ΜΕΡΟΣ Η'
Ο Στάρετς Θεόφιλος ο δια Χριστόν Σαλός
Οι «εχθροί» του στάρετς
Κοντά σε όσα αναφέρθηκαν εδώ για τις αρχές και τις συνήθειες του μακαρίου Θεοφίλου και για τους τρόπους με τους οποίους συναναστρεφόταν τους ανθρώπους που τον ευλαβούνταν, δεν είναι περιττό να σημειωθή ότι η επικοινωνία του αυτή με τους ανθρώπους και η τεράστια φήμη που απολάμβανε ο μακάριος προκαλούσε συχνά την εχθρότητα φθονερών προσώπων, τα οποία προσπαθούσαν με κακόβουλες ερμηνείες να σπιλώσουν το τιμημένο και πεντακάθαρο όνομα του μακαρίου στάρετς.
Ιδιαίτερα εχθρικός απέναντι του ήταν ο ιερομόναχος Ιώβ, ο προϊστάμενος του ερημητηρίου. Επειδή πίστευε ότι όλες οι ενέργειες και οι πράξεις του μακαρίου ήταν μόνο υποκρισία και δεισιδαιμονία, κατέτρεχε τον στάρετς σε κάθε του βήμα και παρενέβαλλε σ’ αυτόν όσες ενοχλήσεις και δυσκολίες μπορούσε, κουράζοντας τον Μητροπολίτη με διαρκείς αναφορές και παράπονα. Όταν έβλεπε ένα πλήθος προσκυνητών γύρω από τον μακάριο, ο Ιώβ έτρεχε στην αυλή και τους επέπληττε ως δεισιδαίμονες, αναγκάζοντάς τους να διαλυθούν.
Όταν αυτή η τακτική δεν ωφελούσε, ο προϊστάμενος έδινε εντολή να κλείσουν τις πύλες του μοναστηρίου μετά από το δείπνο, ώστε το φιλοπερίεργο πλήθος να μη περιστοιχίζη τον μακάριο και να μη πλησιάζη το κελλί του. Και δεν σταματούσε σ’ αυτό. Συχνά εισέβαλλε στο κελλί του μακαρίου, τον στηλίτευε με οργή στις γυναίκες και μάζευε από το τραπέζι του στάρετς τα ασπρόρουχά του, για να τον εμποδίση από του να τα δώση στις πλύστρες. Σε όλους αυτούς τους εξευτελισμούς ο στάρετς απαντούσε μόνο με την πραότητα και τη σιωπή ή ανέφερε διάφορες ευαγγελικές παραβολές. Επειδή όμως ο προϊστάμενος δεν ησύχαζε και εξακολουθούσε να τον ενοχλή, συχνά ο στάρετς προφυλαγόταν από την άδικη οργή και τον διαβολικό πειρασμό με το να μη του ανοίγη την πόρτα.
«Παντελεήμων», έλεγε σε τέτοιες περιπτώσεις ο μακάριος στον υποτακτικό του, «κλείσε την πόρτα. Τώρα έρχεται ο εχθρός μας».
Ο Παντελεήμων γνώριζε καλά ποιος ήταν αυτός ο «εχθρός» και έσπευδε να κλείση την πόρτα, όσο πιο γερά μπορούσε.
Τελικά ο Ιώβ, για να ενοχλή περισσότερο τον μακάριο και για να αποδείξη το δικαίωμα και την εξουσία του, μετέφερε τον στάρετς στο ισόγειο ενός μεγάλου κτιρίου κοντά στο δικό του διαμέρισμα. Μολονότι εκεί υπήρχαν τέσσερα μεγάλα και άνετα δωμάτια, ο στάρετς ήταν πολύ δυσαρεστημένος, διότι μία τέτοια αλλαγή στη ζωή και στη διαμονή του τον εμπόδιζε να κάνη όλα αυτά, για τα οποία τον είχε καλέσει ο Κύριος.
Όταν η Λαύρα έστειλε στο ερημητήριο τον ιεροδιάκονο Θεοδόσιο Τουπίτσιν, επειδή είχε ανάγκη ιδιαιτέρας παρακολουθήσεως λόγω ψυχικής παθήσεως, τον έβαλαν να μείνη με τον στάρετς στο δεύτερο μπροστινό δωμάτιο. Ο μακάριος δεν άντεξε και αμέσως τον έδιωξε. Εξωργισμένος από την αυθαίρετη αυτή ενέργεια, ο προϊστάμενος Ιώβ πήρε για δεύτερη φορά τον Θεοδόσιο και μπαίνοντας στου Θεοφίλου είπε ήσυχα:
«Πάτερ Θεοδόσιε! Μετά οσίου όσιος έση και μετά εκλεκτού εκλεκτός έση[1]... Πάρε την ευλογία του πατρός Θεοφίλου· αυτός θα σε νουθετή και θα ζήσετε ειρηνικά...»
Όμως ο Θεόφιλος, βγαίνοντας από το πίσω δωμάτιο, έδιωξε ξανά τον Θεοδόσιο και φώναξε στον Ιώβ:
«Γράμματα ξέρεις;»
«Αν δεν ήξερα, δεν θα είχα γίνει προϊστάμενος», απάντησε χαμογελώντας ο Ιώβ.
«Κι έχεις διαβάσει τα βιβλία της Αγίας Γραφής, ε;»
«Όχι μόνο τα διάβασα, αλλά ξέρω και πολλά απ’ έξω».
«Γιατί ο Κάιν σκότωσε τον αδελφό του τον Άβελ; Πες! Απάντησε! Γιατί;»
Και σπρώχνοντας τον Ιώβ έξω από το δωμάτιο χτύπησε την πόρτα πίσω του. Εκείνος, προσβεβλημένος ως τα βάθη της ψυχής του, έστειλε αμέσως σχετική αναφορά στον μητροπολίτη Φιλάρετο και, απαριθμώντας όλες τις άπρεπες και αυθαίρετες πράξεις του Θεοφίλου, παρακαλούσε να εκδιωχθή από το ειρηνικό και απόμερο ερημητήριο του Κιτάγιεφ.
Απ' όλες αυτές τις καταγγελίες φαίνεται πόσο λίγο καταλάβαιναν τον Θεόφιλο όσοι ζούσαν κοντά του. Αυτό όμως δεν είναι περίεργο. Όποιος δεν γνωρίζει τη δική του ψυχή, δεν είναι καθόλου περίεργο αν δεν μπορή να καταλάβη την ψυχή του αδελφού του. Όταν ο κόσμος διά της σοφίας ουκ έγνω τον Θεόν εν τη σοφία Αυτου [2], δεν είναι καθόλου περίεργο αν οι άνθρωποι αυτού του κόσμου δεν μπορούν να καταλάβουν έναν αληθινό δούλο του Θεού, πολύ δε περισσότερο έναν τόσο μεγάλο και εκλεκτό δούλο Του όπως ο μακάριος στάρετς Θεόφιλος, του οποίου το φρόνημα, ήδη εκ κοιλίας μητρός αυτού, υπήρξε λύχνος της αληθείας του Χριστού και όλη η ζωή του, αρχίζοντας από την πρώτη παιδική ηλικία, ήταν συνυφασμένη με διάφορα θαύματα και σημεία, τα οποία μας θυμίζουν την παιδική ηλικία ενός αγίου από τους πιο δημοφιλείς στην Ρωσία, του θαυματουργού Αγίου Νικολάου.
Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήττη. Ο κόσμος εν τω πονηρώ κείται[3]. Δεν θέλει να δη μέσα στην ευλάβεια αυτών των ασκητών αληθινούς υιούς του Θεού. Αντίθετα τους περιφρονεί και τους μισεί. Έχει όμως δίκαιο ο κόσμος να μισή αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι, απαρνούμενοι τον κόσμο, αφιερώνουν όλη τη ζωή τους στην προσευχή για τον κόσμο; Ανάμεσά μας, φτώχεια ανυπολόγιστη, θλίψεις ανεξάντλητες, λύπη απαρηγόρητη! Ο εχθρός του γένους μας διάβολος πολεμά με όλες του τις δυνάμεις εναντίον μας. Εκύκλωσαν ημάς κύνες πολλοί, συναγωγή πονηρευομένων περιέσχον ημάς[4]. Η προσευχή των δικαίων είναι για μας όπλο ισχυρό για την απόκρουσι όλων των εχθρών. Κι όμως αυτοί, που αγωνίζονται σκληρά εναντίον του εχθρού και ζητούν να σώσουν τους ανθρώπους από την οργή του Θεού, αντιμετωπίζουν γενική καταδίκη, περιφρόνησι και κατατρεγμό. Ωστόσο, οι αγωνιστές αυτοί μνημονεύουν με υπομονή τα λόγια του Ευαγγελίου: Ει εκ του κόσμου ήτε, ο κόσμος αν το ίδιον εφίλει· ότι δε εκ του κόσμου ουκ εστέ, αλλ' εγώ εξελεξάμην υμάς εκ του κόσμου, δια τούτο μισεί υμάς ο κόσμος[5].
«Ενεδρεύσωμεν τον δίκαιον...»
Έτσι συνέβη και με τον στάρετς Θεόφιλο. Ακόμη και ο συμμοναστής του, ο προϊστάμενος Ιώβ, δεν μπόρεσε να τον καταλάβη, αλλά αντίθετα τον κατεδίωξε από φθόνο. Τελικά, βλέποντας ότι οι ύβρεις και οι ταπεινώσεις δεν επρόκειτο να επιτύχουν τίποτε, ο Ιώβ σκέφθηκε νέο τρόπο, για να απαλλαγή από τον μακάριο. Άρχισε να συγκεντρώνη διάφορες συκοφαντίες εναντίον του, ελπίζοντας ότι έτσι θα πετύχη να διώξη τον στάρετς από το ερημητήριο.
Ο σοφός Σολομών, αναφερόμενος σε παρόμοιες σκέψεις κακών ανθρώπων, λέει: Ενεδρεύσωμεν τον δίκαιον, ότι δύσχρηστος ημίν εστι και εναντιούται τοις έργοις ημών... Εγένετο ημίν εις έλεγχον εννοιών ημών. Βαρύς εστιν ημίν και βλεπόμενος· ότι ανόμοιος τοις άλλοις ο βίος αυτού και εξηλλαγμέναι αι τρίβοι αυτού. Εις κίβδηλον ελογίσθημεν αυτώ...[6].
Δεν ξέρουμε αν ο Ιώβ δεχόταν τις ανόητες αυτές κατηγορίες εναντίον του δικαίου. Από τις αναφορές του πάντως ένα πράγμα είναι φανερό: θέλοντας να προσδώση αληθοφάνεια στις συκοφαντίες, ερμήνευε την ιδιόρρυθμη ζωή του μακαρίου στάρετς Θεοφίλου εντελώς αντίστροφα. Έγραφε στον μητροπολίτη Φιλάρετο ότι ο μεγαλόσχημος ιερομόναχος Θεόφιλος «διασύρει τον μοναχισμό και, με την αμέλεια του για τον βαθμό του, παρουσιάζεται εντελώς ξένος προς αυτόν. Διαδίδει την δεισιδαιμονία και την υποκρισία. Κρατώντας κρυφή την εσωτερική πλευρά της ζωής του με θράσος και παραφορά, προξενεί αμφιβολίες για το ποιόν των θρησκευτικών αντιλήψεών του και την κατάστασι της διανοητικής υγείας του». Δεν ήταν άραγε με τον ίδιο τρόπο που επιχειρήθηκε η συγκέντρωσι ψευδών μαρτυριών εναντίον του Ιησού Χριστού; Όμως δικαίων ψυχαί εν χειρι Θεού[7]. Όσο κι αν προσπάθησαν οι εχθροί του μακαρίου στάρετς, δεν μπόρεσαν να επιτύχουν τους στόχους τους.
Ο μακάριος δεν θλιβόταν καθόλου από την άδικη συκοφαντία. Απ' εναντίας χαιρόταν, ενθυμούμενος τα λόγια της Αγίας Γραφής: Ει ονειδίζεσθε εν ονόματι Χριστού, μακάριοι, ότι το της δόξης και το του Θεού Πνεύμα εφ' υμάς αναπαύεται· κατά μεν αυτούς[8] βλασφημείται, τα δε υμάς δοξάζεται. Μη γαρ τις υμών πασχέτω ως φονεύς ή κλέπτης ή κακοποιός ή ως αλλοτριοεπίσκοπος· ει δε ως Χριστιανός, μη αισχυνέσθω, δοξαζέτω δε τον Θεόν εν τω μέρει τούτω[9]. Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ' υμών ψευδόμενοι ένεκεν εμού. Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς[10].
Όταν ο συγκελλιώτης του Ιβάν πλησίασε με συμπάθεια τον στάρετς θέλοντας να μάθη πώς μπορούσε να αντιμετωπίζη τόσες θλίψεις με απάθεια, ο στάρετς απάντησε:
«Αχ, Ιβάν, Ιβάν! Είναι καλύτερα να υπομένης την αδικία από το να την διαπράττης ο ίδιος».
«Κι αν όλα αυτά τα υπομένης μάταια, για το τίποτε, πατερούλη;»
«Και τι μ' αυτό; Δεν μπορούμε να αντιταχθούμε σ' έναν κακό άνθρωπο. Είναι αμαρτία να παραδίδεται κανείς στην λύπη. Είμαστε εξόριστοι πάνω στη γη. Οι εξόριστοι δεν παραξενεύονται για τις ύβρεις και τις προσβολές. Βρισκόμαστε κάτω από το επιτίμιο του Θεού, και το επιτίμιο συνίσταται σε στερήσεις και κόπους. Είμαστε άρρωστοι στην ψυχή και στο σώμα και στους άρρωστους ωφελούν τα πικρά φάρμακα».
Με σκοπό να σβήση κάθε εχθρότητα που θα μπορούσε να νιώση στην καρδιά του για τους κατηγόρους του και για να εκπληρώση την ευαγγελική εντολή ο ήλιος μη επιδυέτω επί τω παροργισμώ υμών[11], ο μακάριος στάρετς αντιδρούσε στις ενοχλήσεις του Ιώβ συντάσσοντας μία επιστολή, όπου ομολογούσε κάθε φορά τον εαυτό του ένοχο για το δυσάρεστο γεγονός που είχε συμβεί. Παρ' όλα αυτά αύξησε ακόμη περισσότερο το αγώνισμα της σαλότητός του.
Παράξενος λειτουργός
Οι τρόποι του πάντως μέσα στην εκκλησία αποδοκιμάζονταν και από άλλους, κι όχι μόνο από τον προϊστάμενο. Ο μακάριος έστρεφε συνήθως την πλάτη του στους ανθρώπους και κοιτούσε στον τοίχο, χωρίς να σηκώνη ποτέ τα μάτια. Όταν μάλιστα ήταν λειτουργός ο ίδιος, συμπεριφερόταν ακόμη πιο παράξενα. Χωρίς να σταθούμε στις σχετικές λεπτομέρειες, θ' αναφερθούμε μόνο σ’ όσα λέει ο Ιώβ, ο προϊστάμενος του ερημητηρίου, στην αναφορά του προς τον Μητροπολίτη.
«Όταν ετοιμάζεται για συλλείτουργο», γράφει ο Ιώβ, «ο Θεόφιλος παραβιάζει τον κανόνα και την τάξι. Πριν από την έναρξι του μεγάλου εσπερινού ή του όρθρου δεν έρχεται να βάλη μετάνοια και ποτέ δεν στέκεται στο ιερό· είναι άγνωστο που διαβάζει τις ευχές. Είναι αμφίβολο αν συμμετέχη σε ολόκληρη την ακολουθία.
Στη διάρκεια του καθίσματος φεύγει η στέκεται έξω από την νότια θύρα, και στην διάρκεια του συλλείτουργου δεν στέκεται κανονικά, αλλά στρέφεται προς την ανατολή. Είναι εμφανές ότι ο Θεόφιλος δεν πλένεται ποτέ. Κατά την διάρκεια της Λειτουργίας στέκεται εμπρός στην Αγία Τράπεζα σαν αποσβολωμένος και χρειάζεται συνεχή καθοδήγησι. Τακτοποιεί συνεχώς την πλεξίδα των μαλλιών του. Κρατά το βιβλίο μπροστά του, σπάνια όμως διαβάζει τις απαιτούμενες ευχές και σπάνια κάνει μετάνοιες. Σκουπίζει τη μύτη του με το χέρι και ύστερα σκύβει και το σκουπίζει στο κάλυμμα της αγίας τραπέζης. Την ώρα της εκφωνήσεως ο Χριστός εν τω μέσω ημών δεν μπορεί καθόλου να συντονιστή με τους συλλειτουργούς του.
Μεταλαμβάνει των αγίων μυστηρίων πολύ βιαστικά και έπειτα πηγαίνει στην πύλη του ιερού κοιτάζοντας προς τον λαό (σαν να επιδεικνύεται) και διαβάζει τις ευχές της Ευχαριστίας. Στις επίσημες ημέρες, αν και συμμετέχει στην ακολουθία, δεν βγαίνει έξω κατά την δέησι, αλλά βγάζει τα άμφια και φεύγει από την εκκλησία. Του έχει συχνά επιβληθή στέρησις φαγητού γι' αυτό. Κατά την προσκομιδή δεν τοποθετεί τον Άγιο Άρτο στο κέντρο του δισκαρίου, αλλά στα αριστερά, απ’ όπου μπορεί εύκολα να αναποδογυρίση. Δεν τηρεί τη σωστή σειρά στην τοποθέτησι των μερίδων στο δισκάριο. Την ώρα της Λειτουργίας στρέφεται προς το αναλόγιο και δεν κοιτάζει στο ιερατικό. Χρειάζεται υπόμνησι κατά την είσοδο του Ευαγγελίου καθώς και κατά την Μεγάλη Είσοδο, όταν μεταφέρονται τα Τίμια Δώρα. Δεν κρατά το ιερατικό μπροστά του και δεν στρέφει τα μάτια του και την καρδιά του στην Αγία Τράπεζα, όταν κάνη την απαιτούμενη μετάνοια, αλλά πάντοτε κοιτάζει στο βιβλίο που βρίσκεται στο αναλόγιο. Την στιγμή του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων είναι δύσκολο να τον παρακινήση κανείς να κάνη τουλάχιστον τρεις μετάνοιες και να ευλογήση με ευλάβεια τα προσφερόμενα δώρα. Μελίζοντάς τα, σκουπίζει πολύ αργά τους "μαργαρίτες" από τα χέρια του με τον σπόγγο. Ο ρυθμός του στην ακολουθία δεν συντονίζεται με κανενός άλλου. Όταν ο διάκονος εκφωνή πλήρωσον, δέσποτα, το άγιον ποτήριον, δεν κοιτάζει καν το άγιο ποτήριο, αλλά ρίχνει την ωρισμένη μερίδα του Αγίου Αμνού μέσα σ' αυτό τόσο γρήγορα, ώστε δεν μπορεί να ακολουθήση την σωστή τάξι».
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος τα πίστευε αυτά, διότι και ο ίδιος είχε συλλειτουργήσει με τον Θεόφιλο και είχε γίνει μάρτυρας της συμπεριφοράς του. «Γύρισε τον στη θέσι του», έλεγε στον αρχιδιάκονο όταν ο μακάριος ήταν γυρισμένος προς την ανατολή, ενώ οι υπόλοιποι ήταν στραμμένοι προς την δύσι. Ο Μητροπολίτης δεν μπορούσε να ξέρη ότι υπήρχε κάποιο αινιγματικό μυστικό πίσω από αυτήν την περίεργη συμπεριφορά του στάρετς, ένα μυστικό γνωστό μόνο σ' εκείνον. Μπορούσε μόνο να υπόθεση ότι ο Θεόφιλος ήταν εντελώς ανίκανος.
Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος και ο στάρετς
Θα πρέπει ν' αναφέρουμε εδώ ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της διοικήσεως της Λαύρας από τον Μητροπολίτη Φιλάρετο ήταν η προσωπική του ταπείνωσις. Δεν την διηύθυνε σαν αυταρχικός δεσπότης, αλλά σαν ένας σταθερός και ζηλωτής τηρητής και ταπεινός δόκιμος όλων των τυπικών και των παραδόσεων που είχαν επιβάλλει στους μοναχούς οι άγιοι των σπηλαίων. Και η εσωτερική και η εξωτερική ζωή του χρησίμευαν ως υπόδειγμα για την αδελφότητα της Λαύρας. Η διοίκησις και η καθοδήγησις του Μητροπολίτη ακολουθούσαν ό,τι «οι παλαιοί θαυματουργοί άγιοι της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου, φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα, καθιέρωσαν και παρέδωσαν. Ήταν επομένως όχι τόσο ένας μητροπολίτης ή προϊστάμενος για την αδελφότητα, αλλά ένας πατέρας ή μεγαλύτερος αδελφός. Μ' ένα λόγο, ήταν ένας αββάς, όπως αποκαλούνταν οι πατέρες του αρχαίου ασκητισμού. Οι προσφωνήσεις του, οι ομιλίες του, οι νουθεσίες του, ακόμη και οι παρατηρήσεις και οι προειδοποιήσεις του χαρακτηρίζονταν από πραότητα, υπομονή και ανεκτικότητα. Δεν προκαλούσε σε κανέναν τον φόβο ή την δυσπιστία προς το πρόσωπο του. Απ' εναντίας, όλοι έσπευδαν προς αυτόν με χαρά και ειλικρινή διάθεσι».
Ο Μητροπολίτης χειρίστηκε με παρόμοιο τρόπο και την διαμάχη για τον Θεόφιλο. Ήταν φανερό ότι τα παράπονα του Ιώβ, ενώ αναφέρονταν στην διατήρησι των κανόνων και των διατάξεων του μοναστηριού, ήταν διαποτισμένα από προσωπική εχθρότητα προς τον μακάριο. Ο ευθύς και φιλειρηνικός Μητροπολίτης κάλεσε ιδιαιτέρως τον στάρετς Θεόφιλο και τον υπέβαλε σε εξέτασι.
«Θεόφιλε», του είπε ο πράος ποιμενάρχης, «έφθασαν πάλι παράπονα για σένα».
«Αλλότριοι επανέστησαν επ' εμέ και κραταιοί εζήτησαν την ψυχήν μου[12]», απάντησε ήρεμα ο μακάριος χαμηλώνοντας το βλέμμα του στο έδαφος.
«Ναι, αλλά τι θα με συμβούλευες να κάνω με σένα;»
«Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε![13]» απάντησε ο Θεόφιλος.
«Γράφουν ότι διαδίδεις την δεισιδαιμονία και είσαι πειρασμός για την αδελφότητα και τον λαό».
«Λύτρωσε με από συκοφαντίας ανθρώπων[14] ».
«Μη μιλάς για "λύτρωσι", αλλά για τη λογική, αδελφέ! Ο προϊστάμενος με ενοχλεί και ζητά την τιμωρία σου».
«Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι [15];»
«Λοιπόν, κοίταξε με», κατέληξε ο Μητροπολίτης Φιλάρετος. «Είμαι ενοχλημένος με σένα, σκανταλιάρη...»
« Εν Κυρίω ο μισθός μου και η φροντίς μου παρά Υψίστω[16]».
Με αυτό η συζήτησις τελείωσε και ο μακάριος, αφού έβαλε μετάνοια στον Μητροπολίτη, έφυγε γρήγορα, αφήνοντας τον σεβαστό ποιμενάρχη στην ίδια απορία σχετικά με την αθωότητά του, την οποία είχε και προηγουμένως.
Ο στάρετς Παρθένιος
Όσο δεν συμπαθούσε αρχικά τον μακάριο στάρετς Θεόφιλο ο άγιος Μητροπολίτης Φιλάρετος, τόσο σεβόταν τον στάρετς Παρθένιο. Κάθε καλοκαίρι έφευγε μαζί του για το έρημητήριο Γκολοσέγιεφ, γύριζε στη Λαύρα μόνο για τις ημέρες των εορτών κι έπειτα επέστρεφε βιαστικά στο ερημητήριο. Εκεί, στην πιο μοναχική γωνιά του ερημητηρίου, στο μέσο ενός πυκνού θαμνώνα του σκιερού κήπου, βρισκόταν το κελλί του Παρθενίου.
Αμέσως μετά την πρωινή Λειτουργία στο παρεκκλήσι του ποιμενάρχη, ο Παρθένιος πήγαινε στο δάσος, ολοκληρώνοντας τον κανόνα της προσευχής του καθώς περπατούσε και διαβάζοντας όλο το Ψαλτήρι στο δρόμο. Ο συντάκτης του βίου του στάρετς Παρθενίου αποδίδει σύντομα, αλλά βαθιά και σωστά, την πνευματική σχέσι του με τον άγιο Μητροπολίτη Φιλάρετο, εκφράζοντας την με τα εξής εποικοδομητικά λόγια:
«Ήταν μεγάλη η αγάπη του αγίου Μητροπολίτη για τον στάρετς, αλλά και απέραντη η αφοσίωσις του στάρετς προς τον άγιο Μητροπολίτη. Αυτή η πνευματική ένωσις έδινε και στους δύο παραμυθία στον ασκητικό δρόμο της ζωής τους. Η ψυχή του ποιμενάρχη, κουρασμένη από τα δύσκολα καθήκοντα του βαθμού του, ξεκουραζόταν με την συζήτησι του φωτισμένου στάρετς, και η ψυχή του στάρετς στηριζόταν στην σοφία του ποιμενάρχη με απόλυτη εμπιστοσύνη».
Γιατί τότε, θα ρωτήσετε, παρ' όλη τη φιλομόναχη διάθεσι του Μητροπολίτη Φιλάρετου και τον αληθινά πνευματικό δεσμό του με τους μοναχούς της Λαύρας του Κιέβου, παρέμενε αυτός τόσο ψυχρός προς τον τόσο αξιόλογο στάρετς Θεόφιλο; Και γιατί αισθανόταν τόσο μεγάλη αγάπη προς τον μεγαλόσχημο ιερομόναχο Παρθένιο, ενώ έμενε σχεδόν αδιάφορος προς τον ασκητικό στάρετς Θεόφιλο; Στην απορία αυτή μπορούμε να δώσουμε την εξής απάντησι:
Ο μεγαλόσχημος ιερομόναχος Παρθένιος φανέρωνε έναν τρόπο ζωής παρόμοιας με αυτήν των μεγάλων αρχαίων ασκητών η πνευματική ζωή του έλαμπε στο πρόσωπό του. Ο Δεσπότης παρακολούθησε από κοντά όλη την πορεία της πνευματικής του τελειώσεως και διακρίνοντας σ’ αυτόν έναν αληθινά φλογερό ζηλωτή του ιερού ασκητισμού, του έδωσε με τα ίδια του τα χέρια το μεγάλο σχήμα στα σπήλαια του άγιου Αντωνίου και τον ωνόμασε Παρθένιο. Ήταν επόμενο αυτά τα δύο πρόσωπα να δημιουργήσουν τόσο στενούς πνευματικούς δεσμούς, ώστε ο σεβάσμιος ποιμενάρχης αποφάσισε να επιλέξη τον Παρθένιο ως πνευματικό του πατέρα.
Ενώ ο στάρετς Θεόφιλος, όντας ήδη μεγαλόσχημος ιερομόναχος στη Λαύρα, θα μπορούσε να αφήνη να ακτινοβολή από το πρόσωπό του ένα υψηλό πνευματικό επίπεδο, αλλά μέσα στον αγώνα του της διά Χριστόν σαλότητος απέκρυπτε την άμεμπτη καθαρότητα και την παιδική αθωότητα της ψυχής του, προσπαθώντας με κάθε μέσο να αποφύγη την πνευματική επαφή με τον άγιο Μητροπολίτη. Δεν άφηνε τον Δεσπότη να δη μέσα στα βάθη του παράξενου χαρακτήρα του και έτσι τον εμπόδιζε να αντιληφθή τη χάρι που υπήρχε μέσα του, διότι τις οιδεν ανθρώπων τα του ανθρώπου ειμή το πνεύμα του ανθρώπου το εν αύτω;[17]
Ο μακάριος δικαιώνεται
Γι’ αυτό τον λόγο ο ενωχλημένος ποιμενάρχης, όντας φιλοδίκαιος, κάλεσε σε συμβούλιο τους προϊσταμένους και τους συμβούλους του και άκουσε μαρτυρίες ατόμων ξένων προς την Λαύρα, σε μία προσπάθεια να συγκέντρωση κάθε ένδειξι, είτε αυτή δικαίωνε είτε κατέκρινε τον στάρετς.
Το ζήτημα σύντομα εξηγήθηκε, όταν ένας αδελφός, με τον οποίο ο Θεόφιλος ήταν πιο ανοιχτός απ’ ό,τι με τους άλλους, τον πλησίασε και τον ερώτησε για την παράξενη συμπεριφορά του στην διάρκεια των ακολουθιών της εκκλησίας. Ο στάρετς απάντησε:
«Ο Θεός βλέπει την απλότητά μου. Λειτουργώ σύμφωνα με τη σωστή τάξι, διαβάζω όλες τις απαιτούμενες ευχές και τιμώ τον προεξάρχοντα ως ανώτερό μου. Όσο όμως βυθίζομαι στην θεωρία της τελέσεως του μυστηρίου, ξεχνώ τον εαυτό μου και ό,τι είναι γύρω μου. Κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας βλέπω μία σταυρόσχημη ακτίνα να κατεβαίνη από ψηλά και να αιωρήται επάνω από τον προεξάρχοντα και τους συλλειτουργούς του, μερικές φορές όμως όχι όλους. Βλέπω κάποια δροσιά να κατεβαίνη στα Τίμια Δώρα και λαμπρούς αγγέλους να πετούν πάνω από την αγία Τράπεζα κράζοντας άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ· πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης σου. Τότε όλη μου η ύπαρξις αρπάζεται ανέκφραστα και μου είναι αδύνατο να τραβήξω τον εαυτό μου από το γλυκό δράμα. Αδελφέ, δεν σου λέω δικαιολογίες· σου λέω μόνο την καθαρή αλήθεια. Μόνο σε παρακαλώ, μη φανέρωσης όσα σου είπα, για να μη σκανδαλίσω τους άλλους, ο βρωμερός αμαρτωλός».
Η απάντησις του μακαρίου στάρετς αναφέρθηκε αμέσως στον Μητροπολίτη Φιλάρετο. Ο ποιμενάρχης είχε ήδη αποφασίσει να μεταφέρη τον Θεόφιλο στο μοναστήρι Μοσνογκόρσκυ, όπου πλέον δεν θα αποτελούσε μέλος της αδελφότητος της Λαύρας. Μόλις όμως άκουσε αυτή την αναφορά, κάλεσε τον υπεύθυνο της Λαύρας αρχιμανδρίτη Ιωάννη και τον εκκλησιάρχη ιερομόναχο Μελέτιο, για να τους συμβουλευθή.
«Γιατί ενοχλείτε τον δίκαιο;» απάντησε στην ερώτησι του Δεσπότη ο εκκλησιάρχης Μελέτιος, που αγωνιζόταν ιδιαίτερα για την υπεράσπισι του Θεοφίλου. «Αφήστε τον να μας φωτίζη. Διότι κανείς δεν ξέρει ποιος θα ζήση περισσότερο, εσείς ή αυτός...»
Ο Δεσπότης κοίταξε αυστηρά τον τολμηρό σύμβουλο και, αφού σκέφθηκε λίγο, είπε:
«Ναι! Έχεις δίκαιο... Όλοι μας βαδίζουμε ενώπιον του Θεού».
Και αμέσως έδωσε εντολή στο εκκλησιαστικό συμβούλιο της Λαύρας να αναστείλη τις προηγούμενες περιοριστικές εντολές που αφορούσαν τον Θεόφιλο μέχρι νεωτέρας διαταγής.
Έτσι ο μακάριος στάρετς παρέμεινε να ζήση στο ίδιο μέρος.
Την ήμερα μετά το συμβούλιο ο μακάριος Θεόφιλος έστειλε με τον υποτακτικό του ένα μεγάλο καρπούζι στον Μελέτιο. Τι είχε προΐδει; Την επομένη Κυριακή, χωρίς προηγούμενη ανακοίνωσι και χωρίς να περιμένη την έγκρισι της Ιεράς Συνόδου, με μόνο το προσωπικό του κύρος, ο Μητροπολίτης Φιλάρετος έδωσε μίτρα στον ιερομόναχο Μελέτιο και τον προήγαγε στον βαθμό του αρχιμανδρίτη.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 6
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1989 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1990
ΜΕΡΟΣ Α'
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου