Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
4. Στο Μέτωπο
Τρίτη 28 – 1 – 41
Μετά το ρόφημα, σταφίδας και σιγαρέτα, άπερ μας έδωσαν, διεδόθη ότι είκοσι άνδρες θα προσκολλώντο στον λόχον μηχανημάτων, δια τούτο είχον συγκίνησιν και αγωνίαν μήπως χωριζόμουν από τον Λεόντιον, παρακαλούσα δε τον Κύριον να οικονομούσε να εγίνετο ό,τι το καλύτερον και συμφέρον της ψυχής μας. Κατά τας 10 η ώρα έρχεται εις δεκανεύς και λέγει “Οι δύο δεκανείς να πάρουν τα πράγματά τους και να κατέλθουν στα μαγειρεία, διότι θα υπάγουν στους όλμους”, επρόσθεσε δε ότι ο λόχος, εις ον προσκολλώμεθα, είναι ο καλύτερος λόχος του Συντάγματος και ότι άχρι του νυν δεν έχει φονευθή τις εκ των ανδρών του, μολονότι έλαβον μέρος εις όλας τας επιχειρήσεις. Αποχαιρετήσαμεν εν συγκινήσει τους συναδέλφους, συγκινήθημεν δια τον χωρισμόν μας εκ του πνευματικού αδελφού κ. Σαχά και κατήλθομεν στα μαγειρεία. Μας κατέγραψαν, μας έδωσαν όπλα, φυσίγγια, ξίφος, μάσκα, τυρόν δια το εσπέρας, τσιγάρα, και αφού γευματίσαμε μακαρόνια σούπα, αναχωρήσαμε κατά τας 11 π.μ., δια το χωρίον Μογλίτσα, το οποίον απέχει περί τας δύο ώρας και είναι έδρα του Συντάγματός μας. Συνοδόν είχαμε έναν λοχίαν. Ενώ επορευόμεθα, μας εδιηγείτο διάφορα περιστατικά. Ο δρόμος ήτον πολύ ανώμαλος και περνούσαμε όλο χαράδρες. Παντού έβλεπες ερριγμένα ψόφια ζώα. Στο χωρίο Μογλίτσα αφίχθημεν κατά τας 3 μ.μ. Εκτελέσαμε τρεις – τέσσερις στάσεις. Ο καιρός ήτον καλός. Εις μίαν στάσιν, που αναπαυόμεθα, ήλθον μερικά εχθρικά αεροπλάνα και, αφού έκαμαν μερικές βόλτες, έρριξαν μερικάς βόμβας δια να κτυπήσουν τους εργάτας, που ήταν δια την κατασκευήν της αμαξιτής οδού. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω αεροπορικόν βομβαρδισμόν. Εμείς είχαμε προσκολληθή στο έδαφος και ήμεθα ακίνητοι.
Στο χωρίον μας ανέμενε εις ανθυπολοχαγός δια να μας εκπαιδεύση στον χειρισμόν των όλμων. Ούτως μας ετοποθέτησε και τους εικοσιέξη σε ένα δωμάτιον, με δύο όμως τζάκια. Φροντίσαμε και οικονομήσαμε ξύλα και είχαμε όλην την νύκτα φωτιά. Την βραδιάν αυτήν υπέφερα αρκετά, διότι οι συνάδελφοι και σύνοικοι ήταν οι πλείστοι Αθηναίοι και Πειραιώται και φωνάζανε, αλλά ερρόγχαζαν, μα πολύ, που ήταν ένα απαίσιον πράγμα. Με όλον δε ότι διετηρείτο η φωτιά, το κρύο
ήταν δριμύτατο και κρυώναμε πολύ.
Τετάρτη 29 – 1 – 41
Κατά τας 9 π.μ. συνεκεντρώθημεν έξωθεν του δωματίου, που διέμενεν ο Αξιωματικός. Ευρίσκετο εκεί αλώνιον και άρχισε να μας διδάσκη, αφού προηγουμένως μας έκαμε εισήγησιν δια τον ευατόν του, τον λόχον των όλμων, δια τους όλμους κ.λ.π. Ούτως είναι δημοδιδάσκαλος, εκ Βεροίας. Ωνομάζετο Κάρτας. Έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις στας μάχας που έδωσε το Σύνταγμα, ήδη δε δεν ηκολούθησε τον λόχον του (όστις είχε παραμείνει στο χωρίον αυτό επί 20ήμερον προς ανάπαυσιν και χθες ανεχώρησε δια την πρώτην γραμμήν), διότι είναι ασθενής από ρευματισμούς και θα εκπαιδεύη και ημάς. Μαζί του είχε και έναν λοχίαν βοηθόν. Ούτος κατήγετο εκ του Πόντου, διέμενε δε στην Έδεσσαν. Ήτον της κλάσεως 1931. Επολέμησεν εις όλας τας μάχας. Αμέσως άρχισε να μας διδάσκη. Το κανονίδι εδώ ηκούγετο πιο κοντά μας, κατά διαστήματα δε ηκούγετο, πολύ βαθειά όμως, και πολυβόλον. Δια συσσίτιον μας είχαν προσκολλήσει στον Λόχον Διοικήσεως, όστις απείχε από ημάς περί τα 10 λεπτά, και κατά τας 11 π.μ., μετέβησαν εκεί μερικοί άνδρες και μας έφεραν φαγητόν φασόλια, δια δε εσπέρας μακαρόνια σούπα. Το απόγευμα εσυνεχίσθη η διδασκαλία έως τας 5 η ώρα. Μόλις σχολάσαμε, αμέσως άλλοι μεν επορεύθησαν όμως κομίσουν το φαγητόν, άλλοι εφροντίσαμε όπως προμηθευτούμε ξύλα και άλλοι ετοίμαζον την φωτιάν. Ξύλα δεν υπήρχον στο χωρίον αυτό και πηγαίναμε αρκετά μακριά δια να τα οικονομήσωμεν. Υπήρχε και ψευτομαγαζί στο χωρίον και μετέβησαν μερικοί εκεί και βρήκαν και αγόρασαν ρακί και σπαρματσέτα και ούτως εφάγαμεν και ετοιμάσαμεν τα ρούχα μας με φως. Και ταύτην την βραδιάν υπέφερα από αϋπνίαν, κρύον και το στομάχι μου.
Πέμπτη 30 – 1 – 41
Πολλά πρωί μετέβησαν στην Ομάδα Διοικήσεως μερικοί άνδρες και έφεραν ρόφημα και σταφίδας, μας έφεραν όμως και την είδησιν ότι απεβίωσε ο Κυβερνήτης μας Ιωάννης Μεταξάς. Κατ' αρχάς δεν το πιστεύσαμεν, είχαμε όμως άπαντες στενοχωρηθή. Το πρόγραμμά μας ήταν στας 9 π.μ., να αρχίζωμεν μάθημα, να σχολούμε στας 12, να τρώγωμενν να αρχίζωμεν πάλι στας 2 μ.μ., και να διακόπτωμεντ στας 5 μ.μ. Εις τον Λόχον Διοικήσεως ήταν και ο Ηρακλής Δ. Αλεξόπουλος, από το χωριό μου. Περέμενεν ως ράπτης του λόχου. Ούτος, όταν επληροφορήθη, ότι υπάρχει κάποιος Αλεξόπουλος του Ιωάννου κ.λ.π., ενόμισε ότι είμαι ο πρώτος εξάδελφος του Βασιλείος Ιω. Αλεξόπουλος και έσπευσε προς συνάντησίν μου (έχει γεννηθεί στο χωρίον μου, διαμένει όμως στας Πάτρας). Κατά τας 10 η ώρα ήλθε και με συνήντησε. Μου έδωσε σταφίδας και ολίγον κονιάκ, μαζί με φιάλην, και είπαμε πολλά, μολονότι ήτον ώρα μαθήματος. Εις ερώτησή μου πως εγνώριζε ότι ήμουν Μοναχός κ.τ.λ., μου απήντησε ότι επληροφορήθη το τοιούτον παρά του αδελφού μου Σταύρου και του Ευστρατίου Πουλίου. Τοιουτοτρόπως επληροφορήθην ότι ο Στρατής υπηρετεί στο
68 Σύνταγμα, την εποχήν δε αυτήν ευρίσκεται προσκολλημένον το Τάγμα του στο 30 Σύνταγμα, το οποίον μάχεται στο Τομόρι κοντά. Τον Ευστράτιον τον γνώριζε και ο ανθυπολοχαγός μας Κάρτας και άλλοι πολλοί αξιωματικοί και λοχίαι, με τους οποίους συζήτησα πολλάκις δια τούτον.
Σήμερον έγινε και η εμφάνισις ψείρας επάνω μου. Ήταν μόνον τρεις – τέσσερις, αλλά ήταν μεγάλες και είχον ουράν. Εγνωρίσθημεν και με τον Ιερέα του Συντάγματος. Ούτος κατήγετο από τον νομόν Σπάρτης. Είναι έγγαμος. Ευχαριστήθη πολύ και μας υπεσχέθη ότι θα αναφέρη στον Συνταγματάρχην, ούτως ώστε εν δεδομένη στιγμή μας αναθέση την αρμόζουσαν προς την ιδιότητά μας υπηρεσίαν. Είχομεν μεταβή στο δωμάτιόν του δια να τον συναντήσωμεν και μας προσέφερε σταφίδας και από ένα φλυτζάνι κονιάκ, μα ποιός μπορούσε να το έπινε; Την νύκτα εκρυώναμε πολυ.
Παρασκευή 31 -1 – 41
Και αυτή διήλθε ως και η χθεσινή, έκανε όμως περισσότερον κρύον. Τα μαθήματα εγίνοντο εις μίαν καλύβαν. Στο δωμάτιον του Ανθυπολοχαγού μας διέμενε και ένας υπολοχαγός, Παναγουλάκης, καταγόμενος εκ Μεσσηνίας. Ήτον τραυματίας και επανήρχετο στο Σύνταγμά του και διότι ήτον διαθέσιμος περέμενε ενταύθα. Ούτος μοι εδιηγήθη πολλά δια τας μάχας, που έλαβεν μέρος, και με ωφέλησεν πολύ στην εκμάθησιν των όλμων. Το γεύμα μας μας είχαν κρέας και το εσπέρας σχέτον τσάι (φασκόμηλον). Το κρύο της νύκτας ήταν πιο βαρύ από τας άλλας ημέρας.
Σάββατον 1 Φεβρουαρίου 41
Ο καιρός ήτον ακατάστατος και υποφέραμε από κρύο. Ήκουσα τον λοχίαν Ταγμακίδην, όστις μας εδίδασκε τον χειρισμόν των όλμων, να λέγη πότε θα τελειώση η διδασκαλία να μεταβή στον λόχον του δια να ησυχάση, αναπαυθή και γλιτώση αυτό το κρύο. Το τοιούτον εις εμέ εφάνη περίεργον, διότι πώς είναι δυνατόν να περνούσε καλύτερα, όταν θα ήτον στην πρώτην γραμμήν, που είναι ο λόχος του; Και μου είπε ότι εκεί θα έχουν πάντοτε φωτιά. Ήταν όμως πολύ δριμύ το σημερινόν κρύον. Χθές φύγαμε από το δωμάτιον, που ήμεθα όλοι μαζί, και ήδη διαμένομεν δίπλα από τον Ανθυπολοχαγόν μας. Ήμεθα το όλον έξη άνδρες, δύο εμείς, οι δύο λοχίοι και δύο άλλοι στρατιώται. Υπήρχον στο δωμάτιον αρκετά άχυρα και κοιμόμεθα επάνω και ήταν πολύ ωραία, υποφέραμε μόνο από τον καπνόν, διότι δεν τραβούσε το τζάκι και εις μερικές στιγμές μας ήρχετο να σκάσωμεν. Δια γεύμα μας έδωσαν μακαρόνια σούπα, το εσπέρας φασόλια και τσάι. Μετέβην και συνήντησα τον Ιερέα και μου είπε ότι το πρωί θα τελεστή λειτουργία στα γραφεία του Συντάγματος, ετοιμάσθημεν δε δια να κοινωνήσωμεν. Η κακοκαιρία εξηκολούθησε. Έρριξε και χιόνι. Τα πέριξ βουνά έχουν πάντοτε χιόνι.
Κυριακή 2 – 2 – 41
Μετέβημεν σχεδόν άπαντες οι ολμίται στην λειτουργίαν. Εγώ έφαλλον, ο δε Λεόντιος υπηρετούσε. Ο κανονικός ψάλτης κατήγετο εκ Ναούσης της Μακεδονίας. Η φωνή του ήταν δυνατοτέρα της ημετέρας. Δεν ήταν όμως και πολύ τεχνίτης. Εις την λειτουργίαν παρέστη ο Συνταγματάρχης, ο Υποδιοικητής, αρκετοί αξιωματικοί και στρατιώται. Ετελέσαμεν και μνημόσυνον του μακαρίτου Μεταξά. Το μεσημέρι μας έδωσαν κρέας, το εσπέρας μακαρόνια. Το απόγευμα έγινε μάθημα. Ο καιρός γλύκανε ολίγον, διότι έγινε νοτιάς. Το κανόνι όμως κτύπησε πολύ σήμερον.
3, 4, 5, 6, και 7 – 2 – 41
Όλας αυτάς τας ημέρας τας διήλθομεν κάμνοντας μαθήματα, άλλοτε μεν στο αλώνιον και όταν έβρεχε στην καλύβην. Ήλθε και εις ανθυπολοχαγός και παρακολουθούσε τα μαθήματα, ο οποίος διέμενε στο δωμάτιον του Ιερέως, και δια τούτο έγινε γνωστόν ότι είμεθα Μοναχοί εις τους αξιωματικούς και ίσως στον λοχίαν Βασίλειον. Είμεθα όμως οι καλύτεροι μαθηταί. Το Σύνταγμα φαίνεται απεφάσισε να ιδρύση νέον λόχον όλμων και δια τούτο μας έφερε ακόμα δεκαοκτώ άνδρες. Ούτοι ήτον παλαιοί του Συντάγματος και είχον πολεμήσει, ήτον δε παρμένοι από όλους τους λόχους και ήταν, αν μπορούσε να το πη κανείς, στραβόξυλα, πάντως δεν ήταν επιμελείς και ήταν οι πιο αμαθείς. Μόλις ήλθαν με εφώνησε ο κ. Κάρτας και με παρεκάλεσε να τους έπαιρνα ιδιαιτέρως και τους δίδασκα. Εγώ, διότι ήμουν ολίγον κρυωμένος και δεν μπορούσα να μιλήσω – είχε ο λαιμός μου φράξει – του υπέδειξα τον Λεόντιον. Αρκετές δε ημέρες τους παραδίδαμε μαθήματα εις άλλην καλύβην, που ήτον κατά εκεί. Άλλοτε ήτον εκείνος και άλλοτε εγώ. Ο λοχίας Βασίλειος ήρχετο όλα τα βράδυα στο δωμάτιόν μας και ήθελε να ψάλλαμε, αλλά εγώ δεν μπορούσα και δια τούτο τραγουδούσαν. Το φαγητόν μας ήταν φασόλια και μακαρόνια σούπα, χωρίς λάδι, αλλά με ένα λίπος απαίσιον. Ένα συσσίτιον ήτον πατάτες, ένα βακαλάο και ένα κρέας. Τσιγάρα μας έδιδον πάντοτε. Ο καιρός ή βροχερός θα ήτον ή χιονιάς. Μίαν ημέραν ήλθε από την πρώτην γραμήν ένας στρατιώτης (απείχε από το χωρίον περί τας δύο ώρας) και είπε του Βασιλείου ότι υποφέρουν πολύ, διότι τους
κτυπά το βαρύ πυροβολικόν και δεν δύνανται να κινηθούν διόλου κατά την ημέραν. Του ανέφερε δε και τον θάνατον τριών αξιωματικών του, οίτινες εφονεύθησαν από όλμον, ενώ συνεσκέπτοντο πώς να ενεργούσαν κατά την δύσκολον στιγμήν, που είχαν ευρεθή (Ήταν στο Τάγμα, που ανήκει ο Στράτης). Ο Ιερεύς μας είπεν ότι ανέφερε στον Συνταγματάρχην δι' ημάς και του υπεσχέθη ότι μετά την επίθεσιν, που θα ενεργούσε το Σύνταγμά μας, θα ήρχετο στο μετόπισθεν και εκεί θα μας ανέθετον άλλην υπηρεσίαν. Είχε γίνει γνωστόν ότι είμεθα οι καλύτεροι εκ των μαθητών.
Σάββατον 8 – 2 – 41
Ο καιρός ήτον γλυκύς, αλλά γρήγορα χάλασε. Εγώ είμαι πολύ κρυωμένος και υποφέρω. Από σήμερον προσκολλήθημεν σε άλλον λόχον με λοχαγόν τον Μπάλαν. Ο λόχος ούτος ήτον η πολυβολαρχία του 4ου Τάγματος Κινήσως. Η μία διμοιρία του έχει συλληφθή αιχμάλωτος υπό των Ιταλών, ως μας λέγουν.
Κυριακή 9 – 2 – 41
Μετέβημεν άπαντες στην λειτουργίαν. Εγώ έψαλλα με πολλήν στενοχωρίαν, διότι ήμουν κρυωμένος. Το μεσημέρι φάγαμε φασόλια, το εσπέρας τυρόν φέτα. Φήμαι λέγουν ότι γερμανικά στρατεύματα εισήλθον στην Βουλγαρίαν, η Ιταλία ζητά ειρήνην και άλλα πολλά. Η νυξ ήτον ολόφεγγος και ήρεμος.
Δευτέρα 10 – 2 – 41
Ουρανός καθαρός. Μετέβημεν εις ένα μικρόν ύψωμα και έγινε διδασκαλία εκεί με τας σχετικάς ασκήσεις. Ομοίως και το απόγευμα. Παρευρίσκετο εκεί και ο Μπάλας, όστις ήτον πολύ απότομος, μέχρι βαρβαρότητος. Ήτον όμως 26 ετών και έφερε τον βαθμόν του λοχαγού. Φαγητόν είχαμε ρεβύθια, το εσπέρας τυρόν φέτα. Σήμερον μας επεσκέφθησαν ιταλικά αεροπλάνα (3), το εν εβομβάρδισε το χωρίον Ζερέτσι. Ηκούετο να τους βάζη το αεροπορικό μας. Αφού γύρισαν αρκετά άνωθέν μας έφυγον. Η ημέρα ήτον όλη καλή, ομοίως και η νυξ. Το πρωί είχα πάρει πολύ ρόφημα και είχα γεμίσει το παγούρι μου και έφαγον το εσπέρας μαζί με τον τυρόν.
Τρίτη 11 – 2 – 41
Και αύτη διήλθεν ως και χθες. Φαγητόν είχαμε φασόλια, το εσπέρας από τέσσερις σαρδέλες. Αεροπλάνα ήλθαν πολλά και γύριζαν άνωθέν μας. Κτύπησε δύο συναγερμούς. Υπέφερα όμως πολύ, διότι άρχισα να αδυνατίζω. Τα γόνατά μου δεν βαστούσαν και δεν ηδυνάμην να φωνάξω, διότι πονούσε ο λαιμός μου. Και πάλιν το εσπέρας είχα φασκόμηλον. Η ημέρα ήταν όλη ηλιόλουστος, ο Μπάλας όμως άρχισε να βρίζη, μα χυδαιότατα.
Τετάρτη 12 – 2 – 41
Ο καιρός θαυμάσιος. Ρόφημα δεν μας έδωσαν. Μέχρι το μεσημέρι εσήμανε τρεις συναγερμούς. Ήλθον άνωθέν μας πολλά αεροπλάνα εχθρικά, ήτον άνω των είκοσι και , αφού γύρισαν αρκετά, έρριξαν μερικές βόμβες στο Ζερέτσι και έφυγαν. Στο Ζερέτσι κτυπούσε και το βαρύ πυροβολικόν τους. Ασφαλώς θα κτυπούσε και το χωρίον, που διαμένομεν, αλλά δεν δύναται να γίνη αυτό, διότι είναι εμπρός μας βουνόν. Συνηντήθην σήμερον κα με έναν πατριώτην, δεν ενθυμούμαι όμως πως ονομάζεται (Νίκας;). Ήτον τραυματιφορεύς. Δια γεύμα μας είχαν μακαρόνια σούπα, το εσπέρας ελαίας με φουντούκια. Το βράδυ με ώρισαν περιπολάρχην δια την 4ην πρωινήν έως την 7ην.
Ήμουν άρρωστος, έφαγον και ελαίας και όλην την νύκτα υπέφερα. Πολύ ολίγον εκοιμήθην. Κατά το μεσονύκτιον άρχισε να κτυπά κανονίδι, πολύ όμως βαθειά και αριστερά. Διήρκεσε έως τας 3 π.μ. Ήταν όμως πολύ συγκινητικόν πράγμα. Ενόμιζε κανείς ότι ήταν βροντές. Παλαιούς στρατιώτας, που συναντούσαμε, μας είπαν ότι εκείνος, που θα έκανε την επίθεσιν αυτήν, ασφαλώς θα έχη επιτυχίας. Διότι τοιούτον μπαράζ πρώτη φορά το ήκουσαν. Από τας 4 – 7 γύριζα με δύο στρατιώτας στο χωρίον. Τα χωρία των Αλβανών, τα σπίτια τους είναι συνοικισμοί – συνοικισμοί (είναι όπως οι Καμάρες της Πάρου). Περί την 4ην π.μ., είδαμε να περνούν αρκετά ζώα με πυρομαχικά πυροβολικού. Εβάδιζαν εν σπουδή δια να φτάσουν γρήγορα, που όμως δεν γνωρίζω. Πάντως όμως προς το Ζερέτσι.
Πέμπτη 13 – 2 – 41
Από τας 6.30' η ώρα, άρχισε να κτυπά κανονίδι απέναντί μας προς το Τομόρι. Κατ' αρχάς κτυπούσε αραιά, μετά όμως δυνάμωσε, που εγίνετο χαλασμός κόσμου. Όταν προς στιγμήν σταματούσε το πυροβολικόν, ηκούγετο πότε βαθειά και πότε ευκρινώς το κακάρισμα των πολυβόλων. Παρά των παλαιών στρατιωτών του λόχου μας επληροφορήθημεν ότι ενεργεί επίθεσιν το 65 Σύνταγμα δεξιόθεν του όρους Τομόρι. Και οι Αλβανοί είχον αντιληφθή ότι ενεργείται επίθεσις υπό του ελληνικού στρατού. Μερικοί έλεγαν με χαράν: “Ιταλιάνο θάλασσα”. Ήμεθα στο ύψωμα, όταν κατά τας 9 π.μ., ήλθεν ένα αεροπλάνον ημέτερον. Έκαμε αρκετές στροφές άνωθεν των ιταλικών γραμμών, κατήλθεν εις χαμηλόν ύψος, έρριξε μερικές βόμβες και ανεχώρησε διαβαίνον εις πολύ χαμηλόν ύψος τον ποταμόν Δεβόλην. Η μάχη εξακολουθούσε. Κατά τας 10 η ώρα ήλθαν δύο δικά μας αεροπλάνα και τους έρριξαν αρκετές βόμβες, προφανώς δια να τους κτυπήσουν το βαρύ πυροβολικόν τους. Αι βόμβαι, που έρριχναν, έκαναν μεγάλον κρότον. Τα ιταλικά αεροπορικά χαλούσαν τον κόσμον, εσηκώθησαν όμως δύο ιταλικά καταδιωκτικά και το ένα δικό μας έφυγε αμέσως. Το δεύτερον, αφού έκανε μίαν βόλταν, έρριξε βόμβας, έφυγε και αυτό. Πριν προλάβωμεν να σηκωθούμε από αυτόν τον συναγερμόν, εσήμανε άλλος. Ήτον ιταλικά αεροπλάνα. Ταύτα ήσαν περί τα δεκαοκτώ – είκοσι. Έως το μεσημέρι σχεδόν ήμεθα εν συναγερμώ. Κατά τας 11 η ώρα ήρθε ένας λοχίας και έδειχνε σε ένα ύψωμα, που έβλεπε, να διασκορπίζωνται στρατιώται. Του είδα και εγώ. Το ύψωμα αυτό το κατείχαν οι Ιταλοί και με την επίθεσιν τους το πήραν οι δικοί μας, αλλά τους κτυπούσαν οι Ιταλοί με το βαρύ πυροβολικόν τους και μάλιστα με οβίδας εγκαιροφλεγείς, δια τούτο διεσκορπίζοντο. Το κανόνι και πυροβόλον κτυπούσαν όλην την ημέραν. Τα ιταλικά αεροπλάνα έρριξαν βόμβας στο χωρίον Ζερέτσι, το οποίον ήταν απέναντί μας. Εφονεύθησαν τέσσαρα ζώα και ετραυματίσθησαν τέσσερις τραυματίαι και πέντε τραυματιοφορείς, διότι έπεσε βόμβα στο αναρρωτήριον, που είχαμε εκεί. Το απόγευμα σε ένα διάλειμμα, που έγινε, είδαμε να γίνεται αερομαχία εκεί, που εγίνετο η μάχη, και περισσότερον προς το βάθος δεξιότερα του Βερατίου. Στο μεταξύ δύο αεροπλάνα έβγαζαν καπνούς, το ένα ανεφλέγη και διελύθη, το άλλο έφυγε προς το βάθος των Ιταλών. Μετά έβγαζαν άλλα δύο καπνούς εκ των όπισθεν. Άλλα έφευγον, άλλα ανέβαινον, άλλα έκαναν ελιγμούς, είδομεν να πίπτουν και αλεξιπτωτισταί, δύο προφανώς διότι έπαθον βλάβην τα αεροπλάνα τους. Όταν έφθασαν άνωθέν μας, έπεσε ένας με αλεξίπτωτον, το δε αεροπλάνον κατ' αρχάς πετούσε ακανόνιστα, μετά έβγαζε καπνούς και έπεσε φλεγόμενον πλησίον του Εφοδιασμού (εκεί, που εκοιμήθημεν στις λάσπες). Ο αλεξιπτωτιστής κατήρχετο σιγά – σιγά. Έκαμε ένα ιταλικόν καταδιωκτικόν μερικούς κύκλους γύρωθεν αυτού και έφυγεν. Τα δύο αεροπλάνα, που ανεφλέγησαν, ήτον ημέτερα. Φαίνεται ότι ήταν περισσότερα καταδιωκτικά εχθρικά, δια τούτο. Ιταλικά είδον να πίπτη ένα και άλλα δύο έβγαζαν καπνούς. Υποθέτω ότι οι δικοί μας εζήτησαν ενίσχυσιν να κτυπήσουν το ιταλικόν βαρύ πυροβολικόν δια να δυνηθούν να κρατήσουν τα τρία υψώματα, τα οποία κατέλαβον και τα οποία εβάλλοντο αδιακόπως από το βαρύ τους. Ήλθαν λοπόν τα βομβαρδιστικά, χωρίς καταδιωκτικά και δια τούτο δεν έφερον αποτέλεσμα οι δικοί μας. Ο πιλότος έπεσε προς την 9ην Μεραρχίαν (δεξιά μας). Τα υψώματα, εις α έγινε η μάχη, είχαν μαυρίσει από τις οβίδες, διότι ήταν χιονισμένα. Το κανονίδι ηκούγετο έως το εσπέρας. Η ημέρα αύτη ήταν ολίγον δραματική, διότι η μάχη εγένετο πολύ κοντά μας, και από την αερομαχίαν.. Το εσπέρας επληροφορήθημεν ότι ενήργησε επίθεσιν το 65ον Σύνταγμα και κατέλαβε τρία υψώματα, αλλά τα κτυπούσε ο εχθρός με το βαρύ του (δια την μάχην αυτή με επληροφόρησε
αργότερα ο ιερεύς του Συντάγματος ότι επετέθη το ένα τάγμα του 65ου Συντάγματος και μόλις έγινε η εξόρμησις, κτυπούσε η σάλπιγγα “προχωρείτε”, μα δεν εκινείτο ο στρατός, διότι άλλοι πάγωσαν και κόλλησαν στα χιόνια και άλλοι εφονεύθησαν. Τα ιταλικά πυροβολεία δεν φαίνονταν, διότι ήταν το χιόνι και έμειναν μέσα στα χιόνια 400 άνδρες, άλλοι φονευθέντες και άλλοι επάγωσαν. Σε αυτήν την μάχην εφονεύθη και ο μακαρίτης Νικηφόρος, το πρωί δε επανήλθον τα στρατεύματά μας στην βάσιν εξορμήσεως).
Δια γεύμα μας έδωσαν φασόλια, το εσπέρας τυρόν και από τέσσερα σύκα. Την νύκτα αραιά –
αραιά κτυπούσε το κανόνι. Ο καιρός χάλασε ολίγον.
Παρασκευή 14 – 2 – 41
Ρόφημα δεν είχαμε. Λόγω που υπέφερα υπήγα στον ιατρόν και του εζήτησα ολίγον οινόπνευμα δια να έκανα εντριβή. Κατ' αρχάς μου ωμίλησε αποτόμως, αλλά όταν του είπον ότι στας Αθήνας μου είχον είπει οι ιατροί του Νοσοκομείου ότι στους πνεύμονας παρουσιάζω θολώσεις, ο στόμαχος είχε πτώσιν, ότι είχον χολοκυστιτιδα και πάρα πολλά άλατα, ελυπήθη και μου λέγει: “Με αυτάς τας παθήσεις σε έστειλαν εδώ;” Διότι δεν υπήρχε οινόπνευμα, μου έδωσε καμφορόπνευμα και έκαμα το εσπέρας επάλειψη.
Και σήμερον τα μαθήματα έγιναν στο ύψωμα. Μας ήλθαν και σαράντα επιπλέον άνδρες νεοαφιχθέντες εξ Αθηνών. Οι πλείστοι ήταν Κρήτες. Μεταξύ αυτών ήτον δύο δικηγόροι, ένας δημοδιδάσκαλος και εις καθηγητής φιλόλογος. Το απόγευμα έγινε κατανομή των ανδρών και κατάρτισις στοιχείων, διμοιριών και λόχου. Εμέ οι αξιωματικοί Κάρτας και Χιονίδης από τας αρχάς με είχαν κανονίσει δια αρχηγόν στοιχείου και ως με πληροφόρησαν πολλοί στρατιώται, τους ήκουσαν πολλάκις να λέγουν ότι “ο δεκανεύς ούτος είναι ο πιο καλός” και το είχαν αναφέρει κατ' επανάληψιν στον Μπάλαν, όταν δε με υπέδειξαν και βγήκα έξω, λέγει ο Μπάλας ότι “αυτός δεν κάμνει δια στοιχειάρχης, διότι δεν έχει φωνήν”, εις εμέ δε είπε ότι “Τι το πέρασα το στρατιωτικόν, για ψαλτική; Ο στρατός χρειάζεται τραχύτητα”. Ο Χιονίδης και Βασίλειος είχαν ερυθριάσει, διότι ήτον περισσότερον δια τούτους προσβλητικόν. Εμέ το τοιούτον δεν με στενοχώρησε διόλου, ελυπούμη μόνον ότι δεν έδωσα την δέουσαν απάντησιν στον Μπάλαν. Ο Χιονίδης μου είπε ότι έχει ενδείξεις πως θα φύγη ο Μπάλας να υπάγη στο Τάγμα του και θα ελευθερωθούμε από την τραχύτητά του. Υπέφερον όλοι και περισσότερον ο Βασίλειος, διότι, εάν μας έλεγε κάτι εις την διδασκαλίαν, το οποίον εγνώριζε από την πείραν, ούτος το αναιρούσε με τους κανονισμούς του.
Σήμερον μόνον ιταλικόν βαρύ ηκούγετο και βλέπαμε να σκάζουν στο Ζερέτσι οι οβίδες. Βόμβος αεροπλάνων ηκούσθη κατ' επανάληψιν, χωρίς όμως να φανούν αεροπλάνα. Δια γεύμα μας έδωσαν φασόλια, το εσπέρας ελαίας και μισό πορτοκάλι. Είχον επιθυμήσει να εμάνθανον νέον τι και δια τούτο μετέβην στο Σύνταγμα, ίνα ανταμώσω γνωστόν τινα και συζητήσωμεν. Συνήντησα τον Ιερέα και τον ψάλτην και κατένειμον την αλληλογραφίαν κατά τάγματος και λόχους και δεν ηδυνήθην να συζητήσω. Ήτον και ο περιβόητος Μπάλας εκεί, και όταν αναχωρούσε γλυκοχαιρέτησε και ησπάσθη την δεξιάν του Ιερέως. Μου εφάνη τούτο πολύ περίεργον. Στο Σύνταγμα ανέβαινον συχνά και είχα γνωρίσει πολλά παιδιά. Είχαμε και φωτογραφισθή με πολλούς. Είχε μηχανήν ο Αλεξόπουλος.
Ο μάγειρας του Συνταγματάρχη ελέγετο Φάνης. Ούτος και δύο – τρεις φορές μου έδωσε και έγαγα φαγητόν και πολλάκις μου έδωσε ευρωπαϊκόν τσάι και ζάχαρη, και όταν δεν μπορούσα να έτρωγα το φαγητόν, έψηνα τσάι και έτρωγα. Στο χωρίον αυτό ήτον πέντε – έξη μαγειρεία διαφόρων Σωμάτων. Εις όλα είχα φίλους και, εάν είχον καλύτερον φαγητόν, πήγαινα και μου έδιδαν. Μου έλεγαν: “Δικαιολογημένον”, Δικαιολογημένος ο δεκανέας με τα γυαλάκια”. Μερικές φορές με φώναζαν μόνοι τους. Στο Μηχανικόν πήγαινα συχνά, διότι ήτον πλησίον μας και μερικές φορές βάζουν και λάδι, και όταν είναι φασόλια ήτον πολύ ωραία, ενώ με αυτό το λίπος, που βάζουν οι άλλοι, δεν τρώγονται. Υποφέρουμε όλοι στο κόψιμο. Οι συνάδελφοι στας αρχάς με ειρωνεύοντο, κατόπιν πήγαιναν και αυτοί, μα δεν τους έδιδαν. Τώρα τελευταία έρχεται ο λοχίας Καράλης και του δίνουν, μόνος του όμως δεν πηγαίνει. Προ παντός στο Μηχανικόν εγνωρίσθην και με αξιωματικούς και μου είχαν δώσει άδειαν και παίρνω κάθε βράδυ τσάι, διότι αυτοί έχουν πάντοτε τσάι και καλύτερον φαγητόν. Μου λέγουν: “Δεκανέα, ο μάγειρος ο δικός μας είναι καλός και καλός
άνθρωπος, μόνον που κάνει αλμυρά τα φαγητά”. Οι άνδρες αυτού του λόχου είναι οι περισσότεροι σαν κάπως όχι καλλιεργημένοι χαρακτήρες, μόνον ο σιτιστής και ο μάγειρας είναι καλοί, οι άλλοι είναι δύσκολοι. Ο Μπάλας; Ένας ανθυπολοχαγός; Βλάσφημος και επιπόλαιος. Αν πης για τον επιλοχία; Τον γνωρίζει ο Λεόντιος, από την Θεσσαλονίκην, χαρτοπαίκτης. Έχω πληροφορίας ότι δεν θα ανήκωμεν πάντα σε αυτόν τον λόχον και ούτως παρηγορούμεθα, αλλέως θα αναφερώμεθα στο Σύνταγμα. Ήταν γενική η κατακραυγή για τον Μπάλα. Δια τον συνταγματάρχην μας Μπιζάνην επληροφορήθην ότι θα αντικατασταθή από αυτό το σύνταγμα. Την νύκτα έβρεξε.
Σάββατον 15 – 2 – 41
Ρόφημα δεν μας έδωσαν. Εις εμέ ανέθεσαν είκοσι άνδρας να τους διδάξω τον χειρισμόν του όλμου κ.τ.λ. Μεταξύ αυτών είναι και εις συνάδελφος και σεληνιάζεται, μόλις δεν αρχίσαμε μάθημα, έπεσε κάτω στο αλώνι, ευτυχώς όμως ότι δεν κτύπησε. Τον έστειλα δε αμέσως στον ιατρόν. Εις ημάς τους εικοσιέξη η διδασκαλία των όλμων τελείωσε, απέμεινε μόνο να κάμωμεν βολήν, εκανόνισαν δε να πηγαίναμε στην πρώτην γραμμήν να ρίξωμεν επί του εχθρού. Εγώ, διότι ήμουν αδιάθετος, κανονίσαμε με τον Βασίλειον και δεν θα μεταβώ εκεί, θα παραμείνω να διδάσκω τους νέους, ώσπου να επιστρέψουν και οι άλλοι. Θα μεταβούν είκοσι άνδρες στο χωρίον Γράμποβα, στον λόχον των όλμων. Ούτοι ανεχώρησαν το απόγευμα, διότι πρέπει να περάσουν έναν αυχένα, όστις βάλλεται από το εχθρικόν πυροβολικόν, δια τούτο, λέγω, πρέπει να περάσουν νύκτα από εκεί. Με όλο ότι γνωρίζω ότι θα επιστρέψη ο Λεόντιος, εστενοχωρήθην όμως.
Το απόγευμα εξηκολούθησεν η διδασκαλία. Ήλθαν και δύο νέοι αξιωματικοί και παρηκολούθησαν. Λέγουν ότι θα γίνη νέος λόχος όλμων και θα είναι και ούτοι σε αυτόν. Συνήντησα τον Ιερέα και μου είπε ότι ίσως να μην έχωμεν λειτουργίαν αύριον. Δια γευμα μας έδωσαν τυρόν, το εσπέρας χαλβάν. Εννοείται ότι εγώ έφαγον κρέας πιλάφι από το Μηχανικόν. Στο δωμάτιον έμενον και τρία άλλα παιδιά, είναι Μακεδόνες, πρόσφυγες όμως, μα πολύ καλά παιδιά. Την νύκτα έβρεξε πολύ και έσταζε το δωμάτιον που άλλαξα δύο – τρεις θέσεις και εκοιμόμουν, υπέφερα όμως πολύ, πονούσε όλο το σώμα μου.
Κυριακή 16 – 2 – 41
Έδωσα τα ρούχα μου δια να τα πλύνουν, θα πληρώσω 5 δραχ. Έκαστον τεμάχιον. Σαπούνι εδώ δεν υπάρχει ούτε δια να πλύνωμε τα χέρια μας, που έχουν καταμαυρίσει. Ρόφημα δεν μας έδωσαν. Συνεκεντρώθημεν άπαντες και αναμέναμεν τον Λοχαγόν να μας έλεγε, εάν θα εγίνετο μάθημα. Ήλθε όμως και νέος ανθυπολοχαγός δια να εκπαιδευθή και ούτος στους όλμους. Κατά τας 9 π.μ., μετέβημεν αμφότεροι δια να ερωτήσωμεν τον Μπάλαν. Εκοιμάτο. Εισήλθεν ο ανθυπολοχαγός και τον ρώτησε, και με ιταμότητα του λέγει: “Βρε..... σήμερον είναι αργία και δεν θα γίνη διδασκαλία”. Είπε μια άσχημη λέξη, δεν μπορώ να την πω, με παρεκάλεσε δε ο Αξιωματικός και μέσα στο δωμάτιον και του είπα ό,τι εγνώριζα δια τον όλμον. Εν τω μεταξύ αυτώ, έγινε αεροπορική επιδρομή από τριανταδύο εχθρικά αεροπλάνα, τα οποία, αφού έκαναν πολλές βόλτες, έρριξαν βόμβες στο Ζερέτσι. Εμείς βλέπαμε εκ του παραθύρου. Στας αρχάς εφάνη λάμψις, καπνός, και μετά ηκούσθη κρότος. Θα έπεσον άνω των διακοσίων βομβών. Μετά εσκεπάσθη όλον το χωριό από καπνούς. Δεν πρέπει να κρύψω τη συγκίνησίν μου και τον φόβον μου, και μάλιστα όταν εξηκολούθουν να γυρίζουν άνωθέν μας τα αεροπλάνα, οι νεοφερμένοι δε συνάδελφοι είχαν τόσον αναισθησίαν και εκινούντο, που εδέησε να τους απειλήση ο Αξιωματικός για να ησυχάσουν. Έρριξαν και μερικές βόμβες στον ποταμόν, προφανώς δια να καταστρέψουν την ξύλινην γέφυραν, που υπήρχε εκεί.
Δια γεύμα μας έδωσαν φασόλια, δια το εσπέρας τυρόν. Εγώ ήμουν “δικαιολογημένος” και έφαγον κριθαράκι πιλάφι. Πολύ ωραίον! Το απόγευμα μετέβην στο Σύνταγμα. Συνήντησα τον Ηρακλήν Αλεξόπουλον και άλλους πολλούς. Επληροφορήθην ότι το Σύνταγμά μας θα προχωρούσε πιο εμπρός, στο χωρίον Κόπεσι. Ήταν κοντά στο Ζερέτσι, από δε τον βομβαρδισμόν εφονεύθησαν πέντε – έξη και ετραυματίσθησαν περί τους είκοσι και εφονεύθησαν μερικά ζώα. Είχαν και οπτικόν εδώ και συνεννοούντο με την Μεραρχίαν. Διαδίδεται ότι δια να κτυπούν πάντοτε οι Ιταλοί στο
χωρίον Ζερέτσι, θα υπάρχη κατάσκοπος και έχουν μάθει ότι υπάρχει εκεί μεγάλη αποθήκη πυρομαχικών. Πράγματι, υπάρχει μεγάλη ποσότης πυρομαχικών. Με όλον όμως που καθημερινώς το κτυπά το βαρύ τους, δεν έχουν επιτύχει ως την ώρα τίποτα. Μόλις επέστρεψα στον λόχον, μας ειδοποίησαν ότι λίαν πρωί θα αναχωρούσαμε δια το Κόπεσι. Με όρισαν και περιπολάρχην από 4 –
7 πρωινές. Αφού ετοίμασα τα πράγματα αυτών, που απουσιάζουν δια βολήν, εκοιμήθην με εφιάλτην τον βομβαρδισμόν τη ημέρας. Ήμουν όμως πολύ αδιάθετος. Πήγα στην φρουράν μας με πολλήν αγανάκτησιν.
Δευτέρα 17 – 2 – 41
Μετά το τσάι μας είπαν ότι να αναμένωμεν διαταγήν δια να αναχωρήσωμεν. Περί την 10ην πρωινήν έκαμον την εμφάνισίν τους ιταλικά αεροπλάνα. Αφού έκαμαν τους συνήθεις κύκλους, έρριξαν μερικές βόμβες στα απέναντί μας υψώματα και που είναι μαι κομμένη πέτρα. Το μεσημέρι μας έδωσαν πιλάφι όρυζα. Δοκίμασα να φάγω, αλλά ήταν πολύ αλμυρό. Υποφερα πολύ, διότι πονούσε όλο το σώμα μου. Περέμεινα κλινήρης έως τας 3 μ.μ. Μόλις δοκίμασα να εγερθώ, μου ήρχετο εμετός. Με πολύν κόπον κατώρθωσα κα έφθασα στα μαγειρεία του Μηχανικού και παρέμεινα εκεί κοντά στην φωτιάν έως το εσπέρας. Δια φαγητόν μας έδωσαν τσάι. Αφού το ερρόφηξα, εξάπλωσα πολύ κοντά στην φωτιάν. Το εσπέρας αυτό μας συντροφευσε και ο οικοκύρης Αλβανός. Οϋτος έχει χρηματίσει στην Κωνσταντινούπολιν και γνωρίζει την τουρκικήν και συνενοούντο με τους συνοίκους συναδέλφους μου, προσεφέρθη δε και μου έδωσε ένα ποτήριον γάλα. Μόλις το ερρόφηξα, με ήρπασε ολίγον ο ύπνος, ίσως περί τα 20 λεπτά. Μόλις ξύπνησα, ήμουν ιδρωμένος με έναν γλυκόν ιδρώτα, αμέσως δε ησθάνθην τον εαυτόν μου πολύ καλύτερα. Περί το μεσονύκτιον μας ειδοποίησαν ότι στας 3 π.μ., θα αναχωρούσαμεν. Μετά από ολίγην ώραν άρχισε και έβρεχε, μα αυτή δεν ήταν βροχή, ήταν λαίλαψ. Άνεμος, αστραπές, βρονταί και καταρρακτώδης βροχή, εδέησε δε και αναχωρήσαμε κατά τας 6 π.μ., ώρα και υπό βροχήν. Φωναί από εδώ, διαταγαί από εκεί, παράπονα από πιο πάνου. Στον δρόμον έπεσαν μερικά ζώα μέσα στις λάσπες κ.τ.λ.
Τρίτη 18 – 2 – 41
Το χωρίον, εις ο θα μεταβαίναμε, απείχε από την Μογλίτσαν περί την ώραν. Εμείς αναχωρήσαμε στας 6 και μισή και αφίχθημεν στο Κόπεσι στας 9 και υπό ραγδαιοτάτην βροχήν. Εδώ όλοι οι ολμίται και πολυβοληταί, πλην των αξιωματικών και μαγείρων, διαμένομεν σε ένα σπίτι. Συνωστισμός πολύς. Δια γεύμα μας έδωσαν φασόλια, το εσπέρας λαχανόρυζον. Διότι ήτο αλμυρόν, δεν το έφαγον. Επληροφορήθην ότι στο Ζερέτσι συνέλαβον δύο κατασκόπους. Διότι δεν υπήρχαν πολλοί δεκανείς, με ώρισαν πάλι περίπολον και με την εντολήν να φροντίσωμεν οπωσδήποτε, όταν τυχόν έλθουν οι άνδρες, που είχαν μεταβή στην πρώτην γραμμήν, να τους οδηγήσωμεν στο οίκημα, που διαμένομεν. Όλην την νύκτα έως την 1 π.μ., που ανέλαβον υπηρεσίαν, δεν ηδυνήθην να κοιμηθώ, τούτο δε συνέβη από τον συνωστισμόν κα φωνές μερικών, κατά κάποιον τρόπον, κακοτρόπων συναδέλφων, οι οποίοι και βωμολοχούσαν ακόμη. Ήταν όχι προσεκτικοί. Όλην δε την νύκτα έβρεχε. Μόλις εξήλθομεν εις περιπολίαν, ήταν σκότος βαθύ. Ευτυχώς ότι ο εις εκ των ανδρών, που ήταν μαζί μου, είχε παραμείνει και άλλοτε στο χωρίον αυτό και εγίνωσκε τας οδούς. Σιγά – σιγά και προσκρούοντας στις πέτρες, φτάσαμε και αναμέναμεν έξωθεν του χωριού την άφιξιν των είκοσι, μα δεν ήλθαν (ο στρατιώτης ούτος εφονεύθη αργότερα). Επέστρεψα από την περιπολίαν στας 4 και εκοιμήθην έως τας 7 π.μ.
Τετάρτη 19 – 2 – 41
Μόλις εξυπνήσαμεν, είχαν έλθει και οι της βολής. Μας εδιηγήθησαν τας περιπετείας των κ.τ.λ. Ευτυχώς που δεν μετέβην και εγώ εκεί, διότι θα υπέφερα. Μετά το ρόφημα μας είπαν ότι ο λόχος
μας θα είναι επιφυλακή, εις εμέ δε είπαν ότι θα περιπολούμε και την ημέραν, και ούτως μετά έξη ώρας θα φυλάσσωμεν τρεις ώρας και υπό ραγδαίαν βροχήν. Το γεύμα είχαμε φασόλια, το εσπέρας πιλάφι. Διότι αυτοί που ήλθαν από την βολή ήταν κουρασμένοι οι κακόμοιροι, δεν αντικατέστησαν την περίπολον και ούτως ήμουν και την νύκτα και θα είμαι και αύριον. Την νύκτα ανεμένετο να έλθη το 1ον Τάγμα του Συντάγματός μας, που πολεμούσε πάνω στο Τομόρι, και μας είχαν είπει, όταν θα ήρχοντο, να ειδοποιούσαμε το Σύνταγμα. Δεν ήλθε όμως. Από εδώ, που διαμένομεν, έως το σπίτι, που διαμένει ο Συνταγματάρχης, θα απέχη περί τα 20 λεπτά. Ο Συνταγματάρχης αντικατεστάθη και ήλθε νέος. Ούτος ονομάζεται Παναγιωτόπουλος. Η νύκτα ήταν παγερή και βροχερή και υποφέραμε αρκετά.
Πέμπτη 20 – 2 – 41
Το πρωί ρόφημα. Το γεύμα μακαρόνια, το εσπέρας λαχανόρυζο, ένα πορτοκάλι και ένα λεμόνι. Εγώ έφαγον και το μεσημέρι και το εσπέρας τσάι (φασκόμηλον). Η επιφυλακή εξηκολούθησε και σήμερον. Το απόγευμα ανέλαβον άλλοι την περιπολίαν. Έφυγον σήμερον άνδρες, σχεδόν όλοι ήταν από τους νεοφερμένους, δεν γνωτίζω όμως που μετέβησαν. Είπαν ότι θα υπάγουν στο πυροβολικόν δια φρουράν. Η νυξ ήταν βροχερή. Εξηκολούθει η αβεβαιότης δια τον λόχον μας. Δηλαδή τι θα γίνη; Θα παραμείνη ενταύθα; Θα αναχωρήση;
Παρασκευή 21 – 2 – 41
Το πρωί ρόφημα, το γεύμα φασόλια, ο καιρός ακατάστατος. Περί την 11ην π.μ., μας ειδοποίησαν ότι κατά τας 12 έπρεπε να είμεθα οι υπαξιωματικοί έτοιμοι να μεταβαίναμεν, όπως μεταφέρωμεν πυρομαχικά. Εις εμέ, τον λοχίαν Μαρσέλον και μερικούς στρατιώτας έλαχεν ο κλήρος να υπάγωμεν με δεκαπέντε ζώα στον Εφοδιασμόν της Ποψίστας (στις λάσπες). Τα περισσότερα ζώα τα είχαν πάρει από άλλους λόχους του Συντάγματός μας. Η εντολή μας ήτον το εσπέρας να επιστρέψωμεν. Αναχωρήσαμεν κατά την 1ην μ.μ. Διήλθομεν των χωρίων Μογλίτσα – Νικολάρα και κατήλθομεν στον αμαξιτόν δρόμον, ο οποίος έχει επεκταθή αρκετά. Αι τρομεραί λάσπαι, αι οποίαι υπήρχον, όταν ερχώμεθα κατά μήκος του ποταμού Δεβόλη, δεν υφίστανται. Μου εφάνη παράδοξον, όταν αντίκρισα αυτοκίνητον. Άλλα αυτοκίνητα ήρχοντο, άλλα έφευγον, άλλα μετέφερον τρόφιμα, άλλα τραυματίας. Κίνησις, ζωή. Εφοδιασμός υπήρχε και κάτωθι του Νικολάρα, ακριβώς εκεί, που είχα αντικρίσει το άταφον χέρι. Στην Ποψίστα φτάσαμε κατά τας 7 μ.μ. Ήτον ήδη σκότος. Εγνωρίσθημεν με μερικούς συναδέλφους, οίτινες μας είπαν τα σχετικά νέα, μας έδωσας και εφημερίδας. Εδώ μόνον τα δέκα ζώα φορτώσαμε, τα υπόλοιπά δύο τα φορτώσαμε στον άλλον Εφοδιασμόν. Το όλον πήραμε εισιτέσσερα κιβώτια. Κατερχόμενοι από Μογλίτσαν προς Νικολάραν, συνήντησα έναν συνάδελφον γνωστόν από τας πορείας, όστις ήρχετο εκ Θεσσαλονίκης. Εις ερώτησίν μου “Τι γίνεται ο κόσμος;”, μου είπε ότι γερμανικά στρατεύματα ήδη εισήλθον στην Βουλγαρίαν, ασφαλώς δε θα επιτεθούν εις ημάς. Αυτό το αίσθημα επικρατούσε στην Θεσσαλονίκη κ.λ.π. Παρά αυτόύ έμαθον ότι ο “Κατοσταράκιας” ετραυματίστηκε στο στήθος από σφαίραν. Ολίγον πιο κάτου συνήντησα τον κ. Σαχάν (ήτον μεταγωγικός). Είπομεν αρκετά. Μου έδωσε κουραμάνα, τυρόν, σύκα και λεμόνια. Θα ήταν 8 και μισή, όταν αναχωρούσαμεν από τον τελευταίον Εφοδιασμόν και αφήναμε τον αμαξιτόν δρόμον, παίρνοντας τας περιφήμους ανωφερείας, τας αγούσας εις Νικολάραν. Εμπρός εβάδιζον οι ξένοι μεταγωγικοί, οίτινες εγίγνωσκον τον δρόμον. Ούτοι ήταν και πεπειραμένοι, οι δε άλλοι του λόχου μας ήταν άπειροι και δια τούτο δεν ηδύναντο να οδηγήσουν τα ζώα, ως έπρεπε, και έπεσαν πολλά κάτου και αρκετές φορές. Οι εμπροστινοί εφώναζον ότι ήθελον να φύγουν. Με ολίγα λόγια ήταν μαρτυρική η βραδιά αυτή. Εχάθημεν με τον Μαρσέλον, διότι ούτος ηκολούθησεν άλλον δρόμον και αφίχθη ενωρίτερον στο Νικολάρα. Προτού φθάσωμεν και εμείς εκεί, πίπτουν ταυτοχρόνως περί τα τέσσερα ζώα και τα ήκουγα να κατρακυλούν, ενόμιζα δε ότι θα εφονεύοντο. Προσπαθούσαμε να ανάψωμεν σπίρτα, μας ήταν όμως αδύνατον. Εβασίλευε σκότος. Εάν είχαμε έστω και ένα φακόν, πόσο θα μας εξυπηρετούσε! Κατώρθωσαν οι στρατιώται και απήλλαξαν τα ζώα από τα φορτία, τα οπόία
αφήσαμεν εκεί, και ανήλθομεν στο χωριό. Ο Μαρσέλος είχε βρη μίαν καλύβην, που εκοιμώντο δύο
– τρεις στρατιώται του 30ού Συντάγματος, το οποίον ήρχετο κατ' αυτάς δια να αναπαυθή στα χωριά Νικολάρα και Μογλίτσα. Δια τούτο είχαν διώξει εκείθεν και ημάς. Στην καλύβην διανυκτερεύσαμεν εγώ, ο Μαρσέλος και ένας άλλος μεταγωγικός. Ο Μαρσέλος είχε χάσει την κουβέρταν του και υπέφερε πολύ, διότι δεν είχαμε ξύλα να διατηρήσωμεν την φωτιάν. Εγώ ετυλίχθην με την κουβέρταν και εκοιμήθην ολίγον. Το κρύο ήταν ανυπόφορον. Αλλά και η υπομονή του Μαρσέλου ήταν μεγάλη, ούτε ένα μικρόν παράπονον δεν τον ήκουσα να λέγη, με όλον που κρύωνε. Οι άλλοι στρατιώται παρέμειναν άλλοι μεν σε αχυρώνας, άλλοι βρήκαν οικίας με φωτιά. Εφάγαμε το ψωμί και τυρόν, που μου έδωσε ο Σαχάς. Είχα πάρει μαζί μου και μια καραβάνα φασόλια στεγνά, με την προϋπόθεσιν ότι στον Εφοδιασμόν θα μας έδιδαν έλαιον, να τα τρώγαμε. Αλλά και χωρίς λάδι ήταν ωραία, νοστιμώτατα.
Σάββατο 22 – 2 – 41
Κατά τας 6 η ώρα συγκεντρώσαμε όλα τα ζώα και πυρομαχικά και ανεχώρησαν πλην εμού και δύο ετέρων συναδέλφων, και τούτο διότι έπρεπε να κατέβωμεν αρκετά κάτω να πάρωμεν δύο κιβώτια, που είχαμε αφήσει την νύκτα εκεί. Υποφέραμε αρκετά, διότι δεν ήταν καλά τα ζώα και έπιπτον στον δρόμον. Εδέησε και αφίχθημεν στο Κόπεσι περί την 1ην απογευματινήν. Ο Μαρσέλος ήρθε με ολίγας περιπετείας. Την κουβέρταν του την βρήκαμε έξωθεν της καλύβης, που διανυκτερεύσαμεν. Όταν σκέπτωμαι αυτήν την περιπέτειαν, με καταλαμβάνει φρίκη. Εάν μας έπιπτον τα ζώα σε αυτούς τους γκρεμούς; Εάν χανώμεθα; Και να βρέχη! Οι ήρωες της Αλβανίας, κατ' εμέ, είναι οι μεταγωγικοί! Αν πήτε και δια τας περιπετείας αυτών, που μετέβησαν στο Ζερέτσι και έφεραν τα πυρομαχικά, ήταν πιο μεγάλαι, διότι ούτοι διέβησαν και ποταμούς και έσπασε ο λοχίας το χέρι του. Μόλις έφθασα στο Κοπέσι, έμαθον ότι η μια διμοιρία του λόχου μας θα αναχωρήση να υπάγη εκεί, που μετέβησαν και οι εικοσιδύο να εκγατασταθούν εκεί με τους δύο όλμους. Το απόγευμα έφυγον, δεν πήραν όμως τους όλμους. Μαζί με αυτούς έφυγε και ο δημοδιδάσκαλος, ο φιλόλογος και ένας δικηγόρος. Ήταν πολύ καλά παιδιά και μπορούσαμε να συζητούσαμεν και αναπαυόμουν πολύ. Το απόγευμα συνήντησα τον Ιερέα και είπαμε πολλά δια την επιφυλακήν κ.τ.λ. Μου είπε ότι είχον πληροφορίας πως οι Ιταλοί πρόκειται να μας επιτεθούν στον τομέα μας και ήκουσαν στο τηλέφωνον ότι “θα μας δείξουν...”, δια τούτο είμεθα επιφυλακή και εκομίσθησαν τόσον εσπευσμένως τα πυρομαχικά, ώστε, εάν επιτεθούν, εμείς θα ελαμβάναμεν θέσιν έξωθεν του χωρίου, ως γραμμή ανασχέσεως (β' γραμμή). Δια την κατάστασιν μου είπε ότι, αφού είναι διατεθημένη η Γερμανία να βοηθήση την Ιταλίαν, κανείς δεν γνωρίζει τι θα γίνη. Λειτουργία δεν θα είχαμε, διότι δεν υπήρχε κατάλληλον μέρος. Δια τον Μπάλαν μου είπε ότι θα υπάγη μαζί με την διμοιρίαν, που αναχώρησε, να ετοιμάσουν ολμοβολεία κ.λ.π. Και μετά θα μεταβώμεν άπαντες οι του λόχου μας. Μόλις επέστρεψα στο σπίτι, ήλθε το εσπέρας και με συνήντησε ο Στρατής Πούλιος. Ο Στρατής ήταν δόκιμος στο μοναστήρι μας. Η συνάντησίς μας ήτον συγκινητική. Επόμενον ήτον ότι θα ελέγαμε πολλά. Μου έφερε τυρί, χαλβάν, σπίρτα, σπαρματσέτα, τσάι και ζάχαριν και μου έδωσε και γάντια, που δεν είχα. Είχαμε να συναντηθώμεν, όταν ανεχώρησε δια κληρωτός. Ο Λεόντιος απουσίαζεν εις περιπολίαν. Το βράδυ μας έδωσαν πρασόρυζον και ένα πορτοκάλιον. Εγώ έφαγον τσάι. Το κρύο της νύκτας ήταν ανυπόφορον, με όλον που ήμεθα κοντά στην φωτιά. Κολλούσαμε σαν σαρδέλες με τον Λεόντιον δια να ζεσταθούμεν.
Κυριακή 23 – 2 – 41
Είχαμε ολίγον ήλιον, δια τούτο και κτύπησε συναγερμόν και ηκούσθη μεν βόμβος αεροπλάνων, χωρίς να φανούν ταύτα. Το πρωί τσάι, το γεύμα φασόλια μαυρομάτικα, το εσπέρας λαχανόρυζον. Συνηντήθημεν πάλιν με τον Ευστράτιον. Από το βράδυ έως τη άλλην ημέραν, δηλαδή εικοσιτέσσερις ώρας, ήμουν περίπολος και παρελάμβανα ανά έξη ώρας. Έκανε πάρα πολύ κρύο την νύκτα. Δεν περιφερόμεθα όμως στο χωριό, εκαθήμεθα στα μαγειρεία, στην φωτιά, και με όλον τούτο εκρυώναμε. Σήμερον εστενοχωρήθην πάρα πολύ και εθύμωσα πραγματικά με έναν
στρατιώτην Μακεδόνα. Ήτον διεστραμμένος χαρακτήρ και άπατρις, ασυνείδητον ον. Είναι η πρώτη φορά, που εθύμωσα ως στρατιώτης. Ζήτησα συγγνώμην από τον Κύριόν μου και Θεόν.
Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι απαίσιος. Συνάντησα πολλούς στρατιώτας του Τάγματος του Ευστρατίου. Ήταν αξιοθρήνητα ράκη, αλλά πράοι όλοι και χαρούμενοι. Όλο ψωμί ήθελαν. Ήθελα να φάγουν πολύ να χορτάσουν. Δεν δύναμαι να περιγράψω το πρόσωμον αυτών. Ήταν λασπωμένοι, κουρελιασμένοι, μα πολύ υπομονετικοί. Ούτοι ήρχοντο από το όρος Τομόρι. Είχαν προσκολληθή στο 30 Σύνταγμα. Ο Ταγματάρχης του ήταν κουρελιασμένα τα ρούχα του και περπατούσε κουτσά, διότι είχε ρευματισμούς. Ήθελε να υπάγη να κοιμηθή σε καμιά καλύβη μαζί με τους στρατιώτας του, αλλά τον πήγαν στο αναρρωτήριον. Μου είπε ο Ευστράτιος ότι όταν έκανε επίθεσιν το τάγμα του, εβάδιζε όρθιος και κουτσαίνοντας, έκανε τον σταυρόν του και έλεγε “Έλα, Παναγία μου” και έδιδε τας δεούσας οδηγίας. Είχε πάθει πανωλεθρίαν αυτό το τάγμα, χωρίς απώλειαν είματος, αλλά ταλαιπωρίας, κρυοπαγήματα κ.λ.π. Ήταν σε κάτι υψώματα και δεν είχαν ούτε πυροβολικόν ούτε όλμους, οι δε Ιταλοί ειχαν και τους κτυπούσαν. Μετά του έκανα επίθεσιν (και των ιδικών μας), τα πολυβόλα είχαν παγώσει από το κρύο και διεσκορπίσθησαν. Σε έναν λόχον παρουσιάσθησαν και παρεδόθησαν τρεις Ιταλοί και τους είπαν ότι έρχεται να παραδοθή και ολόκληρος διμοιρία. Αλλά οι Ιταλοί είχαν κρυμμένα και πολυβόλα στας χλαίνας των και μόλις πλησίασαν κοντά, τα ΄ςστησαν και έβαζαν πριν να ρίξουν οι δικοί μας, μα είχαν παγώσει τα πολυβόλα και αναγκάσθηκαν να φύγουν. Πολλά θύματα είχε το Τάγμα αυτό από κρυοπαγήματα και ταλαιπωριες πάρα πολλές, κοιμώσαντε όλον τον καιρόν επάνω στο χιόνι.
Δευτέρα 24 – 2 – 41
Το πρωί ρόφημα, το γεύμα μακαρίνια, το εσπέρας πρασόριζον, ο καιρός εξακολουθούσε να είναι ακατάστατος. Στο δωμάτιον, που διαμέναμε, κάτωθεν αυτού έμεναν αρκετά ζώα του λόχου μας. Το φουσκί ήταν πάρα πολύ και, όπως συμβαίνει και στα χωριά μας, βρωμούσε απαίσια.
Τρίτη 25 – 2 – 41
Ο καιρός απαίσιος. Ρόφημα, το γεύμα όρυζα πιλάφι, το εσπέρας τυρόν. Ήμουν πολύ αδιάθετος. Το φαγητόν μου είναι όλο τσάι, λεμονάδες και πορτοκαλάδες. Πονούσε πολύ ο λάρυγξ μου από τας φωνάς, που έκανα, όταν είχα μεταβή για τα πυρομαχικά. Το εσπέρας ήλθε και με αντάμωσε ο Στρατής. Είχε μερικές καραμέλες του βήχα και μου έδωσε και με ωφέλησαν πολύ. Το απόγευμα ανεχώρησαν δια να υπάγουν εκεί που ειναι και οι λοιποί του λόχου μας, δώδεκα άνδρες. Η νύκτα ήταν κρυερή.
Τετάρτη 26 – 2 – 41
Ο καιρός ακατάστατος. Ρόφημα, το γεύμα κρέας, το εσπέρας τυρόν και από τέσσερα σύκα. Επειδή υπέφερα πολύ από κόψιμον και διότι ήταν η σειρά μου δια περίπολον, δια τούτο, λέγω, μετέβην στον ιατρόν, ο οποίος με είχε γνωρίσει καλύτερον. Με ακροάστη και με βρήκε κρυωμένον. Και μου λέγει: “Τι να σου κάνω, βρε παιδί μου; Βλέπεις την κατάστασιν”. Του είπον να με αφήση δύο ημέρες ελεύθερον δια να μην σηκώνωμαι την νύκτα με την περιβόητον περιπολίαν. Μου έκανε επάλειψιν ιωδίου και μου έδωσε τριάντα σταγόνας λάβδανον δια το κόψιμον. Από τον καιρόν, που αφιχθην στο χωρίον Μογλίτσα έως τώρα, έχω πάντοτε ευκοιλιότητα με ελεφρά πάντοτε κοψίματα. Όλην την ημέραν ήμουν κάτου. Ευτυχώς ότι πάντοτε η κουραμάνα, που μας δίδουν, είναι καλή και τη ζεσταίνω στην φωτιάν και γεμίζω την καραβάναν τσάι και τρώγω. “Δικαιολογημένος” στο χωρίον αυτό δεν είμαι. Μόνον στου Στρατή τον λόχον μεταβαίνω και αν έχουν καλόν φαγητόν, παίρνω. Στο χωρίον αυτό υπάρχει Ορειβατικό, Μηχανικό και άλλα Σώματα.
Πέμπτη 27 – 2 – 41
Το πρωί ρόφημα, το γεύμα φασόλια, το εσπέρας τυρόν, τσάι και τρία – τέσσερα σύκα. Ο καιρός όπως χθές. Εγώ παρέμεινα όλην την ημέραν κάτου, ήμουν πολύ αδιάθετος. Ήταν στον παροξυσμόν της η χολοκυστίτις και είχα ολίγον πυρετόν και πόνον στο συκώτι. Το κρύο εξακολουθούσε να είναι δριμύ.
Παρασκευή 28 – 2 – 41
Το πρωί ρόφημα, το γεύμα μακαρόνια, το εσπέρας χαλβά. Εγώ είχα το τσάι μου. Σήμερον ελάβομεν δέμα με αποστολέα την κ. Μαρίαν Μαρσέλου (αδελφήν της μοναχής Μαριάμ). Τούτο περιείχε ολίγην φθειροαλοιφήν και ολίγας καραμέλας. Ο καιρός ολίγον ήπιος. Το βράδυ μου φόρτωσαν την περιπολίαν. Το πρωί μετέβημεν και συγκεντρώσαμεν ξύλα δια να γίνη καμίνι δια ξυλάνθρακας. Είχαν αναλάβει δύο στρατιώται να τα βρουν.
Σάββατον 1 Μαρτίου 1941
Επιτέλους! Ουρανός διαυγής! Το πρωί ρόφημα, το γεύμα μακαρόνια και τυρόν, ο Λεόντιος έπλυνε τα ρούχα μας. Κατά τας 11 π.μ., ήλθαν πολλά εχθρικά αεροπλάνα και γύριζαν άνωθέν μας. Κατ' αρχάς εφοβήθημεν μήπως μας προδώση ο καπνός, που έβγαινε από το μέρος, που έπλενα οι στρατιώται. Ευτυχώς ότι εξεθύμαναν πάλι στο Ζερέτσι. Θα έρριξαν έως ογδόντα βόμβας, ήταν δε πολλά τα αεροπλάνα και εβάδιζαν κατά στρώματα. Τα ήμιση ήταν καταδιωκτικά και τα υπόλοιπα βομβαρδιστικά. Είχαμε ακούσει τον Μουσολίνι να λέγε “περί εαρινής επιθέσεως” και ελέγαμε μπορεί να μας είπη τι μας αναμένει! Κατά την 1ην απογευματινήν με απέστειλε ο κ. Χιονίδης (όστις αντικαθιστούσε τον Λοχαγόν) με χαρτιά και έναν μεταγωγικόν να μεταβώ κάτωθεν του χωρίου Νικολάρα να εύρω εκεί κάποια μονάδα Μηχανικού και παραλάβω δέκα τσεκούρια. Στας 5 μ.μ., ευρισκόμουν στο Νικολάρα. Ερωτώ δια την μονάδα αυτήν, η απάντησις αρνητική. Φτάνω στον αμαξιτόν δρόμον. Συναντώ έναν συνταγματάρχην. Ούτος με αποστέλει στο Τηλεφωνικόν Κέντρον. Πολύ ευγενείς οι συνάδελφοι της Υπηρεσίας αυτής. Ερωτούν ένα τμήμα του Μηχανικού. Του απαντά ότι πρέπει να ερωτήσωμεν την Διοίκησιν Μηχανικού. Κτυπούν δια την Διοίκησιν, δεν απαντά. Κτυπούν κατ' επανάληψιν, τίποτα.Αναγκάζομαι να μεταβώ μόνος μου στην Διοίκησιν, η οποία απέχει περί τα τρία τέταρτα της ώρας, κατά μήκος του ποταμού Δεβόλη. Φθάνω εκεί και εν σπουδή βρίσκω την Διοίκησιν, η οποία ήταν η μονάς, που εζήτουν. Ο Διοικητής απουσίαζεν και μου κανόνισε τα χαρτιά ο υπασπιστής του, έπρεπε όμως να εύρισκα τον αντικαταστάτην του δια να υπογράψη να πάρω τα τσεκούρια και να φύγω. Εξέρχομαι εκ της σκηνής και ερωτώ δια τον κ. Ταγματάρχην Παπαγεωργακόπουλον. Από εδώ ο κ. Ταγματάρχης, από εκεί ο κ. Παπαγεωργακόπουλος, πουθενά. Τελικώς μου είπαν ότι έχει μεταβή και επιθεωρεί τους εργάτας. Βαδίζω λοιπόν, κατά μήκος του Δεβόλη και στον υπό κατασκευήν αμαξιτόν δρόμον περί τα τρία τέταρτα. Καθώς προχωρούσα, ήταν όλοι εργάται Αλβανοί, μεταξύ αυτών ήτον και ο Αντώνιος Χανιώτης και άλλοι τρεις τέσσερις Παριανοί. Τα είπαμε με αυτούς εν ολίγοις και προχωρώντας μου έδειξαν τον Ταγματάρχην, αλλά δεν μου επέτρεπαν να τον συναντήσω αμέσως, διότι μόλις είχαν σκάσει μερικά φουρνέλα εις έναν μέγαν και απαίσιον βράχον και είχαν Αλβανούς και κτυπούσαν με λοστάρια τα μπόσικα τεμάχια δια να πέσουν, διότι όλην την νύκτα θα διήρχοντο από εδώ τα μεταγωγικά, που τροφοδοτούν το Ζερέτσι κ.λ.π. Θα ανέμενον περί τα 20 λεπτά δια να έλθη ο Ταγματάρχης. Η αγωνία μου ήταν μεγάλη. Το Κόπεσι από εδώ φαίνεται πολύ κοντά, φαίνεται και το καμίνι, που έχομεν. Η ώρα είναι 7 και μισή. Πότε θα επιστρέψω στο Κόπεσι; Το πρωί θα εγίνετο λειτουργία και είχον ετοιμαστή να μεταλάβω. Επί τέλους συνηντήθην με τον Ταγματάρχην και τον παρεκάλεσα να υπογράψη στο χαρτί, διότι βιαζόμουν, αυτός όμως με θυμόν μου λέγει ότι “Δεν σου είπα να μην ξαναέλθης κατ' αυτόν τον τρόπον άλλοτε;” Εγώ του λέγω ότι πρώτη φορά τον βλέπω. Εκείνος: “Βρέ, δεν ήσουν εσύ που ήλθες και πήρες συρματόπλεγμα και άλλα εργαλεία;” Του λέγω: “Όχι” - “Προ ημερών είχε έρθει λοχίας του Συντάγματός σας και πήρε μερικά εργαλεία και
συρματόπλεγμα και του είπα, εάν θέλουν το Σύνταγμά σας και άλλα εργαλεία, να έρθουν αξιωματικοί να τα πάρουν”. Μου λέγει, λοιπόν ότι στας 9 μ.μ., να υπάγω στην Διοίκησιν και θα μου είπη τι να κάνω και ό,τι θέλω ας κάνω εγώ και όπου θέλω ας κοιμηθώ. Με όλον, που είχα θυμώσει, του ωμίλησα με πολλήν ηπιότητα, επροχώρησα δε δια να φύγω και είχαν σχολάσει Αντώνιος Χανιώτης κ.λ.π. Ούτος, λοιπόν, από προηγουμένως, που ανταμώσαμε, δεν με γνώρισε, και μου λέγει: “Δεν είσαι ο Θεόκτιστος;” Μόλις του είπα “Ναι”, βάζει τα κλάματα και μου έλεγε “Δεν σκέπτομαι τίποτα άλλο, παρά τα παιδιά μου κ.τ.λ. κ.τ.λ.”, ακούω δε και τον Ταγματάρχην να λέγη: “Πέστε στον δεκανέα αυτόν να με αναμένη να μεταβώμεν ομού στην Διοίκησιν”. Διότι εφοβήθην μήπως μου φύγη ο στρατιώτης που ειχα μαζί μου, διότι ήταν ολίγον ελαφρύς (ήταν φραγκοσυριανός), δεν τον ανέμενον και επέστρεψα στον Εφοδιασμόν (Διοίκησιν). Στον δρόμον έλεγα: “Καλόγερε, εδώ πρέπει να φανή η ανδρεία σου και υπομονή σου”. Βρήκα τον στρατιώτην και τον άφησα στην Αποθήκην, από την οποία θα παραλαμβάναμε τα τσεκούρια και του είπον να με αναμένη εκεί. Ο αποθηκάριος ήταν ένας λοχίας της κλάσεως 1917, Θραξ. Ήταν πολύ καλός. Εν τω μεταξύ είχε περάσει ολίγη ώρα και δια τούτο μετέβην στην Διοίκησιν μήπως και ευρίσκεται εκεί ο Ταγματάρχης, δεν ήτον όμως. Ανέφερα τα συμβάντα στον Υπασπιστήν και του λέγω μεταξύ των άλλων “να υποφέρη τις ενώπιον του εχθρού δικαιολογείται, μα να υποφέρη από τους αξιωματικούς;” Μου λέγει ότι “η ανωμαλία αύτη προήλθε, διότι δεν δύναται το ένα Σώμα να διατάζη το άλλο να του δώση ό,τι θέλει. Πρέπει να γίνουν τα πράγματα ιεραρχικά” (Εμείς είμεθα του 3ου Σώματος και ούτοι ήταν του 5ου). Εξήλθον της Διοικήσεως και περιφερόμουν να συναντήσω τον Ταγματάρχην. Τον βρήκα και συνωμιλούσε μεθ' ενός υπολοχαγού, τον οποίον προηγουμένως είχον ερωτήσει δια τον Ταγματάρχην. Όταν λοιπόν, με είδε, λέγει στον Ταγματάρχην ότι “Ο καημένος ούτος ο δεκανεύς αναμένει να του θέσετε μιά υπογραφή δια να αναχωρήση, καθ' ο βιαστικός”. “Ναι”, λέγει ο Ταγματάρχης, “και φαίνεται ότι είναι καλός άνθρωπος, ομοιάζει ωσάν καλόγηρος με την καμπούραν και το μπαστουνάκι του”. Του λέγω ότι “και εάν του ειπώ ότι είμαι μοναχός, τι θα έχη ούτως να μου είπη;” Εξεπλάγην. Ήρχισε να ερωτά λεπτομερείας κ.τ.λ. Για μια στιγμή ακούω το όνομα του χωριού μου. Εξεπλάγην! - “Τί συμβαίνει; Πώς ονομάζεσαι; - Αλεξόπουλος – Τι έχεις με τοην Ευάγγελον Αλεξόπουλον; - Συγγενή. - Δεν γνωρίζεις εμένα; - Βρε, μήπως είσαι αδελφός του θεολόγου Ανδρέα Παπαγεωργακοπούλου; - Τον γνωρίζεις;” μου λέγει. Τείνει την χείρα: - “Κόλλα το”. Με αγκαλιάζει. Ήταν από το χωριό μου και μάλιστα ολίγον συγγενής μου. Με πήρε στην παράγκαν του. Εσυζητήσαμε έως τις 10 μ.μ. Ανακινήσαμε πολλά πράγματα. Της πατρίδος μας, των Πατρών, τους συγγενείς μας κ.τ.λ. Μου είπε ότι με κατάλαβε ότι είμαι θρησκευτικός από τον τρόπον, που του ωμίλησα, όταν συνηντήθημεν, και ότι τον ήλεγξε η συνείδησίς του, δια τούτο μου είχεν είπει να τον ανέμενον να ερχώμεθα μαζί στην Διοίκησιν. Μου είπε, εάν ήθελα, μπορούσε να με έπαιρνε στο Μηχανικόν, αλλά εις εμέ δεν εφάνη καλό. Ήθελε να μου γράψη γράμμα συστατικόν να το δώσω στον Συνταγματάρχην μου (ήταν φίλοι). Δεν ήθελα και δια τούτο. Το εθεώρησα περιττόν. Με περιποιήθη πολύ καλά, τσάι, πορτοκάλια, σταφίδας και φαγητόν από το ιδικόν του, εκοιμήθην δε με τον ιπποκόμον του, όστις ήταν Τούρκος με ελληνικήν υπηκοότητα. Σχεδόν όλοι οι υπηρέται της Διοικήσεως ήταν μωαμεθανοί. Η Διοίκησις εστεγάζετο σε παράγκας καλώς καμουφλαρισμένας. Απέναντί της είναι αναρρωτήριον. Εξεπλάγην, όταν είδον να υπάρχη εδώ και νοσοκόμα, παρά της οποίας έμαθον ότι εκ του αεροπορικού βομβαρδισμού, που έγινε σήμερον στο Ζερέτσι, εφονεύθησαν δύο στρατιώται και ετραυματίσθησαν αρκετοί. Η νοσοκόμα μοίραζε κονιάκ, της ζήτησα κι εγώ, δεν μου έδωσε. Επίσης εδώ υπάρχει και Ανεφοδιασμός μεγάλος. Ενόμιζα ότι ευρισκόμην εις πόλιν.
Κυριακή Τυρινής 2 – 3 – 41
Εξύπνησα από τον πολύν θόρυβον των μεταγωγικών. Εξέρχομαι της παράγκας. Τι να ίδω; Χιλιάδες μεταγωγικά να φορτώνουν και φεύγουν. Προς στιγμήν ενόμιζα ότι ευρίσκομαι εις καμιά λαχαναγορά του Πειραιώς. Περνούσε και μια πυροβολαρχία με καμουφλαρισμένα τα πυροβόλα. Ο δικός μου μεταγωγικός εκοιμήθη στην Αποθήκην. Μου έδωσαν τσάι και τυρόν και έφαγον. Ανέμενον έως τας 9 π.μ., δια να σηκωθή ο Διοικητής και υπογράψη δια να πάρω τα τσεκούρια και αναχωρήσω. Μου έδωσαν μόνον τέσσερα, όχι δέκα, που ηθέλαμε, και αφού εχαιρέτησα τον κ.
Παπαγεωργακόπουλον, όστις μου είπε, εάν ποτέ τον χρειαστώ να του γράψω. Μου έδωσε και μερικά πορτοκάλια και πήρα τα τσεκούρια, έφυγα.
Είχα από το εσπέρας πληροφορηθή ότι δύναμαι να υπάγω στο Κόπεσι από την οδόν, που κατασκευάζουν, η οποία βαδίζει κατά μήκος και δεξιά του Δεβόλη. Κατά τας 12 η ώρα αφίχθην στο Κόπεσι. Δια να έλθω από Δεβόλην και να μην υπάγω από το χωρίον Νιλολάρα, ωφελήθηκα περίπου τρεις ώρες δρόμον. Από τον Εφοδιασμόν ως το μέρος, που έφυγον προς τα δεξιά δια να ανέλθω στο Κόπεσι, δεν έβλεπες άλλο τι από μεταγωγικά (ζώα). Σε ένα δύσκολον πέρασμα της οδού είχε πεσει κάτω ένα ζώον του Πυροβολικού και έως να το φορτώσουν, είχε σχηματισθή φάλαγξ από ζώα, που ανέμενον να διέλθουν της στενωπού, περίπου έχουσα τα χίλια μέτρα μήκος. Εκεί είδον αξιωματικούς να φορτώνουν τα πυροβόλα στα ζώα και να είναι καταλασπωμένοι. Εγνώρισα καθ' οδόν στρατιώτας εκ Σύρου και Πελοποννήσου. Καθώς εφώνησε το ζώον του εις, ενόησα ότι ούτος είναι Μοραΐτης και σχεδόν συγχωριανός μου. Είχαμε συναντηθή στο χωριό μου το 1934. Εάν βέβαια δεν του εγνώριζα την ιδιότητά μου, ήτον αδύνατον να με εγνώριζε μόνος του, μου είπε δε ότι πιο εμπρός εβάδιζε ένας Αλεξόπουλος από το χωριό μου. Έτρεξα, αλλά δεν κατώρθωσα να τον ανακαλύψω. Προ μιας γεφύρας και κάτωθεν του χωρίου Μογλίτσα (δεξιά του ποταμού περί τα 50 μέτρα) υπάρχει αναρρωτήριον, αποτελούμενον από τρεις – τέσσερες σκηνές. Είδον και εδώ νοσοκόμα. Ανερχόμενος προς την Μογλίτσαν, έξωθεν ταύτης είδον μικρόν νεκροταφείον, έτσι σε μια πλαγιά, σε ένα μικρό χωραφάκι, αποτελούενον εκ 16 -17 μνημείων με μικρούς ξύλινους σταυρούς, γράφοντας με ακανόνιστα γράμματα άνωθεν ονοματεπώνυμον, καταγόμενος “εξ Εδέσσης”, “εξ Ιωαννίνων”, “εκ Καλαμών” κ.λ.π., “έπεσεν ενδόξως μαχόμενος τη” τάδε, τάδε κ.τ.λ. Εστάθμευσα εκεί και με πολλήν συγκίνησιν ευχήθην, ο Θεός να αναπαύση τας ψυχάς των. Αιωνία σας η μνήμη, αδελφοί μου! Τι αισθάνθηκα τότε εκεί δεν είχον πλούτον λόγου να το περιγράψω. Πιο πάνω εις το αλώνιον ευρίσκετο λοχαγός τις και έκαμνε θεωρίαν στον λόχον του. Καθώς εδιάβαινα εκείθεν, τον ήκουα, που έλεγε, “εφόσον ο εχθρός βαστά το όπλον και μας κτυπά, να μην τον λυπούμεθα, όταν όμως σηκώνη τας χείρας του, είναι πλέον αιχμάλωτος, ιερόν πρόσωπον, και να του συμπεριφερώμεθα μετά ευλαβείας” και πολλά άλλα. Τους ανέφερε μίαν γνωστήν του περίπτωσιν, όπου εις μίαν επίθεσιν ένας στρατιώτης εδήλωσε δειλίαν και παρέμεινεν εις την σκηνήν του, και ότι μετά την μάχην δεν είχε φονευθή ουδείς, εκτός αυτού, που είχε παραμείνει εις την σκηνήν. (Είναι νόμος, φαίνεται, όταν δηλώση κανείς δειλίαν, να παραμένη για να μην παρασύρη και τους άλλους). Από το περιπετειώδες αυτό ταξείδιον, περισσότερον μου έχει μείνει στην μνήμην ως συγκινητικόν φαινόμενον η συνάντησίς μου με τον Ταγματάρχην και η θέα του νεκροταφείου. Δεν κοινώνησα όμως των αχράντων μυστηρίων. Έγινε λειτουργία στο τζαμί.
Το γεύμα μας είχαν φασόλια, το εσπέρας μια ρέγκα (Κυριακή της Τυρινής). Το απόγευμα διήλθον άνωθέν μας αεροπλάνα. Το ιταλικόν βαρύ έχομεν να το ακούσωμεν να κτυπά στο Ζερέτσι από τις
17 – 2 και σχεδόν δεν ακούμε τίποτα να κτυπά (κανονίδι), μόνον βαθειά ακούγονται κατά διαστήματα. Το απόγευμα μετέβην στο Σύνταγμα και έδωσα τας αποδείξεις και τους είπα τα συμβάντα κ.τ.λ. Ήταν εκεί ο Υπασπιστής, ο λοχαγός Βασιλείου και πολλοί άλλοι αξιωματικοί και συζητούσαν δια την κατάστασιν. Τους αντελήφθην ολίγον φοβισμένους. Έλεγον οπωσδήποτε πρέπει να γίνουν χαρακώματα δια καταφύγια και πολλά άλλα τοιαύτης φύσεως πράγματα.
Καθαρά Δευτέρα 3 – 3 – 41
Μετά το ρόφημα εκανόνισε ο κ. Χιονίδης και το απόγευμα ανεχώρησε η μία ομάς της διμοιρίας μας μαζί με τους όλμους και πήγε εκεί, που είναι και οι άλλοι άνδρες του λόχου μας. Εγώ με τον Λεόντιον είχαμε κανονίσει να πηγαίναμε μαζί. Κατά τας 10 π.μ., μετέβημεν με τον κ. Χιονίδην δια τινας υπηρεσίας στο Σύνταγμα. Καθ' οδόν ωμιλήσαμεν ευρέως. Του εδείξαμε τας φωτογραφίας μας ως μοναχοί. Είπε ότι δεν έπρεπε να μας έπαιρναν στρατιώτες κ.τ.λ. Μας ανέφερε και ούτος λεπτομερείας της ζωής του. Ήτον Μακεδών. Είχε σπουδάσει την Ανωτάτην Εμπορικήν στας Αθήνας. Τελευταίως ειργάζετο ως υποδιευθυντής κάποιας Τραπέζης στην Έδεσσαν. Ήταν έτοιμος να μετέβαινε δια ανωτέρας σπουδάς στην Γαλλίαν, αλλά ο πόλεμος ... Ήταν της κλάσεως 1933 και ανθυπολοχαγός έγινε στην Σύρον. Και πολλά άλλα πράγματα είπαμε. Έκαναν την εμφάνισόν τους και αεροπλάνα, χωρίς να διακρίνωμε, εάν ήταν εχθρικά ή ημέτερα. Το γεύμα μακαρόνια, το
εσπέρας χαλβάν.
Καθαρά Τρίτη 4 – 3 – 41
Το πρωί ρόφημα, το γεύμα κρέας, το εσπέρας τυρόν. Το απόγευμα, κατόπιν τηλεφωνικής διαταγής του Μπάλα, ανεχώρησε και ο Λεόντιος δια την γραμμήν. Ελυπήθην και εστενοχωρήθην πολύ, που εχωρίσθημεν, με καθησύχασε όμως ο. κ. Χιονίδης με την βεβαίωσιν ότι θα φροντίση να είμεθα πάντα μαζί. Οι εναπομείναντες άνδρες είμεθα δέκα ολμίται και πέντε μεταγωγικοί. Δεκανείς είμεθα δύο και ένας λοχίας. Όθεν θα είμεθα πάντοτε φρουρά (περίπολος).
Τετάρτη 5 – 3 – 41
Ρόφημα, μακαρόνια, τυρόν και τσάι. Ο καιρός ολίγον βροχερός. Συνεχώς ήμουν περίπολος.
Πέμπτη 6 – 3 – 41
Ρόφημα, πατάτες, ολίγον τυρόν και τσάι. Έβρεχε ολίγον. Έως το μεσημέρι επιστατούσα να κουβαληθούν ξύλα μέσα σε παρακείμενον πλησίον προς τον ποταμόν Δεβόλην δάσος, δια να γινη και δεύτερον καμίνι δια κάρβουνα. Το πρώτον θα παρήγαγε έως 300 οκάδας. Τα κάρβουνα εχρειάζοντο δια την πρώτην γραμμήν, που δεν μπορούσαν να ανάπτουν φωτιάν, ενώ τα κάρβουνα μπορούσαν και τα έκαιαν και στας σκηνάς των. Ολίγον πιο κάτου από το ημέτερον καμίνι ήτον κατασκηνωμένοι δύο άνδρες του Ορειβατικού Πυροβολικού, οι οποίοι προ πολλού χρόνου δεν κάνουν άλλο τι, από καμίνια. Τους δίδουν διπλήν τροφήν. Έχουν παραγάγει έως 4.000 οκάδας κάρβουνα δια τους άνδρας της πυροβολαρχίας των, που είναι εμπρός. Και οι δύο ήτον Θρακιώτες, πολύ καλά παιδιά. Είναι η πρώτη φορά, που κάθομαι σε αντίσκηνον. Είναι πολύ ωραία και μάλιστα την στιγμήν, που βρέχει. Σήμερον ηκούσθη κοντά μας το κανονίδι. Προχθές, όταν ερχόμουν από τον Εφοδιασμόν, θα συνήντησα άνω των δεκαπέντε ανδρών να είναι επάνω σε ζώα και τυλιγμένα τα πόδια τους με επιδεσμοβαμβάκια, διότι είχον ελαφρά κρυοπαγήματα. Ήμουν πάλι περίπολος.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40 (28.10.1940 – 11.6.1941)
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου