Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Γιατί είμαι παλαιοημερολογίτης


Θεωδορήτου Ιερομονάχου Αγιορείτου
Όταν οι Φύλακες προδίδουν
Γιατί είμαι παλαιοημερολογίτης
Απάντησις εις σχετικόν δημοσίευμα τής Ί. Μονής Γρηγορίου Αγ. Όρους

Εβδομήντα εξη χρόνια έχουν περάσει από την άντικανονικήν άλλαγήν του ήμερολογίου καί οί ύπερασπισταί τής καινοτομίας δέν παύουν να κατηγορούν τούς Ζηλωτάς των πατρώων παραδόσεων. Τούς κατηγορούν καί διαβάλλουν εύκαίρως άκαίρως, άποκαλοΰντες αύτούς σχισματικούς, κακοδόξους και προτεστάντας, επίθετα πού τόσο ταιριάζουν στούς πρωταγωνιστάς καί συμμάχους τής καινοτομίας! Εσχάτως ή Μονή Γρηγορίου τού Αγίου ’Όρους  τούς κατηγόρησε καί πάλιν εμπαθέστατα, προσπαθήσασα μετά πάσης σοφιστείας νά άθωώση όχι μόνον τούς ενόχους τού σχίσματος τού 1924, αλλά καί τούς επάξιους σημερινούς κακοδόξους διαδόχους τους! Είναι ή στάση τού ενόχου ή μάλλον τού συνενόχου, προκειμένου νά δικαιολογήση τις συνεχώς νέες προδοσίες πίστεως τού προϊσταμένου του. Μιά άγωνιώδης προσπάθεια χωρίς ελπίδα δικαιώσεως, άφού έχει ώς σύμμαχον τό ψεύδος... Καί όλα αυτά, διότι δέν έχουν τον ήρωϊσμόν καί την ταπείνωσιν ν’ άποκηρύξουν τούς ένόχους, παραδεχόμενοι τον έπαινετόν αγώνα τών Ζηλωτών πατέρων.
Μέ περισσή σοφιστεία πού θά ζήλευε καί ό διδάσκαλός τους π. Έπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, προσεπάθησαν ν’ αποδείξουν τον π. Ν. Δημαράν συκοφάντην καί άντιπαραδοσιακόν, άκριβώς διότι ήλεγξε την άντιπατερική στάση τους, αναιρώντας τάς θέσεις τους! Εμείς στό παρόν άρθρον θ’ άπαντήσωμε μόνον στήν πρώτην και κυρίαν κατηγορίαν τής Μονής Γρηγορίου. Έάν τήν άποδείξωμε ψευδή καΐ άντιπατερική, τότε και όλες οί άλλες κρημνίζονται, άφοΰ δεν θάχουν θεμέλια... Όσον άφορα τΙς λοιπές θέσεις, πιστεύομεν ότι ό π. Νικόλαος είναι ικανός νά δώση τήν δέουσαν άπάντησιν. Άντιγράφομεν τήν κυρίαν κατηγορίαν τής Μονής. «Πρώτη βασική κακοδοξία των Ζηλωτών είναι ή θεωρία, ότι επιτρέπεται ή διακοπή τής εκκλησιαστικής κοινωνίας ακόμη καΐ για μή δογματικούς λόγους. Ή άντιπατερική αυτή θεωρία, πού άθετεΐ τήν ΑΒ Σύνοδο του άγίου Φωτίου (861), άνατινάσσει κυριολεκτικά τά εκκλησιαστικά θεμέλια τού Σώματος τού Χριστού καΐ όδηγεΐ σέ καθαρό Προτεσταντισμό».


Όντως μεγάλες εκφράσεις καΐ συγκλονιστικές, έάν άληθεύουν. Επειδή όμως συχνάκις ό ένοχος φωνάζει περισσότερον άπό τόν άθώον, άς δούμε: τήν φύσιν αύτού τού σχίσματος, ποιος τό έδημιούργησε, και άν άντέδρασαν πατερικώς οί μή άκολουθήσαντες αυτό.

Τά ιάσιμα ζητήματα τής Εκκλησίας.

Έξετάζοντες βαθύτερον καΐ προσεκτικώτερον τόν περί σχισμάτων ορισμόν τού Μ. Βασιλείου:    «σχίσματα δε (καλοϋμεν) τούς δι’ αιτίας τινάς εκκλησιαστικός και ζητήματα ιάσιμα προς άλλήλους διενεχθέντας » (Καν. Α), παρατηρούμεν τά έξής.

Α. Τά Ιάσιμα ζητήματα είναι δυνατόν νά προέρχωνται εκ μέρους των άποσχιζομένων, ώς συνέβη μέ τήν περίπτωσιν των Εύσταθιανών και Ναυατιανών. Έν προκειμένφ τό Ιάσιμον ζήτημα προεκλήθη καθαρώς εξ αυτών καΐ μόνον, έκ παρερμηνείας και άνυπακοής πρός τήν διδαχήν τής Εκκλησίας. Ό επίσκοπος (σύνοδος) τυγχάνει άμέτοχος πάσης ευθύνης και διά τήν γένεσιν τού ζητήματος και διά τήν έν συνεχεία ένεκα τούτου άπόσχισίν των έκ της ένότητος τής Εκκλησίας. Και τούτο, διότι οί μέν άπέρρι-πτον τον γάμον καΐ την κρεωφαγίαν ώς αμαρτίαν, οί δέ την μετάνοιαν των άρνηθέντων τόν Χριστόν εις τούς διωγμούς. Άμφοτέρων ή στάσις τυγχάνει άντιευαγγελική καί συνεπώς καταδικαστέα.

’Έχομεν όμως περίπτωσιν όπου τό Ιάσιμον ζήτημα τό προξενεί ό επίσκοπος (σύνοδος), ούχΙ άκρίτως ή άντικανονικώς ενεργών. Τότε μερικοί πιστοί, μη έρμηνεύοντες όρθώς την άνωτέρω ένέργειάν του, άποσχίζονται τής κοινωνίας του. Τέτοια περίπτωσιν άποτελει τό σχίσμα τών παλαιο-πίστων εν Ρωσία. (ΙΖ αιών). Ή Εκκλησία όρθώς προχώρησε τότε εις αναγκαίας και όρθάς λειτουργικός διορθώσεις, ποιμαντικώς όμως έσφαλε, διότι δεν είχε καταλλήλως προετοιμάσει τό ποίμνιόν της προς αποδοχήν των.

Υπάρχει επίσης περίπτωσις καθ’ ήν τό ιάσιμον ζήτημα δημιουργεί καΐ πάλιν ό επίσκοπος, άλλα είναι μικρόν και δυνάμενον νά θεραπευθή εύκόλως. Πρόκειται διά τάς προσωπικός αμαρτίας καΐ παραβάσεις του Ιδίου, διά τάς οποίας δεν επιτρέπεται ό πιστός νά άποσχίζεται τής κοινωνίας του, άλλά νά ενεργή σεμνώς και ίεραρχικώς, ώστε νά προληφθή τό μεΐζον σκάνδαλον. Είς τήν παρούσαν περίπτωσιν, καίτοι ό επίσκοπος τυγχάνει ή πηγή και τό αίτιον τού ίασίμου ζητήματος, εν τούτοις λόγφ τής ιδιωτικής φύσεως τής παραβάσεως ό άποσχιζόμενος τούτου κρίνεται ένοχος δημιουργίας σχίσματος.

Κατόπιν τών άνωτέρω προκειμένου νά κατατάξωμεν εις τήν όρθήν αυτού θέσιν τό δημιουργηθέν σχίσμα μεταξύ παλαιοημερολογιτών καΐ νεοημερολογιτών, άνάγκη νά γνωρίσωμεν τήν σχετικήν περί σχισμάτων διδαχήν τών ιερών Κανόνων καΐ τών πατέρων τής Εκκλησίας, ώστε ή τελική ήμών κρίσις νά είναι σύμφωνος πρός τήν σεβασμίαν παράδοσιν τής ’Ορθοδοξίας.



Τά επιβαλλόμενα και επαινετά σχίσματα

Κατόπιν των όσων έλέχθησαν άνωτέρω, γενναται τό ερώτημα: μόνον Ιάσιμα ζητήματα είναι δυνατόν νά προκα-λέση ό έπίσχοπος, σύνοδος, κλπ.; ’Ασφαλώς όχι, όπως καΐ οί ποιμαινόμενοι πολλάκις δέν δημιουργούν μόνον Ιάσιμα, άλλα και δείνας αιρέσεις. Τίνι τρόπω λοιπόν είναι δυνατόν ό επίσκοπος νά γίνη δημιουργός μη ιάσιμου ζητήματος εν τή Εκκλησία; Απλούστατα, όταν κηρύξη ή πράξη τι δημοσία τό όποιον προσβάλλει καιρίως τήν ευσέβειαν καΐ δικαιοσύνην, συμφώνως προς τον 3Ιον Αποστολικόν, γράφονται «Εΐ τις πρεσβύτερος, καταφρονήσας τού ιδίου έπισκόπου, χωρίς συναγάγει, και θυσιαστήριον έτερον πήξει, μηδέν κατεγνωκώς τού έπισκόπου εν εύσεβεία και δικαισύνη («ταυτόν είπεϊν, χωρίς νά γνωρίση αυτόν πώς είναι φανερά αιρετικός ή άδικος», κατά τήν φράσιν τού Πηδαλίου), καθαιρείσθω ώς φίλαρχος...».

Έρμηνεύων ό Ζωναράς τόν όρον «δικαιοσύνην» γράφει: «παρά τό καθήκον και δίκαιον» (Σ, Β, 40); ό δέ Βλάσταρης ώς χαρακτηριστικά τής δικαιοσύνης θεωρεί: «τό κοσμίως ζην, άλλον μη βλάπτειν». (Σ, ΣΤ, 213). Συνεπώς ου μόνον δι’ αϊρεσιν, άλλά καΐ διά πάσαν «παρά τό καθήκον και τό δίκαιον» πράξιν τού έπισκόπου ό ύπ’ αύτόν κλήρος και λαός δύναται νά διακόψη τήν μετ’ αυτού κοινωνίαν, συμφώνως προς τόν άνωτέρω Κανόνα.

Παρά τό καθήκον και άσφαλώς τελείως άδικον δέον νά θεωρηθή πάσα ύπό τού έπισκόπου άθέτησις Αποστολικής ή Εκκλησιαστικής Παραδόσεως, συμφώνως προς τό Αποστολικόν: «Στήκετε καΐ κρατείτε τάς παραδόσεις». Τό άνωτέρω συμπληρούσα άργότερον ή Εκκλησία διεκήρυξεν: «Εϊ τις πάσαν παράδοσιν έκκλησιαστικήν έγγραφόν τε ή άγραφον άθετεΐ, άνάθεμα έστω»

Τό αυτό πρός τόν 3Ιον Απ. Καν. παρατηρούμεν νά διαγράφεται και ύπό τών ΙΓ καΐ ΙΔ' Κανόνων τής Πρ το 262 δευτέρας Συνόδου του 861. Κατ’ αυτούς πάσα διακοπή κοινωνίας του κατωτέρω κληρικού πρός τόν άνώτερόν του τιμωρείται αύστηρώς, υπό την προϋπόθεσιν βεβαίως ότι οί προϊστάμενοι δέν τυγχάνουν «άσεβεις ή άδικοι» κατά τόν λα Άπ. Κανόνα, ή δέ άπόσχισις των ύφισταμένων έγένετο «διά μόνον τό λαληθήναί τινα ίσως εγκληματικά κατ’ αύτών» (Βαλσαμών, Σ, Β, 690). «Εγκληματικά δέ αίτιάματα» ή αιτιάσεις θεωρούν καΐ ό Ζωναράς καΐ ό Βαλσαμών «την ιεροσυλίαν, σιμωνίαν, πορνείαν» καΐ γενικώτερον τάς των «Κανόνων αθετήσεις», αΐτινες δέον νά νοούνται πάντοτε ώς προσωπικά! παραβάσεις και ούχΙ ώς έπ’ Εκκλησίας άθέτησις ή καταφρόνησις των Κανονικών Διατάξεων καΐ Παραδόσεων τής Εκκλησίας.

Μέ βάση τά ανωτέρω είναι σαφέστατον ότι πάσα άθέτησις υπό τού επισκόπου τού Μοναχικού βίου, των νηστειών, τής προσκυνήσεως τού Τ. Σταυρού καΐ τών αγίων Λειψάνων, τής ομοιομόρφου καί όμοχρόνου τελέσεως τής Θ. Λατρείας καΐ δ,τι άφορά εις τάς αγίας έορτάς, δημιουργεί λόγον άποκηρύξεώς του υπό τού ποιμνίου. ΚαΙ τούτο διότι τά ανωτέρω αποτελούν μέρος τής εγγράφου καί άγράφου παραδόσεως τής Εκκλησίας.

Λίγα χρόνια πρό τής ΛΒ'Συνόδου ή Ζ Οίκ. Σύνοδος θά διακηρύξη εις τόν δογματικόν αύτής δρον: «Τούς ουν τολμώντας έτέρως φρονεϊν ή διδάσκειν, ή κατά τούς εναγείς αιρετικούς τάς έκκλησιαστικάς παραδόσεις άθετεϊν και καινοτομίαν τινά έπινοεϊν, ή άποβάλλεσθαί τι έκ τών άνατεθειμένων τή εκκλησία, Εύαγγέλιον ή τύπον σταυρού, ή εικονικήν άναζωγράφησιν, ή άγιον λείψανον μάρτυρος, ή έπινοεϊν σκολιώς καΐ πανούργως πρός τό άνατρέψαι εν τι τών ένθέσμων παραδόσεων τής Καθολικής Εκκλησίας, έτι γε μήν ώς κοινοίς χρήσθαι τοίς ίεροϊς κειμηλίοις ή τοϊς εύαγέσι μοναστή ρίοις, επισκόπους μέν δντας ή κληρικούς καθαιρεϊσθαι προστάσσομεν, μονάζοντας δέ ή λαϊκούς τής κοινωνίας άφορίζεσθαι». (Ί. Καρμίρη, Μνημεία, τόμ. Λ, σ. 241).

Ό δέ άγιος Θεόδωρος ό Στουδίτης λίγες δεκαετίες άργότερον, συνοψίζων τά ανωτέρω θά διακηρύξη: «Παραγγελίαν γάρ έχομεν έξ αύτοΰ του ’Αποστόλου, εάν τις δογματίζη ή προστάσση ποιεϊν ήμάς, παρ’ δ παρελάβομεν, παρ’ δ οί Κανόνες των κατά καιρούς Συνόδων, καθολικών τε καΐ τοπικών όρίζουσιν, άπαράδεκτον αυτόν έχειν και μηδέ λογίζεσθαι αυτόν εν κλήρω αγίων». (P.G. 99, 988 Α).

Τί σαφέστερον τούτων; ’Απαράδεκτος και άπορριπτέος κάθε ένας πού ενεργεί άντιπαραδοσιακά καΐ άντικανονικά, μετακινών καΐ άθετών «δρια πατέρων». Είναι έκκλησιαστική παράδοσις τό ήμερολόγιον ή όχι; Πώς λοιπόν ένας άνθρωπος τό άλλάσσει μονομερώς, παρά την γνώμην των λοιπών ’Εκκλησιών, καταστρέφων οΰτω την λειτουργικήν ενότητα τής καθόλου ’Ορθοδοξίας; Πώς είναι δυνατόν νά οφείλεται ύπακοή εις μίαν τοιαύτην εγκληματικήν πράξιν, όταν ό "Αγιος Θεόδωρος διέκοψε πάσαν έκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά του έπισκόπου ίου (πατρ. Νικηφόρου), όταν εκείνος συνοδικά τό 809 άθώωσε τόν ιερέα, πού εύλόγησε τόν παράνομον γάμον του αύτοκράτορος;

Τό άνωτέρω γεγονός περιγράφει ζωντανά εις τήν πρός Θεόφιλον επιστολήν του, προτρέπων αυτόν «νά άντιδράση μετά παρρησίας διά τής διακοπής πάσης προσωπικής εκκλησιαστικής κοινωνίας μετά τών κακοδόξων, ώς επίσης καΐ διά τής μή αναφοράς τού ονόματος παντός εύρεθέντος εις τήν μοιχοσύνοδον ή τών συμφωνούντων με αότήν». (Αύτ. 1048-9). Άντιθέτως ή Μονή Γρηγορίου παρουσιάζει τόν άγιον ότι οόδέποτε διέκοψε τό μνημόσυνον του έπισκόπου του, παραποιών τήν 'Ιστορίαν.

'Η άνωτέρω άντίδρασις τού 'Οσίου προεξένησεν βεβαίως εις αυτόν έξορίαν καί βάσανα πολλά, διά νά έπαληθεύση ό λόγος τού άγίου Νικοδήμου τού 'Αγιορείτου: «'Ο χρόνος δεν θέλει μέ φθάσει είς τό νά απαριθμώ μύρια παραδείγματα τόσων καί τόσων άγίων, οϊτινες έκακοπάθησαν και άπέθανον διά τούς εκκλησιαστικούς θεσμούς και Κανόνας».

Έάν λοιπόν διά ενα παράνομον γάμον έγινε τοιαύτη άντίδρασις καΐ θαρραλέα ένστασις από τόν άγιον Θεόδωρον, «τόν άτρόμητον ομολογητήν των θεανθρωπίνων ορθοδόξων άλη θειων» κατά τόν Πόποβιτς^, πώς είναι δυνατόν νά μνημονεύεται ό καταστρέψας την λειτουργικήν ενότητα συμπάσης τής Εκκλησίας των ’Ορθοδόξων, προκειμένου νά συνεορτάζη μετά των αιρετικών τής Δύσεως;

Τελικαι κρίσεις

Μετά άπό τά ανωτέρω γεννάται τό ερώτημα: Τά άποτελέσματα πού προεκλήθησαν διά τής ημερολογιακής καινοτομίας δύνανται νά θεωρηθούν ως ίάσιμόν τι ζήτημα καΐ συνεπώς μή έπιτρέπον τήν άπόσχισιν τού ποιμνίου έκ τών δημιουργών του, ή άντιθέτως έπεβάλλετο τούτο συμφώ-νως πρός τά άναφερθέντα;

’Ασφαλώς έπεβάλλετο, αφού τά «όρια τών πατέρων» κατεφρονήθησαν, διό και αί διαμαρτυρίαι τών λοιπών Όρθ. ’Εκκλησιών πού δέν εισηκούσθησαν! Τό αποτέλεσμα ήτο νά διακοπή ή λειτουργική ένότης τής ’Εκκλησίας, έμφανίζουσα τού λοιπού εικόνα ακαταστασίας καΐ άταξίας, δπερ ούκ έστιν άπό Θεού. Συνεπώς ούτε εύάρεστον εις Αύτόν και τήν θριαμβεύουσαν ’Εκκλησίαν, τήν θεσμοθετήσασα διά πολλών αγώνων καΐ βιώσασαν επί αιώνας τήν ανωτέρω ενότητα.

Διά τούτο ακριβώς ή ήμερολογιακή καινοτομία τού 1924 τυγχάνει ενέργεια λίαν συγγενής πρός τήν είκονομα-χικήν μεταρρύθμισιν, ή οποία προφάσει μιας καθαρωτέρας -πνευματικωτέρας λατρείας έπεχείρησε τήν κατάλυσιν τών παραδεδομένων! Οΰτω καί ενταύθα· προφάσει μιας άκρι-βεστέρας χρονομετρικής άκριβείας, τή δέ ουσία έκ κακοδόξου διαθέσεως ένώσεως μετά τών αιρετικών τής Δύσεως, καί ὀτε ό ελληνικός κόσμος έθρήνει διά τήν Μικρασιατικήν καταστροφήν, τό Οίκ. Πατριαρχεΐον τή συνεργασία τής Έλλαδικής Εκκλησίας κατέλυε αιωνόβιον τάξιν έν τφ ίερφ θεσμω τής λατρείας έπι πανορθοδόξου πεδίου!!

Ή άντίδρασις έξ άλλου των λοιπών Όρθ. Εκκλησιών έκφραζομένη διά τής παραμονής των εις τό παλαιόν ήμερολόγιον, άποτελεΐ μίαν άκόμη άπόδειξιν ότι δεν έπεθύμουν τήν άλλαγήν.

Συνεπώς ένφ έπιτρέπεται ή άλλαγή ή διόρθωσις του Ημερολογίου, έφ’ όσον  βεβαίως επιβάλλει τοϋτο ποιμαντικός λόγος, ακριβώς λόγω τής άπουσίας του ανωτέρω ποιμαντικού λόγου πάντα τά τής διορθώσεως εκείνης έγένοντο κακώς, διό καΐ ή είσήγησις τής Εκκλησίας τής Ελλάδος έπΙ τοϋ Ημερολογιακού ζητήματος, ή ύποβληθεϊ-σα από του έτους 1971 είς τήν σχετικήν επιτροπήν τής μελλούσης νά συνέλθη Πανορθοδόξου Συνόδου, μεταξύ των άλλων έτόνιζε και τά εξής σημαντικά: «Μεταξύ των άκολουθουσών τό π. ήμερολόγιον και τών άκολουθουσών τό νέον ύπάρχει μόνιμος διαφορά 13 ήμερών ώς προς τήν τέλεσιν όλων ανεξαιρέτως τών ακινήτων λεγομένων εορτών. Τοϋτο αποτελεί γεγονός πρωτοφανές εις τά χρονικά τής Εκκλησίας, καθ’ όσον  παρά τήν κατά τούς πρώτους χρόνους ποικιλίαν ήμερολογίων καΐ τό ακαθόριστον τοϋ έορτολογίου, ουδέποτε παρουσιάσθη χρονική διαφορά έορτασμοϋ ενός καΐ τοϋ αύτοΰ γεγονότος (π.χ. Κοιμήσεως άγίου) ώς συμβαίνει σήμερον. Ή διαφωνία καθίσταται έντονωτέρα κατά τάς μεγάλας έορτάς τών Χριστουγέννων, Θεοφανείων, τής Κοιμήσεως Θεοτόκου. Οί μέν νηστεύουν, οί δέ πανηγυρίζουν. Ή διαφωνία αυτή οδηγεί εις τό έρώτημα: «Τίς έορτάζει, ήμεΐς ή ή Εκκλησία;». Ή άπάντησις ήμεΐς, αίρει τήν ιερότητα τών εορτών, καθιστώσα αύτάς ατομικήν έκαστου ύπόθεσιν. Ή άπάντησις ή Εκκλησία, απαιτεί ένα εορτασμόν ώς μία είναι ή Εκκλησία»! (σ. 10). ΚαΙ ενώ καί ό Οίκ. πατριάρχης Ιωακείμ τό 1901 έχαρακτήρισε τήν διόρθωσιν 13 ήμερών «άνόητον και άσκοπον» —καίτοι άντελαμβάνετο ταύτην ομόφωνον παρά ταΐς όρθοδόξοις Έκκλησίαις— εν τούτοις έγένετο, καΐ δή μονομερώς, με αποτέλεσμα την γένεσιν των άνωτέρω τραγικών. Ή εισή-γησις τής Εκκλησίας τής Ελλάδος άξιολογοΰσα τούς λόγους του Ιωακείμ έγραψε: «Άτυχώς ή φωνή αύτη τής συνέσεως ήγνοήθη καΐ μηδενός εκκλησιαστικού λόγου συνωθούντος διωρθώθη τό Ίουλιανόν Ήμερολόγιον καΐ ή Εκκλησία διηρέθη εις δεχομένας τήν διόρθωσιν καΐ άπορριπτούσας αύτήν»! ΚαΙ μετά τινας σκέψεις καθ’ άς ή Εκκλησία έχει εξουσίαν νά ρυθμίζη τινάς ανωμαλίας εις τάς μνήμας των άγίων «προς τό συμφέρον του πληρώματος τής Εκκλησίας» καταλήγει: «’Ασφαλώς όμως ούδέν είναι δυνατόν νά λεχθή ότι γίνεται προς ωφέλειαν, έφ’ όσον συνδυάζεται μέ σκανδαλισμόν τής συνειδήσεως τών πιστών»! (σ. 32).

Συνεπώς όλα μαρτυρούν ότι πραξικοπηματικώς και άντικανονικώς έγένετο ή άλλαγή τού ήμερολογίου. Και όμως! Ό άρχιεπ. κ. Χριστόδουλος ήδη άπό τό 1982 έτόλμησε διά πολυσελίδου συγγραφής νά άθωώση τούς άνωτέρω καινοτόμους καΐ σχίστας τής Εκκλησίας καΐ νά καταδικάση τούς άντιδράσαντας πιστούς πού διέκοψαν τό μνημόσυνό τους! Τά συμπεράσματα μάλιστα τά πέρασε και στό Internet πρός... παγκόσμιον ένημέρωσιν! Τό μόνο όπλο πού άπέμεινε στούς ’Ορθοδόξους είναι ή διακοπή πόσης μετ’ αυτών έκκλησιαστικής κοινωνίας. Μόνο έτσι ό πιστός καΐ τήν άλήθειαν διασώζει καΐ τήν ψυχήν του προστατεύει άπό τόν θανάσιμον μολυσμόν τής αίρέσεως, συγκαταλέγων έαυτόν εις τόν μακαρισμόν τού Αγίου Θεοδώρου: «’Αληθώς ό κόσμος όλος μιας ψυχής ουκ έστιν αντάξιος, τής φυλαττούσης έαυτήν άμέτοχον και αιρετικής κοινωνίας και παντός κακού». (99, 1205Β).


Επιλεγόμενα

Εις αύτό τό συμπέρασμα θά καταλήγαμε, αλλά μέ λίγες αράδες κείμενο, εάν άναφερώμεθα είς την κακόδοξον Εγκύκλιον του Οικ. πατριαρχείου (1920), καθώς και εις τά Πρακτικά τοϋ «άντορθοδόξου» Συνεδρίου του 1923. (Δέν τό έπράξαμε όμως, διά νά άποδείξωμε οτι άρκοϋσε ή άθέτησις τής Παραδόσεως διά ν’ άποκηρυχθοΰν οί αίτιοι τής καινοτομίας).

,Αιά τής ανωτέρω Εγκυκλίου κηρύσσεται πρωτοφανής έκκλησιολογική αϊρεσις διά τούτο καΐ θεωρείται υπό των Ελλήνων ΟΙκουμενιστών ως «ό μέγας Χάρτης τού Οικουμε-νισμοΰ τής ’Ορθοδοξίας»! (Είρηνοποιοί, σ. 25). Και τούτο, διότι δέχεται ύπαρξιν Εκκλησιών καΐ έκτος τής ’Ορθοδοξίας, διό καΐ ζητούσε τήν παραδοχή ενιαίου ήμερολογίου»"^, προκειμένου νά συνεορτάζουν οί ’Ορθόδοξοι μετ’ αυτών.

Τό νέον άρα ήμερολόγιον άποτελεΐ τήν είσαγωγήν όσων ήκολούθησαν, μέ τάς γνωστάς καταλήξεις τής άρσεως τών άναθεμάτων, τΙς συλλειτουργίες μετά τών παπικών καί Μονοφυσιτών, τις συμπροσευχές μετά παντός αιρετικού καΐ αλλοθρήσκου, πρωτοστατούντος τού Οίκ. Πατριαρχείου! Προκειμένου δέ νά κινούνται πιό έλεύθερα οί Φαναριώτες συντάκται τής ’Εγκυκλίου καΐ οί δορυφόροι τους, έκράτη-σαν σέ απόλυτη μυστικότητα τήν ύπαρξίν της! Τούς άρκούσε τό ότι τήν έγνώριζαν οί προκαθήμενοι τών αυτοκέφαλων ’Εκκλησιών καΐ οί δυτικοί φίλοι τους... Μόλις τήν δεκαετία τού ’60 έγινε γνωστή δημοσίως!

Αύτό.όμως δέν δυσκόλεψε τήν ορθόδοξη θρησκευτική συνείδηση νά διάγνωση τέλεια τήν άντικανονικότητα τής άλλαγής και τήν δολιότητα τών δημιουργών της. Και τούτο, διότι οί πραγματικά ορθόδοξοι ζούν και άναπνέουν τό Άποστολικόν: «Στήκετε, και κρατείτε τάς παραδόσεις άς έδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ήμών» (Β' Θεσσ.2.15). Γι’ αύτό ακριβώς και άντιστάθηκαν, γι’ αυτό και έφώναξαν τό: «μάς φραγκέψανε», όταν άρχισαν την κατά τής καινοτομίας άντίδρασιν τόν Μάρτιον του 1924 έφαρμόζο-ντες τό του άγιου Χρυσοστόμου: «"Εστι σχισθήναι καλώς»

’Έκτοτε πέρασαν 76 χρόνια καί ή καινοτομία κατέληξε στην παναίρεση του Οίκουμενισμοϋ. Καί όμως ύπάρχουν άκόμη ρασοφόροι καί μάλιστα Άγιορείτικες Μονές πού προσπαθούν νά δικαιολογήσουν τούς καινοτόμους, καταδικάζοντες καί ύβρίζοντες τούς άντιδράσαντας ’Ορθοδόξους! Προσπαθούν επίσης νά ελαχιστοποιήσουν καί άμνηστεύ-σουν τις κακοδοξίες τού πατριάρχου καί των συνεργατών του, διά νά «μή πάρουν άέρα» οί Ζηλωτές!... Όσο άφορά διά τήν κακοποίηση τής άληθείας, δεν πειράζει· «πάντα έτσι γινότανε στήν Εκκλησία», δικαιολογούνται... Τελείως όμως διαφορετική γνώμη έχει ό μέγας Μάξιμος ό 'Ομολογητής. «Ούδείς επιτρέπεται νά νοθεύη τόν λόγον τού Θεού λόγω τής άμελείας του, άλλ’ άντιθέτως νά όμολογή τήν άσθένειάν του, χωρίς νά κρύπτει τήν άλήθεια τού Θεού, ώστε νά γίνη υπόδικος καΐ γιά τήν παράβαση των έντολώγ καί τήν διαστροφήν τού λόγου τού Θεού».

Τά τελευταία 35 χρόνια αί κακοδοξίαι τού Φαναρίου ύπερέβησαν κάθε προηγούμενον. 'Ο πατριάρχης Βαρθολομαίος μάλιστα εσχάτως άπεκάλεσε τούς άγίους Πατέρας «θύματα τού άρχεκάκου δφεως», επειδή άντέδρασαν στόν έωσφορικόν παπισμόν!! (Έκκλ. ’Αλήθεια, 16. 12. ’98). Καί όταν καθυστερημένα οί 'Αγιορείται πατέρες έζήτησαν έξηγήσεις, τούς έμάλωσε καί... έσιώπησαν! 'Οποία εντροπή καί ύβρις διά τό Μοναχικόν τάγμα!

’Εσχάτως επιθυμούν νά εφαρμόσουν καί σύστημα ...Ούνίας κατά τό παπικόν πρότυπον! Νά έχουν δηλαδή στις έπαρχίες πού ύπάρχει παλαιοημερολογιτισμός ένα-δυό νεοημερολογίτας ιερείς πού θά έορτάζουν καί μέ τό παλαιόν τάς έορτάς! ’Έτσι ελπίζουν νά πλανέσουν μερικούς άπλούς, ώστε νά άδυνατίση τό μέτωπον τής άνθενωτικής ένστάσεως.



Ντροπής πράματα... «Εις κέντρα λακτίζουν» καΐ θά τό άντιληφθοϋν πολύ σύντομα^.

Ιερομόναχος Θεοδώρητος

Μονή Εύαγγελισμοϋ - Πάρου

Σημειώσεις:

 Βλ. «’Ορθόδοξον Τύπον» φύλλ. 2.2.2001 έξ.

1.    Τό αρθρον υπογράφει κάποιος Βασίλειος Μοναχός. Ό γνώστης όμως των Μοναχικών Κανονισμών δέν αμφιβάλλει καθόλου, ότι τό κείμενον αποτελεί τό πιστεύω τοϋ Καθηγουμένου τής Μονής, ύπό τάς οδηγίας τοΰ οποίου συνετάχθη. Επειδή όμως στερείται τής παρρησίας δημοσίου διαλόγου, ώς καλώς γνωρίζομεν εκ προσωπικής πείρας, εύρε ώς κατάλληλον ευκαιρίαν τήν περίπτωσιν τοΰ ανωτέρω Μονάχου. Εύχόμεθα είς άμφοτέρους καλήν μετάνοιαν...


2.    Περί συνεχοϋς θείας Μεταλήψεως, Άθήναι 1962, σ. 108.

3.    Ή ’Ορθόδοξος Εκκλησία και ό Οίκουμενισμός, Θεσσ. 1974, σ.


4.    Ί. Καρμίρη, Μνημεία... τόμ. β', σ. 957.

5.    P.G. 59, 314.

6.    Τό παρόν αρθρον εκτός «'Αγιορείτου».


Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ 'Αγιορείτου
ΟΤΑΝ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΠΡΟΔΙΔΟΥΝ
Άρθρα καΐ σχόλια άναφερόμενα εις την αϊρεσιν του Οικουμενισμοΰ καί την  μεγάλην ευθύνην των κοινωνούντων αμέσως η εμμέσως μετ’ αυτής
Εκδοσις περιοδικού «Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ»
ΑΘΗΝΑΙ 2001





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου