ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 7. Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητή

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

7. Οι περιπέτειες ενός Προσκυνητή



moni

Ύστερα  από  λίγο  ο  νοικοκύρης  του  σπιτιού  ήλθε  και  μας  επήρε  να  δειπνήσουμε  μαζί.  Κατά  το διάστημα του δείπνου κουβεντιάσαμε συνηθισμένα πράγματα, έπειτα, όμως, η συνομιλία μας εστράφη στην ετυμολογία του ονόματος του οικοδεσπότη, το οποίον ήτο, όπως είπαμε, Εβραιίνωφ.
«Θα σας ειπώ παράξενα πράγματα για τ' όνομά μου» είπε ο ενδιαφερόμενος και άρχισε να διηγείται:

«Συνέβη ως εξής:  Ο  πατέρας μου  ήτο  Εβραίος.  Είχε  γεννηθεί  στο Σκλοβ  και μισούσε  πολύ τους χριστιανούς. Από τα νεανικά του χρόνια προπαρασκευαζόταν για να γίνει ραβίνος και σπούδαζε και μελετούσε σκληρά για να μάθει όλα τα ιουδαϊκά μυστικά και τις παραδόσεις, οι οποίες υπήρχαν, με σκοπό την κατηγορία του Χριστιανισμού. Μιαν ημέρα έτυχε να περάσει μέσα από ένα χριστιανικό νεκροταφείο, όπου συνέβη να μπλεχθεί στα πόδια του ένα ανθρώπινο κρανίο, που φαινόταν πως αυτές τις ημέρες το είχαν μόλις ξεθάψει. Είχε και το κάτω σαγόνι, τα μεγάλα δε και γυμνά δόντια του του  έδιναν  μιαν  απαίσια  εμφάνιση.  Σε  μια  κατάσταση  μίσους  κλώτσησε  το  κρανίο  κι  έπειτα  το έφτυσε. Σε λίγο, χωρίς να αρκεσθεί σ' αυτά, το πήρε και το έστησε σ' ένα στύλο. όπως στήνουν τα κρανία των ζώων για να φοβούνται τα πουλιά. Την νύκτα, όμως, στον ύπνο του, παρουσιάστηκε ένας άγνωστός του και με παράπονο μαζί και αγανάκτηση του είπε:

"Πώς  τόλμησες  να  ασεβήσεις  στα λείψανά  μου;  Εγώ  είμαι  χριστιανός, ενώ συ  είσαι εχθρός του
Χριστού"!

»Το φάντασμα αυτό παρουσιάσθηκε πολλές φορές τις νύκτες, έκανε δε τον άνθρωπο αυτόν να χάσει τελείως τον ύπνο του. Έπειτα, σαν να μη έφθαναν οι νύκτες, άρχισε να τον ταλαιπωρεί και την ημέρα, κατά το διάστημα της οποίας, τα αυτιά του άκουγαν σαν ηχώ τα ίδια επιτιμητικά λόγια. Όπως περνούσε ο καιρός, οι εμφανίσεις του φαντάσματος γίνονταν όλο και συχνότερες ώστε ο ταλαίπωρος, κάθε μέρα έχανε από τι σωματικές και τις ψυχικές του δυνάμεις. Επήγε στον Ραβίνο, ο οποίος του διάβασε ευχές και εξορκισμούς, αλλ' εις μάτην, γιατί το φάντασμα όχι μόνον δεν εξαφανίστηκε αλλά παρουσιαζόταν συχνότερα τώρα και ισχυρότερο.

»Το περιστατικό αυτό εγνώσθη από πολλούς, συνέβη δε να το μάθει και ένας φίλος του έμπορος, χριστιανός,   ο   οποίος   άρχισε   να   τον   συμβουλεύει   να   ασπασθεί   την   Χριστιανική   θρησκεία, προσπαθούσε δε να τον πείσει ότι δεν θα γλυτώσει τελικά απ' το μαρτύριο αυτό αν δεν γίνει χριστιανός.

»Αλλ' ο  άνθρωπος,  σαν σπουδασμένος  Εβραίος που  ήτο,  ήταν πολύ  δύσκολο  να απαρνηθεί  την θρησκεία του. Τέλος, όμως, πείσθηκε να πει ότι "θα κάνω ό,τι μου λες, φθάνει να με βεβαιώσεις ότι θα απαλλαγώ από το μαρτύριο αυτό του φαντάσματος που με βρήκε και με βασανίζει". Ο χριστιανός μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, με πολλή χαρά φρόντισε να τον πείσει να κάνει μιαν αίτηση προς τον επίσκοπο, για να τον δεχθεί αυτός ως κατηχούμενο και να τον βαπτίσει στην Χριστιανική Εκκλησία. Η αίτησις, τέλος, συντάχθηκε και ο Εβραίος, αφού υπερνίκησε κάμποσες δυσκολίες, την υπέγραψε.

»Το θαύμα, όμως, έγινε! Μόλις υπέγραψε ο Εβραίος την αίτησιν εκείνη, την ίδιαν αυτή στιγμήν το φάντασμα χάθηκε και δεν ξαναφανερώθηκε.

»Η χαρά που κατέλαβε τον ταλαιπωρημένο αυτόν άνθρωπο ήτο τόσο μεγάλη, ώστε αισθάνθηκε αμέσως ακατανίκητα, θερμή την πίστη προς τον Χριστό να τον κυριεύει. Επήγε αμέσως ο ίδιος και επισκέφτηκε τον επίσκοπο, του ξομολογήθηκε τα πάντα και εξέφρασε την θερμή του επιθυμία να βαπτιστεί. Με μεγάλη προθυμία και κατάνυξη έμαθε τα ορθόδοξα δόγματα και μετά το βάπτισμά του ήλθε κι εγκαταστάθηκε στην πόλη αυτήν εδώ. Έζησε μια πολύ αγία και ήσυχη ζωή, έκανε δε πολλές ελεημοσύνες στους πτωχούς. Με δίδαξε να ζω όπως ο ίδιος έζησε την χριστιανική ζωή, προ δε του θανάτου του, μου έδωσε πολύτιμες συμβουλές και την ευχή του. Εξ αιτίας αυτής της προελεύσεώς του από Εβραίους επήρε η οικογένειά μας το όνομα Εβραιίνωφ».

Παρακολούθησα την ιστορία αυτή με σεβασμό και συντριβή και βυθίστηκα σε σκέψεις, λέγοντας στον εαυτόν μου: «Πόσον εύσπλαχνος και καλός είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός και πόσο μεγάλη είναι η αγάπη Του! Πόσο πλούσιους τρόπους έχει να οδηγεί κοντά του τους αμαρτωλούς. Με πόση μεγάλη σοφία  χειρίζεται  μικρά  κι  ασήμαντα  γεγονότα,  για  να  φέρει  μεγάλα  αποτελέσματα.  Ποιος  θα μπορούσε να φανταστή ότι μια ευτελής πράξη μίσους ενός Εβραίου και ένα πεταμένο κρανίο θα έφερναν στην αληθινή γνώση του Χριστού έναν άνθρωπο και θα τον οδηγούσαν να ζήσει μια ζωή αγίου»;

Μετά  από   το   δείπνο   ευχαριστήσαμε  τον  Θεό   και  τον  άνθρωπο   που  μας  φιλοξενούσε  και αποχωρήσαμε στο δωμάτιό μας. Μη θέλοντας ακόμη να πέσουμε για να κοιμηθούμε αρχίσαμε να συνομιλούμε για διάφορα πράγματα. Ο σύντροφός μου μου είπε ότι ήταν έμπορος από το Μογκίλεβ και ότι είχε παραμείνει δυο ολόκληρα χρόνια στην Βεσσαραβία σ’ ένα μοναστήρι δόκιμος. Τώρα πήγαινε στο μέρος όπου είχε ζήσει για να πάρει την συγκατάθεση των συγγενών του και γνωστών και να γίνει πια μοναχός.

«Τα μοναστήρια στην Βεσσαραβία με ικανοποιούν απόλυτα. Η οργάνωσή των, η τάξις, η αυστηρά ζωή πολλών αγίων πνευματικών εκεί, είναι απαράμιλλες». Τέλος με βεβαίωσε ότι συγκρίνοντας τα Βεσσαραβικά με τα Ρωσικά μοναστήρια, η διαφορά που υπάρχει είναι όσον η απόσταση του ουρανού από τη γη και με παρότρυνε να πάω και εγώ να μονάσω εκεί.

Ενώ συνομιλούσαμε γι' αυτά τα πράγματα έφεραν ακόμη έναν άνθρωπο να μείνει στο ίδιο δωμάτιο. Ήταν ένας έφεδρος αξιωματικός που πήγαινε σπίτι του με άδεια. Ήτο πολύ κουρασμένος απ' το ταξίδι. Είπαμε τις προσευχές μας και οι τρεις μαζί και εξαπλώσαμε για να κοιμηθούμε. Την άλλη μέρα σηκωθήκαμε ενωρίς το  πρωί και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για τον δρόμο, όταν ακούσαμε τις καμπάνες να κτυπούν για τον Όρθρο. Ο έμπορος και εγώ αρχίσαμε να συλλογιζόμαστε αν θα έπρεπε να ξεκινήσουμε προτού πάμε και ακούσουμε τον όρθρο, γιατί πώς θα μπορούσαμε ν' αρχίσουμε το ταξίδι χωρίς να πάμε στην εκκλησία, μια και είχαμε ακούσει τις καμπάνες την ώρα της ετοιμασίας, πριν αναχωρήσουμε; Θα ήταν πολύ καλύτερο να πάμε να προσευχηθούμε κατά την ακολουθία του Όρθρου κι έπειτα να αρχίσουμε το ταξίδι με πιο μεγάλη ευχαρίστηση.

Την απόφασή μας αυτή την ανακοινώσαμε στον αξιωματικό, ο οποίος απήντησε: «Για ποιο λόγο να πάμε στην εκκλησία, αφού έχουμε δρόμο μπροστά μας να κάνουμε; Τι θα ωφεληθεί ο Θεός εάν πάμε στον Όρθρο; Δεν είναι καλύτερα να ξεκινήσουμε και να πούμε την προσευχή μας περπατώντας; Σεις οι δυο φυσικά, αν θέλετε, πηγαίνετε, εγώ όμως δεν θα έλθω μαζί σας στην εκκλησία γιατί κατά το διάστημα του Όρθρου, θα προχωρήσω δυόμιση χιλιόμετρα πάνω - κάτω και θα φθάσω έτσι γρηγορότερα σπίτι μου».

Ο έμπορος απήντησε σ’ αυτά λέγοντας: «Κοίταξε, αδελφέ, μην έχεις πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στα σχέδιά σου και μην είσαι βιαστικός στην ζωή σου μέχρις ότου πληροφορηθείς και του Θεού την συγκατάθεση σε ό,τι σκοπεύεις να κάνεις. Ύστερα από αυτά εμείς οι δυο πήγαμε στην εκκλησία, αυτός δε ξεκίνησε για το ταξίδι του.

Παρακολουθήσαμε τον Όρθρο και συνέχεια την θεία Λειτουργία. Έπειτα επήγαμε στο δωμάτιό μας



για να πάρουμε τα πράγματά μας. Είμεθα σχεδόν έτοιμοι για να ξεκινήσουμε, όταν η οικοδέσποινα μπήκε μέσα κρατώντας το σαμοβάρι γεμάτο τσάι. «Φεύγετε, μας είπε, αλλά δεν πρέπει να ξεκινήσετε χωρίς να πάρετε ένα τσάι και χωρίς να γευματίσετε το μεσημέρι. Δεν ημπορούμε να σας αφήσουμε να φύγετε νηστικοί». Έτσι παραμείναμε. Αλλά δεν είχε περάσει μισή ώρα που καθίσαμε για το τσάι, όταν ξαφνικά είδαμε τον αξιωματικό να φτάνει τρέχοντας και ασθμαίνοντας.

«Ήλθα να σας συναντήσω, με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης».

«Τι σου συνέβη»; τον ερωτήσαμε, κι εκείνος απήντησε:

«Όταν σας άφησα το πρωί και ξεκίνησα, πριν βγω από την πόλη, σκέφτηκα να αλλάξω λίγα χρήματα και να τα κάνω ψιλά. Μπήκα, λοιπόν, σ' ένα μαγαζάκι για ν' αλλάξω τα χρήματα, συγχρόνως δε να πιω και ένα ποτό, μια που είχα να κάνω μακρύ δρόμο. Ήπια το ποτό μου, το πλήρωσα, επήρα τα ρέστα που μου χρειάζονταν και άρχισα τον δρόμο μου ελαφρός σαν πουλί. Όταν είχα προχωρήσει ενάμιση χιλιόμετρο περίπου, σκέφτηκα να μετρήσω τα ψιλά που είχα πάρει. Κάθισα, λοιπόν, στην άκρη του δρόμου, έβγαλα το πορτοφόλι μου και άρχισα να μετρώ. Όλα ήσαν εν τάξει. Βάζοντας όμως, το πορτοφόλι στην τσέπη μου, είδα πως έλειπε από μέσα το στρατιωτικό μου βιβλιάριο. Έψαξα με αγωνία τις τσέπες και το σακίδιό μου. Αλλά το βιβλιάριο δεν ευρισκόταν πουθενά. Επήγα να σκάσω από την αγωνία μου, κόντεψα να χάσω το μυαλό μου. Για μια στιγμή σκέφτηκα ότι θα μου είχε πέσει κάπου εκεί στο μαγαζάκι που είχα πιει το ποτό κι έβγαλα για να πληρώσω. Έπρεπε να σπεύσω και άρχισα να τρέχω για να γυρίσω πίσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όπως έτρεχα, σκεπτόμουνα τι θα έκανα αν δεν το εύρισκα, σε τι περιπέτεια θα έμπλεκα!

»Έφθασα στο μαγαζάκι, τέλος, κι έτρεξα προς τον καταστηματάρχη ρωτώντας τον μήπως βρήκε το βιβλιάριό μου. "Δεν είδα τέτοιο πράγμα" μου απήντησε. Η αμηχανία μου και η στενοχώρια την στιγμήν αυτή ήσαν πολύ μεγάλες. Άρχισα τότε να ψάχνω γύρω εκεί, όπου μπορούσα να θυμηθώ ότι είχα περάσει ή είχα σταθεί. Την φορά όμως αυτήν υπήρξα τυχερός και επήρα εξαιρετική χαρά, γιατί, επί τέλους, το βρήκα. Μου είχε πέσει κι ευρισκόταν κλειστό σε μια γωνία επάνω σε άχυρα, ανακατεμένα με λάσπες. Το επήρα με χαρά και το καθάρισα. Δεν πείραζε που είχε λερωθεί, φθάνει που  το  είχα  βρει.  Ευχαρίστησα  τον  Θεό,  δεν  ημπορώ  δε  να  σας  παραστήσω  την  χαρά  που αισθάνθηκα. Μου φάνηκε σα να ελευθερώθηκα από ένα μεγάλο βάρος που πίεζε τα στήθη μου. Ίσως υποστώ κάποια τιμωρία, όταν οι ανώτεροί μου δουν το βιβλιάριο πως είναι λερωμένο, αλλ' αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά σε ό,τι θα πάθαινα αν δεν το εύρισκα. Τώρα μπορώ να πάω σπίτι μου και να γυρίσω στην υπηρεσία μου χωρίς φασαρίες, ήλθα, όμως, σ' εσάς για να πω το πάθημά μου και να σας παρακαλέσω για κάτι μαλακτικό και έναν επίδεσμο για το πόδι μου, που απ' το βιαστικό τρέξιμο, χωρίς να το καταλάβω, παραπάτησα κάπου και το έχω στραμπουλίξει, τώρα δε με ενοχλεί τόσον ώστε να μη μπορώ να περπατήσω».

«Όλα αυτά τα έπαθες, αδελφέ μου, του είπε ο έμπορος, επειδή δεν μας άκουσες και δεν ήλθες μαζί μας το πρωί στην εκκλησία. Ήθελες να κερδίσεις χρόνο και να τώρα ευρίσκεσαι στο σημείο απ' όπου ξεκίνησες και με το πόδι πονεμένο. Εγώ σου είπα να μην είσαι τόσο βιαστικός στα σχέδιά σου. Να, λοιπόν, τα αποτελέσματα της βιασύνης σου. Δεν ήτο τόσο σπουδαίο πράγμα το ότι δεν ήλθες μαζί μας στην  εκκλησία,  αλλά  μην ξεχνάς  ότι  εκτός  απ'  αυτό,  είπες  πως, τι  καλό  μάς  κάνει  ο  Θεός  όταν προσευχόμαστε; Αυτό που είπες, αδελφέ, ήταν πολύ κακό. Είναι αλήθεια ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τις αμαρτωλές μας προσευχές, αλλ' επειδή μάς αγαπά επιθυμεί να προσευχόμαστε προς Αυτόν. Πρέπει να ξέρεις ότι δεν είναι μόνον η αγία προσευχή την οποίαν το Άγιο Πνεύμα μας αξιώνει να προσφέρουμε και διεγείρει μέσα μας την επιθυμία να ευαρεστήσουμε Αυτός ο οποίος μας δίδαξε λέγοντας: "μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν"4,  [4 Ιωάν. 15, 4]
αλλά και κάθε έφεση και κάθε παλμός και κάθε σκέψη μας, που έχει σκοπό την δόξα Του και την σωτηρία μας, στα μάτια Του έχουν αρκετή αξία, για όλα δε αυτά η άπειρη αγάπη του Θεού παρέχει ανεξάντλητες αμοιβές. Η αγάπη του Θεού παρέχει εκατονταπλάσια χάρη απ' ό,τι οι ανθρώπινες ενέργειες αξίζουν. Εάν δώσεις γι' Αυτόν ένα δίλεπτο, Εκείνος θα σε ανταμείψει με χρυσό. Εάν απλώς βάλεις σκοπό να πορευτείς προς τον Πατέρα, Αυτός θα έλθει να σε συναντήσει χωρίς να περιμένει. Απλώς με μια λέξη μικρή και άτονη —Βοήθησόν μοι, Ελέησόν με κι Εκείνος πέφτει στην αγκαλιά σου και σε φιλεί.

»Τέτοια είναι η αγάπη του ουρανίου Πατέρα μας την οποία δείχνει πάντα σ' εμάς αν και πολλές φορές είμεθα ανάξιοι, αυτό δε το κάνει Εκείνος γιατί αγάλλεται σε κάθε κίνησή μας, έστω και μικρή, για την σωτηρία. Εσύ, υποθέτω, σκέπτεσαι ως εξής και λες: Τι ανάγκην έχει ο Θεός από εμάς για να τον δοξολογήσουμε και τι κερδίζει κανείς από την προσευχή, όταν προσεύχεται λιγάκι και η σκέψη του πλανάται εδώ και εκεί, ή όταν κάνει κανείς ένα μικρό καθήκον, όπως είναι οι σταυροί, οι μετάνοιες, η εγκάρδια προσευχή του Ιησού, η ακρόαση προς τους ιερωμένους, η λιγοστή πνευματική μελέτη, η νηστεία, η υπομονή σε μια μικρή προσβολή; Όλα αυτά σου φαίνονται πως δεν είναι αρκετά για την σωτηρία και ανωφελή για να ασχοληθεί κανείς. Δεν έχεις, όμως, δίκαιο, γιατί καμιά από αυτές τις φαινομενικά μικρές πράξεις δεν πηγαίνει εις μάτην, επειδή το παντεποπτικό μάτι του Θεού τα παρακολουθεί και τα δέχεται όλα, παρέχει δε ανταμοιβή, όχι μελλοντική μόνο και αιώνια, αλλ' ακόμη και στην παρούσα ζωή.

»Ο άγιος Ιωάννης ο  Χρυσόστομος γράφει σχετικά μ' αυτό το εξής: "Κανένα καλό, οποιουδήποτε είδους, ακόμη και το πιο ασήμαντο, δεν θα αποδοκιμασθεί από τον δίκαιο Κριτή. Εφ' όσον τα αμαρτήματα θα εξετασθούν με τόση λεπτομέρεια και θα δώσουμε λόγο και για τα λόγια και τις επιθυμίες και τις σκέψεις μας ακόμη, πολύ περισσότερο τα καλά έργα όσο μικρά τυχόν κι αν είναι, θα ληφθούν υπ' όψιν με τις λεπτομέρειές τους προς όφελός μας, όταν θα βρεθούμε μπροστά στον δίκαιο Κριτή ο οποίος δεν παύει να είναι συγχρόνως και γεμάτος από αγάπη".

»Θα σου διηγηθώ ένα περιστατικό που είδα ο ίδιος τον περασμένο χρόνο στο μοναστήρι της Βεσσαραβίας, στο οποίο ήμουν, όπως σου είπα. Ζούσε εκεί ένας μοναχός με πολύ καλή ζωή. Μια μέρα, όμως, τον έζωσε ο πειρασμός και του έβαλε στην καρδιά σφοδρά την επιθυμία να φάει λίγο παστό ψάρι. Εις το μοναστήρι δεν ήτο εύκολο να βρει ό,τι ζητούσε, σχεδίασε δε να πάει στην αγορά για να αγοράσει λίγο. Εν τω μεταξύ, αγωνίσθηκε με τον εαυτό του, για να κατανικήσει τον πειρασμό με το λογικό επιχείρημα ότι ήταν μοναχός και έπρεπε να είναι ικανοποιημένος με την τροφή την οποία παρείχε η τράπεζα του μοναστηριού, που ήταν κοινόβιο και δεν επιτρεπόταν οι αδελφοί να λαθροφαγούν. Επί πλέον δε η επίσκεψις στην αγορά, όπου υπάρχει τόσος πολύς και διαφορετικός κόσμος, για ένα μοναχό θα ήταν φυσικά μια αιτία πειρασμού.

»Τέλος, όμως, τα ψέματα του πονηρού υπερίσχυσαν, η τελική συγκατάθεση έγινε και ο μοναχός ξεκίνησε  για  την  αγορά.  Όταν  είχε  προχωρήσει  κάμποσο  απ'  το  μοναστήρι  αντελήφθη  ότι  δεν κρατούσε το κομποσκοίνι στο χέρι του, όπως συνέβαινε άλλοτε. Αυτό τον έκανε να σκεφθεί: "Πώς συνέβη να κάνω εγώ τέτοιο πράγμα; Πώς έφυγα απ' το μοναστήρι μου χωρίς το κομποσκοίνι και μοιάζω σαν στρατιώτη με δίχως όπλο; Τι θα λένε όσοι με συναντήσουν, βλέποντάς με, μοναχό, χωρίς το κομποσκοίνι του; Είναι αλήθεια πολύ παράξενο αυτό που μου συμβαίνει". Γύρισε, λοιπόν, πίσω, ανακάλυψε, όμως, γυρίζοντας, το κομποσκοίνι, σε μια απ' τις τσέπες του. Το έβγαλε, έκανε το σταυρό του και άρχισε το δρόμο του προς την αγορά πάλι, προχωρώντας ήρεμα και προσευχόμενος σιωπηλά. Όπως έφθασε στην αγορά, είδε ένα άλογο ζεμένο σ' ένα κάρο φορτωμένο με τεράστια βαρέλια. Ξαφνικά το άλογο ξαφνιάστηκε από κάτι, έκοψε το σχοινί του και προχωρώντας αφηνιασμένο άρπαξε δαγκώνοντας απ' το ράσο, στον ώμο, τον μονάχο, που έτυχε μπροστά του, και τον επέταξε λίγα μέτρα μακριά, χωρίς, όμως, να του προξενήσει και σπουδαία τραύματα, εκτός από κάμποσες γρατζουνιές. Αμέσως, όμως, αναποδογύρισε το κάρο και τα βαρέλια κατρακύλησαν με δύναμη στο μέρος ακριβώς απ' όπου είχε αρπάξει τον μοναχό, το άλογο.


»Θα είχε γίνει ένα σύντριμμα μέσα στα βαρέλια, ο δυστυχής, αν δεν είχε μετακινηθεί έστω και μ' αυτόν τον βίαιο τρόπο που δεν τον περίμενε καθόλου. Αφού συνήλθε κάπως και ηρέμησε, αγόρασε το ψάρι που ήθελε, γύρισε στο μοναστήρι, το έφαγε, είπε τις προσευχές του και έπεσε να κοιμηθεί.

»Κοιμόταν ελαφρά, όταν στον ύπνο του παρουσιάστηκε ένας παράξενος άνθρωπος, που φαινόταν σαν πνευματικός οδηγός, και του είπε: "Άκουσέ με. Εγώ είμαι ο προστάτης αυτού του συγκροτήματος και θέλω να σε διδάξω μερικά πράγματα που πρέπει απαραιτήτως να γνωρίζεις. Κοίταξε τώρα η μικρή προσπάθεια που έκανες για ν' αντισταθείς στον πειρασμό, η αμέλειά σου για την αυτογνωσία και την αυτοκυριαρχία σου, έδωσαν στον αόρατο εχθρό ευκαιρία για να επιτεθεί εναντίον σου. Είχε έτσι προετοιμάσει ο τρισκατάρατος αυτό το αφηνίασμα του αλόγου και το πέσιμο των βαρελιών, για να σε σκοτώσει. Αλλ' ο άγγελος φύλακάς σου τα προείδε όλα αυτά και έβαλε μέσα στο μυαλό σου την σκέψη να  προσευχηθείς και  να  θυμηθείς  το  κομποσκοίνι  σου.  Επειδή δε  δεν  περιφρόνησες  την σύσταση αλλ' υπάκουσες σ’ αυτή και την έθεσες σ’ ενέργεια, ο άγγελος έκανε το παν και σε έσωσε από τον θάνατο. Βλέπεις, λοιπόν, πόση μεγάλη είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και πόσο πλούσια ανταμείβει και την παραμικρή στροφή μας προς Εκείνον"! Λέγοντας αυτά ο πνευματικός αυτός  οδηγός  εξαφανίστηκε  από  το  κελί.  Ο  μοναχός  γονάτισε,  αλλά  συγχρόνως  ξύπνησε  και αντελήφθη τον εαυτόν του όχι πάνω στο κρεβάτι αλλά στο κατώφλι της εισόδου γονατισμένο ή μάλλον πεσμένο πρηνή. Το γεγονός αυτό το διηγήθηκε ο ίδιος έπειτα για ωφέλεια των αδελφών, ήμουν δε και εγώ ένας απ' εκείνους που τον ήκουσαν με τα ίδια τους τ' αυτιά.

»Αλήθεια είναι πανάφθονη η αγάπη του Θεού προς τους ανθρώπους. Δεν είναι εξαίσιο το ότι μια πράξη —όπως αυτή του κομποσκοινιού που ο μοναχός το έβγαλε για να προσευχηθεί με την νοερά προσευχή  του  Ιησού—  του  έσωσε  τη  ζωή;  Αλλ'  επίσης  εξαίρετο  δεν  είναι  το  γεγονός  ότι  ολίγη επίκληση του ονόματος του Ιησού, έφθασε για να αντισταθμίσει ένα σωρό ώρες που ξοδεύθηκαν σε αμέλεια και φιλαυτία; Πραγματικά στην περίπτωση αυτή πληρώθηκε το δίλεπτο με χρυσό. Βλέπεις, λοιπόν, αδελφέ μου, πόσον ολοδύναμη είναι η προσευχή; Και πόσο παντοδύναμο είναι το όνομα του Θεού όταν το επικαλούμεθα; Ο άγιος Ιωάννης ο Καρπάθιος στην Φιλοκαλία λέγει ότι: "όταν κατά την προσευχή του Ιησού επικαλούμεθα το Άγιο Όνομά Του και λέμε, "ελέησόν με τον αμαρτωλόν", σε κάθε τέτοια επίκληση η φωνή Του Θεού απαντά μυστικά: "Υιέ, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου", και προχωρεί λέγοντας πως, "όταν λέγομε την προσευχή, την στιγμήν αυτή, δεν διαφέρουμε καθόλου από τους Αγίους, τους Ομολογητές και τους Μάρτυρας". Αλλά και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει:    Προσευχή,  όταν  την  κάνουμε  με  την  καρδιά  μας,  όσο  αμαρτωλοί  και  αν  είμεθα  μας καθαρίζει. Η αγάπη του Θεού είναι πολύ μεγάλη, ενώ εμείς καίτοι είμεθα αμαρτωλοί δεν θέλουμε να δώσουμε ούτε λίγη ώρα για ευχαριστίες προς τον Θεό και ανταλλάσσουμε τον χρόνο της προσευχής, που είναι ο πιο πολύτιμος απ' όλους, για βιοτικές και ανωφελείς φροντίδες, ξεχνώντας τον Θεό και το καθήκον μας. Εξ αιτίας αυτού, πολλές φορές παθαίνουμε ατυχήματα και δυστυχίες, τις οποίες πάλι η αγάπη και η πρόνοια του Θεού τις χρησιμοποιεί για να μας καθοδηγήσει και να μας διδάξει να στρέψουμε τις καρδιές μας προς Εκείνον"». Όταν ο έμπορος τελείωσε όλα αυτά που είπε, απευθυνόμενος προς τον αξιωματικό, παρατήρησα κι εγώ, λέγοντας:

«Πόσην ανακούφιση, αλήθεια, έφεραν τα λόγια σου στην αμαρτωλή ψυχή μου, αδελφέ μου! Αισθάνομαι ότι θα μπορούσα να γονατίσω μπροστά σου και να σ' ευχαριστήσω». Εκείνος ακούγοντας αυτά, μου είπε: «Βλέπω ότι αρέσκεσαι πολύ ν' ακούς θρησκευτικές ιστορίες. Περίμενε μια στιγμή και θα βρω να σου διαβάσω μιαν όμοια με αυτή που σου είπα. Έχω μαζί μου στο ταξίδι μου αυτό, ένα βιβλίο που ονομάζεται "Αμαρτωλών Σωτηρία", στο οποίον υπάρχουν διηγήσεις θαυμάσιων πραγμάτων».

Έβγαλε το βιβλίο απ' το σακίδιό του και άρχισε να διαβάζει μιαν ωραιότατη διήγηση για κάποιον Αγαθόνικο, έναν αφοσιωμένο στο Θεό άνθρωπο, ο οποίος από την παιδική του ηλικία είχε διδαχθεί από τους ευσεβείς γονείς του να λέγει κάθε μέρα μπροστά στην εικόνα της Μητέρας του Θεού την προσευχή που αρχίζει με τα λόγια: «Θεοτόκε Παρθένε, χαίρε, κεχαριτωμένη Μαρία...» Καμιά μέρα



δεν παρέλειψε να πει την προσευχή αυτή. Αργότερα, όμως, όταν ενηλικιώθηκε και έφτιαξε την δική του ζωή, απορροφήθηκε από τις φροντίδες και τις φασαρίες της ζωής ώστε να αραιώσει σιγά - σιγά την προσευχή αυτή, μέχρις ότου, τέλος, την σταμάτησε εντελώς.

Μια μέρα, όμως, συνέβη να φιλοξενήσει για μια νύκτα ένα προσκυνητή, ο οποίος του είπε ότι ήτο μοναχός από την Θηβαΐδα και ότι είχε δει ένα όραμα στο οποίο διατάχτηκε να πάει να βρει τον Αγαθόνικο και να τον επιπλήξει για το γεγονός ότι είχε σταματήσει την συνηθισμένη προσευχή του προς τη Μητέρα του Θεού. Ο Αγαθόνικος απήντησε ότι επί τόσα χρόνια που έλεγε την προσευχή αυτή δεν είδε κανένα όφελος ούτε αποτέλεσμα. Εις αυτά ο ερημίτης απήντησε, λέγοντας: «Θυμήσου, τυφλέ και αγνώμων άνθρωπε, πόσες φορές αυτή η απλή προσευχή σε βοήθησε και σε έσωσε από καταστροφές. Θυμήσου, πως μια φορά, όταν ήσουν πολύ νέος, σώθηκε κατά τρόπο θαυμαστό από βέβαιο πνιγμό. Δεν θυμάσαι, ακόμη, ότι μια επιδημία κάποτε, που έστειλε στον τάφο ένα σωρό φίλους σου, εσένα δεν σε έθιξε καθόλου;

Ξέχασες, όταν κάποτε που οδηγούσατε ένα αμάξι μ' ένα φίλο σου, πέσατε κι οι δυο, ενώ δε αυτός έσπασε το πόδι του εσύ έμεινες σώος και αβλαβής; Λησμονείς, ότι ένας συνήλικος φίλος σου, που ήταν υγιής σαν σίδερο, τώρα κάμποσον καιρόν, είναι κατάκοιτος άρρωστος και δυστυχισμένος, ενώ εσύ είσαι υγιής και δεν ξέρεις τι θα πει αρρώστια;

Γενικά, υπενθύμισε στον Αγαθόνικο, ένα σωρό ευεργεσίες του Θεού και τέλος συμπλήρωσε λέγοντας:
«Γνώριζε  ότι  όλα  αυτά  τα  κακά  αποσοβήθηκαν  από  σένα,  χάρις  στην  προστασία  της  Παναγίας Μητέρας του Θεού, εξ αιτίας αυτής της μικρής προσευχής δια μέσου της οποίας ύψωνες κάθε μέρα την ψυχή σου σε ένωση με τον Θεό. Από εδώ και στο εξής πρόσεχε, μη παραλείπεις την προσευχή και την ανάμνηση της Βασίλισσας των Ουρανών κι αυτή ποτέ δεν θα σε εγκαταλείψει».

Μόλις είχε τελειώσει το διάβασμα, μας κάλεσαν για το γεύμα, μετά δε απ' αυτό έχοντας καινούργιες δυνάμεις ευχαριστήσαμε και πάλι αυτούς που μας φιλοξένησαν κι ξεκινήσαμε για το δρόμο. Σε λίγο χωρίσαμε, αφού ο καθένας ακολούθησε την πορεία του για τον ιδικό του προορισμό.

Μετά από πέντε ημερών πεζοπορία κατά τις οποίες σκεπτόμουν και ξανασκεπτόμουν τις διδακτικές ιστορίες που άκουσα από τον έμπορο και τον δόκιμο απ' την Μπυελάγια - Τσερκώβ, άρχισα να πλησιάζω στο Κίεβο. Ξαφνικά, όμως, και χωρίς κανένα λόγο, άρχισα να μελαγχολώ, να αισθάνομαι βαριές τις σκέψεις μου, και να καταλαμβάνονται από ένα είδος απελπισίας. Την νοερά προσευχή του Ιησού την έκανα με κάποια δυσκολία και απροθυμία. Εν τω μεταξύ, συνάντησα ένα πυκνό δάσος με πυκνή χλόη και θάμνους και αφήνοντας τον δρόμο μπήκα μέσα για να ξεκουραστώ λιγάκι κι άρχισα να ψάχνω για ένα καλό μέρος, που θα μπορούσα να καθίσω και ν' ανοίξω την Φιλοκαλία για να διαβάσω λίγο και να νικήσω την αθυμία που είχε καταλάβει την ψυχή μου. Βρήκα, τέλος, μιαν ήσυχη θέση κι άρχισα να διαβάζω «Περί των οκτώ της κακίας λογισμών» του αγίου Ιωάννου Κασσιανού του Ρωμαίου.

Όταν είχα προχωρήσει στο διάβασμα κάπου μισή ώρα, παρατήρησα ότι ευρισκόταν ένας άνδρας μέσα στο ίδιο δάσος καμιά εβδομηνταριά μέτρα απ' το μέρος όπου καθόμουνα. Ήταν γονατισμένος και εντελώς αμίλητος. Ευχαριστήθηκα που τον είδα και νομίζοντας ότι προσεύχεται, εξακολούθησα το διάβασμά μου. Είχε περάσει περίπου μια ώρα ακόμη όταν ξανασήκωσα το κεφάλι μου απ' το βιβλίο για  να  ρίξω  μια  ματιά  γύρω.  Παρατήρησα  όμως  ότι  ο  άνθρωπος  που  είχα  δει,  ήταν  ακόμη γονατισμένος και αμετάβλητος στην στάση αυτή της προσευχής. Αυτό με συγκίνησε και με έκανε να σκεφθώ πόσοι αφοσιωμένοι δούλοι του Θεού υπάρχουν στον κόσμο αυτό.

Όπως, όμως, σκεπτόμουν αυτά, ο γονατισμένος άνθρωπος ξαφνικά έπεσε στο έδαφος και έμεινε εκεί ξαπλωμένος κι ακίνητος. Αυτό με φόβισε και όπως δεν τον είχα δει στο πρόσωπο, γιατί είχε την πλάτη του γυρισμένη προς εμένα, αισθάνθηκα ισχυρή την ανάγκη και την περιέργεια να πάγω να τον ιδώ ποιος ήταν και τι του συνέβη. Όταν έφτασα κοντά, τον είδα να έχει πέσει σε έναν ελαφρύ ύπνο. Ήταν ένα χωριατόπαιδο είκοσι πέντε περίπου ετών. Είχε ένα πολύ ελκυστικό και συμπαθητικό πρόσωπο αλλ' ωχρό ως προς το χρώμα. Ήταν ντυμένος με χωρικά ρούχα, με μια μεγάλη ζώνη στη μέση, χωρίς κανένα άλλο διακριτικό, ούτε ραβδί, ούτε το χαρακτηριστικό σακίδιο, την «κοτόμκα», όπως λέγεται, που έχουν μαζί τους οι χωρικοί. Ο θόρυβος των βημάτων μου τον ξύπνησε και σηκώθηκε όρθιος. Τον ερώτησα ποιος ήτο και μου απάντησε ότι ήτο κυβερνητικός χωρικός της κυβερνήσεως του Σμολένσκ και ότι ήθελε να πάει για το Κίεβο.

«Γιατί, όμως, κάθεσαι εδώ τώρα»; τον ερώτησα πάλι.

«Δεν ξέρω, περιμένω κάποια καθοδήγηση από τον Θεό», ήταν η απάντηση.

«Είναι πολύς καιρός αφ' ότου άφησες το σπίτι σου»;

«Πάνω από τέσσερα χρόνια».

«Αλλά που έμενες όλο αυτό το διάστημα»;

«Γυρίζω από προσκύνημα σε προσκύνημα και σε Μοναστήρια και Εκκλησίες. Δεν έχω σπίτι, είμαι ορφανός, δεν έχω συγγενείς στον κόσμο αυτό, επιπλέον δε το ένα μου πόδι είναι παράλυτο. Έτσι, λοιπόν, γυρίζω από μέρος σε μέρος στον κόσμο αυτό».

«Καλά όλα αυτά, του είπα, αλλά νομίζω, πως κάποιος θεοφοβούμενος άνθρωπος θα σε καθοδήγησε να επισκέπτεσαι διάφορα αγιασμένα μέρη, γυρίζοντας από τόπο σε τόπο».

Εκείνος απήντησε: «Επειδή δεν είχα πατέρα και μητέρα είχα προσληφθεί και εργαζόμουν με τους κοινούς τσοπάνηδες του χωριού μου αρκετά καλά και ευχάριστα μέχρι τα δέκα μου χρόνια, όταν μιαν ημέρα φέρνοντας το κοπάδι πίσω στο μαντρί, αντιλήφθηκα ότι έλειπε του δημάρχου το καλύτερο πρόβατο, ήταν δε ο δήμαρχός μας ένας κακός και απάνθρωπος χωρικός. Όταν το ίδιο αυτό βράδυ ήλθε απ' τα χωράφια του σπίτι και είδε ότι είχα χάσει το πρόβατό του αυτό, όρμησε κατ' επάνω μου βρίζοντάς με και απειλώντας με φοβερά. Εάν δεν έφευγα αμέσως για να ψάξω και να βρω το χαμένο πρόβατο, είχε ορκισθεί ότι θα με ξυλοκοπούσε μέχρι θανάτου. "Θα σου σπάσω χέρια και πόδια" μου είπε επί λέξει. Εγώ, γνωρίζοντας πόσο σκληρός ήταν, έφυγα και επήγα να ψάξω όλα τα μέρη που είχε βοσκήσει το κοπάδι την ημέρα, για να το βρω. Έψαξα παντού μέχρι τα μεσάνυκτα σχεδόν, αλλά δεν συνάντησα ούτε τα ίχνη του πουθενά. Ήταν άλλωστε μια πολύ σκοτεινή φθινοπωρινή νύκτα.

»Όταν είχα εισχωρήσει ψάχνοντας, βαθειά μέσα στο δάσος της περιοχής του χωριού μου, που έχει ατέλειωτες  περιοχές  δασών,  ξαφνικά  άρχισε μια καταιγίδα.  Τα  δένδρα έδιναν  την  εντύπωση  ότι έσπαζαν, ενώ συγχρόνως σε κάποιαν απόσταση, λύκοι άρχισαν να ουρλιάζουν. Ο τρόμος μου ήταν τόσο μεγάλος ώστε σηκώθηκαν ολόρθες οι τρίχες του κεφαλιού μου. Η καταιγίδα όσο πήγαινε και προχωρούσε χειρότερα, εγώ δε ήμουν έτοιμος να πέσω κάτω απ' το φόβο μου και τον τρόμο. Τότε, χωρίς να το καταλάβω γονάτισα, έκανα το σταυρό μου και απ' τα βάθη της καρδιάς μου είπα: "Κύριε Ιησού ελέησόν με". Μόλις είπα τα λόγια αυτά μια απροσδόκητη γαλήνη με κατέλαβε, σαν να μην είχαν προϋπάρξει, ο φόβος και ο τρόμος στην ψυχή μου, αντιθέτως δε την θέση τους κατέλαβε μαζί με την γαλήνη, μια χαρά που έκανε την καρδιά μου να αισθάνεται ότι βρίσκεται στον ουρανό.

»Έτσι όπως αισθανόμουν, εξακολούθησα την Προσευχή και απ' την στιγμή της αλλαγής των συναισθημάτων μου και της μεταπτώσεως από τον τρόμο στην γαλήνη και την χαρά, δεν κατάλαβα τίποτε άλλο. Ούτε πόσο κράτησε η καταιγίδα, ούτε πότε σταμάτησε, ούτε πότε πέρασε η νύκτα, παρά μόνον αισθάνθηκα ότι στο φως της ημέρας συνήλθα και ότι ήμουν στην ίδια θέση όπως ακριβώς την στιγμή που είχε αρχίσει η μπόρα. Σηκώθηκα ήσυχα και επειδή είδα ότι δεν θα μπορούσα να βρω το πρόβατο, έφυγα. Η καρδιά μου, όμως, παλλόταν με την Προσευχή του Ιησού και ήμουν ευτυχισμένος. Όταν έφθασα στο χωριό, ο δήμαρχος μη βλέποντας να φέρνω το πρόβατο πίσω, με κτύπησε δυνατά και με άφησε αναίσθητο. Από τότε το πόδι μου αυτό, όπως βλέπεις, είναι παράλυτο. Μετά από αυτό το  κτύπημα  έμεινα  έξι  εβδομάδες  ακίνητος  στο  κρεβάτι.  Σ'  όλο  αυτό  το  διάστημα  έλεγα  την Προσευχή, πράγμα που μου έδινε παρηγοριά. Όταν σηκώθηκα άρχισα να περιπλανώμαι σε διάφορα μέρη, επειδή, όμως, πολλές φορές συνέβαινε να απαντώμαι με ομάδες ανθρώπων που δεν με ενδιέφεραν, μάλλον δε και με ζημίωναν πνευματικά, αφοσιώθηκα να επισκέπτομαι τα διάφορα άγια μέρη και να τριγυρνώ στα δάση. Έτσι έχω περάσει σχεδόν πέντε χρόνια μέχρι τώρα».

Όταν  άκουσα  όλη  αυτή  την  ιστορία  η  καρδιά  μου  αισθάνθηκε  ευτυχισμένη,  γιατί  ο  Θεός  είχε επιτρέψει να συναντήσω ένα τόσο καλόν άνθρωπο, τον οποίο αμέσως ερώτησα: «Χρησιμοποιείς συχνά τώρα την νοερά αυτή Προσευχή»;

«Δεν  θα  μπορούσα  να  υπάρξω  χωρίς  αυτήν,  απήντησε,  γιατί  μόλις,  την  πρώτη  φορά  που  σου ανέφερα, σκέφθηκα και είπα την προσευχή αυτήν, αισθάνθηκα σαν κάποιος να έκανε τα γόνατά μου να λυγίζουν για την συνηθισμένη στάση της. Δεν γνωρίζω εάν είναι δεκτή απ' τον Θεό η Προσευχή μου αυτή, αλλ' εμένα με κάνει ευτυχισμένο και δεν ξέρω γιατί, αισθάνομαι ακόμη, μια διαύγεια πνεύματος, ένα είδος ευτυχίας και γαλήνης, άλλοτε δε θλιβερό βάρος στην καρδιά μου και ένα αίσθημα εγκαταλείψεως των δυνάμεών μου. Παρ' όλα αυτά, όμως, θέλω όσο ζω να προχωρήσω στην Προσευχή αυτή».

«Μη λυπάσαι, αγαπητέ μου αδελφέ. Όλα αυτά ευαρεστούν τον Θεό και για την σωτηρία μας είναι καλό το κάθε τι που συμβαίνει σε ώρα προσευχής. Έτσι λένε οι άγιοι Πατέρες. Όλα ωφελούν και η χαρά και η βαρυκαρδία. Καμιά προσευχή, είτε καλή είτε όχι καλή, δεν ξεφεύγει την προσοχή του Θεού. Ο Θεός παρέχει διαύγεια, θερμότητα και χαρά όταν θέλει να ανταμείψει και να μας παρηγορήσει για τις προσπάθειές μας, ενώ όταν δίνει βαρυκαρδία, δυσθυμία και ξηρότητα καρδίας, επιθυμεί να καθαρίσει και να στερεώσει την ψυχή μας, όλα δε αυτά σκοπό έχουν την σωτηρία, την προπαρασκευή και την ταπείνωση, και την προπαρασκευή για την ευλογημένη ευτυχία της βασιλείας των ουρανών. Για να το αποδείξω αυτό θα σου διαβάσω ένα κομμάτι από τον άγιο Ιωάννη τον συγγραφέα της Κλίμακος.

Βρήκα το τμήμα αυτό, του το διάβασα με προσοχή, εκείνος ευχαριστήθηκε πολύ, ευχαρίστησε δε και εμένα γι' αυτό κι έπειτα χωρίσαμε. Προχώρησε και χάθηκε μέσα στο δάσος, ενώ επήρα πάλι τον αμαξωτό δρόμο. Όπως προχωρούσα ευχαρίστησα τον Θεό που χρησιμοποίησε εμένα, έναν άθλιο αμαρτωλό για να διδάξω άλλους. Την άλλην ημέρα με την βοήθεια του Θεού έφθασα στο Κίεβο. Το πρώτο και κυριότερο πράγμα που είχα να κάμω εκεί ήταν να σπεύσω να εξομολογηθώ και να προπαρασκευασθώ για να μεταλάβω, αφού βρισκόμουνα στην αγία αυτή πόλη. Σταμάτησα, λοιπόν, στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας - Πετσέσκαγιας, που είναι γεμάτη από κατακόμβες και τάφους αγίων μαρτύρων της παλαιάς Ρωσίας. Εκεί θα μπορούσα να εκτελέσω και τα δύο καθήκοντά μου αυτά. Ένας καλός γέρος κοζάκος με οδήγησε μέσα στο δωματιάκι του και όπως εκάθησα εκεί κοντά, αισθάνθηκα ειρήνη στην ψυχή μου. Εις το τέλος της εβδομάδος, αφού προπαρασκευάσθηκα καλά για την αγία Κοινωνία, πριν εξομολογηθώ, σκέφτηκα ότι ήταν μια ευκαιρία να κάνω εκεί μιαν εξομολόγηση όσον το δυνατόν πιο λεπτομερή. Άρχισα, λοιπόν, την προσπάθεια για να θυμηθώ όλα τα αμαρτήματα απ' την νεότητά μου και για να μη τυχόν λησμονήσω έστω και το παραμικρό, τα έγραψα με όση το δυνατόν περισσότερη λεπτομέρεια. Γέμισα έτσι μια μεγάλη κόλλα χαρτί με όλα αυτά που έγραψα. Έπειτα, όμως, άκουσα ότι στην Κιτεβάγια Παστίνα, που απέχει περίπου τρία χιλιόμετρα από εκεί, ζούσε   ένας   ασκητής   ιερεύς,   ο   οποίος   ήτο   σοφός   άνθρωπος   και   γεμάτος   από   κατανόηση. Οποιοσδήποτε πήγαινε σ’ αυτόν για να εξομολογηθεί ευρισκόταν σε μιαν ατμόσφαιρα γεμάτη από μειλιχιότητα και συμπάθεια, αποχωρούσε δε χορτάτος από διδασκαλία για την σωτηρία του και ήρεμος ψυχικά. Με μεγάλη ευχαρίστησε πληροφορήθηκα για όλα αυτά και αναχώρησα αμέσως να συναντήσω τον άγιο αυτό γέροντα.

Όταν έφθασα, στην αρχή, ζήτησα λίγες συμβουλές, ύστερα δε από κάμποσην ώρα συνομιλίας του διάβασα το χαρτί με τις αμαρτίες μου, που είχα γράψει. Όταν τέλειωσα το διάβασμα, εκείνος μου είπε:

«Παιδί μου, πολλά απ' αυτά που μου διάβασες είναι χωρίς καμιά αξία, οι συμβουλές μου δε για την εξομολόγηση είναι γενικά οι εξής:

Πρώτον: Δεν είναι ανάγκη να εξομολογείσαι αμαρτήματα για τα οποία άλλοτε μετανόησες, τα εξαγορεύθηκες και επήρες την συγχώρηση. Όταν τα ξαναεξομολογείσαι είναι σαν να θέτεις σε αμφιβολία τη δύναμη του μυστηρίου της θείας Εξομολογήσεως.

Δεύτερον: Δεν πρέπει να θυμάσαι στην εξομολόγηση ούτε και να αναφέρεις σ’ αυτήν άλλα τυχόν πρόσωπα που συνέβη να είναι συνδεδεμένα με τις αμαρτίες σου. Δηλαδή, πρέπει να εξομολογηθείς τα ιδικά σου μόνον αμαρτήματα και να κρίνεις τον εαυτό σου μόνον και κανέναν άλλον.

Τρίτον: Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι οι άγιοι Πατέρες μας απαγορεύουν να αναφέρουμε με όλες τις λεπτομέρειες τα διάφορα αμαρτήματά μας, επειδή είναι καλύτερο να τα ομολογούμε και να τα αναγνωρίζουμε στις γενικές τους γραμμές για να αποφεύγεται ο πειρασμός από την επανάληψι των λεπτομερειών και για τον εαυτό μας και για τον πνευματικό.

Τέταρτον: Όταν μετανοείς πρέπει να μετανοείς ειλικρινά και πραγματικά γιατί είναι γεγονός ότι η μετάνοιά σου αυτή σήμερα είναι αφρόντιστη, χλιαρή και πρόχειρη.

Πέμπτον: Ασχολήθηκες σήμερα με ένα σωρό λεπτομέρειες, ενώ παρέλειψες το κυριότερο πράγμα, δηλαδή δεν ανέφερες τις πιο βαριές απ' όλες τις αμαρτίες, γιατί δεν παραδέχθηκες, ούτε έγραψες στο χαρτί, ότι δεν αγαπάς τον Θεό, ότι μισείς τον πλησίον σου, ότι δεν πιστεύεις στον Λόγο του Θεού, και ότι είσαι γεμάτος από υπερηφάνεια και φιλοδοξία, γεγονότα που αποτελούν την τετραπλή μάζα του κακού και τα οποία είναι η αιτία όλων των άλλων αμαρτημάτων μας. Αυτά είναι οι τέσσαρες κυριότερες ρίζες, από τις οποίες φυτρώνουν όλα τα άλλα αμαρτήματα στα οποία πέφτουμε όλοι».

Η έκπληξή μου πραγματικά ήταν μεγάλη από όσα άκουσα, γι' αυτό απευθυνόμενος προς τον φημισμένο αυτόν πνευματικό, του είπα:

«Να με συγχωρήσεις, σεβαστέ πάτερ, αλλά πώς είναι δυνατόν να μη αγαπώ τον Θεό, τον Πατέρα όλων μας και Συντηρητή; Σε τι άλλο θα μπορούσα να πιστέψω, εκτός από τον Λόγο του Θεού, η ευλογία του οποίου αγιάζει τα πάντα; Εγώ θέλω πάντα το καλό του πλησίον μου, ποιον δε λόγο θα είχα για να τους μισώ; Ως προς την υπερηφάνεια, δεν έχω τίποτα για να υπερηφανευτώ, εκτός απ' τα αναρίθμητά μου αμαρτήματα. Αλλ' ακόμη τι καλό έχω επάνω μου για να υπερηφανευτώ; Μήπως τα πλούτη μου ή την υγεία μου; Μόνον αν ήμουν μορφωμένος ή πλούσιος, θα μπορούσα να έχω πέσει σε σφάλματα σαν αυτά που μου ανέφερες».

«Αγαπητέ  μου,  είναι  κρίμα  που  τόσο  λίγο  κατάλαβες  τι  εννοώ  με  αυτά  που  είπα.  Κοίταξε!  Θα διδαχτείς πολύ και γρήγορα, επάνω σε όσα σου είπα, εάν διαβάσεις αυτές τις σημειώσεις που σου δίνω, τις οποίες και εγώ χρησιμοποιώ στην εξομολόγησή μου. Διάβασέ τες προσεκτικά και θα καταλάβεις εντελώς καθαρά την ακριβή απόδειξη όλων αυτών που σου είπα και τα οποία σε εξέπληξαν».

Μου έδωσε τις σημειώσεις και εγώ άρχισα να τις διαβάζω. Οι σημειώσεις αυτές έχουν ακριβώς ως εξής:

«Εξομολόγηση που οδηγεί τον έσω άνθρωπο σε ταπείνωση».


«Στρέφοντας τα μάτια μου προσεκτικά στον εαυτό μου και παρακολουθώντας την πορεία της εσωτερικής μου καταστάσεως, πιστοποιώ από την πείρα μου, ότι δεν αγαπώ τον Θεό, ότι δεν έχω θρησκευτική πίστη και ότι είμαι γεμάτος από υπερηφάνεια και υλοφροσύνη. Όλα αυτά τα βρίσκω στον εαυτό μου μετά από λεπτομερή εξέταση των αισθημάτων και της συμπεριφοράς μου.





Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |