ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: « Δός μοι,υιέ σήν καρδίαν »

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

« Δός μοι,υιέ σήν καρδίαν »



Ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Λατρείαν μας
Παν. Ν. Τρεμπέλας

 «Δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν»

Ζητεῖ τὰς καρδίας μας ὁ Κύριος. Καὶ ναὶ μὲν δὲν ἀκούομεν τὴν φωνήν του μὲ τὰ αὐτιὰ τοῦ σώματός μας. Γίνεται ὅμως αἰσθητὴ ἡ ἐνέργεια τῆς χάριτός του εἰς τὸ ἐσωτερικὸν κάθε καλοπροαιρέτου, ποὺ δὲν τὸν ἐσκλήρυνεν ἡ ἁμαρτία. «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω», λέγει ὁ Κύριος εἰς τὴν Ἀποκάλυψιν (γ’ 20). Κτυπῶ. Κτυπῶ δυνατά. Κρούω. Ὄχι μόνον μίαν φοράν, ἀλλὰ συνεχῶς. Σἂν νὰ ἤμην διαβάτης παραπλανημένος εἰς ἔρημον τόπον καὶ νὰ ζητῶ καταφύγιον, διὰ νὰ ἀναπαυθῶ. Σἂν νὰ μὴ ἔχω ἄλλον τόπον, εἰς τὸν ὁποῖον νὰ στεγασθῶ. Ὅλη ἡ γῆ καὶ ὅλος ὁ οὐρανός, τὸ σύμπαν ὁλόκληρον καὶ ὅλος ὁ πνευματικὸς καὶ ἀόρατος κόσμος εἶναι ἰδικά μου. Καὶ ὅλα αὐτὰ δὲν μὲ χωροῦν. Διότι ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶμαι πανταχοῦ παρών, εἶμαι συγχρόνως καὶ ἄπειρος. Καὶ ὅμως ζητῶ τὴν καρδίαν σου, διὰ νὰ εἰσέλθω εἰς αὐτήν.Εἶναι ὅμως ἀκάθαρτος καὶ ρυπαρά. Τὸ εἰξεύρει ὁ Κύριος, ἀδελφέ μου. Εἶναι μικρὰ καὶ περιωρισμένη. Ποῦ θὰ ἔμβῃ αὐτός, τὸν ὁποῖον δὲν χωροῦν οὔτε αὐτοὶ οἱ οὐρανοί; Κρούει ἐν τούτοις. Καὶ τί μᾶς βεβαιοῖ; «Ἐάν τις ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καὶ ἀνοίξῃ τὴν θύραν, εἰσελεύσομαι πρὸς αὐτὸν καὶ δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καὶ αὐτὸς μετ’ ἐμοῦ». Τράπεζα πλουσία, ὑπερφυής, πνευματική, εὐφρόσυνος καὶ ἀπολαυστική, γεμάτη ἀπὸ τὰς δωρεὰς τοῦ οὐρανοῦ θὰ ἐγκαθιδρυθῇ εἰς τὴν πτωχὴν καὶ ρακένδυτον καὶ πεινασμένην καρδίαν τοῦ καθενός μας, ἐὰν αὕτη ἀνοιχθῇ εἰς τὸν κρούοντα Κύριον. Θὰ γίνῃ δηλαδὴ κἄτι ἐντελῶς διάφορον καὶ ἀντίθετον ἀπὸ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει συνήθως εἰς τὰς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἤνοιξες τὴν θύραν τῆς ἐξοχῆς σου εἰς κἄποιον διαβάτην; Μαζῆ μὲ τὸ καταφύγιον τῆς στέγης ποὺ τοῦ παραχωρεῖς, θὰ τοῦ ἑτοιμάσῃς συγχρόνως καὶ δεῖπνον. Ὁ Κύριος ὅμως, ἂν τοῦ ἀνοίξῃς τὴν καρδίαν σου, ὄχι μόνον δὲν πρόκειται νὰ πάρῃ τίποτε ἀπὸ αὐτήν, ἀλλ’ ὑπόσχεται ὅτι θὰ δώσῃ, καὶ θὰ δώσῃ πάρα πολλά.



Εὐρίσκει τὴν καρδίαν μας ὁ Κύριος ἀκάθαρτον καὶ βρωμεράν. Καὶ θὰ τὴν κάμῃ διὰ τῆς χάριτός του λευκὴν σἂν τὴν χιόνα καὶ εὐώδη σἂν τὸ πολυτιμότερον μύρον. Τὴν εὐρίσκει γυμνήν. Καὶ θὰ τὴν ἐνδύσῃ μὲ χιτῶνα φωτεινὸν καὶ πριγκηπικόν. Τὴν εὑρίσκει πεινασμένην καὶ διψασμένην. Καὶ θὰ τὴν χορτάσῃ μὲ τὰς οὐρανίους δωρεάς του. Καὶ μὲ ὀλίγας λέξεις θὰ τὴν μεταβάλῃ ἀπὸ σπήλαιον ρυπαρὸν καὶ ἀκάθαρτον εἰς θυσιαστήριόν του ἱερὸν καὶ ἅγιον. Ἀμφιβάλλεις περὶ αὐτοῦ; Ἄκουσε λοιπὸν τί διαβεβαιοῖ ὁ Παῦλος· « Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α’ Κορινθ. γ’ 16).


Ναὸς Θεοῦ. Τὸ βεβαιώνει ὁ μέγας Ἀπόστολος. Ἀλλ’ ὁ ναὸς ἔχει πάντοτε καὶ θυσιαστήριον. Ἀφοῦ μάλιστα κατοικεῖ εἰς αὐτὸν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ἔχει ὑπ’ ὅψιν του καὶ ὁ ψαλμῳδός, ὅταν μᾶς διδάσκῃ: «Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Ἡ ταπείνωσις καὶ ἡ συντριβὴ τῆς καρδίας, ἰδοὺ ἡ θυσία τὴν ὁποίαν προσδέχεται καὶ εἰς τὴν ὁποίαν εὐαρεστεῖται ὁ Θεός. Οὕτω λοιπὸν ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖον ἐπεσκέφθη ὁ Θεός, μεταβάλλεται διὰ τῆς χάριτός του καὶ εἰς θυσιαστήριον καὶ εἰς θυσίαν. Ποία τιμή! Καὶ ποία ἐξύψωσις! Καὶ ποῖος ἐξαγιασμός! Ἀλλὰ καὶ ποῖον προνόμιον!


Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι καὶ εἰς τὸν ἄλλον ζωϊκὸν κόσμον, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν πλανήτην μας, συναντῶνται ζῶα καὶ πτηνὰ καὶ κήτη μὲ μεγαλυτέραν δύναμιν καὶ μὲ ἰσχυροτέρας αἰσθήσεις ἀπὸ ἐκείνας, ποὺ ἔχομεν ἡμεῖς. Ὅσον ὑψηλὰ ὅμως καὶ ἂν πετᾷ ὁ ἀετὸς καὶ ὁσονδήποτε ὀξεῖα καὶ ἂν εἶναι ἡ ὅρασίς του, δὲν ἔχει ὅμως καρδιὰ ἀνθρώπου, ποὺ νὰ μπορῇ νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὸν ὑπερουράνιον κόσμον καὶ νὰ ἴδῃ ἐκεῖ τὸν Πλάστην του. Ὅσον γρήγορα καὶ ἂν τρέχουν ἡ ἔλαφος καὶ ἡ δορκάς, δὲν εἰμποροῦν εἰς μίαν στιγμὴν νὰ διασχίσουν τὸν αἰσθητὸν κόσμον καὶ νὰ εἰσδύσουν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπως τὸ ἐπιτυγχάνει ἡ καρδία μας. Μόνον ὁ ἄνθρωπος εἶναι προικισμένος ἀπὸ τὸν Πλάστην του μὲ τὴν ἱκανότητα καὶ μὲ τὸ χάρισμα νὰ παραμερίζῃ τὰ ὑλικὰ καὶ αἰσθητὰ πράγματα, νὰ διασχίζῃ καὶ νὰ ἀφίνῃ ὀπίσω του τὴν ματαιότητα καὶ νὰ ὑψώνῃ πρὸς τὰ «ἄνω τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν», ὥστε νὰ συγχορεύῃ μαζῆ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ νὰ συμπροσφέρῃ μὲ αὐτοὺς λατρείαν εἰς τὸν Πλάστην του. Ἀλλὰ τὸ χάρισμα ἀπαιτεῖ καλλιέργειαν. Διαφορετικὰ κινδυνεύει ν’ ἀπονεκρωθῇ. Καὶ τότε; Ὁ ἄνθρωπος παραμένει αἰχμάλωτος τῆς ματαιότητος καὶ τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὰ ἄλλα ζῶα τῆς γῆς, τὰ θηρία δηλαδὴ καὶ τὰ κτήνη καὶ τὰ πετεινὰ καὶ οἱ ἰχθύες τῆς θαλάσσης.


Τί λέγεις, ἀδελφέ μου; Θέλεις νὰ μείνῃς θαμμένος εἰς τὴν γῆν, διὰ νὰ μεταπηδήσῃς μετὰ τὸν θάνατον εἰς τὸν Ἅδην, ἢ προτιμᾷς νὰ ἔχῃς τὴν καρδίαν σου ὑψωμένην εἰς τὰ ἄνω, ἑνωμένην ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας μὲ τοὺς πανευδαίμονας χοροὺς τῶν Ἀγγέλων;


Ὄχι μόνον μὲ τὰ χείλη

Μὲ ὁλόκληρον τὴν ὕπαρξίν των οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι ἀνυμνοῦν καὶ λατρεύουν τὸν Θεόν. Κατὰ παρόμοιον λοιπὸν τρόπον καὶ ἡμεῖς ἔχομεν καθῆκον νὰ τὸν δοξολογῶμεν καὶ νὰ τὸν λατρεύωμεν.


Σκέψου καλά, ἀδελφέ μου, καὶ μελέτησε προσεκτικά, πῶς αἱ οὐράνιαι δυνάμεις ἀναπέμπουν τὰς ἀσιγήτους δοξολογίας των εἰς τὸν Κύριον. Προηγουμένως μένουν ἔκθαμβοι καὶ κατάπληκτοι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖον καὶ τὴν ἁγιότητά του. Συναισθάνονται δὲ ἀκόμη, ὅτι εἶναι δοῦλοι του καὶ ὅτι ἐξ ὁλοκλήρου ἀνήκουν εἰς αὐτόν. Καὶ ἐνῶ θέλγονται καὶ ἀποθαυμάζουν τὴν ἄπειρον τελειότητά του, παραμένουν εὐλαβεῖς προσκυνηταὶ αὐτῆς, πρόθυμοι καὶ ἕτοιμοι πάντοτε μὲ ὅλας των τὰς δυνάμεις νὰ ποιήσουν τὸ θέλημά του. «Δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ», βεβαιώνει ὁ Δαβίδ. Ὡς πλάσματα λοιπόν, ποὺ κυριαρχοῦνται ἀπὸ τὴν βαθεῖαν συναίσθησιν, ὅτι ἐξαρτῶνται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐκσποῦν εἰς ὕμνους δοξολογίας καὶ εἰς προσκυνήσεις λατρείας πρὸς αὐτόν.


Οὕτω πως λοιπὸν καὶ ἡμεῖς. Πρέπει μὲ ὁλόκληρον τὸν ἑαυτόν μας νὰ προσκυνῶμεν καὶ νὰ λατρεύωμεν τὸν Κύριον. Ὄχι μόνον μὲ τὰ χείλη μας, ἀλλὰ καὶ μὲ ὁλόκληρον τὸ ἐσωτερικόν μας. Ὅταν δὲ ἡ καρδία μας καὶ ὁ νοῦς μας ὁλόκληρος δὲν εἶναι συγκεντρωμένα καὶ ἀφωσιωμένα εἰς τὸν Κύριον, ὅσας δοξολογίας καὶ ὁσουσδήποτε ὕμνους καὶ ἂν ἀπαγγείλουν τὰ χείλη μας, εἶναι μάταια ὅλα καὶ περιττά. Καταντοῦν νὰ εἶναι λόγια χωρὶς κανένα νόημα. Ἕνας νεκρὸς καὶ στερημένος ἀπὸ κάθε ζωὴν τύπος.


Ναί· καὶ τὰ χείλη νὰ κινοῦνται. Καὶ τὸ στόμα νὰ μὴ μένῃ κλειστόν. Καὶ ἡ γλῶσσα νὰ λαλῇ. Καὶ αἱ χεῖρες μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς νὰ ὑψώνωνται. Καὶ ὁ κορμὸς μετὰ τῶν γονάτων νὰ κάμπτεται. Ὅλα ὅμως αὐτὰ ὡς μία ἐκδήλωσις τῆς ἀφωσιωμένης καρδίας. Ὅλα ὡς ὑπερεκχείλισις τῆς ἐσωτερικῆς εὐλαβείας μας. Ὁ πλεονασμὸς τῆς ἐσωτερικῆς ἀφοσιώσεως καὶ εὐλαβείας μας ἀπαραιτήτως πρέπει νὰ ζωοποιῇ καὶ νὰ ἐμψυχώνῃ ὅλας αὐτὰς τὰς λατρευτικὰς στάσεις καὶ ἐκδηλώσεις τοῦ σώματός μας.


Ναί· θὰ δεχθῇ ὁ Κύριος καὶ τὸ θυμίαμά μας. Δὲν θὰ ἀποστραφῇ καὶ τὰς εἰς τιμήν του ἀναπτομένας λαμπάδας μας. Οὔτε θὰ ἀπορρίψῃ οἱονδήποτε ἀφιέρωμά μας. Πότε ὅμως; Ὅταν ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν πλεόνασμα τῆς ἐσωτερικῆς εὐλαβείας μας, τὸ ὁποῖον ἀφοῦ θὰ ὑπερεκχειλίζῃ εἰς τὰς καρδίας μας, θὰ ἐκχύνεται φυσικὰ καὶ πρὸς τὰ ἕξω ὡς ἕνα αἰσθητὸν περίσσευμα τῆς ἐσωτερικῆς πρὸς τὸν Θεὸν ἀφιερώσεώς μας.


«Λατρεύω ἐν τῷ πνεύματί μου», ἔγραφεν ὁ θεῖος Παῦλος πρὸς τοὺς Ρωμαίους (α’ 9). Δηλαδὴ, ἡ λατρεία μου πρὸς τὸν Κύριον ἐκπηγάζει ἀπὸ ὅλας τὰς ἐσωτερικὰς καὶ ἀνωτέρας τῆς ψυχῆς μου δυνάμεις. Ζητεῖ δὲ ὁ θεῖος Ἀπόστολος καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς πιστοὺς νὰ ὑψώνουν πρὸς τὸν Θεὸν «ὁσίους χεῖρας χωρὶς ὀργῆς καὶ διαλογισμοῦ» (Α’ Τιμόθ. β’ 8). Δηλαδή, πρὸ τοῦ νὰ προσευχηθοῦν καὶ νὰ σηκώσουν τὰ χέρια των εἰς τὸν οὐρανόν διὰ νὰ δοξολογήσουν τὸν Κύριον, ἔπρεπε νὰ φροντίζουν τὰ χέρια των αὐτὰ νὰ εἶναι καθαρὰ ἀπὸ κάθε ἁμαρτίαν καὶ ἁγιασμένα καὶ ὅσια. Ἔπρεπεν ἀκόμη καὶ αἱ καρδίαι των νὰ εἶναι ἀπηλλαγμέναι ἀπὸ κάθε ταραχὴν ἐκ θυμοῦ ἢ μίσους, ὁ δὲ νοῦς των νὰ μὴ τρέχῃ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ οὐδὲ νὰ ἐμποδίζεται ἀπὸ διαλογισμοὺς καὶ σκέψεις εἰς τὸ νὰ ἀφοσιωθῇ εἰς τὸν Κύριον.


Δὲν ἐνθυμεῖσαι, ἀδελφέ μου, τὸ δίλεπτον τῆς χήρας; Προσέφεραν ἄλλοι μεγάλα ποσὰ εὶς τὸν κορβανᾶν τοῦ ναοῦ. Ὁ Κύριος ὅμως ἐπρόσεξε καὶ ἐπήνεσε τὸ δίλεπτον αὐτὸ τὸ ἀσήμαντον τῆς πτωχῆς ἐκείνης γυναικός. Τὸ εὗρε πολυτιμότερον καὶ ἀκριβώτερον ἀπὸ τὰ ἀργυρᾶ ἢ χρυσᾶ νομίσματα, ποὺ προσέφεραν ἄλλοι. Ξεύρεις, τί μετέβαλλε τὸ ἀσήμαντον αὐτὸ νόμισμα εἰς ἀνεκτίμητον πρὸς τὸν Θεὸν δῶρον καὶ ἀφιέρωμα; Ὁ πλοῦτος τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς ἀφοσιώσεως, ὁ ὁποῖος ἐγέμιζε τὴν καρδίαν τῆς χήρας αὐτῆς καὶ ἐξεχύνετο πρὸς τὰ ἔξω μὲ τὸ δίλεπτον τοῦτο, ποὺ τὸ προσέφερεν αὕτη ἀπὸ τὸ ὑστέρημά της.


Εἰς μίαν δὲ ἄλλην περίστασιν ὁ Κύριος ἀνεφέρθη εἰς τοὺς λόγους τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ὁ ὁποῖος ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ κατέκρινε τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ ἔλεγε πρὸς αὐτούς: «Ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ» (Ματθ. ιε’ 8). Δηλαδή, μᾶς ἐπαναλαμβάνει ὁ Κύριος μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ Ἡσαΐου, ὅτι μόνον τότε ὁ ἀσπασμὸς καὶ ἡ προσκύνησις τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ ἡ ἀπαγγελία ὕμνων καὶ δοξολογιῶν μὲ τὰ στόματά μας καὶ μὲ τὰ χείλη μας εἶναι ἀρεστὰ εἰς τὸν Θεόν, ὅταν καὶ αἱ καρδίαι μας εἶναι προσκολλημέναι εἰς αυτόν. Διαφορετικὰ ὅλα αὐτὰ καταντοῦν νὰ εἶναι καθαρὰ ὑποκρισία. Ναί· ὑποκρισία. Τρομερὸς πράγματι χαρακτηρισμός. Δὲν τὸν λέγομεν ὅμως ἡμεῖς. Τὸν διακηρύττει αὐτὸς ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος προκειμένου νὰ ἐπαναλάβῃ τοὺς ἀνωτέρω λόγους τοῦ Ἡσαΐου εἶπε πρὸς τοὺς Ἰουδαίους: «Ὑποκριταί! καλῶς προεφήτευσε περὶ ὑμῶν Ἡσαΐας λέγων· ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὖτος τῷ στόματι αὐτῶν…». Μακρὰν ὅμως ἀπὸ ἡμᾶς ἡ τοιαύτη τοῦ στόματος μόνον λατρεία. Ἡμεῖς «καρδίᾳ καὶ χείλεσι» ἂς δοξάζωμεν καὶ ἂς εὐλογῶμεν τὸν Κύριον, ἴνα εὐαρεστῆται Ἐκεῖνος εἰς τὴν λατρείαν μας.




Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |