Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016
1. Ιανουάριος Αγιολόγιον - Εορτολόγιον
ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 01
●
Ἡ Περιτοµὴ τοῦ Χριστοῦ
●
Ὁ Μέγας Βασίλειος
●
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος
●
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ πατέρας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου
●
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἡγούµενος Τριγλίας
●
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος
Ἡ Περιτοµὴ τοῦ Χριστοῦ
Ὁ Μωσαϊκὸς νόµος διέταζε τὴν περιτοµὴ τῶν ἀρσενικῶν
παιδιῶν (Ἐξοδ. ΙΒ΄ 43-49), (Γεν. ΙΖ΄ 9-19), ἡ ὁποία γινόταν κατὰ τὴν ὀγδόη ἡµέρα
ἀπὸ αὐτὴ τῆς γεννήσεως τοῦ παιδιοῦ (Λευϊτ. ΙΓ΄ 3). Ἡ τελετὴ αὐτὴ ἐλάµβανε χώρα
µέσα σὲ κτίριο τῆς Συναγωγῆς, τὸ πρωί, παρουσία δέκα τουλάχιστον προσώπων.Ἔτσι
καὶ ἡ περιτοµὴ τοῦ βρέφους Ἰησοῦ ἔγινε στὴ Συναγωγὴ τῆς Βηθλεέµ. Ἡ χειροποίητος
αὐτὴ περιτοµὴ στὸ σῶµα ἦταν τύπος, ποὺ συµβόλιζε τὴν περιτοµὴ τῆς καρδιᾶς, ἐνεργούµενης
ἀπ᾿ εὐθείας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ (Δευτ. Γ16, Λ΄6).
Γιὰ τὴν δεύτερη αὐτὴ περιτοµή, τὴν
ἀχειροποίητο, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει: «Περιετµήθητε περιτοµῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν
τῇ ἀπεκδυθεῖ τοῦ σώµατος τῶν ἁµαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτοµῇ τοῦ Χριστοῦ, συνταφέντες
αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσµατι» (Κολ. Β΄ 11-12). Δηλαδή, λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
περιτµηθήκατε καὶ µὲ περιτοµὴ πνευµατική, ποὺ ἐνεργεῖται ἀπ᾿ τὸ Ἅγιο Πνεῦµα. Καὶ
συνίσταται στὸ γδύσιµο καὶ τὴν ἀποβολὴ τοῦ σώµατος, ποὺ δούλεψε στὶς ἁµαρτίες τῆς
σάρκας. Τὸ γδύσιµο δὲ αὐτὸ εἶναι ἡ περιτοµή, ποὺ πήρατε ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅταν
θαφτήκατε µαζί Του, διὰ τοῦ Ἅγιου Βαπτίσµατος. Τὸ Βρέφος ὅµως τῆς φάτνης, ἀφοῦ
γεννήθηκε µὲ τὸν Παλαιὸ
Νόµο, ἔπρεπε νὰ ὑποβληθεῖ καὶ Αὐτὸ στὸν
τύπο, ὁ ὁποῖος εἶχε δικαίωµα νὰ ἰσχύει µέχρι τῆς καταργήσεώς του.
Ὁ Μέγας Βασίλειος
«... τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσµησας». -
Μὲ τὴν φράση αὐτή, τὸ ἀπολυτίκιο, ἀπόλυτα ἐπιτυχηµένα, τονίζει τὴν κοινωνικὴ
προσφορὰ τοῦ Ἅγιου Βασιλείου, ποὺ µὲ τὴν θεία διδασκαλία του στόλισε µὲ ἀρετὲς
τὰ ἤθη καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Μέγας αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας γεννήθηκε τὸ 329, κατ΄ ἄλλους τὸ 330 µ.Χ., στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ
Πόντου, σύµφωνα µὲ τὰ γραφόµενα τοῦ φίλου του, Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου. Τὰ
δὲ ἐγκυκλοπαιδικὰ λεξικὰ ἀναφέρουν σὰν πατρίδα τοῦ Μ. Βασιλείου τὴν Καισαρεία τῆς
Καππαδοκίας. Οἱ γονεῖς του
Βασίλειος (καὶ αὐτός), ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν
Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ Ἐµµέλεια, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἂν καὶ
κατὰ κόσµον εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, εἶχαν συγχρόνως καὶ ἀκµαιότατο χριστιανικὸ
φρόνηµα. Αὐτοὶ µάλιστα ἔθεσαν καὶ τὶς πρῶτες
-καθοριστικῆς σηµασίας- πνευµατικὲς βάσεις
τοῦ Ἁγίου. Μὲ ἐφόδιο αὐτὴ τὴν χριστιανικὴ ἀνατροφή, ὁ Βασίλειος ἀρχίζει µία
καταπληκτικὴ ἀνοδικὴ πνευµατικὴ πορεία. Ἔχοντας τὰ χαρίσµατα τῆς εὐστροφίας καὶ
τῆς µνήµης, κατακτᾷ σχεδὸν ὅλες τὶς ἐπιστῆµες τῆς ἐποχῆς του. Καὶ τὸ
σπουδαιότερο, κατακτᾷ τὴν θεία θεωρία τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ τὴν κάνει ἀµέσως
πράξη µὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή του. Ἂς ἀναφέρουµε ὅµως, περιληπτικά, τὴν
πορεία τῶν δραστηριοτήτων του. Μετὰ τὶς πρῶτες του σπουδὲς στὴν Καισαρεία καὶ
κατόπιν στὸ Βυζάντιο, ἐπισκέφθηκε, νεαρὸς ἀκόµα, τὴν Ἀθήνα, ὅπου ἐπὶ τέσσερα
χρόνια συµπλήρωσε τὶς σπουδές του, σπουδάζοντας φιλοσοφία, ρητορική,
γραµµατική, ἀστρονοµία καὶ ἰατρική, ἔχοντας συµφοιτητές του τὸν Γρηγόριο τὸν
Ναζιανζηνὸ (τὸν θεολόγο) καὶ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ἐπέστρεψε
στὴν Καισαρεία καὶ δίδασκε τὴν ρητορικὴ τέχνη. Ἀποφάσισε ὅµως, νὰ ἀκολουθήσει τὴν
µοναχικὴ ζωὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὰ κέντρα τοῦ ἀσκητισµοῦ, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ τῆς
µοναχικῆς πολιτείας στὴν Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καὶ Μεσοποταµία. Ὅταν ἐπέστρεψε,
ἀποσύρθηκε σὲ µία Μονὴ τοῦ Πόντου, ἀφοῦ ἔγινε
µοναχός, καὶ ἀσκήθηκε ἐκεῖ µὲ κάθε αὐστηρότητα
γιὰ πέντε χρόνια (357-362). Ἤδη τέλεια καταρτισµένος στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη,
χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο. Ὁ ὑποδειγµατικὸς
τρόπος τῆς πνευµατικῆς ἐργασίας του δὲν ἀργεῖ νὰ τὸν ἀνεβάσει στὸ θρόνο τῆς ἀρχιερωσύνης,
διαδεχόµενος τὸν Εὐσέβιο στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Καισαρείας (370). Μὲ σταθερότητα καὶ
γενναῖο φρόνηµα, ὡς ἀρχιερέας ἔκανε πολλοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Μὲ
τοὺς ὀρθόδοξους
λόγους ποὺ συνέγραψε, κατακεραύνωσε τὰ
φρονήµατα τῶν κακοδόξων. Στοὺς ἀγῶνες του κατὰ τοῦ Ἀρειανισµοῦ ἀναδείχτηκε ἀδαµάντινος,
οὔτε κολακεῖες βασιλικὲς τοῦ Οὐάλεντα (364-378), ποὺ πῆγε αὐτοπροσώπως στὴν
Καισαρεία γιὰ νὰ τὸν µετατρέψει στὸν Ἀρειανισµό, οὔτε οἱ ἀπειλὲς τοῦ Μόδεστου
µπόρεσαν νὰ κάµψουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνηµα τοῦ Ἁγίου. Ὑπεράσπισε µὲ θάῤῥος τὴν Ὀρθοδοξία,
καταπλήσσοντας τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς Ἀρειανούς. Ἀκόµα, ἀγωνίστηκε κατὰ τῆς ἠθικῆς
σήψεως καὶ ἐπέφερε σοφὲς µεταῤῥυθµίσεις στὸ µοναχισµό. Ἡ δὲ ὑπόλοιπη
ποιµαντορικὴ δράση του, ὑπῆρξε ἀπαράµιλλη, κτίζοντας τὴν περίφηµη «Βασιλειάδα»,
συγκρότηµα µὲ εὐαγῆ Ἱδρύµατα, ὅπως πτωχοκοµεῖο κ.ἄ., ὅπου βρῆκαν τροφὴ καὶ
περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε ἡλικίας, γένους καὶ φυλῆς. Νὰ ἀναφέρουµε ἐπίσης
ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἔργων του, ἔγραψε καὶ Θεία Λειτουργία,
πού, µετὰ τὴν ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς συντοµότερης τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόµου, τελεῖται 10 φορὲς τὸ χρόνο: τὴν 1η Ἰανουαρίου (ὅπου γιορτάζεται καὶ
ἡ µνήµη του), τὶς πρῶτες πέντε Κυριακὲς τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὶς παραµονὲς
τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων, τὴν Μ. Πέµπτη καὶ τὸ Μ. Σάββατο. Στὰ
πενήντα του χρόνια ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐξαιτίας
τῆς ἀσθενικῆς κράσεώς του καὶ τῆς αὐστηρῆς
ἀσκητικῆς ζωῆς του (ὁρισµένες πηγὲς λένε ἀπὸ βαριὰ ἀῤῥώστια τοῦ ἥπατος ἢ τῶν
νεφρῶν), τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 378 ἢ κατ΄ ἄλλους τὸ 379 µὲ 380, ἐγκαταλείπει τὸ
φθαρτὸ καὶ µάταιο αὐτὸ κόσµο, ἀφήνοντας παρακαταθήκη καὶ Ἱερὴ κληρονοµιὰ στὴν ἀνθρωπότητα
ἕνα τεράστιο πνευµατικὸ ἔργο.
Ὁ Ἅγιος Θεόδοτος
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ
πατέρας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου θεολόγου
Ἡ Ναζιανζὸς τῆς Καππαδοκίας λεγόταν
παλιότερα Διοκαισάρεια, καὶ ὁ ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ Γρηγόριος, πατέρας Γρηγορίου
τοῦ Θεολόγου, ἦταν ἀπὸ ἕνα τῶν κοντινῶν χωριῶν, τὴν Ἀριανζό. Πρὶν µπεῖ στὸν κλῆρο,
ἦταν ἀνώτερος δηµόσιος ὑπάλληλος, καὶ σὲ θέση, ποὺ µποροῦσε νὰ χρηµατίζεται, ὄπως
κατὰ κανόνα ἔκαναν καὶ οἱ συνάδελφοί
του. Ἡ τιµιότητά του ὅµως δὲν τὸν ἄφησε νὰ
κάνει ἄνοµο κέρδος οὔτε µία δραχµή. Στὴν ἀρχὴ ὁ Γρηγόριος ἀνῆκε σὲ µία
θρησκευτικὴ αἵρεση, ποὺ οἱ ὀπαδοὶ της ὀνοµάζονταν Ὑψιστάριοι. Στὴν ὀρθόδοξη
χριστιανικὴ πίστη τὸν ὁδήγησε ἡ εὐσεβέστατη καὶ
µορφωµένη σύζυγός του, Νόννα. Τότε ὁ
Γρηγόριος ἦταν πολὺ νέος. Βαπτίστηκε τὸ 325, ἀναδείχτηκε ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ τὸ
328 καὶ ἐπισκόπευσε γιὰ 45 χρόνια. Κατὰ τὴν ἐπισκοπική του σταδιοδροµία, ἔζησε
µὲ τρόπο ἄξιο γιὰ νὰ τὸν ἁγιοποιήσει. Καὶ τὸ ἄξιζε καὶ µόνο µὲ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπ᾿
αὐτὸν καὶ τὴν σύζυγό του Νόννα, ἁγία κι αὐτή, προῆλθαν δυὸ γιοί, ὁ Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος καὶ ὁ Καισάριος ὁ ἰατρός, ἀνακηρυγµένοι ἅγιοι, καὶ µία κόρη, ἡ
Γοργονία, ἁγία καὶ αὐτή. Ὁ Γρηγόριος παρέδωσε εἰρηνικὰ καὶ µὲ ἁγιότητα τὴν ψυχή
του στὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ἡγούµενος Τριγλίας
Δὲν γνωρίζουµε πολλὰ πράγµατα γιὰ τὴν ζωή
του. Ξέρουµε µόνο ὅτι ἦταν ἡγούµενος
µίας ἀπὸ τὶς τέσσερις γνωστὲς Μονὲς στὴν
Τριγλία. Δηλαδὴ τοῦ Μιδηκίου, Βαθέος
Ρύακος, τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου.
Ποιᾶς ἀπ΄ αὐτὲς ὅµως καὶ πότε
ἔζησε µᾶς εἶναι ἄγνωστο. Τὴ µνήµη του ἀναφέρει
µόνο ὁ ἅγιος Νικόδηµος στὸν
Συναξαριστή του.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Πελοποννήσιος
Ὁ ἅγιος αὐτὸς Νεοµάρτυρας, καταγόταν ἀπὸ τὴν
Τρίπολη τῆς Πελοποννήσου. Ἄγνωστο γιὰ ποιοὺς λόγους συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους
στὸ Ὀντεµίσιο (Τέµισι) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τὸ 1776 καὶ πιεζόµενος νὰ ἀσπαστεῖ τὸ
κοράνιο στάθηκε ἀκλόνητος στὴν πίστη τῶν πατέρων του. Γι΄ αὐτὸ τὸν λόγο λοιπὸν
τὸν κρέµασαν καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 02
●
Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος Πάπας Ῥώµης
●
Ὁ Ἅγιος Θεαγένης ἱεροµάρτυρας
●
Ὁ Ἅγιος Θεόπεµπτος
●
Ἡ Ἁγία Θεοδότη µητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων
●
Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ κωφός
●
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος µάρτυρας ἐξ Ἀγκύρας
●
Ὁ Ἅγιος Σέργιος
●
Ὁ Ἅγιος Θεόπιστος
●
Ὁ Ἅγιος Κοσµᾶς ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
●
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἢ Ζώρζης ἢ Γκιουρτζὴς ὁ Ἴβηρ
●
Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶµ τοῦ Σάρωφ
●
Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος Ῥῶσος τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου
Ὁ Ἅγιος Σίλβεστρος Πάπας Ῥώµης
Μὲ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία ἔχουµε κοινοὺς ἀρκετοὺς
ἁγίους, µέχρι τὸ χωρισµό της ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς
εἶναι καὶ ὁ Σίλβεστρος. Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν γιὸς τοῦ Ῥουφίνου, γεννηµένος στὴ Ῥώµη.
Ἀπὸ µικρὴ ἡλικία εἰσχωρεῖ στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Σὲ ἡλικία δὲ τριάντα
χρόνων χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν Πάπα Μαρκελῖνο· γίνεται Πάπας τὸ 314 καὶ
διαδέχεται τὸν Ἅγιο Μελχιάδη ἢ Μιλτιάδη. Ἐνδιαφέρθηκε καὶ πολέµησε πολὺ τὴν αἵρεση
τοῦ Ἀρείου καὶ θέσπισε τοὺς λειτουργικοὺς κανόνες γιὰ τὸν καθαγιασµὸ τοῦ µύρου
τοῦ ἁγίου χρίσµατος. Ἀλλὰ
µεταξὺ τῶν καλύτερων ἔργων τοῦ πάπα
Σιλβέστρου, ξεχωρίζει τὸ ἔργο τῆς µέριµνας γιὰ τὴν βιοτικὴ συντήρηση τῶν
φτωχότερων κληρικῶν καὶ τῶν µοναχῶν γυναικῶν, ὥστε οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τῆς
πνευµατικῆς διακονίας καὶ προσευχῆς νὰ µὴν ἀποσπῶνται ἀπὸ τὸ κυρίως ἔργο τους. Ὁ
Ἅγιος Σίλβεστρος πέθανε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράµατα τὴν
31η Δεκεµβρίου τοῦ 335 µ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Θεαγένης ἱεροµάρτυρας
Ὁ ἅγιος Ἱεροµάρτυρας Θεαγένης ἦταν ἐπίσκοπος
τῆς πόλεως Πάριο· τὴν ὀνοµασία της πῆρε ἐπειδὴ εἶχε κτισθεῖ ἀπὸ τοὺς Πάριους,
κατοίκους τῆς νήσου Πάρου. Ἡ πόλη αὐτὴ βρισκόταν µεταξὺ τῆς Κυζίκου καὶ τῆς
Λαµψάκου. Αὐτὸς λοιπὸν ὁδηγήθηκε στὸν Τριβοῦνο Ζηλικίνθιο καὶ ὁµολόγησε τὸν
Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ὁπότε τὸν ἔδειραν ἀνελέητα καὶ ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα
τὸν ἔῤῥιξαν στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας. Ἔτσι τελείωσε τὸ δρόµο τοῦ µαρτυρίου καὶ πῆρε
ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ ἀµάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Ὁ Ἅγιος Θεόπεµπτος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Θεοδότη µητέρα τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων
Ἦταν µητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσµᾶ καὶ
Δαµιανοῦ (βλ. 1 Νοεµβρίου).
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ κωφός
Ἦταν ἀσκητὴς καὶ ἔζησε ζωὴ ὅσια. Ἀπεβίωσε
εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος µάρτυρας ἐξ Ἀγκύρας
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς µαρτύρησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα
Ἰουλιανοῦ του Παραβάτη (360-
363 µ.Χ.). Κατηγορήθηκε ὅτι πίστευε στὸν
Χριστὸ καὶ προσπαθοῦσε νὰ παρασύρει στὴ
χριστιανικὴ πίστη εἰδωλολάτρες.
Βασανίστηκε ἀπὸ τὸν διοικητὴ τῆς Ἄγκυρας
Σατουρνίνο, καὶ τὰ βασανιστήρια ἐπαναλήφθηκαν
στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀπὸ ἐκεῖ
τὸν ἔστειλαν δέσµιο στὴν Καισαρεία, ὅπου τὸν
καταδίκασαν σὲ θηριοµαχία. Σὲ κάποια
ἐθνικὴ (εἰδωλολατρική) γιορτὴ λοιπόν, ἔστησαν
ἀπέναντί του ἕνα κλουβί, ἀπ᾿ ὅπου
ἐξόρµησε µία πεινασµένη λέαινα. Ὁ µάρτυρας
δὲν θηριοµάχησε. Σὲ στάση θερµῆς
προσευχῆς κατασπαράχθηκε ἀπὸ τὸ θηρίο. Οἱ
συγγενεῖς του παρέλαβαν τὰ λίγα
ἐναποµείναντα λείψανά του καὶ τὰ ἔθαψαν µὲ
τιµές. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ στὴν πόλη
τοῦ µαρτυρίου του, κτίσθηκε ἐκκλησία στὸ ἅγιο
ὄνοµά του.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Θεόπιστος
Μαρτύρησε διὰ λιθοβολισµοῦ.
Ὁ Ἅγιος Κοσµᾶς ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια· ἐπωνοµάσθηκε Ἱεροσολυµίτης,
ἐπειδὴ ἔµεινε ἀρκετὸ καιρὸ στὴν ἁγία Πόλη. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦλθε καὶ µόνασε στὴν
Κωνσταντινούπολη. Ὑστεροῦσε σὲ γραµµατικὴ µόρφωση. Τὸν στόλιζε ὅµως ἄδολη εὐσέβεια
καὶ βαθειὰ καὶ εἰλικρινὴς ἀρετή, καὶ τὸν ἀγαποῦσαν γιὰ τὴν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρα
του καὶ τὴν ἁπλότητα τῶν ἠθῶν του. Ὅταν στὶς 2 Αὐγούστου 1075 πέθανε ὁ
Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Η´, ὁ αὐτοκράτωρ Μιχαὴλ Δούκας ἔφερε στὸ θρόνο τὸν Κοσµᾶ, ἂν
καὶ ἦταν ἤδη πολὺ γέρος. Ἐπὶ τῆς πατριαρχείας του ἡ ἀρχιεπισκοπὴ Πατρῶν προήχθη
σὲ Μητρόπολη µὲ τρεῖς ἐπισκοπὲς στὴ δικαιοδοσία της. Ἐπίσης ὁ ἴδιος - ὁ Κοσµᾶς
- χειροτόνησε καὶ ἔστειλε τὸ
1080 Μητροπολίτη Ῥωσίας τὸν Ἕλληνα Ἰωάννη,
ἄνδρα κάτοχο µεγάλης µόρφωσης καὶ πολλῶν ἀρετῶν. Οἱ δυσκολίες ὅµως τῆς
διοίκησης τῆς πατριαρχείας, ἔκαναν τὸν ἁπλοϊκο χαρακτῆρα τοῦ Κοσµᾶ, νὰ ἐπιθυµήση
τὴν ἡσυχία καὶ τὴν γαλήνη τῆς πρώην
µοναχικῆς του ζωῆς. Γι᾿ αὐτὸ λοιπόν, στὶς
8 Μαΐου τοῦ 1081, ἀφοῦ λειτούργησε στὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔφυγε
µαζὶ µὲ τὸν ὑπηρέτη του καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ Καλλίου στὴν Κωνσταντινούπολη.
Μάταια τὸν παρακάλεσαν νὰ ἐπιστρέψει. Αὐτὸς ἔµενε ἀµετάπειστος καὶ πέθανε στὴ
Μονὴ ἐκείνη.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἢ Ζώρζης ἢ Γκιουρτζὴς ὁ Ἴβηρ
Στὴν καταγωγὴ ἦταν Ἴβηρ. Σὲ νεαρὴ ἡλικία τὸν
ἀγόρασε κάποιος Τοῦρκος σὰ σκλάβο καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔκανε περιτοµή, τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνοµα
Σαλής. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀφέντη του παρέµεινε στὴ Μυτιλήνη, ἄγαµος, καὶ ζοῦσε
εἰρηνικὰ σὲ κάποιο ἐργαστήρι, πουλώντας καὶ ἀγοράζοντας διάφορα εἴδη. Κάποια
µέρα, καὶ σὲ ἡλικία πάνω ἀπὸ 70 χρονῶν, ὁ Γεώργιος παρουσιάστηκε αὐθόρµητα
µπροστὰ στὸν κριτὴ καὶ πέταξε
µπροστὰ τοῦ τὸ σαρίκι ποὺ φοροῦσε στὸ
κεφάλι του, καὶ ὁµολόγησε τὸν Χριστό. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τοὺς φοβερισµούς,
τὴ διαπόµπευση µέσα στοὺς δρόµους καὶ τὰ χτυπήµατα µὲ ξύλα καὶ µαχαίρια, ὁ
Γεώργιος παρέµεινε ἀµετάθετος, ὁµολογώντας τὴν πίστη τῶν πατέρων του. Τέλος, ὁδηγήθηκε
ἀπὸ τοὺς δήµιούς του στὴν τοποθεσία
Παρµὰ-κάπου, ὅπου καὶ ἔλαβε µαρτυρικὸ
τέλος δι᾿ ἀγχόνης. Ἦταν 2 Ἰανουαρίου 1770.
Ὁ δὲ Χρυσόστοµος Παπαδόπουλος, τοποθετεῖ τὸ
µαρτύριο τοῦ Ζώρζη τὸ ἔτος 1777.
Ὁ Ὅσιος Σεραφεὶµ τοῦ Σάρωφ
Ὁ Ὅσιος Σεραφείµ, ὁ στάρετς τοῦ Σάρωφ,
γεννήθηκε στὴν πόλη Κοὺρκ τῆς Ῥωσίας ἀπὸ θεοσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς, τὸν Ἰσίδωρο,
ποὺ ἦταν ἔµπορος καὶ τὴν Ἀγάθη Μοσνίν, στὶς 19 Ἰουλίου 1759. Τὸ πρῶτο του ὄνοµα
ἦταν Πρόχορος. Σὲ ἡλικία τριῶν ἐτῶν ἔχασε τὸν πατέρα του, καὶ ἡ εὐλαβικὴ µητέρα
του, τοῦ µετέδωσε τὴν χριστιανικὴ εὐσέβεια καὶ τὴν ἀγάπη στὴ λειτουργικὴ ζωή. Σὲ
ἡλικία 10 ἐτῶν µελετοῦσε τὶς θεῖες Γραφὲς καὶ ἔδειχνε ἐξαίσια προσωπικότητα. Ὑπέφερε
ἀπὸ ἐπικίνδυνη ἀῤῥώστια, ποὺ θαυµατουργικὰ θεραπεύτηκε ἀπὸ τὴν Παναγία. Δέκα ἑπτὰ
ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὸν
κόσµο καὶ κατέληξε σὲ µία Μονὴ στὴν ἔρηµο
τοῦ Σάρωφ. Στὸ 27ο ἔτος τῆς ἡλικίας του,
στὶς 18-8-1786, ἀξιώθηκε νὰ καρεῖ µοναχός
µε τὸ ὄνοµα Σεραφείµ. Μετὰ ἑνάµιση χρόνο ἔγινε ἱεροδιάκονος καὶ τὸ 1793, 35
χρονῶν, χειροτονήθηκε ἱεροµόναχος. Λίγο ἀργότερα ἐγκατέλειψε τὸ κοινόβιο καὶ ἄρχισε
αὐστηρὴ πνευµατικὴ ἀσκητικὴ ζωή, σὲ ἀσκητήριο βαθιὰ στὴν ἔρηµο τοῦ Σάρωφ. Γιὰ
τοὺς ὑψηλούς του ἀγῶνες καὶ τὴν θεάρεστη ζωή του, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ
χάρισµα τῆς διορατικότητας καὶ τῆς θαυµατουργίας. Ἡ ὑπερόσια ζωή του ἄφησε ἐποχή,
ἰδιαίτερα στὴ Ῥωσία. Δίδαξε καὶ ἔφερε στὸ δρόµο τῆς σωτηρίας πολλούς. Ἰδιαίτερο
χαρακτηριστικό του, ἡ ἀπέραντη ἀγάπη ποὺ ἔτρεφε στὰ πλάσµατα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἰδιαίτερα
στὸν ἄνθρωπο, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ χωρὶς ὅρια ταπεινοφροσύνη του. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ
τὴν Δευτέρα 2 Ἰανουαρίου 1833, σὲ ἡλικία 74 ἐτῶν. Καὶ µετὰ τὴν µακάρια κοίµησή
του ὁ Ὅσιος Σεραφεὶµ ἐπιτελοῦσε θαύµατα καὶ θεράπευε ὅλους, ὅσοι µὲ πίστη ἀπευθύνονταν
σ᾿ αὐτόν. Στὶς 19 Ἰουλίου 1903, ἔγινε πανηγυρικὴ ἀνακήρυξή του σὲ Ἅγιο,
παρουσία τοῦ τότε Τσάρου, τῆς Τσαρίνας, πολλῶν
µελῶν τῆς τσαρικῆς οἰκογένειας καὶ
χιλιάδων λαοῦ. Τὴν ἡµέρα αὐτὴ ἔγιναν πολυάριθµες θεραπεῖες.
Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος (Ῥῶσος)
τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου (+ 12ος αἰ.).
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 03
●
Ὁ Προφήτης Μαλαχίας
●
Ὁ Ἅγιος Γόρδιος
●
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ σηµειοφόρος ὁ ἐν Ἁγίῳ Ζαχαρίᾳ Ἀτρώας
●
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μήτηρ καὶ τὰ δυὸ Τέκνα
●
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Θαυµατουργός
●
Ἡ Ἁγία Θωµαΐς ἡ Λεσβία
●
Ἡ Ἁγία Γενεβιέβη τῶν Παρισίων
Ὁ Προφήτης Μαλαχίας
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή
του, τονίζει ὅτι «οἱ ἄγγελοι εἶναι ὑπηρετικὰ πνεύµατα, ποὺ δὲν ἐνεργοῦν µὲ δική
τους πρωτοβουλία, ἀλλὰ ἀποστέλλονται ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ὑπηρετήσουν ἐκείνους ποὺ θὰ
κληρονοµήσουν τὴν
αἰώνια ζωή». Ἕνας τέτοιος ἀπεσταλµένος ἄγγελος,
ἐπίγειος ὅµως, ἦταν καὶ ὁ προφήτης Μαλαχίας, ἕνας ἀπὸ τοὺς 12 µικροὺς
λεγόµενους προφῆτες. Γεννήθηκε ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Λευΐ, ἐν Σοφαῖς κατὰ τοὺς
χρόνους ποὺ ἐπέστρεψαν οἱ Ἑβραῖοι στὴν Ἱερουσαλὴµ ἀπὸ τὴν αἰχµαλωσία τῆς Βαβυλῶνας.
Πῆρε τὸ ὄνοµα Μαλαχίας -ποὺ ἑλληνικὰ
σηµαίνει ἄγγελος- γιὰ τρεῖς λόγους: Πρῶτον,
διότι, ὅσα προφήτευε, ἀµέσως τὰ ἐπιβεβαίωνε στὸ λαὸ θεῖος ἄγγελος. Καὶ τὸ
παράδοξο ἦταν ὅτι τὸν ἄγγελο δὲν τὸν ἔβλεπαν οἱ ἀνάξιοι, ἀλλὰ µόνο οἱ ἄξιοι, τὴν
φωνή του, ὅµως, τὴν ἄκουγαν καὶ οἱ ἄξιοι καὶ οἱ ἀνάξιοι. Ὁ δεύτερος λόγος γι᾿ αὐτὴ
του τὴν ὀνοµασία ἦταν ὅτι ἡ ὅλη σωµατική του ἐµφάνιση εἶχε τέλεια ἁρµονία καὶ
µεγαλοπρέπεια. Ὁ τρίτος λόγος καὶ σπουδαιότερος ἦταν ὅτι, ἀπὸ νέος ἀκόµα, ἔκανε
ζωὴ ἐνάρετη καὶ ἠθικὰ ἄµεµπτη. Αὐτὸ τὸ ἀπέδειξε, ὅταν βρέθηκε στὴ θέση νὰ ἐλέγξει
καί, πραγµατικά, ἤλεγξε µὲ σφοδρότητα τὸν ἴδιο του τὸ λαὸ καὶ τοὺς Ἱερεῖς ἀκόµα
τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τὶς ἀνοµίες καὶ τὶς ἀσέβειές τους. Ὁ Θεὸς ἀξίωσε τὸν προφήτη
Μαλαχία νὰ προφητεύσει καὶ τὸν ἐρχοµὸ τοῦ Προδρόµου τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ,
γιὰ τὴν προπαρασκευὴ τοῦ ἔργου Του. Ἔτσι, ἡ ζωὴ τοῦ προφήτη µας δείχνει πὼς
κάποιος µπορεῖ νὰ γίνει ἐπίγειος ἄγγελος, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ προφήτης
Μαλαχίας πέθανε εἰρηνικά, σχετικῶς νέος, καὶ τάφηκε στὸ τόπο τῶν πατέρων του.
Ὁ Ἅγιος Γόρδιος
Ὁ Ἅγιος Γόρδιος καταγόταν ἀπὸ τὴν
Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας καὶ ἦταν διακεκριµένος ἀξιωµατικὸς τοῦ στρατοῦ τοῦ αὐτοκράτορα
τῆς Ἀνατολῆς Λικινίου, ὁ ὁποῖος τὸ 314 ἦλθε σὲ πόλεµο µετὰ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.
Καὶ ἐπειδὴ ὁ Κωνσταντῖνος ἔδειχνε φανερὴ συµπάθεια πρὸς τοὺς Χριστιανούς, ὁ
Λικίνιος ἀποφάσισε νὰ περιποιηθεῖ τοὺς εἰδωλολάτρες µὲ τὴν προοπτικὴ νὰ τοὺς
κινήσει κάποια µέρα ἐναντίον τοῦ ἀντιπάλου του. Γι᾿ αὐτό, ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Αὐλὴ
καὶ τὸ στρατό, ὅλους τοὺς
χριστιανούς, καὶ διέταξε νὰ κλείσουν καὶ νὰ
γκρεµισθοῦν πολλὲς ἐκκλησίες. Ἐπέβαλε
µάλιστα, αὐστηρὲς ποινὲς σ᾿ ὅλους ὅσους ἀντιστέκονταν.
Τότε λοιπὸν ἀποµακρύνθηκε
καὶ ὁ Γόρδιος ἀπὸ τὸ στρατό. Ἀποσύρθηκε σ᾿
ἕνα ὄρος, ὅπου περνοῦσε τὸν καιρό του µὲ
προσευχή, µελέτη καὶ σωµατικὴ ἐργασία. Ἀλλ᾿
οἱ πληροφορίες ποὺ ἔπαιρνε ἦταν, ὅτι ὁ
Λικίνιος ἐπέµενε στὶς σκληρὲς διώξεις κατὰ
τῶν χριστιανῶν. Κατέβηκε λοιπὸν µία
νύχτα µὲ τὴν ἀπόφαση νὰ φωνάξει ἐναντίον τῆς
ἀδικίας καὶ ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Νὰ
στιγµατίσει τὴν διαγωγὴ τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ
ὁποῖος ἔκανε τόσο ἀνίερη κατάχρηση τῆς
ἐξουσίας του ἐναντίον ὄχι µόνο τῆς ἀλήθειας,
ἀλλὰ καὶ τοῦ ἱερότατου δικαιώµατος τῆς
θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι λοιπόν,
κάποια µέρα ποὺ ὅλοι οἱ ἐπίσηµοι ἦταν
µαζεµένοι στὸ θέατρο, ὁ Γόρδιος ἔκανε
πράξη ὅλα τὰ παραπάνω, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ
ἀποκεφαλισθεῖ ἐπὶ τόπου.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ σηµειοφόρος ὁ ἐν Ἁγίῳ
Ζαχαρίᾳ Ἀτρώας
Ὁ Πέτρος αὐτὸς ἦταν ἀσκητὴς στὰ ἀνατολικὰ
µέρη τῆς Προποντίδας, ὅπου βρισκόταν καὶ ἡ Ἀτρώα. Δὲν ἔχει καµιὰ σχέση µὲ τὸν Ἅγιο
Πέτρο τὸν σηµειοφόρο τὸν ἐπίσκοπο Ἄργους.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μήτηρ καὶ τὰ δυὸ Τέκνα
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Θαυµατουργός
Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 361
Coislin φ. 88. Αὐτὸς ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Λάτρος καὶ µαζὶ µὲ ἄλλους ἵδρυσε τὴν
Λαύρα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μυρσινῶνος.
Ἡ Ἁγία Θωµαΐς ἡ Λεσβία
Γεννήθηκε, στὴ Λέσβο µεταξὺ τῶν ἐτῶν
910-913. Οἱ γονεῖς της, Μιχαὴλ καὶ Καλή, ἦταν εὐσεβέστατοι, ἔντιµοι καὶ εὐκατάστατοι.
Τὴ στέρηση παιδιοῦ τὴν ἀντιµετώπιζαν
«πενθοῦντες καὶ σκυθρωπάζοντες», ἀλλὰ καὶ
µὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἀποκτοῦσαν παιδὶ καὶ γιὰ τοῦτο δὲν ἔπαυαν νὰ προσεύχωνται.
Τέλος, ἡ Παναγία µὲ θεῖο ὄνειρο προειδοποίησε τὴν Καλὴ ὅτι ὄχι µόνο θὰ ἀποκτοῦσε
παιδί, ἀλλὰ ὅτι τοῦτο θὰ ξεχώριζε σὲ πλοῦτο χαρισµάτων καὶ ἁγιότητα.
Πραγµατικά, ἀπόκτησαν κόρη, ποὺ τὴν
ὠνόµασαν Θωµαΐδα, ποὺ καθὼς µεγάλωνε
ξεχώριζε γιὰ τὰ χαρίσµατα ποὺ εἶχε καὶ τὴν ὀµορφιά της. Ἂν καὶ δὲν εἶχε καµιὰ
διάθεση γιὰ γάµο ἀλλ᾿ ἀπεναντίας ἐθαύµαζε τὴν
µοναστικὴ ζωή, πειθαρχώντας στὴ θέληση καὶ
ἐπιθυµία τῶν γονιῶν της, πανδρεύτηκε,
µεταξὺ τῶν ἐτῶν 934-937, σὲ ἡλικία 24 ἐτῶν,
κάποιον Στέφανο, ποὺ ἔγινε γι᾿ αὐτὴν
«ἀκάνθινος στέφανος» γιὰ ὅλη τὴν ζωή της. Ἐνῷ
αὐτὴ ἦταν τόσο καλή, τόσο ἐνάρετη, ὥστε τὴν ἤξεραν ὅλοι σὰν ὑπόδειγµα συζύγου, ὑπέφερε
φοβερὰ ἀπὸ τὴν βάναυση συµπεριφορὰ τοῦ βαρβάρου συζύγου της, ποὺ καθηµερινὰ εὕρισκε
εὐκαιρία νὰ τὴν πληγώνει στὸ σῶµα καὶ στὴν ψυχὴ µὲ ξυλοδαρµούς, ῥαπίσµατα,
κλωτσιὲς ἀκόµα καὶ στὸ στόµα της, νὰ τὴν καίει, νὰ τῆς ἀνοίγει πληγὲς σ᾿ ὅλο
της τὸ σῶµα. Καὶ ἡ Θωµαΐς ἀντιµετώπιζε ὅλη αὐτὴ τὴν µαρτυρικὴ κατάσταση µὲ τὴν
προσευχή, τὴν ὑποµονὴ καὶ τὴν ἀγαθοεργία. Πολὺ σύντοµα ἡ πίστη καὶ ἡ ἁγιότητα τῆς
Θωµαΐδος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ τῆς ἔδωκε τὴν χάρη νὰ κάνει καὶ θαύµατα, ὅταν
ζητοῦσε µὲ τὶς θερµὲς προσευχὲς της τὴν βοήθειά Του γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ὑπέφεραν.
Ἔπειτα ἀπὸ δέκα τριῶν ἐτῶν µαρτυρικὴ συζυγικὴ ζωή, ἀπέθανε ἡ Θωµαΐς σὲ ἡλικία
τριάντα ὀκτὼ ἐτῶν.
Ἡ Ἁγία Γενεβιέβη τῶν Παρισίων
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη»
τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ.
«Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 04
●
Ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων 70 Ἀποστόλων
●
Οἱ Ἅγιοι Ζώσιµος ὁ µοναχὸς καὶ Ἀθανάσιος ὁ κοµενταρήσιος
●
Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος ἡγούµενος Κουκουµίου
●
Ἡ Ὁσία Ἀπολλιναρία ἡ Συγκλητική
●
Οἱ Ἅγιοι ἓξ Μάρτυρες
●
Ὁ Ὅσιος Εὐθύµιος ὁ νέος
●
Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Εὐφηµία
●
Ὁ Ὅσιος Εὐθύµιος ἡγούµενος Βατοπεδίου καὶ οἱ Δώδεκα Μοναχοί Βατοπεδινοί
●
Ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυς Ὀνούφριος
●
Ὁ Ἅγιος Γάϊος ὁ Μακεδὼν ἀπόστολος ἀπὸ τοὺς 70
●
Ὁ Ὅσιος Θεόπροβος ἐπίσκοπος Καρπασίας Κύπρου
●
Ὁ Ὅσιος Εὐστάθιος ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Ζερβῶν
●
Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλέας ὁ Διάκονος τῆς Λαύρας Κιέβου
Ἡ Σύναξις τῶν Ἁγίων 70 Ἀποστόλων
Γιὰ τοὺς Ἀποστόλους αὐτούς µας πληροφορεῖ
τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο στὸ δέκατο κεφάλαιο. Τοὺς ἐξέλεξε ὁ Χριστὸς ὕστερα ἀπὸ
τοὺς Δώδεκα γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸ ἔργο
Του, πηγαίνοντας αὐτοὶ πρωτύτερα σὲ κάθε
πόλη καὶ τόπο, ὅπου θὰ πήγαινε κατόπιν ὁ Ἴδιος. Στὸν ἀγῶνα αὐτό, ἔπρεπε νὰ
καταβάλουν ὅλη τους τὴν δραστηριότητα, χωρὶς νὰ χάνουν οὔτε στιγµή. Γι᾿ αὐτὸ τοὺς
εἶπε, ὅτι ὤφειλον νὰ µὴ σταµατοῦν καὶ νὰ µὴ χαιρετοῦν κανένα εἰς τὸν δρόµον. Αὐτὸ
δέ, ἀποτελεῖ µάθηµα γιὰ µερικοὺς πνευµατικοὺς ἐργάτες, ποὺ χάνουν ἄσκοπα ὧρες
καὶ µέρες φλυαρῶντας ἀντὶ νὰ διδάσκουν, καὶ σκανδαλίζοντας ἀντὶ νὰ οἰκοδοµοῦν. Ὁ
Κύριος παρήγγειλε στοὺς Ἑβδοµήκοντα Ἀποστόλους, µήτε βαλάντιο νὰ ἔχουν µαζί
τους, µήτε δισάκιο, οὔτε ὑποδήµατα νὰ κρατᾶνε. Γιατί; Γιὰ νὰ φανεῖ, ὅτι οἱ
στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἔχουν αὐταπάρνηση καὶ νὰ ἐξοικειώνονται µὲ ὅλες
τὶς στερήσεις. Καὶ νὰ δειχθεῖ ὅτι ὁ Θεὸς µὲ µηδαµινὰ µέσα κατορθώνει τὰ
µεγαλύτερα καὶ δυσκολότερα ἔργα. Οἱ Ἑβδοµήκοντα ἐξετέλεσαν τὴν ἀποστολή τους µὲ
ὅλη τὴν ἀκρίβεια καὶ τὴν πειθαρχία, ὅταν ὁ Χριστὸς ἦταν στὴ γῆ. Ἀλλὰ καὶ ὕστερα
ἀπὸ τὴν ἀνάληψή Του καὶ τὸ σχηµατισµὸ τῆς Ἐκκλησίας Του, ἔκαναν µὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση
ὅλο τὸ καθῆκον τους. Αὐτοὶ δὲ ἦταν:
●
Ἰάκωβος, ὁ ἀδελφός του Κυρίου καὶ υἱὸς Ἰωσὴφ τοῦ µνήστορος
●
Σίµων, ὁ καὶ Συµεὼν καὶ Κλεόπας υἱὸς Ἰωσήφ, ἀδελφὸς Ἰακώβου καὶ δεύτερος
ἐπίσκοπος Ἱεροσολύµων
●
Ματθίας, ὁ ἀντὶ τοῦ προδότου συγκαταριθµηθεὶς τοῖς ἀποστόλοις
●
Ἰάκωβος, Ἀλφαίου, ὁ καὶ ἀδελφὸς Ματθαίου
●
Ἰούδας, ὁ παρὰ µὲν τῷ Λουκᾷ Ἰακώβου Ἰούδας ἐπονοµαζόµενος, παρὰ δὲ τῷ
Ματθαίῳ καὶ Μάρκῳ Θαδδαῖος καὶ Λεββαῖος, ἀδελφὸς
κατὰ σάρκα τοῦ Χριστοῦ
●
Βαρνάβας, ὁ καὶ Ἰωσῆς, ὁ οἰκειοχείρως γράψας τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον
καὶ ἐν Κύπρῳ τελειωθείς
●
Φίλιππος, ὁ ἐκ Καισαρείας τῆς Παλαιστίνης, ὁ βαπτίσας τὸν Αἰθίοπα
●
Ἀνανίας, ὁ γενόµενος ἐπίσκοπος Δαµασκοῦ, ὁ καὶ τὸν Παῦλον βαπτίσας
●
Ἰωσὴφ καὶ Ἰοῦστος καὶ Βαρνάβας, ὁ σύµψηφος γενόµενος Ματθίου
●
Στέφανος, ὁ πρωτοµάρτυς καὶ διάκονος ὁ λιθοβοληθείς
●
Πρόχορος, ὁ ἐπίσκοπος Νικοµήδειας
●
Νικάνωρ
●
Σίµων, ὁ ἐπίσκοπος γενόµενος Βόστρων (τῆς Ἀραβίας)
●
Παρµενᾶς
●
Τίµων, ἐπίσκοπος Βόστρων
●
Ἐπαινετός, ἐπίσκοπος Καρθαγένης
●
Λουκᾶς, οὐχὶ ὁ τὰς Πράξεις γράψας, ἀλλ᾿ ὁ Λαοδικείας γενόµενος ἐπίσκοπος
●
Ἀρίσταρχος, ἐπίσκοπος Ἀπαµείας τῆς ἐν Συρίᾳ
●
Μᾶρκος, ὃν ἔλεγον Ἰωάννην, ἐπίσκοπος ἐν Βιθλοπόλει
●
Ζήνων, ἐπίσκοπος γενόµενος ἐν Διοσπόλει
●
Ἀριστόβουλος, ἐπίσκοπος Βρετανίας
●
Ἀπελλής, ἐπίσκοπος Σµύρνης
●
Νάρκισσος, ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν
●
Ἡρωδίων, ἐπίσκοπος Ταρσοῦ
●
Ἀγαβος,προφήτης
●
Ῥοῦφος, ἐπίσκοπος Θηβῶν
●
Ἀσύγκριτος, ἐπίσκοπος Ὕρκανίας
●
Φλέγων, ἐπίσκοπος Μαραθῶνας
●
Ἑρµῆς, ἐπίσκοπος Δαλµατίας
●
Πατροβᾶς, ἐπίσκοπος Ποτιόλου
●
Ἑρµᾶς, ἐπίσκοπος Φίλιππουπολεως
●
Αἶνος, ἐπίσκοπος Ῥώµης
●
Γάϊος, ἐπίσκοπος Ἐφέσου
●
Φιλόλογος, ἐπίσκοπος Σινουπόλεως
●
Ὀλυµπᾶς
●
Ἡρωδίων
●
Ἀρίσταρχος
●
Πούδης
●
Τρόφιµος. Οἱ πέντε οὗτοι ἐµαρτύρησαν µετὰ τοῦ Παύλου ἐν Ῥώµῃ
●
Λούκιος, ἐπίσκοπος Λαοδικείας τῆς Συρίας
●
Ἰάσων, Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ
●
Σίλας, ἐπίσκοπος Κορίνθου
●
Σιλουανός, ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης
●
Ἀνδρόνικος, ἐπίσκοπος Πανονίας
●
Κρίσκης, ἐπίσκοπος Καρχηδόνος.
●
Ἀµπλίας, ἐπίσκοπος Ὀδυσσοῦ
●
Οὐρβανός, ἐπίσκοπος Μακεδονίας
●
Βαρσαβᾶς, ἐπίσκοπος Ἡράκλειας
●
Στάχυς, ἐπίσκοπος Βυζαντίου
●
Σωσίπατρος, ἐπίσκοπος Ἰκονίου
●
Ἔραστος, ἐπίσκοπος Πανεάδος
●
Κουάρτος, ἐπίσκοπος Βηρυττοῦ
●
Τερέντιος, ἐπίσκοπος Ἰκονίου
●
Ἀπολλῶ, ἐπίσκοπος Καισαρείας
●
Σωσθένης, ἐπίσκοπος Κολοφωνίας
●
Ἐπαφρόδιτος, (ἢ Ἐπαφρᾶς), ἐπίσκοπος Ἀνδριακῆς (ἢ Ἀδριανῆς)
●
Καῖσαρ, ἐπίσκοπος Δυῤῥαχίου
●
Τυχικός, ἐπίσκοπος Κολοφωνίας
●
Μᾶρκος, ὁ ἀνεψιὸς Βαρνάβα, ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος
●
Ἴουστος, ἐπίσκοπος Ἔλευθερουπολεως
●
Ἀρτέµων, ἐπίσκοπος Λύστρας
●
Κλήµης, ἐπίσκοπος Σαρδανείας
●
Ὀνησιφόρος, ἐπίσκοπος Κορώνης
●
Τυχικός, ἐπίσκοπος Καρχηδόνος
●
Κάρπος, ἐπίσκοπος Βεῤῥοίας τῆς Θρᾴκης
●
Εὔοδος, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας
●
Ζηνᾶς, ἐπίσκοπος Διοσπόλεως
●
Φιλήµων, ἐπίσκοπος Γάζης
●
Φορτουνᾶτος
●
Ἀχαϊκός
●
Στεφανᾶς
Οἱ Ἅγιοι Ζώσιµος ὁ µοναχὸς καὶ Ἀθανάσιος ὁ
κοµενταρήσιος
Σκοταδισµὸ θεωροῦν σήµερα πολλοί ὑποτιθέµενοι
διανοούµενοι τοῦ κόσµου τὸ σωτήριο µήνυµα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Ἔγκληµα θεωροῦσε τότε τὸ νὰ διδάσκει κάποιος περὶ ἀρετῆς καὶ ὁ αὐτοκράτορας
Δοµιτιανός, κατὰ χρόνια (81-96) τοῦ ὁποίου ἔζησε καὶ ὁ Ἅγιος Ζώσιµος, στὸν τόπο
τῆς Κιλικίας.Ἑπόµενο ἦταν νὰ βρεθεῖ σὲ µεγάλη καὶ σκληρὴ δοκιµασία ἡ χριστιανικὴ
Ἐκκλησία. σ᾿ αὐτὸν τὸ διωγµό, συλλαµβάνεται καὶ ὁ Ζώσιµος. Βασανίζεται φρικτά,
γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Τὰ βασανιστήρια, ὅµως, δὲ µεταβάλλουν
καθόλου τὸ φρόνηµά του καὶ δὲν ἐλαττώνουν τὸ θάῤῥος του. Στὴν ἀγριότητα ἀντιτάσσει
ἡρωισµό, καὶ τὸ πεῖσµα τῶν δηµίων του σπάει µπροστὰ στὴν ἀτέλειωτη ὑποµονή του.
Ἀποφασίζουν τότε καὶ τὸν ῥίχνουν γιὰ τροφὴ σ᾿ ἕνα λιοντάρι, µέσα σὲ ἀµφιθέατρο.
Ξαφνικά, κάτι παράδοξο γίνεται µπροστὰ στὰ µάτια τῶν θεατῶν. Μόλις τὸ λιοντάρι
πλησιάζει κοντὰ στὸ Ζώσιµο, ἡ ὁρµή του ἀνακόπτεται. Ἤρεµα προχωρεῖ καὶ κάθεται
δίπλα στὰ πόδια του. Ὁ Θεὸς εἶχε βάλει στὸ βλέµµα του τόση δύναµη ἐπιβλητικότητας,
χάρης καὶ ἑλκυστικότητας, ποὺ κατάφερε νὰ ἐξηµερώσει τὸ λιοντάρι σὰν ἀρνί. Τὸ
πλῆθος διὰ
βοῆς ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τὴν ἀπελευθέρωση
τοῦ Ἁγίου, πρᾶγµα ποὺ ἔγινε. Ὁ θρίαµβος αὐτὸς τῆς πίστεως κέρδισε καὶ ἕναν εἰδωλολάτρη,
τὸν Ἀθανάσιο κοµενταρήσιο. Φεύγοντας καὶ οἱ δυὸ σ ἕνα ὀρεινὸ µέρος καὶ ἀφοῦ ἔζησαν
µὲ ἀγάπη καὶ συµπροσευχὴ τελείωσαν εἰρηνικὰ τὴν ζωή τους.
Ὁ Ὅσιος Θεόκτιστος ἡγούµενος Κουκουµίου
Ὑπῆρξε ἡγούµενος τῆς Μονῆς Κουκουµᾶ ἢ
Κουκουµίου ἢ Κουκούµης στὴ Σικελία.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ Ὁσία Ἀπολλιναρία ἡ Συγκλητική
Ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα µετὰ Χριστόν. Κόρη τοῦ Ἀνθεµίου,
ἀνώτατου διοικητικοῦ ἄρχοντα τῆς Ῥώµης. Ἡ Ἀπολλιναρία, φηµισµένη γιὰ τὴν ὡραιότητα
καὶ τὴν φρόνησή της, εἶχε θερµὴ πίστη καὶ ὁλόψυχη ἀφοσίωση στὸν Χριστό. Κάποτε
τῆς δόθηκε ἡ εὐκαιρία καὶ πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους στὴν Ἱερουσαλήµ, µαζὶ µὲ
πολλὰ χρήµατα, δοῦλες καὶ δούλους, γιὰ νὰ προσκυνήσει. Μετὰ τὶς πρῶτες ἅγιες
συγκινήσεις της, θεώρησε χρέος της νὰ ἀπελευθερώσει ὅλους τοὺς δούλους, ἀφοῦ τοὺς
ἐφοδίασε µὲ τὰ ἀνάλογα χρήµατα. Αὐτή, µαζὶ µὲ ἕναν γέροντα ὑπηρέτη, πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ἐκεῖ µὲ πολλή θεοσέβεια καὶ καθαρότητα, ζοῦσε τὸ µοναχικὸ βίο. Ἔγινε φηµισµένη
στοὺς γυναικείους
µοναστηριακοὺς κύκλους, καὶ πολλὲς γυναῖκες
πήγαιναν καὶ συµβουλεύονταν ἀπὸ τὴν φρόνηση καὶ τὴ µεγάλη της ἀρετή. Κάποτε
µάλιστα, ἀῤῥώστησε ἀπὸ ἀκάθαρτο πνεῦµα ἡ ἀδελφή της. Τότε ἡ Ἀπολλιναρία πῆγε στὴ
Ῥώµη καὶ µὲ τὶς προσευχές της, ἡ θεία
χάρη θεράπευσε τὴν ἀδελφή της. Ὅλοι τότε
προσπάθησαν νὰ τὴν κρατήσουν κοντά τους. Αὐτὴ ὅµως, ἀποχαιρέτησε συγκινητικὰ τοὺς
δικούς της καὶ ἐπέστρεψε στὸ ἡσυχαστήριό της, ὅπου εἰρηνικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦµα
της.
Οἱ Ἅγιοι ἓξ Μάρτυρες
Ἀπεβίωσαν εἰρηνικὰ (ἂν καὶ στοὺς
Συναξαριστὲς ἀναφέρονται σὰν µάρτυρες).
Ὁ Ὅσιος Εὐθύµιος ὁ νέος
Κεῖται πλησίον τοῦ ἁγίου Μωκίου.
Οἱ Ἅγιοι Χρύσανθος καὶ Εὐφηµία
Γίνεται ἁπλὴ ἀναφορὰ τῶν ὀνοµάτων τους χωρὶς
κανένα βιογραφικὸ στοιχεῖο.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύµιος ἡγούµενος Βατοπεδίου καὶ
οἱ Δώδεκα Μοναχοί Βατοπεδινοί
Ὁ ὁσιοµάρτυρας Εὐθύµιος καὶ οἱ δώδεκα
µοναχοὶ τῆς Μονῆς Βατοπεδίου, µαρτύρησαν τὸ 1280 κατὰ τὸν διωγµὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος,
ἀπὸ τοὺς φιλοπαπικούς, τὸν βασιλιὰ Μιχαὴλ Παλαιολόγο καὶ Πατριάρχη Ἰωάννη
Βέκκο. Καταδίωξαν λοιπὸν τοὺς µοναχοὺς καὶ ἄλλους µὲν βασάνισαν, τὸν δὲ ἡγούµενο
τῆς Μονῆς Βατοπεδίου Εὐθύµιο, ποὺ εἶχε πρωτοστατήσει στὴ διαµαρτυρία κατὰ τῆς ἕνωσης
µὲ τοὺς παπικούς, ἔπνιξαν στὴ θάλασσα. Ἐνῷ συγχρόνως δώδεκα ἄλλους ἀδελφούς τῆς
ἰδίας Μονῆς ἀπαγχόνισαν.
Ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυς Ὀνούφριος
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κάµπροβα τοῦ Μεγάλου
Τυρνάβου. Ὁ πατέρας του ὀνοµαζόταν Δέτζιο, ἀργότερα ἔγινε µοναχὸς µὲ τὸ ὄνοµα
Δανιήλ. Ἡ µητέρα του ὀνοµαζόταν Ἄννα. Τὸ πρῶτο ὄνοµα τοῦ νεοµάρτυρος αὐτοῦ ἦταν
Ματθαῖος καὶ οἱ εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι γονεῖς του τὸν µεγάλωναν µὲ χριστιανοπρέπεια.
Κάποτε λοιπόν, ὅταν ἦταν ὀκτὼ ἐτῶν, οἱ γονεῖς του τὸν µάλωσαν γιὰ κάποια του ἀταξία
καὶ αὐτὸς θυµωµένος εἶπε µπροστὰ σὲ Τούρκους ὅτι θὰ τουρκέψει. Τότε µὲ χίλια
βάσανα οἱ γονεῖς του κατόρθωσαν νὰ ἀποτρέψουν τὴν περιτοµή του. Ὅταν µεγάλωσε ὁ
Ματθαῖος πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος στὴ Μονὴ Χιλιανδαρίου, ὅπου χειροτονήθηκε διάκονος
µὲ τὸ ὄνοµα Μανασσῆς. Ἀλλ᾿ οἱ τύψεις ἀπὸ τὸ παιδικὸ ἐκεῖνο περιστατικὸ τὸν ἔκαναν
νὰ ἀγωνίζεται µὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχὴ γιὰ νὰ ἐξιλεωθεῖ στὸν Θεό. Ἀργότερα
ἀποφάσισε νὰ ὁµολογήσει τὸν Χριστὸ µπροστὰ στοὺς ἀπίστους καὶ νὰ ὑποστεῖ
µαρτυρικὸ θάνατο. Πῆγε λοιπὸν στὴ σκήτη τοῦ Τιµίου Προδρόµου, ὅπου δοκιµάστηκε
γιὰ 4 µῆνες ἀπὸ τὸν πνευµατικὸ Νικηφόρο καὶ κατόπιν ἔγινε µεγαλόσχηµος µοναχὸς
µὲ τὸ ὄνοµα Ὀνούφριος. Ἔπειτα
µὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευµατικοῦ του καὶ ἀφοῦ
πῆρε σὰν συνοδό του κάποιο Γρηγόριο Πελοποννήσιο πῆγε στὴ Χῖο. Ἐκεῖ ἀφοῦ καὶ
πάλι προετοιµάστηκε κατάλληλα, φόρεσε ῥοῦχα Ἀγαρηνῶν καὶ πῆγε στὸ κριτήριο, ὅπου
µπροστὰ σὲ πολλοὺς ἀγάδες µὲ θάῤῥος ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀναθεµάτισε τὸν
µουσουλµανισµό. Καὶ ἔριξε κάτω τὸ πράσινο σαρίκι, ποὺ φοροῦσε. Τὰ βασανιστήρια
ποὺ ἀκολούθησαν ἦταν ἀνελέητα καὶ φρικτά. Τελικὰ πέθανε ἀφοῦ τὸν µαχαίρωσαν οἱ
βασανιστές του, στὶς 4 Ἰανουαρίου 1818 ἡµέρα Παρασκευὴ καὶ ὥρα 3 µ.µ. Τὸ Ἱερό
του λείψανο οἱ Τοῦρκοι τὸ ἔριξαν στὴ
θάλασσα. Ἀκολουθία καὶ βιογραφία του Ἁγίου
συνέγραψε ὁ Ὀνούφριος Ἰβηρίτης, ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1862.
Ὁ Ἅγιος Γάϊος ὁ Μακεδὼν ἀπόστολος ἀπὸ τοὺς
70
Ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστὲς ἀναφέρεται σὰν
Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (;). Ἐπίσης ἀναφέρεται ὅτι ἦταν συνοδὸς τοῦ ἀπ.
Παύλου, συνελήφθη µὲ τὸν Ἀρίσταρχο ἀπὸ τὸν ὄχλο τῆς Ἐφέσου κατὰ τὴν ὑποκινηθεῖσα
ταραχὴ τοῦ Δηµητρίου. Ἡ µνήµη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 5η
Νοεµβρίου.
Ὁ Ὅσιος Θεόπροβος ἐπίσκοπος Καρπασίας
Κύπρου (4ος αἰ.)
Ὁ Ὅσιος Εὐστάθιος ὁ Α´ Ἀρχιεπίσκοπος Ζερβῶν
(1276-1286)
Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλέας ὁ Διάκονος τῆς Λαύρας
Κιέβου (Ῥῶσος-14ος αἰ.)
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 05
●
Οἱ Ἅγιοι Θεόπεµπτος καὶ Θεωνᾶς - Παραµονὴ τῶν Θεοφανείων (Νηστεία ἐκ
πάντων)
●
Ἡ Ὁσία Συγκλητική
●
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ
●
Ὁ Ὅσιος Φωστήριος
●
Ὁ Ἅγιος Σάϊς
●
Ὁ Ἅγιος Θεόειδος
●
Ἡ Ὁσία Δοµνίνα (ἢ Δόµνα)
●
Ἡ Ὁσία Τατιανή
●
Ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυς Ῥωµανός
●
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος
Οἱ Ἅγιοι Θεόπεµπτος καὶ Θεωνᾶς - Παραµονὴ
τῶν Θεοφανείων (Νηστεία ἐκ πάντων)
Ὁ Ἅγιος Θεόπεµπτος µᾶς διδάσκει πὼς πρέπει
νὰ εἴµαστε πρωτοπόροι, ἂν θέλουµε νὰ κερδίσουµε τὴν αἰώνια δόξα καὶ ὄχι αὐτὴ τὴν
προσωρινὴ τοῦ κόσµου. Ὁ Ἅγιος ἦταν ἐπίσκοπος στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα
Διοκλητιανοῦ, ποὺ στὶς 23 Ἰανουαρίου 303 ὑπέγραψε διάταγµα ἀνελέητου διωγµοῦ
κατὰ τῶν χριστιανῶν. Τότε, ὁ πρῶτος ποὺ ὁµολόγησε Χριστὸν Ἐσταυρωµένον καὶ ἤλεγξε
τὸν Διοκλητιανὸ γιὰ τὴν πλάνη του, ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Θεόπεµπτος. Βέβαια, ἀµέσως
µετὰ ἤξερε τί τὸν περίµενε. Καὶ πράγµατι, ὑποβάλλεται σὲ µία σειρὰ σκληρῶν
βασανιστηρίων, ποὺ συγχρόνως συνοδεύονται ἀπὸ θαύµατα. Πρῶτα τὸν βάζουν σὲ φοῦρνο
ἀναµµένο γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ θαυµατουργικὰ βγαίνει ζωντανὸς καὶ ἀβλαβής. Ἔπειτα,
τοῦ βγάζουν τὸ ἕνα µάτι καί, ἀµέσως µετά, τοῦ ἐπιβάλλουν νὰ πιεῖ θανατηφόρα
δηλητήρια. Ἐπειδή, ὅµως, φυλάχτηκε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀβλαβής, τὸν ἀποκεφαλίζουν.
Ἀλλὰ ἡ ἀνδρεῖα, ἡ ἀσάλευτη πίστη, ἡ ἔξοχη καρτερία καὶ ἡ ἠθικὴ λάµψη ποὺ
φώτιζαν τὴν φυσιογνωµία τοῦ µάρτυρα Θεοπέµπτου, µίλησαν πειστικὰ καὶ νικηφόρα
στὴν καρδιὰ τοῦ εἰδωλολάτρη µάγου Θεωνᾶ, ποὺ παρασκεύαζε τὰ φάρµακα. Καί, ἐνῷ ἀκόµα
ἡ
λουσµένη στὰ αἵµατα κεφαλὴ τοῦ µάρτυρα ἦταν
κατὰ γῆς, ὁµολόγησε κι αὐτὸς τὸ Χριστό. Μανιασµένοι τότε οἱ εἰδωλολάτρες ἀπὸ τὴν
ἀπρόσµενη αὐτὴ ὁµολογία, τὸν θάβουν ζωντανό, στὸ χῶµα. Ἔτσι ὁ Θεωνᾶς βρῆκε ἔνδοξο
θάνατο καὶ ἡ ψυχή του µαζὶ
µ᾿ αὐτὴν τοῦ Ἁγίου Θεοπέµπτου, ἀνέβηκαν στὸν
ἀθλοθέτη καὶ στεφανοδότη Θεό.
Ἡ Ὁσία Συγκλητική
Ἡ Ὁσία Συγκλητικὴ ἔζησε στὸν καιρὸ τοῦ
Μεγάλου Ἀθανασίου. Οἱ γονεῖς της ἦταν πλούσιοι, ἀλλὰ καὶ πολὺ εὐσεβεῖς. Τὰ
χέρια τους ἦταν πάντοτε ἀνοιχτὰ πρὸς τοὺς φτωχούς, καὶ ἡ µόνη εὐχαρίστησή τους ἦταν
νὰ µένουν στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ
ὑπηρετοῦν στὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων. Τὰ
πατρικὰ πλούτη ἔφερναν διακεκριµένους γαµπροὺς στὸ σπίτι τους γιὰ τὴν ὡραία
κόρη τους. Ἡ Συγκλητικὴ ὅµως, παρακάλεσε τοὺς γονεῖς της νὰ µὴ ἐπιµένουν νὰ
παντρευτεῖ, διότι ἤθελε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ πλησίον. Πράγµατι, οἱ εὐσεβεῖς
γονεῖς σεβάστηκαν τὴν ἀπόφαση τῆς κόρης τους. Ἔτσι λοιπὸν ἡ Συγκλητικὴ ἀφιέρωσε
τὴν ζωή της γιὰ τὴν ἀνακούφιση τῶν ἀσθενῶν, τῶν λυπηµένων, τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν
φτωχῶν. Εὐχαρίστησή της ἦταν νὰ βλέπει τὸ γέλιο, ἐκεῖ ὁποῦ δέσποζε πρὶν ὁ σπαραγµός,
καὶ νὰ σφουγγίζει τὰ δάκρυα, γιὰ νὰ ἐπανέρχεται στὰ µάτια ἡ ἀκτινοβολία τῆς
γαλήνης καὶ τῆς ἀγαλλίασης. Ὁ πολὺς κόπος ὅµως, στὴν Ἱερὴ αὐτὴ διακονία, ἔκαναν
τὸ σῶµα τῆς Συγκλητικῆς ἀσθενικό. Ἀλλ᾿ ἡ ὁσία, στὴ δοκιµασία αὐτὴ ὑπῆρξε
καρτερική, χωρὶς ποτὲ νὰ γογγύσει πρὸς τὸν Θεό. Τελικὰ πέθανε 80 χρονῶν µὲ τὴν
συνείδηση ἀναπαυµένη, καὶ τὶς εὐχὲς χιλιάδων, τοὺς ὁποίους βοήθησε, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ
τὴν εὐλογία τοῦ στεφανοδότη Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ ἐν Ἀκρίτᾳ
Γεννήθηκε στὴν Κρήτη τὸ 755. ΟΊ εὐσεβεῖς
γονεῖς του ὀνοµάζονταν Θεοφάνης καὶ Ἰουλιανή. Σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν ὁ νεαρὸς
Γρηγόριος, µὲ τὴν ἄδεια τῶν γονέων του, πῆγε στὴν Παλαιστίνη, φλεγόµενος ἀπὸ τὸν
πόθο νὰ προσκυνήσει τοὺς ἁγίους τόπους καὶ νὰ ζήσει µερικὰ χρόνια ἐκεῖ, ὅπου
γεννιέται συγκινητικὴ ἡ ἐνθύµηση τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ. Ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη, ἀποφάσισε
µετὰ ἀπὸ καιρὸ νὰ πάει στὴ Ῥώµη, ἐπὶ πατριαρχίας Νικηφόρου Α´ καὶ αὐτοκράτορα
Κωνσταντινουπόλεως Μιχαὴλ Ῥαγκαβέ (811). Ἐκεῖ ἐκάρη µοναχός. Ὕστερα ἀπὸ λίγο, ὁ
Μητροπολίτης Συνάδων Μιχαὴλ ὁ Ὁµολογητής, ἔπεισε τὸν Γρηγόριο νὰ ἔλθει µαζί του
στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ τὸν
ἐνέγραψε στὴ Μονὴ τοῦ Ἀκρίτα. (Ἡ Μονὴ τοῦ Ἀκρίτα
βρισκόταν στὸν Ἀστάκηνο κόλπο τῆς Βιθυνίας στὸ ὁµώνυµο ἀκρωτήριο). Ἐδῶ,
χρησιµοποιούµενος καὶ σὲ ἐσωτερικὴ ἀποστολὴ τῆς Μητροπόλεως τελείωσε τὴν ζωή
του, τύπος καὶ ὑπογραµµὸς θερµῆς πίστης, καθαρῆς καὶ εἰρηνικῆς ζωῆς καὶ ἀγάπης.
Ὁ Ὅσιος Φωστήριος
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς στὴν ἀρχὴ ἔζησε αὐστηρὰ ἀσκητικὴ
ζωή, ἀφοσιωµένος στὴ µελέτη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν καταπολέµηση τῶν παθῶν. Ἀφοῦ ἀρκετὰ
καταρτίστηκε, ἵδρυσε
µοναστήρι, ὅπου ἦλθαν πολλοὶ µοναχοί. Ἀφοῦ
τοὺς ἐξέτασε ὅλους, κράτησε ἐκείνους, ποὺ βρῆκε ἀνθρώπους τοῦ πνεύµατος καὶ τῆς
ζωντανῆς πίστης. Δηλαδὴ µὲ γνήσια διάθεση νὰ ζήσουν τοὺς µοναστικοὺς κανόνες καὶ
νὰ ἐπιβιώνουν µὲ τὸν κόπο τῶν χεριῶν τους. Αὐστηρὸς τηρητής, ἰδιαίτερα τοῦ
τελευταίου αὐτοῦ, ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Φωστήριος. Ἂν καὶ ἡγούµενος, δὲν ἐπιβάρυνε κανένα
ἀδελφό του. Ἐργαζόταν µὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια, ἀρνούµενος νὰ δεχτεῖ ὁποιοδήποτε
δῶρο εἴτε ἀπὸ τοὺς ἐπισκέπτες τῆς Μονῆς, ποὺ ἐκτιµοῦσαν ἀπεριόριστα τὴν ἀρετή
του, εἴτε ἀπὸ ἀδελφοὺς του µοναχούς, ποὺ δὲν ἤθελαν ὁ πνευµατικός τους καθοδηγὸς
νὰ κοπιάζει τόσο πολύ. Ἐπίσης ὁ Ὅσιος Φωστήριος στὸν καιρὸ τῶν αἱρέσεων, ἀγωνίστηκε
πολὺ γιὰ τὰ ὀρθὰ δόγµατα. Πέθανε
τὸ ἀπόγευµα τῆς 5ης Ἰανουαρίου, τότε ποὺ
καὶ ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τὴν µνήµη του.
Ὁ Ἅγιος Σάϊς
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔπνιξαν στὴ θάλασσα.
Ὁ Ἅγιος Θεόειδος
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν καταπάτησαν οἱ δήµιοι.
Ἡ Ὁσία Δοµνίνα (ἢ Δόµνα)
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ Ὁσία Τατιανή
Ἦταν µοναχὴ ἀσκήτρια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυς Ῥωµανός
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Σοβολὰκ τοῦ Καρπενησίου
καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς καὶ ἀγράµµατους, ἀλλὰ εὐσεβεῖς χριστιανούς.
Παρέµεινε καὶ ὁ ἴδιος ἀγράµµατος, καὶ κάποτε ἦλθε σὰν προσκυνητὴς στοὺς Ἁγίους
Τόπους, ὅπου ἄκουσε διηγήσεις γιὰ νεοµάρτυρες τῆς πίστης καὶ ἔτσι τὸν κατέλαβε ὁ
πόθος τοῦ µαρτυρίου. Ἀργότερα πῆγε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος
µπροστὰ στὸν κριτὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, σὰν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων, ἐνῷ
ἀντίθετα κατηγόρησε τὸν Μωάµεθ σὰν παραµυθά. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν σὲ
βάρος του, ἦταν φρικτὰ καὶ ἀνελέητα. Οἱ δήµιοὶ µὲ λύσσα ἔγδερναν τὸ σῶµα του. Ἐπειδὴ
ὅµως παρέµεινε ἀµετακίνητος στὴν πίστη του, ὁ κριτὴς ἐξέδωσε θανατικὴ καταδίκη.
Ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ παρευρισκόµενος ἀρχηγὸς τοῦ τούρκικου στόλου, ζήτησε ἀντὶ νὰ τὸν
θανατώσουν, νὰ τοῦ δοθεῖ ποινὴ ἰσόβιας δουλείας στὰ κουπιὰ τῶν πλοίων. Κάποιοι
χριστιανοὶ ὅµως, κατόρθωσαν καὶ τὸν ἐλευθέρωσαν ἀντὶ χρηµάτων καὶ τὸν ἔστειλαν
στὸ Ἅγιον Ὄρος
στὰ Καυσοκαλύβια. Ἐκεῖ ἔµεινε κοντὰ στὸν ὅσιο
Ἀκάκιο, ὅπου µὲ προσευχὴ καὶ νηστεία προπαρασκευάστηκε γιὰ τὸ µαρτύριο. Μὲ τὴν
εὐλογία λοιπὸν τοῦ πνευµατικοῦ του,
µοναχὸς πλέον τώρα, ξεκίνησε γιὰ τοὺς Ἁγίους
Τόπους νὰ µαρτυρήσει. Ἀλλὰ γιὰ νὰ µὴ συµβεῖ κάτι κακὸ στὸν Πανάγιο Τάφο, τελικὰ
πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ προκάλεσε τοὺς Τούρκους, οἱ ὅποιοι τὸν πῆγαν
στὸν βεζίρη καὶ κατόπιν, µετὰ ἀπὸ βασανιστήρια, τὸν ἔριξαν µέσα σ᾿ ἕνα
ξεροπήγαδο, ὅπου ἔµεινε νηστικὸς γιὰ 40 µέρες. Τελικά, ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ
πηγάδι καὶ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα, τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1694. Τὸ Ἱερὸ λείψανό του
ἀγοράστηκε ἀντὶ 500 γροσιῶν ἀπὸ ἕναν
Ἄγγλο πλοίαρχο καὶ µεταφέρθηκε στὴν Ἀγγλία.
Ἐνῷ µαντήλι µὲ τὸ αἷµα τοῦ Ἁγίου, βρίσκεται στὴ Μονὴ Δοχειαρίου. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου
βρίσκεται στὸν Κώδ. 61 σελ. 265 τῆς Καλύβης Ἰωασαφαίων στὰ Καυσοκαλύβια. Ἐκδόθηκε
στὸ Βόλο τὸ 1937.
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος
Ἀναφέρεται ὅτι ὑπῆρξε ἱδρυτὴς καὶ κτίτωρ τῆς
Ἱερᾶς Μονῆς Χιλιοκόµου Ἀµάσειας.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 06
●
Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια
●
Ὁ Νέος Ἱεροµάρτυρας Ῥωµανός
●
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος
Τὰ Ἅγια Θεοφάνεια
Ἡ γιορτὴ αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες τῆς
Ἐκκλησίας µας καὶ ἄρχισε τὸ δεύτερο µετὰ Χριστὸν αἰῶνα. Ἀναφέρεται στὴ φανέρωση
τῆς Ἁγίας Τριάδας κατὰ τὴν βάπτιση τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰορδάνη
ποταµό. Ἡ Ἱστορία τῆς βάπτισης αὐτῆς εἶναι γνωστή, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ κατὰ Ματθαῖον
εὐαγγέλιο, στὸ Γ΄ κεφάλαιο, στοὺς στίχους 13-
17. Ὁ Πρόδροµος Ἰωάννης µετὰ ἀπὸ θεία
διαταγὴ ἄφησε τὴν ἐρηµικὴ ζωὴ καὶ ἦλθε στὸν Ἰορδάνη ποταµό. Ἐκεῖ κήρυττε, ἐξοµολογοῦσε
καὶ βάπτιζε. Ἐνῷ ἔκανε ὁ Ἰωάννης τὸ ἔργο αὐτό, µία µέρα ἦλθε σ΄ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς.
Τὸ Πνεῦµα τὸ Ἅγιο πληροφόρησε τὸ γιὸ τῆς Ἐλισάβετ ποιὸς ἦταν. Ὁ Ἰησοῦς ζητάει νὰ
βαπτισθεῖ. Ἔκπληκτοι οἱ
παρευρισκόµενοι βλέπουν τὸν αὐστηροπρόσωπο
καὶ ἐπιβλητικὸ ἀσκητὴ καὶ διδάσκαλο νὰ ὑποχωρεῖ µὲ ἀνέκφραστη εὐλάβεια καὶ
ταπείνωση µπροστὰ στὸν ἄγνωστο. Στὴν ἀρχὴ ἀρνεῖται νὰ Τὸν βαπτίσει καὶ Τοῦ λέει
ὅτι αὐτὸς ἔχει ἀνάγκη νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ Ἐκεῖνον. Ὁ Ἰησοῦς τὸν πείθει νὰ Τὸν
βαπτίσει, διότι ἔτσι ἔπρεπε. Καὶ τότε, στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη διαδραµατίζεται
σκηνὴ µεγαλειώδης καὶ µοναδική. Μὲ µορφὴ περιστεριοῦ τὸ Πνεῦµα τὸ Ἅγιο ἔρχεται
καὶ κάθεται πάνω στὸν βαπτιζόµενο Ἰησοῦ. Καὶ συγχρόνως, φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, τοῦ
Πατέρα Θεοῦ, ἀκούγεται νὰ λέει: «Οὖτος ἐστὶν ὁ Υἱός µου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα».
Ἔτσι, µ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο, στὴ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ φανερώθηκε ὁ Θεὸς ὁ
τρισυπόστατος, ἡ Τριάδα ἡ Ἁγία, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία µας ὀνόµασε τὴν γιορτὴ
αὐτὴ Θεοφάνεια.
Ὁ Νέος Ἱεροµάρτυρας Ῥωµανός
Ὁ νεοφανὴς αὐτὸς ἅγιος νεοµάρτυρας
καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Δηµινίτζα τῆς Λακωνίας Πελοποννήσου. Ἀρνούµενος νὰ ὑποκύψει
στὶς πιέσεις τῶν Τούρκων νὰ ἀλλαξοπιστήσει, ἀποκεφαλίστηκε στὴν
Κωνσταντινούπολη στὶς 6 Ἰανουαρίου 1695.
Ὁ Ὅσιος Εὐάγριος
Ὑπῆρξε Ἱεροδιάκονος τῆς Ἐκκλησίας τῆς
Καισαρείας. Χειροτονήθηκε Ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο καὶ Ἱεροδιάκονος ἀπὸ τὸν
ἀδελφὸ τοῦ Μ. Βασιλείου Γρηγόριο Νύσσης καὶ ἔζησε ζωὴ Ἀποστολική. Ἦταν γιὸς Ἱερέα
ἀπὸ τὴν Ἰβηρία ποὺ ἐξελληνίστηκε στὴν Καισαρεία. Ὑπῆρξε δεινότατος ῥήτορας καὶ ἀπ΄
αὐτὸ λίγο ἔλειψε νὰ χάσει τὴν
σωφροσύνη του ἐρωτευθεὶς γυναῖκα πλούσια,
ποὺ σώθηκε ὅµως ἀπὸ τὴν κατάσταση αὐτὴ διὰ θαύµατος. Κατόπιν πῆγε στὰ Ἱεροσόλυµα,
ὅπου πάλι πολεµήθηκε ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία γιὰ τὴν ῥητορική του εὐφράδεια. Μόλις ὅµως,
χάριτι Θεοῦ, συνῆλθε, ἐξοµολογήθηκε στὴν Ὁσία Μελάνη τὴν Ῥωµαία, ἡ ὁποία
συνέβαλε νὰ γίνει µοναχός. Ἀσκήτευσε σὲ κάποιο ὄρος τῆς Νιτρίας, ὅπου ἔζησε 16
χρόνια µὲ αὐστηρότατη ἐγκράτεια. Ἀφοῦ καθάρισε τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του, µετὰ
τρία χρόνια πέθανε τὴν 6η Ἰανουαρίου τοῦ 415, ἀφοῦ πρῶτα ἀξιώθηκε καὶ τοῦ
προφητικοῦ χαρίσµατος.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 07
●
Σύναξις (Πανήγυρις) Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόµου
●
Θαῦµα Προδρόµου στὴ Χῖο κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν
●
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐξ Ἀτταλείας
●
Ἡ εἰς Κωνσταντινούπολιν µετένεξις τῆς παντίµου χειρὸς τοῦ Προδρόµου
●
Ὁ Ἅγιος Cedd ἐπίσκοπος (Σκωτίας)
Σύναξις (Πανήγυρις) Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Προδρόµου
Ἦταν γιὸς τοῦ ἱερέα Ζαχαρία καὶ τῆς Ἐλισάβετ.
Μέχρι τὰ τριάντα του χρόνια, ζεῖ ἀσκητικὴ ζωὴ στὴν ἔρηµο τῆς Ἰουδαίας, ἀφιερωµένη
ὁλοκληρωτικὰ στὴν προσευχή, τὴν
µελέτη καὶ τὴν πνευµατικὴ καὶ ἠθικὴ
τελειοποίηση, ποὺ εἶναι βασικοὶ παράγοντες γιὰ τὴν ἐκτέλεση ὑψηλῶν καὶ θείων ὑπουργηµάτων.
Τὸ ῥοῦχο του ἦταν ἀπὸ τρίχες καµήλας, στὴ µέση του εἶχε δερµάτινη ζώνη καὶ τὴν
τροφή του ἀποτελοῦσαν ἀκρίδες καὶ ἄγριο µέλι. Μὲ µορφὴ ἡλιοκαµένη, σοβαρός, ἀξιοπρεπὴς
καὶ δυναµικός, ὁ Ἰωάννης φανέρωνε ἀµέσως φυσιογνωµία ἔκτακτη καὶ ὑπέροχη. Εἶχε ὅλα
τὰ προσόντα µεγάλου καὶ ἐπιβλητικοῦ κήρυκα τοῦ θείου λόγου. Ἔτσι, µὲ µεγάλη
χάρη κήρυττε «τὰ πλήθη». Κατακεραύνωνε καὶ κτυποῦσε σκληρὰ τὴν φαρισαϊκὴ ἀλαζονικὴ
ἔπαρση, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ ἔνδυµα τῆς ψευτοαγιότητας ἔκρυβε τὶς πιὸ ἀηδιαστικὲς
πληγὲς ψυχικῆς σκληρότητας καὶ ἀκαθαρσίας. Γενικά, ἡ διδασκαλία του συνοψίζεται
στὴ χαρακτηριστικὴ φράση του: «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»,
προετοιµάζοντας, ἔτσι, τὸ δρόµο τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ σωτήριο ἔργο
Του. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἄρχισε τὴν δηµόσια δράση του, ὁ κόσµος ἄφηνε σιγὰ-σιγὰ τὸν Ἰωάννη
καὶ ἀκολουθοῦσε Αὐτόν. Ἡ ἀντιστροφὴ αὐτή, βέβαια, θὰ προκαλοῦσε µεγάλη πίκρα καὶ
θὰ γεννοῦσε ἀγκάθια ζήλειας καὶ φθόνου σ΄ ἕναν, ἐκτὸς χριστιανικοῦ πνεύµατος,
διδάσκαλο ἢ φιλόσοφο. Ἀντίθετα, στὸν Ἰωάννη προκάλεσε µεγάλη χαρὰ καὶ εὐφροσύνη.
Ἡ γιορτὴ αὐτὴ τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόµου, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος
εἶπε ὅτι κανεὶς ἄνθρωπος δὲ στάθηκε
µεγαλύτερός του, καθιερώθηκε τὸν 5ο µ.Χ. αἰῶνα.
Τὸ δὲ µαρτυρικό του τέλος γιορτάζουµε σὲ ἄλλη
ἡµεροµηνία, ὅπου καὶ θὰ ἀναφερθοῦµε.
Θαῦµα Προδρόµου στὴ Χῖο κατὰ τῶν Ἀγαρηνῶν
Συνεγράφη ἀπὸ τὸν Ἱεροδιδάσκαλο Ἀθανάσιο
Πάριο. Βλέπε «Νέον Λειµωνάριον».
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐξ Ἀτταλείας
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς ζοῦσε στὴ Σµύρνη καὶ ἔκανε
παρέα µὲ Ὀθωµανούς, ποὺ συνεχῶς τὸν κορόϊδευαν γιὰ τὴν πίστη του. Ἂν καὶ ἀγράµµατος,
ὁ Ἀθανάσιος ἀπαντοῦσε
εὔστοχα στὶς κοροϊδίες αὐτές, ἔτσι ὥστε οἱ
Ὀθωµανοὶ πολλὲς φορὲς ἔµεναν ἄφωνοι. Κάποια µέρα ὁ Ἀθανάσιος ἀκούστηκε νὰ λέει
στὰ τούρκικα τὴν φράση «Δόξα τῷ Θεῷ» (Λάι λαλᾷ). Συνελήφθη λοιπὸν ἀπὸ τοὺς πιὸ
πάνω Ὀθωµανούς, µὲ τὴν
αἰτιολογία ὅτι δῆθεν µὲ τὴν φράση του αὐτή,
ὁµολόγησε πίστη στὸν Μωάµεθ. Καὶ ἔτσι ὁδηγήθηκε στὸ κριτήριο. Ἐπειδὴ ὅµως δὲν ὑπέκυπτε
στὶς ἀξιώσεις τοῦ Ἱεροδικαστῆ νὰ ἐξισλαµιστεῖ, ἀποκεφαλίστηκε τὴν 7η Ἰανουαρίου
1700 στὴ Σµύρνη, µετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια πολλῶν ἡµερῶν. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡµέρες
καὶ µὲ ἄδεια τοῦ κριτῆ, χριστιανοὶ παρέλαβαν τὸ Ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν µὲ
τιµὲς στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς.
Ἡ εἰς Κωνσταντινούπολιν µετένεξις τῆς
παντίµου χειρὸς τοῦ Προδρόµου
Γι΄αὐτὴ οἱ Συναξαριστὲς ἀφηγοῦνται τὰ ἑξῆς:
Ὅταν ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς πῆγε στὴν πόλη Σεβαστή, ὅπου τάφηκε ὁ Πρόδροµος,
παρέλαβε ἀπὸ τὸν τάφο του τὸ δεξί του χέρι, τὸ µετέφερε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου
χάριτι θεοῦ ἐπιτελοῦσε πολλὰ θαύµατα. Ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, τὸ Ἱερὸ χέρι,
µετακοµίστηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 957, ἀπὸ τὸν διάκονο Ἰώβ, κατὰ τὴν ὥρα
ποὺ γινόταν ὁ ἁγιασµὸς στ΄ ἀνάκτορα, ὅπου καὶ ἐναποτέθηκε, ἀφοῦ ὁ βασιλιὰς τὸ ἀσπάστηκε.
Ὁ Ἅγιος Cedd ἐπίσκοπος (Σκωτίας)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου
της Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 08
●
Ἡ Ὁσία Δοµνίκη
●
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης
●
Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανός, Βασίλισσα, Κέλσιος καὶ Ἀντώνιος
●
Ἡ Ἁγία Γυναῖκα
●
Ὁ Ἅγιος Καρτέριος ἱεροµάρτυρας
●
Οἱ Ἅγιοι Θεόφιλος ὁ Διάκονος καὶ Ἑλλάδιος ὁ λαϊκός
●
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων
●
Ὁ Ἅγιος Κῦρος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
●
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
●
Ὁ Προφήτης Σαµέας ὁ Ἐλαµίτης
●
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κτήτορας καὶ ἡγούµενος τῆς Μονῆς Χώρας
●
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Μακρής, ἡγούµενος τῆς Μονῆς Παντοκράτορα
Κωνσταντινουπόλεως
●
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
●
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος Ὁσιοµάρτυρας
●
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἔγκλειστος
●
Μνήµη Οἰκογενείας Μ. Βασιλείου
●
Ὁ Ἅγιος Σεβερῖνος
Ἡ Ὁσία Δοµνίκη
Στὴν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἥλιος
ῥίχνει τὶς πιὸ καυτὲς ἀκτῖνες του καὶ ἡ ἀσιτία δέρνει ἀλύπητα ἀκόµα καὶ σήµερα
µεγάλο τµῆµα τοῦ πληθυσµοῦ, γεννήθηκε ἡ Ἅγια Δοµνίκη. Ὅταν ἔφτασε σὲ νεαρὴ ἡλικία,
γιὰ προσωπικοὺς λόγους ἔρχεται στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ 384, µαζὶ µὲ ἄλλες
σαράντα συνοµήλικες. Τότε αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Μέγας Θεοδόσιος καὶ Πατριάρχης ὁ
Νεκτάριος. Μόλις γνωρίζει τὴν Δοµνίκη ὁ Πατριάρχης, διακρίνει τὶς ἁγνές της
προθέσεις καὶ ἀµέσως τὴν βαπτίζει καὶ µετὰ τὴν κάνει µοναχή. Στὴ χριστιανικὴ
µοναχικὴ ζωὴ διακρίνεται νωρὶς ἡ Ἁγία γιὰ τὴν πίστη της, τὸ ζῆλο, τὴν ἀφοσίωσή
της στὴ φιλανθρωπία καί, προπάντων, γιὰ τὴν ἁγνότητα τῆς ψυχῆς της, ἀποδεικνύοντας
καὶ αὐτὴ µὲ τὴν ζωή της τὰ λόγια τοῦ Κυρίου µας στοὺς
µαθητές Του καί, κατ᾿ ἐπέκταση, σὲ ὅσους Τὸν
ἀκολουθοῦν: «Σεῖς τώρα εἶσθε καθαροί. Καὶ σᾶς ἔχει καθαρίσει ὁ λόγος τῆς ἀληθείας,
ποὺ σᾶς ἔχω πεῖ καὶ διδάξει». Ἡ ἠθικὴ καθαρότητα τῆς Ἁγίας Δοµνίκης,
συνδυασµένη µὲ τὴν ἀξιοθαύµαστη ταπεινοφροσύνη της, εἶχε τέτοια ἀπήχηση στὴ
συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας µας, ὥστε νὰ τὴν κατατάξει στὸ χορὸ τῶν Ἁγίων της.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Χοζεβίτης
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος γεννήθηκε σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς
Κύπρου ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Εἶχε καὶ ἕνα µεγαλύτερο ἀδελφὸ ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἡρακλείδη.
Αὐτὸς λοιπόν, ὅταν ἀκόµα ζοῦσαν οἱ γονεῖς τους, πῆγε στοὺς ἁγίους τόπους γιὰ νὰ
προσκυνήσει. Ἀφοῦ προσκύνησε, κατόπιν πῆγε στὴ Λαύρα τοῦ Καλαµῶνος καὶ ἐκεῖ ἔγινε
µοναχός. Ὁ δὲ Γεώργιος παρέµεινε κοντὰ στοὺς γονεῖς του. Ἀργότερα πέθαναν οἱ
γονεῖς του καὶ ὁ Γεώργιος ἔµεινε ὀρφανός. Τότε τὸν παρέλαβε µαζὶ µὲ τὴν
κληρονοµιά του ὁ θεῖος του, ποὺ εἶχε
µία µοναχοκόρη καὶ ἤθελε νὰ τὸν κάνει
γαµπρό του. Ὁ Γεώργιος ὅµως δὲν ἤθελε νὰ παντρευτεῖ καὶ ἔφυγε στὸν ἄλλο του θεῖο,
ποὺ ἦταν ἡγούµενος σ᾿ ἕνα Μοναστήρι. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ προηγούµενος θεῖος του πίεζε
τὸν ἀδελφό του ἡγούµενο ν᾿ ἀφήσει τὸν Γεώργιο νὰ φύγει ἀπὸ τὸ µοναστήρι, ὁ
Γεώργιος ἔφυγε κι ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πῆγε στὸν ἀδελφό του Ἡρακλείδη στὴ Λαύρα τοῦ
Καλαµῶνος. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἦταν νεαρὸς τὸν ὁδήγησε στὴ
Μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τὴν λεγόµενη
Χοζεβά. Ἐκεῖ πλέον ὁ Γεώργιος ἀφοῦ ἔγινε µοναχός, ἔζησε αὐστηρὰ ἀσκητικὴ
µοναχικὴ ζωή. Ἡ φήµη τῆς ἀρετῆς του ἦταν
µεγάλη καὶ τὰ ἅγια ἔργα του δίδαξαν
πολλούς. Τελικά, εἰρηνικὰ παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.
Οἱ Ἅγιοι Ἰουλιανός, Βασίλισσα, Κέλσιος καὶ
Ἀντώνιος
Μαρτύρησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα ἐπὶ
Διοκλητιανοῦ καὶ Μαρκιανοῦ διοικητῆ Αἰγύπτου (290). Ὁ Ἰουλιανὸς ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀντινούπολη
τῆς Μέσης Αἰγύπτου. Ὁ γάµος του µὲ τὴν Βασίλισσα (ἔτσι ὀνοµαζόταν ἡ γυναῖκα
του) δὲν τοὺς ἔδωσε παιδί. Ἀλλὰ παιδιά τους θεωροῦσαν τὰ φτωχὰ καὶ τὰ ὀρφανά. Ὅταν
τὸ 303 κηρύχτηκε διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἰουλιανὸς καὶ ἡ Βασίλισσα γιὰ νὰ
ἀποφύγουν τὴν εἰδωλολατρικὴ
βία, πῆγαν, ὁ µὲν σὲ ἀνδρικὸ µοναστήρι, ἡ
δὲ σὲ γυναικεῖο. Ἀλλ᾿ ἡ σκληρὴ δίωξη ἀπὸ τὸν εἰδωλολάτρη διοικητὴ τῆς Αἰγύπτου
Μαρκιανό, ἔφτασε µέχρι αὐτὰ τὰ µοναστήρια. Τότε ὁ Ἰουλιανὸς συνελήφθη καὶ ἰδιαίτερα
αὐτὸς βασανίστηκε σκληρά. Ὁ γιὸς ὅµως τοῦ Μαρκιανοῦ, Κέλσιος, ποὺ σεβόταν τοὺς
χριστιανούς, εἶπε στὸν πατέρα του νὰ πάψει τὰ σκληρὰ βασανιστήρια. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε.
Καὶ ὁ Κέλσιος τότε ὁµολόγησε τὸν Χριστό, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν θανατώσει ὁ ἴδιος
ὁ πατέρας του. Λίγο ἀργότερα, µετὰ ἀπὸ ἀπάνθρωπα βασανιστήρια, παρέδιδαν στὸν
στεφανοδότη Χριστὸ τὶς ψυχὲς τοὺς ὁ Ἰουλιανὸς καὶ ἡ σύζυγός του Βασίλισσα. Μαζί
τους δὲ καὶ ἕνας ἱερέας ὀνόµατι
Ἀντώνιος, καθὼς καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς
Δήµιους, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἄνδρες. Ἐπίσης καὶ κάποιος ἐκ νεκρῶν ἀναστὰς Ἀναστάσιος
καὶ 20 Στρατιῶτες. Ἡ µνήµη ὅλων τῶν πιὸ πάνω Ἁγίων, ἄγνωστο γιατί, ἐπαναλαµβάνεται
καὶ τὴν 21η Ἰουνίου.
Ἡ Ἁγία Γυναῖκα
Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἦταν σύζυγος τοῦ ἡγεµόνα ποὺ
θανάτωσε τὸν Ἅγιο Ἰουλιανὸ καὶ µητέρα τοῦ Ἁγίου Κελσίου. Πίστεψε στὸν Χριστὸ ἀπὸ
τὰ θαύµατα ποὺ ἔγιναν κατὰ τὴν διάρκεια τῶν µαρτυρίων καὶ στὴ συνέχεια ἀποκεφαλίστηκε.
Ὁ Ἅγιος Καρτέριος ἱεροµάρτυρας
Μαρτύρησε καὶ αὐτὸς στὸ διωγµὸ τοῦ
Διοκλητιανοῦ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἦταν Ἱερέας στὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας καὶ
ἔσπειρε τὸν καλὸ σπόρο στὴν πόλη.Ὅταν οἱ ναοὶ τοῦ Χριστοῦ κλείστηκαν, αὐτὸς ἔκανε
θεία λειτουργία σ᾿ ἕνα µυστικὸ εὐκτήριο οἶκο. Καταγγέλθηκε, ἀρνήθηκε τὴν ἀναγνώριση
τῶν διαταγµάτων τοῦ διωγµοῦ καὶ ἔµεινε σταθερὸς στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ
διοικητὴς Οὐρβανὸς (298) διέταξε τὴν φυλάκισή του. Ὅταν ξαναδήλωσε τὴν πίστη
του, µαστιγώθηκε σκληρά. Κατόπιν
ξερίζωσαν τὰ νύχια ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ
πόδια του καὶ ἔπειτα ἄνοιξαν τὰ πλευρά του µὲ σιδερένια νύχια, καὶ τὶς πληγὲς ἔκαψαν
µὲ ἀναµµένες λαµπάδες ἀπὸ ῥητίνη. Ἀλλὰ ὁ Καρτέριος ὑπέµεινε νικηφόρα, ἐφαρµόζοντας
τὸ λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου: «τὶς ὑµᾶς
χωρίσει ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις ἢ κίνδυνος
ἢ µάχαιρα;» (Ῥωµ. η´ 35). Καὶ ἔτσι πῆρε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Οἱ Ἅγιοι Θεόφιλος ὁ Διάκονος καὶ Ἑλλάδιος ὁ
λαϊκός
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἦταν ἀπὸ τὴν
Λιβύη. Συνελήφθησαν διότι ὁµολογοῦσαν τὸν Χριστὸ καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἀνθύπατο
καὶ ἄρχοντα τῆς Λιβύης. Ἐπειδὴ ἐπέµεναν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τοὺς
καταξέσχισαν καὶ ἔτσι παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι τὶς ψυχές τους στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀνέβηκαν
νικηφόροι στὰ οὐράνια.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων
Ἀπὸ τοὺς λόγιους καὶ πολύπειρους ἀσκητὲς τῆς
ἐρήµου, ποὺ σοφὰ ἀποφθέγµατά του βρίσκονται στὸ Γεροντικό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ
Ὅσιος Ἀγάθων εἶναι ἐκεῖνος περὶ τοῦ ὁποίου γράφεται ἐν τῷ Γεροντικῷ, ὅτι ἀκούοντες
τινές, ὅτι ἔχει µεγάλην διάκρισιν, ἠθέλησαν νὰ τὸν δοκιµάσωσιν ἂν ὀργίζηται, ὅθεν
εἶπον εἰς αὐτόν: «Σὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων; ἄκουοµεν ὅτι εἶσαι πόρνος καὶ ὑπερήφανος».
Ὁ δὲ Ὅσιος εἶπε: «Ναί, οὕτως ἔχει ἡ ἀλήθεια». Πάλιν εἶπον: «Σὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων, ὁ
φλύαρος καὶ κατάλαλος;». Ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη: «Ναί, ἐγὼ εἶµαι». Οἱ δὲ πάλιν εἶπον:
«Σὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός;». Ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη «Δὲν εἶµαι αἱρετικός». Ἐκεῖνοι
δὲ παρεκάλεσαν αὐτὸν λέγοντες: «Διατὶ τὰς µὲν ἄλλας ὕβρεις ἐδέχθης, ταύτην ὅµως
δὲν ἐβάστασας;». Ἀπεκρίθη ὁ γέρων:
«Ἐκείνας µὲν ἐδέχθην, διότι εἶναι ὄφελος εἰς
τὴν ψυχήν µου, τὸ δὲ αἱρετικὸς εἶναι χωρισµὸς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὸ
ἐδέχθην». Οἱ δὲ ἀκούσαντες ἔθαυµασαν τὴν διάκρισίν του καὶ ἀπῆλθον ὠφεληθέντες.
Ὁ Ἅγιος Κῦρος Ἀρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως
Ἡ πατριαρχεία του διήρκησε ἀπὸ τὸ 705
µέχρι τὸ 711. Τὰ χρόνια ἐκεῖνα τάραζαν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ Κράτος οἱ αἱρέσεις
τοῦ Μονοφυσιτισµοῦ καὶ τοῦ Μονοθελητισµοῦ, παρόλο ποὺ εἶχαν καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν
Δ´ καὶ ΣΤ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο. Οἱ ὀπαδοὶ τῶν αἱρέσεων αὐτῶν ἦταν πάρα πολλοὶ στὴ
Συρία, τὴν Αἴγυπτο, τὴ Μεσοποταµία, τὴν Ἀρµενία, τὴν Περσία, καὶ βοήθησαν τοὺς Ἄραβες
στὴν κατάκτηση τῶν χωρῶν αὐτῶν
καὶ τὴν ἀπόσπασή τους ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Ἐνῷ
ὅµως ἡ ἀνάκτηση τους ἦταν ἀδύνατη, ὑπῆρχε µερίδα - κυρίως αἱρετικῶν ἀνθρώπων,
ποὺ ἐπέµενε ὅτι ἦταν δυνατὸ νὰ ἀνακτηθοῦν οἱ χῶρες ἐκεῖνες, ἐὰν τὸ Βυζάντιο
καταργοῦσε τὶς δυσµενεῖς γιὰ Μονοφυσῖτες καὶ Μονοθελητὲς ἀποφάσεις τῆς Δ´ καὶ
ΣΤ´ Οἰκουµενικῆς Συνόδου. Πρᾶγµα ποὺ δυστυχῶς συνέβη ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα
Φιλιππικό. Ὁ Πατριάρχης Κῦρος ἀντιστάθηκε σθεναρὰ στὴ διαταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα,
µὲ ἀποτέλεσµα αὐτὸς νὰ τὸν ἐκθρονήσει καὶ νὰ τὸν κλείσει στὴ Μονὴ τῆς Χώρας. Ἐκεῖ
ὁ Κῦρος πέρασε τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του, µὲ ἥσυχη τὴν συνείδηση ὅτι
περιφρόνησε τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀσεβοῦς αὐτοκράτορα, δέχθηκε τὸ διωγµό του καὶ ἦταν ἕτοιµος
νὰ δεχθεῖ καὶ τὸ θάνατο.
Ὁ Ἅγιος Ἀττικὸς Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως
Γεννήθηκε στὴ Σεβάστεια τῆς Ἀρµενίας, ὅπου
καὶ ἐκπαιδεύτηκε. Ὅταν πῆγε στὴν
Κωνσταντινούπολη, ἔγινε κληρικὸς τῆς ἐκεῖ Ἀρχιεπισκοπῆς.
Ἡ µόρφωσή του ἦταν
µέτρια, πολλὴ ὅµως ἦταν ἡ φιλοτιµία καὶ ὁ
κόπος του στὸ νὰ µελετᾷ γιὰ νὰ µπορεῖ νὰ
κηρύττει. Στὴ ζωή του ἦταν ἀσκητικὸς ἀλλὰ
συγχρόνως καὶ κοινωνικὸς τύπος. Στὴν
Ἀρχιεπισκοπὴ Κωνσταντινουπόλεως διαδέχτηκε
τὸν ἀποθανόντα - κατὰ τὸ µήνα
Ὀκτώβριο τοῦ 405 - Ἀρσάκιο. Ἡ ἐκλογή του ἔγινε
στὰ τέλη τοῦ 405 ἢ ἀρχὲς τοῦ 406. Ἐπὶ
τῆς πατριαρχείας του ἔγιναν τὰ ἑξῆς: Τὸ
415 ἔγιναν τὰ ἐγκαίνια τοῦ - πυρποληθέντος τὸ
404 - ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τὸ 421
βάπτισε τὴν περίφηµη Ἀθηναΐδα, κόρη τοῦ
Ἀθηναίου σοφιστῆ Λεοντίου, ἀφοῦ τὴν
µετονόµασε σὲ Εὐδοκία καὶ κατόπιν εὐλόγησε
τοὺς γάµους της µὲ τὸν αὐτοκράτορα
Θεοδόσιο τὸν Β´. Ὑπῆρξε µεγάλος εὐεργέτης τῶν
φτωχῶν. Ἐργάστηκε ἐναντίον τῶν
δεισιδαιµονιῶν. Μὲ τὴν µετριοπάθεια καὶ τὴν
ἀγαθότητά του κέρδισε πολλοὺς σχισµατικοὺς
καὶ αἱρετικούς. Τὸ 422 ἔγραψε στὰ
Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν
Χρυσόστοµο. Ὁ Ἀττικὸς πέθανε εἰρηνικὰ
τὸ 425· πατριάρχευσε 20 χρόνια.
Ὁ Προφήτης Σαµέας ὁ Ἐλαµίτης
Ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες ποὺ τὸ βιβλίο του
χάθηκε, ὅπως µαθαίνουµε ἀπὸ τὸ Β´ Παραλειποµένων (κβ´ 15): «καὶ λόγοι Ῥοβοὰµ οἱ
πρῶτοι οὐκ ἰδοὺ γεγραµµένοι ἐν τοῖς λόγοις Σαµέου τοῦ προφήτου;». Αὐτὸς ἐπίσης ἐµπόδισε
τὸν Ῥοβοάµ, γιὸ τοῦ Σολοµῶντα, νὰ κινήσει πόλεµο κατὰ τῶν δώδεκα φυλῶν γιὰ τὴν
προστασία τους (Γ´ Βασιλ. κεφ. ιβ´ ).
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος κτήτορας καὶ ἡγούµενος τῆς
Μονῆς Χώρας
Ἡ µνήµη του ἀναγράφεται στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο
τοῦ Γεδεῶν σελ. 55.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Μακρής, ἡγούµενος τῆς
Μονῆς Παντοκράτορα
Κωνσταντινουπόλεως
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ ἔζησε στὰ
χρόνια τοῦ Μανουὴλ τοῦ Παλαιολόγου. Ἦταν Ἑβραῖος καὶ ἔγινε χριστιανὸς µὲ πολλὴ ἀρετή,
σύνεση καὶ εὐφράδεια λόγου. Νέος στὴν ἡλικία πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἔκαρη
µοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπεδίου. Ἀργότερα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἔγινε ἡγούµενος
τῆς Μονῆς Παντοκράτορα καὶ πνευµατικὸς τοῦ αὐτοκράτορα, ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ἀξίωµα
τοῦ
µεγάλου Πρωτοσύγκελλου. Ἀπεβίωσε στὴ Χάλκη
ἀπὸ µία θανατηφόρα ἀῤῥώστια στὶς 7
Ἰανουαρίου 1431 µ.Χ. Ἀκολουθία του
βρίσκεται σὲ κάποιο Κώδικα τοῦ Καιροῦ, ποὺ
δηµοσίευσε ὁ Κεραµεύς.
Τὴ µετὰ τὰ Θεοφάνεια πρώτη Κυριακή: Μνήµην
ἐπιτελοῦµεν ἐν τῇ περιοχῇ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης καὶ Πέλλης, τῶν ἁγίων
Παρθενοµαρτύρων Νεολλίνας, Δοµνίνας καὶ Παρθένας της Ἐδεσσαἰας (1373/5).
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Ὁσιοµάρτυρας ὁ
θαυµατουργὸς (Ῥῶσος + 1094)
Ὁ Ὅσιος Παΐσιος Ὁσιοµάρτυρας
Ἡγούµενος Μονῆς Ἁγίας Σκέπης (Ῥῶσος +
1609).
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Ἔγκλειστος
(Ῥῶσος + 14ος αἰ.)·.
Μνήµη Οἰκογενείας Μ. Βασιλείου
Τὴν 2η Κυριακὴ Ἰανουαρίου, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, µὲ ἀπόφασή της τὴν 4η Σεπτεµβρίου 1998, καθόρισε τὴν
µνήµη καὶ τιµὴ τῆς οἰκογενείας τοῦ Μ. Βασιλείου.
Ὁ Ἅγιος Σεβερῖνος
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου
της Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη
Εὐρώπη» τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ.
Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι 1997.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 09
●
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος
●
Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ὁ θαυµατουργός
●
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἐπίσκοπος Σεβαστείας
●
Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα ποὺ µαρτύρησε στὴ Νικοµήδεια
●
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος
●
Μνήµη Σεισµοῦ
●
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος Μητροπολίτης Μόσχας καὶ πάσης Ῥωσίας
●
Ὁ Ἅγιος Adrian, ἡγούµενος Καντουαρίας
●
Ὁ Ἅγιος Brithwaid, ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος
Καταπληκτικὰ µηνύµατα µᾶς δίνει ὁ
στρατιωτικὸς Ἅγιος Πολύευκτος. Ἦταν ἀπὸ τὴν Μελιτηνὴ τῆς Μεσοποταµίας. Στὰ
χρόνια 253-256 ὁ αὐτοκράτορας Ῥώµης Οὐαλεριανὸς διέταξε σκληρὸ διωγµὸ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Πολύευκτος δὲν κρύβει τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ µέσα στὸ στράτευµα. Αὐτό,
βέβαια, ἀναφέρεται στὸν αὐτοκράτορα, ποὺ τὸν καλεῖ νὰ ἀπολογηθεῖ. Τότε, ὁ πεθερὸς
τοῦ Πολύευκτου τὸν συµβουλεύει νὰ πειθαρχήσει σὰν στρατιωτικὸς στὸ αὐτοκρατορικὸ
πρόσταγµα. Ὁ Πολύευκτος, χρησιµοποιῶντας τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου σὰν ἀποστοµωτικὴ
ἀπάντηση, ὑπενθυµίζει στὸν πεθερό του ὅτι «ὑποχρέωση καὶ καθῆκον ἔχουµε νὰ
πειθαρχοῦµε περισσότερο στὸ Θεό, παρὰ στοὺς ἀνθρώπους», καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ
λόγια τοῦ Κυρίου
µας, ποὺ εἶπε: «Θὰ σᾶς σύρουν µπροστὰ σὲ ἡγεµόνες
καὶ βασιλεῖς σὰν κατηγορουµένους νὰ µαρτυρήσετε γιὰ µένα, [...] καὶ ὁποῖος µὲ ὁµολογήσει
µπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁµολογήσω καὶ ἐγὼ µπροστὰ στὸν Πατέρα µου, ποὺ
εἶναι στοὺς οὐρανούς». Ἡ νεαρὴ σύζυγός του τὸν ἱκετεύει νὰ σώσει µὲ κάθε τρόπο
τὴν ζωή του καὶ νὰ µὴν τὴν ἀφήσει χήρα. Ὁ Πολύευκτος στὰ δάκρυα τῆς γυναίκας
του ἀντιτάσσει καὶ πάλι τὰ λόγια του Κυρίου µας, ὅτι «ὅποιος ἀγαπᾷ πατέρα ἢ
µητέρα ἢ γυναῖκα περισσότερο ἀπὸ µένα, δὲν εἶναι ἄξιός µου». Ἔπειτα, τὴν ἐξορκίζει
νὰ µὴ θελήσει νὰ ἔχει σύζυγο ἕναν ἐξωµότη καὶ προδότη τοῦ Σωτῆρα µας καὶ Θεοῦ
µας. Καὶ πράγµατι, στέρεος καὶ ἀµετασάλευτος στὴν πίστη, ἀποκεφαλίζεται καὶ
παραδίδει τὴν ψυχή του στὸ Χριστό.
Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ὁ θαυµατουργός
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Βιτζινιανή, ἀπὸ γονεῖς
εὐσεβεῖς τὸν Γεώργιο καὶ τὴν Μεγέθη. Σὲ ἡλικία 20 χρονῶν ὁ Εὐστράτιος, ἔφυγε ἀπὸ
τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὸ ὄρος Ὄλυµπος τῆς Βιθυνίας, στὴ µονὴ Αὐγάρων, ὅπου ἐκεῖ
ἦταν µοναχοὶ οἱ θεῖοι του δηλαδὴ τ΄
ἀδέλφια τῆς µητέρας του Γρηγόριος καὶ
Βασίλειος. Ἀφοῦ παιδαγωγήθηκε ἀπ΄ αὐτοὺς στὰ ἀσκητικὰ πράγµατα, ἔκαρη µοναχὸς
καὶ ἀναδείχθηκε µὲ τὴν αὐστηρὴ ζωή του,
ἕνας ἀπὸ τοὺς ὁσιότερους ἄνδρες τῆς ἐποχῆς
του. Τόσο µάλιστα, ποὺ στὴ συνέχεια οἱ
µοναχοί του ἐµπιστεύτηκαν καὶ τὴν διοίκηση
τῆς µονῆς, ἀναδεικνύοντας αὐτὸν
ἡγούµενο. Ὅταν ὅµως αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ εἰκονοµάχος
Λέων ὁ Ἴσαυρος, ὁ Εὐστράτιος
µὲ προτροπὴ τοῦ Ἴωαννικίου τοῦ µεγάλου, ἀποµακρύνθηκε
ἀπὸ τὴν µονή του καὶ
ἔφυγε στὴν πατρίδα του. Ἐπανῆλθε µὲ τὴν ἀναστήλωση
τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ
πέρασε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του µὲ ἄσκηση,
προσευχὴ καὶ µελέτη. Πέθανε δὲ
εἰρηνικά, ἀφοῦ ἐπετέλεσε πολλὰ θαύµατα, σὲ
ἡλικία 95 ἐτῶν. Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ
λόγια τῶν τελευταίων του ὡρῶν: «Ἀδελφοὶ καὶ
πατέρες, ὁ καιρὸς τῆς ζωῆς µου ἔλαβε
τέλος. Παιδιά µου ἀγαπητά, φυλάξατε τὴν παρακαταθήκην
τοῦ ἁγίου σχήµατος ποὺ
παραλάβατε, καὶ νὰ ξέρετε ὅτι τὰ µὲν
παρόντα πράγµατα εἶναι πρόσκαιρα καὶ µάταια,
τὰ δὲ µέλλοντα εἶναι αἰώνια καὶ
παντοτινά».
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἐπίσκοπος Σεβαστείας
Ὁ Ὅσιος Πέτρος, ὑπῆρξε ἀδελφὸς τοῦ Μ.
Βασιλείου καὶ τοῦ Γρηγορίου Νύσσης (349-
392). Καθοδηγήθηκε ἀπὸ τὴν ἀδελφή του
Μακρίνα στὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ
ἔγινε µοναχὸς καὶ ἡγούµενος τοῦ Κοινοβίου
ποὺ ἵδρυσε ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ὁποῖος τὸ
370 τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο καὶ τὸ 380 ἐπίσκοπο
Σεβαστείας στὴ Μ. Ἀρµενία.
Ἔλαβε µέρος στὴ Β΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο
(Κωνσταντινούπολη 381). Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Ἀντωνίνα ποὺ µαρτύρησε στὴ
Νικοµήδεια
Σῴζεται µόνο ἡ φράση: « ἡ ἁγία Ἀντωνίνα ἡ ἐν
Νικοµήδειᾳ ἐν τῇ θαλάσσῃ».
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα.
Μνηµονεύεται στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Γ 74 φ. 112α, ὅπου ὑπάρχουν καὶ δυὸ ἰδιόµελα
σ΄ αὐτόν, στὰ ὁποῖα λέγεται ὅτι «ἐν σταδίῳ ἐτέλεσε τὸν καλὸν ἀγῶνα, καὶ ἐκ τῶν ἑσπερίων
ὡς ἄστρον ἀνέτειλε καταφωτίζων τὴν σύµπασαν, ὅτι ἔστη ἐν µέσῳ τῶν διωκτῶν εἰδωλολατρῶν
καὶ καθεῖλε
τὴν σφενδόνη τῶν θείων λόγων αὐτῶν τὸ ἀνίσχυρον,
διὸ καὶ κοσµηθεὶς τῷ στεφάνῳ τῆς νίκης καθορᾶ τὸ ἀµήχανον κάλλος Χριστοῦ».
Μνήµη Σεισµοῦ
Κατὰ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye, αὐτὴ τὴν
µέρα ἔγινε σεισµὸς ἐπὶ βασιλείας Βασιλείου (867) καὶ κατέπεσε ὁ µεγάλος ναὸς τῆς
Ὑπεραγίας Θεοτόκου «ἐν τῷ Σίγµατι», καθὼς καὶ πολλὲς ἄλλες ἐκκλησίες. Τὸ γεγονὸς
αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578, ἀλλὰ στὶς 10 Ἰανουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Φίλιππος Μητροπολίτης Μόσχας καὶ
πάσης Ῥωσίας
Ἱεροµάρτυρας (Ῥῶσος + 1568).
Ὁ Ἅγιος Adrian, ἡγούµενος Καντουαρίας (Ἄγγλος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου
της Ὀρθοδοξίας µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ὁ Ἅγιος Brithwaid, ἀρχιεπίσκοπος
Καντουαρίας (Ἄγγλος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου
της Ὀρθοδοξίας µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 10
●
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπ. Νύσσης µετὰ τῆς συζύγου του Θεοσεβείας
●
Ὁ Ὅσιος Δοµετιανὸς ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς
●
Ὁ Ὅσιος Ἀµµώνιος
●
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανός
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπίσκοπος Νύσσης µετὰ τῆς
συζύγου του Θεοσεβείας
Γεννήθηκε στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου τὸ
332 καὶ ἦταν ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Παίρνει τὴν ἴδια µόρφωση µὲ τὸν
µεγάλο του ἀδελφό, ξεχωρίζει δὲ κι αὐτὸς γιὰ τὴν εὐφυΐα του, τὴν ἐπιµέλειά του
καὶ τὴν φιλοσοφικότατη ἰδιοφυΐα του. Ὁ Γρηγόριος νυµφεύεται τὴν Θεοσέβεια,
(πραγµατικὰ ἁγία γυναῖκα), ποὺ γρήγορα τὴν ἁρπάζει ὁ θάνατος. Ἰσχυρὸς χαρακτῆρας
καθὼς ἦταν, δὲν ἀπελπίζεται, καὶ στὰ σαράντα του χρόνια γίνεται ἐπίσκοπος
Νύσσης, µίας κωµοπόλεως τῆς Καπαδοκίας. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξιώνει νὰ γίνει τὸ
κυριότερο ὄργανό Του στὴ Β΄ Οἰκουµενικὴ σύνοδο, τὸ 381
στὴν Κωνσταντινούπολη, καὶ κατατροπώνει στὴν
κυριολεξία τοὺς πνευµατοµάχους τοῦ Μακεδονίου, µὲ «... τὴν µάχαιρα ποὺ δίνει τὸ
Πνεῦµα καὶ ἡ ὁποία εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ». Στὶς συζητήσεις ἐκεῖνες, ὁ
Γρηγόριος ὁ Νύσσης τόσο πολὺ εἶχε διακριθεῖ, ὥστε ὀνοµάστηκε «Πατὴρ Πατέρων καὶ
Νυσσαέων Φωστήρ». Ὁ δὲ Μέγας Θεοδόσιος τὸν ὀνόµασε στῦλο τῆς Ὀρθοδοξίας. Πέθανε
εἰρηνικά, ἀφοῦ ἄφησε πολὺ ἀξιόλογα ἔργα: ἑρµηνευτικά, δογµατικά, κατηχητικά,
λόγους ἠθικούς, ἑορταστικούς, ἐγκωµιαστικούς, ἐπιταφίους καὶ ἕναν ἐπιµνηµόσυνο
στὸν ἀδελφό του Μ. Βασίλειο.
Ὁ Ὅσιος Δοµετιανὸς ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς.
Ἔζησε τὸν 6ο αἰῶνα καὶ ἦταν γιὸς πλουσίων
γονέων, τοῦ Θεοδώρου καὶ τῆς Εὐδοκίας. Φιλοµαθὴς ὁ Δοµετιανὸς καὶ πολὺ
προσεκτικὸς στὸ νὰ διατηρεῖ καθαρὴ τὴν ζωή του ἀπὸ µικρὴ ἡλικία, δὲν
παρασύρθηκε ἀπὸ τὰ πολλὰ ὑλικὰ πλούτη. Ἀλλὰ ἐπιδόθηκε στὸ νὰ µάθει τὰ ἑλληνικὰ
γράµµατα καὶ τὶς ἅγιες Γραφὲς καὶ πράγµατι προόδευσε πολὺ στὶς σπουδές του. Ἀργότερα
παντρεύτηκε µία εὐσεβέστατη σύζυγο, ποὺ γρήγορα ὅµως τὴν ἔχασε. Ἀλλὰ θέλησε νὰ
µείνει πιστὸς στὴ µνήµη τῆς συζύγου του, γι᾿ αὐτὸ ἔγινε κληρικὸς καὶ ἀφοσιώθηκε
ὁλοσχερῶς στὴν ὑπηρεσία τῆς ἐκκλησίας. Ἡ δὲ µεγάλη προσωπική του ἀξία δὲν ἄργησε
νὰ τὸν ἀνεβάσει στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Μελιτηνῆς στὴ Μεσοποταµία. Ὁ Δοµετιανός, µαζί
µε τὰ ἐκκλησιαστικὰ πλεονεκτήµατά του, κατεῖχε
καὶ µεγάλη πολιτικὴ ἱκανότητα καὶ ἐπιδεξιότητα.
Γι΄ αὐτὸ καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Μαυρίκιος,
τοῦ ἐµπιστεύθηκε σπουδαία πολιτικὴ ἀποστολὴ
στὸ βασιλιὰ τῶν Περσῶν Χοσρόη τὸν
Β΄. Ἡ ἐπιτυχία, µὲ τὴν ὁποία τὴν ἐξετέλεσε,
ἔκανε τὸν αὐτοκράτορα νὰ παραχωρεῖ κατὰ
καιροὺς στὸν ἐπίσκοπο Μελιτηνῆς µεγάλα
χρηµατικὰ ποσά, ποὺ ὁ Δοµετιανὸς τὰ
ξόδευε στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀνάγκες καὶ τὴν
ἵδρυση πτωχοκοµείων. Πέθανε τὸν
Ἰανουάριο τοῦ 602, σὲ µία ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις
του στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ δὲ κηδεία
του ἔγινε µὲ µεγάλη ἐπισηµότητα.
Ὁ Ὅσιος Ἀµµώνιος
Τρεῖς ὁµώνυµοι ἀσκητὲς ἐρηµῖτες
µνηµονεύονται, ποὺ διέπρεψαν στὴν ἁγιότητα τοῦ βίου τους: ὁ ἕνας µαθητὴς τοῦ
µεγάλου Ἀντωνίου, ὁ ἄλλος µαθητὴς τοῦ Ἀββᾶ Παµβῶ, ποὺ ἔκοψε τ΄ αὐτί του γιὰ νὰ
µὴ γίνει ἀρχιερέας, καὶ ἕνας ἄλλος Ἀµµώνιος, ποὺ κατασκεύαζε κελιὰ γιὰ τοὺς
νέους προσερχόµενους µοναχούς. Ὅλοι ἔζησαν στὴν ἔρηµο ὁσιακὰ καὶ εἰρηνικὰ ἀπεβίωσαν.
Ποιὸς ὅµως ἀπὸ τοὺς τρεῖς µνηµονεύεται ἐδῶ δὲν γνωρίζουµε.
Ὁ Ἅγιος Μαρκιανός
Πρεσβύτερος καὶ οἰκονόµος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας.
Οἱ προγονοί του κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ῥώµη, ἦλθαν ὅµως καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὴν
Κωνσταντινούπολη. Ὁ ἴδιος ἔδρασε ἐπὶ αὐτοκρατόρων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας, καὶ
ἐπὶ Λέοντος τοῦ Θρακός. Δηλαδὴ γύρω στὸ 450-474. Καταρτισµένος στὰ Ἱερὰ
γράµµατα, διακρίθηκε σὰν Ἱερέας καὶ οἰκονόµος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ
µέριµνά του γιὰ τοὺς φτωχοὺς ὑπῆρξε ἐξαιρετική. Ἐπίσης µὲ πρωτοβουλία τοῦ
Μαρκιανοῦ, κτίστηκε µεγαλοπρεπὴς ναὸς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, κοντὰ στὸν
µικρότερο ποὺ ὑπῆρχε καὶ τὸν ὁποῖο δόξασε ὁ
Γρηγόριος ὁ Θεολόγος µὲ τοὺς περίφηµους
λόγους του. Ἔπειτα πάλι µὲ πρωτοβουλία τοῦ Μαρκιανοῦ κτίστηκαν ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας
Εἰρήνης πρὸς τὴν θάλασσα, ὁ κάτω ἀπ΄ αὐτὴ ναὸς Ἰσιδώρου τοῦ Μάρτυρα καὶ ὁ ναὸς
τοῦ Ἁγίου Στρατονίκου. Γι΄ αὐτή του λοιπὸν τὴν εὐλάβεια, γιὰ τὴν πολλὴ
φιλανθρωπία καὶ ἐλεηµοσύνη του καὶ τὴν εὐσεβῆ χρησιµοποίηση τῆς παιδείας του, ἡ
Ἐκκλησία τὸν κατάταξε µεταξὺ τῶν Ἁγίων της.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 11
●
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ κοινοβιάρχης
●
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Θεσσαλονικεὺς ἡγούµενος Μονῆς Φιλόθεου ἐν Ἄθῳ
●
Ἡ Σύναξις τῶν Μυρίων Ἀγγέλων
●
Οἱ Ἅγιοι Στέφανος ὁ ἐν Πλακιδιαναῖς, Θεόδωρος καὶ Ἀγάπιος ὁ Ἀρχιµανδρίτης
●
Ὁ Ἅγιος Μάϊρος
●
Ὁ Ὅσιος Βιτάλιος
●
Ἐγκαίνια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἐν Θεσσαλονίκῃ
●
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ τῆς µονῆς Κλὸπς τοῦ Νόβγκοροντ (Ῥῶσος).
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ κοινοβιάρχης
Διέπρεψε στὰ χρόνια του Λέοντα τοῦ Μεγάλου
(457-474). Τὸ χωριὸ Μωγαρισσὸς ἢ Μαγαρισσὸς τῆς Καππαδοκίας εἶναι ὁ τόπος ὅπου
γεννήθηκε, ἀπὸ γονεῖς πολὺ πιστούς, τὸν Προαιρέσιο καὶ τὴν Εὐλογία. Ὅταν ἔγινε
µοναχός, διακρίθηκε ἀπὸ πολὺ νωρὶς γιὰ τὸ φλογερό του ζῆλο στὶς τελειότητες τῆς
χριστιανικῆς ἀρετῆς. Ἐκεῖνο, ὅµως, ποὺ τὸν συγκινοῦσε περισσότερο, ἦταν ἡ
µελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ἰδιαίτερα οἱ συγκινητικὲς σκηνὲς ἀπὸ τὸ Πάθος τοῦ
Σωτῆρα µας Χριστοῦ. Γι᾿ αὐτό, ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους στὴν Ἱερουσαλήµ, ὅπου
ψηλάφησε καὶ προσκύνησε τὰ χώµατα
ὅπου διαδραµατίστηκαν τὰ µεγάλα γεγονότα τῶν
Παθῶν τοῦ Κυρίου µας. Ὁ Θεοδόσιος, ἀφοῦ ἀσκήτεψε κοντὰ σὲ µεγάλους ἀσκητές, ὅπως
τὸ Συµεὼν τὸ Στυλίτη καὶ τὸν ἡσυχαστὴ Λογγῖνο, ἀποσύρθηκε σὲ ἰδιαίτερο ἡσυχαστήριο,
διδάσκοντας µὲ λόγια καὶ ἔργα ὁποῖο διαβάτη περνοῦσε ἀπὸ ἐκεῖ. Ὅµως, πολλοὶ ἀπ᾿
αὐτοὺς ποὺ δίδαξε γύρισαν ἀπὸ τὸν κόσµο κοντά του. Ἡ ὑπερβολικὴ αὔξηση τῶν ἀδελφῶν
ἀνάγκασε τὰ Θεοδόσιο νὰ ἱδρύσει ἕνα µεγάλο καὶ εὐρύχωρο κοινόβιο µοναστήρι. Σὰν
κοινοβιάρχης ἐφάρµοσε πρότυπα σὰν ἐκεῖνα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τῶν χριστιανῶν.
Δηλαδὴ «ὅλοι, χωρὶς ἐξαίρεση, οἱ πιστοί, µὲ µία καρδιὰ καὶ µία ψυχή, ἦταν µεταξὺ
τοὺς ἑνωµένοι, σὰν µέλη τῆς ἴδιας οἰκογένειας, καὶ τὰ εἶχαν ὅλα κοινά». Σὲ
προχωρηµένη, πλέον, ἡλικία ὁ Θεοδόσιος, ἀφοῦ γαλούχησε µὲ συµβουλὲς αἰωνίου ζωῆς
χιλιάδες ψυχές, παρέδωσε τὸ πνεῦµα του.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Θεσσαλονικεὺς ἡγούµενος
Μονῆς Φιλόθεου ἐν Ἄθῳ
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς Θεοδόσιος ἦταν µεγαλύτερος ἀδελφὸς
τοῦ ὁσίου Διονυσίου, κτήτορος τῆς ἱερᾶς Μονῆς Τιµίου Προδρόµου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
Δεκαοκτὼ ἐτῶν ὁ Θεοδόσιος ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσµια καὶ ἔγινε µοναχὸς στὴ Μονὴ
Φιλοθέου του Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἀργότερα γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή του ἔγινε καὶ ἡγούµενος
αὐτῆς. Ἐπίσης γιὰ τὴν
µεγάλη του ἀρετή, τὸν κάλεσαν γιὰ τὴν
διακυβέρνηση τῆς Μονῆς Μαλάνων καὶ ἀπὸ αὐτὴ ἐκλέχτηκε µητροπολίτης Τραπεζοῦντας
τὸ ἔτος 1370. Διακρίθηκε γιὰ τὴν µεγάλη του ἁγιότητα καὶ πέθανε εἰρηνικὰ κατὰ τὸ
1392.
Ἡ Σύναξις τῶν Μυρίων Ἀγγέλων
Γιατί γινόταν ἡ σύναξη αὐτὴ τῶν Μυρίων Ἀγγέλων,
κανένα σχετικὸ σχόλιο δὲν βρήκαµε. Ὑπάρχει µόνο ἡ φράση: «Τελεῖται ἔνδον τοῦ
Μαρτυρίου τῆς ἁγίας Ἀναστασίας ἐν τῆς Δοµνίκου».
Οἱ Ἅγιοι Στέφανος ὁ ἐν Πλακιδιαναῖς,
Θεόδωρος καὶ Ἀγάπιος ὁ Ἀρχιµανδρίτης
Ὁ Ἅγιος Μάϊρος
Μαρτύρησε ἀφοῦ ἄγρια κακοποιήθηκε.
Ὁ Ὅσιος Βιτάλιος
Δὲν ὑπάρχει ἰδιαίτερο βιογραφικὸ ὑπόµνηµα
γι᾿ αὐτὸν τὸν Ὅσιο. Γνωρίζουµε µόνο γιὰ κάποιο ἀσκητὴ Βιτάλιο, ποὺ γίνεται
λόγος στὴ βιογραφία του Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήµονος, ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ ἀββᾶ
Σερίδου καὶ ὅταν πήγαινε στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ πουλήσει τὰ ἐργόχειρά του, ἔδινε
τὰ χρήµατα ποὺ κέρδιζε σὲ µία πόρνη, παρακαλῶντας την νὰ µὴ ἁµαρτάνει, καθὼς ἀφηγεῖται
ὁ Ὅσιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης.
Ἐγκαίνια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ
ἐν Θεσσαλονίκῃ
Ἡ γιορτὴ τῶν ἐγκαινίων τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴ
Θεσσαλονίκη κατὰ τὸν Κώδικα 68 τῆς Μονῆς Παντοκράτορας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γινόταν
τὴν 11η Ἰανουαρίου, ὅποτε πανηγύριζε καὶ ὁ ναὸς (βλ. Δηµητριεύσκη, Τυπικὰ Α´,
σελ. 158).
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ τῆς µονῆς Κλὸπς τοῦ Νόβγκοροντ
(Ῥῶσος)
Διὰ Χριστὸν σαλός.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 12
●
Ἡ Ἁγία Τατιανή
●
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἀβεσαλαµίτης
●
Ὁ Ἅγιος Μέρτιος
●
Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Νίκαια
●
Ἡ Ἁγία Εὐθασία
●
Ὁ Ὅσιος Ἠλίας ὁ θαυµατουργός
●
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανὸς καὶ ὁ µαθητής του ὁ Ὅσιος Γαλακτίων
●
Ὁ Ἅγιος Βenedic Bistor, ἡγούµενος (Ἄγγλος)
Ἡ Ἁγία Τατιανή
Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία εἶχε
καὶ γυναῖκες διακόνους. Βέβαια, δὲ
µετεῖχαν σὲ κανένα βαθµὸ ἱερωσύνης. Ἡ ἀποστολή
τους ἦταν κυρίως φιλανθρωπικὴ ἢ
καὶ κατηχητική, δίπλα στὶς γυναῖκες ποὺ εἶχαν
ἀνάγκη διδασκαλίας. Τὸ ἦθος αὐτῶν
τῶν διακονισσῶν, νὰ πὼς τὸ θέλει ὁ
θεόπνευστος Ἀπόστολος Παῦλος: «Οἱ γυναῖκες
διάκονοι πρέπει καὶ αὐτὲς νὰ εἶναι σεµνές,
ἐλεύθερες ἀπὸ τὸ ἁµάρτηµα τῆς κακολογίας
καὶ διαβολῆς, ἐγκρατεῖς καὶ προσεκτικές, ἀξιόπιστες
σὲ ὅλα». Μία τέτοια διακόνισσα
ἦταν καὶ ἡ Ἁγία Τατιανή. Ἡ εὐγενὴς
καταγωγή της καὶ ὁ πολὺς ζῆλος µὲ τὸν ὁποῖο
ἐκτελοῦσε τὰ διακονικά της καθήκοντα, καθὼς
ἐπίσης καὶ ἡ ἀποστροφὴ τῶν κοσµικῶν
βλέψεων, ἔδωσαν στὴν Τατιανὴ ξεχωριστὴ
θέση µεταξὺ τῶν χριστιανῶν, προκάλεσαν,
ὅµως, καὶ τὸ φθόνο τῶν εἰδωλολατρῶν. Καὶ ὅταν
τὸ 202 ὁ Σεπτίµιος Σεβῆρος (κάτ΄
ἄλλους Ἀλέξανδρος Σεβῆρος, 222-235 µ.Χ.) ἐξαπέλυσε
ἀνελέητο διωγµὸ κατὰ τῶν
χριστιανῶν, ἡ Τατιανὴ συλλαµβάνεται.
Ξυρίζουν τὸ κεφάλι της, ἀφαιρώντας τὰ
θαυµάσια µαλλιά της, µὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ
πτοηθεῖ. Ὅµως, δὲν πτοεῖται, στέκεται στὸ
ὕψος τοῦ χριστιανικοῦ της ἤθους καὶ τὸ πρόσωπό
της ὀµορφαίνει καὶ ἀκτινοβολεῖ
περισσότερο ἀπὸ πρῶτα. Τότε, βασανίζεται
σκληρὰ µὲ πολλοὺς τρόπους. Ὅµως, δὲ
λυγίζει καὶ τελικὰ ἀποκεφαλίζεται,
παίρνοντας τὸ ἀµάραντο καὶ ἀθάνατο στεφάνι τοῦ
µαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Ἀβεσαλαµίτης
Ὁ ἔνδοξος µάρτυρας Πέτρος, ποὺ ἦταν πολὺ
δυνατός, τόσο στὸ σῶµα, ὅσο καὶ στὴν ψυχὴ καὶ στὴν πίστη, ὁµολόγησε µὲ µεγάλο
θάῤῥος τὸν Χριστὸ στὴ νεανική του ἡλικία. Ὁ ἄρχοντας τῆς Ἐλευθερουπόλεως, ἐπειδὴ
δὲν µπόρεσε οὔτε µὲ κολακεῖες νὰ ἀλλάξει τὴν γνώµη τοῦ Πέτρου, οὔτε µὲ ἀπειλὲς
νὰ τὸν φοβίσει, τὸν ἔριξε στὴ φωτιά. Καὶ ἐκεῖ ὁ γενναῖος τῆς εὐσεβείας ἀγωνιστὴς
πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Μέρτιος
Ἦταν στρατιωτικὸς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Σὰ
γνήσιος χριστιανός, διακρινόταν γιὰ τὴν ἀνδρεία του καὶ τὸ λευκὸ καὶ ἀκηλίδωτο
χαρακτῆρα του. Καταγγέλθηκε στὸν αὐτοκράτορα, ὅτι λάτρευε τὸν Ἰησοῦ καὶ
διατάχθηκε ἀµέσως νὰ παρουσιασθεῖ µπροστά του. Ὁ Μέρτιος παρουσιάσθηκε µὲ εὐλάβεια,
ἀλλὰ καὶ µὲ σεµνὴ καὶ ἄφοβη
γενναιότητα. Ὁ αὐτοκράτορας θαύµασε τὸ
παράστηµα τοῦ στρατιώτη του, καὶ σκυθρωπὸς καὶ βαρὺς διέταξε τὸ Μέρτιο νὰ
θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Μέρτιος ἀρνήθηκε. Τότε ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν
τὴν στρατιωτικὴ ζώνη. Ἡ προσβολὴ ἦταν µεγάλη, ἀλλ΄ ὁ Μέρτιος τὴν ὑπέµεινέ µε
καρτερία. Ἀτιµία του θὰ ἦταν, ἂν καταπατοῦσε τὰ στρατιωτικά του χρέη, τὰ ὁποῖα ὅµως
εἶχε τόσο τιµήσει, γιατί λοιπὸν
νὰ θλιβεῖ; Κατόπιν τὸν µαστίγωσαν, ἀλύπητα
καὶ σκληρά. Ἀλλ΄ ἐνῷ κοµµάτια ἔπεφτε ἡ σάρκα ἀπὸ τὸ σῶµα του, ἡ ψυχή του ἔµενε
καρτερικὴ καὶ νικήτρια. Ἔτσι ὅπως ἦταν βαριὰ πληγωµένος, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή.
Μετὰ ὀκτὼ ἡµέρες, αἰσθάνθηκε ὅτι ἡ ὥρα τοῦ τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς του εἶχε
πλησιάσει. Ἡ ψυχή του σκίρτησε, ἔχοντας ὑπ΄ ὄψιν της ὅτι θὰ πήγαινε στὸν
βραβευτὴ καὶ µισθαποδότη Κύριο. Εὐχαριστοῦσε λοιπὸν
τὸ Θεό, διότι ἔφευγε ἀπὸ τὴν γῆ καὶ
µάλιστα διότι τὸν ἀξίωσε νὰ φύγει µὲ τὴν τιµὴ τοῦ
µαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Νίκαια
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ἡ Ἁγία Εὐθασία
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Ἠλίας ὁ θαυµατουργός
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς εἶδε τὴν πεῖνα καὶ δὲν τὴν
λογάριασε. Τὸ ψῦχος, καὶ τὸ ἀψήφησε. Τὴν ἀγρυπνία, καὶ τὴν καταφρόνησε. Τὶς
στερήσεις, καὶ τὶς καταπάτησε. Τοὺς τυράννους, καὶ δὲν τοὺς ἔδωσε καµιὰ
σηµασία. Μύριους κατατρεγµούς, καὶ τοὺς καταντρόπιασε. Τί φοβόταν; Τρία
πράγµατα, ὅπως ἔλεγε. Τὴν ὥρα, ποὺ ἡ ψυχή του θὰ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σῶµα του, τὸν
καιρό, ποὺ θὰ παρουσιαζόταν µπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ τὴν στιγµή, ποὺ θὰ ἔβγαινε ἡ ἀπόφαση
τοῦ ὑπέρτατου Κριτῆ γι᾿ αὐτόν. Ἀλλ΄ ἐπειδὴ φοβόταν, ἔζησε ἔτσι, ὥστε νὰ µὴ
φοβηθεῖ. Ἡ πίστη του καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοῦ ἔδωσαν θάνατο γενναῖο καὶ ἥσυχο. Ἡ
δὲ Ἐκκλησία, λόγω τῶν µεγάλων ἀρετῶν του, τὸν κατάταξε µεταξὺ τῶν Ἁγίων της.
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανὸς καὶ ὁ µαθητής του ὁ Ὅσιος
Γαλακτίων
Ὁ τῆς Μονῆς Κυρίλλου ἐν Λευκῇ Λίµνῃ Ῥωσίας
(1483) καὶ ὁ µαθητής του Ὅσιος
Γαλακτίων, ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός (+ 15ος αἰ.).
Ὁ Ἅγιος Βenedic Bistor, ἡγούµενος (Ἄγγλος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου
της ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 13
●
Οἱ Ἅγιοι Ἐρµύλος καὶ Στρατόνικος
●
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος Ἐπίσκοπος Νισίβεως
●
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος µάρτυρας
●
Οἱ Ἅγιοι Παχώµιος καὶ Παπυρῖνος
●
Τὰ Ἐγκαίνια τῆς Μονῆς Προφήτη Ἠλία τῆς ὀνοµαζοµένης τοῦ Βαθέος Ῥύακος
●
Ὁ Ὅσιος Μάξιµος ὁ Καυσοκαλυβίτης
●
Ὁ Ὅσιος Εἰρήναρχος ὁ Ἔγκλειστος
●
Ὁ Ἅγιος Κentigern ἢ Μungo, ἐπίσκοπος Γλασκώβης (Σκωτίας)
Οἱ Ἅγιοι Ἐρµύλος καὶ Στρατόνικος
Ὁ αὐτοκράτορας Λικίνιος τὸ 320-22 γιὰ νὰ εὐχαριστήσει
τοὺς εἰδωλολάτρες, ποὺ ἀντιπαθοῦσαν τὸ Μ. Κωνσταντῖνο, διέταξε διωγµοὺς κατὰ τῶν
χριστιανῶν. Μεταξὺ ἄλλων βιαίων µέτρων, ἔκλεινε καὶ γκρέµιζε τὶς ἐκκλησίες τους
καὶ ἐµπόδιζε τὸν ἐκκλησιασµό τους. Ποιός, ὅµως, θὰ τολµήσει νὰ διαµαρτυρηθεῖ
φανερά; ὁ διάκονος Ἐρµύλος, - σύµφωνα µε τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου µας: «Ἔχετε θάῤῥος,
ἐγὼ νίκησα τὸν κόσµο» καθὼς καὶ τὴν διαβεβαίωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ὁ Θεὸς
δέ µας ἔδωσε πνεῦµα δειλίας, ὥστε νὰ µᾶς φοβίζουν οἱ ἀπειλὲς καὶ οἱ διωγµοί, ἀλλά
µας ἔδωσε πνεῦµα καὶ χάρισµα δυνάµεως γιὰ νὰ ἀντέχουµε στοὺς πειρασµούς»- ἀντιδρᾷ
φανερὰ καὶ ἔντονα. Αὐτὸ ἀµέσως καταγγέλλεται καὶ διατάζεται ὁ βασανισµός του.
Πρῶτα
µαστιγώνεται µὲ ἀκανθωτὰ µαστίγια καὶ µετὰ
ῥίχνεται στὴ φυλακή. Τὸ µαρτύριο δὲ φέρνει τὸ ζητούµενο ἀποτέλεσµα, καὶ µετὰ ἀπὸ
λίγες µέρες ξανὰ βασανίζεται µὲ φρικτότερο τρόπο. Ἐκεῖ κοντά, ἦταν καὶ ἕνας
στενός του φίλος, ὁ Στρατόνικος, ποὺ δὲν
µπόρεσε νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά του
βλέποντας τὸ µαρτύριο τοῦ Ἐρµύλου.Ὅµως, ἦταν ἔγκληµα νὰ δακρύσει κανεὶς γιὰ ἕνα
χριστιανὸ µάρτυρα, ὁπότε θανατώνουν καὶ τοὺς δυὸ µαζί. Ἔτσι, ἀπὸ κοινοῦ ἀξιώθηκαν
νὰ πάρουν τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος Ἐπίσκοπος Νισίβεως
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ἔζησε στὰ χρόνια του Μ.
Κωνσταντίνου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Νίσιβιν τῆς Μεσοποταµίας, τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ Ἐπίσκοπος.
Ἦταν ἄριστος γνώστης τῶν ἁγίων Γραφῶν, καὶ συγχρόνως ἀσκητικὸς στὴν προσωπική
του ζωή. Ὁ Ἰάκωβος πίστευε, ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος πρέπει νὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ ἔργα του
καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐµφάνιση καὶ ἐπίδειξη. Ὁ Ἰάκωβος εἶχε πάρει µέρος καὶ
στὴν Α΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο (325) στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Ἀλλ΄ ἐκτὸς ἀπὸ εὐσέβεια,
διακατεχόταν καὶ ἀπὸ ἔνθερµη φιλοπατρία. Ὅταν κάποτε οἱ Πέρσες πολιόρκησαν τὴν
Νίσιβιν, ὁ ἐπίσκοπος Ἰάκωβος ὑπῆρξε ὁ κύριος συντελεστὴς - µὲ τὴν δύναµη τῆς
πίστης του καὶ τὴν ἠθικὴ ἐπιῤῥοή του
- τῆς ἀπόκρουσης τῶν ἐχθρῶν καὶ τῆς
διάλυσης τῆς πολιορκίας. Πέθανε σὲ βαθειὰ γεράµατα. Ἀλλὰ ὁ ζῆλος του δὲν εἶχε
γεράσει καθόλου. Διατηρήθηκε ζωηρὸς καὶ
ἀκµαῖος µέχρι τέλους (ἡ µνήµη του ἐπαναλαµβάνεται
καὶ τὴν 31η Ὀκτωβρίου).
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος µάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ῥαβδισµοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Παχώµιος καὶ Παπυρῖνος
Μαρτύρησαν ἀφοῦ τους ἔπνιξαν µέσα σὲ
ποτάµι.
Τὰ Ἐγκαίνια τῆς Μονῆς Προφήτη Ἠλία τῆς ὀνοµαζοµένης
τοῦ Βαθέως Ῥύακος
Ἡ Μονὴ αὐτὴ βρίσκεται κοντὰ στὴν Τρίγλια
δηλαδὴ στὰ Μουδανιὰ τῆς Μ. Ἀσίας.
Ὁ Ὅσιος Μάξιµος ὁ Καυσοκαλυβίτης
Μοναχογιὸς εὐσεβῶν γονέων ἀπὸ τὴν πόλη
Λάµψακο. Ὀνοµαζόταν προηγουµένως Μανουὴλ καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ παιδὶ στὰ θεῖα, καὶ
σωτήρια διδάγµατα τοῦ Κυρίου µας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ µοναχικὸ σχῆµα τὸ πῆρε σ΄ ἕνα
Μοναστήρι τοῦ ὄρους Γάνου, ὅπου, κοντὰ σ΄ ἕναν ἐξαίρετο γέροντα, τὸν Μᾶρκο, ἀναδείχτηκε
ἀκούραστος καὶ ἀκατάβλητος στὴ µελέτη, τὴν προσευχή, τὴν κυριαρχία τῆς γλώσσας,
τὴν ἀγάπη καὶ στὴν ὁµόνοια. Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἡ ἀρετή του
τὸν ἔφερε συνοµιλητὴ µὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἀνδρόνικο Παλαιολόγο. Κατόπιν πῆγε στὴ
Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ἁγίου Δηµητρίου, καὶ ἀπὸ κεῖ
τράβηξε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ κατέληξε στὴ Μονὴ τῆς Λαύρας, ἀλλ΄ ἀργότερα µὲ ἄδεια
τοῦ ἡγουµένου λόγω τῆς ἀρετῆς του, γύρισε ὅλο τὸν Ἄθω. Οἱ µεγάλοι ἀσκητικοί του
ἀγῶνες συγκρίνονται µὲ αὐτοὺς τῶν µεγάλων ἀσκητῶν τῆς Αἰγύπτου. Ἐπειδὴ ἔκανε
συχνὲς
µετακινήσεις, κατόπιν ἔκαιγε τὴν καλύβα
του, γιὰ νὰ ἀσκεῖται στὴν πλήρη ἀκτηµοσύνη. Γι΄ αὐτὸ καὶ ὀνοµάστηκε
Καυσοκαλυβίτης. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1320 σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν, διατηρῶντας ὅλη τὴν
δύναµη καὶ τὴν διαύγεια τοῦ νοῦ του.
Ὁ Ὅσιος Εἰρήναρχος ὁ Ἔγκλειστος
Ῥῶσος (+ 1613).
Ὁ Ἅγιος Κentigern ἢ Μungo, ἐπίσκοπος
Γλασκώβης (Σκωτίας)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτού του ἁγίου
της ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 14
●
Οἱ Ἅγιοι 38 Πατέρες ἐν Σινᾷ ἀναιρεθέντες καὶ Ἀπόδοσις ἑορτῆς τῶν
Θεοφανείων
●
Οἱ Ἅγιοι Τριάκοντα Τρεῖς (33) Πατέρες ἐν Ῥαϊθῷ ἀναιρεθέντες
●
Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος υἱὸς τοῦ ὁσίου Νείλου
●
Ὁ Ὅσιος Στέφανος κτήτωρ τῆς Μονῆς Χηνολάκκου
●
Ἡ Ἁγία Ἁγνή
●
Ὁ Ὅσιος Σάββας πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας κτήτωρ ἱερᾶς Μονῆς
Χιλιανδαρίου
●
Ὁ Ὅσιος (κάτ΄ ἄλλους ὁσιοµάρτυρας) Ἀδάµ
●
Ὁ Ὅσιος Νίνας (κάτ΄ ἄλλους Νίνα)
Οἱ Ἅγιοι 38 Πατέρες ἐν Σινᾷ ἀναιρεθέντες
καὶ Ἀπόδοσις ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων
Αὐτοὶ ζοῦσαν µέσα στὶς σπηλιὲς τοῦ ὄρους
Σινᾶ τὴν ἁγία µοναχικὴ ζωὴ (κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα µ.Χ.). Ἀλλὰ ἡ εὐσεβὴς ζωή τους
ταράζεται ξαφνικὰ µία µέρα, µὲ τρόπο ἄγριο καὶ αἱµατηρό. Στίφη βαρβάρων, ποὺ
λυσσοῦσαν κατὰ τῆς χριστιανικῆς πίστης, φάνηκαν στὶς κατοικίες τῶν χριστιανῶν ἀναχωρητῶν.
Στὴν ἐµφάνιση αὐτὴ οἱ Ἅγιοι ταράζονται στὴν ἀρχή. Συνέρχονται, ὅµως, ἀµέσως καὶ
µπροστὰ στὴ σφαγὴ καὶ τὸ θάνατο δείχνουν θαυµαστὴ ἀνδρεία καὶ ἀφοβία. Δὲν ἀρνεῖται
κανένας τὴν πίστη του. Οἱ βάρβαροι τοὺς σφάζουν µέσα στὶς καλύβες καὶ τοὺς
κήπους τους καὶ αὐτοὶ πεθαίνουν προσευχόµενοι, ψάλλοντας ὕµνους, δοξολογίες καὶ
εὐχαριστίες στὸ Θεό. Καὶ ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ θεοκίνητος Ἀπόστολος Παῦλος, «τὸν καλὸ
ἀγῶνα τῆς πίστης ἀγωνίστηκαν, τὸ δρόµο τους τελείωσαν καὶ τὴν πίστη τους µέχρι
θανάτου ἐτήρησαν». Ἄπ΄ ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς λίγοι σώθηκαν. Αὐτοί, ἀφοῦ οἱ βάρβαροι
ἔφυγαν, µάζεψαν τὰ λείψανα τῶν σφαγιασθέντων καὶ τὰ ἔθαψαν µὲ µεγάλη σεµνότητα.
(Ἀρκετὰ ἀπὸ τὰ ὀνόµατα τῶν
πιὸ πάνω Ὁσιοµαρτύρων Πατέρων βλέπε καὶ 4η
Διακαινησίµου στὸ Συναξάρι τοῦ
Πεντηκοσταρίου).
Οἱ Ἅγιοι Τριάκοντα Τρεῖς (33) Πατέρες ἐν Ῥαϊθῷ
ἀναιρεθέντες
Δυὸ µέρες µακριὰ ἀπὸ τὸ ὄρος Σινᾶ, πρὸς τὴν
Ἐρυθρὰ θάλασσα, ἦταν ἡ ἔρηµος τῆς Ῥαϊθῶ, στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὁποίας ζοῦσαν
χριστιανοὶ ἀναχωρητές. Ἦταν δὲ συγκεντρωµένοι πάνω σ΄ ἕνα ὄρος. Ἀλλὰ τὴν ἴδια
µέρα (κάτ΄ ἄλλους τὴν 22α Δεκεµβρίου), ποὺ ἔγινε ἡ σφαγὴ τῶν πατέρων στὸ ὄρος
Σινᾶ, οἱ βάρβαροι ἀποφάσισαν νὰ ἐξολοθρεύσουν καὶ τοὺς πατέρες ποὺ βρίσκονταν
στὴν ἔρηµο τῆς Ῥαϊθῶ. Ὁ ἡγούµενος τῆς Μονῆς, Παῦλος, µόλις εἶδε τὸν κίνδυνο,
συγκέντρωσε τοὺς ἀδελφοὺς ὅλους µέσα στὸ ναὸ καὶ τοὺς ἀπηύθυνε λόγια γενναῖα καὶ
συγκινητικά. Τοὺς θύµισε ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς τους εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ
Βασιλεία Του. Ὅτι γι΄ αὐτὴν ἦταν ὅλες οἱ προσευχές, οἱ µελέτες, οἱ πόθοι καὶ τὰ
ἔργα τους. Καὶ ὅτι τώρα τοὺς παρουσιάζεται λαµπρότατη εὐκαιρία ν΄ ἀποκτήσουν τὰ
ὡραιότερα στεφάνια, χύνοντας καὶ αὐτὸ τὸ
αἷµα τους γιὰ τὸν µισθαποδότη Κύριό τους.
Τοὺς παρεκίνησε ἐπίσης νὰ εὐχηθοῦν, ἀκόµα καὶ γι΄ αὐτοὺς τοὺς δυστυχισµένους ποὺ
θὰ τοὺς σκότωναν. Οἱ πατέρες συµφώνησαν µὲ τὰ λόγια αὐτά, καὶ ὅλοι µαζὶ
προσευχήθηκαν. Μόλις τελείωσαν τὴν προσευχή τους, µπῆκαν στὸ µοναστήρι οἱ
βάρβαροι καὶ ἔσπειραν παντοῦ τὸ θάνατο. Ἡ δὲ Ἐκκλησία κατέταξε στοὺς Ἁγίους της
καὶ τοὺς ἐργάτες αὐτοὺς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ σφράγισαν τὴν πίστη τους µὲ τὸ αἷµα
τους.
Ὁ Ὅσιος Θεόδουλος υἱὸς τοῦ ὁσίου Νείλου
Ὁ Ὅσιος αὐτός, νέος στὴν ἡλικία, ἦταν ἀπὸ
τοὺς ἀναχωρητὲς τοῦ Ὄρους Σινᾶ, ποὺ τὴν σφαγὴ τοὺς ἀναφέραµε προηγουµένως. Αὐτὸς
ὅµως αἰχµαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους καὶ σύρθηκε δέσµιος στὶς σκηνές τους. Στὴν
ἀρχὴ θέλησαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Ἀλλὰ κατόπιν τὸν πούλησαν καὶ τὸν ἀγόρασε ὁ ἐπίτροπος
τῆς Λούζης, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ ἀπέδωσε τὴν ἐλευθερία του. Κατόπιν ὁ Θεόδουλος
συναντήθηκε µὲ τὸν πατέρα του ὅσιο Νεῖλο, ποὺ εἶχε διαφύγει ἀπὸ τὴν σφαγὴ τῶν
πατέρων τοῦ Σινᾶ, καὶ πῆγε µαζί του σὲ ἐρηµικὸ ἀναχωρητήριο. Ἐκεῖ
χρησιµοποίησαν τὴν ζωή τους, ὄχι µόνο γιὰ τὴν ἀτοµική τους σωτηρία, ἀλλὰ καὶ γιὰ
τὴν συγγραφὴ λόγων καὶ ἐπιστολῶν, ὅπου βρίσκονται θησαυρισµένες πολύτιµες
συµβουλὲς γιὰ τὸν τρόπο, µὲ τὸν ὁποῖο ὀφείλουν νὰ ζοῦν οἱ χριστιανοὶ ἀναχωρητές,
γιὰ νὰ πετύχουν τὸν ἅγιο σκοπό τους. Ἀπεβίωσαν καὶ οἱ δυὸ εἰρηνικά. Τὰ ἁγία
λείψανά τους, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Ἰουστινιανός, τὰ ἔφεραν στὴν
Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ τὰ κατέθεσαν στὸν Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος, κτήτωρ τῆς Μονῆς
Χηνολάκκου
Καταγόταν ἀπὸ εὐγενικὴ οἰκογένεια (ἴσως ἀπὸ
τὴν Καππαδοκία), ποὺ τὸν ἀνέθρεψε µὲ
µεγάλη εὐσέβεια. Ὅταν µεγάλωσε, θέλησε νὰ
περιηγηθεῖ τὰ φηµισµένα µοναστηριακὰ
κέντρα, γιὰ νὰ δεῖ ἀπὸ κοντὰ τὴν ζωή τους
καὶ νὰ συµπληρώσει ἐκεῖ τὶς ἐκκλησιαστικὲς
καὶ θεολογικὲς µελέτες του. Πῆγε λοιπὸν στὰ
Μοναστήρια κοντὰ στὸν Ἰορδάνη καὶ στὰ
ἐρηµητήρια τοῦ ἁγίου Εὐθυµίου, τοῦ ἁγίου
Σάββα καὶ Θεοδοσίου. Ἀργότερα ἀναχώρησε
γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη (710) στὰ χρόνια
του Λέοντα Ἰσαύρου, τοῦ εἰκονοµάχου. Ὁ
τότε Πατριάρχης Γερµανός, ἐκτίµησε πολὺ τὸν
Στέφανο καὶ τὸν παρακίνησε νὰ κτίσει
Μοναστήρι καὶ νὰ ἐφαρµόσει τὴν µοναχικὴ
τάξη καὶ ζωή, σύµφωνα µὲ τὰ σπουδαῖα
διδάγµατα ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ πολύχρονη πεῖρα
του. Πράγµατι ὁ Στέφανος ἵδρυσε τὴν
Μονὴ τοῦ Χηνολάκκου λεγοµένη, ποὺ
βρισκόταν βορειοανατολικὰ τῆς Τρίγλιας (κοντὰ
στὰ Μουδανιὰ τῆς Μ. Ἀσίας) ὅπου προσῆλθαν
πολλοὶ µοναχοὶ ἑλκόµενοι ἀπὸ τὴν
ἀρετή του. Ἐκεῖ λοιπὸν ὁ Ὅσιος Στέφανος
διακρίθηκε γιὰ τὴν πατρική του διοίκηση καὶ
γιὰ τὴν ἠθικὴ ἐπιβολή του στοὺς µοναχούς. Ἔτσι
ἅγια ἀφοῦ κυβέρνησε τὸ Μοναστήρι,
εἰρηνικὰ ἀπεβίωσε.
Ἡ Ἁγία Ἁγνή
Μαρτύρησε ἀφοῦ κλείστηκε µέσα σὲ σκοτεινὴ ἀποµόνωση
φυλακῆς.
Ὁ Ὅσιος Σάββας πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος
Σερβίας κτήτωρ ἱερᾶς Μονῆς
Χιλιανδαρίου
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 12ου αἰῶνα καὶ στὶς ἀρχὲς
τοῦ 13ου αἰῶνα µ.Χ. Ἦταν δευτερότοκος γιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Σερβίας Συµεών. Ἀπὸ
µικρὸ παιδὶ εἶχε µεγάλη συµπάθεια στὶς χριστιανικὲς ἀρετὲς καὶ σὲ ἡλικία 17
χρονῶν πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου µὲ συγκατάθεση τοῦ βασιλιᾶ πατέρα του ἔγινε
µοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπεδίου καὶ
µετονοµάστηκε Σάββας. Ἀργότερα, µετὰ τὸν
θάνατο τῆς γυναίκας του, ἦλθε ἐκεῖ καὶ ὁ βασιλιὰς πατέρας του, Συµεών. Τὸ
βασιλικὸ παράδειγµα ἀκολούθησαν καὶ ἄλλοι Σέρβοι ἰδιῶτες. Ἔτσι κτίστηκε ἡ
Σέρβικη Μονὴ Χιλιανδαρίου, µὲ πρωτοβουλία τοῦ ὁσίου Σάββα. Στὴν ἐποχὴ τοῦ
βασιλιᾶ Θεοδώρου Λασκάρεως, ὁ Ὅσιος Σάββας ἐστάλη ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου
Ὄρους στὴ Νίκαια γιὰ σπουδαῖες ὑποθέσεις της. Τὰ προσωπικὰ ὅµως χαρίσµατα τοῦ Ὁσίου
ἔκαναν µεγάλη ἐντύπωση στὸν βασιλιὰ καὶ τὸν Πατριάρχη, καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ
δεχτεῖ τὸ ἀξίωµα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας. Οἱ Σέρβοι τὸν ὑποδέχτηκαν µὲ µεγάλη
χαρά. Πράγµατι ὁ Ὅσιος Σάββας, ἐκτέλεσε τὴν διακονία του µὲ θαυµαστὸ ζῆλο. Ὑπῆρξε
ἐλεήµονας, ἀφιλοχρήµατος καὶ ἀνακούφιζε τοὺς φτωχούς. Ἀργότερα ξαναπῆγε στὸ Ἅγιον
Ὄρος, ἀπὸ κεῖ γιὰ προσκύνηµα στοὺς
Ἁγίους Τόπους, καὶ ἐπέστρεψε στὴ Σερβία γιὰ
νὰ στηρίξει τὴν πίστη τῶν ὁµοεθνῶν του. Ἔτσι ἅγια τελείωσε τὸ θεάρεστο ἔργο του
καὶ εἰρηνικὰ παρέδωσε τὸ πνεῦµα του στὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος (κάτ΄ ἄλλους ὁσιοµάρτυρας) Ἀδάµ
Δὲν ὑπάρχουν σαφεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν
ζωή του. Ἴσως εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς 33 ἐν
Ῥαϊθῷ ὁσιοµάρτυρες.
Ὁ Ὅσιος Νίνας (κάτ΄ ἄλλους Νίνα)
Φωτιστὴς Ἰβηρίας, Ἰσαπόστολος (+ 335).
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 15
●
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος
●
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης
●
Ὁ Ἅγιος Πανσόφιος
●
Οἱ Ἅγιοι ἕξι Μάρτυρες
●
Οἱ Ἅγιοι Ἐλπίδιος, Δάναξ καὶ Ἑλένη
●
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ
●
Ἡ Ἁγία Ἴτα, ἡγουµένη (Ἰρλανδή)
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος
Ὁ ἐρηµικὸς καὶ ἥσυχος τόπος εἶναι ἀπὸ τοὺς
βασικοὺς παράγοντες ἀνάπτυξης τῆς αὐτοσυγκέντρωσης καὶ προσευχῆς πρὸς τὸ Θεό. Αὐτὸ
φαίνεται καθαρὰ στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Παύλου τοῦ Θηβαίου. Ἀνῆκε σὲ πλούσια οἰκογένεια
τῆς Κάτω Θηβαΐδας τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν ὁ Δέκιος (249-251) κήρυξε τὸν τροµερὸ
διωγµὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ Παῦλος, µόλις 15 χρονῶν, χάνει τοὺς γονεῖς του. Μὲ
ἐσωτερικὴ παρακίνηση τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος (κάτ΄ ἄλλους φοβούµενος µὴ παραδοθεῖ
στοὺς διῶκτες τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὸν ἐπ΄ ἀδελφῇ γαµπρό του, ποὺ τοῦ ζητοῦσε τὴν
περιουσία) φεύγει καὶ ζητᾷ καταφυγὴ σωτηρίας στὴν ἔρηµο. Ἐκεῖ, µέσα στὴν ἡσυχία
τῆς φύσης, βρῆκε καιρὸ γιὰ συστηµατικὴ
µελέτη καὶ προσευχή. Ὅταν πέρασε ὁ διωγµὸς
τοῦ Δεκίου καὶ ἐπανῆλθε ἡ γαλήνη, ὁ Παῦλος ἐξακολουθεῖ νὰ µένει στὴν ἔρηµο καί,
µάλιστα, ἀποφασίζει νὰ µείνει µόνιµα. Τόσο δὲ ὁλοφάνερη εἶχε γίνει µέσα στὴν ἔρηµο
ἡ πνευµατικὴ ὑπεροχή του καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη του, ὥστε, ὅπως κάποτε στὸν Κύριό
µας, ἔρχονταν πλήθη λαοῦ νὰ Τὸν ἀκούσουν, ἔτσι καὶ στὸν Παῦλο ἔρχονταν πολλοὶ ἀναχωρητὲς
νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ τὸν συµβουλευθοῦν. Ἡ φήµη του εἶχε φθάσει καὶ στὴν ἀκοὴ
τοῦ µεγάλου Ἀντωνίου, ποὺ κίνησε καὶ τὸν συνάντησε µέσα σὲ ἀτµόσφαιρα ἀνέκφραστης
χαρᾶς. Ὅταν µετὰ ἀπὸ λίγους µῆνες ἐπανῆλθε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, βρῆκε τὸν ὅσιο Παῦλο
πεθαµένο, καὶ
δυὸ λιοντάρια ἔστεκαν κοντὰ στὸν τάφο του,
τὸν ὁποῖο εἶχαν σκάψει µὲ τὰ νύχια τους.
Ὁ µεγάλος ἐρηµίτης ἦταν τότε 113 χρονῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης
Ἔζησε στὰ µέσα του 5ου µ.Χ. αἰῶνα (κάτ΄ ἄλλους
γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου µ.Χ. αἰῶνα) καὶ ἦταν γιὸς τοῦ
Εὐτροπίου, συγκλητικοῦ στὸ ἀξίωµα, καὶ τῆς Θεοδώρας. Ὁ Ἰωάννης δὲν θέλησε ν΄ ἀκολουθήσει
τὸ δρόµο τῶν δυὸ
µεγαλυτέρων ἀδελφῶν του, ποὺ κατέλαβαν
λαµπρὰ ἀξιώµατα. Ἀλλὰ προτιµοῦσε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ὑπηρεσία τῆς πίστης. Ἐπειδὴ ὅµως
οἱ γονεῖς του ἐπέµεναν, ἔφυγε ἀπὸ τὸ πατρικό του σπίτι στὴ Μονὴ τῶν Ἀκοιµήτων, ὅπου
καὶ ἔγινε µοναχός. Ἀλλά, µετὰ ἀπὸ καιρό, ἡ ἀγάπη γιὰ τοὺς γονεῖς του ἄναψε θερµὴ
στὴν καρδιά του. Ὅταν µάλιστα πληροφορήθηκε, ὅτι ἡ µητέρα του ἦταν ἀπαρηγόρητη
γιὰ τὴν ἐξαφάνισή του, καὶ ὁ
πατέρας του ἀκολουθοῦσε ζωὴ ἐντελῶς
κοσµική. Ἀποφάσισε λοιπὸν νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴ Μονὴ Ἀκοιµήτων µε τὴν
συγκατάθεση τοῦ ἡγουµένου. Παρουσιάσθηκε στοὺς γονεῖς του ὡς ἕνας ἄγνωστος
µοναχός. Αὐτοὶ δὲν τὸν γνώρισαν. Ἀλλ΄ ἦταν τόση
µεγάλη ἡ εὐγένεια τῆς φυσιογνωµίας καὶ τῶν
λόγων του, ποὺ τὸν παρακάλεσαν νὰ ἔρχεται καθηµερινὰ στὸ σπίτι. Δέχθηκε µὲ τὴν
συµφωνία νὰ τοῦ κατασκευάσουν µία καλύβα στὸ βάθος τοῦ περιβολιοῦ τῆς πατρικῆς
του οἰκίας. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης ἔστησε τὴν κατοικία του, καὶ µέσα σὲ τρία χρόνια
κατάφερε, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ φέρει στὸ σωστὸ δρόµο τοὺς γονεῖς του. Τὴν ἡµέρα
ὅµως ποὺ ἀποκάλυψε πὼς ἦταν γιός τους, ὁ Θεὸς παρέλαβε τὴν µακάρια ψυχή του.
Ὁ Ἅγιος Πανσόφιος
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὰ
χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (250). Ὁ πατέρας του ὀνοµαζόταν Νεῖλος καὶ εἶχε τὸ ἀξίωµα
τοῦ ἀνθυπάτου. Ὁ Πανσόφιος σπούδασε σὲ µεγάλο βαθµὸ τὰ Ἑλληνικὰ γράµµατα, καθὼς
ἐπίσης καὶ τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, µοίρασε τὴν περιουσία του
στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρηµο. Ἐκεῖ ἔζησε 27 ὁλόκληρα χρόνια ἀσκούµενος
στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἡσυχία. Καταγγέλθηκε ὅµως στὸν Αὐγουσταλιό της Ἀλεξανδρείας,
ὁ ὁποῖος διέταξε καὶ τὸν ἔφεραν µπροστά του. Ἐκεῖ ὁ Πανσόφιος µὲ τὴν ἀρετὴ καὶ
τὴν µεγάλη γνώση ποὺ τὸν διέκρινε, συνέτριψε µία πρὸς µία τὶς πλάνες τῶν εἰδώλων.
Ἐξευτελισµένος ὁ τύραννος διέταξε καὶ τὸν ἔδειραν µέχρι θανάτου. Ἔτσι ἔνδοξα ἔλαβε
τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι ἕξι Μάρτυρες
Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά. (Γιατί ἀναφέρονται σὰν
µάρτυρες, δὲ γνωρίζουµε).
Οἱ Ἅγιοι Ἐλπίδιος, Δάναξ καὶ Ἑλένη
Ἄγνωστοι στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου
Νικόδηµου, ἐκτὸς τοῦ Δάνακτος, ποὺ
µνηµονεύεται κατὰ τὴν 16η Ἰανουαρίου. Ὅλοι
µαζὶ βρίσκονται στὸν Συναξαριστὴ τοῦ
Delehaye Sinaxaria Selecta σελ. 393, 50,
χωρὶς βιογραφικὰ στοιχεῖα.
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ
ὁ ἐν Λεσνόβῳ Σερβίας (+ 11ος αἰ.).
Ἡ Ἁγία Ἴτα, ἡγουµένη (Ἰρλανδή)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 16
●
Προσκύνησις τῆς Τιµίας Ἁλυσίδας τοῦ Ἐνδόξου Ἀποστόλου Πέτρου
●
Οἱ Ἅγιοι Πεύσιππος, Ἐλάσιππος, Μέσιππος καὶ Νεονίλλη
●
Ὁ Ἅγιος Δάναξ ὁ Ἀναγνώστης
●
Ὁ Ἅγιος Δαµασκηνός νέος ἱεροµάρτυρας
●
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος νεοµάρτυρας. Ὁ ἐν Μυτιλήνῃ
●
Οἱ Ὅσιοι Ῥωµύλος, ὁ Ἁγιορείτης, Μαθητὴς Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, καὶ
οἱ σὺν αὐτῷ: Νέστωρ, Μαρτῖνος, Δανιήλ, Σισώης, Ζωσιµᾶς καὶ Γρηγόριος (+14ος αἰ.)
●
Ὁ Ἅγιος Μάξιµος τῆς Τότµα
Προσκύνησις τῆς Τιµίας Ἁλυσίδας τοῦ Ἐνδόξου
Ἀποστόλου Πέτρου
Τὴν ἡµέρα αὐτὴ προσκυνεῖται ἡ τίµια ἁλυσίδα,
ποὺ ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέχτηκε γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ µὲ προσταγὴ τοῦ
τετράρχη Ἡρῴδη, καθὼς ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἱστορεῖ στὸ 12ο κεφάλαιο τῶν
Πράξεων. Ἡ ἁλυσίδα αὐτὴ λοιπόν, ποὺ ἔπεσε µὲ τὴν ἐµφάνιση θείου ἀγγέλου, πῆρε ἁγιαστικὴ
καὶ θαυµατουργικὴ χάρη, ὥστε νὰ θεραπεύει αὐτοὺς ποὺ τὴν προσκυνοῦσαν µὲ πίστη,
ἀπὸ τὰ δεσµὰ κάθε κακῆς ἀσθενείας. Κατόπιν οἱ χριστιανοὶ ποὺ τὴν πῆραν, τὴν
παρέδιδε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο διαδοχικὰ γιὰ νὰ µὴ χαθεῖ. Ὕστερα ἀπὸ χρόνια οἱ εὐσεβεῖς
βασιλεῖς τὴν ἔφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸ ναὸ τοῦ
ἀποστόλου Πέτρου.
Οἱ Ἅγιοι Πεύσιππος, Ἐλάσιππος, Μέσιππος καὶ
Νεονίλλη
Ἡ γιαγιὰ καὶ ὁ παππούς, ὅταν συνυπάρχουν ἁρµονικὰ
µέσα στὴν οἰκογένεια τῶν παιδιῶν τους, µποροῦν νὰ ἐπηρεάσουν πολλὰ µέλη της πρὸς
τὸ θεάρεστο δρόµο. Οἱ Πεύσιππος, Ἐλάσιππος καὶ Μέσιππος ἦταν ἀδέλφια τρίδυµα, ἀπὸ
τὴν Καππαδοκία. Εἶχαν εἰδικότητα νὰ ἡµερώνουν καὶ νὰ ἱππεύουν ἄγρια ἄλογα,
πατροπαράδοτη δὲ θρησκεία εἶχαν τὴν εἰδωλολατρική. Ἡ γιαγιά τους ὅµως Νεονίλλη
πίστευε στὸ Χριστό. Μὲ τὴν ἐπιῤῥοὴ ποὺ εἶχε πάνω στὰ ἐγγόνια της, κατάφερε νὰ τὰ
φέρει στὴν ἀληθινὴ θρησκεία. Ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ τῆς πίστης τῶν τριῶν ἀδελφῶν δὲν ἀργεῖ
νὰ γίνει γνωστή. Πιέζονται νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς µὲ θάῤῥος ἐπανειληµµένα
Τὸν ὁµολογοῦν. Τότε, ἀνάβουν φωτιὰ καὶ τοὺς φέρνουν µπροστὰ στὶς φλόγες, ποὺ ὑψώνονταν
τεράστιες, φοβερὲς καὶ παµφάγες. Ὅµως, τὰ τρία παλικάρια δὲ λυγίζουν καὶ ξανὰ ὁµολογοῦν
Χριστὸν Ἐσταυρωµένον, ὁπότε ἀλύπητα, ἕναν-ἕναν τοὺς ῥίχνουν στὴ φωτιὰ καὶ οἱ
φλόγες κατέφαγαν καὶ τοὺς τρεῖς. Ἀλλ΄ οἱ ψυχές τους πῆγαν ἐκεῖ,
ὅπου ἡ προαπόλαυση τῶν ἀνέκφραστων ἀµοιβῶν
εἶναι λαµπρότερη ἀπὸ τὴν φωτιὰ ποὺ ἀποτέφρωσε τὰ σώµατά τους. Ἡ γιαγιά τους, ὅταν
ἔµαθε τὸ µαρτύριο τῶν ἐγγονῶν της, δάκρυσε µέν, ἀλλὰ καὶ καµάρωσε. Εὐχήθηκε,
µόνο, νὰ τελειώσει καὶ τὴν δική της ζωὴ ἔτσι θεάρεστα.
Ὁ Ἅγιος Δάναξ ὁ Ἀναγνώστης
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αὐλῶνα τοῦ Ἰλλυρικοῦ,
δηλαδὴ τὴν Ἀλβανία. Ὅταν κάποτε οἱ ἄπιστοι θέλησαν νὰ λεηλατήσουν τὴν ἐκεῖ
χριστιανικὴ ἐκκλησία, αὐτὸς πρόλαβε καὶ φύλαξε τὰ Ἱερὰ σκεύη τῆς Ἁγίας
Τράπεζας. Ἐκεῖνοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν πίεζαν νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ἀλλ΄ ὁ
καλὸς στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ ἀρνήθηκε. Γενναῖος καὶ ἀπτόητος, ἔπεσε ἀπὸ τὰ
χτυπήµατά τους κατακρεουργηµένος. Φύλαξε ὅµως τίµια καὶ ὑπερήφανα τὴν πίστη
του, χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψει τὴν σηµαία της οὔτε στιγµή.
Ὁ Ἅγιος Δαµασκηνός νέος ἱεροµάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Γάµπροβο τῆς ἐπαρχίας
Τυρνόβου τῆς Βουλγαρίας. Ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου µόνασε στὸ Σερβικὸ µοναστήρι
τοῦ Χιλιανταρίου καὶ ἐκεῖ ἔγινε Ἱεροµόναχος. Ἀργότερα οἱ Πατέρες τοῦ
µοναστηρίου τὸν ἔστειλαν στὴν πόλη Σφιστόβι τῆς Βουλγαρίας, ὅπου ὑπῆρχε µετόχι
τῆς Μονῆς, µὲ προοπτικὴ νὰ ἐπιστρέψει σ΄ αὐτὴ ἀφοῦ τελειώσει τὴν ἀποστολή του
στὴ Βουλγαρία, ποὺ ἦταν ἡ ἀπόδοση τῶν ὀφειλῶν ἑνὸς Τούρκου σ΄ αὐτὸν γιὰ τὸ
µετόχι τῆς Μονῆς. Ἀλλ΄ ὁ κακόπιστος Τοῦρκος συκοφάντησε τὸν µάρτυρα, ὅτι εἶχε
σχέσεις µὲ µωαµεθανίδα γυναῖκα. Καὶ κοντὰ σ΄ αὐτό, βρῆκε τὴν εὐκαιρία καὶ ἅρπαξε
τὴν περιουσία τοῦ µετοχίου καὶ τὸν ἴδιο τὸν Δαµασκηνὸ ἔσυρε βίαια στὸν κριτή.
Παρὰ τὶς ἀντιῤῥήσεις τοῦ κριτῆ, οἱ παριστάµενοι ψευδοµάρτυρες πέτυχαν τὴν
θανατική του καταδίκη µε ἀγχόνη. Παρὰ τὶς ἐπίµονες προτάσεις τῶν Τούρκων, νὰ ἀσπασθεῖ
τὸν Ἰσλαµισµό, γιὰ νὰ γλιτώσει τὴν ζωή του, ὁ Δαµασκηνὸς παρέµεινε σταθερὸς στὴν
πίστη του. Ἔτσι στὶς 16 Ἰανουαρίου 1771, δέχτηκε τὸν µαρτυρικὸ θάνατο µὲ ἀγχόνη,
ἀφοῦ πρῶτα προσευχήθηκε.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος νεοµάρτυρας. Ὁ ἐν Μυτιλήνῃ
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς δὲν ἀναφέρεται ἀπὸ τοὺς
Συναξαριστές. Γιὰ πρώτη φορὰ γίνεται λόγος γιὰ τὸν νεοµάρτυρα αὐτὸν ἀπὸ τὸν
Χρυσόστοµο Παπαδόπουλο. Δυστυχῶς ὁ Ἱστορικὸς αὐτὸς δὲν ἀναφέρει τὴν πηγή, ποὺ πῆρε
τὴν πληροφορία αὐτή. Ἀναφέρει σχετικά: «Κατὰ τὸ αὐτὸ ἔτος µαρτυρικῶς ἐτελειώθη ὁ
Νικόλαος ὁ Μυτιληναῖος, τὴν δὲ
16 Ἰανουαρίου 1771 ὁ Ἱεροµάρτυς Δαµασκηνὸς
(σχετικῶς ἀναφέραµε πιὸ πάνω), ἁγιορείτης µοναχός...». Ἔτσι ὁ ἀντιθετικὸς
σύνδεσµος «δέ». ἐνισχύει τὴν ἄποψη, ὅτι τὴν ἡµεροµηνία τοῦ µαρτυρίου τοῦ ἁγίου αὐτοῦ
πρέπει νὰ ἀναζητήσουµε σὲ ἄλλη ἐκτὸς τῆς
16ης Ἰανουαρίου. Μὲ τὴν ἐπιφύλαξη αὐτὴ
καταχωροῦµε τὸν νεοµάρτυρα αὐτὸν στὸ
Ἁγιολόγιο.
Οἱ Ὅσιοι Ῥωµύλος, ὁ Ἁγιορείτης, Μαθητὴς Ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, καὶ οἱ σὺν αὐτῷ: Νέστωρ, Μαρτῖνος, Δανιήλ, Σισώης,
Ζωσιµᾶς καὶ Γρηγόριος (+14ος αἰ.)
Ὁ Ἅγιος Μάξιµος τῆς Τότµα
Βόλογκντα Ῥωσίας. Διὰ Χριστὸν σαλός.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 17
●
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος
●
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ νέος καὶ θαυµατουργὸς ὁ ἐν τῇ Σκήτῃ τῆς Βεροίας ἀσκήσας
●
Ὁ Μέγας Θεοδόσιος ὁ βασιλεύς
●
Οἱ Ἅγιοι Ἰουνίλλα καὶ Τούρβων
●
Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλᾶς
●
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ νέος ἐξ Ἰωαννίνων
●
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος (Ῥῶσος)
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος
Γεννήθηκε τὸ 251 στὴν Ἄνω Αἴγυπτο ἀπὸ γονεῖς
χριστιανούς, ποὺ κατεῖχαν µεγάλη περιουσία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἀντώνιος
ἔδειχνε µὲ ὅλη του τὴν διαγωγὴ ἔκτακτη ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Σὲ ἡλικία 18-20
χρόνων, χάνει τοὺς δυὸ γονεῖς του καὶ δοκιµάζει πολλή θλίψη καὶ ὀδύνη. Ὅµως,
συνέρχεται γρήγορα καὶ συγκεντρώνει ὅλη τὴν προσοχή του στὴ θεία θεωρία καὶ στὴ
φροντίδα τῆς µικρῆς του ἀδελφῆς. Τὸ βέλος τοῦ θείου ἔρωτα δὲν ἀργεῖ νὰ χτυπήσει
τὴν καρδιὰ τοῦ Ἀντωνίου. Καθὼς µία Κυριακὴ ἄκουγε ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τὴν περικοπὴ
σχετικῶς µὲ τὸν πλούσιο νεανίσκο, στὸν ὁποῖο
ὁ Κύριός µας εἶπε: «Ἂν θέλεις νὰ γίνεις
τέλειος, πήγαινε, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ
µοίρασέ τα στοὺς φτωχούς, καὶ θὰ ἔχεις
θησαυρὸ στὸν οὐρανό. Καὶ ἔλα νὰ µὲ
ἀκολουθήσεις», τόση ἐντύπωση τοῦ
δηµιούργησε, ποὺ τὴν ἐξέλαβε ἀµέσως σὰν θεία
ὑπόδειξη καὶ πρόσκληση. Ἀφοῦ πρῶτα
τακτοποίησε τὴν µικρότερη ἀδελφή του, ἔπειτα
µοίρασε στοὺς φτωχότερους οἰκογενειάρχες ὅλη
τὴν µεγάλη πατρική του περιουσία καὶ
ἀναχώρησε στὴν ἔρηµο γιὰ µεγαλύτερη
πνευµατικὴ καὶ ἠθικὴ τελειότητα. Πράγµατι, ὁ
ἀγῶνας του µέσα στὴν ἔρηµο ἀποδίδει
πλούσιους πνευµατικοὺς καρπούς. Γίνεται ὁ
ἀσκητὴς τῶν ἀσκητῶν καὶ ἀπ᾿ ὅλα τὰ µήκη καὶ
πλάτη τῆς χριστιανικῆς γῆς ἔρχονται νὰ
τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ τὸν συµβουλευθοῦν.
Μεταξὺ αὐτῶν καὶ δυὸ πολύφωτοι ἀστέρες
τῆς Ἐκκλησίας µας, ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ὁ
Μ. Ἀθανάσιος. Σὲ ἡλικία περίπου 105
χρόνων, ὁ Μέγας Ἀντώνιος παραδίδει πρὸς τὸ
Θεὸ τὴν ψυχή του.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ὁ νέος καὶ θαυµατουργὸς ὁ
ἐν τῇ Σκήτῃ τῆς Βεροίας ἀσκήσας
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Βέροια τῆς Μακεδονίας καὶ
γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους. Εἶχε µεγάλο ἔρωτα στὸν ἀσκητισµὸ
καὶ νέος ἀκόµα πῆγε στὴ Μονὴ τῆς Περαίας, ποὺ τότε ἦταν σὲ µεγάλη ἀκµή. Ἐκεῖ ἔγινε
µοναχός, τύπος καὶ κανόνας
ἀρετῆς σ᾿ ὅλη τὴν ἀδελφότητα. Ἀργότερα, µὲ
τὴν ἄδεια τοῦ ἡγουµένου του, ἀποχώρησε ἀπὸ τὴν Μονὴ γιὰ ἄσκηση ὑψηλότερης
πνευµατικῆς ζωῆς. Ἐγκαταστάθηκε σὲ µία σπηλιὰ παραπλεύρως τοῦ κοντινοῦ ποταµοῦ.
Ἐκεῖ γιὰ 50 χρόνια µόνος πέρασε µὲ προσευχὴ καὶ ἄσκηση, καὶ ἐκεῖ τελικὰ πέθανε
εἰρηνικά, ἄταφος. Κατὰ τύχη ὅµως, κάποιοι κυνηγοὶ ποὺ περνοῦσαν ἀπὸ κεῖ, ὁδηγούµενοι
ἀπὸ τὰ σκυλιά τους, βρῆκαν τὸ
ἅγιο λείψανό του µέσα στὴ σπηλιά. Τότε ὁ ἀρχιερέας
τοῦ τόπου µαζὶ µὲ τὸ λαό, τὸ περισυνέλεξαν καὶ µὲ εὐλάβεια τὸ µετέφεραν στὴ
Βέροια, ὁποῦ καὶ ἔκτισαν ναὸ στ᾿ ὄνοµά του, ποὺ σῴζεται µέχρι σήµερα. Στὴ σπηλιὰ
δέ, ἔκτισαν σκήτη, στ᾿ ὄνοµα τοῦ Τιµίου Προδρόµου, ὅπου συγκέντρωσε πολλοὺς
µοναχούς.
Ὁ Μέγας Θεοδόσιος ὁ βασιλεύς
Ἡ µνήµη του µεγάλου Θεοδοσίου ἀπὸ τὸν Ἅγιο
Νικόδηµο, τοποθετεῖται τὴν 17η
Ἰανουαρίου, ὅταν καὶ πέθανε. σ᾿ ἄλλους
συναξαριστὲς ἡ µνήµη αὐτοῦ σηµειώνεται τὴν
9η καὶ 10η Νοεµβρίου (Delehaye). Ὁ
Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ γένος ἀξιωµατούχων.
Γενναιότατος στρατηγὸς καὶ ὁ ἴδιος, ἀνακηρύχθηκε
βασιλιὰς τῆς Ἀνατολῆς τὸ 379 ἀπὸ
τὸν Γρατιανό. Ὑπῆρξε προστάτης τῆς ὀρθόδοξης
πίστης, εὐλαβὴς πρὸς τὸν κλῆρο, καὶ
συγκάλεσε τὴν Β´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο γιὰ νὰ
ἀποκαταστήσει τὴν ἐκκλησιαστικὴ
εἰρήνη. Πέθανε τὴν 17η Ἰανουαρίου 395. Τὸ
δὲ λείψανό του, ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα
µετακοµίσθηκε, καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων
Ἀποστόλων. Γιὰ τὰ στρατηγικὰ του
κατορθώµατα, γιὰ τὶς ὑπηρεσίες του στὴν ὀρθόδοξη
πίστη καὶ Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ἠθική
του µεγαλοφροσύνη, γιὰ τὴν χριστιανική του
µετριοφροσύνη καὶ τὴν εἰλικρινὴ καὶ
πανηγυρικὴ ἀφοσίωσή του πρὸς τὴν θρησκεία
µας, ὀνοµάσθηκε ἀπὸ τὴν ἱστορία µέγας,
ἡ δὲ Ἔκκλησια δίκαια τὸν κατέταξε µεταξὺ τῶν
Ἁγίων της.
Οἱ Ἅγιοι Ἰουνίλλα καὶ Τούρβων
Ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα.
Μνηµονεύονται στὸν Κώδικα τῆς Κρυπτοφέρης Βγ ΙΝ. Ὑπέστησαν µαρτυρικὸ θάνατο στὴν
Καππαδοκία, ἀπ᾿ ὅπου κατάγονταν, µαζὶ µὲ τὴν ἁγία Νεονίλλη καὶ τοὺς τρεῖς ἐγγονούς
της (+16 Ἰανουαρίου). Ἡ Ἰουνίλλα λοιπόν, ἔριξε τὸ βρέφος της ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά
της, ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ἀποκεφαλίστηκε. Ὁ δὲ Τούρβων κατέστρεψε τὰ εἴδωλα
καὶ διακήρυττε ὅτι εἶναι χριστιανός, συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίσθηκε.
Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλᾶς
Ἀχιλλᾶς ὁ Ὅσιος Πατὴρ ἡµῶν ἦτο ἀναχωρητὴς
καὶ ἠσκήτευεν εἰς τὴν ἔρηµον τῆς Αἰγύπτου, γράφει δὲ περὶ τούτου ὁ Εὐεργετινός,
ὅτι ἐπῆγε ποτὲ εἰς τὸν Ἀββᾶν Ἡσαΐαν καὶ εὖρεν αὐτὸν τρώγοντα καὶ ἔχοντα εἰς τὸ
πινάκιον ἅλας καὶ ὕδωρ. Ὁ δὲ Ἡσαΐας, ἰδὼν τὸν ὅσιον Ἀχιλλᾶν, ἔκρυψε κατ᾿ οἰκονοµίαν
τὸ πινάκιον ὀπίσω τοῦ κοφινίου τὸ ὁποῖον ἔπλεκε, διὰ νὰ µὴ σκανδαλίση αὐτόν, ἐπειδὴ
δὲν ὑπῆρχε τοιαύτη συνήθεια εἰς τὴν Σκήτην. Ὁ δὲ Ἀχιλλᾶς, βλέπων αὐτὸν τρώγοντα
καὶ οὐδὲν ἐνώπιον αὐτοῦ ἔχοντα, ἠρώτησεν αὐτὸν τί ἔτρωγεν. Ὁ δὲ Ἡσαΐας ἀπεκρίθη:
«Συγχώρησόν µοι, Ἀββᾶ, ὅτι ἔκοπτον θαλλία φοινίκων εἰς τὸ καῦµα, ὅθεν ἔβαλαν εἰς
τὸ στόµα µου ἄρτον ξηρὸν καὶ δὲν κατέβαινεν, ἐπειδὴ ἐξηράνθη ἀπὸ τὸ καῦµα ὁ
φάρυγξ µου, διὰ τοῦτο ἠναγκάσθην
νὰ βάλω ὕδωρ καὶ ἅλας, ἵνα βρέξω εἰς αὐτὰ
τὸν ἄρτον µου καὶ δυνηθῶ νὰ τὸν φάγω».
Τότε λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἀχιλλᾶς· «Ἐλᾶτε νὰ ἴδητε,
ὦ Πατέρες τῆς Σκήτης, τὸν Ἡσαΐαν,
ὅστις τρώγει ζωµόν, εὑρισκόµενος εἰς
Σκήτην». Εἶτα λέγει πρὸς αὐτόν: «Ἐὰν θέλῃς νὰ τρώγῃς ζωµόν, ὕπαγε εἰς τὴν Αἴγυπτον».
Τοιαύτην ἐγκράτειαν εἶχον τότε εἰς τὰς Σκήτας.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ νέος ἐξ Ἰωαννίνων
Γεννήθηκε τὸ 1808 στὸ χωριὸ Τζούρχλι (ἢ
Τζούραλη) τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν, ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς γεωργούς, τὸν Κωνσταντῖνο
καὶ τὴν Βασίλω. Ὁ Γεώργιος, ἐπειδὴ οἱ γονεῖς του ἦταν φτωχοί, παρέµεινε ἀγράµµατος.
Ὀρφάνεψε σὲ παιδικὴ ἡλικία καὶ πῆγε στὰ Ἰωάννινα, ὅπου ἔγινε Ἱπποκόµος τοῦ Χατζῆ
Ἀβδουλᾶ, ἀξιωµατικοῦ του Ἴµιν πασᾶ, στὸν ὁποῖο καὶ παρέµεινε γιὰ ὀκτὼ χρόνια.
Κατὰ τὸν Ὀκτώβριον τοῦ 1836 συκοφαντήθηκε ἀπὸ ἐχθρούς του Τούρκους, ὅτι δῆθεν,
προηγουµένως ἐξισλαµίστηκε καὶ κατόπιν ἐπανῆλθε στὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Μπροστὰ στὸν κριτὴ ὁ Γεώργιος ἀπολογήθηκε µὲ θάῤῥος καὶ ἀπέδειξε ὅτι ποτὲ δὲν ἔγινε
ἀρνησίθρησκος. Ἔτσι, ἀφοῦ βρέθηκε καὶ ἀπερίτµητος τὸν ἄφησαν ἐλεύθερο. Ἀργότερα
πῆρε σύζυγο ὀνόµατι Ἑλένη καὶ προσλήφθηκε Ἱπποκόµος τοῦ µουσελίµη Φιλιατῶν καὶ
πῆγε στὴν πόλη αὐτή. Κατόπιν µὲ ἄδεια τοῦ ἀφέντη του, ἦλθε στὰ Ἰωάννινα γιὰ
δικές του ὑποθέσεις, ὅπου
τὴν 12η Ἰανουαρίου 1838, ἡµέρα Τετάρτη,
κάποιος Ὀθωµανὸς τὸν συκοφάντησε ὅτι δῆθεν ἦταν προηγουµένως Τοῦρκος καὶ
ξανάγινε χριστιανός. Ἔτσι συνελήφθη, φυλακίστηκε καὶ µὲ τὴν βία οἱ Τοῦρκοι
προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἀλλαξοπιστήσουν. Ὁ Γεώργιος ὅµως, παρέµεινε ἀµετάπειστος, ὁµολογῶντας
τὸν Χριστό. Μάταια λαὸς καὶ κλῆρος προσπαθοῦσαν νὰ τὸν πείσουν νὰ δραπετεύσει ἀπὸ
τὴν φυλακή. Αὐτὸς ἐπέµενε νὰ µαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Τρεῖς φορὲς ποὺ ὁδηγήθηκε
στὸν κριτή, συνεχῶς ὁµολογοῦσε τὴν πίστη του. Ἔτσι τὴν Δευτέρα 17 Ἰανουαρίου
1838, ὁ Γεώργιος ἀπαγχονίστηκε στὴν ἀγορά. Τὸ λείψανό του παρέµεινε κρεµασµένο
µέχρι τῆς 19
Ἰανουαρίου, ἔπειτα δωρήθηκε ἀπὸ τὸν
Μουσταφὰ πασὰ στὸν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακεὶµ καὶ τάφηκε µὲ τιµὲς δίπλα στὸ ἱερὸ
Βῆµα τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου. Τὴν 26η Ὀκτωβρίου 1971 ἔγινε ἡ
ἀνακοµιδὴ τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου, στὸ ναὸ ποὺ ἔφερε τὸ ὄνοµά του καὶ
κτίστηκε στὸν τόπο ποὺ πρὶν ἦταν τὸ σπίτι του.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος (Ῥῶσος)
ὁ ἱδρυτὴς Ἱ.Μ. Ἁγίου Νικολάου (+ 13ος αἰ.).
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 18
●
Οἱ Ἅγιοι Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοποι Ἀλεξανδρείας
●
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος
●
Ἡ Ἁγία Θεοδούλη καὶ οἱ πιστεύσαντες δι᾿ αὐτῆς Εὐάγριος, Μακάριος, Ἑλλάδιος
καὶ Βοηθός
●
Ἡ Ἁγία Ξένη (ἢ ἀλλιῶς Εὐσέβεια)
●
Ὁ Ὅσιος Μαρκιανός ὁ ἐν τῇ Κύρῳ
●
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίµιος ἐπίσκοπος Μηλασσῶν
●
Ὁ Ἅγιος Μάξιµος ἐπίσκοπος Οὐγγροβλαχίας
Οἱ Ἅγιοι Ἀθανάσιος καὶ Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοποι
Ἀλεξανδρείας
«Ὁ ἁγιώτερος τῶν ἡρῴων καὶ ἡρωικώτερος τῶν
ἁγίων», «Μέγας Πατήρ», «Στῦλος τῆς
Ὀρθοδοξίας». Τίτλοι, ἀπὸ τοὺς πιὸ
χαρακτηριστικούς, ποὺ ἀπονεµήθηκαν στὸ
«πολύφωτο ἄστρο» τῆς Ἐκκλησίας µας, τὸν Ἅγιο
Ἀθανάσιο. Τὸ ἔτος 295 ἢ 296 µ.Χ.
γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς φτωχοὺς στὴν Ἀλεξάνδρεια,
ἀλλὰ πλούσιους σὲ ἀρετὲς καὶ
πίστη. Δὲν εἶχε τὰ µέσα γιὰ ἀνώτερες
σπουδές. Ὁ Θεός, ὅµως, τὸν προίκισε µὲ πλούσια
διάνοια, καὶ ἀφοῦ παίρνει τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευση,
ἔπειτα αὐτοκαλλιεργεῖται καὶ
φθάνει σὲ µεγάλα ὕψη οὐράνιας σοφίας. Τὸ
312 καὶ σὲ ἡλικία 25 χρόνων, χειροτονεῖται
διάκονος ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο,
µαζὶ µὲ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀθανάσιος
παίρνει µέρος στὴν Α´ Οἰκουµ. Σύνοδο στὴ
Νίκαια καὶ συντρίβει τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου.
Τὸ 328 πεθαίνει ὁ Ἀλέξανδρος καὶ γιὰ τὸν Ἀθανάσιο
πλησίασε µία µεγάλη ὥρα. Στὸ 33ο
χρόνο τῆς ἡλικίας του, κλῆρος καὶ λαὸς τὸν
ἐκλέγουν πανηγυρικὰ Πατριάρχη
Ἀλεξανδρείας. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ὁ Ἅγιος θὰ ἀντιµετωπίσει
ἕνα φοβερὸ καὶ ἀνελέητο
πόλεµο τῶν αἱρετικῶν τοῦ Ἀρείου. Πέντε
σκληρὲς ἐξορίες περιλαµβάνει ἡ πολυτάραχη
ζωή του ἀπὸ τὸν Ἀρειανὸ αὐτοκράτορα
Κωνστάντιο. Ὅµως, µὲ πίστη, θάῤῥος,
ἀγωνιστικότητα καὶ ὑποµονή, κατορθώνει νὰ
βγεῖ νικητὴς καὶ συντρίβει τοὺς «λύκους»
τῆς Ὀρθοδοξίας µας. Καὶ ἔτσι, ὁ λόγος τῆς Ἁγίας
Γραφῆς «Νὰ ἀγωνίζεσαι τὸν καλὸ
ἀγῶνα τῆς πίστεως» καὶ «ἂς τρέχουµε µὲ ὑποµονὴ
τὸν ἀγῶνα ποὺ προβάλλει µπροστά
µας», γίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο
πραγµατικότητα, ἀναµφισβήτητο γεγονός.
Ἀπεβίωσε στὶς 2 Μαΐου 373 σὲ ἡλικία
περίπου 75 µὲ 77 ἐτῶν. Πρέπει ἐπίσης νὰ
ἀναφέρουµε ὅτι, ὁ Μέγας Ἀθανάσιος
διακρίθηκε καὶ ὡς συγγραφεὺς πολυγραφότατος
καὶ σπουδαιότατος. Διάκονος ἀκόµη ἔγραψε τὶς
πραγµατεῖες του κατὰ τῶν ἐθνικῶν καὶ
περὶ ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου. Στὰ
«πολεµικά» του κατατάσσονται: «Ἔκθεσις
πίστεως», «Ἡ ἐγκύκλιος ἐπιστολή», «Ἡ ἐπιστολὴ
πρὸς τοὺς ἐπισκόπους Αἰγύπτου καὶ
Λιβύης», «Οἱ Λόγοι κατὰ τῶν Ἀρειανῶν». Ἄφησε
δὲ καὶ ἀρκετὲς ἐπιστολές. Νὰ
παρατηρήσουµε ὅµως ἐδῶ ὅτι, σύµφωνα µὲ τὸν
Κώδικα τῶν Καυσοκαλυβίωνη κυρίως
µνήµη του πρέπει νὰ ἑορτάζεται τὴν 2α
Μαΐου, ὁπού, καὶ ἱστορικὰ ἀποδεδειγµένη, ἡ
κοίµησή του. Γιὰ ποιὸ λόγο ὅµως
καθιερώθηκε νὰ γιορτάζεται αὐτὴ τὴν µέρα µαζὶ µὲ
τὸν Ἅγ. Κύριλλο δὲν γνωρίζουµε. Τὸ
πιθανότερο ὅµως εἶναι, γιὰ τὸ λόγο ποὺ
καθιερώθηκε καὶ ἡ γιορτὴ τῶν 3 Ἱεραρχῶν.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος
Ὁ Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης στὸ
Συναξαριστή του ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος ἔζησε ἐπὶ βασιλείας Θεοδοσίου τοῦ
Μικροῦ καὶ γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ 370 µ.Χ. Ἀνεψιὸς τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας
Θεοφίλου ὁ Κύριλλος, ἔλαβε µεγάλη θεολογικὴ µόρφωση, ὥστε ἔγινε κατόπιν
διάδοχος τοῦ θείου του, στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο Ἀλεξανδρείας. Ὅταν ἔγινε ἡ Γ´
Οἰκουµενικὴ Σύνοδος τὸ 431 µ.Χ. στὴν Ἔφεσο, ὁ Κύριλλος ὑπῆρξε πρόεδρος αὐτῆς καὶ
συνετέλεσε νὰ γκρεµιστοῦν οἱ κακοδοξίες τοῦ δυσεβοῦς Νεστορίου, γιὰ τὸ πρόσωπο
τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡµῶν Θεοτόκου. Μὲ πολλὰ πνευµατικὰ κατορθώµατα στὸ ἐνεργητικό
του, ὁ Κύριλλος παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦµα του στὸν Κύριο τὴν 27η Ἰουνίου τοῦ
444 µ.Χ., ἀφοῦ πατριάρχευσε γιὰ 32 περίπου χρόνια. Ἐκεῖνο, ὅµως, ποὺ
χαρακτήριζε ἰδιαίτερα τὴν ζωὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, ἦταν ἡ ἀρετή του, ποὺ µᾶς
θυµίζει τοὺς λόγους τοῦ σοφοῦ Παροιµιαστῆ, ὅτι ἡ «δικαιοσύνη ἀµώµους ὀρθοτοµεῖ ὁδούς».
Ἡ ἀρετή, δηλαδή, χαράσσει ἄψογο καὶ εὐθὺ τὸ δρόµο τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἔπειτα, «ὁ
πεποιθὼς τὴν ἑαυτοῦ ὁσιότητι δίκαιος», ποὺ σηµαίνει,
ἐκεῖνος ποὺ στηρίζεται στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἁγνότητα
τῆς καρδιᾶς, θὰ εἶναι δίκαιος καὶ εὐλογηµένος µπροστὰ στὸ Θεό. Ἡ µνήµη του
γιορτάζεται καὶ τὴν 9η Ἰουνίου.
Ἡ Ἁγία Θεοδούλη καὶ οἱ πιστεύσαντες δι᾿ αὐτῆς
Εὐάγριος, Μακάριος, Ἑλλάδιος καὶ Βοηθός
Ἔζησε στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ καὶ ἦταν
ἀπὸ τὴν Διοκαισάρεια τῆς Κιλικίας. Στὴ βία τοῦ ἔπαρχου Πελάγιου ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν
Χριστὸ ἀντέτασσε, ὅτι εἶναι καὶ θὰ µείνει χριστιανή. Ὁ Πελάγιος τότε τὴν ὑπέβαλε
σὲ µαρτύρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅµως, ἡ γυναικεία φύση της, στάθηκε ἀνώτερη µε τὴν
δύναµη τῆς θείας χάρης. Καὶ τέτοια ὑπῆρξε ἡ ἐντύπωση τῆς σεµνότατης καὶ ἡρωικῆς
διαγωγῆς της, ὥστε καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἐπάρχου, ποὺ ἦταν πρὶν µεταξὺ τῶν
βασανιστῶν της, τοῦ δήλωσαν ὅτι παραδέχονται σὰ Θεό τους τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Τὴν ἔριξε
λοιπόν, µαζὶ µὲ τὸν Εὐάγριο καὶ τὸν Μακάριο στὸ καµίνι. Δυὸ ἄλλοι, ὁ Ἑλλάδιος
καὶ ὁ Βοηθός, ἀποκεφαλίστηκαν. Καὶ ἔτσι ὁ
περίλαµπρος οὐρανὸς τῶν µαρτύρων τοῦ
Χριστοῦ, στολίστηκε καὶ µὲ τοὺς νέους αὐτοὺς ἐξαίσιους ἀστέρες.
Ἡ Ἁγία Ξένη (ἢ ἀλλιῶς Εὐσέβεια)
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὴν ἔριξαν µέσα στὴ φωτιά.
Ὁ Ὅσιος Μαρκιανός ὁ ἐν τῇ Κύρῳ
Ἦταν ἀπὸ τοὺς γνήσιους πατριῶτες τῆς πόλης
Κύρου, στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε. Περιφρονητὴς τῶν ἐγκόσµιων, ἀναχώρησε
στὴν ἔρηµο καὶ κλείστηκε
µέσα σ᾿ ἕνα στενὸ κελλί. Ἐκεῖ µὲ τὴν αὐστηρότατη
νηστεία καὶ ἄσκηση ποὺ ἔκανε, ἀπόκτησε µεγάλη φήµη στὰ περίχωρα. Ἔτσι ὅσια ἀφοῦ
ἔζησε, καὶ ἀφοῦ πολλὰ θαύµατα ἔκανε, εἰρηνικὰ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
Βιογραφία του ὑπάρχει ἀπὸ τὸν Κύρου Θεοδώρητο, στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίµιος ἐπίσκοπος Μηλασσῶν
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές, ἀναγράφεται
στὸν Σιναϊτικὸ Κώδικα 150.
Ὁ Ἅγιος Μάξιµος ἐπίσκοπος Οὐγγροβλαχίας
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη»
τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἔκδ.
«Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 19
●
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος
●
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς
●
Ἡ Ἁγία Εὐφρασία
●
Ἡ Ἀνακοµιδὴ τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
●
Ἀνάµνηση θαύµατος Μ. Βασιλείου
●
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Κερκύρας
●
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Γαλασιώτης ὁ Ὁµολογητής
●
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός
●
Ὁ Ὅσιος Κοσµᾶς ὁ Χρυσοστόµατος
●
Ὁ Ὅσιος Μακάριος (Ῥῶσος)
●
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος τοῦ Νόβγκοροντ (Ῥῶσος)
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος
Ἦταν ἀναχωρητὴς Αἰγύπτιος ἀσκητικότατος.
Πέρασε τὰ χρόνια τῆς ζωῆς του µέσα στὴν ἔρηµο, σ᾿ ἕνα στενότατο κελλί, µὲ πολλὴ
ἐγκράτεια καὶ προσευχή. Γιὰ τὰ ἀσκητικά του παλαίσµατα, ὁ Μακάριος, ὀνοµάστηκε
µέγας καὶ ἡ φήµη του ἦταν
διαδεδοµένη σχεδὸν σ᾿ ὅλα τὰ ἀσκητήρια της
Αἰγύπτου. Ὅταν µαζευόταν πολὺ πλῆθος κοντά του, γιὰ νὰ πάρει τὴν συµβουλή του
καὶ ν᾿ ἀκούσει ἀπ᾿ τὸ στόµα του ῥήµατα ζωῆς αἰωνίου, αὐτὸς ἐξαφανιζόταν µέσῳ ὑπόγειας
σύραγγας ποὺ ἕνα µέρος αὐτῆς ἔσκαψε ὁ ἴδιος µε τὰ χέρια του σὲ µία σπηλιά. Ὁ δὲ
Παλλάδιος, διηγεῖται γιὰ τὸν ὅσιο Μακάριο, πολλὰ φοβερὰ καὶ ἐξαίσια
κατορθώµατα, νῖκες κατὰ τῶν δαιµόνων καὶ ἀναστάσεις νεκρῶν. Ἔζησε στὰ χρόνια
του Μεγάλου Θεοδοσίου (373) καὶ πέθανε εἰρηνικὰ 90 χρονῶν.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ Ἀλεξανδρεύς
Ἀσκητὴς καὶ αὐτὸς καὶ πρεσβύτερος τῶν
λεγοµένων Κελλιῶν. Πέρασε τὴν ζωή του στὴν
Αἰγυπτιακὴ ἔρηµο µὲ ἄκρα ἡσυχία, στερήσεις
πολλὲς καὶ κακουχίες. Ἔζησε
πολεµῶντας κατὰ τῶν δαιµόνων (σχετικῶς
γράφει ὁ Παλλάδιος στὸ Λαυσαϊκό) καὶ
πέθανε εἰρηνικά. (Πιθανὸν νὰ εἶναι τὸ ἴδιο
πρόσωπο µὲ τὸν πιὸ πάνω Μακάριο, διότι οἱ
βιογραφίες τους εἶναι σχεδὸν ταυτόσηµες).
Ἡ Ἁγία Εὐφρασία
Πατρίδα της ἦταν ἡ Νικοµήδεια καὶ ἔζησε στὰ
χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Μαξιµιανοῦ (290). Ἡ
οἰκογένειά της διακρινόταν γιὰ τὸ ἐπίσηµο
τοῦ γένους της, ἡ ἴδια δὲ ἡ Εὐφρασία, ἔλαµπε ἀπὸ µεγάλη σωφροσύνη καὶ εὐσέβεια.
Καταγγέλθηκε ὅτι πίστευε στὸν Χριστὸ καὶ ὁ ἔπαρχος τὴν συνέλαβε καὶ τὴν
παρέδωσε σ᾿ ἕνα ἀγροῖκο βάρβαρο, γιὰ νὰ τὴν ἀτιµάσει. Ἡ Εὐφρασία ὅµως, ἄλλαξε τὴν
σὲ βάρος της κατάσταση, ὑπέρ της. Εἶπε δηλαδὴ σ᾿ ἐκεῖνον τὸν βάρβαρο, ὅτι ἂν τὴν
ἄφηνε ἀπείρακτη, θὰ τοῦ γνώριζε κάποιο φάρµακο, ποὺ θὰ τὸν προφύλαγε στὶς µάχες
ἀπὸ κάθε πληγὴ καὶ αὐτοῦ ἀκόµα τοῦ ξίφους. Καὶ πρόσθεσε: «ἂν θέλεις νὰ πεισθεὶς
γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων µου, κτύπα δυνατὰ µὲ τὸ ξίφος σου τὸν λαιµό µου καὶ θὰ
δεῖς ὅτι δὲν θὰ µὲ βλάψει». Ὁ βάρβαρος δοκίµασε. Τὸ κεφάλι τῆς Ἁγίας κόπηκε καὶ
ἔπεσε κάτω αἱµόφυρτο, Ἀλλ᾿ ἡ τιµή της σώθηκε καὶ ἡ ἁγνὴ παρθένος πῆρε τὸ
βασιλικὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ἡ Ἀνακοµιδὴ τοῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου
Ἡ ἀνακοµιδὴ τοῦ τιµίου αὐτοῦ λειψάνου ἔγινε
ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Πορφυρογέννητο, ποὺ τὸ κατέθεσε στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
Τὴν ἱερὴ κάρα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου θησαυρίζει ἡ Ἱερὴ Μονὴ τοῦ Βατοπεδίου στὸ ἍγιονὌρος.
Ἀνάµνηση θαύµατος Μεγάλου Βασιλείου
Αὐτὴ τὴν µέρα γίνεται ἡ ἀνάµνηση τοῦ
µεγάλου θαύµατος στὴ Νίκαια, ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος µὲ τὴν προσευχή του ἄνοιξε
τὶς πόρτες τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἔδωσε στοὺς Ὀρθοδόξους.
Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος Ἀρχιεπίσκοπος Κερκύρας
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα
Βασιλείου τοῦ Μακεδόνα (867-886), στὴν Ἱερουσαλήµ. Ὁ πατέρας του ἦταν καὶ αὐτὸς
ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήµ, ἡ δὲ µητέρα του ἀπὸ τὴν Βηθανία. Σὲ µικρὴ ἡλικία οἱ γονεῖς
του τὸν ἀφιέρωσαν σ᾿ ἕνα τῶν ἐκεῖ
µοναστηριῶν, ὅπου διδασκόταν τὴν µοναχικὴ
ζωὴ καὶ 12 χρονῶν ἐκάρη µοναχός. Ἀργότερα ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴµ καὶ πῆγε στὴ
Σελεύκεια, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπὸ τὴν Σελεύκεια ἐπανῆλθε στὴν Ἱερουσαλὴµ
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπὶ Πατριάρχου Τρύφωνος (928-931)
πῆρε Ἱερατικὴ θέση. Ἐπὶ δὲ τοῦ διαδόχου του Τρύφωνα, Θεοφύλακτου (933-956) ἐκλέχτηκε
ἐπίσκοπος Κερκύρας γιὰ τὴν πολὺ ἐνάρετη ζωή του. Σὰν ποιµενάρχης διακρίθηκε γιὰ
τὴν εὐαγγελική του δράση καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὶς ἀνάγκες τοῦ ποιµνίου
του. Κάποτε ὅµως, ὁ Κωνσταντῖνος Πορφυρογέννητος (911 -959), ἄγνωστο γιὰ ποιὸ
λόγο, ζήτησε νὰ παρουσιαστοῦν στὴ βασιλεύουσα οἱ Κερκυραῖοι πρόκριτοι. Ὁ
γέροντας, πλέον Ἀρσένιος, ἀνέλαβε νὰ διευθετήσει τὰ πράγµατα καὶ πῆγε στὴν
Κωνσταντινούπολη.
Στὴν ἐπιστροφὴ ὅµως, πέθανε στὸ δρόµο κοντὰ
στὴν Κόρινθο. Ἀπὸ ἐκεῖ µετακοµίστηκε στὴν Κέρκυρα καὶ τὸ Ἱερό του λείψανο ἔκανε,
µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, πολλὰ θαύµατα.
Ὁ Ὅσιος Μελέτιος ὁ Γαλασιώτης ὁ Ὁµολογητής
Μαρία ὀνοµαζόταν ἡ µητέρα του καὶ Γεώργιος
ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν ἀξιωµατικός. Καταγόταν ἀπὸ µία κωµόπολη τῆς Μαύρης
Θάλασσας. Τὸ ἀρχικό του ὄνοµα ἦταν Μιχαὴλ καὶ ὁ εὐσεβὴς πόθος του τὸν ἔφερε στοὺς
ἁγίους Τόπους, ἀπ᾿ ὅπου βάδισε
πεζὸς στὸ θεοβάδιστο Ὄρος Σινᾶ, καὶ
κατατάχθηκε στὸ ἐκεῖ µοναχικὸ τάγµα. Ἀργότερα πῆγε στὴν Αἴγυπτο, ἀπὸ κεῖ στὴ Δαµασκὸ
γιὰ νὰ καταλήξει στὴ Μονὴ Ὁσίου Λαζάρου, ποὺ ἦταν στὸ ὄρος Γαλάσιο, καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ
πῆρε τὸ ἐπώνυµο Γαλασιώτης. Τὸ 1261 ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ δίδασκε µαζὶ
µὲ τὸν συµµοναστὴ του Γαλακτίονα στοὺς χριστιανούς, νὰ εἶναι ἀκλόνητοι στὴν Ὀρθοδοξία
καὶ πὼς νὰ ἐξασφαλίζουν τὴν ψυχική τους σωτηρία. Ὁ Μιχαὴλ Παλαιολόγος τοὺς ἐξόρισε
στὴ Σκῦρο τὸ 1275, ἀλλὰ µετὰ
µερικὰ χρόνια ἐπέστρεψαν στὴν
Κωνσταντινούπολη. Ὁ τότε λατινόφρων πατριάρχης Ἰωσὴφ Βέκκης, εἶπε στὸν Μελέτιο
νὰ γίνει ἱερέας, ἀλλ᾿ αὐτὸς δὲν δέχτηκε ἀπὸ ἕναν πολέµιο τῆς Ἐκκλησίας νὰ γίνει
ἱερέας. Τελικὰ πέθανε τὸ 1283 σὲ ἡλικία 77 ἐτῶν. Τάφηκε στὴ Μονὴ τοῦ ἁγίου καὶ
δικαίου Λαζάρου.
Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός
«Μᾶρκος οὐχ ὑπέγραψε, λοιπὸν ἐποιήσαµεν οὐδέν».
Ὁ Μᾶρκος δὲν ὑπέγραψε, λοιπὸν δὲν κάναµε τίποτα. Μία παροιµιώδης φράση τοῦ Πάπα
Ῥώµης, ὅταν ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς δὲν ἔβαλε τὴν ὑπογραφή του στὸ πρωτόκολλο γιὰ
τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῷ εἶχαν ὑπογράψει ὅλοι οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι.
Ὁ ὑπέρµαχος αὐτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 1392. Γονεῖς
εἶχε τὸν
διάκονο Γεώργιο καὶ τὴν Μαρία, ποὺ ἦταν
κόρη κάποιου γιατροῦ Λουκᾶ ὀνοµαζοµένου. Ὁ Μᾶρκος εἶχε πολλὰ χαρίσµατα καὶ ἀναδείχθηκε
ἔξοχος στὶς θεολογικὲς καὶ ἄλλες σπουδές. Δίδασκε στὸ φροντιστήριο τοῦ πατέρα
του, καὶ ἀργότερα, µετὰ τὸν θάνατο αὐτοῦ, τὸν διαδέχθηκε στὸ διδασκαλικὸ ἐπάγγελµα.
Διακρίθηκε σὰν δάσκαλος τῆς ῥητορικῆς καί, στὸ 25ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ἀποφάσισε
νὰ γίνει µοναχὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔφυγε σὲ µία Μονὴ στοὺς Πριγκηπόνησους. Ἐκεῖ ἐτάχθη
ὑπὸ τὴν πνευµατικὴ
ἐπιστασία ἐναρέτου µοναχοῦ, τοῦ Συµεών, ὁ ὁποῖος
τὸν ἔκειρε µοναχὸ καὶ τὸν
µετονόµασε ἀπὸ Μανουήλ, ποὺ ἦταν τὸ πρῶτο
του ὄνοµα, σὲ Μᾶρκο. Κατόπιν ἀπὸ τὰ
νησιὰ αὐτὰ ἔφυγε καὶ πῆγε στὴ Μονὴ τῶν
Μαγκάνων, ὅπου χειροτονήθηκε Ἱερέας.
Ἀφοῦ ἔγινε κληρικός, τὸ 1436 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος
Ἐφέσου. Τότε, ὁ βασιλεὺς
Ἰωάννης ὁ Παλαιολόγος, µπροστὰ στὸν
τουρκικὸ κίνδυνο καὶ µὲ τὴν ἰδέα ὅτι θὰ
µποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει ὁ Πάπας, πηγαίνει
στὴ Φεῤῥάρα τῆς Ἰταλίας γιὰ νὰ
συζητήσει τὴν ἕνωση τῶν δυὸ Ἐκκλησιῶν. Στὴν
τελικὴ Σύνοδο, ποὺ γίνεται στὴ
Φλωρεντία τὸ 1439, βλέπουµε, δυστυχῶς, τοὺς
ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς, ἰδιαίτερα γιὰ τὸ
«πρωτεῖο» τοῦ Πάπα, νὰ ὑπογράφουν ὅλοι. Ἐδῶ,
ἀκριβῶς στὴν πιὸ κρίσιµη στιγµὴ τῆς
ὀρθόδοξης χριστιανικῆς Ἱστορίας, σηκώνει τὸ
πνευµατικό του ἀνάστηµα ὁ Ἐπίσκοπος
Ἐφέσου Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ λέει «Ὄχι.
Καλύτερα σκλαβωµένα σώµατα στοὺς
Τούρκους, παρὰ σκλαβωµένο πνεῦµα στὸν αἱρετικὸ
Πάπα». Κατόρθωσε, ἔτσι, νὰ
κρατήσει ψηλὰ τὴν σηµαία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ
νὰ διδάξει σ᾿ ὅλους µας πὼς τὴν
ὀρθόδοξη παράδοσή µας δὲν πρέπει νὰ συµβιβάζουµε
καὶ νὰ προδίδουµε, χάριν
ἐφήµερων καὶ ἰδιοτελῶν σκοπῶν. Κατόπιν αὐτοῦ
ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὑπέστη ἀπ᾿ αὐτοὺς
ποὺ κυβερνοῦσαν πολλὲς ἐξορίες,
καταδιώξεις καὶ ταπεινώσεις, ἀλλ᾿ ἔµεινε
ἀδιάσειστος. Ἀῤῥώστησε, γιὰ περίπου 14
µέρες καὶ πέθανε στὶς 23 Ἰουνίου (ὅπου
κανονικὰ πρέπει νὰ γιορτάζεται καὶ ἡ
κυρίως µνήµη του, σύµφωνα µὲ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη) τοῦ ἔτους 1444, σὲ ἡλικία 52 ἐτῶν.
Τάφηκε στὴ Μονὴ Ἁγ. Γεωργίου τῶν Μαγκάνων.
Ὁ Ὅσιος Κοσµᾶς ὁ Χρυσοστόµατος
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται στὸ Τυπικό της
Κυπριακῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοστόµου, ποὺ σῴζεται στὴν ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῶν
Παρισίων ὑπ᾿ ἀριθµ. 402 Coislin φ. 101. Στὸ Τυπικὸ λοιπὸν αὐτό, σηµειώνεται ἡ
µνήµη τοῦ ὡς ἑξῆς: «Ἰστέον ὅτι κατὰ ταύτην τὴν ἡµέραν ἐπιτελοῦµεν µνηµόσυνα τοῦ
ὁσίου πατρὸς ἡµῶν Κοσµᾶ τοῦ Χρυσοστόµατος, ὡσαύτως καὶ τὰ µνηµόσυνα τοῦ
πρεσβυτέρου καὶ καθηγουµένου κὺρ Νικηφόρου». Σύµφωνα λοιπόν, µ᾿ αὐτά, ὁ ὅσιος
Κοσµᾶς ἦταν µοναχὸς τῆς Κυπριακῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόµου, ἀπ᾿ ὅπου πῆρε καὶ
τὴν ἐπωνυµία Χρυσοστόµατος, καὶ ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ὁσία καὶ ἀσκητικὴ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ
καὶ γιορτάζεται στὴ Μονή του.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος (Ῥῶσος)
Ὁ Νηστευτὴς (12ος αἰ.).
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος τοῦ Νόβγκοροντ (Ῥῶσος)
Διὰ Χριστὸν σαλός.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 20
●
Ὁ Ἅγιος Εὐθύµιος ὁ Μέγας
●
Οἱ Ἅγιοι Βάσσος, Εὐσέβιος, Εὐτύχιος καὶ Βασιλείδης
●
Οἱ Ἅγιοι Ἴννας, Πίννας καὶ Ῥίµµας
●
Ὁ µακάριος Πέτρος ὁ τελώνης
●
Οἱ Ἅγιοι Θύρσος καὶ Ἁγνὴ Μάρτυρες
●
Ὁ εὐσεβὴς Βασιλεὺς Λέων ὁ Μέγας, ὁ Θράξ
●
Ἡ Ἁγία Ἄννα
●
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας νεοµάρτυρας ἐξ΄Ἀρτης
●
Οἱ Ὅσιοι Εὐθύµιος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ Λαυρέντιος ὁ Ἔγκλειστος.
Ὁ Ἅγιος Εὐθύµιος ὁ Μέγας
Γεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς ποὺ εἶχαν µεγάλη
πίστη καὶ θεάρεστη ζωή, τὸν Παῦλο καὶ τὴν Διονυσία, τὸ 377 στὴ Μελιτηνὴ τῆς Ἀρµενίας.
Σὲ ἡλικία τριῶν χρόνων χάνει τὸν πατέρα του, ἀλλὰ ἡ µητέρα του ἦταν ἀπὸ ἐκεῖνες
τὶς χῆρες γυναῖκες ποὺ διατήρησαν ὅλη τὴν ψυχική τους δύναµη καὶ µπόρεσαν νὰ ἀναδείξουν
µεγάλα τὰ παιδιά τους. Ὁ ἐπίσκοπος Εὐτρώϊος διέκρινε τὰ χαρίσµατα τοῦ παιδιοῦ
καὶ τὸ προστάτευσε. Ἀφοῦ σπούδασε ὁ Εὐθύµιος, χειροτονεῖται διάκονος, καί,
κατόπιν, Ἱερέας καὶ µάλιστα, κρίνεται κατάλληλος νὰ διευθύνει τὸ µοναστήρι τῆς
Μελιτηνῆς. Πόθος του, ὅµως, ἦταν νὰ πάει στοὺς Ἁγίους Τόπους. Πράγµατι, τὸ 406 ὁ
Θεὸς τὸν ἀξιώνει καὶ πηγαίνει στὰ Ἱεροσόλυµα. Τὰ µεγάλα πνευµατικὰ καὶ ἠθικὰ
χαρίσµατά του γρήγορα τὸν ἀνέδειξαν καὶ ἐκεῖ. Στὸ ἡσυχαστήριό του
συγκεντρώνονται πολλοὶ ζηλωτὲς µοναχοὶ καὶ τὸν ἐκλέγουν ἡγούµενο. Τὸ νέο του ἀξίωµα
ὁ Εὐθύµιος τὸ διαχειρίζεται σωστὰ καὶ ἀρχίζει συστηµατικὴ Ἱεραποστολικὴ ἐργασία
χριστιανικοῦ φωτισµοῦ µεταξὺ τῶν ἀραβικῶν πληθυσµῶν, φέρνοντας πολλοὺς Ἄραβες
στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι, ὁ Εὐθύµιος
«θέρισε» πολλὲς ψυχὲς στὸν πνευµατικὸ ἀγρὸ
τοῦ Χριστοῦ. Καὶ σύµφωνα µὲ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου µας, «Ὁ θερίζων µισθὸν λαµβάνει
καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον». Δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ ἑλκύει ψυχὲς στὴ
σωτηρία παίρνει µισθὸ καὶ ἀποθηκεύει καρπὸ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ὁ Εὐθύµιος πάνω ἀπὸ
90 ἐτῶν, (κάτ᾿ ἄλλους πέθανε τὸ 473 σὲ ἡλικία 97 ἐτῶν), παραδίδει τὸ πνεῦµα του
στὸν Κύριο, ἀφοῦ τὸν ὑπηρέτησε µέχρι τέλους, καὶ δίκαια ὀνοµάστηκε Μέγας.
(Στὸν Πατµιακὸ Κώδικα 266, κατὰ τὴν 7η τοῦ
µηνὸς Μαΐου φέρεται «ἡ µετάθεσις τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡµῶν Εὐθυµίου τοῦ
Μεγάλου». Στὸν δὲ Συναξαριστὴ Delehaye σελ. 406, ἀναφέρεται κατὰ τὴν 19η Ἰανουαρίου,
«ἐπάνοδος τοῦ λειψάνου τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡµῶν Εὐθυµίου»).
Οἱ Ἅγιοι Βάσσος, Εὐσέβιος, Εὐτύχιος καὶ
Βασιλείδης
Ἦταν πλούσιοι καὶ συγκλητικοί. Μαρτύρησαν
στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα. Ἐνῷ πρὶν ἦταν
εἰδωλολάτρες, πῆραν ἀφορµὴ νὰ µελετήσουν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία καὶ νὰ
προσέλθουν σ᾿ αὐτή, ὅταν παρακολούθησαν τὸ µαρτύριο τοῦ ἐπισκόπου Θεοπέµπτου.
Καὶ τὴν γνήσια καὶ ὁλόθερµη πίστη τους, ἐπικύρωσαν µὲ τὸ µαρτυρικό τους τέλος.
Καταγγέλθηκαν σὰ χριστιανοί, δὲν τὸ ἀρνήθηκαν, ἄφοβοι δὲ καὶ πρόθυµοι βάδισαν
στὸ στάδιο τοῦ
µαρτυρίου. Στὴν ἀρχὴ τοὺς ἀφαίρεσαν τὶς ἐπίσηµες
ζῶνες τους, ἐµβλήµατα τῶν συγκλητικῶν ἀξιωµάτων τους, διότι τάχα ἦταν ἀνάξιοι νὰ
τὶς φέρουν. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι χαίρονταν, διότι πίστευαν ὅτι εἶχαν γίνει συµπολῖτες τῶν
Ἁγίων καὶ θὰ γίνονταν καὶ στεφανηφόροι του Χριστοῦ. Ἔτσι ὑπέστησαν γενναιότατα
τὸ µαρτυρικὸ θάνατο ὡς ἑξῆς: τὸν µὲν Βάσσο, ἀφοῦ τὸν ἔβαλαν µέχρι τὰ γόνατα
µέσα σὲ βόθρο, κατόπιν τοῦ ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ στὴ συνέχεια διαµέλισαν ὅλο τὸ σῶµα
του. Τοὺς δὲ Εὐσέβιο καὶ Εὐτύχιο, ἀφοῦ τους κρέµασαν ἀνάποδα, κατόπιν τοὺς
διαµέλισαν µὲ τσεκούρια. Καὶ τέλος τὸν Βασιλείδη τὸν θανάτωσαν, ἀφοῦ τοῦ διέῤῥηξαν
τὴν κοιλιὰ µὲ µαχαῖρι.
Οἱ Ἅγιοι Ἴννας, Πίννας καὶ Ῥίµµας
Κατάγονταν ἀπὸ τὸν Βοῤῥᾶ καὶ ὀνοµάστηκαν
κρυστάλλινοι, µαρτύρησαν ἀφοῦ τους ἔβαλαν, δεµένους σὲ ξύλο καὶ σὲ καιρὸ τροµερῆς
παγωνιᾶς, µέσα σὲ παγωµένο ποτάµι. Φοβεροὶ καὶ ἀνυπόφοροι ἦταν οἱ πόνοι ποὺ
δοκίµασε ἐκεῖ ἡ ὁλόγυµνη σάρκα τους. Ἀλλ᾿ ἡ ψυχή τους δὲν ἀπέβαλε τίποτα ἀπὸ τὴν
θερµὴ εὐσέβειά τους. Καὶ ἔτσι πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ µακάριος Πέτρος ὁ τελώνης
Ἦταν Πατρίκιος στὸ ἀξίωµα καὶ διορισµένος ἐπὶ
αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ διοικητὴς στὴν Ἀφρική. Δυστυχῶς κατεῖχε ἕνα θανάσιµο ἐλάττωµα,
τὴν πλεονεξία. Κάποτε ὅµως ἔπεσε στὰ χέρια του τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἀπὸ
περιέργεια τὸ διάβασε. Τὸ θαῦµα ἔγινε! ἄνοιξαν τὰ µάτια του καὶ εἶδε ὅλη τὴν ἀσχήµια
τῆς ζωῆς του. Καὶ µετὰ ἀπὸ ἕνα σηµαδιακὸ ὄνειρο, µετάνιωσε εἰλικρινά, µοίρασε ὅλη
του τὴν περιουσία στοὺς φτωχούς, παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἐπικίνδυνο ἐπάγγελµά του καὶ
ζοῦσε βοηθῶντας µὲ κάθε τρόπο τοὺς πάσχοντες. Ἔφτασε µάλιστα στὸ σηµεῖο καὶ νὰ
πουληθεῖ ἀκόµα σὰν δοῦλος γιὰ
νὰ βοηθήσει µία οἰκογένεια ποὺ ὑπέφερε. Ἀργότερα
πῆγε στὴν Ἱερουσαλήµ, προσκύνησε τοὺς ἁγίους Τόπους καὶ ἔπειτα πῆγε στὴν
Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἀπεβίωσε φτωχός, ἀλλὰ πλούσιος σὲ οὐρανίους θησαυρούς.
Οἱ Ἅγιοι Θύρσος καὶ Ἁγνὴ
Μάρτυρες ποὺ ἡ σύναξή τους τελεῖται κοντὰ
στὶς Ἐλενιάνες.
Ὁ εὐσεβὴς Βασιλεύς Λέων ὁ Μέγας, ὁ Θράξ
Ὁ βασιλεὺς οὗτος Λέων ἔγινε µετὰ τὸν εὔσεβεστατον
βασιλέα Μαρκιανόν. Τὴν εἰς τὸν θρόνον ἀνάῤῥησιν προείπεν εἰς αὐτὸν ἡ Θεοτόκος, ὅτε
ἦτο εἰσέτι ἁπλοῦς ἰδιώτης. Τριπλοῦν δὲ τότε θαῦµα ἐγένετο ἤτοι α) ἡ ἀκουσθεῖσα
φωνὴ τῆς Θεοτόκου ἡ ἀποκαλύψασα εἰς τὸν Λέοντα τὸ ἁγίασµα τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς
(Μπαλουκλή), β) ἡ πρόῤῥησις ὅτι ὁ Λέων θὰ γίνῃ βασιλεὺς καὶ γ) ἡ διὰ τοῦ
Λέοντος θεραπεία τοῦ τυφλοῦ. Ἐφύλαττε δὲ ὁ Λέων οὗτος πολὺ τὴν Ὀρθόδοξον
πίστιν, βεβαιώσας ἅπαντα τὰ κηρυχθέντα ὑπὸ τῶν προκατόχων του βασιλέων κατὰ τῶν
αἱρετικῶν διατάγµατα καὶ πρὸ πάντων τὰ τῆς ἐν Χαλκηδόνι Ἁγίας Τετάρτης Οἰκουµενικῆς
Συνόδου θεσπίσµατα - ὅθεν ἡ Ἐκκλησία ἐπὶ τῆς ἐποχῆς του ἦτο ἐν ἀνθηρῇ
καταστάσει. Ἐθέσπισεν ἐπίσης νόµον δι᾿ οὗ ἀπηγορεύετο τὸ πωλεῖν, τὸ ἀγοράζειν
καὶ τὸ ὀρχεῖσθαι ἐν ἡµέρᾳ Κυριακή. Οὗτος ἀνήγειρε καὶ τὸν Ναὸν τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς,
εἰς τὸν τόπον εἰς ὃν ἀνέβλυσε τὸ ἁγίασµα. Ζήσας δὲ ἔτη δέκα ἑπτὰ ἐπὶ τοῦ
βασιλικοῦ θρόνου, ἐξεδήµησε πρὸς Κύριον ἐν ἔτει υοδ´ (474), προσβληθεῖς ὑπὸ ὑπερβολικῆς
δυσεντερίας, ἐκ τῆς ὁποίας ἔγινε τὸ λείψανόν του ὡς φανός. Εἰς τὸν Ἅγιον τοῦτον
βασιλέα Λέοντα ἐποίησε πλήρη Ἀκολουθίαν ὁ Ὑµνογράφος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Πατὴρ
Γεράσιµος Μικραγιαννανίτης.
Ἡ Ἁγία Ἄννα
Μαρτύρησε στὴ Ῥώµη.
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας νεοµάρτυρας ἐξ Ἀρτης
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὰ µέρη
τῆς Ἄρτᾳς. Σὲ µικρὴ ἡλικία ἐξισλαµίστηκε καὶ ἀργότερα ἔφυγε στὴν παλιὰ Πάτρα, ὅπου
ἔκανε τὴν τέχνη τοῦ γουναρά. Σὲ κάποια στιγµὴ ὅµως µετάνιωσε εἰλικρινά, βρῆκε
πνευµατικό, ἐξοµολογήθηκε τὸ ἁµάρτηµα τῆς ἐξωµοσίας τοῦ καὶ ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ
µαρτυρήσει. Ὁ πνευµατικὸς ὅµως, φοβούµενος µήπως ἀποκάµει ὁ µάρτυρας στὴ
διάρκεια τῶν βασανιστηρίων, τὸν ἀπέτρεπε λέγοντάς του ὅτι, ἀπ᾿ τὴν στιγµὴ ποὺ ἦρθαν
οἱ Ἀρβανῖτες στὸν Μοριὰ ἔµαθαν στοὺς ντόπιους Τούρκους τόσους καὶ τέτοιους
τρόπους βασανιστηρίων, ποὺ µπροστά τους ὠχριοῦν αὐτὰ τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος
ἀποκρίθηκε τότε στὸν πνευµατικὸ λέγοντάς του ὅτι ἔχει τόση δίψα νὰ βασανιστεῖ
γιὰ τὸν Χριστό, ποὺ γιὰ νὰ τὸν ξεδιψάσουν δὲν φτάνουν οὔτε αὐτὰ τὰ βασανιστήρια
τῶν Ἀρβανιτῶν. Μπροστὰ στὰ λόγια αὐτὰ τῆς πίστης καὶ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν
Χριστό, ὁ πνευµατικὸς µετέδωσε τὰ ἄχραντα µυστήρια στὸν Ἅγιο καὶ τὸν εὐλόγησε.
Τότε ὁ Ζαχαρίας ἀφοῦ πῆγε στὸ ἐργαστήρι του, πούλησε ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του καὶ τὰ
ἔδωσε ἐλεηµοσύνη στοὺς φτωχούς. Ἔπειτα παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ µὲ θάῤῥος ὁµολόγησε
τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὁ Κριτὴς δὲν µπόρεσε νὰ τὸν µεταπείσει οὔτε µὲ κολακεῖες, οὔτε
µὲ φοβέρες, τὸν ἔστειλε στὸν ἐξουσιαστὴ τῆς πόλης. Αὐτός, µαζί µε τοὺς ἀγάδες, ἀποφάσισε
νὰ τὸν ῥίξουν στὴ φυλακὴ καὶ τρεῖς φορὲς τὴν ἡµέρα νὰ τὸν χτυπᾶνε δυνατά, ἔτσι ὥστε
ἡ νὰ ἐπανέλθει στὴν πίστη τους ἤ νὰ ξεψυχήσει χωρὶς νὰ χυθεῖ αἷµα ἀπὸ τὸ σῶµα
του. Ἔτσι ὁ Ἅγιος βασανίστηκε γιὰ πολλὲς ἡµέρες καὶ µὲ
ἀξιοθαύµαστη καρτερία ὑπέµεινε τὰ φρικτὰ
βασανιστήρια. Παρέδωσε τὸ πνεῦµα του στὶς 20 Ἰανουαρίου 1782 στὴν Πάτρα. Εἰκόνα
τοῦ Ἁγίου σῴζεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ «Κάτω Παναγιᾶς» Ἄρτᾳς.
Οἱ Ὅσιοι Εὐθύµιος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ
Λαυρέντιος ὁ Ἔγκλειστος
Στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου (Ῥῶσοι, 13ος-14ος αἰ.).
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 21
●
Ὁ Ὅσιος Μάξιµος ὁ ὁµολογητής
●
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος
●
Ὁ Ὅσιος Ζώσιµος ἐπίσκοπος Συρακουσῶν
●
Οἱ Ἅγιοι Εὐγένιος, Οὐαλεριανός, Κάνδιδος καὶ Ἀκύλας οἱ ἐκ Τραπεζοῦντας
●
Ἡ Σύναξις τῆς Ἁγίας Εἰρήνης
●
Ἡ Ἁγία Ἁγνή
●
Οἱ Ἅγιοι Τέσσερις Μάρτυρες
●
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος Προσµονάριος τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου
●
[Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πάτροκλος] Μνήµη ὅλων τῶν Μαρτύρων
●
Ὁ Ἅγιος Μάξιµος Γραικός
●
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώνιος ὁ Ἀναχωρητής
Ὁ Ὅσιος Μάξιµος ὁ ὁµολογητής
Ὃς ἂν ὁµολογήσει ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς
τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ µένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ».
Δηλαδή, ὅποιος ὁµολογήσει µὲ ὅλες του τὶς
δυνάµεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ
ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς µένει
µέσα σ᾿ αὐτὸν καὶ αὐτὸς µέσα στὴ χάρη τοῦ
Θεοῦ. Ἕνας τέτοιος ὁµολογητὴς ὑπῆρξε καὶ ὁ
Ὅσιος Μάξιµος, ποὺ πραγµατικὰ εἶχε τὴν
χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του. Ἦταν εὐγενικῆς
καταγωγῆς καὶ γεννήθηκε στὴν
Κωνσταντινούπολη τὸ 580 µ. Χ. Ἔκανε λαµπρὲς
σπουδὲς στὴ θεολογία, ἀλλὰ καὶ στὴ
φιλοσοφία. Μάλιστα, ἔκανε ἰδιαίτερος
γραµµατέας τοῦ αὐτοκράτορα Ἡρακλείου. Τότε
προόδευε ἡ αἵρεση τῶν Μονοθελητῶν. Ὁ
Μάξιµος ἀφήνει τὶς λαµπρότητες τῶν
ἀνακτόρων καὶ γίνεται µοναχός, πολεµῶντας
παντοιοτρόπως τὴν σατανικὴ αὐτὴ
αἵρεση. Στὸν ἀγῶνα του αὐτὸ βρίσκει πολλὰ ἐµπόδια.
Κυρίως, τὸν αὐτοκράτορα
Κώνστα, ποὺ ὑποστήριζε τοὺς Μονοθελητές.
Μάλιστα, ἔφτασε στὸ σηµεῖο µὲ µία
ψευτοσύνοδο νὰ καταδικάσει τὸν ὅσιο, νὰ τὸν
ἀναθεµατίσει(!), καὶ τὸν παρέδωσε στὸν
ἔπαρχο τῆς πόλης γιὰ νὰ τιµωρηθεῖ.
Μαστιγώνεται σκληρὰ καὶ τοῦ κόβουν τὴν γλῶσσα
καὶ τὸ δεξὶ χέρι. Ἡ θέα, ὅµως, τοῦ ἄγλωσσου,
πλέον, στόµατος, θὰ ἦταν ἡ εὐγλωττότερη
καὶ φλογερώτερη ὑπόµνηση τῆς ἀφοσίωσης ποὺ
χρωστοῦν ὅλοι νὰ ἔχουν στὴν Ἱερὴ
ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Πεθαίνει ἐξόριστος
στὴ Λαζικὴ τὸ 662 µ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Νεόφυτος
Γεννήθηκε στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπὸ γονεῖς
εὐσεβεῖς, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Φλωρεντία, ἐπὶ βασιλέως Διοκλητιανοῦ (284-304). Σὲ
νεαρὴ ἡλικία κατέφυγε στὸν Ὄλυµπο καὶ ζοῦσε ἀσκητικὰ µέσα σὲ µία σπηλιά. Ἀπὸ τὸν
Ὄλυµπο ἐπανῆλθε στὴ Νίκαια, ὅπου ἐπισκέφθηκε τοὺς γονεῖς του, καὶ κατόπιν πάλι ἐπέστρεψε
στὸν Ὄλυµπο.
Ἡ ζωή του ὑπῆρξε πολὺ πνευµατική. Ἐκεῖνο τὸν
καιρὸ ὅµως, οἱ διῶκτες τοῦ Χριστιανισµοῦ Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιµιανός, ἔστειλαν
στὴν ἐπαρχία τῆς Βιθυνίας ἕναν θηριώδη ἄρχοντα, τὸν Μάξιµο. Αὐτὸς κοµµατίαζε τοὺς
χριστιανοὺς µὲ τὸν πιὸ ἀπάνθρωπο τρόπο. Τότε ἄγγελος Κυρίου ἐµφανίστηκε στὸν
Νεόφυτο καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάει στὴ Νίκαια γιὰ νὰ µαρτυρήσει. Ἔτσι ὥστε µὲ τὸν
τρόπο αὐτὸ νὰ ἐνισχύσει ψυχικὰ τοὺς χριστιανούς. Πράγµατι ὁ Νεόφυτος
παρουσιάστηκε στὸν Μάξιµο καὶ µὲ πρωτοφανὲς θάῤῥος τὸν ἤλεγξε. Τότε ὁ ἄγριος ἄρχοντας
διέταξε καὶ τὸν ἔδειραν σκληρά. Κατόπιν τὸν ἔριξαν µέσα σὲ καζάνι µὲ βραστὸ
νερό, ἔπειτα στὰ θηρία καὶ στὸ τέλος τὸν σκότωσαν µὲ ξίφος. Τὸ µαρτύριό του, ὅµως,
ἐµψύχωσε σὲ µεγάλο βαθµὸ τοὺς χριστιανοὺς τοῦ τόπου ἐκείνου.
Ὁ Ὅσιος Ζώσιµος ἐπίσκοπος Συρακουσῶν
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Οἱ εὐσεβεῖς
γονεῖς του εἶχαν ἕνα κτῆµα κοντὰ σ᾿ ἕνα
µοναστήρι, καὶ ὁ µικρὸς γιός τους γρήγορα ἀγαπήθηκε
ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ µοναχοὺς γιὰ τὴν
ἀφοσίωσή του στὰ θεῖα. Ὁ ἡγούµενος µάλιστα
τοῦ µοναστηρίου φρόντισε ὁ µικρὸς νὰ
µάθει γράµµατα καὶ ὅταν µεγάλωσε, ὁ ἴδιος
πλέον δίδασκε τὰ θεολογικὰ γράµµατα.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγουµένου ἔγινε αὐτὸς
διάδοχός του, διότι θεωρήθηκε ἀπὸ τὸν
ἐπίσκοπο Συρακουσῶν ἀξιώτερος ὅλων. Ὑπῆρξε
τόσο µεγάλη ἡ εὐσεβὴς δράση του,
ὥστε µετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου
Συρακουσῶν, ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ τὸν ἔφερε στὸ
ἐπισκοπικὸ ἀξίωµα. Ἀπὸ τὴν νέα του θέση, ὑπηρέτησε
λαµπρὰ τὴν διδασκαλία τοῦ
θείου λόγου καθὼς καὶ ὅλα τὰ ποιµαντικά
του καθήκοντα. Καὶ ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε,
ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Εὐγένιος, Οὐαλεριανός, Κάνδιδος
καὶ Ἀκύλας οἱ ἐκ Τραπεζοῦντας
Κατὰ τὸν διωγµὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ ζήτησαν νὰ
προφυλαχθοῦν στὰ ὄρη. Συνελήφθησαν ὅµως καὶ διατάχθηκαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἐκεῖνοι
ἀπάντησαν γενναία, ὅτι δὲν Τὸν ἀρνοῦνται, καὶ τότε τοὺς ἐξόρισαν στὸ φρούριο τῆς
Πιτυοῦντος τῶν Λάζων. Ἡ φυλακὴ δὲν µπόρεσε νὰ δαµάσει τὸ φρόνηµά τους. Τοὺς ἔφεραν
λοιπὸν καὶ πάλι στὴν Τραπεζοῦντα, ὅπου µὲ ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλές, προσπάθησαν νὰ
τοὺς
σύρουν στὴν εἰδωλολατρεία. Ἡ ἀποτυχία, ὅµως,
ἐξόργισε τὸν ἔπαρχο Λυσία καὶ διέταξε νὰ τοὺς βασανίσουν σκληρά. Πρῶτα τους
γύµνωσαν, καὶ ἄνδρες δυνατοὶ µὲ µαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν, καταξέσχισαν τὶς
σάρκες τους. Ἔπειτα ἔµπηξαν σιδερένια νύχια στὰ σώµατά τους καὶ ἄνοιξαν βαθειὲς
πληγὲς στὰ πλευρά τους. Κατόπιν µὲ ἀναµµένες λαµπάδες, ἔκαψαν τὶς µατωµένες
πληγές τους. Τελικὰ θανατώθηκαν µὲ
ἀποκεφαλισµό, ἀφοῦ ἔµειναν ἄσειστοι καὶ
νικηφόροι στὴν πίστη τους.
(Στὸ τυπικό της Μονῆς Καρακάλου, ἀριθ. 25
φ. 123 σηµειώνεται: «τῇ 24η Ἰουνίου τελεῖται καὶ ἡ γέννησις τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου
µεγαλοµάρτυρας Εὐγενίου»).
Ἡ Σύναξις τῆς Ἁγίας Εἰρήνης
Στὴν ἐκκλησία ποὺ βρίσκεται πρὸς τὴν
θάλασσα. Αὐτὴ ἴσως εἶναι ἡ ἐκκλησία ποὺ ἔκτισε ὁ Ἅγιος Μαρκιανὸς (+ 10 Ἰανουαρίου),
ὁ οἰκονόµος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Διότι αὐτὸς ἔκτισε ἕναν ναὸ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης
πρὸς τὴν θάλασσα. Καὶ σ᾿ ἄλλα µέρη τῶν Συναξαριστῶν ἀναφέρεται αὐτὴ ἡ Ἁγία Εἰρήνη
πρὸς τὴν θάλασσα.
Ἡ Ἁγία Ἁγνή
Ἦταν κόρη οἰκογενείας εὐγενῶν ἀπὸ τὴν Ῥώµη.
Οἱ δραστηριότητες τῆς Ἁγνῆς ἦταν νὰ φέρνει ψυχὲς στὴ Χριστιανικὴ πίστη καὶ οἱ ἐπιτυχίες
της ἦταν µεγάλες. Καταγγέλθηκε στὸν ἄρχοντα καὶ διατάχτηκε νὰ ἀρνηθεῖ τὸν
Χριστό. Ἡ Ἁγνὴ ἐπέµενε νὰ τὸν ὁµολογεῖ. Τότε ὁ σκληρὸς ἄρχοντας τὴν ἔριξε σὲ
πορνεῖο γιὰ νὰ σπιλώσει τὴν τιµή της. Ἀλλ᾿ ἡ Ἁγνὴ διὰ τῆς προσευχῆς ἔφερε
πραγµατικὸ σεισµὸ µέσα στὸ πορνεῖο, καὶ ὅσους διεφθαρµένους τόλµησαν νὰ τὴν
πλησιάσουν τοὺς ἔριξε κάτω νεκρούς. Ἀµέσως τότε οἱ διεφθαρµένες γυναῖκες τὴν ἔβγαλαν
ἀπὸ τὸ πορνεῖο καὶ ὁ ἄρχοντας ἀπὸ τὴν µανία τὴν ἔριξε στὴν φωτιά. Ἔτσι ἡ ψυχή
της στεφανηφόρα πέταξε πρὸς τὸν Θεό. Εὐσεβεῖς χριστιανοὶ παρέλαβαν τὰ ἀπανθρακωµένα
λείψανά της καὶ τὰ ἔθαψαν µὲ µεγάλη εὐλάβεια (ἡ µνήµη τῆς περιττῶς ἐπαναλαµβάνεται
καὶ τὴν 5ην Ἰουλίου).
Οἱ Ἅγιοι τέσσερις Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους στὴν Τύρο.
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος Προσµονάριος τῆς Μονῆς
Βατοπαιδίου
Ἄκουσε τὴν φωνὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀπὸ
τὸ στόµα τῆς ἁγίας της εἰκόνας.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
[Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πάτροκλος] Μνήµη ὅλων τῶν
Μαρτύρων
Ποὺ µαρτύρησαν ἀπὸ τὸ χρόνο τοῦ
πρωτοµάρτυρα Στεφάνου µέχρι σήµερα. Ἡ µνήµη τους συναντᾶται στὸ Ἱεροσολυµιτικὸ
Κανονάριο (σελ. 30). Ἡ δὲ πανήγυρή τους γινόταν στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Στεφάνου τῶν
Ἱεροσολύµων, ποὺ ἔκτισε ἡ βασίλισσα Εὐδοκία (+
460), σύζυγος τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ
Μικροῦ.
Ὁ Ἅγιος Μάξιµος Γραικός
Γεννήθηκε στὴν Ἄρτα τὸ 1470, ἀλλὰ ἡ
καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὸν Μοριᾶ καὶ τὸ κοσµικό του ὄνοµα ἦταν Μιχαὴλ Τριβώλης.
Μαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἰωάννη Μόσχο καὶ ὁλοκλήρωσε τὶς σπουδές του στὴν Ἰταλία. Ἐπίσης,
µαθήτευσε στὴν Ἑλληνικὴ σχολὴ τῆς Βενετίας καὶ κατόπιν σπούδασε στὰ
Πανεπιστήµια τῆς Πάδοβας, τῆς Φλωρεντίας καὶ τοῦ Μιλάνου ἔχοντας ἐπιφανεῖς Ἕλληνες
δασκάλους, ὅπως ὁ Ἰανὸς Λάσκαρης, ὁ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης κ.ἄ. Τὸ 1505-6 πῆγε
στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη µοναχός µε τὸ ὄνοµα Μάξιµος. Ἀργότερα ὁ Ἅγιος, µετὰ ἀπὸ
παράκληση τοῦ τσάρου τῆς Ῥωσίας Βασιλείου Ἰβάνοβιτς, τὸ 1516, πῆγε στὴ Ῥωσία
προκειµένου νὰ µεταφράσει διάφορα λειτουργικὰ καὶ θεολογικὰ βιβλία στὴ
σλαβωνική. Ἐκεῖ ὅµως συκοφαντήθηκε ἄγρια
ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ ἡγούµενο τῆς Μονῆς Βολοκαλὰµκ
Δανιὴλ καὶ ἔτσι ὁ Μάξιµος ταλαιπωρήθηκε ἐπὶ σειρὰ ἐτῶν µὲ ἐξορίες, στέρηση
θείας κοινωνίας, φυλακίσεις σιδηροδέσµιος καὶ ἄλλα βάσανα. Τελικὰ τὸ 1551
µεταφέρθηκε στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σεργίου, ὅπου ὁ ἡγούµενος τὸν περιέβαλε µὲ πολλὴ
ἀγάπη, ἐκτιµῶντας τὸ πνευµατικό του ἔργο. Ἐδῶ ἄφησε καὶ τὴν τελευταία του πνοὴ
στὶς 21 Ἰανουαρίου τοῦ 1556, ἀφοῦ συνέγραψε πολλὰ ἀπολογητικὰ καὶ ἑρµηνευτικὰ ἔργα.
Ἁγιοποιήθηκε στὶς 31 Μαίου
1988.
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώνιος ὁ Ἀναχωρητής
(+4ος αἰ.).
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 22
●
Ὁ Ἅγιος Τιµόθεος ὁ Ἀπόστολος
●
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης
●
Οἱ Ἅγιοι Μανουήλ, Γεώργιος, Πέτρος, Λέων, Γαβριήλ, Σιώνιος, Ἰωάννης,
Λέων,
Πάροδος καὶ ἄλλοι 377
●
Ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ διάκονος
●
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἡγιασµένος ὁ Σαµάκος
●
Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος Διάκονος
Ὁ Ἅγιος Τιµόθεος ὁ Ἀπόστολος
Γεννήθηκε ἀπὸ Ἕλληνα πατέρα καὶ Ἰουδαία
µητέρα, τὴν Εὐνίκη, στὰ Λύστρα τῆς Λυκαονίας. Στερήθηκε πολὺ νωρὶς τὸν πατέρα
του, καὶ ἡ γιαγιά του Λωΐδα ἀπὸ µικρὸ παιδὶ ἀκόµα τοῦ δίδαξε τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅταν
πέρασε ὁ Παῦλος ἀπὸ τὰ Λύστρα, ἐκτίµησε τὰ πνευµατικά του χαρίσµατα καὶ εἶδε σ᾿
αὐτὸν ἕνα σπουδαῖο ἀποστολικὸ ἐργάτη. Τὸν διαπαιδαγωγεῖ ἀνάλογα, τὸν καθιστᾶ ἐπίσκοπο
Ἐφέσου καὶ ἀπὸ τὴν 2η ἀποστολική του περιοδεία ὁ Παῦλος παίρνει τὸν Τιµόθεο
συνοδό του. Ἀπὸ τότε, κοντὰ στὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν, ζεῖ πολλὲς περιπέτειες γιὰ
τὴν διάδοση τοῦ µηνύµατος τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας. Μετὰ τὸ µαρτυρικὸ θάνατο τοῦ
Παύλου, ὁ Τιµόθεος ἐπιστρέφει στὴν Ἔφεσο καὶ ἐκεῖ συνεχίζει τὴν διαποίµανση τῆς
περιοχῆς ποὺ τοῦ εἶχε ἀναθέσει. Κατὰ τὴν παράδοση, ἐκεῖ ὑπέστη µαρτυρικὸ θάνατο
ἀπὸ τοὺς ἐξαγριωµένους ὄχλους τῶν εἰδωλολατρῶν, ἐπειδὴ ἐπέκρινε τὰ ὄργιά τους σὲ
µία σειρὰ γιορτῶν τῆς Ἀρτέµιδος τῆς Ἐφεσίας. Ἔτσι, δίκαια θὰ µποροῦσε νὰ ἐπαναλάβει
καὶ ὁ Τιµόθεος αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ διδάσκαλός του, ὅταν πλησίαζε τὸ τέλος του: «Τὸν
ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισµαι, τὸν δρόµον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα λοιπὸν ἀπόκειταί
µοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει µοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡµέρᾳ, ὁ
δίκαιος Κριτής». Δηλαδή, τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς διάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου ἀγωνίστηκα,
τὸ δρόµο τῆς ἀρετῆς τελείωσα καὶ τὴν πίστη διαφύλαξα. Λοιπόν, µοῦ ἐπιφυλάσσεται
ὁ στέφανος τῆς δικαιοσύνης, ποὺ θὰ µοῦ ἀποδώσει ὁ Κύριος τὴν µεγάλη ἡµέρα τῆς
Κρίσεως, σὰν δίκαιος Κριτής. Τὸ δὲ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου, µετακοµίστηκε στὴν
Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε µέσα στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων,
µαζὶ µ᾿ αὐτὰ τῶν Ἁγ. Ἀπ.
Ἀνδρέου καὶ Λουκᾶ.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης
Ἔζησε τὸν 7ο αἰῶνα µ.Χ. στὰ χρόνια του
βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Χοσρόη καὶ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως Ἡρακλείου.
Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ῥαζὴχ τῆς ἐπαρχίας Ῥασνουνί. Γιὸς Πέρση, ἀπὸ τὴν τάξη τῶν
Μάγων, εἶχε λάβει ἀξιόλογη ἐκπαίδευση καὶ εἶχε µεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ
φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ προβλήµατα. Ὅταν ὁ Χοσρόης κυρίευσε τὰ Ἱεροσόλυµα τὸ
614, καὶ ἔστειλε τὸν Τίµιο
Σταυρὸ στὴν Περσία, οἱ µορφωµένοι Πέρσες ἐνδιαφέρθηκαν
πολὺ γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν θρησκεία Του. Ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ
Μαζοενδὰτ (κατ᾿ ἄλλους Μαγουνδάτ), ὁ γιὸς τοῦ Βάβ, ποὺ κατέληξε στὸ ν᾿ ἀποφασίσει
ν᾿ ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὰ Ἱεροσόλυµα, ὅπου
βαπτίσθηκε, ἐκάρη
µοναχὸς στὴ Μονὴ τοῦ ἀββᾶ Ἰουστίνου (κατ᾿ ἄλλους
τοῦ Ἁγίου Σάββα) καὶ
µετονοµάσθηκε Ἀναστάσιος. Κατόπιν πῆγε στὴν
Καισάρεια, ὅπου θεώρησε καθῆκον
του νὰ προσηλυτίσει στὸν χριστιανισµὸ τὴν ἐκεῖ
περσικὴ φρουρά. Στὴν προσπάθειά του
αὐτή, καταγγέλθηκε στὸν διοικητὴ
Μαρζαβανά. Αὐτός, ὅταν ἔµαθε ὅτι ὁ Ἀναστάσιος
ἦταν γιὸς Μάγου, προσπάθησε µὲ κάθε τρόπο
νὰ τὸν ἐπαναφέρει στὴν περσικὴ
θρησκεία. Ἀπέτυχε ὅµως καὶ διέταξε τὸ
θάνατό του µὲ ἀπαγχονισµό. Ἀλλ᾿ ὅταν τὸν
ἔπνιγαν, τὴν τελευταία στιγµὴ ποὺ θὰ
πέθαινε τὸν ἔλυσαν, γιὰ νὰ δεῖ ὅτι καὶ θὰ τὸν
ἀποκεφάλιζαν. Ὁ Ἀναστάσιος µειδίασε εὐτυχισµένος,
διότι ἀξιώθηκε ὄχι µόνο νὰ
πιστέψει, ἀλλὰ καὶ νὰ πάθει γιὰ τὸ Χριστό.
Οἱ Ἅγιοι Μανουήλ, Γεώργιος, Πέτρος, Λέων,
Γαβριήλ, Σιώνιος, Ἰωάννης, Λέων,
Πάροδος καὶ ἄλλοι 377
Ὁ Μανουὴλ ἦταν Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως.
Συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἡγεµόνα τῶν Βουλγάρων µαζὶ µὲ ἄλλους ἐπισκόπους, Γεωργίου ἐπισκόπου
Δολβέρτου καὶ ἐπισκόπου Πέτρου, καθὼς καὶ µὲ πολλοὺς ἄλλους χριστιανούς, ὅταν οἱ
Βούλγαροι κατέβηκαν νὰ πολεµήσουν κατὰ τοῦ Βυζαντίου ἐπὶ Λέοντος Ἀρµενίου τοῦ εἰκονοµάχου
(815). Ἡγέτης τους ἦταν ὁ Κροῦµος καὶ κατέλαβαν τὴν Ἀδριανούπολη. Τρεῖς µέρες οἱ
αἱµοχαρεῖς ἔσφαζαν τοὺς χριστιανούς. Ἀλλὰ καὶ µετὰ τὸν θάνατο τοῦ Κρούµου οἱ
διάδοχοί του Δούκουµος καὶ µετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ Δίτσεγγος, ἔδειξαν θηριώδη
συµπεριφορὰ στοὺς ἄτυχους χριστιανούς. Ὁ δὲ Μουρτάγων µὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια ἔκοψε
ἀπὸ τοὺς ὤµους
τὰ χέρια τοῦ Μανουὴλ καὶ τὸ σῶµα του τὸ ἔριξε
στὰ σκυλιά. Ἐπίσης, τοὺς ἐπισκόπους Γεώργιο καὶ Πέτρο, ἀφοῦ τοὺς καταξέσχισε,
κατόπιν τοὺς ἀποκεφάλισε. Ἔπειτα ὁ ἴδιος ἀποκεφάλισε τοὺς στρατηγοὺς Λέοντα καὶ
Ἰωάννη, τοῦ ἐπισκόπου Νικαίας Λέοντα ξέσχισε τὴν κοιλιὰ µὲ ξίφος καὶ τοὺς Γαβριὴλ
καὶ Σιώνιο ἀποκεφάλισε. Τὸν δὲ σεβάσµιο πρεσβύτερο Πάροδο λιθοβόλησε, καὶ ἄλλους
377 χριστιανοὺς ἀποκεφάλισε.
Ὁ Ἅγιος Βικέντιος ὁ διάκονος
Ὑπῆρξε ἐπὶ βασιλείας Μαξιµιανοῦ καὶ ἡγεµόνος
Δοµετιανοῦ. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αὐγουστόπολη καὶ ἦταν διάκονος τῆς ἐκεῖ ἐκκλησίας.
Συνελήφθη µαζὶ µὲ τὸν ἐπίσκοπο Οὐαλλέριο στὴ Βαλεντία καὶ κλείστηκε στὴ φυλακή.
Μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, παρέδωσε τὸ πνεῦµα του στὸν Θεό. (Πιθανὸν νὰ εἶναι
ὁ ἴδιος µε αὐτὸν τῆς 11ης Νοεµβρίου).
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἡγιασµένος ὁ Σαµάκος
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἦταν γέννηµα καὶ θρέµµα τῆς
Κρήτης, ἀπὸ ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνοµαζόταν
Κεράµων. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του, ὅταν ἦλθε
σὲ κατάλληλη ἡλικία τὸν παρέδωσαν σ᾿ ἕναν δάσκαλο, σεβάσµιο πνευµατικὸ πατέρα,
ποὺ κατοικοῦσε στὸ µονύδριο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Δερµατάνου ὅπως
πολλοὶ τὸ ἤξεραν. Αὐτὸ βρισκόταν κοντὰ στὴ θάλασσα, στὸν Χάνδακα (Ἡράκλειο). Ἐκεῖ
ὁ Ἰωσὴφ ἔµαθε τὴν θεία θεωρία καὶ καλλιγραφοῦσε. Ὅταν πέθαναν οἱ γονεῖς του,
µοίρασε τὴν µεγάλη κληρονοµιά του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἐπιδόθηκε περισσότερο στοὺς
πνευµατικοὺς ἀγῶνες. Ἀργότερα ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε νὰ γίνει ἱερέας καὶ νὰ πάει νὰ
προσκυνήσει στοὺς Ἁγίους Τόπους. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὸ µονύδριό του καὶ ἔζησε
ζωὴ ἁγία µὲ ἀγάπη καὶ ἐλεηµοσύνες
πρὸς τοὺς συνανθρώπους του. Πέθανε πάνω ἀπὸ
70 χρονῶν στὶς 22-1-1511. Τὸ 1669, στὶς
29 Αὐγούστου, οἱ συγγενεῖς του ἔφεραν τὸ ἅγιο
λείψανό του στὴ Ζάκυνθο. Μνήµη τῆς
εὑρέσεως τῆς ἱερᾶς εἰκόνος Παναγίας «Ἐλεήστριας»
Κορώνης, ἐν Μεσσηνίᾳ (1897).
Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος Διάκονος
(Ῥῶσος, 12ος αἰ.).
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 23
●
Ἅγιος Κλήµης ἐπίσκοπος Ἀγκύρας καὶ ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος
●
Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος
●
Ὁ Ὅσιος Μαϋσιµᾶς ὁ Σύρος
●
Ὁ Ὅσιος Σαλαµανής ὁ Ἡσυχαστής
●
Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος ἢ Ἀσχολίας ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης
●
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν τῷ Παρίῳ
●
Ὁ Ἅγιος Γεννάδιος ὁ ἐν Κοστρόµᾳ, ὁ Λιθουανός
Ἅγιος Κλήµης ἐπίσκοπος Ἀγκύρας καὶ ὁ Ἅγιος
Ἀγαθάγγελος
Ὁ πατέρας τοῦ Κλήµη ἦταν εἰδωλολάτρης.
Πέθανε, ὅµως, νωρὶς καὶ ἡ ἀνατροφὴ τοῦ
Κλήµη ἔγινε µὲ ὅλη τὴν χριστιανικὴ ἐπιµέλεια,
ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη µητέρα του. Ὅταν
µεγάλωσε, ἡ παιδεία του, ἡ φιλανθρωπία του
καὶ οἱ ἄλλες φηµισµένες ἀρετές του τὸν
ἀνέδειξαν ἐπίσκοπο τῆς πατρίδας του Ἀγκύρας.
Τὸ µεγάλο ἀξίωµα δὲν τὸν ἔκανε νὰ
πέσει στὴ µεγάλη παγίδα τῆς ἀλαζονείας, Ἀντίθετα,
ἀνέπτυξε περισσότερο τὴν
ἐνεργητικότητά του, γιὰ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὶς
πνευµατικὲς καὶ ὑλικὲς ἀνάγκες τοῦ
ποιµνίου του. Ἐκεῖνο, ὅµως, ποὺ πρέπει νὰ
προσέξουµε ἰδιαίτερα στὸν ἐπίσκοπο Κλήµη,
εἶναι ὅτι φρόντιζε πατρικὰ γιὰ τὰ ὀρφανὰ
καὶ τοὺς φτωχούς. Παρηγοροῦσε τοὺς
πάσχοντες, µὲ ἰδιαίτερη προσοχὴ ἔπαιρνε στὴν
Ἐκκλησία παιδιὰ ἐγκαταλελειµµένα καὶ
ἔκθετα, φροντίζοντας ὄχι µόνο γιὰ τὴν
συντήρησή τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν κατήχηση καὶ
βάπτισή τους. Ὅλα αὐτά µας δίνουν τὸ
δικαίωµα νὰ ποῦµε ὅτι ἡ πίστη του ἦταν
ζωντανή, µὲ ἔργα. Διότι «ἡ πίστις, ἐὰν µὴ ἔργα
ἔχει, νεκρά ἐστι καθ΄ ἑαυτήν».Ἡ πίστη,
δηλαδή, ἂν δὲν ἔχει σὰν καρπὸ ἔργα ἀρετῆς,
εἶναι ἀπὸ τὴν ῥίζα της νεκρή. Ὁ Θεός,
ὅµως, θέλησε νὰ δοκιµάσει τὸν Κλήµη καὶ ἀπὸ
τὸ καµίνι τοῦ µαρτυρίου. Ἐπὶ βασιλείας
Διοκλητιανοῦ, λοιπόν, βασανίζεται φρικτὰ
καὶ τὰ ὑποµένει ὅλα καρτερικότατα, µέχρι
ποὺ τὸν ἀποκεφαλίζουν, ἐπισφραγίζοντας, ἔτσι,
µὲ τὸ µαρτύριο τὴν µεγάλη καὶ
ζωντανή του πίστη. Ὁ δὲ Ἀγαθάγγελος
καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώµη καὶ ἔγινε χριστιανὸς
ἀπὸ τὸν ἅγιο Κλήµεντα, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε.
Συµµερίστηκε µάλιστα τὶς περιπέτειές
του καὶ τὰ βασανιστήριά του, καὶ πέθανε
µαζί του µὲ ἀποκεφαλισµό.
Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος
Ἦταν κλεισµένος µέσα σ΄ ἕνα κελὶ πολὺ µικρὸ
καὶ σκοτεινό, ἐπειδὴ δὲν εἶχε κανένα παράθυρο, καὶ ἐκεῖ σκληραγωγοῦσε µὲ
διάφορες ἀσκήσεις τὸ σῶµα του. Ὕστερα ἀπὸ συνεχῆ παρακίνηση ἑνὸς πνευµατικοῦ
του ἀδελφοῦ, τοῦ Ἀµµιανοῦ, πῆγε σὲ µοναστήρι γιὰ νὰ δεχτεῖ τὴν προστασία καὶ τὴν
ἡγουµενία τῶν ἀδελφῶν. Ἐκεῖ ζοῦσε µὲ πραότητα, ταπεινοφροσύνη καὶ πολλὴ ἄσκηση.
Ἔτρωγε κάθε τρεῖς ἢ τέσσερις ἡµέρες. Εἶχε σιδερένια ζώνη στὴ µέση του καὶ βαρεῖα
ἁλυσίδα στὸ λαιµό του. Ὅταν κάποιος τὸν κατηγόρησε γι᾿ αὐτό, ὁ Εὐσέβιος ἀπάντησε:
«Τὸ κάνω αὐτὸ γιὰ νὰ ἀποφύγω τὶς παγίδες
τοῦ διαβόλου, ποὺ προσπαθεῖ νὰ µὲ στερήσει
ἀπὸ µεγάλα πράγµατα. Δηλαδὴ τὶς ἀρετές, τὴν σωφροσύνη καὶ τὴν δικαιοσύνη. Γι΄ αὐτὸ
λοιπὸν καὶ ἐγώ, ἔστησα πόλεµο ἐναντίον του µ΄ αὐτὰ τὰ µικρὰ κακοπαθήµατα, διότι
ἂν µὲ νικήσει δὲν θὰ ὑπερηφανευθεῖ πολύ, ἂν ὅµως νικηθεῖ ἀπὸ µένα, θὰ εἶναι γιὰ
γέλια, ἐπειδὴ οὔτε στὰ
µικρὰ µπόρεσε νὰ µὲ νικήσει». Ἔτσι λοιπὸν
θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος,
παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ψυχή του στὸν Κύριο.
Ὁ Ὅσιος Μαϋσιµᾶς ὁ Σύρος.
Οἱ γραµµατικές του γνώσεις ἦταν µέτριες.
Διακρίθηκε ὅµως, γιὰ τὴν πολὺ ἐνάρετη ζωή του. Ἡ ἐξωτερική του ἐµφάνιση ἦταν µᾶλλον
ἄσχηµη. Καὶ ὅµως, ἐνῷ ὁ ἴδιος ντυνόταν
µὲ παλιὰ φορέµατα, τὰ φιλάνθρωπα ἔργα του ἦταν
πλούσια καὶ ἀµέτρητα. Τὸ κελλί του ἔµενε πάντοτε ἀνοικτὸ γιὰ τοὺς φτωχοὺς καὶ
τοὺς ξένους, ἐφοδιαζόµενος δὲ µὲ σιτάρι καὶ λάδι, µοίραζε σ΄ ὅσους ἀπ΄ αὐτοὺς εἶχαν
ἀνάγκη. Ὅταν κάποτε πληροφορήθηκε ὅτι ὁ ἄρχοντας τῆς κωµοπόλεώς τους καταπίεζε
τοὺς γεωργούς, δὲν δίστασε νὰ παρουσιασθεῖ µπροστὰ στὸν ὑπερήφανο καὶ
λαµπροφορεµένο ἐκεῖνο ἐγωιστὴ µὲ τὰ φτωχικά του ῥοῦχα, καὶ νὰ τοῦ δώσει
µαθήµατα δικαιοσύνης καὶ εὐγενείας. Ἔτσι µὲ τέτοιες ἅγιες ἀσχολίες τελείωσε τὴν
θεοφιλὴ ζωή του. (Ἡ µνήµη του ἐπαναλαµβάνεται καὶ στὶς 13 Φεβρουαρίου σὰν
Μαϊουµᾶς).
Ὁ Ὅσιος Σαλαµανής ὁ Ἡσυχαστής
Φίλος της ἐρηµικῆς ζωῆς, ἔστησε τὸ κελλί
του πέραν τοῦ ποταµοῦ Εὐφράτη στὸ χωριὸ Καπερσανά. Ὁ ἐκεῖ ἐπίσκοπος,
πληροφορήθηκε γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ πῆγε ὁ ἴδιος καὶ τὸν συνάντησε, γιὰ νὰ τὸν
πείσει νὰ δεχτεῖ τὴν ἱεροσύνη. Ἀλλ΄ ὁ Ὅσιος ἀρνήθηκε καὶ ἀρκέστηκε στὴν ἥσυχη
προσευχὴ καὶ µελέτη του καὶ στὰ καλά, ποὺ ἔκανε παρηγορῶντας καὶ ὁδηγῶντας
διάφορες ψυχές, ποὺ προσέρχονταν σ΄ αὐτόν.
Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος ἢ Ἀσχολίας ἐπίσκοπος
Θεσσαλονίκης
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔδρασε τὰ ἔτη 360-383 καὶ ἦταν
γνωστὸς γιὰ τὶς ἀρετές του. Ἐβάπτισε
τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας
του ἐξέδωσε τὸ 380 τὸ περίφηµο διάταγµα
(Edictum) τῆς Θεσσαλονίκης. Ἔλαβε µέρος στὴ
Β΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο. Ὁ Μέγας
Βασίλειος τὸν ἀποκαλεῖ φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας
καὶ ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας του ἡ
Θεσσαλονίκη ἦταν κέντρο τῆς
χριστιανοσύνης.
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν τῷ Παρίῳ
Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν µέσα σ΄ ἕνα
λάκκο, στὴν πόλη Πάριον. Αὐτὴ ἦταν πόλη
παραθαλάσσια µε λιµάνι, µεταξὺ Κυζίκου καὶ
Λαµψάκου, πού, κατὰ τὸν Μελέτιο,
κτίστηκε ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ νησιοῦ
Πάρος, ὁπότε ἀπ΄ αὐτοὺς ὀνοµάστηκε Πάριον.
Ὁ Ἅγιος Γεννάδιος ὁ ἐν Κοστρόµᾳ, ὁ
Λιθουανός
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη»
τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη,Ἔκδ. Ἑπτάλοφος, Ἀθῆναι 1997.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 24
●
Ἡ Ὁσία Ξένη
●
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Παύστριος καὶ Θεοδοτίων οἱ αὐτάδελφοι
●
Οἱ Ἅγιοι Βαβύλας ὁ ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἀγάπιος καὶ Τιµόθεος οἱ µαθητές του
●
Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος
●
Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου
●
Οἱ Ἅγιοι Ἑρµογένης καὶ Μᾶµας
●
Ὁ Ὅσιος Φίλων ἐπίσκοπος Καλπασίου (Καρπασίας)
●
Ὁ Ὅσιος Φιλιππικός ὁ πρεσβύτερος
●
Ὁ Ἅγιος Βάρσιµος καὶ τὰ Δύο του ἀδέλφια
●
Ὁ Ὅσιος Ζωσιµᾶς
●
Μνήµη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόµου πλησίον τοῦ Ταύρου
●
Ὁ Ἅγιος Φιλήµων ἐπίσκοπος Καρπάθου
●
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος
●
Ἐγκαίνια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στή Θεσσαλονίκη
●
Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Κοµενταρήσιος
●
Ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη
●
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος ἱδρυτὴς Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους καὶ οἱ Ὅσιοι
Θεοδόσιος, Διονύσιος, Συµεών, Δοµέτιος,
Δαµιανὸς καὶ Κοσµᾶς (ὁ Αἰτωλός)
●
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύµπῳ
●
Μνήµη ἐγκαινίων ναοῦ Ἁγ. Ζαχαρία στὴ Μονὴ τῆς ὁσίας Δοµνίκης
●
Ἡ Ἁγ. Ξενία τῆς Πετρουπόλεως, ἡ θαυµατουργὸς (Ῥωσίδα)
●
Ὁ Ἅγιος Cadoc, ἡγούµενος (Οὐαλός)
Ἡ Ὁσία Ξένη
Ὀνοµαζόταν Εὐσεβία, καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώµη
καὶ ἦταν «φεµινίστρια» τῆς ἐποχῆς της, µὲ τὴν ὑγιή, βέβαια, ἔννοια τῆς λέξης.
Πίστευε πὼς ἡ γυναῖκα εἶχε δικαίωµα καὶ καθῆκον νὰ µὴ δέχεται σύζυγο ποὺ θὰ τῆς
ἦταν καθηµερινὸ ἐµπόδιο στὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Καὶ ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
«Μὴ γίνεσθε ἐτεροζυγοῦντες ἀπίστοις». Δηλαδή, µὴ µπαίνετε στὸν ἴδιο ζυγὸ (γάµο)
µὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πίστη στὸ Θεό. Διότι «τὸ µυστήριον τοῦτο µέγα ἐστίν,
ἐγὼ δὲ λέγω εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν ἐκκλησίαν», ποὺ σηµαίνει, τὸ µυστήριο αὐτὸ
τοῦ γάµου εἶναι µεγάλης σηµασίας. Καὶ τὸ λέω αὐτό, ἀναφερόµενος στὴν πνευµατικὴ
ἕνωση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ γονεῖς, ὅµως, τῆς ὁσίας, εἶχαν
διαφορετικὴ γνώµη καὶ ἤθελαν νὰ τὴν παντρέψουν στανικῶς, µὲ ὅποιον αὐτοὶ ἤθελαν.
Τότε ἐκείνη κρυφὰ φεύγει γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Μετονοµάζεται Ξένη καὶ γιὰ νὰ
χαθοῦν τὰ ἴχνη της, πηγαίνει στὸ νησὶ Κῶς. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, στὰ Μύλασσα τῆς Καριᾶς.
Ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε µὲ τὶς δυὸ ὑπηρέτριες ποὺ τὴν εἶχαν συνοδεύσει σὲ ἡσυχαστικὰ
κελιά. Κοντὰ ἐκεῖ, ἔκτισε µικρὸ
ναὸ στὸ ὄνοµα τοῦ Ἁγίου πρωτοµάρτυρα
Στεφάνου. Ἀφοῦ ἦλθαν κοντά της καὶ µερικὲς ἄλλες µοναχές, ἔκαναν µία ἐξαίρετη
χριστιανικὴ ἀδελφότητα. Ἡ παιδεία της, ἡ
εὐγένειά της καὶ ἡ θερµή της πίστη γρήγορα
ἔφθασαν παντοῦ. Καθηµερινὰ ἔτρεχαν κοντά της γυναῖκες, γιὰ νὰ πάρουν συµβουλὲς
καὶ νὰ ζητήσουν τὶς προσευχές της. Ἔτσι, µ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Ὁσία τὶς εἵλκυε
στὸ Χριστὸ καὶ τὶς ὁδηγοῦσε στὸ δρόµο τῆς σωτηρίας.
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος, Παύστριος καὶ Θεοδοτίων οἱ
αὐτάδελφοι
Ἔζησαν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ καὶ κατάγονταν ἀπὸ
τὴν Κλεοπατρίδα τῆς Αἰγύπτου, τὸ τωρινὸ Σουέζ. Οἱ δυὸ πρῶτοι ἀκολούθησαν τὴν ἁγία
ἐρηµικὴ ζωή. Ὅταν ὅµως ἄναψε ὁ διωγµὸς ἐπὶ Διοκλητιανοῦ, συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο
Ἀρειανὸ καὶ καταδικάστηκαν σὲ θάνατο. Ὁ τρίτος ἀδελφός, ὁ Θεοδοτίων, εἶχε πάρει
ἄλλο δρόµο. Παρασύρθηκε ἀπὸ κακοὺς φίλους καὶ ἔγινε λῃστής. Ὅταν ὅµως ἔµαθε τὴν
τύχη τῶν δυὸ µεγαλύτερων ἀδελφῶν του, πῆγε νὰ δεῖ τὸ τέλος τους. Τότε ἡ καρδιὰ
του
µαλάκωσε, συγκινήθηκε, µετάνιωσε καὶ ὁµολόγησε
τὸν ἑαυτό του χριστιανό, ἐπιπλήττοντας θαῤῥαλέα τὸν τύραννο. Ἐκεῖνος ἐξαγριωµένος
διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν ἀνελέητα. Κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν. Τοὺς δυὸ
µεγαλύτερους ἀδελφούς του, τοὺς ἔριξαν στὰ νερὰ καὶ τοὺς ἔπνιξαν. Ἔτσι καὶ τὰ
τρία ἀδέλφια µαζί, πῆραν τὸ ἀµάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Οἱ Ἅγιοι Βαβύλας ὁ ἐν Σικελίᾳ καὶ Ἀγάπιος
καὶ Τιµόθεος οἱ µαθητές του
Ὁ Ἅγιος Ἱεροµάρτυς Βαβύλας καταγόταν ἀπὸ τὴν
Θεούπολη (τὴν Ἀντιόχεια πιθανῶς), καὶ πῆρε ἀπὸ τοὺς γονεῖς του τὴν ἀνάλογη
χριστιανικὴ ἀνατροφή. Μετὰ τὸ θάνατό τους, διαµοίρασε τὰ πλούτη του στοὺς φτωχοὺς
καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο µὲ δυὸ µαθητές του, τὸν Ἀγάπιο καὶ
τὸν Τιµόθεο. Ἐκεῖ, συµπλήρωσε τὶς
µελέτες του, καὶ κατάρτησε καλά τους
µαθητές του στὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πίστη. Μετὰ ἀπὸ ἔντονη παράκληση καὶ πίεση,
χειροτονήθηκε Ἱερέας, µὲ πλήρη συναίσθηση τῶν
µεγάλων καὶ Ἱερῶν ὑποχρεώσεών του. Μετὰ ἀπὸ
καιρὸ ταξίδεψε στὴ Ῥώµη καὶ κατόπιν στὴ Σικελία, ἐργαζόµενος πάντα ὑπὲρ τῆς
χριστιανικῆς θρησκείας. Ἀλλὰ ὁ ἐκεῖ διοικητής, ἀφοῦ µάταια προσπάθησε νὰ ἀποσπάσει
αὐτὸν καὶ τοὺς µαθητές του ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ ὁµολογία, τοὺς ὑπέβαλε σὲ σειρὰ
σκληρῶν βασανιστηρίων. Ὅταν δὲ
καὶ αὐτὰ ἀποδείχτηκαν ἀδύνατα νὰ κάµψουν τὴν
σταθερότητα τῶν Ἁγίων, τοὺς κατέσφαξε µὲ µαχαίρια καὶ τὰ σώµατά τους ἔριξε στὴ
φωτιά. Τὰ λείψανά τους, ὅµως, διαφυλάχτηκαν ἀβλαβῆ, καὶ χριστιανοὶ εὐσεβεῖς τὰ
παρέλαβαν καὶ τὰ ἔθαψαν µὲ ὅλη τὴν χριστιανικὴ τιµή.
Ὁ Ὅσιος Μακεδόνιος
Πέρασε τὴν ζωή του στὰ ἐρηµικὰ ἀναχωρητήρια
της Φοινίκης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Κιλικίας. Περίφηµος γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ἀρετή
του, ἔβλεπε πολλὲς φορὲς νὰ ἔρχονται σ᾿ αὐτὸν ἄνδρες µεγάλων ἀξιωµάτων, ποὺ ὠφελοῦνταν
πολὺ ἀπὸ τὴν συνοµιλία του. Ἀλλὰ καὶ στὶς πόλεις κατέβαινε, ὅταν ἦταν ἀνάγκη νὰ
πάρουν ἐνίσχυση
οἱ χριστιανοὶ στὶς γενικὲς δοκιµασίες
τους. Εἶναι γνωστὸ τὸ γεγονός, ὅτι οἱ κάτοικοι τῆς Ἀντιόχειας συνέτριψαν τοὺς
βασιλικοὺς ἀνδριάντες ἐπὶ Μεγάλου Θεοδοσίου καὶ ἡ πόλη περίµενε µὲ τροµερὴ ἀγωνία
τὴν ἀπόφαση τοῦ αὐτοκράτορα, στὸν ὁποῖο πῆγε σὰν ἱκέτης ὁ ἐπίσκοπος Φλαβιανός. Ὁ
Χρυσόστοµος, ἱερέας τότε, ἔβγαζε τοὺς περίφηµους παρηγορητικοὺς λόγους του,
πλήθη δὲ ἐρηµιτῶν κατέβηκαν γιὰ νὰ δώσουν καὶ αὐτοὶ ἠθικὴ ἐνίσχυση καὶ
παρηγοριά. Μεταξὺ δὲ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Μακεδόνιος, ποὺ πολὺ συνετέλεσε στὴν ἐνθάῤῥυνση
τῶν φοβισµένων κατοίκων. Τὸν κόσµο αὐτὸ ἄφησε ὁ Μακεδόνιος 70 χρονῶν. Ὁ δὲ
θάνατός του θρηνήθηκε ἀπὸ πολλούς.
Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἀναστασίου τοῦ
Πέρσου
Ἡ ἀνακοµιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου ὁσιοµάρτυρα
Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου, ἔγινε δέκα χρόνια µετὰ τὸ µαρτυρικό του τέλος. Κατὰ τοὺς
Συναξαριστές, κάποιος ἐπίσκοπος Ῥωµαῖος πῆγε στὴν Περσία καὶ µετακόµισε αὐτὰ στὴν
Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης, τὴν δὲ κάρα του µετέφερε στὴ Ῥώµη.
Οἱ Ἅγιοι Ἑρµογένης καὶ Μᾶµας
Ποῦ καὶ πὼς µαρτύρησαν δὲν γνωρίζουµε. Ἴσως
νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ γιορτάζουν τὴν 10η
Δεκεµβρίου, Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος καὶ Ἑρµογένης.
Ὁ Ὅσιος Φίλων ἐπίσκοπος Καλπασίου
(Καρπασίας)
Τὸν Φίλωνα, ἁπλὸ ἀκόµα διάκονο, ἐκτίµησε
πολὺ ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Καλπασίου στὴν Κύπρο τὸ 401.
Κατὰ δὲ τὸν Σουίδα, ὁ ἐπίσκοπος αὐτὸς ἔγραψε ὑποµνήµατα στὴν Πεντάτευχο καὶ στὸ
Ἆσµα Ἀσµάτων.
Ὁ Ὅσιος Φιλιππικός ὁ πρεσβύτερος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Βάρσιµος καὶ τὰ Δύο του ἀδέρφια
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιµᾶς
Ὁ Ὅσιος Ζωσιµᾶς, ἄλλος ἀπὸ τὸν ἀββᾶ Ζωσιµᾶ
ποὺ βρῆκε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία καὶ γιορτάζει στὶς 4 Ἀπριλίου, διακρίθηκε
γιὰ τὴν λαµπρὴ µέθοδο ποὺ εἶχε ἐφαρµόσει στὸν ἑαυτό του ἐναντίον τοῦ θυµοῦ καὶ
δίδαξε κατόπιν καὶ στοὺς ἄλλους. Ἡ
µέθοδος αὐτὴ ἦταν νὰ µένει σὲ ἀπόλυτη
σιωπή, ὅταν θύµωνε. Ἔτσι ὁ θυµὸς ἔσβηνε ἀπὸ ἀτροφία, χωρὶς νὰ βγάλει φλόγες, καὶ
ἡ ὀργὴ κόπαζε εὔκολα, ὅπως ἡσυχάζει ἀµέσως ἡ θάλασσα, ἀπὸ τὴν ὁποία πέρασε ἄνεµος
στιγµιαῖος.
Μνήµη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόµου πλησίον
τοῦ Ταύρου
Ἴσως τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ τοῦ Προδρόµου
κοντὰ στὸν Ταῦρο.
Ὁ Ἅγιος Φιλήµων ἐπίσκοπος Καρπάθου
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται στὸν Πατµιακὸ
Κώδικα 266, χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόµνηµα.
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος
Αὐτὸς ἦταν Κύπριος καὶ γεννήθηκε στὴ
Λευκάρα τῆς ἐπαρχίας Ἀµαθοῦντος τὸ 1134. Μὲ τὴν µεγάλη του ἀσκητικὴ ζωή, ἀναδείχτηκε
ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ µεγάλους ἀσκητὲς τῆς Κύπρου. Ἔκτισε µάλιστα τὴν διάσηµη Ἐγκλείστρα,
ποὺ σῴζεται µέχρι σήµερα, στὴν ὁποία µέσα πέρασε ὅλη σχεδὸν τὴν ζωή του µὲ
προσευχὴ καὶ µελέτη. Ἐπίσης, ἀναδείχτηκε γλαφυρὸς συγγραφέας καὶ ἀσκητὴς ὅσιος.
Πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε
στὴ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας. (Ἡ µνήµη του ἐπαναλαµβάνεται
καὶ τὴν 12η Ἀπριλίου).
Ἐγκαίνια τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας στή Θεσσαλονίκη
Δηµητριεύσκη, Τυπικὸν Α, 158. Δὲν
βρίσκουµε ἄλλο στοιχεῖο γιὰ τὴν περίπτωση αὐτή.
Ὁ Ἅγιος Ἑλλάδιος ὁ Κοµενταρήσιος
Ἡ µνήµη του βρίσκεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα
1578 καὶ στὶς παλιὲς ἐκδόσεις τῶν
Μηναίων. Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος µε αὐτὸν τῆς
18ης Ἰανουαρίου.
Ἡ Ἁγία Χρυσοπλόκη
Τὴν µάρτυρα αὐτὴ ἀγνοεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδηµος
στὸν Συναξαριστή του. Ἡ µνήµη της ἀναφέρεται στὸν Πατµιακὸ Κώδικα 266 µαζὶ µὲ αὐτὴ
τῆς Θεοδούλης (βλ. 18
Ἰανουαρίου). Ἀλλὰ στὶς 24 Ἰανουαρίου, τὴν ἡµέρα
αὐτὴ δηλαδή, ἀναφέρεται στὸν Κώδικα αὐτὸν καὶ ἡ µνήµη Ἑρµογένους καὶ Φιλήµονος ἐπισκόπου
Καρπάθου, γιὰ τοὺς ὁποίους καµιὰ ἀναφορὰ δὲν γίνεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόδηµο στὸν
Συναξαριστή του.
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος, ἱδρυτὴς Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου
Ὄρους καὶ οἱ Ὅσιοι
Θεοδόσιος, Διονύσιος, Συµεών, Δοµέτιος,
Δαµιανὸς καὶ Κοσµᾶς (ὁ Αἰτωλός)
Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς Φιλόθεου
στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἔζησε στὰ τέλη τοῦ
10ου αἰῶνα. Τὴ µνήµη του γιορτάζουν οἱ
µοναχοὶ τῆς ἐν λόγῳ Μονῆς, µαζὶ µὲ τοὺς
ἄλλους ὁσίους ποὺ ἔλαµψαν πνευµατικὰ σ᾿ αὐτή,
ὅπως µαρτυρεῖ ἡ χειρόγραφη
Ἀκολουθία, ποὺ σῴζεται στὴ Μονή. Καὶ ἔχει ὡς
ἑξῆς: «Ἀκολουθία τῶν ὁσίων καὶ
θεοφόρων Πατέρων Φιλόθεου πρωτίστου
δοµήτορος τῆς ἱερᾶς ταύτης ἐπωνύµου αὐτοῦ
Μονῆς. Θεοδοσίου ἡγουµένου ταύτης καὶ
µητροπολίτου Τραπεζοῦντος. Διονυσίου καὶ
Συµεῶνος ἤγησαντων αὐτῆς. Δοµετίου τοῦ ἡσυχαστοῦ
καὶ σηµειοφόρου. Διαµιανοῦ
µαθητοῦ αὐτοῦ καὶ ὁσιοµάρτυρος. Καὶ Κοσµᾶ
τοῦ Ἰσαποστόλου καὶ ἱεροµάρτυρος,
ἐφόρων, προστατῶν καὶ συνασκητῶν τῆς Ἱερᾶς
ταύτης Μονῆς». Ἡ µνήµη δὲ ὅλων
αὐτῶν εἶναι ἄγνωστη στοὺς Συναξαριστές.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύµπῳ
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος γεννήθηκε στὸ χωριὸ
Πλατίνα τῆς Θεσσαλικῆς ἐπαρχίας Φαναρίου, καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ παιδὶ µὲ εὐσέβεια ἀπὸ
τοὺς γονεῖς του, Νικόλαο καὶ Θεοδώρα. Τὴ νεανική του ἡλικία πέρασε µὲ σωφροσύνη
καὶ καθαρότητα, ἀγωνιζόµενος νὰ ἐπαναφέρει στὸ δρόµο τοῦ Θεοῦ, ὅσους νέους ἔβλεπε
νὰ παρασύρονται ἀπὸ τὰ ῥεύµατα τῶν παθῶν. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του πῆγε
στὰ µοναστήρια τῶν Μετεώρων
καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου
χειροτονήθηκε διάκονος καὶ κατόπιν πρεσβύτερος.
Ἔπειτα ἐπισκέφθηκε τὰ Ἱεροσόλυµα καὶ ὁ ἐκεῖ
Πατριάρχης, ἐκτιµῶντας τὴν µεγάλη
του ἀρετή, θέλησε νὰ τὸν κάνει διάδοχό
του. Ὁ Ὅσιος ὅµως ἐπέστρεψε στὸ ἡσυχαστήριό
του, στὸν Ἄθω. Ὕστερα ἀπὸ καιρὸ οἱ
κάτοικοι τῆς Βεροίας θέλησαν νὰ τὸν κάνουν
Μητροπολίτη τους. Ἐκεῖνος, ἀποφασισµένος νὰ
µὴ δεχτεῖ ποτὲ ἀρχιερατικὸ ἀξίωµα,
ἔφυγε καὶ ἔµενε στὸν Ὄλυµπο, ὅπου ἔκτισε
ναὸ στὸ ὄνοµα τοῦ προφήτη Ἠλία. Ἀπὸ ἐκεῖ
χάριζε πλούσια τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐλεηµοσύνη
του στοὺς κατοίκους τῶν γύρω
περιοχῶν, καὶ ἔτσι ἅγια τελείωσε τὴν ζωή
του.
Μνήµη ἐγκαινίων ναοῦ Ἁγ. Ζαχαρία στὴ Μονὴ
τῆς ὁσίας Δοµνίκης
Ἡ Ἁγ. Ξενία τῆς Πετρουπόλεως. Ἡ θαυµατουργὸς
(Ῥωσίδα)
Διὰ Χριστὸν σαλή.
Ὁ Ἅγιος Cadoc, ἡγούµενος (Οὐαλός)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτού του ἁγίου τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 25
●
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
●
Ὁ Ὅσιος Πούπλιος
●
Ὁ Ὅσιος Μαρής
●
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώς
●
Ἡ Ἁγία Μεδούλη µὲ τὴν συνοδεία της
●
Ὁ Ὅσιος Καστῖνος ἐπίσκοπος Βυζαντίου
●
Ὁ Ὅσιος Δηµήτριος ὁ Σκευοφύλακας
●
Ὁ Ἅγιος Αὐξέντιος ὁ Νεοµάρτυρας
●
Ὁ Ὅσιος Θεόδοτος ἡγούµενος Μονῆς Πουπλίου
●
Ἡ Ἁγία Μαργαρίτα
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ἀπὸ τὰ µεγαλύτερα πνεύµατα τοῦ
χριστιανισµοῦ καὶ ἀπὸ τοὺς λαµπρότερους ἀθλητὲς τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Γεννήθηκε
τὸ 329 στὴν Ἀριανζό, κωµόπολη τῆς Καππαδοκίας, ἀπὸ τὸν Γρηγόριο, ἐπίσκοπο
Ναζιανζοῦ (1 Ἰανουαρίου) καὶ τὴν Νόννα (5 Αὐγούστου). Στὴ Ναζιανζὸ διδάσκεται τὴν
στοιχειώδη ἐκπαίδευση, ἐνῷ τὴν µέση στὴν Καισάρεια, ὅπου γνωρίζεται µὲ τὸ
συµµαθητή του Μ. Βασίλειο. Ἔπειτα, πηγαίνει κοντὰ σὲ περίφηµους διδασκάλους τῆς
ῥητορικῆς καί, τέλος, στὰ πανεπιστήµια τῆς Ἀθήνας, ὅπου βρίσκει, συµφοιτητὴ
τώρα, τὸ Μ. Βασίλειο. Ὅταν ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του, ὁ πατέρας του, ἐπίσκοπος
Ναζιανζοῦ, τὸν χειροτονεῖ πρεσβύτερο. Ἀλλ΄ αὐτὸς προτίµα τὴν ἡσυχία τοῦ ἀναχωρητηρίου
στὸν Πόντο, κοντὰ στὸ φίλο του Βασίλειο, γιὰ περισσότερη ἄσκηση στὴν πνευµατικὴ
ζωή. Μετά, ὅµως, ἀπὸ θερµὲς παρακλήσεις τῶν
δικῶν του, ἐπιστρέφει στὴν πατρίδα του καὶ
µπαίνει στὴν ἐνεργὸ δράση τῆς Ἐκκλησίας. Ὅµως, τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου ἔρχεται νὰ
πληγώσει τὴν ψυχή του, µὲ ἀλλεπάλληλους θανάτους συγγενικῶν του προσώπων. Πρῶτα
του ἀδελφοῦ του Καισαρείου, ἔπειτα τῆς ἀδελφῆς του Γοργονίας, µετὰ τοῦ πατέρα
του καί, τέλος, τῆς µητέρας του Νόννας. Μετὰ ἀπ΄ αὐτὲς τὶς θλίψεις, ἡ θεία
Πρόνοια τὸν φέρνει στὴν Κωνσταντινούπολη (378), ὅπου ὑπερασπίζεται µὲ
καταπληκτικὸ τρόπο τὴν Ὀρθοδοξία καὶ χτυπᾷ καίρια τοὺς Ἀρειανούς, ποὺ εἶχαν
πληµµυρίσει τὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ τὸ σκληρὸ αὐτὸ ἀγῶνα, ὁ Μ. Θεοδόσιος τὸν
ἀναδεικνύει Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (381). Στὴ Β΄ Οἰκουµ. Σύνοδο, µία
µερίδα ἐπισκόπων τὸν ἀντιπολιτεύεται γιὰ εὐτελὴ λόγο. Τότε ὁ Γρηγόριος, ἀηδιασµένος,
δηλώνει τὴν παραίτησή του, ἀναχωρεῖ στὴ γενέτειρά του Ἀριανζὸ καὶ τελειώνει µὲ
εἰρήνη τὴν ζωή του, τὸ 390. Ἄφησε µεγάλο συγγραφικὸ ἔργο. Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον
παρουσιάζουν τὰ φιλοσοφηµένα ποιήµατά του.
Ὁ Ὅσιος Πούπλιος
Καταγόταν ἀπὸ τὰ µέρη τοῦ ποταµοῦ Εὐφράτη
καὶ ἦταν βουλευτῆς. Ὁ Πούπλιος, ψυχὴ
ἐµπνεόµενη ἀπὸ τὴν φιλάνθρωπη αὐταπάρνηση
τῶν πρώτων χριστιανῶν, µοίρασε τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ὅλα στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀποσύρθηκε
σ΄ἕνα µικρὸ ἀναχωρητήριο. Ἐκεῖ, δὲν ἄργησε νὰ σχηµατισθεῖ γύρω τοῦ µικρὴ
κοινωνία ἀδελφῶν ἐρηµιτῶν, τῆς ὁποίας αὐτὸς ἦταν ὁ ὁδηγὸς καὶ ὁ διδάσκαλος. Τοὺς
κατάρτιζε στὴν εὐσέβεια καὶ ἐγκράτεια, καὶ ἀνέδειξε ἄπ΄ αὐτοὺς πνευµατικοὺς ἄνδρες
οἱ ὅποιοι πολλὲς φορὲς χρησίµευσαν στὴν προστασία τῶν Χριστιανῶν καὶ στὴν ὑπεράσπιση
τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ λοιπὸν
ἔτσι καλὰ ἀγωνίστηκε ὁ ἀοίδιµος Πούπλιος,
παρέδωσε τὴν µακάρια ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μαρής
Τὴ βιογραφία του ἔγραψε ὁ Κύρου
Θεοδώρητος. Ὁ Ὅσιος Μαρὴς ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ ἦταν ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ
καλλίφωνος. Ἔψαλλε στοὺς ναοὺς καὶ ζοῦσε µὲ ἐγκράτεια καὶ σεµνότητα. Ὅταν ἀποφάσισε
νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσµια, ἦλθε σ΄ ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνοµαζόταν Ὅµηρου ἡ Νήτις καὶ
ἔκτισε σπίτι, ὅπου βιέµεινε γιὰ τριάντα ἑπτὰ (37) ὁλόκληρα χρόνια, µὲ νηστεία
καὶ προσευχή. Ἔζησε συνολικὰ ἐνενήντα (90) χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἀπολλώς
Ὁ ὅσιος Ἀπολλὼς βρέφος ἀκόµα ἀπαρνήθηκε τὸν
κόσµο καὶ σὲ ἡλικία δέκα πέντε χρονῶν πῆγε στὴν ἔρηµο, ὅπου ἀπόκτησε πολλὲς καὶ
µεγάλες ἀρετές. Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε
µεγάλων χαρισµάτων, ὅπως τὸ προορατικὸ καὶ τὸ θαυµατουργικό. Ἔτσι ὥστε ἀπὸ τὰ
µεγάλα θαύµατα ποὺ ἐπετέλεσε, πίστεψε σχεδὸν ὅλη ἡ Αἴγυπτος στὸν Χριστό. Ἔτσι,
λοιπόν, καλὰ ἀγωνιζόµενος, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Κύριο.
Ἡ Ἁγία Μεδούλη µὲ τὴν συνοδεία της
Μαρτύρησαν ἀφοῦ τὶς ἔριξαν µέσα στὴ φωτιά.
Ὁ Ὅσιος Καστῖνος ἐπίσκοπος Βυζαντίου
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥώµη, εἶχε ἀξίωµα
συγκλητικοῦ καὶ ἦταν στὴν ἀρχὴ εἰδωλολάτρης. Στὸν χριστιανισµὸ τὸν προσείλκυσε ὁ
ἐπίσκοπος Ἀργυρουπόλεως Κυριλλιανός. Ἀµέσως τότε ὁ Καστῖνος µοίρασε τὰ ὑπάρχοντά
του στοὺς φτωχοὺς καὶ ἀφοσιώθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπίσκοπος
Βυζαντίου ἔκανε τὸ 230 µὲ 237. Μέχρι τῆς ἐποχῆς του ὁ καθεδρικὸς ναὸς ἦταν στὰ
παραθαλάσσια τοῦ σηµερινοῦ Γαλατᾶ. Πρῶτος δὲ αὐτὸς ἔκτισε ναὸ στὸ Βυζάντιο, στὸ
ὄνοµα τῆς Ἁγίας
Εὐφηµίας. Ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος τὸν
γράφει: Κωνσταντῖνον.
Ὁ Ὅσιος Δηµήτριος ὁ Σκευοφύλακας
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Αὐξέντιος ὁ Νεοµάρτυρας
Γεννήθηκε στὴν ἐπαρχία Βελλᾶς τῶν Ἰωαννίνων
τὸ 1600, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς. Νεαρὸς ἀκόµα, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ
δούλευε τὴν τέχνη τῶν γουναράδων στὸ χάνι, τὸ λεγόµενο Μαχµούτ-Πασᾶ. Ἀργότερα ὅµως,
ἐπεθύµησε τέρψεις καὶ ἡδονές, ἐγκατέλειψε τὴν τέχνη του καὶ προσλήφθηκε στὰ
βασιλικὰ καράβια, ὅπου ξεφάντωνε
µὲ τοὺς Τούρκους φίλους του. Αὐτοὶ οἱ
φίλοι του ὅµως, τὸν συκοφάντησαν ὅτι ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ὁµολόγησε τὴ
θρησκεία τους. Φοβισµένος ὁ Αὐξέντιος ἐγκατέλειψε τὰ καράβια καὶ ἀφοῦ ἀγόρασε
µία βάρκα, ἔκανε τὸν βαρκάρη. Μετανιωµένος ὅµως γιὰ τὰ προηγούµενα σφάλµατά
του, θέλησε νὰ µαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Τυχαία τότε, συνάντησε τὸν Σύγκελλο τῆς
Μεγάλης Ἐκκλησίας Γρηγόριο Ξηροποταµηνὸ καὶ ἐξοµολογήθηκε τὸν πόθο του. Ἀργότερα,
τὸν συνάντησαν στὸν δρόµο ναυτικοί του στόλου, τὸν ἀναγνώρισαν καὶ τὸν ὁδήγησαν
στὸν κριτή. Στὸ κριτήριο ὁ Αὐξέντιος, παρὰ τὰ σκληρὰ βασανιστήρια, ὁµολόγησε πὼς
εἶναι χριστιανός. Ἔτσι τὸν φυλάκισαν στὸ Πασά - Καπισί. Στὴ φυλακὴ αὐτή, ὁ
Σύγκελλος Γρηγόριος τὸν ἐπισκέφθηκε καὶ τὸν ἐνθάῤῥυνε νὰ σταθεῖ ἀνδρεῖος µπροστὰ
στοὺς ἀπίστους. Ἀνακρινόµενος καὶ πάλι ὁ Αὐξέντιος ἐπέµενε λέγοντας: «Ἐγὼ
χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θέλω ν΄ ἀποθάνω». Τότε τὸν καταδίκασαν σὲ
θάνατο µὲ ἀποκεφαλισµό. Τὸν ἀποκεφάλισαν
στὶς 25 Ἰανουαρίου 1720 στὴν
Κωνσταντινούπολη. Ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου σῴζεται στὴ Μονὴ
Ξηροποτάµου.
Ὁ Ὅσιος Θεόδοτος ἡγούµενος Μονῆς Πουπλίου
Τὸν ὅσιο αὐτὸ ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος Κύρου.
Σύµφωνα λοιπὸν µὲ τὰ γραφόµενά του, ὁ Ὅσιος αὐτός, ἀφοῦ ἔγινε ἡγούµενος τῆς Μονῆς
Πουπλίου (βλ. σχετικῶς γιὰ τὸν ὅσιο Πούπλιο, αὐτὴ τὴν µέρα, πιὸ πάνω), καὶ ἀφοῦ
ἔζησε ὁσιακά, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Μαργαρίτα
Ἴσως πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια µ΄ αὐτὴ τῆς
1ης Σεπτεµβρίου.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 26
●
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν µετὰ τῆς συµβίας του Μαρίας καὶ τῶν τέκνων τους Ἀρκαδίου
καὶ Ἰωάννη
●
Μνήµη τοῦ Μεγάλου Σεισµοῦ
●
Ὁ Ὅσιος Συµεὼν ὁ Παλαιός
●
Οἱ Ἅγιοι Ἀνανίας ὁ Πρεσβύτερος, Πέτρος ὁ δεσµοφύλακας καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτοὺς
Ἑπτὰ Στρατιῶται
●
Ὁ Ὅσιος Ἀµµωνᾶς
●
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ
●
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν
●
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Φρυγίᾳ
●
Ὁ Ὅσιος Κλήµης
●
Ἀνακοµιδὴ Λειψάνου Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν µετὰ τῆς συµβίας του
Μαρίας καὶ τῶν τέκνων τους Ἀρκαδίου καὶ Ἰωάννη
Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἰδικὰ γιὰ τοὺς πλουσίους
παραγγέλλει: «Τοῖς πλουσίοις ἐν τῷ νῦν αἰώνι παράγγελλε µὴ ὑψηλοφρονεῖν, µηδὲ ἠλπικέναι
ἐπὶ πλούτου ἀδηλότητι, ἀλλ᾿ ἐν τῷ Θεῷ τῷ ζώντι, τῷ παρέχοντι ἡµῖν πάντα
πλουσίως εἰς ἀπόλαυσιν». Πές, δηλαδή, στοὺς πλουσίους, σ᾿ αὐτὴ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ
νὰ µὴν ὑψηλοφρονοῦν, οὔτε νὰ ἔχουν στηριγµένες τὶς ἐλπίδες τους στὸν ἀβέβαιο ὑλικὸ
πλοῦτο, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζουν στὸ ζωντανὸ Θεό, ποὺ ὅλα µᾶς τὰ δίνει πλούσια γιὰ νὰ τὰ
ἀπολαµβάνουµε. Αὐτὴ τὴν παραγγελία, ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν µὲ τὴν γυναῖκα του Μαρία καὶ
τὰ παιδιὰ τοὺς Ἀρκάδιο καὶ Ἰωάννη, ποὺ ἦταν πολὺ πλούσια οἰκογένεια στὴν
Κωνσταντινούπολη τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ (518-527-565 µ.Χ.), θὰ δοῦµε ὅτι τὴν
διαφυλάττουν µέχρι τέλους. Τί κάνουν; Ὅ,τι καὶ πάλι παραγγέλλει γιὰ τοὺς
πλουσίους ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ:
«Ἀγαθοεργεῖν, πλουτεῖν ἐν ἔργοις καλοῖς, εὐµεταδότους
εἶναι, κοινωνικούς». Δηλαδή, νὰ ἀγαθοεργοῦν, νὰ γίνονται πλούσιοι σὲ καλὰ ἔργα,
νὰ εἶναι πρόθυµοι νὰ δίνουν καὶ σὲ ἄλλους ἀπὸ τὰ ἀγαθά τους, νὰ εἶναι ἁπλοὶ καὶ
καταδεκτικοί. Πράγµατι, ἡ πόρτα τοῦ Ξενοφῶντος ἦταν πάντα ἀνοικτὴ στοὺς φτωχοὺς
καὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια ἐργαζόταν µὲ γνήσιο πνεῦµα χριστιανικῆς φιλανθρωπίας. Οἱ ἴδιοι
ἀναζητοῦσαν τοὺς πάσχοντες καὶ ἔτρεχαν νὰ περιθάλψουν καὶ νὰ παρηγορήσουν ὀρφανά.
Μεγάλα δὲ ποσὰ ἀφιέρωναν γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση αἰχµαλώτων. Προκειµένου ὅµως νὰ
µορφώσουν περισσότερο τὰ παιδιά τους, τὰ ἔστειλαν στὴ Βηρυττὸ γιὰ νὰ διδαχθοῦν
νοµικά. Ἀλλὰ καθ᾿ ὁδὸν ναυάγησαν καὶ ἀφοῦ διασώθηκαν πῆγαν στὴν Ἱερουσαλήµ, ὅπου
ἔγιναν µοναχοί.
Ὅταν οἱ γονεῖς τους ἔµαθαν γιὰ τὰ γεγονότα
ποὺ συνέβησαν στὰ παιδιά τους, δόξασαν τὸν Θεὸ καί, ἀφοῦ διαµοίρασαν τὰ ὑπάρχοντά
τους στοὺς φτωχούς, ἔφυγαν καὶ αὐτοί.
Ὁ µὲν Ξενοφῶν στὴν ἔρηµο σὰν µοναχὸς ἀσκητής,
ἡ δὲ γυναῖκα του Μαρία, σὰν
µοναχὴ σὲ γυναικεία µονή. Ἔζησαν ὁσιακὰ καὶ
ἀφοῦ ἔκαναν θαύµατα, ἀπεβίωσαν
εἰρηνικὰ πρὸς Κύριον.
Μνήµη τοῦ Μεγάλου Σεισµοῦ
Εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους τῆς βασιλείας
Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ ἐν ἡµέρᾳ Κυριακὴ ὥρα δευτέρα, ἔγινε σεισµὸς εἰς τὴν
Κωνσταντινούπολιν τόσον µέγας, ὥστε ἐκρηµνίσθησαν τὰ τείχη αὐτῆς καὶ πολλὰ µέρη
καὶ πολλοὶ οἰκίαι τῆς πόλεως, ἐξαιρέτως ὅµως ἀπὸ τὸ ἔµβασµα, τὸ καλούµενον
Τρωαδίσιον, ἕως τὸ χάλκινον Τετράπυλον. Ἐσυνέχισε δὲ ὁ τοιοῦτος σεισµὸς µῆνας
τρεῖς. Τότε ὁ βασιλεὺς ποιῶν λιτανείαν, µεθ᾿ ὅλου του λαοῦ, ἔλεγε ταῦτα δακρύων
πρὸς τὸν Θεόν: «Ῥῦσαι ἡµᾶς, Κύριε, τῆς δίκαιας σοῦ ὀργῆς καὶ δὸς συγχώρησιν τῶν
ἁµαρτιῶν ἡµῶν. Ἐπειδὴ διὰ τὰς ἁµαρτίας ἡµῶν ἐσάλευσας τὴν γῆν καὶ συνετάραξας αὐτήν,
ἵνα σὲ δοξάζωµεν τὸν µόνον ἀγαθὸν Θεὸν ἡµῶν καὶ φιλάνθρωπον».
Ὁ Ὅσιος Συµεὼν ὁ Παλαιὸς
Τὴ βιογραφία του ἔγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος
(βλ. Φιλόθεος Ἱστορία ἀριθµ. 6). Ὁ Ὅσιος Συµεὼν λοιπόν, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία
εἶχε ἔφεση πρὸς τὴν ἄσκηση καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος Ἄµανον καὶ ζοῦσε
µέσα σὲ µία σπηλιά. Ἡ ζωή του ἐκεῖ ἦταν πολὺ ἀσκητικὴ καὶ δὲν ἔτρωγε οὔτε κὰν
λίγο ψωµί. Τρεφόταν µὲ χορτάρια τῆς ἐρήµου. Ἀπὸ τὴν ἔρηµο πῆγε στὸ ὄρος Σινᾶ,
γιὰ νὰ προσκυνήσει τοὺς τόπους ὅπου κατέβηκε ὁ Θεός. Ἐκεῖ κλείστηκε σὲ µία
σπηλιά, ὅπου κρύφτηκε ὁ Μωϋσῆς, καὶ ἔµεινε µπρούµυτα ἑπτὰ µέρες, νηστικὸς καὶ προσευχόµενος.
Σηκώθηκε µόνο ὅταν ἄκουσε φωνὴ νὰ τοῦ λέει νὰ σηκωθεῖ καὶ νὰ φάει τρία µῆλα, ποὺ
ἦλθαν µπροστά του µὲ θαυµατουργικὸ τρόπο. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ Σινᾶ, ἔκτισε δυὸ
µοναστήρια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Ἀνανίας ὁ Πρεσβύτερος, Πέτρος ὁ δεσµοφύλακας
καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτοὺς
Ἑπτὰ Στρατιῶται
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ
Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξίµου ἡγεµόνα τῆς Φοινίκης (295 µ.Χ.). Ὅταν λοιπὸν συνελήφθη
ὁ Ἱερέας Ἀνανίας, καὶ ἐπειδὴ ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ γκρέµισε διὰ τῆς προσευχῆς
τὰ εἴδωλα, ὁ Μάξιµος διέταξε καὶ τὸν
µαστίγωσαν ἀνελέητα καὶ ἔκαψαν τὶς πλευρές
του µὲ πυρωµένα σουβλιά. Ἔπειτα ἐπάνω στὰ κοµµένα µέλη του, ἔριξαν ξύδι καὶ ἁλάτι.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ τὸν ἔβαλαν στὴ φυλακή, ὅπου, διὰ θαύµατος, µέρες ὁλόκληρες,
τρεφόταν ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ θαῦµα αὐτὸ εἵλκυσε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τὸν
δεσµοφύλακα Πέτρο καὶ ἄλλους ἑπτὰ στρατιῶτες, τοὺς ὁποίους, µαζὶ µὲ τὸν Ἀνανία,
ὁ ἡγεµόνας ἔπνιξε στὴ θάλασσα. Ἔτσι ὅλοι µαζὶ πῆραν ἀπὸ τὸν στεφανοδότη Κύριο,
τὰ στεφάνια τῆς ἀθλήσεως.
Ὁ Ὅσιος Ἀµµωνᾶς
Ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος
ἔτρεφε µεγάλη ὑπόληψη πρὸς
αὐτόν. Σπάνια ἄνθρωπος ἔγινε τόσο κύριος
τοῦ ἑαυτοῦ, ὥστε νὰ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὶς βρισιές, εὐλογῶντας µάλιστα καὶ εὐεργετῶντας
τοὺς ὑβριστές του. Ἰδιαίτερη ἐπίσης προσπάθεια κατέβαλε ὁ Ἅγιος γιὰ τὸ φωτισµὸ
καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν ἀρετή, δυστυχισµένων γυναικῶν, ποὺ εἶχαν βγεῖ ἀπὸ τὸ
δρόµο τῆς τιµῆς. Ἐνῷ ὁ κόσµος τὸν κακολογοῦσε, αὐτὸς συµβούλευε καὶ παρακαλοῦσε.
Καὶ πετύχαινε. Πολλὲς παράτησαν τὴν ἁµαρτία καὶ ἦλθαν µέσῳ αὐτοῦ στὴν εὐσέβεια
καὶ τὴν σωφροσύνη. Ἐπίσης ἐδῶ ἀναφέρεται στὸ Λαυσαϊκὸ καὶ ἕνας ἄλλος Ὅσιος Ἀµµωνᾶς,
ποὺ ἦταν ἱερέας.
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν
Κτίτωρ ὁµώνυµης Μονῆς Ἁγίου Ὄρους.
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Φρυγίᾳ
«Βάκλοις τυπτόµενοι ἐτελειώθησαν».
Ὁ Ὅσιος Κλήµης, ὁ ἐν τῷ Ὄρει Σαγµατίῳ ἀσκήσας
Ἄσκησε στὸ ὄρος Σαγµατᾶ τῆς Βοιωτίας. Τὸν ἀσκητὴ
αὐτὸν ἀγνοοῦν οἱ Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ µνήµη του, µαζὶ µὲ τὴν ἀκολουθία
του, βρίσκεται στοὺς
Λαυριωτικοὺς Κώδικες Ε 152 φ. 334α καὶ Π 2
φ82β. Στὴν ἀκολουθία του ὑµνολογεῖται ὡς πνευµατοφόρος ἐπὶ στύλου ὑψηλοῦ ἀναβὰς
καὶ ἀσκητικώτατος φανείς, ὡς στῦλος τῶν
µοναζόντων ἀκλινής, ὡς µοναστῶν τὸ
στήριγµα, ἔργα φωτὸς διαπραξάµενος. (Νοµίζω ὅµως, ὅτι ἐδῶ περιττῶς ἀναφέρεται ἡ
µνήµη του ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές, διότι οἱ περισσότερες ἁγιολογικὲς πηγές,
ἀναφέρουν τὴ µνήµη τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ τὴν 27η Ἰανουαρίου).
Ἀνακοµιδὴ Λειψάνου Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ
Στουδίτου
Ἡ ἀνακοµιδὴ αὐτὴ ἔγινε ἀπὸ τὴν Πρίγκηπο στὴν
Ἱ. Μονὴ Στουδίου, ἐπὶ Πατριάρχου
Μεθοδίου τὸ 844 µ.Χ.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 27
●
Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόµου
●
Ἁγία Μαρκιανὴ ἡ βασίλισσα
●
Ὁ Ὅσιος Κλαυδῖνος
●
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Αἰγύπτιος
●
Ὁ Ὅσιος Κλήµης ὁ Στυλίτης, ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Σαγµατᾶ τῆς Βοιωτίας
●
Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ ἐν Κωνσταντινούπολει
Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόµου
Εἶναι γνωστὸς ὁ µαρτυρικὸς θάνατος τοῦ
µεγάλου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου. Ἀπὸ τὸ ἕνα µέρος οἱ
σκοτεινοὶ καὶ µοχθηροὶ ἐπίσκοποι ποὺ δὲν ἄντεχαν τὴν ὑπεροχὴ καὶ τὴν δόξα του, ἀπὸ
τὸ ἄλλο οἱ αὐλικὲς ῥᾳδιουργίες καὶ ἐµπάθειες µὲ πρωταγωνίστρια τὴν βασίλισσα Εὐδοξία,
ἐπέφεραν τελικὰ τὴν ἐξορία
του. Κατὰ τὴν διάρκεια δὲ αὐτῆς, οἱ ἐχθροί
του πῆραν ὅλα τὰ ὠµὰ µέτρα γιὰ νὰ πολλαπλασιάσουν τὶς θλίψεις του. Τελικά, µ᾿ αὐτὸ
τὸ σκληρὸ τρόπο ἐπέφεραν τὸ θάνατό του. Ἐτάφη σὲ µία ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ Κόµανα
τῆς Καππαδοκίας. Τὸ λείψανό του ἔµεινε τριάντα ὁλόκληρα χρόνια ἐκεῖ, ὅπου ἦταν
καὶ ὁ τελικὸς τόπος τῆς ἐξορίας καὶ ὑπέφερε τόσες δοκιµασίες. Ἀλλὰ «πᾶσα
παιδεία πρὸς µὲν τὸ παρὸν οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι, ἀλλὰ λύπης, ὕστερον δὲ καρπὸν εἰρηνικὸν
τοῖς δι᾿ αὐτῆς γεγυµνασµένοις
ἀποδίδωσι δικαιοσύνης». Κάθε, δηλαδή,
δοκιµασία πρὸς τὸ παρὸν δὲ φαίνεται πρόξενος χαρᾶς, ἀλλὰ λύπης. Ὕστερα, ὅµως, ἀνταµείβει
ἐκείνους ποὺ δοκιµάστηκαν, µὲ καρπὸ εἰρηνικό, ποὺ εἶναι δικαιοσύνη καὶ ἁγιότητα.
Πράγµατι, ἔτσι ἔγινε καὶ µὲ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστοµο. Στὶς 27 Ἰανουαρίου 438, ὅταν
Πατριάρχης ἦταν ὁ µαθητής του Πρόκλος
καὶ αὐτοκράτωρ ὁ Θεοδόσιος ὁ Β´,
µεταφέρεται µὲ συγκινητικὴ ποµπὴ τὸ λείψανό του στὴν Κωνσταντινούπολη. Τίθεται
στὸ νάο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ ὁ πολυπληθὴς λαός, ἔξαλλος ἀπὸ χαρά, φώναζε: «Ἀπόλαβε
τὸν θρόνον σου, Ἅγιε!».
Ἡ Ἁγία Μαρκιανὴ ἡ βασίλισσα
Ἦταν ἡ εὐσεβέστατη σύζυγος τοῦ Ἰουστίνου Α´
τοῦ γέροντος (518-527), πρῶτα µὲν ὀνοµαζόταν Λουπικία, ἔπειτα δὲ Εὐφηµία. Ἔλαµψε
µὲ τὰ ἀγαθά της ἔργα καὶ ἀφοῦ ὁσιακὰ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν
ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Ὅσιος Κλαυδῖνος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ Αἰγύπτιος
Ὑπῆρξε µαθητὴς τοῦ Ἀββᾶ Λώτ. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ
σὲ πολὺ βαθιὰ γεράµατα.
Ὁ Ὅσιος Κλήµης ὁ Στυλίτης, ποὺ ἀσκήτευσε
στὸ ὄρος Σαγµατᾶ τῆς Βοιωτίας
Τὸν ἀσκητὴ αὐτὸ ἀγνοοῦν οἱ Συναξαριστὲς καὶ
τὰ Μηναῖα. Ἡ µνήµη του µαζὶ µὲ τὴν Ἀκολουθία του, βρίσκεται στοὺς Λαυριωτικοὺς
Κώδικες Ε 152 φ. 332 α καὶ Γ 12φ. 82 β. Στὴν Ἀκολουθία του ὑµνολογεῖται σὰν
«πνευµατοφόρος ἐπὶ στύλου ὑψηλοῦ ἀναβὰς καὶ ἀσκητικώτατος φανεῖς, ὡς στῦλος τῶν
µοναζόντων ἀκλινής, ὡς µοναστῶν τὸ στήριγµα ἔργα φωτὸς διαπραξάµενος». Στὸ δὲ
Κοντάκιο δηλώνεται, ὅτι «ἀνδρείας ψυχῇς εἰς ὄρος Σαγµάτειον ἐν στύλῳ στενῷ
µονάσας, προθυµότατα τὸν χορὸν ἐκόσµησας τῶν ὁσίων, Κλήµη ὁσιώτατε».
Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ ἐν Κωνσταντινούπολει
Ἦταν ὄµορφος στὴν ὄψη, δυνατὸς στὸ σῶµα καὶ
σεµνὸς στὰ ἤθη. Εἰκοσιπέντε χρονῶν, ἐργαζόταν στὸν Γαλατὰ τῆς
Κωνσταντινουπόλεως σ᾿ ἕνα οἰνοπωλεῖο, ποὺ ἀνῆκε στὸν Χριστιανὸ Χατζῆ Παναγιώτη.
Κάποιοι ἀπὸ τοὺς θαµῶνες τοῦ οἰνοπωλείου, µωαµεθανοὶ ἀπὸ τὸν Πόντο, προσπάθησαν
νὰ παρασύρουν στὸν Μωαµεθανισµὸ τὸν Δηµήτριο. Κάποια µέρα λοιπόν, µετὰ ἀπὸ
πολύωρη οἰνοποσία, οἱ Τουρκοπόντιοι αὐτοὶ διώχτηκαν ἀπὸ τὸν οἰνοπώλη µὲ τὴ
βοήθεια τοῦ ῥωµαλέου Δηµητρίου κακὴν κακῶς. Κατὰ τὴν συµπλοκὴ αὐτή,
τραυµατίστηκε κάποιος ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι κατάγγειλαν σὰν
δράστη τὸν Δηµήτριο. Ἔτσι ὁ Δηµήτριος ὁδηγήθηκε στὸν βεζίρη καὶ ἐπειδὴ δὲν
µπόρεσε νὰ ἀποδείξει τὴν ἀθῳότητά του, τοῦ ἐτέθη τὸ ἑξῆς δίληµµα: ἢ νὰ γίνει
µωαµεθανὸς ἢ θὰ πεθάνει. Ἀλλ᾿ ὁ Δηµήτριος σθεναρὰ ἐπέµενε στὴν χριστιανικὴ
πίστη. Μπροστὰ στὴ σταθερὴ ἐµµονὴ τοῦ Δηµητρίου, ὁ βεζίρης διέταξε τὸν ἀποκεφαλισµό
του. Πρὸ τῆς ἐκτελέσεως, ὁδηγήθηκε καὶ πάλι µπροστὰ στὸν βεζίρη, ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ
Δηµήτριος δὲν ὑπέκυψε στὶς κολακεῖες, τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὰ βασανιστήρια τῶν
Τούρκων, καὶ εἰδικὰ αὐτὰ τῶν ἰδίων τῶν κατηγόρων του. Ἔτσι ὁ Δηµήτριος, στὶς 27
Ἰανουαρίου 1784, ἀποκεφαλίστηκε µπροστὰ στὸ οἰνοπωλεῖο ποὺ ἐργαζόταν.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 28
●
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίµ, ὁ Σύρος
●
Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ, ὁ Σύρος
●
Ὁ Ὅσιος Παλλάδιος
●
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἀσκητής
●
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος
●
Οἱ Ἁγίες Μητέρα καὶ Θυγατέρα
●
Ἡ Ἁγία Χάρις
●
Μνήµη ὅλων τῶν Ἐρηµιτῶν
●
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἰβηροσκητιώτης
Ὁ Ὅσιος Ἐφραίµ, ὁ Σύρος
Ἀσκητὴς µὲ πολλὴ ἁπλότητα, ἐγκράτεια καὶ ἐνθουσιώδη
πίστη. Προικισµένος µὲ πλουσιότατη καὶ φλογερώτατη φαντασία, ἐξασκοῦσε µεγάλη ἐπιῤῥοὴ
στοὺς
συµπολῖτες του. Ὁ Ἐφραὶµ γεννήθηκε στὶς ἀρχὲς
τοῦ 4ου αἰῶνα, στὴ Νισίβη τῆς Συρίας. Διδάσκαλο εὐτύχησε νὰ ἔχει τὸν ἐπίσκοπο Ἰάκωβο,
ἄνδρα µεγάλης θεολογικῆς παιδείας, ποὺ τὸν χειροτόνησε διάκονο. Ἀλλ΄ αὐτὸς
παραδίδεται ὁλοκληρωτικὰ στὶς
µελέτες του καὶ δὲ θέλησε νὰ προβιβασθεῖ σὲ
ἀνώτερο ἀξίωµα. Διότι θεωρεῖ σπουδαιότερο αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Πᾶσα
γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιµος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἐλέγχον, πρὸς ἐπανόρθωσιν,
πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ, ἵνα ἄρτιος ᾖ ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πρὸς πᾶν ἔργον
ἀγαθὸν ἐξηρτισµένος». Δηλαδή, ὅλη ἡ Γραφὴ ἔχει ἐµπνευσθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό. Γι΄ αὐτὸ
εἶναι ὠφέλιµη νὰ διδάσκει τὴν ἀλήθεια, νὰ ἐλέγχει τὶς πλάνες, νὰ διορθώνει αὐτοὺς
ποὺ ἁµαρτάνουν, νὰ παιδαγωγεῖ στὴν ἀρετή, καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νὰ εἶναι
τέλειος, καταρτισµένος σὲ κάθε ἔργο ἀγαθό. Ἔτσι, µ΄ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Ἐφραὶµ ἀπέκτησε
ξεχωριστὴ θέση στὴν ἐκκλησιαστικὴ κίνηση τοῦ ἔθνους του. Ἦταν ὁ περίφηµος ῥήτορας,
ὁ βαθὺς καὶ φλογερὸς συγγραφέας. Ὀνοµάστηκε προφήτης τῶν Σύρων, στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας,
στόµα καὶ κιθάρα τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος. Ὁ Ἐφραὶµ πέθανε τὸ 379 (κατ΄ ἄλλους τὸ
373 στὴν Ἔδεσσα τῆς Συρίας) ἀφοῦ ἄφησε µεγάλο συγγραφικὸ ἔργο.
Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ, ὁ Σύρος
Ἐπίσκοπος Νινευί (+ 6ος αἰ.).
Ὁ Ὅσιος Παλλάδιος
Μέγας ἀσκητὴς ὁ Παλλάδιος, ἔκτισε ἕνα µικρὸ
κελὶ σ΄ ἕνα βουνὸ ποὺ ὀνοµαζόταν Ἴµµαι (ἢ Ἤµµη). Ἐκεῖ, µὲ πολλὴ ἀγρυπνία,
νηστεία καὶ συνεχῆ προσευχή, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θαυµατουργεῖ. Κάποτε
µάλιστα, βρέθηκε µπροστὰ στὴν πόρτα του κάποιος ἔµπορος σφαγµένος, ποὺ τὸν εἶχε
σφάξει καὶ ληστέψει κάποιος λῃστής. Τότε ὅλοι καταδίκασαν τὸν Παλλάδιο, σὰν
φονιὰ τοῦ ἐµπόρου. Ὁ Παλλάδιος, ὅµως, προσευχήθηκε καὶ ἀνέστησε τὸν ἔµπορο ποὺ ἀµέσως
ἔδειξε τὸν ἀληθινὸ φονιά, ποὺ ἦταν µάλιστα ἀνάµεσα σ΄ αὐτοὺς ποὺ κατηγοροῦσαν τὸν
Παλλάδιο. Τὸ θαῦµα αὐτὸ ἔκανε ν΄ ἀποκτήσει ὁ Παλλάδιος φήµη ἁγίου ἀνδρὸς σ΄ ὅλα
τὰ περίχωρα. Ἔτσι λοιπόν, θεοσεβῶς, ἀφοῦ ἔζησε ὁ Παλλάδιος, εἰρηνικὰ τελείωσε τὴν
ἐπίγεια ζωή του. (Κατὰ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 259, καθὼς καὶ σὲ ὁρισµένους
Λαυριωτικούς, ἡ µνήµη του φέρεται καὶ κατὰ τὴν 27η Νοεµβρίου).
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἀσκητὴς
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ἐγκατέλειψε τὸν κόσµο καὶ
παρέµεινε γιὰ 20 χρόνια κλεισµένος µέσα σὲ µία σπηλιὰ κοντὰ στὴν κωµόπολη
Πορφυριανή, αὐστηρὰ ἀσκούµενος. Στὸ διάστηµα αὐτό, προσῆλθε στὸν ὅσιο µία πόρνη
καὶ τὸν βίαζε νὰ ἁµαρτήσει µαζί της. Ὁ Ὅσιος µε διακριτικὸ τρόπο τῆς ὑπενθύµισε
τὴν µέλλουσα κρίση καὶ ἔτσι κατόρθωσε νὰ τὴν ἐπαναφέρει στὸ δρόµο τῆς
θεογνωσίας. Κάποτε ὅµως θεράπευσε ἀπὸ τὸ δαιµόνιο µία νεαρὴ κόρη καὶ ὁ πατέρας
της τὴν ἄφησε κοντά του γιὰ νὰ µὴ ἐπανέλθει ἡ ἀῤῥώστια. Τότε ὁ ἀσκητὴς ἡττήθηκε.
Διέφθειρε τὴ νεαρὴ κόρη καὶ κατόπιν τὴν σκότωσε µὲ τὸν ἀδελφό της. Τὰ πτώµατά
τους τὰ ἔριξε στὸ ποτάµι. Ἡ συνείδησή του ὅµως τὸν ταρακούνησε καὶ
συναισθάνθηκε τὸ ἀνοσιούργηµά του. Τότε κλείστηκε µέσα σ΄ ἕναν τάφο, ὅπου ἔκλαιγε
καὶ προσευχόταν νυχθηµερὸν καὶ ἔχυνε δάκρυα µετανοίας. Ὁ Θεὸς γιὰ νὰ δείξει στὸν
Ἰάκωβο ὅτι τὸν συγχώρεσε γιὰ τὴν πραγµατική του µετάνοια,
φάνηκε στὸ ὄνειρο τοῦ ἐπισκόπου τῆς περιοχῆς
καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάει νὰ παρακαλέσει
τὸν Ἰάκωβο νὰ προσευχηθεῖ γιὰ νὰ βρέξει,
διότι ὁ τόπος εἶχε µεγάλη ἀνοµβρία. Πρᾶγµα
ποὺ ἔγινε. Αὐτὸ ἐνθάῤῥυνε τὸν Ἰάκωβο καὶ ἐντονότερα
ἀσκούµενος ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος
Ἐπιφανὴς θεολόγος καὶ µέγας διδάσκαλος τοῦ
Γένους, ἀπὸ τοὺς πολυγραφότερους καὶ σπουδαιότερους συγγραφεῖς τῆς ἐποχῆς του.
Γεννήθηκε στὸ Κῶστο τῆς Πάρου τὸ 1721/2 καὶ πέθανε στὰ Ῥευστὰ Χίου τὸ 1813. Τὴν
πρώτη παιδεία ἔλαβε στὴ γενέτειρά του καὶ συνέχισε στὴ Σµύρνη κοντὰ στὸν Ἰερόθεο
Δενδρινὸ καὶ τὸν ἰατροφιλόσοφο
Χριστόδουλο. Τὸ 1752 ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον
Ὄρος καὶ γράφτηκε στὴν περιώνυµη Ἀθωνιάδα Σχολή, ποὺ διηύθυνε ὁ Νεόφυτος
Καυσοκαλυβίτης καὶ ἀργότερα ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης. Μαθήµατα ἄκουσε ἀργότερα στὴν
Κέρκυρα καὶ ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Θεοτόκη. Μὲ παράκληση τοῦ Παν. Παλαµᾶ ἦρθε στὸ
Μεσολόγγι, ἀλλὰ µετακλήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη γιὰ νὰ διδάξει (1767-1770). Ἀπὸ τὴν
Ἀθωνιάδα Σχολή, ὅπου κλήθηκε γιὰ νὰ διδάξει, ἀναγκάστηκε νὰ ἀποχωρήσει ἐξαιτίας
τῆς ἀναµίξεώς του στὶς ἔριδες τῶν Κολλυβάδων. Ἔφτασε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ἀνέλαβε
τὴν διεύθυνση τῆς ἐκεῖ
Σχολῆς µέχρι τὸ 1786. Ἐπιθυµῶντας νὰ ἐπιστρέψει
στὴν Πάρο, ἀναχώρησε στὰ τέλη τοῦ
1786 ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη, ἀλλὰ τελικὰ
βρέθηκε στὴ Χῖο. Διευθυντὴς τῆς Σχολῆς τῆς
Χίου κατόρθωσε νὰ τὴν διευρύνει καὶ νὰ τὴν
ὁδηγήσει σὲ µεγάλη ἀκµὴ (1788-1811). Σὲ
ἡλικία 90 περίπου χρόνων ἀποσύρθηκε στὸ
µονίδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ῥευστῶν,
ὅπου πέθανε στὶς 24 Ἰουνίου 1813.
Ὁ Ἀθανάσιος ἀνήκει στὴ µεγάλη χορεία τῶν
διδασκάλων τοῦ Γένους ποὺ µὲ ὅλη τους
τὴν δύναµη ἐργάστηκαν ἀκαταπόνητα γιὰ τὴν
µόρφωσή του. Πρέπει ὅµως νὰ
σηµειωθεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ Πάριος διδάσκαλος ἦταν
πολέµιος τῶν νέων ἰδεῶν τοῦ
Διαφωτισµοῦ καὶ τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως,
σὲ τέτοιο µάλιστα βαθµό, ὥστε νὰ
ξεσηκώσει τὴ σφροδρότατη διαµαρτυρία τοῦ
Κοραῆ.
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἀθανασίου καλύπτει
εὐρύτατο χῶρο τῆς θεολογικῆς καὶ τῆς
θύραθεν ἐπιστήµης. Τὰ ἔργα του, ἐκδοθέντα
καὶ ἀνέκδοτα, θὰ µποροῦσαν νὰ
καταταγοῦν στὶς παρακάτω γενικὲς
κατηγορίες: Ἀπολογητικά, Ἱστορικοδογµατικά,
Λειτουργικά, Ὑµνολογικά, Φιλοσοφικά,
Παιδαγωγικά, Ποιητικά, Βιογραφίες, Ὁµιλίες,
Λόγοι, Ἐπιστολὲς κ.ἄ. Ἀπὸ τὰ πιὸ σπουδαία
εἶναι τὰ παρακάτω: Ἀντιπάπας (1785)·
ἐξυµνεῖ τὸ ἔργο τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ καὶ
κατακρίνει τὶς καινοτοµίες τῶν Λατίνων,
Χριστιανικὴ ἀπολογία (1798) καταπολεµᾷ τὶς
ἀρχὲς τῆς Γαλλικῆς ἐπαναστάσεως καὶ
γράφτηκε µὲ ἀξίωση τοῦ Γρηγορίου Ε΄.
Μεταφράστηκε στὴ Ῥουµανική. Ἀλεξίκακον
φάρµακον ἤτοι πνευµατικὸν ἐγχειρίδιον,
γράφτηκε ἐναντίον τῶν ἰδεῶν τοῦ Βολταίρου,
Πατρικὴ διδασκαλία (1798), ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν
Ἄνθιµο Ἱεροσολύµων. Προκάλεσε τὴν
σφοδρότατη διαµαρτυρία τοῦ Κοραῆ, ποὺ ἀπάντησε
µὲ τὸ ἔργο Ἀδελφικὴ διδασκαλία
(1798), «Ἀντιφώνησις πρὸς τὸν παράλογον ζῆλον
τῶν ἀπὸ Εὐρώπης ἐρχοµένων
φιλοσόφων, δεικνύουσα ὅτι µάταιος καὶ ἀνόητος
εἶναι ὁ ταλανισµὸς ὅπου κάµνουσι τοῦ
Γένους µας καὶ ἡ διδάσκουσα ὁποία εἶναι ἡ ὄντως
καὶ ἀληθινὴ φιλοσοφία...», ποὺ
ἐκδόθηκε τὸ 1802 µὲ τὸ ψευδώνυµο Ναθαναὴλ
Νεοκαισαρεύς. Ἄλλα ἔργα τοῦ
Ἀθανασίου εἶναι: Ἐπιτοµὴ γραµµατικῆς τοῦ
κυροῦ Νεοφύτου ἐκείνου (1787), Ῥητορικὴ
πραγµατεία, Στοιχεῖα µεταφυσικῆς.
Οἱ Ἁγίες Μητέρα καὶ Θυγατέρα
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ἡ Ἁγία Χάρις
Μαρτύρησε ἀφοῦ τῆς ἔκοψαν τὰ πόδια.
Μνήµη ὅλων τῶν Ἐρηµιτῶν
Ἡ µνήµη τους σύµφωνα µὲ τὸ Ἱεροσολυµιτικὸ
Κανονάριο.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος ὁ Ἰβηροσκητιώτης
(Βλ. βιογραφία του τὴν 1η Νοεµβρίου).
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 29
●
Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου
●
Οἱ Ἅγιοι Φιλόθεος, Ὑπερέχιος, Ἄβιβος, Ἰουλιανός, Ῥωµανός, Ἰάκωβος καὶ
Παρηγόριος οἱ ἐν Σαµοσάτοις τελειωθέντες
●
Οἱ Ἅγιοι Σιλουανὸς ἐπίσκοπος, Λουκᾶς διάκονος καὶ Μώκιος ἀναγνώστης
●
Οἱ Ἅγιοι Σορβῆλος καὶ Βεβαία οἱ αὐτάδελφοι
●
Ὁ Ἅγιος Βαρσιµαῖος ὁ Ὁµολογητὴς ἐπίσκοπος Ἐδέσσης
●
Ὁ Ὅσιος Ἀφραάτης
●
Ὁ Ὅσιος Ἀκεψιµᾶς
●
Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Χιοπολίτης
●
Ὁ Ἅγιος Gildas the wise
Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ
Θεοφόρου
Ἡ γιορτὴ τῆς µνήµης του εἶναι ὀτις 20
Δεκεµβρίου. Ἐδῶ γιορτάζουµε τὴν µνήµη τῆς ἀνακοµιδῆς τῶν Ἱερῶν Λειψάνων του, ἀπὸ
τὴν Ῥώµη, ὅπου οἱ Χριστιανοὶ τὰ περισυνέλεξαν ἀπὸ τὸν Ἱππόδροµο καὶ τὰ
µετέφεραν στὴν Ἀντιόχεια (Α´ ἀνακοµιδὴ
µᾶλλον τὸ ἴδιο ἔτος τοῦ µαρτυρίου του δηλ.
τὸ 107 µ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος, ὅµως, εἰδικὰ γιὰ τὴν σηµερινὴ
γιορτὴ τῆς ἀνακοµιδῆς τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου ἀπὸ τὴν Ῥώµη στὴν Ἀντιόχεια,
ἔκανε λόγο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο παραθέτουµε ὁρισµένα ἀποσπάσµατα σὲ µετάφραση. «Ὁ Ἰγνάτιος
ἔτρεξε πρὸς τὸν θάνατο µὲ τόση µεγάλη προθυµία, µὲ ὅση φυσικὸ ἦταν νὰ τρέχει ἔκεινος
ποὺ καλεῖται
στὰ οὐράνια ἀνάκτορα. Καὶ ἔτσι, ὁ λαὸς
µάθαινε ἀπὸ τὴν προθυµία καὶ τὴν ὑπερβολικὴ χαρὰ ἐκείνου, ὅτι δὲν ἦταν θάνατος ἐκεῖνος
πρὸς τὸν ὁποῖο ἔτρεχε, ἀλλὰ κάποια ἀποδηµία καὶ µετάθεση καὶ ἀνάβαση πρὸς τὸν οὐρανό.
Δίδασκε ἔτσι, σ᾿ ὅλους ποὺ τὸν παρακολουθοῦσαν νὰ περιφρονοῦν τὴν παροῦσα ζωή,
νὰ ἐπιθυµοῦν τὰ µελλοντικὰ καὶ ν᾿ ἀποβλέπουν στὸν οὐρανό, καὶ νὰ µὴ δίνουν
σηµασία στὰ κακά της παροῦσας ζωῆς. Τέτοιοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἐρωτευµένοι·
ὅ,τι κι ἂν πάσχουν ὑπὲρ ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν, τὸ δέχονται µὲ εὐχαρίστηση. Τὸ ἴδιο
συνέβη καὶ µ᾿ αὐτόν. Ἔσπευδε νὰ µιµηθεῖ τοὺς Ἀποστόλους ὄχι µόνο στὸ θάνατο, ἀλλὰ
καὶ στὴν προθυµία, γι᾿ αὐτὸ ἔλεγε: «Θὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὰ θηρία». Καὶ θεωροῦσε τὰ
στόµατα αὐτῶν πολὺ πιὸ ἡµέρα ἀπὸ τὴν γλῶσσα τοῦ τυράννου. Καὶ πολὺ σωστά. Διότι
ἐκείνη τὸν καλοῦσε στὴ γέεννα, ἐνῷ τὰ στόµατα τῶν θηρίων τὸν ἔστελναν στὴ
Βασιλεία τῶν οὐρανῶν» 1. 1.37ος τόµος Ε.Π.Ε.
Οἱ Ἅγιοι Φιλόθεος, Ὑπερέχιος, Ἄβιβος, Ἰουλιανός,
Ῥωµανός, Ἰάκωβος καὶ
Παρηγόριος οἱ ἐν Σαµοσάτοις τελειωθέντες
Ἦταν καὶ οἱ ἑπτά τους ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς
ἐκείνους ἥρωες, ποὺ µποροῦσαν νὰ διατηρήσουν τὴν σταθερότητά τους, ἀπέναντι ὅλων
τῶν δυνάµεων τοῦ κόσµου. Ὅταν τοὺς συνέλαβαν οἱ εἰδωλολάτρες, στὴν ἀρχὴ µὲ βαριὰ
ῥόπαλα ἔσπασαν τοὺς µηροὺς
καὶ τοὺς βραχίονές τους. Καὶ τέλος τοὺς
σκότωσαν µὲ θηριώδη τρόπο, ἀφοῦ διαπέρασαν τὰ κεφάλια τους µὲ καρφιά. Τὴ φρίκη
αὐτοῦ τοῦ θανάτου, εἶναι ἀδύνατο νὰ φαντασθεῖ
ἢ νὰ περιγράψει κανείς. Καὶ ὅµως, ἐκεῖνοι
γενναιόψυχοι καὶ ὁµόψυχοι, τὸν ὑπέστησαν
µὲ ὅλο τὸν ἡρωϊσµὸ καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχές
τους φωνάζοντας ὁ καθένας τους µέχρι
τελευταίας στιγµῆς σὲ κάθε νέο κτύπηµα
καρφιοῦ «ΕΙΜΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ».
Οἱ Ἅγιοι Σιλουανὸς ἐπίσκοπος, Λουκᾶς
διάκονος καὶ Μώκιος ἀναγνώστης
Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς στὴν πόλη τῶν Ἐµεσηνῶν
της Κοίλης Συρίας, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Νουµεριανοῦ (284).Ὅταν λοιπὸν τοὺς
εἶπαν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, αὐτοὶ µεγαλόφωνα ἐπανέλαβαν τὴν ὁµολογία τους, µὲ
ἀποτέλεσµα νὰ τοὺς
µαστιγώσουν σκληρὰ καὶ νὰ τοὺς φυλακίσουν.
Ὅταν µετὰ ἀπὸ µέρες, ἐξαντληµένους, τοὺς ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τοὺς ἐξέτασαν
γιὰ νὰ δοῦν ἂν ἔχει καµφθεῖ τὸ φρόνηµά τους, ἀποδείχθηκε ὅτι οἱ τρεῖς Ἅγιοι
παρέµειναν ἀκλόνητοι καὶ ἀλύγιστοι. Τότε τὰ ἴδια µαρτύρια ἐπαναλήφθηκαν, ἀλλὰ
καὶ πάλι χωρὶς ἀποτέλεσµα. Τότε τοὺς
ἔφεραν στὸ ἀµφιθέατρο, ὅπου γίνονταν
θηριοµαχίες, γιὰ νὰ βροῦν ἐκεῖ τροµερὸ θάνατο ἀπὸ τὰ πεινασµένα θηρία. Τὰ
λείψανά τους τὰ παρέλαβαν οἱ χριστιανοὶ καὶ τὰ ἔθαψαν
µὲ πολλὴ εὐλάβεια καὶ ἀγάπη. (Στὸν
Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδηµου καθὼς καὶ στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 ἡ µνήµη τοῦ
Ἁγίου Σιλουανοῦ ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 6η Φεβρουαρίου µαζὶ µὲ τοὺς µάρτυρες Φαῦστο
καὶ Βασίλειο).
Οἱ Ἅγιοι Σορβῆλος καὶ Βεβαία οἱ αὐτάδελφοι
Ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 2ου αἰῶνα µ.Χ.
(110). Ὁ Σόρβηλος, Ἱερέας τῶν εἰδώλων προηγούµενα, εἶχε προσέλθει στὸν
Χριστιανισµό, ἀφοῦ κατηχήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἔδεσσας Βαρσιµαῖο. Μαζὶ µ᾿ αὐτὸν
δέχτηκε τὴν θρησκεία τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀδελφὴ τοῦ Βεβαία. Ὁ ἔπαρχος
Λυσίας ὅταν τὸ πληροφορήθηκε, τοὺς ὑπέβαλε σὲ σειρὰ ὠµοτάτων µαρτυρίων. Ἀλλὰ τὰ
µαστίγια, οἱ ἀναµµένες λαµπάδες καὶ τὸ γδάρσιµο τοῦ δέρµατος δὲν µπόρεσαν νὰ ἰσχύσουν
ἀπέναντι στὴν ἀκλόνητη πίστη τους. Τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ αἷµα τους, τοὺς
κάλυψε λαµπρότερο ἀπὸ κάθε βασιλικὴ πορφύρα.
Ὁ Ἅγιος Βαρσιµαῖος ὁ Ὁµολογητὴς ἐπίσκοπος Ἐδέσσης
Ὁ Βαρσιµαῖος, ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Ἐδέσσης,ὅπως
εἴπαµε πιὸ πάνω, ἔφερε στὴ θρησκεία τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ζωῆς, δηλαδὴ τὸν
Χριστιανισµό, τοὺς ἁγίους µάρτυρες Σόρβηλο καὶ τὴν ἀδελφή του Βεβαία. Γιὰ τὸν
λόγο αὐτὸ λοιπόν, καταγγέλθηκε στὸν ἡγεµόνα Ἐδέσσης Λυσία καὶ ἀφοῦ ὁµολόγησε τὸν
Χριστό, µαστιγώθηκε καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Ἀλλὰ στὸ διάστηµα αὐτό, ἔπαψε µὲ
βασιλικὸ διάταγµα ὁ διωγµὸς τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι ὁ Βαρσιµαῖος βγῆκε ἀπὸ τὴν
φυλακή, γύρισε στὴν Μητρόπολή του καὶ ἀφοῦ ἔζησε κατὰ πάντα θεάρεστα, ἀπεβίωσε
εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἀφραάτης
Ὁ Ὅσιος Ἀφραάτης ἦταν Πέρσης στὴν καταγωγὴ
καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Οὐάλη (370 µ.Χ.), καὶ πρὶν ἦταν εἰδωλολάτρης. Ἔγινε
χριστιανὸς στὴν Ἔδεσσα καὶ κατόπιν πῆγε καὶ µόνασε σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρηµητήρια ἔξω
ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν ὁ ἀρειανὸς Οὐάλης ἐξόρισε τὸν ὀρθόδοξο κλῆρο τῆς Ἀντιόχειας
καὶ πολλὲς πιέσεις ἀνάγκαζαν τοὺς Χριστιανοὺς νὰ ἀσπάζονται τὸν ἀρειανισµό, ὁ Ἀφραάτης
ἄφησε τὸ ἐρηµητήριό του, ἦλθε στὴν πόλη, ὅπου ἄφοβα καὶ µὲ ζῆλο ἐνθάῤῥυνε καὶ
παρηγοροῦσε τὰ πλήθη καὶ τὰ στήριζε στὴν Ὀρθοδοξία. Τέτοιες ὑπηρεσίες, πολλὲς
πρόσφερε ὁ Ἄφραατης στὴν πίστη. Τελείωσε τὴν ζωή του, ὑπηρετῶντας µὲ ἀφοσίωση τὸ
Εὐαγγέλιο.
Ὁ Ὅσιος Ἀκεψιµᾶς
Ἔζησε ἀσκητικὰ καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Χιοπολίτης
Γεννήθηκε στὸ Παλιόκαστρο τῆς Χίου τὸ
1780, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Ἀποστόλη καὶ τὴν Μαρουλού. Σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἦλθε
στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐργαζόταν κοντὰ στὸν ἐκεῖ ἐγκατεστηµένο ἀδελφό του
Ζαννῆ, ποὺ ἦταν ἔµπορος. Ἀργότερα, ἀῤῥαβωνιάστηκε κάποια νέα, καὶ ἐπειδὴ δὲν πῆρε
τὴν συγκατάθεση τοῦ ἀδελφοῦ του, τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ κατάστηµά του. Ἔπεσε σὲ
µεγάλη φτώχεια καὶ θυµήθηκε ὅτι ὁ Σεΐχ- ουλ- ισλάµης ὄφειλε στὸν ἀδελφό του
κάποιο ποσὸν ἀπὸ ἀγορά, ἐπὶ πιστώσει, ὑφασµάτων. Ἔτσι πῆγε στὸ σπίτι τοῦ
Τούρκου γιὰ νὰ εἰσπράξει τὸ ποσὸ αὐτό, γιὰ νὰ τὸ χρησιµοποιήσει ὁ ἴδιος. Ἐκεῖ ὅµως
τὸν περιποιήθηκε κάποια νεαρὴ µωαµεθανίδα, ποὺ τὸν ἐρωτεύθηκε καὶ τοῦ δήλωσε ὅτι
γιὰ νὰ τὴν παντρευτεῖ ἔπρεπε νὰ γίνει
Μωαµεθανὸς ἢ νὰ πεθάνει. Ὁ Δηµήτριος αἰφνιδιάστηκε,
δέχτηκε τὶς προτάσεις τῆς
µουσουλµανίδας καὶ παρέµεινε στὸ σπίτι αὐτὸ
δυὸ µῆνες σὰν ἐξωµότης. Ὅταν ὅµως
συνῆλθε, δραπέτευσε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πῆγε στὴ
συνοικία τοῦ Σταυροδροµίου, ὅπου
κρύφτηκε σὲ µία χριστιανικὴ οἰκογένεια.
Συγχρόνως εἰδοποιήθηκε ὁ ἀδελφός του
Ζαννῆς καὶ πῆγε νὰ τὸν συναντήσει. Ὁ
Δηµήτριος ἐξοµολογήθηκε στὸν πνευµατικὸ τοῦ
ἀδελφοῦ του καὶ ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν
πατέρα του στὴ Χῖο, ὅπου ἐξιστοροῦσε ὅλα τὰ
γεγονότα καὶ τὸν πόθο του νὰ µαρτυρήσει γιὰ
τὸν Χριστό. Ἀφοῦ λοιπὸν κοινώνησε τῶν
ἀχράντων µυστηρίων, παρουσιάστηκε στὸν Τοῦρκο
Διοικητὴ καὶ ὁµολόγησε τὴν πίστη
του στὸν Χριστό. Οἱ Χιῶτες τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, µάζεψαν χρήµατα γιὰ νὰ τὸν
ἀπελευθερώσουν, ἀλλ᾿ ὁ Δηµήτριος τοὺς ἐπετίµησε
καὶ τοὺς συνέστησε νὰ
προσεύχονται γιὰ νὰ τελειώσει τὴν ζωή του
µαρτυρικὰ γιὰ τὴν πίστη. Παρὰ τὶς
κολακεῖες τῶν Τούρκων καὶ τὶς παρακλήσεις ἐκείνης
τῆς µουσουλµανίδας, ὁ Δηµήτριος
παρέµεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ἔτσι,
µετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια,
ἀποκεφαλίστηκε στὶς 29 Ἰανουαρίου 1802. Τὸ
λείψανό του παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ
τὸ ἔθαψαν µὲ εὐλάβεια σ᾿ ἕνα µοναστήρι στὸ
νησὶ Πρώτη.
Ὁ Ἅγιος Gildas the wise
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 30
●
Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες
●
Οἱ Ἅγιοι Ἱππόλυτος πάπας Ῥώµης, Κενσουρῖνος, Σαβῖνος (ἢ Σαβαΐνος), Χρυσή
(ἢ Αὔρα), Φῆλιξ, Μάξιµος, Ἐρκούλιος (ἢ Ἐρκουλῖνος), Βενέριος, Στυράκιος, Μηνᾶς,
Κόµοδος, Ἑρµῆς, Μαῦρος, Εὐσέβιος, Ῥούστικος, Μονάγριος, Ἀµανδῖνος, Ὀλυµπῖνος (ἢ
Ὀλύµπιος), Κύπρος, Θεόδωρος τριβούνιος, Μάξιµος πρεσβύτερος, Ἀρχέλαος διάκονος,
Κυριακὸς (ἢ Κυρῖνος) ἐπίσκοπος, Μάξιµος ἄλλος πρεσβύτερος
●
Ἡ Ἁγία Χρυσή
●
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Νέος
●
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ ἐκ Μυτιλήνης
●
Τῆς Παναγίας Θεοτόκου, πέραν τῆς Γωργίας
●
Ἀνάµνησις εὑρέσεως ἐν Τήνῳ τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Εὐαγγελιστρίας τὸ 1823
Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἱεράρχες
Ἡ γιορτὴ αὐτὴ καθιερώθηκε ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ
11ου αἰῶνα, γιὰ νὰ σταµατήσουν οἱ φιλονικίες σχετικῶς µὲ τὸ ποιὸς εἶναι ἀνώτερος.
Ὁ Μέγας Βασίλειος; ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος; ἢ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστοµος; Στὰ
νεώτερα ὅµως χρόνια καθιερώθηκε ὡς ἑορτὴ τῶν Γραµµάτων καὶ γενικὰ τῆς Παιδείας.
Τὸ ἠθικὸ καὶ πνευµατικὸ τάλαντο τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς τρεῖς δὲν ἦταν, βέβαια, ἐντελῶς
τὸ ἴδιο. Φιλοσοφικότερος καὶ ἀλύγιστος στὴν ἄµυνα ὁ Βασίλειος. Θεολογικότερος
καὶ ποιητικότερος ὁ Γρηγόριος. Εὐγλωττότερος καὶ ἡγέτης τολµηρότατος ὁ
Χρυσόστοµος. Ἀλλὰ καὶ οἱ τρεῖς εἶχαν σὲ
µεγάλο βαθµὸ εἰλικρινῆ καὶ θερµὴ πίστη, ὑπέρλαµπρη
εὐγλωττία, µεγάλη παιδεία, πλήρη ἀφοσίωση στὴ σηµαία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀγάπη στὸ
ποίµνιο, ἀφοβία στοὺς ἄρχοντες, ἀνεξάντλητη φιλανθρωπία, διαρκὴ νηφαλιότητα, ἄµεπτη
σωφροσύνη, συνεχὴ ἀγῶνα γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν καὶ τὸ θρίαµβο τῆς βασιλείας
τοῦ Θεοῦ. Ὁ Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος καὶ ὁ Χρυσόστοµος λάµπουν µέσα στοὺς αἰῶνες
καὶ ἀποδεικνύουν ὅτι τὰ µεγάλα πνεύµατα γνωρίζουν νὰ συνδέουν τὴν ἐφήµερη σοφία
τοῦ κόσµου µὲ τὴ βαθύτερη καὶ ἀληθινὴ πίστη στὸ Σωτῆρα µας Χριστό. Ὁ δὲ Ἑλληνισµὸς
ἔχει ἀθάνατο καύχηµα τὸ ὅτι ἀπὸ τὰ
σπλάγχνα του βγῆκαν αὐτοὶ οἱ µεγάλοι φωστῆρες. Οἱ κυρίως µνῆµες τους εἶναι: τοῦ
Μ. Βασιλείου 1 Ἰανουαρίου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόµου 13 Νοεµβρίου καὶ τοῦ Ἁγίου
Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου 25 Ἰανουαρίου.
Οἱ Ἅγιοι Ἱππόλυτος πάπας Ῥώµης, Κενσουρῖνος,
Σαβῖνος (ἢ Σαβαΐνος), Χρυσή (ἢ Αὔρα), Φῆλιξ, Μάξιµος, Ἐρκούλιος (ἢ Ἐρκουλῖνος),
Βενέριος, Στυράκιος, Μηνᾶς, Κόµοδος, Ἑρµῆς, Μαῦρος, Εὐσέβιος, Ῥούστικος,
Μονάγριος, Ἀµανδῖνος, Ὀλυµπῖνος (ἢ Ὀλύµπιος), Κύπρος, Θεόδωρος τριβούνιος,
Μάξιµος πρεσβύτερος,
Ἀρχέλαος διάκονος, Κυριακὸς (ἢ Κυρῖνος) ἐπίσκοπος,
Μάξιµος ἄλλος πρεσβύτερος
Πάπας Ῥώµης µὲ τὸ ὄνοµα Ἰππόλυτος οὐδέποτε
ὑπῆρξε. Ἴσως ὁ Ἰππόλυτος αὐτὸς νὰ ἦταν τοποτηρητὴς τοῦ θρόνου πρὸ τῆς ἀναῤῥήσεως,
στὸν θρόνο, τοῦ Φήλικος. Ὅλοι πάντως µαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Κλαυδίου τοῦ
Β΄ (268-9 µ.Χ.). Ἰδιαίτερα ἀναφέρεται τὸ µαρτύριο τῆς Ἁγίας Χρυσῆς.
Ἡ Ἁγία Χρυσή
Καταγόταν ἀπὸ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια, καὶ
µαρτύρησε στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Κλαυδίου. Ὅταν συνελήφθη ἀπ΄ τοὺς εἰδωλολάτρες,
στὴν ἀρχὴ ἄνοιξαν τὶς πλευρές της καὶ ἔκαψαν τὶς πληγές της µὲ ἀναµµένες
λαµπάδες. Ἔπειτα ἔσπασαν µὲ πέτρες τὰ σαγόνια της, καὶ µὲ µολύβδινα σφαιρίδια τὴν
ῥάχη της. Ἀλλ᾿ αὐτή, ἂν καὶ κατατραυµατισµένη καὶ ἐνῷ πέθαινε, ὁµολογοῦσε τὴν
πίστη της. Ἡ δὲ θηριωδία τῶν φονέων της ἦταν τέτοια, ποὺ ἀφοῦ ἔθεσαν στὸ λαιµό
της µεγάλη πέτρα, τὴν ἔριξαν
στὸν βυθὸ τῆς θάλασσας. Ἀλλὰ τί κι ἂν τὸ σῶµα
της ἐξαφανίστηκε ἀπ΄ τὰ νερά, ἡ
µνήµη της παρέµεινε αἰώνια καὶ ἀθάνατη,
περισσότερο χρυσὴ ἀπὸ τὸ λαµπρότατο
ὄνοµά της.
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Νέος
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων
Κωνσταντίνου καὶ Εἰρήνης (780-795). Γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὴν
Κωνσταντινούπολη. Ἔγινε στρατηγὸς καὶ τοποθετήθηκε στὸ
«θέµα» τῶν Κιβυραιωτῶν µὲ ἕδρα τὴν Κιβύρα
τῆς Μ. Ἀσίας. Σὲ µία ναυµαχία µὲ τοὺς Σαρακηνούς, οἱ δυὸ ἄλλοι στρατηγοὶ ποὺ τὸν
συνόδευαν, ἐπειδὴ τὸν φθονοῦσαν, τὸν ἐγκατέλειψαν µὲ ἀποτέλεσµα νὰ συλληφθεῖ ἀπὸ
τοὺς ἐχθροὺς αἰχµάλωτος. Τὸν
µετέφεραν στὰ µέρη τους καὶ τὸν ἔκλεισαν
στὴ φυλακή. Κατόπιν τὸν ἔβγαλαν καὶ µὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς τὸν παρακινοῦσαν
ν΄ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅµως ὁ Θεόφιλος ἀρνήθηκε σταθερὰ νὰ ἐγκαταλείψει
τὴν πίστη του, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ ἐκ Μυτιλήνης
Ἦταν ἔγγαµος µὲ παιδιά. Κάποτε στὴ
Μυτιλήνη βρέθηκε σὲ κατάσταση ὀργῆς καὶ ἔγινε Μωαµεθανός. Κάποτε ὅµως συνῆλθε,
συναισθάνθηκε τὸ ἁµάρτηµά του καὶ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ
χρονικὸ διάστηµα, κοινώνησε τῶν ἀχράντων
µυστηρίων καὶ προετοιµάστηκε γιὰ τὸ
µαρτύριο. Ἐπανῆλθε λοιπὸν στὴ Μυτιλήνη,
παρουσιάστηκε στὸν κριτή, µὲ τόλµη ὁµολόγησε
τὸν Χριστὸ καὶ δήλωσε ὅτι ἡ
µουσουλµανικὴ θρησκεία εἶναι ψεύτικη. Ὁ
κριτὴς ἀµέσως ἐξέδωσε ἀπόφαση, νὰ
θανατωθεῖ ὁ µάρτυρας µὲ ἀγχόνη καὶ κατόπιν
τὸν παρέδωσε σ΄ ἄλλον ἄρχοντα, τὸν
Ναζὶρ Ὀµὲρ ἀγά, ποὺ προσπάθησε µὲ κολακεῖες
καὶ ὑποσχέσεις νὰ τὸν µεταπείσει. Ὁ
Ἅγιος ὅµως πρόβαλλε ἀκατάβλητο φρόνηµα καὶ
µετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια,
ὁδηγήθηκε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, ὅπου ἀφοῦ
πρῶτα φίλησε τὸ σχοινὶ τῆς ἀγχόνης,
προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ ἔτσι δέχτηκε τὸ
στεφάνι τῆς νίκης στὶς 30 Ἰανουαρίου 1784.
Τὸ τίµιο λείψανό του ῥίχτηκε στὴ θάλασσα, ἀλλὰ
βρέθηκε ἀργότερα καὶ τάφηκε µὲ τιµὲς στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόµου
στὴ θέση Μόθονα, ἀπ΄ ὅπου ἀργότερα, ἄγνωστο πὼς καὶ ἀπὸ ποιούς, ἐξαφανίστηκε.
Τῆς Παναγίας Θεοτόκου, πέραν τῆς Γωργίας
Ἀνάµνησις εὑρέσεως ἐν Τήνῳ τῆς ἱερᾶς εἰκόνος
τῆς Εὐαγγελιστρίας τὸ 1823
Ἁγιολόγιον - Ἰανουάριος - 31
●
Οἱ Ἅγιοι Κῦρος καὶ Ἰωάννης οἱ Ἀνάργυροι, καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία µὲ τὶς τρεῖς
θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία
●
Οἱ Ἅγιοι Οὐϊκτωρῖνος, Οὐΐκτωρ, Νικηφόρος, Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπῖνος
καὶ
Παππίας
●
Ἡ Ἁγία Τρυφαίνη
●
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ἀρδούνης
●
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Νέος ἐν Πάρῳ
Οἱ Ἅγιοι Κῦρος καὶ Ἰωάννης οἱ Ἀνάργυροι,
καὶ ἡ Ἁγία Ἀθανασία µὲ τὶς τρεῖς θυγατέρες της Θεοδότη, Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία
Ὁ Ἅγιος Κῦρος, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια
καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ (292), πῆγε σὲ µοναστήρι ποὺ ἦταν στὸν Ἀραβικὸ
κόλπο. Ἡ φήµη δὲ τῆς θαυµατουργικῆς χάριτος µὲ τὴν ὁποία ἦταν προικισµένος, ἔφερε
σ᾿ αὐτὸν συµµοναστὴ τὸν Ἰωάννη (ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴνἜδεσσα τῆς Μεσοποταµίας),
στολισµένο ἐπίσης µὲ πολλὰ πνευµατικὰ χαρίσµατα. Οἱ δυὸ Ἅγιοι, µὲ τὴν δύναµη τῆς
πίστης στὸ Σωτῆρα Χριστό, γιάτρευαν θαυµατουργικὰ κάθε πάσχοντα ποὺ πήγαινε στὸ
ἐρηµητήριό τους. Αὐτὸ δὲν εἶναι παράξενο, διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε: «Ἀµήν,
λέγω ὑµῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐµέ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ µείζονα
τούτων ποιήσει». Δηλαδή, ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ µένα, τὰ ὑπερφυσικὰ
ἔργα ποὺ κάνω ἐγὼ θὰ τὰ κάνει καὶ ἐκεῖνος, καὶ µάλιστα µεγαλύτερα κι ἀπὸ αὐτά. Ὅµως,
ὁ
Κῦρος καὶ ὁ Ἰωάννης δὲν ἦταν ἀποκλειστικὰ
κλεισµένοι στὰ κελλιά τους. Ἔµαθαν ὅτι σε κάποια πόλη οἱ εἰδωλολάτρες ἔπιασαν
µία χήρα γυναῖκα, τὴν Ἀθανασία, µὲ τὶς τρεῖς νεαρὲς θυγατέρες της, Θεοδότη,
Θεοκτίστη καὶ Εὐδοξία, καὶ εἶχαν σκοπὸ νὰ τὶς βασανίσουν. Τότε, οἱ δυὸ Ἅγιοι ἄφοβα
πῆγαν στὸν τόπο τοῦ µαρτυρίου καὶ µὲ τὰ λόγια τους ἐνδυνάµωσαν καὶ παρακίνησαν
τὶς τέσσερις γυναῖκες στὸν ἀγῶνα τοῦ µαρτυρίου. Ἐξ αἰτίας ὅµως αὐτοῦ, οἱ εἰδωλολάτρες,
µαζὶ µὲ τὶς γυναῖκες ἀποκεφάλισαν καὶ τοὺς δυὸ Ἁγίους.
Οἱ Ἅγιοι Οὐϊκτωρῖνος, Οὐΐκτωρ, Νικηφόρος,
Κλαύδιος, Διόδωρος, Σαραπῖνος καὶ
Παππίας
Ἦταν ὅλοι Κορίνθιοι καὶ ἔζησαν στὰ χρόνια
του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251 µ.Χ.). Διατάχθηκαν ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό, ἀλλ᾿ αὐτοὶ
τὸν ὁµολόγησαν γενναῖα. Τότε ὁ ἀνθύπατος Τέρτιος τοὺς ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ
µαρτύρια, ποὺ µπροστὰ τοὺς οἱ Ἅγιοι ἔµειναν ἄφοβοι καὶ ἀµετακίνητοι, ἄξιοι τοῦ ἀποστόλου
Παύλου, τοῦ θεµελιωτῆ τῆς Ἐκκλησίας τους. Καὶ πέθαναν µὲ τὴν σειρά, κάτω ἀπὸ τὸν
ὡραῖο οὐρανὸ τῆς πατρίδας τους, χωρὶς νὰ λυπηθοῦν καθόλου. Ἀντίθετα µάλιστα,
χαίρονταν διότι ὁ θάνατος αὐτὸς θὰ τοὺς ἔφερνε, ἐκεῖ ὅπου λάµπει ὁ ἀνέσπερος Ἥλιος
καὶ ἁπλώνονται τὰ ἀνέκφραστα
καὶ ἄπειρα καὶ ἀθάνατα κάλλη καὶ θέλγητρα
τῆς θείας βασιλείας. Ἔτσι οἱ µὲν Οὐΐκτωρινος, Οὐΐκτωρ καὶ Νικηφόρος πέθαναν, ἀφοῦ
τοὺς συνέτριψαν τὰ µέλη, ὁ Κλαύδιος πέθανε, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ τὰ
πόδια, ὁ Διόδωρος ῥίχτηκε στὴ φωτιά, τοῦ Σαραπίνου ἔκοψαν τὸ κεφάλι καὶ τὸν
Παππία τὸν ἔπνιξαν µέσα στὴ θάλασσα.
Ἡ Ἁγία Τρυφαίνη
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύζικο καὶ εἶχε πατέρα Συγκλητικὸ
ὀνοµαζόµενο Ἀναστάσιο,
µητέρα δὲ τὴν εὐσεβὴ καὶ ἐνάρετη Σωκρατία,
χριστιανή. Ἔτσι ἡ κόρη ἀνατράφηκε µὲ
τὴν ἐνθουσιώδη φλόγα τῆς πίστης καὶ ἔγινε ἀληθινὴ
ἡρωΐδα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ
γενναιότητά της φάνηκε σ᾿ ἕναν διωγµό. Γιὰ
νὰ ἐνθαῤῥύνει τοὺς ἀσθενέστερους καὶ
γιὰ νὰ ἀπελπίσει τοὺς εἰδωλολάτρες,
παρουσιάστηκε µόνη της καὶ γνωστοποίησε ὅτι
εἶναι χριστιανὴ καὶ κήρυξε τὸν βέβαιο
θρίαµβο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ τόλµη της αὐτὴ τὴν
ὁδήγησε στὸ µαρτύριο. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς
δοκιµασίες, ποὺ ὑπέµεινε µὲ θαυµαστὴ
ὑποµονή, ῥίχτηκε στὰ ἄγρια θηρία. Τότε, ταῦρος
ἄγριος ὅρµησε ἐναντίον της καὶ τὴν
διέσχισε, χωρὶς αὐτὴ νὰ κάνει καµιὰ κίνηση
διαφυγῆς. Ἔτσι ἔνδοξα πῆρε τὸ ἀµάραντο
στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ἀρδούνης
Γεννήθηκε στὴν Καλαµάτα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς.
Ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ κουρέα καὶ εἶχε µεγάλη ὑπόληψη ἀπὸ τοὺς προεστοὺς τῆς
Καλαµάτας. Μιλῶντας κάποτε σ᾿ αὐτούς, τοὺς προέτρεψε νὰ ἐνεργήσουν γιὰ νὰ ἐλαφρυνθοῦν
οἱ φόροι ποὺ ἐπιβάλλουν οἱ Τοῦρκοι στοὺς χριστιανούς, διότι ἀλλιῶς κινδυνεύουν
νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τῶν πατέρων τους. Κατὰ τὴν συζήτηση δηµιουργήθηκε
λογοµαχία καὶ ὁ Ἀρδουνης παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ἀπαρνήθηκε τὴν χριστιανικὴ
πίστη. Ἐλεγχόµενος ὅµως ἀπὸ τὴν συνείδησή του, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπου µόνασε
γιὰ 8 χρόνια, ἀσκούµενος στὴν ἀρετή, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν προετοιµασία γιὰ τὸ
µαρτύριο. Ἐπανῆλθε λοιπὸν στὴν Καλαµάτα, παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ὁµολόγησε
µπροστά του τὴν χριστιανικὴ πίστη. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὰ φρικτὰ
βασανιστήρια, ὁ Ἠλίας ἔµεινε ἀκλόνητος στὴν πίστη του. Ἔτσι στὶς 31 Ἰανουαρίου
1686, τὸν ἔκαψαν ζωντανό. Ἡ τίµια κάρα τοῦ νεοµάρτυρα αὐτοῦ, εἶναι θησαυρισµένη
στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βουλκάνου τῆς Μεσσηνίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ὁ Νέος ἐν Πάρῳ
Διακρίθηκε στὴν εὐσέβεια σὰν µοναχὸς καὶ
τιµᾶται σήµερα στὶς Κυκλάδες ὡς Ὅσιος. Γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα στὶς 31 Ἰανουαρίου
1800 καὶ τὸ κατὰ κόσµον ὄνοµά του ἦταν Ἀθανάσιος. Σὲ ἡλικία ἐννέα ἐτῶν πῆγε στὶς
Κυδωνιὲς τῆς Μ. Ἀσίας, ὅπου σπούδασε στὴν ἐκεῖ ὀνοµαστὴ σχολὴ τῆς πόλης, ἔχοντας
διδάσκαλο τὸν Γρηγόριο Σαράφη. Τὸ
1815 ἀναχώρησε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, µαζὶ µὲ
κάποιο γέροντα ἀπὸ τὴν Ζαγορά, ὀνόµατι
µοναχὸς Δανιήλ, ποὺ ὑπῆρξε χειραγωγός του
κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ ἐφηβικὴ ἡλικία του, καὶ ὅπου στὴ συνέχεια ἔγινε µοναχός.
Μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια οἱ δυὸ µοναχοί, ἔφυγαν καὶ ἦλθαν στὴ Μονὴ Πεντέλης καὶ ἀπὸ
κεῖ στὶς Κυκλάδες. Ὁ Ἀρσένιος, κυρίως ἔδρασε στὴν Πάρο καὶ τὴν Φολέγανδρο, ὅπου
δίδαξε γιὰ κάποιο διάστηµα στὴ σχολὴ ἑλληνικῶν γραµµάτων, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ στὰ
τελευταῖα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας. Τὸ περισσότερο ὅµως τῆς ζωῆς του τὸ πέρασε
στὴν Πάρο, ἀφοσιωµένος σὲ πνευµατικὰ ἔργα καὶ ἰδίως στὴν ἐξοµολόγηση. Ἀπεβίωσε,
τὴν 31η Ἰανουαρίου τοῦ 1877 στὴν ἐν Πάρῳ γυναικεία Μονὴ τῆς Μεταµορφώσεως τοῦ
Χριστοῦ, ὅπου διετέλεσε πνευµατικὸς πατήρ. Ὁ λαός, ἰδίως τῆς Πάρου, τίµησε, τὸν
Ἀρσένιο καὶ ζωντανὸ ὡς Ὅσιο, µετὰ δὲ τὸν θάνατό του ἀνηγέρθη ναΐσκος στὴν Πάρο,
στὸν ὁποῖο περιλαµβάνεται ὁ τάφος του. Ἀναφέρονται
δὲ καὶ θαύµατα αὐτοῦ.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου