Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
8. Συντεταγμένοι πάλι στην Ελλάδα
Μεγάλη Τετάρτη 16 – 4 – 41
Κατά τα ξημερώματα και αφού αφήσαμε τα φυλάκιά μας, φτάσαμε δίπλα σε έναν μεγάλον ποταμόν, το όνομα του οποίου δεν έμαθον. Εκεί ευρήκαμε το Σύνταγμα ολόκληρον και μας ανέμενε. Εκεί ήταν και οι στρατιώται, που δεν ήλθαν εχθές μαζί μας. Άρχισαν να εκλιπαρούν τον Λοχαγόν μας να μην εφαρμόση εναντίον τους κυρώσεις κ.τ.λ.
Μετά παραμονήν εκεί 20 λεπτών περίπου και αφού ετάχθημεν κατά τάγματα, αναχωρήσαμε. Θα μας έφαγε ένας κύκλος που κάναμε δια να εύρωμεν μίαν γέφυραν, και αυτήν ξυλίνην, περί τας δύο ώρας και κατόπιν διήλθομεν απέναντι από εκεί, που ξεκινήσαμε, περί τα 900 μέτρα. Σήμερον εβάδιζε όλο το Σύνταγμα συγκεντρωμένο. Υπολογίζω τα μεταγωγικά, που είχε, ως εκατόν πενήντα– εκατόν εβδομήντα. Φαντασθήτε τι γινόταν και τι μήκος είχε. Σε ένα σημείον εδιηγούμηντα της χθεσινής ημέρας και λέγω “τους κερατάδες τους Άγγλους να μην φοβώνται παρά να κατέρχωνται τόσον χαμηλά κ.τ.λ. - Λοιπόν, - μου λέγει ο Ταγματάρχης – βρε γυαλάκια, δεν ήταν Άγγλοι, παρά Έλληνες πιλότοι”. Όλα τα παιδιά του Λόχου μου με γλυκοχαιρετούσαν, και τούτο διότι έμαθαν τα χθεσινά και ότι θα παίρναμε βραβείο κ.τ.λ. Κατά τας 10 η ώρα άρχισε να βρέχη. Το αντίσκηνό μου το είχα σε ένα ζώον και μου το πήραν, είχα δε πολύ αγανακτήσει, διότι εβρεχόμουν.
Σταματήσαμε σε ένα σημείον. Ήταν μαρτύριον να είχε τινάς ζώον, διότι πεινούσαν και δεν βάδιζαν. Εδώ είδαμε και ολίγην πρασινάδα. Στην Αλβανίαν δεν είχα ιδή ούτε ένα φύλλον πράσινον. Έως το μεσημέρι περνούσαμε όλο μικρά βουνά. Το πλείστον του δρόμου περνούσε από δάση όλο πεύκα. Λάσπες σε μερικά μέρη ήταν πολλές. Είχα παραμείνει όπισθεν και εθαύμασα πώς κατάφερναν και διήρχοντο τα καημένα τα ζώα. Περισσότερον ελυπούμην πέντε – έξη Αλβανούς, που ήταν μαζί μας. Κολλούσαν στις λάσπες. Ένας ήταν χωρίς υποδήματα, πεινούσαν και μας είπε ένας πολύ συμπαθητικός γέρων ότι, όταν επρόκειτο δια να αναχωρήσωμεν από χωριό τους Σεντεπρέντια, επρόδωσε έναν ανεψιό του, που έκρυβε το ζώον του, και ο οποίος κτύπησε τον γέρο στο κεφάλι, τώρα δε, που φύγαμε εμείς, θα τον εκδικηθή ο ανεψιός του με τους Ιταλούς. Ακούω εις μίαν στιγμήν τον Ανθυπολοχαγό, που είχαμε συζητήσει στα υψώματα του Μοράβα, να λέγη στον Λοχαγόν μου: “'Τι βασανίζεις τα ζώα και ανθρώπους και δεν τα πετάς κάτου; (τους όλμους) Να, ο Συνταγματάρχης μας άφησε και έφυγε”. Προς στιγμήν εκλονίσθην, είπα όμως στον Λοχαγόν μου ότι δεν πρέπει να δίδωμεν πίστη στας διαδόσεις αυτάς, παρά πρέπει αυτόν να τον μαρτυρήσωμεν ως προπαγανδιστήν. Κατά το μεσημέρι είχαν σταθμεύσει και μας ανέμενον. Μας διένειμον από μισή κουραμάνα και μισή κονσέρβα κρέατος. Εγευματίσαμεν κάτωθεν από τα πεύκα, έβρεχε όμως ολίγον. Μόλις αναχωρήσαμε από εκεί, ετραυματίσθη στον πόδα ένας αξιωματικός από αδέσποτον σφαίραν. Κατά διαστήματα έρριχναν μερικοί στον αέρα.
Αφού προχωρήσαμε ολίγον, συναντήσαμε ένα μεγάλο όρος και αρχίσαμε να ανερχώμεθα από βουνό σε βουνό, και να βρέχη ελαφρά. Προ εμπρός είδα ένα πελεκημένον πεύκον και διότι είχα ίδει και την νύκτα ένα όμοιον, ενόμισα ότι διερχόμεθα την οδόν, που περάσαμε την νύκτα. Και επέμενα μάλιστα στον Λεόντιον. Προσεκτική όμως παρατήρησις με έπεισε ότι άλλη εκείνη η τοποθεσία και άλλη η παρούσα. Ανερχόμενος τα περιβόητα εκείνα βουνά, έμεινα βραδυπορών με τον Λεόντιον, Ευστράτιον και πολλούς άλλους. Είχαμε γίνει ράκη από την κούρασιν. Έβλεπες να κατακυλούν τα ζώα, και έλεγα ότι θα γινόταν κομμάτια και όχι μόνον δεν εφονεύοντο, αλλά μερικά εγείροντο μόνα τους. Στο πιο υψηλόν βουνόν είχε χιόνι και εκεί εκρημνίσθησαν πολλά ζώα. Πέρασαν, βέβαια, να ανέλθωμεν εκεί ψηλά πολλές ώρες. Όταν αρχίσαμε να κατερχώμεθα, με πόνεσε το δεξιόν μου πόδι επάνω από το γόνυ. Τούτο συνέβη, διότι εβράχη την νύκτα, που έπεσα στο ποτάμι. Με πονούσε δε μόνον στον κατήφορον. Υπέφερα πάρα πολύ. Περάσαμε από ένα χωριό και βρήκαμε δρόμον ολίγον ομαλόν. Ούτε το όρος ηδυνήθην να μάθω πώς ονομάζεται ούτε το χωρίον. Ο Ευστράτιος παρέμεινε εις το χωρίον, εμείς προχωρήσαμε. Συναντήσαμε έναν χωρικόν και μόλις μας χαιρέτησε ελληνικά, χωρίς να το θέλω, εβούρκωσαν τα μάτια μου. Πιο πέρα βρήκαμε μερικούς άλλους του Λόχου μας, οι οποίοι συζητούσαν με μίαν γραίαν. Και εκεί εδάκρυσα. Την ερωτούσαμε δια τούτο, δια εκείνο. Νομίζαμε ότι ήρχετο από τον άλλον κόσμον. Είχα τρεις μήνας να ακούσω να ομιλούν λαϊκοί την ελληνικήν. Με πολύν κόπον αφίχθημεν εις το χωρίον. Φευ! Ο Λόχος μας θα διανυκτέρευε εις ένα άλλο χωρίον, απέχον περί τα τρία τέταρτα. Μόλις προχωρήσαμε έξωθεν του χωρίου, ενύκτωσε. Εδέησε να εισέλθωμεν στο χωρίον, που ήταν ο Λόχος μας, στας 10 μ.μ., δηλαδή τα τρία τέταρτα τα κάναμε τρεις ώρες, ίσως και περισσότερον. Και ευτυχώς ότι είχα φακούς και βρήκαμε τον λοχίαν Καράλην, όστις είχε μεγάλης εντάσεως φακόν και έφεγγε και βαδίζαμε. Μερικοί άλλοι, και αξιωματικοί μαζί, φώναζαν και έρριχναν τουφεκιές δια να τους σώσουν. Λοιπόν η ημέρα αύτη ήταν η χειροτέρα δι' εμένα, διότι υπέφερα πάρα πολύ. Το ποδάρι μου πονούσε τόσο πολύ, που με πείραξε η καρδιά μου και είχα πυρετόν. Η χλαίνη μου από την βροχήν θα ήταν δέκα οκάδες, μη ίσως και περισσότερον. Την νύκτα όλοι άυπνοι, ευτυχώς όμως ότι ο Λεόντιος έδειξε καρτερίαν και με ενίσχυσε πολύ, πότε με βοηθούσε και γενικώς μου εφάνη πολύ χρήσιμος σε αυτήν την εποχήν,
αλλέως θα έμενον, ήταν αδύνατον να προχωρούσα χωρίς αυτόν. Στο χωρίον, που απέχει τρία τέταρτα προ αυτού που διανυκτερεύσαμε, διένειμον ξένα Σώματα φρέσκο βούτυρο. Μου έδωσε ολίγον ο Μαρσέλος και με ενίσχυσε ολίγον. Το χωρίον αυτό ονομάζεται Χρυσή. Μας στίβαξαν όλον τον Λόχον στο σχολείον, άπαντες δε ήμεθα όλο ιδιοτροπία, και τούτο από την κούρασιν. Ώσπου να ξιφορτώσωμεν κ.τ.λ., θα ήταν 11η, ίσως 1η νυκτεριναί. Το ευτύχημα ότι βρήκα μια καλή και στεγνή κουβέρτα και εδιπλώθην με αυτήν και έπεσα επάνω σε ένα θρανίον. Τα άρβυλα και οι γκέτες μας ήταν γεμάτα λάσπες. Από την χλαίνην έσταζε νερό. Εκοιμήθην.
Μεγάλη Πέμπτη 17 – 4 – 41
Ξύπνησα από το κρύο και έτρεμα. Προσπάθησα να κοιμηθώ, μα τίποτα. Η ώρα θα ήταν 2 π.μ., της Μ. Πέμπτης. Σηκώθηκα. Προσπαθώ να φορέσω τα άρβυλα, αδύνατον να χωρέση το αριστερόν ποδάρι. Είχε πρισθή. Θα εβασανίσθην περί το τέταρτον δια να το φορέσω. Εξέρχομαι του σχολείου. Όλο το χωριό έφεγγε από τις φωτιές. Απέναντί μας είχαν ανάψει τεράστια φωτιά και είχαν επιπλέον αρκετά ξηρά ξύλα, όλοι δε οι εκεί στρατιώται εκοιμώντο, άλλοι καθιστοί και άλλοι ημιεξαπλωμένοι. Έως το πρωί είχα καταφέρει και εστέγνωσαν όλα τα ρούχα μου και εκοιμήθην αρκετά απάνω σε κάτι κασόνια. Οι καημένοι οι συνάδαλφοι σαν πεθαμένοι ήταν. Μπορούσες να τους μεταφέρης χωρίς να το εννοούσαν. Το εσπέρας είχε έλθει φήμη και έλεγε ότι το πρωί θα είμεθα αιχμάλωτοι, καθ' ότι μας έχουν κυκλώσει οι Γερμανοί. Οι Αλβανοί συνηντήθησαν με τον Συνταγματάρχην και τους είπε ότι το πρωί θα τους αφήση να φύγουν. Αυτοί όμως έφυγαν τη νύκτα και άφησαν τα ζώα τους. Το πρωί πηγαίνω στον Λεόντιον και τον βρήκα να παραπονείται ότι ξύλιασε κ.τ.λ. Ώσπου να συγκεντρωθή όλο το Σύνταγμα κ.λ.π., φωναί, τρεχάματα, φασαρίες. Περνούσε και ένα πουροβολικό. Μοίρασαν τρόφιμα στους λόχους, άλλοι έτρεχαν να εύρουν να δώσουν κάτι στα ζώα τους. Λοχαγός του Εφοδιασμού του Συντάγματος ήταν ο ανθυπολοχαγός εκείνος, που του έδειξα τον χειρισμόν του όλμου στην Μογλίτσαν και έγινε ο μεγάλος βομβαρδισμός στο Ζερέτσι. Είπα να του ζητήσω τίποτα, αλλά δίσταζα. Τον άκουσα να λέγη ότι εχάθησαν εχθές πολλά τρόφιμα, διότι δεν κατέβαλαν μικράν προσπάθειαν οι στρατιώταινα φορτώσουν τα ζώα, που κρημνίζοντο, και τα άφησαν τήδε κακείσε. Συνηντήθην όμως με τον κ. Σαχάν, όστις μου έδωσε αρκετά τεμάχια γαλέτας, μια κονσέρβαν, μερικά μπισκότα κει ένα καλό ζεύγος κάλτσες δια να αλλάξω αυτές, που φορούσα. Σήμερον δεν μετέσχον στα φορτώματα κ.λ.π., μου έμεινε δε καιρός και συναντήθην μετά του ιερέως του χωριού του Συντάγματος. Ήταν πολύ στενοχωρημένοι δια την δημιουργηθείσαν κατάστασιν κ.λ.π. Ιδίως ο ιερεύς του χωριού αφοβείτο τους Ιταλούς. Μετά ταύτα έως τας 9 π.μ., που αναχωρήσαμε, παρέμεινα στην φωτιάν και συζητούσα με έναν ιατρόν, ο οποίος εκάθητο δια να στεγνώση κ.τ.λ. Έβγαλα τα άρβυλά μου και μόλις είδα το αριστερόν μου πόδι, εφοβήθην. Είχε φουσκώσει πολύ και τούτο διότι πονούσε το δεξιό και έπιπτε αποτόμως το αριστερό από το βάρος και από τις πολλές λάσπες, οι δε φούσκες, που είχαν δημιουργηθή την πρώτην ημέραν της αναχωρήσεώς μας, ήδη έχουν μεγαλώσει πολύ. Τα έτριψα με βαζιλίνην, μου είπε δε ο ιατρός ότι, αν ημπορώ να εύρω κανά ζώον να μην το κουράσω πιο πολύ. Επόμενον ήταν ότι είπαμε πολλά με τον ιατρόν. Εδιδάχθη πολλά, μου είπε, από τον πόλεμον. Ο άνθρωπος ό,τι δεν θέλει δεν κατορθώνει. Όταν ήκουγε πριν ότι οι Άγιοι αβασανίζοντο κ.τ.λ., δεν τα πίστευε, διότι τα ενόμιζε αδύνατα, νυν δε τα πιστεύει, καθ' ότι βλέπει ότι υπάρχει η Θεία Πρόνοια και ότι και θαύματα ενεργούνται, και οι μάρτυρες ηδύναντο και καρτερούσαν βασανιζόμενοι και από την υπερέντασιν των νεύρων και αλλού βοηθούμενοι παρά του Θεού και πολλά άλλα.
Ο ιερεύς μου είπε ότι έχει πληροφορίας πως την ερχομένην βραδυάν θα παραμείνωμεν στο χωρίον Ζούζουλη, απέχον από την Χρυσήν περί τας τέσσερες ώρας. Επικεφαλής και ρυθμιστής της πορείας ήταν ο λοχαγός του Ευστρατίου Ναούμ. Κάθε ώρα εγίνεταο στάσις. Ο δρόμος ήταν το πλείστον επίπεδος και ακολουθούσε έναν ποταμόν. Εγώ το περισσότερον διάστημα το διήνυσα με το ζώον, που είχαμε με τον Καράλην. Σε ένα μέρος με είδε ο Συνταγματάρχης και μου είπε πιο κάτου να κατέβω δια να ξεκουράση ολίγον και το ζώον. Το πλείστον των ζώων άρχισαν να βγάζουν αφρούς από το στόμα τους και να όζη απαίσια, και τούτο από την πείναν. Σήμερον όμως έφαγον ολίγον. Κατά το μεσημέρι καθήσαμε σε δάσος από θάμνους και μας έδωσαν κουραμάναν και τυρόν
και εγευματίσαμε, έφαγαν δε και τα ζώα, διότι είχε αρκετά χόρτα. Κατά το απόγευμα προς το βραδάκι αφίχθημεν στο χωρίον, ήταν δε γεμάτον στρατού διαφόρων Σωμάτων. Ο Λόχος μας παρέμεινε σε μια ξύλινην καλύβην, ανάψαμε όμως φωτιά και εστέγνωσαν τα πιο πολλά νερά, που είχε. Είχα πάρει μερικές κουβέρτες, αλλά ήταν βρεγμένες από εχθές. Ρίξαμε κάτωθεν ξύλα, πέτρες, σανίδια και άχυρα και οπωσδήποτε εκοιμήθημεν καλά. Φήμαι έλεγον ότι όποιος παρουσιαστή στους Γερμανούς, του βγάζουν το στέμμα του βάζουν στο χέρι έναν αγκυλωτόν σταυρόν και τον αποστέλλουν στο σπίτι του. Το Σύνταγμά μας μαγείρευσε και διένειμε φαγητόν σούπα, εγώ όμως έφαγον τυρόν.
Η εκκλησία του χωριού ήταν κοντά μας. Έλεγον τα Δώδεκα Ευαγγέλια ο ιερεύς μας και ο του χωριού. Ψάλτης δεν παρευρίσκετο ουδείς, πλην ενός νεαρού, όστις εβοηθούσε τους ιερείς. Παρέμεινα έως το 5ον Ευαγγέλιον και έψαλλον, οπότε με έπιασε ο περιβόητος οξύς βήχας και δεν μπορούσα να παραμείνω περισσότερον και έφυγα, εκοιμήθην δε αμέσως. Ένας συνάδελφος ήτον πολύ ασθενής και όλη τη νύκτα φώναζε. Ήταν πολύ λυπηρόν.
Μεγάλη Παρασκευή 18 – 4 – 41
Το πρωί φορτώσαμε και πήγαμε στο μέσον του χωριού. Στρατός!! Φασαρίες!!... Ο Λοχαγός μας πήρε από το Σύνταγμα και μας διένειμε κουραμάναν, αρκετόν τυρόν και αρκετά μπισκότα, πήραμε όμως όσοι παρευρέθημεν εκεί. Μερικοί λόχοι είχαν ανάγκη από ζώα, δια τούτο το Σύνταγμα μοίρασε πολλά πράγματα, άρβυλα, ρούχα κ.τ.λ., δια να δώση τα ζώα. Η ημερήσια διαταγή του ήταν πεταμένη κάτου και την πατούσαν, και την πήρε ο κ. Σαχάς και την πούλησε κατόπιν 60 δραχ. Ούτος μου έδωσε και σήμερον αρκετά τεμάχια γαλέτας και μπισκότα, διότι ως μεταγωγικός οικονομούσε. Από το χωριό αυτό έφυγον όλοι οι Μακεδόνες, πλην ενός του Λόχου μας, και ο Ζαχαριάδης ο Διμοιρίτης μου έφυγε. Ο Χιονίδης ήταν κοντά μας. Θαύμα μου φαίνεται το ότι κατωρθώσαμε να εξέλθωμεν από αυτόν τον λαβύρινθον, που εδημιουργήθη σε αυτό το χωρίον και να μην χαθούμε. Το ζώο μας σήμερον το περιποιήθην πολύ, το δώσαμε δε να καθήση ο Λεόντιος, διότι υπέφερε, μόλις δε εξήλθομεν του χωρίου, του το πήρε ο Λοχαγός και το έδωσε σε έναν ασθενή. Εστενοχωρήθημεν πολύ και επαραπονέθημεν στον Λοχαγόν κ.τ.λ., και δεν ακολουθούσαμε μαζί τον Λόχον. Ο Καράλης και εγώ πάντοτε προσφέραμε πολλές υπηρεσίες στον Λόχον. Το πρόγραμμα του Συντάγματός μας ήτον να φτάναμε στην Σαμαρίναν, η οποία απείχε πολύ από την Ζούζουλην. Προ της Σαμαρίνας εκλίναμε αριστερά. Ο δρομος ήταν πολύ ανώμαλος και ανηφοροκατωφερείας, βουνά και εδώ μεγάλα, γεμάτα χιόνι. Πολλές στιγμές μου ήρχετο σαν λιγοθυμιά από τον πόνον του ποδαρίου μου, το οποίον σήμερον με πονούσε στους ανηφόρους. Σήμερον είδομεν και γερμανικά αεροπλάνα, αλλά ήμεθα μέσα στα δάση και δεν μας είδαν. Σε ένα δάσος μετά την Σαμαρίναν ήταν τα συντρίμια ενός ημετέρου αεροπλάνου, κρημνισθέντος παρά των Ιταλών. Ακόμα πιο κάτου υπήρχαν δύο – τρεις τάφοι φονευθέντων στρατιωτών. Εκεί εφοβήθην ολίγον, διότι ήτον μικρά πεδιάς και ήλθαν αεροπλάνα, αλλά δεν ήλθαν άνωθέν μας. Ολίγον ακόμα πιο κάτου και κατά τας 3 η ώρα το απόγευμα, καθήσαμε και εφάγαμε. Ήμεθα έως δέκα βραδυπορούντες του Λόχου μας. Εγώ έφαγα την κονσέρβαν, που μου είχε δώσει ο κ. Σαχάς. Ήταν πυκτή, ιταλικής δε καταγωγής. Ο Λεόντιος έφαγε χαλβά και καραμέλας, ο Καράλης, Μαρσέλος κ.λ.π., είχαν κονσέρβαν ψαρικό. Λέγει: “Να είχαμε ένα λεμόνι, τι καλά που θα ήταν”. Εγώ είχα και τους έδωσα. Λέγει άλλος: “Να είχαμε και κρεμμύδι, θα ήταν ακόμα καλύτερα”. Μου είχε δώσει στον δρόμον δύο κρεμμύδια ο Στρατής και εξεπλάγησαν όταν τους τα έδωσα. Κατά σύμπτωσιν διήρχετο εκείθεν ο λοχαγός Βασιλείου και εξεπλάγη, όταν έφαγε μεζε: “Ρε και κρεμμύδι έχετε; Εσείς ξεύρετε να ζήσετε”. Μας είπε ότι πηγαίνομεν να πολεμήσωμεν. Η απάντησίς μας ήταν, “Αν μας δώσουν να φάγωμεν, ως τρώγουν οι Άγγλοι, πολεμούμεν ευχαρίστως”. Την φήμην αυτήν την είχα ακούσει και πρότερον, είχα δε αρχίσει να σκέπτωμαι τας εκατόμβας των νεκρών του πολέμου του '18. Μου ήρχετο στην μνήμην το Βερδέν. Τώρα θα πρέπει να γράφω από τον Όλυμπον. Και πολλαί άλλαι εικόνες παρεμφερείς ήρχοντο στην μνήμην.
Μετά το φαγητόν προχωρήσαμεν ολίγον, οπότε μας τρόμαξε ένα γερμανικό αναγνωριστικόν, το οποίον περιίπτατο πολύ χαμηλά και νομίσαμε ότι μας ανεκάλυψε, αλλά τίποτα, έφυγε. Ακόμα πιο εμπρός είχε σταματήσει όλο το Σύνταγμα. Παραμείναμε αρκετή ώρα και ξεκουράσαμε, έγινε δε
συγκέντρωσις αξιωματικών. Διεπιστώθη ότι οι Μακεδόνες, εκτός ελαχίστων, είχαν φύγει. Μόλις ήλθαν οι αξιωματικοί αναχωρήσαμε, προν όμως προλάβωμεν να απομακρυνθώμεν, εβράδυασε. Που θα πηγαίναμε, δεν γνωρίζαμε. Νύκτωσε. Αγωνία! Εις μίαν τοιαύτην στάσιν, βλέπω ένα μεγάλο ζώον να ανακατεύεται με τα ημέτερα. Το εγνώρισα ότι ήταν του Πυροβολικού και φώναξα. Είχα δη να αφήνωμεν όπισθέν μας το Πυροβολικόν. Είχα φοβηθή μήπως και βαδίζαμε την νύκτα και, όταν σταματούσαμε, πήγαινα αρκετά εμπρός, εύρισκα δια του φακού στεγνό μέρος, διπλωνόμουν με την κουβέρταν μου και εξάπλωνα δια να ξεκουράζω, όταν δε έφταναν εκεί ο Λεόντιος και λοιποί του Λόχου μου, με φώναζαν και τους ακολουθούσα. Η αργοπορία αύτη προήρχετο λόγω που εκεί κοντά ήταν χωρίον και ήταν ωρισμένοι αξιωματικοί και διένειμον τους λόχους στας οικίας. Το χωριό αυτό δεν έμαθα πώς ονομάζεται, διότι δεν υπήρχαν εν αυτώ κάτοικοι. Διατί; Δεν έμαθα. Εμείς διανυκτερεύσαμε στην εκκλησίαν. Ο Λεόντιος είχε πάρει και ζώον, που ήτον αδέσποτον. Μόλις αφίχθημεν στην εκκλησίαν, εγώ πήρα το ζώον και έπεσα σε απόμερον τοποθεσίαν δια να ξεκουράσω, όταν δεν ξεφόρτωσαν κ.τ.λ., παρουσιάστηκα. Ήμουν πολύ κουρασμένος. Εγώ ετοίμασα δια ύπνον, ο δε Λεόντιος πήγε και πήρε κουραμάναν και τυρόν, που διένειμεν ο Λοχαγός. Εδειπνήσαμεν. Επροσευχήθημεν περισσότερον από κάθε άλλη στιγμή. Εκάναμε επάλειψιν και εντριβήν στα ποδάρια μας και εκοιμήθημεν ωσάν αρνάκια. Ο δε Λοχαγός μάλωνε με τους στρατιώτας, διότι του ζητούσαν να τους δώση ό,τι έδωσε και εις ημάς το πρωί, μπισκότα κ.λ.π. Ο κουρέας του Λόχου μας ήθελε να ψάλωμεν τα “Εγκώμια”, ποιος μπορούσε όμως; Στον δρόμον, όταν ακόμα ήταν ημέρα, σε ένα μέρος είχαν πετάξει το σαμάρι του ζώου, που είχαμε με τον Καράλην, το εγνώρισα δε από δύο ρούχα, που είχα κρεμάσει από τον Μοράβα. Ήταν όμως λασπωμένα. Πήγα να τα πάρω και δεν με άφησε ο Λεόντιος. Όλην δε την νύκτα φώναζε ένας συνάδελφος: “Τα πόδια μου κ.λ.π.”. Είχα οικονομήσει ένα αντίσκηνο και το βάλαμε κάτωθεν και δεν περνούσε η υγρασία από τα πλακάκια κ.τ.λ.
Μέγα Σάββατον 19 – 4 – 41
Το πρωί ηγέρθημενξ στας 5 η ώρα. Φασαρίες, τρεχάματα κ.τ.λ. Ξεκινήσαμε στας 7. Πολύ ωραία σπίτια! Ίσως να είναι οι κάτοικοι ποιμένες ή λόγω το8υ πολέμου να έχουν φύγει. Το μουλάρι, που βρήκαμε, ήταν πολύ μεγάλο και το ωνομάσαμε “γκαμήλα”. Εκαβαλίκευσα σήμερον αρκετές ώρες, στας κατωφερείας όμως δεν ηδύνατο να βαδίζη, το πονούσαν τα οπίσθιά του πόδια. Μετά από ολίγην πορείαν συναντήσαμε έναν ποταμόν. Ακολουθήσαμε αρκετά τον ρουν του και τον διαπεράσαμε επί τρεις φοράς. Βαδίζαμε έως την 10ην νυκτερινήν. Ο δρόμος ήταν ανώμαλος. Βουνά, χαράδρες, δάση, ανωφέρειες και κατωφέρειες. Πολλά ζώα εκρημνίσθησαν και έμειναν εκεί. Διήλθομεν ενός χωρίου, που ήταν έρημον. Μια οικία εκαίετο, διότι είχαν διανυκτερεύσει στρατός και πήρε φωτιά, χωρίς βέβαια να το θέλουν. Στο χωρίον αυτό με είδε καβάλα ο Συνταγματάρχης και μου λέγει: “Όλο καβάλα θα βαδίζης; Δεν λυπάσαι ολίγον το ζώον;”, καθώς δε κατήλθον απότομα, εσκίσθη αρκετά η γκιλότα μου. Πιο εμπρός και προτού διαβούμε ενός άλλου χωρίου, παραμείναμε περισσότερον της ώρας, διότι από άλλον δρόμον περνούσε Ιππικόν. Υπήρχαν και δύο στρατηγοί εκεί. Σε ένα μέρος ήταν μια μικρά ξύλινη γέφυρα μικρού ποταμού και αργήσαμε πολύ να διέλθωμεν ταύτην. Εκεί έμειναν αρκετά ζώα, διότι αδυνατούσαν να περάσουν. Ευτυχώς του Λόχου μας δεν έπαθε τινά τίποτα. Τις ώρες, που βαδίσαμε νύκτα, υποφέραμε πολύ, διότι χάναμε τον δρόμον κ.τ.λ. Με όλον, που τις περισσότερες ώρες της πορείας αυτής ήμουν καβάλα, υπέφερα αρκετά. Και τούτο λόγω της κακοτοπίας. Σήμερον συνήντησα και έναν ονομαζόμενον Παντελέον, από το Τσιμπίδον της Πάρου, με τον οποίον βαδίσαμε αρκετά μαζί. Γερμανικά αεροπλάνα διήλθον πολλάκις άνωθέν μας, αλλά ήταν δάση καιδεν μας έβλεπαν...
Εκεί, που κατασκηνώσαμε, ήταν σχεδόν επίπεδον το μέρος και δίπλα ενός ποταμού, όλοι όμως είχαμε θυμώσει κατά του Συνταγματάρχη, διότι ένα τέταρτο πιο επάνω, εάν μας άφηνε, θα ανάβαμε φωτιά, διότι υπήρχαν ξύλα, καθ' ότι δάσος, και δεν θα κρυώναμε, ενώ εκεί που ήμεθα δεν μπορούσαμε να εύρωμεν ξύλα και υποφέραμε από το κρύο και την υγρασία. Μερικοί λόχοι έκαναν τσάι και άλλοι φαγητόν. Ο Λόχος μου ήταν κοντά με τον του Ευστρατίου και μου έδωσε ούτος αρκετόν τυρόν και κουραμάναν και είχα δια αρκετόν καιρόν να τρώγω, μόνον που έπρεπε να το κουβαλώ, διότι, εάν έβαζες το σακκίδιον σε ζώον, ασφαλώς θα το έχανες. Συνήντησα τον ιερέα
μας, του λέγω: “Τι γίνεται;” Μου λέγει ότι “και λειτουργία ίσως κάναμε, αλλά ο υπηρέτης μου μου πήρε τας αποσκευάς μου και έφυγε και δεν έχω ούτε ράσα ούτε ιερά”. Όταν εκοιμώμουν, έκαναν με τον Συνταγματάρχην κ.λ.π., “Χριστός ανέστη”. Εγώ στον ύπνον μου το ήκουσα αμυδρώς. Εκοιμήθην χωριστά από τον Λεόντιον, αλλά εκρύωνα.
Κυριακή του Πάσχα 20 – 4 – 41
Το πρωί εσηκώθημεν κατά τας 5 η ώρα, μας διένειμε ο Λόχος μας τυρόν και τρίμματα κουραμάνας. Ξεκινήσαμε. Μισή ώρα πιο εμπρός ήτον το χωρίον Βωβούσα (κωμόπολις). Η περιοχή του ήταν γεμάτη στρατόν. Εντός του χωρίου διέρχεται ένας μεγάλος ποταμός. Διαβήκαμε δια της γέφυρας και, αφού προχωρήσαμε ολίγον επίπεδον δρόμον, ο οποίος ήτον γεμάτος κατασκηνώσεις στρατού, ο οποίος χαλούσε τον κόσμον από τους πυροβολισμούς (στον αέρα), αρχίσαμε την παλιά δουλειά μας: Ανωφέρειες και κατωφέρειες, βουνά και δάση. (Από το χωρίον Χρυσή και εντεύθεν, από την πολλήν ταλαιπωρίαν και διότι δεν μου έμενε χρόνος να βαστώ σημειώσεις, δεν θυμούμαι όλας τας περιπτώσεις και ούτε πότε διαβήκαμε εκείνον τον γκρεμόν ή από εκείνο το δάσος και τα λοιπά. Ήμουν απονεκρωμένος από την κούρασιν. Θυμούμαι ότι κάποια ημέρα μου είπε ο Χιονίδης: “Βρε, πως έγινες έτσι;” και του είπε ο Λοχαγός μας ότι “Μήπως εσύ είσαι καλύτερος;” Συνηντήθην πάλι με τον Παντελέον και εβαδίσαμε αρκετά μαζί. Στην “γκαμήλαν” εκάθισα ολίγον, όταν φύγαμε από την Βωβούσαν. Κατά το μεσημέρι εισερχόμεθα είς τινα κωμόπολιν (δεν έμαθα το όνομά της). Ο Συνταγματάρχης είχε αγοράσει χόρτο και περνώντας επαίρναμε δια να δώσωμε στα ζώα. Εδώ είδαμε πραγματικούς Έλληνας και εις την ενδυμασίαν και στα ήθη. Ο ιερεύς μας μας συνέστησε στον του χωριού... μας έδωσε έναν νεαρόν και του δώσαμε χρήματα και μας αγόρασε δέκα αυγά, έξη κόκκινα και τέσσερα άβραστα, και ολίγον φρέσκο βούτυρον, ο δε Λόχος μας μας έδωσε κονσέρβα. Εγευματίσαμε, κάναμε “Χριστός ανέστη”, με τα αυγά, μαζί με τον Μαρσέλον. Μας εδιηγήθησαν με δάκρυα στα μάτια μερικές γυναίκες πολλά περιστατικά, που πλησίαζον να έλθουν οι Ιταλοί κοντά εδώ στο χωριό... Αναχωρήσαμε, αφού παραμείναμε περισσότερον της ώρας. Ήλθαν και μερικά στούκας και γύριζαν άνωθέν μας και εφοβήθημεν. Οι κάτοικοι τους φασκέλωναν. Ευτυχώς όμως ότι δεν μας ενώχλησαν. Αρχίσαμε δε πάλιν τη δουλειά μας. Εμπρός μας, εις αρκετόν βάθος, παρουσιάσθη ένα μέγα όρος. Ρωτούσα αξιωματικούς ποιο είναι, δεν μου έλεγαν. Εδώ είχε κορυφωθή η αγωνία μου, διότι άλλοι έλεγον ότι μεταβαίναμεν στο Μέτσοβον, άλλοι δε στα Ιωάννινα. Μερικοί χωρικοί μας είπαν ότι ο Κορυζής πέθανε και φήμαι!... Κατεβαίνοντας από τον Μοράβα, έλεγαν ότι θα πηγαίναμε στην Φλώριναν, ώσπου να το ειπούμε όμως κατελήφθη από τους Γερμανούς. Θα μεταβούμε στην Καστοριά. Πάει και αύτη. Στα Γρεβενά, παν και αυτά, στην Καλαμπάκα, μα κατελήφθησαν και τα Ιωάννινα και η συνθηκολόγησις μας βρήκε αποκομμένους. Βαδίζπντας παρέμεινα, διότι δεν ηδυνάμην να ακολουθώ τον Λόχον μας. Λαγκάδια κ.τ.λ. Ευτυχώς όμως ότι προτού διαβούμε ενός χωρίου, με ανέμενε ο Λεόντιος με την “γκαμήλαν”, καβαλίκευσα και ούτως συνήλθα. Οι κάτοικοι του χωρίου ήταν στην εκκλησίαν. Ήταν ωραίο και αυτό το χωριό. Είχε βρύσες και περιβόλια...
Πιο κάτω ήταν άλλο χωριό, μικρότερον και απλότερον. Μια γυνή έδωσε στον Λεόντιον και Μαρσέλον μπομπότα και ούτοι εις εμέ. Εκεί φτάσαμε τον Λόχον μας και εκάθησε ο Λεόντιος στο ζώον μας. Εξήλθομεν του χωρίου και άρχισε να βρέχη, είχα όμως αντίσκηνον. Έπρεπε όμως να ανέλθωμεν σε κάτι πανύψηλα βουνά. Εβαδίζαμε μια ώρα και μισή. Μόλις ανήλθομεν, προχωρήσαμε ανάμεσα σε βουνά, επίπεδον όμως δρόμον, περί την ώραν, και συναντήσαμε απότομον κατήφορον. Υπέφερα αρκετά στον κατήφορον αυτόν, εβάδιζα όμως αρκετά εμπρός μαζί με τον Χιονίδην. Εισήλθομεν στο χωρίον Χρυσοβίτσα μόλις νύκτωσε. Όλο το Σύνταγμα παρέμεινε σε ένα παλαιόν μοναστήριον, το οποίον το είχαν σχολείον. Μόλις φτάσαμε, επληροφορήθημεν ότι συνθηκολόγησε η Ελλάς. Χαρά άπαντες!... Ο Λεόντιος όμως άργησε να έλθη και εστενοχωρήθην. Όλος ο Λόχος μας έμεινε σε ένα δωμάτιον. Άπαντες ήμεθα κατάκοποι, φωναί, τρεχάματα..., οπωσδήποτε όμως καλά περάσαμε.
Δευτέρα του Πάσχα 21 – 4 – 41
Το πρωί είχε λειτουργία στην εκκλησίαν της Μονής. Λειτούργησε και ο δικός μας ιερεύς. Εγώ έψαλα με έναν θεολόγον, ο οποίος ήταν διάκονος και τον είχαν στρατεύσει ως αγύμναστον.
Η ημέρα ήταν καθαρά και ξεκούρασα, μου είπε δε ο ιατρός και έκανα ηλιοθεραπείαν στα ποδάρια μου. Εκεί εβάστηξα τας περισσοτέρας σημειώσεις, μετά από τον Μοράβαν. Από τον ήλιον άρχισα να υποφέρω από τις ψείρες. (Παρέλειψα να γράψω ότι εις την Ποψίσταν πήρα μίαν μάλλινην ζώνην πολύ μαλακήν. Καθ' οδόν την τοποθετούσα εις το σώμα μου, την άφηνα 10 – 20 λεπτά. Όταν την απέσυρα ήτον γεμάτη ψείρες. Τις καθάριζα με τα χέρια και πάλιν το ίδιον. Μίαν ημέρα είχα την υπομονήν να τας μετρήσω. Περισσοτέρας των 2.000 εφόνευσα). Το μεσημέρι μας έδωσαν τυρόν, το εσπέρας είχαμε αρνί βραστό. Το απόγευμα ανασυγκροτήθη το Σύνταγμα. Όλος ο στρατός πήρε όπλα και μας είπαν να τα έχωμεν άπαντες άνωθέν μας και, όταν θα κατέβωμεν στον αμαξιτόν δρόμον, να βαδίζουμε κανονικά, δια να δείξωμεν στους Γερμανούς ότι δεν ενικήθημεν κ.τ.λ. Ο Λόχος μας προσκολλήθη και έγινε ένας με τον παλαιόν λόχον όλμων. Μου είπε ο ιερεύς ότι οι Ιταλοί λέγουν ότι μας ενίκησαν, δια τούτο πρέπει να παρουσιαστούμε όχι ως ηττημένοι, όταν θα συναντηθώμεν με τους Γερμανούς. Ενομίζαμε δε ότι δεν θα διελύετο ο στρατός μας, ο Συνταγματάρχης μάλιστα είπε ότι “Θα ιδήτε πόσα κερφάλια θα κοπούν τώρα”. Εννούσε αυτούς, που είχαν φύγει.
Τρίτη του Πάσχα 22 – 4 – 41
Το πρωί παρευρέθην στην λειτουργίαν και έψαλα κ.τ.λ. Ήταν και ο διδάσκαλος του χωριού και είπαμε όλοι μαζί του πρώτου ήχου Χερουβικόν του Σακελλαρίδου. Εγνωρίσθημεν κ.τ.λ. Όταν βγήκαμε, βρήκα τον Ευστράτιον και μου έδωσε κρέας ψητόν και έφαγα. Με είδαν και γνωστά παιδιά και φώναζαν: “Να ο δικαιολογημένος”, αρχίσαμε δε και σκεπτόμεθα ότι αργά ή γρήγορα θα τελείωναν αι ταλαιπωρίαι. Την “γκαμήλαν” την πήρε ο Λόχος μας, το σάγμα της όμως το αφήσανε εκεί, βρήκα επάνω του ένα ζεύγος καττύματα. Τα έδωσα του Λεοντίου, διότι είχαν χαλάσει οι αρβύλες του, είχε δε κάτι κετσέδες, που θα είχαν πάχος 15 – 20 εκατοστών. Όλα τα αδύνατα ζώα τα άφησαν στο χωριό αυτό.
Κατά τας 11 η ώρα αναχωρήσαμε. Μετά από μίαν ώραν ευρισκόμεθα στον αμαξιτόν δρόμον Ιωαννίνων – Μετσόβου. Το Μέτσοβον απέχει από εκεί τέσσερες ώρες. Παραμείναμεν αρκετήν ώραν και αναμέναμε να διήρχετο άλλος στρατός. Μας έδωσαν από μίαν κουραμάναν, τυρόν, σιγαρέτα και τροφή δια τα ζώα. Φύγαμε. Συναντούσαμε αδιακόπως Γερμανούς. Όλο αυτοκίνητα και μοτοσυκλέτες. Τους φανταζόμεθα όμως διαφορετικούς.... Πολλοί τους χαιρετούσαν και αυτοί ούτε καν μας κοίταζαν. Το βράδυ διανυκτερεύσαμεν στο ύπαιθρον μετά από το Μέτσοβον περίπου μια ώρα. Στον δρόμον έβλεπες πολεμικόν υλικόν κ.λ.π. Προπαντός έξωθι του Μετσόβου υπήρχαν εκεί πυροβόλα παντός διαμετρήματος. Περνούσαν όμως και δικά μας αυτοκίνητα. Κάπου εκεί κοντά μας ήταν και τα άλλα συντάγματα της Μεραρχίας μας Το Σύνταγμά μας το ακολουθούσε ο περιβόητος Κωστάκης με τα δυο του πυροβόλα. Στην Χρυσοβίτσα τα καθάρισε και δεν ειχε μάκτρον να καθαρίση τον σωλήνα και του έδωσα το εδικόν μας, αλλά ο όλμος έχει διάμετρον 81 χιλιοστών, τα πυροβόλα τους όμως είχαν διάμετρον 65 χιλιοστών. Του λέγω: “Δεν πας να τις κρύψεις αυτές τις κουμπούρες;” και γελούσαμε. Και αυτήν την νύκτα υποφέραμε από κρύο και υγρασία, διότι δεν βρίσκαμε ξύλα, καθ' ο αφίχθημεν εκεί νύκτα. Και εδώ εκοιμήθην χωριστά από τον Λεόντιον.
Τετάρτη του Πάσχα 23 – 4 – 41
Το πρωί αναχωρήσαμε κατά τας 7 η ώρα με κατεύθυνσιν προς Καλαμπάκαν. Εβαδίζαμε όλο αμαξιτόν δρόμον. Οι Γερμανοί περνούσαν όλην την ημέραν με μηχανοκίνητα. Χαλούσε ο κόσμος. Η κούρασις ήταν μεγάλη. Κατά τας 7 το βράδυ σταθμεύσαμεν και διανυκτερεύσαμεν σε κάτι χωράφια, απείχαμε δε της Καλαμπάκας περί τας τέσσερες ώρες. Εδώ δεν ήταν δυνατόν, όπως εχθές, κρύο και περάσαμε καλά, όλη δε τη νύκτα περνούσαν γερμανικές φάλαγγες. Εγώ από την
Χρυσοβίτσα είχα οικονομήσει ολίγον φρέσκο βούτυρον και περνούσα καλά. Όλο έτρωγα στον δρόμον. Το βούτυρον μου το έδωσαν ο Μαρσέλος, ο Καράλης και ο Στρατής.
Πέμπτη του Πάσχα 24 – 4 – 41
Το πρωί πήγα στον Στρατή και έψησε τσάι και ερροφήξαμε. Εκεί εγνωρίσθημεν και ανέφερα στον Λοχαγόν του Ευστρατίου και στον Δασκαλόπουλον, λοχαγόν, ότι είμαι μοναχός, μου έλεγε δε ο Δασκαλόπουλος ότι πολλά πράγματα ήθελε να με ερωτούσε, αλλά δεν έχομεν χρόνον. “Τόσον καιρόν δεν μου φανερωνόσου”, μου λέγει. Και εγώ επεθύμουν να είχα τοιούτον λοχαγόν, διότι θα προέκυπτε μεγάλη ωφέλεια. Δίπλα μας ήταν ο ασύρματος και ειργάζετο. Πλησιάσαμε και μας είπε ο Αξιωματικός ότι αυτήν την στιγμήν συνάπτονται μάχαι προ των Θερμοπυλών και προς την Άρταν. Η Θράκη και Μακεδονία παραχωρείται στους Βουλγάρους. Ο Βασιλεύς δεν αναγνωρίζει την γενομένην συνθηκολόγησιν κ.τ.λ. Παρ' αυτού έμαθον πολλάς λεπτομερείας δια την εισβολήν των Γερμανών... Μετά είδα ότι είχαν ένα μπαούλο και διένειμον μπλόκ και τετράδια. Πήρα και εγώ ένα. Ο Υποδιοικητής εκάθητο έξωθεν της σκηνής και παρατηρούσε τας φάλαγγας, που περνούσαν. Έξαφνα κατέρχοναι μιας μοτοσυκλέτας δύο Γερμανοί στρατιώται και του καρφώνουν τα πιστόλια τους στον κρόταφον. Επεμβαίνει ο Συνταγματάρχης. Ούτοι ουρλίαζαν. Βρε τι ζητάν; Τι τρέχει; Παρουσιάζεται ένας γερμανομαθής. Ζητούσαν τα πιστόλια, τα κιάλια και τους χάρτας από όλους τους αξιωματικούς. Εφώνησε, λοιπόν, ο Διοικητής άπαντας τους αξιωματικούς δια να δώσουν στους Γερμανούς ό,τι τους ζητούσαν, πολλοί ολίγοι όμως τα έδωσαν. Οι περισσότεροι τα έκρυψαν. Μετά έδειχναν τα όπλα. Τι ζητούν; Δεν πρέπει να έχωμεν όπλα! Έτρεχαν από εδώ, έτρεχαν από εκεί...
Εστενοχωρήθημεν άπαντες, αμέσως όμως διετάχθη εκκίνησις και κατήλθομεν δεξιά της αμαξιτής οδού και τρόπον τινά εκρύφθημεν, δια να μην τους ερεθίζωμεν, δίπλα από τον μεγάλον ποταμόν, που διέρχεται από τα Τρίκαλα. Υπήρχαν πολλά πλατάνια εκεί. Μετά από αρκετήν ώραν έγινε συγκέντρωσις αξιωματικών. Όταν επέστρεψαν, ο Χιονίδης και Ψαρουδάκης άρχισαν να αλλάζουν εσώρουχα κ.τ.λ. Από δίπλα μας ακούω τον Βασίλειον Ταγμακίδην (αυτός, που μας δίδαξε τους όλμους) να μαλώνη και να καλή απάτριδας κάτι άλλους λοχίας. Εν τω μεταξύ έρχεται ο νέος Λοχαγός μας και λέγει: “Παιδιά, να κρύψετε όπου μπορείτε τους όλμους”. Και ούτως, μαζί με τα κανόνια του Κωστάκη, πήγαν και τους άφησαν μέσα στο δάσος. Ο Ψαραδάκης άνοιξε ένα μπαούλο με τα αρχεία του Λόχου και μοίραζε ό,τι είχε εκεί. Εγώ πήρα μόνον μία Καινήν Διαθήκην και τα άπλυτα εσώρρουχα του Χιονίδη και Ψαραδάκη. Πέταξα τις πιο πολλές ψείρες, που είχαν, και τα φύλαξα, διότι που θα εύρισκα να αλλάξω; Άλλωστε είναι και ολομάλλινες ωραίες φανέλες. Έσκισαν ή έκαυσαν όλα τα αρχεία των λόχων, μας έλεγε δε ο Ψαραδάκης ότι θα τον ιδούμε μανάβη στας Αθήνας και από εκεί θα μεταβή εις Κρήτην κ.λ.π. Προτού όμως σημανθή η διάλυσις, ο Λόχος μας εμαγείρευσε μακαρόνια και διένειμαν μπισκότα από μισό πάκο (επίσης θα πρέπει να αναφέρωμεν δια τους αξιωματικούς, με τόσην απώλειαν ζώων πώς κατάφεραν έως την ώραν, που διελύθημεν, όχι μόνον το φαγητόν – κοφτό μακαρόνι – που είχαν, αλλά ήμεθα εις θέσιν να δώσωμεν μάχην). Καθώς επληροφορήθημεν, ένας Μέραρχος μετέβη στην Καλαμπάκα και ερώτησε και παρεπονέθη ότι οι Γερμανοί μας κακομεταχειρίζονται (διότι παρουσιάστηκαν πολλά κρούσματα). Του είπαν ότι πρέπει να διαλυθή ο στρατός και δια τούτο έγινε ό,τι έγινε, δηλ, εδιαλύθη το Σύνταγμά μας, γενικώς ο στρατός. Εκεί είδα να είναι και ο Γεώργιος, εκείνος που μου μετέφερε τον γυλιόν. Ήταν αγνώριστος. Του ζήτησα πληροφορίας δια τον μακαρίτην Νικηφόρον. Δεν τον εγνώριζεν. Ήταν και αυτός του 65 Συντάγματος.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40 (28.10.1940 – 11.6.1941)
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου