Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Ὑποθῆκες μοναχικῆς ζωῆς.


Διάκονος Ηλίας Κακουσιάς.
Αγιος Θεόδωρος Στουδίτης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
ΜΟΝΑΧΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΣΤΟΥΔΙΟΥ
ΚΑΤΑ ΤΙΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ

Στίς ἐπιστολές καί τίς κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου βρίθουν οἱ πολύπλευρες ἀναφορές καί τά στοιχεῖα γιά τόν μοναχικό καί ἰσάγγελο βίο. Ἔχουν δέ τόση ποικιλία πού καλύπτουν σχεδόν τίς περισσότερες, ἄν ὄχι ὅλες, τίς πτυχές καί τίς πρακτικές λειτουργίες, πνευματικές ἀνάγκες καί προϋποθέσεις τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί τοῦ καθημερινοῦ προγράμματος ἑνός μοναχοῦ.
1. Ὑποθῆκες μοναχικῆς ζωῆς.

Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὡς, «νοερῶς τοῖς ἀγγέλοις νῦν συναυλιζόμενος»491, εἶχε βιώσει τήν χαρισματική κατάσταση τῆς μοναχικῆς πολιτείας στόν ὕψιστο βαθμό, γιά αὐτό τόν λόγο πάλι και πάλι νουθετεῖ, μᾶλλον προσκαλεῖ, τούς ἀδελφούς νά ἀναχθοῦν στό δικό του ὕψος, νά εἰσδύσουν στό δικό του βάθος. Μέ τόν ξεχωριστό αὐτό τρόπο τῆς μετάδοσης τοῦ βιώματος, ὁ ἅγιος φανερώνει ποῦ μπορεῖ νά φτάσει ὁ μοναχός˙ «κτησόμεθα τούς ἁγίους ἀγγέλους φίλους τῇ ἀπαθῇ ζωή, ὡς ἄν ἐν καιρῷ τῆς ἐξόδου ἐπιεικῶς ἀπενέγκωσιν ἡμᾶς πρός τόν Δεσπότην»492. Προτρέπει γιά ἐπιτυχία μίας ἀπαθοῦς ζωῆς, μέ φίλους τους ἀγγέλους καί ἕνα τέλος μακάριο, στό ὁποῖο, ἡ ἀπαθής ζωή καί ἡ ἀγγελική φιλία, θά δυνηθοῦν νά κερδίσουν τήν ἐπιείκια τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.


Στήν ἐπιστολή του πρός τόν Ἡγούμενο Νικηφόρο ἀναφέρει ὡς ἁπλός μοναχός μέσα ἀπό τόν ἀπολογητικό του λόγο, δύο στοιχεῖα, ἁπλά μέν, θεμελιώδη δέ, πού ξεκαθαρίζουν τήν πολλές φορές παρεξηγημένη κλίση πρός τήν μοναχική ζωή. Ὅταν λέει πώς «..τῆς Ἐκκλησίας κοινωνικοί ἐσμεν» ἀντιμετωπίζει τό πλῆθος ἐκείνων πού ἀγανακτοῦν ἀδίκως καί κατηγοροῦν τούς μοναχούς ὅτι ἀποξενώνονται, ἤ καί ἀποσχίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία, «καί μή εἴη ἡμῖν πότε διασχισθῆναι ἀπ’αὐτῆς»493 καταλήγει εὐχετικά ὁ Ἅγιος. Δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, «ἐντεῦθεν τὸ κοινωνικόν τῆς ζωῆς ὑμῶν καὶ τὸ μηδὲν ἴδιον ἐπονομάζεσθαι ἀναμεταξὺ ὑμῶν»494. Καὶ αὐτὸ ἦταν πάντα μία πικρὴ παραγματικότητα γιὰ τὸν χριστιανικὸ κόσμο, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἐπηρεάζει τὴν Θεοθεσμοθετημένη μοναχικὴ πορεία καὶ καρποφορία, διὰ μέσου τῶν αἰώνων.
Ἔπειτα συμπληρώνει καί μέ μία ἁπλή ἔκφραση περιγράφει τό μέγιστο ἔργο καί τήν σημαντικότατη προσφορά ἑνός μοναχοῦ γιά τόν κόσμο˙ «εἱλόμην θρηνῆσθαι τοῖς ἐν κόσμῳ»495. Περιγράφει ἔτσι τό μυστήριο τῆς ἀφιέρωσης στήν μοναχική πολιτεία καί τήν τελεία κοινωνική καί παγκόσμια εὐρύτητα στήν μετάνοια-θρῆνο καί τήν προσευχή ἑνός μοναχοῦ γιά ὅλο τόν κόσμο.
Ὅταν κατηχεῖ ὁ ἅγιος, δέν περιορίζεται σέ στερεότυπα σχέδια θεμάτων, ἀλλά καλύπτει, μέ τήν εὐθύνη πού τόν διακατέχει καί τήν αἴσθηση τῆς σοβαρότητας τῆς θέσης του ὡς πνευματικοῦ πατέρα, ὅλα τά θέματα, γιά νά ἀσφαλίσει τούς ἀδελφούς της Μονῆς. Στήν κατήχησή του περί μνήμης θανάτου καί περί παρθενίας συγκεντρώνει τόν λόγο του κυρίως πρός τό τέλος, στά ζητήματα τῆς ἀργίας καί τῆς ὀκνηρίας, οἱ ὁποῖες ἀλληλοδιαδέχονται ἡ μία τήν ἄλλη στήν ἀπώλεια, μά περισσότερο νουθετεῖ μέ ἔνταση περί τῆς φιληδονίας, ὡς φιλογυνία. «Γρηγορητέον οὖν καί διυπνιστέον τήν ψυχήν νήφειν… ἁγνίζεσθαι… διό προφθάσωμεν πάντες ἑτοιμᾶσαι τά ἔργα τῆς ἐξόδου φίλα Θεῷ. Ὁ ὀκνηρός διεγειρέσθω… ὁ ἀργός ἐργαζέσθω… προσθείην δ’ ἄν καί τοῦτο˙ ὁ φιλογύναιος συστελλέσθω. Τί τοῦτο; Εἰς τό μή συναυλίζεσθαι ἐπί πολύ καί συνδιατρίβειν γυναιξίν, ἐξ οὗ ἀνάπτεται πῦρ ἁμαρτίας… γυνή δέ ὕπανδρός ἐστι καί ἡ παρθένος, ἤτοι ἡ μονάζουσα, ἀλλά καί ἡ χήραν ἑαυτήν καθομολογησαμένη, ὧν νυμφίος ὁ Κύριος τῆς δόξης»496. Συνιστᾶ τήν προσοχή καί κρούει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου, ὅσον ἀφορᾶ τήν συναναστροφή τῶν ἀδελφῶν μέ γυναῖκες ὅλων τῶν κατηγοριῶν, εἴτε εἶναι παντρεμένες διά τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου, εἴτε εἶναι μοναχές, εἴτε χῆρες. Ζητεῖ νά φυλάξουν τήν παρθενία, τήν ὁποία ὑποσχέθηκαν νά τηρήσουν497, καί γιά αὐτό χρειάζονται τά μέτρα.
Μοναχός καί Ἡγούμενος εἶναι οἱ δύο βασικοί πυρῆνες γιά τή σωτηριώδη λειτουργία τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ, πού δέν μποροῦν νά διαχωριστοῦν καί νά διασπαστοῦν σέ καμιά περίπτωση, γιά αὐτό καί ὁ ἅγιος Θεόδωρος στήν ἐπιστολή του πρός τόν μαθητή του Νικόλαο, ὅταν παρέλαβε «τό τῆς ἡγουμενείας ἀξίωμα»498, τοῦ ἐπισημαίνει πρῶτα τό «παραφυλάξαι πάντα τά ἐντεταλμένα ἐν τῷ παρόντι γραμματίῳ» και τό «οὐ διαλλάξεις οὖν ὅνπερ παρέλαβες τύπον καί κανόνα παρά τῆς πνευματικῆς σου μονῆς ἐν ἅπασιν ἄνευ ἀνάγκης»499. Τό πρῶτο πράγμα ὡς ἡγούμενος εἶναι νά κρατήσει τήν ἴδια μοναστική καί πνευματική γραμμή τοῦ προ-ἡγουμένου καί νά συνεχίσει τό λυτρωτικό καί θεῖο ἔργο της ἡ Μονή εἰς δόξαν Θεοῦ καί σωτηρίαν τῶν ψυχῶν.
Τὸ ζήτημα τῆς σωτηρίας, κατὰ τὸν ἅγιο, ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν πίστη, τὴν ὀρθοδοξία δηλαδή, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔργα καὶ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τὴν ὀρθοπραξία. «Ἡ σωτηρία ἡμῶν, τέκνα ἠγαπημένα, πιστεύειν ὀρθῶς εἰς τὴν ἁγίαν Τριάδα, καὶ ἔργα ἔχειν μαρτυρούμενα ὑπὸ τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ». Ἐξηγεῖ καὶ κατατοπίζει ὁ Θεοφόρος πατὴρ ͘«Καὶ ὁ μὲν τῆς πίστεως λόγος, ὁ δὲ τῆς ἀγάπης, εἰς τὸ τῆς εὐπραξίας θεώρημα ἀναφέρεται»500.
Κάτι παρόμοιο ζητάει νὰ τηρηθεῖ ἀπὸ πνευματικό του τέκνο, πρακτικὰ πολὺ σημαντικὸ κατὰ τὴν μοναστικὴ παράδοση καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἁγίων ἡγουμένων ͘«παραφυλάξεις πάντως τὸ τὰ πάντα ἐν τῇ ἀδελφότητι κοινὰ εἶναι καὶ ἐμέριστα καὶ μηδὲν κατὰ μέρος τοῦ καθεκάστου εἰς ἑξαυθέντησιν, μέχρι καὶ ραφίδος. Σοῦ δὲ καὶ τὸ σῶμα καὶ ἡ ψυχή, μή τι γε ἄλλο, ἔστωσαν διαμεμερισμένα ἐν ἰσότητι ἀγάπης πᾶσι τοῖς πνευματικοῖς σου τέκνοις καὶ ἀδελφοῖς»501.
Τοῦ ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία τῆς διατηρήσεως τοῦ κοινοβιακοῦ πνεύματος, ὅπως τὸ διατυπώνει σὲ μία ἀπὸ τὶς κατηχήσεις του ͘ «στοιχοῦντες τῷ κανόνι τῆς ὑποταγῆς καὶ τῆς κοινοβιακῆς καταστάσεως»502. Καὶ προσευχόμενος παρακαλεῖ καὶ ὠθεῖ ὅλους «μένειν ἐν ταῇ κλήσει ᾗ κέκληκεν ὑμᾶς ὁ Κύριος503 , ἐν τῷ κοινοβίῳ ἐν τῷ πατρί, ἐν τοῖς ἀδελφοῖς, ἐν τῇ θεοποιμάντῳ μάνδρᾳ ͘ ὁ γὰρ ἐξερχόμενος θηριάλωτος ἔσται πάντως. Ἐν ταύτῃ αὐλιζόμενοι τελεῖτε καὶ ἐκτελεῖτε συνάθλησιν, τὴν συμμαρτύρησιν, τὴν συγκοπίασιν , τὴν συνύμνησιν»504. Τὸ κοινόβιο, ὅπως κατανοοῦμε ἀπὸ τὰ λεγόμενα τοῦ ἁγίου, εἶναι ἕνα σύνολο, ἕνα σῶμα, μία μάνδρα, ἕνας κόσμος, τὸν ὁποῖο κυβερνᾶ καὶ ποιμαίνει, φροντίζει καὶ νοιάζεται ἄμεσα ὁ Θεὸς μὲ θαυμαστὸ καὶ μυστικό τρόπο. Ἐπίσης προστατεύει αὐτὴ τὴν οἰκογένεια, γι’ αὐτὸ καὶ ὅποιος ἀπαρνηθεῖ τὴν κηδεμονία αὐτὴ κυνδυνεύει θανάσιμα καὶ γίνεται θήραμα τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου. Γιὰ τόν λόγο αὐτὸ προτρέπει ὅλους νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ λατρεύουν μαζὶ σὰν μία ψυχὴ τὸν ἕνα Θεὸ καὶ Σωτήρα, ὁ ὁποῖος μένει πιστὸς, κάτι τὸ ὁποῖο ζοῦν οἱ ἀδελφοὶ καθημερινά ἂν τὸ θελήσουν.
Εἶναι τόσο σημαντικὸ γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη, ὁ ἡγούμενος νὰ ὑπηρετεῖ μὲ τὴν ἐξουσία, νὰ ἐλευθερώνει μὲ τὸ καθῆκον, νὰ ἀναπαύει μὲ τὴν πράξη, νὰ λειτουργεῖ μὲ τὴν διοίκηση. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο συμβουλεύει ͘«οὐκ ἐξουσιάσεις ἐπὶ τοῖς δυσὶν ἀδελφοῖς σου καὶ τέκνοις μου οὔτε πρὸς ἀρχήν, οὔτε πρὸς χειροτονίαν πρᾶξαί τι πάρεξ τῆς πατρικῆς σου ἐντάλσεως»505.
Δὲν θὰ μποροῦσε ἕνας ἀληθινὸς μοναχός, πόσο μᾶλλον ἕνας ἡγούμενος, νὰ συντάσσεται μὲ αὐτὰ ποὺ ἀποτάχθηκε, νὰ ζήσει μέσα σὲ αὐτὰ γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχει πεθάνει ἐν Κυρίῳ, κι αὐτὸ τὸ νόημα τὸ ἐκφράζει ὁ ἅγιος λέγοντας ͘«οὐ σχοίης μετὰ κοσμικῶν ἀδελφοποιίας ἤ συντεκνίας,
ὁ φυγὰς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ γάμου. Οὐ γὰρ εὕρηται ἐν τοῖς πατράσιν˙ εἰ δὲ καὶ εὕρηται, σπανιάκις, καὶ τοῦτο οὐ νόμος»506.
Στὸ «σῶμα» τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀναχώρησε ὁ μοναχός, βρίσκονται καὶ τὰ ἐν τῷ κόσμω μέλη τῆς κατὰ σάρκα οἰκογένειάς του, ὁπότε ἡ διάκριση καὶ ἡ προσοχή στὸ θέμα τῆς ἐπικοινωνίας, εἶναι ἀπαραίτητες. «Οὐ συνεστιαθῇς μετὰ γυναικῶν, τῆς κατὰ σάρκα μητρὸς καὶ ἀδελφῆς, οὐκ οἶδα εἰ μή τις βία καὶ ἀνάγκη, καθὼς παρακελεύονται οἱ ἅγιοι Πατέρες»507.
Εἶναι σημαντικὸ καὶ πνευματικὰ κρίσιμο, γιὰ ὅλη τὴν ἀδελφότητα, τὸ νὰ γνωρίζει τὴν μυστηριακὴ καὶ συνδετικὴ μὲ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν ὅλων θέση του ὁ ἡγούμενος καὶ νὰ δίνει τὴν ἀπαραίτητη σημασία ἀφιερώνοντας τὶς κατάλληλες δυνάμεις γιὰ τὴν φροντίδα τοῦ ποιμνίου του ͘«οὐ σχοίης τὸ πολυπρόοδον καὶ πολυγύρευτον ἄνευ ἀνάγκης ἐγκαταλιμπάνων τὸ οἰκεῖον ποίμνιον˙ ὅπου γε καὶ ἐγκαθημένου σου μόλις διασώζοιντο τὰ πολυτροπώτατα καὶ πολυεξόδευτα λογικὰ πρόβατα»508.
Βασικὴ καὶ συνεχόμενη πράξη τοῦ πνευματικοῦ πατέρα κατὰ τὴν πάραδοση τῆς μοναστικῆς ζωῆς, εἶναι καὶ τὸ διακόνημα τῆς κατήχησης ͘γιὰ αὐτὸ καὶ τὸν προτρέπει νὰ τὸ τηρεῖ ͘«παραφυλάξεις πάντως τὸ ποιεῖσθαι τρισάκις τὴν κατήχησιν τῇ ἑβδομάδι καὶ καθ΄ ἑσπέραν, ἐπειδὴ πατροπαράδοτον τοῦτο καὶ σωτήριον»509.
Ἀκολουθοῦν στοιχειώδεις, γιὰ τὴν ἡγουμενικὴ διακονία, προτροπὲς ὑπὸ μορφὴν παρακαταθήκης, οἱ ὁποῖες ἔχουν μεγάλη σημασία γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ τῆς ἀδελφότητας καὶ τὴν καταξίωση ττοὺ μοναχικοῦ βίου. «Οὐ καταλείψεις τὸ ποίμνιόν σου καὶ εἰς ἕτερον μεταβήσῃ, ἤ πρὸς μείζονα ἀξίαν ἐπαναδράμοις, ἄνευ πατρικῆς σου διαγνώσεως… οὐ φιλιάσεις μετὰ κανονικῆς, οὐδὲ παραβάλλεις ἐν γυναικείῳ σεμνείῳ, οὐδὲ καταμόνας ὁμιλήσεις μοναζούςῃ ἢ κοσμικῇ, εἰ μή που ἀνάγκη ἕλκοι˙ καὶ τότε δύο παρόντων ἐξ ἑκατέρου μέρους προσώπων. Τὸ γὰρ ἕν, ὥς φησιν, εὐεπηρέαστον»510.
Εἶναι βαρυσήμαντες λεπτομέρειες, οἱ ὁποῖες καθορίζουν τὴν προκοπὴ ἑνὸς κοινοβίου, δίνοντας τὶς καλύτερες προϋποθέσεις γιὰ τὴν μέγιστη ἀφοσίωση καὶ ἀπερίσπαστη ἄθληση τῶν ἀφιερωμένων μέσα σὲ αὐτό. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς εἶναι τὸ «οὐκ ἀνοίξεις τὴν θύραν τῆς ποίμνης ἐπὶ εἰσόδω παντοίας γυναικός, ἄνευ μεγάλης ἀνάγκης˙ εἰ δὲ δυνατὸς εἶ ἀσυμφανῶς δέχεσθαι, οὐδὲ τοῦτο ἀπόβλητον… οὐ ποιήσεις σεαυτῷ καταγώγιον ἢ τοῖς πνευματικοῖς σου τέκνοις οἶκον κοσμικόν, ἐν ᾧ εἰσι γυναῖκες, ἐπὶ συχνῷ παραβάλλων, ἀλλ΄ ἐκλέξῃ εἰς ἀνδρῶν εὐλαβῶν τὰς παροδικάς καὶ ἀναγκαίας χρείας ποεῖσθαι… οὐ κτήσῃ ἱματισμὸν ἐξηλλαγμένον καὶ πολύτιμον, ἄνευ τοῦ ἱερατεύειν σε511, ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς πατρομιμήτως καὶ ἐνδύσῃ καὶ ὑποδύσῃ… οὐκ ἔση ἀβροδίαιτος, οὔτε ἐν οἰκείᾳ σου δαπάνῃ, οὔτε ἐν ταῖς ὑποδοχαῖς τῶν ξένων˙ τοῦτο γὰρ τῆς μερίδος τῶν ἀπολαυστικῶν τοῦ παρόντος βίου… οὐ θησαυρίσεις χρυσίον ἐν τῇ μονῇ σου, ἀλλὰ τὸ κατὰ περίσσειαν ἐπὶ παντὸς εἴδους μεταδοίης τοῖς πενομένοις ἐν ἀνοίξει τῆς αὐλῆς σου, καθὼς καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες»512. Ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ ἀκτημοσύνη μποροῦν νὰ φθάσουν σὲ ὑψηλὸ ἐπίπεδο ἀρετῶν, διὰ τῶν μικρῶν καὶ λεπτῶν ζητημάτων, ὅπως ἡ ἐνδυμασία, ἡ διατροφή, ἡ οἰκονομικὴ ἀνεξαρτησία καὶ ἡ διακριτικὴ φιλοξενία στὴ χρήση ὑλικῶν ἀγαθῶν.
Σέ αὐτήν τήν ἐπιστολή θά κάνει πραγματικά μία ἐκτενῆ καί λεπτομερῆ ἀναφορά στά καθήκοντα καί ἰδιώματα τῆς μοναχικῆς ζωή, κατά διαστήματα δέ θά ἀναφέρει σημαντικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς ἑνός ἡγουμένου γιά τό πῶς πρέπει νά εἶναι γιά τήν δική του ὠφέλεια καί τήν άπλανῆ ὁδηγία τῶν ἀδελφῶν.
Ἀκτημοσύνη εἶναι ἀρετή βασική γιά τούς μοναχούς, γιά αὐτό «οὐ κτήσῃ τι τοῦ κόσμου τούτου, οὐδέ ἀποθησαυρίσεις ἰδιορίστως εἰς ἑαυτόν μέχρι καί ἑνός ἀργυρίου»513, γιά αὐτό καί τονίζεται ἡ σημασία της καί ἡ ἀκριβή φύλαξή της ἰσοβίως.
Συμπληρώνει καὶ ἐξηγεῖ τὸν ἑαυτό του θὰ λέγαμε, ὁ ἅγιος, ἀφοῦ τὶς παρόμοιες νουθεσίες συναντοῦμε συχνὰ μέσα στὶς κατηχήσεις τὶς ἐπιστολὲς καὶ τοὺς λόγους, οἱ ὁποῖες κάθε φορά διατυπώνονται μὲ πρωτοτυπία καὶ βαθειὰ διάκριση. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὸ παρακάτω ἀπόσπασμα, τὸ ὁποῖο συμφωνεῖ καὶ ἀναλύει τὸ προηγούμενο σὲ σχέση μὲ τὴν ἀκτημοσύνη τοῦ μοναχοῦ. «Θησαυρὸς δέ ἐστι μοναχῷ ἐὰν ἐπάνω τῶν τριῶν νομισμάτων, κατὰ τὸ γεγραμμένον ἐν τοῖς Πατράσι, περιποιήσηταί τις ἑαυτῷ, καὶ τοῦτο ἐπὶ τῶν πτωχῶν τὴν διάνοιαν˙ ἐπεί ὅ γε ἀκριβὴς μοναχός, καὶ δεσπόζων κόσμου δι΄ ἀκτημοσύνης, οὐδὲ ἕν ἀργύριον κέκτηται˙ καὶ κράζει μετὰ τοῦ ἁγίου Παύλου˙ «Ὡς πτωχὸς ἐγώ, πολλοὺς δὲ πλουτίζων˙ καὶ ὡς τὰ πάντα κατέχων, καὶ μηδὲν ἔχων»514. Καὶ γὰρ ὁ Θεὸς τῷ τοιούτῳ πάντοθεν ἀνοίγει θύραν, καὶ ἡσυχάζοντι, καὶ διωκομένῳ καὶ φυλακιζομένῳ, καὶ ὅ,τι οὖν πάσχοντι ἕτερον»515.
Μία βασική μορφή τῆς ἀποταγῆς τοῦ κόσμου, τῆς ξενιτείας καί τῆς κατά κόσμον νέκρωσης εἶναι, ὅταν ὁ χριστιανός καί δή ὁ μοναχός ἀπό μέλος μίας σαρκικῆς οἰκογένειας γίνεται μέλος τῆς πνευματικῆς παγκόσμιας οἰκογένειας τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ καί μέλος τοῦ καθολικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γιά αὐτό τόν λόγο καί ὁ ἅγιος προτρέπει τόν Νικόλαο νά ἐφαρμόσει μέ ζῆλο καί διάκριση τό «οὐ διαμερίσεις τήν ψυχήν καί τήν καρδίαν σου ἐν σχέσει καί φροντίδι, παρά τούς πεπιστευμένους σοι ὑπό Θεοῦ καί γενομένους σοι πνευματικῶς υἱούς καί ἀδελφούς οὔτε εἰς τούς ποτε ἰδίους κατά σάρκα ἤ συγγενεῖς ἤ συνετέρους»516.
Προχωρεῖ στίς νουθεσίες ὁ Ἅγιος μέ τήν ἀνάπτυξη τῆς ἀναφοράς του, στήν ἀρετή τῆς ἀποταγῆς λέγοντάς του νά μήν χρησιμοποιήσει τά πράγματα της «…οἰκείας αὐτοῦ μονῆς, οὔτε ζῶν, οὔτε μετά θάνατον ἐλεημονιτικῶς ἤ κληρονομικῶς, εἰς τούς ποτε προειρημένους ἰδίους καί φίλους»517 καί αὐτό γιατί πλέον «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί, ἵνα μετέχῃ τῶν ἐκ τοῦ κόσμου». Παρόλα αὐτά ὑπάρχει μία περίπτωση πού ἐπιτρέπεται αὐτή ἡ φροντίδα ἀπό μέρους τοῦ ἡγουμένου κι ἔτσι διευκρινίζει ὁ ἅγιος: «πλήν εἰ μή πού μεταβαῖέν τινες ἐκ τοῦ κοινωνικοῦ βίου εἰς τό καθ’ἡμᾶς τάγμα˙ καί οὕτω φροντίσεις κατά μίμησιν τῶν ἁγίων πατέρων..»518.
Ὁ ἀληθινός μοναχός κατά τόν ἅγιο Θεόδωρο δέν ἔχει τίποτα δικό του στόν κόσμο, κατά τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά αὐτό καί δέν μπορεῖ νά ἔχει κάτι τόσο ἀντίθετο πρός τήν ζωή του, ἕναν ἄνθρωπο δοῦλο δηλαδή, ἀλλά μᾶλλον ἔχει χρέος νά προσφέρεται αὐτός ὡς δοῦλος πρός τούς ἄλλους ἀκόμα κι ἄν εἶναι ἡγούμενος. Αὐτό εἶναι τό ἑπόμενο σημεῖο πού παρακινεῖ τόν νέο ἡγούμενο νά προσέξει, λέγοντας του˙ «οὐ κτήσῃ δοῦλον, οὔτε εἰς οἰκείαν χρείαν, οὔτε εἰς ἥν ἐπιστεύθης μονήν οὔτε εἰς ἀγρούς σου τόν κατ’εἰκόνα Θεοῦ γεγονότα ἄνθρωπον˙ τοῦτο γάρ μόνοις τοῖς ἐν τῷ βίῳ συγκεχώρηται. Σύ δέ χρεών ἑαυτόν παρασχεῖν τοῖς ὁμοψύχοις σου ἀδελφοῖς δοῦλον τῇ προθέσει, κἄν τῇ ἔξω ἐπιφανείᾳ ὡς δεσπότης λογίζῃ καί διδάσκαλος»519.


2. Τελειότητα βίου.



«Στήκωμεν ἐν τῇ πίστει ἀκλινεῖς˙ κατέχωμεν τήν ὁμολογίαν ἀρραγῆ, φυλάττωμεν τήν ὑποταγήν ἀψευδῆ, φρουρῶμεν τήν παρθενίαν ἀσινῆ. Εἷς ἡμῶν ὁ ἔρως, ὁ νυμφίος Χριστός»520. Ὀρθοδοξία στήν πίστη καί ὀρθοπραξία στήν ὁμολογία. Δύο ἰδιαίτερες ἀποστολές καί κρισίμως σημαντικά ἀγωνίσματα, ἄμεσα ἀπαραίτητα γιά τήν μοναχική ζωή, κατά τόν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη, τις ὁποῖες θεωρεῖ εὐθύνες πού ἀναλαμβάνονται μέ τήν μοναχική καθιέρωση καί τίς ζητάει ἀπό τούς ἀδελφούς τῆς Μονῆς. Ὑποταγή καί παρθενία θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶναι ἡ ἀναπνοή καί ὁ τρόπος ὕπαρξης τοῦ μοναχοῦ, εἶναι οἱ ἀρετές πού διακρίνουν τήν μοναχό κατά τό ὄνομα μόνο καί τόν ἀληθινό μοναχό κατά τήν πράξη. Ὁ Ἅγιος πολύ συχνά ἀναφέρεται σέ αὐτές τίς ἀρετές, ὅπως θά δοῦμε σέ αὐτό τό κεφάλαιο. Κεντρικός καί διακυβερνῶν πόθος καί ἐσωτερική κατάσταση, ὁ θεῖος ἔρωτας γιά τόν νυμφίο τῶν ψυχῶν.
Μία κατάσταση πού ἐντοπίζεται στούς ἀφιερωμένους διά τοῦ μοναχικοῦ σχήματος, ἀλλά ὄχι πάντα καί ἀπόλυτα μόνον σ’αὐτούς, ἀφοῦ, ὄχι σπάνια, ἐωυπάρχει σέ κάθε καρδιά ἀγαπώσα τόν Κύριο.
Ὁ ἅγιος μιλάει στούς μοναχούς γιά τήν συνεχῆ πνευματική κατάσταση, ἡ ὁποία ξεκινάει μέ μιά δεύτερη πνευματική γέννηση διά τοῦ μυστηρίου τῆς μοναχικῆς κουρᾶς, ἐπιζητώντας τήν ἀνταπόκριση σέ αὐτό τό κάλεσμα ἀπό τούς ἀδελφούς. «Δῆλον γάρ ὅτι, ὅπου μελέτη θανάτου, ἐκεῖ συναίσθησις, κατάνυξις, γλυκασμός, φωτισμός, ἐπιθυμία κρειττόνων τε καί ὑπερκοσμίων»521. Ὅλη αὐτή ἡ δυναμική τῆς ἀρετῆς τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, μέ τούς διάφορους καρπούς πού ἀναφέρονται, χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν ἅγιο γιά ἕνα καί μοναδικό σκοπό, ὁ ὁποῖος περικλείει καί υἱοθετεῖ ὡς τροφός ὅλες τίς πνευματικές πράξεις, τήν μετάνοια522.
Ἀντιμέτωπος, ὅπως φαίνεται σέ μία ἀπό τίς κατηχήσεις του, μέ τήν παρεκτροπή ἑνός ἀπό τούς μοναχούς του, τήν λογομαχία μέ ἕναν λαϊκό, ἐκφράζεται μέ αὐστηρότητα μέ σκοπό νά ἐπαναφέρει τόν συγκεκριμένο ἀδελφό σέ συναίσθηση τῆς θέσεώς του, τῆς ἀφιερώσεώς του καί τήν προοπτική της μοναχικῆς πολιτείας τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ μέλος. «Τολμᾶς σύ ὅλως μετά λαϊκοῦ συναίρειν λόγον μαχίμως καί ἰσοπαλεῖν ἐν ταῖς πονηραῖς διαλέξεσιν; Οὐκοῦν οὐκ εἶ μοναχός, ἀλλά κακοποιός»523. Ἐπαληθεύοντας, ἔτσι, ὅλα ὅσα ἀναφέραμε πιό πάνω, περί ἀνακαινίσεως καί κλίσεως πρός μεταμόρφωση καί πνευματική ἀλλοίωση.
Πάντοτε νουθετώντας καὶ προτρέποντας ὁ ἅγιος τούς ἀδελφοὺς νὰ ἀγωνίζονται, προσπαθεῖ νὰ ἐμπνέει ὑποδεικνύοντας τὸν σκοπὸ, τὸν στόχο καὶ τὸν τρόπο ἐπίτευξής τους. Γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο ἀναφέρεται στὸν τρόπο ζωῆς τοῦ μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος «καὶ πεῖραν δίδων καὶ βάσανον ἀρετῆς, οὕτως εἰσαχθῆναι τῇ μαρτυρίᾳ τῶν πολλῶν εἰς τὴν μοναχικὴν τελείωσιν, καὶ ἕνα γενέσθαι τῶν Τοῦ Χριστοῦ προβάτων»524. Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο ὑπομνηματίζει τὸν τρόπο ζωῆς καὶ πράξης ἀσκώντας «βάσανον ἀρετῆς», γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴν μοναχικὴ τελείωση μιμούμενος τοὺς ἁγίους525 καὶ τὴν ἀληθινὴ καὶ πολυπόθητο εἴσοδο στὴν οὐράνια μάνδρα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ὡς πρόβατο τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ «ἀγγέλοις σύσκηνος» μέ τόν «ἀσκητικόν» «ἰσάγγελον βίον»526 του, ἅγιος Θεόδωρος, δέν θά μποροῦσε νά παραλείψει νά ἀναφερθεῖ καί στήν κατ’ ἐξοχήν μοναχική ἀρετή τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἀληθινῆς νηστείας. «Τοῦ ἀληθινοῦ ὑπηκόου καί ὑποτακτικοῦ ἀληθής νηστεία ἐστίν ἡ ἐκκοπή τοῦ οἰκείου θελήματος»527. Τιτλοδοτεῖ μία κατήχησή του καί τονίζει τήν βαρυσήμαντη συμβολή τῆς ἐκκοπῆς τοῦ θελήματος ὡς ἀληθινή νηστεία πού ὁδηγεῖ στήν γνἠσια καί ἐξαγιαστική ἄσκηση, καί οὐσιαστική ταυτότητα τοῦ ὑποτακτικοῦ.
Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, ἑρμηνεύει τήν πατροπαράδοτη καί μυστική ἄθληση τῆς ὑπακοῆς, παρακάτω στήν ἴδια κατήχηση, λέγοντας: «ὁ δέ γε ἀληθινός ὑπήκοος καθ’ ὑπακοήν τελῶν οὐκ ἐν χρόνῳ τινί, ἀλλ’ ἀεί τόν αὐτόν ἀγῶνα ἔχει. Τίς δέ ὁ ἀγών; Τό μή τῷ θελήματι περιπατεῖν, ἀλλά τῇ τοῦ καθοδηγοῦντος αὐτόν διατυπώσει κανονίζεσθαι˙ ὅπερ ἐστίν ὑπέρτερον πάντων τῶν ἄλλων σπουδασμάτων καί μαρτυρίου ἔχον διάδημα»528. Περιγράφει ἕναν ἰσόβιο ἀγώνα μυστικῆς ἐλευθερίας ἐν τῇ ὑπακοῇ, δηλαδή τήν συνεχή ἄφεση καί παράδοση τοῦ ὑποτακτικοῦ στόν πνευματικό πατέρα καί καθοδηγητή του, τό ὁποῖο εἶναι τό ἀνώτερο κατόρθωμα στή μοναχική ζωή, ὡς μαρτύριο βιούμενο ἀλλά καί ὡς λογιζόμενο μαρτύριο μπροστά στόν Θεό.
Ἐκμεταλλευόμενος ὁ ἅγιος Θεόδωρος τίς διάφορες λατρευτικές περιόδους ὅπου ἐπισημαίνονται μεγάλα σωτηριώδη γεγονότα, ὅπως γιά παράδειγμα ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα καί τά πάθη τοῦ Κυρίου, ἐξάπτει τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τῶν ἀδελφῶν, προκαλεῖ τήν στάση ἀπέραντης εὐγνωμοσύνης μπροστά στίς ἀκατάληπτες δωρεές τοῦ Θεοῦ, κυρίως δέ τή θυσία τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ˙ «ἡμεῖς δέ οἱ λόγῳ τετιμημένοι, ὑπέρ ὧν Χριστός ἀπέθανεν»529, καί ὠθεῖ προς ἐντατικότερη ἄσκηση καί φιλοτιμότερη ἄθληση στή μοναχική τους ζωή. «Ταύτης τῆς ἀγαπήσεως ἀντάλλαγμα, ἐπεί μηδέν εἶχον προσενεγκεῖν οἱ ἅγιοι, ἑαυτῶν προσήνεγκαν τά σώματα καί τά αἵματα ἀσκητικῶς καί ἀθλητικῶς, ᾄδοντες τοῦ μακαρίου Δαυίδ τήν ᾠδήν˙ “τί ἀνταποδώσομεν τῷ Κυρίῳ περί πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμιῖ;”530 ταύτην οὖν τήν φωνήν καί ἡμεῖς, ἀδελφοί, βοῶμεν ἑκάστοτε, ἀκορέστῳ διαθέσει ἀγάπης δουλεύοντες αὐτῷ»531.
Ἡ μοναχική ζωή δέν εἶναι μία καθημερινή χαλάρωση καί ἐγωιστική ἰδιορρυθμία, οὔτε μία χαύνωση πού ὁδηγεῖ στήν ἀπώλεια, ἀλλά μία ζωή πού συνδέεται ἄρρηκτα μέ βασικές ἀρετές καί ἀσκητικές πνευματικές ὀρθοπραξίες πού ὁδηγοῦν στήν σωτηρία. Εἰδικά, ὅταν ὁ ἡγούμενος λυπεῖ τήν ἀδελφότητα μέ τίς νουθεσίες του, χρειάζεται νά ἐξηγήσει καί νά βοηθήσει πρός τήν κατανόηση τῆς ἡγουμενικῆς φροντίδας πρός αὐτούς˙ «ἡ γάρ κατά Θεόν λύπη χαρᾶς ἐστι ποιητική καί ἡ ἐξ ἀγάπης ἐπίπληξις διορθωτική ἐστι τῶν προσηκόντων… ἀμφότερα ὀφείλομεν φέρειν, καί μήτε ἐν ταῖς ἐπιπλήξεσι καταπίπτειν»532.
Ὡς ἐκ τούτου, στὶς περιπτώσεις ποὺ ἡ ἀδελφότητα ἀτονεῖ καὶ πίπτει, ὁ ἅγιος σπεύδει νὰ ἀφυπνήσει καὶ νὰ ἀνασηκώσει τὸ σῶμα τῆς ἀδελφότητας ὑπενθυμίζοντας καὶ κεντρίζοντας στὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς τῆς μοναχικῆς ζωῆς τους. «Διατί γάρ, τέκνα, ἐνταῦθα ἐληλύθαμεν ἐξελθόντες τοῦ κόσμου καὶ ἀποχωρισθέντες τῶν κατὰ σάρκα…; Οὐχὶ ἵνα σώσωμεν τὰς ἑαυτῶν ψυχάς; Οὐχ ἵνα συγχωρηθῶμεν τὰ ἐν βιῳ ἡμαρτημένα; Οὐχ ἵνα εὐαρεστήσωμεν Κυρίῳ; Οὐχ ἵνα κτησώμεθα τὰ αἰώνια ἀγαθά; Οὐχ ἵνα ζήσωμεν ἀγγελικῶς, ζηλοῦντες τοὺς ἀσωμάτους νόας, μᾶλλον δὲ τοὺς ἁγίους καὶ τρισμακαρίους πατέρας ἡμῶν; Καὶ πῶς τὰ ἐναντία πράττομεν, ἀντὶ τοῦ κλαίειν γελῶντες καὶ ἀντὶ τοῦ κατανύσσεσθαι στρηνιῶντες, ἀντὶ τοῦ εὐλαβεῖσθαι ἀγριούμενοι καὶ ἀντὶ τοῦ προσεύχεσθαι καταρώμενοι, ἀντὶ τοῦ ἠρεμεῖν ρεμβόμενοι καὶ ἀντὶ τοῦ ἡσυχάζειν σχολιάζοντες, ἀντὶ τοῦ καθαίρεσθαι ρυπούμενοι καὶ ἀντὶ τοῦ συστέλλεσθαι παρρησιαζόμενοι, ἀντὶ τοῦ νηστεύειν ἀκρατευόμενοι καὶ ἀντὶ τοῦ ψάλλειν διαδικαζόμενοι, ἀντὶ τοῦ ὑπακούειν αὐθαδιαζόμενοι καὶ ἀντὶ τοῦ ταπεινοῦσθαι ἐξυψούμενοι;»533.
Ὁ ἅγιος προχωρεῖ ἀκόμα παραπέρα καὶ μὲ τὴν πλέον πραεία διάθεση νουθετεῖ μὲ ἀκρίβεια καὶ λεπτομέρεια, πραγματικὰ μοναχικὰ ἀγωνίσματα καὶ ἀρετές, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἀντιπροσωπεύουν τὸ νόημα τῆς ἄσκησης στὸ κοινόβιο, τὰ ὁποῖα βρίσκουν τὴν ἀποκορύφωση καὶ τὴν κατεύθυνσή τους στὸ κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν λατρεία. «ἔστω βραδὺς εἰς ὀργήν, ταχὺς εἰς ὑπακοήν, ταχύτερος εἰς τὸ λέγειν “συγχώρησον”534 ἐν καιρῷ ἐνστατικῆς διαλέξεως, φαιδρὸς τῷ προσώπῳ διὰ τῆς ἔνδοθεν ἐπᾳδομένης ψαλμῳδίας καὶ προσευχῆς καὶ καταστάσεως, κάτω νενευκώς τὸ ὄμμα, ἄνω θρώσκων δὲ τὸν νοῦν εἰς Θεόν. Ἔστω ἐγκρατευόμενος παντάπασι γέλωτος μέχρι μειδιάματος… ἐγκρατὴς καὶ μέχρι λόγου ἑνὸς σαπροῦ καὶ μὴ φέροντος οἰκοδομήν˙ ἔστω ἀρκούμενος τῷ σιτισμῷ τῆς κοινῆς τραπέζης… ἔστω ἀρκούμενος τῷ ὠρισμένῳ ὕπνῳ καὶ ἐν τῷ κανόνι νηφαλέως καὶ ἐγρηγόρως παριστάμενος, ἀκριβευόμενος μέχρις ἑνὸς στίχου μὴ ἀπολέσαι»535.
Θὰ ἀναφερθοῦμε μόνο στὴν ἐπικέντρωση τοῦ ἁγίου, ὅσον ἀφορᾶ τὴν παρουσία τῶν ἀδελφῶν στὴν ἀκολουθία, «τῷ κανόνι»,μὲ νηφαλιότητα διότι ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ κοινοβίου, μία ζωὴ ποὺ πάνω ἀπὸ ὅλα πρέπει νὰ χαρακτηρισθεῖ λατρευτικὴ ζωή. Εἶναι τόσο σημαντικὴ ἡ ἐνεργός παρουσία τῶν ἀδελφῶν, κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἀκολουθίας, οὕτως ὥστε νὰ μὴν χάσουν οὔτε ἕνα στίχο. Αὐτὴ ἡ στάση δίνει κάθε μέρα τό ἔναυσμα γιὰ νέα ἀρχή, μὲ ὅλα τὰ ἐφόδια ποὺ παίρνει μυστικὰ καὶ μυστηριακὰ ἡ κάθε ψυχή, μέσα ἀπὸ τὴν ἀκολουθία καὶ τὴν Θ. Εὐχαριστία.
Καταλήγει ὁ ἅγιος, μετὰ τὴν πληθωρικὴ θεοκίνητη διδασκαλία του ͘«ἰδοὺ πόσα προτερήματα καὶ ἀγωνίσματα ὑποδέδεικται ὑμῖν. Καὶ ποῦ ἐστιν ἐν ἄλλῳ βίῳ θεοδρόμῳ τοσαῦτα ἐργάσασθαι καὶ πολυειδῆ τὴν ἀρετὴν παραστῆσαι, ἢ ὡς ἐν τῷ ἱερῷ κοινοβίῳ, καθὼς ὁ μέγας νομοθέτης ἡμῶν Βασίλειος ὁ θεῖος διαγορεύει;»536. Φωτίζει τὸν δρόμο, ὁ ἅγιος, ὅπως εἴπαμε καὶ πιὸ πάνω, γιὰ τὸν ἀσκητικὸ ἀγώνα καὶ τὴν σταυρικὴ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ ἐν τῷ κοινοβίῳ.
Τό κοινόβιο ἀποτελεῖται ἀπό πολλά καί διαφορετικά, τό ἕνα μέ τό ἄλλο, μέλη καί αὐτό δέν ἀποτελεῖ πρόβλημα, βέβαια, ἀλλά χρήζει προσοχῆς καί διακριτικῆς φροντίδας ἀπό τόν ἡγούμενο. Κατά τίς διάφορες πνευματικές καί λατρευτικές περιόδους τοῦ χρόνου, κάθε μοναχός, ὡς ξεχωριστό πρόσωπο μέ τίς δικές του δυνάμεις καί χαρίσματα, διεξάγει τόν ἀγώνα ἀνάλογα μέ τήν φιλοτιμία καί τόν πόθο του, καθώς ἐπίσης καί μέ τήν ἐπίβλεψη τοῦ ἡγουμένου. Ἀπό τήν μία πλευρά φαίνεται ἡ ὀμoρφιά τῆς ποικιλίας, ὅταν «ἕκαστος τῶν σπουδαίων, καθώς προαιρεῖται, διαγωνίζεται, ὁ μέν περί ἐγκράτειαν καταγινόμενος διπλᾶς ἤ τριπλᾶς διανύων˙537, ὁ δέ περί ἀγρυπνίαν τόσον ἤ τόσον διαγρυπνῶν, ἄλλος εἰς γονυκλισίας ἀσχολούμενος περισσοτέρως καί ἄλλος ἐν ἄλλῳ τινί τῶν κατορθωμάτων»538. Αὐτή ἡ ποικιλία ἀνάγει τό μοναστήρι σέ ἕναν πνευματικό κῆπο, ὅπου κατά τόπους καλλιεργοῦνται καί καρποφοροῦν οἱ διάφορες ἀρετές.
Παρόλα αὐτά πρέπει νά προσεχθεῖ ἡ σημαντική καί ἀπαραίτητη πνευματική ἀτμόσφαιρα στό μοναστήρι, χωρίς ἀκρότητες, κάτι τό ὁποῖο ἐπιμελεῖται μέ πολλή διάκριση ὁ ἅγιος προτρέποντας˙ «ἕλκοντες εὔκαιρον ἡσυχίαν, ἐπειδή τό θορυβῶδες βλαβερόν ἐν συνοδίᾳ˙ φθεγγόμενοι λόγον προσήκοντα, ἐπειδήπερ ἡ ἄλογος ἡσυχία ἀνωφελής»539. Βλέπουμε ἀπό τήν μία νά ἀπαιτεῖ τήν προσοχή ὅλων στήν διατήρηση τῆς ἡσυχίας, ὡς περιβάλλον πού εὐνοεῖ τήν προσευχή καί ὅλα τά πνευματικά κατορθώματα, καί ἀπό τήν ἄλλη νά ἐπιτρέπει μέ διάκριση τόν λόγο μεταξύ λογικῶν θεούμενων ἀνθρώπων καί κοινωνικῶν προσώπων καί τόν λόγο ὡς λογική θυσία προσφερόμενη μέ τόν τρόπο τῆς προσευχῆς.
Βασικὴ καὶ διαρκής ἀσκητικὴ πράξη μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως δὲ τῆς μοναχικῆς κοινωνίας, εἶναι ἡ νηστεία. Ὑπάρχουν ἀρκετὲς μαρτυρίες ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα τῆς νηστείας ἀπὸ τὸν ἅγιο, ἀφοῦ εἶχε τὴν ἐπίγνωση τῆς ἄμεσης σχέσεώς της μὲ τὴν πνευματικὴ προετοιμασία γιὰ τὴν μετοχὴ τῶν ἀδελφῶν, ἢ τῶν πιστῶν στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ ἀπ. Παῦλος ͘«ὅρα Παῦλον τὸν μέγα τῆς ἀληθείας κήρυκα τριημερονύκτῳ νηστείᾳ τὴν παρασκευὴν ποιησάμενον, εἶθ΄ οὕτω πρὸς τῇ ἐκτενεῖ δεήσει τὸ ἀληθινὸν φῶς Χριστὸν ἐνδυσάμενον540»541.
Μία ἀναφορὰ γίνεται καὶ σὲ μία ἀπὸ τὶς κατηχήσεις του στὴν κατεξοχὴν περίοδο νηστείας ὅλου του ἐκκλησιαστικοῦ ἔτος, τὴν Μ. Τεσσαρακοστή. «Καλὴ ἡ νηστεία, ἐὰν ἔχῃ τὰ ἰδιώματα αὐτῆς, ἅτινά ἐστι τὸ εἰρηνικόν, τὸ πρᾶον, τὸ εὐκατάστατον, τὸ εὐήκοον, τὸ ταπεινόν, τὸ συμπαθὲς καὶ ὅσα ἄλλα εἴδη τῆς ἀρετῆς»542. Εἰσάγει στὸ πραγματικὸ πνεῦμα καὶ νόημα τῆς νηστείας ὁ ἅγιος, ἀλλὰ καὶ ὁρίζει τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν θεάρεστη ἐφαρμογή της.
Ἐπίσης στὴν ἴδια κατήχηση ἀναφέρει περιεκτικὰ τὰ ἀποτελέσματα τῆς νηστείας: «Ἡ νηστεία ὑποπιάζει καὶ μαραίνει τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὴν ψυχὴν εὐρύνει καὶ ἀναθάλλειν ποιεῖ» καὶ ὅλα αὐτά μπροστὰ στὴν ἀγάπη καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, ἐμπνέουν οὕτως ὥστε «σκοποῦντες τὴν ἀνταπόδοσιν, φέρωμεν τὰ ἐπίπονα τῆς ἀρετῆς μακροθύμως». Μία πνευματικὴ προοπτικὴ ἀσκήσεως, μέσα ἀπὸ τὴν βαθειὰ συναίσθηση ὅτι «ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει, ἐξ οὗ καὶ Σωτῆρα ἀπεκδεχόμεθα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ὃς μετασχηματίσει τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ, κατὰ τὴν ἐνέργειαν τοῦ δύνασθαι καὶ ὑποτάξαι αὐτῷ τὰ πάντα»543.


3. Κατὰ μόνας προσευχή.


Κατὰ μόνας προσευχή, ὅπως φαίνεται σὲ ἀρκετὰ σημεῖα τῶν ἀναφορῶν μέσα στὶς κατηχήσεις τοῦ ἁγίου, μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ προσωπικὴ καὶ ἀτομικὴ μὲ ἐλεύθερη καρδιακὴ ἔκφραση λόγων πρὸς τὸν παντεπόπτη Θεό, ἢ μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἀτομικὴ προσευχὴ ποὺ νὰ συνυπάρχει μὲ τὴν κοινὴ λατρευτικὴ προσευχὴ μέσα στὶς ἀκολουθίες καὶ τὸν ναό.
Παράδειγμα γιὰ τὸ τελευταῖο εἶδος κατὰ μόνας προσευχῆς, ποὺ προαναφέραμε, εἶναι καὶ τό παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς κατηχήσεις τοῦ ἁγίου. «Ὡς ἀληθῶς ἑόρτασον καὶ ἐξ ἐναντίας ἀποκρέωσον τὰ τοῦ πνεύματος τοῦ ἁγίου χαρίσματα, τὴν εἰρήνην τὴν ἀγάπην, τὴν ἐλπίδα, τὴν πίστιν, τὴν εὐχήν, τὴν ψαλμῳδίαν, τὴν στιχολογίαν... τὴν ἀγρυπνίαν»544. Προτρέπει στὴν ἐργασία τῆς εὐχῆς, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν κατὰ μόνας ἐργασία τῆς ἀτομικῆς προσευχῆς καὶ μάλιστα μὲ τὸν τρόπο τῆς μονολόγιστης εὐχῆς «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μὲ»545, ὄχι ὅμως ἀπόλυτα ἀποξενωμένη ἀπὸ τὴν κοινὴ λατρευτικὴ προσευχὴ καὶ τὶς τελούμενες ἀκολουθίες, ἀλλὰ σὲ μία συνάφεια καὶ ἀλληλοπεριχώρηση κοινῆς καὶ κατὰ μόνας προσευχητικὴς ἀνάτασης.
Τὸ ἴδιο ὑπομνηματίζεται ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο σὲ ἄλλη κατήχησή του, ὑποδεικνύοντας ὅτι εἶναι καλὸ καὶ πνευματικὰ ἐπιδιωκόμενο, νὰ συνδυάζεται ἡ προσευχὴ καὶ ἡ «μνημικὴ ἀνάκληση, ἡ καρδιακὴ ἐπίκληση καὶ ἡ ἀδιάλειπτη ὁμολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ» ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς σὲ προσωπικὸ καὶ κοινοβιακὸ ἐπίπεδο, μὲ σκοπὸ νὰ «προετοιμάζει τὴν ὕπαρξη γιὰ τὴν ἀένναη σ΄ αὐτὴν ἐνοίκησή του καὶ τὴν ἀκολουθοῦσα εὐφρόσυνη πλήρωση τῆς θείας παρουσίας του»546. Ἔτσι, κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο, «καλὸν ἡ καθαρὰ προσευχή, νυχτερινὴ τε καὶ ἡμερινή…. Καλὸν ἡ τῶν ἀναγνωσμάτων ἀγρυπνητική ἐπακρόασις»547. Καὶ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἑρμηνείας, μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ καὶ ἕνα ἄλλο ἀπόσπασμα ͘«ἐν τῷ νῷ δὲ ἔχοντες τὰ θεῖα παραγγέλματα, τὰ καθ΄ ἡμέραν ἀναγνώσματα, τὰ διὰ γλώσσης ὑμνούμενα, τὰ δι΄ εὐχῆς παριστάμενα»548. Ὅλα γίνονται μὲ μία μυστικὴ ἀλληλουχία. Κοινὴ καὶ κατὰ μόνας προσευχή, διακόνημα καὶ ἐργασία, συμμετοχὴ καὶ κόπος στὶς ἀκολουθίες μὲ τὴν ἐναλλαγὴ τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς καρδιακῆς ἐργασίας στὸν προσωπικὸ χωροχρόνο τοῦ καθενός˙ «πῇ μὲν ἐργαζόμενοι, πῇ δὲ προσευχόμενοι, καὶ ποτὲ μὲν ἡσυχάζοντες, πότε δὲ ἀναγινώσκοντες»549.
Ἐπίσης στὴν τάξη τῆς κοινῆς λατρείας προβλέπεται καὶ ἡ κατὰ μόνας ψαλμωδία, ὅταν «ὁ καθεὶς ψάλλει λιτὴν»550, ὅταν ὑπάρχει κανόνας στὴν πρώτη ὥρα, κατὰ τὴν τεσσαρακοστὴ τῶν ἀποστόλων, μετά, ὅμως, τὴν ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς κατὰ τὴν ὁποία δὲν ψάλλονται ὧρες.
Δεύτερο εἶδος κατὰ μόνας προσευχῆς εἶναι, ὅπως ἀναφέραμε πιὸ πάνω, ἡ προσωπικὴ καὶ ἀτομική, μὲ ἐλεύθερη καρδιακὴ ἔκφραση λόγων πρὸς τὸν παντεπόπτη Θεό. Ἕνα ὑπέροχο παράδειγμα τέτοιας προσευχῆς μαρτυρεῖται ἀπὸ τὸν ἅγιο, στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὴν μοναχὴ Ἄννα. Σὲ αὐτὴ τὴν νουθετικὴ ἐπιστολή, χωρὶς ὑπερβολή, ἀναπτύσσει τὴν διαδασκαλία του γιὰ τὴν προσωπικὴ προσευχή, τὴν λεγομένη κατὰ μόνας, μὲ ἐξαίσιο τρόπο ἀκολουθώντας τήν παράδοση τῶν ἁγίων πατέρων καὶ σὲ δεύτερο χρόνο τῆς ἀναπτύσσει ἕνα παράδειγμα προσευχῆς ποὺ προφανῶς καὶ ὃ ἴδιος ἐφαρμόζει. «Προσεύχεσθαι δὲ ὅπως σὲ χρὴ ἐπιζητεῖς ἐκδιδαχθῆναι. Καὶ τοῦτο αὐτὸς ὁ Κύριος ἐξεδίδαξε διὰ τῆς τοῦ “Πάτερ ἡμῶν” ἐπιφωνήσεως καὶ τοῦ μηδὲν αἰτεῖν πρόσκαιρον, ἀλλὰ τὴν Βασιλείαν αὐτοῦ, καὶ τὴν δικαιοσύνην τὴν αἰώνιον. Πλὴν ὅτι τετύπωται ὑπὸ τῶν πατέρων πρῶτον ἡ εἰς Θεὸν εὐχαριστία ͘ἔπειτα ἡ τῶν ἁμαρτημάτων πρὸς αὐτὸν ἐξαγόρευσις ͘ καὶ οὕτω ἡ αἴτησις τῶν αὐτῶν ἀφέσεως καὶ τῆς τῶν ἄλλων σωτηριωδῶν τρόπων ἐπιτεύξεως. Ἐπ΄ ἂν οὖν μέλλῃς προσεύχεσθαι, εὐχαρίστει τῷ Κυρίῳ καὶ Δεσπότῃ, ὅτι ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παρήγαγέ σε, ὅτι ἐλυτρώσατό σε ἐκ πάσης πλάνης, καλέσας καὶ ἀξιώσας τῆς ἑαυτοῦ ἐπιγνώσεως μέτοχον γενέσθαι, πλάνης ἐθνικῆς, πλάνης αἱρετικῆς˙ εἶτα ὅτι καὶ μοναδικοῦ καὶ ἰσαγγέλου βίου ἐντός σε παρεσκεύασεν ὑπάρξαι μετὰ τὴν τοῦ κοινωνικοῦ βίου ἀπόλαυσιν˙ ὧν ἡ ἔννοια ἱκανὴ καταμαλάξαι τὴν ψυχὴν πρὸς κατάνυξιν καὶ δακρύων προσβολήν. Ἀφ΄ ὧν φωτισμὸς καρδίας, γλυκύτης πνεύματος, ἐπιθυμία Θεοῦ. Ταύτης ἐνυπαρχούσης τῇ καρδίᾳ πάσης κακίας ἐστιν ἀποβολὴ»551.
Πρῶτο στάδιο τῆς προσευχῆς, κατὰ τὸν ἅγιο, πιὸ θεμιτὸ εἶναι ἡ εὐχαριστία στὸν Θεὸ γιὰ ὅλες τὶς εὐεργεσίες του στὴ ζωή της, καθὼς καὶ τῶν μεγάλων σωτηριωδῶν παρεμβάσεων, ὅπως ὁ φωτισμὸς τῆς ἀπόφασής της νὰ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο προσεγγίσεως τῆς προσευχῆς ἀναφέρει τὰ πρῶτα πνευματικὰ βιώματα στὴν ψυχὴ ποὺ εἶναι τὸ μαλάκωμά της, ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα εὐγνωμοσύνης, ποὺ κατ΄ ἐπέκταση ἑλκύουν τὸν φωτισμὸ τῆς καρδίας, τὴν γλυκήτητα τοῦ πνεύματος καὶ ἀνάβουν τὴν ἐπιθυμία τοῦ Θεοῦ μέσα στὴ καρδιά.
« Ὅταν οὕτως εὐχαριστίας ἀναπέμψῃς τῷ Θεῷ, ἐξαγόρευε αὐτῷ λέγουσα˙ σὺ οἶδας, Δέσποτα, ὅσα σοι ἥμαρτον καὶ ὅσα ἁμαρτάνω καθ΄ ἑκάστην ὥραν˙ τήνδε τὴν ἁμαρτίαν καὶ τήνδε τὴν πλημμέλειαν καὶ τὰ ἐν γνώσει καὶ ἀγνοίᾳ552 ἀναλογιζομένη. Πλὴν μὴ ἀνιστοροῦσα ὡς ἔτυχε τὰ βλάβην ἐκ τῆς ἐναργοῦς ὑπομνήσεως ἐμποιοῦντα τῇ ψυχῇ. Κἀντεῦθεν ἀνατελεῖ σοι ταπεινοφροσύνης χάρις, μετὰ συντριμμοῦ καρδίας καὶ φόβου ἀνταποδόσεως Θεοῦ»553. Ἔπειτα, καλὸν εἶναι νὰ συνεχίζεται ἡ προσευχὴ μὲ τὴν ὁμολογία τῆς ἁμαρτωλότητας καὶ τήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν στὸν Θεό, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν καρποφορία τῆς ταπεινοφροσύνης μὲ τὴν βοήθεια τῆς χάριτος, τοῦ συντριμμοῦ τῆς καρδίας καὶ τὴν αἴσθηση τῆς παρουσίας καὶ τῆς ἀνταποδόσεως τοῦ Θεοῦ.
«Μετὰ τοῦτο αἴτησον, στέναξον, δεήθητι τοῦ Κυρίου σου τὴν τούτων ἄφεσιν, τὴν πρὸς τὸ μέλλον εὐαρεστεῖν αὐτῷ ἐνδυνάμωσιν λέγουσα˙ “οὐκέτι, Κύριέ μου, παροργίσω σέ, οὐκέτι φιλήσω ἄλλο τι παρὰ σὲ τὸν ὄντως ἀγαπητόν˙ κἄν τε παροργίσω πάλιν, προσπίπτουσά εἰμι εἰς τοὺς οἰκτιρμούς σου, δοθῆναί μοι ἰσχὺν ἐν ἕξει γενέσθαι τοῦ εὐαρεστεῖν σοι”. Εἴ τι ἄλλο κατὰ νοῦν σοι περιστασαι ἀνυσθῆναι ἀγαθόν, θερμῶς αἰτουμένη. Καὶ μετὰ ταῦτα ἐπικαλοῦ τὴν ἁγίαν Θεοτόκον ἐλεῆσαί σε˙ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ὅν ἔχεις τῆς ζωῆς σου φύλακα ἄγγελον, ἵνα σε φρουρῇ καὶ σκέπῃ˙ τὸν Πρόδρομον, τοὺς ἀποστόλους, τοὺς ἁγίους πάντας, καὶ οὕς ἔχεις ἀξαιρέτως συνήθως ἐπικαλεῖσθαι, καὶ τὸν κατὰ τὴν ἡμέραν μνημονευόμενον»554. Τέλος, ἀφήνει ὁ ἅγιος τὴν πράξη τῆς αἴτησης καὶ τῆς δέησης πρός τὸν Θεὸ τοῦ ζητουμένου , ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τή λύτρωση καὶ τήν ἀληθινὴ μετάνοια, καθὼς ἐπίσης καὶ τήν αἴτηση γιὰ ἐνδυνάμωση, οὕτως ὥστε νὰ εὐαρεστεῖ τὸν Θεὸ πάντοτε καὶ νά ἔχει τὴν δύναμη νὰ ξαναμετανοήσει καὶ νὰ σηκωθεῖ σὲ περίπτωση ποὺ ξαναπέσει στὴν ἁμαρτία.
Σημαντικὴ λεπτομέρεια εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος δὲν ἐπιβάλλει τὸν τρόπο καὶ τὰ λόγια της προσευχῆς στὴ ἀδελφή, ἀλλὰ τῆς ξεκαθαρίζει ὅτι μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται στὸν Θεὸ μὲ κάθε ἄλλο ἀγαθὸ λογισμό, αἴτηση καὶ καρδιακὴ εἰλικρινή προσευχητικὴ κίνηση.


4. Λειτουργική προσευχή.


Ἡ λειτουργία τῆς ἐγγρήγορσης εἶναι ἀπαραίτητη καί καθοριστική γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς ἀποστολῆς τοῦ μοναχικοῦ βίου, καθώς καί γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ στόχου κάθε βαπτιζομένου καί ἀγωνιζομένου τόν καλόν ἀγώνα χριστιανοῦ, μέ τήν ἔννοια τῆς «ἁρπαγῆς» τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ὁ ἅγιος Θεόδωρος παρουσιάζει βασικούς τρόπους μέ τήν ἀφυπνιστική προτροπή τῆς ἀξιοποίησης τοῦ παρόντος καιροῦ, τοῦ παρόντος χρόνου, στό ἄμεσο «τώρα». «Καιρός ἀεί προσευχῶν, καιρός δακρύων, καιρός καταλλαγῆς πταισμάτων, καιρός ἁρπαγῆς Βασιλείας οὐρανῶν»555.
Εἶναι πραγματικά θαυμαστό καί μεταδοτικό τό μοίρασμα τῆς θεόπνευστης σκέψης καί διεισδυτικῆς προτροπῆς τοῦ ἁγίου, ὅσον ἀφορᾶ τήν τακτοποίηση τῆς τήρησης τῆς κοινῆς ψαλμωδίας, ἐντατικότερα μάλιστα σέ περίοδο νηστείων. Δέν ἀφήνει περιθώρια πλάνης ἀποφυγῆς τῆς λατρευτικῆς προσευχῆς, ἡ ὁποία περιέχει, κατά τήν παράδοση τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, ψαλμωδία καί ἄσματα. «Πλήν ὅτι καί ὑμῖν ὑπαλλαγή βρωμάτων καί γονυκλισιῶν ἔκτασις καί ψαλμῳδιῶν ἐπαύξησις, κατά τήν διατυπωθεῖσαν ἐξ ἀρχῆς παράδοσιν… ἀσμένως ὑποδεξώμεθα τό δῶρον τῶν νηστειῶν μή κατασκυθρωπάζοντες, καθώς διδασκόμεθα556»557. Εὐθέως ὁρίζει τόν τρόπο ὑποδοχῆς καί διεξαγωγῆς τῆς περιόδου τῶν νηστειῶν, ὄχι δηλαδή μέ σκυθρωπότητα καί κακομοιριά, ἀλλά «ἀσμένως», ψάλλοντας ὕμνους, μέ τήν χαρά και τήν χάρη, πού χαρακτηρίζει τά τέκνα τοῦ Θεοῦ.
Ὅλα γίνονται μὲ τὴν συναίσθηση μίας μυστικῆς ἀλήθειας, ὅτι ὅλοι ἀποτελοῦν ἕνα σῶμα καὶ μία μάνδρα, μέσα στὴν ὁποία ἀναπέμπεται καὶ πραγματώνεται ἡ λατρεία τους στὸν Θεό, στὸν ὁποῖο παρέδωσαν τὶς ψυχές τους. «Ἐν ταύτῃ αὐλιζόμενοι τελεῖτε καὶ ἐκτελεῖτε τήν συνάθλησιν, τὴν συμμαρτύρησιν, τὴν συγκοπίασιν , τὴν συνύμνησιν»558. Αὐτὸ τὸ «ὁμοθυμαδὸν» τῆς κοινῆς λατρείας καὶ τῆς κοινῶς ἀναπεμπόμενης προσευχῆς, γίνεται τὸ μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο συναντᾶται ἡ ἀδελφότητα μὲ τὸ ποθούμενο Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ μεταμορφώνεται καὶ ἁγιάζεται καὶ πορεύεται «ἐργαζόμενη τὰς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ», μὲ ἀγαπητική καὶ ἐρωτικὴ ὁρμὴ πρὸς τὴν Βαιλεία τῶν Οὐρανῶν, πρὸς τὸν γκυκύτατο καὶ λατρευόμενο Θεό της.
Ὁ ὅρος ἑορτὴ στὸν μοναχικὸ τρόπο ζωῆς, κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη, ἔχει ἕνα εὐρύτερο νόημα, τὸ ὁποῖο ἀναβαθμίζει τὸν πνευματικὸ τρόπο προσέγγισης τῆς κάθε ἡμέρας. «Τὸ καθ΄ ἑκάστην ἡμέραν ἐπιτελούμενον πάσχα καὶ τί τοῦτο; Ὁ καθαρισμὸς τῶν ἁμαρτιῶν, ὁ συντριμμὸς τῆς καρδίας,τὸ τῆς κατανύξεως δάκρυον, τὸ τοῦ συνειδότος καθαρόν. Καθ΄ ἑκάστην πασχάζει καὶ ἑορτάζει τῷ Κυρίω ἑορτὴν πολύευκτον. Οὐ γὰρ ἄλλο ἐστιν ὁ βίος ἡμῶν ἤ παρασκευὴ ἑορτῆς»559. Ὁλόκληρη ἡ ζωὴ ἑνὸς χριστιανοῦ εἶναι μία προετοιμασία καὶ ταυτόχρονα μία βίωση τῆς ἑορτῆς τῆς Παρουσίας τοῦ Θεοῦ.
Ἄμεση σχέση μὲ τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ κεντρικὸ στοιχεῖο τῆς καθημερινῆς πράξης ἀλλά καὶ σημεῖο ἀναφορᾶς, εἶναι ἡ λατρεία καὶ ἡ προσευχητικὴ ἀποστολὴ τοῦ ὑποτακτικοῦ μοναχοῦ, μέσα ἀπὸ τὴν κοινὴ σύναξη, τὴν ἀναπεμπόμενη προσευχὴ καὶ ψαλμωδία ἀπὸ τὸ σύνολο σῶμα καὶ στόμα τῆς ἀδελφότητας. «Ὑποτακτικὸς γὰρ ὤν, ὡς ἴστε, ὑπήκοος ἦν ἄκρως… πρῶτος ἐρχόμενος εἰς τὴν ψαλμῳδίαν καὶ ἔσχατος ἐξερχόμενος»560.
Ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες καὶ ἀναφορὲς μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, μέσα ἀπὸ τὶς κατηχήσεις του, γιὰ τὴν κοινὴ λατρευτικὴ προσευχή. Ἔχουμε ἀναφέρει μερικὲς περιπτώσεις ὅπου ὁ ἅγιος πρῶτα πρῶτα φανερώνει τὴν ἀντίληψή του γιὰ τὴν ἀδελφότητα, ὡς «σῶμα Χριστοῦ»561 καὶ τὴν κοινωνία τῶν πιστῶν ὡς «μία Ἐκκλησία κοινοβιακὴ»562, ὑποστηρίζει καὶ προτρέπει στὴν ἀπὸ κοινοῦ ψαλμῳδία τῶν ψαλμῶν κατὰ τὸ «τεταγμένως καὶ κεκανονισμένως ψάλλειν… ψάλλατε συνετῶς. Οὐκ ἂν δὲ εἴη ψάλλειν συνετῶς, εἰ μὴ ἐκεῖνο φυλαχθείη, τὸ δὲ ἐν χοροστασίᾳ μὴ προάρχεσθαι τοῦ στίχου, ἕως ἂν ὁ προρρηθείς τέλος λάβῃ, εἴτε μεγαλοφώνως, καὶ εἴτε σχολαιότερον εἴτε ἐπιδρομικώτερον ἐρχομένου τοῦ στίχου»563.
Εἶναι ἀρκετὰ τὰ σημεῖα καὶ ἡ μαρτυρίες, ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ ἁγίου, ὅσον ἀφορᾶ τὴν συνύπαρξη ἀτομικῆς καὶ κοινῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς564, γιὰ τὴν τέλεση, μὲ ἐγρήγορση καὶ ἀκρίβεια, τοῦ «ὕπνου, εὐχῆς, ψαλμωδίας, γονυκλισίας»565, καθὼς καὶ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς δυνατότητας ποὺ ἔχει ὁ κάθε πιστός, λαϊκὸς ἢ μοναχός, νὰ φθάσει στὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας ἀποδίδοντας ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ τὴν εὐχαριστία, τὴν δοξολογία, τὴν ἐξομολόγηση καὶ τόν πόθο του μὲ τὸν πλέον λατρευτικὸ προσευχητικὸ τρόπο, τηρώντας δηλαδὴ τὴν τάξη τῆς κοινῆς τῶν ὡρῶν ἀκολουθίας566, καὶ νὰ ὁδεύει διαμέσου τῶν στιγμῶν καὶ τοῦ χρόνου τῆς ἡμέρας, μὲ κατάνυξη καὶ θεῖο ζῆλο, ἐργαζόμενος τὸ ἔργο τῆς κοινῆς προσευχῆς567.
Η, κατὰ τὰ σωτήρια ἐντάλματα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, παράδοση, ταμιεύεται στὴν Ὑποτύπωσιν Καταστάσεως τῆς Μονῆς Στουδίου568 καὶ περιγράφει τὴν κοινὴ λατρεία ὅλου του λειτουργικοῦ ἔτους, μὲ ἀφετηριακὴ καὶ μέγιστη ἑορτὴ τὸ Πάσχα.
Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουμε, σχετικὰ μὲ τὴν κοινὴ προσευχὴ στὸ Στουδιτικὸ Τυπικό, ὅτι ἀπαιτεῖται ἀπὸ ὅλους τούς ἀδελφούς τῆς Μονῆς ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ τήρηση τῆς τάξεως, κάτι τὸ ὁποῖο τονίζει συνεχῶς ὁ ἅγιος, ὄχι χάριν στρατιωτικῆς καὶ τυραννικῆς πειθαρχίας, ἀλλὰ πρὸς τὴν ἐπίτευξη τῆς λατρευτικῆς καὶ προσευχητικὴς καταξίωσης τῆς ἀδελφότητας. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα μᾶς δίνεται, ὅταν τὸ βράδυ τῆς Ἀναστάσεως π.χ ὅλοι ἐγείρονται ἀπὸ κοινοῦ ἀπὸ τὸν ἀφυπνιστή, ὁ ὁποῖος  «περιέρχεται τοὺς κοιτῶνας μετὰ φανοῦ, προτρεπόμενος τοὺς ἀδελφοὺς εἰς ἐξανάστασιν τῆς ἑωθινῆς δοξολογίας»569.
Γίνεται ἡ σύναξη στὸ νάρθηκα καὶ ἀρχίζει ἡ ἥσυχη καὶ μυστικὴ προσευχή. Ἔπειτα, μετὰ ἀπὸ τὴν θυμίαση τοῦ ναοῦ ἀπὸ τὸν ἱερέα, «ἑνὸς τῶν λευϊτῶν μεγαλοφώνως τό Εὐλόγησον πάτερ εἰρηκότος, ἐκφωνεῖ ὁ πρεσβύτερος˙ Δόξα τῇ ἁγίᾳ καὶ ὁμοουσίῳ καὶ ζωοποιῷ Τριάδι˙ πάντοτε νῦν. Καὶ εὐθέως ἀπάρχεται τροπάριον ἦχος πλ. α΄. Χριστὸς ἀνέστη»570.
Παραδείγματα τρόπων βίωσης τῆς κοινῆς λατρείας ἀπὸ τοὺς στουδίτες μοναχούς, ἐντοπίζονται καὶ ἀναφέρονται στὴ μονογραφία τοῦ κ. Παναγιώτη Σκαλτσὴ, σχετικὰ μὲ τὴν παράδοση τῆς κοινῆς καὶ τῆς κατ΄ ἰδίαν προσευχῆς571. Ἕνα ἀπὸ τὰ παραδείγματα αὐτά εἶναι καὶ ἡ τέλεση τῶν ὡρῶν «κατὰ τὴν περίοδο τῆς τεσσαρακοστῆς τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Μετὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς, κατὰ τὴν ὁποίαν δὲν ψάλλονται ὧρες, “εἰσέρχεται ἡ τεσσαρακοστὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων καὶ ἀρχόμεθα ψάλλειν καὶ τὰς ὥρας μετὰ καθισμάτων πάντοτε. Μετὰ γοῦν τὸ τέλος τῆς ψαλμῳδίας, λεγόμενον τό Κύριε ἐλέησον εἰκοσάκις, βάλλομεν ἐν πρώτοις γ΄ γονυκλισίας ἰσοταχῶς ἅπαντες τῷ προεστῶτι ἑπόμενοι, ἐν αἷς καὶ μικρὸν τὰς χεῖρας ἐκτείνομεν πρὸς τὸν Θεόν. Εἶθ΄ οὕτως ἄλλας εἴκοσιν, ὡς ἔχει τάχους ἕκαστος. Οὕτως οὖν καθ΄ ἑκάστην σύναξιν. Εἰς τὸ ἀπόδειπνον γονυκλισίαι ν΄ καὶ εἰς τὸν ὄρθρον μ΄. Γνωστέον ὅτι ἡνίκα ψάλλομεν κανόνα, οἷον οὖν τὴν πρώτην ὥραν, ὁ καθεὶς ψάλλει λιτήν, ὁπότε δὲ τὰ τρία καθίσματα ψάλλομεν, τὸ ψαλτήριον καὶ τὸ τριῴδιον, τὴν πρώτην ὁμοῦ, πάτερ, συναγόμενοι μετὰ καθίσματος ἀποδίδομεν τὴν θ΄ ὥραν. Ἐν δὲ τῇ μεγάλῃ τεσσαρακοστῇ καὶ κανὼν ἂν ψαλθῇ τὴν πρώτην ὁμοῦ, πάτερ”572»573.
«Ἡ ἑνότητα εὐχῆς, ἐργασίας καὶ ἐκκλησιαστικῆς σύναξης, μὲ ἀποκορύφωμα τὴ συμμετοχὴ στὴ Θεία Εὐχαριστία, ἀποδυναμώνει τὴν ὁποιαδήποτε ἔνσταση περὶ ἀποθέωσης τῆς ἀτομικῆς εὐσέβειας ἐντός της κοινῆς λειτουργικῆς προσευχῆς. Ἡ “κατὰ μόνας” ὁρισμένες φορὲς στάση στὶς κοινὲς ἀκολουθίες χαρακτηρίζει τὴν ἀνάγκη οὐσιαστικῆς συμμετοχῆς στὰ τελούμενα καὶ δὲν προσδίδει διάθεση ἀπομόνωσης καὶ διάσπασης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος»574.




ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

491 Μηναίον Νοεμβρίου, 11η, Ακολουθία του Αγίου Θεοφόρου Πατρός ημών και Ομολογητού Θεοδώρου, Όρθρος, Κανόνες, ε’ ωδή γ’ τροπάριο.
492 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΡΠΒ’, σ. 339.
493 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, βιβλ. Α’ επ. Δ’ Νικηφόρω Ηγουμένω, σ.52.
494 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΚΕ’, σ. 112.
495 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, βιβλ. Α’, επ. Δ’ Νικηφόρω Ηγουμένω, σ.52.
496 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΡΛ’, σ. 333.
497 Ευχολόγιον το Μέγα, Ακολουθία του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος, Ερωτήσεις-Αποκρίσεις, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι, 1992. σ. 207.
498ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, βιβλ. Α’ επ. Ι’ Νικολάω Μαθητή, σ.68
499 ΄Οπ. π., επ. Ι΄, Νικολάω Μαθητή, σ.68
500 ΄Οπ. π., επ. ΡΝ5’, Τη περι τον Πατρίκιον υιόν αδελφότητι, σ. 522.
501 ‘Οπ. π., επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.69.
502 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΖ’, σ. 84.
503 Α΄ Κορ. ζ΄ 20, 4.
504 ΄Οπ. π., κατ. ΙΖ΄, σ. 85.
505 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, βιβλ. Α’, επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.69.
506 ΄Οπ. π., επιστ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.69.
507 ΄Οπ. π., επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.69.
508 ΄Οπ. π., επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.69.
509 ΄Οπ. π., επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.69.
510 ΄Οπ. π., επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.70.
511 Τα άμφια της ιερατείας ήταν πάντα πολύτιμα, εις τιμήν του μεγάλου μυστηρίου και οπωσδήποτε όχι στην υπηρεσία κάποιας ανθρωπαρέσκειας.
512 ‘Οπ. π. επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.70.
513 ‘Οπ. π. επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.68.
514 Πρβλ. Β’ Κορ. Στ’ 10.
515 ‘Οπ. π., επ. ΡΠ’, Στεφάνω τέκνω σ. 577.
516 ‘Οπ. π., επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.68.
517 ‘Οπ. π., επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.68.
518 ΄Οπ. π., επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.68.
519 ‘Οπ. π., επ. Ι’, Νικολάω Μαθητή, σ.68.
520 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΡΙΗ’, σ. 299.
521‘Οπ. π., κατ. ΡΙΕ’, σ. 291.
522 Βλ. Κεφάλαιο Δεύτερο της παρούσης εργασίας. Το μυστήριο της Μετανοίας και της Εξομολογήσεως.
523‘ Οπ. π., κατ. ΡΛΓ’, σ. 341.
524 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, Επ. ΡΞΔ΄, Αρχιμανδρίτη Γοτθίας, σ. 549.
525 Πρβλ. Ευχολόγιον το Μέγα, Ακολουθία του Μεγάλου και Αγγελικού Σχήματος, Η Κατήχησις, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι, 1992. σ. 208.
526 Μηναίον Νοεμβρίου, 11η, Ακολουθία του Αγίου Θεοφόρου Πατρός ημών και Ομολογητού Θεοδώρου, Κοντάκιον.
527 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ ΝΓ’, σ. 145.
528‘Οπ. π., σ. 145-146.
529 Πρβλ. Ρωμ. ε’ 8. ιδ’ 15. Β’ Κορ. ε’ 14, 15. κ.α.
530 Ψάλμ. ριε’ 3. Παρακλητική, ήχος Βαρύς, Αναστάσιμο στιχηρό, Εσπερινός .
531΄Οπ. π., κατ. ΟΓ΄, σ. 192.
532 ‘Οπ. π., κατ ΜΔ’, σ. 122-123.
533 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΖ’, σ. 83.
534 Ευλόγησον.
535 Οπ. π. κατ. ΙΖ΄, σ. 85-86.
536 Οπ. π. κατ. ΙΖ΄, σ. 86-87.
537Ανα δυό ή τρείς ημέρας εσθίων δηλαδή.
538 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ ΝΓ’, σ. 145.
539‘Οπ. π., σ. 146.
540 Πραξ. θ΄ 9.
541 Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Εις την Παραμονήν των Φώτων, Λόγος Β’, ΕΠΕ 18, σ. 46.
542 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΝΘ΄, σ. 158.
543 Φιλίπ. γ΄ 20-21.
544 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΒ’, σ. 67.
545 Βλ. έργα σχετικά με τη μονολόγιστη ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με»: Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Η Νοερά Προσευχή κατα την διδασκαλία του Ανωνύμου Αγιορείτου Ησυχαστού, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2006, και του ιδίου, Η Νοερά Προσευχή. Έκφραση αληθούς λατρείας Θεού. Μετά συναγωγής κειμένων παλαιών και νέων γερόντων, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2006.
546 Αρχιμ. Νικοδήμου Σκρέττα, Χώρος και Χρόνος στη λειτουργική θεολογία του Συμεών Θεσσαλονίκης, Ρεαλισμός και Σύμβολο, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2013, σ. 280.
547 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΚΕ’, σ. 114.
548 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΠΗ’, σ. 340.
549 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, επ. ΡΠ’, Στεφάνω τέκνω σ. 577.
550 Θεοδώρου του Στουδίτου, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1708BC.
551 ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, επ. ΜΒ΄, Άννη μοναζούση, σ.175.
552 Πρβλ. Ακολουθία Θείας Μεταλήψεως, ευχή Ι΄, Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
553‘Οπ. π., επ. ΜΒ΄, Άννη μοναζούση, σ.175.
554‘Οπ. π., επ. ΜΒ΄, Άννη μοναζούση, σ.175.
555 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΛ’, σ. 331.
556 Πρβλ. Ματθ. ς’ 16.
557 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ ΝΓ’, σ. 146.
558ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΖ΄, σ. 85.
559ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΞΖ΄, σ. 176.
560ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΛΕ΄, σ. 154.
561 ‘Οπ. π., κατ. ΟΓ΄, σ. 274. Πρβλ. Βασιλείου Α. Τσίγκου, Ἐκκλησιολογικές θέσεις τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, Αὐθεντία καί Πρωτεῖο, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 47.
562 Πρβλ. Βασιλείου Α. Τσίγκου, οπ.π. , σ. 47.
563 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ϞΘ’, σ. 252.
564 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΙΒ’, σ. 67. Πρβλ. ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΚΕ’. σ. 114. ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΠΗ’, σ. 340.
565 ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. Ϟς’, σ. 372.
566ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΙΕ’, σ. 453.
567 ΑΘΣΕ, 2, Μικρά Κατήχησις, κατ. ΡΗ’, σ. 273.
568 Θεοδώρου του Στουδίτου, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1704A-172OB.
569‘Οπ. π., PG 99, 1704D.
570‘Οπ. π., PG 99, 1705A.
571Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή, Η παράδοση της κοινής και της κατ΄ ιδίαν προσευχής, Με ειδική αναφορά στο Ωρολόγιο του Θηκαρά, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 191-200.
572Θεοδώρου του Στουδίτου, Υποτύπωσις καταστάσεως της Μονής Στουδίου, PG 99, 1708BC.
573Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή, οπ. π. σ. 199.
στάση στὶς κοινὲς ἀκολουθίες χαρακτηρίζει τὴν ἀνάγκη οὐσιαστικῆς συμμετοχῆς στὰ τελούμενα καὶ δὲν προσδίδει διάθεση ἀπομόνωσης καὶ διάσπασης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος»574.
574Παναγιώτη Ι. Σκαλτσή, οπ. π. σ. 217.



ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ
Διάκονος Ηλίας Κακουσιάς.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΣΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.
Σύμβουλος Καθηγητής: Αρχιμ. Νικόδημος Σκρέττας.
Θεσσαλονίκη 2015











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου