Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑ
1. Η κήρυξη του Πολέμου
Η Μονή Λογγοβάρδας συνεδέθη τηλεφωνικώς το έτος 1933. Η σύνδεσις έγινε από την γραμμήν Παροικιάς Ναούσης. Όταν καλούσαμε, απαντούσαν και τα δύο τηλέφωνα, με συνθηματικές όμως κλήσεις συνεννοούμεθα. Εμείς περισσότερον συνεννοούμεθα με την Νάουσαν μετά την ομιλίαν του Μουσολίνι ότι έχει ετοιμοπολέμους 7.000.000 λόγχες, όπου εκ τούτου κατετρόμαζε ολόκληρος η ανθρωπότης. Μετά τον τορπιλισμόν του αντιτορπιλικού “'Ελλη”, τον γενόμενον την 15-8-1940 υπό των Ιταλών εις την νήσον Τήνον, ήτον πλέον καταφανές ότι ο πόλεμος πλησιάζει προς τα εδώ, οπότε και ημείς έπρεπε να παρακολουθούμε τα γεγονότα. Τούτο μόνον τηλεφωνικώς ήτο δυνατόν να πραγματοποιείτο και προς τούτο μας έδιδε πληροφορίες ο εις Νάουσαν έμπορος κ. Κωνσταντίνος Μπατιστάτος.
28 Οκτωβρίου 1940
Εργαζόμεθα με τους αδελφούς Λεόντιον και Φιλάρετον εις Αγιογραφικόν εργαστήριον της Μονής μας και, όπως καθημερινώς εποίουν, περί την 9ην π.μ. πήγα εις το τηλέφωνον. Παραξενεύθην κάπως ότι με την πρώτην κλήσιν έλαβον απάντησιν, διότι πάντοτε από τέσσερις – πέντε κλήσεις μου απαντούσε. - Δεν πήρατε είδησιν; - Τι; - Πόλεμος ... Μου ανέγνωσε το πρώτον ανακοινωθέν “...Ο στρατός αμύνεται κ.λ.π.” Συγκλονισμένος μετέδωσα το γεγονός εις τους αδελφούς. Ευνόητον τι είναι φυσιολογικόν να συμβή κατόπιν μιας τοιαύτης πληροφορίας ... Εγώ έως την 11 μ.μ. εις το τηλέφωνον και μετέδιδα τα ανακοινωθέντα κ.λ.π., που έδιδε ο πολύ καλός κ. Κωνσταντίνος από την Νάουσαν. Μόλις εβράδιασε, είδαμε να υψώνωνται και να ερευνούν τον ορίζοντα κ.λ.π. δύο μεγάλες δέσμες προβολέων, ένας Πάρου – Σύρου και ο άλλος Πάρου – Νάξου. Οι Ιταλοί θα υπελόγιζαν κίνησιν πλοίων δια να τα βύθιζαν, δια αρκετόν όμως τότε, ως συνέβη, χρόνον ούτε μικρόν τι καΐκι δεν κινήθη.
Ημείς, κατά κάποιον τρόπον, σταματήσαμε τα λεγόμενα διακονήματα και όλοι μαζί εις την εκκλησίαν και έκαστος κατά μόνας προσευχομεθα εις τον Θεόν να μας βοηθήση και ανταπεξέλθωμεν τας περιμετείας του ανίσου και αδίκου τούτου αγώνος κατά του Έθνους μας.
Ο κ. Κώστας μας έδιδε τα ανακοινωθέντα κ.λ.π. Παρακολουθήσαμε την αντεπίθεσιν του στρατού μας ... Καλαμάς ... Πίνδος ... Μοράβας ... Ιβάν κ.λ.π., ότι ένας λοχίας δια να καταστρέψη μίαν γέφυραν πέρασε τον ποταμόν και δια να αναπνέη μετεχειρίσθη ένα είδος καλαμίου, που του επέτρεψε να αναπνέη, ότι εξείχε του ύδατος και δεν έγινε αντιληπτός.
2. Η επιστράτευση
21 Νοεμβρίου 1940
Πήγα εις την Παροικίαν (πρωτεύουσα Πάρου) και επαρουσιάσθην εις την αστυνομικήν αρχήν ως στρατεύσιμος, ότι είχε κληθή η κλάσις μου. Επιστρέφων εις την Μονήν πήρα την πληροφορίαν ότι ο στρατός μας κατέλαβε την Κορυτσάν. Άρχισα τότε να γράφω το έμπροσθεν μουσικόν μέρος του παρόντος βιβλίου με τα πλέον αναγκαία μαθήματα δια να το έχω μαζί μου ως στρατιώτης και να
δύναμαι να ψάλλω κατά παρουσιαζομένας περιστάσεις, ανάγκας κ.λ.π.
16 Δεκεμβρίου 1940
Εδίδετο από την Σύρον τηλεφωνική εγκύκλιος 3.500 λέξεων (κρυπτογραφική). Είκασα ότι αυτή θα αφορούσε ημάς και την στράτευσή μας και εγκατέλειψα την προσπάθειάν μου δια τα μουσικά εις το “Εισάκουσόν μου, Κύριε”, ως ανωτέρω διαφαίνεται.
18 – 12 – 40
Μας ειδοποίησαν οι στρατεύσιμοι αύριον να υπαγωμεν εις την Παροικιάν.
19 – 12 – 40
Λειτουργία. Συγκίνησις κ.λ.π. Μετά το γεύμα ομιλίες κ.λ.π. Αναχωρήσαμε οι στρατεύσιμοι Λεόντιος, Γαβριήλ, Φιλάρετος, Νικηφόρος και Θεόκτιστος και οι δόκιμοι Κομπούγιας και Σκαρτσάνης (οι Σάββας και Σεραφείμ είχαν στρατευθή). Ο Λεόντιος, σαν χαριεντιζόμενος, είπε στον Γέροντα Φιλόθεον: “Εγώ θα βαρέσω εις το ψητό”. Εκείνος μόνον χαμογέλασε. Εις την Παροικιάν είχαν έλθει όλοι οι στρατεύσιμοι της νήσου. Όλοι μαζί παρακολουθήσαμε τον προεόρτιον Εσπερινόν εις τον ναόν της Καταπυλιανής. Έψαλα με τον Μιχαήλ Δρακάκην, ο οποίος εφονεύθη εις βομβαρδισμόν Πειραιώς, πολύ καλά.
Περί την 9 μ.μ κατέφθασε το αναμενόμενον από την νήσον Νάξον πλοίον, συνοδευόμενον από δύο αντιτορπιλικά του στόλου μας, τα οποία περιέτρεχον ερευνώντα ωσάν καλά δελφίνια. Παρακολουθώντας τα κατά την διαδρομήν και προ παντός όταν εις τον λιμένα του Πειραιώς μας αποχαιρέτησαν πολλάκις εσυγκινήθην ... Είχε ολίγην τρικυμίαν και κάπως υπέφερα.
20 – 12 – 40
Το απόγευμα αφίχθημεν εις τον Πειραιά. Υποθέτω να είμετα περί τους 800 οι στρατεύσιμοι των νήσων Κυκλάδων.
Από τον Πειραιά ο σιδηρόδρομος μας μετέφερε και μας ξεφόρτωσε εις το Μοναστηράκι, από εκεί δε πεζοπορούντε πήγαμε εις τους στρατώνας του Γουδί. Τελευταίοι εις την φάλαγγα ακολουθήσαμεν ημείς οι ρασοφόροι. Μαζί μας ακολουθούσε ο γνωστός μας φυματικός Σκανδάλης (εκ Λεύκων Πάρου). Ανέφερα τούτο εις τον επικεφαλής και τον βοήθησαν. Δεν διανυκτερεύσαμε εις τους στρατώνας.
21 Δεκεμβρίου 1940 – 7 Ιανουαρίου 1941
Ο Συνταγματάρχης μας είπε αν του προσκομίζαμε έγγραφον της Αρχιεπισκοπής, θα μας απέλυε. Ημείς καλώς εγνωρίζαμεν ότι δεν απαλλάσσόμεθα και οι Λεόντιος, Γαβριήλ, Νικηφόρος κ.λ.π. ενεδύθησαν την στολήν του Έλληνος στρατιώτου και οι εκτός του Λεοντίου, Νικηφόρου και εμού ανεχώρησαν δια το Μέτωπον. Τον Νικηφόρον τον τοποθέτησαν εις την Πολυκλινικήν προς φρούρησιν Ιταλών αιχμαλώτων, τον Λεόντιον εις διάφορα γραφεία και εμένα, χωρίς να έχω ενδυθή, με έστειλαν ως ασθενή προς παρατήρησιν κ.λ.π. εις το όπισθεν της Μονής Πετράκη 4ον Γενικόν Στρ. Νοσοκομείον. Ως προς το γένειον ο Συνταγματάρχης μας είπεν να ποιήσωμεν ως θέλομεν. Διεπιστώθη ότι δεν ταίριαζε το χακί με τα κατάμαυρα γένεια και πάντες ξυρίσθησαν.
Εγώ εις το Νοσοκομείον παρέμεινα έως την 8 – 1 – 41. Μου έγιναν εξετάσεις κ.λ.π., αλλά δεν ήτο εύκολος απαλλαγή ... Διευθυντής του Νοσοκομείου ήταν ο γαμβρός του πρωθυπουργού Ι. Μεταξά
κ.Φωκάς. Εκεί καθημερινός βοηθούσα τους νοσοκόμους, βοηθούσα και τον ιερέα εις την εκκλησία. Παρέα ποιούσα με τον ιατρόν Αίσωπον. Είχαμε γνωρισθή εις την Λογγοβάρδαν. Πιστός ιατρός. Εις την εκκλησίαν έψαλλον. Την 6 – 1 – 41 εκοινώνησα μετά το ψάλσιμον. Ήρχοντο Ιταλοί αιχμάλωτοι και με τας κιθάρας των κ.λ.π. ψυχαγωγούσαν τους τραυματίας. Ακόμα τραγουδούσαν το “Κορόιδο Μουσολίνι, κανείς δεν θα σου μείνει...”. Όλοι τους συμπονούσαμε. Τους έδιδον και φαγητόν κ.λ.π. Δύο φορές ήλθε και η σύζυγος του Διαδόχου Παύλου Φρειδερίκη και συνωμίλησε κ.λ.π. με προσωπικόν και τραυματίας.
Τετάρτη 8 – 1 – 41
Εξήλθον εκ του Γ.Σ.. Νοσοκομείου Αθηνών. Εις το εξιτήριον έλεγον ότι παρουσιάζονται κάτι εις τους πνεύμονας και εις το ήπαρ, αλλά ότι είναι τοιαύτης φύσεως, που δεν πρέπει να μου δοθή αναβολή. Εάν δεν παρουσιαζόμην ως μοναχός, ασφαλώς πιστεύω θα μου εδίδετο απαλλαγή, διότι οι παρακολουθήσαντές με ιατροί Φυλακτός Κοκκινάκης και ο γνωστός μας Αίσωπος ήθελαν να με περνούσαν από Επιτροπήν, αλλά αντιδρούσε ο Διευθυντής του νοσοκομείου Φραγκογιάννης, δια τον οποίον εγένετο λόγος περί κακοτρόπου ανδρός και διότι εις εμένα είπε χαιρεκάκως: “Θα σε στείλω εις την πρώτην γραμμήν”. Και γράφω ότι μισούσε το ράσον. Συνέβη όμως το εξής, ότι είχα πολύ γνωριστή με έναν τραυματίαν με κρυοπαγήματα μεγάλου βαθμού και γνώριζα τον χαρακτήρα του και άλλα πολλά. Τον βλέπω έξαλλον να μου λέγη: “Να δης τι θα γίνη” και πατά τους χιλιοδεμένους πόδας του και εξήλθε του θαλάμου τρέχοντας να εξέλθη του Νοσοκομείου. Τρεις – τέσσερις ιατροί έντρομοι διερωτώντο κ.λ.π. Τους λέγω: “Θέλετε να τον φέρω εδώ; ...” και τον φθάνω εις την Πύλην και λέγω εις τον ακολουθούντα με αξιωματικόν: “Κύριε Λοχαγέ, έχει δίκαιον...”. Εκείνος, κατά το ελληνικόν φιλότιμον, βάζει τα κλάματα και επιστρέφει εις τον θάλαμον. Συνέβη το γεγονός αυτό να το παρακολουθήση ο κ. Φραγκογιάννης και με ερώτησε τι συνέβη και όταν του ανέφερα το γεγονός με επαίνεσε και με συνεχάρη δια χειραψίας (διαφορετικός άνθρωπος) και μου είπε να υπάγω να αναθεωρήση κ.λ.π. αλλά είχα αποφασίσει, αφού παρηκολούθησα φυματικούς, διότι δεν παρουσίαζαν τον Κωχ, τους έστελναν εις τα πολεμικά μέτωπα, και δεν τον υπήκουσα (δίδαγμα τί είμεθα οι άνθρωποι).
Πέμπτη 9 – 1 – 41
Πήγα εις το Γουδί και επαρουσιάστην εις αρμοδίους αξιωματικούς μου, οίτινες, αφού τους ανέφερα τα περί Φραγκογιάννη κ.λ.π. μου είπαν αν ήθελα, είχαν την καλωσύνην να με δικαιολογούσαν να μην ενδυόμουν και εισερχόμουν εις άλλο Νοσοκομείον κ.λ.π. Διότι όμως καλώς γνώριζα τα δυσκολίας ... και το ότι τα διδάγματα που πήρα από τους τραυματίας που εγνώρισα εις τον Νοσοκομείον, από τους οποίους έμαθον πολλά δια τας μάχας κ.λ.π. (τοιαύτη ήταν η καλωσύνη των και πραότης των και άλλα πολλά, ώστε εξερχόμενος από κοντά τους ενόμιζα ότι εξερχόμην από κάποιο εξομολογητήριον. Τοιαύτην επίδρασιν είχε η όλη συμπεριφορά των, αποτέλεσμα ομονοίας και αγάπης, ουδέν παράπονον, πραότης και χαίροντες) και διότι είχαμε συνεννοηθή με τον Λεόντιον, εάν παρουσιάζετο κάποια αποστολή, να πηγαίναμε μαζί, δεν εδέχθην και αμέσως ενεδύθην την στρατιωτικήν στολήν. Όταν εξυρίσθην τον πώγωνα, πονούσα εις το πρόσωπον.
Όλην αυτήν την ημέραν την διανύσαμεν έξω του στρατώνος μαζί με τον Λεόντιον και διευθετήσαμεν διαφόρους υποθέσεις μας. Επεσκέφθην στο 2ον Νοσοκομείον και τον συγχωριανόν μου τραυματίαν Γεώργιον Κουτσόπουλον, όστις με εγνώρισεν αμέσως και μεταξύ άλλων μου είπε ότι εάν με έστελναν εις το Μετωπον, θα απέθνησκον οπωσδήποτε από τα κακουχίας. Εκεί βρήκα και την μητέρα του και της έδωσα τρεις φωτογραφίας να έδιδε μίαν στον πατέρα μου, μίαν στον ιερέα του χωριού μου π. Χρήστον Κονταξήν και φυσικά ήθελε και αυτή μία. Το εσπέρας εδειπνήσαμεν στης κ. Σοφίας Παπαμιχαλοπούλου και εκοιμήθημεν στην Μονή Πετράκη (με τον Λεόντιον) στο δωμάτιον του ιερέως Αντωνίου Σταθακάρου, όστις ήταν στρατιωτικός ιερεύς στο Μέτωπον.
Παρασκευή 10 – 1 – 41
Το πρωί κατέβημεν στο Σύνταγμα και εκεί βρήκαμε τον Νικηφόρον, τον οποίον είχαν αντικαταστήσει από την “Πολυκλινικήν Αθηνών”, που διέμενεν αρκετάς ημέρας προς φρουράν Ιταλών αιχμαλώτων. Μετά το προσκλητήριον άρχισαν και έγραφαν δια να καταρτίσουν αποστολάς. Εμείς γραφτήκαμε και οι τρεις κοντά δια να είμεθα μαζί. Ουδείς πλέον των συναδέλφων μας μάς εγνώριζε ότι εμείς είμεθα μοναχοί.
Κατά τας 9 η ώρα π.μ. μας έδωσαν γυλιούς, κουβέρταν και είδη εστιάσεως. Όταν επεχείρησα να δέσω ρόλον την κουβέρταν μου δεν το κατώρθωσα, καθότι είχον ξεχάσει, αφού όμως παρηκολούθησα έναν συνάδελφόν μου και έμαθον τον τρόπον, τότε το κατώρθωσα. Δια γεύμα μας έδωσαν πατάτες γιαχνί και δια βράδυ σκέτες ελαίας.
Το απόγευμα το διανύσαμεν όλον εντός των στρατώνων. Κατά τας 2. μ.μ. Άρχισαν και έκρουον οι κώδωνες των Αθηνών και εσημαιοστολίσθη άπασα η πόλις, διότι ανεκοινώθη επισήμως ότι κατελήφθη η Κλεισούρα. Ζητωκραυγαί, χαλασμός κόσμου κ.τ.λ. Περί την 5ην απογευματινήν μας ανεκοίνωσεν ο Λοχαγός μας ότι αύριον θα αναχωρούσαμε και ότι είχε διαταγήν να μην μας έδιδαν άδειαν και κατερχώμεθα εις την πόλιν, αλλά διότι υπεσχέθημεν ότι στας 8 η ώρα το πρωί θα είμεθα παρόντες, μας άφησε και φύγαμε. Αμέσως δε έσπευσα με τον Λεόντιον και διευθετήσαμε το ζήτημα των ρούχων μας και επεσκέφθημεν στην Κηφισιάν τον τραυματίαν Παναγιώτην Κλουκίναν, όστις μόλις μας είδε εχάρη πολύ και εν συντομία μου εδιηγήθη τα του τραυματισμού του, όστις ήτον και περιπετειώδης. Δεν με παίρνει ο χρόνος να διηγηθώ ό,τι μου είπε. Κατόπιν επεσκέφθημεν την κ. Σοφίαν Παπαμιχαλοπούλου, από την οποίαν αναχωρήσαμεν κατά τας 9 μ.μ., αλλά δεν βρίσκαμε αυτοκίνητον και δια τούτο μετέβημεν με τα πόδια στην Μονήν Πετράκη. Στο Κολωνάκι εδειπνήσαμεν εις τι μαγειρείον και περί την 11ην φθάσαμε στην Μονήν. Παντού όπου αναφέραμε ότι θα αναχωρούσαμε ηκούγαμε επαίνους. Γενικώς επικρατούσε μέγας ενθουσιασμός.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο:
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Οδοιπορικό ενός μοναχού στον πόλεμο του '40 (28.10.1940 – 11.6.1941)
Αρχιμανδρίτου ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ
Καθηγουμένου Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Γορτυνίας
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου