Περί μιας «Λειτουργικής Αναγεννήσεως»
Μοναχός Μωϋσής Αγιορείτης
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία περί μιας «λειτουργικής αναγεννήσεως» εντασσόμενης στον σφοδρό άνεμο που πνέει, για ν’ αλλάξουν τα κακώς κείμενα. Ανοίγω κατ’ αρχάς το λεξικό της ελληνικής γλώσσας και διαβάζω: Αναγέννηση = εκ νέου γέννηση, ξαναγέννημα μερών οργανισμού, που έχουν υποστεί φθορά ή ακρωτηριασμό, ανάπλαση, ανάκτηση των δυνάμεων, της ζωντάνιας και της δημιουργικής διάθεσης μετά από περίοδο καταπτώσεως, στασιμότητας η παρακμής. Συμβαίνει κάτι τέτοιο στην ορθόδοξη λειτουργική πράξη και βιοτή; Η Θεία Λειτουργία των Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, η ισόκυρη της Αγίας Γραφής Ιερά Παράδοσις, απεβίωσαν, εφθάρησαν, ακρωτηριάσθησαν και χρήζουν αναπλάσεως, ενδυναμώσεως, ενισχύσεως και αναδημιουργίας ως καταπτωθέντων από την παλαιότητα, τη στασιμότητα και την παρακμή;
Κατόπιν οι εκσυγχρονιστές αναθεώρησαν την έκφραση και μιλούν τώρα για ανακαίνιση και ανανέωση. Το λεξικό γράφει: Ανακαίνιση= παρέμβαση μ’ επισκευές, βελτιώσεις, επιδιορθώσεις, ώστε ν’ αποκτηθεί νέα μορφή, αναμόρφωση, αναδημιουργία. Ανανέωση= εμπλουτισμός με νέα στοιχεία ή αντικατάσταση των παλιών ή φθαρμένων με καινούργια, βελτίωση, ξανάνιωμα. Πάλιωσε η Ορθόδοξη λατρευτική ζωή και θέλει βελτίωση κι επιδιόρθωση, για να ξανανιώσει με τις δικές μας παρεμβάσεις κι ωραιοποιήσεις;
Πολύς λόγος γίνεται γενικά περί Παραδόσεως τελευταία, αλλά όχι περί της Ορθοδόξου Ιεράς Παραδόσεως. Το θέμα της λεγομένης «λειτουργικής αναγεννήσεως», πάντως, δεν είναι εγχώριο αλλά ξενόφερτο. Εισήλθε από τη Δύση, προέκυψε από τη λεγόμενη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, από τις αρχές του εικοστού αιώνος, ως αποτέλεσμα εσωτερικών ανακατατάξεων και αναζητήσεων, λόγω επικρατούσης κρίσεως, κλονισμού και προβλημάτων. Στην Εκκλησία της Ελλάδος το πρόβλημα δεν προήλθε από τον πιστό λαό, ούτε υπήρξε ανάγκη και απαίτηση πολλών, αλλά δημιουργήθηκε από μία ομάδα δυτικόπληκτων θεολόγων, ευσεβιστών, φιλόδοξων ανανεωτών, οι οποίοι δίχως να έχουν βαθειά συναίσθηση ευθύνης και βαυκαλιζόμενοι ότι μεταφέρουν και διερμηνεύουν την αγωνία του λαού, ενδιαφέρονται ν’ ασχολούνται με το λεπτό και σοβαρό αυτό θέμα, προφασιζόμενοι ότι πάσχουν για την κάθαρση των λειτουργικών τυπικών από επιγενόμενες επιμειξίες και μοναστηριακές αυθαιρεσίες και πλεονασμούς. Οι καιροί πιέζουν για απλουστεύσεις, συντομεύσεις, τροποποιήσεις, μεταφράσεις κι αλλαγές. Αυτό που διαμόρφωσαν οι αιώνες σήμερα δεν μας αναπαύει, κι εναγώνια ανιχνεύουμε τα χειρόγραφα και τα ερμηνεύουμε, για να επανέλθουμε στην αρχαιότατη τάξη, δίχως να προσλάβουμε και το ασκητικό-μαρτυρικό φρόνημα των τότε χριστιανών. Λέγονται πολλά κι όλα συγκλίνουν και σημαίνουν ένα ταπεινώς φρονούμε γεγονός· την αναπροσαρμογή της Εκκλησίας, ειδικώτερα της θείας λατρείας, στις σύγχρονες απαιτήσεις και ανάγκες.
Στα νεώτερα χρόνια το θέμα της λεγομένης «λειτουργικής αναγεννήσεως» ανακίνησε ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος, άνδρας με πολλές ικανότητες και δυνατότητες, γνωστός για την πνευματική του καταγωγή και προέλευση. Δίχως ν’ αμφισβητούμε την προσφορά των Θρησκευτικών Οργανώσεων, δεν μπορούμε να παρασιωπήσουμε ότι διακατέχονταν τουλάχιστον τα παλαιότερα χρόνια, από βαρειά ευσεβιστικά στοιχεία, αντιμοναρχικά φρονήματα και συνέδεσαν τα μέλη τους όχι τόσο με την ενορία, τη λειτουργική ζωή, την ασκητική παράδοση και την αγιοπατερική γραμματεία, αλλά με την αίθουσα, τ’ άσματα και τα βιβλία συγχρόνων χριστιανών διανοουμένων. Ίσως να ήταν καλή η πρόθεση του μακαριστού Ιερωνύμου, αλλά και τότε το περιβάλλον του αστόχησε και το υγιές εκκλησιαστικό σώμα δεν μπόρεσε να δεχθεί καινοτομίες και μεταρρυθμίσεις, παρότι και τότε γινόταν πολύς λόγος περί αποκαθάρσεως κι επιστροφής στις ρίζες. Η ενεργός συμμετοχή του λαού στη θεία Λειτουργία δεν γίνεται μόνο με την παρακολούθηση του κειμένου από εγκόλπια, μεταφρασμένα ή μη, με τη συμμετοχή του στην υμνωδία, παράφωνα ή μη, τετράφωνα ή μικτά, μπρος ή πίσω κι εξηγήσεις άκαιρες διακόπτοντας τα θεία μυστήρια.
Ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος πάντως, προς μεγάλη του τιμή, παραιτούμενος αξιοπρεπώς έγραφε:
«Ζητώ μόνον και παρακαλώ, όπως οιαδήποτε απογοήτευσις ή κατακραυγή ή και πιθανός σκανδαλισμός περιορισθή αποκλειστικώς και μόνον εις το πρόσωπόν μου και όχι εις την Εκκλησίαν και το λυτρωτικόν έργον της».
Σήμερα ορισμένοι ταυτίζουν την Εκκλησία με τα πρόσωπά τους κι αρκούνται να ονομάζουν τους δίκαια η άδικα κατηγόρους τους ως εχθρούς της Εκκλησίας. Επίσης χθεσινοί πολέμιοι και υβριστές των θρησκευτικών οργανώσεων, σήμερα γίνονται από αντιοργανωσιακοί πλέον οργανωσιακοί, ενώ οι θέσεις των σημερινών λεγομένων οργανωσιακών έχουν κατά πολύ αλλάξει επί το θετικώτερο κι εκκλησιαστικώτερο.
Η παρουσία της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο θα γίνει με τον συσχηματισμό της με αυτόν; Με την αλλοτρίωση της Εκκλησίας ή με την πρόσληψη και μεταμόρφωση του κόσμου; Το να τρέχει η Εκκλησία πίσω από τον αγχώδη και ταραγμένο κόσμο και να προσλαμβάνει κάτι από το άγχος και την ταραχή του, από τον συμφυρμό και τον συσχηματισμό, δήθεν για να τον κερδίσει, αποτελεί μεγάλο και τραγικό πρόβλημα της Εκκλησίας. Η στάση, ο τρόπος, το ύφος και το ήθος αυτό είναι καθαρά πολιτικό. Η αντίληψη αυτή σημαίνει ότι δεν θέλουμε ησύχιους, νηφάλιους, θερμά προσευχόμενους και γνήσια ταπεινούς πιστούς, αλλά ζητωκραυγάζοντες, χειροκροτούντες κι επευφημούντες οπαδούς. Μεταφέρουμε το κέντρο από τους ναούς στις πλατείες και τα στάδια, όπως η Δυτική «Εκκλησία». Ενδιαφερόμεθα πολύ για τις στατιστικές, τις σφυγμομετρήσεις, ως να φοβούμεθα, δειλιάζουμε και τρομάζουμε στο «μικρόν ποίμνιον» στη «μικρά ζύμη» και θεωρούμε πως στα πλήθη και τους μεγάλους αριθμούς της πλειοψηφίας είναι η δύναμη και η αλήθεια…
Η κουρασμένη Δύση, όπως λέγει, ζητά να επιστρέψει στην παλαιά της Εκκλησίας παράδοση. Η λειτουργική αυτή κίνηση επιθυμεί να επανασυνδέσει τη σημερινή λειτουργική πράξη με την επιστροφή της στη νεότητα της Εκκλησίας, όπως έγραψε ο Π. Τρεμπέλας πριν πενήντα χρόνια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία διακατέχεται σήμερα από μια τέτοια ανάγκη; Γέρασε; Χρειάζεται η Ορθοδοξία επάνοδο στη λειτουργική πληρότητα της αρχαίας Εκκλησίας, όπως έγραφε ο Α. Σμέμαν σ’ έκδοση περί της Θείας Λειτουργίας της Αδελφότητας Θεολόγων η «Ζωή»; Όπως έλεγε ο μακαριστός Επίσκοπος Κοζάνης Διονύσιος «επηρεασμένοι τινές υπό του πνεύματος της Δύσεως, αγνοούμεν τον χαρακτήρα και το ήθος της Ανατολής».
Ο γνήσιος χαρακτήρας του Ευαγγελίου είναι καθαρά ασκητικός και η Ορθοδοξία είναι πάντα και μόνο ασκητική. Η μεταρρύθμιση της Εκκλησίας επί το κοσμικώτερο και συγκεκριμένα της Θείας Λειτουργίας και των Ιερών Ακολουθιών, δι’ απλουστεύσεων, συντμήσεων, μεταφράσεων και λοιπών, προς βοήθεια των ασθενέστερων κι εξοικονόμηση πολυτίμου χρόνου αποτελεί πειρασμό σοβαρό κι αντίκειται στην ασκητική παράδοση της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο μακαριστός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ έγραφε:
«Μόνον παράφρονες θα απεφάσιζαν ποτέ να “αφελληνίσουν” την Λειτουργίαν και τας άλλας εκκλησιαστικάς Ακολουθίας και να δώσουν εις αυτάς ένα ύφος περισσότερον σύγχρονον… Η άρνησις της ελληνικής κληρονομίας ισοδυναμεί με πνευματικήν και εκκλησιαστικήν αυτοκτονίαν».
Ο αναφερόμενος «αφελληνισμός» και η «ελληνική κληρονομία» του μεγάλου θεολόγου π. Γ. Φλωρόφσκυ ασφαλώς σημαίνει και αλλοίωση της πυκνής, μεστής, κυριολεκτούσας, σαφούς και ωραίας γλώσσας των λειτουργικών κειμένων, δίχως ασφαλώς και βεβαίως ν’ αποδίδουμε σε αυτή μαγικές ιδιότητες, όπως κατηγορούμεθα. Αξιόλογοι πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι κι ακαδημαϊκοί από πολύ νωρίς ανέφεραν πως: «νοθεία της παιδείας δι’ εισαγωγής μεταφράσεων και μειώσεως ή και καταργήσεως της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών υποκρύπτει προσπάθειαν αφελληνισμού» (Γ. Κουρμούλης). «Επειδή δε τα αρχαία ελληνικά ακούονται διαρκώς εις την Εκκλησίαν την Ορθόδοξον, υπάρχει η πιθανότης να επιδιωχθή συν τω χρόνω η εισαγωγή των μεταφράσεων και εις την Εκκλησίαν ακόμη» (Σ. Μαρινάτος). «Απ’ όλες τις γλώσσες της χριστιανικής οικουμένης, που δοκιμάσθηκαν ώς τώρα στην απόδοσι του χριστιανικού βιώματος στον λειτουργικό χώρο, η ελληνική είναι η πιο εκθαμβωτικά μεταμορφωμένη μέσα στο άκτιστο φως, η πιο εξαγιασμένη, η πιο αποδοτική σε κατανυκτικότητα, η πιο μυσταγωγική, η πιο χαρισματούχος» (Β. Μουστάκης).
Μιλώντας για τη γλώσσα δεν μένουμε στον τύπο, λησμονώντας την ουσία, αλλά μιλάμε για μια γλώσσα θεοκίνητη, αγιασμένη και χαριτωμένη.
Τί θα μπορούσαμε ως περιττό να περικόψουμε από τη θεία λατρεία η ως επουσιώδες χάρη της απλουστεύσεως και συντομεύσεως; Υπάρχει κάτι στη θεία Λειτουργία, που είναι επιζήμιο κι απορριπτέο; Οι σοφοί λειτουργιολόγοι μας λέγουν, και πιστεύουμε πως έτσι είναι, ότι η ορθόδοξη λατρεία «ουδέποτε υπήρξε στατική και απολιθωμένη» (Ι. Φουντούλης). Τα τελευταία, όμως, χρόνια επανεκδόθησαν ευχολόγια με νέες περιστατικές ευχές, ακόμη και αλλαγής φύλου! Συντέθηκε νέα ακολουθία του ιερού μυστηρίου του γάμου, κατά τον τύπο της μοναχικής κουράς! Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι η Εκκλησία μας έχει πλούσια την εσωτερική ανανεωτική δύναμη και ικανότητα, που αποβάλλει τα περιττά κι εξαγιάζει τ’ απαραίτητα, χρήσιμα και ωφέλιμα. Αναγεννάται έσωθεν και άνωθεν υπό του Παναγίου Πνεύματος και όχι έξωθεν και κάτωθεν, όπως όποιος ανθρώπινος οργανισμός. Αναγεννήσεως χρήζουν οι άνθρωποι, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας και όχι η ίδια η Εκκλησία. Την Εκκλησία, όπως ορθά ειπώθηκε, δεν τη σώζουμε ποτέ, μόνο μας σώζει πάντα. Ποιοί είμαστε εμείς που θα διορθώσουμε την Εκκλησία και τί είναι αυτό που δεν το χρειάζεται η χθες και σήμερα και αύριο και πάντοτε αυτή Εκκλησία, η θεμελιωθείσα με το αίμα του Χριστού και των μαρτύρων; Όπως εύστοχα διερωτάται ο μακαριστός μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος:
«Τί ελλείπει ως αναγκαίον ή τί πλεονάζει ως περιττόν εις την θείαν λατρείαν, αφού η πνευματική εμπειρία των πιστών είναι πλήρης και η σωτηρία των βεβαία, δι’ όσων η Εκκλησία πράττει λατρεύουσα Θεώ ζώντι; Εις ποία σημεία της θείας λατρείας οι ορθόδοξοι χριστιανοί σήμερον χορτάζονται μέχρι πλησμονής και εις ποία μένουν νήστεις μέχρι λιμοκτονίας;».
Είναι γεγονός απ’ όλα τα παραπάνω, που θα μπορούσαν πολύ ακόμη ν’ αναλυθούν με πολλές παραπομπές και σημειώσεις, πως είναι ιδιαίτερα δύσκολη κι επικίνδυνη κάθε επέμβαση στα λειτουργικά κείμενα προς κάθε μορφή εκσυγχρονισμού. Αυτό, που με ιδιαίτερα μεγάλη προσοχή, μελέτη, φειδώ, διάκριση, γνώση και προσευχή θα μπορούσε να γίνει είναι η επιμελής κι επίμονη κάθαρση των λειτουργικών κειμένων, ακόμη και από τυπογραφικά λάθη, η λειτουργική διαφώτιση δια καταλλήλων εκδόσεων, κηρυγμάτων και ομιλιών. Τα σοβαρά, όμως, αυτά λειτουργικά και ποιμαντικά θέματα δεν λύνονται σ’ αίθουσες συνεδρίων, αλλά σε κελλιά, σε ναούς, από έμπειρους πνευματικούς, θεοφώτιστους ανθρώπους. Δεν αποτελούν αποτέλεσμα εξωεκκλησιαστικής επίδρασης αλλά ενδοεκκλησιαστικής ενδοσκαφής, νήψεως κι εμπειρίας. Αν η Εκκλησία παρασύρεται από την επικαιρότητα, τη λεγόμενη κοινή γνώμη, το τί επιθυμούν οι πολλοί, οι άγευστοι της Ορθόδοξης πνευματικότητας και λειτουργικής ζωής κι επιτάσσουν στην Εκκλησία ν’ ακολουθήσει ανεπίγνωστα το άρμα της σύγχρονης Κοινωνικής ζωής, λανθάνουν σοβαρά κι επιζήμια. Μετατρέπουν την Εκκλησία σε ανθρώπινο οργανισμό, ταμείο κοινωνικής προνοίας, πολιτικό γραφείο δραστήριο, συνεντευξιαζόμενο συνεχώς, κάνοντας δηλώσεις επί παντός επιστητού, χαμογελώντας στους πάντες, ώστε όλοι να μας συγχαίρουν, αλλά αυτό είναι αντιευαγγελικό, δεν αποθέτουμε την ελπίδα μας πάσα στον Κύριο, αλλά στην εκτίμηση κι επιβράβευση των ανθρώπων.
Ο Απόστολος Παύλος τη στάση αυτή χαρακτηρίζει στις θεόπνευστες επιστολές του ως συσχηματισμό με τον παρόντα αιώνα. Εδώ έγκειται, αδελφοί μου, ο μεγάλος κίνδυνος της Εκκλησίας, που υποκρύπτεται και στη λεγόμενη «λειτουργική αναγέννηση», δηλαδή στον εκσυγχρονισμό, στην εκκοσμίκευση, σε αυτή την παραποίηση, που θέλει την Εκκλησία ν’ ασπάζεται και ν’ ακολουθεί ό,τι εύκολο, μέτριο, απλό και πρόχειρο αγαπούν οι πολλοί κι όχι το τί θέλει ο Θεός. Το παράδειγμα της λεγόμενης Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας δεν θα πρέπει να μας παρασύρει, είναι προς αποφυγή και όχι προς μίμηση. Με τη Δυτική «Εκκλησία» δεν έχουμε μόνο σοβαρές δογματικές διαφορές αλλά και σημαντική αλλοίωση του εκκλησιαστικού φρονήματος, της ερμηνείας του Ευαγγελίου και της Ιεράς Παραδόσεως, του γνησίου ήθους και δεν θορυβούμεθα, αγωνιούμε, αγχωνόμεθα, διχαζόμεθα και μειονεκτούμε για την αυστηρότητα της Παραδόσεώς μας, ούτε αυτοφυλακιζόμαστε και βαυκαλιζόμαστε στις δάφνες του παρελθόντος και θεωρούμε ότι θα μείνουμε πίσω μένοντες πιστοί και κρατούντες αυτά που έχουμε κατά την Αποκάλυψη. Την Εκκλησία του Χριστού δεν τη σώζει κανένας μας, στους κόλπους της σώζονται οι επιθυμούντες μετανοούντες.
Ζητάμε να μειώσει η Εκκλησία την προσευχή της για τους πολλούς αναγκεμένους, που δεν γνωρίζουν, δεν μπορούν ή δεν θέλουν να προσευχηθούν; Μήπως θα έπρεπε ν’ αυξηθούν οι ιερές Ακολουθίες των ναών; Σήμερα, που αυξήθηκαν τα προβλήματα και μόνο η θεία επίσκεψη, το θείο έλεος και η θεία Ευσπλαγχνία μπορούν καλύτερα να βοηθήσουν από τα όποια παχειά, πολλά κι ωραία λόγια μας; Μετατρέπουμε τους ναούς και τους γύρω χώρους τους σε αθλοπαιδιές, μουσικοχορευτικές διδασκαλίες κι εκδηλώσεις, χειρισμούς ηλεκτρονικών μέσων και λοιπά κι όχι κυρίως σε τόπους αέναης προσευχής. Μια ορθή λειτουργική ανανέωση θα μπορούσε να ήταν η καλή αύξηση των εστιών προσευχής, που τόσο μεγάλη ανάγκη την έχει ο άστατος κι ανειρήνευτος σημερινός κόσμος. Δεν πιστεύουμε στην προσευχή;
Καταργώντας, λοιπόν, τα παλαιά, προσθέτοντας νέα η αλλάζοντας τα παλαιά η επιστρέφοντας στα παλαιά, επιτυγχάνουμε τη λεγόμενη «λειτουργική αναγέννηση». Τί με αυτό; Θα πλημμυρίσουν οι εκκλησίες μας κόσμο; Μα ποιός δεν παέι στην εκκλησία, γιατί δεν ακούγονται οι ευχές εκφώνως, γιατί δεν ψάλλουν όλοι μαζί, γιατί είναι ψηλά τα τέμπλα; Γιατί οι πιστοί αγαπούν την ησυχία των εξωκκλησιών, των μοναστηριών την κατάνυξη, την τάξη των αγρυπνιών, την ευλάβεια των ταπεινών ιερέων;
Ποιός λαϊκός ζήτησε ν’ αφαιρεθεί το ράσο των κληρικών, που έτσι πάντα τον χαίρονταν, τον τιμούσαν, τον ευλαβούνταν και του φιλούσαν το χέρι; Η ιερατική αμφίεση θέλει απλότητα, σεμνότητα και καθαρότητα, αλλά όχι αφαίρεση. Μάλλον προβληματισμένοι και προβληματικοί κληρικοί θέλουν την αφαίρεσή του, γιατί τους ενοχλεί στις κινήσεις και μετακινήσεις τους και ήδη έχουν αφαιρέσει το εξώρασο, περιποιούνται προκλητικά κι ενοχλητικά την κόμη και το γένι τους. Το τίμιο του κληρικού ράσο, το αιματοβαμμένο από μαρτύρων, ομολογητών και ηρώων αίμα και ποτισμένο από μυροβόλο ασκητικό ιδρώτα, αποτελεί υπηρετική ποδιά αγαπητικής και θυσιαστικής διακονίας κι όχι ασφαλώς εξουσιαστική περιβολή και μόνιμο σύμβολο ταπεινώσεως και μαρτυρίου, του χαροποιού πένθους της Εκκλησίας, της άρσης του κυριακού σταυρού.
Μη θέλουμε να επέμβουμε στην αγνότητα του απλού πιστού λαού, για να τον επηρεάσουμε, να τον διαφωτίσουμε, με τα αποτελέσματα της επιστημονικής μας γνώσης, της πολυπτυχιακής σοφίας μας και να τον εξυψώσουμε στο ύψος μας και να χάσει έτσι την απλότητα, την ταπεινότητα, τη χάρη και την καθαρότητα. Γνωρίζει ν’ αγαπά το ατόφιο και γνήσιο, έχει άφθονο φιλότιμο, έχει εμπειρία και κρίση, έχει δάκρυα και υπομονή, ελπίδα και θεοφοβία ο πιστός λαός. Νοθεύσαμε την εξομολόγηση με την ψυχιατρική και την ψυχανάλυση, θέλουμε να μετατρέψουμε τους ιεροκήρυκες σε κοινωνικούς εργάτες, κοινωνιολόγους, θρησκειολόγους, ηθικολόγους, πολιτικολόγους, πατριδολόγους, απολογητές και να κάνουμε τους άμβωνες εξέδρες και μπαλκόνια. Τους μοναχούς να τους φέρουμε δάσκαλους στις πόλεις και τις μοναχές νοσοκόμες στ’ άσυλα και τα νοσοκομεία. Κατά τ’ άλλα μιλάμε δυνατά για Ορθόδοξη Παράδοση, ενώ όλα αυτά δυτικοποιούν την Ανατολή. Λησμονήθηκε το κατανυκτικό, μυσταγωγικό, λειτουργικό, σωτηριολογικό, χριστολογικό, θεολογικό κήρυγμα.
Θα μπορούσαν να γίνουν προσιτά και καλύτερα λειτουργικά μαθήματα στα κατηχητικά σχολεία, στα εκκλησιαστικά φροντιστήρια, στις θεολογικές σχολές, από διδασκάλους πάσχοντες τα θεία, νηπτικούς εργάτες, εμφορούμενους από πνεύμα, δίχως σχολαστικότητα, υποκειμενισμό, σκληρό ρεαλισμό, κενή ρητορεία, αλλά κατάθεση αγιοπατερικής γνώσεως κι εντρυφήσεως, ευαγγελικής χάριτος, θείας ευσεβείας, προς ανύψωση, αναμόρφωση και μεταμόρφωση του κόσμου και ν’ αναδειχθούν όχι θρησκευάμενοι και θρησκόληπτοι, φανατικοί κι ακραίοι, αλλά ελεύθεροι, ευγενείς και αξιοπρεπείς άνθρωποι, νέες εκκλησιαστικές προσωπικότητες, κυρίως ως ευλαβείς και θεοφοβούμενοι κληρικοί, που θ’ αποτελούν το ευλογημένο κέντρο της ενορίας.
Ο μεγαλύτερος ιεροκήρυκας των αιώνων, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, στις καταπληκτικές περί ιερωσύνης ομιλίες του κάπου αναφέρει: Τίποτε δεν ταράζει τη χριστιανική ψυχή, ακόμη κι αν θεωρείται ότι γίνεται για κάτι καλό, όπως η καινοτομία και κάθε νεωτερισμός, και μάλιστα, όταν πρόκειται για τη λατρεία και τη δόξα του Θεού!
Ταπεινά φρονούμε πως η υπό προσχήματος αγάπης και διαφωτίσεως και βοηθείας του λαού επιχειρούμενη «λειτουργική αναγέννηση», ανεξάρτητα από τη θεολογία της Εκκλησίας μας και την ευαγγελική, ασκητική και ησυχαστική της παράδοση, δεν θα επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές και μάλιστα, αν δεν προηγηθεί η εσωτερική ενός εκάστου αναγέννηση, κατά την αγιοπατερική-νηπτική παράδοση, ώστε η κατανόηση των τελουμένων να είναι σε βάθος, κατά τον βαθμό της μετανοίας και καθαρότητος, της μεταμορφώσεως του νου υπό την προσευχή, της εν Χριστώ ζωής. Αν δεν είναι έτσι, όπως λέγει ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, η λεγομένη και επιχειρούμενη «λειτουργική αναγέννηση»
«μπορεί να υπενθυμίζη τις βατικάνειες λειτουργικές αναγεννήσεις ή τις προτεσταντικές αλλαγές και απορρίψεις, χάριν της απλότητος. Και είναι κρίμα να βιώνουμε ένα βατικάνειο και προτεσταντικό χριστιανισμό μέσα στην πλούσια παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας»!
Με πόνο και αγάπη καταθέτουμε τη λιτή αυτή γραφή μας, όχι από μια στείρα αντίδραση, όπως εύκολα μπορούμε να κατηγορηθούμε ως απόμακροι, φοβούμενοι αλλοιώσεις της λειτουργικής μας παραδόσεως, που θα δημιουργήσουν έριδες και σχίσματα και δεν θα λύσουν αλλά θα επιτείνουν προβλήματα. Ας εργασθούμε περισσότερο για την πραγματική ειρήνευση, ανάπαυση και παραμυθία του ανήσυχου κόσμου, των αγωνιώντων πιστών.
ΠΗΓΗ: «Ορθόδοξος Τύπος», φ. 1425:14.9.01, 1426:21.9.01
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου