ΜΕΡΟΣ Δ'
Ο Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν Σαλός
Μυστικοί αγώνες
Ο μακάριος προσευχόταν πάντοτε κρυφά. Πριν αρχίση τον κανόνα του στο κελλί, φορούσε τον μανδύα του, και όταν διάβαζε το Ευαγγέλιο και τους Χαιρετισμούς άναβε τρία κανδήλια σαν τάμα στην μνήμη των τριών διασώσεών του από το νερό. Φορούσε μία μεταλλική ζώνη με την εικόνα των θεοφανείων προσαρμοσμένη μόνιμα πάνω της. Για να μη μένη ούτε στιγμή αργός, ο μακάριος έγνεθε μαλλί, έπλεκε κάλτσες και ύφαινε καναβάτσο, το οποίο έδινε συνήθως στους αγιογράφους για την εργασία τους. Κατά την διάρκεια της εργασίας του απήγγελλε το Ψαλτήρι, το οποίο ήξερε απ’ έξω, καθώς και άλλες προσευχές. Καθημερινά έκανε αμέτρητες μετάνοιες μπροστά στις εικόνες κι έδινε στο εξαντλημένο σώμα του πολύ λίγη ανάπαυσι. Για το σκοπό αυτό είτε έγερνε την πλάτη του και ακουμπούσε στον τοίχο ή ξάπλωνε στην βάσι της σόμπας του, όπου είχε τοποθετήσει ένα κούτσουρο ή καθόταν στο μέσο του κελλιού του σ' ένα μικρό, υπερβολικά στενό πάγκο, ώστε αν τον πάρη ο ύπνος, να πέση κάτω και να ξυπνήση, και. να επιστρέψη έτσι γρήγορα στις προσευχές του. Ωστόσο ο προϊστάμενος του ερημητηρίου, ο Ιερομόναχος Ιώβ, αποστρεφόταν τον μακάριο για την σαλότητά του και διαρκώς παρατηρούσε τη ζωή και τη συμπεριφορά του. Δεν τον έβλεπε ποτέ να προσεύχεται ή να κάνη κάποια ψυχοσωτήρια άσκησι. Οποτεδήποτε τύχαινε να τον επισκεφθή στο κελλί του, ο προορατικός Στάρετς γνώριζε πάντα ότι ερχόταν. Αφαιρούσε λοιπόν τα εξωτερικά του ενδύματα, έπεφτε στον πάγκο του και έκανε τον κοιμισμένο. Με τον τρόπο αυτό εφάρμοζε τον λόγο του Κυρίου, ο οποίος είπε: Συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις το ταμείον σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω Πατρί σου τω εν τω κρύπτω, και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρύπτω αποδώσει σοι εν τω φανερώ[1].
Με αυτούς τους κρυπτούς κόπους και τις προσευχές έκτιζε ένα αιώνιο κατάλυμα στον ουρανό και αποταμίευε αγαθά που μένουν στην αιωνιότητα.
Η μετακόμισις
Το κελλί του μακαρίου Στάρετς ήταν πάντοτε ακατάστατο, γεμάτο σωρούς από άχρηστα πράγματα. Όταν τον ρώτησαν γιατί αφήνει το κελλί του σ' αυτήν την κατάστασι, απάντησε:
«Έτσι ώστε όλα όσα με περιβάλλουν να μου θυμίζουν διαρκώς την ακαταστασία της ψυχής μου».
Μερικοί γέροντες από την Λαύρα, που είχαν επισκεφθή το κελλί αυτού του ανθρώπου του Θεού, ανέφεραν ότι ήταν γεμάτο από σειρές βάζα και δοχεία που περιείχαν φαγητά για τους επισκέπτες —τραχανά, τσάι. λάδι, αλεύρι, ζάχαρι, ψωμί, κουλουράκια, μέλι, χαβιάρι, φρούτα, ψάρια, σταφύλια, γλυκά και άλλα παρόμοια. Ευνόητο ήταν, αυτή η συλλογή των τροφίμων να προκαλέση κάποια ζήλεια στο μοναστήρι, κυρίως μεταξύ των νεωτέρων αδελφών. Οι νέοι αυτοί ήθελαν να τα πάρουν για τον εαυτό τους και κατέστρωσαν γι' αυτό το σκοπό ένα αρκετά μελετημένο σχέδιο. Έχοντας προσέξει ότι ο προϊστάμενος του ερημητηρίου αποστρεφόταν τον Θεόφιλο, έπεισαν τον αγαπημένο του εκκλησιαστικό, τον Πολύκαρπο, να παρακάλεση τον Ιώβ να μεταφέρη για χάρι του τον Στάρετς σε άλλο κελλί. Ο Πολύκαρπος ήταν πολύ πρόθυμος να το κάνη αυτό, μια και μισούσε τον μακάριο όσο και ο προϊστάμενος. Απ' ότι φαίνεται, ο Θεόφιλος είχε την συνήθεια να μαζεύη ολόκληρο πλήθος από σκουλήκια, σκαθάρια, κατσαρίδες και ζωύφια μέσα σ' ένα ύφασμα και κατόπιν να τα αφήνη στην εκκλησία, όπου όλα αυτά πήγαιναν σε κάθε γωνιά. Ο Πολύκαρπος τότε έπρεπε —αλλοίμονο— να ψάξη και να εξόντωση αυτή την στρατιά. Στο ξέσπασμα της οργής του ωρμούσε με βρισιές επάνω στον μακάριο και συχνά τον κτυπούσε, αλλά ο Στάρετς στεκόταν ακίνητος μπροστά του, σταύρωνε τα χέρια και παρέμενε αμίλητος.
Η βουλή των πονηρών άνομα βουλεύσεται καταφθείραι ταπεινούς εν λόγοις αδίκοις και διασκεδάσαι λόγους ταπεινών εν κρίσει[2], είπε ο προφήτης Ησαΐας. Αυτή ήταν η αιτία του μίσους του Πολυκάρπου προς τον Θεόφιλο. Συκοφαντώντας τον μακάριο στον γέροντα, έλαβε την εντολή από αυτόν να μεταφέρη τον «ένοχο» σε άλλο κελλί. Ο Πολύκαρπος έτρεξε τότε αμέσως στον Στάρετς με ένα χαιρέκακο μειδίαμα:
-Πάτερ Θεόφιλε! Ο γέροντας έδωσε την εντολή να μεταφερθήτε σε ένα άλλο κελλί».
Τα διαβήματά μου κατεύθυνον κατά το λόγιόν σου[3], απάντησε ταπεινά ο Στάρετς. Και παίρνοντας τον μανδύα του, μία εικόνα και το Ψαλτήρι, πήγε γρήγορα στο κελλί που του υπέδειξαν. Αυτό ακριβώς περίμεναν και οι δόκιμοι. Με την πρόφασι ότι μεταφέρουν τα πράγματα του μακαρίου (ο οποίος δεν είχε τίποτε στο κελλί του παρά μόνο ένα αναλόγιο, έναν πάγκο κι ένα χοντροκομμένο τραπέζι), πήραν τα τρόφιμα. Αλλά ο Στάρετς Θεόφιλος δεν ενωχλήθηκε καθόλου για την απώλεια των νόστιμων φαγητών και μέσα από την καλωσύνη της αγγελικής καρδιάς του, αναφωνούσε: Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε![4]
Μαθητές και συγκάτοικοι
Με σκοπό να αποφύγη παρόμοια περιστατικά και για να βοηθήση να ξερριζωθή η κακία που είχε εκδηλωθή σε ωρισμένους ανθρώπους, ο μακάριος άρχισε να δέχεται υποτακτικούς για συγκατοίκους στο κελλί του. Αυτοί δεν προερχόταν από τους αδελφούς, αλλά τους διάλεγε κατ' ευθείαν από λαϊκούς. Ο Στάρετς δεν πρόσεχε την συμπεριφορά εκείνου που επέλεγε, αν ήταν δηλ. εμπαθής ή όχι, φτάνει μόνο να διέθετε προθυμία, ειλικρίνεια και ελπίδα για διόρθωσι.
Το απολωλός πρόβατο
Κάποτε ήλθε στο ερημητήριο του Κιτάγεφ ένας κουρελής πλανόβιος ονόματι Ιβάν. Ήταν ένας λιποτάκτης του στρατού, που είχε διαπράξει μια ολόκληρη σειρά από εγκλήματα από τον καιρό που λιποτάκτησε, μερικά χρόνια πριν. Ο Στάρετς τον συνάντησε στο μαγειρείο του μοναστηριού και αποκαλύπτοντας τις κρυφές αμαρτίες του έφερε την καρδιά του σε μετάνοια. Βλέποντας μπροστά του αυτόν τον ασυνήθιστο μοναχό, ο Ιβάν εντυπωσιάστηκε και δεν ξεκολλούσε πια από δίπλα του. Άρχισε να μετανοή με δάκρυα για τα εγκλήματά του.
«Ναι έχω μεγάλη ανάγκη να μετανοήσω. Διέπραξα πολλά κακά πάνω στη γη», κατέληξε ο Ιβάν και αναστέναξε βαριά.
Ο Στάρετς Θεόφιλος τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, κούνησε το κεφάλι του με συμπόνοια και αναστέναξε βαθιά. «Γνωρίζεις την παραβολή των ταλάντων;» τον ρώτησε.
«Δεν ξέρω τίποτα, πατερούλη. Ανόητος γεννήθηκα και ανόητος θα πεθάνω». απάντησε εκείνος με συντριβή.
Ο Στάρετς του είπε για την παραβολή των ταλάντων και, αφού του εξήγησε το περιεχόμενο, συνέχισε: «Λοιπόν η ζωή μας είναι καιρός εργασίας. Πρέπει κανείς να βιαστή να την εκμεταλλευθή, για να κερδίση όσα μπόρεση. Αν έφερνες να πουλήσης σημυδοπάπουτσα[5] στο παζάρι και, αντί να καθόσουν με σταυρωμένα χέρια, προσπαθούσες να προσέλκυσης αγοραστές, τότε, αφού τα πουλούσες όλα, θα μπορούσες να ψωνίσης ό,τι χρειάζεσαι για τον εαυτό σου».
«Μα, καλέ μου πατερούλη, πότε και από πού να πάρω αυτά τα τάλαντα; Είμαι αγράμματος, ανόητος, απλοϊκός. Δεν έχω κανένα χάρισμα».
«Αυτό δεν είναι αλήθεια! Ο Κύριος κάτι έχει δώσει στον καθένα που γεννήθηκε. Με άλλα λόγια, κάθε άνθρωπος κάτι έχει με το οποίο μπορεί να εργασθή και να κερδίση».
«Μα πού ‘ντα τότε; Πού είναι;»
«Λοιπόν, δεν έχεις παρά να ερευνήσης προσεκτικά τον εαυτό σου και θα ανακάλυψης τι τάλαντο έχεις και πώς μπορείς να το χρησιμοποίησης επικερδώς. Την φοβερή εκείνη μέρα της Κρίσεως θα μας ζητηθή λόγος για όλα: Είχες χέρια; Τι κέρδισες μ' αυτά; Είχες κεφάλι και γλώσσα; Τι κέρδισες μ' αυτά; Η αμοιβή δεν θα δοθή για το γεγονός ότι κέρδισες, αλλά για το τι κέρδισες».
Για μία ολόκληρη μέρα μετά την συζήτησι αυτή ο Ιβάν καθόταν παράμερα και παρατηρούσε τον Στάρετς εντυπωσιασμένος από την απλότητα του, την ταπείνωσι και την σοφία του. Τελικά, καθώς πλησίαζε το βράδυ, άναψε μέσα του η επιθυμία να ζήση κάτω από την πνευματική καθοδήγησι του μακαρίου. Πλησίασε τον Θεόφιλο και με κλάματα έπεσε στα πόδια του.
«Πατερούλη! Πάρε με κοντά σου! Μην αφήσης να χαθή η ψυχή μου μέσα στις αμαρτίες και την κακία!».
«Πολύ καλά, πολύ καλά!», απάντησε ο Στάρετς. «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω[6]. Βλέπω ότι η καρδιά σου επιθυμεί αληθινά να δουλεύση τον Κύριο. Έλα να ζήσης μαζί μου και να σωθής, αλλ' έχε υπ' όψιν σου ότι δεν έχω τίποτα δικό μου και πρέπει να ετοιμαστής να αντιμετωπίσης κρύο, δίψα, θλίψι και στέρησι. Και μη παραπονεθής γι' αυτή την ζωή, όταν αρχίσης να την υπομένης».
«Αληθινέ μου πατέρα! Ακόμη κι αν χρειαζόταν να δώσω και την ζωή μου για σένα χάριν του Κυρίου, είμαι έτοιμος να το κάνω».
Από τότε ο Ιβάν άρχισε να υπηρετή τον μακάριο κι έγινε ο πρώτος του υποτακτικός. Ο Στάρετς Θεόφιλος ήταν αυστηρός και παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι την πνευματική του πρόοδο, καταστέλλοντας κάθε εμπαθή κίνησι που εμφανιζόταν.
Ο μισθός της λαθροφαγίας
Κάποτε έφεραν στον μακάριο ένα μεγάλο κομμάτι καπνιστό φιλέτο μουρούνας. Το δώρο έβαλε σε πειρασμό τον Ιβάν, ο οποίος το κράτησε για τον εαυτό του και το έφαγε. Ξαφνικά όμως ένιωσε ένα τρομερό πόνο στο στομάχι του και άρχισε να φωνάζη ζητώντας βοήθεια.
«Υπόφερε, υπόφερε, αδελφέ μου! Είναι το ψάρι, που χωνεύεται τώρα μέσα στο στομάχι σου», του είπε ο Στάρετς περιπαικτικά. Και κατόπιν πρόσθεσε: «Γιατί άκουσες τον εχθρό: Γιατί παρασύρθηκες και έφαγες τροφή που ήξερες πως δεν ήταν για σένα;» Βλέποντας όμως την ειλικρινή μετάνοια του φταίχτη, τον λυπήθηκε. Ο Στάρετς προσευχήθηκε λίγο και ο πόνος εξαφανίσθηκε αμέσως.
Έτσι παιδαγωγούσε τον υποτακτικό του με διάφορες εργασίες και παράλογες εντολές, που, αν και παράξενες, έκρυβαν μέσα τους μεγάλη ωφέλεια για την προαγωγή της πνευματικής του καθαρότητος. Συγκερνώντας τον λόγο του με πνευματικές οδηγίες κατανοητές σ' εκείνον, ο Στάρετς κατώρθωσε πολύ γρήγορα να καθαρίση την καρδιά του Ιβάν από κάθε κακό, απ’ όλα τα πάθη και τους πειρασμούς του.
Η παράξενη καταιγίδα
Ο ευγνώμων υποτακτικός αναγνώριζε την μηδαμινότητά του μπροστά στον Στάρετς. Βλέποντας την αναλλοίωτη πατρική του αγάπη και φροντίδα, ο Ιβάν την ανταπέδιδε στον μακάριο με την πιο τρυφερή αφοσίωσι και παιδική υπακοή.
«Ιβάν!» του είπε ο Στάρετς μία μέρα. «Πάρε ένα καλάθι και πάμε να μαζέψουμε μανιτάρια».
Πήραν ό,τι χρειαζόταν και πήγαν σ' ένα πολύ πυκνό μέρος του δάσους. Ο αέρας ήταν πολύ ζεστός. Ο Στάρετς μάζευε μανιτάρια, αλλά κάθε λίγο αναστέναζε: «Ωχ, τι καταιγίδα έρχεται! Τι καταιγίδα!»
Ο Ιβάν κοίταζε επάνω. Ο ουρανός ήταν γαλανός, καθαρός και διάφανος. «Δεν έρχεται καταιγίδα, πατερούλη. Ούτε ένα σύννεφο δεν φαίνεται».
«Ωχ, καταφθάνει μία πολύ σύντομα. Μας έχει ήδη πλησιάσει. Να την!»
Εκείνη ακριβώς την στιγμή τρεις γεροδεμένοι νεαροί με ρόπαλα πετάχθηκαν από τους θάμνους και ώρμησαν αγριεμένα προς τον Στάρετς. «Αχά, πιάσαμε καλόγερο! Δος μας χρήματα!»
Ο Στάρετς έκανε τον σταυρό του, κατόπιν έψαξε ήρεμα μέσα στο καλάθι του κι έβγαλε το μεγαλύτερο μανιτάρι λέγοντας:
«Φάτε όσο επιθυμείτε».
«Τι;» φώναξαν οι ληστές. «Μας κοροϊδεύεις κι από πάνω;» Κι άρχισαν να τον κτυπούν σ' όλο του το σώμα.
«Φύγε Ιβάν!» ψιθύρισε ο καταματωμένος Στάρετς.
«Όχι», απάντησε ο πιστός υποτακτικός. «Όπου ο κύριος, εκεί και ο υπηρέτης του[7]». Βλέποντας τα αίματα στον Στάρετς, ώρμησε μανιασμένα πάνω στους ληστές. Αλλά αυτοί ήταν δυο φορές δυνατώτεροί του και, αφού τον έδεσαν, τον έδειραν κι αυτόν αλύπητα. Αφού διασκέδασαν αρκετά με τα ανυπεράσπιστα θύματά τους, οι ληστές εξαφανίσθηκαν. Τότε κατάλαβε ο Ιβάν τι καταιγίδα ήταν αυτή που τους πλησίαζε.
Μια «αρκούδα» για την Λαύρα
Ο δεύτερος υποτακτικός του Στάρετς ήταν ένας απόστρατος στρατιωτικός ονόματι Κορνήλιος. Ήταν εξαιρετικά ισχυρογνώμων και πεισματάρης και επιπλέον είχε πολύ ωμή γλώσσα. Οι επισκέπτες του μακαρίου δέχονταν διάφορες προσβολές από τον Κορνήλιο και συχνά έκαναν παράπονα στον Θεόφιλο για την τραχύτητα του υποτακτικού του.
«Δεν ξέρεις να συμπεριφέρεσαι σαν ερημίτης», είπε ο Στάρετς στον Κορνήλιο με αυστηρότητα, «θα σε στείλω στην Λαύρα. Εκεί θα σε στρώσουν καλά, αρκούδα». Κι έστειλε τον Κορνήλιο στον ξενώνα της Λαύρας.
Αποτέλεσμα ήταν, όταν ο Προηγούμενος Αγαπητός διωρίστηκε προϊστάμενος του ξενώνος της Λαύρας, να πάρη τον Κορνήλιο για υποτακτικό του. Ο Αγαπητός ήταν ένας μεγάλος στάρετς και το όνομα του το θυμόταν για καιρό όλοι όσοι ωφελήθηκαν από την ελεημοσύνη του. Συνήθιζε να αγοράζη ολόκληρα τόπια πανιά, σκουτιά και άλλα υφάσματα και να τα ράβη ρούχα για άνδρες και γυναίκες. Όλα αυτά τα έδινε σε φτωχούς προσκυνητές. Εκτός από την συνεχή διανομή χρημάτων, ρουχισμού και ψωμιού ο πατήρ Αγαπητός πρόσφερε ακόμη μηνιαία επιδόματα σε ένα μεγάλο αριθμό αληθινά φτωχών και χρεωμένων οικογενειών της πόλεως. Δεχόταν μοναχικά άτομα στο πτωχοκομείο της Λαύρας, παρέχοντάς τους τροφή, ρουχισμό και ιατρική περίθαλψι και νουθετώντάς τα για την σωτηρία της ψυχής τους.
Αυτός ήταν ο γέροντας στον οποίο κοντά ο Κορνήλιος βρήκε τελικά τον εαυτό του. Βέβαια για τον πατέρα Αγαπητό δεν στάθηκε καθόλου εύκολο να τα ταιριάση με τον Κορνήλιο. Ωστόσο τελικά τον έκειρε μοναχό και τον ωνόμασε Νέστορα, και όταν πέθανε τον κήδεψε και τον θυμόταν με αγάπη. Αλλά είναι ανάγκη να αποτίσουμε ένα μικρό φόρο τιμής και στον Κορνήλιο. Ήταν αναντικατάστατος για τις κρυφές αγαθοεργίες του πατρός Αγαπητού και γενικά του ήταν αφωσιωμένος με όλη του την ψυχή. Ο πατήρ Αγαπητός δεν περιώριζε τις αγαθοεργίες του μέσα στα όρια της Λαύρας. Του άρεσε να επισκέπτεται την φυλακή της πόλεως, διάφορα άσυλα για άτομα εσχάτης ένδειας και γενικά αληθινά φτωχούς ανθρώπους. Σ’ αυτές τις περιοδείες τον συνώδευε ο Κορνήλιος. Φόρτωναν τον αμαξά τους με δέματα από ρούχα και παίρνοντας καλάθια με άσπρο ψωμί και χρήματα ξεκινούσαν για την πόλι, σαν να πήγαιναν να ψωνίσουν στα μαγαζιά. Στην πραγματικότητα όμως διενεργούσαν πνευματική «εμπορία» με επισκέψεις στους ενδεείς. Άλλους έντυναν και σε άλλους έδιναν χρήματα και ψωμί. Κατόπιν γέμιζαν τα καλάθια τους με μερικά ψώνια για τα μάτια του κόσμου και επέστρεφαν χαρούμενοι και ικανοποιημένοι. Μετά την μετακίνησί του στην Λαύρα ο Κορνήλιος, από απαίδευτη «αρκούδα», μεταμορφώθηκε πράγματι σ’ έναν άξιο μαθητή του μεγάλου στάρετς και διδασκάλου του.
Αυτό ο μακάριος Θεόφιλος το είχε προείπει από πολύ καιρό πριν. Όταν ο πατήρ Αγαπητός (κατά κόσμον Τιμόθεος Μιλοβάνωφ) είχε επισκεφθή τον Στάρετς για πρώτη φορά στο ερημητήριο του Κιτάγιεφ, εκείνος του είπε: "Όταν θα γίνης προϊστάμενος στον ξενώνα της Λαύρας, αυτό το στραβόξυλο ο Κορνήλιος θα σε διακονήση. Μαλώνει με όλους και τους κατσαδιάζει, αλλά μαζί σου θα τα πάη καλά».
Ο υπάκουος, μα και αδέξιος
Τρίτος υποτακτικός του μακαρίου Θεοφίλου υπήρξε κάποιος Παντελεήμων. Μετά τον θάνατο του Στάρετς έζησε στον ξενώνα της Λαύρας μέχρι τα γηρατειά του. Διηγήθηκε σε πολλούς πατέρες για τα διάφορα θαύματα του μακαρίου και για το προορατικό του χάρισμα, του οποίου πολλές φορές είχε γίνει μάρτυς.
Κάποτε με εντολή του Στάρετς ο Παντελεήμων μετέφερε βραδυνό φαγητό από την τράπεζα. Γλίστρησε όμως και το έρριξε κοντά στο κατώφλι. Σαστισμένος ο υποτακτικός και για να αποφύγη την τιμωρία, άρχισε να μαζεύη το φαγητό από κάτω, ελπίζοντας να ξαναγεμίση μ' αυτό τα πιάτα. Αλλά ο Στάρετς ήλθε κοντά του και του είπε:
«Δεν ξέρεις να κάνης σωστά ούτε μια υπακοή, Παντελεήμων. Δεν πρόκειται να γίνης μοναχός, μέχρι την ώρα που θα πεθάνης». Κι έτσι έγινε. Ο Παντελεήμων, ο οποίος έζησε μέχρι τα βαθειά γεράματα, παρέμεινε απλός δόκιμος μέχρι λίγο πριν από τον θάνατό του, οπότε εκάρη ρασοφόρος μοναχός και ωνομάσθηκε Θεοδόσιος.
Ένα κατόρθωμα υπακοής
Ωστόσο ο Παντελεήμων ήταν απόλυτα υπάκουος στον γέροντα του. Ο μακάριος Θεόφιλος πήρε ευλογία να ταξιδεύση στο Βορονέζ για την εικοστή επέτειο της ανακομιδής των λειψάνων του άγιου Μητροφάνους, επισκόπου του Βορονέζ. Ο υποτακτικός του Παντελεήμων πήγε μαζί του στο μακρυνό ταξίδι. Αφού έφθασαν στο Βορονέζ, πέρασαν τις μέρες τους στην εκκλησία και τις νύχτες στην αυλή κοντά στο καμπαναριό. Όταν τελείωσαν το ευλαβικό τους προσκύνημα στον Άγιο, ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής. Αφού βάδισαν για πολύ, τελικά έφθασαν κοντά στο Κίεβο.
«Καλά θα ήταν να κάναμε μία τελευταία στάσι», είπε ο μακάριος Θεόφιλος και κάθησε κάτω στο χώμα, για να ξεκουρασθή λίγο στον καθαρό αέρα. Αφού έφαγε λίγο άπλωσε το χέρι του στο ταγάρι. να βγάλη το παγούρι με το νερό. Αλλά αυτό δεν βρισκόταν εκεί.
«Παντελεήμων, πού είναι το παγούρι μας;» φώναξε ο Στάρετς με απογοήτευσι.
Ο υποτακτικός σκέφθηκε λίγο και κατόπιν θυμήθηκε: «Είναι στο Βορονέζ, πατερούλη. Το αφήσαμε έχει που τρώγαμε κάθε βράδυ. εκεί κάτω στα σκαλιά του καμπαναριού».
«Τι ανίκανος που είσαι! Πήγαινε πίσω να το πάρης, προτού εξαφανιστή!»
Ο Παντελεήμων χωρίς καθυστέρησι και χωρίς δεύτερη σκέψι ξεκίνησε αμέσως για το Βορονέζ, δίχως να ξεκουρασθή την νύχτα στο μοναστήρι τους, που απείχε από εκεί μόνο μισό βέρτσι. λες και το παγούρι ήταν κάτι το σπάνιο και πολύτιμο ή λες και το Βορονέζ ήταν μόνο δυο βήματα από το Κίεβο και δεν απείχε μια τόσο μεγάλη απόστασι απ’ αύτό[8].
Έφθασε αισίως στο Βορονέζ και προς μεγάλη του χαρά βρήκε το παγούρι στο ίδιο ακριβώς σημείο όπου το είχαν αφήσει. Το πήρε στα χέρια του και ξεκίνησε για το μοναστήρι. Ο απλός Παντελεήμων δεν έδωσε καμμιά σημασία στο κατόρθωμά του ούτε ένιωσε έπαρσι γι' αυτό, αλλά ούτε και γόγγυσε κατά του Στάρετς. Γνώριζε ότι οι πατέρες της ερήμου στην Ανατολή διέταξαν τους υποτακτικούς τους ακόμη και το να μπήξουν στο έδαφος ξερά ραβδιά και να τα ποτίζουν καθημερινά, για να αποφεύγουν την ακηδία.
Προφητικά καμώματα
Κάποτε την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που ο μακάριος δεν έτρωγε για αρκετές μέρες στη σειρά και προσευχόταν κρυφά στον Θεό, έστειλε τον Παντελεήμονα στο παζάρι να αγοράση μερικά μεγαλούτσικα κομμάτια δέρμα από παλιές μπότες. Η εντολή εκτελέσθηκε και τα κομμάτια δόθηκαν στον Στάρετς, ο οποίος τα έστρωσε σ' ένα πάγκο πλάι-πλάι και διέταξε τον Παντελεήμονα να τα συρράψη σε μεγάλα φύλλα. Κατόπιν έφερε ένα βάζο με κατράμι και άρχισε να αλείφη με επιμέλεια αυτά τα δερμάτινα φύλλα.
«Γιατί το κάνεις αυτό, πατερούλη;» ρώτησε με περιέργεια ο Παντελεήμων.
«Το διατάζει ο Θεός, το διατάζει ο Θεός», απάντησε γρήγορα ο Στάρετς.
«Και τι σημαίνει αυτό;»
«Σημαίνει, αγαπητέ μου, ότι οι δαίμονες γράφουν πάνω σ' αυτά τα έργα των αμαρτωλών. Αλλά σήμερα όλα αυτά σκεπάστηκαν και δεν υπάρχουν πια αμαρτίες».
«Με την πράξι αυτή», εξηγούσε αργότερα ο Παντελεήμων, «ο Στάρετς ήθελε να δείξη ότι οι αμαρτίες των πνευματικών του παιδιών, για τα οποία τόσο θερμά κι επίμονα προσευχόταν εκείνες τις μέρες, είχαν πια συγχωρηθή από τον Θεό και η συνείδησί τους είχε καθαρισθή ενώπιον του Κυρί¬ου».
«Μερικές φορές το καλοκαίρι», διηγόταν ο Παντελεήμων, «ο Στάρετς με φώναζε και μου έλεγε: «Αύριο να κόψης μερικά φρέσκα μήλα από τον κήπο (και μου ώριζε πόσα ακριβώς). Πρωί-πρωί με την αυγή να πας στο δάσος κοντά στον δρόμο. Εκεί θα συνάντησης μια συντροφιά προσκυνητών. Δώσε στον καθένα από δύο μήλα». Εγώ εκτελούσα τις εντολές του Στάρετς κόβοντας ακριβώς όσα μήλα μου είχε ορίσει. Κατόπιν πήγαινα στο μέρος που μου είχε υποδείξει και να, έβλεπα τους προσκυνητές, τους έδινα από δύο μήλα και είχα πάντα ακριβώς τόσα, όσα χρειάζονταν. Και άλλες φορές μου έδινε ο Στάρετς τέτοιες εντολές κι εγώ θαύμαζα την προορατικότητά του».
Ο αφηρημένος «θεολόγος»
Ο τέταρτος υποτακτικός του Στάρετς ήταν κάποιος Κοσμάς. Αυτός ήταν ένας εξαιρετικά διαβασμένος και θρησκευόμενος υποτακτικός, ώστε ακόμη και ο Στάρετς Θεόφιλος να τον αποκαλή αστειευόμενος «θεολόγο». Για ημέρες ολόκληρες ο Κοσμάς αφωσιωνόταν στην ανάγνωσι των αγίων Γραφών και των πατερικών βιβλίων. Μάλιστα πολλές φορές ξεχνούσε, όχι μόνο να φάη και να πιη, αλλά και να εκπλήρωση τις άμεσες υποχρεώσεις της διακονίας του. Η αφηρημάδα του έφτανε σε τέτοιο σημείο ώστε, όταν κάποτε χρειάσθηκε να υπογράψη μία απόδειξι παραλαβής κάποιων εγγράφων, αυτός δεν θυμόταν ούτε το επίθετο του, αλλά ούτε και αυτό το όνομα του[9], ώστε να χρειασθή να του τα θυμίσουν άλλοι.
Από όλα τα άψυχα αντικείμενα αυτού του κόσμου ο Κοσμάς αγαπούσε μόνο τα βιβλία και πιο πολύ απ’ όλα την παλιά, φθαρμένη του Αγία Γραφή, την οποία κουβαλούσε πάντοτε μαζί του πάνω στη ζώνη του. Την νύχτα την έβαζε κάτω από το κεφάλι του για μαξιλάρι. Ο Κοσμάς περιέβαλλε με δουλική ευλάβεια και υποταγή τον γέροντά του και ήταν έτοιμος μ’ ένα του λόγο να ορμήση και στη φωτιά και στη θάλασσα. Απ' όλα τα πλάσματα πάνω στη γη ο Κοσμάς αποστρεφόταν περισσότερο τις γυναίκες. Θεός φυλάξοι μη συναντούσε κάποια περαστική γυναίκα, καθώς πήγαινε το πρωί στον Δνείπερο για νερό! Θεωρούσε τότε τον εαυτό του μολυσμένο για ολόκληρη την ημέρα και, μόλις επέστρεφε, ραντιζόταν με αγιασμό. Όλοι οι λογισμοί και οι επιθυμίες του συγκεντρωνόταν στο να μπορέση στα γεράματά του να αποτραβηχθή στο βάθος κάποιου δάσους, να σκάψη εκεί μια μικρή σπηλιά και να κατοίκηση σ' αυτήν, επιδιδόμενος σε ψυχοσωτήριες ασκήσεις.
Κάποτε, ενώ έκανε τέτοιου είδους απραγματοποίητα όνειρα κι έκτιζε κάστρα στον αέρα, έρχεται από πίσω του ο Στάρετς Θεόφιλος και τον ρωτάει αναπάντεχα:
«Κοσμά, πού θα μείνης, όταν εγώ φύγω για την άλλη ζωή;».
«Όπου θέλει ο Θεός», απάντησε ο Κοσμάς με έκπληξι. «Θα μπω σε κανένα μοναστήρι».
«Όχι. εσύ δεν πρόκειται να γίνης μοναστηριακός. Θα ζήσης στην πατρίδα σου ανάμεσα σε γυναίκες».
Ο Κοσμάς ανατρίχιασε με αυτή την απροσδόκητη απάντησι. Γι’ αυτόν αυτή η προφητεία ισοδυναμούσε με καταδίκη και τον έφερε σε μεγάλη σύγχυσι και ανησυχία. «Να ζήσω έξω από το μοναστήρι και μάλιστα μαζί με γυναίκες! Όχι! Φύλαξε με. Θεέ μου, από τέτοια συμφορά!» είπε ο Κοσμάς από μέσα του.
Γρήγορα όμως τα προφητικά λόγια του μακαρίου Στάρετς βγήκαν αληθινά. Ένα χρόνο μετά από αυτή την συζήτησι ο Θεόφιλος εκοιμήθη και ο υποτακτικός του Κοσμάς έφυγε για την πατρίδα του το Μπογκοντούχωφ, όπου εγκαταστάθηκε σε μια μικρή καλύβα έξω στα προάστεια. Εκεί έζησε μια καθαρά ασκητική ζωή κι έγινε γνωστός σ' ολόκληρη την περιοχή σαν ένας γέροντας πεπειραμένος στην πνευματική καθοδήγησι και νουθεσία. Συνέβη ωστόσο σύντομα, χάρις στους κόπους μιας πλούσιας κυρίας και διαφόρων γενναιόδωρων αφιερωτών η περιοχή δίπλα ακριβώς στην καλύβα του Κοσμά να αγορασθή για την ανέγερσι ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος, μέσα από το οποίο αναπτύχθηκε σιγά-σιγά ένα γυναικείο μοναστήρι.
Ο Κοσμάς δεν πρόλαβε να δη την τελική ανάπτυξι αυτού του μοναστηριού, μια και σύντομα αρρώστησε κι έφυγε από αυτή την ζωή. Έζησε όμως ένα μεγάλο χρονικό διάστημα γειτονιά με τις πρώτες αδελφές του ιδρύματος, δηλαδή «μαζί με γυναίκες», όπως τελικά αποδείχθηκε. Μετά το θάνατό του το κτήμα του παραχωρήθηκε στη νεόκτιστη μονή και η μνήμη του αξιόλογου αυτού στάρετς διατηρείται με ευλάβεια μέχρι σήμερα.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 6
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1989 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1990
ΜΕΡΟΣ Α'
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου