Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Πορεία προς το Μέτωπο


Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
3. Πορεία προς το Μέτωπο

Σάββατον 11 – 1 - 41

Εσηκώθημεν πολύ πρωί και αφού αποχαιρετήσαμε τον αδελφόν π. Ευσέβιον Μπιλάλην, όστις καθ'όλον το διάστημα της εν Αθήναις παραμονής μας μας είχε φανεί πολύ χρήσιμος, σαν πραγματικός εν Χριστώ αδελφός μας, προ των 8 είμεθα στον λόχο μας. Αφού μας έκαμαν προσκλητήριον, μας κατήρτισαν λόχον και μας έδωσαν τροφήν δια τρεις ημέρας γαλέταν, τυρόν, ρέγγας, ελαίας και χαλβάν και μας ωμίλησεν ολίγον ο Λοχαγός μας κ.λ.π. Δια γεύμα μας έδωσαν φακά σούπα και δια βράδυ ελαίας.
Από τας 8 έως τας 2 μ.μ. Ήμεθα στην γραμμήν και αναμέναμεν διαταγήν δια να αναχωρούσαμεν.
Στας 2 μ.μ. μας συνεκέντρωσαν άπαντας τους της αποστολής, οίτινες ήμεθα 1.100 άνδρες, και μας ωμίλησε ο συνταγματάρχης κ. Νικολόπουλος. Εις τον λόγον του έκαμε νύξιν και δι' ημάς: “Μεταξύ σας ευρίσκονται και ιερωμένοι, οίτινες θα είναι το καλόν παράδειγμα κ.τ.λ.”. Κατά τας 3μ.μ. αναχωρούσαμε υπό τας ζητωκραυγάς των εναπομεινάντων συναδέλφων μας και εκ των εμπέδων και την 4ην φτάσαμε στον σταθμόν του Ρουφ. Καθ' όλην αυτήν την ποδαριοδιαδρομήν δεν βλέπαμε άλλο τίποτα από τον πολύν κόσμον, όστις αλλάλαζε από ενθουσιασμόν κ.τ.λ. Από πολλάς οικίας μας  πετούσαν  γλυκά,  κάλτσες,  γάντια  και  άλλα.  Εγώ  δε  υπέφερα  πολύ  καθ' όλην  αυτήν  την διαδρομήν, διότι με πονούσαν πολύ οι πόδες μου, λόγω του ότι τα υποδήματά μου ήσαν καινουργή και διότι είχα δέσει σφικτά τας περικνημίδας μου, όταν όμως ατένιζα και έβλεπα τα πλήθη συνεκινούμην, πολλάκις εδάκρυσα. Εις τον εξώστην της “Μ. Βρετάνιας” μας ευχήθη κ.λ.π. ο πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς. Ήταν καταβεβλημένος και είπα εις τον Λεόντιον: “¨Δεν τον βλέπω στα καλά του”.


Στον σταθμόν μας ανέμενε αμαξοστοιχία με φορτηγά βαγόνια. Στο βαγόνιον που εισήλθομεν ήμεθα όλοι 48 άνδρες. Οι περισσότεροι τούτων ήσαν την καταγωγήν Σάμιοι, ξεκινήσαμε δε κατά τας 5 μ.μ. Ταξιδεύαμε όλη την νύκτα και κατά τα ξημερώματα ήμεθα στην Λάρισαν. Παραμείναμεν
εκεί περί  την ώραν και  αναχωρήσαμεν. Ο  κάμπος  της  Λαρίσης  ήταν χιονισμένος.  Μέχρι  τον Πλαταμώνα  δεν  γνωρίζαμε  δια  που  κατευθυνόμεθα.  Εκεί  εγνώρισα  έναν  σιδηροδρομικόν υπάλληλον πατριώτην μου, όστις μου είπε οι 300 εκ των 1.100, που ήμεθα, θα πήγαιναν δια την Αλεξανδρούπολιν και οι λοιποί θα πηγαίναμε δια την Φλώριναν. Από εδώ άρχισα να πιστεύω ότι μας υπάγουν δια την Αλβανίαν. Μου είπε και το εξής ο πατριώτης μου, ότι θα έρθη η Νεολαία να μας μοιράση τσιγάρα και κονιάκ και να έλεγα ότι είναι περισσότεροι άνδρες στο βαγόνι δια να έδινα και εις αυτόν δύο – τρία πακέτα. Εγώ βεβαίως του αρνήθηκα το τοιούτον και του είπον ότι θα του  έδιδον  τα  δικά  μου  σιγαρέτα.  Η  Νεολαία  μας  μοίρασε  σε  τέσσερα  –  πέντε  μέρη  που περνούσαμε. Αλλού πορτοκάλια και τσιγαρέτα, αλλού κονιάκ, διότι όμως ήταν νύκτα δεν ενθυμούμαι εις ποίους σταθμούς έγινε αυτό. Από το Πλατύ και Βέροια περάσαμε ημέρα και κατά τας 12 το μεσονύκτιον μας κατέβασαν της αμαξοστοιχίας εις τινα σταθμόν, πολύ προ του Σόροβιτς και Αμυνταίου, ονομαζόμενον Άγιος Παντελεήμων. Είπομεν ότι στο βαγόνι ήμεθα 48 άνδρες,  που ούτε καθιστοί δεν μπορούσαμε να ήμεθα. Δια τούτο υπέφερα πολύ και από το κρύο, τα πόδια μου με πονούσαν πολύ από το κρύο και διότι δεν ηδυνάμην να τα άπλωνα να ξεκουράσουν. Δεν μπορούσα δε να κοιμηθώ, διότι εις το βαγόνιον ήτον και κακότροποι συνάδελφοι, οίτινες εφώναζαν πολύ, τραγουδούσαν, ανέφεραν πορνοδιηγήσεις κ.τ.λ. Από τον θόρυβον, λέγω, κρύον κ.λ.π. δεν ηδυνήθην να κοιμώμουν. Την πρώτην βραδιάν δεν έκλεισα καθόλου τα μάτια μου, την Κυριακήν όμως το εσπέρας, μόλις περάσαμε την Έδεσσα, εκοιμήθην έως τας 12 περίπου, που απότομα μας φώναξαν και κατήλθομεν της αμαξοστοιχίας. Άρχισα να τρέμω όλος από το πολύ ψύχος, διότι εκτός του ότι στο βαγόνι ήταν ολίγη ζέστη, διότι ήμεθα πολλοί εντός του, και απότομα βγήκαμε στο κρύον, αλλά εισήλθομεν στο τραίνον στας Αθήνας από ήπιον κλίμα και αποτόμως εκτεθήκαμε στο μακεδονικόν ψύχος. Για μίαν στιγμήν έχασα τον Λεόντιον και Νικηφόρον και ήτο αδύνατον να τους φωνάξω, διότι είχον μουδιάσει από το κρύον τα χείλη μου. Τα άλειψα αμέσως με βαζελίνη, που είχον μαζί μου. Αμέσως έγιναν πληγή. Τέλος, τους έφθασα και μετά πορείαν τροχάδην 15 – 20 λεπτών εισήλθομεν στο χωρίον Άγιος Παντελεήμων και μας εστίβαξαν τους πιο πολλούς άνδρας στο σχολείον,  το  οποίον ήτον χαούζα  και  με  σπασμένους  τους  πιο  πολλούς  υαλοπίνακας,  με μεγάλην δε προσπάθειαν κατωρθώσαμεν και πιάσαμε μίαν γωνίαν κα στρώσαμε και οι τρεις μαζί δια να υπνώσωμεν. Εμένα πολύ ολίγον με πήρε ο ύπνος, διότι κρύωνα και από τον πολύν θόρυβον.



Δευτέρα 13 – 1 – 41

Μόλις αφυπνίσθημεν το πρωί, οι πόδες μου ήτον παγωμένοι και προσπαθήσαμε ο εις να ζεσταίνη του άλλου δι' αλληλοτριψίματος. Έξωθεν ηκούετο να σφυρά ένας δαιμονιώδης άνεμος και να κτυπά το χιόνι στα παράθυρα. Μόλις αφίχθημεν εδώ, χιόνι στους δρόμους δεν υπήρχε ικανόν, στ' απόμερα μέρη εφαίνετο να υπήρχε. Το πρωί μόλις εξήλθομεν του σχολείου θα έχη περί τους 30 πόντους χιόνι και εξακολουθούσε να ρίχνη. Σε απόμερα μέρη είχε στιβάξει πολύ χιόνι, επληροφορήθημεν δε ότι δεν θα αναχωρούσαμεν την ημέραν ταύτην από το χωρίον. Εξήλθομεν με τον Λεόντιον δια να ίδωμεν και το χωριό και μήπως βρίσκαμε τι φαγώσιμον να αγοράζαμε, αλλά ματαίως, διότι δεν υπήρχε άλλο τι πλην ελαιών, χαλβά, ρακί, κονιάκ και καραμελών, αγοράσαμε δε μερικόν κονιάκ και ερουφούσαμε κατά διαστήματα, τα ποδάρια μας όμως δεν τα νιώθαμε από το πολύ κρύο. Τρέχαμε, πηδούσαμε, μα δεν ζεσταινώσαντε. Κατά το μεσημέρι ανεκάλυψα εις ένα δωμάτιον του σχολείου πέντε – έξι στρατιώτας με ένα λοχίαν και είχαν σόμπαν (ούτοι φρουρούσαν τον σιδηροδρομικόν σταθμόν). Αφού εκάθισα ολίγον και εξεστάθην, εφώναξα και τους άλλους και ήλθαν, έφυγαν όμως γρήγορα. Οι στρατιώτες είχαν δια γεύμα φασολάδα και εξ αυτών προσεφέρθησαν  και  μου  έδωσαν  και  έφαγον,  παρέμεινον  δε  εκείνο  το  απόγευμα,  οπότε  μας φώναξαν και μας κατένειμαν στας οικίας δια να διανυκτερεύσωμεν. Στο σπίτι που πήγαμε (είμεθα
12 άνδρες) μας άναψαν αμέσως φωτιά, ανέλαβε δε ο Νικηφόρος με άλλους και εμαγείρευσαν φασόλια χωρίς έλαιον, διότι δεν υπάρχει εδώ, παρά λίπος, εδώσαμε δε από 41 δραχ έκαστος. Θα αναμέναμεν δε περί τας δύο ώρας εις κάτι αποθήκας δια να μας έδιδαν τρόφιμα (κουραμάνα και ξηράν τροφήν). Το ξηροβόρι εξακολουθούσε και υποφέραμε πολύ. Τα πόδια μου ήταν πάλι παγωμένα. Τα χέρια μου έπρεπε πάντα να τα είχα σκεπασμένα, διότι δεν είχον γάντια και πάγωναν. Επιστρέφαμεν νύκτα στο σπίτι. Νερόν στο χωρίον δεν υπήρχεν και έπρεπε να πηγαίναμεν ένα
τέταρτον μακριά να πέρναμεν από την λίμνην, που είναι εκεί. Μετέβη λοιπόν ένας στρατιώτης με μερικά παγούρια και μόλις επέστρεψε είχαν παγώσει πολύ τα χέρια του, που έκλαιγε από τον πόνον και έτρεμε όλος, σπεύσαμε όμως και του δώσαμε κονιάκ και τον τρίψαμε, ακόμα τον ζεστάναμε και με τα χνώτα μας ώσπου συνήλθε. Τρώγοντας ήταν και ο νοικοκύρης εκεί, όστις μας είπε ότι ο πόλεμος έχει πολλά βάσανα και πρέπει να έχωμεν υπομονήν και όλα μετά θα ξεχαστούν, μας ανέφερε δε περιστατικά του άλλου πολέμου. Ενώ κάποτε έβοσκε τα ποίμνιά του στα δάση και παρακολουθούσε μίαν εξόρμησιν των Βουλγάρων – Γερμανών κατά των Σερβο – Αγγλο – Γάλλων στα πλησίον βουνά, είδε έναν στρατιώτη να αρπάζη τον επιτιθέμενον ανύποπτον από τον ένα του πόδα, να του πατά τον έτερον και να τον σχίζη κατά κάποιον τρόπον στην μέσην. Τοιαύτην λύσσαν είχον κ.τ.λ. Μας παρεπονέθη δε ότι λόγω του ότι η γυνή του εγνώριζε τα ελληνικά, πολλάκις ευρέθη στην ανάγκην να πληρώση πρόστιμον δια τούτο (στο χωρίον αυτό οι γέροντες και αι περισσότεραι γυναίκες δεν γνωρίζουν την ελληνικήν, ομιλούν άλλην γλώσσαν). Εξεπλάγην δεν όταν είδον τας γυναίκας να σηκώνουν αυταί στο κεφάλι των ολόκληρον γαζοτενεκέν, γεμάτον ύδωρ, χωρίς να τους χύνεται μια σταγόνα ύδατος. Έλαιον, τυρός, σαπούνι, ρέγγες, σαρδέλες δεν υπάρχουν εδώ, τα έχει επιτάξει το κράτος. Την νύκτα την περάσαμε καλά. Δεν μας έσβησε η φωτιά.



Τρίτη 14 – 1 – 41

Το πρωί αναχωρήσαμε κατά τας 8 π.μ. Αφού φτάσαμε στον δημόσιον δρόμον (περί το τέταρτον της ώρας) μας κατένειμαν εις λόχους και διμοιρίας, έκαστος δε δεκανεύς ανέλαβε από τριάντα άνδρες, στους οποίους θα ενεργούσε προσκλητήριον κ.τ.λ. Μόλις προχωρήσαμεν ολίγον, με εφώναξε ο Διοικητής της αποστολής και με έστειλε ως σύνδεσμον να πήγαινα να έλεγα στον λόχον μου, όστις εβάδιζε εμπρός, στην πρώτην ωριαίαν στάσιν να τον αναμένωμεν. Προχωρούσα λοιπόν, μα που να φθάσω τον λόχον μας, όστις ήτο περί τα 20 λεπτά μακριά. Μαζί μου ήρχετο και εις χωρικός με κάρον και μου είπε να του έδιδα το γυλιόν να τον έβαζε επάνω, μα εγώ έκανα τον υπερήφανον, μόλις όμως προχώρησα ολίγον κουράστηκα και τον έδωκα και τον έφερνε  το κάρον. Ώσπου όμως να γίνη η πρώτη στάσις, ο Ταγματάρχης ήρθε πιο μπρος από εμέ, δεν είπε όμως τίποτα. Θα ξεκουράσαμε περί τα 5 λεπτά και ξεκινήσαμε πορείαν προς το Αμύνταιον (είναι κωμόπολις και έδρα ανεφοδιασμού του Μετώπου της Αλβανίας μετά την Θεσσαλονίκην). Προτού να φθάσωμεν στο χωρίον, εσήμανε συναγερμόν και διασπορπιστήκαμε στα αμπέλια, που ήταν πέριξ του δρόμου. Εγώ είχα ιδρώσει, μόλις δε έπεσα κάτου, που είχε και ολίγον χιόνι, άρχισα και έτρεμα και δεν μπορούσα να σταθώ, που οι συνάδελφοι άρχισαν να φωνάζουν ότι θα τους πρόδιδα, χωρίς καν να έχουν φανή αεροπλάνα (γελοίον τούτο). Διήλθομεν το Αμύνταιον χωρίς να σταματήσωμεν, μόνον πήραμε  νερόν  και  αγόρασα  μερικές  καραμέλες  δια  τον  δρόμον,  οι  οποίες  μου  εχρησίμευσαν κατόπιν πολύ. Το Αμύνταιον ήτον γεμάτον αυτοκίνητα και στρατόν, πιο πέρα ήταν και τα συντρίματα ενός ιταλικού αεροπλάνου. Ευτυχώς ότι κάθε ώραν σταματούσαμε ολίγον και ξεκουραζόμεθα. Κατόπιν παράσαμεν το χωρίον Αετόν. Στον δρόμον έβλεπες αλλού αυτοκίνητα κατεστραμμένα και αλλού ζώα ψόφια. Μέχρι του απογεύματος η ημέρα ήτον καθαρή. Ήλπιζα πολύ, αποτόμως όμως ήρχισε να χιονίζη, που ως το βράδυ που βάστηξε, το χιόνι ήτον άνωθέν μας (διότι δεν είχα πρόχειρον το αντίσκηνον, ων άπειρος) 10 – 20 εκατοστά. Ευτυχώς όμως μόλις αφίχθημεν στο χωρίον Σκλήθρον, μας ανέμενε η Νεολαία και σε 10 λεπτά μας τοποθέτησαν στα σπίτια. Εγώ, ο Λεόντιος και εις Σάμιος έτυχε και μας ετοποθέτησαν εις την οικίαν γέρου τινός, πτωχού μεν, αλλά πολύ καλού – πλουσίου εις καλωσύνην. Είχε σόμπα αναμμένη, το δωμάτιον ήταν κάτωθεν εστρωμένον με ρούχα, μας είχε έτοιμας και τας τρεις κλίνας και παρέθεσε δια δείπνον πατάτας με κρέας. Εμείς του δώσαμε γαλέταν και ρέγγαν, που είχαμε. Είπαμε πολλά. Κατήγετο εκ της Μικράς Ασίας. Εις εμένα είπε ότι δύσκολα θα κατώρθωνα να τα έβγαζα πέρα. Τούτο το είπε, διότι υπέφερα πολύ και ιδίως πονούσαν τα ποδάρια μου. Μου έδωσε πετρέλαιον και τα έτριψα. Είχε περάσει πολύς στρατός από το σπίτι του, μου έλεγε, και δεν είδε κανέναν να ήτον λεπτός και φιλάσθενος, όπως ήμουν εγώ και δια τούτο έλεγε ότι ζήτημα ήταν αν θα κατώρθωνα να έφθανα στο Μέτωπον και ηύχετο ο Θεός να μου έδιδε δύναμιν. Είχε δύο υιούς και μίαν κόρην ύπανδρον. Την νύκτα ξυπνούσε συχνά και τροφοδοτούσε την θερμάστραν. Ευλογημένη ψυχή.
Τετάρτη 15 – 1 – 41

Εξυπνήσαμεν από τους ήχους του κώδωνος της εκκλησίας, η οποία προσκαλούσε τους χωρικούς, οι οποίοι έσπευσαν να καθαρίσουν τους δρόμους εκ της χιόνος, εξακολουθούσε δε να πίπτη χιόνι. Είχε ύψος περί τα 30 εκατοστά, εις μερικάς δε τοποθεσίας υπερέβαινε το μέτρον. Αναχωρήσαμε από το χωρίον αυτό κατά τας 10 η ώρα. Ο δρόμος, τον οποίον βαδίζαμε, ήταν δημόσιος, αλλά βαδίζαμε εις φάλαγγα κατ' άνδρα λόγω της χιόνος και το βάδισμα ήτον δύσκολον και κοπιώδες. Εξακολουθούσε να πίπτη η χιών, είχαμε όμως κατασκευάσει τα αντίσκηνά μας κατά τοιούτον τρόπον και δεν εβρεχόμεθα, μας εμπόδιζον όμως στο βάδισμα και παρήγετο ζέστη που ιδρώναμε. Το χωρίον, που θα διανυκτερεύαμε, απείχε από το Σκλήθρον τέσσερισ ώρας. Εμείς το διάστημα αυτό το διανύσαμε έξι ώρας που εδέησε και αφίχθημεν στο χωρίον Λέχοβον περί την 4ην – 5ην απογευματινήν. Δυστυχώς όμως στο χωρίον αυτό εβραδύναμε πολύ να τακτοποιηθούμε εις καταλύματα, που εχρειάστηκε να μεταχειριστούμε βία εις μερικάς περιπτώσεις. Εγώ με τον Λεόντιον και πολλοί άλλοι καταλύσαμε σε ένα πλουσιόσπιτον, αλλά χωρίς νοικοκύρην, διότι έλειπαν στην Καστοριάν. Με στενοχωρίαν βρήκαμε ξύλα και ανάψαμε φωτιά. Δια δείπνον είχαμεν ελαίας, ρέγγας και κονσέρβαν κρέας. Στον ύπνον περάσαμε και εδώ καλά, διότι υπήρχε κρεβάτι με στρώμα, το οποίον έτυχε και προλάβαμε με τον Λεόντιον και καταλάβαμεν.
Την βραδιάν αυτήν μας εδόθη η δέουσα ευκαιρία και ανοίξαμε θρησκευτικήν συζήτησιν με τα παιδιά, που τους είπαμε μερικά πράγματα, και ευχαριστήθημεν και ημείς και εκείνοι. Στο χωρίον αυτό υπήρχαν πολλές βρύσες με άφθονον νερόν. Έβλεπες και πολλά καταστήματα. Πολλοί από τους στρατιώτας αγόρασαν κρέας. Ο Νικηφόρος έμενε απέναντι από εμάς με δύο στρατιώτας, πέρασε δε καλύτερα από ημάς, διότι αγόρασαν μανέστρα και εμαγείρευσαν σούπαν. Ωμιλείτο πολύ στο χωρίον αυτό η αρβανίτικη γλώσσα, οι δε γυναίκες ήσαν ντυμένες σαν τις Βουλγάρες. Έλεγον δε οι χωρικοί ότι έπαθαν και είδαν πολλά άτοπα από τον στρατό μας (προπαντός από τους Κρήτες, οίτινες και εις γυναίκα επετέθησαν!) και δια τούτο ήσαν αδιάφοροι. Εγώ αμέσως παρετήρησα ότι δεν ήσαν καλοί  και τα έλεγον αυτά δια δικαιολογίαν. Πήγα εις  έναν υποδηματοποιόν δια να κτυπούσα μίαν βελόνην, που μου τρυπούσε τα δάκτυλα του ποδιού μου και δεν με άφηνε. Δεν περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίον με έδιωξε. Ομοίως παρηκολούθησα και άλλας πράξεις των ανθρώπων αυτών πολύ χαμηλάς. Στο σπίτι, που εκαθήσαμε, ελησμόνησα τον μικρόν φακόν που είχα, ο οποίος, ως θα ίδωμε, ήταν πολύ χρήσιμον αντικείμενον.



Πέμπτη 16 – 1 – 41

Αναχωρήσαμε πολύ ενωρίς από Λέχοβον. Διήλθομεν δεξιά του χωρίου Κλεισούρα (ελληνικόν), περάσαμε βουνά με ανωφερείας και κατηφόρους. Κατά την 4ην απογευματινήν σταθμεύσαμεν έξωθεν του χωρίου Κορησός και μας είπαν ότι μπορούσαμε να τρώγαμε, όταν θέλαμε. Αναπαυθήκαμε δε επάνω στο χιόνι. Το πρόγραμμα ήταν να διανυκτερεύαμε σε αυτό το χωρίον, αλλά δεν γνωρίζω διατί οι αξιωματικοί δεν κάθισαν εκεί, εκανόνισαν δεν να διανυκτερεύαμε σε ένα χωρίον έξωθεν της Καστοριάς, δύο ώρας και 18 χιλιόμετρα από Κορησόν εις Καστοριάν. Αναχωρήσαμεν κατά τας 5 μ.μ. Δύο ώρας προτού φθάσωμεν στην Καστοριάν, άρχισε, εκτός του σκότους, και να βρέχη. Αυτοκίνητα περνούσαν κάθε 100 – 200 μέτρα και μας θάμπωναν τα φώτα τους. Από τον κόπον και όλα αυτά ο στρατός άρχισε να αγανακτή και να φωνάζη. Πολλοί έπιπτον και τους περισυνέλεγαν τα αυτοκίνητα. Είχαμε καταντήσει όλοι ράκη. Εγώ είχα παραμείνει πολύ πίσω, αλλά ακολουθούσα, ώσπου, όταν εισερχώμεθα, κατά τας 8 μ.μ., στην Καστοριάν και μη ήκουσαν  να  φωνάζω  ο  Νικηφόρος  και  ο  Λεόντιος  και  αφού  έμαθον  ότι  δεν  εισήλθον  εις αυτοκίνητον (κατ' αρχάς δεν το επίστευον) και τους ηκολούθησα με τα πίδια, εθαύμασαν και ο Νικηφόρος είπε ότι αφού σήμερον δεν έπαθα τίποτα, δεν φοβείται να μου συμβή τι πιο πέρα. Ήταν πολύς ο κόπος αυτής της ημέρας, διότι διανύσαμε 42 χιλιόμετρα.
Το στρατηγείον με τους αξιωματικούς μας είχαν κανονίσει να διανυκτερεύαμε στο χωρίον Μεσοποταμία, 8 χιλιομ. έξω της Καστοριάς, αλλά υπό τοιαύτας συνθήκας δεν ήτο δυνατόν να βαδίζαμε  τα  8  αυτά  χιλιομ.,  δια  τούτο  και  αποφάσισαν  και  μας  άφησαν  και  εισήλθαμε  εις
Καστοριάν. Οι κάτοικοι ανεπαύοντο σχεδόν άπαντες, διότι δεν ήξευρον ότι θα σταθμεύαμε εκεί, σκότος δε βαθύ εβασίλευε και βροχή. Αφέθη όλος ο στρατός (800 άνδρες) έρμαιον. Τι έγινε δεν περιγράφεται. Φωναί, βλάσφημίαι εναντίον των αξιωματικών του στρατού, που έδρευε εκεί. Με τον Λεόντιον και τον Νικηφόρον χαθήκαμε και αυτοί εκοιμήθησαν εις τι μαγειρείον. Εγώ εισήλθον σε ένα μεγάλο σχολείον, το οποίον το χρησιμοποιούσαν δια νοσοκομείον. Εκάθισα σε ένα διάδρομον και ανέμενον, αλλά και έτρωγα σκληρόν ψωμί, το οποίον μου εφαίνετο γλύκισμα. Για μια στιγμήν παρουσιάστηκε ένας και στον οποίον παρεπονέθην και του είπον “να υπομένη τινάς τας κακουχίας εν όψει του εχθρού συνεχωρείτο, μα να δημιουργείται τοιαύτη ανωμαλία από τους αξιωματικούς μας;” Με καθησύχασε και ότι θα μας τακτοποιήσουν κ.τ.λ. Εις ολίγον έφθασεν η Νεολαία και όσους άνδρας εύρισκε τους τακτοποιούσε, εξήλθον δε και εγώ και ανέμενον, μα κρύωνα πολύ, είδα όμως δίπλα εκεί να υπάρχη αποθήκη αλεύρων και σκοπόν να φρουρή. Του είπα να με άφηνε να εισερχόμουν δια να ξεκουράσω, αλλά αφού βρήκα εκεί περί τα δεκαπέντε άδεια σακκιά, ετακτοποίησα ένα καλόν στρώμα και ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ, οπόταν ήλθε και ένας άλλος συνάδελφος, με τον οποίον αμέσως εγνωρίσθην κ.τ.λ., το παρεκάλεσα δε να μου έβαζε ένα προσόψιον στις πλάτες μου. Δεν το ενόμιζε όλως καλόν και αντί της πετσέτας, με τύλιξε σε όλο το σώμα με εφημερίδας. Η φανέλα και το υποκάμισόν μου ήσαν βρεγμένα από τον ιδρώτα. Πολλή αγάπη. Αφού εξηπλώθημεν είπομεν πολλά. Κατήγετο εκ Μ. Ασίας κ.τ.λ. Θα ήτον 10 μ.μ., όταν μας πήρε ο ύπνος. Πρέπει να είπω ότι από άλλους συναδέλφους μου πέρασα πάλι καλύτερα. Το σώμα μου  δεν  κρύωνε  από  τας  εφημερίδας,  τους  πόδας  μου  τους  έκανα  εντριβή  και  τους  άλειψα βαζελίνην και ησύχασα. Ενόμισα όμως ότι την επομένην, θα αδυνατούσα να εβάδιζα, αλλά το πρωί δεν συνέβη αυτό, διότι συνήλθε ο οργανισμός μου.



Παρασκευή 17 – 1 – 41

Εσηκώθην κατά τας 7 η ώρα. Εξήλθον της αποθήκης και έμαθον ότι άπαντες δέον να συναθροισθώμεν  στο  Ίδρυμα  του  Ερυθρού  Σταυρού,  απέχον  περί  τα  20  λεπτά.  Μόλις  όμως ανήλθον εις το Νοσοκομείον έδωσα και μου φύλαξαν τα πράγματά μου και κατήλθον πάλιν στην αγοράν. Με έστειλαν αμέσως και αφού ανέβην πάλιν τον ανήφορον και πήρα τα πράγματά μου, τους βρήκα να σταθμεύουν προ της αποθήκης, που εκοιμώμουν. Όταν διήλθον εκκλησίας τινός, ενθυμήθην ότι σήμερον εορτάζεται ο Αγ. Αντώνιος, εισελθών δε εν ταύτη, έμαθον ότι η λειτουργία ειχε τελειώσει από την νύκτα (δια τον φόβον των βομβαρδισμών). Εισήλτον εις γαλακτοπωλείον και έφαγον 150 δράμια γάλα. Μου είπαν πολλά δια τας εναερίους επιδρομάς ήταν δε και αρκετά σπίτια καταστραμμένα. Ολίγον έξωθεν της πόλεως είναι κατεστραμμένον ένα ιταλικόν αεροπλάνον. Αγόρασα μερικάς εφημερίδας και αρκετήν βαζελίνην.
Κατά τας 9 π.μ. μας συνεκέντρωσαν έξωθεν της πόλεως και ανέμεναν να ήρχετο αυτοκίνητον με κουραμάναν κ.λ.π., άρχισε όμως να βρέχη. Εστενοχωρήθησαν και εφώναζαν οι άνδρες και δια τούτο μας μετέφεραν και μας έκλεισαν στους στρατώνας εις μίαν αποθήκην πυρομαχικών. Εις μίαν στιγμήν με φώναξε ο Νικηφόρος και μου έδειξε τον Τσουκαλάν Ιωάννην (Σιφναίος διαμένει στο Μαράθιον και πουλά στάμνας κ.λ.π.). Στην αποθήκην αυτήν υπήρχαν δυο – τρία δοχεία με λίπος, από το οποίον πήραμε και αλείψαμε τα υποδήματά μας. Ήθελον να μετέβαινον στην πόλιν να αγόραζα οινόπνευμα δια να το μεταχειριζόμουν στα ποδάρια μου, αλλά δεν μου επέτρεψε ο Διοικητής μας. Περί την 1 μ.μ. και υπό βροχήν κατώρθωσαν και μας έδωσαν μισή κουραμάνα και ελαίας, και εγευματίσαμε. Κατά τας 4 μ.μ. αναχωρήσαμε εκ της Καστορίας υπό βροχήν και χιόνι και περί τας 10 μ.μ., αφού διανύσαμε 12 χιλιόμ., φτάσαμε στο χωρίον Μεσοποταμία. Προτού μας διανείμουν στα οικίας, μας έδωσαν κουραμάνα και μίαν ρέγγαν και αμέσως μας επήγαν στα σπίτια. Και πάλι ήμουν χωρίς τον Λεόντιον και τον Νικηφόρον, έτυχε όμως και βρήκαμε καλό σπίτι και καλό δωμάτιον. Μας άναψαν αμέσως την θερμάστρα. Εδειπνήσαμεν πάλιν ελαίας και εκοιμήθημεν. Είμεθα περί τους δέκα άνδρας, ήσαν δε οι πλείστοι Αθηναίοι, που ο νοικοκύρης την επομένην κατεπλάγη από την καλήν μας συμπεριφοράν. Την νύκτα υπέφερα πολύ από τον στόμαχόν μου, διότι το φρέσκο ψωμί, που έφαγον, και αι ελαίαι με έβλαψαν. Είναι η πρώτη φορά που  υπέφερα ως στρατιώτης από τον στόμαχόν μου.
Σάββατον 18 – 1 – 41

Από πολύ πρωί μας ειδοποίησαν ότι δεν πρέπει να εξέλθωμεν των οικιών δια τον φόβον των αεροπλάνων, εγώ όμως εξήλθον και με πολύν κόπον κατώρθωσα περί τα 100 δράμια γάλα και τρία
– τέσσερα αυγά, με τα οποία εγευμάτισα, έγινα δε αφορμή δια να αγοράσουν και οι λοιποί σύνοικοι συνέδελφοί μου  και  χωρίς  να  εξέλθουν  της  οικάς,  διότι μας  τα  έφεραν  εκεί.  Η σύζυγος  του οικοκύρη  δεν εγνώριζε  την  ελληνικήν.  Θα  υπήρχον  μέσα  εκεί  περί  τους  δώδεκα  –  δεκατρείς εγγονούς. Όλη την ημέραν την διανύσαμε με τον γέροντα. Μας διηγήθη και ούτος πολλά πράγματα, απέδιδε δε εις Θείαν επέμβασιν το ότι νικούσαμε του Ιταλούς. Τις πρώτες ημέρες τις διήνυσαν εις το δάσος, αλλά τους ανεκάλυψαν τα αεροπλάνα και τους πυροβολούσαν, κατήρχοντο δε τόσον χαμηλά, που έβλεμαν τους αεροπόρους να γελούν. Αλλά όταν τους  έρριξαν και κατέστρεψαν μερικά  αεροπλάνα  οι  δικοί  μας,  δεν  κατήρχοντο  πλέον  χαμηλά,  αλλά  περνούσαν  πολύ  ψηλά (διήλθον άνωθεν του χωρίου μερικά σήμερον) και άλλα πολλά μας εξιστόρησε ο γέρων, όταν δε αναχωρήσαμε μας ησπάσθη άπαντας ένδακρυς. Εις εμένα είπε δεν έπρεπε να με έπαιρναν στρατιώτην και μοι ευχήθη να με βοηθήση ο Θεός κ.τ.λ.
Κατά τας 4 μ.μ., μας συνεκέντρωσαν και αφού μας έδωσαν από δύο οκάδες κουραμάναν, τυρόν, ελαίας και τσιγαρέτα, αναχωρήσαμε με κατεύθυνσιν το χωρίον Ιεροπηγή, το τελευταίον ελληνικόν χωρίον. Ο καιρός ήταν γλυκύς, μα χιόνιζε. Καθήσαμε ολίγον επάνω στα χιόνια, διότι θα ήταν τούτο εις ύψος περί τους 60 πόντους, και ανεπαυθημεν. Μόλις όμως προχωρήσαμεν ολίγον, άρχισε να φυσά βοριάς και έγινε χιονοθύελλα. Ο δρόμος ήτον όλο ανωφέρεια, ο άνεμος ήτον εμπρός μας. Οι προπορευόμενοι  έχασαν  τον  δρόμο  μας,  όστις  δεν  ήταν  αμαξιτός.  Τα  αντίσκηνά  μας  τα κρατούσαμεν άνωθέν μας με πολύν κόπον. Τα παγούρια μας είχαν κραυσταλλιάσει. Εις τους μύστακάς  μας  εκρέμαντο  μικρά  κρύσταλλα.  Το  ούρο  μας  δεν  προλάβαινε  να  πέση  κάτω  και πάγωνε, το δε σώμα μου να ιδρώνη από την πορείαν. Για μια στιγμή άφησα έξω από το αντίσκηνον τον αντίχειρά μου και πάγωσε, αλλά το έβαλα στο στόμα μου και τον επανέφερα στην θέσιν του. Από εδώ αρχίζουν τα μαρτύρια. Το στομάχι μου πονούσε. Εις το βάρος μας προσετέθησαν εννέα οκάδες επιπλέον. Στα ποδάρια μας κολλούσε το χιόνι και δημιουργούσε ανωμαλία, χωρίς την του δρόμου. Από την Μεσοποταμίαν έως την Ιεροπηγήν ήταν 20 χιλιόμετρα, εμείς δε το διανύσαμε αυτό το διάστημα σε έξη ώρες. Ο τελευταίος στρατιώτης της φάλαγγας σε αυτήν την πορείαν ήμουν εγώ. Η ψυχή είχε ανέβει στο στόμα (που λέγει). Προτού φθάσωμεν στο χωρίον, είδομεν συρματοπλέγματα και έργα αντιαρματικά, που είχαν κατασκευάσει οι δικοί μας. Στο χωρίον αφίχθημεν κατά  τας 11 μ.μ. Στην οικίαν, που έτυχε και μας έβαλον να διανυκτερεύσωμεν, ήταν ποιμένες οι οικοκυραίοι και πτωχοί, στο δωμάτιον δε που μας ετοποθέτησαν δεν είχε πάτωμα ούτε και υαλοπίνακας (είχαν σπάσει από τους βομβαρδισμούς), την φωτιάν δε, που ήναψαν, την τροφοδοτούσαμε με καλαμπομπούμπουκα, τα οποία έσβηναν γρήγορα. Μαζί μου ήταν και ο Λεόντιος και ο Νικηφόρος και περί τους δεκαέξη άλλους συναδέλφους. Εγώ υπέφερα πολύ. Δεν είχον δύναμιν να σήκωνα το παγούι να έπινα νερόν. Πονούσε όλο βέβαια το σώμα μου, μα πολύ τα πόδια μου και οι ώμοι μου (από τα σακκίδια). Εδώ άρχισα να ενθυμούμαι τα λόγια του συγχωρίου μου, που μου είπε στο Νοσοκομείον και άρχισα να τα πιστεύω. Εδώ όμως θα φανή η πρόνοια του Κυρίου μας. Καθώς παραπονούμουν και υπέφερα, συνάδελφος, ονομαζόμενος Γεώργιος, εκ Σερίφου, είπε αυτολεξεί: “Αμ, εσύ κυρ Δεκανέα, οπωσδήποτε θα μείνεις στον δρόμον, αμάν, αν θέλης να μου δίδης τα τσιγάρα σου, να σου σηκώνω τον γυλιό”. Το τοιούτον κατ' αρχάς το θεώρησα αστείον, εννόησα όμως ότι ο στρατιώτης αυτός δεν είχε χρήματα και αμέσως του έδωσα τσιγάρα κ.λ.π. Η βραδιά όλη ήταν μαρτυρική, διότι εκοιμήθημεν πολύ ολίγον και καθήμενοι, διότι δεν χωρούσε να εξαπλώναμε. Όσον δια το κρύον ήταν πολύ δριμύ, ευτυχώς όμως ότι κατώρθωσα και κάθισα κοντά στην φωτιάν και στέγνωσε ο ιδρώτας, που ήταν στα ρούχα μου.



Κυριακή 19 – 1 – 41

Ο Λεόντιος μετέβη στην εκκλησίαν. Όταν επέστρεψε μου είπε ότι ήταν καλά και ότι ήθελε να ωμιλούσε, αλλά δεν είχε συνεννοηθή με τον Διοικητήν και ωμίλησεν εκείνος. Εγώ δεν μετέβην
στην εκκλησία, διότι δεν ηδυνάμην. Μόλις δε εξήλθον οι περισσότεροι συνάδελφοι, βρήκα ευκαιρίαν και εξάπλωνα και συνήλθα ολίγον. Ο δε Νικηφόρος ανέλαβε και   μας εμαγείρευσε τραχανάν και ερροφήξαμεν, δώσαμε δε έκαστος από 3 δραχ. Περί την 8ην ώραν διήλθον άνωθέν μας αεροπλάνα κατ' αρχάς δικά μας και κατόπιν ιταλικά. Το χωρίον αυτό ωνομάζετο Ιεροπηγή, διότι η πηγή αφθόνου ύδατος είναι κάτωθεν της Αγίας Τραπέζης της εκκλησίας.
Κατά την 1ην μ.μ., αναχωρήσαμεν. Τον γυλιόν μου τον πήρε, χωρίς να το θέλω εγώ, ο Γεώργιος, ανέφερα όμως στον Διοικητήν μας ότι ήμουν ασθενής και τον παρακάλεσα να φόρτωνα τον γυλιόν μου στο ζώον (πάντα μας ακολουθούσαν δύο – τρία ζώα) και μου απήντησε ότι, εάν εμέ πονά το σώμα μου, αυτόν επιπλέον τον πονά και το μυαλό του. Οι λόχοι προχωρούσαν ο εις πλησίον του ετέρου και απείχον περί τα 20 λεπτά. Ο καιρός ήτον ήπιος, δια τούτο και πέρασαν τρία κύματα αεροπλάνων, χωρίς όμως να γνωρίσωμεν, εάν ήταν ημέτερα ή εχθρικά. Όταν δεν κρυβώμεθα χωνόμεθα σχεδόν στο χιόνι, βάζαμε όμως τα αντίσκηνα πρώτα και μετά πέφταμε και δεν κολλούσαμε χιόνι. Η πορεία αύτη δι' εμένα ήταν πολύ άνετος, διότι τον γυλιόν μου τον έφερνε ο Γεώργιος, ο οποίος τόσον άντεχε, που στας στάσεις που γινόταν, αυτός εστέκετο όρθιος και με τους δύο γυλιούς, και διότι βαδίζαμε πολύ αργά, καθότι το διάστημα, που θα διανύαμε, ήτον τέσσερις ώρες. Ήταν όμως πολύ ανώμαλος ο δρόμος, που εάν ήτον νύκτα, ήταν αδύνατον να περνούσαμε. Βαδίζοντας είδομεν τα παλαιά φυλάκια, τα συρματοπλέγματα, μερικά αυτοκίνητα και κάρα κατεστραμμένα. Εις μισής ώρας διάστημα, προτού φθάσωμεν στο χωρίον, που θα διανυκτερεύαμε, συναντήσαμεν την κωμόπολιν Καπετίτσα (αλβανικήν). Οι πρώτες λέξεις, που ήκουσα από τους Αλβανούς, ήταν εάν είχαμεν να τους δίδαμεν ολίγον σαπούνι. Το χωρίον ήτον γεμάτον στρατόν και πυρομαχικόν, και ημικατεστραμμένο από βομβαρδσμούς, από δε τον δημόσιον δρόμον θα περνούσαν περί τα πενήντα αυτοκίνητα προς την Ελλάδα, φορτωμένα από λάφυρα. Μερικά που είδα, είχον χαλασμένα πολυβόλα, μοτοσυκλέτες και ποδήλατα. Διέβαινε δε εκεί και σύνταγμα Ιππικού,  κατευθυνόμενον  εις  Κορυτσάν.  Μετά  από  20  λεπτά  ευρισκόμεθα  εις  το  χωρίον Βιτσοτίτσα. Στο δωμάτιον ήμουν με τον Λεόντιον και άλλους πολλούς. Παραμείναμεν στο χωρίον αυτό δύο βραδιές, περάσαμε δε καλά, παρ' όλον που το δωμάτιον δεν είχε υαλοπίνακας. Ο νοικοκύρης εγνώριζε ελληνικά. Μας διηγήθη και ούτος πολλά πράγματα. Όταν επρόκειτο να αρχίσουν αι επιχειρήσεις, τους κατοίκους τους είχον μεταφέρει στην Κορυτσάν οι Ιταλοί, όταν δε κατελήφθη η Κορυτσά από τα ημέτερα στρατεύματα, επέστρεψαν και βρήκαν ημικαταστραμένον το χωρίον τους, ούτος δε ευρήκε τρία πτώματα στρατιωτών δικών μας στον κήπον του και τους ενταφίασε. Είχαν φονευθή από οβίδα. Υπήρχε ερριγμένον κάτου εκεί ένα κράνος, το οποίον ήτον ενός  των  στρατιωτών  και  έφερε μίαν  μεγάλην  οπήν  και  αρκετάς  άλλας  μικροτέρας.  Είναι  δε ευνόητον, ότι ο εις εξ αυτών κτυπήθηκε στην κεφαλήν και βρήκε τον θάνατον. Του λοιπού, όταν εφορούσα το κράνος μου, ενθυμούμουν την περίπτωσιν αυτήν και έβλεπον και ενθυμούμουν τον θάνατον, ότι είναι πάντοτε κοντά μας και ενεδρεύει, πολλάκις δε παρεκάλεσα και ευχήθην στον Κύριόν  μας  να αναπαύση  την  ψυχήν εκείνου που  το φορούσε  και εφονεύθη υπερασπίζων  τα ιδανικά του ως χριστιανός και Έλλην. Μας έλεγε δε ο Αλβανός, ότι οι Ιταλοί περίμεναν ο ελληνικός στρατός να περνούσε από τους δρόμους και κάμπους και εξεπλάγησαν, όταν είδον να σκαρφαλώνουν ούτοι από τους βράχους.



Δευτέρα 20 – 1 – 41

Ανεπαύθημεν καλά. Το στομάχι μου εξακολουθούσε να με ενοχλή. Ο Λεόντιος με μερικούς άλλους μετέβησαν στο χωρίον Καπετίτσα. Περνούσε από εκεί και κατευθύνετο εις Κορυτσάν το 1 – 20
Σύνταγμα. Ο Λεόντιος συνήντησε έναν πατριώτην του ταγματαρχην. Επιστρέφοντας μας έφερε νέα ότι κάπου τα στρατεύματά μας συνέλαβαν 2.000 αιχμαλώτους. Είδε να βάζη και το αντιαεροπορικό μας, αλλά τα αεροπλάνα έριξαν φωτοβολίδας (σημείον ότι είναι δικά μας). Αεροπλάνα διήλθον άνωθέν μας πολλά. Κατά το μεσημέρι είχα υπάγει εις ένα μαγειρείον παλαιών στρατιωτών δια να έπαιρνα φαγητόν (είχαν φασόλια) και συνήντησα τον Γεώργιον Τσουνάκην. Ήρχετο από την Θεσσαλονίκην και είχε αφήσει εκεί τον Σάββαν και τον δόκιμον Βασίλειον Σκαρτσάνην. Η συνάντησις αυτή με συνεκλόνισε, διότι έμαθον δια τους άλλους. Το απόγευμα μας έδωσαν από ημίσειαν κουραμάναν, ολίγον τυρόν, μίαν ρέγγαν και σταφίδας. Προσπαθούσαμε να αγοράζαμε
κάτι να τρώγαμε, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Μας έλεγαν οι Αλμπανέζοι ότι τους τα είχαν επιτάξει όλα οι Ιταλοί, πράγματι δεν, ως παρετηρήσαμε στην οικίαν που διεμέναμε, δεν είχε τίποτα άλλο, εκτός από ολίγον αραβόσιτον. Το εσπέρας οι συνέδαλφοί μου έλεγαν παραμύθια. Προσπαθήσαμε να λέγαμε κάτι θετικόν και ωφέλιμον, αλλά τα λόγια μας έπιπτον σε άγονον γην, εσυζήτησα όμως με αρκετά παιδιά και συνεδέθην ολίγον. Μεταξύ μας ήταν και ο Γεώργιος, που μου έφερε τον γυλιόν μου. Ήταν εις ελαιοχρωματιστής, εις λογιστής, εις μαραγκός και άλλοι πολλοί. Δια τον μαραγκόν κατ' αρχάς είχον σχηματίσει κακήν εντύπωσιν, αλλά μετά τον εξετίμησα πολύ. Ήτον ικανός και έφερνε άνω κάτω τον κόσμον να σε εξυπερητούσε. Είδον πολλάς καλάς πράξεις του και προ παντός το “τι ποιεί η δεξιά σου, μη γνώτω η αριστερά σου”. Τον ωνόμαζον οι συνάδελφοι “Κατοσταράκιον” (το αγαπούσε όμως ολίγον το κρασί), επιθυμούσε δε πότε να φτάση στην πρώτην γραμμήν δια να πολεμήση.



Τρίτη 21 – 1 – 41

Ξυπνήσαμε κατά τας 8 η ώρα. Ετοιμάσαμε τα πράγματά μας, εφάγαμεν ολίγον τυρόν και αναμέναμεν διαταγήν να αναχωρήσωμεν. Κατά τας 10 μ.μ., διήλθον άνωθέν μας πολλά αεροπλάνα. Από χθες ηκούετο βαθειά κανονίδι (πολύ βαθειά). Περί την 5ην μ.μ., αναχωρήσαμε από το χωρίον αυτό. Προτού σκοτεινιάση, διαβαίναμε εκ του χωρίου Μπεγλίτσα, το οποίον ήτοην τελείως κατεστραμμένον   από   τους   βομβαρδισμούς.   Πιο   πέρα   είδομεν   κατεστραμμένον   ιταλκόν αεροπλάνον, αυτοκίνητα κ.τ.λ. Εάν δεν βαδίζαμε νύκτα, θα βλέπαμε πολλά πράγματα, διότι εδώ έγινα αι μεγάλαι μαχαι. Ο δρόμος, τον οποίον βαδίζαμε, περνούσε ανάμεσα του όρους Μοράβα ή Μαρόβα και του περίφημου Ιβάν, το οποίον ήτον δεξιά μας και αποτελείτο από αποτόμους και σχεδόν στρογγυλές κορυφές, οι οποίες ήταν χιονισμένες, δια τούτο τις βλέπαμε. Κατά τας 10 μ.μ., φτάσαμε εις κάμπον (είναι ο μόνος που είδαμε να υπάρχη στην Αλβανία). Ο δρόμος ήταν καλός και βαδίζαμεν ανέτως πως. Εις μίαν διασταύρωσιν υπήρχε φως και φυλάκιον. Παρά του σκοπού επληροφορήθημε ότι ο δεξιός δρόμος υπάγει προς Πόγραδετσ, ο δε αριστερός προς Κορυτσάν, τούτον δεν ακουλουθούσαμε. Αριστερά μας, στους πρόποδας του Μοράβα, βλέπαμε όλο κατασκηνώσεις Πυροβολικού, Μηχανικού κ.λ.π., ακούσαμε δε και ένα μοτέρ να εργάζεται, το οποίον ενομίσαμεν αεροπλάνον, και πέσαμε κάτου. Δεξιά μας βλέπαμε δέσμην προβολέως να ερευνά τον ορίζοντα. Καθ' όλον το διάστημα της εις Βιτσοτίτσα διαμονής μας δε3ν συνηντήθημεν με τον Νικηφόρον, όταν δε τον συναντήσαμεν στην πορείαν μας, παρεπονέθη ότι υπέφερε από πόνους του στομάχου. Του δώσαμε και ήπιε ολίγον κονιάκ και μας έλεγε ότι καλυτέρευσε. Περί το μεσονύκτον ευρισκόμεθα εις τι χωριον. Μας περνούσαν από έναν σταύλον, που ήταν δίπλα της οδού  και  μας  έδωσαν  μίαν  κουραμάναν  και  τρία  κυτία  σιγαρέτα,  συνέχεια  δε  το  ήμισυ  του Τάγματος προχώρησε, όπου εδέησε και αφίχθημεν εις χωρίον τι, απέχον της Κορυτσά περί τα 5 χιλιομ. Κείται παρά τους πρόποδας του Μοράβα και απέχει τηε αμαξιτής οδού περίπου τέταρτον της ώρας, διάστημα το οποίον θα παρήρχετο ολόκληρος ώρα να το διανύσωμεν. Και αυτό, διότι ήταν ανώμαλος και γεμάτος λάσπες ο λίγος αυτός ο δρόμος. Δια τούτο η αγωνία μας ήταν μεγάλη, ευτυχώς όμως μόλις αφίχθημεν στο χωρίον, μας τοποθέτησαν πολύ συντόμως εις οικίας και στο δωμάτιον,  που  διανυκτερεύσαμε,  υπήρχε  θερμάστρα  και  ευνόητον  ότι  περάσαμε  κάπως  καλά (ήμουν μετά του Λεοντίου και άλλων οκτώ συναδέλφων). Στο χωρίον αφίχθημεν περί την 2αν πρωινήν. Εάν θα είχαμεν φακόν, δεν θα υποφέραμεν τόσον πολύ, όταν περνούσαμε τον ολίγον ανώμαλον και λασπωμένον δρόμον από τον αμαξιτόν έως το χωριό. Ευτυχώς ότι υπήρχαν δένδρα και θάμνοι και κρατόμεθα από αυτά.



Τεταρτη 22 – 1 – 41

Μεταξύ των συναδέλων υπήρχον δύο – τρεις, που εγνώριζπν την αρβανίτικην (η οποία είναι σχεδόν ομοία της αλβανικής) και παρεκάλεσαν  τον Αλμπανέζον οικοκύρην και μας μαγείρευσαν το μεν πρωί τραχανάν, το δε γεύμα φασόλια γίγαντας χωρίς έλαιον. Του δώσαμε έκαστος από 8 δραχ. Αεροπλάνα περνούσαν συχνά, ήταν όμως ημέτερα, του αεροδρομίου της Κορυτσάς, το οποίον ήτον
πολύ κοντά στο χωρίον. Οι οικοκυραίοι ήταν πολύ καλοί. Κατά τας 4 μ.μ., αναχωρήσαμεν εκ του χωρίου και κατήλθομεν στον αμαξιτόν δρόμον, όπου αναμέναμεν να αφιχθούν και οι υπόλοιποι άνδρες  του  Τάγματος,  που  είχαν  παραμείνει  στα  άλλα  δύο  χωριά.  Μόλις;  συνεκεντρώθημεν άπαντες, μας έδωσαν από ολίγον τυρόν, χαλβάν και σταφίδας, και αναχωρήσαμεν κατευθυνόμενοι προς Κορυτσάν. Η οδός εις πλείστα σημεία ήτον κατεστραμμένη και πολλαί γέφυραι ομοίως, και τας είχαν κατασκευάσει προχείρως με ξύλα, εις την δε οδόν είχον εργάτας στρατόν και Αλβανούς και ειργάζοντο. Δεξιά και αριστερά ήτον λάκοι, οι οποίοι είχαν δημιουργθή από οβίδας και βόμβας. Όσο πλησιάζαμε προς την πόλιν, αντιλαμβανόμεθα το περιβάλλον διαφορετικόν. Υπήρχε κίνησις και ζωή. Αυτοκίνητα, κάρα, ζώα, άνθρωποι, οι οποίοι ήταν διαφορετικοί των άλλων, που συναντήσαμε στα χωριά, και δια τούτο μας προξενήθη αίσθημα, που μύριζε πολιτισμόν. Παρατηρούσες εδώ αεροπλάνον καταστρεμμένον, πιο πέρα άλλο ημικαταστρεμμένον, αλλού αυτοκίνητα, πιο εκεί πολυβόλα, όλα σίδερα πλέον. Πλησιάζοντας περισότεροην προς την πόλιν, δεξιά υπήρχε το αεροδρόμιον. Εδώ είδομεν έως έξη – οκτώ αεροπλάνα κατεστρεμμένα και αχρηστευμένα. Ήταν και μερικά έτοιμα (δικά μας) προς πτήσιν. Στο αεροδρόμιον υπήρχαν πάρα πολλοί λάκκοι, πολλά δε υπόστεγα και ο φάρος του ήταν καταστρεμμένα, ομοίως και το Διοικητήριον ήτον ερείπια. Μας είπαν οι στρατιώται ότι συνεδρίαζαν αξιωματικοί Ιταλοί έσωθεν, όταν το πυροβόλον μας από τον Μοράβαν έρριξε την οβίδα και το κτύπησε καταμεσής και άλλα πολλά πράγματα είδομεν, που μαρτυρούσαν ότι είχε περάσει από εκεί ο πόλεμος. Μετά από το αεροδρόμιον είναι ένα γαλλικόν νεκροταφείον, γεμάτο από μνήματα φονευθέντων Γάλλων στρατιωτών κατά τον πόλεμον του 1914 – 1918. Το έχουν πολύ περιποιημένον.
Κατά την 6ην περίπου μ.μ., ήμεθα εντός της Κορυτσάς. Ωραία πόλις, ήταν όμως τα καταστήματα κλειστά. Εμείς σταθμεύσαμεν δεξιά της οδού που βαδίζαμε, και αναμέναμεν καθισμένοι επάνω στους γυλιούς μας, άρχισε όμως να σιγοβρέχη. Μας έδωσαν δε και ελαίας και εδεπνήσαμεν, αι οποίαι όμως ήσαν τόσον καλαί, που οι περισσότεροι των ανδρών εγεμίσαμε τας καραβάνας μας (έδιδον αφειδώς) δια να έχωμεν πιο πέρα. Μας είπαν και οι αξιωματικοί μας ότι όσο πηγαίναμεν προς τα εμπρός, τα πράγματα όλο θα σπανίζουν. Το κανονίδι σήμερον ηκούετο πιο ευκρινώς. Μας είπαν μερικοί συνάδελφοι (διαμένοντες ενταύθα) ότι σήμερον γίνεται επίθεσις προς το μέρος του Βερατίου και εάν είμεθα τυχεροί και επιτύχη, ίσως να μη χρεαστή να υπάγωμεν πιο εμπρός. Αλλά δυστυχώς δεν επέτυχε, ως μάθαμε μετά. Εις την Κορυτσάν παραμείναμε περί τα 20 – 30 λεπτά και αναχωρήσαμε μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζη, παίρνοντας τον δρόμον της Μοσχοπόλεως. Διερχόμενοι τους δρόμους της πόλεως (Κορυτσά) οι άνδρες έψαλλον την “Σαμιώτισσαν, είχον δε δια τούτο γίνει έξω φρενών από τον θυμόν, διότι την “Σαμιώτισσαν” έπρεπε να λέγουν στην περίπτωσιν αυτήν; Απεφάσισα  προς  στιγμήν  να  φωνάξω,  αλλά  αντελαμβανόμην  ότι  δεν  θα  έφερνα  αποτέλεσμα. “Φωνή βοώντος εν τη ερήμω”. Πως μπορούσες να επιβληθής σε τόσον όγκον και να τους είπης να ψάλωμεν το “Τη Υπερμάχω”; Εάν, βέβαια, εγίνετο αυτό, τί συγκίνησις θα ήτον και τι αντίκτυπον θα είχε! Ο δρόμος, που διανύαμεν, ήταν αμαξιτός,  παρουσιάζετο δε από τους προβολείς των αυτοκινήτων  ένα  φαντασμαγορικόν  φαινόμεν  ον  εις  όλο  αυτόν  τον  κάμπον.  Τα  αυτοκίνητα εβάδιζαν προς όλας τας διευθύνσεις. Περί την 10 μ.μ., άρχισε να βρέχη, υπήρχε δε σκότος βαθύ και εκ τούτου ενεθυμήθημεν το χιόνι, το οποίον εις άλλας πορείας μας έφεγγε. Εις την πεδιάδα αυτήν δεν έχει χιόνι. Τοιούτον ευρίσκεται στα πέριξ όρη, τα οποία είναι ολίγον μακριά και δεν μας εξυπηρέτουν. Το χωρίον εις ο θα διανυκτερεύμαε έκειτο δεξιά της οδού, περί το τέταρτον της ώρας. Μόλις λοιπόν εστράφημεν δεξιά και αφήσαμεν την αμαξιτήν οδόν και προτού προφθάσωμεν να βαδίσωμεν περί τα 200 μέτρα, συναντήσαμε λάσπες τόσες πολλές, που σε μερικάς τοποθεσίας θα ήτον 30 – 50 εκατοστά πάχος. Εις ένα τοιούτον μέρος απεκόπη η φάλαγξ και ο Ταγματάρχης με τον οδηγόν και μερικούς άλλους εβάδιζαν νομίζοντες ότι προχωρεί ολόκληρος ο κόσμος. Εκ τούτου, λέγω,  εδημιουργήθη  πανδαιμόνιον,  άκουες  φωνές  των αξιωματικών  κ.τ.λ.  Εις  απόστασιν ενός μέτρου δεν μπορούσες να διακρίνης τον διπλανόν σου. Προσπαθούσες να βαδίσης και συναντούσες εξοχάς του εδάφους, γλιστρούσες και όταν έπιπτες κάτου, δεν ήταν εύκολον να σηκωθής. Εν συντομία η περιπέτεια της βραδιάς αυτής είναι εφάμιλλος της χιονοθυέλλης και ίσως εν μέρει ανωτέρα εις αγωνίαν. Εξακολουθούσε δε να βρέχη, εις μερικάς στιγμάς ήταν ραγδαία η βροχή. Στο χωρίον εφαίνοντο δύο αμυδρά φώτα. Ο Νικηφόρος και πολλοί άλλοι επροχώρησαν προς το φως και επέτυχον να φθάσουν στο χωρίον και να τακτοποιηθούν εγκαίρως, όσοι δεν ευρίσκονται όπισθέν μας και δεν είχαν φύγει της αμαξιτής οδού προχώρησαν πιο εμπρός και εισήλθον στο χωρίον δι'
άλλης οδού (τους οδήγησαν). Εις μίας στιγμήν ευρέθημεν μόνοι με τον Λεόντιον και τρεις – τέσσερες άλλους. Κατ' αρχάς αποφασίσαμε να επιστρέψωμεν στον αμαξιτόν δρόμον και να διανυκτερεύαμε εις βράχον τινά εκεί κοντά, δεν είχαμε όμως κατά βάθος στενοχωρηθή. Ενεθυμήθημεν  τον  Άγιον  Χρυσόστομον   και  τα  βάσανα,  που  υπέμενε,  πηγαίνοντας  στην Κουκουσόν κ.τ.λ. και   επαρηγορήθημεν, προσευχόμεθα δε στον Άγιον Θεόν να οικομούσε να εγίνετο ό,τι καλόν. Θα αναμέναμεν εκεί ίσως πιο πολύ από 10 λεπτά, μόλις δε ήμεθα έτοιμοι να αναχωρήσωμεν, είδομεν προς το χωρίον να κινείται αμυδρόν φως,, το οποίον όλο και μας πλησίαζε. Ήταν ένας αξιωματικός μας, όστις είχες φακόν και ήλθε να μας ωδηγούσε στο χωωρίον, στο οποίον φτάσαμε με πολύν κόπον, προπαντός δε ότι γλιστρούσαμεν. Εάν είχαμεν φακόν, ασφαλώς δεν θα υποφέραμεν τόσο πολύ. Κατά τας 12 μ.μ. και κατόπιν περιπετειών, εδέησε και εισήλθομεν στο πιο τελευταίο σπίτι του χωριού. Το δωμάτιον, που θα διανυκτερεύαμε, δεν είχε πάτωμα, ούτε φωτιά ήτον δυνατόν να ανάβαμε, υπήρχον όμως ψάθες, τας οποίας κατασκεύαζεν ο οικοκύρης, και στρώσαμε κάτωθεν. Τα αντίσκηνα μας ήταν βρεγμένα. Τα υποδήματά μας και περικνημίδες δεν μπορούσες να τα πιάσης από τις λάσπες.



Πέμπτη 23 – 1 – 41

Όταν κατά τας 5 – 6 η ώρα ξυπνήσαμε, ο Λεόντιος ήταν γεμάτος λάσπες, αίτινες έπεσον από το ταβάνι  του  δωματίου.  Έτυχε  και  έσταζε  στο  μέρος,  που  εκοιμάτο  ούτος.  Ο  γυλιός  του.,  το σακκίδιόν του και τα ρούχα του είχαν γεμίσει λάσπες και υγρασία, υπέμεινε δε και τας ειρωνείας μας ο καημένος καρτερικώς. Μόλις ξημέρωσε, αναχωρήσαμε της οικίας εκείνης και εισήλθομεν εις άλλην,  πλησίον  εκεί  παρακειμένην.  Εδώ  βρήκαμεν  τον  Νικηφόρον  και  άλλους.  Εις  έτερον δωμάτιον διέμενον μερικοί παλαιότεροι συνάδελφοι, οι οποίοι ήτον εκεί δια να συλλέγουν τα λαφυρα πολέμου, που υπήρχον στα βουνά επάνω. Μεταξύ αυτών ήτον και τινες πατριώται μου (γύρω από την Βυτίναν). Το ψωμί, που έτρωγαν ούτοι, ήτον πολύν λευκόν. Μας έλεγον ότι μας το έδιδε η Σερβία. Στο δωμάτιον αυτό παραμείναμε και στεγνώσαμε κ.τ.λ. Εξ απροσεξίας μου έκαυσα στην θερμάστρα ένα ζεύγος κάλτσες. Παρί την 4ην μ.μ., κατήλθομεν στο κέντρον του χωρίου και μας έδωσαν από μίαν κουραμάναν, δύο ρέγγας, τυρόν βαρελιού, χαλβάν, σταφίδα, δύο κουτιά τσιγαρέτα και πέντε πλακούντια ζαχάρεως. Επιστρέψαμεν στο δωμάτιον και αφού διευθετήσαμε τα πράγματά μας, καθήλθομεν πάλιν στο κέντρον του χωριού και αμέσως αναχωρήσαμε.Μόλις φράσαμε  στον  αμαξιτόν  δρόμον,  εσταθμεύσαμεν  και  αναμέναμεν  να  συγκεντρώνετο  όλος  ο κόσμος, είχαμε δε οι πλείστοι άνδρες εφοδιαστή με βακτηρίας, διότι την νύκτα αι τοιαύται θα μας βοηθούσαν πολύ. Ξύλα ήταν δηλαδή και τα πήραμε. Το χωρίον αυτό ονομάζεται Δίστομον. Εμείς το ωνομάσαμε “Λασποχώρι” (είχε πολλές λάσπες, που δεν μπορούσαμε να περάσωμεν και την ημέρα (ακόμη). Κατά τας 5 μ.μ. αναχωρούσαμε το ήμισυ του Τάγματος. Προχωρώντας συναντήσαμε  ένα  χωρίον  γεμάτον στρατόν.  Γενικώς,  παντού  έβλεπες  κατασκηνώσεις  στρατού όλων των Σωμάτων. Από τας 5 που αναχωρήσαμε του χωρίου, εδέησε να αφιχθούμε εκεί, που θα διανυκτερεύαμε,  περί  την  3ην  πρωινήν  και  υπό  ολίγην  βροχήν.  Η  οδός,  που  βαδίζαμε,  ήταν αμαξιτή, το πλείστον όμως μέρος αυτής ήτον υπό κατασκευήν και ήτον ανώμαλος, ακολούθως δε κατά μήκος τον ποταμόν Δεβόλη, άλλοτε μεν δεξιά του και άλλοτε αριστερά του. Η βοή του ποταμού, τα αυτοκίνητα, που μας θάμπωναν οι φακοί των, το ανώμαλον της οδού, η πλήξις, ήτις εδημιουργείτο εκ των φαράγγων (επί οκτώ ώρας δεν εβλέπαμε άλλο τίποτα από απότομα βουνά), όλα αυτά, λέγω, μας είχαν κάμει ράκη. Επεδεινώθη δε η αγωνία μας, όταν επληροφορήθημεν ότι εκεί, που θα διανυκτερεύαμε, δεν υπήρχον οικήματα. Μετά από έναν πύρινον λόγον ενός ταγματάρχου (που παρ' ολίγον να τον αποδοκιμάσωμεν), διεσκορπίσθημεν δια να βρούμε κατάλληλον  μέρος  να  αναπαυθώμεν,  μόλις  όμως  προχωρήσαμεν  ολίγον,  δεν  μπορούσαμε  να βγούμε  από  τις  πολλές  λάσπες.  Μετά  πολλού  κόπου,  κατωρθώσαμε  και  κατήλθομεν  με  τον Λεόντιον πάλι στον δρόμον, τυχαίως δε αντελήφθημεν να υπάρχουν στα δεξιά τούτου μερικές σανίδες. Απάνω σε αυτές όπως – όπως καθήσαμε και προσπαθούσαμε να κοιμώμεθα καθιστοί, ακουμβώντας επάνω στους γυλιούς μας, το μέρος δε – και οι σανίδες – ήτον επικλινές και γεμάτον λάσπες. Ο Λεόντιος ξεδίπλωσε την κουβέρταν του, διπλώθη καλά με κουβέρτας και αντίσκηνον και τον  πήρε  αμέσως  ύπνος.  Εγώ  τυλίχθηκα  μόνον  με  το  αντίσκηνον.  Λόγω  που  εκρύωναν  και
πονούσαν οι πόδες μου, δεν ηδυνάμην να κοιμηθώ, αφού όμως έβγαλα τα άρβυλά μου, έτριψα τούτους, τους έκαμα επάλειψιν με βαζελίνην και εφόρεσα δύο ζεύγη κάλτσες, εκοιμήθην. Μετά πάροδον ίσως δύο ωρών (διότι ήτον ακόμα σκότος) ξύπνησα και έτρεμα όλος από το κρύο, προπαντός δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα σπλάχνα μου από την ταραχήν. Προς στιγμήν εφοβήθην και εσκεπτόμην πολλά πράγματα. Προσπαθούσα να ξυπνήσω τον Λεόντιον, μα δεν ξυπνούσε. Εφοβούμην μήπως μου συμβή τίποτα κακόν. Τα πόδια μου όμως ήσαν ζεστά. Σιγά – σιγά και με κόπον πολύν ξεδίπλωσα την κουβέρταν μου και εδιπλώθην καλά, σταμάτησε το ρίγος, που με κατείχε, και εκοιμήθην πάλι. Δεν ήταν μόνον η κακοπάθεια, ήταν και το ότι φθάναμε στην γραμμήν του  πυρός (πράγμα όπερ δεν το φανταζόμουν ποτέ ότι θα συνέβαινε εις εμέ). Όταν ήμουν στην Πάρον, είχα ακούσει τας λέξεις “Μοράβας” ή “Μάροβας”, “μάχη του Ιβάν”,   “Κορυτσά”, “όρος Τομόρι”, “Βεράντιον” και μοι εφαίνοντο φαντασιώδη, καθώς όμως διαβαίναμε και βλέπαμε τας τοποθεσίας αυτάς, συγκινόμουν και ενθυμόμουν την Πάρον, την Μονήν μας, την ησυχίαν. Όταν όμως εδώ προσεύχωμαι, η προσευχή μου είναι ολίγη, μα πύρινη.



Παρασκευή 24 – 1  - 41

Περί τα ξημερώματα ξυπνήσαμε και σηκωθήκαμε υπό τους ήχους σάλπιγγος, η οποία εσήμαινε εγερτήριον εις χωρίον τι ευρισκόμενον στην πλαγιά ενός βουνού, απέχον από ημάς περίπου 30 – 40 λεπτά της ώρας, και υπό τους κρότους των οβίδων βαρέος πυροβολικού. Ο ήχος του τηλεβόλου εδώ ηκούετο ευκρινώς, διότι ήμεθα κοντά εκεί, που θα σκοτώνωνται οι άνθρωποι (δεν γνωρίζαμεν ότι δεν σκοτώνουν όλαι αι οβίδες και σφαίρες.). Πάντως μου φαίνεται ότι είμεθα μελαγχολικοί δι' όλα τα ανωτέρω. Ολίγον πιο πέρα από ημάς είχε καθίσει και ο Νικηφόρος, ήμεθα δε γεμάτοι λάσπες. Η τοποθεσία αύτη ονομάζεται Ποψίστα (εκ του χωρίου Ποψίστα, το οποίον απέχει ίσως ημίσειαν ώραν και είναι έδρα της 10ης Μεραρχίας, εις την οποίαν του λοιπού θα ανήκωμεν). Υπάρχουν εδώ δύο παράγκες υπό κατασκευήν )εξ ου και οι τάβλες, που υπήρχον), χρησιμεύει δε η τοποθεσία ως ανεφοδιασμός της 10ης Μεραρχίας. Όθεν υπήρχον εδώ σωροί πυρομαχικών και πιο εμπρός ήταν παράγκες με τρόφιμα. Δεξιά και αριστερά, στους πρόποδας των μεγάλων βουνών (εις παρυφάς) είχον εγκαταστήσει αντιαεροπορικά, τας δε παράγκας και πυρομαχικά τας είχαν καμουφλαρισμένας. Ο ποταμός απείχε από τον δρόμον περί τα 10 – 20 – 30 μέτρα. Στις πλαγιές ήταν  ριγμένα  αρκετά  χώα  νεκρά.  Εις  τας  ημιτελείς  παράγκας  διέμενον  μερικοί  Αλβανοί, εργαζόμενοι δια την κατασκευήν αυτών και είχον φωτιάν αναμμένην. Μετέβημεν εκεί και εζεστάθημε ολίγον. Την νύκτα (εάν ενδιαφέροντο οι αξιωματικοί μας) μπορούσαν να μας έδιωχναν από τις λάσπες και να μα; έδειχναν και να μας ωδηγούσαν εις απόστασιν 50 περίπου μέτρων, που υπήρχον θάμνοι και το μέρος ήταν στεγνό, δια να κοιμώμεθα ανέτως πως. Θα αναπαυώμεθα πολύ καλά, όταν τυλιγώμεθα με τα ρούχα μας και ξαπλώναμε πάνω σε θάμνους και δεν θα γεμίζαμε λάσπες, ως έγινεν. Κατά τας 11 π.μ. ήλθε εις ταγματάρχης της Μεραρχίας και παρίστατο στην κατανομήν που θα μας έκαμνον, θέτοντάς μας στα συντάγματα της 10ης Μεραρχίας. Κατ' αρχάς εγένετο επιλογή δια πολυβολητάς του 4ου Τάγματος κινήσεως. Μεταξύ των άλλων επελέγησαν και ο Γεώργιος “Κατοσταράκιας” και ένας λογίας Αλιπράντης και πολλοί άλλοι. Οι αξιωματικοί των συνταγμάτων, που ήλθαν να μας παραλάβουν, δεν εγνωρίζοντο, διότι δεν είχαν διακριτικόν τι, εκτός ενός αστερίσκου, που είχον στο πηλίκιόν τους. Κατά τα άλλα ωμοίαζον με τους στρατιώτας. Πολλοί είχαν αφήσει γενειάδας, τα ρούχα και υποδήματά τους ήσαν λερωμένα, κατάμαυροι και αυτοί. Μετά επήραν άνδρες δια το 68ον και το 65ον Σύνταγμα. Η αγωνία μου εδώ είχε κορυφωθή, διότι εάν χωρίζαμε, θα μου εστοίχιζε πολύ, παρακαλούσα δε τον Θεόν να οικονομούσε να εγίνετο ό,τι είναι συμφέρον ενός εκάστου. Εις μίαν στιγμήν ακούω τον Ταγματάρχην να λέγη: “Πάρε και τους δύο αυτούς δεκανείς και τους βάζετε ομαδάρχας” (πάντα ήμεθα και πηγαίναμε μαζί) και ούτως είμεθα  πάλι  ενωμένοι  και  μαζί  με  τον  Λεόντιον,  ο  δε  Νικηφόρος  προσεκολλήθη  στο  65ον Σύνταγμα. Τους είπαν δε ότι ούτοι θα παρέμεναν εκεί δια να ήρχοντο και οι υπόλοιποι άνδρες της αποστολής να συμπληρώνετο ο αριθμός, που εχρειάζετο το Σύνταγμα και θα αναχωρούσαν την επομένην. Εμάς μας προσκόλλησαν στο 68ον Σύνταγμα. Ο Νικηφόρος, εάν ήθελεν, μπορούσε να ήρχετο με ημάς. Και μόνος του ήταν δυνατόν να προσκολλάτο στην γραμμήν της φάλλαγγος που ήμεθα ημείς, αλλά και μπορούσαμε να παρακαλούσαμε τους αξιωματικούς να μας επέτρεπον να
είμεθα μαζί.
Οι άνδρες, που πηγαίναμε στο 68ον Σύνταγμα, ήμεθα 130. Αναμέναμεν ολίγην ώραν ώσπου μας έγραψαν (αναβάλαμε και γράψαμε και εμείς) και κατά τας 12 η ώρα αναχωρούσαμε οι 130. Οι υπόλοιποι με τον Νικηφόρον και Γεώργιον, που μου έφερνε τον γυλιόν, λόγω που θα παρέμενον εκεί, προσπαθούσαν να στήσουν τα αντίσκηνά τους. Όταν εμείς αναχωρούσαμε, δεν ηδυνάμεθα να φύγωμεν από την γραμμήν να υπάγωμεν να τους αποχαιρετήσωμεν,  και ούτε από μακριά και δια νεύματος καν δεν ηδυνήθην να χαιρετήσω τον Νικηφόρον. Αυτός, βέβαια, ώφειλε να ήρχετο, αφού μας έβλεπε ότι αναχωρούσαμε και θα πορευώμεθα στο άγνωστον (η ψυχή μου προαισθάνετο κάτι που επί ημέρας λυπούμουν, διότι δεν αποχαιρετίσθημεν. Πράγματι, ως είναι γνωστόν, δεν ανταμώσαμεν πλέον στην παρούσαν ζωήν).
Την παρούσαν και την περασμένην νύκτα διήλθον με μεγάλην αγωνίαν, σωματικήν και ψυχικήν. Μου φαίνεται ότι εις ταλαιπωρίαν η περιπέτεια αύτη υπερβαίνει όλας τας άλλας και την της χιονοθυέλλης και την των λασπών, αλλά είναι και η πρώτη εντύπωσις, που πλησιάζαμε στην πρώτην γραμμήν και ακούγαμε ευκρινώς πλέον το κανονίδι. Οι λέξεις “βάζετε τους δύο δεκανείς ομαδάρχας” μου έφερε στην μνήμην μου όλες τις διηγήσεις, που είχα ακούσει στο Νοσοκομείον και από τας οποίας είχα μάθει τι εστί μάχη και τι εστιν ομαδάρχης. (Με όσους τραυματίας είχα σχετισθή, τους είχα παρακαλέσει να μου εξιστορούσαν τας μάχας, εις ας ελάμβανον μέρος και ως τας αντιλαμβάνετο έκαστος). Το φάσμα του θανάτου μου εφαίνετο πλέον ως πραγματικότης, εκορυφώθη δε η οξυχολία μου και μελαγχολία, όταν, προχωρώντας πιο πέρα, είδον που είχαν ενταφιάσει έναν νεκρόν (ως μας είπαν) εργάτην, όστις είχε φονευθή, και η μία του χειρ εξείχε και ήτον άταφος. (Είναι ευνόητον το πόσον θα συνέβαλεν αυτό το θέαμα και τι δύνατοι να προξενήση εις ευαίσθητον χαρακτήραν). Συνέβαλεν δε ου μικρόν και η θέα των τήδε κακείσε ερριγμένων νεκρών ζώων. Μερικά μάλιστα ήσαν μισοσκεπασμένα από λάσπες. Για εμάς τους αρχαρίους όλα αυτά εφαίνοντο μακάβρια (αργότερον διήλθομεν περισσοτέρας και δεινοτέρα περιπετείας, αλλά δεν με συνεκλόνισε καμμία τόσον, όσον η σημερινή).
Το χωρίον, που θα μεταβαίναμεν, απείχε από τον Εφοδιασμόν μίαν και ημίσειαν ώραν. Θα ήτον εις ύψος από τον ποταμόν άνωθεν περί τα 600 – 700 μέτρα, δια τούτο ο μιας ώρας δρόμος ήταν όλο ανήφορος. Περνούσαμε δε όλο βουνά μκρά δια να κατορθώσωμεν να βρούμε αυτό το χωρίον. Είπομεν ότι από τον Ανεφοδιασμόν αναχωρήσαμεν κατά τας 12 η ώρα. Περί της μισής ώρας δρόμον βαδίζαμεν παραλλήλως του περιβόητου πλέον Δεβόλη. Η λάσπη, που υπήρχε σε αυτόν τον δρόμον θα είχε πάχος 50 -  60 εκατοστά. Δύναται έκαστος να εννοήση τι βασανισμένην ζωήν έχουν οι μεταγωγικοί. Σκεφθήτε το μαρτύριόν του να του πέση το ζώον του σε αυτόν τον βούρκον. Αν πης και δια τα ζώα; Υποφέρουν πολύ. Συναντήσαμε δε μερικούς μεταγωγικούς και ήταν μάυροι απόλ  τας  κακουχίας  και  κρύοι  και  καταλασπωμένοι.  Όταν  αρχίσαμε  να  ανερχώμεθα  προς  το χωρίον, είχαμε λαχανιάσει και πεινούσαμε, που εδέησε να φωνάξωμεν δια να γίνη στάσις και γευματίσωμεν ολίγον. Πράγματι, εκαθήσαμεν εις τας πέτρας ενός χειμάρρου και έφαγε ό,τι είχε έκαστος. Η ώρα θα ήτον 2 μ.μ. Δύναται έκαστος να εννοήση τι μαρτυρική ήταν η πορεία αύτη. Διάστημα  30  λεπτών,  το  διανύσαμεν  εις  δύο  ώρας.  Καθώς  τρώγαμε,  βλέπω  τους  εργάτας, Αλβανούς, να τρέχουν όπως κρυφθούν, διότι ήρχοντο αεροπλάνα, γρήγορα όμως ησύχασαν, διότι ήταν δικά μας. Κατευθύνοντο στας ιταλικάς γραμμάς και κατόπιν επέστρεψαν δι' άλλης οδού. Θα ειργάζοντο εκεί περισσότεροι των 200 εργατών μαζί με στρατιώτας δια την επέκτασιν της αμαξιτής οδού προς το βάθος και κατά μήκος του ποταμού. Από εκεί που εκαθήσαμε και φάγαμε έως να φτάσωμεν στο χωρίον, θα καθήσαμε δια να αναπαυθώμεν εις έξη – επτά στάσεις, διότι ήτον ανήφορος και κολλούσαν στα υποδήματά μας πολλές λάσπες, που επιπλέον θα κουβαλούσαμε και από δύο τρεις οκάδες βάρος από αυτές. Στο χωρίον αφίχθημεν περί την 5ην απογευματινήν.
Μαζί μας ήτον εις συνάδελφος, όστις ήτον πολύ αδύνατος και σεληνιάζετο και είχε παραμείνει πολύ όπισθεν. Τον λυπούμεθα και φοβούμεθα μήπως πέση σε τινα γκρεμόν, μα τι δυνάμεθα να πράξωμεν; Εις μερικά μέρη της οδού αυτής υπήρχον απότομοι κρεμνοί, που εάν γλιστρούσε τινάς και  έπιπτε  σε  αυτούς,  θα  εφονεύετο.  Ολίγον  προτού  αφιχθώμεν  στο  χωρίον,  βλέπω  έναν συνάδελφόν μας να λέγη στον Λεόντιον και να τον  παρακαλή να του δώση το σακκίδιόν του, ίνα το σηκώνη ούτος, καθότι, ως έλεγε, ήτον δυνατός. Ο Λεόντιος δεν εδέχθη και του είπε δια εμέ ότι είχον  ανάγκην  βοηθείας.  Όθεν,  και  χωρίς  να  θέλω,  με  ηνάγκασε  και  του  έδωσα  και  τα  δύο σακκίδια, άπερ έφερον μαζί μου, και τα μετέφερεν αυτός. Ολίγον πιο επάνω ζητησε και στανικώς
πήρε και του Λεοντίου το σακκίδιον, και με όλον αυτό το περισσότερον βάρος έτρεχε και πρωτοπορεύετο. Ούτος ήτον Νάξιος, κτίστης το επάγγελμα, ωνομάζετο Απόστολος Σαχάς και ήταν καλλιεργημένος χριστιανικώς πολύ. Εγνωρίζετο με όλους σχεδός τους εν Αθήναις πνευματικούς αδελφούς και περισσότερον με τους Ζωηστάς. Με τον Λεόντιον και Νικηφόρον είχαν γνωρισθή προηγουμένως και του είχον είπει ότι είμεθα Μοναχοί, δια τούτο ζητούσε με τόσον θάρρος το σακκίδιον.
Άμα τη αφίξει μας στο περιβόητον χωρίον Νικολάρα, μας υπεδέχθη ο λοχαγός Βασιλείου (εξ Αθηνών και πραγματικώς όνομα και πράγμα Πλακιώτης), όστις ήτον διαχειριστής του Συντάγματός μας και λοχαγός του Λόχου μεταγωγικών. Ούτως, λέγω, μας υπεδέχθη χαριέντως και μας έδωσε θάρρος, λέγοντάς μας λόγια ενθαρρυντικά κ.λ.π., διέταξε δε και   μας μαγείρευσαν φαγητόν (μακαρόνια). Στο δωμάτιον, που θα διανυκτερεύαμε, διέμενον Αλβανοί και δεν ήθελον να εισερχώμεθα εκεί, που εδέησε να τους απειλήσουν να μας αφήσουν. Το δωμάτιον ήτον ευρύχωρον, με πάτωμα από σανίδια και τζάκι. Εν αυτώ διαμέναμεν δεκαοκτώ άνδρες και χωρούσαμεν ανέτως. Οι οικοκυραίοι είχαν νέας κόρας και δια τούτο εφοβούντο και δεν ήθελον να παραμείνωμεν εκεί. Πολύ σύντομα όμως απέκτησαν την εμπιστοσύνην μας και δεν εφοβούντο. Και τούτο ωφείλετο στην καλήν συμπεριφοράν όλων των συναδέλφων μας. Τους δώσαμε ψωμί και χρήματα και μας άναψαν φωτιά και μας προμήθευσαν τεμάχια από δαδίον δια να τα ανάπτωμεν και βλέπωμεν, όπως στρώσωμεν, φάγωμεν κ.λ.π. Το φαγητόν, μας το διένειμαν στας οικίας, που διαμέναμεν, δειπνήσαμεν δε και υπνώσαμεν ολίγον αργά. Μαζί μας ήταν και ο κ. Σαχάς.



Σάββατον 25 – 1 – 41

Ξυπνήσαμεν και εσηκώθημεν αργά. Μερικοί μετέβησαν στα μαγειρεία του λόχου και πήραν τρόφιμα. Όλην σχεδόν την ημέραν την διανύσαμεν εντός του δωματίου. Το μεσημέρι μετέβημεν στα μαγειρεία και πήραμε φαγητόν, ήτοι κρέας με μακαρόνια. Απείχον του δωματίου, που διαμέναμεν, περί τα 10 λεπτά, αλλά ήτον πολύ κοπιώδης και εχρειάζετο πολύ προσοχή από τες πολλές λάσπες. Πολλοί γλίστρισαν και τους χύθηκε το φαγητόν. Το εσπέρας μας μαγείρευσαν μακαρόνια σχέτα. Μαζί με τρεις – τέσσερες άλλους συναδέλφους αγοράσαμε μίαν οκάν γάλα και το φάγαμε. Δώσαμε όμως 35 δραχ. Όλην σχεδόν την ημέρα άναπτε η φωτιά και περάσαμε καλά και ξεκουράσαμε. Υποφέραμε όμως πολύ από τον καπνόν, διότι δεν τον έβγαζε έξω το τζάκι και πάντα ήτον γεμάτον το δωμάτιον. Βόμβα αεροπλάνων ηκούσθη κατά δύο – τρεις περιόδους. Το απόγευμα μας ζήτησαν και κατέγραψαν τας ειδικότητας. Εγώ τους είπα ότι γνωρίζω πολλάς τέχνας, μόνον ως σαγματοποιόν με ήθελον. Αλλά κατόπιν έθεσαν άλλον στην υπήρεσίαν αυτήν, όστις ήτον γνωστός του Λοχαγού, χωρίς όμως να είναι σαγματοποιός.
Το εσπέρας οι συνάδελφοί μου ήθελαν να είπουν παραμύθια και αφού είπαν μερικά πράγματα, βρήκαμε ευκαιρίαν και τους αναφέραμε και εμείς μερικά ηθικά πράγματα, που ευχαριστήθησαν. Τους ανέφεραν την περίπτωσιν της Κορυτσάς, που τραγουδούσαν την “Σαμιώτισσαν”, και αμέσως αρχίσαμε να ψάλλωμεν διαφόρους εκκλησιαστικούς ύμνους. Με τον κ. Σάχαν εκοιμόμεθα μαζί. Την νύκτα πολλάκις τον ήκουσα να ψελλίζη και να προσεύχεται. Εις όλους τους συναδέλφους είχεν προξενήσει ιδιαιτέρως καλήν εντύπωσιν. Ήτο πρόθυμος πάντα και μειλίχιος και προσπαθούσε να εξυπηρετήση,  εάν  ητον  δυνατόν,  άπαντας.  Εάν  ένας  συνάδελφος  είχε  μικράν  στενοχωρίαν, σπεύδαμε και παρηγορούσαμε. Ο Λεόντιος και ούτος, όταν μετέβαιναν στην πηγήν, δια να φέρουν ύδωρ, έπαιρναν όλα σχεδόν τα παγούρια των συναδέλφων και ούτως εδημιουργήθη ατμόσφαιρα αλληλεγγύης,  που  ήταν  πολύ  ωραία.  Μαζί  μας  ήταν  και  ο  λογιστής,  με  τον  οποίον  είχαμε παραμείνει στο χωρίον Βιτσοτίτσα Ούτος ήτον ολίγον άγριος, αλλά εδώ ηναγκάσθη να φέρεται πολύ καλά. Ο Αλβανός είχε και αγοράσαμε αρκετά καρύδια προς 25 δραχ. Την οκάν. Εδώ άρχισα να λέγω ότι πωλούσα τα τσιγάρα, αλλά δεν νομίζω να συνέβαινε αυτό. Την περασμένην βραδιάν έβρεξε ολίγον και έσταξε στο δωμάτιον και ηναγκάσθησαν  να μετακινηθούν μερικοί συνάδελφοι, οίτινες και υπέφεραν ολίγον. Το εσπέρας εκοιμήθημεν πολύ αργά.



Κυριακή 26 – 1 – 41
Ξυπνήσαμε και εσηκώθημεν πολύ πρωί, διότι έπρεπε να παίρναμε ρόφημα, μας έδωσαν όμως και τσιγάρα, σταφίδα και κονιάκ. Το γεύμα εφάγαμε ελαίας με χαλβάν, το δε εσπέρας κρέας βραστό. Αγοράσαμε και μίαν οκάν γάλα οι τρεις – τέσσερις, που είμεθα αδύνατοι. Το εσπέρας ψάλλαμε και αναφέραμεν πολλά καλά πράγματα. Μαζί μας ήτον και ένας οργανοπαίκτης, εκ Πατρών, ο οποίος, ως μας έλεγε, είχε αφροδίσια πάθη, είχε όμως εξομολογηθή. Όταν ανεφέρετο το όνομα της Κυρίας Θεοτόκου, άπαντες οι συνάδελφοι επρόσεχον ιδιαιτέρως. Ελέχθησαν πολλά παρηγορητικά και ενθουσιώδη λόγια, που πάντες εκοιμήθημεν ευχαριστημένοι.



Δευτέρα 27 – 1 – 41

Με το ρόφημα μας έδωσαν σιγαρέτα, σταφίδα και κονιάκ. Το γεύμα μας έδωσαν φασόλια, το εσπέρας  μακαρόνια.  Η  ημέρα  ήτον  κατά  διαλείμματα  διαυγής,  δια  τούτο  πολλοί  εκ  των συναδέλφων  πήγαν  στην  μοναδικήν  πηγήν  του  χωριού  και  έπλυναν  ό,τι  έκαστος  εδύνατο. Εξήλθομεν δε εκ της τρώγλης με τον Λεόντιον και περιήλθομεν όλο το χωρίον. Ήτον γεμάτον λάσπες και κόπρια από τους στρατιώτας, καθώς και τα ουρητήρια των κατοίκων διωχετεύοντο στας λεωφόρους του χωριού και ήτον αηδία. Φήμαι έλεγον ότι στην Βόρειον Ιταλίαν εξερράγη επανάστασις, ήτις κατεστάλη παρά των Γερμανών. Πολλοί έλεγον ότι στας 28 Φεβρουαρίου   θα εγίνετο ειρήνη. Κατά το απόγευμα ήλθε στο δωμάτιον κόρη τις του οικοκύρη και εξήγαγεν περί τας δεκαπέντε όρνιθας εκ του ερμαρίου, που υπήρχεν στο δωμάτιον, ήταν δε εκεί κλεισμένες από την Παρασκευήν το εσπέρας. Το εσπέρας ελέχθησαν έτι περισσότερα πράγματα και συνεδέθημεν στενότερον με άπαντας τους εν τω δωματίω συναδέλφους.



Πρώτη εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40 (28.10.1940 – 11.6.1941)
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ 
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας


Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου