Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
6. Στην πρώτη γραμμή του πυρός
Παρασκευή 7 – 3 – 41
Ρόφημα, μακαρόνια, τυρόν. Περί την 10ην πρωινήν ειδοποιήθημεν ότι το απόγευμα θα αναχωρούσαμε. Μετέβημεν με τον κ. Χιονίδην στο Σύνταγμα και πληροφορήθημε ότι η ομάς η δική μας δεν θα μεταβή εκεί που είναι οι άλλοι του λόχου μας, αλλά θα γίνωμεν διμοιρία και θα υπάγωμεν αλλού. Ο Μπάλας, θα αναχωρήση με τον λόχον του δια να μεταβή στο τάγμα του. Λοχαγός μας θα είναι ο κ. Χιονίδης. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτος. Κατά την 1 μ.μ., ανεχώρησε ο κ. Χιονίδης και μας είπε ότι θα ανταμώσωμε την νύκτα, θα μας αναμένη εκεί, που θα υπάγωμεν. Τρεχάματα από εδώ, φωνές από εκεί κ.λ.π. Το απόγευμα όμως ήλθε και παρέλαβε τον λόχον ένας ανθυπολοχαγός Ψαρουδάκης. Είναι μόνιμος. Κατά τας 6 μ.μ., μας έδωσαν τυρόν και μίαν αγγλικήν κονσέρβαν κρέατος κ.τ.λ., τροφή δια δύο ημέρας. Αποχαιρετήσαμε τα παιδιά, τα καλά γνωστά. Συνέστησα στον σιτιάρχην του Μπάλα να είναι κάπως πιο ευγενής και να μην νομίζη ότι τα τρόφιμα, που μοιράζει, είναι από το σπίτι του. Ούτος είναι ένας, πώς να το πω, κακότροπος, ποτές δεν τον ήκουσα να ομιλήση μη γλυκύτητα, δια τούτο τον ήλεγξα. Ο επιλοχίας ( άλλο κάθαρμα, να πη κανείς) μου εζήτησε συγγνώμη, διότι πολλάκις δεν είχε φερθή καλά και προπαντός στο ζήτημα της περιφήμου περιπολίας με είχε αδικήσει και, αφού με έβλεπε ότι υπέφερα, δεν έκανε ποτέ συγκατάβαση. Είχα πολλά κολάσιμα πράγματα ιδή εις αυτούς, έκανα όμως υπομονήν δια τον λόγον ότι μιά ημέρα θα φεύγαμε από αυτόν τον λόχον, και το Ευαγγέλιον. Τον Ευστράτιον δεν τον αποχαιρέτησα, διότι απουσίαζεν στην Κορυτσάν.
Αποχαιρέτησα τον Ιερέα, όστις μου είπε ότι δεν πρόκειται να ενεργήσωμεν εμείς επίθεσιν στον τομέα μας. Ομοίως αποχαιρέτησα τον μάγειρον του Συνταγματάρχη, ο οποίος και εδώ με είχε οικονομήσει πολλάκις και πολλά πράγματα μου έδιδε, φαγητόν, ζάχαριν, σύκα, καρύδια, κονιάκ, πετρέλαιον και πολλά άλλα πράγματα. Αποχαιρέτησα τον Ηρακλήν Αλεξόπουλον και πολλά άλλα παιδιά, που γνώρισα εδώ. Στο χωρίον αυτό παραμείναμε δεκαεπτά ημέρας. Υπεφερα περισσότερον από το χωρίον Μογλίτσα, και τούτο, διότι με την περίφημον περιπολίαν εσηκωνόμουν την νύκτα και τούτο με κατάβαλλε πολύ. Στην Μογλίτσαν, τις ημέρες, που δεν πηγαίναμε περιπολίαν και εκοιμόμουν, ήμουν πολύ καλύτερα στην υγείαν. Όταν δεν κοιμάμαι πολύ, δεν δύναμαι να κάμω τίποτα και υποφέρω πολύ. Προτού αναχωρήσωμεν, ήλθε και με συνήντησε ο κ. Σαχάς. Μου έδωσε σύκα και τυρόν. Εκείνη την στιγμήν έλαβον και τρία γράμματα και τα αναγνώσαμε μαζί. Κατά τας 8 μ.μ., αναχωρούσαμε. Θα είμεθα έως δεκαέξη άνδρες. Μας συνώδευε ένας ανθυπασπιστής. Τα ζώς, που είχαμε μαζί μας, ήταν επτά, τα πέντε είχαν πυρομαχικά και τα δύο μετέφεραν τους όλμους. Εξήλθομεν του χωρίου και εβαδίζαμε όλο ανήφορον. Μετά πορείαν μιας ώρας φτάσαμε σχεδόν στην κορυφήν του βουνού. Συγκεντρώθημεν άπαντες εκεί και, αφού εξεκουράσαμεν ολίγον, μας έδωσε οδηγίας ο Ανθυπασπιστής, ότι από την κορυφήν του βουνού και εμπρός είναι η πρώτη γραμμή και ο δρόμος, τον οποίον θα διανύσωμεν επί μισή ώραν βάλλεται συχνά από τους Ιταλούς δια των πυροβόλων τους. Εάν συμβή τίποτε, να είμεθα ψύχραιμοι. Υπήρχαν και εδώ χιόνια. Πιο κάτου, όταν ανερχώμεθα τον ανήφορον, συνήντησα τον Μπάλαν με τον Καράπατον. Με απεχαιρέτησαν εγκαρδίως και αλληλοευχήθημε “καλήν τύχην”. Αυτά έχουν οι άνθρωποι, λοιπόν. Τα σβήσαμε όλα. Ανήλθομεν στην κορυφήν και αρχίσαμε να κατερχώμεθα. Ο δρόμος ήταν ανώμαλος. Το χιόνι ήταν παγωμένο και με πάχος 50 – 60 εκατοστών. Σε κάτι βράχια συναντώμεθα με τον Φάνην, τον μάγειρον του τέως λόχου μας, όστις ακολουθούσε τον λόχον του με τα καζάνια φορτωμένα σε ζώον. Δεν χωρούσαμε να περάσωμε και πίπτει ένα ζώο δικό μας, αλλά το αρπάξαμε τρεις – τέσσερις και το συγκρατήσαμε και δεν έπεσε στον βράχον και το σηκώσαμε. Τον Φάνην τον απεχαιρέτησα εν συγκινήσει, ήταν πολύ καλός. Το ένα ζώον, που μετέφερε τον όλμον, ήταν πολύ αδύνατον και όλο γλιστρούσε. Σε ένα μέρος γλίστρισα και έκανε το πόδι μου στο γόνατο “κρακ” και ακόμα με πονεί. Πιο κάτου έπεσε το ζώον, αλλά το σηκώσαμε χωρίς να το ξεφορτώσωμεν. Εδώ συναντήσαμε (μετά 20 λεπτών περίπου πορεία) ολίγον μέρος επίπεδον, το οποίον είναι χιονισμένον μεν, αλλά διακρίνονται οι σκασμένες ιταλικές οβίδες. Δεξιά και αριστερά μας ήταν πολλές σκασμένες. Εις 10 λεπτών διάστημα ο Λεόντιος με τους άλλους του λόχου μας. Στο ήμισυ του διαστήματος αυτού και όπισθεν ενός αυχένος ήτον εγκατεστημένο πυροβολικόν. Και προτού ανέλθωμεν στην κορυφήν, εκεί που σταθμεύσαμεν, ήτον πυροβολικόν. Προχωρώντας πιο κάτου, δεν είχε χιόνι, είχε όμως λάσπες, όχι όμως ωσάν τα άλλα μέρη, διότι το έδαφος ήταν καλό και ολίγον πετρώδες.
Κατήλθομεν εις μίαν μικράν πεδιάδα, περάσαμε μερικούς αγριοχειμάρρους και φτάσαμε στο χωρίον Σεντεπρέντια. Και αυτού του χωριού τα σπίτια ήτον αραιά. Επλανήθημεν εις ένα μέρος και πώς γλύτωσαν τα ζώα από κάτι γκρεμούς είναι θαύμα. Περί το μεσονύκτιον εισερχόμεθα σχεδόν στο τελευταίο σπίτι του χωριού. ΟΙ μεταγωγικοί ανεχώρησαν αμέσως δια το Κόπεσι. Και οι δεκαέξη άνδρες διαμέναμε σε ένα δωμάτιον. Τα παράθυρα πρέπει να είναι ερμητικώς κλειστά, όταν θα πρόκειται να ανάψωμεν φως. Οι οικοκυραίοι ήταν νέοι. Εφαίνοντο πρόθυμοι, μας έφεραν ξύλα, μας έδωσαν δαδί κ.τ.λ. Αμέσως ήθελαν να μας γνωρίσουν. Δια εμέ τους είπαν ότι είμαι διδάσκαλος. Ο εις εξ αυτών είχε υπηρετήσει στρατιώτης στην Σκόδρα και εξεπλάγη, όταν του είπον ότι ξεύρω πού είναι η Σκόδρα. Εκοιμήθημεν και υπνώσαμεν πολύ ωραία, διότι το δωμάτιον ήτον πολύ καλυτερον από το του Κόπεσι.
Σάββατον 8 – 3 – 41
Κατά τας 5 μ.μ., ξυπνήσαμε έντρομοι και τινάχθημεν επάνω από κανονιές βαρέος πυροβολικού, οι οποίες έσκαζαν 50 – 100 – 200 μέτρα μακράν της οικίας, που διαμέναμεν. Τα πράγματα, λοιπόν, έχουν αλλάξει. Εάν καμιά οβίδα κάνη λάθος και πέση στην οικίαν, που διαμένομεν; Ώστε είμεθα
στην πρώτην γραμμήν; Οι Ιταλοί απέχουν από εδώ περί τα 1.200 μέτρα. Ολίγον όπισθεν της οικίας, που διαμένομεν, προ ολίγων ημερών ήταν δύο ορειβατιικά πυροβόλα δικά μας και τα ανεκάλυψαν οι Ιταλοί, δια τούτο και κτυπούν εδώ, αλλά τα πυροβόλα μας έχουν φύγει και έχουν πάει πιο εμπρός, σε μέρος που δεν μπορούν ούτε να το φανταστούν ούτοι. Έρριξαν έως το πρωί αρκετές οβίδες. Κατά τας 8 π.μ., ακούσαμε να κτυπούν πολυβόλα, τα οποία απείχαν από ημάς 300 – 500 μέτρα, ώστε, εάν θελήσωμεν να εξέλθωμεν της οικίας, που διαμένομεν, θα μας κτυπήσουν και με το πολυβόλον οι Ιταλοί. Διαταγή, λοιπόν, ούτε κεφάλι να εξέλθη από τα παράθυρα.Έγκλειστοι! Ήλθαν και μας επεσκέφθησαν και άλλοι Αλβανοί. Ευτυχώς όμως βρήκαμε και αγοράσαμε αυγά και βούτυρον φρέσκο. Εγώ αγόρασα μισή οκά, έδωσα 80 δραχ. Αυτό μου φαίνεται ότι δεν είναι βούτυρον, είναι λίπος ιταλικόν, το οποίον το έχει αρπάξει ο Αλβανός ή και του το έδωσαν οι Ιταλοί. Πάντως δια εμέ είναι καλό. Έχω και ζάχαριν και ζεσταίνω το ψωμί, το αλείφω με το λίπος αυτό και με την ζάχαριν είναι έξοχον πράγμα. Μερικοί στρατιώται ενεδύθησαν αλβανικά και περιήρχοντο στο χωρίον. Τους Αλβανούς δεν τους ενοχλούν οι Ιταλοί. Το απόγευμα αρκετές κανονιές, όχι όμως όλες του βαρέος. Κατά διαστήματα ηκούγοντο και πολυβόλα. Ηκούσθησαν κατ' επανάληψιν πολλά αεροπλάνα χωρίς να τα ίδωμεν. Το εσπέρας έσκασαν πάρα πολλές οβίδες κοντά μας. Οι πιο πολλές ήταν βαρέος. Η προσευχή μου αυτή τη βραδιά ήταν ολόθερμος, και τούτο όχι βέβαια από αγάπην προς τον Θεόν ή από συναίσθησιν των αμαρτιών μου, παρά από τον φόβον ότι μπορεί, καθώς κοιμάμαι να μην ξυπνήσω καθόλου. Όταν έσκαζον αυτές του βαρέος, εταράσσετο όλο το σπίτι. Μας έφεραν από την 2αν Πυροβολαρχίαν του Συντάγματός μας (ένθα θα προσκολλώμεθα δια τροφοδοσίαν) κουραμάναν και τυρόν. Μόλις βράδιασε, ήλθε να μας περιλάβη ως διμοιρίτης μας, ένας ανθυπασπιστής ονομαζόμενος Ζαχαριάδης Ζαχαρίας. Ήτον του Λόχου Μηχανημώατων (του άλλου λόχου των όλμων). Του είχαν ειπή ότι είμεθα διμοιρία πλήρης, ενώ εμείς δεν είχαμε απολύτως τίποτα. Δια τούτο παραμείναμε πάλι εδώ. Ούτος ηθέλησε να μας γνωρίση ένα έκαστον. Δι' εμέ έμεθε ότι είμαι ζωγράφος και αμέσως συνεδέθημεν και είπαμε πολλά πράγματα. Μας έδωσε θάρρος. Μας είπε ότι θα περάσωμε πολύ καλά κ.λ.π. Το εσπέρας έφαγα την κονσέρβαν και από το πάχος υπέφερα ολίγον από τον στόμαχον. Κατά τας 8 μ.μ., άρχισε να κτυπά κανονίδι, αλλά ήταν βαθειά, χωρίς να διακρίνωμεν εάν ήταν δεξιά ή αριστερά μας. Κτυπούσε έως το μεσονύκτιον.
Κυριακή Ορθοδοξίας 9 – 3 – 41
Πρωί πρωί άρχισε να κτυπά το κανονίδι και να πίπτουν πάλι κοντά μας. Ομοίως κτυπούσε εντατικότερον σήμερον το πολυβόλον. Αεροπλάνα χαλούσαν τον κόσμον από τον βόμβον. Πέρασαν πολλές φορές. Το απόγευμα είχον εξέλθει μερικοί στρατιώται, ενδεδυμένοι αλβανικά, και βρήκαν προκηρύξεις ιταλικές στην ελληνικήν γλώσσαν. Έλεγον: “Έλληνες Αξιωματικοί και στρατιώται. Η Βουλγαρία προσχώρησε στον Άξονα. Τριάντα γερμανικές μεραρχίες είναι έτοιμαι να εισβάλουν στην Ελλάδα, οπότε θα καταστραφήτε. Η κυβέρνησίς σας, που κάλεσε τους Άγγλους κ.τ.λ.”. Όλοι όμως οι στρατιώται αισθάνθημε αηδίαν μόλις τας αναγνώσαμεν. Ο Ανθυπασπιστής μου λέγει: “Τι βγάζεις και παρατηρείς από την προκήρυξιν;”. Του απάντησα: “Ιταμότητα και τραχύτητα”. Ευρέθημεν σύμφωνοι. Το εσπέρας μας έδωσαν κουραμάναν και τυρόν δια την επομένην ημέραν. Ο Ανθυπασπιστής, ο λοχίας Καράλης και εγώ μετέβημεν στην έδραν του Τάγματος δια να συνεννοηθούμε τι θα γίνη και που θα υπάγωμεν. Οι όλμοι υπάγονται κατ' ευθείαν στο Σύνταγμά μας και τους διαθέτει αναλόγως προς τας παρουσιαζομένας ανάγκας. Λοιπόν, από τώρα θα είμεθα υπό τας διαταγάς του 2ου Τάγματος. Το Τάγμα (η Διοίκησις) διέμενεν σε ένα μεγάλο σπίτι με πολλά δωμάτια, ανώγια και κατώγια, ήταν δε γεμάτον στρατόν. Εκεί συνήντησα τον υπολοχαγόν Παναγουλάκιαν και μερικούς άλλους αξιωματικούς γνωστούς. Ομοίως βρήκα και δύο στρατιώτας, καταγομένους εκ χωρίου τινός της Βυτίνης. Ο Ταγματάρχης απουσίαζεν, ήταν όμως εδώ ο κ. Υποδιοικητής του Συντάγματος και μας είπε και υπέδειξε ένα ύψωμα, στο οποίον θα μεταβαίναμεν απόψε εκεί να παρατηρήσωμεν εάν είναι δυνατόν να εγκατασταθώμεν εκεί με τους όλμους. Θα ήρχετο μαζί μας και ο λοχαγός της Πυροβολαρχίας. Ούτος όμως το εγνώριζε το μέρος και μας είπε ότι είναι κατάλληλον και τις χρεία να μεταβώμεν εκεί απόψε; Θα πηγαίναμε αύριον το εσπέρας να εγκατασταθώμεν. Ήταν φεγγάρι και εφαίνοντο όλα τα πέριξ υψώματα και μου έδειξε ο κ. Παναγουλακης τα εκατέρωθεν φυλάκια και ποια υψώματα είναι ημέτερα και ποια κατέχει ο
εχθρός. Μου είπε δε δια το ύψωμα, που θα πηγαίναμε, ότι είναι πολύ καλά και έχει απυρόβλητον (δηλαδή δεν δύναται να μας εύρη πυροβολικόν). Ο ανθυπασπιστής και Καράλης παρέμειναν δια να περάση ολίγον η ώρα και αναφέρουν (δήθεν ότι πήγαμε) ότι το ύψωμα είναι κατάλληλον κ.τ.λ. Εγώ όμως έφυγα δια να αναφέρω στους στρατιώτας ότι και αύριον θα παραμείνωμεν εδώ και δια να κοιμηθούμε, διότι μας ανέμενον ούτοι, καθότι ενδέχετο να αναχωρούσαμε. Καθώς προχωρούσα δια το σπίτι μας, συνήντησα πολλά μεταγωγικά, που μετέβαινον εμπρός στας προφυλακάς δια να τους υπάγουν τρόφιμα. Μαζί τους ήτον και ένας αξιωματικός, όστις μόλις με είδε, μου λέγει: “Βρε γυαλάκια, και συ εδώ είσαι;”. Εξεπλάγην ότι δεν τον εγνώριζον. Μου είπε ότι με είχε ίδει πολλάκιες στο Σύνταγμα. Ήταν όμως ολίγον φοβισμένος, διότι ούτος πήγαινε, ως μου είπε, στο 3ον Τάγμα και πολύ εμπρός, στας προφυλακάς. Μόλις επέστρεψα, είχαν έλθει προς συμπλήρωσιν της διμοιρίας έξη – επτά άνδρες από τον λόχον μας. Μου έφερον και επιστολήν του Λεοντίου, όστις μου λέγει ότι ελυπήθη, που εχωρίσθημεν, ο Θεός μας ελυπήθη, που έφυγε ο τύραννος Μπάλας, ότι το μέρος, που διαμένουν, έχει πολύ χιόνι, ότι είχε κρυώσει και ήθελε να του στείλω ολίγον πετρέλαιον και άλλα πολλά. Εκοιμήθημεν πολύ καλά. Κανόνι δεν κτύπησε.
Δευτέρα 10 – 3 – 41
Όλην την ημέραν την διανύσαμεν έγκλειστοι. Αραιά – αραιά κτυπούσε μόνον πολυβόλον. Εκατάφερα τον Ανθυπασπιστήν και μας εξιστόρησεν τεμάχια των μαχών, που έλαβε και ούτος με τους όλμους μέρος (ήταν μαζί με τον λοχίαν, που μας εδίδαξε τους όλμους, Βασίλειον, ο οποίος έχει μείνει στον άλλον λόχον. Τον ιδικόν του. Από αυτόν ήλθε ο Ανθυπασπιστής μας). Μας τα παρέστησε τόσον ζωντανά, που ενομίσαμε ότι βλέπαμε τς μάχας με τα μάτια μας. Το Σύνταγμά μας έλαβεν μέρον στας μάχας από 14 Νοεμβρίου 1940 και περισσότερον στον Μορόβαν ή Μοράβαν. Εκεί εφονεύθη ο Ταγματάρχης Μαντούβαλος (κατ' άλλους είναι αιχμάλωτος στην Ρώμην). Ούτος επάλαισε σε μια τρομερή ιταλική αντεπίθεση σώμα προς σώμα. Ο Ιερεύς του Συντάγματος μας είπε ότι πήγε και έθαψε τους φονευθέντας, δεν βρήκε όμως το σώμα του Μαντούβαλου.
Το εσπέρας μετά το φαγητόν (κρέας στιφάδον και πολύ ωραίον) αναχωρήσαμε όλοι μας δια να μεταβώμεν στο ύψωμα. Κατά τας 10 μ.μ., είμεθα εδώ. Θα απέχη από εκεί που κοιμόμεθα περί τα
1.000 μέτρα. Το βρήκε όμως ο Διμοιρίτης μας ακατάλληλον το μέρος αυτό, διότι δεν μπορούσε να γίνη παρατηρητήριον, και ανέφερε στο Τάγμα. Κατασκηνώσαμε προχείρως και εκοιμήθημεν. Ο Ανθυπασπιστής, ο Καράλης, ένας στρατιώτης, που είχαμε ορίσει δια υπηρέτην του Ζαχαριάδη, και εγώ μένομεν σε μίαν σκηνήν. Κάτωθεν υπήρχαν φτέρες και εγυάλιζε η παγωνιά. Υποφέραμε ολίγον από κρύο, διότι από την θερμοκρασίαν, που παρήχθη, ο πάγος έγινε υγρασία και δύναται έκαστος να φαντασθή τι μπορεί να γίνη, ενώ στα χωριά δεν έκανε τόσο πολύ κρύο. Εις απόστασιν 100 μέτρων ήταν χιόνι πολύ. Εκοιμήθην μαζί με τον υπηρέτην, ονομαζόμενον Μωραΐτην, αλλά φευ! Ροχαλίζει, ελαφρά μεν, αλλά συνεχώς.
Τρίτη 11 – 3 – 41
Ξυπνήσαμε και εσηκώθημεν πολύ πρωί, και τούτο, διότι κρυώναμε. Αφού πέρασε αρκετή ώρα και αφού ο ήλιος απερρόφησε την παγωνιάν, εκανονίσαμεν καλύτερον την σκηνήν μας. Εκόψαμε αρκετές φτερές και το στρώμα μας ήταν παχύ, και γενικώς ετακτοποιήσαμε τα πράγματά μας. Τους όλμους τους ετάξαμε εις τάξιν βολής, δηλαδή να είναι έτοιμοι σε 2 – 3 λεπτά να μπορούμε να ρίχνωμεν. Την σημερινήν ημέραν την αισθάνομαι κάπως διαφορετικήν, διότι είμεθα πλέον στη πρώτην γραμμήν, πολύ συνεχώς δε ακούγεται το πολυβόλον να κακαρίζη. Φήμε λέγτει ότι προς τα δεξιά μας προχώρησαν τα στρατεύματά μας. Όλην σχεδόν την ημέραν περνούσαν αεροπλάνα. Άλλα έλαναν βόλτες άνωθέν μας και έφευγαν, άλλα έτρεχον στο εσθτερικόν μας και άλλα προς το εσωτερικόν της Αλβανίας, χωρίς δε να δυνάμεθα να γνωρίσωμεν, εάν ταύτα είναι όλα ιταλικά ή και είναι και ημέτερα. Ο αριθμός των ανδρών της διμοιρίας μας ειναι εικοσιδύο άνδρες, μαζι με τον αξιωματικόν μας και πέντε μεταγωγικούς με τα ζώα τους, οι οποίοι θα παραμένουν πάντοτε στο χωρίον Σεντεπρέντια, εις ένα δωμάτιον, που διανυκτερεύσαμε τας δύο νύκτας. Κάθε δύο ημέρας θα
μας κομίζουν τρόφιμα και, εάν τους χρεαιζώμεθα, θα τους ειδοποιούμεν. Το εσπέρας ήλθαν οι μεταγωγικοί και μας έφεραν τρόφιμα και έναν γκαζοτενεκέν δια να μαγειρεύωμεν με αυτόν. Ομοίως ήλθαν τηλεφωνηταί και έφεραν τηλέφωνον, το οποίον και τοποθετήσαμε στην σκηνήν μας, ανάμεσα στο κεφάλι μας, δια να το ακούμε και ξυπνάμε ευκόλως. Προτού έλθωμεν εμείς εδώ, ήρχετο πάντοτε μία ομάς Πεζικού με οπλοπολυβόλον και εφρουρούσε το μέρος αυτό. Εξακολουθεί και έρχεται και τώρα, δια τούτο έχει κατασκευάσει το Τάγμα μίαν καλύβην δια να παραμένουν οι άνδρες και μη βρέχωνται. Αύτη ήτον πολύ χρήσιμος και δι' ημάς, διότι μαγειρεύαμε εντός αυτής. Ο καιρός χάλασε και όλην την νύκτα χιόνιζε. Το πρωί το χιόνι ήταν στο πάχος 20 – 30 εκατοστών. Η σκηνή μας από το βάρος ακουμβούσε επάνω μας. Το νερό απείχε από εμάς περί τα 10 λεπτά, ήταν δε όλο ανήφορος και υπέφερον να το φέρουν με τν γκαζοτενεκέν οι στρατιώται.
Τετάρτη 12 – 3 – 41
Το πρωί εκαλυτέρευσαν ο καιρός, το βραδάκι όμως άρχισε να χιονίζη. Φαγητόν δεν είχαμε, διότι ο τενεκές είναι τρύπιος. Εγώ είχα το βουτυράκι και διότι μπορώ να κοιμάμαι αρκετά (όσο θέλω), άρχισε να διορθώνεται η κατάστασίς μου. Το απόγευμα μόνον κατά αραιά διαστήματα ηκούγετο το πολυβόλον. Το απόγευμα ηκούσθησαν να πίπτουν χειρομβοβίδες και όλμοι. Το βράδυ κάθησα και παρηκολούθησα στο τηλέφωνον όλην την κίνησιν έως τας 10 μ.μ. Λοιπόν οι δικοί μας ήθελον να συλλάβουν ένα – δύο Ιταλούς αιχμαλώτους δια να κατορθώσουν να πληροφορηθούν τας δυνάμεις και προθέσεις του εχθρού, δια τούτο ήκουσα να λέγουν την περασμένην βραδιάν (προς το Σύνταγμα) ότι “τα ψώνια να τα αφήσουν δια την επομένην, διότι δεν είναι κατάλληλος ο καιρός”. Εννοούσαν την περίπολον, που θα έκανε το εγχείρημα να συλλάβη τους Ιταλούς. Φαίνεται όμως και οι Ιταλοί το αυτό εσκέπτοντο να πράξουν δια ημάς και δια τούτο απέστειλαν μίαν μεγάλην περίπολον δια να συλλάβη ένα δικό μας φυλάκιον, το οποίον ήταν εκγατεστημένον σε ένα σπίτι χωρίου τινός,κειμένου πιο εμπρός από εδώ, που είμεθα εμείς, και της έδρας του Τάγματός μας. Το φυλάκιον όμως από χθες είχε εγκαταλείψει την οικίαν εκείνην και εγκατασταθή σε άλλην τοποθεσίαν. Τους Ιταλούς τους αντελήφθησαν πολύ εγκαίρως και, εάν δεν υπήρχε χαράδρα τις εκεί κοντά δια να πέσουν οι Ιταλοί εντός αυτής και να διαφύγουν, ή θα εφονεύοντο άπαντες ή θα ηχμαλωτίζοντο. Εφονεύθησαν δύο, ο μέν έμεινε εκεί και τον συνέλαβον οι δικοί μας, τον δεν άλλον τον περέλαβον μαζί των οι Ιταλοί. Διετάχθη το πυροβολικόν μας να βάλη, αλλά ώσπου να κουνηθή τούτο και να του δώσουν τα στοιχεία έφυγαν και δεν μπορούσε να τους βρη, διότι ήταν σε χαράδρα. Έρριξε μερικές ομοβροντίες το πυροβολικόν. Μετά ταύτα διετάχθησαν οι όλμοι του λόχου μας (του Ψαρουδάκη, εκεί που είναι ο Λεόντιος) να βάλουν, αλλά δεν τους έφταναν, διότι ήταν μακριά. Εννοε΄λιται ότι και οι Ιταλοί δεν εκοιμώντο. ΄Ερριχναν, και προπαντός με τους όλμους των, διότι οι δικοί μας στρατιώται τους κυνήγησαν με προφανή τον κίνδυνον, αλλά δεν έπαθέ τις τίποτα. Από τον Ιταλόν κάτι πρόφθασαν και έμαθον, διότι ο δυστυχής απέθανε. Ο Υποδιοικητής είχε μεταβή στην έδρα του Συντάγματος στο Κόπεσι και από εκεί τον ήκουσα να ερωτά με τον τηλέφωνον και να ζητά πληροφορίας, είπε δε στον Ταγματάρχην δια τους δράσαντας την υπόθεσιν αυτήν άνδρας να γίνη πρότασις δια να αμειφθούν ηθικώς, ο μεν αξιωματικός να γίνη ανθυπολοχαγός, οι δε στρατιώται δεκανεις ή λοχίαι. Κατά τας 11 μ.μ., μετέδωσαν και το ανακοινωθέν. Την βραδιάν αυτήν δεν εκοιμήθην σχεδόν καθόλου, διότι αι περισσότεραι φωναί, ήκουον στο τηλέφωνον της Μονάδος μας άλλη ωμοίαζε ωσάν την φωνήν του κ. Οικονομίδη (που ήταν στην Παροικιά), άλλη την του Μανώλη Σαγκριώτη από την Δραουλά κ.λ.π. Το εσπέρας ήλθον οι μεταγωγικοί και έφερον τρόφιμα και επιστολάς. Είχα από Μπιλάλην και π. Ηλίαν (η πρώτη εκ Πάρου επιστολή). Το τηλέφωνον και η επιστολή με μετέφερον στην Πάρον. Ενεθυμήθην την Μονήν μας και γενικώς όλην την εν Πάρω ήσυχον ζωήν μας κ.λ.π., και δια τούτο λέγω δεν ηδυνήθην να κοιμηθώ. Σήμερον διήλθον από εδώ και οι γερανοί και μου φαίνεται ότι μερικοί έπεσαν εδώ στα βουνά και μέσα στα χιόνια.
Πέμπτη 13 – 3 – 41
Κατά τις 5 π.μ., και ενώ εκοιμόμουν πολύ βαθειά, ήλθαν οι τηλεφωνηταί δια να ίδουν τι γινόμεθα, διότι μας ζήτησαν στο τηλέφωνον και διότι δεν τους απαντήσαμε (θα με είχε πάρει φαίνεται ολίγον βαρειά ο ύπνος, όταν θα κτυπήσουν ούτοι κατά τας 4 η ώρα). Τους ελυπήθην τους καημένους, διότι υπέφεραν πολύ δια να έλθουν, διότι εχιόνιζε και το χιόνι θα είχε φθάσει τους 50 πόντους. Δεν είπαν όμως ούτε ένα “οχ”, που λέγει ο λόγος, παρά ανεχώρησαν με χαράν. Πράξις, η οποία με ελέγχει, διότι, εάν θα ήμουν εγώ, θα φώναζα και ίσως και να θύμωνα. Όταν ενθυμούμαι την γλυκείαν και χριστιανικήν συμπεριφοράν του κ. Σαχά, την υπομονήν του λοχία Μαρσέλου και την σημερινήν πράξιν αυτών των παιδιών, βλέπω τον εαυτόν μου να υστερή εις αρετάς. Βρίσκει κανείς αρετάς κρυμμένας σε ανθρώπους, που δεν τους δίδεις καμμίαν σημασίαν. Και ο Ταγματάρχης μας εχθές δεν τον άκουγες να λέγη τίποα άλλο, παρά “Παιδί μου, παιδί μου” και να δίδη τας δεούσας διαταγάς με μειλιχιότατον τρόπον. Ήτον καταφανής και ας τα έλεγε απο τηλεφώνου. Ενώ ο Συνταγματάρχης μας επί δύο – τρεις φορές, που ενεφανίσθη στο τηλέφωνον, φαίνεται να είναι τραχύς και απότομος.
Ο καιρός σήμερα ήτον σχεδόν ακατάστατος. Το μεσημέρι φάγαμε φασόλια, αλλά φαίνεται ότι δεν είχαν καθαρίσει καλά τον νέον τενεκέν, που μας έφεραν, και υποφέραμε όλοι από κοψίματα. Το εσπέρας φάγαμε μακαρόνια. Το απόγευμα έγινε εδώ κοντά μας αερομαχία με άγνωστα δι' ημάς αποτελέσματα, καθότι ήταν μισοσυγνεφιά. Το απόγευμα ήλθε ένας μεταγωγικός μας και τον απεστείλαμεν στον λόχον μας (εκεί, που διαμένει ο Λεόντιος) και έγραψα γράμμα στον Λεόντιον και του έστειλα ολίγον πετρέλαιον. Μόλις νύκτωσε, ανήλθομεν στην κορυφήν του υψώματος και εδημιουργήσαμε προχείρως ένα παρατηρητήριον από πέτρες, διότι μας έφεραν τηλέμετρον από το
3ον Τάγμα και το πρωί έπρεπε να πάρουμε τας αποστάσεις και κανονίσωμεν τους όλμους. Ο λόχος μας πρέπει να έχη δύο τηλέμετρα, ένα δι' εκάστην διμοιρίαν, αλλά όχι μόνον τηλέμετρον δεν υπάρχει, αλλά ούτε κυάλια τουλάχιστον. Ο λόχος μας είναι αρτισύστατος και του λείπουν πολλά πράγματα, ενώ ο άλλος λόχος όλμων έχει από όλα, είναι κανονικός λόχος. Εμείς δεν έχουμε καν μια χύτρα να μαγειρεύωμεν. Μας λέγει ο Λοχαγος μας στο τηλέφωνον ότι σιγά – σιγά θα γίνωμεν κανονικός λόχος και θα συμπληρωθούν αι ελλείψεις.
Την νύκτα κατά τας 11 η ώρα φαίνεται ότι έγινε παρεξήγησις περιπόλων και οι Ιταλοί ενόμισαν ότι τους επετέθησαν αι ημέτεραι δυνάμεις, προς τα δεξιά μας, και άρχισαν να κτυπούν με όλμους μεγάλους και μικρούς, με χειροβομβίδας και πολυβόλα τους, παρήγετο δε ένας δαιμονιώδης κρότος, που σου ενέπνεε τρόμον. Εξήλθομεν της σκηνής, αλλά ήταν σκότος και καταχνιά, από εκεί, που έπεφταν τα όπλα των Ιταλών, εφαίνετο μία λάμψις. Εκοιμήθημεν, το κρύο όμως κατά τα εξημερώματα ήταν πολύη δριμύ (ήτον εφάμιλλον του Αγ. Παντελεήμονος). Εφορούσε μέσα στην σκηνήν και κάτωθεν των ρούχων τρία ζεύγη κάλτσες και τα πόδια μου δεν τα αισθανόμουν. Τόσο πολύ είναι αυτό το κρύο.
Παρασκευή 14 – 3 – 41
Από την σκηνήν αξήλθον περί την μεσημβρίαν, και τούτο διότι έξωθεν είχε σηκωθή αέρας και εδημιουργήθη χιονοθύελλα. Ήταν όμως ένα σπουδαίο πανόραμα να βλέπη κανείς να μετακινούνται τα χιόνια. Αλλά το κρύο ........ Το γεύμα αφάγαμε πατάτες βραστές, το εσπέρας όρυζα πιλάφι. Το απόγευμα καθάρισε ολίγον ο καιρός. Πέρασαν μερικά αεροπλάνα και μας έρριξαν προκηρύξεις, από τας οποίας δεν καθωρθώθη να βρεθή καμιά να ίδωμεν τι μας λέγουν. Το κανόνι κ.λ.π. Όπλα κτυπούσαν εκατέρωθεν. Το εσπέρας μας ειδοποίησαν ότι το πρωί πρέπει να είμεθα επιφυλακή, από τας 4 – 9, και τούτο, διότι έχουν πληροφορηθή ότι ίσως μας ενεργήσουν επίθεσιν. Γνωρίζομεν ότι αριστερόθεν του όρους Τομόρι ενεργούσαν λυσσώδεις επιθέσεις οι Ιταλοί και παρουσία του Μουσολίνι.
Σάββατον 15 – 3 – 41
Κατά τα ξημερώματα έκανε πάλι πολύ κρύο. Εδώ τσάι δεν γίνεται κοινόν, παρά διαμένομεν εις ένα έκαστον την ζάχαριν, που του αναλογεί, και φτιάχνει μόνος του όπως θέλει και ό,τι θέλει. Εγώ δίδω
τα τσιγάρα μου και μου δίδουν ζάχαριν και περνώ πολύ καλά, εν συγκρίσει με την ζωήν, που διήγον στο Κόπεσι. Εδώ μπορώ να κοιμάμαι όσον θέλω την νύκτα. Φρουρά δεν έχομεν. Σήμερον, που είμεθα επιφυλακή, δεν εσηκώθηκα. Εσηκώθη ο λοχίας Καράλης. Την ημέραν εργάζομαι περισσότερον εγώ, διότι τις υπηρεσίες και γενικώς ό,τι παρουσιαστή τα κανονίζαμε εγώ με τον Καράλην. Ο Ανθυπασπιστής δεν δίδει καμμίαν σημασίαν. Εννοείται ότι του λέγομε να γίνη τούτο, να φτιάξωμεν εκείνο, και πάντα είναι σύμφωνος. Εκανονίσαμε ο άλλος δεκανεύς να βγάζη και ρυθμίζη την αγγαρείαν, εγώ δε θα παραλαμβάνω τα τρόφιμα, γενικώς όμως άπαντες είμεθα ευχαριστημένοι και υπάρχει αλληλεγγύη. Δια γεύμα είχαμε κρέας χοιρινό με φασόλια (πολύ ωραίο), το εσπέρας μακαρόνια. Το κανόνι κτύπησε αρκετά, ρίχνοντας πότε δεξιά, πότε αριστερά και προπαντός στα χωριά, ομοίως και τα εκατέρωθεν πολυβόλα, και μας διέταξεν ο Διμοιρίτης μας να ταχθώμεν εις τάξιν μάχης δια να τους ρίξωμεν με τους όλμους. Οι πλείστοι εκ των στρατιωτών ενθουσιάσθησαν, μόλις όμως μετέβη ούτος στο παρατηρητήριον σταμάτησαν οι Ιταλοί και ως εκ τούτου δεν τους ρίξαμε. Τούτο έγινε κατά τας 11 π.μ., η ώρα. Σήμερον ειργάσθημεν με τον Λοχίαν και ισοπεδώσαμε ένα μέρος και ετακτοποιήσαμε την σκηνήν μας πολύ καλά. Έστρωσα κάτωθεν πολλές φορές και είναι ωσάν σουμιέ κρεβάτι, ο δε Ανθυπασπιστής μας έφτιαξε ηλεκτρικόν με δύο λαμπάκια από φακούς και παίρνοντας ρεύμα από το τηλέφωνον έφεγγον πολύ καλά, που μπορούσαμε και να διαβάζωμεν, όταν δε θέλομε να κοιμηθούμε έχει διακόπτην και τα σβήνομεν. Το απόγευμα διήλθεν άνωθέν μας αεροπλάνον, το οποίον έρριξε προκηρύξεις, αι οποίαι όμως έπεσαν στους Ιταλούς και δια τούτο υποθέτομεν ότι θα ήτον ημέτερον. Κατά το σουρούπωμα άρχισαν και έρριχναν οβίδες οι Ιταλοί στον επικίνδυνον δρόμον, που περάσαμε (στον αυχένα, κοντά στον Λεόντιον), μόλις όμως τους ρίξαμε και εμείς δύο βλήματα σταμάτησαν και επαύσαμεν και εμείς. Το εσπέρας είχαμε στην σκηνήν φωτιάν από κάρβουνα, εξ εκείνων που εκάναμε στο Κόπεσι. Μας έφερον δύο τσουβάλια. Λόγω που ήμουν κουρασμένος, εκοιμήθην ενωρίς. Κατά τας
11 μ.μ., μας ειδοποίησε ο Ταγματάρχης ότι επί μερικάς ημέρας θα σηκωνώμεθα από τας 4 π.μ., και έχωμεν προσοχήν έως τας 8 – 9, διότι, ως είναι γνωστόν, αι επιθέσεις μέσα σε αυτάς τας ώρας γίνονται. Ωρίσαμε, λοιπόν, να σηκώνεται την μίαν ημέραν το ένα στοιχείον, την άλλην το έτερον, δια να μην ταλαιπωρούμεθα όλοι. Εγώ δεν σηκώθηκα. Εννοείται ότι την νύκτα ξυπνώ πολλάκις, διότι μας ζητούν συχνά στο τηλέφωνον ή δια να δοκιμάσουν ή δια να μας ερωτήσουν κάτι ή δια διαταγάς. Ευτυχώς όμως ότι κοιμάμαι αμέσως. Κατά την 3ην πρωινήν ήλθε δια να εγκατασταθή εδώ μια διμοιρία πολυβόλων και μια ομάς ακροβολιστών. Ήταν του 1ου Τάγματος και του λόχου του Στρατή. Όλον το τάγμα αυτό διεσκορπίσθη στα βουνά και αποτελεί γραμμήν ανασχέσεως ή β' γραμμήν. Δια τον Ευστράτιον μου είπαν ούτοι ότι θα αντικατασταθή από σιτιστής. Μου είπε μάλιστα ένας λοχίας ότι όταν ο Στρατής επέστρεψεν εκ Κορυτσάς ήταν πολύ στενοχωρημένος και τούτο διότι εφονεύθη ο έφεδρος ανθυπολοχαγός αδελφός του! Εξεπλάγην, δεν είπα όμως τίποτα. Θα το είπε αυτό ο Στρατής δια να δικαιολογήση κάποια στενοχώρια του.
Κυριακή 16 – 3 – 41
Κατά την 8ην πρωινήν, ενώ συζητούσαμε με τον κ. Ζαχαριάδην, άρχισε να βάλλουν τα πολυβόλα μας από τον αυχένα (εκεί που είναι ο Λεόντιος). Αι οβίδες περνούσαν άνωθέν μας, εσύριζον και έσκαζον ολίγον εμπρός και δεξιά μας, μια όμως έσκασε δίπλα από μίαν σκηνήν μας και εις απόστασιν από εμάς 50 μέτρων. Ευτυχώς όμως δεν κτυπήθη τις. Αμέσως τους τηλεφωνήσαμε και διαμαρτυρηθήκαμε και συνάμα τους ειρωνευθήκαμε. Μας απήντησαν ότι έγινε κατά λάθος. Φαγητόν κρέας (βούδι) με μακαρόνια. Το πυροβολικόν μας εξακολουθούσε να βάζη κατά διαστήματα όλην σχεδόν την ημέραν. Αι οβίδες διήρχοντο άνωθέν μας. Κατά τας 4 μ.μ., άρχισαν να ρίχνουν οι Ιταλοί σε διαφόρους τοποθεσίας και δια τούτο τους εξαποστείλαμε και εμείς μερικά βλήματα (13), μόλις δε τους ερρίξαμε, εσταμάτησαν ούτοι και παύσαμε και εμείς. Το βράδυ δεν εμαγειρεύσαμε. Διήλθον άνωθέν μας μερικά αεροπλάνα. Η διμοιρία των πολυβόλων άρχισεν να εργάζεται δια την κατασκευήν πολυβολείων. Ειργάζοντο όλην την νύκτα. Κίνησις, φασαρίες, φωναί! Δια ύπνον πέσαμε κατά τας 11 μ.μ., και το μεσονύκτιον άρχισαν να ρίχνουν οι Ιταλοί με πυροβολικό, όλμους, ολμίσκους, χειροβομβίδες και πολυβόλα, παρήγετο δε δαιμονιώδης κρότος. Είναι φρίκη .... Ακούγεται ένας συνεχής κρότος. Αμέσως σηκωθήκαμεν και ρίξαμε και εμείς καμιά
δεκαριά βλήματα και έπαυσαν. Τους έρριξαν πολύ και όλμοι του 3ου Τάγματος, διότι εκεί κτυπούσαν οι Ιταλοί. Διατί όμως έγινε αυτό το μπαράζ, δεν εμάθαμε. Εγώ, όταν ρίχνωμεν, κάθομαι στο τηλέφωνον και μεταβιβάζω ό,τι μου λέγει το Τάγμα. Την ημέραν από την σκηνήν έβλεπα τα βλήματα, που έφευγαν από τον όλμον. Πρέπει να είσαι μακράν και όπισθεν αυτού δια να ίδης. Στο τηλέφωνον ήκουσα να ερωτά ο Συνταγματάρχης μας “Τι τρέχει και τι γίνεται; κ.τ.λ.”, από το Κόπεσι. Μετ' ολίγον ήρθε ο Διοικητής της 2ας Πολυβολαρχίας και εκανόνισε με τους άνδρες της διμοιρίας των πολυβόλων πού θα γίνουν πολυβολεία κ.τ.λ., και ετηλεφώνησε στον Ταγματάρχην του. Από όλα αυτά εκοιμήθην πολύ ολίγον.
Δευτέρα 17 – 3 – 41
Ο καιρός είναι νεφελώδης και ολίγον ψυχρός. Έρριξε και ολίγον χιόνι. Από σήμερον θα βγάζωμεν και παρατηρητάς. Το γεύμα είχαμε πρασόρυζο, το εσπέρας κρέας με μακαρόνια. Όλην την ημέραν ήτον απόλυτος ηρεμία. Τηυν νύκτα ηκούσθη δεξιά μας ολίγον κανονίδι. Το εσπέρας ήλθαν οι μεταγωγικοί και μας έφεραν τρόφιμα, σκαμπανικά εργαλεία και γράμματα. Είχα από τον Ευσέβιον Μπιλάλην. Κατά τας 9 μ.μ., ήλθαν ο Ταγματάρχης του 2ου Τάγματος Παράσχος και ο Διοικητής του Λόχου Πολυβόλων Παγκράτης και ζητούσαν στο τηλέφωνον τον κ. Συνταγματάρχην, όστις ευρίσκετο στην χριστιανικήν Γράμποβαν (δεξιά μας), ήτον όμως κόμμενον το καλώδιον του 3ου Τάγματος και δεν ηδυνήθησαν να επικοινωνήσουν. Πήραμε μόνον τα νέα ανακοινωθέντα: Ο Μουσολίλι επανήλθε εις Ρώμην κ.τ.λ. Κατά τας 11 η ώρα περνούσε από τον δρόμον ο Διοικητής και έφυγαν ούτοι (ο δρόμος αυτός απείχε από εμού περί τα 5 λεπτά. Ήταν ο μοναδικός δρόμος από Σεντεπρέντια εις Γράμποβα).
Τρίτη 18 – 3 – 41
Είμεθα επί ποδός από τας 4 μ.μ., διότι εφοβούμεθα επίθεσιν. Παντού αντιλαμβανόμεθα κίνησιν. Αφού και ο Συνταγματάρχης ευρίσκετο εμπρός. Κατά τας 5 π.μ, ανεχώρησε η ομάς των πεζικαρέωςν και εγκατεστάθη ολίγον πιο κάτου, μέσα σε μια μικρή χαράδρα, και έμειναν εδώ τα δύο πολυβόλα. Οι πολυβοληταί ειργάζοντο όλην την νύκτα. Μόλις εξημέρωσε διένειμον το κονιάκ, που είχαν κομίσει οι μεταγωγικοί το εσπέρας, στους άνδρες και έκαναν κέφι. Έως το μεσημέρι απόλυτος ηρεμία. Γεύμα είχαμε φασόλια. Οι μεταγωγικοί μας έφεραν ακόμα 150 δράμια βούτυρον. Η υγεία εβελτιώθη πολύ εδώ, το αποδίδω δε στο βούτυρον και ότι το φαγητόν είναι ολίγον καλύτερον από αυτό, που μας έδιδαν στο Κόπεσι. Έγραψα γράμμα στον Μπιλάλην. Το απόγευμα ερρίχθησαν εκατέρωθεν μερικές βόμβες. Κατά τας 4 μ.μ., άρχισε να χιονίζη. Διά ύπνον πέσαμε νωρίς, μα ετινάχθημεν έξω, διότι εγίνετο συμπλοκή και άλλα στην Γράμποβαν. Ετάχθημεν εις τάξιν μάχης. Εγώ πάντα έμενα στο τηλέφωνον. Οι Ιταλοί έρριξαν και φωτοβολίδας. Όλμοι ολίγον κτύπησαν, περισσότερον ήταν λιανοντούφεκον. Διήρκεσε αυτό περί τα 20 λεπτά. Είπαμε ότι χιονίζει ολίγον. Διετάχθημεν και εβάλαμε φρουρά. Μόλις πήγε να μας πάρηυ ο ύπνος, φωνάζουν: “Στα όπλα”. Είχε αρχίσει ένα μπαράζ προς την 9ην Μεραρχίαν. Χαλασμός κόσμου, χωρίς να γνωριζωμεν τι ακριβώς γίνεται. Έως το μεσονύκτιον, που με πήρε ο ύπνος, κτυπούσαν με την ιδίαν έντασιν... Το εσπέρας μας έφεραν τρόφιμα.
Τετάρτη 19 – 3 – 41
Σηκώθηκαν στας 4 π.μ., εγώ σηκώθηκα στας 7 – 8. Δια γεύμα κρέας με όρυζα, το εσπέρας μακαρόνια. Το χιόνι θα είχε πάχος 10 εκατοσ. Ο καιρός γλύκανε. Έγραψα στην κ. Μαρσέλου και Τριχάκην (Σάββαν, τον μοναχόν). Το απόγευμα έρριξαν οι Ιταλοί μερικές ομοβριντίες προς την Γράμποβαν και τους αποστείλαμε και εμείς μερικά βλήματα. Την νύκτα είχε γλυκάνει ο καιρός και με έτρωγαν πολύ οι ψείρες και η πέτρα και υπέφερα πάρα πολύ. Εκοιμήθην πολύ ολίγον. Επικρατούσε απόλυτος ηρεμία, εκτός μερικών κανονιών, που έπεσον προς την 9ην Μεραρχίαν. Οι
πολυβοληταί ειργάζοντο δια να κατασκευάσουν πολυβολεία.
Πέμπτη 20 – 3 – 41
Σηκώθημεν άπαντες ενωρίς και εκομίσαμε κλαριά και καμουφλάραμε τα αντίσκηνά μας. Τα δένδρα ήταν από το μέρος, που είμεθα θεατοί παρά των Ιταλών, δια τούτο τα μεταφέραμεν την νύκτα. Κατά τας 10 π.μ., μας είπε ο Ταγματάρχης, εάν βλέπωμεν ένα σημείον να βάζαμε, διότι περνούσαν εχθρικά μεταγωγικά. Διότι δεν εφαίνοντο, δεν τους ρίξαμε και διετάχθη και τους έρριξε μερικές οβίδες το πυροβολικόν μας. Μόνον αραιοί πυροβολισμοί ηκούγοντο. Δια γεύμα όρυζα πιλάφι, το εσπέρας μακαρόνια. Τοαπόγευμα διήλθον ημέτερον αεροπλάνον και κάτωθεν ένα εχθρικόν, το οποίον έρριξε κάπου βόμβας. Ηκούγετο το αντιαεροπορικόν μας να του βάζη. Ηκούσθησαν και από τον κομμένον βράχον μερικές ριπές των πολυβόλων μας. Η ημέρα ήτον καθαρή, αλλά με ολίγον κρύον. Την νύκτα δεν μπορούσα πάλι να κοιμηθώ από τις ψείρες, με όλον που άλλαζα τα ρούχα μου. Τα ρούχα μου τα έδωσα εις ένα Αλβανόν δια να τα πλύνουν, με 2 δραχ., το τεμάχιον. Κατά τας
11 μ.μ., μου έδωσαν και ανακοινωθέν. Παρηκολούθησα από το τηλέφωνον πολλές διαταγές του
Συντάγματος κ.τ.λ.
Παρασκευή 21 – 3 – 41
Είχαμε κανονίσει να σηκωνώμεθα πρωί και φέρωμεν ξύλα να καμουφλάρωμεν το παρατηρητήριον, αλλ΄αμας πήρε βαρειά ο ύπνος και δεν ξυπνήσαμε ενωρίς. Μοίρασα στους στρατιώτας ολίγον σαπούνι, σταφίδες και χαλβά. Η ημέρα αίθριος και ήλθαν πολλά εχθρικά αεροπλάνα, τα οποία άλλα έρριχναν προκηρύξεις, άλλα εβομβάρδισαν και άλλα ήταν καταδιωκτικά. Το γεύμα φασόλια, το εσπέρας πρασόρυζον. Το κανόνι κτυπούσε αραιά και προς το μέρος της Γράμποβας. Για μια στιγμή με παρακαλούσε τις στο τηλέφωνον από το χωρίον Σεντεπρέντια να ανακοινώσω κάτι σε έναν λοχίαν των πολυβόλων εκ μέρους του Πουλίου (Στρατή). Του λέγω: “Βρε, δεν πας να χαθείς...” Εξεπλάγη, όταν του είπα ότι “Είμαι εγώ”. Τα είπαμε εν ολίγοις. Μου είπε ότι είναι άρρωστος, αλλά η αρρώστεια του ήταν ότι τον έβγαλαν από σιτιστήν. Έγραψα γράμμα στον Λεόντιον και έστειλα τα δύο περισσά κρύσταλλά μυωπίας, που είχα, στον Χιονίδην. Τα απέστειλα με τον κουρέα μας, όστις ήτον από προχθές εδώ και μας εξύρισε. Μας επεσκέφθη ο επιλοχίας της 2ας Πολυβολαρχίας (από εκεί που τροφοδοτούμεθα), καταγόμενος εξ Αμαλιάδος και είναι πολύ φίλος με τον Ζαχαριάδην. Ήλθε όμως καμουφλαρισμένος με αλβανικήν ανδυμασίαν. Ωμοίαζε πολύ και ήταν σαν ένας λεβέντης Αλβανός. Είπαμε πολλά δια όλα τα πράγματα. Ήταν πολύ μορφωμένος. Το εσπέρας εκοιμήθην πολύ ενωρίς, το τηλέφωνον όμως δεν το άφηνα από το αυτί μου, και, όταν συζητούσαν, ξυπνούσα και παρακολουθούσα όλην την κίνησιν. Πήρα και το ανακοινωθέν. Την νύκτα αντικατεστάθη ο διμοιρίτης της Πολυβολαρχίας κ. Αποστολίδης υπό του ανθυπασπιστού Αγαθαγγέλου.
Σάββατον 22 – 3 – 41
Το πρωί δεν εσηκώθην στας 4, που σηκώθηκαν οι άλλοι και καμουφλάρισαν το παρατηρητήριον. Εσηκώθην στας 6 και εμοίρασα ολίγον κονιάκ στους στρατιώτας. Κατά τας 10 π.μ., έβαζον οι Ιταλοί στο Σεντεπρέντια και διετάχθημεν να τους ρίξωμεν. Μετά την πρώτην βολήν εσιώπησαν ούτοιι και επαύσαμε και εμείς. Εγώ στο τηλέφωνον. Το γέυμα φασόλια, το εσπέρας πατάτες. Όταν γευματίζαμε, έβαζαν αρκετήν ώραν οι όλμοι του 3ου Τάγματος. Μετά το φαγητόν μετέβην στο παρατηρητήριον και είδα με το τηλέμετρον την γραμμήν των Ιταλών. Όλην την κορυφογραμμήν την έχουν γεμάτην πολυβολεία. Δεν είναι όμως όλα γεμάτα, τα πολλά είναι εικονικά, και τούτο δια να μας γελούν και κτυπούμε στα εικονικά. Αλλά με καλά παιδιά έμπλεξαν. Είδον πολλούς Ιταλούς να εργάζωνται ή έτρεχαν να κρυφτούν. Είδον ένα και μετέφερε ένα κιβώτιον και άνωθέν του είχε ένα ολόκληρον δένδρον δια καμουφλάρισμα. Μάλιστα, κατ' αρχάς είχα γυρτόν τον τηλέμετρον και
μου τον έφερε ανάποδα και δεν μπορούσα να εννοήσω τι είναι, ώστε διώρθωσα το τηλέμετρον και διέκρινα καλά. Κατά τας 4 μ.μ., έρριξαν μερικές οβίδες στην Συντεπρέντιαν και όπισθεν της Γράμποβας, έσκαζαν όμως μακριά στους βράχους. Συνηντήθην στο τηλέφωνον με τον Ευστράτιον. Κατά το ηλιοβασίλεμα άρχισαν και έρριξαν οι Ιταλοί μερικές ριπές οβίδων στο Σεντεπρέντια κ.λ.π. Μερικές έπεσαν έως 30 μέτρα μακριά στα σπίτια, που διαμένουν οι μεταγωγικοί μας και τρομάξαμε, διότι νομίσαμε ότι θα κτυπήση τινάς από τους ιδικούς μας, αμέσως δε σπεύσαμε και τους εξαποστείλαμε τρία βλήματα και σταμάτησαν. Μας διέταξε όμως το Τάγμα και τους ρίξαμε άλλα τρία – τέσσερα. Έγραψα εις Γρανέτα και Αρφάνην. Την νύκτα την διήλθον πολύ καλά.
Κυριακή 23 -3 – 41
Το γεύμα κρέας χοιρινόν με φασόλια, το εσπέρας μακαρόνια. Το πρωί ειργάσθημεν δια να σκεπασθούν τα ολμοβολεία. Κατά τας 9 π.μ., ηκούσθησαν να πίπτουν πολλές κανονιές, βαθειά και αριστερά μας προς το Βεράτιον. Ομοίως και βόμβος αεροπλάνων, χωρίς όμως να θεαθούν ταύτα. Το απόγευμα προσέλαβον και έπιπτον με μεγάλην έντασιν αι κανονιαί, βαθειά όμως. Στον κομμένον βράχον εδούλευσε αρκετά το πολυβόλον μας. Κατά το ηλιοβασίλεμα εξέρασε μερικά βλήματα το ημέτερον πυροβολικόν. Το εσπέραν πήρα ασπιρίνην, διότι είχα πονοκέφαλον και με όλον τούτο υπέφερα πολύ την νύκτα, ερρόγχαζε δε και ο Μωραΐτης πολύ. Πόσο είναι δύσκολον να ευρεθούν άνθρωποι να ταιριάζουν στον ύπνον. Με τον Λεόντιον, όταν ήμεθα, εβάζαμε κάτωθεν τα δύο αντίσκηνα και διπλήν την μίαν κουβέρταν, την ετέραν την ρίχναμε άνωθέν μας κατά μήκος και τις δύο χλαίνες τις κουμπώναμε και αυτές άνωθεν. Λοιπόν η κουβέρτα κατά μήκος είναι στενή δια δύο άτομα, εμείς όμως μαζευόμεθα κοντά και σκεπαζόμεθα καλά, πρόσεχε δε ο ένας τον άλλον, όταν ξεσκεπάζετο, και τον σκέπαζε. Όταν όμως είμαι μόνος μου, δεν με χωράει η κουβέρτα. Με ολίγα λόγια, ο χωρισμός του Λεοντίου με στενοχώρησε πολύ. Από όλους εδώ, που είμεθα, μόνον με έναν μπορώ και συζητώ ολίγον σοβαρά. Με όλους, βέβαια, συζητώ, αλλά όχι σοβαρά.
Δευτέρα 24 – 3 – 41
Δια γεύμα πιλάφι, το εσπέρας πατάτες. Έλαβον γράμμα από Καρυδάν και του απήντησα αμέσως. Όλην την περασμένην νύκτα και όλην σχεδόν την τρέχουσαν ημέραν κτυπούσε το κανόνι αριστερά μας και βαθειά. Εις μερικές στιγμές ενόμιζον ότι χαλούσε ο κόσμος από το πολύ μπαράζ. Το απόγευμα άρχισαν και έβαζαν οι Ιταλοί στην Σεντεπρέντια, προσπαθούσαν να κτυπήσουν ένα σπίτι. Θα έρριξαν έως πενήντα οβίδες και δεν κατώρθωσαν να το επιτύχουν. Διετάχθημεν και τους εξαποστείλαμε καμιά δεκαριά βλήματα. Οι φαντάροι και οι αξιωματικοί μας έκαναν σκοποβολήν με όπλα και πιστόλια. Έρριξαν και μίαν χειροβομβίδα. Οι περισσότεροι στρατιώται μας είχαν ιταλικές χειροβομβίδες. Εκοιμήθην χώρια, ολίγον μακριά από τον Μωραΐτην και πέρασα καλά.
Τρίτη 25 – 3 – 41
Ξυπνήσαμε από τας φωνάς ενός εκ των μεταγωγικών μας, ονομαζομένου, Χρήστου Φωβάκη, Κρητός. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Αληθής Ισραηλίτης. Εξαίρετος χαρακτήρ. Ούτος είχε ενδυθή αλβανικά και μας έφερε, λόγω της ημέρας, κρασί, κονιάκ, πορτοκάλια, σταφίδας, χαλβάν, σύκα πακεταρισμένα, από δύο κουτιά τσιγάρα και γράμματα. (είχα από Κλουκίναν, Παπαμιχαλοπούλου και πατέρα μου). Εσηκώθην, διένειμον ό,τι μας έφερε ο Χρήστος, και μας ανέγνωσε, διακοπτόμενος από λυγμούς, την ημερησίαν διαταγήν της Μεραρχίας μας ο λοχίας Καράλης. Ήταν πράγματι πολύ συγκινητικόν. Ευθύς αμέσως ανέγνωσα επισταμένως το άρθρον του Βλάχου, της “Καθημερινής”, εις επήκοον πάντων, και είχαμε ολίγον φοβηθή, διότι τα πράγματα μας εκθέτονται ολίγον ωμά. Η ημέρα είναι ηλιόλουστος. Από τας 9 η ώρα άρχισαν να διέρχωνται και ερευνούν με λύσσαν πολλά εχθρικά αεροπλάνα. Ένα κύμα, που εμέτρησα, ήταν τριάντα, άλλα βομβαρδιστικά και άλλα καταδιωκτικά. Άλλο κύμα τοιούτων είδον να κάνουν κύκλους άνωθεν του Κόπεσι,
Μογλίτσας και με όλα εκείνα τα μέρη. Το εσπέρας επληροφορήθημε από έναν στρατιώτην της Πολυβολαρχίας (από αυτούς, που είχαμε κοντά μας), ο οποίος είχε μεταβή στην Μογλίτσαν, που έγινε δοξολογία και λειτουργία και τους παρασημορφόρησε ο Μέραρχος, ότι τα αεροπλάνα εβομβάρδισαν τον Εφοδιασμόν εκείνον που ήταν στον ποταμόν Δεβόλην και ακριβώς εκεί, που είχα γνωρίσει τον Παπαγεωργακόπουλον. Κατεστράφησαν μερικές παράγκες, εφονεύθησαν έως δέκα και ετραυματίσθησαν τριάντα άνδρες και δέκα περίπου ζώα. (Στην Πάρο μου εδιηγήθη ο Γαβριήλ, ότι έγιναν μεγάλες ζημιές, διότι ούτος ήταν μεταγωγικός και μετέφερε πολεμοφόδια από τον Ανεφοδιασμόν αυτόν στο Ζερέτσι και κομμένην πέτραν. Εάν θα εγνώριζα ότι ήταν εκεί ο Γαβριήλ, ασφαλώς θα εφρόντιζα να τον συναντήσω). Ο στρατιώτης, που επαρασημοφορήθη, είχε ανδραγαθήσει πολλάκις, ονομάζεται Σαμψών. Είναι Πόντιος. Του αξίζει. Στην διμοιρία Πολυβόλων διακρίνονται αυτός και ο λοχίας του, ονομαζόμενος Φράγκος. Στην διμοιρίαν αυτή είναι και ένας στρατιώτης, ονομαζόμενος Παπαδόπουλος (Πόντιος). Ούτος είναι πάντοτε χαρίεις. Έχει κατασκευάσει έναν λόγον και όταν θέλωμεν να γελάσωμεν, φωνάζομεν: “Θέλομεν λόγον”. Τον λέγει. Η κατάληξίς του είναι: “Πάλι με χρόνια, με καιρούς, θα ναι δικά μας (και δείχνει) τα σκατοβούνια”. Κάποτε με εφώναζε και κατόπιν κάτι τον ερωτούσε ένας αξιωματικός και του έλεγε: “Ξεύρει ο κ. Αλεξόπουλος”. Του λέγει και ο αξιωματικός: “Μα τι είναι αυτός ο κ. Αλεξόπουλος και κ. Αλεξόπουλος;”. - Εκείνος είναι δεκανεύς. - Απαγορεύεται – του λέγει – έναν δεκανέα να τον λέγης κύριον – Δεν μπορώ να τον πω αλλιώς – Διατί; - Φοράει γυαλιά. - Δια τούτο; - Όχι μόνον για αυτό, αλλά όλοι έτσι τον λένε. Δεν μου φαίνεται καλά τον τον πω αλλιώς”. Έως τώρα δεν με έχει φωνάξει συνάδελφος “Αλεξόπουλον” ή “κ. Αλεξόπουλε” ή “Βασίλη”. Μας είπε ο Σαμψών ότι την ώραν, που εγίνετο ο βομβαρδισμός στον Εφοδιασμόν, ούτοι έκαναν λειτουργία μέσα σε ένα χωράφι, αλλά τους τύφλωσε η Κυρία Θεοτόκος και δεν τους αντελήφθησαν (τα αεροπλάνα).
Μετά το γεύμα εκοιμήθην. Κατά τας 4 μ.μ., άρχισαν και έβαζαν οι Ιταλοί, οι εμπρός μας, στον κομμένον βράχον, και αμέσως τους ρίξαμε δύο βλήματα. Το ένα έπεσε μέσα σε ένα πολυβολείο τους. Μετά από 5 λεπτά έβαζαν με έντασιν εμπρός, που υπήρχε ένα φυλάκιον και φαίνεται ότι τους αντελήφθησαν οι Ιταλοί. Κτυπούσαν όμως με όλμους. Αμέσως αρχίσαμε και εμείς να τους κτυπάμε. Αρχίζει το πυροβολικόν τους να κτυπά εμάς. Η πρώτη ομοβροντία (τέσσερις οβίδες) 200 μέτρα όπισθέν μας με διασποράν 20 – 30 – 40 μέτρων. Εγώ με τον ανθυπασπιστήν Αγαθέγγελον τρέξαμε και κρυφτήκαμε σε έναν βράχον. Από τον φόβον και τρέξιμον είχα φουσκώσει και δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω. Η δευτέρα ομοβροντίλα έπεσε πιο κοντά. Άρχισε να κτυπά το τηλέφωνον, μα εγώ δεν ήθελα να υπάγω και φώναξα τον άλλον δεκανέα και πήγε στην σκηνήν, μα δεν μπορούσε να συνεννοηθή. Πήγα με φόβον και βρήκα το Τάγμα, αλλά δεν ήταν ο Ταγματάρχης, και εξήλθον του αντισκήνου. Αι άλλαι ομοβροντίαι έπιπτον πιο κοντά. Κτύπησε ο Ταγματάρχης και μου λέγει: “Τι γίνεται; Σας κτυπούν ; - Ναι, ναι, μας κτυπούν, μας κτυπούν – Αι, πίπτουν μακριά”. Του λέγω: Όλο και πλησιάζουν”. Εν τω μεταξύ ακούω και φωνάζουν έξω “Ρίχνουν εγκαιροφλεγείς” και το είπα. “Δεν νομίζω – μου λέγει – να είναι εγκαιροφλεγείς”. Εξήλθον με το τηλέφωνον έξω. Αυτές, που είπαν “εγκαιροφλεγείς” δεν ήταν, παρά εκτύπησαν την κορυφήν του υψώματος και ήλθαν πέτρες εις ημάς και ενόμισαν ότι είναι εγκαιροφλεγείς”. Εις την κορυφήν έπεσαν δύο ομοβροντίαι. Ο όλμος μας όμως τους έβαζε. Έβαζαν και οι όλμοι του 3ου Τάγματος και εστράφησαν εκεί οι Ιταλοί. Θα διήρκεσε η μονομαχία όλμων και ιταλικού πυροβολικού περί το τέταρτον της ώρας, ώστε όλοι οι ολμίται εφοβήθημεν, οι δε πολυβοληταί περιεφέροντο όρθιοι. Διατί τούτο; Μου έλυσε την απορίαν ο λοχίας Φράγκος: Το μέρος, που είμεθα, έχει απυρόβλητον, δηλαδή δεν δύναται να μας εύρη οβίς πυροβολικού, ή θα πίπτουν όπισθέν μας ή θα κτυπούν στην κορυφήν, όπως και έγινε. Δια τούτο δεν εφοβήθησαν ούτοι, καθότι το εγνώριζον. Όλμος όμως δύναται να μας εύρη, διότι πίπτει απολύτως καθέτως. Ώστε το πυροβολικόν δεν πρέπει να το φοβούμεθα, διότι εδώ, που είμεθα, δεν μας ευρίσκει. Το συμπέρασμά μας είναι ότι οι Ιταλοί είδον τους έμπροσθέν μας στρατιώτας και τους έρριξαν με όμους. Μόλις τους κτυπήσαμε εμείς και έπεσε ο όλμος στο πυροβολείον, θα τους εφόνευσε τινάς και εξεμάνησαν. Την δευτέρα φορά, που αρχίσαμε να του ρίχνωμε, είδε ο διμοιρίτης μας μερικούς Ιταλούς να παίρνουν κάτι και να φεύγουν. Υποθέτει ότι θα ήταν όλμος, με τον οποίον κτύπησαν έμπροσθέν μας και ετραυμάτισαν έναν λοχίαν και έναν στρατιώτην. Όταν όμως τους ρίχναμε εμείς, εφοβήθησαν και έφυγον και τότε άρχισε να μας κτυπούν με το πυροβολικόν τους. Όπως και να τα πούμε, εφοβήθην ολίγον. Δραματική και αύτη η ημέρα. Το εσπέρας μας ήλθε ωσάν βόμβα η είδησις ότι η Σερβία προσχώρησε στον Άξονα.
Με όλα τα ανωτέρω και με το κρύο, που είχε και χιόνιζε ολίγον, εκοιμήθην πολύ καλά. Το γεύμα είχαμε κρέας πιλάφι, το εσπέρας πρασόριζον. Έγραψα στην κ. Σοφίαν, στον Γέροντα και Κλουκίναν.
Τετάρτη 26 – 3 – 41
Ημέρα ηλιόλουστος. Το γεύμα κρέας με όρυζα, το εσπέρας μακαρόνια. Κατά τας 12 η ώρα μας ειδοποίησαν ότι ο Κωστάκης με τα δύο του πυροβόλα ευρίσκεται σε τοποθεσίαν, που δεν πρέπει να φανερωθή στον εχθρόν, διότι ευρίσκεται μόνον δια άμυναν εκεί. Λοιπόν, βλέπει εκεί, όπισθεν των γραμμών των Ιταλών, σε κάτι χαράδρας να διαβαίνουν μεταγωγικοί. Μας εδόθησαν τα στοιχεία και εξαποστείλαμεν μερικά βλήματα. Το τρίτον, ως μας είπε ο λεγόμενος Κωστάκης, τους βρήκε και διεσκορπίσθησαν. Τους ρίξαμε μερικά ακόμα Εφονεύθη τις; Δεν γνωρίζομεν. Μετά από 10 λεπτά άρχισαν να κτυπούν με λύσσα αριστερά μας, στο χωρίον Σεντεπρέντια. Έρριξαν αρκετές οβίδες, μα δεν πέτυχαν να κτυπήσουν κάτι. Το απόγευμα μας διέταξαν να ρίξωμεν μόνον δύο βλήματα, διότι ήθελαν να παρατηρήσουν ωρισμένα πράγματα, όμως αμέσως απάντησαν οι Ιταλοί δια του πυροβολικού τους, ρίχνοντας στο Σεντεπρέντια. Επενέβη το ημέτερον πυροβολικόν και έγινε επί αρκετήν ώραν μονομαχία πυροβολικού. Έγραψα στον ιεροδιάκονον Χρυσόστομον. Το εσπέρας ήλθαν οι μεταγιγικοί και έφεραν τρόφιμα. Την νύκτα πέρασα πολύ καλά. Έρριξαν οι Ιταλοί ιαρκετές χειροβομβίδες, δεν ήταν όμως όπως τις άλλες νύκτες, που ήταν φόβος, και τούτι διότι έρριξαν μόνον χειροβομβίδες και ολίγες.
Πέμπτη 27 – 3 – 41
Το πρωί διένειμον ζάχαριν, μερικά φουντούκια και κουρμάδες. Το γεύμα κρέας μακαρόνια, το εσπέρας τυρόν – χαλβάν. Διάδοσίς τις μας είπε ότι οσουνούπω θα αντικατασταθή η Μεραρχία μας, δια να αναπαυθή ολίγον. Κατά τας 9 π.μ., άρχισαν να διέρχωνται πολλά αεροπλάνα. Περνούσαν έως τας 11 η ώρα. Περνούσαν, ξαναπερνούσαν, άλλα ήταν πολύ υψηλά, άλλα χαμηλά, άλλα εφαίνοντο, άλλα ήταν αφανή εις ημάς. Είχαμε αρχίσει να εργαζώμεθα, όπως κατασκευάσωμεν χαρακώματα και αποθήκην δια τα πυρομαχικά, αλλά από τα αεροπλάνα δεν ηδυνήθημεν να εργαστούμε. Από τας 9 έως το γεύμα ήμεθα κρυμμένοι στους βράχους. Από τας 12 (μεσημβρινήν) άρχισε να ακούγεται αριστερά μας έντονον κανονίδι, το οπολίον κτυπούσε αρκετήν ώραν. Περί την
3ην απογευματινήν άρχισε από εμπρός μας κακαρισμός πολυβόλων και αμέσως έρριχναν οι Ιταλοί στον κομμένον βράχον, κατ' αρχάς δια όλμων και πυροβολικού, κατόπιν έρριξαν (αρχίζοντας από όπισθεν κατέληξαν) στην Γράμποβα. Θα έρριξαν ογδόντα έως εκατό βόμβας. Το κακάρισμα των πολυβόλων διήρκεσε πολλή ώρα επιπλέον. Μετά το δείπνον ειργάσθημε ολίγον. Κατά διαταγήν του Συντάγματος, έπρεπε να εγίνοντο γρήγορα χαράκωμα, αποθήκη πυρομαχικών και αμπρί. Αποστείλαμεν στο Τάγμα τον στρατιώτην Μπαρδόσην Χαράλ. (εκ Δοβραίνης Θηβών) δια να υπάγη τεμάχιον από τας οβίδας, που μας έρριξαν εχθές (το είχαν ζητήσει δια να μάθουν τι πυροβολικόν μας κτυπούσε – ήταν των 10) και να φέρη τη αλληλογραφίαν. Είχα από Μπιλάλην και Καρποδίνην. Έγραψα εις Παπα – Δαμιανόν και Κομπούγιαν. Αποβραδύς κτυπούσε αριστερά μας κανονίδι, αλλά κατά τας 11 μ.μ., προσέλαβα τέτοια ένταση, που χαλούσε ο κόσμος και ήταν πολύ κοντά μας.
Παρασκευή 28 – 3 – 41
Ο καιρός ολίγον νεφελώδης. Πολύ πρωί πέρασαν σε πολύ χαμηλόν ύψος τρία ημέτερα αεροπλάνα, τα οποία αμέσως πήγαν στας ιταλικάς γραμμάς. Έρριξαν αρκετάς βόμβας και από πολύ χαμηλά. Τα αντιαεροπορικά τους έβραζαν. Έχουν φαίνεται πολλά. Λοιπόν, βόμβες και από τα αντιαεροπορικά, ενόμιζες ότι χαλάει ο κόσμος. Εβομβάρδισαν δε το μέρος, που ηκούγοντο οι χθεσινές κανονιές. Είναι κοντά στο Τομόρι και Βεράτιον. Το ένα επέστρεψε αμέσως, το δεύτερον διήλθεν άνωθεν της
έδρας της Μεραρχίας μας, έκανε μερικούς κύκλους και ανεχώρησεν. Το τρίτον πέρασε μετά 5 λεπτά άνωθεν της Μεραρχίας, εχαιρέτησε και αυτό. Κατά το διάστημα όμως των 5 λεπτών χάλασε τον κόσμον με τον βομβαρδισμόν του.
Το γεύμα φάγαμε κρέας χοιρινό με πατάτες, το εσπέρας φασόλια. Κατά τας 4 μ.μ., έβαζαν οι Ιταλοί στον βράχον εμπρός μας (χθες εφονεύθη και ετραυματίσθησαν δύο στρατιώται). Αφού κτύπησαν μερικές στον βράχον, εστράφησαν στη Γράμποβα. Θα έρριξαν έως διακοσίας οβίδας στην Γράμποβαν και πέριξ αυτής. Τα περισσότερα βλήματα ήταν όλμοι. Εμάθαμε ότι εκρημνίσθη ένα σπίτι και ετραυματίσθησαν μερικοί. Το εσπέρας, προτού ακόμα δύση ο ήλιος, ανέβαινον δύο στρατιώται. Μου λέγει ο Φράγκος ότι ο εις είναι ο Πούλιος. Γνώριζε ότι θα ήρχετο από εδώ και θα μετέβαινεν στον 7ον, νομίζω, Λόχον. Τον έδιωξαν από τα πολυβόλα και τον έστελναν στον πιο επικίνδυνον λόχον. Εγώ το ενόμισα παράτολμον αυτό, το να διέλθη από αυτόν τον δρόμον εν ημέρα. Και όμως ήταν αυτός. Επαραμείναμεν συζητώντας περί την ώραν, όπισθεν φυσικού προκαλύμματος. Μόλις άρχισε να νυκτώνη, μας ήλθαν και έθεσαν εκεί κοντά μερικές σφαίρες, δεν είχαν όμως καμιά δουλειά με εμάς. Μας επιβεβαίωσεν ότι θα αντικατασταθή το Σύνταγμά μας δια ολίγον καιρόνν και όρισαν που θα μεταβαίναμεν: Εις το χωρίον με τις πολλές λάσπες, προ της Κορυτσάς. Μου έδειξε και επιστολήν, που έλαβε από τον Γέροντα. Μόλις εχωρίσθημεν με τον Στρατήν, ήλθαν οι μεταγωγικοί μας και μας έφεραν τρόφιμα και γράμματα (είχα από τον Αρφάνην). Ομοίως μου έγραψε και ο Λεόντιος κα μου έλεγε ότι κατ' αρχάς είχε καταφέρει τον Λοχαγόν μας να μας άφηνε του Ευαγγελισμού να μεταβαίναμεν στην Μογλίτσαν να κοινωνούσαμε, αλλά κατόπιν εφοβείτο. Ωμίλησε όμως στον Λόχον. Μου είπαν οι μεταγωγικοί ότι ήταν πολύ καλός ο λόγος του. Μου έστειλε δε και όσας επιστολάς είχε λάβει. Ήταν από Μπιλάλην, κ. Σοφίαν, Φιλάρετον, Παπα – Ηλία και Γέροντα. Διότι άργησα να υπάγω στην σκηνήν, δεν ηδυνάμην να τας αναγνώσω έρριξα μόνον μια ματιά στην του Γέροντος. Στο τέλος μας πληροφορούσε τον θάνατον του μακαρίτου αδελφού μας Νικηφόρου. Προς στιγμήν μου ήλθε σκοτοδίνη. Ο Νικηφόρος έπεσεν ενδόξως μαχόμενος!! Αιωνία του η μνήμη! Έκλαυσα πολύ, όσο ποτέ εν τη ζωή μου. Τα πάντα μοι εφαίνοντο σκοτεινά. Η νυξ ήταν εφιαλτική. Έγραψα στον π. Ιερόθεον, Μπιλάλην, Καρποδίνην.
Σάββατον 29 – 3 – 41
Διένειμον ζάχαριν, φουντούκια, σταφίδας και σύκα, πακεταρισμένα. Την ζωήν την αντιλαμβάνομαι διαφορετικήν. Σκληρόν πράγμα ο πόλεμος! Ενθυμούμαι όλας τας πράξεις του Νικηφόρου. Όταν θυμάμαι και τον εις Ποψίσταν χωρισμόν μας... Ούτε με ένα βλέμμα δεν μας αποχειρέτησε ο ευλογημένος. Κλαίω, κλαίω πολυ, που με πονά ο λαιμός μου. Και λέγω τόσο τον αγαπούσα και δεν το εγνώριζα; Αιωνία σου η μνήμη, αδελφέ μου... Σε ζηλεύω, ήθελα να είμαι κοντά σου. Η ψυχούλα σου θα πτερουγίζη. Ασφαλώς θα έχης υπάγει στον Γέροντα Αβραάμ. Διότι σε γνωρίζω. Πιστεύω ότι η συνείδησίς σου θα είναι καθαρά και δια τούτο επέτρεψε η Θεία Πρόνοια να φύγης μπροστά από εμάς. Δεν θα παραβλέψη τους κόπους σου και τας ιδιαιτέρας σου ευχάς, που κάθε βράδυ διάβαζες από εκείνο το μικρόν προσευχητάριον, που είχες. Δεν γνωρίζω ποιο ήταν το τέλος σου... Υπόφερες; Δεν έχει, βέβαια, καμιά σημασία ο τρόπος του σωματικού θανάτου. Δεν εμποδίζει την ψυχήν να γίνη υπόπτερος. Εύχου και δι' εμέ, αδερφούλη μου. Τα δάκρυά μου είναι δάκρυα χαράς. Ως οράς, σε αγαπούσα. Αιωνία σου η μνήμη.
Εμελέτησα επισταμένως τας επιστολάς και άρχισα να γράφω του π. Ηλία, μα δεν με άφηναν τα δάκρυα. Δρέψε, Νικηφόρε, τους καρπούς των κόπων σου. Ας όψεται ο Μουσολίνι. Άρχισα δε να σκέπτωμαι οι άλλοι αδελφοί τι να γίνωνται, ο Γαβριήλ, ο Σάββας, ο Βασίλειος, ο Φιλάρετος. Φρικτόν πράγμα ο πόλεμος! Τα καλά όμως “πόνοις κτώνται”. Θα κοπιάσωμεν και ημείς, δια να είναι ο βίος ησύχιος και ειρηνικός, εάν ζήσωμεν. Εάν όχι ημείς, αυτοί που θα ζήσουν. Έως το μεσημέρι περνούσαν αεροπλάνα συχνά, εγώ όμως δεν τους έδωκα σημασίαν και πολλάκις με φώναζαν τα παιδιά να καλυφθώ. Γεύμα είχαμε μακαρόνια, το εσπέρας φασόλια. Το απόγευμα έγραψα του Φιλάρετου και Αρφάνη.
Τας απογευματινάς ώρας έρριξαν οι Ιταλοί μερικάς βόμβας στην Γράμποβαν και Σεντεπρέντια. Το εσπέρας εκοιμήθην ενωρίς. Την νύκτα εξύπνησα πολλάκις. Κατά τας 10 μ.μ., μας έρριξαν μερικές οβίδες. Στας 12 μας ειδοποίησε το Τάγμα ότι ομιλεί το μεγάφωνον βορείως της Γράμποβας
και να προσέχαμε, εάν το ακούγαμε. Εγώ δεν εσηκώθην, αλλά δεν το ήκουσαν ούτε οι άλλοι. Έρριξαν μερικές ομοβροντίες οι Ιταλοί στο Σεντεπρέντια. Κατά τας 4 π.μ., άρχισε να χαλά ο κόσμος από το κανονίδι αριστερά μας. Διήρκεσε έως τας 6 το πρωί. Το μεγάφωνον το έχει φέρει το Σύνταγμά μας, όταν ήμεθα εμείς στο Κόπεσι. Πρώτοι άρχισαν και ωμίλησαν οι Ιταλοί. Σε δύο - τρεις ημέρες το σκάρωσαν και οι δικοί μας. Μου είχε διηγηθή ένας αξιωματικός ότι, όταν το πρωτοέβαλαν και ωμίλησε, έψαλε το “Του αετού ο γιός”. Μόλις το ήκουσαν οι Ιταλοί, υπέθεσαν ότι τους γίνεται επίθεσις και άρχισαν να ξερνούν ό,τι είχαν και δεν είχαν. Πυροβολικό, όλμοι, ολμίσκοι, χειροβομβίδες, πολυβόλα κ.τ.λ. (Ασφαλώς θα ήταν, όπως έρριχναν κάποτε, που παρεξηγήθησαν μόνοι τους). Μόλις, λοιπόν, σταμάτησαν, άρχισε και τους έψαλλε το μεγάφωνον και τους είπε ό,τι έπρεπε στην ιταλικήν. Σήμερον επληροφορήθημεν ότι στην Σερβίαν έγινε επανάστασις και ανέλαβεν ο μικρός Πέτρος κ.λ.π.
Κυριακή 30 – 3 – 41
Το πρωί τινάχθην επάνω από τους παταγώδεις βόμβους έξη αεροπλάνων ιδικών μας, τα οποία πετούσαν χαμηλά και, αφού τους τάραξαν από βομβαρδισμόν (προς το Βεράτιον πάλι), ανεχώρησαν κατά δύο κύματα ανά τρία. Έως τη μεσημβρίαν πέρασαν μερικά αεροπλάνα μαινόμενα (ιταλικά). Το γεύμα πιλάφι, το εσπέρας τίποτα. Το απόγευμα το πέρασα όλο στην σκηνήν, διότι αδιαθετούσα. Κατά την 5ην απογευματινήν ήλθαν και γύριζαν πολλά αεροπλάνα, γύρισαν μερικήν ώραν και ανεχώρησαν. Στο τηλέφωνο μας ήλθε το καλαμπούρι ότι πέθανε ο Μουσολίνι, εγώ όμως δεν το επίστευσα. Το εσπέρας μας είπε ο ταγματάρχης μας ο κ. Σούμπασης, εάν ήτον καλά να έφερναν το μεγάφωνον εδώ, να το έβαζαν στην κορυφήν, να τους ωμιλούσε, εμείς όμως δεν τον αφήσαμε, διότι μπορεί να μας έβαζαν και μετά δεν θα μας άφηναν ησύχους. Και εάν έφερναν και μας έρριχναν με όλμους; Θα έπρεπε πλέον να φεύγαμε. Δια τούτο το μετέφεραν και τους ωμίλησε από ένα φυλάκιον. Εμείς μόλις το ακούσαμε, ήμεθα όμως εν εγγρηγόρσει, διότι αναμέναμεν να μας βάλουν, αλλά δεν έρριξαν τίποτα. Το ανακοινωθέν δεν ανέφερε τίποτα δια τον Μουσολίνι. Ανέφερε ότι έγινε ναυμαχία στην Μεσόγειον, με αποτέλεσμα την καταβύθισον επτά ιταλικών πολεμικών. Εκοιμήθην αργά, ύπνωσα όμως ενωρίς.
Δευτέρα 31 – 3 – 41
Τους διένειμον την ζάχαριν από τριάντα πλακίδια, ολίγην σταφίδα, ένα πακέτο σύκα και ολίγας ελαίας. Ειργάσθημεν και ετελείωσε η αποθήκη πυρομαχικών. Πέρασαν μερικά αεροπλάνα. Το γεύμα είχαμε χοιρινόν, μα ήταν λύσσα από τη αλμύραν και δεν έφαγα, το εσπέρας φασόλια. Εγνωρίσθην στενώς με τον στρατιώτην Γέρου Αίαν, εκ Κριεκουκίου Ερυθρών. Του ανέφερα ότι είμαι μοναχός και τα λοιπά. Ήταν πολύ καλός. Είχαν αρχίσει οι συνάδελφοι να υποπτεύωνται ότι ίσως να είμαι μοναχός. Ο Λεόντιος το είχε φανερώσει και διότι βλέπουν ότι έχομεν στενάς σχέσεις εικάζουν ότι θα είμαι και εγώ. Από τας πρώτας ημέρας, που ήλθαμε στο ύψωμα, είχε έλθει ο λοχαγός μας Ψαρακάκης (παρέλειψα να το γράψω και δεν ενθυμούμαι την ημέραν). Ούτος, λοιπόν, για μια στιγμή μου λέγει ότι “Θέλω έναν καλόν δεκανέα δια να τον έχω σιτιστήν”. Εγώ του απήντησα ότι είναι το μόνον πράγμα, που απεχθάνομαι (αυτό το είχα φοβηθή και κληρωτός, όταν ήμουνα), του συνέστησα δε τον Λεόντιον και του είπα ότι εκείνος είναι εγγράμματος, έχει κάνει ενωματάρχης κ.τ.λ. “Μα βρε – μου λέγει – αυτός είναι καλόγερος. Αυτόν εννοείς;” Εξανέστη ο λοχίας Καράλης και λέγει: “Κύριε Λοχαγέ, δεν έχετε εννοήσει δια ποίον σας λέγει”. Εγώ του λέγω: “Σας είπε ο ίδιος ότι είναι μοναχός;” Τα έχασε προς στιγμήν ο Λοχαγός, έπειτα μου λέγει: “Βρε, μήπως είσαι και εσύ καλόγηρος; - Τι σε νοιάζει”, του λέγω. “- Και αν είσαστε – μου λέγει – σας συγχαίρω, είστε αξιέπαινοι”. Του είπον ότι ο Λεόντιος δύναται και ομιλεί, δια τούτο τον έβαλε και ωμίλησε του Ευαγγελισμού. Τα παιδιά εγνώριζαν ότι ψάλλω και πολλάκις μου έλεγαν να ψάλλαμε, αλλά καμιά φορά δεν ήταν καθαρός ο λάρυγξ μου από το πολύ κρύο και ποτές δεν μπορούσα να ψάλω. Δια οτιδήποτε θρησκευτικήν απορίαν με ερωτούσαν, έχω δε αρχίσει τώρα τελευταίως και τους ελέγχω και βλέπω ότι προκύπτει ωφέλεια, ενώ από τα αρχάς τους ωμιλούσα σύμφωνα με το
πνεύμα τους. Κατά διαλείμματα κτυπούσε το κανονίδι αριστερά μας. Προς το βραδάκι πέρασαν τρία αεροπλάνα, τα οποία, ως φαίνεται, εβομβάρδισαν πάλιν τον Εφοδιασμόν. Το εσπέρας άρχισε να πνέη ένας διαμονιώδης άνεμος, που αναγκάσθημεν να θέσωμεν μεγάλας πέτρας δια να συγκρατήσωμεν τα αντίσκηνα. Είχε και αρκετόν ψύχος. Κατά την 12ην νυκτερινήν ανέφερεν ο διμοιρίτης μας στον Ταγματάρχην ότι εντός του εδάφους του εχθρού φαίνεται δέσμη προβολέως, ερευνώσα το εσωτερικόν τους. Περί την 1ην – 2αν π.μ. Άρχισε ένα μπαράζ προς το μέρος του Τομόρι. Με έπιασε ρίγος. Έφεγγε όλο το μέρος από τας λάμψεις. Πραγματική κόλασις. Επληροφορήθημεν ότι ενήργησα επίθεσιν οι δικοί μας και κατέλαβον τρία υψώματα του Τομόρι και ότι απομένει ακόμα ένα δια να πέσουν στον κάμπον του Βερατίου. Είχαν όμως οι δικοί μας πολύ πυροβολικόν. Ο αέρας εξακολουθούσε με μεγαλυτέραν έντασιν. Μας έχωσε μέσα στα χώματα.
Τρίτη 1 Απριλίου 1941
Ξύπνησα από τας φωνάς των συναδέλφων μου, οι οποίοι προσπαθούσαν να γελάσουν ο εις τον άλλον. Πρωτοαπριλιά! Το γεύμα πατάτες, το εσπέρας φασόλια. Η ημέρα βροχερή, όλο δε το απόγευμα έβρεχε. Φαίνεται όμως ότι κάτου στα χωριά βρέχει και εδώ στα βουνά ή χιόνι θα ρίχνη ή κοκοσέλι. Επέδρασε αυτό ο καιρός και έλιωσε πολύ τα χιόνια από τα γύρωθεν βουνά μας. Κατά τας
8 μ.μ., μας ειδοποίησε ο Ταγματάρχης ότι θα ωμιλούσε το μεγάφωνον στην Σεντεπρέντια σε ελληνικήν. Προσέξαμε, μα δεν διακρίναμε τι έλεγε. Φαίνεται ότι είναι μικράς εντάσεως. Πτωχή Ελλάδα! Με τους μεταγωγικούς έλαβον δέμα, αποσταλέν παρά της κ. Σοφίας Παπαμιχαλοπούλου, περιείχε δε ένα φακόν, δύο ρινάλ (φάρμακον), το ωρολόγιόν μου, χαρτοφάκελα, ολίγην βαζελίνην και καραμέλες. Το εσπέρας ήλθε ο Λοχαγός των όλμων του 30ού Συντάγματος δια να κάμη αναγνώρισιν, γεγονός ότι θα αντικατασταθώμεν από την πρώτην γραμήν. Έλαβον επιστολήν από Ευσέβιον Μπιλάλην. Έγραψα εις Παΐσιον και Ευάγγελον Αλεξόπουλον στην Τρίπολην.
Τετάρτη 2 – 4 – 41
Η ημέρα ηλιόλουστος. Διένειμον την ζάχαριν, σύκα και σταφίδας. Έγραψα στην κ. Σοφίαν και Μπιλάλην. Πέρασαν μερικά ιταλικά αεροπλάνα, έκαναν αρκετές βόλτες και έφυγαν. Πότε – πότε ηκούετο από καμιά κανονιά και καμιά ριπή πολυβόλου. Το απόγευμα διήλθε εν ησυχία, μόνον πέρασαν μεμονωμένα αεροπλάνα. Το εσπέρας μετέβην με τον φίλον μου Αίαν στην Γράμποβα. Νόμιζα ότι, συναντώντας τον ιερέα του χωριού (είπαμε ότι είναι χριστιανοί), θα μπορούσε να μας αγόραζε ή ολίγον βούτυρον ή αυγά ή τίποτα άλλο. Δυστυχώς όμως ούτε τον ιερέα συναντήσαμε ούτε τίποτα ευρήκαμεν. Μας συνήντησε ένας επιλοχίας ενός λόχου, γνωστός μου, και μου λέγει: “Πού είναι το κράνος σου; Πού το όπλο σου; Για παιχνίδια παίρνετε την κατάστασιν;” Είχε, βέβαια, δίκαιο. Η ζωή των ανθρώπων, που παραμένουν εντός του χωριού (στρατιωτών),. Είναι μαρτυρική. Δεν δύνανται ούτε δια την χρείαν τους να εξέλθουν. Μόλις θα προβάλουν έστω και το κεφάλι τους έξω, ή πυροβολικό θα τους βάλη ή πολυβόλον, πάντοτε δε έχομεν θύματα στο χωριό αυτό. Εισήλθομεν εις μίαν οικίαν και μου ήλθε να κάμω εμετόν από την βρώμαν. (Σαν να ήταν φυλακή, όπως οι φυλακισμένοι την παλιά εποχή). Καθώς συζητούσαμε με έναν συνάδελφόν, από τας ιταλικάς γραμμάς εξήλθε φλόγα. Αμέσως ο συνάδελφος μας σπρώχνει και μας ρίχνει σε ένα παρακείμενον χαράκωμα. Πήγα να σπάσω τα μούτρα μου, η οβίς όμως έσκασε εμπρός του κομμένου βράχου, μπορούσε όμως να ήρχετο και σε ημάς. Από όλα αυτά εφοβήθημεν (είδα πολλά πράγματα, μα πως να τα γράψω;) και αναχωρήσαμεν εν σπουδή. Ο πατριώτης μου επιλοχίας μου είπε προχθές στο Τομόρι το πυροβολικό μας έρριξε 5.000 βόμβες και ότι η διεθνής κατάστασις δεν είναι καλή και ότι δεν θα γίνη αντικατάστασις του Συντάγτατός μας.
Πέμπτη 3 – 4 – 41
Μόλις εσηκώθην άλλαξα καιι έδωσα τα ρούχα μου να τα πλύνουν. Πολλά πρωί διήλθον άνωθεν ολίγα αεροπλάνα, χωρίς να γνωρίζωμεν, εάν είναι ιδικά μας ή ιταλικά. Μετά από μίαν ώραν πέρασαν περι τα είκοσι ιταλικά. Φαγητόν είχαμε μακαρόνια, αλλά, λόγω που το λίπος ήταν χαλασμένο, δεν φάγαμε. Ούτε και το εσπέρας. Κατά τας 4 μ.μ., πέρασαν πάλι μερικά ιταλικά αεροπλάνα. Το απόγευμα με ειδοποίησε ο Λοχαγός μας, εάν ήθελα να πήγαινα εκεί να ψάλλαμεν τους “Χαιρετισμούς”. Κατ' αρχάς του είπον και “Διατί να μην φέρωμεν τον ιερέα να κάμη και λειτουργία το Σάββατον δια να κοινωνήσωμεν;” Μου λέγει: “Δεν ξεύρεις ότι δεν έρχεται; Ενώ, άμα έλθης, θα ψάλωμεν με την ησυχίαν μας κ.τ.λ.” Εν τω μεταξύ εσκέφθην: “¨Να με παρακαλούν;” Και του λέγω με προθυμίαν ότι “Θα έλθω”. Εκανονίσαμεν να τους διαβάσωμεν Παρασκευήν εσπέρας, επομένως εγώ έπρεπε να μετέβαινον εκεί ή απόψε ή αύριον πολλά πρωί. Κατά τας 6 η ώρα άρχισαν και έβαζαν οι όλμοι του 3ου Τάγματος. Αμέσως μας διέταξεν ο κ. Ταγματάρχης μας, από τον Λόχον μας (εκεί που θα μεταβώ), όπως τους ρίξωμεν πέντε βλήματα εκ διαλειμμάτων. Μόλις αρχίσαμε, άρχισε και έβαζε το πυροβολικό τους με λύσσα, όμως στην Γράμποβα, αμέσως δε ενεφανίσθησαν περί τα δεκαπέντε αεροπλάνα βομβαρδιστικά ιταλικά. Διήλθον άνωθεν της Γράμποβας και επροχώρησαν στο εσωτερικόν μας. Περί την 8 μ.μ., ανεχώρησα με τον Ζαχαριάδην. Εγώ μεν θα μετέβαινον στον αυχένα, ούτος δε θα παρέμενε στο Σεντεπρέντια. Μετέβην στην οικίαν, που διαμένουν οι μεταγωγικοί μας, όπως παραλάβω τινά επιστολήν, εάν θα υπήρχε τοιαύτη, ούτοι όμως απουσίαζον, ίνα παραλάβουν τρόφιμα και τα μεταφέρουν. Ανέμενον εκεί έως τας 9 και μισή. Συνεζήτησα αρκετά με τον οικοκύρην, όστις, μεταξύ των άλλων, μου είπε: “Το Τεπελένι το πήρατε; - Όχι”. Εκούνησε το κεφάλι του κ.τ.λ. Εν τω μεταξύ άρχισε να κτυπά το ιταλικόν πυροβολικόν εκεί που επρόκειτο να μεταβώ. Τον ερωτώ “Εάν άλλοτε κτυπούσε εκεί” και μου είπε “Προ ενός μηνός κτυπούσε πολύ εκεί”. Μετά άρχισαν να ρίχνουν στο χωριό. Εξέμεσαν μερικές ριπές και σταμάτησαν. Τι φόβο όμως έχου οι καημένοι οι Αλβανοί!... Έχουν πολλά σπίτια τους καταστραφή και πολλοί φονευμένοι. Προχωρώντας πιο κάτου δια να βρω τον δρόμον, έπεσα επάνω στον Φωβάκην και στην οικίαν, που στεγάζεται η Πολυβολαρχία, που μας τροφοδοτεί. Εκεί ήταν και ο διμοιρίτης μου με τον επιλοχία. Τα είπαμε. Αβεβαιότης δια την αύριον κ.τ.λ. Μουέδωσαν έως μισήν οκά χαλβάν, μου έδειξαν τον δρόμον και ανεχώρησα. Μόλις προχώρησα, συνήντησα το πυροβολικόν να μετακινείται. Κατ' αρχάς ήταν ο Διοικητής τους και, όταν με είδε, μου λέγει: “Σεις είστε ο κ. Αξιωματικός, που θα μας οδηγήση; - Όχι – Τι νέα κ.τ.λ.” Καθώς συζητούσαμεν, κρημνίζεται ένα ζώον τους. Τον ακούω: “Παναγία μου!! Δεν προσέχετε, βρε παιδιά!” και έτρεξε να βοηθήση να σηκώσουν το ζώον. Εγώ συγκινήθην, όταν ήκουσα και είδα αυτήν την πράξιν!! Εκάθησα και εγώ δια να φορτωθή το ζώον. Έως να εξέλθω του χωριού, περνούσε το πυροβολικόν. Αυτό διέμενεν όπισθεν του αυχένος και από χθες ανεχώρησεν μεταβαίνον προς την 9ην Μεραρχίαν και διότι δεν πρόφθασαν παρέμειναν εδώ. Μόλις άρχισε να νυκτώνη, συγκεντρώθησαν δια να αναχωρήσουν γρήγορα, δια να προλάβουν να υπάγουν στον σκοπόν τους. Οι Ιταλοί όμως τους αντελήφθησαν και δια τούτο έρριξαν στο χωριό απόψε. Τους πέτυχαν στο σωρό, αλλά ούτε μια μύτη ενός ζώου δεν ελύθη, μόνον δύο ζώα αφηνίασαν και τους έφυγαν.
Εξήλθον του χωρίου και ανερχόμουν προς τον περιβόητον αυχένα. Σε ένα μέρος πήγα να λιγοθυμήσω και τρόμαξα να περάσω από την πολλή βρώμα. Ήταν ζώα ψόφια και διότι δεν δύνανται να τα θάψουν, ο δε καιρός ζέσταινε και αποσυντίθεντο. Μόλις επρόκειτο να έστριβον δεξιά, άρχισαν και περνούσαν μερικοί χιονοδρόμοι. Μετέβαιναν και ούτοι στην 9ην Μεραρχίαν. Θα εγίνετο την επομένην επίθεσις. Εβάδιζον δε γρήγορα δια να ξεφύγουν το επικίνδυνον αυτό μέρος. Προχωρώντας πιο πέρα (είναι μικρόν λεκανοπέδιον και είναι όλο λάκκοι από τας οβίδας – ο θάνατος ενεδρεύει) και στους πρόποδας μικρού λόφου, συνήντησα τον σκοπόν του Πυροβολικού. Του είπον να μου υποδείξη τον δρόμον δια τους όλμους. Μου λέγει: “Ίσια πέρα και θα τους βρης”. Ήταν χωριάτης Μακεδών. (Από το Πυροβολικόν έως τους όλμους θα είναι διάστημα 300 – 350 μέτρων και δρόμος 10 λεπτών). Προχωρώντας πιο πέρα είδα μια πηγή και ηκολούθησα ένα μονοπάτι, το οποίον με ωδήγησε εμπρός από τους όλμους. Γύρισα εδώ, γύρισα εκεί, μα τίποτα. Εις μίαν στιγμήν ήκουσα βήματα. Σταματούσα να ακούσω, σταματούσαν και αυτοί. Με τα πολλά συνηντήθημεν με ένα στρατιώτην, Λιάκον ονομαζόμενον. “- Πως τέτοια ώρα; Τι νέα κ.τ.λ. - Σας κτύπησε το πυροβολικόν; - Δυστυχώς ναι, με θύμα τον Μητσόπουλον” (είναι ο στρατιώτης, που εγνώριζε τους δρόμους του Κόπεσι). Μου λέγει: “Μόλις φθάσης στην κορυφήν της παρειάς να φωνάξης. Είναι ο Κ¨ωστας και ο Μουστάκας σκοποί”. Θα είναι περί τα 100 μέτρα το διάστημα
αυτό, βρήκα τους σκοπούς και ήταν γαζωμένος ο δρομάκος από τις οβίδες. Μόλις φτάνω στην κορυφήν και προτού να προλάβω να φωνάξω, με φωνάζουν: “Αλτ! Αλτ!”. Εάν δεν τους φώναζα με το όνομά τους, δεν θα γλύτωνα, θα με πυροβολούσαν. Είχαν τρομοκρατηθή και από τον φόνον του Μητσοπούλου. Όταν έφτασα εδώ, η ώρα ήταν περισσότερον από 12, ίσως να ήταν μισή. Όλα τα παιδιά ήταν θλιμμένα και κανείς τους δε εκοιμάτο. Ο Λεόντιος διέμενε με τον λοχίαν Μαρσέλον. Πολύ καλός άνθρωπος, και περνούσαν καλά. Επόμενον ότι θα λέγαμε πολλά. Κατά τας 3 η ώρα π.μ., τον εφώναξαν και μετέβαινε με μερικούς άνδρες έως όπισθεν του αυχένος και παρέδωσε εκεί τον νεκρόν του Μητσοπούλου, εγώ δε εκοιμήθην με φόβον και τρόμον έως τας 6 το πρωί. Το Σύνταγμα είχε διατάξει να έβαζαν οι όλμοι όλοι από πέντε βλήματα δια να έκαμε ωρισμένας παρατηρήσεις. Πρώτα έρριξε ο Νάκος (3ον Τάγμα), μετά εμείς και ταυτοχρόνως και οι από εδώ. Ενταύθα όμως είχε έλθει και ο Ταγματάρχης μας. Επειδή δε τούτοι οι όλμοι δεν φράνουν να κτυπήσουν τα μετόπισθεν του εχθρού, έστειλε το ένα στοιχείον με τον όλμον του αρκετά εμπρός και από εκεί να τους εξαποστείλη πέντε βήματα. Κατερχόμενοι όμως από εκεί, τους είδαν οι Ιταλοί, ώσπου να ετοιμάσουν δε οι δικοί μας ολμοβολεία και να ρίξουν, νύκτωσε και με το πρώτον βλήμα εφάνη η λάμψις. Άρχισαν να τους βάζουν οι Ιταλοί. Η πρώτη ομοβροντία έπεσε εδώ, που μένουν οι ολμίται. Μία έσκασε 30 μέτρα αριστερά της σκηνής του Λοχαγού, εν συνεχεία δε εγάζωσαν όλο το μέρος του δρόμου. Θα ΄ρριξαν έως ογδόντα οβίδες. Ο όλμος τα τέσσερα βλήματα έρριξε, διότι πλησίαζαν κοντά του αι οβίδες, και έφυγαν. Ο Μητσόπουλος με μερικούς άλλους διέμενον εκεί κοντά ως φυλάκιον. Είχαν αμπρί, τηλέφωνον κ.λ.π. Όταν πλησίαζαν προς τα εκεί αι οβίδες, όλοι εισήλθον στο αμπρί και είπαν του να εισέλθη και ούτος. Τους ειρωνεύετο και έλεγε:: “Εάν είναι από του Θεού, ας έλθη”. Σκάζει, λοιπόν, η οβίς εις παρακείμενον εκεί δένδρον. Του σπάζει τα πόδια και όλα τα εντόσθια και γεννητικά μόρια. Έζησε 10 λεπτά. Όταν μετέβη μετά ο Λεόντιος εκεί, είχε εκπνεύσει. Τον μετέφεραν στην σκηνήν του Λοχαγού. Την νύκτα τον πέρασαν στον αυχένα, την επομένην στο Κόπεσι. Έγινε κανονική κήδευσις. Αιωνία του η μνήμη! Ήτον έγγαμος, με τρία παιδάκια. Μακεδών, το δε γένος γύφτος. Την επομένην είδα να στέλνη ο Λοχαγός τα πράγματά του στην σύζυγόν του. Ο μακαρίτης πάντοτε γελούσε.
Παρασκευή 4 – 4 – 41
Από τας 6 η ώρα άρχισαν να κτυπούν τα κανόνια, που ήταν κοντά μας. Στας αρχάς έρριξαν αρκετές, κατόπιν έρριπτον κατά διαστήματα και σχεδόν όλην την ημέραν. Έρριξαν όμως και οι Ιταλοί μερικά μπαράζια, μα έπεσαν αριστερά μας, σε χαράδρες. Όλην την ημέραν άπαντες ήμεθα φοβισμένοι και παραμέναμε στα καταφύγια. Το μέρος αυτό έχει απυρόβλητον, όπως είναι το ιδικόν μας ύψωμα. Δηλαδή δεν το βρίσκει οβίς πυροβολικού. Έχει όμως δένδρα και με χονδρούς κορμούς έχουν σκεπάσει τα καταφύγια και ως εκ τούτου είναι πάλι καλά. Εμείς δεν έχομεν δένδρα. Από απόψεως τοπίου εδώ είναι το ιδανικόν. Ελβετία. Γεμάτο από πεύκα, υψώνεται δε αμέσως ένα βουνό απότομον και χιονισμένον,ι που νομίζει τινάς ότι ευρίσκεται στας κορυφάς των Άλπεων (καθώς τα έχω ιδή στην Μεγάλην Εγκυκλοπαιδείαν). Κατά τας 10 π.μ., επληροφορήθημεν ότι η 9η Μεραρχία (τμήματάς της) κατέλαβον ένα ύψωμα, δια τούτο μετέβαινε εκεί το Ορειβατικόν Πυροβολικόν και οι χιονοδρόμοι του 30 Συντάγματος, που συνήντησα εχθές την νύκτα. Αεροπλάνα πέρασαν πολλάκις και πολλά. Το απόγευμα χαλούσε ο κόσμος προς την Γράμποβαν. Θα ήταν περί τα δέκα. Κατήρχοντο εις χαμηλόν ύψος, έρριχναν οβίδας και πολυβολούσαν. Διήρκεσε αυτό επί ώραν. Ετραυματίσθησαν μερικοί και εφονεύθησαν πέντε – έξη άνδρες. Ο Λεόντιος, αφού πήγε έως τον αυχένα, ενετάλη να παρευρεθή στην κηδείαν και μετέβη στο Κόπεσι. Έγινε μεγαλόπρεπη κηδεία κ.τ.λ. Ο Λεόντιος είχε αφήσει τα γένεια και μόλις τον είδε ο Συνταγματάρχης του λέγει: “Διατί δεν ξυρίζεσαι; - Είμαι καλόγηρος – Γρήγορα να ξυριστής”. Του λέγει και ο ιερεύς: “Πήγαινε ξυρίσου, διότι εάν σε ίδη πάλι, δεν αποκλείεται να σε εκιώξη από τους όλμους και να σε αποστείλη στα φυλάκια”. Και ούτως, περί την 3ην απογευματινήν, μου ήλθε με στριμμένον τον μύστακα και γιαλισμένην καφελήν, και ενώ έφυγε από εδώ εν πλήρει πωγωνοφορία, επέστρεψε φρεσκοξυρισμένος. Πολλοί εκ των στρατιωτών κατεφέρθησαν κατά του Συνταγματάρχου. Είπαμε, όπως ηδυνήθημεν, τα καθ' έκαστον με τον Λεόντιον κ.λ.π. Ομοίως είπομεν πολλά με τον κ. Λοχαγόν και Χιονίδην.
Κατά τας 6 μ.μ., συγκεντρώθημεν κοντά εις εν καταφύγιον. Εκρεμάσαμε εις ένα δένδρον μίαν μικράν εικόνα της Κυρίας Θεοτόκου. Κρέμασαν και μερικοί εκ των στρατιωτών εκ των εικόνων, που είχε έκαστος. Ανάψαμε σπαρματσέτα και είχαμε και θυμίαμα. Μετά το “Βασιλεύ”, τρισάγιον κ.τ.λ., εψάλαμε με τον διδάσκαλον (εκ Κρήτης – είχε πολλήν ευλάβειαν στην Κυρίαν Θεοτόκον) τας καταβασίας “Ανοίξω το στόμα μου”, κατόπιν το “Τη Υπερμάχω” όλοι μαζί. Την πρώτην στάσιν την ανέγνωσε ο Λεόντιος, την δευτέραν εγώ, την τρίτην ο διδάσκαλος και την τετάρτην ένας στρατιώτης. Το “Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε” το ελέγαμε όλοι μαζί. Το “Τη Υπερμάχω” εκ τρίτου και “Την ωραιότητα”. Τας ευχάς “Άσπιλε κ.τ.λ.” και απόλυσις. Μας έβαλε ο Λοχαγός και εκάμαμε ενός λεπτού σιγήν δια τον Μητσόπουλον. Ήταν πολύ κατανυκτικά, όλοι ευχαριστήθημεν. Το σπουδαίο είναι ότι, ενώ εμείς ψάλλαμε, τα κανόνια μας από δίπλα εξέμεσον χάλαζαν πυρός. Το μπαράζ αυτό διήρκεσε αρκετήν ώραν ακόμη. Συνέβαλε εις το να είναι συγκινητική αυτή η απλή τελετή και ο θάνατος του Μητσόπουλου. Πολλοί στρατιώται έκλαιον, όταν τον ενθυμούντο. Ο Λεόντιος είχε προετοιμαστεί να ωμιλούσε, αλλά δεν ήτον κατάλληλος η περίστασις.
Αφού έφαγον ολίγον τυρόν, ανεχώρησα μαζί με τον κουρέα μας δια την Διμοιρίαν μας. Καθ' οδόν πέσαμε πολλάκις κάτω, διότι βλέπαμε λάμψεις και νομίζαμε μήπως έλθουν εις ημάς αι οβίδαι, αλλά τας έρριχναν προς το μέρος της 9ης Μεραρχίας. Σε εμάς εδώ δεν έρριξαν, ούτε στον αυχένα. Επικρατούσε απόλυτος ηρεμία. Στον δρόμον συναντήσαμε πολλούς μεταγωγικούς, πληροφορίας δε πολλάς, αορίστους, συγκεχυμένας. Στο ύψωμα αφίχθημεν περί την 11ην μ.μ. Δεν ε/ιχαν κοιμηθή, με ανέμενον. Τους είπον τα περί εμέ και αυτοί τα δικά τους. Ήταν τρομοκρατημένοι από τα αεροπλάνα, διότι περνούσαν περί τα 100 μέτρα του υψώματος και έρριχναν προς την Γράμποβαν και 9ην Μεραρχίαν. Ο Ανθυπασπιστής μας ήταν προς την κορυφήν, σε ένα πολυβολείον, και ήλθε κυλώντας στα αντίσκηνα, έλεγε δε να προσέχωμεν, διότι, εάν μας ανακαλύψουν, αλλοίμονόν μας. Οι πολυβοληταί είχαν στήσει τα πολυβόλα προς άμυναν. Δηλαδή άλλαξαν τα πράγματα. Είχαν γράμμα από Κλουκίναν, Διά;κον, Δάφνην και Κομπούγιαν.
Σάββατον 5 – 4 – 41
Κατά τας 9 π.μ., άρχισα να γράφω γράμματα, μόλις δε άρχισα ήλθαν αρκετά ιταλικά αεροπλάνα. Κατήλθον εις χαμηλόν ύψος άνωθεν της Γράμποβας και 9ης Μεραρχίας, έρριξαν βόμβας και πολυβολούσαν. Εμείς άπαντες προσπαθούσαμε να αφομοιωνώμεθα απολύτως με το έδαφος. Οι πολυβοληταί πήγαν και ανέμενον στα πολυβόλα, εάν δε μας επείραζαν, θα τους έρριχναν. Επανήλθον δύο – τρεις φορές ακόμα, όχι όμως με των πρώτην έντασιν. Το γεύμα είχαμε φασόλια χωρίς βούτυρο, ήλθε όμως καμουφλαρισμένος ένας μεταγωγικός και μας έφερε βούτυρον, κονιάκ, σταφίδα, ολίγον σαπούνι, χαλβάν και κεφαλότυρον. Το εσπέρας μακαρόνια. Το απόγευμα ήλθαν αεροπλάνα πάλιν προς την 9ην. Το κανόνι κτυπούσε πολύ. Τα ιδικά μας έβαζαν από το πρωί. Κατά τας 5 μ.μ., προσπαθούσαν οι Ιταλοί να κτυπήσουν τα κανόνια μας και έρριξαν αρκετές οβίδες στον αυχένα, αλλά δεν κατώρθωσαν τίποτα, ενώ τα ημέτερα κτυπούσαν έως την νύκτα. Έγραψα στον Χρυσόστομον και Κλουκίναν. Έλαβον από Μπιλάλην ένα δέμα από κάρτες. Την νύκτα όλη η κορυφογραμμή των Ιταλών εφαίνετο ως πυροτέχνημα από τα πυρά, που έρριχναν. Ξερνούσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν φωτοβολίδας. Ποιος ο σκοπός τους; Δεν γνωρίζομεν. Ήταν όμως ένα πανόραμα. Ζητήσαμεν να τους ρίξωμεν και δεν μας επέτρεψαν.
Κυριακή 6 – 4 – 41
Εσηκώθημεν υπό βόμβων των ιταλικών αεροπλάνων, τα οποία διήλθον άνωθέν μας και μετέβησαν προς την 9ην Μεραρχίαν, ήταν δε αρκετά. Παρά του λόχου Φράγκου έμαθον ότι την νύκτα διήλθεν εκ του αυχένος μας ο Ευστράτιον και μετέβαινεν δια υπηρεσίαν στο Κόπεσι. Όταν προχθές έγινε ο βομβαρδισμός εξ αεροπλάνων, ούτος είχε τρυπώσει σε δύο δένδρα, αλλά η ψυχή του πήγε στην Κούλουρη. Πλησίον του έκειτο χαμαί ο ανθυπολοχαγός Αποστολίδης και του εγαζώθη η χλαίνη από τις σφαίρες, χωρίς αυτός να πάθη ούτε ένα ελάχιστον. Το κανονίδι κτυπούσε αραιά – αραιά. Τα γεύμα και δείπνον δεν είχαμε τίποτα Το 3ον Τάγμα συνέβαλε τριάντα αιχμαλώτους. Το εσπέρας
ειργάσθημεν άπαντες δια την κατασκευήν καταφυγίου. Ήλθαν οι μεταγωγικοί. Είχα γράμμα από την εξαδέλφην μου Βενετίαν και από Μιχαλάν. Έγραψα στον Γέροντα, Δάφνην και Μπιλάλην. Κατά τας 11 μ.μ., επληροφορήθημεν την κήρυξιν του πολέμου της Γερμανίας προς την Ελλάδα, Σερβίαν κ.τ.λ. Έκαστος δύναται να εικάση τι θα ελέχθη, διότι ευρίσκοντο και άλλοι αξιωματικοί ενταύθα. Όλοι είχαμε στενοχωρηθή πάρα πολύ. Εγώ είχα βράσει νερόν και με τον παγούριον έκανα κομπρέσες και έβαλα επάνω στο συκώτι και στόμαχόν μου, διότι με πονούσαν. Δεξιά μας έγινε συμπλοκή και κτύπησαν πάλι αρκετά τα όπλα με το συνηθισμένον πλέον μπαράζ. Κατά την 2αν μεταμεσονύκτιον άρχισε να γίνεται χαλασμός κόσμου από τα κανόνια κ.τ.λ. Φωτοβολίδες έπεσαν πολλές. Δεν ηκούγετο άλλο τι, εκτός από “μπουμπουου, μπουμπουου ...”. Ταύτα εγίνοντο στο 1736 (εκεί που εφονεύθη ο Νικηφόρος). Το πρωί επληροφορήθημεν ότι ενήργησαν επίθεσιν εκεί οι Ιταλοί, αλλ' απεκρούσθησαν από τους δικούς μας.
Δευτέρα 7 – 4 – 41
Το πρωί, μετά την διανομήν της ζαχάρεως και σταφίδας, επεδόθημεν στο σκέπασμα του καταφυγίου. Δια γεύμα είχαμε κρέας με κρεμμύδια, το εσπέρας όρυζα. Το κανόνι κτυπούσε κατά διαστήματα. Έρριξαν μερικές στην Γράμποβα, το πολυβόλον όμως από εμπρός μας κτυπούσε πολύ. Την ημέραν αυτήν την διήλθομεν εν μεγάλη αγωνία, ελλείψει νέων της εξελίξεως της διαμορφωθείσης καταστάσεως, λόγω του πολέμου με την Γερμανίαν. Άπαντες είμεθα στενοχωρημένοι. Ο Ταγματάρχης μας μας είπε ότι εις πλείστα σημεία του μετώπου παρατηρηταί μας βλέπουν να μεταφέρουν εν σπουδή προς τα όπισθεν τους Εφοδιασμούς τους οι Ιταλοί. Εκ τούτου εικάζεται ότι φοβούνται πλευροκόπησιν από τους Σέρβους. Το εσπέρας διήλθεν εκ του αυχενίσκου μας το πυροβολικόν, όπερ προ ημερών είχον συναντήσει και μετέβαινεν εις ενίσχυσιν της 9ης Μεραρχίας. Ως νέον μας είπαν ότι η 9η κατέλαβε τέσσερα – πέντε υψώματα. Και ούτοι άπαντες ήταν κατηφείς, ένεκα της αβεβαιότητος. Κατά την 3ην πρωινήν ετινάχθημεν επάνω από τον δαιμονιώδη κρότον του τηλεφώνου. Καλούσε ο Ταγματάρχης. Πρόκειται να γίνη εγχείρημα (θέλουν να συλλάβουν Ιταλόν δια πληροφορίας και, αν μας ζητηθή ενίσχυσις, θα βάλωμεν αμέσως πυρά, καθώς και το πυροβολικόν μας). Αμέσως ετάχθημεν εις τάξιν μάχης. Αναμέναμε έως τας 6 το πρωί, αλλά η δια φωτοβολίδος ενίσχυσις δεν εζητήθη. Ηκούσθησαν μόνον μερικοί τυφεκιοβολισμοί. Από την Γράμποβαν το 3ον Τάγμα έρριξε τρεις όλμους. Το κρύο μαζί με την ψιλήν βροχήν είναι δαιμονισμένο, δια τούτο το στρώσαμε πάλι στον ύπνον.
Τρίτη 8 – 4 – 41
Ξύπνησα κατά τας 1 π.μ. Ο αέρας είναι δαιμονισμένος και έχει πολύ κρύο. Δια γεύμα είχαμε ρεβύθια, το εσπέρας μακαρόνια. Εγώ οσάκις έχουν μακαρόνια ή όρυζα δεν τρώγω, αρκούμαι εις ένα τέιον. Ζάχαρη έχω αρκετήν. Προχθές έστειλα και του Λεοντίου μερικήν. Θα έχω μια και μισή οκά. Δίνω πάντοτε τα τσιγάρα μου και παίρνω ζάχαριν. Η αβεβαιότης εξακολουθεί, ελλείψει νέων. Περί την 1 μ.μ., άρχισαν κα έβαζαν οι Ιταλοί με πυροβολικόν και όλμους δεξιά μας, τους απήντησε όμως το πυροβολικόν μας. Έως το εσπέρας εξηκολούθησε η μονομαχία των όπλων αυτών. Έρριξαν αρκετές και σε εμάς και στο Σεντεπρέντια. Εκεί εφονεύθη εις Αλβανός και ένα βόδιον και ετραυματίσθησαν δύο μικρά παιδιά. Όλην την ημέραν εξακολουθούσε να βρέχη και ο αέρας με το κρύο, το οποίον εδυνάμωσε έτι περισσότερον. Το απόγευμα μετέφεραν οι άνδρες ξύλα δια να σκεπάσουν καλύτερα το καταφύγιον. Κατόπιν κατήλθομεν στον αυχενίσκον, ο οποίος απέχει από τα αντίσκηνα περί τα 200 μέτρα, διέρχεται δε ο δρόμος Σεντεπρέντιας προς Γράμποβαν κ.λ.π. Όταν θέλαμε να μάθωμεν τίποτε, ερχόμεθα εδώ και ερωτούμεν τους διερχομένους συναδέλφους και μας λέγει ό,τι γνωρίζει έκαστος. Εδώ στο Μέτωπον δρα το πρακτορείον “αρβύλας”, την έχομεν δε ονομάσει την τοποθεσίαν αυτήν “Παραλίαν”. Ολίγα μέτρα όπισθέν της υπάρχουν ημικατεστραμμένα χαρακτώματα, τα οποία χρησιμοποίησαν οι Αγγλογαλλοσέρβοι το 1918, διότι και τότε το Μέτωπον εδώ ήταν για πολύν καιρόν στάσιμον. Υπάρχουν και ημιβυθυσμένοι πελώριοι λάκκοι, οι οποίοι έχουν γίνει από το βαρύ πυροβολικόν των. Η Γράμποβα ήταν κωμόπολις με
πεντακόσια περίπου σπίτια και κατεστράφη τότε. Τώρα ζήτημα είναι, εάν θα έχη εβδομήντα –
ογδόντα σπίτια.
Στο Μέτωπον εδώ λέγουν δεν έχουν ενεργήσει άχρι του νυν επίθεσιν οι Ιταλοί, διότι φοβού΄νται τον από έμπροσθέν μας κομμένον βράχον, όστις είναι γεμάτος πολυβολεία, τα οποία δεν δύνανται να καταστρέψουν, καθ' ο βράχοι. Οι Ιταλοί έχουν όμως τον κώνο, όστις βλέπει όλα τα μέρη της γραμμής και δεν τολμάμε να κινηθούμε την ημέραν. Την κορυφογραμήν, που έχουν οι Ιταλοί, την είχαν καταλάβει οι δικοί μας, αλλά οι περισσότεροι άνδρες αμέλησαν και έπεσαν στο πλιάτσικο, πράγμα, όπερ αντελήφθησαν οι Ιταλοί, και ενεργήσαντες αντεπίθεσιν το ανακατέλαβον ευχερώς και συνέλαβον και μία διμοιρίαν πολυβόλων, που λέγουν ότι ήταν του Μπάλα, αιχμαλώτους.
Υπνώσαμε ατά τας 2 π.μ., διότι κατά τας 11 μ.μ., μας έδωσε ο Ταγματάρχης μας το ανακοινωθέν της 1ης ημέρας του Γερμανοελληνικού πολέμου. Ευχαριστήθημεν, διότι τους κρατά εκεί ακόμα η γραμμή Μεταξά κ.λ.π. Το σπουδαίο είναι ότι με την κήρυξιν αυτού του πολέμου, ο Χαϊλέ Σελασιέ εισήρχετο στην Αντίς Αμπέμπα. Ήλθαν μεταγωγικοί. Είχα γράμμα από Αργυράκην, Μπιλάλην (και κάρτες) και από Δημ. Μαύρην.
Τετάρτη 9 – 4 – 41
Ξύπνησα κατά την 6ην πρωινήν. Διένειμα την ζάχαριν, σύκα πακέτο, τυρόν και ολίγον χαλβάν. Ο καιρός είναι βροχερός και έχει αρκετόν κρύον. Κατά τας 9 π.μ. Άρχισαν και μας έρριχναν οι Ιταλοί. Έρριξαν αρκετές οβίδες, μας διέταξαν όμως και τους αποστείλαμεν και εμείς μερικά βλήματα. Τα πολυβόλα κακάριζαν όλην την ημέραν. Έγραψα στον Μπιλάλην, Αργυράκην και Μαύρην. Το εσπέρας έπεσα δια να υπνώσω ενωρίς, αλλά μόλις κατεκλίθην, μας ειδοποιεί ο Ταγματάρχης ότι έχει σαφείς πληροφορίας ότι οι Ιταλοί είναι έτοιμοι όπως μας επιτεθούν απόψε, καθ' ότι ο καιρός βοηθούσε, ων ομίχλη. Όθεν πρέπει να προσέξωμεν πολύ. Μας έδωσε τα στοιχεία δια τας φωτοβολίδας, με τας οποίας θα μας εζητείτο η ενίσχυσίς μας κ.τ.λ. Εμείς εδώ πάντοτε ρίχνομεν με τον έναν όλμον, “Νίκ用αριθ. 255. Τον έτερον τον ονομάζομεν “¨Ελευθερία”, έχει δε αριθ. 126. Απόψε μας είπε ότι πρέπει να βάλωμεν προς το μέρος, που είναι εστραμμένη η “Ελευθερία” (ούτος ήταν ο ημέτερος όλμος). Διότι δεν της είχαμε εις την βάσιν της βάρος και μόλις θα ρίχναμε, θα μετακινείτο, με όλον δε το σκότος, που ήταν, καταφέραμε με έναν στρατιώτην και σχίσαμε ένα τσουβάλι, το γεμίσαμε χώμα και το θέσαμε επάνω στην βάσιν και δεν είχαμε πλέον φόβον να μας πέση προς τα εμπρός. Ωρίσαμε φρουρούς και περίπολον να προσέχουν κ.τ.λ. Οι πολυβοληταί είχαν και ούτοι ετοιμάσει τα πολυβόλα τους. Κατά το μεσονύκτιον άρχισαν να κτυπούν κατ' αρχάς τα πολυβόλα και αμέσως οι όλμοι και οι χειροβομβίδες. Πυροβολικόν δεν ηκούσθη. Εμείς ήμεθα έτοιμοι και αναμέναμεν φωτοβολίδας, μας λέγει όμως ο Ταγματάρχης: “Εμπρός, τι αναμένετε; Διατί δεν τους ρίχνετε;”. Είπε όμως και ερρίξαμε πάλι με την “Νίκην” και όχι με την “Ελευθερίαν”, διότι από το μέρος, που βάζει η “Νίκη”, ρίχνουν οι Ιταλοί. Για 5-7 λεπτά τους ρίξαμε περί τα τριάντα βλήματα και μόνον με τον έναν όλμον. Μόλις παύσαμε, δεν ηκούγετο τίποτα από τους Ιταλούς. Ο Ταγματάρχης ήταν όλο χαρά και μας συνεχάρη. Του είπαμε αν μας δώση νέον τι του Μακεδονικού Μετώπου, δεν γνωρίζει όμως τίποτα. Κακός οιωνός. Κατά τας 2 π.μ., κτύπησαν αρκετά αριστερά μας, χωρίς όμως να μάθωμεν τι έγινε. Απόψε ο καθένας μας θα πέσαμε κάτω και από δέκα φορές από τις λάσπες. Απαίσιος τόπος, “σκατοβούνια”, που μας έλεγε ο Παπαδόπουλος.
Πέμπτη 10 – 4 – 41
Ξύπνησα κατά τας 10 π.μ. Το κρύον είναι δυνατόν και χιονίζει. Στενοχώριαι εις πάντα δια την αβεβαιότητα, πάντως όμως αναμένομεν ότι θα δοθή κάποια λύσις. Ή θα αναχωρήσωμεν από εδώ ή αιχμάλωτοι θα πιαστούμε, κάτι το περιπετειώδες αναμένομεν. Το πρακτορείον “αρβύλας” λέγει πολλά, μα πού να τα γράψη κανείς..... Έως το εσπέρας είχαμε απόλυτον ησυχίαν και ο Ταγματάρχης μας μας λέγει: “Βρε, δεν θέλετε να έχουν φύγει οι Ιταλοί; - Και πού το ξεύρεις, κύριε Ταγματάρχα; - Δεν φαίνεται καμιά κίνησις, αλλά και δεν ακούσθησαν να κτυπούν”, μας είπε δε ότι ο σερβικός στρατός κοντεύει να φτάσει στο Δυρράχιον. Φευ! Απίστευτον. Έλεγε δε πως θα στείλη
περίπολον να πάη στας γραμμάς να ιδή. Δεν μάθαμε όμως τι έκαμε.
Φαγητόν είχαμε φασόλια – όρυζα. Το απόγευμα βρήκαμε τον Λοχαγόν μας και μας μάλωσε δια τα πυρομαχικά, που καύσαμε,, ότι είναι πολλά κ.τ.λ. Και αυτοί βασανίζονται εκ της αβεβαιότητος. Κατά το βραδάκι το πρακτορείον “αρβύλα” άρχισε να μας πασάρη ανησυχηστικάς ειδήσεις, άρχισε δε και το ιταλικόν πυροβολικόν και πολυβόλα να μας χαιρετούν. Δεν βλέπαμε όμως τίποτα από την πολλήν ομίχλην. Έρριξε και αρκετόν χιόνι. Κατά τας 9 μ.μ., κατήλθομεν στον αυχενίσκον μας, βλέπουμε δε στρατόν να φεύγη. Τι να τρέχη; Φεύγουν νοσοκομεία, μαγειρεία κ.τ.λ. Άπαντες οι συνάδελφοι αμίλητοι. Κακά μαντάτα! Παρά των μεταγωγικών μας πληροφορούμεθα ότι ίσως οπισθοχωρήσωμεν. Κατά διαστήματα έβαζαν και στον αυχένα οι Ιταλοί (Οσάκις περνούσε στρατός πολύς από τον αυχένα, οι Ιταλοί βάζουν προς τα εκεί, και εικάζεται ότι κάποια προδοσία γίνεται παρά των Αλβανών). Βλέπομεν πάντα ένα φως στην Γράμποβα, μα δεν μπρούν να ανακαλύψουν πού είναι. Άπαντες είμεθα άγρυπνοι. Οι πολυβοληταί αναμένουν στα πολυβολεία τους (κατά διαταγήν του 3ου Τάγματος). Εγώ έλαβον επιστολήν από Σαρρήν, παπά – Δαμιανόν και από θείαν μου Ιωάνναν.
Κατά την 1 μεταμεσονύκτιον ήλθαν οι τηλεφωνηταί και πήραν την μίαν γραμμήν του καλωδίου – διότι είχε δύο – του τηλεφώνου (Οι Ιταλοί λέγουν έχουν μηχάνημα, με το οποίον μπορούν από αρκετά μακριά να παίρνουν και ακούν, ό,τι λέγομεν εμείς στο τηλέφωνον, όταν όμως έχη δύο καλώδια, δεν δύνανται να κλέψουν. Δια τούτο ουδέποτε, όταν τηλεφωνούσαμε, αναφέραμε τον τόπον διαμονής μας κ.λ.π. Το εδικόν μας τηλέφωνον είχε αριθ. 24. Το Τάγμα είχε σ.τ., το Σύνταγμα σ.τ. Εκεί, που είναι ο Λεόντιος λέγονται “οι όλμο锨και ούτω καθεξής).
Παρά των τηλεφωνητών επληροφορήθημεν ότι η Ρώμη και το Βερολίνον ανήγγειλαν ότι κατελήφθη η Θεσσαλονίκη. Άσχημα πλέον μαντάτα! Στενοχωρίαι και ανησυχίαι. Ο σκοπός μας ανήγγειλε ότι προς Γράμποβαν ρίχνουν φωτοβολίδας, δεν ήταν όμως δια εμάς. Κτύπησαν αρκετήν ώραν προς το μέρος εκείνο τα πολυβόλα και πυροβολικόν. Κατά τας 4 π.μ., άρχισε πάλι να χαλά ο κόσμος από τα μπαράζια. Καθιστός, όπως ήμουν, άνοιξα την θύραν του αντισκήνου και κοίταξα προς το Τομόρι. Με όλον όπου χιόνιζε, ήταν ένα πανόραμα να βλέπει κανείς. Το μπαράζ αυτό υπερέβαινε κάθε προηγούμενον. Φρικτόν πράγμα ο πόλεμος! Σκέπτομαι τι θα γίνεται στο μέρος εκείνο, που είναι γεμάτον χιόνι, και να εξακολουθή να χιονίζη, να υποχρεώνεσαι να επιτίθεσαι ή σου επιτίθενται. Θα τιμωρηθούν οι αίτιοι του Πολέμου, αλλά και εμείς, εάν, βέβαια, ζήσωμεν. Ανεξερεύνητοι αι βουλαί του Υψίστου! Παρηγορούμαι ενθυμούμενος τους παλαιούς πολέμους του Ισραήλ, ότι παραχωρούνται ούτοι δια παιδαγωγίαν των ανθρώπων. Πρόσφατον παράδειγμα έχομεν την αμαρτωλόν Γαλλίαν. Θα συμβή το όμοιον και εις ημάς; Κύριος οις κρίμασιν οίδε. Γενηθήτω, Κύριε, το θέλημά Σου!! Ζηλεύω κα μακαρίζω τον Νικηφόρον, παρακαλώ δε τον Θεόν να οικονομήση να γίνη ό,τι ειναι συμφέρον της ψυχής μου, φοβούμαι όμως και δεν θέλω να τραυματιστώ ή και συλληφθώ αιχμάλωτος. Εάν είναι να έρθη, τον ικετεύω να είναι μια και καλή. Σύ, Κύριε, γινώσκεις κάλλιον ημών. Γενηθήτω το θέλημά Σου.
Το εσπέρας οι μεταγωγικοί παρέλαβον, όπως μεταφέρουν στον Λόχον μας ό,τι παριττά πράγματα έχομεν. Από τα δυσάρεστα νέα κ.τ.λ., σκέψεις δεν υπνώσαμε καθόλου.
Παρασκευή 11 – 4 – 41
Το πρωί το χιόνι ήταν αρκετό εις πάχος, εξακολουθούσε δε να χιονίζη όλην την ημέραν. Το κρύον είναι έτι περισσότερον δριμύ. Το αντίσκηνό μας έτρεχε. Το μεσημέρι είχαμε κρέας με μακαρόνια, το εσπέρας μακαρόνια. Το κανόνι κτυπούσε προς τα αριστερά μας έως το μεσημέρι. Δια την νυκτερινήν επίθεσιν επληροφορήθημεν ότι την ενήργησαν οι Ιταλοί και κατέλαβον τα τρια υψώματα, που τους είχαν πάρει οι δικοί μας προ ημερών. Είναι δραματική δια όλους μας και αύτη η ημέρα, ένεκα της αβεβαιότητος. Φήμαι ότι θα οπισθοχωρήσωμεν, ότι οι Γερμανοί προχώρησαν πολύ στην Ελλάδα κ.τ.λ. Το εσπέρας μας είπε ο Ταγματάρχης ότι θα γίνη εγχείρημα την νύκτα και να έχουμε τον νουν μας μήπως μας ζητήσουν βοήθεια. Θέλει να κάμη ωρισμένας παρατηρήσεις ή και συλλάβη τινά Ιταλόν. Εγώ και ο Ανθυπασπιστής πέσαμε δια ύπνον πολύ ενωρίς. Την νύκτα ήλθε ο Καράλης και τον ακούω να λέγη: “Πού να κοιμηθής σε αυτό το ψυγείο;” Πραγματικά είναι ψυγείον. Μας είπε και ό,τι έμαθε στον αυχένα μας, που πήγε. Η Σερβία συνθηκολόγησε. Η
κυβέρνησίς μας έπεσε. Στην Θεσσαλονίκην πήγαν περί τα τετρακόσια γερμανικά αεροπλάνα και έρριξαν προκηρύξεις μόνον, χωρίς να βομβαρδίσουν, και ότι θα συνθηκολογήση και η Ελλάς κ.τ.λ. Εξακολουθεί δε να χιονίζη.
Σάββατον του Λαζάρου 12 – 4 – 41
Τελευταία ημέρα εδώ. Εσηκώθην κατά τας 10 π.μ. Αι νυφάδες (καθώς ενθυμούμαιι ότι τας λέγει ο θείος Χρυσόστομος – και να είχα να μελετήσω ολίγον Χρυσόστομον!!) της χιόνος εξακολουθούν να πίπτουν. Θα έχη πάχον άνω των 50 εκατοστών και κρύο, κρύο!!! Κατά τας 11 π.μ., μας είπε ο Λοχαγός μας ότι ο Λόχος μας (αυτοί που είναι στον αυχένα) θα αναχωρήσουν το βράδυ σας 7 η ώρα. Φευ!! “- Εμείς, κύριε Λοχαγέ;” Δια εμάς θα έστελνε ζώα το Τάγμα, θα αναχωρούσαμε, θα περνούσαμε από εκεί (τον αυχένα) και θα ξεκινούσαμε όλοι μαζί. Αποστείλαμε δύο στρατιώτας δια υπηρεσίαν στον Λόχον και έγραψα στον Λεόντιον ότι εάν τυχόν δεν συναντηθώμεν, θα προσπαθήσωμεν να ανταμώσωμεν στην Θεσσαλονίκην και από εκεί κατευθυνθώμεν εις Άγιον Όρος. Τους στείλαμε τους στρατιώτας ημέρα, διότι είναι ομίχλη, εξακολουθεί δε να χιονίζη. Ετοίμασα τα πράγματά μου και συνεδέθην και εγνωρίσθην έτι περισσότερον με τον στρατιώτην Γέρου. Κατά το απόγευμα το κρύο εδυνάμωσε πολύ. Τα παγούρια μας κρυστάλλιασαν.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40 (28.10.1940 – 11.6.1941)
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου