ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 07/05/16

Τρίτη 5 Ιουλίου 2016

Σύγχρονα θαύματα

0 σχόλια

Σύγχρονα θαύματα


Πολλοί άνθρωποι σήμερα είναι άπιστοι , και έχουν καρδιά σκληρή, σαν την πέτρα . Εκείνος πού είναι άπιστος ,δεν είναι άπιστος γιατί δεν είδε ποτέ κανένα θαύμα ,αλλά γιατί έχει μέσα του καρδιά με κλίσι στην απιστία .O εγωισμός και η εσωτερική υπερηφάνεια , έχουν σαν αποτέλεσμα την απιστία σε κάθε τι το απλό ,το ταπεινό και το άσημο . Η πίστη ( η εμπιστοσύνη δηλαδή στον Θεό ) , είναι μία δωρεά , ένα χάρισμα , πού δίνεται από τον Δημιουργό , σε όποιον έχει ταπεινοφροσύνη , μικρή ιδέα για τον εαυτό του ,και καθαρή, αγνή καρδιά !
Με αυτούς συμβαίνει εκείνο πού είπε ο Χριστός · « Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία , ότι αυτοί τον Θεό όψονται … » .Ο πονηρός , εγωϊστής , και άπιστος άνθρωπος , όλα τα εξετάζει και τα σκαλίζει με το ψυχρό βλέμμα του ,έχοντας την υπερήφανη ιδέα ότι τα ξέρει όλα ,και ότι αυτός δεν μπορεί να ξεγελασθή όπως μερικοί « κουτοί και θρησκόληπτοι ,ευκολόπιστοι , και ανόητοι άνθρωποι …» .( από τον Εθνικό αγιογράφο και γνωστό συγγραφέα Φώτη Κόντογλου).
Τά πιο πάνω λόγια δεν απευθύνονται σε προκατειλημμένους ανθρώπους ,γιατί και θαύματα να ιδούν ,θεραπείες ασθενειών ακόμη και αναστάσεις νεκρών μπροστά στα μάτια τους να συμβούν, δεν πρόκειται να πιστεύσουν ….
Read More ->>

Η Νοσταλγία του Γιάννη

0 σχόλια

 
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Η νοσταλγία του Γιάννη


- Δὲ μ᾿ λὲς Σαραφιανέ, τί κάνουν ἐκεῖνα τὰ μ᾿λάρια τ᾿ Γιάννη τ᾿ Ἀργαστιώτη;

Τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν ἀπηύθυνε περιοδικῶς ὁ Γιάννης ὁ Λιοσαῖος εἰς τὸν Σαραφιανόν, τὸν φαιδρὸν καὶ ἀνοικτόκαρδον καταστηματάρχην τοῦ ὡραίου, σχεδὸν ἐξοχικοῦ μαγαζιοῦ, τοῦ γερω-Θωμαδάκη. Ὁ γέρων ἦτο πατὴρ τοῦ Σαραφιανοῦ καὶ ὡς μαγαζὶ ἐχρησίμευεν ὅλον σχεδὸν τὸ ὑπόγειον τῆς εὐρυχώρου οἰκίας, συνεχομένης μὲ μέγα κῆπον καὶ αὐλήν, παρὰ τὴν ἐσχατιὰν τοῦ χωρίου, καὶ ἐχούσης πρὸ αὐτῆς μικρὰν πλατεῖαν μὲ δύο τεραστίας πλατυφύλλους μορέας.

Ὁ Σαραφιανὸς ἐπροσπάθει μὲ διαφόρους τρόπους νὰ διασκεδάζῃ τὰς περιοδικὰς ταύτας νοσταλγίας τοῦ μπαρμπα-Γιάννη τοῦ Λιοσαίου. Τοῦ προσέφερε τσιγάρον μὲ καπνὸν καὶ μὲ ὀλίγην μπαρούτην – ὅσον διὰ νὰ γείνῃ ἀκίνδυνος μικρὰ ἔκρηξις, ἱκανὴ νὰ τσιροφλίσῃ τὰς τρίχας τοῦ μύστακος· τὸν ἐφίλευε τουρσὶ ἀπὸ ἀκρόδρυα «πιμπιράμφον» (τσιτσίραβλα), στυφὰ καὶ εὐώδη ὑπόξινα, τὸν ἐκέρνα ἐντόπιον ῥακί, καὶ τοῦ ἔβαζε κρασί, ὅσον ἥρκει διὰ νὰ κάμῃ κέφι ὁ μπαρμπα-Γιάννης. Διότι εὐκόλως ἔπαιρνε φωτιά. Μὲ δύο ποτήρια ἦταν ἱκανὸς νὰ φουσκώσῃ τὴν γκάϊδα καὶ ν᾿ἀρχίσῃ νὰ χορεύῃ ὁλομόναχος τὸν βουκολικόν, ὑποκάτω ἀπὸ τὰς ὁλοπράσινας μορέας, κατέμπροσθεν τοῦ μαγαζίου.
Read More ->>

Στο Μέγα-γιαλό

0 σχόλια

 
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Στο μέγα-γιαλό


Πῶς ἐκλείσθη μοναχός του, ὁ ἔρμος, ὁ καλόγερος τοῦ Ἁϊ-Δημητριοῦ, μὲ τέτοιον καιρόν, ὁλομόναχος, εἰς τὸ μοναστηράκι;

Κάτω ἐβρυχᾶτο ἄγριος ὁ βορρᾶς, ὀργώνων τὰ κύματα, θολὰ καὶ ἀνταριασμένα, πλήττοντα μανιωδῶς τοὺς βράχους. Ἡ λευκὴ ἀδελφή του, παρθένα ἀπάτητη ἐπάνω εἰς τὰ βουνά, ἅπλωνε τὰ ἀτελείωτα σινδόνια της. Ἐκεῖνος τὰ ἔσφιγγε μὲ τὸ φύσημά του, καὶ ὁ ἥλιος δὲν τὰ ἐστέγνωνε μὲ τὰς ἀκτῖνάς του. Ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν, σύρριζα εἰς τὸν κρημνόν, ἦτο κτισμένον τὸ παλαιόν, μισοφαγωμένον ἀπὸ τὸν βορρᾶν, μαυρισμένον ἀπὸ τὰς καταιγίδας, μοναστηράκι. Μισῆς ὥρας δρόμος μὲ πολὺν κόπον καὶ ἆσθμα, ἤρκει διὰ νὰ ἀναβῇ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἄμμον κάτω τοῦ αἰγιαλοῦ εἰς τὴν μικρὰν κορυφὴν ἐπάνω.

Κάτω ἡπλώνετο ὁ Μέγας Γιαλός, μὲ τὴν μακρὰν ἀτελείωτον πλατεῖαν λωρίδα τῆς ἄμμου καὶ τῶν χαλίκων του, μὲ τὴν βαθεῖαν γαλανὴν καὶ πρασινίζουσαν θάλασσάν του. Ἐδῶθεν κ᾿ ἐκεῖθεν δύο μικροὶ κάβοι μὲ κρημνώδεις καὶ ἀποτόμους προεξοχὰς τῶν βράχων ὡροθετοῦσαν τὸν Μέγαν Γιαλόν, χωρὶς νὰ τὸν φράττωσι, χωρὶς νὰ σχηματίζωσι μικρὰν καμπύλην, χωρὶς ν᾿ ἀποτελῶσιν ὅρμον ἢ μικρὰν ἀγκάλην. Ὁ Μέγας Γιαλὸς ἦτο ὅλος ἀνοικτὸς εἰς τὸν κὺρ Βορηᾶν, τὸν αὐθέντην του. Ὅσον καὶ ἂν παρακαλέσῃ τις μὲ τραγούδια τὸν κὺρ Βορηᾶν νὰ μετριάσῃ τὸ ἄγριον φύσημά του, ὁ σκληρὸς δὲν εἶναι φιλόμουσος, καὶ δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τραγούδια. Καὶ ὅσον καὶ ἂν ἐπεθύμει τις νὰ ὀνομάσῃ τὸν Μέγα Γιαλὸν ὅρμον, ὁ Μέγας Γιαλὸς ἦτο ἀναπεπταμένη θάλασσα, ἦτο ἀδελφὸς τοῦ πελάγους, καὶ ἦτο ἁπλοῦς σταθμὸς τοῦ σκληροῦ Βορηᾶ, τοῦ αὐθέντου του.
Read More ->>

Το ζωντανό κιβούρι μου

0 σχόλια

 
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Το ζωντανό κιβούρι μου


Καμμία δὲν ἦτο ποτὲ ἀξιοπρεπεστέρα ὡς σπιτονοικοκυρὰ ἀπὸ τὴν Μπὰ-Μάρω, κάτω εἰς μίαν μάνδραν, πλησίον εἰς τὴν πλατεῖαν τῆς Ἐλευθερίας. Πρῶτον, τὸ σπίτι, σειρὰ χαμογείων ἀπὸ 7 ἢ 8 δωμάτια, τὰ ὁποῖα αὐτὴ ἐνοικίαζε, ἦτον ἄγνωστον τίνος ἰδιοκτήτου ἦτον. Κατὰ τοὺς μέν, ἡ Μάρω εἶχε συμφωνήσει μὲ μίαν πολὺ ἀγαπημένην φίλην της πρὸ χρόνων, στοῦ Καλαμιώτη, ὅπου ἐκατοικοῦσαν ὁμοῦ, μετερχόμεναι διάφορα ἐπαγγέλματα ―συνήθως ἔπλυνον ἢ ἐσιδέρωνον, ἐνίοτε ἔκαμνον καὶ προξενιές― ὅποια ἀπὸ τὰς δύο ἐπιζήσῃ, νὰ κληρονομῇ τὴν ἄλλην. Λοιπὸν ἡ Μάρω εἶχε τὴν τύχην νὰ βάλῃ τὴν ἀγαπημένην φίλην της μπροστά, καὶ τότε ἠγόρασε τὸ σπίτι αὐτὸ μὲ τὰ χρήματα, ὁποὺ εἶχον εὑρεθῆ τῆς μακαρίτισσας. Κατὰ τοὺς δέ, τὸ σπίτι ἀνῆκεν εἰς τὸν δικηγόρον, τὸν σύζυγον μιᾶς ἀνεψιᾶς τῆς Μάρως, καὶ αὐτὴ ἦτο μόνον ὡς ἐπιστάτρια καὶ ὑπενοικιάστρια. Εὑρίσκοντο ὅμως καὶ καλοθεληταί, προσπαθοῦντες νὰ συμβιβάσουν τὰς δύο γνώμας. Κατ᾿ αὐτούς, ἡ μάνδρα μὲ τὰ παλαιὰ χαμόγεια εἶχεν ἀγορασθῆ πράγματι μὲ τὰ χρήματα τῆς τεθνεώσης, ἀλλ᾿ εἰς τὸ συμβόλαιον ἐφέρετο μόνον τὸ ὄνομα τῆς ἀνεψιᾶς τῆς Μάρως καὶ τοῦ συζύγου της, ὅστις, ὡς δικηγόρος, ἤξευρε πολὺ καλὰ πῶς γίνονται «αὐτὰ τὰ πράγματα».
Read More ->>

Η Ψυχοκόρη

0 σχόλια

 
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Η ψυχοκόρη


Παρεπίδημος ἤμην τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἰς τοὺς λόφους τῆς Δεξαμενῆς, εἰς τοῦ Λυκαβηττοῦ τὰ κράσπεδα. Μεγάλη πελατεία ὑπῆρχε, συντυχίαι αἰσθηματικαὶ ἐγίνοντο, ὡς καὶ ὁμιλίαι σοβαραί, γύρω εἰς τὰς πρασιὰς καὶ τοὺς καλαμῶνας. Σοβαροὶ ἄνδρες, ὑποστράτηγοι, δικηγόροι, καθηγηταί, ἐσχημάτιζον κύκλους εἰς τὴν σκιὰν τῶν λευκῶν, καὶ συνεζήτουν ἐμβριθῶς τὰ νέα τῆς ἡμέρας. Ζωηροὶ νέοι ἐθορύβουν, ἐμυκτήριζον, διεκωμῴδουν πτωχοὺς καὶ πλάνητας δυστυχεῖς, τοὺς ὁποίους ἐφαντάζοντο μωροτέρους τῶν ἑαυτῶν των. Σφηκιὰ λούστρων ἐβόμβει ἀνὰ τὰς πλατείας, τοὺς δρομίσκους καὶ τὰς βρύσεις. Τὸ Λουστραρχεῖόν των ἦτο ἐγκαθιδρυμένον ὀλίγον παραπάνω πρὸς βορρᾶν, εἰς μακρὸν ἰσόγειον οἴκημα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἐνοικιάσει πρὸ χρόνων ἐλθὼν ἀπὸ τὸ κέντρον τοῦ Μορέως ὁ λούστραρχος ὁ ἀνδραποδιστής των.

Δύο μεγάλοι σκύλοι ἐγαύγιζαν ὄπισθεν τοῦ μακροῦ καταλύματος, συνεχομένου μὲ μάνδραν καὶ χαμηλὴν οἰκίαν, ἔχουσαν τὴν εἴσοδον πρὸς τὸν ἀνωφερῆ δρομίσκον, δι᾿ οὗ ἀνηρχόμην ἐγὼ εἰς τὸ μικρὸν κελλίον μου. Ἀπεσυρόμην ὁπωσοῦν ἐνωρίς, περὶ τὴν ἑνδεκάτην τὸ θέρος, τὸν χειμῶνα πρὸ τῆς δεκάτης ὥρας. Εὕρισκα πάντοτε, ὅταν ἦτο θερμοκρασία ὑπαίθριος, τὶς οἰκοκυράδες γειτόνισσες καθημένας ἐν συναναστροφῇ, εἰς τὸ πρόθυρον, κ᾿ ἔλεγα καλησπέρα. Θὰ εἰπῆτε πρὸς τί νὰ λέγω καλησπέρα. Ἐξ ἀνάγκης, φεῦ, διότι ὁ δρομίσκος ἦτο τόσον στενὸς ὣς δύο μέτρων τὸ πλάτος, κ᾿ ἐκεῖθεν ἔχασκε κρημνός, ἀνοδία, καὶ σκαμμένον βάραθρον, χρησιμεῦον ὡς πρόθυρον τῆς ἄλλης, τῆς ἀντικρινῆς οἰκίας. Λοιπὸν ἔπρεπεν ἢ νὰ μὴ ἐπανέλθω οἴκαδε, ἢ νὰ ἀποφασίσω νὰ πέσω εἰς τὸν κρημνόν, ἢ νὰ χαιρετίσω τὶς γειτόνισσες. Καθότι ἐκεῖ ἦτο ὡς ἐξοχικὸν καὶ χωρικὸν μέρος καὶ διὰ νὰ περάσῃ τις ἀνάμεσα εἰς τὴν Σκύλλαν καὶ τὴν Χάρυβδιν, ὤφειλε νὰ προσφωνῇ τὴν Κραταιίν, τὴν μητέρα τῆς Σκύλλης.
Read More ->>

Τά ιατρεία της Βαβυλώνος

0 σχόλια

 
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Τά ιατρεία της Βαβυλώνος


Ἐθεραπεύσαμεν τὴν Βαβυλῶνα, καὶ οὐκ ἰάθη.

(Προφητικὸν λόγιον.)

Μ᾿ ἐτίμησε δι᾿ ἰδιορρύθμου ἀνακοινώσεως εἷς γηραιὸς κύριος, ὅστις ἐπαγγέλλεται τὸν ἠθικολόγον καὶ κοινωνιολόγον. Ἀγνοῶ ἂν ὑπάρχουν πολλοὶ εἰς τὰς Ἀθήνας ―ἢ μᾶλλον εἶμαι βέβαιος ὅτι δὲν ὑπάρχουν― τόσον ἰδιόρρυθμοι εἰς τὰς σκέψεις των ὅσον ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ καὶ οἱ παραλογισμοὶ εἰς τὸν κόσμον δὲν εἶναι σπάνιοι, ἔχουν μάλιστα πέρασιν εἰς τὴν ἐποχήν μας καὶ εἰς τὴν κατάστασίν μας τὴν νοσηράν, λαμβάνω τὸ θάρρος ν᾿ ἀναγράψω ἐνταῦθα, σχεδὸν κατὰ λέξιν, ὅλα ὅσα μοῦ εἶπε μὲ τὴν παραξενιάν του ὁ ρηθεὶς φίλος μου.

*
* *

“Εἶχα τὴν σπανίαν εὐχαρίστησιν νὰ συνομιλήσω χθὲς μὲ ἕνα Ἕλληνα ἐφευρέτην. Μάθετε, εἶπεν, ὅτι ἔχω ἀπόφασιν νὰ σώσω ―ναί, ἐγώ, μόνος ἐγὼ θὰ σώσω― τὴν Ἑλληνικὴν φυλὴν καὶ τὴν κοινωνίαν μὲ τὰς πρωτοτύπους καὶ τόσον τολμηρὰς ἐφευρέσεις μου. Ἐν πρώτοις, ἐγὼ ἐφεῦρον πρὸ χρόνων τὰ σφριγοφόρα ― γνωρίζετε τί εἶναι τὰ σφριγοφόρα; Εἶναι ὅ,τι τὰ μάγια, τὰ ὁποῖα ἐθεράπευον τὸ πάλαι τὸ ἀμπόδεμα* εἰς τὰς ἡμέρας τῶν προπάππων μας. Παρομοίως καὶ τὰ σφριγοφόρα θεραπεύουν τὴν ἀναφροδισίαν, τὴν ὁποίαν οἱ ἡμιμαθεῖς ἐπαγγελματίαι μας ὀνομάζουν βαναύσως «ἀνικανότητα», κακοζήλως ξενίζοντες.
Read More ->>

Η Κλεφτοπαρέα

0 σχόλια

 
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Η κλεφτοπαρέα

Α´

Ὁ Ἀναγνώστης ὁ Τσίντζουρας, ἐπικαλούμενος καὶ «τὸ Π᾿λάκι», ἐκατοίκει εἰς τὸ μικρὸν χαμόγειον τῆς γρια-Λιγνίνας· δωμάτιον μὲ ἑστίαν πρὸς τὴν γωνίαν τὴν βορειανατολικήν, μὲ θύραν πρὸς τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἐχωρίζετο διὰ μικροῦ προαυλίου, καὶ μὲ παράθυρον δυσμικὸν πρὸς τὸ στενόν, τὸ ὁποῖον ἐσχημάτιζεν ἡ παρακειμένη ἀνώγειος οἰκία τοῦ καπετὰν Μελαχροινοῦ, δι᾿ ἑνὸς τοίχου ἐπιχρισμένου μὲ ἀμμοκονίαν ριχτήν, τοίχου ὅστις ἐφαίνετο τυφλὸς καὶ κωφός, μὴ ἔχων παράθυρον πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο. Τὸ πέραμα ἦτο μόλις ἑνὸς πήχεως τὸ πλάτος καὶ δύο ἄνθρωποι δὲν ἐχωροῦσαν νὰ διέλθουν κατὰ μέτωπον.

Ὁ Ἀναγνώστης ὁ Τσίντζουρας, μὴ καταγόμενος ἀπὸ τὸν τόπον, εἶχεν ἐγκατοικήσει ἀπὸ χρόνων, καὶ ἦτον ἤδη 40ούτης χωρὶς νὰ ἔχῃ σκεφθῆ ποτὲ νὰ νυμφευθῇ. Ἦτον μάστορης κ᾿ ἔπαιρνε σπίτια, κουτουράδα* ἢ μεροκάματο, νὰ τὰ ξανασύρῃ*· κατεσκεύαζε πόρτες, παράθυρα, ἐπερνοῦσε τζάμια, ἐσουβάντιζε καὶ ἐχρωμάτιζε. Ἀλλ᾿ εἶχε συνήθειαν σπανιώτατα, ἂν ὄχι ποτέ, νὰ φέρνῃ μίαν δουλειὰν εἰς πέρας. Ἦτο «ντελμπεντέρης»*, κι ἀγαποῦσε πολὺ τὸ «ραχάτι». Ἦτον Τουρκομερίτης κ᾿ ἐγνώριζε καλῶς τὰς λέξεις ταύτας καὶ τὰ σημαινόμενά των.
Read More ->>

Το κουκούλωμα

0 σχόλια


ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

Το κουκούλωμα

Τέλος, μετὰ πολλὰς πλάνας, καὶ πολλὰς περιπετείας, καὶ πάθη, ἐνοικοκυρεύθη καὶ ἀποκατεστάθη ὁ κὺρ Κοσμᾶς ὁ Πουργιάκος εἰς τὸν κόσμον αὐτόν. Καὶ ἦτο καιρὸς πράγματι. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴν ποὺ εἶχε τὸ καφενεῖον τῆς νυκτὸς εἰς ἕνα δρόμον κοντὰ στὴν Παλαιὰν Ἀγοράν, ἕως τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐξηκολούθει νὰ κάμνῃ τὸν ὠτίατρον ἀκόμη μετὰ χρόνους πολλοὺς εἰς τοὺς πελάτας του, ὁ μύσταξ του ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ εἶναι βαθέος καστανοῦ χρώματος. Εἶχε γυρίσει ὅλας τὰς συνοικίας τῆς πόλεως, μεταφέρων τὸ στραταρχεῖόν του ―τὸ ἰατρεῖόν του καὶ τὸν ναργιλέ του― ἀκολουθούμενος πάντοτε ἀπὸ τὴν πολυάριθμον παρέαν του ― ἀπὸ μπακάλικον εἰς μπακάλικον καὶ ἀπὸ ταβέρναν εἰς ταβέρναν.

Ὁ μικρὸς κομψὸς ναργιλές του, δουλεύων μὲ τουμπεκὶ ἰδιαίτερον, καίων μὲ κάρβουνα κομιζόμενα ἑκάστοτε ἀπὸ τὸ πλησιέστερον καφενεῖον ―ὁμοῦ μὲ καφέδες, λουκούμια καὶ λεμονάδες δι᾿ ὅλην τὴν παρέαν― θὰ ἠδύνατό τις νὰ εἴπῃ ὅτι εἶχε διατηρηθῆ ἄσβεστος ἐπὶ τόσα ἔτη τώρα, ἀκοίμητος καὶ ἀναλλοίωτος, ὅπως ἡ ἀειθαλὴς νεότης τοῦ καπνιστοῦ. Ποτὲ δὲν ἐκάθισεν ὁ Κοσμᾶς εἰς τράπεζαν, εἰς τὰς διαφόρους ταβέρνας ὅπου εἱστιᾶτο πάντοτε, χωρὶς νὰ ἔχῃ συντροφιὰν ἀπὸ τρεῖς ἕως πέντε, ἐνίοτε μέχρις ὀκτώ, φίλους του. Τὰ τεράστια γιουβέτσια ἤρχοντο πάντοτε ἀχνιστὰ ἀπὸ τὸν φοῦρνον, καὶ οἱ φουρνάρηδες δὲν εὐκαιροῦσαν ποτὲ ἀπὸ τὰς ἀλλεπαλλήλους παραγγελίας του.
Read More ->>
 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |