Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017

Εισαγωγή .


Ιερομόναχου Serapheim Rose
Η Ορθοδοξία και η θρησκεία τού μέλλοντος
Εισαγωγή 
Ο «διάλογος µε τις µη χριστιανικές θρησκείες» Η εποχή µας είναι µια πνευµατικά ανισόρροπη εποχή, στην οποία πολλοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί βρίσκονται «κυµαινόµενοι και παρασυρόµενοι από κάθε άνεµο της διδασκαλίας, µέσα στη δολιότητα των ανθρώπων, µέσα στην πανουργία τους προς το σκοπό της µεθοδικής παραπλάνησης» (Εφεσ. 4:14). Φαίνεται πραγµατικά να έχει έρθει ο καιρός όπου οι άνθρωποι «δεν θα ανέχονται την υγιή διδασκαλία, αλλά θα συσσωρεύσουν δασκάλους σύµφωνα µε τις δικές τους επιθυµίες, επειδή θα αισθάνονται γαργαλισµό στ’ αυτιά τους, και από µεν την αλήθεια θα αποστρέψουν την ακοή τους, θα τραπούν δε προς τους µύθους.» (Β’ Τιµοθ. 4:3-4). ∆ιαβάζει κανείς µε κατάπληξη για τις τελευταίες πράξεις και διακηρύξεις του Οικουµενιστικού κινήµατος. Στο πιο λεπτό επίπεδο, Ορθόδοξοι θεολόγοι που αντιπροσωπεύουν την αµερικανική διαρκή Συνδιάσκεψη Ορθοδόξων Επισκόπων και άλλα επίσηµα Ορθόδοξα Σώµατα διεξάγουν «διαλόγους» µε Ρωµαιοκαθολικούς και Προτεστάντες κι εκδίδουν «κοινά ανακοινωθέντα» µε θέµατα όπως η Θεία Ευχαριστία, η πνευµατικότητα, και τα παρόµοια – χωρίς καν να πληροφορούν τους ετεροδόξους ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία του Χριστού στην οποία όλοι είναι προσκεκληµένοι, ότι µόνο τα δικά της Μυστήρια είναι χορηγοί χάριτος, ότι η Ορθόδοξη πνευµατικότητα µπορεί να γίνει κατανοητή µόνο από αυτούς που την ξέρουν εµπειρικά µέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ότι όλοι αυτοί οι «διάλογοι» είναι µια συµβατική καρικατούρα της γνήσιας χριστιανικής συνοµιλίας – µιας συνοµιλίας που έχει σκοπό τη σωτηρία ψυχών. Πράγµατι, πολλοί από τους Ορθοδόξους που συµµετέχουν σ’ αυτούς τους «διαλόγους» ξέρουν ή υποπτεύονται ότι δεν υπάρχει χώρος για Ορθόδοξη µαρτυρία, ότι η ίδια η ατµόσφαιρα του οικουµενιστικού «φιλελευθερισµού» ακυρώνει οποιαδήποτε αλήθεια µπορεί να ειπωθεί σ’ αυτούς· αλλά σωπαίνουν, γιατί το «πνεύµα των καιρών» σήµερα είναι συχνά δυνατότερο από τη φωνή της Ορθόδοξης συνείδησης. (Βλ. «Diakonia», 1970, Νο 1, π. 72·




Θεολογική τριµηνιαία έκδοση του αγίου Βλαδιµήρου, 1969, νο 4, σ. 225, κτλ.). Σε πιο εκλαϊκευµένο επίπεδο, οργανώνονται οικουµενιστικές «συνδιασκέψεις» και «συζήτηση», συχνά µε έναν «Ορθόδοξο οµιλητή» ή ακόµα µε την τέλεση µιας «Ορθόδοξης Λειτουργίας». Η προσέγγιση σ’ αυτές τις «συνδιασκέψεις» είναι συχνά τόσο ερασιτεχνική, και η γενική στάση σε αυτά έχει τέτοια έλλειψη σοβαρότητας, που αντί να προάγουν την «ενότητα» που επιθυµούν αυτοί που τις προωθούν, ουσιαστικά χρησιµεύουν στο να αποδεικνύουν την ύπαρξη µιας αδιάβατης αβύσσου µεταξύ της αληθινής Ορθοδοξίας και της οικουµενιστικής νοοτροπίας. (Βλ. Sobornost, Χειµώνας 1978, σελ. 494-8 κ.λπ.) Στο επίπεδο της δράσης, οι οικουµενιστές ακτιβιστές επωφελούνται από το γεγονός ότι διανοούµενοι και θεολόγοι είναι διστακτικοί και δίχως ρίζες στην Ορθόδοξη θεολογία, και χρησιµοποιούν τα ίδια τους τα λόγια σχετικά µε τη «θεµελιώδη συµφωνία» πάνω σε µυστηριακά και δογµατικά σηµεία ως δικαιολογία για επιδεικτικά οικουµενιστικές πράξεις, µη εξαιρουµένης της µετάδοσης της Θείας Κοινωνίας σε αιρετικούς. Και αυτή η κατάσταση σύγχυσης δίνει µε τη σειρά της µια ευκαιρία για οικουµενιστές ιδεολόγους στο πιο εκλαϊκευµένο πεδίο, να εκφέρουν κενές διακηρύξεις που υποβιβάζουν βασικά θεολογικά θέµατα στο επίπεδο φτηνής κωµωδίας, όπως όταν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας επιτρέπει στον εαυτό του να πει: «Σας ρωτά ποτέ η γυναίκα σας πόσο αλάτι πρέπει να βάλει στο φαγητό; Ασφαλώς όχι. Έχει το αλάθητο. Αφήστε τον Πάπα να το έχει επίσης, αν θέλει» (Hellenic Chronicle, 9 Απριλίου 1970). Ο πληροφορηµένος και συνειδητός Ορθόδοξος Χριστιανός µπορεί να ρωτήσει: Που θα τελειώσουν όλα αυτά; ∆εν υπάρχει όριο στην προδοσία, τη νόθευση και την αυτοκαταστροφή της Ορθοδοξίας; ∆εν έχει ακόµα παρατηρηθεί πολύ προσεκτικά που οδηγούν όλα αυτά, αλλά λογικά το µονοπάτι είναι ξεκάθαρο. Η ιδεολογία πίσω από τον οικουµενισµό, η οποία έχει εµπνεύσει οικουµενιστικές πράξεις και διακηρύξεις όπως οι παραπάνω, είναι ήδη µια καλά προσδιορισµένη αίρεση: Η Εκκλησία του Χριστού δεν υπάρχει, κανείς δεν κατέχει την αλήθεια, η Εκκλησία οικοδοµείται µόλις τώρα. Αλλά δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να δούµε ότι η αυτοκαταστροφή της Ορθοδοξίας, της Εκκλησίας του Χριστού, είναι ταυτόχρονα η αυτοκαταστροφή του ίδιου του Χριστιανισµού· ότι αν καµµιά εκκλησία δεν είναι η Εκκλησία του Χριστού, τότε ούτε ο συνδυασµός όλων των αιρέσεων θα είναι η Εκκλησία, όχι µε την έννοια µε την  οποία την ίδρυσε ο Χριστός.


Και αν όλα τα «χριστιανικά» σώµατα είναι συνδεδεµένα µεταξύ τους, τότε όλα µαζί είναι σχετικά µε άλλα «θρησκευτικά» σώµατα, και ο «χριστιανικός» οικουµενισµός µπορεί να έχει ως αποτέλεσµα µόνο µια συγκρητιστική παγκόσµια θρησκεία. Αυτός είναι πραγµατικά ο ανυπόκριτος σκοπός της µασονικής ιδεολογίας, η οποία έχει εµπνεύσει το οικουµενιστικό κίνηµα, και αυτή η ιδεολογία διακατέχει τώρα τόσο πολύ αυτούς που συµµετέχουν στο οικουµενιστικό κίνηµα ώστε ο «διάλογος» και η τελική ένωση µε τις µη χριστιανικές θρησκείες έχουν φτάσει να είναι το λογικό επόµενο βήµα για το νοθευµένο Χριστιανισµό του σήµερα. Τα ακόλουθα είναι λίγα από τα πολλά πρόσφατα παραδείγµατα που θα µπορούσαν να δοθούν, και δείχνουν το δρόµο για ένα οικουµενιστικό µέλλον έξω από το Χριστιανισµό. 1. Στις 27 Ιουνίου του 1965 έγινε στο San Francisco µια «Συνέλευση θρησκειών για την Παγκόσµια ειρήνη», σε σχέση µε την 20ή επέτειο από την ίδρυση του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών σε αυτή την πόλη. Ενώπιον 10.000 θεατών, Ινδουϊστές, Βουδιστές, Μουσουλµάνοι, Εβραίοι, Προτεστάντες, Καθολικοί και Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι αναφέρθηκαν στον «θρησκευτικό» ίδρυµα για την παγκόσµια ειρήνη, και ύµνοι όλων των πίστεων ερµηνεύθηκαν από µια χορωδία µε 2000 µέλη «από κάθε πίστη». 2. Η Ελληνική Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αµερικής, σε επίσηµη δήλωση της 19ης συνέλευσης Κλήρου και Λαού (Ιούλιος 1968, Αθήνα) δήλωσε: «Πιστεύουµε ότι το Οικουµενικό κίνηµα, παρ’ ότι έχει χριστιανική προέλευση, πρέπει να γίνει µια κίνηση όλων των θρησκειών που να πλησιάζουν η µια την άλλη». 3. Το «Temple of Understanding, Inc» («Ναός της Κατανόησης, Inc.»), ένα αµερικανικό ίδρυµα που συστήθηκε το 1960 ως ένα είδος «Συνδέσµου των ενωµένων θρησκειών», µε σκοπό να «χτίσει το συµβολικό ναό σε πολλά µέρη του κόσµου» (ακριβώς σύµφωνα µε το σκοπό της Μασονίας), έχει συγκαλέσει πολλές «διασκέψεις κορυφής». Στην πρώτη, στην Καλκούτα του 1968, ο Λατίνος Τραππιστής Thomas Merton (ο οποίος κατά τύχην σκοτώθηκε από ηλεκτροπληξία στη Μπανγκόγκ καθώς επέστρεφε από αυτή τη συνδιάσκεψη) δήλωσε: «Είµαστε ήδη µια νέα ενότητα. Αυτό που πρέπει να κερδίσουµε είναι η αρχική µας ενότητα». Στη δεύτερη διάσκεψη κορυφής, στη Γενεύη τον Απρίλιο του 1970, ογδόντα αντιπρόσωποι από δέκα θρησκείες συναντήθηκαν για να συζητήσουν θέµατα όπως «Το σχέδιο της δηµιουργίας µιας παγκόσµιας κοινότητας θρησκειών». Ο Γενικός Γραµµατέας του Παγκοσµίου Συµβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), ∆ρ Eugene Carson Blake, εκφώνησε λόγο καλώντας τους ηγέτες όλων των θρησκειών σε ενότητα· και στις 2 Απριλίου µια «άνευ προηγουµένου» υπεροµολογιακή λειτουργία και προσευχή έλαβε χώρα στον καθεδρικό ναό του αγίου Πέτρου. Ο Προτεστάντης πάστορας Babel την περιγράφει ως «µια πολύ µεγάλη µέρα στην ιστορία των θρησκειών», κατά την οποία «ο καθένας προσευχήθηκε στη δική του γλώσσα και σύµφωνα µε το τυπικό της θρησκείας που εκπροσωπούσε», και κατά την οποία «οι πιστοί όλων των θρησκειών κλήθηκαν να συνυπάρξουν στη λατρεία του ίδιου Θεού».


Η λειτουργία τελείωσε µε το «Πάτερ ηµών» (La Suisse, 3 Απριλίου 1970). ∆ιαφηµιστικό υλικό που στάλθηκε από το «Ναό της Κατανόησης» αποκαλύπτει ότι στη δεύτερη συνδιάσκεψη, στις Ηνωµένες Πολιτείες το φθινόπωρο του 1971, ήταν παρόντες Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι, και ότι ο µητροπολίτης Αιµιλιανός, του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, είναι µέλος της «∆ιεθνούς Επιτροπής» του Ναού. Οι «διασκέψεις κορυφής» δίνουν στους Ορθοδόξους αντιπροσώπους την ευκαιρία να συµµετάσχουν σε συζητήσεις µε σκοπό «τη δηµιουργία µιας παγκόσµιας κοινότητας θρησκειών», να «επισπεύσουν την πραγµατοποίηση του ονείρου της ανθρωπότητας για ειρήνη και κατανόηση», σύµφωνα µε τη φιλοσοφία των «Vivecananda, Ramakrishna, Ghandi, Schweitzer», και των ιδρυτών των διαφόρων θρησκειών· οµοίως οι αντιπρόσωποι συµµετέχουν σε «χωρίς προηγούµενο» υπέρ-οµολογιακές λειτουργίες και προσευχές, όπου «καθένας προσεύχεται σύµφωνα µε το τυπικό της θρησκείας που εκπροσωπεί». Είναι να αναρωτιέται κανείς τι βρίσκεται στην ψυχή ενός ΟρθοδόξουΧριστιανού που συµµετέχει σε τέτοιες συνδιασκέψεις και προσεύχεται µαζί µε Μουσουλµάνους, Εβραίους και ειδωλολάτρες. 4. Στην αρχή του 1970 το ΠΣΕ ήταν χορηγός σε µια συνδιάσκεψη στο Ajaltoun του Λιβάνου, µεταξύ Ινδουϊστών, Βουδιστών, Χριστιανών και Μουσουλµάνων, και µια συνδιάσκεψη που ακολούθησε στη Ζυρίχη µε εικοσιτρείς «θεολόγους» του ΠΣΕ διακήρυξε τη ανάγκη για «διάλογο» µε τις µη χριστιανικές θρησκείες. Στη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ στην Addis Ababa τον Ιανουάριο αυτού του χρόνου, ο µητροπολίτης Βηρυττού George Khodre (Αντιοχειανή Ορθόδοξη Εκκλησία) σοκάρισε ακόµα και πολλούς Προτεστάντες αντιπροσώπους, όταν όχι απλώς κάλεσε για «διάλογο» µε αυτές τις θρησκείες, αλλά άφησε πολύ πίσω την Εκκλησία του Χριστού και ποδοπάτησε δεκαεννιά αιώνες χριστιανικής παράδοσης, καλώντας τους Χριστιανούς να «ερευνήσουν την αυθεντική πνευµατική ζωή των αβάπτιστων» και να εµπλουτίσουν την εµπειρία τους µε «τον πλούτο µιας διεθνούς θρησκευτικής κοινότητας» (Religious News Service), γιατί «είναι µονάχα ο Χριστός, που εκλαµβάνεται ως φως όταν η χάρη επισκέπτεται έναν Βραχµάνο, ένα Βουδιστή, ή ένα Μουσουλµάνο που διαβάζει τις δικές του Γραφές» (Christian Century, 10 Φεβρουαρίου 1971). 5. Η Κεντρική Επιτροπή του ΠΣΕ στη συνάντησή της στην Addis Ababa τον Ιανουάριο του 1971, αποδέχθηκε και ενθάρρυνε την πραγµατοποίηση συναντήσεων µεταξύ εκπροσώπων άλλων θρησκειών όσο συχνά γίνεται, καθορίζοντας ότι «στο παρόν στάδιο µπορεί να δοθεί προτεραιότητα στους διµερείς διαλόγους συγκεκριµένης φύσης». Σε συµφωνία µε αυτή την κατευθυντήρια γραµµή, ένας σηµαντικός «διάλογος» µεταξύ Χριστιανών και Μουσουλµάνων προγραµµατίστηκε για το µέσον του 1972, µε την ανάµειξη 40 περίπου αντιπροσώπων και από τις δύο πλευρές, όπου περιλαµβάνεται και αριθµός Ορθοδόξων αντιπροσώπων (Al Montada, Ιαν – φεβρ. 1972, σελ. 18). 6. Το Φεβρουάριο του 1972, άλλο ένα οικουµενιστικό γεγονός «χωρίς προηγούµενο» συνέβη στη Νέα Υόρκη όπου, σύµφωνα µε τον αρχιεπίσκοπο της Νέας Υόρκης Ιάκωβο, για πρώτη φορά στην ιστορία, η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία (Ελληνική Ορθόδοξος Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αµερικής) συγκάλεσε επίσηµο θεολογικό «διάλογο» µε τους Εβραίους. Σε δυο µέρες συζητήσεων επιτεύχθηκαν συγκεκριµένα αποτελέσµατα, τα οποία µπορούν να θεωρηθούν σχετικά µε τα συµπτώµατα των µελλοντικών «διαλόγων µε τις µη χριστιανικές θρησκείες»: οι Έλληνες «θεολόγοι» συµφώνησαν «να επαναθεωρήσουν τα λειτουργικά τους κείµενα, ώστε να βελτιώσουν αναφορές στους Εβραίους και τον Ιουδαϊσµό, όταν αυτές είναι αρνητικές ή επιθετικές» (Religious News Service). ∆εν γίνεται ακόµα προφανέστερος ο σκοπός του «διαλόγου»; να «αναµορφωθεί» η Ορθοδοξία, µε σκοπό να γίνει προσαρµόσιµη στις θρησκείες αυτού του κόσµου. Αυτά τα γεγονότα είναι η αρχή του «διαλόγου µε τις µη χριστιανικές θρησκείες» στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στα χρόνια που ακολούθησαν, τέτοια γεγονότα πολλαπλασιάστηκαν, και «χριστιανικές» (ακόµα και «Ορθόδοξες») συζητήσεις και λατρεία µε εκπροσώπους µη χριστιανικών θρησκειών έφτασαν να γίνονται δεκτές ως ένα κανονικό µέρος της σύγχρονης ζωής.



Ο «διάλογος µε τις µη χριστιανικές θρησκείες» έχει γίνει µέρος της διανοουµενίστικης κουλτούρας της εποχής· αντιπροσωπεύει το παρόν στάδιο του οικουµενισµού στην πρόοδό του προς ένα παγκόσµιο θρησκευτικό συγκρητισµό. Ας κοιτάξουµε τώρα στη «θεολογία» και το σκοπό αυτού του επιταχυνόµενου «διαλόγου» και ας δούµε πόσο διαφέρει από τον «χριστιανικό» οικουµενισµό που έχει επικρατήσει µέχρι τώρα. 2. «Χριστιανικός» και µη χριστιανικός οικουµενισµός Ο «χριστιανικός» οικουµενισµός στην καλύτερη µορφή του µπορεί να φαίνεται σαν να αντιπροσωπεύει ένα ειλικρινές και κατανοητό λάθος από τη µεριά των Προτεσταντών και των Ρωµαιοκαθολικών – το λάθος της αποτυχίας να αναγνωρίσουν ότι η ορατή Εκκλησία του Χριστού ήδη υπάρχει, και ότι αυτοί βρίσκονται έξω από αυτήν. Ο «διάλογος µε τις µη χριστιανικές θρησκείες» πάντως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, που αντιπροσωπεύει µάλλον µια συνειδησιακή αποχώρηση ακόµα και από το µέρος της γνήσιας χριστιανικής πίστης και αντίληψης, το οποίο διατηρούν κάποιοι Καθολικοί και Προτεστάντες. Είναι το προϊόν, όχι απλώς ανθρώπινων «καλών προθέσεων», αλλά µάλλον µιας διαβολικής εισήγησης, που µπορεί να αιχµαλωτίσει µόνο αυτούς που έχουν ήδη φύγει τόσο µακριά από το Χριστιανισµό, ώστε να είναι κατ’ ουσίαν ειδωλολάτρες: λάτρεις του θεού αυτού του κόσµου, του σατανά, (Β’ Κορ. 4:4), και ακόλουθοι της όποιας διανοουµενίστικης µόδας είναι ικανός να εµπνεύσει αυτός ο ισχυρός θεός. Ο «χριστιανικός» οικουµενισµός βασίζει τη στήριξη των θέσεών του σε ένα ακαθόριστο, αλλά πραγµατικό αίσθηµα «κοινού Χριστιανισµού» το οποίο µοιράζονται πολλοί που δεν σκέφτονται ή δεν νιώθουν πολύ βαθειά σχετικά µε την Εκκλησία, και σκοπεύει κάπως να «οικοδοµήσει» µια εκκλησία που να περιλαµβάνει όλους αυτούς τους αδιάφορους Χριστιανούς. Αλλά σε ποιο κοινό υπόβαθρο βασίζεται ο «διάλογος µε τους µη Χριστιανούς»; Σε ποιο πιθανό έδαφος µπορεί να βρίσκεται οποιοδήποτε είδος ενότητας, έστω και χαλαρής, ανάµεσα σε Χριστιανούς και αυτούς που, όχι απλώς δεν γνωρίζουν το Χριστό, αλλά – όπως στην περίπτωση των µη χριστιανικών θρησκειών που βρίσκονται σε επαφή µε το Χριστιανισµό – απορρίπτουν κατηγορηµατικά το Χριστό; Αυτοί που, σαν τον µητροπολίτη George Khodre του Λιβάνου, οδηγούν την εµπροσθοφυλακή των Ορθοδόξων αποστατών (ένα όνοµα που δικαιολογείται πλήρως όταν εφαρµόζεται σ’ αυτούς που ξεφεύγουν ριζικά από ολόκληρη την Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση), µιλούν για τον «πνευµατικό πλούτο» και την «αυθεντική πνευµατική ζωή» των µη χριστιανικών θρησκειών· αλλά µόνο βιάζοντας κατά πολύ την έννοια των λέξεων και διαβάζοντας τις δικές του φαντασιώσεις στις εµπειρίες των άλλων ανθρώπων µπορεί κανείς να φτάσει να πει ότι είναι ο «Χριστός» και η «χάρη» που βρίσκουν στις γραφές τους οι ειδωλολάτρες, ή ότι «κάθε µάρτυρας για την αλήθεια, κάθε άνθρωπος διωκόµενος γι’ αυτό που πιστεύει ως σωστό, πεθαίνει σε κοινωνία µε το Χριστό». (Sobornost, καλοκαίρι 1971, σελ. 171). Σίγουρα οι ίδιοι οι άνθρωποι αυτοί (είτε πρόκειται για ένα Βουδιστή που αυτοπυρπολείται, έναν κοµµουνιστή που πεθαίνει για το «σκοπό» στον οποίο ειλικρινά πιστεύει, είτε πρόκειται για οποιονδήποτε άλλο), δεν θα έλεγαν ποτέ ότι είναι ο «Χριστός» που δέχονται κι ότι πεθαίνουν γι’ Αυτόν· και η ιδέα µιας υποσυνείδητης οµολογίας ή αποδοχής του Χριστού είναι ενάντια στην ίδια τη φύση του Χριστιανισµού. Αν κάποιος (σπάνιος) µη Χριστιανός ισχυρίζεται ότι έχει εµπειρία του «Χριστού», αυτό µπορεί να γίνει µόνο µε τον τρόπο που περιγράφει ο Σουάµι Vivecananda: «Εµείς οι Ινδουϊστές όχι µόνο ανεχόµαστε απλώς, αλλά ενωνόµαστε µε κάθε θρησκεία, προσευχόµενοι στο τζαµί των Μωαµεθανών, λατρεύοντας µπροστά στη φωτιά των Ζωροαστριστών, και γονατίζοντας στο σταυρό των Χριστιανών», δηλαδή, µόνο σαν µια εµπειρία από έναν αριθµό πνευµατικών εµπειριών µε ίση αξία. Όχι:


Ο «Χριστός», όπως κι αν καθοριστεί ή ερµηνευτεί, δεν µπορεί να είναι ο κοινός παρονοµαστής στο «διάλογο µε τις µη χριστιανικές θρησκείες», αλλά στην καλύτερη περίπτωση µπορεί µόνο να προστεθεί σαν επακόλουθο σε µια ενότητα που µπορεί να ανακαλυφθεί κάπου αλλού. Ο µόνος πιθανός κοινός παρονοµαστής ανάµεσα σε όλες τις θρησκείες είναι η εντελώς αφηρηµένη αρχή του «πνευµατικού» η οποία πράγµατι προσφέρει στους «φιλελεύθερους» θρησκευόµενους σχεδόν απεριόριστες ευκαιρίες για συγκεχυµένη θεολογία.Η προσφώνηση του µητροπολίτη George Khodre στη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ στην Addis Ababa, τον Ιανουάριο του 1971, µπορεί να τεθεί σαν µια πρώιµη, πειραµατική προσπάθεια να αναπτυχθεί µια τέτοια «πνευµατική» θεολογία στο «διάλογο µε τις µη χριστιανικές θρησκείες». (Στο ίδιο Sobornost, σελ. 166-174). Θέτοντας το ερώτηµα «αν ο Χριστιανισµός είναι τόσο έµφυτα κλειστός στις άλλες θρησκείες όπως γενικά λέγεται µέχρι τώρα», ο µητροπολίτης, εκτός από τις λίγες µάλλον παράλογες «προβολές» του Χριστού στις µη χριστιανικές θρησκείες, έχει ένα κύριο σηµείο: είναι το «Άγιο Πνεύµα», κατανοούµενο ως εντελώς ανεξάρτητο από τον Χριστό και την Εκκλησία Του, που είναι στ’ αλήθεια ο κοινός παρονοµαστής όλων των θρησκειών του κόσµου. Αναφερόµενος στην προφητεία «θα εκχύσω το Πνεύµα µου σε κάθε σάρκα» (Ιωήλ 2:28), ο µητροπολίτης δηλώνει: «Πρέπει να θεωρήσουµε ότι αυτό εννοεί µια Πεντηκοστή που είναι παγκόσµια από την πρώτη στιγµή... η έλευση του Πνεύµατος στον κόσµο δεν εξαρτάται από τον Υιό... Το Πνεύµα ενεργεί και εφαρµόζει τις ενέργειές Του σε συµφωνία µε τη δική Του οικονοµία και από αυτή τη σκοπιά µπορούµε να εκτιµήσουµε τις µη χριστιανικές θρησκείες ως σηµεία όπου εργάζεται η έµπνευσή Του» (σελ. 172). Πρέπει, πιστεύει, «να αναπτύξουµε µια εκκλησιολογία και µια ιεραποστολολογία στην οποία το Άγιο Πνεύµα να κατέχει κυρίαρχη θέση» (σελ. 166).Όλα αυτά, φυσικά, συνιστούν αίρεση που αρνείται την ίδια φύση της αγίας Τριάδας, και δεν έχει άλλο σκοπό παρά να υπονοµεύσει και να καταστρέψει όλη την ιδέα και την πραγµατικότητα της Εκκλησίας του Χριστού. Γιατί, αλήθεια, έπρεπε ο Χριστός να ιδρύσει µια Εκκλησία, αν το Άγιο Πνεύµα δρα εντελώς ανεξάρτητα όχι µόνο από την Εκκλησία, αλλά και από τον ίδιο το Χριστό; Εντούτοις, αυτή η αίρεση είναι ακόµα παρούσα µάλλον προσεκτικά κι επιφυλακτικά, χωρίς αµφιβολία µε το σκοπό να δοκιµάσει την ανταπόκριση άλλων Ορθοδόξων «θεολόγων» προτού προχωρήσει πιο κατηγορηµατικά. Στην πραγµατικότητα πάντως, η «εκκλησιολογία του Αγίου Πνεύµατος» έχει ήδη γραφεί – από έναν «Ορθόδοξο» διανοητή, έναν από τους αναγνωρισµένους «προφήτες» του «πνευµατικού» κινήµατος των ηµερών µας. Γι’ αυτό ας εξετάσουµε τις ιδέες του µε σκοπό να δούµε την εικόνα που δίνει για τη φύση και το σκοπό του ευρύτερου «πνευµατικού» κινήµατος στο οποίο έχει τη θέση του ο «διάλογος µε τις µη χριστιανικές θρησκείες». 3. «Η Νέα Εποχή του Αγίου Πνεύµατος» Ο Νικολάι Μπερντιάγεφ (1874-1949) σε οποιαδήποτε φυσιολογική εποχή δεν θα εθεωρείτο Ορθόδοξος Χριστιανός. Μπορεί καλύτερα να περιγραφεί ως ένας γνωστικιστής – ουµανιστής φιλόσοφος που αντλούσε την έµπνευσή του περισσότερο από ∆υτικούς αιρετικούς και «µυστικιστές» παρά από οποιαδήποτε Ορθόδοξη πηγή. Το ότι σε κάποιους Ορθόδοξους κύκλους καλείται ακόµα και σήµερα «Ορθόδοξος φιλόσοφος» και ακόµα «θεολόγος», είναι µια θλιβερή αντανάκλαση της θρησκευτικής άγνοιας του καιρού µας. Θα παραθέσουµε εδώ αποσπάσµατα από τα γραπτά του: Κοιτάζοντας µε περιφρόνηση τους Ορθόδοξους Πατέρες, το « µοναστικό ασκητικό πνεύµα της ιστορικής Ορθοδοξίας», στην πραγµατικότητα ολόκληρο το «συντηρητικό Χριστιανισµό ο οποίος… κατευθύνει όλες τις δυνάµεις του ανθρώπου µόνο προς τη µετάνοια και τη σωτηρία», ο Μπερντιάγεφ ψάχνει µάλλον την «εσωτερική Εκκλησία», την «Εκκλησία του Αγίου Πνεύµατος», την «πνευµατική θέαση της ζωής η οποία, κατά τον 18ο αι. βρήκε καταφύγιο στις µασονικές στοές».


«Η Εκκλησία», πίστευε, «είναι ακόµα µόνο σε λανθάνουσα κατάσταση», είναι «ατελής»· και προσέβλεπε στην ερχόµενη εποχή µιας«οικουµενικής πίστης», µιας «πληρότητας πίστης» που θα ένωνε, όχι µόνο τα διαφορετικά χριστιανικά σώµατα (επειδή «ο Χριστιανισµός θα έπρεπε να µπορεί να υπάρχει σε µια ποικιλία µορφών στην ΠαγκόσµιαΕκκλησία»), αλλά επίσης «τις µερικές αλήθειες όλων των αιρέσεων» και «όλη την ανθρωπιστική δηµιουργική δραστηριότητα του σύγχρονου ανθρώπου… ως µια θρησκευτική εµπειρία καθαγιασµένη µέσα στο Πνεύµα».Ένας «νέος Χριστιανισµός» πλησιάζει, ένας «νέος µυστικισµός, που θα είναι βαθύτερος από τις θρησκείες και οφείλει να τις ενώσει». Επειδή «υπάρχει µια µεγάλη πνευµατική αδελφότητα… στην οποία δεν ανήκουν µόνο οι Εκκλησίες της Ανατολής και της ∆ύσης, αλλά επίσης όλοι όσων η θέληση κατευθύνεται προς το Θεό και το Θείο, για την ακρίβεια όλοι όσοι αποβλέπουν σε µια µορφή πνευµατικής ανύψωσης» - δηλαδή άνθρωποι από κάθε θρησκεία, αίρεση και θρησκευτική ιδεολογία. Προέβλεψε την έλευση µιας «νέας και τελικής αποκάλυψης»: µιας «νέας εποχής του Αγίου Πνεύµατος», αναβιώνοντας την πρόβλεψη του Ιωακείµ ντε Φλόρις, του Λατίνου µοναχού του 12ου αι., που είδε τις δύο εποχές του Πατρός (Παλαιά ∆ιαθήκη) και του Υιού (Καινή ∆ιαθήκη) να παραχωρούν τη θέση τους σε µια τελική «Τρίτη εποχή του Αγίου Πνεύµατος». Ο Μπερντιάγεφ: «Ο κόσµος κινείται προς µια νέα πνευµατικότητα κι ένα µυστικισµό· εκεί δεν θα υπάρχει πια η ασκητική κοσµοθεωρία». «Η επιτυχία της κίνησης προς τη χριστιανική ενότητα προϋποθέτει µια νέα εποχή στον ίδιο το Χριστιανισµό, µια νέα και βαθειά πνευµατικότητα, που σηµαίνει µια νέα έκχυση του Αγίου Πνεύµατος». Ασφαλώς δεν υπάρχει τίποτα κοινό µεταξύ αυτών των υπέρ-οικουµενιστικών φαντασιώσεων και του Ορθόδοξου Χριστιανισµού, τον οποίο ο Μπερντιάγεφ περιφρονούσε στην πραγµατικότητα. Πάντως οποιοσδήποτε ενήµερος του θρησκευτικού κλίµατος των καιρών µας θα δει ότι αυτές οι φαντασιώσεις πράγµατι ανταποκρίνονται σε ένα από τα κυρίαρχα  ρεύµατα της σύγχρονης θρησκευτικής σκέψης. Ο Μπερντιάγεφ µοιάζει να είναι στ’ αλήθεια «προφήτης», ή µάλλον, να είναι ευαίσθητος σ’ ένα ρεύµα θρησκευτικής σκέψης και αισθήµατος στο οποίο δεν ήταν τόσο έκδηλο στις µέρες του, αλλά σήµερα έχει καταστεί σχεδόν κυρίαρχο. Παντού ακούει κανείς για µια νέα «κίνηση του Πνεύµατος», και τώρα ένας Έλληνας Ορθόδοξος ιερέας, ο π. Ευσέβιος Στεφάνου, προσκαλεί Ορθοδόξους Χριστιανούς να συµµετάσχουν στην κίνηση αυτή όταν γράφει για «την ισχυρή έκχυση του Αγίου Πνεύµατος στις µέρες µας» (The Logos, Ιανουάριος 1972). Αλλού στην ίδια έκδοση (Μάρτιος 1972, σελ. 8), ο Ashanin, συνεταίρος στην έκδοση, επικαλείται όχι µόνο το όνοµα, αλλά και το πρόγραµµα του Μπερντιάγεφ: «Συνιστούµε τα συγγράµµατα του Νικολάι Μπερντιάγεφ, του µεγάλου πνευµατικού προφήτη της εποχής µας. Αυτή η πνευµατική ιδιοφυΐα... (είναι) ο µεγαλύτερος θεολόγος της πνευµατικής δηµιουργικότητας... Τώρα το κουκούλι της Ορθοδοξίας έχει σπάσει... ο Θείος Λόγος του Θεού οδηγεί το λαό Του σε µια νέα κατανόηση της ιστορίας τους και της αποστολής τους εν Αυτώ. Ο ‘Logos’ (είναι ο) κήρυκας αυτής της νέας εποχής, αυτής της νέας κατάστασης πραγµάτων στην Ορθοδοξία».


4. Το παρόν βιβλίο Όλα αυτά συνιστούν το υπόβαθρο του παρόντος βιβλίου, που είναι µια µελέτη του «νέου» θρησκευτικού πνεύµατος των καιρών µας, το οποίο αποτελεί υπόστρωµα και έµπνευση του «διαλόγου µε µη χριστιανικές θρησκείες». Τα πρώτα τρία κεφάλαια παρέχουν µια γενική προσέγγιση στις µη χριστιανικές θρησκείες και στις ριζικές διαφορές τους µε το Χριστιανισµό, τόσο στη θεολογία όσο και στην πνευµατική ζωή. Το πρώτο κεφάλαιο είναι µια θεολογικής µελέτη πάνω στον «Θεό» των θρησκειών της εγγύς Ανατολής, µε τις οποίες οι Χριστιανοί Οικουµενιστές ελπίζουν να ενωθούν στη βάση του «µονοθεϊσµού». Το δεύτερο αναφέρεται στην ισχυρότερη από τις ανατολικές θρησκείες, τον Ινδουϊσµό, και βασίζεται σε µακρόχρονη προσωπική εµπειρία που κατέληξε στη µεταστροφή της συγγραφέως στην Ορθοδοξία· δίνει επίσης µια ενδιαφέρουσα αξιολόγηση του νοήµατος που έχει για τον Ινδουϊσµό ο «διάλογος» µε το Χριστιανισµό. Το τρίτο κεφάλαιο είναι η προσωπική αφήγηση της  συνάντησης ενός Ορθοδόξου ιεροµονάχου µε έναν Ανατολίτη «θαυµατοποιό» - µια ευθεία αντιπαράθεση χριστιανικής και µη χριστιανικής «πνευµατικότητας». Τα επόµενα τέσσερα κεφάλαια είναι εξειδικευµένες µελέτες κάποιων από τα σηµαντικά πνευµατικά κινήµατα της δεκαετίας του 1970. Το τέταρτο και πέµπτο κεφάλαιο εξετάζουν τη «νέα θρησκευτική συνειδητότητα» µε ιδιαίτερη αναφορά στις κινήσεις «διαλογισµού» που σήµερα διεκδικεί πολλούς «Χριστιανούς» οπαδούς (και όλο και περισσότερους «πρώην Χριστιανούς»). Το έκτο κεφάλαιο εξετάζει πνευµατικής επιπλοκές ενός φαινοµενικά µη θρησκευτικού φαινοµένου των καιρών µας, το οποίο βοηθά να διαµορφωθεί η «νέα πνευµατική συνειδητότητα» ακόµα και σε ανθρώπους που νοµίζουν ότι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τη θρησκεία. Το έβδοµο κεφάλαιο διαπραγµατεύεται σε έκταση το πιο αµφιλεγόµενο θρησκευτικό κίνηµα µεταξύ των «Χριστιανών» σήµερα – τη «χαρισµατική αναζωπύρωση», και προσπαθεί να καθορίσει τη φύση του στο φως του Ορθόδοξου πνευµατικού δόγµατος. Στο Συµπέρασµα η σπουδαιότητα και ο σκοπός της «νέας πνευµατικής συνειδητότητας» συζητιούνται στο φως της χριστιανικής προφητείας σχετικά µε τους εσχάτους καιρούς. Η «θρησκεία του µέλλοντος» στην οποία αποβλέπουν εξετάζεται και αντιπαρατίθεται µε τη µόνη θρησκεία µε την οποία είναι σε αδιάλλακτη αντιπαράθεση: τον αληθινό Ορθόδοξο Χριστιανισµό. Τα «σηµεία των καιρών», καθώς πλησιάζουµε την τροµακτική δεκαετία του 1980, είναι όλα πολύ καθαρά· οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, και όλοι όσοι θέλουν να σώσουν τις ψυχές τους στην αιωνιότητα, ας φυλαχτούν και ας δράσουν!


1. Οι «µ ονοθεϊστικές » θρησκείες :Έχου µ ε τον ίδιο Θε ό µ ε τους µ η Χριστιανούς ; π. Βασιλείου Σακκά «Οι Εβραίοι και οι Ισλαµικοί λαοί, και οι Χριστιανοί… αυτές οι τρεις εκφράσεις του ίδιου µονοθεϊσµού, µιλούν µε τις αυθεντικότερες και αρχαιότερες, κι ακόµα µε τις τολµηρότερες και πειστικότερες φωνές. Γιατί να µην είναι δυνατό, το όνοµα του ίδιου Θεού, αντί να προκαλεί αδιάλλακτη εναντιότητα, να οδηγεί µάλλον σε αµοιβαίο σεβασµό, κατανόηση και ειρηνική συνύπαρξη: ∆εν θα έπρεπε η αναφορά στον ίδιο Θεό, στον ίδιο Πατέρα, χωρίς προκαταλήψεις στη θεολογική συζήτηση, να µας οδηγήσει µάλλον να ανακαλύψουµε µια µέρα αυτό που είναι τόσο προφανές, αλλά και τόσο δύσκολο – ότι είµαστε όλοι παιδιά του ίδιου Πατέρα κι ότι γι’ αυτό είµαστε όλοι αδέλφια;» Πάπας Παύλος ο 6ος, La Croix, 11 Αυγ. 1970 Την Πέµπτη 2 Απριλίου 1970, µια µεγάλη θρησκευτική εκδήλωση έλαβε χώρα στη Γενεύη. Μέσα στο πλαίσιο εργασιών της δεύτερης Συνδιάσκεψης του «Συνδέσµου Ενωµένων Θρησκειών», οι αντιπρόσωποι δέκα µεγάλων θρησκειών είχαν προσκληθεί να συγκεντρωθούν στον καθεδρικό ναό του αγίου Πέτρου. Αυτή η «κοινή προσευχή» βασιζόταν στο ακόλουθο κίνητρο: «Οι πιστοί όλων αυτών των θρησκειών είχαν προσκληθεί να συνυπάρξουν στη λατρεία του ίδιου Θεού!» Ας δούµε αν αυτός ο ισχυρισµός είναι έγκυρος στο φως της Αγίας Γραφής. Με σκοπό να εξηγήσουµε καλύτερα το θέµα, θα περιοριστούµε στις θρησκείες που έχουν ιστορικά ακολουθήσει η µια την άλλη µε αυτή τη σειρά: Ιουδαϊσµός, Χριστιανισµός, Ισλάµ. Αυτές οι τρεις θρησκείες για την ακρίβεια, προβάλλουν αξιώσεις για κοινή καταγωγή: ως λάτρεις του Θεού του Αβραάµ. Έτσι είναι µια πολύ διαδεδοµένη γνώµη και καθώς όλοι αξιώνουµε ότι είµαστε απόγονοι του Αβραάµ (οι Εβραίοι και οι Μουσουλµάνοι κατά σάρκα και οι Χριστιανοί πνευµατικά), έχουµε όλοι ως Θεό το Θεό του Αβραάµ και λατρεύουµε και οι τρεις µας (ο καθένας µε το δικό του τρόπο, φυσικά) τον ίδιο Θεό. Και αυτός ο ίδιος Θεός συνιστά µε κάποιο τρόπο το σηµείο ενότητας και «αµοιβαίας κατανόησης» κι αυτό µας προσκαλεί σε µια «αδελφική σχέση», όπως τόνισε ο Μεγάλος Ραββίνος ∆ρ. Safran, παραφράζοντας τον Ψαλµό: «Ω, πόσο ωραίο είναι να βλέπεις αδέλφια να κάθονται µαζί…» Μ’ αυτήν την οπτική είναι φανερό ότι ο Ιησούς Χριστός, Θεός και άνθρωπος, ο Υιός ο Αιώνιος και Συνάναρχος µε τον Πατέρα, η ενσάρκωση Του, ο Σταυρός Του, η ένδοξη Ανάστασή Του και η ∆εύτερη και τροµερή Παρουσία Του – γίνονται δευτερεύουσες λεπτοµέρειες που δεν µπορούν να µας εµποδίσουν από το να «συναδελφωθούµε» µε αυτούς που τον θεωρούν ως «ένα απλό προφήτη» (σύµφωνα µε το Κοράνι) ή ως «το γιο µιας πόρνης» (σύµφωνα µε συγκεκριµένες Ταλµουδικές παραδόσεις)! Έτσι θα βάζαµε τον Ιησού το Ναζωραίο και τον Μωάµεθ στο ίδιο επίπεδο. ∆εν ξέρω ποιος Χριστιανός άξιος του ονόµατος µπορεί να το δεχτεί αυτό στη συνείδησή του. Κάποιος µπορεί να πει ότι σ’ αυτές τις τρεις θρησκείες, αν βάλουµε στην άκρη το παρελθόν, µπορεί κανείς να συµφωνήσει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ένα εξαιρετικό πλάσµα κι ότι είχε σταλεί από το Θεό. Όµως για µας τους Χριστιανούς, αν ο Ιησούς Χριστός δεν είναι Θεός, δεν µπορούµε να τον θεωρήσουµε ούτε ως «προφήτη», ούτε ως «απεσταλµένο του Θεού», παρά µόνο ως ένα µεγάλο απατεώνα χωρίς σύγκριση, αφού διακήρυξε ότι ήταν «υιός του Θεού», κάνοντας έτσι τον εαυτό Του ίσο µε το Θεό (Μαρκ.14:61-62). Σύµφωνα µε αυτή την οικουµενιστική λύση του υπέρ-οµολογιακού επιπέδου, ο Τριαδικός Θεός των Χριστιανών θα ήταν το ίδιο µε το µονοθεϊσµό του Ιουδαϊσµού, του Ισλάµ, του αρχαίου αιρετικού Σαβελλίου, των συγχρόνων αντι-τριαδικών, και διαφόρων αιρέσεων τύπου «Πεφωτισµένων». ∆εν θα υπήρχαν Τρία Πρόσωπα σε Μία Θεότητα, αλλά ένα Πρόσωπο, αµετάβλητο για κάποιους, ή που αλλάζει µε επιτυχία «µάσκες» (Πατήρ – Υιός – Άγιο Πνεύµα) για άλλους! Και εν τούτοις κάποιος θα µπορούσε να υποκριθεί ότι αυτός ήταν «ο ίδιος Θεός». Να κάτι που κάποιος θα µπορούσε να προτείνει αφελώς:  «Παρά ταύτα υπάρχει για τις τρεις θρησκείες ένα κοινό σηµείο: και οι τρεις οµολογούν Θεό Πατέρα!» Αλλά σύµφωνα µε την αγία Ορθόδοξη πίστη, αυτό είναι παράλογο. Πάντα οµολογούµε: «∆όξα στην Αγία, Οµοούσιο, Ζωοποιό και Αδιαίρετο Τριάδα». Πως µπορούµε να χωρίσουµε τον Πατέρα από τον Υιό όταν ο Ιησούς Χριστός διαβεβαιώνει ότι «Εγώ και ο Πατέρας ένα είµαστε»; (Ιω.  10:30) Και ο άγιος απόστολος και ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, ο απόστολος της αγάπης, επιβεβαιώνει ξεκάθαρα: «Αυτός που αρνείται τον Υιό, αυτός δεν έχει ούτε τον Πατέρα» (Α’ Ιω. 2:23). Αλλά ακόµα κι αν και οι τρεις µας καλούµε το Θεό Πατέρα: τίνος είναι πραγµατικά Πατέρας; Για τους Εβραίους και τους Μουσουλµάνους είναι ο Πατέρας των ανθρώπων στο επίπεδο της δηµιουργίας· ενώ για µας τους Χριστιανούς είναι, πρώτα απ’ όλα, «πριν από τη θεµελίωση του κόσµου» (Ιω. 17:24) «ο Πατέρας του Κυρίου µας Ιησού Χριστού» (Εφ. 1:3) και µέσω του Χριστού είναι Πατέρας µας «κατ’ υιοθεσίαν» (Εφ. 1:4-5) στο επίπεδο της λύτρωσης. Τι οµοιότητα υπάρχει, λοιπόν ανάµεσα στη Θεϊκή Πατρότητα στο Χριστιανισµό και στις άλλες θρησκείες; Άλλοι µπορεί να πουν: «Αλλά ο Αβραάµ λάτρευε τον αληθινό Θεό· και οι Εβραίοι µέσω του Ισαάκ και οι Μουσουλµάνοι µέσω της Άγαρ είναι οι απόγονοι αυτού του γνήσιου λάτρη του Θεού». Εδώ κάποιος θα πρέπει να ξεκαθαρίσει πολλά πράγµατα: ο Αβραάµ καθόλου δε λάτρευε το Θεό στη µορφή του απρόσωπου µονοθεϊσµού που τον λάτρευαν οι άλλοι, αλλά στην µορφή της Αγίας Τριάδας. ∆ιαβάζουµε στην Αγία Γραφή: «Και ο Κύριος εµφανίστηκε σ’ αυτόν στη βελανιδιά του Μαµβρή… κι αυτός υποκλίθηκε µέχρι το έδαφος» (Γεν. 18:1-2). Υπό ποια µορφή λάτρευε ο Αβραάµ το Θεό;



Με την απρόσωπη µορφή, ή µε τη µορφή της Θεϊκής Ενιαίας Τριάδας; Εµείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί τιµούµε αυτή τη φανέρωση της Αγίας Τριάδας στην Παλαιά ∆ιαθήκη κατά την ηµέρα της Πεντηκοστής, όταν στολίζουµε τους ναούς µας µε κλαριά που συµβολίζουν τις αρχαίες βελανιδιές, κι όταν τιµούµε στο µέσο τους την εικόνα των Τριών Αγγέλων, όπως την τίµησε ο Πατέρας µας ο Αβραάµ! Η κατά σάρκα καταγωγή από τον Αβραάµ µας είναι άχρηστη αν δεν είµαστε αναγεννηµένοι στο νερό του Βαπτίσµατος , στην πίστη του Αβραάµ. Και η πίστη του Αβραάµ ήταν η πίστη στον Ιησού Χριστό, όπως έχει πει ο ίδιος ο Κύριος: «Ο πατέρας σας ο Αβραάµ αισθάνθηκε αγαλλίαση διότι έµελλε να δει την ηµέρα µου· (Ιω. 8:56). Τέτοια ήταν επίσης η πίστη του προφητάνακτα ∆αβίδ, ο οποίος άκουσε τον Ουράνιο Πατέρα να λέει στον Οµοούσιο Υιό Του: «Είπε ο Κύριος στον Κύριό µου» (Ψαλµ. 109:1· Πράξ. 2:34). Τέτοια ήταν η πίστη των «τριών παίδων εν τη καµίνω», όταν σώθηκαν από τον «Υιό του Θεού» (∆αν. 3:25)· τέτοια και η πίστη του αγίου προφήτη ∆ανιήλ, ο οποίος είδε το όραµα των δύο φύσεων του Ιησού Χριστού στο µυστήριο της ενσάρκωσης, όταν ο Υιός του ανθρώπου ήρθε στον Αρχαίο των Ηµερών (∆αν. 7:13). Γι’ αυτό και ο Κύριος, απευθυνόµενος στους (βιολογικά αδιαφιλονίκητους) απογόνους του Αβραάµ, είπε: «Αν ήσασταν τα παιδιά του Αβραάµ, θα κάνετε τα έργα του Αβραάµ» (Ιω. 8:39), και τα έργα αυτά είναι «να πιστέψουν σ’ Αυτόν που έστειλε ο Θεός»(Ιω. 6:29) Ποιοι λοιπόν οι απόγονοι του Αβραάµ; Οι κατά σάρκα γιοι του Ισαάκ, ή οι γιοι της Άγαρ της Αιγύπτιας; Είναι ο Ισαάκ ή ο Ισµαήλ οι απόγονοι του Αβραάµ; Τι διδάσκει η Αγία Γραφή µε το στόµα του θείου Αποστόλου; «Στην περίπτωση του Αβραάµ, οι υποσχέσεις δόθηκαν σ’ αυτόν και στον απόγονό του. ∆εν λέει, ‘’και στους απογόνους’’, σαν να επρόκειτο περί πολλών, αλλά περί ενός· ‘’και στον απόγονό σου’’, ο οποίος είναι ο Χριστός» (Γαλ. 3:29). Είναι εκεί, στον Ιησού Χριστό, που ο Αβραάµ έγινε πατέρας πολλών εθνών (Γεν. 17:5· Ρωµ 4:17). Μετά από τέτοιες υποσχέσεις και τέτοιες διαβεβαιώσεις, τι νόηµα έχει η σαρκική καταγωγή από τον Αβραάµ; Σύµφωνα µε την Αγία Γραφή, ο Ισαάκ θεωρείται ως το σπέρµα ή ο απόγονος, αλλά µόνο ως εικόνα του Ιησού Χριστού. Αντίθετα µε τον Ισµαήλ, (το γιο της Άγαρ. Γεν 16:1), ο Ισαάκ γεννήθηκε στην θαυµατουργική «ελευθερία» µιας στείρας µητέρας, σε µεγάλη ηλικία και ενάντια στους νόµους της φύσης, παρόµοια µε το Σωτήρα µας, ο οποίος γεννήθηκε από µια Παρθένο. Ανέβηκε το λόφο του Μορία όπως ο Ιησούς ανέβηκε το Γολγοθά, κουβαλώντας στους ώµους του τα ξύλα της θυσίας. Ένας άγγελος έσωσε τον Ισαάκ από το θάνατο, ακριβώς όπως ένας άγγελος κύλισε την πέτρα του µνηµείου για να µας δείξει ότι ο τάφος ήταν άδειος, ότι ο αναστηµένος δεν βρισκόταν πια εκεί. Την ώρα της προσευχής, ο Ισαάκ συνάντησε τη Ρεββέκα στο λιβάδι και την οδήγησε στη σκηνή της µητέρας του Σάρας, όπως και ο Ιησούς θα συναντήσει την Εκκλησία Του στα σύννεφα για να τη φέρει στα ουράνια σκηνώµατα, τη Νέα Ιερουσαλήµ, την πολυπόθητη πατρίδα. Όχι! ∆εν έχουµε τον ίδιο Θεό µε τους µη Χριστιανούς! Το απολύτως ουσιώδες – εκ των ων ουκ άνευ – για να γνωρίσουµε τον Πατέρα, είναι ο Υιός: «Αυτός που έχει δει εµένα, έχει δει τον Πατέρα· κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά µόνο µέσω εµού» (Ιω. 14:6,9).


Ο Θεός µας είναι ένας Θεός ενσαρκωµένος, τον οποίο «έχουµε δει µε τα µάτια µας κι έχουµε αγγίξει µε τα χέρια µας» (Α’ Ιω. 1:1). Ο άυλος έγινε υλικός για τη σωτηρία µας, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο ∆αµασκηνός, κι έχει αποκαλυφθεί σε µας. Αλλά πότε αποκαλύφθηκε στους σηµερινούς Εβραίους και Μουσουλµάνους, έτσι ώστε να υποθέσουµε πως γνωρίζουν το Θεό; Αν έχουν µια πλήρη κατανόηση του Θεού έξω από τον Ιησού Χριστό, τότε ο Χριστός ενσαρκώθηκε, πέθανε και αναστήθηκε µαταίως! Σύµφωνα µε τα λόγια του Χριστού, δεν έχουν ακόµα έρθει πλήρως στον Πατέρα. Έχουν κάποια ιδέα περί Θεού, αλλά αυτή η ιδέα δεν περιλαµβάνει την πλήρη αποκάλυψη του Θεού που δόθηκε στον άνθρωπο δια του Ιησού Χριστού. Για µας τους Χριστιανούς, ο Θεός είναι ασύλληπτος, ακατανόητος, απερίγραπτος και άυλος, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Για τη σωτηρία µας έγινε (στο βαθµό που είµαστε ενωµένοι µαζί Του) συνειλληµένος, περιγραπτός και υλικός, εξ αποκαλύψεως στο µυστήριο της ενσάρκωσης του Υιού Του. Σ’ Αυτόν ας είναι η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αµήν. Και γι’ αυτό ο άγιος Κυπριανός της Καρχηδόνας λέει ότι όποιος δεν έχει την Εκκλησία για Μητέρα, δεν έχει το Θεό για Πατέρα! Μακάρι ο Θεός να µας διαφυλάξει από την αποστασία και από τον ερχοµό του Αντιχρίστου, τα προκαταρκτικά σηµεία του οποίου πολλαπλασιάζονται µέρα µε τη µέρα. Μακάρι να µας προστατέψει από τη µεγάλη θλίψη, την οποία ούτε και οι εκλεκτοί δεν θα είναι σε θέση να υποµείνουν δίχως τη χάρη Εκείνου που θα µικρύνει αυτές τις ηµέρες. Και µακάρι να µας προστατέψει διατηρώντας µας στο «µικρό ποίµνιο», το «υπολειπόµενο σύµφωνα µε την εκλογή της χάρης», έτσι ώστε σαν τον Αβραάµ να µπορέσουµε να αναγαλλιάσουµε στο φως του προσώπου Του, µε τις πρεσβείες της Παναγίας Μητέρας του Θεού και Αειπαρθένου Μαρίας, όλων των κατοίκων του ουρανού, των νεφών των µαρτύρων, προφητών, ιεραρχών, ευαγγελιστών, και οµολογητών που έµειναν πιστοί µέχρι θανάτου, που έχυσαν το αίµα τους για το Χριστό, που µας απέκτησαν µε το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού στα νερά του Βαπτίσµατος. Είµαστε τα παιδιά τους – οπωσδήποτε αδύναµα, αµαρτωλά και ανάξια· αλλά δεν θα τείνουµε τα χέρια µας προς ένα ξένο θεό! Αµήν π. Βασίλειος Σακκάς La Foi Transmise, 5 Απριλίου 1970 2. Η δύνα µ η των ει δωλολατρικών θεών : Η επίθεση του Ινδουϊσ µ ού στο Χριστιανισ µ ό Ανώνυµης συγγραφέως που µεταστράφηκε στην Ορθοδοξία Όλοι οι Θεοί των εθνών είναι δαιµόνια. Ψαλ µ ός 95:5 Το ακόλουθο άρθρο προέρχεται από την εµπειρία µιας γυναίκας η οποία, αφού τέλειωσε το Γυµνάσιο σε ένα Ρωµαιοκαθολικό γυναικείο µοναστήρι, εξάσκησε τον Ινδουϊσµό για 20 χρόνια ώσπου τελικά, µε τη χάρη του Θεού, µεταστράφηκε στην Ορθόδοξη πίστη, βρίσκοντας το τέλος της έρευνάς της για την αλήθεια στη Ρωσική Εκκλησία. Τώρα κατοικεί στη ∆υτική Ακτή των ΗΠΑ. Μακάρι τα λόγια της να χρησιµεύσουν για να ανοίξουν τα µάτια εκείνων των Ορθοδόξων που µπορεί να έχουν τον πειρασµό να ακολουθήσουν τους τυφλούς «φιλελεύθερους» θεολόγους που τώρα κάνουν την εµφάνισή τους ακόµα και στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και των οποίων η απάντηση στην επίθεση της νεοειδωλολατρίας στην Εκκλησία του Χριστού είναι να αρχίσουµε «διάλογο» µε τους µάγους και να λατρέψουµε µαζί τους τους πραγµατικούς θεούς των παγανιστών.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου