Ενας αδελφός της Μονής μας είπε στον Γέρο-Αρσένιο:
-Γέροντα, στην αρχή κι εγώ αγρυπνούσα όλη την νύκτα όρθιος. Η κατάνυξις και τα δάκρυα δεν έλειπαν από τα μάτια μου. Δεν είχα εφόδους επιθετικών λογισμών. Το διακόνημά μου το έκαμα με υπακοή και προθυμία. Τώρα όμως τα έχασα όλα. Δεν έχω βία στην προσευχή και δεν μπορώ να σταθώ όρθιος την νύκτα. Με πιάνει αμέλεια και ύπνος.
-Πόσες ώρες, παιδί μου, κοιμάσαι;
-Μέχρι 4-5 ώρες.
-Μην ακούς τι κάναμε εμείς, παιδί μου τον παλιό καιρό. Είχαμε άλλη κράση. Εσύ όλη την μέρα δουλεύεις είναι λίγες 4-5 ώρες. Από τώρα σου συνιστώ να κοιμάσαι 6-7 ώρες;
-Μα, Γέροντα, δεν θα πρέπει κι εμείς να κάνουμε λίγη άσκησι;
-Εεε, τότε μη κοιμάσαι παραπάνω, για να κοιμάσαι, όταν προσεύχεσαι.
Επειδή αυτός ο αδελφός έκανε υπακοή και εκοιμάτο περισσότερες ώρες, από εκείνη την βραδυά βρήκε την κανονική του πορεία στις πνευματικές του προσπάθειες.
Ένας αδελφός είπε στον Γέροντα ότι του φαίνεται δύσκολη η μοναχική ζωή.
Ο Παππούς του απήντησε: Η μοναχική ζωή από όσα γνωρίζω από την πείρα μου είναι πολύ εύκολη, αλλά και πολύ δύσκολη. Για τον μοναχό πού από την αρχή «έπιασε» αυτές τις δύο λέξεις: «Ευλόγησον» και «νάναι ευλογημένον» η καλογερική είναι πολύ εύκολη. Για τον αντίλογο, τον θεληματάρη, τον σκανδαλοποιό κλπ η καλογερική καταντά ένα βουνό.
Πολλοί μοναχοί με ρωτούν πως ν' αποκτήσουν χαρίσματα και τους απαντώ: Θέλεις ν'απόκτησης ταπείνωσι, υπακοή; Θέλεις ν'αποκτήσις την ευχή, την κατάνυξι, την απάθεια, την διάκρισι; Θέλεις να θαυματουργής; Όλα Πατέρες, αποκτούνται με την υπακοή και εκκοπή του θελήματος. Χωρίς την υπακοή, όσους σκληρούς αγώνες κι αν κάνουμε, κτίζουμε πάνω στην άμμο.
Αλλοτε ρώτησε πάλι τον Γέροντα ο αδελφός:
-Επειδή δεν μπορώ να σταθώ στην προσευχή όρθιος Επί πολλή ώρα, κάθομαι, αλλά έρχεται η αμέλεια και ο ύπνος. Τι να κάνω;
-Άκουσε, παιδί μου, ο στρατιώτης πού είναι σκοπός, όταν κουρασθή όρθιος κάθεται κρατώντας και το όπλο του. Αν όμως ξαπλώση, τότε είναι παραβάτης του νόμου και τιμωρείται με φυλάκισι. Ετσι κι εμείς, αν μας πάρη ο ύπνος καθήμενους δεν πειράζει και τόσο, αν όμως πετάξουμε το όπλο- το κομποσχοίνι- και πέσουμε στο κρεββάτι, τότε θα δεχθούμε και τις επιθέσεις του νοητού εχθρού των ψυχών μας.
Άλλοτε πάλι μας συμβούλευε ως εξής: «Ο Θεός μας οικονομεί ανάλογα με τις δυνάμεις μας. Οποίος δεν μπορεί να προσεύχεται όρθιος, ας συνεχίζει να προσεύχεται καθιστός ακόμη και ξαπλωμένος μπορεί να έχη τον νου στην ευχή μέχρι να κοιμηθή.
-Πως το ξέρετε αυτό εσείς, Γέροντα, αφού δεν καθίσατε ποτέ στην προσευχή;
-Το λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, το καύχημα της Εκκλησίας.
Ας σημειωθή εδώ ότι οι δύο Ασκητές είχαν σε μεγάλη ευλάβεια τον όσιο Ισαάκ τον Σύρο, το δε βιβλίο του το διάβαζαν καθημερινά σαν ευαγγέλιο. Έλεγε μάλιστα συχνά ο Παππούς: «Αν διαβάζει ο ησυχαστής συχνά τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο δεν χρειάζεται άλλα βιβλία».
Ακόμη έλεγε για την προσευχή ότι για να γίνεται ευάρεστη στον Θεό πρέπει να είναι απαλλαγμένη από τη κατάκρισι, τον φθόνο, την υπερηφάνεια και την πολυφαγία.
Ο Γέρο Αρσένιος μου διηγήθηκε πως κοινώνησε ο Γέροντας του των Αχράντων Μυστηρίων από Άγγελο του Θεού την περίοδο, πού ήτο σε μια σπηλιά έγκλειστος.
«Ητο κάποια επίσημη γιορτή της Εκκλησίας και οι Πατέρες πήγαιναν στο Κυριάκο για την ακολουθία και την Θεία Μετάληψι. Ο Γέροντας ήτο περίλυπος. Κλείσθηκε στην σκοτεινή και ανήλια σπηλιά από αγάπη για τον Χριστό και δεν ήθελε να βγη έξω. Μα και από αγάπη για τον Χριστό είχε τον πόθο να λάβη το Σώμα και το Αίμα Του. Τι θα έπρεπε να προτίμηση; Εμεινε μέσα κλαίοντας απαρηγόρητα, διότι θεωρούσε ανάξιο τον εαυτό του να λάβη τα Πανάχραντα Μυστήρια. Έχοντας τέτοιο ψυχικό πόνο και πόθο της Μεταλήψεως, του εμφανίσθηκε Άγγελος Κυρίου και τον κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων».
Ο Γέρο Αρσένιος δεν στερούσε σε τίποτε από πλευράς αγωνιστικού φρονήματος από τον Γέροντα του. Γι αυτό άλλοτε μου είχε είπει ότι δοκίμασε κι αυτός να φορέση τρίχινη φανέλα (κοινώς σαμαροσκούτι) για να μιμηθεί παλιούς αγίους αγωνιστές της Εκκλησίας μας. Μου έλεγε:
-Τι να σου είπω. Από τις πρώτες κιόλας μέρες γέμισε το κορμί μου πληγές, πόνους και αίματα έτρεχαν. Την κράτησα στο σώμα μου περίπου ένα χρόνο. Τελικά δεν άντεξα αυτό το αγώνισμα και την έβγαλα την φανέλα. Θαύμαζα όμως πως υπέμειναν μερικοί Άγιοι μας πού φορούσαν τέτοιο ένδυμα για όλη τους την ζωή.
Άλλοτε πάλι μας είχε διηγηθή για την υπερβολική άσκησι ενός αδαμάντινου στον χαρακτήρα μονάχο πού ζούσε κάτω από την κορυφή του Άθωνα.
Άκουσε για την φήμη της αρετής του, πήρε ευλογία από τον Γέροντα του και πήγε να τον γνωρίση. Αυτός ο ασκητής ζούσε 17 χρόνια μέσα σε μια σπηλιά λίγο πιο κάτω από την κορυφή του όρους Άθω. Εκεί οι κεραυνοί είναι τόσο δυνατοί και πυκνοί πού εξέσχιζαν ακόμη και τα ρούχα του. Αυτός όμως δεν τρόμαζε ούτε από κεραυνούς, ούτε από βροχές ούτε κι από χιόνια. Είχε ξεγράψει τον εαυτό του και είχε παραδοθεί εξ ολοκλήρου στο θέλημα του ουρανίου Πατρός.
Μας έλεγε ο π. Αρσένιος: «Αφού τον επισκέφθηκα και ζήλεψα την υπεράνθρωπη πολιτεία του, μου ήλθε λογισμός να μείνω κι εγώ κοντά του. Τον ρώτησα λοιπόν, αν θα με δεχθή κι αυτός μου είπε: «Αν έχης, παιδί μου, συνεχή τα δάκρυα, μπορείς να μείνης». Κατέβηκα στο κελί μας, το είπα στον Γέροντα, αλλά εκείνος δεν μου έδωσε την ευλογία. Άλλωστε είχαμε από κοινού αποφασίσει να μη χωρισθούμε στον επίγειο αυτό βίο μας, ούτε και στον Επουράνιο. . . .».
Δεν μου ήτο «βολικό» στην ψυχή μου να ξεσηκώσω τον Γέροντα και να πάμε κι εμείς εκεί κοντά σ' αυτόν τον περιβόητο ασκητή της κορυφής του ΑΦΩΝΟΣ. Τον καθένα ο Θεός τον κατατάσσει εκεί πού είναι το συμφέρον της ψυχής του. Ο Θεός είχε για τον Γέροντα μου άλλο σχέδιο. Από τα πρώτα μας κιόλας χρόνια πού ζούσαμε στην Σκήτη του Αγίου Βασιλείου, ο Γέροντας στήριζε πνευματικά πλήθη μοναχών. Ενίοτε τον καλούσαν και στον κόσμο να μιλήση.
Τόσο πολύ είχε χαριτώσει ο Θεός τον Γέροντα μου, ώστε με την προσευχή του εγίνοντο και θαύματα.
Κάποια φορά μας επισκέφθηκε ένας πολύ ευλαβής και μορφωμένος άνθρωπος. Λεγόταν Γεράσιμος Μενάγιας. Κρατούσε και μια βαλίτσα στα χέρια του. Είπε στον Γέροντα:
Μπορώ να καθίσω μαζί σας, Γέροντα; Έχω πολλή ανάγκη.
-Αυτή η βαλίτσα τι έχει μέσα;
-Είναι γεμάτη φάρμακα. Έχω επτά μεγάλες αρρώστιες και πρέπει να πίνω καθημερινά φάρμακα για την θεραπεία μου.
-Αν θέλης να καθίσης κοντά μας, το πρώτο πού έχεις να κάνης είναι να αδειάσης στον κατήφορο αυτή την βαλίτσα.
Μα, Γέροντα, επτά αρρώστιες έχω. Τα φάρμακα με κρατούν. Αν τα πετάξω, χάθηκα.
-Όπως θέλεις, παιδί μου. Κάθισε μέχρι αύριο και μετά πήγαινε με την ευχή μου, οπού θέλεις.
Μα, Γέροντα, εγώ πεθαίνω, που να πάω, Αν εσύ δεν με κάνεις καλά;
-Σου είπα, αν θέλης να καθίσης εδώ, πρώτον θα πετάξης τα φάρμακα, δεύτερον θα κάνης υπακοή και τρίτον θα τρώγης ο, τι τρώγουμε κι εμείς, και μάλιστα μια φορά την μέρα.
-Μα, Γέροντα, εγώ πρέπει να κάνω δίαιτα και να τρώγω από λίγο και πολλές φορές την ημέρα. Και πάλιν του είπε ο Γέροντας:
-Αϊντε, παιδί μου. Αύριο πήγαινε στην ευχή μου.
Ο νεαρός χημικός δεν ήθελε ούτε να φύγη, ούτε την βαλίτσα με τα φάρμακα να πετάξη. Ο Φιλάνθρωπος Κύριος μας για να τον βοηθήση και να τον βγάλη απ' αυτή την δυσπιστία και προσήλωσι πού είχε στα φάρμακα και όχι στην Χάρι του Θεού την νύκτα εκείνη τον ειδοποίησε στην προσευχή του με δυνατή φωνή λέγοντας του: «Γιατί δεν ακούς να γίνης καλά;».
Τελικά το απεφάσισε. Πέταξε τα φάρμακα και έφαγε μαζί μας κανονικά. Την άλλη ημέρα το πρωί ήλθε στον Γέροντα και του είπε:
-Γέροντα, πως να σε ευχαριστήσω. Αισθάνομαι τελείως καλά. Είμαι σαν μικρό παιδάκι.
Ένα άλλο περιστατικό μας συνέβη με κάποιον άλλον νεαρό, ο οποίος ήλθε μαζί μας για να μονάση. Μετά την κανονική δοκιμασία, τον κουρεύσαμε μοναχό δίνοντας του το όνομα Εφραίμ. Κάποτε ο Γέροντας τον έστειλε στην παραλία για κάποια δουλειά. Εκεί ο μοναχός Εφραίμ έμαθε από άλλους μοναχούς ότι με άδεια του Γέροντα τους πάνε κι αυτοί έξω στον κόσμο, μένουν μιά-δυό βδομάδες και επιστρέφουν πάλι. Μπήκε λοιπόν και στο δικό του το μυαλό ο επίμονος αυτός λογισμός να βγη κι αυτός έξω για μια βδομάδα. Ήλθε λοιπόν, στον Γέροντα και του είπε
-Θέλω, Γέροντα, να μου δώσης ευλογία να πάω έξω για μια βδομάδα.
-Θα σου έδινα, παιδί μου, αλλά στην προσευχή μου πληροφορήθηκα ότι, αν βγης έξω, δεν θα γυρίσης πάλι μέσα.
-Μα, Γέροντα, ο τάδε και ο τάδε πήγαν κι γύρισαν. Μόνο σε μένα θα κόλληση ο πειρασμός και δεν θα γυρίσω πίσω;
-Παιδί μου, είπα και λάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω.
-Όχι, Γέροντα, θα πάω και σε μια βδομάδα θα επιστρέψω.
Κι ακόμη δεν ήλθε. . . Έφθασε μέχρι την Αμερική. Ήλθε περαστικός απ' εδώ. Μας είδε και έκλαιε με πικρά δάκρυα.
-Αχ, τι έπαθα, έλεγε, πού δεν άκουσα τον Γέροντα. Ακόμη και στην Αμερική ερχόταν στον ύπνο μου και μου έλεγε: «Αϊντε, παιδί μου, γύρνα πίσω». Όταν απεφάσιζα να γυρίσω, αμέσως ερχόταν το εμπόδιο από τον πειρασμό. Αναβολή στην αναβολή, μέχρι πού γήρασα στον κόσμο».
Στην 60η Επιστολή του ο σοφός Γέροντας παρακινεί πατρικά τον εν λόγω μοναχό να επιστρέψη, γράφοντας του, χαρακτηριστικά: «Έστω και τώρα εις τάς δυσμάς του βίου σου, φρόντισε να έλθης πίσω».
Αυτά σας τα λέγω, μας συμβούλευε ο π. Αρσένιος, για να προσέχετε, όσο μπορείτε. Αλίμονο στον καλόγερο πού βγαίνει έξω με το θέλημα του, χωρίς λόγο και ευλογία και προπαντός αν είναι νέος. Θα τον πολεμήση ο διάβολος και θα κάνη το παν να τον κράτηση στον κόσμο. Μερικοί απ' αυτούς πού έφυγαν, επειδή διατηρούσαν τον φόβο του Θεού και της Μελλούσης Κρίσεως, η Παναγία τους λυπήθηκε και τους επανέφερε στον τόπο της μετανοίας τους.
Μια τέτοια περίπτωσι γνωρίζω ότι συνέβη στην Ιερά Μονή του οσίου Γρηγορίου. Κάποιον μοναχό τον εξαπάτησε ο διάβολος με τις στοργικές παρακλήσεις και δάκρυα της μητέρας του και τον έφερε πάλι στον κόσμο. Εδημιούργησε οικογένεια, αλλά πουθενά δεν βρήκε ησυχία. Κρατούσε μέσα του τον φόβο του Θεού και καθημερινά επιτελούσε τον κανόνα της προσευχής και των μετανοιών του. Κάποια ημέρα πού το μονάκριβο παιδάκι του έπαιζε πάνω στο στήθος του, ξαφνιάστηκε και είπε στον μπαμπά του: «Μπαμπά, το πουκάμισο σου είναι γεμάτο αίματα! Το παιδάκι με τα καθαρά του μάτια έβλεπε τον κόκκινο σταυρό του μεγάλου και αγγελικού Σχήματος το οποίον είχε φορέσει, πριν αναχώρηση στον κόσμο αυτός ο μοναχός. Η ζωντανή αυτή οπτασία του παιδιού του στάθηκε και η αφορμή της μετανοίας του και της αποφασιστικής του επιστροφής στο Μοναστήρι του. Εκεί αγωνίσθηκε μέχρι τέλους ο μοναχός εκείνος, ονόματι Γέρο-Μακάριος και αξιώθηκε της αιωνίου ζωής. Απόδειξι της ευαρεστήσεώς του προς τον Κύριο είναι ότι κατά την ώρα της κοιμήσεως του, τον Ιούλιο του 1975, εξήλθε ευωδία από το σκήνωμα του.
Αλλά το πιο σπάνιο και παράξενο περιστατικό συνέβη στον Γέροντα μας τον π. Εφραίμ, τον Βαρελά, όταν ήτο νέος άπειρος από πνευματικούς πολέμους και απλοϊκός.
Στην Καλύβη του Ευαγγελισμό όπου εγκατεβίωσε ο Γέροντας τότε ήτο , κατά σάρκα θείος του, ονόματι π. Ιωσήφ. Ο νεαρός τότε δόκιμος είχε πολλή απλότητα και απειρία στον πόλεμο των λογισμών. Οσάκις τον ενοχλούσαν οι λογισμοί, εκείνος δεν ήξερε να τρέχη στον Γέροντα για εξομολόγησι και υπέφερε. Κάποτε τον βασάνισαν οι σαρκικοί πειρασμοί. Αντί να εξομολογηθεί με ταπείνωσι, πήγε αποφασισμένος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και της είπε: «Οπως βλέπης, Παναγία μου, εδώ είναι δύσκολα τα πράγματα. Θα πάω για λίγο στον κόσμο. Θα παντρευτώ να μου περάση ο πόλεμος και σου υπόσχομαι, ότι θα γυρίσω πάλι εδώ». Μετά πήγε στον Γέροντα και θείο του και του είπε: «Αύριο βγαίνω έξω και θα ξαναγυρίσω». Βρήκε μια γυναίκα και της είπε ότι θα την παντρευτή για λίγο καιρό και μετά θα φύγη για το Άγιον Όρος» Εκείνη η γυναίκα θεωρούσε αστεία τα λόγια του και δεν έδωσε σημασία. Τελικά έγινε ο γάμος. Εγέννησαν το πρώτο παιδί και κατάλαβε τώρα ότι μπλέκεται για τα καλά. Της είπε λοιπόν της γυναίκας του: «Θυμάσαι τι συμφωνήσαμε; Τώρα κάναμε ένα παιδί, Αν μείνω περισσότερο θα κάνουμε κι άλλο, οπότε δεν ξεμπλέκω με τίποτε. Λοιπόν, ετοίμασε μου τα πράγματα να φύγω αύριο για το Άγιον Όρος».
Τα λόγια αυτά έπεσαν σαν κεραυνός στην γυναίκα του. Δεν μπορούσε να πιστεύση τέτοια λόγια. Εκείνος ανένδοτος επέμενε, αλλά και η γυναίκα του δεν του έδινε την συγκατάθεσι της. Τελικά εκείνος έτρεξε στην εικόνα της Παναγίας και της είπε: «Παναγία μου, ήλθε η ώρα να επιστρέψω στο Όρος, όπως σου υποσχέθηκα. Εμπόδιο μου φέρνει η γυναίκα μου, το παιδί μας. Σε παρακαλώ πάρτο κοντά σου ν' απαλλαγώ κι εγώ από τις υποχρεώσεις μου».
Την ίδια μέρα πέθανε το παιδί. Το παρέλαβε η Κυρία Θεοτόκος στην Βασιλεία του Υιού της. Μετά την κηδεία και την λύπη πού προξένησε στις καρδιές τους, είπε ο νέος στην γυναίκα να του επιτρέψη να φύγη.
-Και μένα που θα με αφήσης, του είπε εκείνη.
Τότε εκείνος της είπε: «Τώρα θα πάω στην Παναγία να σε πάρη και σένα και να φύγω κι εγώ ελεύθερος πλέον»
-Μη, σε παρακαλώ. Μη κάνης προσευχή. Σ' αφήνω. Πήγαινε, όπου θέλεις.
Την άλλη μέρα του ετοίμασε τα πράγματα του και με την άδεια της ανεχώρησε για τον αρχικό του σκοπό. Επέστρεψε λοιπόν, στην μοναχική του ζωή και τελειώθηκε με ειρήνη ο Γέρο-Έφραίμ ο Βαρελάς, αφού αξιώθηκε να έχη ως υποτακτικούς και γηροκόμους του τους δύο μεγάλους αγωνιστές, Ιωσήφ και Αρσένιο.
Κάποιος αδελφός της Μονής ο ιερομόναχος π. Π. κατά την ώρα της Αγρυπνίας του πού έκανε στο κελί του «τρελλάθηκε» από την επίθεσι λογισμών. Αγρυπνούσε μεν αλλά χωρίς να μπορή να συγκεντρώνη τον νου του στην ευχή. Αναγκάσθηκε και πήγε στον Παππού κι εκείνος του είπε: «Μην ανήσυχης, παιδί μου, Εγώ θα κάνω προσευχή και απόψε δεν θα έχης λογισμούς». Πράγματι εκείνη την βραδυά τόσο καθαρά προσευχήθηκε πού ούτε ένας λογισμός δεν τον πλησίασε. Ύστερα από μια τόσο θαυμαστή εμπειρία, γεμάτος χαρά έτρεξε στον Παππού την ώρα πού με το μπαστουνάκι του πήγαινε στην Εκκλησία. «Παππού σ' ευχαριστώ. Απόψε δεν είχα κανένα λογισμό. Πρώτη φορά ένιωσα τόσο ωραία και ο Παππούς του είπε χαριτολογώντας: «Γι'αυτό απόψε όλα τα δαιμόνια ήλθαν πάνω σε μένα».
Ακόμη μας συμβούλευε ο Γέροντας, όταν γίνεται εγερτήριο για την πρωινή προσευχή να σηκωνόμαστε αμέσως από το κρεββάτι και ν'αρχίζουμε το «Κύριε Ιησού Χριστέ...» και όχι να στριφογυρίζουμε στο κρεββάτι.
Οταν είμασταν στο Σελλοί Μπουραζέρη κατέβαιναν συχνά τα παιδιά της Αθωνιάδος Σχολής για Εξομολόγησι στον παπα Χαράλαμπο και ευχή από τον Γέρο Αρσένιο. Όσα παιδιά πήγαιναν με πίστι και ρωτούσαν να μάθουν για το συμφέρον της ψυχής τους, ο Θεός τους έδινε κατά την καρδία τους τον κατάλληλο φωτισμό και τις ανάλογες απαντήσεις από τους Γεροντάδες μας. Μερικούς απ'αυτούς ξεχώριζε ο Γέρο Αρσένιος λέγοντας τους ότι θα γίνουν μοναχοί. Ένας αδελφός της Μονής μας, όταν ακόμη ήτο μαθητής στην Αθωνιάδα, του είχε πει ο Παππούς ότι «Εσύ θα γίνης καλογεράκι». Ο μικρός κράτησε τα λόγια αυτά και καλλιέργησε μέσα του τον πόθο της εν Χριστώ αφιερώσεως. Στο χωριό διακρινόταν για την ευλάβεια του και Π υπηρετούσε στο Ιερό της Εκκλησίας του. Τον είδε σεμνόν ο Επίσκοπος και του πρότεινα να τον πάρη μαζί του και να τον κάνη διάκο, αλλά ο αδελφός του είπε: «Όχι, θα γίνω καλογεράκι, μου το είπε ο πατήρ Αρσένιος».
Ένας άλλος αδελφός μου έλεγε: «Άλλο να ακούς και άλλο να αισθανθής πόση χάρι έχει ο Παππούς. Κάποτε σε μια αποστολή σε άλλη Μονή, από παρεξήγησι με συνέλαβε η αστυνομία ως ένοχο και με κράτησε στο κρατητήριο τρεις ημέρες για Ανάκρισι. Ευρισκόμενος σ'αυτή την κατάστασι αναγκάσθηκα να επικαλεσθώ τις ευχές των Γεροντάδων μου. Δεν μπορώ να σου περιγράψω. Μόνο τούτο θυμάμαι ότι επί τρεις μέρες και νύκτες ούτε έφαγα, ούτε πείνασα, ούτε κοιμήθηκα, ούτε ξάπλωσα, ούτε κάθησα, αλλά στεκόμουν όρθιος σαν λαμπάδα και προσευχόμουν αδιαλείπτως. Απορούσα κι εγώ ο ίδιος πού εύρισκα αυτή την δύναμι και χάρι. Και εξήγησα αυτό το πρωτοφανές φαινόμενο ότι οι δυνατές προσευχές του Παππού μας π. Αρσενίου με ενίσχυαν και πλήρωναν την ψυχή μου από Θεία Χάρι.
ΜΟΝΑΧΟΥ π. ΙΩΣΗΦ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ 2000
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου