Οδοιπορικό στο Αγιο Όρος
Στα καλντερίμια των Καρυών
Περπατώντας στα καλντερίμια των Καρυών ή εν ταις αγυϊαίς των Καρυών –για να χρησιμοποιήσουμε την υπέροχη γλώσσα του Παπαδιαμάντη- ακόμα δε μπορούσα να συνειδητοποιήσω την αλλαγή του κόσμου. Μου φαινόταν όλα τόσο φυσικά. Δε μου λείπανε ούτε εφημερίδες, ούτε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα ή ο,τιδήποτε άλλο. Στον ένα από τους δύο καπνίζοντες της παρέας δε του έλειψε καθόλου το τσιγάρο. Μόνο –και οφείλω να είμαι ειλικρινής- μου λείψανε οι γυναικείες φωνές. Ακολουθώντας το κεντρικό καλντερίμι φτάσαμε στο τέλος του οικισμού. Ένας φούρνος το τελευταίο οίκημα. Η μυρωδιά σου έσπαγε τα ρουθούνια. Από κει και πέρα συναντούσες ένα καταπράσινο μέρος. Ένα σταυροδρόμι χωμάτινο, ένα ποτάμι να το διασχίζει, πέτρινη γεφυρούλα και γάτες να παίζουν στο γρασίδι. Ακολουθήσαμε το δεξί χωματόδρομο. Σε 2 λεπτά, ένας φράκτης και μια ξύλινη πόρτα. Την ανοίξαμε και προχωρήσαμε. Ήταν η πίσω μεριά της μονής Κουτλουμουσίου. Εκλεκτές ποικιλίες αμπελιού δεξιά και αριστερά μας, περιποιημένα, φροντισμένα. Μπροστά στη πίσω πύλη του μοναστηριού, 3 νεαροί καλόγεροι μεταφέρανε δεμάτια σανού. Ο ένας, με το που μας βλέπει, μας λέει για να αστειευτεί :``άντε παιδιά, πηγαίνετε στο αρχονταρίκι, να σας δώσουν φόρμες, να ‘ρθείτε να βοηθήσετε.``
Περάσαμε την πύλη, πήγαμε στο αρχονταρίκι που βρίσκεται πάντα στην κεντρική είσοδο της μονής, μας φίλεψε ο αρχοντάρης λουκούμι και τσίπουρο και πήγαμε στα δωμάτια μας. Αρχιτεκτονικώς η μονή, όπως και κάθε μονή του Α.Ο., είναι κτισμένη σαν σε κάστρο. Ένα μικρό τριώροφο κάστρο στο οποίο βρίσκονται όλοι οι λειτουργικοί χώροι της μονής (ξενώνες, κελλιά, αρχονταρίκι, τράπεζα κ.τ.λ.). ξύλινες σκάλες. Μείναμε έκπληκτοι από την καθαριότητα της μονής. Όσο για το δωμάτιο μας! Τετράκλινο, με δικό του μπάνιο, πετσέτες, σαπούνια, κουβέρτες, στάμνα και ποτήρια για νερό το βράδυ, καλοριφέρ. 25 Στο κέντρο της μόνης δεσπόζει το καθολικό, η κεντρική εκκλησία στην οποία συγκεντρώνονται όλοι οι μοναχοί. Η ώρα ήταν ακόμα 2. στις 3 θα άρχιζε ο εσπερινός. Μέχρι τότε βγήκαμε λίγο έξω. Νεαροί μοναχοί σκάβανε και φροντίζανε λάχανα, κουνουπίδια και άλλα χόρτα. Γυρνώντας το βλέμμα σου έβλεπες εδώ και εκεί καλύβες, όμορφες περιποιημένες, όπου διέμειναν κάποιοι μοναχοί. Στο βάθος, βαμμένη άσπρη, φάνταζε η καλύβα του μακαριστού γέροντος Παϊσίου. 30 λεπτά έκανες την κατηφόρα και 1 ώρα την ανηφόρα. Δεν προλαβαίναμε σήμερα. Είπαμε για αύριο, αλλά ούτε και τότε προλάβαμε. Εκεί, μένει τώρα ο υποτακτικός του, ο γέροντας Αρσένιος, πολύ καλός όπως ακούσαμε, αλλά και πολύ κουρασμένος καθώς η συρροή των επισκεπτών είναι μεγάλη. Εκείνο που σχολιάζαμε, αν και τόσες λίγες ώρες στο Α.Ο. είναι η δύναμη αυτών των ανθρώπων να μονάσουν. Ιδίως των πολλών νεαρών που βλέπαμε. Είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα που πραγματικά απορούσαμε. Πως πήραν την απόφαση και ήρθαν. Βάζαμε τον εαυτό μας στη θέση τους και τρομάζαμε. Δε θα μπορούσαμε ούτε ένα μήνα να μείνουμε. Τόσο δύσκολα τα πράγματα. Χρειάζεται τεράστιο ψυχικό τε και σωματικό απόθεμα δυνάμεων. Αυτό, ας το έχουν υπόψη τους πολλοί οι οποίοι –στηριζόμενοι σε ελάχιστες κακές εξαιρέσεις και σκάνδαλα- καταδικάζουν και διασύρουν συλλήβδην το μοναχισμό είτε από άγνοια, είτε από μίσος, είτε από όφελος. Μα, ας έρθουν να δουν τη σκληραγωγία των μοναχών, ας προσπαθήσουν να βάλουν τον εαυτό τους στη θέση τους και μετά ας κρίνουν και ας κατακρίνουν. Είναι απολύτως φυσιολογικό και επόμενο, μερικοί μοναχοί –και με τις καλύτερες και αγνότερες προθέσεις ερχόμενοι- να μην αντέχουν και να πέφτουν σε ατοπήματα. Εξάλλου, ιδίως σε ένα τόσο αγιασμένο μέρος, ο διάβολος επιτίθεται με μανία. Ας έρθουν. Το τονίζω αυτό, γιατί δυο ώρες ήμασταν εκεί και παρόλα αυτά τα είχαμε παίξει από την σκληραγωγία. Και αναλογίσου εσύ, διστακτικέ αναγνώστη, να ξυπνάς από τις 3 το πρωί, να δουλεύεις μέχρι το μεσημέρι, να τρως λίγο, να κοιμάσαι λίγο, να μην έχεις κοσμικές χαρές, να μιλάς με άλλους ελάχιστα έως καθόλου, να έχει ταυτόχρονα και το πόλεμο του διαβόλου, θα άντεχες; Και μην ακούσω την κλασσική απάντηση, αφού αποφάσισαν αυτό οφείλουν να το τηρήσουν. Γιατί; Άνθρωποι σαν και εσένα δεν είναι; Τι το διαφορετικό έχουν; Εσύ, στον κόσμο και με όλες τις ανέσεις και όμως πολλές φορές κάνεις αβαρίες, παραχωρήσεις, ξεφεύγεις από το δρόμο που έχεις χαράξει. Το τάλαντο, ακούστηκε αχνό, ξεθωριασμένο, παράξενο. Η ώρα ήταν 2:30. ο μοναχός που είχε αναλάβει αυτό το διακόνημα έκανε το γύρο του ναού. Οι γεροντότεροι μοναχοί άρχισαν να συγκεντρώνονται. Χτύπησε άλλη μια φορά στις 2:45 και τελευταία στις 3. Αυτό το τελετουργικό μα φάνηκε παράξενο, σαν εικόνά από το ``Όνομα του Ρόδου``, σα σκηνικό άλλης εποχής. Και δεν είχαμε δει τίποτα ακόμα. Μπήκαμε στην εκκλησία. Ο τύπος της είναι ο συνηθισμένος του Α.Ο. για μας τους αδαείς περί τη ναοδομία, ο ναός μοιάζει σα να αποτελείται από 3 μέρη.
Το πρώτο μέρος, εξωτερικό, περιβεβλημένο από τζάμια και με τοιχογραφίες. Είναι το μόνο μέρος που δεν έχει θέρμανση και στο οποίο οι μοναχοί, κατά τις ώρες τις ακολουθίας, μας συμβούλευαν να μην παραμένουμε εκεί. Εξαιρέτως, λόγω της στενότητας του χώρου, εκεί υπήρχε και μια μαρμάρινη φιάλη με νερό. Η κανονική της θέση, όπως θα τη συναντήσουμε σε μεγαλύτερες μονές είναι έξω, στο προαύλιο, σε κιόσκι. Ύστερα, διαβαίνουμε την πόρτα και αρχίζει το κύριο οικοδόμημα του ναού. Συναντάμε την λιτή, έναν ορθογώνιο χώρο που χωρίζεται με τοίχο από την υπόλοιπη εκκλησία με την οποία ενώνεται με τρεις θύρες, μια κεντρική και δυο πλαϊνές –εν είδει τέμπλου. Στην ουσία μοιάζει σα μια μικρή εκκλησία. Άλλωστε, ο τοίχος είναι αγιογραφημένος, στα δεξιά με την εικόνα του Χριστού και στα αριστερά με την εικόνα της Παναγίας. Στο μέρος αυτό, κατά τους 27 πρωτοχριστιανικούς χρόνους παρέμεναν κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας οι κατηχούμενοι –οι μη βαπτισμένοι. Και σήμερα έχει τελετουργική σκοπιμότητα, χρησιμοποιούμενο για να τελούνται διάφορες ακολουθίες, όπως της ενάτης ώρας, του αποδείπνου κ.α. Στα αριστερά της λιτής, μια πορτούλα επικοινωνούσε με ένα παρεκκλήσιο κολλημένο στο κυρίως ναό. Είναι αφιερωμένο στην Παναγία τη Φοβερά Προστασία, τη θαυματουργή εικόνα (του 14ου αι.) Της οποίας κατέχει η μόνη. Η εικόνα αυτή είναι συνδεδεμένη με τον τόπο μας, την Κρήτη, καθώς φυλασσόταν ε ένα μετόχι της μονής εδώ και προστάτευε τη γύρω περιοχή από εχθρούς και επιδρομές. Αργότερα μεταφέρθηκε στη νυν θέση της. Ακόμα και εδώ η Κρήτη παρούσα, ζωντανή! Και που να ξέραμε ότι επόταν συνέχεια. Η ενάτη ώρα τελείωσε. Οι πόρτες της λιτής άνοιξαν και μπήκαμε για την τέλεση του εσπερινού στον κυρίως ναό ο οποίος, από ορθογώνιος σπάζει σε δυο ημικύκλια και ξαναγίνεται ορθογώνιος, με απόληξη το ιερό βήμα. Στα δυο ημικύκλια, κάθονται πρωτίστως οι ψάλτες και κατά δεύτερο λόγο, όσοι εκ των μοναχών και προσκυνητών το επιθυμούν. Είναι 3, έξω ακόμα μέρα, μα μέσα σκοτάδι. Οι μοναχοί, τους βλέπεις, ακούνε προσεχτικά την ακολουθία, σα να θέλουν να νιώσουν κάτι και ταυτόχρονα προσεύχονται με το κομποσχοίνι. Σε κάποιους, πιο παλαιούς και πιο έμπειρους, διακρίνεις μια αλλοίωση του προσώπου τους, σα να μη βρίσκονται στον τόπο ετούτο αλλά αλλού. Στις 4 τελειώνει και, πρώτα οι μοναχοί και έπειτα εμείς, οδεύουμε προς την 28 Τράπεζα. Συνήθως, η τράπεζα βρίσκεται απέναντι από την εκκλησία. Κατ` εξαίρεσιν εδώ όχι. Δεν περιγραφώ διεξοδικά όλο τελετουργικό καθώς σε άλλα μοναστήρια θα το δούμε πιο πλούσιο. Με το που μπαίνει ο τελευταίος, η θύρα κλείνει. Όποιος πρόλαβε, πρόλαβε. Οι άλλοι μένουν εκτός του νυμφώνος. Προσευχόμαστε και καθόμαστε να φάμε. Ένας μοναχός δεν τρώει, αλλά διαβάζει πατερικά κείμενα. Ο λόγος είναι προφανής. Αφενός να αποφεύγονται οι ομιλίες, αφετέρου να αποσπάται σε αυτά που διαβάζονται ο νους των μοναχών και να μη δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο φαΐ. Το φαΐ, αντιμετωπίζεται ως ένα μέσο επιβίωσης και όχι ως ένα μέσο απόλαυσης. Άλλωστε, οι μοναχοί προσπαθούν και αγωνίζονται να αποδιώξουν οιανδήποτε σαρκική απόλαυση. Για αυτό και η διάρκεια του φαγητού κρατάει γύρω στα 15 λεπτά.
Ήταν ένας αγώνας για μας τους λαϊκούς να προλάβουμε να φάμε. Παρ` όλα αυτά, απόλαυσα τα πράσα που ήταν σερβιρισμένα με μια καταπληκτική σάλτσα που θα τη ζήλευε και ο καλύτερος μάγειρας. Πρέπει να ήταν λάδι με ξύδι ή λεμόνι χτυπημένο μαζί με αλεύρι για να είναι πηχτή. Πρόλαβα επίσης να φάω το τυρί και τις ελιές τους, μα έμεινα με το φρούτο στη μέση. Στα 15 λεπτά, ακούγεται ένα καμπανάκι. Όλοι σταματούν να τρώνε. Ο αναγνώστης σταματάει το διάβασμα, πηγαίνει στο ηγούμενο, του φιλάει το χέρι. Αυτός, του δίνει ένα ποτήρι κρασί και μια φέτα ψωμί και μετά βγαίνοντας έξω, στέκεται αριστερά -ενώ 3 άλλοι μοναχοί που αποτελούν το ηγουμενοσυμβούλιο στα δεξιά- και ευλογεί τους εξερχόμενους. Κατευθείαν στην εκκλησία για το Μικρό Απόδειπνο που τελείται στην λιτή, ενώ οι λαϊκοί, από τη διπλανή πόρτα εισέρχονται στον κυρίως ναό όπου και προσκυνούν τα ιερά λείψανα. Το πόδι της Αγίας ‘Αννης, το χέρι της Αγίας Αναστασίας, τίμιες κάρες Αγίων. Για όποιον δεν πιστεύει, αυτά δε σημαίνουν τίποτα. Για τους πιστούς όμως! Σα να πατούν στα Αγια των Αγίων, σα να ενώνονται περισσότερο με το Θεό, σα να ωθούνται να δουν το πρόσωπο του Θεού. Η ώρα είναι 4:45. Στις 5:30 θα κλείνανε οι μπάρες της μονής. Ένας περίπατος στο προαύλιο. Ο ήλιος έδυε σιγά-σιγά. Οι μολυβένιες σκεπές τονίζονταν ιδιαίτερα, όπως και το κόκκινο χρώμα της εκκλησίας. Ώρες ησυχίας και περισυλλογής.
Τέτοια ώρα, στις πόλεις, διακρίνοντας με δυσκολία το μωβ χρώμα του ουρανού ανάμεσα από τις χαραμάδες που αφήνουν οι δρόμοι και οι πολυκατοικίες, νιώθουμε μια μελαγχολία, ιδιαίτερα αν είμαστε μόνοι. Αλλά και με κόσμο, πάλι νιώθουμε το αυτό. Ένα αίσθημα ανικανοποίητου, ανολοκλήρωτου, λειψού, συνδυαζόμενο με τη μοναξιά που πλακώνει. Μια θλίψη διατρέχει τη ψυχή μας. Τα έχουμε όλα και τίποτα. Μόνο που εδώ, νιώθουμε και δε νιώθουμε το ίδιο συναίσθημα. Μόνοι μα ταυτόχρονα και τόσο γεμάτοι. Απηλλαγμένοι από τις βιοτικές μέριμνες βλέπουμε τον ουρανό να σκοτεινιάζει` αντί να αντιπαλεύουμε τον εαυτό μας, τα βρίσκουμε μαζί του. Αυτό είναι το Άγιο Όρος. Τόπος γνωριμίας και συμφιλιώσεως με τον εαυτό σου. Και όταν τα βρεις με τον εαυτό σου ηρεμείς, αναζωογονείσαι, δε σου φαίνονται όλα κενά και μάταια στη ρουτίνα της ζωής, ούτε νιώθεις μόνος. Και όταν τα βρεις με τον εαυτό σου, τα βρίσκεις και με τους συνανθρώπους σου. Και όταν τα βρεις με τους συνανθρώπους σου, τα βρίσκεις και με το Θεό. Χρησιμοποιώ παρακάτω –όπως τα θυμάμαι- τα λόγια ενός γέροντα, του π. Ιωακείμ Βραχνιώτη, που θα το γνωρίσουμε αργότερα. Για αυτό κλείνουν οι πόρτες της μονής το χειμώνα από τις 5:30. Για αυτό από τις 2 με 3 η ώρα τη νύχτα αρχίζει η λειτουργία. Σε πολλά μοναστήρια, ο ηγούμενος, από την αρχή της λειτουργίας γυρνάει με ένα κερί και ψάχνει να βρει αν ήρθαν όλοι οι μοναχοί. Η νύχτα πρέπει να αξιοποιείται για να τα βρίσκουμε με τον εαυτό μας.
Και δυστυχώς πολλοί λαϊκοί αυτό δεν το κάνουν. Έρχονται, βλέπουν, τρώνε, κοιμούνται και φεύγουν με το πρώτο λεωφορείο το πρωί, χωρίς να έχουν πάρει τίποτα από αυτά που έχει να προσφέρει το Α.Ο. 30 Οδοιπορικό στο Αγιο Όρος (3) ``Έλα, ξύπνα``, ακούω μέσα στον ύπνο μου την φωνή του Γιώργου. ``Ε, τι έγινε`` λέω. ``Χτυπήσανε, είναι 3 η ώρα``. ``Πως και δεν άκουσα τίποτα;``. Ξυπνήσαμε και τους άλλους και σιγά- σιγά ντυθήκαμε και κατεβήκαμε στην εκκλησία. Τα αστέρια τρεμόπαιζαν και φώτιζαν το χώρο, ξεχωρίζοντας και διασπώντας το μαύρο του ουρανού. Ήταν μια τόσο γλυκιά νύχτα. Αίσθημα παράξενο. Συνήθως δεν αισθάνεσαι τίποτα όταν είσαι στον κόσμο. Τέτοια ώρα κοιμάσαι. Ή γυρνάς από διασκέδαση. Ή πηγαίνεις από διασκέδαση σε διασκέδαση. Και το περνάς ξώφαλτσα. Αχ, τι ωραία που είναι λες, αλλά δεν προλαβαίνεις να το χαρείς. Μπαίνεις σε άλλο κλαμπ. Ή ζαλισμένος όπως είσαι από το ποτό και τη μουσική λίγο το χαίρεσαι. Ελάχιστες φορές, το καλοκαίρι, όταν είσαι στην παραλία με την κοπέλα σου ή σε ένα ήσυχο μέρος το χαίρεσαι περισσότερο.
Κάπως έτσι νιώθαμε και εμείς. Άτυχοι που δεν το απολαμβάνουμε συνέχεια, μα και τυχεροί που το απολάψαμε έστω και για λίγο. Το όλο σκηνικό συνετέλεσε στην κατάνυξη που ένιωθες μπαίνοντας στην εκκλησία. Μόνο καντήλια αναμμένα. Και σε κάποιες στιγμές κεριά του πολυέλεου, που άναβαν και έσβηναν τις στιγμές που όριζε το τυπικό. Με δυσκολία ξεχώριζες το διπλανό σου. Ήταν τέλεια ευκαιρία για να προσευχηθείς και να ηρεμήσεις. Αν τη αξιοποιήσεις. Μη συνηθισμένος, ίσως και να κοιμηθείς πάνω στο στασίδι. Μύριες σκέψεις περνούσαν από το νου σου. Μακάρι να σου διδόταν και στον κόσμο τέτοιες ώρες ησυχίας, αγαλλιάσεως και σκέψεων. Περιμέναμε να ακούσουμε ψαλμωδίες. Αυτές τις καταπληκτικές αγιορείτικες ψαλμωδίες, τις φημισμένες. Μα δυστυχώς η μονή υστερούσε. Πήραμε το αντίδωρο μας και μιμούμενοι τους μοναχούς ήπιαμε νερό από την φιάλη στο πρόναο. Είχε ήδη ξημερώσει. Γυρίσαμε στα δωμάτια μας, μαζέψαμε τα πράγματα μας και αναχωρήσαμε. Δεν είχαμε προγραμματίσει ποια θα ήταν η επόμενη μονή. Το μόνο ήταν να επισκεφθούμε ένα γέροντα που έμενε σε μια καλύβα, δυο λεπτά έξω από τη μονή. Ήταν το κάθισμα του Αγίου Νικολάου. Ξύλινος φράκτης. Διώροφη καλύβα, πετροντυμένη, σαν εξοχικό στο βουνό φάνταζε. Αρκετά μεγάλο για κατοικία ενός μοναχού. Βεβαίως να μη ξεχνάμε ότι οι καλύβες κτιζόταν κυρίως για πολλούς μοναχούς. Ας όψεται η λειψανδρία. Εξάλλου, ένα μέρος της καλύβας το αποτελεί η εκκλησία. Αλλά και πάλι, μεγάλο δεν είναι; Εκείνη την ώρα έβγαινε ο μοναχός, ο γέροντας Ιούστος να ταΐσει τις γάτες του. Δε σου γέμιζε το μάτι. 70 ετών, ολίγο παχουλούτσικος, πόρρω απείχε από την ασκητικότητα που υπέθετες και περίμενες. Μα, η πρώτη ή η εξωτερική εντύπωση πολλές φορές απατά. Και όντως, έτσι ήταν. Ήταν ένας εξαίρετος γέροντας, πολύ πνευματικός, μορφωμένος, με γνώση του κόσμου αν και εκτός κόσμου. Έπαιρνες και μάθαινες πολλά από αυτόν. Σας συνιστώ ανεπιφύλακτα αν βρεθείτε σε αυτή την περιοχή να τον επισκεφθείτε. Πολλά θα ωφεληθείτε. Όπως πολλά ωφεληθήκαμε και εμείς. Αρχικά, μας έλεγε διάφορα πράγματα, λειτουργικά, εκκλησιαστικά. Μας έλεγε και για τα κακώς κείμενα του Α.Ο., για μοναχούς που εκμεταλλεύονται τη θρησκοληψία των ανθρώπων προς ίδιον όφελος.
Μας ανέφερε συγκεκριμένη περίπτωση μοναχού που τάχα προφήτευε για προσποριστεί οικονομικά οφέλη από αδαείς. Και όπως γράφει στο τελευταίο του βιβλίο, πως τους αντέχετε αυτούς, διώξτε τους από το Α.Ο. Μετά επεκτάθηκε και σε εμάς, να δει αν είχαμε και τι πρόβλημα και πως μπορούσε να μας βοηθήσει. Λίγα του έλεγες, πολλά καταλάβαινε. Στον κάθε ένα έλεγε αυτό που του ταίριαζε. Στηλίτεψε δε -ίσως γιατί διέβλεπε σε κάποιον από την παρέα κάποια συμπτώματα- με πάθος αλλά και με διακριτικότητα το φαινόμενο του φανατικού χριστιανού. Αυτού που νομίζει ότι τα γνωρίζει όλα, ότι κατέχει τη γνώση. Που δίνει ερμηνείες, που λέει έτσι έχουν τα πράγματα. Όλες τις αντίθετες γνώμες και απόψεις τις θεωρεί βλακείες. Που στον εξομολόγο του δεν λέει μόνο τις αμαρτίες του, τις απορίες, αλλά τον έχει και σαν καθοδηγητή στα πιο απλά πράγματα π.χ. τι είδος μαγαζί θα ανοίξει. Που με ύφος επιτακτικό, δασκαλίστικο, απόλυτο σε διατάσσει να πηγαίνεις εκκλησία και σε επικρίνει με σφοδρότητα αν δεν το κάνεις. Που τυπικώς διακηρύσσει την αγάπη αλλά στην ουσία είναι πιο εγωιστής από τους εγωιστές και δίχως να το καταλαβαίνει. Αυτόν τον τύπο ανθρώπου στηλίτεψε ο π. Ιούστος. Γιατί η πίστη θέλει προπαντός σιωπή και αγώνα. Δεν επιδεικνύεται, δεν φωνάζει, δε δείχνεται. Δεν είναι απόλυτη. Η αληθινή πίστη δεν κατακρίνει κανέναν άνθρωπο, δεν υπαγορεύει σε κανέναν άνθρωπο, αλλά τους δέχεται όλους όπως είναι. Η αληθινή πίστη είναι κυρίως βίωμα και όχι επίδειξη. Ένας αληθινά αληθινός εξαίρετος γέροντας ο π. Ιούστος Μπρούσαλης.
Και πάλι τονίζω αν βρεθείτε σε αυτή την περιοχή να τον επισκεφθείτε. Ή για όσους πηγαινοέρχονται Αθήνα, αυτή την περίοδο διαμένει στον Πειραιά. Φεύγοντας, επισκεφθήκαμε κατά προτροπή του τη σκήτη του Αγ. Ανδρέα (ή Σεράϊ), που μόνο για σκήτη δε δίδει την εντύπωση αλλά για κανονικό μεγάλο μοναστήρι. Ανήκει στη μονή Βατοπεδίου και κάποτε είχε πουληθεί σε Ρώσους επί Τουρκοκρατίας. που οικοδόμησαν το μεγαλοπρεπή ναό της σκήτης και τα υπόλοιπα κτίρια, με σκοπό να την κάνουν το διοικητήριο του Α.Ο. Με άλλα λόγια, επιδίωκαν να διοικήσουν αυτοί το Α.Ο. Ευτυχώς, ήρθε η απελευθέρωση και τα σχέδια τους ματαιώθηκαν. Η σκήτη σιγά –σιγά εγκαταλείφθηκε. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος, απείλησε ότι αν παραμείνει έρημη η σκήτη θα την προσαρτήσει και θα στείλει Ρώσους μοναχούς. Έτσι, βιάστηκαν οι πατέρες της Βατοπεδίου και έστειλαν μια μικρή συνοδεία, η οποία με το χρόνο αυξήθηκε και έφτασε στους 20 μοναχούς. Εξίσταμαι και ίσταμαι. Μόνο αυτή η φράση δύναται να περιγράψει την ωραιότητα, την λαμπρότητα, το μεγαλείο του ναού. Μεγάλων διαστάσεων (διπλάσιος από το δικό μας Μητροπολιτικό ναό), με χρυσή επένδυση στο τέμπλο και σε κάθε στύλο που στήριζε την εκκλησία και από μια διαφορετική φορητή εικόνα της Παναγίας. Κρίμα που δε σκέφτηκα να καταγράψω τα προσωνύμια που Της είχαν δοθεί. Πρέπει να ήταν πάνω από 10 εικόνες της. Και βεβαίως, προσκυνήσαμε το μέγα θησαύρισμα της σκήτης, τεμάχιο της Τιμίας Κάρας του Απ. Ανδρέα που -σε αντίθεση με το τεμάχιο που κατέχει η Πάτρα- μυροβλύζει. Ενός από την παρέα του μύρισε. Εμένα όχι. Μας ξενάγησε ένας νεαρός μοναχός, με ξενική προφορά. Το πρόσωπο του ήταν, σε αντίθεση με τα δικά μας, πολύ ήρεμο –σα να είχε βρει τη γαλήνη της ψυχής του. η προφορά του ήταν παράξενη. Δεν έμοιαζε με ρώσικη ή σλαβική παρά με δυτικοευρωπαϊκή. Και όντως. Ήταν Άγγλος. Φανταστείτε την έκπληξη μας. Πως αυτός, ένας Άγγλος, εκ γενετής προτεστάντης, έγινε ορθόδοξος μοναχός στο Α. Ο. Ο Θεός και η Παναγία, απάντησε με ένα ύφος ευχαριστήριο. Ήταν από το 1998. Και όμως, είχε καταφέρει σε αυτό τα σύντομο χρονικό διάστημα να νιώσει το Θεό, όταν άλλοι μοναχοί –και πόσο μάλιστα Έλληνες, που έχουν από τα γεννοφάσκια τους κατηχηθεί στην Ορθοδοξία- το καταφέρνουν πολύ αργότερα ή και ποτέ. Τελειώνοντας την επίσκεψη μας στη σκήτη, να αναφέρουμε πως σε αυτήν στεγάζεται και η Αθωνιάδα σχολή που ιδρύθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα και πλείστα έχει προσφέρει στη μόρφωση των ελληνοπαίδων και την οποία 33 ελάμπρυνε ως καθηγητής ο Ευγένιος Βούλγαρης. Αργότερα έπεσε σε μαρασμό, ενώ σήμερα λειτουργεί σα Γυμνάσιο και Λύκειο, ενώ οι μαθητές της – που προέρχονται από όλα τα μέρη της Ελλάδας- βρίσκονται υπό την κηδεμονία των 20 μονών, στις κοντινές δε της σχολής διαμένουν.
Μην φανταστεί κανείς, πως οι μαθητές αυτές προορίζονται για καλόγεροι ή παπάδες, ή ότι ωθούνται προς αυτόν τον βίο. Ίσα- ίσα. Με πολλούς τελειόφοιτους που μίλησα, εξέφρασαν την επιθυμία να δώσουν πανελλήνιες και να πετύχουν σε κάποια σχολή. Ακολουθώντας πάλι την προτροπή του γέροντος Ιούστου, αποφασίσαμε να πάμε στη Μεγίστη Λαύρα. Η μονή βρίσκεται στο αριστερό κάτω άκρο της αθωνικής χερσονήσου, εντελώς αποκομμένη και απομονωμένη από τις άλλες μονές. Για να πας –όπως άλλωστε και σε άλλα μοναστήρια- χρησιμοποιείς ή τα πόδια (5.30 ώρες) ή πουλμανάκι των 13 θέσεων, όπου προτιμότερο είναι να μαζευτούν όσο γίνεται περισσότερα άτομα για να πληρώσετε λιγότερα. Τα πουλμανάκια τα οδηγούν κατά το πλείστον Αλβανοί. Αυτό μας προξένησε αλγεινή εντύπωση. Αλβανούς συναντήσαμε και αλλού, όπως στο ξυλουργείο της Ι.Μ. Ιβήρων. Αλλά, αφού εμείς οι Έλληνες είμαστε ψωνισμένοι. Ούτε καν στα χωριά δεν καταδεχόμαστε να πάμε. Θέλουμε πόλη. Και ας πεινάμε. Ένας ξυλουργός, αν πήγαινε να δουλέψει στο Α.Ο. για 2-3 χρόνια, με δωρεάν φαΐ και ύπνο, θα είχε μαζέψει αρκετά χρήματα για να τα αξιοποιήσει επιστρέφοντας στον τόπο του. Και ο ισχυρισμός ότι θα του λείπουν οι ανέσεις είναι ελλειμματικός. Μήπως στην πόλη είναι ο καρδιοκατακτητής ή μήπως διασκεδάζει κάθε μέρα στα μπουζούκια; Εξάλλου, η Θεσσαλονίκη είναι κοντά. Αλλά εδώ δε πηγαίνει να μείνει σε κοντινά της πόλης χωριά. 34 Οδοιπορικό στο Άγιο Όρος (4) Ο δρόμος προς τη Μεγίστη Λαύρα είναι δύσκολος. Χωμάτινος, με πολλές και απότομες στροφές, στενός και από κάτω γκρεμός και η θάλασσα. Ποτάμια πέρναγαν πάνω από το δρόμο και πάνω από τα ποτάμια πέρναγε το λεωφορειάκι. Μια βροχή 2 ωρών να πέσει και η διάβαση γίνεται απαγορευτική. Για αυτό άλλωστε στην είσοδο της μονής έγινε πρόσφατα ελικοδρόμιο. Είναι τόσο απομονωμένη που χρειαζόταν. Ύστερα από 1.30 ώρα δύσκολου ταξιδιού, φθάσαμε στη μονή.
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο :
Τα κείμενα αποτελούν εμπειρίες των μελών και των επισκεπτών των ιστοχώρων athos.edo.gr και www.athos.gr.
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου