεραρχικαις δυναμεσι χρηστεον, όπως αν ή τελετάρχις αύτούς θεαρχία κινήσοι». Έρμηνεύων ταϋτα ό άγιος Μάξιμος ό 'Ομολογητής γράφει: «Έάν παρά τον σκοπον αφοριση ο Ιεράρχης, δεν θα εχη σύμφωνον το θειον κρίμα, διότι μονον εν συμφωνία με το Θειον πρεπει να άφορίζη, και όχι κατά τό θέλημά του». (Πηδάλιον, σ. 36). Καί ό «άτρόμητος ομολογητής των θεανθρωπίνων ορθοδόξων άληθειων», ό μέγας Θεόδωρος ό Στουδίτης, προσθέτει: «Ούδεμία εξουσία έχει δοθή στούς ιεράρχες νά παραβαίνουν τούς ι. Κανόνες, παρά μόνον νά συμφωνούν μέ τά νομοθετηθέντα και νά ακολουθούν τά καλώς προηγηθέντα. Και τό νά δένουν και να λυνουν, δεν έχουν εξουσίαν να το πράττουν ως ετυχεν, αλλα μονον όταν είναι σύμφωνον με τον γνωμονα της άληθείας». (P.G. 99, 985). Και προσθέτουν αί Αποστολικαί Διαταγαι: «Ωσπερ ή πεμπομενη ειρήνη, μή ευρουσα αξιονυποδοχέα, επιστρέφει εις αυτους που τήν έστειλαν, έτσι, μάλλον δε και πολύ περισσότερόν ή καταρα, μη υπαρχοντος άξιου προς τον οποίον εστάλη, λογω τής αθωοτητος του, επιστρέφει εις τήν κεφαλήν του αδίκως αυτήν αποστειλαντος» (Βιβλ. Γ. κφ. ιε). Ό δέ άγιος Φώτιος γράφει: «ΤΗτο κάποτε φοβερόν το αναθεμα, όταν εχρησιμοποιειτο απο τους κήρυκας τής εύσεβείας έναντίον των ένοχων τής άσεβείας. Αφ’ ότου δε ή αδιάντροπος των ασεβών παραφροσύνη, το αναθεμα το οποίον έχουν αυτοί οι ίδιοι επι των κεφαλών των εζήτησαν να γυριση αυθαδως ενάντιον των αγωνιζομενων υπέρ τής ’Ορθοδοξίας... τό φρικτόν αύτό άνάθεμα κατήντησε παιχνίδι, μάλλον δέ καί τό προτιμούν οι εύσεβεΐς, έφ’ όσον έκφέρεται ύπό τών άσεβών». (Προς Ιγνάτιον Κλαυδιουπόλεως). Τά ανωτέρω έβεβαίωσε και ή Οίκ. Σύνοδος,διακηρυξασα εις τα περατα της Οικουμένης, οτι το αναθεμα το οποίον εξεφωνησαν οι 339 κακοοοςοι επίσκοποι ενάντιον του άγιου Δαμασκηνού και λοιπών εικονοφιλων πιστών, εμεινεν επι των κεφαλών των εις τον αιώνα. «Το γαρ αναθεμα ο αυτοί εληρωοησαν εν αυτοις μενει εις τον αιώνα»! (MANSI, 13, 341). Οι δικασται τών ομολογητών τών Σπετσών. Ή Έλλαδική Εκκλησία από τό 1924, διά τής έφαρμογής τής ήμερολογιακής καινοτομίας τής αιρεσεως του Οίκουμενισμοΰ κατέστη σχισματική. ’Έκτοτε ή Ιεραρχία αυτής δεν παρεμεινε μονο εις τήν πτώση του ανωτέρω σχίσματος (ανεξαρτήτως αν τούτο χαρακτηρίζεται ως δυνάμει ή ένοχή του δι’ αύτό τήν βαρύνει εξ ολοκλήρου), αλλα κοινωνουσα «αγαλλομενω πόδι» μετά του Οικ. Πατριαρχείου και τοϋ Πατριαρχείου Μόσχας (παρά τήν γενομενην αντικανονικήν «άρση» των αναθεμάτων μεταξύ Φαναριού Ρώμης και τό κοινόν Ποτήριον Μόσχας Ρώμης) κατέστη και κοινωνός τοΰ αιρετικού Βατικανού! Συνεχίζουσα δέ τήν από τοϋ 1924 άρξαμένη άντορθόδοξον πορείαν τών Μεταξάκη Παπαδοπούλου και διώκουσα δι’ άφορισμών, καθαιρέσεων, εξοριών και ποικίλων άλλων βιασμών τούς εύσεβεστάτους παλαιοημερολογίτας, πού ώς γνήσια τέκνα τής ’Ορθοδοξίας άνθίστανται στήν αίρεση του αιώνα μας, απεδειξε εαυτήν σκοτεινόν υπηρετιν τής αίρέσεως τοϋ Οίκουμενισμοΰ, κηρύττουσα γυμνή τή κεφαλή τούτον. Οι επίσκοποι της δια τήν ανωτέρω διαγωγήν των τυγχάνουν άξιοι καθαιρέσεως (MANSI 12, 1115) και συνεπώς ουδεμια «ποινή» των κατα των ορθοδοξως ενισταμενών κληρικών, μονάχων και λαϊκών είναι δυνατόν να εχει τήν παραμικραν σημασίαν και βαρύτητα δια τους τιμωρημένους», ως επίσης και δια ολους εκείνους που κοινωνουν και συνεργάζονται μετά των ανωτέρω ομολογητών, προσπαθουντες να συγκρατησουν ο,τι απεμπολούν και κρημνίζουν οι ανωτέρω ψευδεπίσκοποι. Και οτι τυγχάνουν όντως ψευδεποιμενες αποδεικνυεται και απο την τελευταία τους συνοδική απόφαση ενάντιον των ομολογητών των Σπετσών, εις την όποιαν, μεταξύ τών άλλων, με περισσήν θεατρικήν υποκρισίαν ισχυρίζονται, ότι ή Έλλαδική Ιεραρχία ούδεμίαν «παναίρεσιν» ακολουθεί, ούδέ τυγχάνει «ένοχος σχίσματος», καθόσον «τέτοια κατηγορία δεν εχει απασχολήσει μηδεμιαν εκκλησιαστικήν δικαστικήν ή άλλην αρχήν ή αποδειχθεισαν ή έστω κατ ένδειξιν διαπιστωθεΐσαν έκ τής προκειμένης ή άλλης τίνος διαδικασίας»!
Και όλα αύτά τά γράφουν προκειμένου ν’ άποσείσουν τάς άνωτέρω κατηγορίας τάς οποίας σαφώς και τεκμηριωμένα ό Άρχιμ. π. Χρυσόστομος Σπύρου άπηύθυνε προς τον κ. Ιερόθεον και τήν Εκκλησίαν του. , Τήν ολως υποκριτικήν των αυτήν αθωότητα και δήθεν άγνοιαν ξεγυμνώνει ανελέητα ένας νυν σύμμαχος του, ο όποιος σε κατάσταση νηφαλιότητος έγραφε τό 1980: «Ουσιαστικά, τό 1965, έγινε “ή άρση τής άκοινωνησίας” μεταξύ Όρθοδόξων καί Φράγκων, έγινε αθόρυβα ή «ένωση» των Εκκλησιών, σύμφωνα με τους παραπανω υπολογισμούς τών λατίνων του Βατικανού και τών Ούνιτών τού Φαναριού. Μετά άπό αυτό, θεωρητικά ’Ορθόδοξοι και Φράγκοι είμαστε ενωμένοι σε μιά Εκκλησία. Καί μπορούμε ελεύθερα νά έχουμε μύστηριακή κοινωνία»!!! (X ’Αθωνίτης, «’Ορθόδοξος Τύπος» τής 5.9.’80). Τι έχουν vα απαντήσουν στα ανωτέρω οι καταφρονηται τής ’Ορθοδοξίας; Πρέπει νά τό άντιληφθούν καλώς ότι έπεσαν πλέον τά προσωπεία των, καί ό ’Ορθόδοξος λαός καθημερινώς καί περισσότερον αντιλαμβάνεται τήν εις βάρος τών οσίων του τελουμένην προδοσίαν. Γι’ αύτό ακριβώς δΓ όλους τούς ευσεβείς πιστούς, ό άρχιμ. Χρυσόστομος Σπύρου και αί Μοναχαι Ελισάβετ, Συγκλητική, ’Ολυμπίάς, Ευφημία, Χάρις, ’Ιωάννα και Θεοδότη τυγχάνουν ομολογητριαι της πιστεως και αληθινοί φρυκτωροι των ορθοδόξων Παραδόσεων. Αί κατ’ αύτών «ποιναι των καινοτόμων ποιμένων τής ’Εκκλησίας του κ. Σεραφείμ ώς πτηνά πετομενα επιστρέφουν κατα τον τής θείας Γραφής λογον εις τας κεφαλας των ίδιων. Διά δε τήν τόλμην των επισκόπων του ΣυνοδικούΔικαστηρίου να τιμωρήσουν έστω και στα «χαρτια τους» δια τής ανυπάρκτου ποινής του αποσχηματισμου τον πΧρυσόστομον και τήν Ήγουμένην Ελισάβετ (Βρονταμίτου) και τάς Μοναχάς Συγκλητικήν (Μέξια) και ’Ολυμπιάδα (Κολυβα), οι επίσκοποι αυτοί έγιναν συν τοις αλλοις και ιερόσυλοι, αποδειξαντες συγχρόνως το μεσαιωνικόν σκοτος που επικρατεί εις τα συνοδικά των γραφεία. Πως αγνόησαν τήν εν προκειμενω διδαχήν τής Εκκλησίας, ή οποία απαγορεύει τον αποσχηματισμον των μονάχων δια του 19ου Κανόνος τής Ζ Οικ. Συνόδου; Σχολιάζων τον ανωτέρω Κανόνα ό καθηγητής τού Κανονικού Δικαίου εις τό Πανεπιστήμιον ’Αθηνών κ. Κ. Μουρατίδης γράφει: «Οία δήποτε επομένως διαταξις, αντιτιθεμενη εις τον παρόντα Κανόνα είναι αντικανονική και εν Έλλάδι αντισυνταγματική». Και καταλήγει ώς εξής: «Κατόπιν των ανωτέρω φρονουμεν, οτι ή επιβολή τής ποινής του αποσχηματισμου του μονάχου και ή επαναγωγή τουτου εις τήν ταξιν των λαϊκών είναι ΑΔΥΝΑΤΟΣ ώς άντικανονική και άντισυνταγματική, καθ’ δτι τό άνεξάλειπτον τής μοναχικής ιδιοτητος αποκλείει παντελώς ταυτην». Δια τους ανωτέρω όμως ψευδοποιμενας αυτα είναι... παραμυθία, γι αυτό δεν αρκουνται στήν ιερόσυλο αυτή απόφασή τους, αλλα προσθετουν και τήν ποινήν τής εξορίας εις τους ομολογητας των Σπετσών, ώστε να ήσυχασουν μια και καλή μαζί τους. Πόσο πλανώνται! Τό μόνο πού επιτυγχάνουν με ολα αυτα είναι να διακηρύττουν μονοί τους, ότι έπαυσαν νά είναι οί αληθινοί αντιπρόσωποι της ’Ορθοδοξίας, οί αληθινοί ποιμένες των προβάτων τοϋ Χρίστου. Έρωτώμεν: Γιατί δέν δείχνουν την ίδια δράστηριότητα και για τους αναρίθμητους αιρετικούς και άθεους πού κυκλώνουν κυριολεκτικώς την Ελλάδα μας, μέ αποτέλεσμα χιλιάδες ψυχές νά χάνωνται εξ αιτίας των; ’Ιδού πώς ένα άπό τά πνευματικά τους παιδιά τούς έλέγχει πρόσφατα γι’ αυτή τους την προδοσία: «Εσείς, οί άγιοι Πατέρες, πού βλέπετε τό Κράτος νά καταληστεύει την πνευματική εξουσία σας πάνω στο ποίμνιο σας και με τους θεομάχους νομούς του να σας γελοιοποιεί... δεν εχετε ούτε ίχνος ανδρισμού καί αξιοπρέπειας γιά νά διαμαρτυρηθήτε καί νά άμυνθήτε; Γιατί δέν προστατεύετε τά χριστιανικά δόγματα;... Γιατί συνηγορείτε στήν διακοπή και τήν κατάργηση τής Ίεράς Παραδόσεως; Πώς θά κατορθώσει ή λυχνία τής προσωπικοτητος σας να φωτίσει και να κατευθύνει τα Ελληνόπουλα στο δρόμο τοϋ Θεού, δταν σάς έγκατέλειψε τό Άγιον Πνεύμα;» (Έκκλ. Αγών, Φεβρ. ’84, σ. 6). Κατόπιν τουτου πως είναι δυνατόν ο Θεός να υπακούει και να συνεργάζεται στις διάφορες «καθαιρέσεις», «αποσχηματισμούς» και εξορίες των ανθρώπων αυτών, αφού οι πράξεις τους είναι μια συνεχής πρόκληση και προσβολή τής θείας δικαιοσύνης; «Δόξα ούν καί τιμή παντί τω έργαζομένφ τω άγαθώ», κληρικφ μοναχω ή λαικω, που στις ήμερες μας ομολογων μετά παρρησίας τήν ’Ορθοδοξίαν, «καθαιρεΐται», «άποσχηματίζεται» και εξορίζεται απο τοιουτους ψευδοποιμενας. Να είναι βέβαιος οτι τήν ή μέραν εκείνην θ ακούσει απο το στόμα το αψευδες: «ευ δούλε πιστέ... εισελθε εις τήν χαραν του Κυρίου Σου», ο δε «στέφανος τής ζωής» και «ή στολή ή λευκή» θά τον καλλύνουν εν τω Παραδείσω τοϋ Θεοΰ εις αιώνας αιώνων.
Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΖΗΛΩΤΙΣΜΟΣ
Είναι δυνατόν νά γράφη κάποιος δοκίμιο περί ’Ορθοδοξίας καΐ νά περιέχη κακοδοξίες νά γράφη περί ομορφιάς μέ τελείως άσχημο τρόπον νά κηρύττη περί άληθείας μέ σωρείαν ψεμμάτων νά βιογραφή ένα άγιον καΐ νά παραποιή τούς αγώνας του, διότι δεν... ταιριάζουν στό πιστεύω του!
Τό τελευταίο τό βλέπουμε νά γίνεται συχνά στις ήμερες μας. Συνεχώς διαβάζουμε έκκλησιαστικά μηνύματα γεμάτα κακοδοξίες· άρθρα σε εκκλησιαστικά έντυπα ύβρι-στικά γιά την μοναδικότητα τής ’Ορθοδοξίας· «άντιοικου-μενιστικά» άρθρα πού υποστηρίζουν την πλάνη και συγχέουν τά όρια ’Ορθοδοξίας καΐ αίρέσεως! ΚαΙ όλα αύτά προερχόμενα από γραφίδες «ορθοδόξων»...
Στό παρόν άρθρον θ’ άσχοληθοϋμε μέ ένα βιβλίο πού παραποιεί καΐ αλλοιώνει μιά κρίσιμη φάσι τής ζωής ένός αγίου. Διατί; Διότι έπιθυμεί νά ταπείνωση, ως πιστεύει, άγωνιζομένους πιστούς πού ακολουθούν τά ’ίχνη τού αγίου πάση θυσία, και οι όποίοι παρά τις προσωπικές τους ατέλειες και αμαρτίες αποτελούν σήμερα μοναδική ελπίδα καΐ νησίδα καθαρής ’Ορθοδοξίας.
Πρόκειται γιά τό βιβλίο τού θεολόγου κ. Β. Τσίγκου, «Εκκλησιαστικές θέσεις τού άγιου Θεοδώρου τού Στουδίτου — Αυθεντία και πρωτείο» Θεσ/νίκη 1999, σσ. 406. Προτού άσχοληθή ό συγγραφεύς μέ τΙς εκκλησιαστικές θέσεις τού Όσίου προτάσσει τόν βίον του καΐ άκριβώς εδώ γίνεται ή -παραποίησις! Άς δούμε, οσο τό δυνατό συντομότερα, πώς έχουν τά γεγονότα.
Ό 'Άγιος Θεόδωρος ό Στουδίτης (759-826) ύπήρξε μια επιφανής μοναστική προσωπικότης μέ εξαιρετικά ποιμαντικά προσόντα και άρτίαν θεολογικήν παιδείαν. 'Ως καθηγούμενος τής περιωνύμου Μονής του Στουδίου ήγωνίσθη ύπέρ των ιερών Παραδόσεων και τών δογμάτων τής Εκκλησίας, έξορισθεις τρεις φορές από τούς άντιπάλους του.
ΤΙς δυο φορές έξωρίσθη διότι δέν έδέχετο τόν παράνομο γάμον τού αύτοκράτορος Κωνσταντίνου, ενώ τήν τρίτην διά τάς ίεράς εικόνας.
'Ο αύτοκράτωρ ευρε άνθρωπον «κατά τήν καρδίαν» του, τόν ήγούμενον ’Ιωσήφ, ό όποιος ευλόγησε τόν παράνομον γάμον του.
Ό άγιος Θ. διέκοψε αμέσως τήν μετά τού ’Ιωσήφ κοινωνίαν καθώς επίσης καΐ μέ όσους τόν έκοινώνουν. Οίκονομικώς συνέχιζε νά μνημονεύη τού πατριάρχου, άποφεύγων όμως πάσαν μετ’ αύτοϋ προσωπικήν κοινωνίαν, όπως συλλείτουργα, χειροτονίας μοναχών του, κλπ. Αί σχέσεις άποκατεστάθησαν πλήρως μόνον μετά τήν επιστροφήν έκ τής πρώτης εξορίας τού Όσίου (Αΰγ. 797), όταν ό Ταράσιος καθήρεσε τόν ’Ιωσήφ άκυρώσας και τόν παράνομον γάμον.
Μετά τόν θάνατον τού Ταρασίου (806) άνέρχεται στον θρόνον ό Νικηφόρος. Μέ επιθυμία καΐ εντολή τού αύτοκράτορος ό πατριάχρης συνεκάλεσε Σύνοδον καΐ άποκατέστησε στήν θέσιν του τόν ’Ιωσήφ, «κατ’ οίκονο-μίαν». Ό άγιος συνεχίζει νά μή κοινωνή μετά τού ’Ιωσήφ καΐ όσους τόν έδέχοντο εις κοινωνίαν, ενώ μετά τού Νικηφόρου διατηρεί τήν ιδίαν στάσιν πού έκράτησε καΐ στόν Ταράσιον. Πέρασαν έτσι δύο χρόνια, όπότε τελικώς ό αύτοκράτωρ εξορίζει τόν Όσιον στήν Μονήν τού Αγίου Σεργίου.
Τό 809 κατά αύτοκρατορική άπαίτηση συγκαλειται νέα Σύνοδος ή οποία αποφασίζει τήν έκ νέου άποκατάστασιν τού Ιωσήφ καΐ την έξορίαν τοΰ οσίου είς Χάλκην.
Ή διακοπή του μνημοσύνου
Την επομένη τής Συνόδου ό άγιος Θεόδωρος γράφει στον πατριάρχην καΐ τον προειδοποιεί, ότι άν δεν καθαιρεθή ό Τωσήφ «οδηγεί την Εκκλησία σέ μεγάλο σχίσμα». «Καλλίτερα, τονίζει, νά δίωξης τό ψωραλέο πρόβατο (Ιωσήφ), παρά νά μολυνθή δλη ή Εκκλησία». (1008 c).
Φορεύς τής μολυσματικής άσθενείας είναι ό Ιωσήφ καΐ όχι τό τυχόν σχίσμα πού θά δημιουργηθή εξ αιτίας του, ώς παρατηρεί άτυχώς ό κ. Τσ. (σ. 80).
'Ο άγιος εύθύς άμέσως διακόπτει τήν άναφοράν τοΰ ονόματος του πατριάρχου Νικηφόρου σ’ δλες τις άκολου-θίες καΐ μάλιστα τήν Θ. Λειτουργίαν. Τό σχίσμα έχει συντελεσθή. Αυτό τό σημείον, τής τελείας διακοπής κοινωνίας μετά τοΰ πατριάρχου ό κ. Τσ. τό αποσιωπά τελείως, έμφανίζων τόν άγιον νά διατηρή τήν ιδίαν στάσιν πού έτήρει και προ τής Συνόδου τοΰ 809! Γράφει:
«’Αποτελεί άναντίρρητον πραγματικότητα καί άμετα-κίνητη βεβαιότητα ότι ή εκκλησιαστική παράδοση δεν θά τιμοΰσε σχισματικό, έπι τόσους αιώνες, ώς άγιο τής αδιαίρετης Εκκλησίας. Ό άγιος Θεόδωρος ό Στουδίτης δέν ήταν σχισματικός ή έστω πρόσκαιρα σχισματικός, πού άργότερα μετανόησε. Προς έπίρρωση των προαναφερθέντων θά πρέπει νά σημειωθή πώς δέν καταδικάσθηκε άπό καμία έγκυρη σύνοδο τής έποχής του. Εξίσου άληθές είναι ότι σέ κανένα κείμενό του δέν παρουσιάζεται νά ευλογεί ή νά ύποκινεί καί νά προτρέπει σέ σχίσμα καί ανταρσία κατά τής Εκκλησίας. Στις όξύτατες διαμαρτυρίες του πού συχνότατα προέβαλλε, δέν παρασύρθηκε ώστε νά «έξέλθει» άπό τήν μάνδρα τής Εκκλησίας και νά δημιουργήσει ανεξάρτητες έκκλησιαστικές φατρίες καί όμάδες...
Ή στάση τοΰ ίεροΰ πατρός έναντι δλων των πνευματικών του προϊσταμένων κινείται έντός των παραδοσιακών εκκλησιαστικών πλαισίων. Είναι μία στάση Ιδιαιτέρως έπιφυλακτική καΐ προσεκτική καΐ προφανώς καθοδηγητική για παρόμοια φαινόμενα ή στάσεις πού εμφανίζονται καΐ στίς μέρες μας», (σ. 91-2).
ΠρΙν άναφέρωμε τον άντιθετικόν μας λόγον στίς παραπάνω αναληθείς προτάσεις του συγγραφέως, παραθέτουμε τις θέσεις του Ιδίου αγίου Θεοδώρου, τΙς όποιες άπέκρυψεν ό κ. Τσίγκος.
Γράφων ό άγιος πρός τον ήγούμενον Θεόφιλον, λίγο μετά την μοιχοσύνοδον του 809, τονίζει:
«Χαλεπή κακοδοξία έκηρύχθη ως δόγμα στήν Εκκλησία μας. Αυτή ή μοιχειακή αϊρεσις, ή όποία όμοΰ με τήν άνατροπήν του Ευαγγελίου καΐ τούς θείους Κανόνας διαλύσασα, διά τής άθωώσεως υπό τών ιδίων τού καθηρη-μένου μοιχοζεύκτου. Διότι άν τό Εύαγγέλιον ήθέτησαν, πολύ λίγο τούς ένδιέφερε νά φροντίζουν διά τήν τήρησιν τών ί. Κανόνων.
Ταϋτα λοιπόν θεώρησα άναγκαΐον νά γνωρίσω στήν όσιότητά σου, ώστε γνωρίσασα ότι κηρύσσεται αϊρεσις νά τήν άποφύγη, δηλαδή νά άποφύγη τούς αιρετικούς. ΙΩστε ούτε νά κοινωνή με αυτούς, ούτε νά τούς μνημονεύη στήν εύαγεστάτη Μονή έπΙ τής Θ. Λειτουργίας. ΚαΙ τούτο, διότι έχουν έκφωνηθή μεγάλαι άπειλαι ύπό τών άγίων σέ όσους συγκαταβαίνουν πρός τήν αϊρεσιν, μέχρι ακόμα και στο συντρώγειν (μέ τούς αιρετικούς).
Έάν δε παρατηρεί ή Όσιότης σου πώς δέν τά είπαμε αύτά προ τής λεηλασίας, άλλ’ άντιθέτως έμνημονεύαμε τών έπισκόπων τού Βυζαντίου, άς γνωρίζη τούτο: αύτό έγίνετο διότι δέν είχε γίνει άκόμα ή άνωτέρω Σύνοδος, ούτε είχε δημοσία κηρυχθή τό πονηρό δόγμα και τό άνάθεμα.
Και ακριβώς προτού νά γίνουν τά άνωτέρω, δέν ήτο άσφαλές νά διακόψη κάποιος κοινωνίαν μετά τών παρανο-μούντων πλήρως· (αρκετόν ήτο) νά άποφεύγη τήν μετ’ αύτών προσωπικήν κοινωνίαν καΐ κατά λόγον οικονομίας νά τούς
μνημονεύη μέχρι ένα ώρισμένο διάστημα.
Άφοΰ όμως εις τό φανερόν έξήλθε ή αιρετική άσέβεια διά τής συνόδου, πρέπει πιά καΐ ή όσιότης σου μαζί μέ όλους τούς όρθοδόξους νά άντιδράση μετά παρρησίας διά τής διακοπής πάσης προσωπικής κοινωνίας μετά των κακοδόξων, ώς επίσης, καΐ διά τής μη άναφοράς του όνόματος παντός εύρεθέντος στήν μοιχοσύνοδον ή των συμφωνού-ντων μέ αυτήν. Διότι ασφαλώς είναι δίκαιον, όσιε πάτερ, αφού είσαι όνομα και πράγμα Θεόφιλος, ν’ αγαπάς καΐ στό σημεΐον αυτό τόν Θεόν. Διότι ό Χρυσόστομος, έχθρούς του Θεού, όχι μόνον τούς αιρετικούς, άλλα καΐ τούς κοινω-νοΰντας μέ αύτούς ισχυρώς διεκήρυξεν». (Έπιστ. Θεοφίλφ ήγουμένω. 1048-9).
Οί χωριζόμενοι των κακοδόξων άξιοι τιμής
Εις τήν ανωτέρω επιστολήν ήλίου φαεινότερον παρουσιάζεται ή νέα στάσις του αγίου μετά τήν σύνοδον του 809 πλήρης διακοπή κοινωνίας μέ τόν πατριάρχην και όσους κοινωνοϋν τόν μοιχοζεύκτην Ιωσήφ. Άντιθέτως διά τόν κ. Τσ. ό Όσιος «παρά τΙς όξύτατες διαφωνίες καΐ συγκρούσεις μαζί τους (Ταράσιον και Νικηφόρον, σ. ήμ.) δέν τούς είχε άποκηρύξει καΐ όπως υποστηρίζει ό ίδιος ουδέποτε είχε διακόψει τό μνημόσυνό τους»! (σ. 193).
Τά ανωτέρω ισχύουν μόνον διά τόν πατριάρχην Ταράσιον έπΙ Νικηφόρου ή διακοπή ήτο τελεία. ΚαΙ έρωτώμεν: ή μελέτη τού κ. Τσίγκου «καρπός πολυετούς ένασχολήσεως» πώς παρέλειψε ν’ άναφέρη τό ούσιώδες αυτό γεγονός, τό όποιον παρουσιάζει τόν άγιον τελείως διαφορετικόν άπ’ δ,τι ό ίδιος προσπαθεί νά τόν έμφανίση;
Στό σημείο αύτό θά πρέπη νά τονισθή καΐ τό εξής σημαντικόν πού φανερώνει τήν μεροληψίαν καΐ τόν αντιεπιστημονικόν τρόπον έρεύνης τού κ. Τσ.
Άντι νά συγκρίνη Όσιον καΐ ζηλωτές πρός δύο ίσα μεγέθη, τήν αϊρεσιν δη λ. τής είκονομαχίας και τήν αίρεσιν του Οικουμενισμοΰ, εξαντλεί τήν συμπεριφοράν του Όσιου, μόνον στον παράνομον γάμον του αύτοκράτορος και έν συνεχεία τήν συγκρίνει με τήν στάσιν των παλ/τών και ζηλωτών έναντι του Οικουμενισμοΰ (τό ημερολογιακόν είναι ή απαρχή), ώστε νά τούς άποδείξει φανατικούς καΐ μή έχοντας σχέσιν πρός τούς άγώνας του Όσίου!
’Αλλά και στο σημεΐον αυτό, όπως είδαμε, παραποίησε τήν Ιστορική πραγματικότητα! ’Έτσι δημιουργεί δύο σοβαρές πλαστογραφίες στήν εΙκόνα δράσεως του άγιου προκειμένου νά ταπεινώση καί προσβάλη τό σύγχρονο κίνημα των παλ/τών και ζηλωτών Ελλάδος!
Ή αλήθεια όμως είναι ή εξής: Όπως άντέδρασεν στόν αντικανονικόν γάμον ό Όσιος, άντέδρασαν καί οί Παλ/ται στήν ημερολογιακήν καινοτομίαν καί όπως ήγωνίσθη κατά τής είκονομαχίας, αγωνίζονται σήμερα οί ένιστάμενοι ζηλωται κατά του Οικουμενισμοΰ! Ή ταυτότης mutatis mutandis είναι πλήρης καί τελεία.
Ό άγιος Θ. διά τής διακοπής τοΰ μνημοσύνου τοΰ έπισκόπου του δεν φοβάται νά χαρακτηρισθή ώς σχισματικός. Ό ί. πατήρ δεν κατέχεται ύπό τής κομπλεξικής νοοτροπίας τών συγχρόνων «συντηρητικών» οί όποιοι φοβοΰνται νά άποκηρύξουν τούς κακοδόξους προϊσταμένους τους, μήπως καί «έξέλθουν άπό τήν μάνδραν τής Εκκλησίας»! Έγνώριζε σαφώς ότι ή στάσις του έκαλύπτετο πλήρως ύπό τής ί. παραδόσεως, γι’ αύτό καί θά τονίζη: «Παραγγελίαν γάρ έχομεν εξ αύτοΰ τοΰ Αποστόλου, εάν τις δογματίζη ή προστάσση ποιεϊν ημάς, παρ’ δ οί Κανόνες όρίζουσιν, άπαράδεκτον αυτόν έχειν καί μηδέ λογίζεσθαι αυτόν έν κλήρω αγίων». (998 Α).
Διά τοΰτο και ό διακόπτων κοινωνίαν μέ αιρετικούς ή καταφρονητάς τών τής Εκκλησίας ίερών Παραδόσεων, δεν γίνεταί ποτέ σχισματικός, αλλά κατά τόν άγιον Νικόδημον, έρμηνεύοντα τόν σχετικόν Κανόνα: «... οί χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνον διά τόν χωρισμόν δεν καταδικάζονται, αλλά καΐ τιμής τής πρεπούσης, ώς ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή, όχι σχίσμα έπ ροξένη σαν εις τήν Εκκλησίαν μέ τον χωρισμόν αυτόν, αλλά μάλλον ήλευθέρωσαν τήν Εκκλησίαν άπό τό σχίσμα και τήν αϊρεσιν των ψευδεπισκόπων αύτών».
Φοβούμενος, λοιπόν, «ένθα ούκ ήν φόβος», ό κ. Τσ. άγωνιά ν’ άπαλλάξη τόν Όσιον τής άνυπάρκτου μομφής του σχισματικού! Άντιθέτως διά τούς ζηλωτάς δεν έχει κανένα προβληματισμόν καΐ άγωνία πώς θά τούς χαρακτηρΐση· γι’ αυτόν είναι «έκτος έκκλησίας», καίτοι ήγωνίσθησαν διά θέματα πολύ σπουδαιότερα τού μοιχικοΰ γάμου ένός αύτοκράτορος Ώς αυστηρός, λοιπόν, κριτής των θά σχολιάση:
Ή αληθής Εκκλησία του Θεού
«Είναι γεγονός ότι στή χώρα μας οι ζηλωτές καΐ οί παλαιοημερολογίτες, γιά πολλούς λόγους συμπεριλαμβανομένης καΐ τής άγνοίας, θεωρούν τόν άγιο Θεόδωρο ζηλωτή καΐ έπαναστάτη κατά τού «έπισκοπικού κατεστημένου»,-άκόμη καΐ σχισματικό χάριν τής άληθείας. Όπως ήδη άναφέρθηκε, δέν ήταν τίποτε άπ’ όλα αύτά, μέ τήν έννοια τήν οποία άποδίδουμε στούς χαρακτηρισμούς αυτούς σήμερα», (σ. 92, σημ. 1).
Ή άνωτέρω παρατήρησις τού κ. Τσ. δέν είναι μόνον ψευδής άλλά και διαστροφική. Οί παλαιοημερολογίται καΐ γενικώς όλοι πού σέβονται τούς άγώνες τών άγίων, θεωρούν τόν άγιον Θ. ζηλωτή\\^τών πατρικών παραδόσεων, ήρωϊκώς άντισταθέντα στις παράνομες άξιώσεις τών καινοτόμων καΐ κακοδόξων «ψευδεπισκόπων» τής έπόχής του. Ούδέποτε όμως θά τόν τιμούσαν, έάν, σάν τούς προτεστάνες, ήρνεΐτο τήν έπισκοπικήν ίεραρχίαν ή γενικώς τήν έθεώρει κάτι τό μή καλόν. Ή φράσις «έπισκοπικόν κατεστημένον» ούδέποτε έγράφη καΐ ώς μομφή άπεδόθη στούς νεοημερολογίτας υπό τών παλ/τών στά 76 χρόνια τής κατά Θεόν ένστάσεώς των!
Συνεπώς ό κ. Τσ. διαστρέφει την αλήθειαν, προκειμένου νά σπιλώση τό ομολογιακόν πρόσωπον των παλ/τών.
Ή δε έτέρα παρατήρησίς του ότι ό άγιος Θ. θεωρείται υπό των παλ/τών «σχισματικός χάριν τής αλήθειας» είναι έν μέρει σωστή, διότι ό άγιος έφήρμοσε στή ζωή του τό πατερικόν: «Έστι σχισθήναι καλώς καΐ όμονοήσαι κακώς». Έξ άλλου ή λέξις σχισματικός φορτισμένη πάντοτε μέ αρνητικόν περιεχόμενον δέν κυριολεκτεϊται εις πράξεις σάν τήν παρούσαν.
Κατά τούς ί. Κανόνας οι διακόπτοντες κοινωνίαν μετά τών κακοδόξων δέν χαρακτηρίζονται ώς σχισματικοί «επειδή όχι σχίσμα έπροξένησαν εις τήν Εκκλησίαν μέ τον χωρισμόν αύτόν, αλλά μάλλον ήλευθέρωσαν τήν Εκκλησίαν από τό σχίσμα καΐ τήν αϊρεσιν τών ψευδεπισκό-πων αυτών» (άγ. Νικόδημος). Γι’ αυτό άκριβώς καΐ ό άγιος θά γράψη στον άδελφό του καΐ συναγωνιστήν Ιωσήφ Θεσσαλονίκης τά έξης χαρακτηριστικά:
«’Ασφαλώς έξ αιτίας ένός ανθρώπου δέν αποσχιζόμαστε άπό τήν Καθολική ’Εκκλησία, πλήν όμως άποσχιζό-μαστε άπό όσους έπεκύρωσαν τήν πράξιν τής μοιχείας. Γιατί αυτή δέν είναι Εκκλησία τού Κυρίου.
’Εάν είναι ’Εκκλησία, τότε πράγματι ε’ΐμαστε αποσχισμένοι άπό τήν ’Εκκλησία έξαιτίας ένός άνθρώπου πού ένώθηκε μ’ αυτήν καΐ δέ δεχόμεθα τον μοιχοζεύκτη. ’Επειδή όμως αύτοι δέν είναι ’Εκκλησία τού Θεού, οι ίδιοι πραγματικά αποσχίζονται άπό τήν ’Εκκλησία τού Θεού, έξαιτίας ένός άνθρώπου πού ένώθηκε μ’ αύτούς» σ. 88. (Μετάφρ. κ. Τσ.).
Ό χαρακτηρισμός τού Όσίου διά τήν Σύνοδον του 8Θ9 είναι φοβερός· δέν άποτελούν τά μέλη της τήν ’Εκκλησίαν του Θεού! Και τούτο διότι αί πράξεις των δέν έχουν καμμία σχέσιν πρός τήν αλήθειαν. Αργότερα ό άγ. Γρηγόριος ό Παλαμάς θά έκφράσει τά ανωτέρω έπιγραμματικώς: «Οί τής τού Χρίστου Εκκλησίας τής άληθείας εΐσίν και οί μη τής αλήθειας δντες, ούδέ τής του Χρίστου Εκκλησίας εΐσί».
Συνεπώς ό συγγραφεύς τής διατριβής αγνοεί και συγχέει τό σκεπτικόν τής ίεροκανονικής τάξεως καΐ πράξε-ως τής Εκκλησίας. Γι’ αύτό ακριβώς καΐ δεν βλέπει τίποτα τό κοινόν μεταξύ τού αγίου Θεοδώρου και παλ/τών. Πιστεύει άπόλυτα ότι ό άγιος Θ. ήτο μέν ζηλωτής, άλλα χωρίς τόν φανατισμόν τών συγχρόνων ζηλωτών. ”Ας τόν παρακολουθήσομε;
Ή ταυτότης τών δύο ζηλωτισμών
«Άπό πολλούς ερευνητές ό Θεόδωρος Στουδίτης θεωρήθηκε ζηλωτής ή ήγέτης τής μερίδος τών ζηλωτών, προβάλλοντας τήν αρνητική πλευρά τοΰ ζήλου, όταν αυτός έκδηλώνεται μέ ενέργειες πού οδηγούν στόν φανατισμό. Πολλοί μάλιστα στίς ή μέρες μας προσπαθούν νά δημιουργήσουν κάποια «πρότυπα» ζηλωτών, ώστε αυτοί νά «τεκμηριώνουν» τΙς έκάστοτε απόψεις τους. Ή εκτίμησή μας είναι πώς, όσον άφορά τόν ίερό πατέρα, ενώ πράγματι έπεδείκνυε άξιοθαύμαστο ζήλο σ’ όλες του τις δραστηριότητες, δέν ήταν όμως ζηλωτής μέ αύτή τή σημασία πού χαρακτηρίζεται κάποιος σήμερα. Συνεπώς ή «έτικέτα» τού ζηλωτοΰ τόν αδικεί καΐ δέν άνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα» (σ. 127, σημ. 1).
Είναι όμως έτσι τά πράγματα; Ό άγιος δέν έχει όντως κοινά σημεία μέ τούς συγχρόνους ζηλωτάς; Πιστεύομεν άπολύτως ναί!
Διότι εάν ο Όσιος για ένα παράνομον γάμον καΐ μάλιστα βασιλικόν, διέκοψε κοινωνίαν μετά τοΰ επισκόπου του —όταν ή σύνοδος αθώωσε τήν πράξιν και τόν ιερέα πού εύλόγησε τόν γάμον—, πολλω μάλλον εδικαιούντο νά μιμηθουν τόν όσιον οί ζηλωται στήν περίπτωσιν τής ήμερολογιακής καινοτομίας, πού κυριολεκτικώς συνετάρα-ξε καΐ έξωτερικώς έδίχασε ολόκληρον τήν ’Ορθοδοξίαν!
ΚαΙ όταν έπι είκονομαχίας τό 98% τών επισκόπων τοΰ Βυζαντίου χειροκροτούσε τούς εικονομάχους, την ϊδια ώρα ό άγιος Θ. έμαστιγοϋτο καΐ έσύρετο εις έξορίαν, όπως ακριβώς συνέβη καΐ στους ζηλωτάς τό 1924! Τότε οι επίσκοποι τής Ελλάδος άδιαφόρησαν διά τήν πρώτην πρακτικήν εφαρμογήν του Οικουμενισμοϋ, τό νέον ήμερολόγιον, διά νά καταλήξουν σήμερα νά κοινωνοΰν καΐ νά επικροτούν κο ρυφαίους οίκουμενιστάς των ή μερών μας! Ιδού, λοιπόν, ή ταυτότης πορείας Όσίου καΐ ζηλωτών τήν ώραν τής κακοδοξίας!
Διατί συνεπώς μεροληπτεί και κακοποιεί τήν ιστορίαν ό συγγραφεύς τής διατριβής;
Βεβαίως άντιλαμβανόμεθα ότι δέν έχομεν τίποτα κοινόν στην κριτικήν μας αυτή, αφού έκεΐνος καΐ τούς θιασώτας και κήρυκας τής συγχρόνου παναιρέσεως αθωώνει καί απαθώς δέχεται ως ποιμένας του, ενώ τούς άγωνιζομέ-νους κατά τής αίρέσεως θεωρεί «εκτός Εκκλησίας»! Λυπούμεθα ειλικρινώς διότι τίποτα δέν ώφελήθη από τήν πολυετή μελέτην των συγγραμμάτων τού ιερού πατρός καί μάλιστα από τον ομολογιακόν βίον του!..
Γράφομεν τά ανωτέρω διότι είναι καταφανής ή προσπάθειά του νά παρουσιάση τον άγιον τελείως ξένον ή διάφορον πρός τούς σημερινούς ζηλωτάς, οι όποιοι δικαίως τον έχουν ώς παράδειγμα στούς αγώνες τους. Αυτό τό γνωρίζει ό κ. Τσ. γι’ αυτό πάση θυσία προσπαθεί, ματαίως βέβαια, ν’ άποδείξη τόν μέν Όσιον βαδίζοντα τήν βασιλικήν όδόν, τούς δέ ζηλωτάς φανατικούς καί όπαδούς τών άκρων! Γράφει λοιπόν στό έργο του καί τά κατωτέρω άνεπιτυχή.
«Δέ (sic) θεωρείται καθόλου τυχαίο τό γεγονός ότι στήν Ελλάδα πολλοί άντιοικουμενιστές ζηλωτές καί παλαιοημερολογίτες στό πρόσωπο τού ιερού πατρός άνα-γνωρίζουν τόν ύπέρμαχον τής έκκλησιαστικής αύτονομίας, τής ’Ορθοδοξίας καί τής άκριβείας περί τήν πίστη καί τούς ιερούς κανόνες. Στό θέμα όμως τών άπόψεών του γιά τήν εκκλησία τής Ρώμης παραδόξως σιωπούν καί δέν άναφέρονται καθόλου σ’ αύτόν, επειδή προφανώς τόν θεωρούν φιλοπαπικό και άρα άποκλίνοντα καΐ παρεκτραπέντα από την ύπόλοιπη πατερική παράδοση» (σ. 260).
Τό συμπέρασμά του τυγχάνει τελείως υποκειμενικόν! Ή πραγματικότης είναι πολύ διαφορετική. Οί ζηλωταί καΐ γενικώς οί ένιστάμενοι κατά τής αίρέσεως παλ/ται ουδέποτε διενοήθησαν ότι ό ιερός πατήρ διά τών φιλοφρόνων έκφράσεών του παραχωρούσε πρωτειον εξουσίας είς τόν έπίσκοπον Ρώμης. Συνήθιζε ό άγιος νά προσφωνή παρομοίως καΐ άλλους πατριάρχας, όπως π.χ. τόν 'Ιεροσολύμων: «σύ πρώτος πατριαρχών...» κλπ.
Έξ άλλου ό Ρώμης δεν είχε έκφράσει μέχρι τότε τάς δοξομανεΐς καΐ αιρετικός απαιτήσεις του, όπως τό πρωτειον, τό άλάθητον, τό φιλιόκβε κλπ. Γι’ αύτό ακριβώς ό άγιος Θ. γράφει όπως γράφει και οί ζηλωταί δεν τόν... κατακρίνουν. Έξ άλλου σ’ αύτό συμφωνεί μαζί τους καΐ ό κ. Τσ., άφου τονίζει τά έξης σάν συμπέρασμα στήν ύπ’ δψει διατριβήν του.
«’Από τήν ενδελεχή μελέτη τών στουδιτικών συγγραμμάτων δέν τεκμηριώνεται ή άναγνώριση παπικού πρωτείου μέ τήν μεταγενέστερη βατικάνεια έννοια και έκταση...» (σ. 365). Συνεπώς διατί προσπαθεί πάση θυσία νά κατηγορήση τόν ζηλωτισμόν;
Πριν άκριβώς 30 χρόνια (1969) έκυκλοφορήθη είς τήν Θεσσαλονίκην ή διδακτορική διατριβή τού Χαρ. Τζώγα: «'Η περί μνημοσύνων έρις εν Αγίω Όρει κατά τόν ΪΗ αιώνα», ή οποία, δυστυχώς, έχαρακτήριζε τό κίνημα τών Κολλυβάδων ως «φανατικήν έκδήλωσιν τού ζηλωτισμού»! Δυστυχώς ό κ. Τσίγκος άκολουθών τήν μέθοδον τής άνωτέρω διατριβής προσεπάθησε νά παρουσιάση στήν διατριβήν του τό νέον παραδοσιακόν κίνημα τών ανθενωτικών ζηλωτών ως προϊόν καΐ αύτό τού φανατισμού! Λυπούμεθα διά τήν συγγραφήν του αύτή ώς επίσης και διά τόν καθηγητήν τής Θεολ. Σχολής Θεσ/νίκης πού τόν έπέβλεπε καΐ καθωδήγει στην σύνταξίν της. Βεβαίως δεν κατηγοροΰμεν τις λοιπές ορθές θέσεις του έργου.
Ή άντικολλυβαδική διατριβή ούδεμίαν εΐχεν άπήχησιν, ούτε στον λαόν, ούτε στην θεολογικήν σκέψιν, ή όποια στην πλειονότητά της συνέχισε νά τιμά τούς Κολλυβάδες. Πιστεύομεν ότι τό αυτό θά συμβή καΐ διά τά γραφόμενα κατά του ζηλωτισμοϋ στό έργον του κ. Τσίγκου. Τά γεγονότα έξ άλλου τον διαψεύδουν καθημερινώς, άφοϋ δικαιώνουν θεωρητικώς καΐ πραγματικώς την άνθενωτικήν στάσιν των ένισταμένων παλ/τών. ΚαΙ όσον περνά ό καιρός, τόσο θά δικαιούνται καΐ περισσότερον, άφοϋ ή αλήθεια πάντοτε νικά καΐ ούδέν αύτής ίσχυρότερον...8/’99
ΣΥΝΑΞΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΕΡΗΜΗΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Στις ήμερες μας είναι συνηθισμένο φαινόμενο οι θεολογικές Συνάξεις καΐ τά Συνέδρια, τοπικά ή διορθόδοξα. Επίσης συνηθισμένοι είναι οί πανηγυρικοί λόγοι τήν Κυριακή τής ’Ορθοδοξίας στούς ί. ναούς καΐ τις αίθουσες. Άπ’ όλα όμως αύτά απουσιάζει τό ακραιφνές τής ’Ορθοδοξίας πνεύμα· κυριαρχεί ό κενός λόγος, αφού άπουσιάζει ή πράξη πού τον βεβαιώνει. Στό παρόν άρθρον θά άσχοληθοΰμε μέ τρεις τέτοιες συναντήσ£ΐς πού έγιναν στήν ’Αθήνα.
Α'. Ή πρώτη έξ αύτών ήτο τό Όγδοον Πανελήνιον Θεολογικόν Συνέδριον (3-5 Σεπτ. ’99) καΐ είχε ώς θέμα: «Ή ’Εκκλησία ένώπιον των μεγάλων κοινωνικών προβλημάτων». Εξετάσθηκαν ποικίλα όντως κοινωνικά προβλήματα, άλλ’ άπουσίαζε τό κατ’ εξοχήν ενδιαφέρον τούς πιστούς θέμα: ή παρουσία τής αίρέσεως σήμερα. ΟύδεΙς εκ των συνέδρων άνεφέρθη εις τά προβλήματα πού δημιουργεί τό πατριαρχείον τής Κωνσταντινουπόλεως μέ τις συμπροσευχές και συλλειτουργίες του μετά των αιρετικών τής Δύσεως· μέ τάς αναγνωρίσεις των Μονοφυσιτών ώς ’Ορθοδόξων (1990) και τού παπισμού ώς Ισοκύρου προς τήν ’Ορθοδοξίαν Εκκλησίας (1993), έχοντος δηλαδή Θείαν Χάριν και συνεπώς έξασφαλίζοντος τήν σωτηρίαν στούς οπαδούς του!
Τό άνωτέρω Συνέδριον προσεφέρετο ώς μία λαμπρά ευκαιρία εις όλους τούς συνέδρους, ώστε νά ομολογήσουν εν συνάξει τήν μοναδικότητα τής ’Ορθοδοξίας, καταδικάζοντας συγχρόνως τάς οίκουμενιστικάς ένεργείας τής ’Εκκλησίας των. Θά παρατηρήση κάποιος· μά είναι δυνατόν ό σιγών δλον τόν χρόνον καΐ αδιαφορών διά τήν συντελουμένην προδοσίαν νά γίνη ομολογητής στίς ήμερες του Συνεδρίου; Κατά κανόνα όχι, άλλα ύπάρχει καί ή περίπτωσις αύτός πού δείλια νά έκφραση τήν αλήθειαν μόνος, νά τό πράττη, όταν συνυπογράφουν τούτο καί άλλοι πολλοί. Δυστυχώς ούτε αυτό έγινε, διότι έλειπε τό όμολογιακόν πνεύμα από τήν ’Οργανωτικήν Επιτροπήν τού Συνεδρίου. Χιλιάδες θεολόγοι έπΙ τό αυτό καί ούδεμία διαμαρτυρία κατά τής παναιρέσεως τού αΙώνος μας!
Τί θά έλεγαν οι άνωτέρω σύνεδροι, εάν σε περίοδον φοβέρας πανώλους συνήρχετο πανελλήνιον Ιατρικόν συνεδρίαν μέ θέμα τήν ωφέλειαν τής πρωινής γυμναστικής; Κάτι παρόμοιον έπραξαν καί αυτοί, παρά τούς προφορικούς τους έπαίνους πρός τήν ’Ορθοδοξίαν. Ή δύναμις καί ή τιμή αυτής ούκ έν λόγοις, άλλ’ έν δυνάμει πράξεως καί μαρτυρικής ένστάσεως κατά τού θανασίμου αύτής άντιπά-λου, τής αίρέσεως. ’Έχασαν τήν ευκαιρίαν νά έκφρασθούν συλλογικά καί νά έλκύσουν τήν προσοχή τού λαού, τόν όποιον ιδιαιτέρως συγκινεί ό έμπρακτος λόγος.
Τί νά ώφελήση τόν πιστόν ή θριαμβολογία των όμιλητών γιά τήν Πατερική θεολογία καί πώς νά πιστεύση ότι όντως συνιστά «πνευματικήν εποποιίαν», όταν βλέπη τούς θεράποντος τής θεολογίας αύτής νά... ύπνώττουν ένώπιον τής αίρέσεως; Όταν χειροκροτούν τούς συγχρόνους οίκουμενιστάς, οι όποιοι χλευάζουν τόν πατερικόν λόγον, ένεργώντας άντίθετα πρός αυτόν; Άν ό σπουδαστής τού πατερικού λόγου δεν έχει ύποστή τήν μεταμορφωτικήν αύτού δύναμιν, άλλ’ άντιθέτως τόν εότελίζει, άφοΰ πράττει άντίθετα πρός αυτόν, τότε πώς θά τόν σεβασθή ό λαός; Έάν ή σιγή τής άληθείας «κρύπτει Χριστόν έν τάφω», διατί νά μή συνέβη τό αύτό καί εις τό παρόν Συνέδριον;
Β'. Τό αύτό, δυστυχώς, άμάρτημα διέπραξαν οι όργανώσαντες τό άνωτέρω Συνέδριον, όταν άργότερα, τήν Κυριακήν τής ’Ορθοδοξίας τού 2000, προσεκάλεσαν νά έκφωνήση τόν πανηγυρικόν τής ημέρας τόν Σεβ. Έπίσκοπον Πρεβέζης κ. Μελέτιον Καλαμαράν. Αυτόν πού έσκανδάλισε πολλάκις τό ορθόδοξον πλήρωμα με λόγους καΐ έργα. Τό έσκανδάλισε α) τό 1990 ύπογράψας ώς αντιπρόσωπος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος την Κοινήν Δήλωσιν μέ τούς Μονοφυσίτας, συμφώνως πρός την οποίαν είχαμε μέ αύτούς έπΙ 1500 χρόνια τήν «αυτήν αύθεντική Χριστολογική πίστη και τήν άδιάκοπη συνέχεια τής Αποστολικής Παραδόσεως»! Προκειμένου δέ νά στηρίξη τήν ανωτέρω άντορθόδοξον θέσιν, ειρωνεύθη και δριμέως ήλεγξε όσους έτόλμησαν νά δημοσιογραφήσουν κατά τής ανωτέρω κακοδόξου Συμφωνίας!
β) Τό έσκανδάλισε μέ τήν ύπεράσπιση πού έκανε έπανειλημμένως τής «'Αγίας Επιστολής», ενός κειμένου διατρήτου δογματικώς.
γ) Τό έσκανδάλισε, όταν έπέβαλε στούς ιερείς τής έπαρχίας του νά διαβάσουν τις εύχές τής Γονυκλισίας και των Θεοφανείων στην δημοτικήν!
δ) Τό έσκανδάλισε, τέλος, μέ τό περί Αντιχρίστου βιβλίον του και τάς άντιπαραδοσιακάς και άντιγραφικάς θέσεις πού ύποστη ρίξει εις αυτό!
Τό νά κηρύττη έν συνεχεία ότι άπειλή για τήν ’Ορθοδοξία είναι «ή άμαρτία τού Κλήρου. Ή δική μου. Των άρχιερέων. Των ιερέων. ’Εμείς δεν όδηγοϋμε τόν λαό σωστά», δεν ώφελεϊ. Δεν ώφελεί, διότι θέλει καΐ τήν συμφωνία των έργων. ’Απαιτείται έμπρακτος μετάνοια και αλλαγή πλεύσεως. Δυστυχώς όμως γίνεται τό αντίθετον! Πώς νά τόν οδηγούν σωστά τόν λαόν, όταν άναγνωρίζουν ίερωσύνην στούς παπικούς καΐ τήν άρνοϋνται στούς παλαιοημερολογίτας; 'Η φθορά έχει προχωρήσει πολύ, άφού ένα αιώνα σχεδόν ή Έλλαδική Εκκλησία και οί θεολόγοι της έπικροτούν τό ξεπούλημα τής ’Ορθοδοξίας πού ένεργεί ψυχρά τό Φανάρι!
Γ. 'Η τρίτη Σύναξις έπραγματοποιήθη από 4 έως 8 Μαΐου έ.έ. ώς Διορθόδοξον Συνέδριον μέ τίτλον: Ή ’Ορθοδοξία ενώπιον τής τρίτης χιλιετηρίδος. Τό συνεκάλεσε καΐ ώργάνωσε ή Ί. Σύνοδος τής ’Εκκλησίας τής Ελλάδος. Όπως καΐ τό όγδοον Πανελλήνιον Συνέδριον Θεολόγων εξέτασε καί αυτό τά ποικίλα προβλήματα πού δημιουργούν στήν ’Ορθοδοξίαν αί προκλήσεις τής εποχής μας. Διετήρήθη όμως έπιμελώς εις τόν «καταψύκτην» τό θέμα τής αίρέσεως τού Οικουμενισμοΰ πού ταλανίζει τήν ’Εκκλησίαν άπό τό 192Θ. Άντιθέτως, εύκαίρως, άκαίρως, ήκούοντο έπαινοι διά τούς πατριάρχας τής Κων/λεως των τελευταίων ετών, λες καί είχαν ευεργετήσει τήν ύπόθεσιν τής ’Ορθοδοξίας!..
Πενήντα χρόνια Άθηναγόρας, Αημήτριος καί Βαρθολομαίος ξεπουλούν τούς θησαυρούς τής ’Ορθοδοξίας καί ούδεις τολμά νά τούς άναχαιτήση... Καί κατόπιν όμιλούμεν περί όμολογητών καί μαρτύρων... Ώς επιστέγασμα δέ των άνωτέρω ήλθαν οί λόγοι τού έπισκόπου Ελβετίας κ. Δαμασκηνού, ό όποιος άνευ συστολής τίνος ή διπλόης έπρότεινε, ότι πρέπει νά παύση πλέον «ή Φαρισαϊκή έπίδειξις τίτλων ’Ορθοδοξίας»... Έμιμήθη έπιτυχώς τόν συνάδελφόν του Περγάμου κ. Ίωάννην, ό όποιος άπό τό 1988, τήν Κυριακήν τής ’Ορθοδοξίας στό Φανάρι, είχε ώμιλήσει περί «ναρκισσευομένης ’Ορθοδοξίας»!
Έρωτώμεν: Είναι δυνατόν οί άνωτέρω ρασοφόροι νά μήν ύπογράψουν τήν μετά των παπικών «άδελφών» των ένωσιν, άφού ήδη τούς άνεγνώρισαν ώς κανονικήν ’Εκκλησίαν; Τό έπόμενον βήμα είναι ή έπισφράγισις τών άνωτέρω κακοδοξιών διά τής έτοιμαζομένης Πανορθοδόξου Συνόδου.
Και γιά νά έπανέλθωμεν στό Συνέδριο· όταν κάποιος εκ τών εισηγητών τολμούσε μέ υπονοούμενα νά θίξη τά πρωτεία τού Φαναρίου στήν Διασπορά, άμέσως άρχιζε τό προεδρεΐον ή άλλοι Έλληνες σύνεδροι πλήθος ερωτήσεων, ζητούντες επεξηγήσεις άπό τόν εισηγητήν. Τέλειοι υποτακτικοί τού κ. Βαρθολομαίου, τού ύβριστού τών άγίων Πατέρων!..
Όταν δέ ένας εκ τών συνέδρων άμφισβήτησε τον τίτλον τής κανονικής Εκκλησίας στον παπισμόν, ό καθηγητής κ. Βλ. Φειδάς εσπευσε νά τονίση: «Ή ’Ορθόδοξη
’Εκκλησία δέν την εχει πή αίρεση» (δηλαδή τήν παπική εκκλησία, σημ. ήμ.). 'Άπαντες δέ οί σύνεδροι άπεδέχθησαν τήν γνώμην του καθηγητοϋ, τήν βλάσφημον καΐ άνιστόρητον, χωρίς ούδεμίαν διαμαρτυρίαν...
Ταλαίπωρη ’Ορθοδοξία, οποίας ταπεινώσεις εχεις ακόμη νά ύποστής άπό τούς μεγαλόσχημους θεολόγους σου!... ΚαΙ μόνον τό Πηδάλιον άν είχε μελετήσει ό κ. Φειδάς, θά επρεπε νά θυμάται τήν κρίσιν του μεγάλου συντάκτου του καΐ άγίου, Νικοδήμου του 'Αγιορείτου, πού συνοψίζων τό πιστεύω των προ αυτού Πατέρων καΐ Συνόδων τόνισε: «Οί Λατίνοι είναι παμπάλαιοι αίρετικοί... είναι αβάπτιστοι».
’Αλλά καΐ τό Πανορθόδοξον Συνέδριον τού 1948 στην Μόσχα διεκήρυξεν ότι άπό «μυστικόν σώμα τού Χριστού» μετεβλήθη ή Εκκλησία τού ζώντος Θεού ύπό των Παπιστών είς μίαν γηΐνην πολιτικήν όργάνωσιν». (Καρμίρη, ΣΣΜν, τόμ. Β,' σ. 949). ΚαΙ σε άλλο σημεϊον τής άποφάσεως. «'Η άπόφασις ήμών αύτη, ή καταδικάζουσα τόν Παπισμόν, δέν είναι τυχαία, άλλ’ απορρέει άπό των θεμελιωδών αρχών τής άρχαίας καθολικής ’Ορθοδοξίας... απλώς επαναλαμβάνει τήν 'Ομολογίαν τών Πατριαρχών τής Ανατολής, οΐτινες έγραφον τό 1723, ομοίως τό 1894...». «Διά ταύτα, ούχι ημείς, αλλά τά εύσεβή χείλη τών πατέρων τών ΟΙκουμενικών Συνόδων καταδικάζουσι νύν τόν Ρωμαϊκόν Παπισμόν δι’ όλα τά καινοφανή ρωμαϊκά δόγματα...». (Πρβλ. ώραίαν μελέτην τού π. Έμμ. Καλύβα: 'Η καταδίκη τού Παπισμού, Αθήναι 1999, σσ. 88).
Δυστυχώς τό Συνέδριον αύτό πιό ένδιαφέρον έδειξε γιά τήν... οικολογίαν, παρά διά τήν αίμάσσουσαν ’Ορθοδοξίαν ένα ακόμη δείγμα τού ενδιαφέροντος τών συνέδρων διά τά έπίγεια καί... άναλώσιμα, ούχί δέ τά ουράνια καΐ άΐδια πού έξασφαλίζει ή γνησία’Ορθοδοξία...
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ 'Αγιορείτου
ΟΤΑΝ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΠΡΟΔΙΔΟΥΝ
Άρθρα καΐ σχόλια άναφερόμενα εις την αϊρεσιν του Οικουμενισμοΰ καί την μεγάλην ευθύνην των κοινωνούντων αμέσως η εμμέσως μετ’ αυτής
Εκδοσις περιοδικού «Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ»
ΑΘΗΝΑΙ 2001
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, σάρωση Βιβλίου , η επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου