Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Η µεταστροφή ενός Ινδού βραχµάνου στο Χριστιανισµό


Ιερομόναχου Serafeim Rose
Η Ορθοδοξία και η θρησκεία τού Μέλλοντος
Παράρτηµα στην τέταρτη έκδοση :
Η µεταστροφή ενός Ινδού βραχµάνου στο Χριστιανισµό

Σηµείωση Ο Ορθόδοξος Χριστιανισµός, καθώς είναι η πληρότητα της Αλήθειας, είναι απλός στην ουσία του. Οποιοσδήποτε µε µια ειλικρινή και αταλάντευτη επιθυµία για την Αλήθεια θα φτάσει σ’ αυτόν. Η «νέα θρησκευτική συνείδηση» από την άλλη, είναι περίπλοκη. Αιχµαλωτισµένη στην πτωτικότητα αυτού του κόσµου, δεν µπορεί να εισέλθει στην απλότητα της Αλήθειας του Χριστού. Καθώς εξελίσσεται στη θρησκεία του µέλλοντος, θα γίνει µια επιτηδευµένη συλλογή κάθε παραδοξότητας της πεπτωκυΐας σκέψης, η οποία θα εξεγερθεί εναντίον της απλότητας της Ορθοδοξίας. Έτσι είναι θαυµάσιο να βλέπεις ένα πρόσωπο µε ανεπιτήδευτη καρδιά που, προερχόµενο από µια αυθεντική, παραδοσιακή έκφραση µιας ανατολικής, µη χριστιανικής θρησκείας, παρακάµπτει όλες τις πολυπλοκότητες της σύγχρονης νοοτροπίας της αποστασίας, και φτάνει στα πόδια του ίδιου του Χριστού. Έχοντας φτάσει µε έναν απλό τρόπο στο Χριστό, στέκεται στο κατώφλι της πληρότητας της αποκάλυψης του Χριστού στην Αγία Ορθοδοξία. Με αυτά κατά νου, παρουσιάζουµε την ακαταµάχητη διήγηση που ακολουθεί: Το όνοµά µου είναι Ravi Maharaj. Ράβι είναι συντόµευση για το ινδικό όνοµα Ραβιντίναζ. Μαχαράτζ είναι το επώνυµό µου, αλλά στην πραγµατικότητα ήταν τίτλος. Σήµερα το χρησιµοποιώ ως επίθετο· σηµαίνει «µεγάλος βασιλιάς». Έχω τέτοιο όνοµα εξ αιτίας της κάστας στην οποία γεννήθηκα, της κάστας των βραχµάνων. Ο πατέρας µου ήταν Ινδός ιερέας: ένας γκουρού, ένας γιόγκι. 



Μερικά χρόνια πριν δύσκολα θα ακούγαµε τέτοιους όρους – γκουρού και γιόγκι κτλ. – σήµερα σχεδόν όλοι τους ξέρουν. Γκουρού σηµαίνει «θεϊκός κύριος» ή «διδάσκαλος», και οι γκουρού στον Ινδουϊσµό λατρεύονται ως θεοί. Ο Ινδουϊστής πιστεύει ότι ο γκουρού του είναι θεϊκός, κι έτσι πίστευαν ότι και ο πατέρας µου ήταν θεϊκός. Είχε τους δικούς του οπαδούς, ανθρώπους που τον λάτρευαν σαν θεό. ΕΡ. Βλέπετε τέτοιες δοξασίες να γίνονται πιο αποδεκτές σήµερα; Παρατηρώ ότι στον ∆υτικό κόσµο σήµερα πολλοί άνθρωποι λένε, «Λοιπόν, όλες οι θρησκείες είναι πάνω-κάτω οι ίδιες. Ο Θεός είναι ο ίδιος σε κάθε θρησκεία. Όλες οι θρησκείες οδηγούν στον ίδιο σκοπό στο τέλος». Όµως, ξέρετε, αυτό δεν είναι αλήθεια! ∆εν συµφωνώ µ’ αυτό. Ο σκοπός του πατέρα µου, για παράδειγµα, λεγόταν moksa, που σηµαίνει απελευθέρωση από το χρόνο, το χώρο και τα στοιχεία, που σηµαίνει επίσης αυτοπραγµάτωση ή θεοπραγµάτωση. Αυτό σηµαίνει ότι ο πατέρας µου θα έψαχνε µέσα στον εαυτό του για να βρει τον αληθινό «εαυτό», και να ανακαλύψει ότι ο πραγµατικός «εαυτός» είναι Θεός. Αυτός είναι ο υψηλότερος σκοπός του Ινδουϊσµού, να ανακαλύψεις ότι είσαι Θεός, να συνειδητοποιήσεις µε άλλα λόγια, ότι είσαι Θεός. Αυτός είναι ο λόγος που έκανε διάφορους όρκους. Για παράδειγµα, ο πατέρας µου περίπου απαρνήθηκε το γάµο του, µόλις µια-δυο µέρες αφ’ ότου είχε παντρευτεί τη µητέρα µου – ένας γάµος τον οποίο κανόνισαν οι γονείς τους.

Ορκίστηκε να µην έχει συζυγική επαφή ή σχέση. Ορκίστηκε να µη µιλήσει µε κανέναν, να µην κοιτάξει κανέναν, να µην κόψει τα µαλλιά ή τα γένεια του – που µάκρυναν πολύ, µέχρι τον καβάλο του. Ορκίστηκε να µη φάει καθόλου µαγειρεµένο φαγητό· ο πατέρας µου έτρωγε µια µπανάνα κι έπινε ένα ποτήρι γάλα την ηµέρα, και το έκανε αυτό για οκτώ ολόκληρα χρόνια. Επίσης ορκίστηκε να µην πηγαίνει πουθενά, να µην ξαναδουλέψει πια. Καθόταν στο ίδιο δωµάτιο, στο ίδιο µέρος, όλη την ηµέρα, σε στάση λωτού µε τα πόδια σταυρωµένα και τα χέρια του ενωµένα, µε τα µάτια του στραµµένα µέσα στο µέτωπό του βαθειά σε διαλογισµό. Έζησε µ’ αυτόν τον τρόπο για οκτώ χρόνια, ανυποχώρητα, αποφασιστικά και ειλικρινά. Η σύλληψή µου έγινε εκείνη την µια, ή περίπου µια, ηµέρα που η µητέρα µου και ο πατέρας µου ήταν µαζί. Συνήθιζα να πηγαίνω και να στέκοµαι µπροστά του πολύ συχνά, και να κοιτώ το πρόσωπό του και να λαχταρώ να µε κοιτάξει κι εκείνος, έστω για µια φορά, να πει «γιε µου» - µόνο να πει µια λέξη, να πει το όνοµά µου «Ράβι». Αλλά ξέρετε δεν έχω ακούσει ποτέ τη φωνή του, ούτε καν µια φορά σε όλη µου τη ζωή. ∆εν είχαµε επαφή, πραγµατικά, παρ’ ότι τον σεβόµουν· τον τιµούσα, ήµουν υπερήφανος γι’ αυτόν. Όταν πέθανε, ο κλήρος του έπεσε σε µένα, κι άρχισα πολύ πρόθυµα να ακολουθώ τα βήµατά του. Ήµουν ήδη ένα πολύ θρησκευόµενο παιδί, ακόµα και σε ηλικία επτά ετών, που ήταν κατά προσέγγιση η ηλικία µου όταν πέθανε. Για την ακρίβεια, ήµουν πάντα χορτοφάγος σαν τον πατέρα µου, δεν έτρωγα κρέας ή ψάρι ή αυγά· κι άρχισα να εξασκώ τη γιόγκα και το διαλογισµό πριν ακόµα γίνω πέντε χρόνων. Μέσω της εξάσκησης της γιόγκα και του διαλογισµού, πολύ συχνά βίωνα έκσταση, ταξίδια σε άλλους κόσµους όπου έβλεπα µυστηριακά πράγµατα: τους «θεούς» και λαµπρά φώτα και λαµπρά χρώµατα, ψυχεδελικές κινήσεις, και ήταν υπέροχο, ή τουλάχιστον έτσι έµοιαζε. Ήµουν πολύ υπερήφανος γι’ αυτές τις πολλές εµπειρίες που είχα, επειδή για τον Ινδουϊστή όσο περισσότερα βιώνεις πνευµατικά, τόσο θεϊκότερος νοµίζεις ότι είσαι. Για τον Ινδουϊστή το εµπειρικό είναι υψίστης σηµασία. Τώρα οι Ινδουϊστές γονάτιζαν επίσης στα πόδια µου, όπως έκαναν στον πατέρα µου, µε λάτρευαν και µου έδιναν τα δώρα και τις προσφορές τους. Αλλά, ξέρετε, παρ’ όλα αυτά, παρ’ όλη τη θρησκευτικότητα και τις αποκαλούµενες πνευµατικές εµπειρίες, παρά το γεγονός ότι ο κόσµος µου τελικά έγινε ένας κόσµος µυστικισµού, βαθειά στην καρδιά µου ήµουν κενός, ήµουν δυστυχισµένος, ήµουν ανικανοποίητος. Ζούσα σ’ ένα σπίτι µε δεκατρείς ή δεκατέσσερεις άλλους ανθρώπους, αλλά ήµουν µόνος µέσα στο ίδιο µου το σπίτι. Έφτασα να συνειδητοποιήσω ότι κάτι έλειπε, κάτι πήγαινε στραβά. Κάτι δεν ήταν σωστό, κι άρχισα να ψάχνω για την αλήθεια – την πραγµατική αλήθεια, έντιµα και ειλικρινά µε όλη µου την καρδιά. Έψαξα µέσα από τον Ινδουϊσµό, έψαξα στις ινδουϊστικές γραφές. Έψαξα στις δικές µου ινδουϊστικές µυστικιστικές εµπειρίες, αλλά ήµουν ακόµα άδειος. Παρά το γεγονός ότι έπρεπε να πιστεύω ως ένας θρησκευόµενος Ινδουϊστής Βραχµάνος ότι ήµουν θεϊκός, ότι ήµουν τέλειος, όµως ήξερα ότι ήµουν µόνο ένας αµαρτωλός όπως όλοι οι άλλοι. Ήξερα τη δική µου ατέλεια, ήξερα τους δικούς µου περιορισµούς.


Ήξερα ότι δεν ήµουν θεός, και ήθελα να βρω συγχώρεση για τις αµαρτίες µου. Επίσης, πίστευα πολύ ειλικρινά στη µετενσάρκωση – πως όταν θα πέθαινα θα ερχόµουν πάλι πίσω – όµως αυτό δεν µου πρόσφερε καµµιά αληθινή ελπίδα: µόνο το να πεθάνεις και να ξανάρθεις, και να πεθάνεις και να ξανάρθεις πάλι και πάλι, δεν προσφέρει καµµιά ελπίδα. Ήθελα να βρω µια αληθινή ελπίδα, µια ελπίδα πέρα απ’ τον τάφο. Και ήθελα να βρω µια αληθινή ελπίδα µε την έννοια ότι έχοντας βρει αυτήν, θα ήξερα µε κάποιον τρόπο που πραγµατικά πηγαίνω. Πηγαίνουµε και πηγαίνουµε … αλλά που πραγµατικά πηγαίνουµε; Είχα σηµαντικά ερωτήµατα στην καρδιά µου: Ποιος είµαι; Γιατί ζω; Τι κάνω πραγµατικά σ’ αυτόν τον πλανήτη, αλλά επίσης, που πηγαίνω; Ήθελα να ξέρω. Και στην πιο απελπισµένη µου στιγµή – έχοντας κλειδωθεί σ’ ένα δωµάτιο επί τέσσερεις περίπου ηµέρες και νύχτες δίχως να τρώω, να πίνω οτιδήποτε, δίχως να µιλάω σε κανέναν – µια Ινδή κυρία ήρθε σπίτι µας και µου µετέδωσε το µήνυµα του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Είπε, «Ράβι, ο Θεός σ’ αγαπά, και ο Ιησούς Χριστός πέθανε πάνω στο Σταυρό για να συγχωρήσει όλες σου τις αµαρτίες. Και ο Θεός θέλει να έρθει στη ζωή σου, αλλά θα έρθει µόνο δια του Χριστού, που είπε ‘’Εγώ είµαι η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή· κανείς δεν έρχεται στον Πατέρα, παρά µέσω Εµού’’». Λοιπόν, διαφώνησα πολύ µαζί της· της είπα ότι ποτέ δεν θα γινόµουν Χριστιανός, ούτε καν στο νεκροκρέββατό µου. Όµως εκείνη ήταν πολύ ευγενική και ψύχραιµη και αγαπητική, και φιλική, και µε κατανόηση. Και µε ανέχτηκε. Αλλά τα λόγια που µου είπε πραγµατικά άγγιξαν την καρδιά µου· µε έπεισαν. Και ο Θεός µου έδειξε ότι ο Χριστός είναι ο δρόµος προς το Θεό είναι µέσω του Θεού, δηλαδή του ίδιου του Ιησού Χριστού. Μετά από πολλές εσωτερικές µάχες, αναστάτωση και ψυχικές συγκρούσεις, µετά από τρεις εβδοµάδες, τελικά γονάτισα και προσευχήθηκα µε µια πολύ απλή προσευχή – γιατί ήθελα πραγµατικά να γνωρίσω τον αληθινό και ζωντανό Θεό, ήθελα πραγµατικά να  βρω την αλήθεια, ήθελα όντως την απάντηση. Προσευχήθηκα απλά, ζητώντας από το Χριστό να έρθει στη ζωή µου, να συγχωρήσει όλες µου τις αµαρτίες, να µε βοηθήσει να βρω τον αληθινό και ζωντανό Θεό. Προσευχήθηκα ειλικρινά, και δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα µάγουλά µου, επειδή όταν είπα αυτή την προσευχή πραγµατικά συνέβη κάτι στη ζωή µου. Μόνο τότε συνειδητοποίησα ότι όλες οι πάρα πολλές «µυστηριακές» εµπειρίες που είχα – οι ψυχεδελικές εµπειρίες χωρίς ναρκωτικά, όλα τα οράµατα όπου έβλεπα τους θεούς, κ.τ.λ. – ήταν όλα αναπόσπαστο µέρος του σκοταδιού, που ήταν µέσα µου. Ο Θεός µε ελευθέρωσε απ’ όλα αυτά, και ο Χριστός ο Οποίος είπε «Εγώ είµαι το Φως του κόσµου» µπήκε στη ζωή µου και µ’ έκανε έναν εντελώς καινούργιο άνθρωπο. Ο Θεός µου έδωσε µια πολύ πιο υπέροχη ελπίδα – την ελπίδα να είµαι µαζί Του στη βασιλεία Του, για πάντα. Και βρήκα την απάντηση µέσω του Ιησού Χριστού. Σήµερα ξέρω ποιος είµαι, ξέρω γιατί ζω, ξέρω από πού έρχοµαι, και ξέρω που πηγαίνω.


(Από το ντοκυµαντέρ «Νέα Εποχή: ∆ρόµος για τον παράδεισο;» ∆ιανοµή: Christian Information Bureau, Dallas, Texas 1983)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου