Αγιος Θεόδωρος Στουδίτης
Εισαγωγή
Οἱ πατέρες, μέσα ἀπὸ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς προσωπικοὺς ἀγῶνες τους καὶ τὶς μάχες κατὰ τῶν αἱρέσεων καὶ διαφόρων ἄλλων προβλημάτων, εἶχαν πάντοτε τὸν ἴδιο ἀντίπαλο. Τὴν Ἐκκοσμίκευση. Διαχρονικὰ καὶ πάντοτε καὶ μὲ τὸ προσωπεῖο κάθε ἐποχῆς, ἡ ἐκκοσμίκευση ἀποτελοῦσε τὴν «ἄρνηση τοῦ χριστιανικοῦ ὁράματος τοῦ κόσμου, τῶν κοσμικῶν καὶ ἐσχατολογικῶν διαστάσεων τῆς χριστιανικῆς πίστης» 1 . Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ πατέρες μάχονταν καὶ νικοῦσαν τὴν ἐκκοσμίκευση, προσφέροντας ξανὰ τὴν σύνδεση μὲ τὴν ἀποκάλυψη καὶ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὸ ἰδανικότερο πεδίο μάχης ἀλλὰ καὶ οἰκοδομῆς: τὴν λατρεία.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες ποὺ ἔδωσαν αὐτὴ τὴν μάχη καὶ τοῦ ὁποίου ἡ δυναμικὴ προσωπικότητα δεσπόζει στὸ λατρευτικὸ καὶ πνευματικὸ στερέωμα τῶν τελευταίων δεκαετιῶν τοῦ ὀγδόου καὶ τῶν πρώτων τοῦ ἐνάτου αἰώνα, εἶναι αὐτὴ τοῦ ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου τοῦ ὁμολογητοῦ.
Ἡ πληθώρα τῶν λειτουργικῶν στοιχείων, ποὺ ἐντοπίζουμε στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου, κυρίως τῶν Ὁμιλιῶν, τῶν Κατηχήσεων καὶ τῶν Ἐπιστολῶν του, ἀποτέλεσαν τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν προσπάθεια συγγραφῆς αὐτῆς τῆς ἐργασίας.
Ἡ ἐργασία μας αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ τὴν μοναδικὴ ἀναφορὰ στὰ ἔργα, τὶς πηγὲς καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, ὅμως ἀποτελεῖ πρωτότυπη προσπάθεια συλλογῆς, ἀξιοποίησης καὶ ἑρμηνείας τῶν λειτουργικῶν στοιχείων καὶ μαρτυριῶν, ἀφοῦ περισσότερο μᾶς ἔκανε ἐντύπωση ἡ περιεκτικότητα τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου, σὲ στοιχεῖα ποὺ ἀφοροῦν τὴν λειτουργικὴ προσευχὴ καὶ τὰ μυστήρια, γιὰ τὰ ὁποῖα γίνεται ἐκτενὴς ἀναφορά.
Ἡ παροῦσα μελέτη ἔχει σκοπό νὰ ἐκθέσει τὶς λειτουργικὲς μαρτυρίες μέσα στὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, ἀναδεικνύοντας τοὺς μοναδικούς μαργαρίτες τῆς λατρευτικῆς αἴσθησης,ἡ ὁποία τὸν διακατεῖχε, τὰ ἀνεκτίμητα μυσταγωγικὰ ψήγματα τῆς ἐμπειρικῆς διδασκαλίας του, τὴν μυστηριοκεντρικὴ νοοτροπία στὴν καθημερινὴ πράξη καὶ διακονία του καὶ τὴν μεταμόρφωση τῆς ζωῆς τῆς μοναχικῆς ἀδελφότητας καὶ τῆς εὐρύτερης χριστιανικῆς κοινωνίας, οὕτως ὥστε νὰ λέγεται ὅτι τὰ «πάντα ἀναμὶξ ἐγένετο» 2 καὶ ἔτσι «τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ»3.
Σημαντικὸς στόχος μας εἶναι ἡ παρουσίαση τῶν περισσότερων στοιχείων λειτουργικῆς Θεολογίας, ποὺ δείχνουν ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος γίνεται συνεχιστὴς σὲ αὐτὰ ποὺ δίδαξαν οἱ πατέρες καὶ ἔζησε ἡ Ἐκκλησία μέχρι τὶς μέρες του. Νὰ ἀποκαλυφθεῖ τὸ γεγονός ὅτι κινεῖται μὲ δυναμισμό μαρτυρώντας τὴν μαρτυρία γιὰ τὴν ταυτότητα τῆς πίστεως καὶ κάθε νουθεσία του, κάθε κατηχητική προτροπή καὶ πατρική παρέμβασή του ἔχει ἐσχατολογική προοπτική, ἄρα καὶ μυσταγωγικό χαρακτήρα.
Στὴν κάθε μία περίσταση ποὺ ἀναφύεται μπροστὰ του, ἐκφράζει ὅτι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ τόν διδάσκει, γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο κάθε πνευματική του ὑποθήκη ἀποσκοπεῖ στὸ νὰ ὁδηγήσει τὸν καθένα στὴν ἀληθινή συνάντηση μὲ τὸν Θεό, ἀποζητώντας μὲ ἔνταση καὶ θεῖο ζῆλο τὴν λατρευτική ἐπίτευξη: «ἅπας τόπος εὐκτήριον γέγονε»4.
Στὴν προσπάθειά μας νὰ ἐκθέσουμε τὴν λειτουργικοθεολογικὴ διδασκαλία, ὅπως αὐτὴ βιώθηκε καὶ ἐκφράστηκε ἀπὸ ἕνα ἀπὸ τοὺς γνησιότερους ἐκφραστές της, κατὰ τὸν ἔνατο αἰώνα τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὸν ἅγιο Θεόδωρο δηλαδή, χρησιμοποιήσαμε τὴν ἱστορικοκριτικὴ μέθοδο μέσα ἀπὸ τὴν ἐξαντλητικὴ μελέτη τῶν κειμένων καὶ τῶν πηγῶν, ἀνάλογα μὲ τὶς ὁποῖες διαμορφώθηκε καὶ ἡ θεματολογία τῆς ἐργασίας μας.
Μετὰ τὴν ἀναγκαία αὐτή εἰσαγωγή, ἡ παροῦσα ἐργασία μας, συναρθρώνεται σὲ ἕξι κεφάλαια. Στὸ πρῶτο κεφάλαιο παρουσιάζουμε τὰ σημαντικότερα σημεῖα τῆς πολύπαθης καὶ ἁγίας ζωῆς τοῦ ἁγίου, καθὼς καὶ βασικοὺς σταθμοὺς τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας, σὲ σχέση μὲ τὸ πρόσωπό του καὶ τὸ Στουδιτικὸ κοινόβιο. Στὰ ὑπόλοιπα πέντε κεφάλαια ἐξετάζονται οἱ διάφορες μορφὲς ἔκφρασης τῆς λατρείας, μέσα στὴν μυστηριακὴ καὶ προσευχητικὴ ζωὴ τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Στὸ δεύτερο κεφάλαιο στοχεύουμε στὴν, ὅσο τὸ δυνατόν, ἐξονυχιστικὴ ἐξέταση τῶν λειτουργικῶν μαρτυριῶν γιὰ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑνὸς τῶν ἤδη καθορισμένων ἑπτὰ μυστηρίων στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα, ἀφ’ ἑτέρου τῶν ἕξι μυστηρίων, κατὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο Στουδίτη ἀκολουθοῦντα τη μαρτυρία Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου5: «ἐξ μυστήρια ἐκτεθεικώς˙ πρῶτον, περὶ φωτίσματος˙ δεύτερον περὶ συνάξεως, εἲτ΄ οὖν κοινωνίας˙ τρίτον περὶ τελετῆς μύρου˙ τέταρτον, περὶ ἱερατικῶν τελειώσεων˙ πέμπτον, περὶ μοναχικῆς τελειώσεως˙ ἕκτον, περὶ τῶν ἱερῶς κεκοιμημένων»6. Δὲν πρόκειται βέβαια περὶ ἰδιορρυθμίας καὶ αὐτόβουλης ἀποφάσεως τοῦ ἁγίου, ἀλλὰ ἔχοντας ὑπόψη πὼς τὰ μυστήρια εἶχαν καθοριστεῖ σὲ ἑπτὰ, στη Δύση μάλιστα, ἀπὸ τὸν δέκατο τρίτο αἰώνα καὶ μετά, μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε ὅτι ὅταν ἔγραφε ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης, μποροῦσε νὰ ἀριθμεῖ τὰ μυστήρια σὲ ἕξι.
Σὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο γίνεται ἐκτενὴς ἀναφορά, πρῶτα στὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας καὶ τῆς Ἐξομολογήσεως. Φαίνεται ἔντονα ἡ ἐπιμονὴ τοῦ ἁγίου γιὰ τὴν μετοχὴ ὅλων τῶν πιστῶν, ἰδιαιτέρως δὲ τῶν μοναχῶν, σὲ αὐτό, διότι ἡ «ἐξαγόρευσις τῶν κρυπτῶν»7 εἶναι βασικὴ καὶ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν πνευματικὴ προκοπὴ καὶ τὴν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας. Ἕνα ἀπὸ τὰ ἕξι μυστήρια κατὰ τὸν ἅγιο εἶναι καὶ αὐτὸ τῆς μοναχικῆς ἀφιέρωσης «διὰ τῆς ἐπενδύσεως τοῦ ἁγίου σχήματος»8, λειτουργικοθεολογικὴ θέση, τὴν ὁποία ὑποστηρίζει μὲ ἱκανὰ καὶ ἀδιαμφισβήτητα ἐπιχειρήματα. Ἀκολούθως στὸ ἴδιο κεφάλαιο ἐξετάζουμε τὸ μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης, στὸ ὁποῖο ἀναφερόταν ὁ ἅγιος, ὄχι τόσο συχνά, ἀλλὰ ἐξ ἀνάγκης, κυρίως σὲ θέματα πτώσεων ἱερέων μέσα στὴ αἱρετικὴ θύελλα, ποὺ κατὰ καιροὺς καὶ σὲ μεγάλα χρονικὰ διαστήματα κλυδώνιζε τὸ καράβι τῆς Ἐκκλησίας. Μέσα ἀπὸ τὶς πνευματικὲς προτροπὲς καὶ πατρικὲς νουθεσίες τοῦ ἁγίου Θεοδώρου σὲ πνευματικὰ τέκνα του, ποὺ ἀκολουθοῦν τὸν ἔγγαμο βίο, φαίνεται ὅτι στὴν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς δικῆς του, ὁ Γάμος εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὡς τέτοιο ἐξετάζεται μέσα ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τοῦ ἁγίου, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ἐπαινεῖται «ὡς νικητὴς τῆς ἁμαρτίας κατεστεμμένος»9. Τὸ κεφάλαιο αὐτὸ παρακολουθεῖ καὶ καταγράφει τὴ λειτουργικὴ αἴσθηση καὶ ἔκφραση τοῦ ἁγίου, ὅσον ἀφορᾶ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, γιὰ αὐτὸ τὸν λόγο παραθέτει καὶ παρουσιάζει στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα δείχνουν τὴν θέση τοῦ ἁγίου, ὅσον ἀφορᾶ τὴν διάζευξη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ τὴν προετοιμασία τοῦ ἀνθρώπου γιὰ αὐτό, καθὼς καὶ τὶς σχετικὲς τελετουργικὲς πράξεις τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι συχνὲς οἱ ἀναφορὲς τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, ὅσον ἀφορᾶ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας, ὅπως συμβαίνει στα Χρυσοστομικά συγγράματα, ὅμως μᾶς προσφέρει μέσα ἀπὸ τὰ κείμενά του, συμπυκνωμένη θεολογία τοῦ μυστηρίου καὶ ὑπέροχη πνευματικὴ διδασκαλία γιὰ τὴν προετοιμασία καὶ τὴν μετοχὴ σὲ αὐτό, καθὼς καὶ τὴν σημασία ποὺ ἔχει ὡς παράγοντας καὶ κριτήριο ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐξετάζονται μαρτυρίες ποὺ ἀφοροῦν τὸ ἅγιο Χρίσμα, καθὼς ἐπίσης οἱ μοναδικὲς ὑποδείξεις τοῦ ἁγίου, γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ βαπτίσματος καὶ οἱ θεόπνευστες ἑρμηνεῖες του γιὰ αὐτό, μέσα ἀπὸ τὶς διδασκαλίες του οἱ ὁποῖες ἀγγίζουν κάθε πιστό, τὸν «τὸ ἀληθινὸν φῶς Χριστὸν ἐνδυσάμενον10»11.
Τὸ τρίτο κεφάλαιο καταγράφει καὶ ἐξετάζει τοὺς καιροὺς τῆς προσευχῆς, τὶς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου δηλαδή, στὶς ὁποῖες ὁ ἅγιος Θεόδωρος συμμετέχει, ἐκπληρώνοντας τὸ αἴτημα τῆς ἀληθοῦς λατρείας τοῦ Θεοῦ. Καθὼς ὁ ἴδιος βιώνει τὰ μέγιστα πνευματικὰ ὀφέλη, γεγονὸς τὸ ὁποῖο φαίνεται ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν κειμένων, παρακινεῖται ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ λειτουργικὰ βιώνεται ὁ χρόνος στὴν καθημερινότητα καὶ θέτει ὡς πυρήνα τῆς κοινοβιακῆς μοναχικῆς ζωῆς, τὴν λατρεία μὲ τὴν γρηγόρηση τῆς προσευχῆς καὶ τῆς δεήσεως «ἐν παντὶ καιρῷ».
Τὰ διακονήματα, ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ ὡς σημαντικὸς παράγοντας τῆς πνευματικῆς προκοπῆς τοῦ μοναχοῦ,ἔχουν μεγάλη ἀξία γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο. Τὸ τέταρτο κεφάλαιο παρακολουθεῖ τὴν τάξη, μὲ τὴν ὁποία ὁ ἅγιος ὀργανώνει τὸ πρόγραμμα διακονημάτων τοῦ κοινοβίου, καθὼς καὶ τὴν ἰδιαίτερη φροντίδα γιὰ τὴν ἀκριβὴ καὶ συνεπὴ ἐπιτέλεση τῶν διακονημάτων, κυρίως αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἄμεση ἢ ἔμμεση σχέση μὲ τὴν λατρεία. Ἐξετάζουμε καὶ κατανοοῦμε τὴν αἴσθηση τὴν ὁποία μοιράζεται μὲ ὅλους ὁ ἅγιος, ὅτι ὁ χρόνος καὶ ὁ κόπος, ὁ ὁποῖος καταβάλλεται, προσφέρεται ἀπὸ τὸν καθένα μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι προσφέρεται στὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Στὸ πέμπτο κεφάλαιο ἐξετάζονται τὰ λειτουργικὰ στοιχεῖα, στὰ ὁποῖα μαρτυροῦνται καὶ παρουσιάζονται οἱ σημαντικότερες ἑορτὲς καὶ πανηγύρεις τοῦ κινητοῦ καὶ ἀκινήτου λειτουργικοῦ κύκλου τῆς μονῆς τῶν Στουδίου. Μέσα ἀπὸ τὸ κεφάλαιο αὐτὸ θὰ κατανοηθεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου γιὰ τὴν λατρεία καὶ ἡ προσπάθειά του νὰ τιμᾶται ὁ Θεός, ἡ Μητέρα Του καὶ οἱ ἅγιοι, μὲ κάθε πνευματικὴ καὶ λατρευτικὴ λαμπρότητα, συνοδευόμενη πάντοτε μὲ εὐσχημοσύνη, «μετὰ εὐταξίας καὶ τῆς καθηκούσης συμμετρίας»12 καὶ μὲ ἀκριβὴ λειτουργικὴ τάξη.
Τὸ ἀκροτελεύτιο ἕκτο κεφάλαιο ἀναζητεῖ, στὰ κείμενα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου, τὶς λειτουργικὲς μαρτυρίες ἐκεῖνες στὶς ὁποῖες ἐκφράζονται οἱ θέσεις του, ὅσον ἀφορᾶ τὴν μοναχικὴ κληρονομιὰ καὶ τὴν τελειότητα τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὴν πράξη, καθὼς καὶ τὴν λειτουργικὴ προσευχή, τῆς ὁποίας ἐξετάζονται οἱ τρόποι ποὺ ἐπιτελεῖται μέσα ἀπὸ τὴν κοινὴ προσευχητικὴ σύναξη καὶ τὴν κατὰ μόνας προσευχή.
Ἡ ἐργασία κλείνει μὲ τὰ ἀναγκαία συμπεράσματα καὶ τὴν καταγραφὴ τῆς βιβλιογραφίας.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1AlexanderSchmeman, «Ἐξ Ὕδατος καὶ Πνεύματος», Λειτουργικὴ μελέτη τοῦ Βαπτίσματος, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1990. σ. 7.
2.Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ, PG 57, 15, στ. 58.
3Μηναῖον Ἰανουαρίου, 6η , β’ εὐχὴ τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ.
4Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, , ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ, PG. 49, 400.
5 Βλ. Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, Περί ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, PG 3, 369-584.
6ΑΘΣΕ, 3, Επιστολαί, Βιβλ. Β’, επ. ΡΞΕ’, Γρηγορίῳ τέκνῳ, σ. 551.
7ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. Ϟς’, σ. 372.
8ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΡΙΓ’, σ. 445.
9ΑΘΣΕ, 3, Ἐπιστολαί, Βιβλ. Β’, ἐπ. Ν’, Ναυκρατίῳ τέκνῳ, σ. 201.
10Πράξ. θ΄ 9.
11Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Εἰς τὴν Παραμονὴν τῶν Φώτων, Λόγος Β’, ΕΠΕ 18, σ. 46.
12ΑΘΣΕ, 1, Μεγάλη Κατήχησις, κατ. ΜΖ’, σ. 193.
Διάκονος Ηλίας Κακουσιάς.
ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΣΤΑ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ
ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ Α.Π.Θ.
Σύμβουλος Καθηγητής: Αρχιμ. Νικόδημος Σκρέττας.
Θεσσαλονίκη 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου