ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Ἡ ἐπιμέλεια τῆς συνειδήσεως

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Ἡ ἐπιμέλεια τῆς συνειδήσεως




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

Ἡ ἐπιμέλεια τῆς συνειδήσεως
Νὰ μελετοῦμε τὴν συνείδησή μας

Ο Καλὸς Θεὸς ἔδωσε στοὺς Πρωτοπλάστους τὴν συνείδηση, τὸν πρῶτο θεῖο νόμο. Τὴν χάραξε βαθιὰ στὶς καρδιές τους καὶ ἀπὸ τότε ὁ κάθε ἄνθρωπος τὴν παίρνει κληρονομιὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καί, ὅταν δὲν ἐνεργῆ σωστά, αὐτὴ δουλεύει μέσα του, τὸν ἐλέγχει καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὴν μετάνοια. Πρέπει ὅμως ὁ ἄνθρωπος νὰ κάνη σωστὴ πνευματικὴ  ἐργασία  καὶ  νὰ μελετάη  τὴν  συνείδησή  του, γιὰ νὰ μπορῆ  νὰ  ἀκούη πάντοτε τὴν φωνή της. Ἐὰν δὲν τὴν μελετάη, δὲν θὰ ὠφεληθῆ οὔτε ἀπὸ πνευματικὲς μελέτες οὔτε ἀπὸ συμβουλὲς ἁγίων Γερόντων, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μπορέση νὰ τηρήση.
– Μπορεῖ, Γέροντα, ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν πιάνη καθόλου τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ μὴ βλέπη ὅτι βαδίζει λανθασμένα;
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲν παρακολουθῆ τὸν ἑαυτό του καὶ δὲν ξεσκονίζη τὴν συνείδησή του, ἡ συνείδησή του πιάνει σιγὰ-σιγὰ πουρὶ καὶ γίνεται ἀναίσθητος. Ἁμαρτάνει καὶ εἶναι σὰν νὰ μὴ συμβαίνη τίποτε.

– Γέροντα, νὰ μᾶς λέγατε κάτι γιὰ τὴν ἐπιμέλεια τῆς συνειδήσεως.
– Ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει εἶναι αὐτὸ ποὺ τοῦ λέει ἡ συνείδησή του, πρέπει νὰ παρακολουθῆ τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν ἐκθέτη στὸν πνευματικό του. Γιατὶ μπορεῖ νὰ ἔχη καταπατήσει τὴν συνείδησή του καὶ νὰ νομίζη ὅτι πάει καλά. Ἢ νὰ ἔχη φτιάξει λανθασμένη συνείδηση καί, ἐνῶ ἔχει κάνει ἔγκλημα, νὰ νομίζη ὅτι ἔκανε εὐεργεσία. Ἤ, ἀκόμη, νὰ ἔχη κάνει τὴν συνείδησή του ὑπερευαίσθητη καὶ νὰ πάθη ζημιά.
– Γέροντα, κατακρίνω ἐσωτερικά, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ὁ ἀνάλογος ἔλεγχος. Μήπως ἔχω ἀναισθητοποιηθῆ καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐλέγχομαι;
– Θέλει πολλὴ προσοχή. Βλέπεις, ὅταν κάνη κανεὶς μιὰ ἁμαρτία γιὰ πρώτη φορά, νιώθει κάποιον ἔλεγχο, στενοχωριέται. Ἂν τὴν ἐπαναλάβη γιὰ δεύτερη φορά, νιώθει λιγώτερο ἔλεγχο καί, ἂν δὲν προσέξη καὶ συνεχίση νὰ ἁμαρτάνη, πωρώνεται ἡ συνείδησή του. Μερικοί, ὅταν λ.χ. τοὺς κάνης παρατήρηση γιὰ κάποιο σφάλμα τους, ἀλλάζουν θέμα, γιὰ νὰ μὴν τοὺς πειράζη ἡ συνείδηση καὶ στενοχωριοῦνται, σὰν τοὺς Ἰνδοὺς ποὺ κάνουν νιρβάνα1. Ἕνας νεαρός, ἐκεῖ στὰ Ἱμαλάια, σκότωσε πέντε Ἰταλοὺς ὀρειβάτες καί, ἀφοῦ τοὺς ἔθαψε, ἄρχισε νὰ κάνη αὐτοσυγκέντρωση. Κάθησε κάτω καὶ ἔλεγε δύο ὧρες «ξύλο-ξύλο...», γιὰ νὰ βγῆ στὸ κενό, νὰ ξεχάση καὶ νὰ μὴν τὸν πειράζη ὁ λογισμός. Ἂς ποῦμε ὅτι μαλώνω τώρα μιὰ ἀδελφή, γιατὶ ἔκανε μιὰ ἀταξία. Ἂν αὐτὴ ἡ ἀδελφὴ δὲν κάνη σωστὴ πνευματικὴ ἐργασία καὶ δὲν κοιτάη πῶς νὰ διορθωθῆ, μπορεῖ ἐκείνη τὴν ὥρα νὰ μοῦ πῆ: «σήμερα θὰ σημάνουμε γιὰ ἑσπερινὸ νωρίτερα...», γιὰ νὰ ἀλλάξη θέμα. Μετὰ ὁ διάβολος θὰ τὴν μπερδέψη καὶ θὰ τῆς πῆ: «Μὴν ἀνησυχῆς· αὐτὸ τὸ ἔκανες, γιὰ νὰ μὴ στενοχωριέται ὁ Γέροντας». Τῆς τὸ δικαιολογεῖ καὶ ὁ διάβολος! Δὲν λέει: «τὸ ἔκανα, γιὰ νὰ καταπατήσω τὴν συνείδησή μου», ἀλλὰ



λέει: «τὸ ἔκανα, γιὰ νὰ μὴ στενοχωρηθῆ ὁ Γέροντας»! Εἴδατε τί κάνει τὸ ταγκαλάκι;
Λεπτὴ ἐργασία! Γυρίζει τὸ κουμπὶ σὲ ἄλλη συχνότητα, γιὰ νὰ μὴ δοῦμε τὸ σφάλμα
μας.
– Μπορεῖ, Γέροντα, κανεὶς νὰ πιάνη λεπτομέρειες καὶ τὰ χονδρὰ σφάλματα νὰ μὴν τὰ πιάνη;
– Πῶς δὲν μπορεῖ! Μιὰ φορὰ ἕνας γνωστός μου πνευματικὸς μοῦ διηγήθηκε τὸ
ἑξῆς περιστατικό: Μιὰ γυναίκα, ὅταν πῆγε νὰ ἐξομολογηθῆ, ἔκλαιγε συνέχεια καὶ ἔλεγε: «Δὲν ἤθελα νὰ τὴν σκοτώσω». «Κοίταξε, τῆς εἶπε ὁ πνευματικός, ἂν ὑπάρχη μετάνοια, ὁ Θεὸς συγχωρεῖ· συγχώρεσε τὸν Δαβίδ2». «Ναί, ἀλλὰ δὲν τὸ ἤθελα», ἔλεγε ἐκείνη. «Καλά, πῶς ἔγινε καὶ τὴν σκότωσες;», τὴν ρώτησε ὁ πνευματικός. «Νά, καθὼς ξεσκόνιζα, τὴν χτύπησα μὲ τὴν πετσέτα καὶ τὴν σκότωσα τὴν μύγα. Δὲν τὸ ἤθελα»! Ἐν τῷ μεταξὺ αὐτὴ κορόιδευε τὸν ἄνδρα της, εἶχε ἐγκαταλείψει τὰ παιδιά της, εἶχε διαλύσει τὸ σπίτι της καὶ γύριζε στοὺς δρόμους, καὶ αὐτὰ τὰ ἀνέφερε σὰν νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε. «Γι᾿ αὐτὰ χρειάζεται κανόνας», τῆς λέει ὁ πνευματικός. «Καὶ γιατί χρειάζεται γι᾿ αὐτὰ κανόνας;», λέει στὸν πνευματικό. Ἔμ, πῶς νὰ βοηθηθῆ αὐτή;


Καπακωμένη συνείδηση


– Γέροντα, ὅταν μοῦ λένε: «αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία εἶναι στὸ ὑποσυνείδητο, ἀλλὰ δὲν τὸ καταλαβαίνεις», πῶς θὰ τὸ καταλάβω;
– Ἂν προσέξης, θὰ δῆς πώς, ἐνῶ λὲς ὅτι δὲν ἔχεις τίποτε, δὲν νιώθεις καὶ καλά. Γι᾿ αὐτὸ χρειάζονται ἐξετάσεις. Ὅταν ἕνας δὲν νιώθη καλά, ἔχη μιὰ σωματικὴ κατάπτωση κ.λπ., τοῦ κάνουν ἐξετάσεις μικροβιολογικές, ἀξονικὴ τομογραφία, γιὰ νὰ βροῦν ἀπὸ ποῦ προέρχεται αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται. Ἂν βλέπης ὅτι δὲν ἔχεις γαλήνη ἀλλὰ στενοχώρια, νὰ ξέρης ὅτι ὑπάρχει μέσα σου κάτι ἀτακτοποίητο καὶ πρέπει νὰ τὸ βρῆς, γιὰ νὰ τὸ διορθώσης. Κάνεις, ἂς ὑποθέσουμε, ἕνα σφάλμα· στενοχωριέσαι, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐξομολογεῖσαι. Σοῦ συμβαίνει μετὰ ἕνα εὐχάριστο γεγονὸς καὶ νιώθεις χαρά. Αὐτὴ ἡ χαρὰ σκεπάζει τὴν στενοχώρια γιὰ τὸ σφάλμα σου καὶ σιγὰ-σιγὰ τὸ ξεχνᾶς· δὲν τὸ βλέπεις, ἐπειδὴ καπακώθηκε ἀπὸ τὴν χαρά.
Οἱ χαρὲς σκεπάζουν τὸ σφάλμα, τὸ πᾶνε πιὸ κάτω, πιὸ βαθιά, ἀλλὰ ἐκεῖνο
ἐσωτερικὰ δουλεύει.  Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει νὰ σκληραίνη,  γιατὶ καταπατᾶ τὴν συνείδησή του καὶ ἡ καρδιά του πιάνει σιγὰ-σιγὰ γλίτσα. Ὕστερα τὸ ταγκαλάκι ὅλα τοῦ τὰ δικαιολογεῖ: «αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτε, ἐκεῖνο εἶναι φυσιολογικό», ἀνάπαυση ὅμως δὲν ἔχει, γιατὶ ἡ στενοχώρια δουλεύει ἀπὸ κάτω. Νιώθει μιὰ ἀνησυχία, δὲν ἔχει ἐσωτερικὴ γαλήνη.  Ζῆ μὲ ἕνα συνεχὲς ἄγχος. Εἶναι βασανισμένος. Δὲν βρίσκει  τί φταίει, γιατὶ τὰ σφάλματά του εἶναι καπακωμένα. Δὲν καταλαβαίνει ὅτι ὑποφέρει, ἐπειδὴ ἁμάρτησε.
– Γέροντα, μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, ἂν τοῦ πῆς ποιά εἶναι ἡ
αἰτία τῆς ταλαιπωρίας του;
– Κοίταξε, θέλει προσοχή, γιατί, ὅταν τοῦ βάλης τὰ πράγματα στὴν θέση τους,
ξυπνάει ἡ συνείδηση καὶ ἀρχίζει ὁ ἔλεγχος. Καὶ ἂν δὲν ταπεινωθῆ, μπορεῖ νὰ φθάση στὴν ἀπελπισία, ἐπειδὴ δὲν ἀντέχει τὴν ἀλήθεια. Ἂν ὅμως ταπεινωθῆ, θὰ βοηθηθῆ.




– Γέροντα, ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ γεννιοῦνται μὲ πωρωμένη συνείδηση;
– Ὄχι, δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ γεννήθηκαν μὲ πωρωμένη συνείδηση. Δὲν
ἔκανε ὁ Θεὸς τέτοια συνείδηση. Ὅταν ὅμως καπακώνη κανεὶς τὰ σφάλματά του, ἡ συνείδησή του σιγὰ-σιγὰ πιάνει πουρὶ καὶ δὲν τὸν ἐλέγχει.
– Γίνεται, Γέροντα, αὐτόνομος, κάνει δικούς του νόμους.
– Ναί, εἶναι φοβερό.
– Εἶναι πλάνη;
– Ἔμ, πλάνη εἶναι.


Ἡ λανθασμένη συνείδηση


  Γέροντα,  συχνὰ  λέτε  ὅτι    ἄνθρωπος  πρέπει  νὰ  προσέξη  νὰ  μὴ  φτιάξη λανθασμένη συνείδηση. Πῶς δημιουργεῖται ἡ λανθασμένη συνείδηση;
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναπαύη τὸν λογισμό του, καταπατᾶ τὴν συνείδησή του.
Καὶ ὅταν ἀναπαύη τὸν λογισμό του γιὰ πολὺ καιρό, κάνει μιὰ ἄλλη, δική του, συνείδηση, μιὰ συνείδηση στὰ μέτρα του, δηλαδὴ μιὰ λανθασμένη συνείδηση. Τότε ὅμως δὲν ἔχει ἀνάπαυση μέσα του, γιατὶ ἀνάπαυση ἐσωτερικὴ δὲν μπορεῖ νὰ φέρη ἡ λανθασμένη συνείδηση. Βλέπεις, ἀκόμη καὶ ὅταν κάποιος κάνη ἕνα σφάλμα καὶ ὁ ἄλλος τοῦ λέη: «δὲν ἔφταιγες, τί στενοχωριέσαι;» ἢ κάνη ὅτι δὲν κατάλαβε τὸ σφάλμα του, πάλι ἀνάπαυση δὲν βρίσκει. Εἶναι μερικοὶ ποὺ πᾶνε μὲ τοὺς γκουροῦδες κ.λπ. καί, ὅταν καταλάβουν ὅτι δὲν πᾶνε καλά, ἔρχονται νὰ μὲ ρωτήσουν. Καὶ ἐνῶ τοὺς λέω κάτι, γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσω, πάλι ἐπιμένουν: «Ὄχι, αὐτὸ ποὺ πιστεύουμε εἶναι σωστό».
«Καλά, ἀφοῦ εἶναι σωστὸ καὶ εἶσαι ἀναπαυμένος ἀπὸ αὐτὸ τὸ σωστό, γιατί ἔρχεσαι νὰ μὲ ρωτήσης;». Ἐνῶ δὲν ἀναπαύονται στὸ στραβό, ἐπιμένουν, προσπαθοῦν ἀπὸ ἐδῶ– ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ψευτοαναπαυθοῦν, ἀνάπαυση ὅμως ἀληθινὴ δὲν βρίσκουν.
– Μπορεῖ, Γέροντα, κανεὶς νὰ ζήση μὲ λανθασμένη συνείδηση σὲ ὅλη του τὴν
ζωή;



– Ἅμα πιστεύη στὸν λογισμό του, μπορεῖ.
– Πῶς θὰ τὴν διορθώση;
– Ἂν σκέφτεται ταπεινά, ἂν δὲν ἔχη ἐμπιστοσύνη στὸν λογισμό του καὶ τὸν
συζητάη μὲ τὸν πνευματικό.
– Μπορεῖ, Γέροντα, ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχη μιὰ εὐαισθησία, νὰ δημιουργήση
λανθασμένη συνείδηση;
– Γιὰ νὰ δημιουργήση λανθασμένη συνείδηση, δὲν θὰ εἶναι καλὴ ἡ εὐαισθησία
του. Τὸ ἕνα λανθασμένο θὰ δημιουργήση καὶ ἄλλο λανθασμένο. Μερικοί, ἐνῶ λένε:
«ἐγὼ  εἶμαι  εὐαίσθητος»,  στοὺς  ἄλλους  φέρονται  βάρβαρα  καὶ  τοὺς  κατσαδιάζουν
χωρὶς λόγο.
– Γέροντα, ἡ συνείδηση αὐτῶν ποὺ δικαιολογοῦνται ἔχει πιάσει πουρί;
– Αὐτὸς ποὺ δικαιολογεῖται ἔχει καὶ λίγο ἔλεγχο μέσα του· δὲν εἶναι ἀναίσθητος. Καὶ ὅταν κανεὶς δὲν εἶναι ἀναίσθητος, πονάει γιὰ τὸ σφάλμα του καὶ μετὰ ἔρχεται ἡ θεία παρηγοριά. Ἀλλά, ὅποιος φτιάξη λανθασμένη συνείδηση, φθάνει σὲ ἀναισθησία· αὐτὸς καυχιέται γιὰ τὸ ἔγκλημα. Ἔχω δεῖ ἀνθρώπους πού, ἐνῶ ἔχουν κάνει ἐγκλήματα, τὰ λένε μὲ τέτοιον τρόπο, ποὺ σοῦ τὰ παρουσιάζουν σὰν κατορθώματα. Γιατί, ἂν ἀναπτύξη κανεὶς λανθασμένη συνείδηση, αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς πώρωση, ἀλλὰ κάτι παραπάνω ἀπὸ πώρωση. Ὅταν ἤμουν στὴν Μονὴ Στομίου,

στὴν Κόνιτσα, ἦρθε ἕνας καὶ μοῦ λέει: «Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ». «Δὲν εἶμαι ἱερεύς»,
τοῦ λέω. «Ὄχι, θέλω νὰ τὰ πῶ σ᾿ ἐσένα», μοῦ λέει. Ἦταν ἐκεῖ καὶ μερικὲς γυναῖκες
ποὺ εἶχαν ἀνεβῆ νὰ προσκυνήσουν. «Καλύτερα νὰ φύγετε τώρα», τὶς λέω. «Ὄχι, τὶς λέει αὐτός, δὲν πειράζει, καθῆστε». Καὶ ἄρχισε νὰ διηγῆται τί ἔκανε στὰ νιάτα του:
«Ὅταν  ἤμουν  νέος,  εἶχα πάει  νὰ  μάθω  τσαγκάρης,  ἀλλὰ  ὅλο  νύσταζα,  γιατὶ  τὴν νύχτα πήγαινα μὲ μιὰ σπεῖρα καὶ ἔκλεβα. Στὴν περιοχή μας ἦταν ἕνας τσαούσης3 καὶ μᾶς ἔλεγε: "Πᾶτε νὰ κλέψετε. Ἐγὼ θέλω δύο κριάρια. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἐσεῖς κλέψτε ὅ,τι θέλετε". Πηγαίναμε λοιπὸν στὰ σπίτια τῶν Χριστιανῶν, ἄφηνα τὴν κάπα κάτω, ἔδινα μιὰ στὰ σκυλιά, στὴν μασέλα, μὲ μιὰ βέργα ἀπὸ κρανιὰ ποὺ εἶχα μαζί μου, καὶ μπαίναμε μέσα. Κλέβαμε δυὸ κριάρια καὶ ὅσα ἀρνιὰ μπορούσαμε. Δίναμε τὰ κριάρια στὸν τσαούση καὶ κρύβαμε τὰ ἀρνιὰ στὸν στάβλο μας. Ὁ τσαούσης μᾶς ἔκλεινε ἀμέσως στὴν φυλακή. Τὰ ἀφεντικὰ ποὺ μᾶς εἶχαν δεῖ νὰ κλέβουμε, πήγαιναν τὸ πρωὶ στὴν ἀστυνομία καὶ ἔλεγαν: "Ὁ τάδε καὶ ὁ τάδε μᾶς ἔκλεψαν". "Ὁ τάδε καὶ ὁ τάδε; Μὰ αὐτοὶ εἶναι στὴν φυλακή. Γιατί τοὺς συκοφαντήσατε;". Δῶσ᾿ του ξύλο... Μιὰ φορὰ πήγαμε σὲ ἕνα κοπάδι ποὺ τὸ φύλαγε ἕνα βλαχάκι ψηλὸ μέχρι ἐκεῖ ἐπάνω μὲ τὸν πατέρα του. "Τώρα πῶς θὰ μποῦμε στὸ κοπάδι; Θὰ μᾶς πετάξουν σὰν τὰ σπιρτόξυλα", μοῦ  λένε  οἱ  ἄλλοι.  Παίρνω  τότε  τὸν  γκρά4,  σημαδεύω  τὸ  βλαχάκι,  καὶ  μπάμ, σωριάζεται κάτω. Δένω καὶ τὸν πατέρα του σὲ μιὰ γκορτσιά... Πήραμε, πήραμε...». Καὶ τὰ ἔλεγε ὅλα αὐτὰ σὰν κατορθώματα, καὶ γελοῦσε! Ποῦ ὁδηγεῖ ἡ λανθασμένη συνείδηση!
Καὶ γνώρισα ἕναν ἀστυνομικὸ ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸ τμῆμα μεταγωγῶν καὶ ἔκλαιγε συνέχεια ὁ καημένος, γιατὶ εἶχε συνοδεύσει μιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν μιὰ φυλακὴ στὴν ἄλλη κάποιον ποὺ τὸν πέρασαν μετὰ στρατοδικεῖο καὶ τὸν σκότωσαν, ἐπειδὴ εἶχε κάνει ἐγκλήματα πολλά. Ἔψαξε, βρῆκε τοὺς συγγενεῖς του καὶ τοὺς ζήτησε συγγνώμη, ἀλλὰ ἕνας ἀδελφός του, ποὺ ἦταν στὴν Ἀμερική, τοῦ ἀπάντησε: «Ἔπρεπε νὰ τὸν εἶχαν σκοτώσει πιὸ νωρίς, γιατὶ θὰ γλύτωναν κάμποσοι ἄνθρωποι». Βλέπετε τί διαφορὰ ἔχει ἡ μιὰ κατάσταση ἀπὸ τὴν ἄλλη! Αὐτὸς θεωροῦσε ἔνοχο τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ἁπλῶς συνόδευσε κατόπιν ἐντολῆς τῆς ὑπηρεσίας του ἕναν ἐγκληματία, ἐνῶ ὁ ἄλλος διηγεῖτο τὰ ἐγκλήματα ποὺ ἔκανε σὰν κατορθώματα καὶ καυχιόταν γι᾿ αὐτά!


Τὸ ψεύτικο δὲν ἀναπαύει


– Γέροντα, ἂν κάποιος ἔχη κάνει ἕναν δικό του κόσμο, γιατὶ πιστεύει στὸν λογισμό του, μπορεῖ νὰ βοηθηθῆ ἀπὸ τὴν προσευχὴ τῶν ἄλλων;
  Τί  ἀνάγκη  ἔχει  νὰ  βοηθηθῆ,  ἀφοῦ  ἔκανε  ἕναν  δικό  του  κόσμο;...  Μικρὸ πράγμα εἶναι νὰ κάνη κανεὶς ἕναν ὁλόκληρο κόσμο δικό του;... Κοίταξε, ἂν κάποιος μὲ τὸν λογισμό του κάνη ἕναν δικό του κόσμο, νομίζεις ὅτι ἔχει ἀνάπαυση, ὅτι αἰσθάνεται  δηλαδὴ χαρά;  Ψέμα εἶναι.  Τὸ ψέμα δὲν πληροφορεῖ  τὸν  ἄνθρωπο.  Ἂς ποῦμε, ἀναγκάζεται ἕνας νὰ πῆ ἕνα ψέμα, γιὰ νὰ γλυτώση κάποιον. Μπορεῖ νὰ τὸν γλύτωσε ἀκόμη καὶ ἀπὸ θάνατο, ἀλλὰ τὸ ψέμα ποὺ εἶπε δὲν παύει νὰ εἶναι μισὴ ἁμαρτία. Ἢ λέει κανεὶς καμμιὰ φορά, μὲ καλὸ λογισμό, ἕνα ψέμα, γιὰ νὰ βοηθήση μιὰ



περίπτωση, νὰ μὴ δημιουργηθῆ σκάνδαλο. Π.χ. ἔρχεται στὸ Μοναστήρι ἕνας γνωστὸς
κρυφὰ νὰ πῆ κάποιο πρόβλημα τῆς οἰκογενείας του, γιὰ νὰ ξεσκάση. Ἔρχεται μετά,
ἂς ὑποθέσουμε, ὁ ἀδελφός του καὶ σὲ ρωτάει: «Πέρασε ἀπὸ ἐδῶ ὁ τάδε;». Ἂν τοῦ πῆς
«πέρασε», θὰ δημιουργηθῆ ὁλόκληρο θέμα, γιατὶ ὁ ἄλλος ἐκτίθεται. Ὁπότε λὲς «δὲν
ξέρω». Γιατί, ἂν πῆς «ἦρθε», μπορεῖ νὰ πάη ἀκόμη καὶ νὰ τὸν δείρη! Αὐτὸ εἶναι ἄλλο. Ἀλλὰ πρέπει νὰ προσέξη κανείς, γιατί, ἂν συμβοῦν τρία–τέσσερα τέτοια περιστατικά, σιγὰ-σιγὰ μπορεῖ νὰ προχωρήση καὶ πιὸ πέρα. Νὰ συνηθίση νὰ χρησιμοποιῆ τὸ ψέμα στὰ καλὰ καθούμενα καὶ νὰ ἀποκτήση λανθασμένη συνείδηση. Νὰ φθάση νὰ λέη ὁλόκληρα παραμύθια, χωρὶς νὰ τὸν πειράζη καθόλου ἡ συνείδηση. Αὐτὸ γίνεται ὕστερα ἐπιστήμη.
Ἔ, πῶς τὰ ταιριάζουν μερικοὶ τὰ ψέματα, ἂν ἐξασκηθοῦν! Ὤ! Ὁλόκληρο παραμύθι μπορεῖ νὰ πλάθουν καὶ νὰ σὲ πείθουν! Εἶχε ἔρθει στὸ Καλύβι μιὰ φορὰ κάποιος γνωστός μου· ἦταν ἐκεῖ καὶ μιὰ συντροφιά, πατριῶτες ἑνὸς παιδιοῦ ποὺ τὸ εἶχα βοηθήσει. Αὐτὸ τὸ καημένο, ἐνῶ ἦταν ἔξυπνο, καλὸ παιδί, ἦταν τεμπέλικο· δὲν ἤθελε νὰ δουλεύη. Εἶχε μάθει νὰ γυρίζη. Τέσσερα χρόνια προσπαθοῦσα νὰ τὸ φέρω σὲ λογαριασμό. Εἶπα λοιπὸν ἐκείνη τὴν φορὰ στοὺς πατριῶτες του: «Φροντίστε αὐτὸ τὸ παιδὶ γιὰ καμμιὰ δουλειά. Ἔχω προσπαθήσει καὶ ἄλλες φορὲς νὰ τὸ βοηθήσω. Τὸ εἶχα στείλει καὶ στὴν Καστοριά, σὲ κάτι γνωστούς, νὰ μάθη γουναρᾶς, ἀλλὰ ἔφυγε. Νέος εἶναι,  κρίμα  νὰ  χαραμιστῆ.  Μιὰ  μάνα  ἔχει·  πέθανε    πατέρας  του».  Ἀρχίζει  τότε ἐκεῖνος ὁ γνωστός μου νὰ λέη στοὺς ἄλλους: «Ναί, εἴχαμε φροντίσει μὲ τὸν πατέρα Παΐσιο νὰ πάη τὸ παιδὶ νὰ μάθη ἐκεῖ πέρα γουναρᾶς. Καὶ ἔπειτα, ὅταν ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ, πόσα χρήματα ἔδωσα στὰ τηλεγραφήματα ποὺ ἔστελνα στὰ ἀφεντικά του, γιὰ νὰ μὴν ἀνησυχοῦν! Ἀλλὰ δὲν πειράζει· αὐτὰ δὲν συζητιοῦνται. Εἶχα πεῖ τότε στὸν πάτερ ὅτι δὲν στρώνει»! «Τί λέει;», σκέφτηκα. Δὲν ἤθελα νὰ πῶ καὶ τίποτε, γιὰ νὰ μὴν τὸν προσβάλω. Ἐνῶ πρώτη φορὰ ἄκουγε τὸ θέμα, ἔπλασε ὁλόκληρο παραμύθι, ὅτι εἴχαμε  φροντίσει  μαζὶ  γιὰ  ἐκεῖνο  τὸ  παιδί,  ὅτι  βρήκαμε  λύση  νὰ  πάη  νὰ  μάθη γουναρᾶς κ.λπ.! Ὅπως τὰ ἔλεγε, κι ἐμένα μὲ προβλημάτισε!
– Μπροστά σας τὰ ἔλεγε;
– Μπροστά μου τὰ ἔλεγε. Ἦταν καὶ οἱ ἄλλοι.
– Τί καταλάβαινε;
– Τί καταλάβαινε! Ἐκείνη τὴν στιγμὴ αἰσθανόταν μιὰ ἱκανοποίηση ἐγωιστική, ἀλλὰ μετὰ βασανιζόταν. Εἶχε μήπως εἰρήνη μέσα του;
– Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος λέη κάποιο γεγονὸς λίγο μεγαλοποιημένο...
– Ναί, μὲ λίγη σάλτσα!
– Ἀπὸ κενοδοξία τὸ κάνει;
– Ἔμ, ἀπὸ τί τὸ κάνει; Ἀπὸ κενοδοξία, ἀπὸ ἐγωισμὸ τὰ λέει.
– Τί θὰ βοηθήση ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο νὰ τὸ διορθώση αὐτό;
– Νὰ πάψη νὰ λέη ψέματα. Πρέπει νὰ ξέρη ὅτι τὸ ψέμα, ἀκόμη καὶ ὅταν ἔχη
ἐλαφρυντικά, δὲν παύει νὰ εἶναι μισὴ ἁμαρτία.
– Μπορεῖ, Γέροντα, νὰ μᾶς δώσουν κάτι, γιὰ νὰ μᾶς οἰκονομήσουν, καὶ ἐμεῖς νὰ
νομίζουμε ὅτι μᾶς τὸ ἔδωσαν, γιατὶ τὸ ἀξίζουμε;
– Κοίταξε, ἂν σοῦ πῶ: «ἐσύ, ἀδελφή, μπορεῖς νὰ φθάσης στὰ μέτρα τῆς Ἁγίας
σου!»,  μπορεῖ  νὰ  χαζογελάσης  λίγο,  ἀλλὰ  μέσα  σου  ἀνάπαυση  δὲν  θὰ  ἔχης.  Τὸ ψεύτικο δὲν ἀναπαύει, γιατὶ δὲν ἔχει Χάρη Θεοῦ. Καὶ ὁ ἄδικος ποὺ ἀδικεῖ καὶ λέει:
«αὐτὸ εἶναι δικό μου», δὲν ἀναπαύεται. Νά, οἱ Τοῦρκοι στὴν Κωνσταντινούπολη, ἂν

καὶ  πέρασαν  τόσα  χρόνια  ἀπὸ  τὴν  Ἅλωση,  ὅταν  βλέπουν  τοὺς  Ἕλληνες  ποὺ
πηγαίνουν ἐκεῖ, νιώθουν ὅτι ἔχουν ἕνα ἁρπαγμένο πράγμα καὶ κοιτᾶνε σὰν νὰ ἦρθε ὁ
ἰδιοκτήτης! Καὶ εἶναι Τοῦρκοι καὶ πέρασαν τόσα χρόνια!


Ἡ σωστὴ συνείδηση πληροφορεῖ τὸν ἄνθρωπο σωστὰ


Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερο πράγμα στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἀναπαυμένη συνείδηση. Εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ μὴ σὲ πειράζη ἡ συνείδησή σου, ὅτι μποροῦσες νὰ  κάνης  καὶ  κάτι  ἄλλο  καὶ  δὲν  τὸ  ἔκανες.  Τότε    ἄνθρωπος  ἔχει  μιὰ  συνεχῆ ἐσωτερικὴ χαρὰ καὶ ὅλη ἡ ζωή του εἶναι πανηγύρι. Αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ χαρὰ δίνει τὴν πνευματικὴ δύναμη.
– Γέροντα, πῶς θὰ καταλάβη κανεὶς ὅτι εἶναι εὐάρεστο στὸν Θεὸ αὐτὸ ποὺ
κάνει;



– Ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐσωτερικὴ πληροφορία.
– Φθάνει ἡ δική του πληροφορία ἢ χρειάζεται καὶ ἡ μαρτυρία τῶν ἄλλων;
– Μιλάω γιὰ ἕναν ποὺ ἔχει σωστὴ συνείδηση· δὲν μιλάω γιὰ ἕναν ποὺ ἔχει
λανθασμένη συνείδηση. Ἡ σωστὴ συνείδηση πληροφορεῖ τὸν ἄνθρωπο σωστά. Τότε ὁ ἄνθρωπος νιώθει σιγουριά, ἐλπίδα καὶ λέει μὲ ταπείνωση: «Δὲν εἶμαι γιὰ τὸν Παράδεισο· εἶμαι γιὰ τὴν κόλαση, ἀλλὰ πιστεύω ὅτι ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ μ᾿ ἀφήσουν». Τὸ νιώθει αὐτό, γιατὶ ἀγωνίζεται· δὲν κάθεται, χωρὶς νὰ κάνη τίποτε, καὶ ἀναπαύει τὸν λογισμό του λέγοντας: «Ὁ Θεὸς θὰ μὲ σώση».
Ἡ συνείδηση..., φοβερό! Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη φωτιά, μεγαλύτερη κόλαση
ἀπὸ  τὸ  κάψιμο  τῆς  συνειδήσεως.  Δὲν  ὑπάρχει  φοβερώτερο  καὶ  βασανιστικώτερο σαράκι ἀπὸ τὸ σαράκι τῆς συνειδήσεως. Οἱ κολασμένοι θὰ ὑποφέρουν αἰωνίως, γιατὶ θὰ τοὺς βασανίζη ἡ σκέψη πὼς ἔχασαν τὰ ἀγαθὰ τοῦ Παραδείσου γιὰ λίγα χρόνια ἐπιγείου ζωῆς, ἂν καὶ αὐτὰ ἦταν γεμάτα τύψεις καὶ ἄγχος. Τὰ πάθη τότε δὲν θὰ ἱκανοποιοῦνται καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι ἄλλο βάσανο.
   Γέροντα,   πῶς   μπορεῖ      μοναχὸς   νὰ   ζῆ   πρακτικὰ   τὸ   μαρτύριο   τῆς
συνειδήσεως;
– Τὸ μαρτύριο τῆς συνειδήσεως εἶναι γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους· δὲν εἶναι μόνο
γιὰ τὸν μοναχό. Οἱ μοναχοὶ ἔχουν ἐπιπλέον καὶ τὸ γλυκὸ μαρτύριο τῆς ἀσκήσεως.
Στὴν οὐσία ὅμως δὲν ὑπάρχει μαρτύριο τῆς συνειδήσεως γιὰ ἕναν ποὺ ἀγωνίζεται
σωστά. Γιατί, ὅσο πονάει κανεὶς πνευματικά, ὅσο πονάει δηλαδὴ εἴτε γιὰ τὰ χάλια του, εἴτε γιατὶ συμμετέχει στὸ Πάθος τοῦ Κυρίου, τόσο ἀνταμείβεται μὲ θεία παρηγοριά. Ἀκόμη κι ἂν ἔχη θλίψεις, στενοχώριες κ.λπ., ὅταν ἔχη ἀναπαυμένη τὴν συνείδησή του, αἰσθάνεται μέσα του θεία παρηγοριά.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ




1 Ὁ Γέροντας ἐννοεῖ τὶς τεχνικὲς τῆς γιόγκα καὶ τοῦ διαλογισμοῦ ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ
ὀπαδοὶ τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν, προκειμένου νὰ φθάσουν στὴν κατ᾿ αὐτοὺς λύτρωση, ποὺ
τὴν ὀνομάζουν «νιρβάνα».
2 Βλ. Β´ Βασ. 12, 13.
3 Παλαιότερα ἀρχηγὸς ὁμάδος μὲ πολιτικοστρατιωτικὴ ἐξουσία.
4 Ὀπισθογεμὲς τουφέκι παλαιοῦ τύπου.

Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Γ’ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ  ΠΑΪΣΙΟΥ  ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία  μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
 http://www.alavastron.net/






Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |