Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
7. Η υποχώρηση
Σάββατον Λαζάρου 12 – 4 – 41
Περί την 7ην απογευματινήν, μας φώναξε ο Ταγματάρχης και μας είπε να του αποστείλωμεν έναν στρατιώτην, όπως δια τούτου μας αποστείλη την διαταγήν, δι' ης θα εντελλώμεθα πώς θα αναχωρήσωμεν κ.τ.λ. Έλεγε να αποστείλωμεν αμέσως περίπολον, όπως παραλάβη Αλβανούς με ζώα δια να φορτώσωμεν τα πράγματά μας κ.τ.λ. Να αποστείλωμεν στρατιώτας στον αυχενίσκον να παρακολουθήσουν τον στρατόν, που θα διήρχετο από εκεί, και όταν πλησιάζη να διέλθη το 3ον Τάγμα να το ακολουθήσωμεν, και ότι το Τάγμα μας θα αναχωρήσε τελευταίον. Η ώρα θα είναι 8. Ποίους στρατιώτας να απόστείλωμεν στον αυχένα, που άπαντες ετοιμάζονται; Τρεις πήγαν δια τα ζώα και δύο μετέφερα το τηλέφωνον. Αφού εγώ με τον Καράλην είχαμε κανονίσει τα πράγματά μας, μετέβημεν μαζί με ένα στρατιώτην στον αυχενίσκον. Μόλις ανακοινώθη ότι θα αναχωρήσωμεν, φύσηξε ένας βίαιος και παγερός βοριάς και διέλυσε την ομίχλην και τα σύννεφα. Η σελήνη είναι πανσέληνονς και φέγγει πολύ. Κρυώναμε πολύ και δια τούτο τρέχαμε δια να διατηρώμεν θερμά τα ποδάρια μας. Οι Ιταλοί μας διέκριναν από το μέρος της Γράμποβας και μας έρριξαν μερικάς ριπάς πολυβόλου, οι σφαίρες σφύριξαν άνωθέν μας και ολίγον πιο πέρα ηκούσθη, που έπεσαν μέσα στα χιόνια. Αρχίσαμε αν φοβώμεθα, διότι με αυτή την αστροφεγγιά και τα κάτασπρα χιόνια ενδέχεται να ιδούν οι Ιταλοί, οπότε ποιος θα κατορθώση να διέλθη εκ του8 περιφήμου αυχένος;
Ευτυχώς όμως, ως θα ίδωμεν πιο κάτου, ότι κοιμώνταν ύπνον βαθύν. Άρχισαν, λοιπόν, να διέρχωνται στρατιώται, πυροβολικόν, τραυματίαι, ζώα κ.τ.λ. Όταν άρχισε να περνά το
3ον Τάγμα, αποστείλαμεν τον στρατιώτην να ειδοποιήση τον Ανθυπασπιστήν μας. Εκάστου τάγματος θα προπορεύώνται οι όλμοι. Μόλις διήλθον οι όλμοι του 3ου Τάγματος, αναχωρήσαμε εκ του αυχενίσκου και πορευόμεθα προς τα αντίσκηνά μας. Σε ένα μερός το χιόνι μας έφτανε έως την μέσην (διότι το συγκέντρωσε τόσο πολύ ο άνεμος). Οι Ιταλοί μας έρριξαν δύο – τρεις ριπές πολυβόλου, διότι βαδίζαμε στην κορυφογραμμή και μας είδαν, αλλά ευτυχώς πέρασαν πάλε πολύ υψηλά. Μόλις φτάσαμε, οι άλλοι ξεκινούσαν. Είχαν φτάσει τα ζώα από ένα μονοπάτι και δια τούτο δεν τα είδαμε εμείς. Εάν δεν πηγαίναμε μόνοι μας, θα αναχωρούσαν χωρίς να τους αντιληφθώμεν. Φασαρίες, τρεχάματα! ... Είχαν αφήσει και ένα κιβώτιον πυρομαχικά. Τα αντίσκηνά μας τα αφήσαμε, διότι δεν μπορούσαμε να τα ξεκουμπώσωμεν από τον πάγον. Με πολλά βάσανα κατώρθωσα και έβαλα σε ένα ζώον το σακκίδιόν μου και την μάσκαν μου και μετέφερα μόνον τον γυλιόν μου. Αναχωρήσαμε, κατήλθομεν στον δρόμον και δεν αναμέναμε να τελειώση το 3ον
Τάγμα, αλλά ανακατευθήκαμεν και βαδίζαμε. Πιο κάτου σταμάτησα και διώρθωσα τον όλμον, διότι δεν τον είχα φορτώσει καλά. Ολίγον πιο κάτου αναγκάσθηκα και τον ξεξορτώσαμε και τον κανονίσαμε κανονικά. Μόλις περνούσαμε από την Σεντεπρέντια, άρχισαν και έρριχναν οι Ιταλοί στον αυχένα.
Το τάγμα μας, επειδή δεν είχε ζώα, αναγκάστηκε και πήρε αρκετά ζώα αλβανικά, μαζί με τους ιδιοκτήτας Αλβανούς. Εις ημάς έστειλε έξη – επτά ζώα. Ο Αλβανός του ζώου, που μετέφερε τον όλμον μου, όταν ήκουσε να βάζουν οι Ιταλοί στον αυχένα, επροσποιήθη ότι τον έπιασε πονόκοιλος και έπιπτε κάτω. Μετά από πολλήν ταλαιπωρίαν αναγκάσθημεν και τον αφήσαμε και συνωδεύαμε μόνοι μας το ζώον. Είπα στον λοχίαν Καράλην να αναθέσωμεν σε έναν στρατιώτην μας να οδηγή το ζώον κ.τ.λ., αυτός όμως θύμωσε και μου λέγει πάντοτε θα είμαι ιδιότροπος και θα ιδώ τι ωραία που θα υπάγη το ζώον. Προχωρώντας συνηντήθην με τον ταγματάρχην Παράσχον. “- Τι νέα, ρε γυαλάκια; - Με ειρωνεύεσαι, κύριε Ταγματάρχα; - Έλα κοντά να σου ειπώ εγώ νέα. Η Τουρκία και Ρωσία βγήκαν στον Πόλεμον κατά της Γερμανίας. Οι Σέρβοι κατέλαβον το Δυρράχιον – Τότε, αφού διαδραματίζονται τοιαύτα γεγονότα, διατί φεύγομεν από εδώ; - Μας πιέζουν οι Γερμανοί .....
”. Στην άκρην του χωριού και όταν θα αρχίζαμε να κατερχώμεθα τον αυχένα, σταματήσαμε ολίγον. Οι Ιταλοί έρριχναν. Παρακαλούσα με θέρμην τον Θεόν μας ή εν ακαρεί ή καθόλου. Πού να τραυματισθής και πέσης μέσα σε αυτά τα χιόνια; Σε μερικάς τοποθεσίας υπερέβαινον το μέτρον στο πάχος. Ανερχόμενοι άρχισαν να πίπτουν κάτου τα ζώα. Τα έσυραν ολίγον έξω από το μοναδικόν μονοπάτι και περνούσαν ο άλλος στρατός. Στην Γράμποβαν και κομμένον βράχον κτυπούσαν τα πολυβόλα μας, με νευρικότηα όμως. Της Γράμποβας όμως σταμάτησε. Το φεγγάρι ολοστρόγγυλο. Στα μισά του αυχένος κρημνίζεται ένα ζώον με πυρομαχικά μας. Προσπαθήσαμε να το σηκώσωμεν, μα αυτό κόλλησε μέσα στα χιόνια. Το ζώον με τον όλμον προχωρούσε μόνο του. Λέγω: Δεν προχωρώ να παρακολουθήσω το ζώον; Μόλις βάδισα περί τα δέκα βήματα, σκάζει μια οβίς περί τα 50 – 70 μέτρα πιο εμπρός μας. Μόλις εσηκώθην και επροχωρούσα ακούω και κάνει “ξτουου”. Έπεσε οβίδα εις απόστασιν δέκα μέτρων και δεν έσκαζε; Όλοι κάναμε τον στραυρόν μας και εδοξάσαμε τον Θεόν. Ολίγον πιο επάνω είχε γύρει το ζώον, το είχαν παραμερίσει και περνούσαν ο άλλος κόσμος. Προσευχόμην και άρχισα να το ξεφορτώνω. Αν είναι να έρθη καμιά, ας έρθη. Ευτυχώς όμως αυτή είναι η τελευταία, δεν έρριξαν άλλη. Τα σχοινιά είχαν παγώσει, δεν ήξευρα τι να ενεργήσω. Δια της υπομονής το σήκωσα. Τα χέρια μου κολούσαν στον όλμον, όταν τον έγγιζα. Ήλθε και ο Καράλης. Τότε τον αρχινώ στις φωνές: “Το βλέπεις ότι δεν είμαι κοιμισμένο σκουλίκι, παρά είμαι προνοητικός κ.τ.λ.” Μηλιά αυτός. Φορτώσαμε και προχωρώντας είδαμε δυο κιβώτια πεταμένα, δικά μας. Φτάσαμε στην κορυφήν. Εκεί είχε πέσε ένα αλβανικό ζώον με τα πράγματα του Καράλη και πήγε εκεί και δεν εσηκώνετο. Εγώ κατήλθον όπισθεν του αυχένος (δεν είχε πλέον άμεσον φόβον). Εδώ, όταν ανερχώμεθα τον Μάρτιον, ο δρόμος ήταν ανώμαλος, τώρα δε έχει διορθωθή και είναι σαν αμαξιτός. Εκεί βρήκα δύο στρατιώτας μας και φιλονικούσαν δια να φορτώσουν ένα ζώον με πυρομαχικά, το οποίον είχε εγκαταλείψει ο Αλβανός. Ολίγον πιο κάτου βρήκα τον Ταγματάρχην μας μαζί με τον Υποδιοικητήν και άλλους αξιωματικούς. Μου λέγει ο Ταγματάρχης: “Πού είναι ο Λόχος;” Του λέγω ότι αυτός πρέπει να μου είπη πού είναι. Ο Λόχος μας είχε προχωρήσει. Ακόμα και ο λοχίας Καράλης έφυγε, χωρίς να τον εννοήσω, ήμουν δε με τέσσερες στρατιώτας ιδικούς μας. Εννοείται ότι στρατός διέβαινε ακαταπαύστως. Μας είπε ο Ταγματάρχης να αναμένωμεν εκεί και θα μας κανόνιζε. Τον έναν στρατιώτην, ονόματι Παντελήν Χρυσοχόον, εξ Αθηνών, τον πόνεσε το χέρι του από το κρύο και έκλαιγε. Το τρίψαμε και του έδωσα ένα γάντι και τον έδιωξα με έναν άλλο μαζί (αργότερα έμαθον ότι ο στρατιώτης αυτός, τον πονούσουν οι ελιές του, και παρέμεινε εις το νοσοκομείον της Κορυτσάς και ήδη λέγουν ότι ευρίσκεται αιχμάλωτος στην Ρώμην). Ανέμενον, λοιπόν, με δύο στρατιώτας. Κάθε πέντε λεπτά αλλάζαμε το να βαστάμε το ζώον, διότι παγώναμε. Τα παγούρια μας ήταν παγωμένα, στα μουστάκια μας κρέμονταν κρύσταλλα. Στο κάτου μέρος του μπαστουνιού μου είχε δημιουργηθή ένα παγωμένο στρογγύλο πράγμα από χιόνι, σαν ένα πορτοκάλι. Ομοίως στα κορδόνια των υποδημάτων μου ήταν στις άκρες στρογγύλος όγκος, ωσάν μεγάλα καρύδια. Σε ένα κατωφερές μέρος, από τον πάγον έπιπτον στρατιώτες και ζώα. Έπεσε και εκείνο, που είχε τα πυρομαχικά μας, και παρ' ολίγον να κτυπήση πολύ τον στρατιώτην. Να το φορτώσωμεν; Διν μπορούσαμε μόνοι μας, άλλος τινάς δεν μας βοηθούσε, και δια τούτο το αφήσαμε εκεί, αφού κυλήσαμε τα πυρομαχικά κάτω. Επί αρκετήν ώραν παρέμειναν εκεί και υπεδείκνυα στους διερχομένους να βαδίζουν στην
κατωφέρεια αριστερά για να μην πέσουν εις ένα γκρεμόν, διότι γλυστρούσαν. Αναμένοντας τον Λόχον μου εδέησε και έφυγα με τους τελευταίους. Κατερχόμενος προς το Κόπεσι το ζώον το ωδηγούσα μόνος μου και με πολλή προσοχήν, διότι γλιστρούσε. Κατώρθωσα να τους φτάσω μαζί με τον Κλαριδόπουλον και Μιχαήλ. Έξωθεν του Κόπεσι είχαν συναθροιστή κατά τάγματα ο στρατός και μας ανέμενον. Είχαν στενοχωρηθή, που δεν είχαμε φτάσει και είχε έλθει εις αναζήτισίν μας ο Καράλης με άλλα παιδιά. Μόλις έφτασα, πρώτη μου λέξη ήταν: “Τί γίνεται ο Λεόντιος;”. Ούτος είχε αδημονίσει, διότι εβράδυνα. Τους εδιηγήθην τας περιπετείας μου και παρέλαβον το ζώον με τον όλμον και το ανέθεσαν, να το οδηγούν, σε δύο στρατιώτας, τον Βασιλείου και τον Ρούσσον.
Κυριακή των Βαΐων 13 – 4 – 41
Ξεκινήσαμε με κατεύθυνσιν προς Μογλίτσαν. Προτού φθάσωμεν στο χωριό, άρχισε να φέγγη. Διαβαίνοντας μίαν μικράν ανωφέρειαν, η οποία ήταν ωσάν γιαλί από το χιόνι, άρχισαν να πίπτουν τα ζώα, μερικά κρημνίστηκαν στους βράχους. Εγώ ευρέθην όπισθεν ενός ζώου με όλμον και εβοήθησα και το φορτώσαμε. Διότι δεν είχε πέταλα το ζώον, ώσπου να φτάσωμε στην κορυφήν του χωρίου, το φορτώσαμε πέντε φορές. Στη κορυφήν και δίπλα από μίαν βρύσην, βρίσκω τον στρατιώτην Βασιλείου να κλαίη, μη γνωρίζοντας τι να πράξη, διότι του έπεσε το ζώον και ήταν μόνος του. Του συνέστησα υπομονήνκαι με ηρεμίαν φορτώσαμε και με μεγάλην προσοχήν βαδίζαμε, βαστώντας τα ζώα από τα σάγματα δια να μη γέρνουν. Όταν είδα τον Βασιλείου σε αυτά τα χάλια, εφοβήθην, διότι όπισθέν μας δεν έβλεπα πολύν στρατόν. Προτού εξέλθωμεν του χωρίου Μογλίτσα, βρήκα τον Καράλην, ο οποίος είχε παραμείνει δια να φορτώσουν το ζώον, που έπεσε στους βράχους. Μου είπε ότι άφησαν τις γαλέτες και κάτι τυριά, που είχαμε για εφεδρικές τροφές. Ομοίως είδα να επιστρέφη και ο Λεόντιος, όπως παραλάβη κάτι τηλέφωνα, που είχον πέσει εκεί στους γκρεμούς. Το ζώον με τον Αλβανόν και τον όλμον το πήρε ο Καράλης, διότι εγώ υπέφερα πολύ, πονούσε το στομάχι μου. Να φορτώσω έξη – επτά φορές τον όλμον και να μην φοράω την ζώνην του στομάχου! Υπέφερα πολύ. Μόλις αφίχθημεν εις ένα ύψωμα, συνηντήθην με τον υπολοχαγόν Παναγουλάκην και ξαπλώσαμε να ξεκουράσωμεν ολίγον. Μόλις καθήσαμε, πίπτει εμπρός μου ένα ζώον με όλμον του Λόχου μας, αλλά το φόρτωσαν οι στρατιώται, που ωδηγούσαν το ζώον. Από το ύψωμα αυτό, βλέπαμε να έρχεται πολύς στρατός ακόμα και από όπισθεν του Κόπεσι. Άρχισαν όμως και έρριχναν με βαρύ πυροβολικόν οι Ιταλοί στον δρόμον ανάμεσα Κόπεσι
– Μογλίτσα. Έπιπτον ευτυχώς όμως μακριά πολύ του δρόμου και δεν ήταν όπισθεν ο Λεόντιος μήπως πάθη τίποτα. Το βαρύ αυτό εσχάτως το είχαν φέρει κοντά στο Τομόρι και δια τούτο έφτανε έως την Μογλίτσαν. Όταν όμως ήμεθα εμείς στην Μογλίτσαν, δεν μαν έρριχναν. Με τον Παναγουλάκην είπαμε πολλά. Οι κοιμισμένοι οι Ιταλοί, εάν πρόσεχαν την νύκτα, που περνούσαμε από τον αυχένα, θα μας έβλεπαν και, εάν έκανα πυρά φραγμού, αλλοίμονό μας, ποιος θα γλύτωνε; Όπως γνωρίζομεν, μόνον ένας δρόμος υπάρχει εκεί. Το ίδιον συμβαίνει και αυτήν την στιγμήν (είναι ημέρα πλέον). Ρίχνουν τις κανονισμένες τους βολές, δεν βλέπουςν ότι διαβαίνει τόσος στρατός. Για κάθε ενδεχόμενον λέγω, ας φύγω μήπως και κάνουν λάθος και έρθη καμιά κατά εδώ. Κατήλθομεν της περιβοήτου χαράδρας και κατωφέρειας. Στου Νικολάρα είχε μείνει ο Καράλης και έλεγε οι του 2ου Τάγματος θα βαδίσωμεν αριστερά. Υποθέτω να έγινε αυτός ο χωρισμός δια να μην είναι όλο το Σύνταγμα μαζί και δίδει στόχον στα αεροπλάνα. Δια τούτο κατήλθομεν στον αμαξιτόν δρόμον, ολίγον πιο πέρα από τον Εφοδιασμόν του Νικολάρα και πλησίον προς τον της Ποψίστας. Εξερχόμενοι του χωρίου Νικολάρα και περνώντας από την βρύσιν, είδαμε μίαν γερόντισσαν Αλβανέζα να κλαίη, διότι φεύγομεν. Μόλις προχωρήσαμε πιο κάτου, ήλθαν δύο αεροπλάνα (ιταλικά). Προφανώς θα ήταν ανιχνευτικά. Προτού κατέλθωμεν στον αμαξιτόν δρόμον, βρήκαμε τον Λόχον μας και είχαν ξεφορτώσει τα ζώα δια να ξεκουράσουν ολίγον. Θα παραμείναμε εκεί ως το τέταρτον της ώρας, ήλθε δε και ο Λεόντιος με τα τηλέφωνα. Ώσπου να φορτώσουν τα ζώα, τρεις φορές εκρύφθημεν στο παρακείμενον δάσος, διότι ήρχοντο αεροπλάνα. Ομοίως, ώσπου να κατέλθωμεν του δρόμου, τρεις – τέσσερες φορές εκρύφθημεν. Έρριξαν και μερικές βόμβες, αλλά έπεσαν στον ποταμόν. Τι ώρα αφίχθημεν στον αμαξιτόν δρόμον δεν ξεύρω. Από τον αυχένα μας έως εδώ θα είναι 6 – 7 ώρες δρόμος. Εμείς βαδίζαμε να τον διανύσωμεν από τας 9 το εσπέρας έως
αυτήν την ώραν, πιθανόν να ήταν 9 – 10 π.μ. Στον δρόμον αυτόν βαδίζαμε έως το ηλιοβασίλεμα. Θα πέρασαν και είκοσι φορές αεροπλάνα άνωθέν μας, χωρίς όμως να μας προξενηθή καμιά ζημιά. Προ του Εφοδιασμού της Ποψίστας περάσαμε μια γέφυρα, μικρού παραποτάμου του Δεβόλη και είδα να έχουν δυναμίτη έτοιμον δια να την ανατινάξουν. Εδώ άρχισα να πιστεύω ότι οπισθοχωρούμε. Στον Εφοδιασμόν υπήρχαν σφαίρες πολλές και στενοχωρήθην πολύ, πολλά σκαπανικά εργαλεία, ακόμα και σέλες. Υπήρχαν στις παράγκες και ντενεκές με μπισκότα και μας τα διένειμον, πήρα μερικά και εγώ. Διερχόμενοι της τοποθεσίας, που εχωρίσθημεν με τον Νικηφόρον, έκλαυσα πολύ. Ολίγον πιο κάτου κρημνίζεται ένα ζώον με τον όλμον, παρουσία του Λοχαγού. Τι να κάνω; Το φόρτωσα μόνος μου και γέμωσα λάσπες, διότι έπεσε σε κάτι λάσπες. Ο Αλβανός δεν βοηθούσε καθόλου. Έως εδώ ο Λόχος μας είχε χάσει μερικά κιβώτια πυρομαχικών, κάτι καλύμματα των όλμων και μερικά σκαπανικά. Αρχίσαμε να διερχώμεθα πλέον τον περιβγότον Δεβόλην με τα φαράγγια του. Ο Λεόντιος τον γυλιόν του τού τον εφόρτωσα σε ζώον και δια τούτο με βοηθούσε. Εγώ μόνον τον γυλιόν μου είχα. Προχωρούσαμε. Εκαθήμεθα ολίγον και δρόμο. Κανονική στάσις δεν έγινε καμμία. Αρχίσαμε και υποφέραμε πολύ. Ιππικό έμενε όπισθέν μας δια να ανατινάξη τας γέφυρας. Είχαν εντολήν να τας χαλάσουν στας 3 η ώρα μ.μ., αλλά ελυπούντο τους συναδέλφους και τας ανατίναξαν στας 4. Αργότερα μου είπε ο Ιερεύς ότι έμειναν όπισθεν αρκετός στρατός δικός μας και ασφαλώς θα συνελήφθην αιχμάλωτοι. Δεν με στενοχωρούσε τόσον η κούρασις, όσο που έβλεπα ερριγμένα τήδε κακείσε κράνη, πυρομαχικά, γυλιούς – μάλιστα αδειασμένους – και τους είχαν αφήσει ωσάν να διεμαρτύροντο. Δεν τους πετούσαν τουλάχιστον να μην τους εύρουν οι Ιταλοί και θα είπουν ότι οπισθοχωρήσαμε ατάκτως. Όταν με αντίκρυσε στο Κόπεσι ο Χιονίδης, η πρώτη του λέξις ήταν “Ο Θεός δεν μας ευνοεί και θα υποφέρωμεν”. Την ωνομάσαμε: “Εβδομάς των Παθών του Ελληνικού Στρατού”. Ήμεθα σύμφωνοι. Όταν κατήλθομενον στον αμαξιτόην δρόμον, δεν υπήρχαν πάγος και κρύο. Κατά διαστήματα ηκούοντο κρότοι χειροβομβίδων και όπλων. Τα έρριχναν οι φαντάροι για γούστο. Τα φαράγγια του Δεβόλη ήταν ατελείωτα. Περνούσαμε ημέρα και τα βλέπαμε. Μόλις τα τελειώσαμε, ήταν ένα χωριό και καθήσαμε ολίγον. Εκεί μου πήρε τον γυλιόν ένας συνάδελφος και τον φόρτωσε σε ζώον. Προχωρώντας κατά το ηλιοβασίλεμα και εις τοποθεσίαν απέχουσαν της Κορυτσάς ίσως έξη – επτά ώρες διάστημα, είχε σταματήσει ο Ταγματάρχης μας και είπε οι του 2ου Τάγματος να παραμείνωμεν εκεί. Ο Επιλοχίας μας, ο Βασιλείου με τον δικόν μου όλμον, με τον στρατιώτην, που είχε τον γυλιόν μου και μερικοί άλλοι είχαν προχωρήσει και δεν ήκουσαν τον Ταγματάρχην. Εσυντάχθημεν, μα έλειπον πολλοί εκ του Λόχου μας. Ώσπου να ξεκινήσωμεν, εβράδυασε. Ολίγον πιο κάτου, άρχισε να κτυπά το κανονίδι και εστενοχωρήθην ολίγον. Λέγω: “Ακόμα δεν έφυγα από την πρώτην γραμμήν και έχομεν τα ίδια;” Αι φήμαι ωργίαζαν. Άλλοι έλεγον ότι οι Ιταλοί κοντεύουν να μας κυκλώσουν από την γραμμήν Πόγραδετς. Άλλοι ότι έπαθε πανωλεθρία η 9η Μεραρχία. Άλλοι ότι οι Γερμανοί ευρίσκονται στην Κορυτσάν κ.τ.λ. Τα κανόνια, που κτυπούσαν, ήταν δικά μας, επάνω δε στα υψώματα είχαν ανάψει φωτιές δια να νομίσουν (εάν έλθουν) οι Ιταλοί, ότι είναι στρατός. Εν τω μεταξύ άρχισε να καταφτάνη η 9η Μεραρχία και σταματήσαμε σε ένα μέρος. Χάρη στους φακούς, που είχαμε, είδαμε τους Αλβανούς, που είχαμε μαζί, να έχουν ξεφορτώσει τα ζώα τους και να διαλέγουν ό,τι καλύτερον να το έπαιρναν. Το τι εδημιουργήθηκε δεν δύναμαι να περιγράφω. Για μια στιγμή γέμισε ο τόπος από πράγματα, γυλιούς γεμάτους αποσκευές αξιωματικών κ.λ.π., ακόμα και από πολυβόλα. Ως αντελήφθην όμως, συνέβη το εξής: Η προπαγάνδα διέδωσε ότι διέταξαν να πετάξωμεν τα πράγματά μας δια να φύγωμεν πιο γρήγορα, και οι περισσότεροι άνδρες τα πέταξαν. Δεν ήμεθα όμως μόνον το 68 Σύνταγμα. Ήταν στρατός της 9ης και 13ης, ακόμα και της 11ης Μεραρχίας. Σωστόν πανδαιμόνιον. Δεν δύναμαι να τα περιγράψω. Άλλωστε δεν είμαι κανείς στρατηγός να ξεύρω τι ακριβώς έγινε. Επωξελούμενοι αυτής της καταστάσεως, οι Αλβανοί πήγαν να φύγουν. Με φοβέρες τους συγκρατήσαμε, φορτώσαμε και τους είχαμε στο μέσον και βαδίζαμε. Το κανόνι κτυπούσε αρκετά. Στους πρόποδας ενός βουνού με όλον τον σκότος διέκρινα μνήματα πολλά, δεν γνωρίζω όμως αν είναι δικά μας ή ιταλικά. Το βουνό αυτό νόμισα ότι είναι ο Μοράβας και ότι παρεκάμψαμε την Κορυτσάν. Δυστυχώς όμως φτάσαμε στο “Λασποχώρι” και προσανατολίσθην!! Φευ, η Κορυτσά είναι ακόμα πολύ μακριά. Αρχίσαμε να διακρίνωμεν ένα πελώριον φως. Ήταν στην Κορυτσάν. Άνωθεν αυτής διεκρίνετο το συγκρότημα. Κάτι έκαιον εκεί οι δικοί μας. Τι γινόταν αδύνατον να τα περιγράψω. Παρακολούθησα τον Λόχον μου αρκετά, αλλά αδυνατούσα να βαδίζω και παρέμεινα. Έμεινε και ο Λεόντιος και μερικοί άλλοι.
Κάθε ολίγον καθόμαστε και ξεκινούσαμε. Φτάσαμε στην Κορυτσάν. Ίσως κοιμηθούμε ολίγον. Βρίσκουμε τον Λόχον. Μόλις πέσαμε σε κάτι πεζοδρόμια, αμέσως διαταγή να φύγωμεν. Διήλθομεν μέσω της πόλεως. Η φωτιά, που βλέπαμε από μακριά, ήταν σε ένα δημόσιον κτήριον. Περάσαμε από μίαν ωραίαν πλατείαν με ωραίες βρύσεις. Διψούσαμε, μα δεν είχαν νερό. Προχωρώντας φτάσαμε στους στρατώνας. Ίσως παραμείνωμεν ολίγον! Φευ! Διαταγή να προχωρήσωμε προς τα δεξιά. Πώς κατωρθώσαμε και βγήκαμε από αυτόν τον κόσμον, διότι ήταν χιλιάδες στρατός και ζώα!...
Ο Λοχαγός μας μου είπε ότι ολίγον πιο πέρα θα καθήσωμεν. Θα ακολούθησα επί μια ώρα τον Λόχον μου, κατόπιν τον έχασα. Προσπαθούσα να διακρίνω τινά γνωστόν, τίποτα. Σε ένα μέρος υπήρχε διασταύρωσις. Και στους δύο δρόμους πήγαινε στρατός. Ποια οδόν να ακολουθήσω; Κατόπιν ολίγης προσευχής, ηκολούθησα την αριστεράν. Έπιπτα να ξεκουράσω ολίγον και ξεκινούσα. Τήδε κακείσε της οδού είχαν πέσει φαντάροι και εκοιμώντο. Προχωρώντας άρχισα να κοιμάμαι βαδίζοντας. Θα είδα πέντε – έξη όνειρα. Σε ένα μέρος ήκουσα την φωνήν του στρατιώτου Βασιλείου και ενόμισα ότι κοντά εδώ θα είναι και ο Λόχος μου. Συναντώμαι με τον Βασιλείου και δυστυχώς και ούτος ζητούσε τον Λόχον. “- Πού είναι, του λέγω, το ζώον με τον όλμον; - Το έχει ο Επιλοχίας”. Του είπα ότι ο Λόχος μας θα είναι πιο εμπρός, όταν δε τον συναντήση να ειπή του Λεοντίου να φωνάζη δια να τους εύρω και εγώ. Ταυτοχρόνως τον έποιασα δια να διαπιστώσω εάν είναι όνειρον ή πραγματικότης. “- Βρε, τι έπαθες; - Βλέπω όνειρα, δια τούτο σε πιάνω”, καθ' ότι και τα όνειρα, που έβλεπον ήταν τοιαύτης φύσεως, ότι βρήκα τον Λόχον, ότι συζήτησα με τον Λοχαγόν κ.τ.λ. Εχωρίσθημεν. Προχωρούσα. Ρωτούσα τους συνοδοιπόρους. Ήταν από διάφορα συντάγματα. Βρήκα μερικούς του Τάγματός μου και ολίγον πατριώτας μου και προχωρούσα μαζί. Αμφέβαλλα εάν ήταν πραγματικότης. Εθαύμασα αυτούς του Πυροβολικού, που έτρεχαν πολύ. Βαθειά άρχισα να ακούω “Αλεξόπουλεεε.....”, σαν “Παπαλεξόπουλεε” μου φαινότανε, μου εφαίνετο ότι άλλον φώναζαν. Ήταν ο Βασιλείου, ένας δεκανέας και τέσσερα – πέντε άλλα παιδιά του Λόχου. “Τι γίνεται; Δεν βρέθη ο Λόχος;” - Όχι – Τι θα γίνη;”. Άλλοι έλεγον να προχωρήσωμεν, άλλοι να παραμείνωμεν εκεί, διότι υπήρχον δένδρα, ο δεκανεύς είχε πληροφορίας ότι το Τάγμα μας θα ακολουθούσε τον δεξιόν δρόμον της διασταυρώσεως. Εγώ του είπα ότι δεν δύναμαι να προχωρήσω, διότι έρχονται στιγμαί και βρίσκομαι σαν σε αφασία. Όθεν θα παραμείνωμεν και ξεκουράσωμεν και βλέπουμε τι ο Θεός θα οικονομήση. Ώσπου όμως να αποφασίσωμεν κ.τ.λ., ακούμε την φωνήν του Λοχαγού μας. Χαρά! Ήταν μαζί και ο Λεόντιος. Αποφασίζει και ούτος να παραμείνωμεν ολίγον. Ο Χιονίδης, Ζαχαριάδης, Λεόντιος κ.λ.π., το έρριξαν στον ύπνον. Εγώ εβοήθησα και ξεφορτώσαμε τα ζώα. Μετέβη κάπου εκεί πλησίον ο Λοχαγός και επληροφορήθη ότι πρέπει να φύγωμεν σύντομα. “Φορτώστε” φωνάζει. Του λέγω ότι “αδυνατώ”. Άρχισε να φωνάζη. “Αυτό είναι η αμοιβή;” του λέγω και πήγα πιο επάνω και ετυλίχθην με τας δύο κουβέρτας, που έφερα μαζί μου, από εκεί, που ήταν ο δρόμος γεμάτος πράγματα. Εκοιμήθην, όταν δε ξύπνησα, μόλις είχε κατορθώσει ο Λοχαγός να φορτωθούν τα πράγματα. Δηλαδή υπολογίζω να εκοιμήθην περί τα 25 – 30 λεπτά. Δίδω μίαν κουβέρταν στον Αλβανόν, που είχε τον όλμον, αυτόν που φόρτωσα πολλάκις. Ούτος ήταν πολύ θυμωμένος, διότι τον έδειρε ένας στρατιώτης και, καθώς φόρτωνε, μου λέγει αλβανικά: “Όμως θέλατε να υπάγετε και στο Ελμπασάν...” Ήταν πολύ αγριεμένος και κατάμαυρος από τον θυμόν του. Με μεγάλον κόπον ξύπνησα τον Λεόντιον κ.λ.π. Δεν ήθελαν να σηκωθούν. Επιστρέφοντας εκεί που ήτον τα ζώα, βλέπω ότι απουσίαζε ο Αλβανός με τον όλμον. Φωνάζω. Τρέχω από εδώ, από εκεί. Τίποτα. Ο δρόμος ήταν δίπλα μας και εξακολουθούσε να διαβαίνη πολύς στρατός. Ενομίσαμε ότι θα ανακατεύθη με αυτούς και θα έφυγε. Εγώ χάλασα τον κόσμον να τον εύρω, μα τίποτα.
Μεγάλη Δευτέρα 14 – 4 – 41
Όταν αναχωρήσαμε από την τοποθεσίαν εκείνην, είχε σχεδόν ανατείλει ο ήλιος. Υπήρχε και χωρίον κοντά εκεί, ήμεθα δε στους πρόποδας ενός όρους του συγκροτήματος ορέων του Μοράβα. Έπρεπε να βαδίσωμεν δεξιά να μεταβώμεν σε ένα χωρίον. Βαδίζοντας και διαβαίνοντες από κάτι στενωπούς και ποτάμια, αφίχθημεν στον αμαξιτόν δρόμον Κορυτσάς – Ιωαννίνων. Προτού αφιχθώμεν στον δρόμον, τρεις – τέσσερες φορές ήλθαν αεροπλάνα. Προχωρήσαμεν ολίγον και
εσταθμεύσαμεν. Έγινε προσκλητήριον και από τους ογδόντα άνδρες που είχε ο λόχος, δεν ήμεθα παρόντες ούτε οι τριανταοκτώ. Οι άλλοι είχαν χαθή, διότη ηκολούθησαν τον άλλον στρατόν. Εάν χωρίζαμε εδώ με τον Λεόντιον, θα συναντώμεθα ή στας Αθήνας ή στην Πάρον. Ο Επιλοχίας μας με τον όλμον του εχάθη, ηκολούθησε το Πυροβολικόν. Όλμους είχαμε μόνον δύο, οι άλλοι δύο λείπουν. Από αυτήν την οδόν δεν διέρχεται συντεταγμένος στρατός, πλην ημών και μερικών περιπλανωμένων στρατιωτών. Την νύκτα έχασα την ζωστήρα μου και το κασχόλ μου. Τον γυλιόν μου και σακκίδιόν μου τα πέταξαν. Είχα στον γυλιόν μου αρκετά εσώρουχα, πέντε – έξη ζεύγη καλτσών, έως δέκα καλές φωτογραφίες μου και πολλές άλλες, Καινή Διαθήκη, Ψαλτηράκι, ένα μικρό σταμπόλ και πενήντα περίπου μικρές εικόνες, την ζάχαριν (μία και ήμιση οκά) και πολλά άλλα μικροπράγματα. Από εκεί, που φύγαμε το πρωί, έως το χωριό, που θα μεταβαίναμε, θα είναι διάστημα δύο ωρών, από δε της Κορυτσάς ίσως να είναι τέσσερες – πέντε ώρες. Προτού εισέλθωμεν στο χωριό, παρέμεινα και εκοιμήθημεν περί την ώραν με τον Χιονίδην και Ζαχαριάδην. Ο ύπνος ήταν πολύ γλυκός. Αναχωρήσαμε, ως είναι γνωστόν, στις 9 μ.μ., του Σαββάτου, όλην την νύκτα και την ημέραν της Κυριακής και την νύκτα προς την Δευτέρα εβαδίζαμε, ώσπου εσταματήσαμε κατά τας 6 π.μ., της Δευτέρας στο δασύλλιον και εκοιμήθην τα 25 λεπτά. Δηλαδή εβαδίζαμε συνεχώς σχεδόν 34 ώρες. Ευτυχώς όμως ότι ο Λεόντιος είχε ψωμί και τρώγαμε. Υπολογίζω ως έγγιστα να είναι από τον αυχενίσκον μας έως την Κορυτσάν διάστημα 16 – 18 ωρών. Από τον δρόμον των Ιωαννίνων – Κορυτσάς εκλίναμεν αριστερά. Το χωρίον είναι στους πρόποδας του Μοράβα. Ο Λοχαγός μας με τον Χιονίδην εκανόνιζον να ετοιμάσουν αναφοράν προς το Σύνταγμα δια την κλοπήν του όλμου παρά του Αλβανού.
Καθώς εισερχόμην στο χωρίον, βλέπω και κατήρχετο ο Αλβανός, που είχε κλέψει τον όλμον, χωρίς όμως τούτον. Αμέσως άρπαξα ένα όπλον και το γέμισα. Ούτος όμως έτρεξε και ήλθε κοντά μου και με διερμηνέα άρχισε να δικαιολογείται κ.τ.λ. Είπε να του δίδαμε έναν στρατιώτην μαζί και θα μας εκόμιζε τον όλμον. Τον παρέδωσα του Λοχαγού, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε αναφέρει στον Ταγματάρχην. Στο χωρίον παρευρίσκετο σχεδόν όλο το Σύνταγμα μας. Παραμείναμε εκεί έως τας 3 μ.μ., οπότε διετάχθημεν και αναχωρήσαμε δια να λάβωμεν θέσεις μάχης σε κάτι υψώματα του Μοράβα. Οι κάτοικοι του χωρίου μου φαίνεται ότι είναι χριστιανοί, διότι έχουν εκκλησίαν και ιερέα. Αναχωρώντας συνήντησα τον Ταγματάρχην και του αναφέρω τα του Αλβανού κ.τ.λ., είχε όμως αναχωρήσει και με είδε ο Συνταγματάρχης. “- Πώς εδώ; - Ζητώ τον Ταγματάρχην. - Έχει μεταβή στα βουνά επάνω. Ο Ψαραδάκης δεν ανεχώρησε ακόμα;” Του λέγω: “Έφυγε. - Εσύ πως παρέμεινες; - Έχω, ως βλέπεις, εντολήν”. Μου λέγει να σπεύσω να συναντήσω τον Λόχον μου, διότι ενδέχεται να τιμωρηθώ, καθ' ότι υπάρχει νόμος να τυφεκίζωνται οι βραδυπορούντες κ.τ.λ. Υπέφερα ώσπου να βρω τον δρόμον, που ηκολούθησε ο Λόχος μου. Κατά τας 6 μ.μ., φτάσαμε εκεί που θα παραμέναμε, αφού προηγουμένως διήλθομεν από κακοτοπιές και υποφέραμε πολύ. Δεκάκις θα υπεχρεώθημεν να φορτώσωμεν τα ζώα, που έπιπτον κάτου. Η τοποθεσία αύτη είναι όπισθεν ενός υψηλού βουνού, έχει απυρόβλητον και είναι πολύ καλά. Ετοιμάσαμε δύο ολμοβολεία και κανονίσαμε τα στοιχεία βολής. Εν περιπτώσει επιθέσεως των Ιταλών, θα τους ρίχναμε. Μας διένειμον κουραμάναν και τυρόν. Είχαμε μαζί μας και μερικά δέματα στρατιωτών και όσοι μεν ήταν εκεί τα παρέλαβον, όσοι δεν απουσίαζον τα ανοίξαμε και τα διαμοιράσαμε. Εγώ πήρα σύκα και καραμέλες. Εδειπνήσαμε, ωρίσαμε φρουράν να επιτηρή τους Αλβανούς κ.τ.λ. Ωρίσαμε και αποστείλαμεν στην κορυφήν του βουνού, που ήταν το Τάγμα μας, έναν σύνδεσμον, και εκοιμήθημεν από τας 9 το εσπέρας έως τας 6 το πρωί. Γλυκύτερον ύπνον δεν έχω μου φαίνεται άλλοτε αισθανθή από αυτόν, φαντάζομαι δε ότι δεν θα εκινήθην καν, το παράπαν.
Μεγάλη Τρίτη 15 – 4 – 41
Ξυπνήσαμε από τας φωνάς του συνδέσμου, όστις φώναζε “Στα όπλα” και έλεγε ότι το Σύνταγμά μας ανεχώρησε από το εσπέρας και έπρεπε να φεύγαμε και εμείς, ότι οι Ιταλοί πλησιάζουν κ.τ.λ. Σε
10 λεπτά αναχωρούσαμε. Πως φορτώσαμε κ.τ.λ, δεν το εννοήσαμε καθόλου. Σε ένα τέταρτον είχαμε κατέλθει και διέλθει ένα μικρόν ποταμόν και πλησιάζαμε να φτάσωμε τον κυρίως δρόμον, ο οποίος θα μας ωδηγούσε στο τελευταίον αλβανικόν χωρίον. Πώς περάσαμε γρήγορα αυτόν τον ανώμαλον δρόμον ούτε εγώ δεν ξεύρω. Προτού ανέλθωμεν, λοιπόν, στον δρόμον, μας συναντά ο
Ταγματάρχης: “- Ποιος σας διέταξε να αναχωρήσετε; Εμπρός πίσω εκεί, διότι θα χρειαστή να υπερασπίσωμεν τα όπισθέν μας τμήματα”. Και ούτως εστρέψαμεν όπισθεν, οι περισσότεροι όμως άνδρες δεν επέστρεψαν, αλλά έφυγαν μαζί με τον άλλον στρατόν, που διήρχετο από τον δρόμον. Σε ένα μέρος έπεσε ένα ζώον με την σκηνήν του Λοχαγού. Φώναζε να την φορτώσωμεν, μα ποιος εκάθητο; Του λέγει και ο Ταγματάρχης: “Βρε, δεν τα παρατάς αυτά;” και ούτως έμεινε και αύτη εκεί.
Εστρέψαμε όπισθεν. Διήλθαμε της τοποθεσίας, που διανυκτερεύσαμε, και εστράφημεν ολίγον δεξιά, όπισθεν άλλων βουνών. Παραμέναμε και αναμέναμε διαταγάς. Θα διεμείναμε αρκετήν ώραν σε κάτι χαράδρες. Ο Ταγματάρχης και μερικοί αξιωματικοί ερευνούσαν με τα κιάλια τους. Εγώ επληροφορήθην παρ' ενός ανθυπολοχαγού ότι κατελήφθη πράγματι η Θεσσαλονίκη και ότι συνθηκολόγησε η Βόρειος Στρατιά κ.τ.λ. Ήτον γερμανόφιλος και κατεφέρετο κατά του βασιλέως μας κ.λ.π. Ο Ταγματάρχης απέστειλε τον Χιονίδην να παρατηρήση, εάν είναι δυνατόν να διέλθουν τα ζώα από τα βουνά, παρήγγελε δε ο Χιονίδης ότι δύνανται να ανεβούν. Ξεκινήσαμε και ανερχόμεθα από βουνόν σε βουνό. Όταν ευρέθημεν σε έναν ψηλόν βουνόν του Μοράβα, εκαθίσαμε ολίγον. Εφαίνετο όλος σχεδόν ο κάμπος της Κορυτσάς και η πόλις. Ήταν ορατός ο δρόμος του Πόγραδετς και αι μηχανοκίνητοι φάλαγγες, που κατέφθανον προς την Κορυτσάν. Μερικά αυτοκίνητα είχον διέλθει της πόλεως και κατευθύνοντο στον δρόμον των Ιωαννίνων και μερικά είχαν έλθει κάτωθεν ημών. Από αριστερά μας όμως άρχισε να τα κτυπά πυροβολικόν δικό μας. Δεν επέτυχε τινά εξ αυτών, αλλά αναγκάστηκαν να σταματήσουν, διότι αι οβίδες έπιπτόν στον δρόμον, και επέστρεψαν οπίσω. Το θέαμα αυτό ήταν πολύ ωραίον. Έσκασε όμως μια οβίς στα κάτωθεν ημών βουνά και μας διέταξεν να καθήσωμεν όπισθεν του βουνού. Δεν ξεύρομεν, εάν η οβίς εκείνη είναι ιταλική. Εγώ είχα καθήσει κάτου και με άρπαξε ολίγος ύπνος, εάν δε δεν τύχαινε να περνούσε ο Λεόντιος από εκεί να με ξυπνούσε, θα έμενον εκεί και Κύριος οίδε τι θα γινόταν. Το βουνό αυτό είχε και ολίγον χιόνι. Κατήλθομεν σε έναν αυχένα και αναμέναμε. Μας διέταξαν να ετοιμάσωμεν ολμοβολεία. Κατόπιν αναχωρήσαμε. Διήλθομεν από στενωπούς, από χαράδρες, από επικίνδυνα μονοπάτια κ.λ.π. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστος και στας ανωφερείας ιδρώναμε και υποφέραμε. Έφαγα βαδίζοντας ψωμί και τυρόν. Ανερχόμενοι έναν απότομον ανήφορον, το εμπροστινό ζώον έπεσε μέσα στο χιόνι και έτρεξα κοντά. Αφού διαπιστώσαμε ότι δεν είναι δυνατόν να διέλθωμεν από εκεί, εβοήθησα το ζώον και διαβήκαμε από αυτήν την ανωφέρειαν από έτερον μέρος. Το αυτό έγινε και δια τα άλλα ζώα. Εκεί έχασα το κράνος μου. Από προηγουμένως ηκούγετο πολυβόλον. Μόλις ανήλθον στην κορυφήν, ήρχετο τρέχοντας ο Ταγματάρχης και μου λέγει: “Γρήγορα, παιδί μου, να στήσωμεν τους όλμους, διότι προσπαθούν να μας κτυπήσουν οι Ιταλοί”. Αμέσως φωνάζω στον Λοχαγόν να έλθουν γρήγορα και παίρνω το ζώον με τον όλμον και με τον Ταγματάρχην βρίσκομεν τοποθεσίαν κατάλληλον. Σε 10 λεπτά τους εξαποστείλαμε το πρώτον βλήμα. Ειργάσθην πολύ στην περίπτωσιν αυτήν. Έτρεχα από εδώ, φώναζα από εκεί, δυο – τρεις φορές είπα στον κ. Ταγματάρχην ότι, εάν δεν φωνάξη να σπεύσουν γρήγορα, θα βραδύνωμεν πολύ. Είχε έλθει και ο Υποδιοικητής, χωρίς να τον εννοήσω, και παρηκολούθησε. Κατ' αρχάς τους ρίξαμε περί τα τριάντα βλήματα με τον έναν όλμον. Τον έτερον τον ετοποθέτησαν ολίγον όπισθεν και κτυπούσε σχεδόν προς τα οπίσω μας βουνά. Για μια στιγμή μου λέγει ο Λεόντιος: “- Τι φωνάζεις, βρε αδελφέ;” Του λέγω: “Για μια τοιαύτη στιγμή μας χρειάζονται και πρέπει να εργασθώμεν”. Ο Ταγματάρχης υπεδείκνυε κάτι στα όπισθέν μας βουνά στον Υποδιοικητήν και του λέγει: “Δεν είναι μελανοχίτωνες;” (Ιταλοί). Επρόσεξε με τα κιάλια του και του λέγει: “Όχι δα, καημένε, είναι ημέτεροι”. Ακούω να λέγουν ότι κατέφθασε και τον 3ον Τάγμα. Έστησε και τούτο τον ένα όλμον του. Έως το εσπέρας ρίχναμε κάθε 5 λεπτά και από ένα βλήμα. Επειδή έφυγον πολλοί στρατιώται, τα τρία τάγματα του Συντάγματος έγιναν δύο. Λοιπόν στην Κορυτσάν, λέγουν, ότι ήλθαν από εχθές το εσπέρας Ιταλοί, σήμερον όμως ήλθαν πολλοί και, ως είδαμε, με αυτοκίνητα, αυτοί δε, που τους σταμάτησε το πυροβολικό μας, άφησαν τον δρόμον των Ιωαννίνων και εβάδισαν τον δρόμον, που αφήσαμε εμείς εχθές το πρωί, ο οποίος περνά βορείως από εδώ που είμεθα εμείς, προφανώς δια να μας κυκλώσουν. Μερικοί, λοιπόν, από αυτούς ενεδύθησαν αλβανικά και προσποιούμενοι ότι συλλέγουν ξυλάρια ανήρχοντο προς το βορείως ημών βουνόν, στο οποίον ευρίσκετο μια ομάς πολυβόλων και μια διμοιρία ακροβολιστών (εις αυτήν ήτον και ο Ευστράτιος). Κατ' αρχάς ενόμιζον ότι πράγματι είναι Αλβανοί, αλλά ευτυχώς αντελήφθησαν το τέχνασμα, διότι πιο κάτου είδαν μια διμοιρία, με την πρώτην δε ριπήν εφονεύθησαν δύο Ιταλοί, οι δε λοιποί ετράπησαν εις φυγήν. Σε αυτό το μέρος
εξαποστείλαμε τα βλήματά μας δια να τους εμποδίσωμεν να ανέλθουν στα βουνά ή να ακολουθήσουν τον δρόμον και να έλθουν από όπισθέν μας, δηλαδή προς την Ελλάδα, ώσπου προλάβουν και συμπτυχθούν όλα τα τμήματά μας. Το απογευματάκι ο ένας όλμος εστράφη προς το μέρος της Αλβανίας και προς το χωρίον, που ήμεθα χθες. Δεν τον χρησιμοποιήσαμε όμως. Ομοίως προς το μέρος αυτό υπήρχε εστραμμένον πολυβόλον, το οποίον έβαλε ολίγον προτού αναχωρήσωμεν, δεν γωνρίζω όμως εάν ανήρχοντο προς ημάς Ιταλοί ή όχι. Υποθέτω να ήτον η ώρα
11 – 12 μεσημβρινή, όταν αφίχθημεν εδώ και ετάχθημεν εις μάχην. Το απογευματάκι άρχισε και έβαζε από όπισθέν μας πυροβολικόν δικό μας και έρριχνε βορείως προς τον δρόμον, εκεί που ρίχναμε και εμείς. Καθ' όλον το διάστημα της εδώ παραμονής μας έβλεπες να τρέχουν σύνδεσμοι να ζητούν ενίσχυσιν, αλλού πυρομαχικά. Έτρεχον αξιωματικοί κ.τ.λ., υπήρχε και ιατρός και νοσοκόμοι. Είπα στον ιατρόν ότι είχα τόσας παθήσεις και μου λέγει “έγιναν πολλές αδικίες κ.λ.π.”. Από εκεί αναχωρήσαμε στις 7 το βράδυ. Όλην την ημέραν δεν έφαγα σχεδόν τίποτα εδώ, εκτός του τεμαχίου του άρτου και τυρού. Προτού αναχωρήσωμεν, παρεκάλεσα έναν Αλβανόν και μου έδωσε ολίγην κουραμάναν και έφαγον μετά του Καράλη. Εννοείται ότι εκοιμήθην και ολίγον και έγραψα αρκετάς σημειώσεις δια το Ημερολόγιον των ημερών της οπισθοχωρήσεως. Αεροπλάνα ήλθαν πολλάκις. Έτρεχαν, γύριζαν άνωθέν μας, μα τίποτα. Προς το βράδυ ήλθαν έξη κατάμαυρα. Κρυφτήκαμε, μα ήταν ημέτερα και έρριξαν ουκ ολίγας βόμβας στους δρόμους προς την Κορυτσάν. Κατόπιν κατήρχοντο χαμηλά και πολυβολούσαν. Ήταν σπουδαία. Τον Αλβανόν, που είχε πάρει τον όλμον, ήθελε ο Λοχαγός να τον φονεύσωμεν και δεν τον άφησα εγώ. Του λέγω: “Τι θα ωφεληθούμε, εάν τον σκοτώσωμεν;” Μετά το είπα του Αλβανού και όλο “καρδάση” με φώναζε (“αδελφέ”).
Ερώτησα τον Ζαχαριάδην εις ποίον ύψωμα του Μοράβα έλαβε μάχη το Σύνταγμα, όταν έγινε η κατάληψη, και μου έδειξε τα δεξιά (καθώς ανερχόμεθα προς την Ελλάδα) υψώματα. Μου εδόθη η ευκαιρία και περιεργάσθην τα πέριξ προσεκτικά. Το μέρος αυτό ήταν γεμάτο καλώδιο και ιταλικά πυρομαχικά, οβίδες, χειροβομβίδες κ.τ.λ., τα οποία εσκέπασε η χιών και δεν πρόφθασαν να τα μετακομίσουν οι ημέτεροι και ούτω θα τα εύρουν οι Ιταλοί ως τα άφησαν. Εάν πρόσεχες καλά, θα εύρισκες τεμάχια από σκασμένες οβίδες, ακόμα και σφαίρα βρήκα. Φαντάζομαι τι θα έγινε σε εκείνες τις φοβερές μάχες, που έγιναν κατά τον Νοέμβριον μήνα. Με συνεχάρησαν δια το θάρρος και ενδιαφέρον μου ο Διμοιρίτης και Λοχαγός. Εννοείται ότι είπαμε πολλά. Τους έδειξα και φωτογραφίαν μου ως μοναχός και ευχαριστήθησαν. Κατόπιν τους συνεχάρη και αυτούς ο Υποδιοικητής και Ταγματάρχης και τους έδωσαν εντολήν να προτείνουν τους ευρεθέντες άνδρας σήμερον εδώ να αμειφθούν ηθικώς, ιδιαιτέρως δε δια τον “γυαλάκια δεκανέα” (Δυστυχώς όμως δεν έγινε τίποτα, διότι είναι γνωστόν ότι διελύθημεν, ήθελα όμως να έπαιρνα το παράσημον για ζωντανή ανάμνησιν). Ήταν ένα ζώον χωρίς Αλβανόν, όστις, βέβαια, θα είχε φύγει. Το περιλάβαμε με τον Καράλην και το περιποιούμεθα, ίνα μας μεταφέρη τα πράγματα τουλάχιστον. Άνωθέν του υπήρχε ένα δισσάκιον και από το ένα μέρος είχε ρεβύθια αρκετά, και από το άλλο θα είχε έως δέκα αλλαξιές εσώρουχα. Εδιάλεξα μια καλή αλλαξιά, τα έδεσα με τεμάχιον καλωδίου και τα εκρέμασα στο ζώον, δια να τα μεταχειρισθώ, καθότι απώλεσα τα ημέτερα με τον γυλιόν μου.
Το απογευματάκι εφαίνετο απένταντί μας ένας στρατιώτης. Κατ' αρχάς ενομίσθη δια Ιταλός και ετοιμάσαμε τον όλμον δια να τον κτυπήσωμεν, προσεκτική όμως έρευνα του Ταγματάρχουν μας με τα κιάλια παρουσίασε ότι ούτος ήταν δικός μας, ήταν μάλιστα ο Ευστράτιος και είχε μεταβή εκεί δια να ιδή μήπως έρχωνται Ιταλοί. Το εξηκρίβωσα ότι ήταν αυτός από τον Λοχαγόν του. Στας 7 ακριβώς αναχωρήσαμε εν σπουδή. Ο δρόμος, που βαδίζαμε, ήταν ανώμαλος. Ανωφέρειαι, κατωφέρειαι, γκρεμοί απότομοι, βουνά πανύψηλα και δάση από πεύκα, και πολλές λάσπες. Όσο μεν ήταν ημέρα, ήταν καλά, όταν όμως βράδιασε, υποφέραμε. Εις μιάς ωρας δρόμον περίπου ήμουν καθισμένος στο ζώον μας. Σε ένα μέρος οι λάσπες ήταν πολλές και έμεινε με ένα υπόδημα ένας Αλβανός. Προσπάθησε να το εβγάλη, μα αδύνατον. Ένας ασθενής στρατιώτης ήτον επάνω σε ζώον και κρημνίζεται αυτό σε μια χαράδρα, ο δε στρατιώτης παρέμεινε στον δρόμον. Θαύμα ασφαλώς! Μετά ανώμαλον πορείαν φτάσαμε στο χωρίον Νικολίτσα (τελευταίον αλβανικόν). Χάσαμε τον δρόμον. Φωναί, φασαρία! Ευρέθη οδηγός και εξήλθομεν του χωρίου. Εδώ είδα να κρύβεται ένας Αλβανός. Φωνάζω και ήλθε κοντά μας, κατόπιν όμως τον είδα και έφυγε σκυφτά και ετρύπωσε σε ένα σπίτι. Είπα να δημιουργήσω φασαρία, αλλά τον ελυπήθην, διότι τι χρεωστούν και αυτοί οι καημένοι να υποφέρουν δια εμάς; Παρέλαβε ένας στρατιώτης το ζώον του με τα
πυρομαχικά. Ολίγον έξωθι του χωρίου απεκόπημεν των εμπροσθινών και δεν ξέραμε να βαδίσωμεν, αναχώρησαν δε ο λοχαγός Βασιλείου και τις άλλος δια να φθάσουν τους εμπροσθινούς και μας αποστείλουν σύνδεσμον, ίνα μας οδηγήση. Θα αναμέναμε εκεί περί τα 20 λεπτά και ουδαμού σύνδεσμος. Εκεί συνηντήθην με τον Διμοιρίτην των πολυβόλων Αγαθάγγελον, ο οποίος είχα χασει την διμοιρία του. Ήταν νηστικός και εγώ έτρωγα ρεβύθια από το δισσάκι του Αλβανού. “- Τι τρώγεις;” μου λέγει. Του έδωσα αρκετά και τα καταβρόχθιζε με μεγάλην ευχαρίστησιν. Προτροπή του λοχαγού του Ευστρατίου Ναούμ, αναχωρήσαμε. Αφού προχωρήσαμε ολίγον, ακούμε φωνές. Ήταν ο λοχαγός Βασιλείου, όστις έχασε τον δρόμον και είχε παραπλανηθή. Τη βοηθεία μερικών φακών, που υπήρχαν, προχωρούσαμε. Εις ένα σημείον ήταν μικρός ποταμός και, εάν δεν μας ωδηγούσε ο οικοδεσπότης παρακειμένου εκεί υδρομύλου, ήταν αδύνατον ινα διαβαίναμε εκείθεν. Ολίγον πιο επάνω κρημνίζεται ένα ζώον με υλικό. Το φορτώνομεν. Ολίγον πιο πέρα κολλά σε λάσπες. Εκεί παρακωλούσαμε την φάλαγγα και άρχισε και φώναζε ο ταγματάρχης Παράσχος. Ολίγον ακόμα πιο επάνω σταματήσαμε, διότι ο Βασιλείου δεν ανελάμβανε να μας οδηγήση, καθ' ότι δεν γνώριζε ακριβώς τον δρόμον. Αφού τον ύβρισε ο Παράσχος, τον έστειλε με μερικούς άλλους αξιωματικούς να αγγαρεύσουν τινά χωρικόν, ίνα μας χρησιμεύση ως οδηγός. Όσως να παραμείναμεν εκεί περί την ώραν. Όλο αυτό το διάστημα ήμουν εξαπλωμένος. Είχα περιτυλιχτή με το αντίσκηνο και ίσως να ύπνωσα ολίγον. Μόλις ήλθε ο οδηγός, αναχωρήσαμε αμέσως. Μετά ολίγην ώραν εισερχόμεθα σε δάσος.
Από το χωρίον έως εδώ εγώ εβάδιζα στην μέση του Λόχου μας, ο Καράλης εμπρός και όπισθεν ο Λοχαγός με τον Λεόντιον. Κατά διαστήματα φωνάζαμεν δια να μην χαθούμε. Από τις πολλές φωνές με πονούσε ο λαιμός μου, μόλις όμως εισήλθομεν στο δάσος δεν υπήρχε τόσος κίνδυνος να χαθούμε, καθ' ότι ο δρόμος ήταν στενός και υπήρχε ολίγον χιόνι, το οποίον έφεγγε μερικώς. Συνήντησα τον Ευστράτιον κα εβαδίζαμε αρκετόν δρόμον μαζί και συζητούσαμε. Είχε και μου έδωσε ολίγον ψωμί και τεμάχιον γαλέτας. Με είδε ο Λοχαγός μου ότι έτρωγα και μου άρπαξε την γαλέτα από το στόμα και την καταβρόχθισε. Δεν είχε φάγει διόλου και φαίνεται πεινούσε πολύ. Διήλθομεν πάλι μερικούς γκρεμούς και φαράγγια. Ο Ευστράτιος είχε διέλθει από αυτά τα μέρη, όταν εβάδιζε δια τας επιχειρήσεις του Μοράβα κατά τον Νοέμβριον μήνα. Μου έδειξε εις ένα σημείον και πυραμίδας. Πολλοί εκ των στρατιωτών έκαμνον τον σταυρόν τους, όταν πατούν σε ελληνικόν έδαφος. Έξωθι του χωρίου Νικολίτσα, όταν ήμεθα, εβλέπαμε λάμψεις και εφοβήθημεν ολίγον, διότι δεν ξεύραμε τι γίνεται. Την επομένην επληροφορήθην παρά του ιερέως μας ότι είχαν χαλάσει τον κόσμον οι στρατιώται από το τουφεκίδι, διότι εισήρχοντο στο πάτριον έδαφος, το Σύνταγμα δε ενόμισε ότι ήταν Ιταλοί και διέταξε το πυροβολικόν και τους όλμους του 3ου Τάγματος και έρριξαν και ολίγα βλήματα. Δια τούτο εβλέπαμε τας λάμψεις. Ο δρόμος, τον οποίον διερχόμεθα, δεν ήταν ο κανονικός. Σε πολλά μέρη τον διώρθωναν προχείρως, διότι ήτον αδύνατον να διέλθουν τα ζώα. Ευτυχώς, που είχαμε με τον Λεόντιον έναν κασμάν. Εβάδιζα τελευταίος του Λόχου μας με τον Λοχαγόν. Εις ένα σημείον είχε διολισθήσει το ζώον, που μετέφερε τας αποσκευάς του Λοχαγού, και είχε κρημνισθή εις έναν μικρόν ποταμόν. Τον πρότρεψα να το αφήσωμεν. Μου λέγει “είναι αδύνατον, διότι είναι τα αρχεία του Λόχου”, αμέσως δε κατήλθε και προσπαθούσε να περισώση ό,τι ήταν δυνατόν. Κατήλθον και εγώ, αλλά πατούσα από πέτραν εις πέτραν. Γλίστρησα όμως και εγέμισε το δεξιόν μου άρβυλον νερά. Με πολύν κόπον τα φορτώσαμε. Άρχισε να σιγοβρέχη, είχα όμως το αντίσκηνο. Ο Λεόντιος δεν είχε παγούρι και του βρήκα στον δρόμον ένα και του το έδωσα. Το ζώον μας το είχε ένας άρρωστος στρατιώτης.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40 (28.10.1940 – 11.6.1941)
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου