ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 4. Απρίλιος Αγιολόγιον - Εορτολόγιον

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

4. Απρίλιος Αγιολόγιον - Εορτολόγιον



logion

ΑΠΡΙΛΙΟΣ



Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 01




     Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγύπτια

     Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ ὁµολογητὴς ἡγούµενος ἱερᾶς Μονῆς Πελεκητῆς

     Οἱ Ἅγιοι Γερόντιος καὶ Βασιλείδης

     Ὁ Δίκαιος Ἄχαζ

     Ὁ Ἅγιος Πολυνίκης

     Ὁ Ὅσιος Εὐθύµιος Σαυζδαλίας

     Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ νεοµάρτυς, ὁ Ῥῶσος

     Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή, Πάκερος (ἢ Πάνταινος), Παρθένιος καὶ Σατουρνῖνος







Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγύπτια



«Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁµαρτωλοὺς εἰς µετάνοιαν». Δὲν ἦλθα νὰ καλέσω αὐτοὺς ποὺ νοµίζουν τοὺς ἑαυτούς τους δικαίους, ἀλλὰ ἦλθα νὰ καλέσω τοὺς ἁµαρτωλούς, γιὰ νὰ µετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου µας βρίσκει πλήρη ἐφαρµογὴ στὴ ζωὴ τῆς Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας, καὶ νὰ γιατί: ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο τὸ 345 (κατὰ τὸν Μ.Ι. Γαλανό). Ἀπὸ νωρὶς ἀναπτύχθηκε ἡ ὡραιότητα τοῦ σώµατός της, καὶ παρὰ τὶς συµβουλὲς γονέων καὶ ἱερέων, ἔπεσε στὴ διαφθορὰ τῆς ἁµαρτωλῆς ζωῆς γιὰ 17 ὁλόκληρα χρόνια. Ὅµως, ὁ πολυεύσπλαγχνος Κύριος ὄχι µόνο τὴν ἀνέχθηκε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια της ἀσωτίας της, ἀλλὰ ἐνήργησε καὶ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας της. Ὁδήγησε τὰ βήµατά της στοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἡ Μαρία προσπάθησε νὰ µπεῖ στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσει τὸν Τίµιο Σταυρό. Μάταια, ὅµως. Εἶχε «καρφωθεῖ» στὴν εἴσοδο καὶ δὲν µποροῦσε νὰ κάνει βῆµα

µπροστά. Ἡ ἀλλαγὴ στὰ βάθη τῆς ψυχῆς της ἤδη εἶχε ἀρχίσει. Παρακάλεσε τὴν Παναγία νὰ τῆς ἐπιτρέψει νὰ µπεῖ νὰ προσκυνήσει καὶ ἡ ζωή της ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἐµπρὸς θὰ ἦταν σύµφωνα µὲ τὸ θέληµα τοῦ Υἱοῦ της. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἡ Μαρία µὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα στὰ µάτια µπῆκε καὶ προσκύνησε τὸν Τίµιο Σταυρό. Ἔπειτα, µὲ θεία νεύση πῆγε στὴν ἔρηµο τοῦ Ἰορδάνη, ὅπου ἐξοµολογήθηκε, κοινώνησε τὸ Σῶµα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ Ζωσιµᾶ (4 Ἀπριλίου) καὶ ἀσκήτεψε ἐκεῖ 50 ὁλόκληρα χρόνια, µὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ἔκαψε, ἔτσι, τὸ ἁµαρτωλὸ παρελθόν της καὶ συγχρόνως ἔγινε µεγάλο παράδειγµα µετανοίας. Μετὰ τὴν συνάντηση ποὺ εἶχε µὲ τὸν ἀσκητὴ Ζωσιµᾶ καὶ ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο, ὁ ἴδιος ἀσκητὴς ἐπανῆλθε γιὰ νὰ τὴν συναντήσει. Ἀλλὰ τὴν βρῆκε πεθαµένη καὶ τὴν ἔθαψε ἐκεῖ, στὰ µέρη ποὺ ἀσκήτευσε ἡ Ἁγία.






Ὁ Ὅσιος Μακάριος ὁ ὁµολογητὴς ἡγούµενος ἱερᾶς Μονῆς Πελεκητῆς



Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 8ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰῶνα µ.Χ. Γεννήθηκε στὴν

Κωνσταντινούπολη καὶ ὀνοµαζόταν Χριστοφόρος. Μικρὸς ἀκόµα, ἔχασε τὸν πατέρα καὶ


τὴν µητέρα του. Τὸν ἀνέθρεψε ἕνας θεῖος του, µὲ πολλὴ ἐπιµέλεια καὶ στοργή. Ἡ προκοπή του στὰ γράµµατα ὑπῆρξε θαυµάσια, καὶ ἡ ζωή του ἦταν γεµάτη σωφροσύνη καὶ χρηστότητα, ὑπόδειγµα σὲ πολλοὺς συνοµηλίκους του. Ὅταν ὡρίµασε στὴν ἡλικία, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆγε στὸ µοναστήρι τῆς Πελεκητῆς, ποὺ βρίσκεται στὴν Τρίγλεια τῆς Προῦσας. Ἐκεῖ ἔγινε µοναχὸς καὶ µετονοµάστηκε Μακάριος. Ἡ παιδεία του, καὶ οἱ ὑπέροχες προσωπικὲς καὶ διοικητικὲς ἀρετές του, δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀναδείξουν ἡγούµενο τῆς Μονῆς, µετὰ ἀπὸ θερµὴ παράκληση τῶν

µοναχῶν. Ὁ δὲ Πατριάρχης Ταράσιος, ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Μακάριος θεράπευε µὲ τὴν προσευχή του ἀσθενεῖς, τὸν προσκάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου θεράπευσε ἕνα πατρίκιο, τὸν Παῦλο. Ἐκτιµῶντας τὴν προσωπικότητα τοῦ Μακαρίου ὁ Ταράσιος, τὸν χειροτόνησε ὁ ἴδιος Ἱερέα. Ἀργότερα, ἐπὶ αὐτοκρατόρων Λέοντος τοῦ Ἀρµενίου καὶ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, φυλακίστηκε καὶ ἐξορίστηκε ποικιλοτρόπως. Τελικὰ πέθανε ἐξορισµένος στὸ νησὶ Ἀφουσία, ὑπέρµαχος τοῦ ὀρθοῦ δόγµατος τῆς Ἐκκλησίας.






Οἱ Ἅγιοι Γερόντιος καὶ Βασιλείδης



(ἢ κατ΄ ἄλλους Βασιλειάδης). Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.






Ὁ Δίκαιος Ἄχαζ



Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Ὁ Ἅγιος Πολυνίκης



Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται ἐπιγραµµατικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασµατάριον», ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ µνήµη του.






Ὁ Ὅσιος Εὐθύµιος Σαυζδαλίας



Ὁ θαυµατουργός, Ῥῶσος.






Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ νεοµάρτυς, ὁ Ῥῶσος



Διὰ Χριστὸν σαλός.


Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Διονύσιος, Ἰνγενιανή. Πάκερος (ἢ Πάνταινος), Παρθένιος καὶ

Σατουρνῖνος



Μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη, πιθανότατα κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 02



     Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυµατουργός

     Οἱ Ἅγιοι Ἀµφιανὸς καὶ Αἰδέσιος

     Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Παρθενοµάρτυς

     Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος

     Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ποὺ ἄσκησε στὸν κόλπο τῆς Νικοµήδειας (1240 µ.Χ.)

     Ἡ Ἁγία Ebba (Ἀγγλίδα)







Ὁ Ὅσιος Τίτος ὁ Θαυµατουργός



Ψυχὴ µὲ θερµὴ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ὅπως ὁ Κύριος εἶχε πεῖ στοὺς µαθητές του, «ἐµὸν βρῶµά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέληµα τοῦ πέµψαντός µε», δικό µου, δηλαδή, φαγητὸ εἶναι νὰ πράττω τὸ θέληµα Ἐκείνου (τοῦ Πατέρα Θεοῦ) ποὺ µὲ ἀπέστειλε, ἔτσι συνέβαινε καὶ στὸν ὅσιο Τίτο. Τροφή του ἦταν νὰ πράττει µὲ κάθε τρόπο τὸ θέληµα τοῦ οὐρανίου Πατέρα καὶ νὰ χρησιµοποιεῖ τὴν ζωή του γιὰ τὴν ἠθικὴ καὶ πνευµατικὴ οἰκοδοµὴ τῶν ἀδελφῶν του. Ὅταν ἔγινε µοναχός, ἔλαµψε µὲ τὴν φιλάδελφη συµπεριφορά του, τὴν πραότητα καὶ τὴν ἐπιείκεια. Ἦταν χαρακτῆρας ποὺ γνώριζε νὰ παραβλέπει, νὰ µακροθυµεῖ, νὰ ἀνέχεται, νὰ συνδιαλέγεται, νὰ διαλύει τὶς παρεξηγήσεις, νὰ κερδίζει γρήγορα τὴν ἐµπιστοσύνη καὶ νὰ κατακτᾷ τὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων. Ἔτσι, ἔγινε πνευµατικὸς ἡγέτης µεγάλης ἀποδοχῆς καὶ πλῆθος λαϊκῶν καὶ

µοναχῶν ζητοῦσαν νὰ ὠφεληθοῦν ἀπὸ τὴν συντροφιά του. Μάλιστα, ὁ Θεὸς ἀντάµειψε τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ζωῆς του µὲ τὸ χάρισµα νὰ θαυµατουργεῖ. Ἀφοῦ ἔµεινε σταθερὸς στὴν πίστη µέχρι τέλους τῆς ζωῆς του, ἀποδήµησε στὸν Κύριο, ἀφήνοντας πίσω του πολλοὺς µιµητές.






Οἱ Ἅγιοι Ἀµφιανὸς καὶ Αἰδέσιος



Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Λυδία καὶ ἦταν ἀδέλφια. Στὸ χριστιανισµὸ ὁδηγήθηκαν ἀπὸ τὸν ἅγιο µάρτυρα Πάµφιλο, καὶ σὰν γνήσιοι µαθητές του, προσπαθοῦσαν νὰ µιµηθοῦν τὴν σοφία του καὶ πρὸ πάντων τὸ µαρτυρικὸ τέλος του. Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς κήρυξε διωγµὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, οἱ ἀδελφοὶ Ἀµφιανὸς καὶ Αἰδέσιος συνελήφθησαν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Οὐρβανό. Πρῶτος ἀνακρίθηκε ὁ Ἀµφιανός. Ἀφοῦ ὁµολόγησε τὴν πίστη του µὲ θάῤῥος, τὸν κτύπησαν στὴν ἀρχὴ σκληρά. Ἔπειτα µὲ τὰ πλευρὰ σχισµένα καὶ τὶς σάρκες τῶν ποδιῶν του κοµµένες ἀπὸ καυτὸ λάδι, ῥίχτηκε στὸ βυθὸ τῆς θάλασσας καὶ ἐκεῖ βρῆκε µαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ ἄλλος ἀδελφός, ὁ Αἰδέσιος, ἀφοῦ ὁµολόγησε καὶ αὐτὸς τὸ Χριστό, ἐξορίστηκε στὴν Αἴγυπτο, ὅπου ὑποβλήθηκε σὲ καταναγκαστικὰ ἔργα. Ἀλλ᾿

ὁ Αἰδέσιος ὑπέµεινε. Διότι ἤξερε καλὰ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: ὅτι δηλαδὴ στοὺς χριστιανοὺς ἔγινε ἡ χάρη ὄχι µόνο νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ πάσχουν γιὰ τὴν χάρη Του. Ὁ ἄρχοντας ὅµως Ἱεροκλῆς, συµπεριφερόταν βάναυσα στοὺς ἐκεῖ χριστιανούς. Ἀπὸ ἀγανάκτηση τότε ὁ Αἰδέσιος, κάποια µέρα τὸν χαστούκισε


δηµόσια. Τὸ ἀποτέλεσµα ἦταν νὰ τὸν βασανίσουν σκληρά, καὶ κατόπιν τὸν ἔῤῥιξαν στὴ θάλασσα.






Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Παρθενοµάρτυς



Καταγόταν ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Φοινίκης καὶ δεκαεπτὰ χρονῶν παρουσιάστηκε στὸν ἄρχοντα τῆς Παλαιστίνης Οὐρβανό, ὁ ὁποῖος τὴν ῥώτησε ἂν πράγµατι πιστεύει στὸν Χριστό. Ἡ Θεοδώρα µὲ ἐκπληκτικὸ θάῤῥος ὁµολόγησε ὅτι πράγµατι πιστεύει. Τότε τὴν ἔδειραν σκληρὰ στὰ πλευρὰ καὶ τοὺς µαστούς. Κατόπιν τὴν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὅπου παρέδωσε τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Πολὺ πιθανὸ ἡ Ἁγία αὐτὴ νὰ εἶναι ἡ ἴδια, µὲ τὴν ἁγία Θεοδοσία τῆς 29ης Μαΐου. Διότι τὰ βιογραφικά τους στοιχεῖα εἶναι, σχεδόν, ὅµοια.






Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος



Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ποὺ ἄσκησε στὸν κόλπο τῆς Νικοµήδειας (1240 µ.Χ.)



Ἔζησε τὸν 13ο αἰῶνα καὶ καταγόταν ἀπὸ τὰ µέρη Βιθυνίας. Ὁ Γρηγόριος, ἀπὸ παιδὶ ἔζησε ζωὴ σύµφωνα µὲ τὰ παραγγέλµατα τοῦ Εὐαγγελίου. Στὶς σπουδές του ἀναδείχτηκε εὐφυέστατος καὶ ἐπιµελέστατος. Τὴ µάθησή του αὐτὴ χρησιµοποίησε γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὴν πνευµατικὴ οἰκοδοµὴ τοῦ πλησίον. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ ὁ Γρηγόριος ἀποσύρθηκε σ΄ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ φηµισµένα µοναστήρια τῆς ἐποχῆς του. Ἐκεῖ ἔλαµψε µὲ τὴν ἀρετή του. Ἀλλὰ µερικοὶ φθονεροὶ µοναχοὶ τὸν συκοφάντησαν, ὅτι δῆθεν ἔκλεψε ἱερὰ σκεύη τῆς Μονῆς. Ἡ ἀθῳότητά του ἀποδείχτηκε, ἀλλ΄ ὁ Γρηγόριος ἔφυγε ἀπὸ τὸ µοναστήρι ἐκεῖνο καὶ πῆγε σ΄ ἄλλο, ὅπου µόναζε καὶ ὁ ἀδελφός του. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος ἀνέπτυξε ἀκόµα περισσότερο τὶς γνώσεις καὶ τὶς ἀρετές του, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν κάνουν ἱερέα. Κατόπιν πῆγε σ΄ ἕνα διπλανὸ χωριό, ὅπου µὲ τὶς γνώσεις καὶ τὴν µεγάλη του πνευµατικότητα, βοηθοῦσε τοὺς συνανθρώπους του. Ὁ σατανάς, µέσῳ τῶν ὀργάνων του, τοῦ ἔστησε πολλὲς παγίδες. Ἀλλ΄ ὁ Γρηγόριος, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, τὶς ξεπέρασε ἄθικτος. Πέθανε σὲ ἡλικία 50 χρονῶν τὴν 2α Ἀπριλίου

1240, ἀφοῦ ἀγωνίστηκε µὲ τὶς γνώσεις του γιὰ τὸν πλησίον µέχρι τελευταίας του πνοῆς.






Ἡ Ἁγία Ebba (Ἀγγλίδα)



Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 03



     Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁµολογητὴς Ἡγούµενος Μονῆς Μηδικίου

     Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑµνογράφος

     Ὁ Ἅγιος Ἐλπιδηφόρος (ἢ Ἐλπιδοφόρος)

     Οἱ Ἅγιοι Δίος, Βυθόνιος (ἢ Βιθυνίας) καὶ Γάλυκος

     Ὁ Ὅσιος Ἰλλύριος

     Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ῥῶσος ὁ Ἀπελεύθερος

     Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἡ Παρθενοµάρτυς







Ὁ Ὅσιος Νικήτας ὁ Ὁµολογητὴς Ἡγούµενος Μονῆς Μηδικίου



Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἔζησε µεταξὺ 8ου καὶ 9ου µ.Χ. αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Βιθυνίας, καὶ βρέφος ἀκόµα ἔµεινε ὀρφανὸς ἀπὸ µητέρα. Ἡ γιαγιά τους, ὅµως, ἀνέλαβε ἄγρυπνη φροντίδα γιὰ τὸν ἐγγονό της. Ὁ πατέρας του Φιλάρετος φρόντισε ἀπὸ πολὺ νωρὶς νὰ ἀρχίσει ἡ ἐκπαίδευσή του. Ὁ δάσκαλός του ἦταν κληρικὸς µὲ

µεγάλη παιδαγωγικὴ ἱκανότητα. Ἔτσι, ὁ νεαρὸς Νικήτας προόδευσε γραµµατικὰ καὶ πνευµατικά. Κατόπιν, πῆγε στὴν περίφηµη Μονὴ τοῦ Μηδικίου. Ἐκεῖ, µὲ τὴν πρόθυµη καὶ ἐνάρετη ζωή του κατέκτησε γρήγορα τὴν ἐκτίµηση τῶν ἀδελφῶν του. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ ἡγουµένου τῆς Μονῆς, Νικηφόρου, σύσσωµη ἡ ἀδελφότητα τὸν ἔκανε ἡγούµενο. Ἀπὸ τὴν νέα του θέση, ὁ Νικήτας ἔκανε σκληροὺς ἀγῶνες κατὰ τῶν εἰκονοµάχων, ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ Λέων ὁ Ε´ ὁ Ἀρµένιος, στὸν ὁποῖο µάλιστα ἀπηύθυνε τὰ ἑξῆς θαῤῥαλέα λόγια, ὅταν αὐτὸς τὸν ἀπείλησε µὲ θάνατο: «Γνώριζε καὶ σὺ βασιλεῦ ἀρνησίθεε, ὅτι ἐµµένω εἰς τοὺς προτέρους λογισµούς µου καὶ τὰς εἰκόνας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἁγίων σέβοµαι, καὶ εἰς τὸ ἴδικόν σου θέληµα δὲν ὑπακούω... Διὰ τοῦτο καὶ σέ, ὁ ὁποῖος ἐπιµένεις νὰ ἀθετῇς τὴν προσκύνησιν τῶν ἁγίων εἰκόνων, καὶ τοὺς ὁµόφρονάς σου ἀναθεµατίζω. Κᾶµε δὲ ὅ,τι θέλεις». Ἡ θαῤῥαλέα αὐτὴ στάση τοῦ Νικήτα ἔγινε ἀφορµὴ νὰ ὑποστεῖ ὁ Ὅσιος πολλὲς φυλακίσεις καὶ ἐξορίες. Τελικά, ἐγκαταστάθηκε σὲ κάποιο µετόχι βόρεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ ἀναδείχθηκε ἀπὸ τοὺς περισσότερο πολύαθλους ὁµολογητές.






Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑµνογράφος



Καταγόταν ἀπὸ τὴν Σικελία. Ὁ πατέρας του ὀνοµαζόταν Πλωτῖνος, ἡ δὲ µητέρα του Ἀγάθη, καὶ τὸν ἀνέθρεψαν µὲ τὰ διδάγµατα καὶ τὸ ζωντανὸ πνεῦµα τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν προτίµηση ποὺ εἶχε στὰ ἱερὰ γράµµατα καὶ τὴν ἀπαγγελία ἱερῶν ὕµνων, ποὺ ἔψαλλε µὲ πολλὴ αἰσθηµατικότητα καὶ τέχνη. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, µαζὶ µὲ τὴν µητέρα καὶ τὴν ἀδελφή του, κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Ἀπὸ ἐκεῖ ὕστερα στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔγινε µοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε ἔπειτα Ἱερέας. Στὴ νέα του ζωὴ διακρίθηκε γιὰ τὸν ἱερὸ ζῆλο του καὶ τὴν ἀσκητικότητα τῶν συνηθειῶν του. Διέπλασε χαρακτῆρα σύµφωνα µὲ τὴν ἀκρίβεια τῶν


χριστιανικῶν παραγγελµάτων, ἀναδείχθηκε πρᾶος, ταπεινόφρων καὶ ἄκακος. Ἐκεῖ ἐπίσης, συστηµατοποίησε τὴν καλλιγραφικὴ ἀντιγραφὴ καὶ σύνθεση ἐκκλησιαστικῶν ὕµνων. Μετὰ ἀπὸ καιρὸ πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γνώρισε τὸ Γρηγόριο τὸ Δεκαπολίτη καὶ συγκατοίκησαν γιὰ λίγο µαζὶ σ᾿ ἕνα κελλί. Ἐπειδὴ ὅµως ἀντέδρασε στὰ διατάγµατα τοῦ εἰκονοµάχου βασιλιᾶ Λέοντα τοῦ Ε´, ἐξεδιώχθη στὴ Ῥώµη. Στὸ δρόµο τὸν ἀπήγαγαν πειρατὲς στὴν Κρήτη καὶ ἀπὸ κεῖ ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καὶ πέθανε σὲ βαθύ γῆρας τὸ 842. Δικό του ἔργο κατὰ µέγα µέρος, ἀποτελεῖ καὶ ἡ λεγόµενη Παρακλητική.






Ὁ Ἅγιος Ἐλπιδηφόρος (ἢ Ἐλπιδοφόρος)



Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Οἱ Ἅγιοι Δίος, Βυθόνιος (ἢ Βιθυνίας) καὶ Γάλυκος



Τὰ βιογραφικά τους στοιχεῖα εἶναι συγκεχυµένα. Στὸ Λαυρεωτικὸ Κώδικα 70 ἡ µνήµη τοὺς συνοδεύεται µὲ αὐτὴ τοῦ Μάρτυρα Ἰλαρίωνα, ὁ ὁποῖος ἀλλοῦ δὲν µνηµονεύεται. Σύµφωνα λοιπὸν µὲ τὸν Κώδικα αὐτό, οἱ Ἅγιοι αὐτοί, αὐθόρµητα παρουσιάστηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλης τους καὶ τοῦ ἔκαναν δριµύτατη παρατήρηση, διότι θὰ θυσίαζε στὰ εἴδωλα. Καὶ συγχρόνως ὁµολόγησαν ὅτι εἶναι χριστιανοί. Ὁ δὲ πονηρὸς ἄρχοντας τοὺς εἶπε νὰ ἔλθουν στὴ γιορτὴ τῶν εἰδώλων καὶ ἀφοῦ θυσιάσουν σ᾿ αὐτά, θὰ ἔκανε ὅ,τι αὐτοὶ τοῦ ἔλεγαν. Οἱ Ἅγιοι προσποιήθηκαν ὅτι θὰ πήγαιναν. Ὅταν ὅµως ἄρχισε ἡ γιορτὴ καὶ ἦλθε ἡ ὥρα νὰ θυσιάσουν, οἱ Ἅγιοι ἔριξαν κάτω τὰ εἰδωλόθυτα καὶ συνέτριψαν τοὺς εἰδωλολατρικοὺς βωµούς. Τότε οἱ φτωχοί της πόλης, ἔτρεξαν καὶ ἅρπαξαν τὸ χρυσάφι ἀπὸ τοὺς κατεστραµµένους βωµοὺς καὶ ἔφαγαν ὅλα τὰ εἰδωλόθυτα. Διότι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, στὴν πόλη αὐτή, ὑπῆρχε πολλὴ πεῖνα. Ὅταν τὸ

εἶδε αὐτὸ ὁ ἄρχοντας καὶ οἱ εἰδωλολάτρες, τὸ θεώρησαν µεγάλη προσβολή. Τοὺς ἔδεσαν λοιπὸν µὲ σχοινιὰ καὶ γιὰ τρία 24άωρα τοὺς ἔσερναν µέσα στοὺς δρόµους τῆς πόλης,

καὶ τοὺς χτυποῦσαν ἀλύπητα µὲ πέτρες, ξύλα, καὶ τοὺς ἔκοβαν µὲ τὰ δόντια τὶς σάρκες τους. Στὸ τέλος, ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν µὲ ὀγκόλιθους, τοὺς ἔριξαν µέσα στὴ θάλασσα. Ἀλλ᾿ ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἀνέσυρε σώους καὶ ἀβλαβεῖς. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ θαῦµα, πολλοὶ εἰδωλολάτρες ἔγιναν χριστιανοί. Κατόπιν ὅµως, οἱ πιὸ πωρωµένοι ἀπ᾿ αὐτούς, τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὰ στεφάνια τοῦ µαρτυρίου. Ἄλλοι Συναξαριστὲς ὅµως γράφουν, ὅτι ὁ µὲν Βιθύνιος µαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα, ὁ δὲ Γάλυκος ἀφοῦ τὸν ἔριξαν στὰ θηρία, καὶ ὁ Δίος µαρτύρησε ἀφοῦ δέχτηκε µία κεραµίδα στὸ κεφάλι.






Ὁ Ὅσιος Ἰλλύριος



Ἀσκήτευσε στὸ ὄρος τοῦ Μυρσινῶνος καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Παῦλος ὁ Ῥῶσος ὁ Ἀπελεύθερος



Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς ἦταν Ῥῶσος στὴν καταγωγὴ καὶ σὲ παιδικὴ ἡλικία αἰχµαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Τατάρους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν ἀγόρασε κάποιος χριστιανὸς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸν ἐλευθέρωσε. Στὴν πόλη αὐτὴ ὁ Παῦλος παντρεύτηκε Ῥωσίδα γυναῖκα, πρώην αἰχµάλωτη, µὲ τὴν ὁποία ζοῦσε ζωὴ εὐσεβή.

Κάποτε ὅµως τὸν κατέλαβε ἐπιληψία καὶ τὸν ὁδηγοῦσαν στὸν Ναὸ τῆς Θεοµήτορος, τῆς ἐπονοµαζόµενης τοῦ Μογλουνίου. Στὸ δρόµο συνάντησε Τούρκους καὶ ἄρχισε νὰ ζητάει ἀπ᾿ αὐτοὺς βοήθεια, φωνάζοντας «Ἀγαρηνὸς εἶµαι». Οἱ Τοῦρκοι αὐτοὶ ἀνέφεραν τὸ γεγονὸς στὸν Βεζίρη, ποὺ πρόσταξε τὴν σύλληψη τῶν ἱερέων τοῦ προαναφερθέντος Ναοῦ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ µάρτυρα. Ὅταν ὁ Παῦλος, κατὰ τὴν παραµονή του στὸν Ναό, ἔγινε καλά, παρουσιάστηκε στὸν ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος τοῦ ζητοῦσε νὰ ὁµολογήσει

ἐπίσηµα τὸν µουσουλµανισµὸ καὶ θὰ τοῦ ἐξασφάλιζε δόξες καὶ τιµές. Ἐνῷ στὴν ἀντίθετη περίπτωση, τὸν ἀπειλοῦσε µὲ βασανιστήρια καὶ θάνατο. Ὁ Παῦλος, ἐνδυναµούµενος ἀπὸ τὴν σύζυγό του, ποὺ τὸν συνόδευε, ὁµολογοῦσε µὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Ὁπότε τὸν ἔριξαν στὴ φυλακὴ καὶ ὑπέµεινε µὲ καρτερία τὰ βασανιστήρια. Ὅταν καὶ πάλι ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ µπροστὰ στὸ Βεζίρη, ὁδηγήθηκε δέσµιος στὸν Ἱππόδροµο Ἂτ µεϊντάν, ὅπου ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου, ἀφοῦ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν 3 Ἀπριλίου, Μεγάλη Παρασκευή, τὸ ἔτος 1683. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.






Ἡ Ἁγία Ἀγάπη ἡ Παρθενοµάρτυς ἡ µετὰ τῆς Ἁγίας Μαρίνας ἐν Ἀντιοχείᾳ


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 04



     Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Μαλαιό

     Οἱ Ἅγιοι Θεόδουλος καὶ Ἀγαθάπους (ἢ Ἀγαθόπους)

     Ἡ Ἁγία Φερφούθη µετὰ τῆς ἀδελφῆς καὶ ἀνιψιᾶς της

     Ὁ Ὅσιος Πούπλιος

     Οἱ Ὅσιοι Θεωνᾶς, Συµεὼν καὶ Φερβῖνος

     Ὁ Ὅσιος Ζωσιµᾶς

     Ὁ Ὅσιος Πλάτων ἡγούµενος τῆς Μονῆς Στουδίου

     Ὁ Ὅσιος Θεωνᾶς ποὺ ἀσκήτευσε στὴ Μονὴ Παντοκράτορας Ἁγίου Ὄρους καὶ κατόπιν ἔγινε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης

     Ὁ Νέος Ἱεροµάρτυρας Νικήτας

     Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Πολύτλας







Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Μαλαιό



Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε ὁλόψυχα τὸν Κύριο. Ἐπειδὴ ὅµως οἱ γονεῖς του, παρὰ τὴν θέλησή του, θέλησαν νὰ τὸν παντρέψουν, ὁ Γεώργιος ἔγινε µοναχὸς καὶ ἐπιδόθηκε µὲ ὅλη του τὴν δύναµη σὲ κάθε εἴδους ἄσκηση, δηλαδὴ νηστεία, σκληραγωγία, προσευχή,

µελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἄλλα. Πολλοὶ ποὺ προσέτρεχαν στὸν Ὅσιο, φωτίζονταν καὶ ἐπέστρεφαν διὰ τῆς µετανοίας στὸν Χριστό. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἦταν πολλοὶ αὐτοὶ ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν, δὲν τὸν ἄφηναν ἥσυχο νὰ προσευχηθεῖ καὶ ὁ Ὅσιος ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος Μαλαιὸ ὅπου ἡσύχαζε. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ µαζεύτηκε πλῆθος Μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ὁ Ὅσιος καθοδηγοῦσε µὲ προσευχὴ καὶ ἄσκηση. Τόσο δὲ πρόκοψε στὴν ἀρετή, ὥστε ἔγινε ξακουστὸς καὶ θαυµαστὸς καὶ στοὺς ἄρχοντες, ἀκόµα καὶ στοὺς βασιλεῖς, στοὺς

ὁποίους εἶχε γράψει πολλὲς καὶ ἀξιόλογες συµβουλευτικὲς ἐπιστολὲς γιὰ διάφορα ζητήµατα. Τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, προεῖπε ὁ Ὅσιος πρὶν τρία χρόνια. Ἔτσι ἀφοῦ ἀσθένησε γιὰ λίγο, µάζεψε τοὺς µοναχοὺς τοῦ ὄρους Μαλαιό, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε θεῖες συµβουλὲς παρέδωσε τὴν δικαία ψυχή του στὸν Θεό, ποὺ τόσο ἀγάπησε ἀπὸ βρέφος.






Οἱ Ἅγιοι Θεόδουλος καὶ Ἀγαθάπους (ἢ Ἀγαθόπους)



Κατάγονταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν νύµφη τοῦ Θερµαϊκοῦ, τὴ Θεσσαλονίκη. Ἔζησαν στὰ πρῶτα χρόνια τῶν διωγµῶν. Ὁ Ἀγαθάποδας ἦταν γέροντας καὶ νεώτερος ὁ Θεόδουλος. Ἀλλὰ ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη τοὺς ἔνωνε ἀδελφικότατα. Μελετοῦσαν µαζὶ τὶς Γραφές, ἐργάζονταν γιὰ τὴν ἐξάπλωση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ µοχθοῦσαν ὑπηρετῶντας τοὺς πάσχοντες καὶ στερηµένους ἀδελφούς τους. Κάποια νύχτα, ὅµως, συνέβη κάτι παράδοξο. Εἶδαν καὶ οἱ δυὸ τὸ ἴδιο ὄνειρο. Ὅτι, δηλαδή, ταξίδευαν µὲ πλοῖο καὶ ξαφνικὰ ἔγινε τρικυµία, καὶ τὸ πλοῖο ἔσπασε στὰ δυό. Αὐτοί, ὅµως, σώθηκαν καὶ ἀνέβηκαν σ᾿ ἕνα βουνό, ποὺ ἡ κορυφή του ἔφθανε στὸν οὐρανό. Τὴν ἑποµένη µέρα, τὸ ὄνειρο ἔγινε


πραγµατικότητα. Τοὺς συλλαµβάνουν καὶ κατάλαβαν ὅτι τοὺς περίµεναν κύµατα θανάτου. Ὁ ἄρχοντας Φουστῖνος ζητᾶ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Αὐτοί, καὶ οἱ δυό, Τὸν ὁµολογοῦν µὲ θάῤῥος. Τότε, τοὺς ῥίχνουν στὴ θάλασσα. Στὸ βυθό της, βέβαια, πῆγαν τὰ φθαρτά τους σώµατα. Οἱ ψυχές τους, ὅµως, ἀνέβηκαν στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀξιώθηκαν νὰ φέρουν «ἐπὶ τὰς κεφάλας αὐτῶν στεφάνους χρυσούς». Νὰ ἔχουν, δηλαδή, στὰ κεφάλια τοὺς στεφάνια χρυσά, σύµβολα τῆς νίκης καὶ τοῦ ἐνδόξου θριάµβου τους.






Ἡ Ἁγία Φερφούθη µετὰ τῆς ἀδελφῆς καὶ ἀνιψιᾶς της



Ἔζησαν τὸν 4ο αἰῶνα, στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Κων/νου, καὶ ὅταν βασιλιὰς στὴν Περσία ἦταν ὁ Σαπὼρ ὁ Β´. Ὅταν κάποτε ἡ περσίδα βασίλισσα ἀῤῥώστησε, µερικὲς γυναῖκες ἀπέδωσαν τὴν ἀῤῥώστεια της στὶς µαγικὲς ἐνέργειες τῆς Περσίδας Φερφούθης καὶ τῆς ἀδελφῆς της. Συνελήφθησαν λοιπὸν καὶ ὑποβλήθηκαν σὲ ἀνάκριση. Ἀπολογήθηκαν

ὅτι ἦταν ἐντελῶς ἀθῷες ἀπὸ τέτοιο ἔγκληµα, διότι ἀσπάζονταν τὴν χριστιανικὴ πίστη, ποὺ καταδικάζει τὶς µαγεῖες. Ἡ ἐνοχή τους βέβαια δὲν ἀποδείχτηκε, ἀλλὰ ἡ δήλωση, ὅτι ἦταν χριστιανές, κίνησε τὴν δυσµένεια τοῦ κριτῆ ἐναντίον τους. Ἔτσι, σὰν δῆθεν

µάγισσες καὶ σὰν χριστιανές, καταδικάστηκαν σὲ θάνατο. Καὶ µαζὶ µ᾿ αὐτές, καταδικάστηκε καὶ ἡ κόρη τῆς ἀδελφῆς τῆς Φερφούθης - ἡ ἀνιψιά της δηλαδὴ - ἁπαλὸ ἀκόµη καὶ νεαρότατο κοριτσάκι. Ἡ τερατώδης αὐτὴ καταδίκη, µᾶλλον εὐχαρίστησε τὶς ἅγιες γυναῖκες, διότι ἔπασχαν γιὰ τὸ Χριστό. Ὁ τρόπος τοῦ θανάτου τους ὑπῆρξε ὠµότατος. Τὶς πριόνισαν κάθετα ἀπὸ τὸ λαιµὸ µέχρι τὰ πόδια, καὶ ἔτσι ὅπως ἦταν διχοτοµηµένα τὰ σώµατα τοὺς τὰ κάρφωσαν πάνω σὲ ξύλα.






Ὁ Ὅσιος Πούπλιος



Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Οἱ Ὅσιοι Θεωνᾶς, Συµεὼν καὶ Φερβῖνος



Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.






Ὁ Ὅσιος Ζωσιµᾶς



Ἀπὸ µικρὸς ἀσκήθηκε σ᾿ ὅλα τὰ εἴδη τῶν ἀρετῶν. Ἐπισκέφθηκε γύρω στοὺς χίλιους διακρινόµενους γιὰ τὴν ἀρετή τους Ἀσκητές, καὶ ἀπὸ κάθε ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔπαιρνε θεοπρεπῆ ὑποδείγµατα ἀκριβοῦς καὶ ὀρθῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Μετὰ ἀπὸ µία περίοδο ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ὁ Ζωσιµᾶς, πῆγε στὸ Μοναστήρι τοῦ Τιµίου Προδρόµου κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταµό, ὅπου µόναζε µαζὶ µὲ τοὺς ἐκεῖ µοναχούς. Κατὰ τὶς ἡµέρες τῆς ἁγίας


καὶ Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὅπως συνήθιζε, βγῆκε στὴν ἔρηµο γιὰ περισσότερη ἄσκηση. Ἐκεῖ συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια, καὶ ἀφοῦ τὴν δίδαξε καὶ τὴν καθοδήγησε, καὶ ὠφελήθηκε καὶ αὐτὸς ἀπ᾿ αὐτή, ἐπέστρεψε στὸ Μοναστήρι του, ὅπου διηγήθηκε στοὺς ἐκεῖ Πατέρες τὸ θαῦµα ποὺ συνάντησε στὴν ἔρηµο. Τὸν ἑπόµενο χρόνο, ἐπανῆλθε στὸν τόπο αὐτὸ τῆς ἐρήµου, ὅπου καὶ πάλι συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν Αἰγύπτια καὶ τὴν µετάλαβε τῶν Ἀχράντων καὶ Ζωοποιῶν τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων. Ὅταν ὅµως καὶ τὸν ἑπόµενο χρόνο ἐπανῆλθε, τὴν βρῆκε νεκρὴ καὶ τὴν κήδευσε. Μετὰ ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, πῆγε καὶ διηγήθηκε τὰ γεγονότα στὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύµων, καὶ ἀργότερα τὰ παρέδωσε ἐγγράφως στοὺς µεταγενέστερους γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια. Ὁ Ζωσιµᾶς πέθανε σὲ βαθιὰ γεράµατα µέσα στὸ κελλί του, ἀσκούµενος µέχρι τέλους στὴν ἀρετή.






Ὁ Ὅσιος Πλάτων ἡγούµενος τῆς Μονῆς Στουδίου



Ὁ γνωστὸς γιὰ τὴν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του καὶ καθηγητὴς τοῦ ἀσκητισµοῦ Ὅσιος Πλάτων, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 732 ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς καὶ πλούσιους, τοῦ Στεργίου καὶ τῆς Εὐφηµίας. Στὴν ἀρχὴ ἦταν βασιλικὸς Νοτάριος στ᾿ ἀνάκτορα, ἀλλ᾿ ἀπαρνήθηκε τὴν κοσµικὴ ζωὴ καὶ πῆγε στὸν Ὄλυµπο (Μ. Ἀσίας), ὅπου ἔγινε µοναχὸς στὴ Μονὴ τῶν Συµβόλων. Κατόπιν ἐπανῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ παρέλαβε τοὺς ἀνιψιοὺς τοῦ Θεόδωρο καὶ Ἰωσὴφ (τὸν µετέπειτα µητροπολίτη Θεσσαλονίκης), καθὼς καὶ τὰ λοιπὰ µέλη τῆς οἰκογενείας του καὶ ἀποσύρθηκε στὰ

µέρη τῆς Προῦσας, ὅπου σὲ ἰδιόκτητο κτῆµα του ἔκτισε τὴν λεγόµενη Μονὴ τοῦ Σακκουδίωνος, τῆς ὁποίας ἔγινε καὶ ἡγούµενος. Λόγω ὅµως ἀσθενείας του, παρέδωσε τὴν ἡγουµενία στὸν ἀνιψιό του Θεόδωρο. Ἀλλὰ οἱ βαρβαρικὲς ἐπιδροµές, τὸν ἀνάγκασαν µαζὶ µὲ τὸ πνευµατικό του ποίµνιο νὰ ἐπιστρέψει στὴ βασιλεύουσα, ὅταν τοῦ δόθηκε ἡ Μονὴ Στουδίου, ἐρηµωµένη τότε, γιὰ νὰ τὴν κατοικήσει, τῆς ὁποίας µετὰ τὴν ἀνακαίνιση ἔγινε ἡγούµενος. Ἀτυχῶς, ἀπὸ τὴν αὐστηρότητα τοῦ χαρακτῆρα του, ἦλθε σὲ σύγκρουση µὲ τὸν βασιλιὰ Κων/νο τὸν ΣΤ´, γιὰ τὸν γάµο του µὲ τὴν Θεοδότη

καὶ ἐξορίστηκε. Κατόπιν ἀνακλήθηκε καὶ πῆρε ἐνεργὸ µέρος κατὰ τῆς εἰκονοµαχίας καὶ ὑπέστη µαζὶ µὲ τοὺς ἀνιψιούς του Θεόδωρο καὶ Ἰωσήφ, συνεχεῖς ἐξορίες καὶ κακουχίες

µέχρι ποὺ πέθανε στὶς 4 Ἀπριλίου τοῦ 814.






Ὁ Ὅσιος Θεωνᾶς ποὺ ἀσκήτευσε στὴ Μονὴ Παντοκράτορας Ἁγίου Ὄρους καὶ κατόπιν ἔγινε Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης



Ποιὰ ἡ Πατρίδα του καὶ ποιοὶ οἱ γονεῖς του δὲν γνωρίζουµε, διότι δὲν διασώθηκαν ἀνάλογες πληροφορίες. Γνωρίζουµε µόνο, ὅτι ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ λόγιους καὶ ἀσκητικώτερους Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ποὺ ἔζησε στὸν 16ο αἰῶνα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ συγκεκριµένα στὴ Μονὴ Παντοκράτορος. Γιὰ τὴν ἀσκητικὴ καὶ ἐνάρετη ζωή του, κλήθηκε ἡγούµενος τῆς Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρµακολυτρίας, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ φήµη τῆς ἁγιότητάς του, διαδόθηκε σ᾿ ὅλα τὰ περίχωρα καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς µὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία τὸν ἔκαναν Ἀρχιεπίσκοπό τους. Θεοπρεπῶς ἀφοῦ ποίµανε τὸ ποίµνιό του, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1544 ἢ 1545. Τὸ ἱερὸ λείψανό του, ἀποθησαυρίζει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Ἀναστασίας Φαρµοκολυτρίας καὶ κάνει πολλὰ θαύµατα.



Ὁ Νέος Ἱεροµάρτυρας Νικήτας



Δὲν εἶναι σαφὴς ἡ ἡµεροµηνία τοῦ µαρτυρίου του. Βλέπε βιογραφία τοῦ Α.Χ.Ε.Χ.

Ἑορτάζεται πανηγυρικὰ σὰν πολιοῦχος τῆς πόλης τῶν Σεῤῥῶν τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωµᾶ.






Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Πολύτλας



(Ῥῶσος, 14ος αἰ).


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 05



     Οἱ Ἅγιοι Κλαυδιανὸς (ἢ Κλαύδιος), Διόδωρος, Οὐΐκτωρ, Οὐϊκτωρῖνος, Πάππιος (ἢ

Παππίας), Σεραπίων καὶ Νικηφόρος

     Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ

     Οἱ Ἅγιοι Θεοδώρα καὶ Δίδυµος

     Ὁ Ἅγιος Θέρµος

     Οἱ Ἁγίες Κυρία καὶ Δούλη

     Ὁ Ἅγιος Ποµπηΐος

     Ὁ Ἅγιος Ζήνων

     Οἱ Ἅγιοι Μάξιµος καὶ Τερέντιος

     Οἱ Ἁγίες Πέντε Κόρες ἀπὸ τὴν Λέσβο

     Ὁ Ἅγιος Ἀβδιησοῦς

     Ἡ Ἁγία Ὑποµονή

     Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Ἐφεσο

     Ἡ Ἁγία Ἀργυρή

     Ὁ Ἅγιος Παναγιώτης ποὺ µαρτύρησε στὴν Ἱερουσαλήµ

     Ὁ Ἅγιος Becan (Ἰρλανδός)






Οἱ Ἅγιοι Κλαυδιανὸς (ἢ Κλαύδιος), Διόδωρος, Οὐΐκτωρ, Οὐϊκτωρῖνος, Πάππιος (ἢ

Παππίας), Σεραπίων καὶ Νικηφόρος



Κατὰ πασὰ πιθανότητα εἶναι οἱ ἴδιοι µε αὐτοὺς τῆς 31ης Ἰανουαρίου.






Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Θεσσαλονίκῃ



Πρότυπο ἀγνῆς καὶ ταπεινῆς ψυχῆς µέσα στὶς νέες τῆς Θεσσαλονίκης ἡ Θεοδώρα, ἀπὸ πολὺ µικρὴ ἔκανε ζωὴ ἁγία. Ὁ κόσµος µὲ τὶς ποικίλες ἡδονές του δὲν τὴν ἐνδιέφερε. Ἀνῆκε ὁλόψυχα στὸ Χριστό. Εἶχε µεγάλο πόθο νὰ βγεῖ ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὸ ῥεῦµα τῶν κοσµικῶν θορύβων. Διότι ἀνῆκε στὴν ἐκλεκτὴ µερίδα τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Χριστὸς εἶπε, «οὐκ εἰσὶν ἐκ τοῦ κόσµου». Δὲν ἔχουν, δηλαδή, φρονήµατα τοῦ κόσµου, ποὺ ζεῖ µακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, µέσα στὴν ἁµαρτία. Ὁ πόθος αὐτὸς τῆς Θεοδώρας τὴν ἔφερε στὴ µοναχικὴ ζωή, ὅπου µὲ προσευχές, ἀγρυπνίες καὶ µελέτη τοῦ θείου λόγου, σφυρηλατοῦσε ἀκόµη περισσότερο τὸν ἑαυτό της. Μὲ τὰ χρήµατα δέ, ἀπὸ τὴν πώληση τῶν ἐργοχείρων της, χόρταινε τοὺς πεινασµένους συνανθρώπους της. Ἀλλὰ καὶ µὲ τὶς ἀδελφὲς στὸ µοναστήρι, ἔζησε µὲ εἰρήνη, πραότητα καὶ µακροθυµία. Ἔτσι, ἔµεινε ζωντανὸ ὑπόδειγµα καὶ ὅταν ἀκόµα πέθανε. Μάλιστα, τόση µεγάλη ἐκτίµηση εἶχε ἀπὸ τὴν ἡγουµένη τοῦ µοναστηρίου, ὥστε, ὅταν αὐτὴ ἀπεβίωσε, σύµφωνα µὲ δική της ἐπιθυµία τὴν ἔθαψαν δίπλα στὴ Θεοδώρα. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι, ὅταν οἱ µοναχὲς ἄνοιξαν τὸν τάφο, βρῆκαν τὸ λείψανο τῆς Θεοδώρας ἀκέραιο.



Οἱ Ἅγιοι Θεοδώρα καὶ Δίδυµος



Πήραν καὶ οἱ δυὸ τὸ µαρτυρικὸ στεφάνι κατὰ τὸν πιὸ ἄγριο διωγµὸ τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Στὴν Ἀλεξάνδρεια λοιπόν, συνελήφθη καὶ ἡ Θεοδώρα ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Εὐστράτιο. Ἐπειδὴ ὅµως ὁµολόγησε θαῤῥαλέα τὴν πίστη της στὸ Χριστό, τὴν ἔδειραν καὶ τὴν φυλάκισαν. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε καὶ µετὰ µερικὲς ἡµέρες, ἀλλὰ µάταια. Ἡ χριστιανὴ παρθένος ἔµεινε ἀκλόνητη στὴν ὁµολογία της καὶ ἀπέλπισε ἔτσι τὸ ὠµὸ πεῖσµα τοῦ ἐπάρχου. Τότε αὐτός, γιὰ νὰ ἐκδικηθεῖ τὴν σεµνὴ παρθένο, τὴν ἔκλεισε σὲ πορνεῖο γιὰ νὰ σπιλωθεῖ τὸ σῶµα της. Μόλις πληροφορήθηκε αὐτὸ ἕνας ἐπίσηµος τῆς Ἀλεξάνδρειας, ὁ Δίδυµος, ἀποφάσισε νὰ ῥιψοκινδυνεύσει, γιὰ ν΄ ἀπαλλάξει τὴν

Θεοδώρα ἀπὸ ἐνδεχόµενο αἶσχος. Ντύθηκε λοιπὸν τὴν στολή του, πῆγε στὸ πορνεῖο καὶ ζήτησε νὰ δεῖ ἰδιαίτερα τὴν Θεοδώρα. Ἐπωφελούµενος τὸ σκοτάδι, ἕντυσε τὴν Θεοδώρα

µὲ τὴν στολὴ του καὶ ἔτσι διευκόλυνε τὴν φυγή της. Ὅταν ἔµαθε τὸ γεγονὸς ὁ Εὐστράτιος, κόχλασε ἀπὸ ὀργή. Διέταξε λοιπὸν νὰ ἀποκεφαλίσουν τὸν Δίδυµο καὶ κατόπιν τὸ σῶµα του τὸ ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἡ Θεοδώρα ὅµως, δὲν θέλησε ἐγωϊστικὰ τὴν σωτηρία της. Ἔτσι, παρουσιάστηκε στὸν ἔπαρχο καὶ τὸν ἤλεγξε αὐστηρὰ γιὰ τὸ φόνο τοῦ Διδύµου. Θυµωµένος τότε αὐτός, διέταξε νὰ ῥίξουν καὶ τὴν Θεοδώρα στὶς φλόγες.






Ὁ Ἅγιος Θέρµος



Μαρτύρησε διὰ πυρός.






Οἱ Ἁγίες Κυρία καὶ Δούλη



Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Ποµπηΐος



Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Ζήνων



Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἄλειψαν µὲ πίσσα, στὴ συνέχεια τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά καὶ κατόπιν τὸν θανάτωσαν, µέσα στὴ φωτιά, µὲ δόρυ.


Οἱ Ἅγιοι Μάξιµος καὶ Τερέντιος



Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.






Οἱ Ἁγίες Πέντε Κόρες ἀπὸ τὴν Λέσβο



Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Ἀβδιησοῦς



Τὴ µνήµη του συναντᾶµε ἐπιγραµµατικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασµατάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν συναντᾶµε τὴν µνήµη του.






Ἡ Ἁγία Ὑποµονή



Ἄγνωστη στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου καὶ τὰ ἔντυπα Μηναῖα. Ἡ µνήµη της σηµειώνεται στὸν Βατοπαιδινὸ Κώδικα 1104 φ. 986, ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία της, ποίηµα τοῦ Θεοφάνη. Ὁ Κανόνας φέρει ἀκροστιχίδα: «τοὺς σοὺς ἀγῶνας, Ὑποµονή, θαυµάσω». Ἡ µνήµη της ἀναφέρεται καὶ στὸν Συναξαριστὴ Delehaye τὴν 9η Ἀπριλίου χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόµνηµα.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Ἐφεσο



Ὁ νεοµάρτυρας Γεώργιος γεννήθηκε στὴν Ἔφεσο καὶ ἦταν παντρεµένος µὲ παιδιά. Τὸν Ἰούλιο τοῦ ἔτους 1798 καὶ ἐνῷ βρισκόταν σὲ κατάσταση µέθης, παρασύρθηκε στὸν Ἰσλαµισµό καὶ ἀπαρνήθηκε τὴν Χριστιανική του πίστη. Ὅταν ἀργότερα κατάλαβε τὸ

µεγάλο του σφάλµα, ἀπαρνήθηκε τὸν Ἰσλαµισµό καὶ ἔφυγε στὴ Σάµο. Κατὰ τὸ διάστηµα τῆς ἀπουσίας του, οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἐφέσου ἄρχισαν νὰ ἀνεγείρουν Ναὸ µὲ ἄδεια ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ συντοπίτες τους Τοῦρκοι τὸ ἔφεραν βαρέως, διότι

µὲ βασιλικὴ ἄδεια κτιζόταν χριστιανικὸς Ναός, καὶ διέβαλαν τοὺς χριστιανοὺς ὅτι δῆθεν σκότωσαν τὸν Γεώργιο, ἐπειδὴ ἀπαρνήθηκε τὸν Χριστιανισµό καὶ ἔκρυψαν τὸ λείψανό του στὰ θεµέλια του ἀνεγειρόµενου Ναοῦ. Ὁ Γεώργιος ὅµως βρέθηκε καὶ ὁδηγήθηκε βίαια στὴν Ἔφεσο, ὅπου οἱ Τοῦρκοι τὸν πίεζαν νὰ ἐπανέλθει στὴ

µωαµεθανικὴ θρησκεία. Κατόρθωσε νὰ διαφύγει καὶ πάλι στὴ Σάµο, ἀλλὰ συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ ἐπέµενε στὴν χριστιανικὴ πίστη, κλείστηκε στὶς φυλακές. Μὲ τὴν

µεσολάβηση τῶν δηµογερόντων τῆς Σάµου, ἀφέθηκε ἐλεύθερος. Ἐν τῷ µεταξὺ


ἐξακολουθοῦσαν οἱ ἀνωµαλίες γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ Ναοῦ στὴν Ἔφεσο. Τότε ὁ Γεώργιος, γιὰ νὰ σταµατήσουν οἱ ἀνωµαλίες αὐτές, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ µαρτυρήσει καὶ ἐπέστρεψε στὴν Ἔφεσο. Ἀφοῦ ἀποµάκρυνε τὴν οἰκογένειά του γιὰ νὰ τὴν προφυλάξει ἀπὸ τὸν φανατισµὸ τῶν Τούρκων, παρουσιάστηκε µπροστὰ στὸν Τοῦρκο ἱεροδικαστή καὶ µὲ θάῤῥος ὁµολόγησε τὴν πίστη του στὸν Χριστό, καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπέκυψε στὶς κολακείες καὶ τὰ βασανιστήρια τῶν Τούρκων, τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 5

Ἀπριλίου 1801, ἡµέρα Παρασκευή. Τὸ ἱερό του λείψανο παρέλαβαν οἱ Χριστιανοί καὶ µὲ πολλὲς τιµὲς τὸ ἔθαψαν στὸν τάφο τοῦ νεοµάρτυρα Πολυδώρου.






Ἡ Ἁγία Ἀργυρή



Ἡ νεοµάρτυς αὐτὴ γεννήθηκε στὴν Προῦσα τὸ 1688 καὶ ἦταν ὄµορφη στὸ σῶµα ἀλλά καὶ στὴν κατὰ Χριστὸν ἀρετή. Νεόνυµφη ἀκόµα, ἀγαπήθηκε ἀπὸ κάποιον Τοῦρκο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ δὲν µπόρεσε νὰ τὴν διαφθείρει, ψευδοµαρτύρησε στὸν κριτὴ τῆς Προῦσας, ὅτι δῆθεν ἡ Ἀργυρὴ εἶπε ὅτι θὰ γίνει Τούρκισσα. Ὁ κριτὴς φυλάκισε ἀµέσως τὴν Ἁγία. Ὁ σύζυγός της ἐνήργησε καὶ πέτυχε νὰ γίνει ἡ δίκη της στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ὅµως, ἦλθε καὶ ὁ ἐν λόγῳ Τούρκος καὶ ψευδοµαρτύρησε καὶ πάλι ἐναντίον της. Ἡ Ἀργυρὴ στὴν ἀπολογία της, διακήρυξε µὲ γενναιότητα τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ὁπότε µὲ διαταγὴ τοῦ κριτῆ ῥίχτηκε στὶς φυλακὲς τοῦ Χάσκιοϊ, ὅπου, µετὰ ἀπὸ

µακροχρόνια βασανιστήρια, παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸν Θεὸ στὶς 5 Ἀπριλίου 1721. Τὴν

30η Ἀπριλίου 1725 ἔγινε ἡ ἀνακοµιδὴ τῶν λειψάνων της.






Ὁ Ἅγιος Παναγιώτης ποὺ µαρτύρησε στὴν Ἱερουσαλήµ



Ὁ νεοµάρτυρας Παναγιώτης ἦταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ µαρτύρησε στὴν Ἱερουσαλὴµ στὶς 5 Ἀπριλίου 1820. Σύµφωνα µὲ τὴν διήγηση τοῦ Ἄγγλου ἱεραποστόλου Ἰωσὴφ Wolff, ποὺ γράφτηκε στὶς 2 Ἀπριλίου 1839, ἕνας νεαρὸς Ἕλληνας, ποὺ ὀνοµαζόταν Παναγιώτης, ὑπηρετοῦσε κοντὰ σ΄ ἕναν Τοῦρκο εὐγενῆ, ποὺ ὀνοµαζόταν Ὀσµὰν Ἐφέντης. Ὅταν κάποτε ὁ Τοῦρκος αὐτὸς πῆγε στὸ Τέµενος τοῦ Ὀµάρ, ποὺ βρίσκεται στὴν Ἱερουσαλήµ, τὸν ἀκολούθησε µέσα σ΄ αὐτό καὶ ὁ Παναγιώτης. Οἱ φανατικοὶ Τοῦρκοι, θεώρησαν ὅτι ὁ Παναγιώτης µὲ τὴν εἴσοδό του µίανε τὸ Τέµενός τους καὶ τὸν κατηγόρησαν στὸν Πασὰ τῆς Δαµασκοῦ. Ὁ πασὰς ζήτησε ἀπὸ τὸν νέο, προκειµένου νὰ ἀποφύγει τὸν θάνατο, νὰ δεχθεῖ τὸν Μουσουλµανισµό. Ὁ Παναγιώτης

µόλις τὸ ἄκουσε αὐτό, µὲ θάῤῥος φώναξε µπροστὰ στὸν ἄρχοντα: «Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, θανάτωσέ µε, δὲν φοβᾶµαι. Χριστὸς ἀνέστη» µπροστὰ σὲ πλῆθος µουσουλµάνων. Ἐκεῖ τότε τὸν ἀποκεφάλισαν. Σύµφωνα πάντα µὲ τὶς πληροφορίες τοῦ Ἄγγλου Ἱεραποστόλου, ποὺ παρακολούθησε τὸ µαρτύριο τοῦ Ἁγίου, τὸ «Ἑλληνικὸν Μοναστήριον» τῆς Ἱερουσαλὴµ ἀγόρασε ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ λείψανο τοῦ νεοµάρτυρα ἀντὶ 5.000 γροσίων καὶ τὸ ἔθαψε µὲ τιµές.






Ὁ Ἅγιος Becan (Ἰρλανδός)


Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 06



     Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

     Οἱ Ἅγιοι 120 Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴν Περσία

     Ἡ Ὁσία Πλατωνίς

     Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Ἀσκάλωνι

     Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης

     Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ποὺ ἀσκήτευσε στὸν Ἄθω

     Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καὶ Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν

Σαµοθράκη

     Ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυς Γεννάδιος







Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως



Θεία Κώµη. Ἔτσι λεγόταν τὸ χωριὸ ἀπὸ τὸ ὁποῖο καταγόταν ὁ Εὐτύχιος. Ἀπὸ πολὺ νωρίς, ὁ θεῖος του Ἡσύχιος, πρεσβύτερος, βοήθησε τὸν Εὐτύχιο νὰ διακριθεῖ στὰ ἱερὰ γράµµατα. Στὴ συνέχεια ἔγινε µοναχός, διάκονος, ἱερέας καὶ ἀρχιµανδρίτης στὴ Μονὴ τῆς Ἀµάσειας. Σὲ µία τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ Εὐτύχιος πῆρε µέρος σὰν ἀντιπρόσωπος τοῦ µητροπολίτη Ἀµάσειας. Κατὰ τὴν ἐκεῖ διαµονή του, ἔκανε

µεγάλη ἐντύπωση στὸν Πατριάρχη Μηνᾷ, ἀπέκτησε ἐπίσης καὶ τὴν εὔνοια τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ τοῦ Α´. Ἔτσι, ὅταν τὸ 552 πέθανε ὁ Μῆνας, ὁ Ἰουστινιανὸς συνέστησε νὰ ἐκλεγεῖ διάδοχός του ὁ Εὐτύχιος. Ἀπὸ τὴν θέση τοῦ Πατριάρχη, ὁ Εὐτύχιος ἀναδείχθηκε ἐργάτης ἀρετῆς καὶ καλὸς ποιµένας τῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, ἔνθερµος πρόµαχος τῶν ὀρθοδόξων ἀληθειῶν, ἀνῆκε στοὺς ἔντιµους καὶ πιστοὺς Ἱεράρχες, ποὺ ὑπερασπίζουν τὶς πεποιθήσεις τους µὲ ὁποιοδήποτε κίνδυνο καὶ ἀπέναντι σὲ ὁποιαδήποτε πρόσωπα. µ᾿ αὐτὸν τὸν χαρακτῆρα στάθηκε ἀπέναντι στὸν Ἰουστινιανό, ὅταν αὐτὸς παρασύρθηκε ἀπὸ τὴν αἵρεση τῶν ἀφθαρτοδοκητῶν. Βέβαια, καθαιρέθηκε καὶ ἐξορίστηκε γιὰ δώδεκα περίπου χρόνια. Ὅµως, ὅταν ἔλαµψε ἡ ἀλήθεια, ἐπανῆλθε πανηγυρικὰ στὸ θρόνο του, διδάσκοντας σὲ µᾶς νὰ εἴµαστε «τῇ πίστει τεθεµελιωµένοι καὶ ἑδραῖοι», δηλαδή, θεµελιωµένοι καλὰ καὶ ἀµετακίνητοι στὴν πίστη.






Οἱ Ἅγιοι 120 Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴν Περσία



ΟΙ Μάρτυρες αὐτοὶ µαρτύρησαν µαζὶ µὲ τὸν ἐπίσκοπο Σαδὼθ (ἢ Σαδὼκ ἢ Σαδώχ, 19

Ὀκτωβρίου) στὴν Περσία ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Σαβώριο.






Ἡ Ὁσία Πλατωνίς


Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες οἱ ἐν Ἀσκάλωνι



Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔχωσαν στὴ γῆ µέχρι τὴν µέση.






Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης



Γεννήθηκε τὸ 1255 στὸ χωριὸ Κούκουλο, ποὺ ἦταν κοντὰ στὶς Κλαζοµενὲς (ἀρχαία πόλη τῆς Μ. Ἀσίας, ποὺ βρισκόταν 40 χιλιοµ. ΝΔ τῆς Σµύρνης). Περιπετειώδης ἡ ζωή του. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι καὶ εὐσεβεῖς καὶ τὸν ἀνέθρεψαν χριστιανικώτατα. Ὅταν κάποτε οἰκογενειακῶς πήγαιναν στὴ Λαοδικεία, αἰχµαλωτίστηκαν ἀπὸ λῃστές. Οἱ Λαοδικεῖς ὅµως, τοὺς ἐξαγόρασαν µὲ πολλὰ χρήµατα. Τὸ ἐπεισόδιο αὐτό, ἔκανε τὸν Γρηγόριο νὰ ἀσχοληθεῖ ἀκόµα περισσότερό µε τὴν ἥσυχη καὶ ἀφιερωµένη ζωὴ στὸν Θεό. Γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὴν Κύπρο, κοντὰ σ᾿ ἕνα φηµισµένο µοναχὸ καὶ κατόπιν µὲ τὴν εὐχὴ αὐτοῦ τοῦ γέροντα ταξίδεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες ἔφτασε στὸ ὄρος Σινᾶ. Οἱ προϊστάµενοι τῆς Μονῆς τὸν δέχτηκαν µὲ χαρὰ καὶ µετὰ ἀπὸ κανονικὴ δοκιµασία ἐκάρη µοναχός. Στὴ Μονὴ µέσα ἦταν ὑπόδειγµα ὑψηλῆς πνευµατικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς. Ὅµως ὁ πειρασµὸς τοῦ φθόνου κατέλαβε ὁρισµένους

µοναχούς, µὲ ἀποτέλεσµα ὁ Γρηγόριος στενοχωρηµένος νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὴν Μονή.

µαζὶ µὲ ἕναν µοναχὸ Γεράσιµο ἔφυγε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυµα καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Κρήτη, ὅπου

κοντὰ σ᾿ ἕναν φηµισµένο γιὰ τὴν ἀρετή του µοναχό, τὸν Ἀρσένιο, πῆρε σπουδαῖα

πνευµατικὰ διδάγµατα τέλειας χριστιανικῆς ζωῆς. Ἔπειτα ὁ Γρηγόριος πῆγε στὸ Ἅγιον

Ὄρος, στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, ἀπέναντι τῆς Μονῆς Φιλόθεου. Ἐκεῖ συγκέντρωσε

ἀρκετοὺς µαθητές, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἀργότερα διακρίθηκαν στὴν πνευµατικὴ

ζωή. Στὴ συνέχεια πῆγε στὸ Πρωτάτο τῶν Καρυῶν καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, λόγω ἐπιδροµῶν τῶν

Ἀγαρηνῶν πειρατῶν, ταξίδεψε στὶς πόλεις Θεσσαλονίκη, Χίο, Μυτιλήνη καὶ

Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐπανέλθει µετὰ ἀπὸ ὁρισµένο χρόνο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀλλὰ

κατόπιν µὲ ὁρισµένους µαθητές του, ἔφυγε καὶ πάλι γιὰ νὰ καταλήξει στὴν

Ἀδριανούπολη, στὸ Κατακεκρυωµένο ὄρος. Ἐκεῖ ἔκτισε ὀχυρωµένο Μοναστήρι, ὅπου

µαζὶ µὲ τοὺς µαθητές του, πρόσφερε πολλὰ πνευµατικὰ ἐφόδια στὸν πληθυσµὸ τῶν

γύρω περιοχῶν (Ἕλληνες, Σέρβους καὶ Βουλγάρους). Μετὰ τὴν περιπετειώδη αὐτὴ ζωή,

ὁ Γρηγόριος, παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ πνεῦµα του.






Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ποὺ ἀσκήτευσε στὸν Ἄθω



Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 14ου αἰῶνα, καὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Εὐσεβέστατος, διακρίθηκε συγχρόνως καὶ γιὰ τὴν θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ παιδεία του. Ἔκανε διδάσκαλος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαµᾶ, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους µετέδωσε τὰ νάµατα τῆς νηπτικῆς φιλοσοφίας. Πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ διάλεξε σκήτη κοντὰ στὴ Μονὴ τῆς Λαύρας. Ἡ σκήτη αὐτή, δὲν ἄργησε νὰ


ἀναδειχθεῖ κοινὸ ἐντευκτήριο τῶν εὐσεβέστερων ψυχῶν. Ὁ Γρηγόριος πρόθυµα ἔλυνε ἀπορίες, µετέδιδε γνώσεις, φώτιζε διάνοιες καὶ στήριζε τοὺς κλονιζόµενους, δίνοντας σ᾿ αὐτοὺς πολύτιµες ὁδηγίες, γιὰ νὰ µένουν σταθεροὶ στὴν πίστη καὶ ν᾿ ἁγιάζουν τὶς καρδιές τους. Ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ν᾿ ἀσχολεῖται µ᾿ αὐτὰ τὰ θεάρεστα ἔργα.






Οἱ Ἅγιοι Γεώργιος, Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καὶ Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν Σαµοθράκη



Οἱ νεοµάρτυρες αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τὴν Σαµοθράκη, ἐκτὸς τοῦ Μιχαήλ, ποὺ ἦταν Κύπριος στὴν καταγωγή. Ὅλοι λοιπόν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐθνεγερσίας τοῦ 1821, ἐξορίστηκαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Μιχαήλ, ποὺ ἦταν ὁ πιὸ γέρων,

φοβήθηκε καὶ ἀπαρνήθηκε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, οἱ δὲ ὑπόλοιποι πουλήθηκαν σὰν δοῦλοι καὶ σὰν νεαροὶ ποὺ ἦταν ἐξισλαµίστηκαν µὲ δόλιο τρόπο ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀπ᾿ αὐτοὺς ὁ Μανουήλ, πουλήθηκε στὴν Αἴγυπτο, ἔµαθε τὴν ἀραβικὴ γλῶσσα καὶ ἐπιδόθηκε στὴ µελέτη τοῦ Κορανίου. Μετὰ τὴν νικηφόρα ἔκβαση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης καὶ κατὰ τὴν στιγµὴ ποὺ ἡ Σαµοθράκη ἦταν ὑπὸ τουρκικὸ ζυγό, οἱ πέντε αὐτοὶ νεοµάρτυρες, ἐπανῆλθαν στὴ Σαµοθράκη καὶ ἀποκήρυξαν τὸν µουσουλµανισµό, ποὺ µὲ τὴν βία σὲ νεαρὴ ἡλικία εἶχαν ἀσπασθεῖ. Συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ βασανίστηκαν φρικτά. Ἀλλὰ ὅλοι ἔµειναν ἀκλόνητοι στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ἔτσι δέχτηκαν τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου: ὁ µὲν Μιχαὴλ µὲ µαχαῖρι κόπηκε σὲ τεµάχια, οἱ δὲ Γεώργιος καὶ Θεόδωρος ἀπαγχονίστηκαν καὶ ὁ Μανουὴλ µὲ τὸν Γεώργιο τὸν νεότερο,

«ὀγκίνοις» (αἰχµηρὰ µολυβένια ὄργανα) παραδοθέντες, µαρτυρικὰ ἐξέπνευσαν. Ὅλων τὰ µαρτύρια ἔγιναν στὴ Μάκρη τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως, 6 Ἀπριλίου 1835, Δευτέρα τοῦ Θωµά.






Ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυς Γεννάδιος



Ὁ ὁσιοµάρτυρας αὐτός, ζοῦσε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Μὲ προτροπὴ λοιπὸν τοῦ ἡγουµένου τῆς Μονῆς αὐτῆς, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη σὰν συνοδὸς τῶν Βονιφατίου καὶ Εὐδοκίµου, ποὺ βάδιζαν πρὸς τὸ µαρτύριο. Αὐτοὶ ὅµως, δείλιασαν µπροστὰ στὰ βασανιστήρια, ἀπαρνήθηκαν τὸν Χριστὸ καὶ κατήγγειλαν σὰν αἴτιο τῆς πορείας τους πρὸς τὸ µαρτύριο τὸν Γεννάδιο. Τότε οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τὸ Γεννάδιο, τὸν φυλάκισαν καὶ ποικιλότροπως τὸν βασάνισαν. Αὐτὸς ὅµως ἔµεινε σταθερὸς στὴν πίστη του καὶ ἀποκεφαλίστηκε στὶς 6 Ἀπριλίου 1818. Τµῆµα τῶν λειψάνων τοῦ ὁσιοµάρτυρα, βρίσκεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου, ὅπου ὁ Ἅγιος ἀσκήθηκε στὶς ἀρετὲς καὶ τὴν πίστη.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 07



     Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος

     Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Μυτιλήνης

     Ὁ Ἅγιος Ῥουφῖνος ὁ Διάκονος

     Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα

     Οἱ Ἅγιοι 200 Μάρτυρες οἱ ἐν Σινώπῃ

     Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος ὁ ἐν Καλύµνῳ

     Ὁ Ὅσιος Γεράσιµος ὁ Βυζάντιος

     Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ θαυµατουργὸς (Ῥῶσος, + 1510)







Ὁ Ἅγιος Καλλιόπιος



Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παµφυλίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν διωγµῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Ἔχασε τὸν πατέρα του πολὺ νωρίς, ἀλλὰ ἡ µητέρα του Θεόκλεια τὸν γαλούχησε µὲ τὰ ἱερὰ γράµµατα τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι, ὅταν ἄρχισε ὁ διωγµός, ὁ νεαρὸς Καλλιόπιος ὄχι µόνο δὲ φοβήθηκε, ἀλλὰ καὶ θαῤῥαλέα σήκωσε τὸ ἀνάστηµά του ἀπέναντι στοὺς διῶκτες. Κάποτε, ὁ ἔπαρχος Μάξιµος ἦλθε στὴν περιοχή του καὶ βασάνιζε καὶ σκότωνε πολλοὺς χριστιανούς. Ὁ Καλλιόπιος, µὲ τὴν χαρακτηριστικὴ τόλµη ποὺ τὸν διέκρινε, παρουσιάστηκε µόνος του µπροστὰ στὸν ἔπαρχο καὶ τοῦ εἶπε ὅτι θὰ δώσει λόγο στὸ Θεὸ γιὰ τὶς κακουργίες ποὺ διαπράττει ἐναντίον ἀθῴων ἀνθρώπων. Ἀµέσως ὁ ἔπαρχος διέταξε νὰ τὸν βασανίσουν, καὶ κατόπιν τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Μετὰ ἀπὸ ὁρισµένο χρόνο, ὁ ἔπαρχος τὸν ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ῥώτησε ἂν συνεχίζει νὰ πιστεύει στὸ Χριστό. Ὁ Καλλιόπιος, πάντα µὲ θάῤῥος, ἀπαντᾷ ὅτι ἐµµένει στὶς πεποιθήσεις του. Τότε, πάρθηκε ἡ ἀπόφαση νὰ πεθάνει µὲ σταυρικὸ θάνατο. Αὐτὸ προκάλεσε µεγάλη χαρὰ στὸν Καλλιόπιο, διότι θὰ πέθαινε ὅπως καὶ ὁ Κύριος. Καὶ ἀντὶ νὰ τὸν πτοήσει αὐτὴ ἡ θανατικὴ καταδίκη, τὸν ἔκανε «περισσοτέρως τολµᾶν ἀφόβως τὸν λόγον λαλεῖν». Ἔκανε, δηλαδή, τὸν Καλλιόπιο, µὲ περισσότερη τόλµη νὰ ὁµολογεῖ ἄφοβα τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Τὸν σταύρωσαν κατὰ θεία σύµπτωση Μεγάλη Παρασκευή, καὶ ἄξια πῆρε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Ἡ δὲ µητέρα τοῦ Θεόκλεια - κατὰ τὴν παράδοση - ἀφοῦ ἀγκάλιασε τὸ σῶµα τοῦ γιοῦ της, ἐπὶ τόπου ξεψύχησε καὶ αὐτή.






Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Μυτιλήνης



Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν Εἰκονοµάχων καὶ ἀνατράφηκε µὲ µεγάλη εὐσέβεια, καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία διακρίθηκε γιὰ τὴν µεγάλη του ταπεινοφροσύνη καὶ ἐλεηµοσύνη. Τὰ καλά του λοιπὸν ἔργα, τὸν ἀνέδειξαν πνευµατικὸ λύχνο. Καὶ ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, ποὺ ἀκολουθεῖ τὰ λόγια τοῦ Ἱδρυτῆ της, ἔβαλε τὸν πνευµατικὸ αὐτὸ λύχνο ἐπάνω στὴ λυχνία, ποὺ στὴν περίσταση αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ ἐπισκοπὴ τῆς Μυτιλήνης. Τὴν ἐκλογή του δικαίωσε, κατὰ τὸν πιὸ λαµπρὸ τρόπο. Ὅλες οἱ κινήσεις, φιλανθρωπική,


φωτιστικὴ καὶ διδακτική, τὸν εἶχαν ἐπὶ κεφαλῆς. Ὁ ἴδιος κατέβαλε µεγάλες προσπάθειες, γιὰ νὰ στηρίξει τὸ φρόνηµα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ νὰ κερδίσει τοὺς ἀποπλανηθέντες τῆς ἐπισκοπῆς του ἀπὸ τὴν εἰκονοµαχία. Οἱ ἀγῶνες του στέφθηκαν ἀπὸ ἐπιτυχία καὶ ὅταν πέθανε, τὸ ποίµνιό του τὸν τίµησε µέσα σὲ βαθὺ πένθος. (Ἡ

µνήµη του ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 1η Φεβρουαρίου, µαζὶ µ᾿ αὐτὴ τῶν τριῶν ἀδελφῶν του).






Ὁ Ἅγιος Ῥουφῖνος ὁ Διάκονος



Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἔσφαξαν µὲ µαχαῖρι. Ὅµως στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα 170, γιὰ τοὺς Ἁγίους Ῥουφῖνο, Ἀκυλίνα καὶ 200 µαρτύρων, ὑπάρχει τὸ ἑξῆς ὑπόµνηµα: Οὗτοι οἱ ἅγιοι ὑπῆρχον ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ παρανόµου Δεκίου (249-251) καὶ πάντες συναθροισθέντες ὁµοθυµαδὸν συνέθεντο ἀλλήλοις ἐµµένειν τὴν εἰς Χριστὸν πίστει· ἐν ἐκείνῳ δὲ τῷ καιρῷ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς στρατιώτας τοῦ συλλαβέσθαι τὸν ἅγιον Χριστοφόρον καὶ ἀπαγαγεῖν ἔµπροσθεν αὐτοῦ διὰ τὴν εἰς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡµῶν ὁµολογίαν, καί, ἰδόντες τὰ θαυµάσια, ἃ ἐποίει ὁ ἅγιος, καὶ φοβερὰ τεράστια τῇ ἐπικλήσει τοῦ Χριστοῦ, ἀνεβόησαν ἅπαντες· «µέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν καὶ αὐτῷ

µόνῳ λατρεύοµεν». Ὁ µὲν βασιλεὺς τὸν ἅγιον Χριστοφόρον δούλοις αὐτοῦ ὑπὲρ ἐκείνης τῆς ἐν εἱρκτῇ ζοφώδει κατακλείσας, τούτους ἐπὶ βήµατος ἐκέλευσεν ἄγεσθαι· καὶ ἐρωτήσας αὐτοὺς «τὶς ὑµᾶς κατηνάγκασεν, ἀνόσιοι, ταῦτα φθέγγεσθαι ἔµπροσθεν

ἐµοῦ καὶ κηρύττειν ἐσταυρωµένον Θεόν»· οἱ δὲ ἀπεκρίναντο, µάλιστα ὁ ἅγιος Ῥουφίνος λέγων «ὑπὲρ τούτων ἁπάντων ἐγὼ ἀπολογοῦµαι σοι, ὅτι διὰ τὴν ἀποκειµένην βασιλείαν ἣν ἡτοιµάσατο ὁ Κύριος ἡµῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τοῖς ἐκλεκτοῖς δούλοις αὐτοῦ ὑπὲρ ἐκείνης τῆς ἀνεκλαλήτου χαρᾶς ἡµεῖς τῷ Χριστῷ πιστεύοµεν καὶ ὁµολογοῦµεν». Ταῦτα ὁ βασιλεὺς ἀκούσας τῷ θυµῷ ὑπερζέσας ἐκέλευσε ξίφει τὰς σάρκας αὐτῶν ἔµπροσθεν αὐτοῦ ὡς ἐν µακέλλῳ µεληδὸν κατακόψαι· καὶ οὕτως ἐτελειώθη αὐτῶν ἡ

µαρτυρία καὶ τῶν ἐπηγγελµένων αἰωνίων ἀγαθῶν ἀπήλαυσαν, ἃ ἡτοίµασε δι᾿ αὐτούς».






Ἡ Ἁγία Ἀκυλίνα



Μαρτύρησε ἀφοῦ τὴν ἔδεσαν ὀπισθάγκωνα καὶ ἔκαψαν τὴν κοιλιακή της χώρα.






Οἱ Ἅγιοι 200 Μάρτυρες οἱ ἐν Σινώπῃ



Ὅλοι µαρτύρησαν διὰ ξίφους.






Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Νέος ὁ ἐν Καλύµνῳ (+ 1948)


Ὁ Ὅσιος Γεράσιµος ὁ Βυζάντιος



Λόγιος, µαθητὴς Μακαρίου Καλογέρου (18ος αἰ.).






Ὁ Ὅσιος Δανιὴλ ὁ θαυµατουργὸς (Ῥῶσος, + 1510)


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 08



     Οἱ Ἅγιοι Ἄγαβος, Ῥοῦφος, Φλέγων, Ἀσύγκριτος, Ἑρµῆς (κατ΄ ἄλλους Ἑρµᾶς) καὶ

Ἠρωδίων ἀπὸ τοὺς 70 Ἀποστόλους

     Ὁ Ὅσιος Κελεστίνος Πάπας Ῥώµης

     Ὁ Ἅγιος Παυσίλυπος

     Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ναύκληρος

     Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κουλικᾶς

     Ὁ Ὅσιος Νήφων ὁ Ῥῶσος ὁ θαυµατουργός






Οἱ Ἅγιοι Ἄγαβος, Ῥοῦφος, Φλέγων, Ἀσύγκριτος, Ἑρµῆς (κατ΄ ἄλλους Ἑρµᾶς) καὶ

Ἠρωδίων ἀπὸ τοὺς 70 Ἀποστόλους



Ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἱεροὺς Ἀποστόλους, ὁ µὲν Ἄγαβος ἦταν ἐκεῖνος ποὺ ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ πῆρε τὴν ζώνη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ἔδεσε τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια καὶ προφήτευσε γι᾿ αὐτὸν αὐτά:

«Τάδε λέγει τὸ Πνεῦµα τὸ Ἅγιον. Τὸν ἄνδρα, οὗ ἐστὶν ἡ ζώνη αὐτή, οὕτω δήσουσιν εἰς Ἱερουσαλὴµ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ παραδώσουσιν εἰς χεῖρας ἐθνῶν». Πράγµατι, ἔτσι καὶ ἔγινε. Διότι ὄχι µόνο ἔδεσαν τὸν Παῦλο οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Ὁ Ἄγαβος, ἀφοῦ κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὸ µέρος ὅπου ζοῦσε, ἀποδήµησε εἰρηνικὰ στὸν Κύριο. Τὸν δὲ Ῥοῦφο ἀναφέρει ὁ Παῦλος στὴν πρὸς Ῥωµαίους ἐπιστολή:

«Ἀσπάσασθε Ῥοῦφον τὸν ἐκλεκτὸν ἐν Κυρίῳ καὶ τὴν µητέρα αὐτοῦ καὶ ἐµοῦ». Αὐτὸς ἀργότερα ἔγινε ἐπίσκοπος Θηβῶν στὴν Ἑλλάδα. Οἱ δὲ Φλέγων καὶ Ἀσύγκριτος, ἀφοῦ κήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορα µέρη τοῦ κόσµου, ἔφεραν πολλοὺς ἀπίστους στὴν ἀληθινὴ πίστη. Τελικὰ βασανίστηκαν µὲ διάφορους τρόπους ἀπὸ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ πεθάνουν καὶ οἱ δυὸ τὴν ἴδια µέρα. Ἔτσι, πῆραν ἀπὸ τὸν Κύριο τὰ οὐράνια ἀγαθά, ποὺ προορίζονται γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς ἐργάτες τοῦ

Εὐαγγελίου. (Γιὰ δὲ τὸν Ἑρµῆ βλέπε 8 Μαρτίου καὶ γιὰ τὸν Ἠρωδίωνα τὴν 28η Μαρτίου).






Ὁ Ὅσιος Κελεστίνος Πάπας Ῥώµης



Ὁ Κελεστίνος γεννήθηκε στὴ Ῥώµη καὶ τὸν πατέρα του ἔλεγαν Πρίσκο. Νωρίς, σὰ διάκονος, εἶχε διακριθεῖ γιὰ τὴν παιδεία του, τὴν εὐσέβεια καὶ τὸ θερµὸ ζῆλο. Γι΄ αὐτὸ

µετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πάπα Βονιφατίου τὸ 422, τὸν διαδέχτηκε στὸν Ποντιφικὸ θρόνο. Ἀµέσως τότε παρενέβη στὴν Ἀφρική, στὴ Γαλατία καὶ στὴ Καλαβρία, γιὰ νὰ ἐπιβάλει τοὺς Ἱεροὺς κανόνες στὴν ἐκλογὴ τῶν ἐπισκόπων. Ὑπῆρξε ἐνεργητικότατος στὴν καταστολὴ διαφόρων αἱρέσεων. Ἐργάστηκε γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ πελαγιανισµοῦ ἀπὸ τὴν Μεγάλη Βρεττανία, καὶ συγχρόνως µὲ κατάλληλη Ἱεραποστολή, πέτυχε νὰ προσέλθει στὸ χριστιανισµὸ ἡ Ἰρλανδία. Στὴν 3η Οἰκ. Σύνοδο, ὁ Πάπας Κελεστίνος µὲ ἀντιπροσωπεία του, καταδίκασε τὴν πλάνη τοῦ Νεστορίου. Γενικὰ ἐπιµελήθηκε τὰ πράγµατα τοῦ κλήρου καὶ αὐτὰ τῆς θείας λατρείας, εὐπρεπίζοντας τοὺς ναοὺς µὲ


εἰκόνες καὶ διάφορα ἱερὰ σκεύη. Πέθανε, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Θεοδόσιος ὁ Β΄ τὸ

432 µ.Χ. τὴν 26η ἢ 27η Ἰουλίου, κατὰ τὴν πιὸ πιθανὴ γνώµη.






Ὁ Ἅγιος Παυσίλυπος



Ὁ ἅγιος αὐτὸς ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀδριανοῦ (117-138 µ.Χ.) καὶ ἦταν εὐγενὴς καὶ πλούσιος στὴν πόλη τῆς Ῥώµης. Ἐπειδὴ ὅµως ἐνθάῤῥυνε καὶ ὑποστήριζε τοὺς χριστιανοὺς ποὺ βάδιζαν γιὰ τὸ µαρτύριο, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸ βασιλιά. Αὐτὸς τὸν ῥώτησε ἂν πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ ὁ Παυσίλυπος ἀπάντησε ὅτι ὄχι µόνο πιστεύει ἀλλὰ εἶναι ἕτοιµος καὶ τὸ αἷµα του νὰ χύσει γι᾿ αὐτόν. Τότε τὸν χτύπησαν τόσο πολὺ στὴν κοιλιά, ποὺ φάνηκαν τὰ ἔντερά του. Ἔπειτα τὸν παραχώρησαν στὸν ἔπαρχο Πράκτο, ποὺ καὶ αὐτὸς τὸν βασάνισε φρικτά. Ἀλλ΄ ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος ἐπέµενε στὴν πίστη του, καταδικάστηκε σὲ ἀποκεφαλισµό. Τελικὰ ὅµως, ἀφοῦ ἔσπασε τὴν ἁλυσίδα ποὺ τοῦ εἶχαν βάλει, δραπέτευσε καὶ ζῶντας µὲ ἀρετὴ παρέδωσε τὴν ψυχή του στὸν Θεό.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ναύκληρος



Ὁ Κῶος αὐτὸς ναύκληρος ἐξισλαµίστηκε µὲ τὴν βία ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὴν Κῶ. Αὐτὸς ὅµως, πέταξε τὰ Τούρκικα ῥοῦχα καὶ ζοῦσε χριστιανικά. Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀντελήφθησαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν µαστίγωσαν ἀνελέητα, καὶ κατόπιν τὸν φυλάκισαν. Μέσα στὴ φυλακή, οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦσαν νὰ τὸν µεταπείσουν στὸν µουσουλµανισµό, ἀλλὰ ὁ νεοµάρτυρας ἀπαντοῦσε: «Ἐγὼ στὸν Κύριό µου Ἰησοῦ Χριστὸ πιστεύω καὶ αὐτὸν ὁµολογῶ γιὰ Θεὸ ἀληθινό, µὲ ὅλη µου τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά. Τὴ δὲ δική σας θρησκεία ἀποστρέφοµαι καὶ εἶµαι ἕτοιµος νὰ ὑποµείνω ὅσα βασανιστήρια καὶ ἂν µοῦ κάνετε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ µου». Βλέποντας τὸ ἀµετάθετο τῆς γνώµης του οἱ βασανιστές του, τὸν ὁδήγησαν µὲ βασανισµοὺς στὸν κριτή, ποὺ διέταξε τὸν ἀνηλεῆ δαρµό του καὶ τὸν καταδίκασε νὰ καεῖ ζωντανός. Ἔτσι, µ΄ αὐτὸν τὸν τρόπο, στὶς 8

Ἀπριλίου 1669, µαρτύρησε ὁ Ἅγιος αὐτὸς νεοµάρτυρας τῆς Κῶ. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ Γεράσιµος Μοναχὸς Μικραγιαννανίτης. Ἐπίσης, τὸ Ἱστορικὸ ἐκκλησίδιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόµου, µετονοµάστηκε ἐπ΄ὀνόµατι τοῦ Νεοµάρτυρα αὐτοῦ, καθὼς καὶ ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Ναΰδριο αὐτὸ φέρει τὸ ὄνοµά του.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κουλικᾶς



Ὁ Νεοµάρτυρας αὐτός, ἦταν ἄνθρωπος πολὺ φρόνιµος καὶ ζηλωτής. Κάποια µέρα ὅµως, εἶχε ἔντονη συζήτηση γιὰ τὴν πίστη µὲ τοὺς Τούρκους. Αὐτοὶ ἀπὸ φθόνο, τὸν κατηγόρησαν στὸν κριτή, ὅτι δῆθεν ἔβρισε τὴν µουσουλµανικὴ θρησκεία. Ὁ κριτὴς πρότεινε στὸν Ἰωάννη νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει µουσουλµάνος γιὰ ν΄ ἀποφύγει τὸν θάνατο. Ὁ Ἰωάννης ἀποκρίθηκε θαῤῥαλέα, ὅτι δὲν ἀρνεῖται τὸν Χριστὸ καὶ ἂν µύριους θανάτους ὑποστεῖ. Τότε ὁ κριτὴς διέταξε καὶ τὸν ἔριξαν µέσα σὲ τσιγγέλια (γάντσους), ὅπου ὁ Νεοµάρτυρας βρῆκε φρικτὸ ἀλλὰ ἔνδοξο τέλος στὶς 8

Ἀπριλίου 1564. (Τὸ Μ. Εὐχολόγιο στὴ σελίδα 442 ἀναφέρει τὴν µνήµη τοῦ µάρτυρος τὴν


8η καὶ 18η Ἀπριλίου, στὴ δὲ σελ. 470 τὴν 1η Ἀπριλίου (1564). Οἱ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης καὶ Ἁγ. Νικόδηµος Ἁγιορείτης, ἀναφέρουν τὴν µνήµη του κατὰ τὴν 18η Ἀπριλίου. Ἑποµένως ὑπάρχει πρόβληµα ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἡµέρα τοῦ µαρτυρίου του).






Ὁ Ὅσιος Νήφων ὁ Ῥῶσος ὁ θαυµατουργός



Ἐπίσκοπος Νοβογοροδίας ἐν τῷ Σπηλαίῳ.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 09



     Ὁ Ἅγιος Εὐψύχιος ποὺ µαρτύρησε στὴν Καισάρεια

     Ὁ Ἅγιος Βάδιµος Ὁσιοµάρτυρας καὶ οἱ ἑπτὰ Μαθητές του

     Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες οἱ αἰχµάλωτοι, ποὺ µαρτύρησαν στὴν Περσία

     Ὁ Ἅγιος Αὐδιήσιος (ἢ Ἀβδιησοῦς ἢ Ἀδιησοῦς)

     Οἱ Ἅγιοι Ῥαφαήλ, Νικόλαος, Εἰρήνη καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς

     Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ἐπίσκοπος Ἀµίδης







Ὁ Ἅγιος Εὐψύχιος ποὺ µαρτύρησε στὴν Καισάρεια



Ἔζησε στὰ χρόνια του Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτη. Ἂν καὶ νιόπαντρος, αὐτὸ δὲν τὸν ἐµπόδισε νὰ δείξει ἔµπρακτα τὴν µεγάλη ἀγάπη του στὸ Χριστό. Στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας, ὁ Ἰουλιανὸς εἶχε κτίσει ἕνα εἴδωλο τῆς θεᾶς Τύχης, ποὺ προσκυνοῦσαν κάθε µέρα ἐπιδεικτικὰ οἱ εἰδωλολάτρες. Ὁ Εὐψύχιος, ἀφοῦ πῆρε µαζί του καὶ µερικοὺς ἄλλους τολµηροὺς νέους, πῆγε καὶ γκρέµισε τὸ εἴδωλο. Ὅταν συνελήφθη, εἶπε στὸν ἀξιωµατοῦχο ὅτι ὁ Ἰουλιανὸς δὲν ἔχει κανένα δικαίωµα νὰ ἐνεργεῖ εἰδωλολατρικὰ πράγµατα στὴ χριστιανικὴ Καισάρεια. Βέβαια, ὁ Εὐψύχιος ἐκ τῶν προτέρων γνώριζε ὅτι ἡ ἀπόφαση θὰ ἦταν καταδικαστική. Πράγµατι, οἱ συνεργάτες του καταδικάστηκαν σὲ βασανισµοὺς καὶ ἐξορία. Ἐνῷ ὁ ἴδιος, σὰν ἀρχηγὸς τῆς πράξης, καταδικάστηκε σὲ θάνατο µὲ ἀποκεφαλισµό. Ἔτσι, ὁ Εὐψύχιος κατατάχθηκε σ᾿ ἐκείνη τὴν µερίδα τῶν ἀνθρώπων, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος εἶπε: «Ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐµοῦ εὑρήσει αὐτήν». Ἐκεῖνος, δηλαδή, ποὺ θὰ χάσει τὴν ζωή του γιὰ τὴν πίστη του σ᾿ ἐµένα, θὰ κερδίσει τὴν µακάρια καὶ ὑψηλότερη ζωή.






Ὁ Ἅγιος Βάδιµος Ὁσιοµάρτυρας καὶ οἱ ἑπτὰ Μαθητές του



Ἔζησε ὅταν βασιλιὰς τῆς Περσίας ἦταν ὁ Σαπὼρ ὁ Β´. Πέρσης στὴν καταγωγὴ καὶ ἀπὸ γένος ἐπίσηµο, ἄφησε πλούτη καὶ γοητευτικὸ κοσµικὸ µέλλον γιὰ νὰ ὑπηρετήσει στὸ Χριστό. Ἔγινε Ἱερέας καὶ ἐργάστηκε γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Συγκέντρωσε

µάλιστα καὶ µία ὁµάδα ἑπτὰ µαθητῶν, ποὺ τοὺς προετοίµαζε ἐργάτες τοῦ χριστιανικοῦ φωτισµοῦ. Καταγγέλθηκε ὅτι ἀποσπᾷ στὸ Χριστὸ πολλοὺς Πέρσες ἀπὸ τὴν πάτρια θρησκεία, καὶ φυλακίστηκε µὲ τοὺς µαθητές του γιὰ τέσσερις µῆνες. Ἐπειδὴ ὅµως κατὰ τὸ διάστηµα αὐτὸ ἀρνήθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πίστη του, καταδικάστηκε µαζὶ µὲ τοὺς µαθητές του σὲ ἀποκεφαλισµό. Τὴν ἐκτέλεση τῆς θανατικῆς ποινῆς, ἀνέλαβε κάποιος ποὺ µπροστὰ στὰ βασανιστήρια ἀρνήθηκε τὸ Χριστό, ὁ Νιρσᾶν. Παρὰ τὸν ἔλεγχο ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ ἅγιος Βάδιµος, αὐτὸς µὲ τρεµάµενα χέρια ἐξετέλεσε τὴν ποινή. Ἡ θεία δίκη ὅµως δὲν τὸν ἄφησε ἀτιµώρητο. Κάποια µέρα, ποὺ κάποιος εἰδωλολάτρης θύµωσε ἐναντίον του, τὸν σκότωσε µὲ µαχαῖρι.


Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες οἱ αἰχµάλωτοι, ποὺ µαρτύρησαν στὴν Περσία



Ὅταν ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν Σαπὼρ ὁ Β´ (325-379), κατὰ τὸ 53ο ἔτος τῆς βασιλείας του, κυρίευσε τὴν χώρα Βυζάτη, θανάτωσε ὅλους ὅσους ἔφεραν ὄπλα. Τὶς δὲ γυναῖκες, παιδιά, γέρους, τὸν ἐπίσκοπο Ἠλιόδωρο καὶ τοὺς πρεσβυτέρους Δησᾶν, Μαριὰβ καὶ ὅλους τους κληρικούς, ἄφησε ζωντανοῦς. Ὅταν ὁ ἐπίσκοπος Ἠλιόδωρος κατάλαβε ὅτι θὰ πεθάνει, χειροτόνησε ἐπίσκοπο τὸν πρεσβύτερο Δησᾶν. Ὁ ὁποῖος ἐπεξέτεινε τὸ Χριστιανικὸ κήρυγµα καὶ πρὸς τοὺς Πέρσες. Τότε ὁ ἀρχιµάγος Ἀδεφάρ, διέβαλε τὸν Δησᾶν στὸν βασιλιά, ὅτι δῆθεν αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ χριστιανοὶ γύρω ἀπ᾿ αὐτὸν βλασφηµοῦν τὴν Περσικὴ θρησκεία. Τότε ὁ Σαπὼρ ἔδωσε διαταγὴ νὰ συλληφθοῦν ὅλοι καὶ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἥλιο καὶ τὴν φωτιά. Ἐπειδὴ ὅµως οἱ χριστιανοὶ αὐτοὶ δὲν τὸ ἔπραξαν, ἀποκεφαλίστηκαν ὅλοι. Καθ᾿ ὁδὸν µόνο πέντε ἀπ᾿ αὐτοὺς µικροψύχησαν καὶ δέχτηκαν τὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων.






Ὁ Ἅγιος Αὐδιήσιος (ἢ Ἀβδιησοῦς ἢ Ἀδιησοῦς)



Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἀνῆκε στὴν παραπάνω ὁµάδα ἀποκεφαλισθέντων χριστιανῶν στὴν Περσία. Ἀλλὰ τὸ κτύπηµα ποὺ δέχτηκε δὲν ἦταν θανατηφόρο καὶ τὴν νύκτα σηκώθηκε καὶ κατόπιν κήρυττε πάλι θαῤῥαλέα τὸν Χριστό. Τότε κάποιος φανατικὸς εἰδωλολάτρης, ὅρµησε καὶ τὸν θανάτωσε µὲ µαχαῖρι.






Οἱ Ἅγιοι Ῥαφαήλ, Νικόλαος, Εἰρήνη καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς



Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ µαρτύρησαν τὸ 1463 στὸ χωριὸ Θερµή της Λέσβου, στὴν ἐκεῖ τιµωµένη

Μονὴ τῶν Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου, ποὺ βρίσκεται στὴν τοποθεσία Καρυές. Τὸ ἔτος

1959, ἀποκαλύφθηκαν ἀπὸ τὰ ἔγκατα τῆς γῆς θαυµατουργικά. Εἶπε λοιπὸν σὲ κάποιο

εὐσεβῆ, ποὺ τοῦ παρουσιάστηκε, ὁ Ἅγιος Ῥαφαήλ, ὅτι λέγεται Ῥαφαήλ. Πατρίδα του

ἦταν τὸ νησὶ Ἰθάκη καὶ τὸ ὄνοµα τοῦ πατέρα του Διονύσιος, ποὺ τὸν ἀνέθρεψε µὲ

µεγάλη χριστιανοπρέπεια καὶ τὸν σπούδασε ἀρκετά. Τὸ κοσµικό του ὄνοµα ἦταν

Γεώργιος, ἀλλ᾿ ὅταν ἔγινε µοναχὸς ὀνοµάσθηκε Ῥαφαήλ. Εἶχε τὸν βαθµὸ τοῦ

Πρεσβυτέρου καὶ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιµανδρίτη καὶ τοῦ Πρωτοσυγγέλου. Ὅταν ἔγινε ἡ

ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως (1453), αὐτὸς µόναζε µαζὶ µὲ τὸν Διάκονο Νικόλαο

στὴ Μακεδονία. Κατόπιν µέσῳ Ἀλεξανδρουπόλεως πῆγαν τὸ 1454 στὴ Λέσβο καὶ

ἐγκαταστάθηκαν στὴ Μονὴ τῆς Θεοτόκου, ὅπου ὁ Ῥαφαὴλ ἔγινε ἡγούµενος. Τὸ 1463

ἐπέδραµαν οἱ Τοῦρκοι στὴ Μονὴ καὶ ἀφοῦ τοὺς συνέλαβαν τοὺς θανάτωσαν µὲ

διάφορους τρόπους. Τὸν µὲν Ῥαφαὴλ ἔσφαξαν µὲ πριόνι ἀπὸ τὸ στόµα, τὴν Τρίτη

Διακαινησίµου 9 Ἀπριλίου, τὸν δὲ Νικόλαο θανάτωσαν µετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια.

Μαζὶ µ᾿ αὐτούς, µαρτύρησε καὶ ἕνα δωδεκάχρονο κορίτσι, ἡ Εἰρήνη, κόρη τοῦ προεστοῦ

τοῦ χωριοῦ Θερµῆς Βασιλείου. Καὶ ἡ Εἰρήνη µαρτύρησε µὲ φρικτὸ τρόπο. Ἀφοῦ τῆς

ἔκοψαν τὰ χέρια, τὴν ἔβαλαν µέσα σ᾿ ἕνα πιθάρι καὶ τὴν ἔκαψαν ζωντανή, µπροστὰ

στὰ µάτια τῶν γονιῶν της. Ἡ µνήµη τους γιορτάζεται πανηγυρικὰ στὴ Μονὴ ποὺ φέρει

τὴν ὀνοµασία τους στὴ Λέσβο.


Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ἐπίσκοπος Ἀµίδης



Ὁ ἐπίσκοπος αὐτὸς ἐξαγόρασε 7.000 χριστιανοὺς αἰχµαλώτους, ἀφοῦ ἐκποίησε ἐκκλησιαστικὰ σκεύη, κατὰ τὸν Βυζαντινοπερσικὸ πόλεµο (421-422), (+ 5ος αἰ.).


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 10



     Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Ἀφρικανός, Μάξιµος, Ποµπηΐος καὶ ἄλλοι 36

     Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Ἀναξαµένης, Ἀνάξανδρος (ἢ Ἀνάξαρχος), Ἀριστείδης, Δηµάρατος, Δηµοκλῆς, Δηµοσθένης, Διονύσιος, Ἐπαµεινώνδας, Ἐτεοκλῆς, Ζήνων, Ἠλίας, Ἠρακλῆς, Ἡσαΐας, Ἠφαιστίων, Θεµιστοκλῆς, Θεόδωρος, Θεόφραστος, Θησεῦς, Θωµᾶς, Ἰσοκράτης, Λουκᾶς, Μιλτιάδης, Μνήσαρχος, Ξενοφῶν, Ὄµηρος, Παρµενίων, Πελοπίδας, Περικλῆς, Πίνδαρος, Πολύβιος, Πολυνίκης, Προµηθεῦς, Σοφοκλῆς, Σωκράτης, Τιµόθεος, Τίτος, Φιλοποίµην, Φωκίων, Χρόνης (ἢ Χρόνιος) οἱ 40 ἐξ Ἀφρικῆς Μάρτυρες (+ 249-251)

     Ἡ Προφήτιδα Ὄλδα

     Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἄζας ὁ Διάκονος

     Οἱ Ἅγιοι Μακάριος, Ζήνων, Ἀλέξανδρος καὶ Θεόδωρος

     Ὁσιοµάρτυρες Ἱερᾶς Μονῆς Νταοῦ Πεντέλης

     Ὁ Ἅγιος Δῆµος (ἢ Δηµήτριος)

     Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

     Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος ὁ Ξενοφωντινός






Οἱ Ἅγιοι Τερέντιος, Ἀφρικανός, Μάξιµος, Ποµπηΐος καὶ ἄλλοι 36



Ὁ καυτὸς ἄνεµος τῆς Ἀφρικῆς δὲν ἄργησε νὰ φέρει τὴν διαταγὴ τοῦ Δεκίου, ποὺ διέταξε ἀνελέητο διωγµὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ἡ ἀφρικανικὴ χριστιανικὴ κοινότητα ὑπέστη φοβερὴ δοκιµασία. Μπροστὰ στὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ἕνας µετὰ τὸν ἄλλο ἔπεφταν στὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρείας. Μπροστὰ στὸ µεγάλο αὐτὸ κίνδυνο, 40 χριστιανοὶ µὲ ἐπικεφαλῆς τοὺς Τερέντιο, Ἀφρικανό, Μάξιµο καὶ Ποµπήϊο, ἀποφάσισαν νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς εἰδωλολάτρες καὶ νὰ ἐνθαῤῥύνουν, ἔτσι, τοὺς ὑπόλοιπους χριστιανούς. Παρουσιάστηκαν, λοιπόν, µπροστὰ στὸν ἡγεµόνα Φουρτουνάτο καὶ ὁµολόγησαν τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Χωρὶς καθυστέρηση ὁ ἡγεµόνας διέταξε νὰ

τοὺς βασανίσουν σκληρά. Τότε ὁ ἕνας ἐνίσχυε τὸν ἄλλο µὲ τὰ λόγια του Κυρίου µας:

«Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτενόντων τὸ σῶµα, τὴν δὲ ψυχὴν µὴ δυναµένων

ἀποκτεῖναι». Μὴ φοβηθεῖτε, δηλαδή, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ θανατώνουν τὸ σῶµα, ἀλλὰ δὲν

ἔχουν τὴν δύναµη νὰ θανατώσουν τὴν ψυχή. Ὅταν ὁ ἡγεµόνας εἶδε ὅτι µὲ τὰ

βασανιστήρια δὲν κατάφερνε τίποτα, διέταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Καὶ ἐνῷ τοὺς

ὁδηγοῦσαν στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης, αὐτοὶ ἔψαλλαν: «Ἔσωσας ἡµᾶς, Κύριε, ἐκ τῶν

θλιβόντων ἡµᾶς καὶ τοὺς µισοῦντας ἡµᾶς κατήσχυνας», ποὺ σηµαίνει, µᾶς ἔσωσες,

Κύριε, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ µᾶς θλίβουν καὶ καταντρόπιασες αὐτοὺς ποὺ µᾶς µισοῦν. (Ἡ

µνήµη τους σὲ ὁρισµένους Συναξαριστὲς περιττῶς ἀναφέρεται στὴν 23η καὶ 28η

Ὀκτωβρίου).






Οἱ Ἅγιοι Ἀλέξανδρος, Ἀναξαµένης, Ἀνάξανδρος (ἢ Ἀνάξαρχος), Ἀριστείδης,

Δηµάρατος, Δηµοκλῆς, Δηµοσθένης, Διονύσιος, Ἐπαµεινώνδας, Ἐτεοκλῆς, Ζήνων,


Ἠλίας, Ἠρακλῆς, Ἡσαΐας, Ἠφαιστίων, Θεµιστοκλῆς, Θεόδωρος, Θεόφραστος, Θησεῦς, Θωµᾶς, Ἰσοκράτης, Λουκᾶς, Μιλτιάδης, Μνήσαρχος, Ξενοφῶν, Ὄµηρος, Παρµενίων, Πελοπίδας, Περικλῆς, Πίνδαρος, Πολύβιος, Πολυνίκης, Προµηθεῦς, Σοφοκλῆς, Σωκράτης, Τιµόθεος, Τίτος, Φιλοποίµην, Φωκίων, Χρόνης, (ἢ Χρόνιος) οἱ 40 ἐξ Ἀφρικῆς Μάρτυρες (+ 249-251)



Ἡ µνήµη τους συναντᾶται ἐπιγραµµατικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασµατάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ µνήµη τους. Ἴσως νὰ εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ πάνω 36 µάρτυρες, ποὺ

µαρτύρησαν µαζὶ µὲ τοὺς ἁγίους Τερέντιο, Ἀφρικανό, Μάξιµο καὶ Ποµπήιο.






Ἡ Προφήτιδα Ὄλδα



Ἡ Ἅγια Γραφὴ ἀναφέρει τὴν Ὄλδα στὸ Βιβλίο Δ´ Βασιλειῶν κβ´ 15-17. Ἔζησε στὰ χρόνια

Ἰωσίου καὶ κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλὴµ ἐν τῇ Μασενᾷ.






Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Ἄζας ὁ Διάκονος



Ἔζησαν καὶ αὐτοὶ ἐπὶ τοῦ χριστιανοµάχου βασιλιᾶ τῶν Περσῶν, Σαπὼρ τοῦ Β´. Ὁ πρεσβύτερος Ἰάκωβος ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Φαραθά, καὶ ὁ διάκονος Ἄζας ἀπὸ τὸ χωριὸ Βιθυκορά. Καταγγέλθηκαν σὰ χριστιανοὶ καὶ ἀνακρίθηκαν µπροστὰ στὸν ἀρχιµάγο Ἀχοσχαργάν. Ἐπειδὴ ὅµως παρέµειναν στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀρχὴ τοὺς κτύπησαν σκληρὰ καὶ κατόπιν τοὺς ἄφησαν γυµνοὺς τὴν νύκτα, µέσα σὲ δριµὺ καὶ ἀφόρητο ψῦχος. Τὸ πρωΐ, ποὺ µόλις ἀνέπνεαν, ἀλλὰ ἡ ζωὴ τῆς πίστης διατηροῦσε ὅλο τὸ σφρῖγος καὶ τὴν ἀκµή της στὶς ψυχές τους, τοὺς ῥώτησαν: - Ἀπαρνεῖστε ἐπὶ τέλους τὸν Ἰησοῦ; - Νὰ πεθάνουµε θέλουµε γι᾿ Αὐτόν, ἀπάντησαν οἱ µάρτυρες. Τότε ὁ ἄρχοντας, διέταξε καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν.






Οἱ Ἅγιοι Μακάριος, Ζήνων, Ἀλέξανδρος καὶ Θεόδωρος



Μαρτύρησαν στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251) καὶ ἡγεµόνα Φουρτουνάτου στὴν Ἀφρική. µαζὶ µὲ πολλοὺς ἄλλους µάρτυρες (40) ἀποφάσισαν νὰ ἀντισταθοῦν στὴν προσταγὴ τοῦ ἡγεµόνα ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Συνελήφθησαν καὶ ἀφοῦ ὑπέστησαν πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια, στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν τὴν ἴδια µέρα µὲ τοὺς Τερέντιο, Ἀφρικανό, Μάξιµο καὶ Ποµπήιο, ποὺ µνηµονεύονται αὐτὴ τὴν µέρα, ἀλλὰ καὶ τὴν 28η Ὀκτωβρίου.






Ὁσιοµάρτυρες Ἱερᾶς Μονῆς Νταοῦ Πεντέλης


(Βλέπε βιογραφία τους στοὺς Α.Χ.Ε.Χ.).






Ὁ Ἅγιος Δῆµος (ἢ Δηµήτριος)



Ὁ Νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὀζοὺν Κιουπροὺ (µακριὰ γέφυρα) τῆς ἐπαρχίας Ἀδριανουπόλεως. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ ψαρᾶ καὶ ἐργαζόταν σὲ κάποιο ἰχθυοτροφεῖο τῆς Σµύρνης. Ἦλθε σὲ προστριβὴ µὲ τὸν Τοῦρκο ἰδιοκτήτη τοῦ ἰχθυοτροφείου, ὁ ὁποῖος τὸν συκοφάντησε ὅτι δῆθεν ὁ Δῆµος ὁρκίστηκε νὰ γίνει Τοῦρκος. Ὁδηγήθηκε µὲ ψευδοµάρτυρες στὸν κριτὴ καὶ ἀφοῦ ἐπέµενε σταθερὰ στὴν πίστη του, ῥίχτηκε στὴ φυλακὴ καὶ βασανίστηκε φρικτὰ µὲ διάφορα ξύλα καὶ ἄλλα

µέσα. Ὅταν τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ (τρεῖς φορές), ὁ Δῆµος συνεχῶς ὁµολογοῦσε τὸν Χριστό. Τότε ὁ κριτὴς τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο µὲ ἀποκεφαλισµό, γεγονὸς ποὺ συνέβη στὶς 10 Ἀπριλίου 1763, ἡµέρα Πέµπτη, στὴ Σµύρνη. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ἐνταφιάστηκε µὲ τιµὲς στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴ Σµύρνη. Ὁ τάφος του ἔγινε προσκύνηµα τῶν πιστῶν, ποὺ τοὺς παρεῖχε πολλὰ ἰάµατα.






Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ε´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως



Γεννήθηκε στὴ Δηµητσάνα τῆς Ἀρκαδίας τὸ 1745 ἀπὸ φτωχοὺς γονεῖς, τὸν Ἰωάννη Ἀγγελόπουλο καὶ τὴν Ἀσηµίνα τὸ γένος Παναγιωτόπουλου. Τὸ πρῶτο του ὄνοµα ἦταν Γεώργιος. Ἔµαθε τὰ πρῶτα του γράµµατα στὴ Δηµητσάνα ἀπὸ τὸν διδάσκαλο Ἱεροµόναχο Μελέτιο, θεῖο καὶ ἀνάδοχο αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τὸν Ἱεροµόναχο Ἀθανάσιο Ῥουσόπουλο. Κατόπιν, στὰ εἴκοσί του χρόνια, πῆγε στὴν Ἀθήνα καὶ µαθήτευσε γιὰ δυὸ χρόνια κοντὰ στὸν µεγάλο διδάσκαλο Δηµήτριο Βόδα. Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὸ 1767, πῆγε στὴ Σµύρνη καὶ παράµεινε κοντὰ στὸν θεῖο του Ἐκκλησιάρχη Μελέτιο, παρακολουθῶντας µαθήµατα στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολή. Στὴ συνέχεια ἔφυγε γιὰ τὴν Πάτµο, ὅπου ἄκουσε µαθήµατα φιλοσοφικῆς ἀπὸ τὸν Δανιὴλ τὸν Κεραµέα. Ἀπὸ τὴν Πάτµο, πῆγε γιὰ λίγο σὲ κάποια Μονὴ τῶν Στροφάδων, ὅπου ἐκάρη µοναχός µε τὸ ὄνοµα Γρηγόριος καὶ ξαναγύρισε στὴν Πάτµο. Κατόπιν, ὁ Μητροπολίτης Σµύρνης Προκόπιος (ποὺ ἦταν Μεσσήνιος), τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε ἀρχιδιάκονό του. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε Πρεσβύτερος, ἦλθε στὴ Δηµητσάνα καὶ ἔδωσε διὰ τοῦ διδασκάλου Ἀγαπίου Λεονάρδου 1500 γρόσια, προκειµένου νὰ γίνουν δωµάτια γιὰ τὴν στέγαση τῶν ἀπόρων σπουδαστῶν καὶ ἔπειτα ἐπέστρεψε στὴ Σµύρνη. Στὶς 19

Αὐγούστου 1785 ἐξελέγη οἰκουµενικὸς Πατριάρχης καὶ ἐνθρονίστηκε τὴν 9η Μαΐου τοῦ ἴδιου χρόνου. Στὸν Πατριαρχικὸ Θρόνο ἔµεινε µέχρι τὸν Δεκέµβριο τοῦ 1798. Ἐπέδειξε ζῆλο καὶ δραστηριότητα γιὰ τὴν ἀνύψωση τῆς παιδείας τοῦ Γένους καὶ τὴν παγίωση τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήµατός του. Ἀνακαίνισε τὰ κτίρια τοῦ Πατριαρχείου, ἵδρυσε µεγάλο τυπογραφεῖο, ποὺ ἐξέδιδε κοινωφελῆ συγγράµµατα, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἡ Κιβωτὸς τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας. Θεωρήθηκε ἀπὸ τὴν Πύλη ἀνίκανος νὰ διατηρήσει τὴν ὑποταγὴ τῶν λαῶν κάτω ἀπὸ τὸν τούρκικο ζυγό, καθαιρέθηκε τὸν Δεκέµβριο 1798 καὶ

ἐξορίστηκε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου παρέµεινε µέχρι τὸν Σεπτέµβριο τοῦ 1806, γενόµενος διδάσκαλος καὶ σύµβουλος τῶν µοναχῶν. Ἐπὶ Σουλτάνου Σελήµ, ἀνακλήθηκε στὸν Πατρ. Θρόνο (Σεπτέµβριος 1806) καὶ παρέµεινε µέχρι τὸν Δεκέµβριο τοῦ 1808. Κατὰ τὴν δεύτερη Πατριαρχία του, ὁ Γρηγόριος ἀπελάθηκε καὶ πάλι τοῦ Π.Θρόνου. Πῆγε στὴν Πριγκηπόνησο σὰν ἐξόριστος, ἀσχολήθηκε µὲ διάφορες µελέτες καὶ ἔπειτα πῆγε πάλι


στὸ Ἅγιον Ὄρος. Στὶς 14-12-1818 κλήθηκε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ Γρηγόριος στὸν Οἰκουµενικὸ θρόνο, ὅπου παρέµεινε µέχρι 10 Ἀπριλίου 1821. Κατὰ τὴν τρίτη αὐτὴ πατριαρχία του, ἵδρυσε «κιβώτιον ἐλέους», ἀναδιοργάνωσε τὸ Πατριαρχικὸ τυπογραφεῖο καὶ µερίµνησε γιὰ τὴν ἀνόρθωση τῆς παιδείας, ποὺ τότε κινδύνευε ἀπὸ νεωτερίζοντα φιλοσοφικὰ ῥεύµατα. Μετὰ τὴν ἔναρξη τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως καὶ τὸν θάνατο πολλῶν Ἑλλήνων ἐπισήµων, καὶ προβλέποντας τὸ δικό του θάνατο νὰ πλησιάζει, ὁ Γρηγόριος ἔµενε ἀτάραχος, ἀπτόητος καὶ πιστὸς στὸ ποιµαντικό του καθῆκον, ἀποκρούοντας τὶς συνεχεῖς συστάσεις τῆς Ῥῶσικης πρεσβείας, καθὼς καὶ τῶν ὁµογενῶν προκρίτων στὴν Κωνσταντινούπολη, νὰ δραπετεύσει ἀπὸ ἀσφαλῆ δρόµο γιὰ τὸ καλό του Ἔθνους. Μετὰ τὴν τέλεση τῆς Πασχαλινῆς θείας Λειτουργίας, καὶ κατὰ τὴν 10η πρωινή, συνελήφθη

µέσα στὸ Πατριαρχεῖο ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Οἱ δήµιοι τὸν ὁδήγησαν στὶς φυλακές, ὅπου τὸν ὑπέβαλαν σὲ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ τὸν πίεζαν νὰ δεχτεῖ τὸν Ἰσλαµισµό. Ὁ Πατριάρχης ἀπάντησε: «Μάταια κοπιάζετε. Ὁ Πατριάρχης τῶν Χριστιανῶν, Χριστιανὸς γεννήθηκε καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνει». Τότε τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ὁδήγησαν δεµένο στὴν ἀποβάθρα τοῦ Φαναριοῦ. Ἐκεῖ ὁ Γρηγόριος γονάτισε, ἔκανε τὸ σηµεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ περίµενε τὸν ἀποκεφαλισµό του. Ἀλλὰ κάποιος δήµιος τὸν κλώτσησε, τὸν σήκωσε ἐπάνω καὶ τὸν µετέφεραν στὶς Πύλες τοῦ Πατριαρχείου, ὅπου σὲ

µία ἀπ᾿ αὐτές, µὲ φρικτὸ τρόπο τὸν κρέµασαν. Κατόπιν παραδόθηκε στὸν τούρκικο ὄχλο, ποὺ ἀλαλάζοντας τὸν ἔσυρε µέχρι τὴν ἀποβάθρα τοῦ Φαναριοῦ. Ἐκεῖ τὸν παρέλαβαν οἱ δήµιοι, καὶ ἀφοῦ τρύπησαν ὅλο τὸ σῶµα του, ἔδεσαν στὸν λαιµό του ὀγκολίθους καὶ τὸν πέταξαν µέσα στὸν Κεράτιο κόλπο. Μὲ θεία οἰκονοµία ὅµως, οἱ ὀγκόλιθοι λύθηκαν καὶ τὸ λείψανο τοῦ Πατριάρχη ἐθεάθη κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες κοντὰ στὸν Γαλατᾶ. Τὸ παρέλαβε κρυφὰ ὁ πλοίαρχος Ἰωάννης Σκλάβος ἀπὸ τὴν Κεφαλλονιὰ καὶ τὸ µετέφερε στὴν Ὀδησσό, ὅπου κηδεύτηκε µὲ αὐτοκρατορικὲς τιµές. Τὸ 1871

µεταφέρθηκε στὴν Ἀθήνα καὶ ἐναποτέθηκε µὲ τιµὲς στὸ ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου καὶ τὸ ἑπόµενο ἔτος στὸν Ναὸ τῆς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν µέσα σὲ µεγαλοπρεπῆ τύµβο. Στὶς 10-4-1921 αὐτὸς ὁ νέος Ἱεροµάρτυρας τῆς πίστης µας, διακηρύχθηκε Ἅγιος ἀπὸ σύνοδο 25 ἀρχιερέων στὴν Ἀθήνα καὶ παραµένει στὴ συνείδηση τοῦ Ὀρθόδοξου Ἑλληνικοῦ λαοῦ φωτεινὸ ἀστέρι αὐτοθυσίας γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν Πατρίδα.



Γιὰ τὴν µαρτυρικὴ µορφὴ καὶ αὐτοθυσία τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´ ἔχουν γραφεῖ πλεῖστα ὅσα. Ἐδῶ, ἁπλὰ καὶ συνοπτικά, ἀναφερόµαστε στὴ σχέση του µὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ζακύνθου. Ὁ κατὰ κόσµον Γεώργιος Ἀγγελόπουλος, φτωχόπαιδο ἀπὸ τὴν Δηµητσάνα σὲ νεαρὴ ἡλικία φτάνει στὴ Μονὴ τῶν Στροφάδων ὅπου κείρεται Μοναχός, λαµβάνοντας τὸ ὄνοµα Γρηγόριος. Ἕνα χρόνο µετὰ τὸν ἀπαγχονισµὸ

ἀνήµερα τοῦ Πάσχα τὸ 1821, τὸν ἐξευτελισµὸ καὶ τὴν µεταφορὰ τοῦ Λειψάνου Του στὴν Ὀδησσό, ὁ Ζακυνθινὸς ἱερωµένος Οἰκονόµος Νικόλαος Κοκκίνης (µετέπειτα Μητροπολίτης Ζακύνθου), ἐφηµέριος τότε τοῦ παλαίφατου Ναοῦ τῆς Ὁδηγήτριας στὸ Τζάντε καὶ φλογερότατος Φιλικός, συνθέτει Ἀκολουθία πρὸς τιµὴν τοῦ νέου Ἱεροµάρτυρα. Τὸ 1871 ὁ λόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ζακύνθου Νικόλαος Κατραµὴς συµµετέχει στὴν Ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν µετακοµιδὴ τοῦ ἱεροῦ Του Λειψάνου στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴν Ὀδησσό. Πρὶν τὴν ἀναχώρηση ὁ Κατραµὴς ἐκφωνεῖ λογύδριο, κατ᾿ ἀπαίτησιν τῶν Ὁµογενῶν. Τὴν ἴδια χρονιά, ἕνα ἄλλο µέλος τῆς Συνοδικῆς ἐκείνης Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν Μετακοµιδή, ὁ Ἀρχιµανδρίτης Ἀβέρκιος Λαµπίρης ἐκδίδει στὴν Ἀθήνα γιὰ λειτουργικὴ χρήση τὴν Ἀκολουθία τοῦ Κοκκίνη του 1822. Ἀξιοσηµείωτο εἶναι, ὅτι ὁ Διονύσιος Σολωµὸς στὸ πολύστιχο ποίηµά του «Ὕµνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν»

ἀποτυπώνει µὲ τὴν ἀπαράµιλλη δύναµη τοῦ λόγου του, τὴν κοινή του Γένους

πεποίθηση γιὰ τὴν συµβολικὴ ἀξία τοῦ µαρτυρικοῦ τέλους τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου: «..

Κειες τὲς δάφνες ποὺ ἐσκορπίστε τώρα πλέον δὲν τὲς πατεῖ, καὶ τὸ χέρι ὅπου ἐφιλῆστε

πλέον, ἅ! πλέον δὲν εὐλογεῖ. Ὅλοι κλαῦστε. Ἀποθαµένος ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς


κλαῦστε, κλαῦστε κρεµασµένος ὡσὰν νἄτανε φονιάς. Ἔχει ὀλάνοικτο τὸ στόµα π᾿ ὧρες πρῶτα εἶχε γευθῆ τ᾿ Ἅγιον Αἷµα, τ᾿ Ἅγιον Σῶµα λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ εἰς ὁποῖον δὲν πολεµήση καὶ ἠµπορεῖ νὰ πολεµῇ. ... ». [στροφὲς 134-139].






Ὁ Ἅγιος Χρύσανθος ὁ Ξενοφωντινός



Ὁ Νεοµάρτυρας αὐτὸς µαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη του στὶς 10 Ἀπριλίου 1821, κατὰ τὴν ἡµέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, διὰ ξίφους. Ἦταν γέρων στὴν ἡλικία, καὶ ὁ τόπος τοῦ µαρτυρίου του ἡ Κωνσταντινούπολη.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 11



     Ὁ Ἅγιος Ἀντίπας ἐπίσκοπος Περγάµου

     Οἱ Ὁσίες Τρυφαίνη καί Ματρώνα

     Ὁ Ὅσιος Φαρµούθιος

     Ὁ Ὅσιος Γεώργιος κτήτορας τῆς Ἱ. Μονῆς Χρυσοστόµου τῆς Κύπρου

     Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος







Ὁ Ἅγιος Ἀντίπας ἐπίσκοπος Περγάµου



Ἦταν ἐπίσκοπος Περγάµου τῆς Μ. Ἀσίας καὶ κυβέρνησε τὴν ἐκεῖ Ἐκκλησία µὲ πολὺ ζῆλο καὶ ἀγάπη Χριστοῦ. Ἀξίζει, ἐδῶ, νὰ ἀναφέρουµε ὅτι τὸ ἔργο τοῦ Ἀντίπα στὴν Πέργαµο ἦταν πολὺ δύσκολο. Διότι ἡ πόλη αὐτὴ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ µεγαλύτερα κέντρα εἴδωλο-λατρείας. Θρόνο τοῦ σατανᾶ τὴν ὀνοµάζει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψη. Ἀλλὰ ὁ µαχητὴς ἐπίσκοπος προχώρησε τὸ δρόµο του µὲ ἐπιµονή, ὑποµονὴ καὶ µὲ τὴν θεία χάρη ἐµφύτευσε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ σὲ πολλὲς καρδιὲς ἀνθρώπων. Ἡ πορεία αὐτὴ τοῦ Ἀντίπα προκάλεσε ὀργὴ στοὺς εἰδωλολάτρες τῆς Περγάµου. Ὅταν, λοιπόν, ὁ Δοµιτιανὸς κίνησε διωγµὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, φέρνουν τὸν Ἀντίπα µπροστὰ στὸν τότε διοικητή. Καὶ ὅλοι µαζί, φιλόσοφοι καὶ Ἱερεῖς τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας, προσπάθησαν µὲ διάφορα φιλοσοφικὰ ἐπιχειρήµατα νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ὁ Ἀντίπας µε τὴν θεία φώτιση ἀντέταξε τόσο ἰσχυρὰ ἐπιχειρήµατα, ποὺ κυριολεκτικὰ τοὺς κατατρόπωσε. Τότε διατάχθηκε ὁ θάνατός του, µέσα σὲ πυρωµένο χάλκινο βόδι, ὅπου οἱ γέρικες σάρκες τοῦ Ἀντίπα ἔλιωσαν, ἀλλὰ ἡ ψυχή του

µετέβη δίπλα στὸ θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Μάλιστα, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στὴν Ἀποκάλυψη ἀναφέρεται στὸν Ἀντίπα µὲ τὴ φράση: «Ἀντίπας ὁ µάρτυς µου ὁ πιστός».






Οἱ Ὁσίες Τρυφαίνη καί Ματρώνα



Στοὺς Συναξαριστὲς ἀναφέρεται µόνο ἡ µνήµη τῆς Τρυφαίνης τῆς ἐν Κυζίκῳ. Στὸν Λαυριωτικὸ ὅµως κώδικα 170 µνηµονεύονται καὶ οἱ δυό. Αὐτὲς ἦταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύζικο καὶ ἀπὸ µικρὲς ἐπιθύµησαν τὴν ἀσκητικὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς. Ἔτσι ἀφοῦ σὲ µεγάλο βαθµὸ σκληραγώγησαν τὴν σάρκα καὶ τὸ πνεῦµα τους, ἀπόκτησαν µεγάλες ἀρετὲς καὶ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.






Ὁ Ὅσιος Φαρµούθιος



Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ὅσιος Γεώργιος κτήτορας τῆς Ἱ. Μονῆς Χρυσοστόµου τῆς Κύπρου



Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὑπῆρξε ὁ κτήτορας καὶ ὁ πρῶτος ἡγούµενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς

Χρυσοστόµου στὴν Κύπρο, ποὺ κτίστηκε τὸ 1091 (Παρισινὸς Κώδικας 402 Coislin).






Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος



Ἀρχιµ. Ἱ. Μονῆς «Μεταµορφώσεως τοῦ Σωτῆρος» (Ῥῶσος, + 1576).


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 12



     Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁµολογητὴς ἐπίσκοπος Παρίου

    Μεταφορὰ τῆς Τιµίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου

     Οἱ Ἅγιοι Δήµης καὶ Πρωτίων

     Ὁ Ἅγιος Ἀρτέµων Ἱεροµάρτυρας

     Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα θυγατέρα Κων/νου τοῦ Κοπρωνύµου

     Οἱ Ἅγιοι Μηνᾶς, Δαβὶδ καὶ Ἰωάννης Ἀββᾶδες καὶ Ὁσιοµάρτυρες

     Ὁ Ἅγιος Σέργιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

     Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ ἔγκλειστος ποὺ ἀσκήτευσε στὴν Κύπρο

     Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος, ὁ Καυσοκαλυβίτης







Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁµολογητὴς ἐπίσκοπος Παρίου



Ἀπτόητος πρόµαχος τῆς τιµητικῆς προσκύνησης τῶν εἰκόνων ὁ Βασίλειος, ἀποδοκίµασε

µὲ ὅλες του τὶς δυνάµεις τοὺς ἐπιζήµιους - γιὰ τὴν Ἐκκλησία - εἰκονοµάχους

αὐτοκράτορες. Ἡ µεγάλη θεολογική του κατάρτιση σὲ συνδυασµὸ µὲ τὴν ἐνάρετη ζωή

του τὸν ἀνέδειξαν ἐπίσκοπο τῆς πόλης Παρίου στὶς ἀκτὲς τῆς Προποντίδας. Ἡ στάση

του ὅµως αὐτὴ ἔναντι τῶν εἰκονοµάχων αὐτοκρατόρων ἔγινε αἰτία νὰ διωχθεῖ σκληρά.

Ὑπέστη πολλὰ δεινὰ καὶ πέρασε «ἐν λιµῷ καὶ δίψει, ἐν νηστείαις πολλάκις, ἐν ψύχει καὶ

γυµνότητι», δηλαδή, µὲ πείνα καὶ δίψα, µὲ νηστεῖες πολλὲς φορές, µὲ κρύο καὶ

γυµνότητα. Ἀλλὰ ὁ Βασίλειος, ὅπου καὶ ἂν τὸν ἐξόριζαν οἱ αὐτοκράτορες, ποτὲ δὲν

ἔχανε τὴν εὐκαιρία νὰ ὑπερασπίζει τὴν Ὀρθοδοξία. Τέλος, τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ δεῖ τὸ

θρίαµβο τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ συγχρόνως τὸ ναυάγιο τῆς εἰκονοµαχίας. Ὅταν ἐπέστρεψε

στὴν ἐπισκοπή του, τὸν ὑποδέχθηκαν µὲ µεγάλες τιµὲς καὶ ἐκεῖ παρέδωσε εἰρηνικὰ τὸ

πνεῦµα του στὸν Κύριο.






Μεταφορὰ τῆς Τιµίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου



Ἡ µετακόµιση ἔγινε ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ Ζήλα (στὴν Καππαδοκία) στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ ἔτος 942, ὅταν βασιλεῖς ἦταν οἱ Κωνσταντῖνος καὶ Ῥωµανὸς οἱ Προφυρογέννητοι. Κατόπιν ἐναποτέθηκε στὴν ἁγία σορὸ τῶν Χαλκοπρατείων στὶς 12

Ἀπριλίου.






Οἱ Ἅγιοι Δήµης καὶ Πρωτίων



Στοὺς συναξαριστὲς ἡ µνήµη τους ἀναφέρεται χωρὶς ὑπόµνηµα. Στὸ Λαυριωτικὸ ὅµως

Κώδικα 70 ἡ µνήµη τους ἀναφέρεται στὶς 19 Μαρτίου, καὶ ὑπάρχουν κάποια βιογραφικὰ


στοιχεῖα, ὄχι ὅµως ὁλοκληρωµένα. Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ λοιπόν, ὑπῆρξαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαξιµιανοῦ (286-305) καὶ παρουσιάστηκαν αὐθόρµητα στὸν ἡγεµόνα τῆς χώρας τους καὶ ὁµολόγησαν µὲ θάῤῥος τὸν Χριστό. Ὁ ἡγεµόνας τότε τοὺς γύµνωσε καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδεσε µὲ ἁλυσίδες, τοὺς µαστίγωσε ἀνελέητα µὲ µαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν καὶ τοὺς χτύπησε µὲ ἀκανθωτὰ ῥαβδιὰ τόσο, ποὺ πετάχτηκαν τὰ σπλάχνα τους ἀπὸ

τὴν κοιλιά. Ἔτσι µισοπεθαµένους τους ἔριξε γιὰ 30 µέρες µέσα στὴ φυλακή, χωρὶς νερὸ καὶ ψωµί. Ἀλλὰ ἄγγελος Κυρίου τοὺς ἐπισκέφθηκε, ἴασε τὶς πληγές τους καὶ τοὺς ἔδωσε

µπόλικο νερὸ καὶ φαγητό. Ὅταν ὁ ἡγεµόνας τοὺς κάλεσε µπροστά του καὶ τοὺς εἶδε ὑγιεῖς, ἀντὶ νὰ συνέλθει ἀπὸ τὸ θαῦµα, ῥώτησε τοὺς µάρτυρες µὲ ὀργὴ ἂν ἐπιµένουν στὴ χριστιανική τους πίστη. Αὐτοὶ µὲ µία φωνὴ ἀπάντησαν: «Χριστιανοί ἐσµεν». Τότε αὐτὸς διέταξε καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.






Ὁ Ἅγιος Ἀρτέµων Ἱεροµάρτυρας



Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα θυγατέρα Κων/νου τοῦ Κοπρωνύµου



Ἦταν θυγατέρα τοῦ βασιλιᾶ Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύµου. Γεννήθηκε µέσα στὴν ἀνακτορικὴ δόξα καὶ λαµπρότητα, ἀλλ΄ αὐτὴ ζήτησε ἀλλοῦ τὴν εὐχαρίστηση καὶ παρηγοριὰ τῆς ψυχῆς της. Μάταια ὁ βασιλιὰς πατέρας της (741-775) θέλησε νὰ τὴν παντρέψει µὲ νέο ποὺ εἶχε ὅλα τὰ πλεονεκτήµατα τοῦ γένους, τοῦ κάλλους καὶ τοῦ πλούτου. Αὐτὴ ἔφερε στὴν καρδιά της βαθειὰ τὴν θλίψη, ὅτι ὁ πατέρας της ἦταν ἐχθρὸς τῶν εἰκόνων καὶ δὲν ἤθελε σύζυγο ποὺ εἶχε τὰ ἴδια φρονήµατα µ΄ αὐτόν. Παρέµεινε λοιπὸν ἄγαµη καὶ χρησιµοποιοῦσε τὸν καιρό της σὲ ἔργα ἐλέους καὶ φιλανθρωπίας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα της, µοίρασε τὰ ὑπάρχοντά της σὲ φτωχούς,

φιλανθρωπικὰ ἱδρύµατα καὶ ναούς. Ἡ ἴδια ἔγινε µοναχὴ ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ταράσιο.

Στὸ µοναστήρι ἡ ζωή της ἦταν ἀσκητική, γεµάτη ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγάπη. Σὲ ἡλικία

52 ἐτῶν ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσµο αὐτό, σ΄ ὅλα ἄξια τοῦ ἀµάραντου στεφάνου τῆς αἰώνιας

βασιλείας, ἡ παρθένος ἡ σεµνή, ποὺ καταφρόνησε τὶς ψεύτικες λάµψεις καὶ τὶς

ἀπατηλὲς τιµὲς τῶν πρόσκαιρων βασιλειῶν τῆς γῆς.






Οἱ Ἅγιοι Μηνᾶς, Δαβὶδ καὶ Ἰωάννης Ἀββᾶδες καὶ Ὁσιοµάρτυρες



Μαρτύρησαν ἀφοῦ ἐκτελέστηκαν τοξευόµενοι.






Ὁ Ἅγιος Σέργιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως



Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Γεδεὼν στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο σελ. 91 καὶ τὸ ἔχει


πάρει ἀπὸ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο (τοῦ Ἁγιοταφίτικου µετοχίου 426), ὅπου καὶ µόνο ἐκεῖ σηµειώνεται. Ὅπως φαίνεται, γινόταν τὸ µνηµόσυνό του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ συγκεκριµένα στὴ Μονὴ τοῦ Μανουήλ, τῆς ὁποίας ἔκανε ἡγούµενος, διότι πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστὲς ἡ µνήµη του. Ὁ Σέργιος λοιπόν, καταγόταν ἀπὸ ἐπίσηµη οἰκογένεια. Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Πατριάρχη Φωτίου, ἐνάρετος καὶ πολὺ

µορφωµένος. Τὸ 999 καὶ σὲ ἡλικία σχετικῶς µεγάλη, κλήθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Βασίλειο τὸν Β΄ (976-1025) στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, σὲ διαδοχὴ τοῦ Σισινίου τοῦ Β΄. Κυβέρνησε τὸν πατριαρχικὸ θρόνο θεοφιλῶς γιὰ 20 χρόνια καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ

1019.






Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ ἔγκλειστος ποὺ ἀσκήτευσε στὴν Κύπρο



Ἀπὸ τοὺς Συναξαριστὲς ἀγνοεῖται ἡ µνήµη του. Αὐτὸς ἦταν Κύπριος, ποὺ γεννήθηκε στὰ Λεύκαρα (ἐπαρχία Ἀµαθοῦντος) τὸ 1134. Λόγω τοῦ µεγάλου ἀσκητικοῦ του ἀγῶνα, ἀναδείχτηκε ἕνας ἀπὸ τοὺς µεγαλύτερους ἀσκητὲς τῆς Κύπρου. Ἔκτισε τὴν διάσηµη Ἐγκλείστρα, ποὺ σῴζεται µέχρι σήµερα, ὅπου πέρασε ὅλη του τὴν ζωὴ µὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ µελέτη. Ἐπίσης ἀναδείχτηκε γλαφυρὸς συγγραφέας καὶ πέθανε εἰρηνικά. Τὸν ἔθαψαν µέσα στὴ σπηλιὰ τῆς Ἐγκλείστρας. (Ἡ µνήµη του περιττῶς ἐπαναλαµβάνεται, ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές, ὡς µάρτυρας καὶ τὴν 28η Σεπτεµβρίου).






Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Νέος, ὁ Καυσοκαλυβίτης



Ὁ Ὅσιος αὐτὸς γεννήθηκε στὸ χωριὸ Γόλιτσα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου (Ἀγράφων) στὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνα. Προσῆλθε πρῶτα στὴ µονὴ τῆς Σουρβίας (κοντὰ στὴ Μακρινίτσα Βόλου), ὅπου ἐκάρη µοναχός, µετονοµασθεὶς σὲ Ἀκάκιο ἀπὸ Ἀναστάσιο ποὺ ἦταν τὸ κοσµικό του ὄνοµα. Ἀσκήτευσε στὴ σκήτη τοῦ Καυσοκαλυβίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπως ἀναφέρεται στὴ βιογραφία του, ποὺ συνέγραψε ὁ µαθητής του παπα-Ἰωνᾶς. Διέπρεψε στὶς ἀρετὲς καὶ ἔγινε σύµβουλος καὶ διδάσκαλος πολλῶν µαρτύρων τῆς πίστης µας. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὶς 12 Ἀπριλίου 1730.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 13



     Ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος Πάπας Ῥώµης

     Μνήµη Δύο Ἁγίων Δυτικῶν Ἐπισκόπων

     Οἱ Ἅγιοι Κυντιλιανός, Μάξιµος καὶ Δάδας

     Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος ὁ Πέρσης

     Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος

     Ὁ Ἅγιος Ζωΐλος ὁ Ῥωµαῖος

     Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ βασίλισσα καὶ Γερόντιος ὁ ὑπηρέτης της

     Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Πελοποννήσιος

     Ἀνάµνηση τῆς ἀνακοµιδῆς καὶ κατάθεσης στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Ἰωάννου Λευκωσίας (1967) τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ νεοµάρτυρα ἁγίου Γεωργίου τοῦ Κυπρίου, ἀπὸ τὴν Ἄκκρα (Πτολεµαΐδας)







Ὁ Ἅγιος Μαρτῖνος Πάπας Ῥώµης



Γεννήθηκε στὴν κεντρικὴ Ἰταλία, στὸ Τόδι τῆς Ὀµβρικῆς. Ἔγινε Πάπας Ῥώµης τὴν ἐποχὴ ποὺ τὴν Ἐκκλησία ταλαιπωροῦσε ἡ αἵρεση τῶν Μονοθελητῶν. Δυστυχῶς, τότε καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε πέσει στὰ δίχτυα αὐτῆς τῆς αἵρεσης, διότι ὁ Πατριάρχης Παῦλος ὁ Β´ ἦταν ὑπέρµαχος τοῦ Μονοθελητισµοῦ, µαζὶ µὲ τὸν αὐτοκράτορα Κώνστα τὸν Β´. Ὁ Πάπας Μαρτῖνος, ὑπέρµαχος τῆς Ὀρθοδοξίας, προσπάθησε µὲ ἐπιστολή του, ἀλλὰ καὶ µὲ εἰδικοὺς ἀπεσταλµένους κληρικούς, νὰ ἐπαναφέρει τὸν Πατριάρχη Παῦλο στὸ ὀρθόδοξο δόγµα. Μάταια, ὅµως. Ὁ Πατριάρχης, ἐπηρεαζόµενος ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα, ἐπέµενε στὸ Μονοθελητισµὸ καὶ ἐξόρισε τοὺς ἀπεσταλµένους τοῦ Μαρτίνου σὲ διάφορα νησιά. Μάλιστα, ὁ Κώνστας ὁ Β´ ἔστειλε καὶ συνέλαβαν µὲ δόλο καὶ τὸν ἴδιο τὸ Μαρτῖνο καὶ ἀφοῦ τὸν ὁδήγησαν αἰχµάλωτο στὴν Κωνσταντινούπολη, κατόπιν τὸν ἐξόρισαν στὴ Χερσώνα. Ἐκεῖ, πέθανε στὶς 16

Σεπτεµβρίου τοῦ 655, ἀφοῦ κυβέρνησε τὴν ἐκκλησία του ἕξι χρόνια. Τὸ σπουδαιότερο,

ὅµως, εἶναι ὅτι ὁ θάνατος τὸν βρῆκε ἀγωνιζόµενο στὶς ἐπάλξεις τῆς Ὀρθοδοξίας,

«ὀρθοτοµοῦντα τὸν λόγον τῆς ἀληθείας». Δηλαδή, νὰ διδάσκει ὀρθά, χωρὶς πλάνη, τὸ

λόγο τῆς ἀλήθειας. (Ἡ µνήµη του, ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές, ἐπαναλαµβάνεται

καὶ στὶς 16 καὶ 20 Σεπτεµβρίου).






Μνήµη Δύο Ἁγίων Δυτικῶν Ἐπισκόπων



Οἱ δυὸ ὁµολογητὲς αὐτοὶ δυτικοὶ ἐπίσκοποι, ἐξορίστηκαν στὴ Χερσώνα µαζὶ µὲ τὸν Ἅγ.

Μαρτῖνο, ὅπου µετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες πέθαναν.


Οἱ Ἅγιοι Κυντιλιανός. Μάξιµος καὶ Δάδας



Ἔζησαν στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ, καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ὀζοβία. Ὅταν ἔγινε ὁ διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, φυλακίστηκαν. Κατόπιν τοὺς κτύπησαν σκληρὰ καὶ τοὺς ἔριξαν πάλι στὴ φυλακή. Ἐκεῖ οἱ εἰδωλολάτρες κατέβαλαν πολλὲς καὶ ποικίλες προσπάθειες, γιὰ νὰ τοὺς παρασύρουν στὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοὶ ὅµως ἔµειναν πιστοὶ µέχρι τέλους καὶ ἀξιώθηκαν τοῦ µαρτυρικοῦ στεφάνου, ἀφοῦ ἀποκεφαλίστηκαν γιὰ τὴν πίστη τους.






Ὁ Ἅγιος Ἐλευθέριος ὁ Πέρσης



Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν χριστιανὸς ἀπὸ τὴν Περσία καὶ πῆγε στὸν ἐπίσκοπο Συµεὼν γιὰ νὰ διδαχθεῖ τελειότερα τὸν λόγο τῆς ἀληθείας. Ὅταν ἐπέστρεφε στὸ σπίτι του, στὸ δρόµο, δίδασκε στοὺς προσερχόµενους σ᾿ αὐτὸν τὰ περὶ τῆς οἰκονοµίας τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι κατόρθωσε νὰ φέρει στὴ Χριστιανικὴ πίστη πολλοὺς ἀπίστους καὶ νὰ τοὺς βαπτίσει. Οἱ πυρολάτρες ὅµως Πέρσες τὸν κατάγγειλαν στὸν βασιλιά, ὁ ὁποῖος τὸν συνέλαβε καὶ ἀφοῦ δὲν µπόρεσε νὰ τὸν µεταπείσει ὁ ἴδιος, τὸν παρέδωσε στοὺς ἀρχιµάγους γιὰ νὰ

τὸν πείσουν αὐτοὶ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἀφοῦ καὶ αὐτοί, κατόπιν πολλῶν βασανιστηρίων, δὲν µπόρεσαν νὰ τὸ κατορθώσουν, τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι πῆρε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.






Ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος



Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Ζωΐλος ὁ Ῥωµαῖος



Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν κρέµασαν ἐπάνω σὲ ξύλο.






Ἡ Ἁγία Θεοδοσία ἡ βασίλισσα καὶ Γερόντιος ὁ ὑπηρέτης της



Ἡ µνήµη τους δὲν φαίνεται πουθενὰ στοὺς Συναξαριστές. Τοὺς συναντᾶµε στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα 70, ὅπου ὑπάρχουν καὶ οἱ ἑξῆς πληροφορίες: ἡ Θεοδοσία ἦταν κόρη τοῦ βασιλιᾶ Ἀδριανοῦ (117-138) καὶ ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ ἔλθει σὲ γάµο κοινωνία, ὅπως ἤθελαν οἱ γονεῖς της, ἐγκατέλειψε τὸ παλάτι µαζὶ µὲ τὸν ὑπηρέτη τῆς Γερόντιο καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πόλη µεταµφιεσµένη σὲ ζητιάνα. Πῆγε στὴν Ἱερουσαλήµ, προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ περιηγήθηκε ὅλα τὰ ἐκεῖ µοναστήρια, ὅπου γνώρισε ὅλες τὶς ἀρετὲς τῶν Ὅσιων. Κατόπιν κλείστηκε σ᾿ ἕνα κελλὶ καὶ ἔκανε αὐστηρὴ ἄσκηση µὲ ἀγρυπνίες, νηστεῖες καὶ προσευχή. Τὸν δὲ ὑπηρέτη της τὸν ἔβαλε σὲ µοναστήρι, ὅπου


ἔγινε µοναχὸς καὶ ἀφοῦ ἔφτασε σὲ µεγάλα ὕψη ἀρετῆς ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἡ δὲ Ἁγία, ἀφοῦ καὶ αὐτὴ ἔφτασε σὲ µεγάλα ὕψη ἀρετῆς, ἀπέκτησε προορατικὸ χάρισµα καὶ προεῖδε τὸ τέλος της. Ἔτσι, φώναξε τὸν ἐκεῖ ἐπίσκοπο, κοινώνησε τῶν ἀχράντων

µυστηρίων καὶ παρέδωσε τὸ πνεῦµα της στὸν Θεό. Τὸ Συναξάρι ὅµως αὐτό, µᾶλλον εἶναι φανταστικὸ καὶ συγχέεται µὲ αὐτὸ τῶν Ἁγίων Γερόντιου καὶ Βασιλείδη τῆς 1ης Ἀπριλίου.






Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Πελοποννήσιος



Βλέπε βιογραφία του τὴν 14η Ἀπριλίου.






Ἀνάµνηση τῆς ἀνακοµιδῆς καὶ κατάθεσης στὸν ἱερὸ ναὸ ἁγίου Ἰωάννου Λευκωσίας (1967) τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ νεοµάρτυρα ἁγίου Γεωργίου τοῦ Κυπρίου, ἀπὸ τὴν Ἄκκρα (Πτολεµαΐδας)


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 14



     Οἱ Ἅγιοι Ἀρίσταρχος, Πούδης καὶ Τρόφιµος Ἀπόστολοι ἀπὸ τοὺς 70

     Ὁ Ἅγιος Ἀρδαλίων ὁ µῖµος

     Ἡ Ἁγία Θωµαΐς

     Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Πελοποννήσιος

     Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος, Ἰωάννης οἱ αὐτάδελφοι καὶ Εὐστάθιος, οἱ ἐν Λιθουανίᾳ

Μάρτυρες (+ 1342)






Οἱ Ἅγιοι Ἀρίσταρχος, Πούδης καὶ Τρόφιµος Ἀπόστολοι ἀπὸ τοὺς 70



Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς ἀπὸ τοὺς ἑβδοµήκοντα Ἀποστόλους καὶ ἀφοσιωµένοι συνεργάτες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Τὸν Ἀρίσταρχο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει στὴν πρὸς Κολασσαεῖς (δ´ 10) ἐπιστολή του σὰν συναιχµάλωτό του στὴ Ῥώµη, καθὼς καὶ στὴν πρὸς Φιλήµονα (στ´ 24) σὰν συνεργάτη του. Γιὰ τὸν Πούδη κάνει λόγο στὴ Β´ πρὸς Τιµόθεον (δ´ 22) ἐπιστολή του, ἀπὸ τὴν ὁποία καταλαβαίνουµε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πούδης ἦταν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ συνεργάστηκαν ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου στὴ Ῥώµη. Τὸν Τρόφιµο ἔφερε στὴν χριστιανικὴ πίστη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν πῆγε στὴν Ἔφεσο. Ἀπὸ τότε, τὸν ἀκολούθησε στὰ Ἱεροσόλυµα, ἀλλὰ καὶ στὴ Ῥώµη, γιὰ νὰ συνεργασθεῖ καὶ νὰ κακοπάθει µαζὶ µὲ τὸ διδάσκαλό του. Στὸν Τρόφιµο ἀναφέρεται ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ Β´ πρὸς Τιµόθεον (δ´ 20) ἐπιστολή του. Στὸ φοβερὸ διωγµὸ τοῦ Νέρωνα καὶ οἱ τρεῖς αὐτοὶ συνεργάτες τοῦ Παύλου ἀξιώθηκαν νὰ µαρτυρήσουν µὲ θάνατο δι᾿ ἀποκεφαλισµοῦ. Κατόρθωσαν, ἔτσι, µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ µὲ τὸν προσωπικό τους ἀγῶνα, νὰ γίνουν «συνεργοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή, συνεργάτες γιὰ τὴν διάδοση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.






Ὁ Ἅγιος Ἀρδαλίων ὁ µῖµος



Μὲ τὴν σηµερινὴ ὁρολογία ἦταν ἠθοποιός, στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (298). Ἐργαζόταν στὰ θέατρα καὶ ἔπαιζε κωµῳδίες καὶ δράµατα. Μία µέρα λοιπὸν τοῦ ἦλθε ἡ ἰδέα, νὰ µιµηθεῖ τὴν ἀντίσταση τῶν χριστιανῶν µπροστὰ στοὺς τυράννους. Κρεµάστηκε ψηλά, ἐπάνω στὴ σκηνή, καὶ δῆθεν ξεσχιζόταν ἐπειδὴ δὲν ἤθελε νὰ προσφέρει θυσία στοὺς θεούς. Ἡ παράσταση ἦταν - σὰ δρᾶµα- τόσο καταπληκτική, ὥστε ὁ λαὸς ἄρχισε

νὰ χειροκροτεῖ θερµὰ τὴν ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἀρδαλίωνα καὶ τὴν γενναιοκαρδία τῶν χριστιανῶν. Τότε ὁ Ἀρδαλίων φώναξε δυνατὰ καὶ εἶπε στὸ λαὸ νὰ σωπάσει, διότι καὶ αὐτὸς ἦταν στ᾿ ἀλήθεια χριστιανός. Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ ὁ ἄρχοντας, τοῦ εἶπε ν᾿ ἀλλάξει γνώµη. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ Ἀρδαλίων ἐπέµενε στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἔριξαν µέσα στὴ φωτιὰ καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.


Ἡ Ἁγία Θωµαΐς



Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της τὴν ἀνέθρεψαν ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Ὅταν ἦλθε σὲ κατάλληλη ἡλικία τὴν πάντρεψαν µὲ κάποιο νέο,

µὲ τὸν ὁποῖο ζοῦσε ἁρµονικὰ καὶ µὲ µεγάλη σωφροσύνη. Ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀπουσία τοῦ ἀνδρός της, ὁ πεθερός της ποὺ συνοικοῦσε µαζί τους, προσπαθοῦσε µὲ κάθε τρόπο νὰ τὴν ἑλκύσει σὲ συνουσία. Μάταια ἡ καλὴ νύφη προσπαθοῦσε νὰ λογικέψει τὸν πόρνο γέροντα. Αὐτὸς ὅµως, ἐπειδὴ δὲν µπόρεσε νὰ καταφέρει τὰ ἄνοµα σχέδια του, καὶ τυφλωµένος ἀπὸ τὸ πάθος, µαχαίρωσε τὴν νύφη του. Ὅταν τὸ ἔµαθε αὐτὸ ὁ ἄρχοντας τῆς Ἀλεξάνδρειας, καταδίκασε τὸν πόρνο γέροντα σὲ θάνατο. Τὸ δὲ λείψανο τῆς Θωµαΐδας, παρέλαβε ὁ ἀββᾶς Δανιήλ, ὁ ἀπὸ τὴν Σκήτη, καὶ τὴν ἔθαψε στὸ κοιµητήριο, ἐπειδὴ ἔδωσε τὸ αἷµα της γιὰ τὴν σωφροσύνη.






Ὁ Ἅγιος Δηµήτριος ὁ Πελοποννήσιος



Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Λιγούδιστα τῆς Ἀρκαδίας καὶ σὲ µικρὴ ἡλικία ἦλθε µαζὶ µὲ τὸν ἀδελφό του στὴν Τρίπολη, ὅπου ἐργαζόταν µαζὶ µὲ κάποιους κτίστες. Ἐπειδὴ ὅµως αὐτοὶ τὸν βασάνιζαν, ἔφυγε ἀπὸ τὴν συντροφιά τους καὶ πῆγε στὸ σπίτι ἑνὸς Τούρκου κουρέα, ὁ ὁποῖος καὶ κατόρθωσε τὸν ἐξισλαµισµό του, ὀνοµάζοντας τὸν Μεχµέτ. Ἀργότερα ὁ Δηµήτριος ἐγκατέλειψε τὴν Τρίπολη, µετάνιωσε γιὰ τὴν ἀποστασία του καὶ ἦλθε στὸ Ἄργος. Ἀπὸ τὸ Ἄργος, γιὰ µεγαλύτερη ἀσφάλεια, πῆγε στὴ Σµύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Μονὴ τοῦ Προδρόµου κοντὰ στὶς Κυδωνιές, ὅπου βρῆκε εὐσεβῆ πνευµατικό, ἐξοµολογήθηκε καὶ ζήτησε τὶς συµβουλές του. Μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ πνευµατικοῦ αὐτοῦ ὁ Δηµήτριος ἦλθε στὴ Χίο, ὅπου ἔµεινε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ κοντὰ σὲ ἄλλο φηµισµένο πνευµατικό, µὲ προσευχὴ καὶ µετάνοια. Προετοιµάσθηκε γιὰ τὸ µαρτύριο καὶ πῆγε στὸ Ἄργος, ὅπου παρέµεινε κρυµµένος καὶ χειραγωγούµενος ἀπὸ τὸν Ἱερέα Ἀντώνιο Σακελάριο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφτασε στὴν Τρίπολη. Παρουσιάστηκε µπροστὰ στὸν Τοῦρκο Διοικητή, δήλωσε ὅτι πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ ὅτι εἶναι ἕτοιµος νὰ χύσει καὶ τὸ

αἷµα του γι᾿ Αὐτόν. Τὰ βασανιστήρια ποὺ ἀκολούθησαν ἦταν φρικτά, ἀλλὰ ὁ Δηµήτριος ἔµεινε ἀµετακίνητος στὴν πίστη του καὶ ἔτσι στὶς 14 Ἀπριλίου 1803 τὸν ἀποκεφάλισαν στὴν Τρίπολη. Τὸ ἱερό του λείψανο διασώθηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς στὸν Ναὸ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγ. Νικολάου Βαρσῶν. Στὴν κεντρικὴ ἀγορὰ τῆς Τρίπολης, µικρὸς ναὸς τιµᾶται στὸ ὄνοµα τοῦ Νεοµάρτυρα αὐτοῦ.






Οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος, Ἰωάννης οἱ αὐτάδελφοι καὶ Εὐστάθιος, οἱ ἐν Λιθουανίᾳ

Μάρτυρες (+ 1342)


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 15



     Ὁ Ἅγιος Κρήσκης

     Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν

     Οἱ Ἁγίες Ἀναστασία καὶ Βασίλισσα

     Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Παυσολύπιος

     Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἱεροµάρτυρας µητροπολίτης Λακεδαιµονίας (1750-1767 ἢ

1764)







Ὁ Ἅγιος Κρήσκης



Ἡ καταγωγή του ἦταν ἀπὸ τὰ Μύρα τῆς Λυκίας. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἡ Ἐκκλησία δεχόταν ἀνελέητα τὰ βέλη τῶν εἰδωλολατρῶν. Τότε ὁ Κρήσκης ἦταν γέροντας, ἀρκετὰ µεγάλος στὴν ἡλικία. Ὅµως, ἡ θερµή του πίστη καὶ ἡ ἀκατανίκητη δίψα γιὰ ὁµολογία Χριστοῦ, ἔδιναν φτερὰ νεότητας στὸ γέρικο κορµί του γιὰ ἀγῶνα. Μία µέρα, καὶ ἐνῷ θυσίαζε µία ὁµάδα εἰδωλολατρῶν, αὐτὸς πῆγε µὲ κατάλληλο τρόπο ἀνάµεσά τους καὶ προσπάθησε, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις µερικῶν, νὰ τοὺς πείσει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστης. Αὐτό, βέβαια, τὸ ἔµαθε ὁ ἔπαρχος καί, ἀφοῦ τὸν κάλεσε, τοῦ εἶπε νὰ µὴ προβαίνει σὲ τέτοιες ἐνέργειες, διότι βάζει σὲ κίνδυνο τὸν ἑαυτό του καὶ εἶναι κρῖµα νὰ ὑποστεῖ

µαρτυρικὸ θάνατο τώρα στὰ γεράµατά του. Ὁ γέροντας Κρήσκης κοίταξε τὸν ἔπαρχο

µὲ ἥσυχο βλέµµα καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Ἡ ἀλήθεια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύεται

ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τοὺς θριάµβους τῆς Ἐκκλησίας. Ἑποµένως, γιὰ µένα τὰ βασανιστήρια

θὰ ἀποτελοῦν ἡδονὴ καὶ τρυφή, διότι οἱ χριστιανοὶ θεωροῦν εὐεργέτηµα νὰ ἀγωνιστοῦν

καὶ νὰ πάθουν γιὰ τὸ Χριστό». Ἀµέσως, τότε, διατάχθηκε νὰ τὸν βασανίσουν καὶ ἔτσι

µαρτυρικὰ παρέδωσε τὴν ψυχὴ τοῦ στὸ Θεό.






Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν



Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Οἱ Ἁγίες Ἀναστασία καὶ Βασίλισσα



Ἦταν καὶ οἱ δυὸ ἀπὸ τὴν Ῥώµη, εὐγενεῖς καὶ πλούσιες (ἐπὶ Νέρωνος 54-68). Καὶ ἦταν ἀπὸ τὶς γυναῖκες ἐκεῖνες, ποὺ µέσα στὴ διαφθορὰ ποὺ κατέκλυζε τὸ λαὸ καὶ τὰ ἀνώτερα στρώµατα τῆς κοσµοκράτειρας πόλης, διατηροῦσαν σεµνὰ ἤθη ἄξια τῶν

µεγάλων χρόνων τῆς ῥωµαϊκῆς ἀκµῆς. Σὲ τέτοιο ἠθικὸ ἔδαφος, βλάστησε ὁ σπόρος τοῦ Εὐαγγελίου. Καὶ οἱ δυὸ δέχτηκαν τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, καὶ µὲ τὴν ἀγαθοεργὴ διανοµὴ τῶν ὑπαρχόντων τους, ἔγιναν παρηγοριὰ καὶ στήριγµα τῶν χριστιανῶν τῆς Ῥώµης. Ὅταν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Πέτρος, ἔπεσαν ἱερὰ σφάγια στὸν πρῶτο διωγµὸ ἐναντίον τῶν


χριστιανῶν ἀπὸ τὸ Νέρωνα, τότε ἡ Ἀναστασία καὶ ἡ Βασίλισσα παρέλαβαν καὶ ἔθαψαν τὰ τίµια λείψανά τους. Μετὰ ἀπὸ λίγο συνελήφθησαν. Κατηγορήθηκαν ὅτι ἀνήκουν σὲ ὁµάδα χριστιανῶν. Ἐκεῖνες, ὄχι µόνο δὲν τὸ ἀρνήθηκαν, ἀλλὰ καὶ δήλωσαν ὅτι καυχῶνται γι᾿ αὐτό, καὶ εὐχήθηκαν, ὅλος ὁ κόσµος νὰ γίνει ἄξιος της ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Ἀπειλὲς καὶ βασανισµοὶ δὲν ἴσχυσαν νὰ µεταβάλουν τὴν γνώµη τους. Καὶ ἐνῷ εἶχαν κόψει τὰ χέρια καὶ τὴν γλῶσσα τους, τὸ φρόνηµά τους παρέµεινε ἀπτωτο. Τελικὰ τὶς ἀποκεφάλισαν καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν τῶν λαµπρότερων µαρτυρικῶν στεφάνων.






Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος ὁ Πρεσβύτερος καὶ Παυσολύπιος



Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ἡ δὲ σύναξή τους τελεῖται στὸ γηροκοµεῖο τοῦ Μελοβίου.






Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Ἱεροµάρτυρας µητροπολίτης Λακεδαιµονίας (1750-1767 ἢ 1764)



Ἦταν λόγιος κληρικὸς καὶ ἡγετικὴ φυσιογνωµία τῆς ἐποχῆς του. Χρηµάτισε προηγουµένως ἀρχιεπίσκοπος Δηµητσάνας (1747-1750), ἀπέκτησε δὲ τεράστιο κῦρος ὄχι

µόνο ἀνάµεσα στοὺς Ἕλληνες τῆς Πελοποννήσου, ἀλλὰ καὶ στοὺς Τούρκους. Τὸ 1762 ἡγήθηκε ἀποστολῆς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πέτυχε τὴν µαταίωση τῆς µετάθεσης τοῦ µετριοπαθοῦς µόρα-Βαλεσὴ Ὀσουµάν, τὸν ὁποῖο οἱ Τοῦρκοι ἀγάδες τῆς Πελοποννήσου προσπαθοῦσαν νὰ διώξουν γιὰ τὰ φιλελληνικά του αἰσθήµατα καὶ γιατί στεκόταν ἐµπόδιο στὶς αὐθαιρεσίες τους. Ἀνέλαβε ἡγετικὸ ῥόλο στὴν ὀργάνωση καὶ στὸν συντονισµὸ τῆς ἐξεγέρσεως τῶν Ἑλλήνων τῆς Πελοποννήσου, ποὺ εἶχε ζητήσει µὲ εἰδικοὺς ἀπεσταλµένους ἡ Μεγάλη Αἰκατερίνη τῆς Ῥωσίας. Συνεργάστηκε

µὲ τοὺς ἀρχιερεῖς τῆς Πελοποννήσου, τοὺς προκρίτους καὶ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς γιὰ τὴν ὀργάνωση τῶν πρώτων πυρήνων τῆς ἐξεγέρσεως. Ἡ προσπάθεια ὅµως αὐτὴ ἀπέτυχε, ὁ δὲ διάδοχος τοῦ Ὀσουµάν, ὁ Χαµζᾶ πασάς, πληροφορήθηκε τὶς προετοιµασίες καὶ τὸν ἀποκεφάλισε στὸν Μυστρὰ τὸ 1767. Ὁ µαρτυρικὸς θάνατός του, ποὺ ἐνέπνευσε τὸ δηµοτικὸ τραγούδι, ὑπῆρξε µεγάλη συµφορὰ καὶ θρηνήθηκε ἀπὸ τὸν λαό.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 16



     Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονία

     Οἱ Ἅγιοι Φῆλιξ ὁ ἐπίσκοπος, Ἰανουάριος ὁ Πρεσβύτερος, Φορτουνάτος (ἢ

Φουρτουνιανός) καὶ Σεπτεµῖνος

     Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἁγίες Χαρίσσα (ἢ Χαρίεσσα), Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα (ἢ

Καλλία), Νουνεχία, Βασίλισσα καὶ Θεοδώρα

     Ἡ Ἁγία Εἰρήνη

    Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Βουρλιώτης

     Ὁ Ὁσιοµάρτυς Χριστοφόρος

     Οἱ Ἅγιοι Ὁµολογητὲς Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα οἱ ἐν Θεσσαλονίκῃ

(+304)

     Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ Πριγκίπισσα






Οἱ Ἁγίες Ἀγάπη, Εἰρήνη καὶ Χιονία



Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς ἀδελφὲς καὶ πνευµατικὰ βλαστάρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης. Οἱ ψυχὲς καὶ τῶν τριῶν παρθένων ἦταν στολισµένες µὲ πολλὰ χριστιανικὰ χαρίσµατα. Στὸ πρόσωπό τους ἔβρισκε πλήρη ἐφαρµογὴ ἡ προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου γιὰ τὶς γυναῖκες: «Μετὰ αἰδοῦς καὶ σωφροσύνης κοσµεῖν ἐαυτούς». Νὰ στολίζουν, δηλαδή, τὸν ἑαυτό τους µὲ συστολὴ καὶ σωφροσύνη. Πράγµατι, οἱ τρεῖς ἀδελφὲς ὄχι µόνο ἔτσι στόλιζαν τὸν ἑαυτό τους, ἀλλὰ καὶ µὲ ὅλα τὰ πνευµατικὰ

µαργαριτάρια ποὺ λέγονται χριστιανικὲς ἀρετές. Ὅταν ἔγινε ὁ διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Μαξιµιανοῦ, οἱ τρεῖς ἀδελφὲς κατέφυγαν σὲ κάποιο ψηλὸ βουνό. Ἡ κρυψώνα τους, ὅµως, ἀνακαλύφθηκε. Συνελήφθησαν καὶ τὶς ἔφεραν µπροστὰ στὸν ἄρχοντα Δουλσήτιο. Αὐτὸς µὲ κάθε τρόπο προσπάθησε νὰ τὶς κάνει νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Αὐτές, µὲ ὄπλα τὶς ἀρετὲς ποὺ εἶχαν, ὁµολογοῦσαν Χριστὸν Ἐσταυρωµένον. Τότε, ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Χιονία πέθαναν, ἀφοῦ τὶς ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἐνῷ ἡ Εἰρήνη βρῆκε

µαρτυρικὸ τέλος, ἀπὸ τὸ βέλος ποὺ τῆς ἔριξε ἕνας στρατιώτης.






Οἱ Ἅγιοι Φῆλιξ ὁ ἐπίσκοπος, Ἰανουάριος ὁ Πρεσβύτερος, Φορτουνάτος (ἢ

Φουρτουνιανός) καὶ Σεπτεµῖνος



Ὅλοι µαρτύρησαν κατὰ τὸν διωγµὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν. Ὁ Φήλιξ ἦταν ἐπίσκοπος σὲ κάποια πόλη τῆς Ἰταλίας καὶ ὁ Ἰανουάριος πρεσβύτερος τῆς ἐπισκοπῆς του καὶ στενὸς συνεργάτης του στὴ διδασκαλία καὶ τὶς κατακτήσεις τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ ἄλλοι δυὸ διακρίνονταν σὰν οἱ πιὸ ἔνθερµοι πιστοί, ἐργαζόµενοι καὶ αὐτοὶ γιὰ τὴν ἐξάπλωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, καὶ χρησιµοποιοῦνταν γιὰ τὴν ἁλιεία ψυχῶν ἀπὸ τὸν εὐσεβῆ καὶ δραστήριο ἐπίσκοπό τους. Ὅµως, ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, ζήτησε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Φήλικα νὰ τοῦ παραδώσει τὰ ἱερὰ βιβλία τῆς ἐπισκοπῆς. Ὁ ἐπίσκοπος ἀρνήθηκε, λέγοντάς του, ὅτι τὰ ἱερὰ βιβλία τῶν χριστιανῶν ἔχουν ὁρισθεῖ νὰ


ὑπηρετοῦν στὴν πνευµατική τους ζωή. Ἀµέσως τότε τὸν φυλάκισαν. Ἐπειδὴ ὅµως καὶ

µὲ τὸ µέσο αὐτὸ δὲν κατόρθωσαν τίποτα, τὸν ἐξόρισαν µαζὶ µὲ τὸν πρεσβύτερο

Ἰανουάριο, τὸν Φορτουνάτο καὶ τὸν Σεπτεµίνο. Μετὰ ἀπὸ ἕνα περιπετειῶδες ταξίδι στὴ

θάλασσα, τοὺς ἔφεραν στὴ Λυκαονία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ἀκολούθησαν νέες

ἀπειλὲς καὶ βάσανα, ἀλλ᾿ ἡ ἀφοσίωση τῶν Ἁγίων πρὸς τὸ Χριστὸ διατηρήθηκε ἡ ἴδια.

Μετὰ ἀπὸ µερικοὺς µῆνες, θανατώθηκαν µὲ ἀποκεφαλισµό. (Ἡ µνήµη τους

ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 30η Αὐγούστου).






Ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἁγίες Χαρίσσα (ἢ Χαρίεσσα), Νίκη, Γαλήνη, Καλλίδα (ἢ

Καλλία), Νουνεχία, Βασίλισσα καὶ Θεοδώρα



Ὁ ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ Ἅγιες αὐτὲς γυναῖκες, ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (249-251), καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Συνελήφθησαν κατὰ τὶς ἡµέρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴν Τροιζηνία τῆς Πελοποννήσου, καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεµόνα τῆς Κορίνθου Βενοῦστο. Οἱ Μάρτυρες ἔµειναν ἀµετακίνητοι στὴν πίστη τους καὶ ὁ ἡγεµόνας διέταξε νὰ ξεσχίσουν τὸν Λεωνίδη καὶ κατόπιν, αὐτὸν µαζὶ µὲ ὅλες τὶς γυναῖκες νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ θάλασσα. Στὸ δρόµο γιὰ τὸ µαρτύριο ὅλες µαζὶ ἔψαλλαν διάφορους ψαλµοὺς καὶ κατόπιν ἀφοῦ ὅλες τὶς ἔδεσαν µὲ πέτρες τὶς ἔριξαν στὴ θάλασσα, µαζὶ µὲ τὸν Λεωνίδη. Ἔτσι ἔλαβαν τὰ ἀµάραντα στεφάνια τοῦ µαρτυρίου,

µία ἡµέρα πρὸ τοῦ Ἁγίου Πάσχα δηλαδὴ τὸ Μεγάλο Σάββατο.






Ἡ Ἁγία Εἰρήνη



Ἡ ἁγία αὐτὴ µαρτύρησε τὸν ἴδιο καιρὸ καὶ στὸν ἴδιο τόπο, ποὺ µαρτύρησαν ὁ Ἅγιος Λεωνίδης καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτὸν Ἅγιες Γυναῖκες. Ἡ Εἰρήνη προσπαθοῦσε γιὰ τὸν φωτισµὸ καὶ ἄλλων γυναικῶν, ἀλλὰ προδόθηκε στὸν ἄρχοντα, συνελήφθη καὶ φυλακίστηκε. Κατόπιν τῆς ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τῆς ἔβγαλαν τὰ δόντια. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ἐπέµενε στὴν πίστη, τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισαν.






Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Βουρλιώτης



Γεννήθηκε στὰ Βοῦρλα τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἐργαζόταν στὴ Σµύρνη σὰν χαλκουργός. Ὅταν ἦταν 18 ἐτῶν καὶ κατὰ τὸ πρῶτο Σάββατο τῶν νηστειῶν, µὲ δόλο ἐξισλαµίστηκε ἀπὸ ἕναν καφεπώλη Τοῦρκο, ποὺ κατόπιν ἐργαζόταν µὲ µισθὸ στὸ µαγαζί του. Κατὰ τὴν ἡµέρα ὅµως τῆς Ἀναστάσεως, ἄκουσε τοὺς συνοµηλίκους του νὰ ψάλλουν µὲ χαρὰ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Ὁ Μιχαήλ, συναισθάνθηκε τότε τὸ ἁµάρτηµα τῆς ἀποστασίας του, ἐγκατέλειψε τὸ καφενεῖο καὶ συνέψαλλε µαζὶ µ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὕµνους τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Τὴν ἑπόµενη, ὅταν ὁδηγήθηκε µπροστὰ στὸν κριτή, τοῦ εἶπε:

«Ὅταν ἕνας γελαστεῖ καὶ δώσει χρυσάφι καὶ πάρει µολύβι, νόµιµο εἶναι νὰ δώσει πίσω τὸ µολύβι καὶ νὰ πάρει τὸ χρυσάφι ποὺ ἔδωσε, διότι ἡ ἀλλαξιὰ δὲν ἔγινε δίκαια καὶ ἐν γνώσει, ἀλλὰ µὲ ἀπάτη καὶ ἀγνωσία. Ἑποµένως, πᾶρε ἐσὺ τὸ µολύβι ποὺ µοῦ ἔδωσες, ἀντὶ χρυσάφι, δηλαδὴ τὴν δική σου θρησκεία καὶ παίρνω ἐγὼ πίσω τὸ χρυσάφι ποὺ σοῦ


ἔδωσα, δηλαδὴ τῶν γονιῶν µου τὴν πίστη». Οἱ κριτὲς θαύµασαν ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ νέου καὶ προσπαθοῦσαν µὲ διάφορες κολακεῖες νὰ µεταστρέψουν τὴν γνώµη του. Ὁ νεοµάρτυρας ὅµως ἐπέµενε καὶ ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Μετὰ δυὸ µέρες τὸν ξαναέβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν ῥώτησαν ἂν καὶ πάλι ἐπιµένει στὴ χριστιανική του πίστη. Ὁ Μιχαὴλ µὲ θάῤῥος ἀπάντησε καταφατικὰ καὶ ἔτσι καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Ἀποκεφαλίστηκε τὸ 1772 καὶ τὸ ἱερό του λείψανο ῥίχτηκε στὴ θάλασσα. Τὸ περισυνέλεξαν ὅµως κάποιοι χριστιανοὶ βαφεῖς καὶ τὸ ἔθαψαν µὲ τιµὲς στὸν Ναὸ τῆς ἁγίας φωτεινῆς στὴ Σµύρνη.






Ὁ Ὁσιοµάρτυς Χριστοφόρος



Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη τῆς Ἀν. Θρᾴκης καὶ κατὰ κόσµον ὀνοµαζόταν Χριστόδουλος. Ὅταν ἦταν νέος µε δόλιο τρόπο ἐξισλαµίστηκε ἀπὸ ἕναν ἐξωµότη Ἀρµένιο. Συναισθάνθηκε ὅµως τὸ σφάλµα του, µετανόησε καὶ ἐξοµολογήθηκε. Σὲ ἡλικία 19 χρονῶν ἦλθε στὴ Μονὴ Διονυσίου, ὅπου γιὰ τέσσερα χρόνια ἔζησε µὲ ὑποταγὴ καὶ κατάνυξη. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ γέροντά του, ἐπέστρεψε στὴν Ἀδριανούπολη, ὅπου µπροστὰ στὸν κριτὴ ἀποκήρυξε τὸν Μωαµεθανισµὸ καὶ ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος τὴν Χριστιανική του πίστη. Ἔτσι στὶς 16 Ἀπριλίου 1818, ἡµέρα Τρίτη Διακαινησίµου καὶ ὥρα 08:00 ἀποκεφαλίστηκε ψάλλοντας τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».






Οἱ Ἅγιοι Ὁµολογητὲς Ἀγάθων, Εὐτυχία, Κασία καὶ Φιλίππα οἱ ἐν Θεσσαλονίκῃ

(+304)



Ὅλοι ὁµολόγησαν εὐθαρσῶς τὴν πίστη τοὺς µπροστὰ στὸν ἀστυνόµο Θεσσαλονίκης τὸ

304 καὶ κλείστηκαν στὴ φυλακή. Ἄλλα στοιχεῖα τους δὲν βρίσκουµε.






Ἡ Ὁσία Θεοδώρα ἡ Πριγκίπισσα



Ῥωσίδα (+ 1378).


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 17



     Ὁ Ἅγιος Συµεὼν ἐπίσκοπος Περσίας καὶ οἱ µαρτυρήσαντες µαζὶ µ᾿ αὐτὸν

Αὐδελᾶς ὁ Πρεσβύτερος, Γοθαζάτ, Φουσίκ καὶ ἄλλοι 1150

     Ὁ Ἅγιος Ἀζὰτ ὁ εὐνοῦχος

     Ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς ὁ Νέος

     Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς Πάπας Ῥώµης

     Ὁ Ἅγιος Μακάριος Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου

     Ὁ Ἅγιος Παΐσιος







Ὁ Ἅγιος Συµεὼν ἐπίσκοπος Περσίας καὶ οἱ µαρτυρήσαντες µαζὶ µ᾿ αὐτὸν Αὐδελᾶς ὁ Πρεσβύτερος, Γοθαζάτ, Φουσίκ καὶ ἄλλοι 1150



Στὴν Περσία ὑπῆρχε χριστιανικὴ κοινότητα, ποὺ οἱ ἄνθρωποί της εἶχαν ἄµεµπτη ζωὴ καὶ µεγάλη αὐταπάρνηση, ἕτοιµοι νὰ θυσιαστοῦν γιὰ τὸ ὄνοµα καὶ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Καρδιὰ αὐτῆς τῆς κοινότητας ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Συµεών, παράδειγµα χριστιανικῆς ζωῆς. Οἱ Πέρσες ἔβλεπαν τοὺς χριστιανοὺς σὰν ἀγκάθι στὸ µάτι τους. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τοὺς διέβαλαν στὸ βασιλιὰ Σαπὼρ τὸν Β´, µὲ τὸ πρόσχηµα ὅτι εἶχαν ἐπαναστατικὲς διαθέσεις. Ἀµέσως ὁ Σαπὼρ διέταξε νὰ φέρουν τὸν ἐπίσκοπο δεµένο

µπροστά του. Ὁ Συµεὼν διαβεβαίωσε τὸ βασιλιὰ ὅτι ἡ χριστιανικὴ θρησκεία κάνει νοµιµόφρονες πολῖτες καὶ ὄχι ἀνόητους ἐπαναστάτες. Ὁ βασιλιάς, ὅµως, ἦταν τόσο προκατειληµµένος ἐναντίον του, ποὺ διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν. Στὴ φυλακὴ ὁ Συµεὼν γνώρισε τὸν Γοθαζάτ, λιποτάκτη χριστιανό, ποὺ ἀλλαξοπίστησε γιὰ νὰ σώσει

τὸ κεφάλι του. Τότε ὁ Συµεών, µὲ κατάλληλο τρόπο, συγκίνησε καὶ πάλι τὴν καρδιὰ τοῦ Γοθαζὰτ γιὰ τὸ Χριστό. Ὅταν τὸ ἔµαθε αὐτὸ ὁ Σαπώρ, ὀργισµένος, ἀποκεφάλισε τὸν Συµεὼν καὶ τὸν Γοθαζάτ, καὶ ἐπιπλέον ἄλλους 1150 χριστιανοὺς ἀπὸ τὴν ἐκεῖ

Ἐκκλησία, µαζὶ µὲ τὸν πρεσβύτερο Αὐδελᾶ. Ἔτσι, ὅλοι ἔδωσαν τοὺς ἑαυτούς τους,

«προσφορὰν καὶ θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὄσµην εὐωδίας». Δηλαδή, προσφορὰ καὶ θυσία στὸ

Θεό, γιὰ νὰ εἶναι µπροστά Του µυρωδιὰ εὐωδιαστή.

Τὴν τελευταία στιγµὴ στὸ στρατόπεδο τῶν µαρτύρων, προστέθηκε καὶ ὁ κουροπαλάτης

τοῦ βασιλιᾶ, ὀνόµατι Φουσίκ. Ἦταν κρυπτοχριστιανὸς καὶ ὅταν εἶδε ἕναν ἀπὸ τοὺς 1150

νὰ δείχνει κάποια ταραχή, πλησίασε καὶ τὸν προέτρεψε νὰ µείνει πιστὸς µέχρι τέλους.

Ὅταν τὸ ἔµαθε αὐτὸ ὁ Σαπώρ, διέταξε νὰ τὸν φονεύσουν µὲ τὸν πιὸ σκληρὸ τρόπο.

Ἔτσι τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἔγδαραν ζωντανό.






Ὁ Ἅγιος Ἀζάτ ὁ εὐνοῦχος



Ἦταν εὐνοῦχος τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Σαβωρίου, πλούσιος καὶ πολὺ ἀγαπητὸς ἀπὸ τὸν βασιλιὰ γιὰ τὴν ἀφοσίωσή του σ᾿ αὐτόν. Ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ ὑπέστη

µαρτυρικὸ θάνατο, µαζὶ µὲ χίλιους ἄλλους µάρτυρες. Ἀλλὰ τόσο µετάνιωσε ὁ βασιλιὰς γιὰ τὸν θάνατο τοῦ πιστοῦ καὶ ἀγαπητοῦ εὐνούχου του, ὥστε διέταξε τὴν παύση τοῦ


διωγµοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν.






Ὁ Ἅγιος Ἀδριανὸς ὁ Νέος



Ἀρνήθηκε καὶ ὁ Ἅγιος αὐτὸς νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ φυλακίστηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Ἐκεῖ ὑποβλήθηκε σὲ πολλὲς στερήσεις καὶ βασανισµούς, γιὰ νὰ δαµάσουν τὸ φρόνηµά του. Ὅταν νόµισαν ὅτι ἡ σταθερότητά του θὰ εἶχε πλέον πέσει, τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τὸν διέταξαν νὰ προσφέρει θυσία στοὺς θεοὺς τῶν εἰδώλων. Ὁ Ἀδριανὸς ὄχι µόνο δὲ δέχτηκε, ἀλλ᾿ ἀντίθετα, ἐξοργισµένος µπροστὰ στὴν ἐπιµονὴ τοῦ ἄρχοντα εἰδωλολάτρη, καὶ στὶς βρισιές, ποὺ ἐξεστόµιζε κατὰ τοῦ Χριστοῦ, καθὼς ἦταν κοντὰ στὸ βωµό, ἔτρεξε καὶ τὸν γκρέµισε

µαζὶ µὲ τὴν φωτιὰ καὶ τὰ σφάγια ποὺ εἶχε πάνω του. Ἔκπληκτος ὁ ἄρχοντας µπροστὰ στὴν ἐνέργεια τοῦ Ἀδριανοῦ, ἔδωσε σύνθηµα ἄγριας ἐπίθεσης κατὰ τοῦ Ἁγίου. Κτυπήµατα ἀλλεπάλληλα µὲ σιδερόβεργες καὶ πέτρες, ὁπουδήποτε τὸν ἔβρισκαν, τὸν ἔκαναν αἱµόφυρτο. Τὸ πρόσωπο καὶ τὸ κεφάλι του γέµισαν πληγές. Ἀλλ᾿ ἡ λύσσα τῶν εἰδωλολατρῶν δὲν εἶχε κορεσθεῖ. Ἀφοῦ ἄναψαν καµίνι τὸν ἔριξαν στὶς φλόγες του, ὅπου καὶ βρῆκε ὁ µάρτυρας ὁ ἀτρόµητος τὸ µαρτυρικὸ τέλος.






Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητὸς Πάπας Ῥώµης



Ὑπῆρξε 58ος στὴ σειρὰ τῶν Παπῶν τῆς Ῥώµης καὶ κλήθηκε στὸν ποντιφικὸ θρόνο τὸ

535 µ.Χ. Ἦταν ἀσκητικὸς τύπος καὶ ἄνθρωπος µεγάλης ἀρετῆς. Γιὰ τὴν αἵρεση τῶν

µονοφυσιτῶν πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καθήρεσε τὸν Πατριάρχη Ἄνθιµο Α´

ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα, γιὰ τὰ ὄχι καλὰ φρονήµατά του, καὶ µὲ σύνοδο ὑπὸ τὴν προεδρία

του ἀνέδειξε Πατριάρχη τὸν Πρεσβύτερο Μηνᾶ, κληρικὸ εὐσεβέστατο καὶ Ὀρθόδοξο.

Στὴν Κωνσταντινούπολη ἔτυχε µεγάλης ὑποδοχῆς ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό,

τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό. Στοὺς Συναξαριστὲς βρίσκουµε καὶ τὶς ἑξῆς διηγήσεις γι᾿ αὐτόν:

Ὅτι κατὰ τὸ ταξίδι του, σ᾿ ἕνα Ἑλληνικὸ λιµάνι βρῆκε κάποιο ἄνθρωπο ἄλαλο ἀπὸ τὴν

γέννησή του καὶ ἀνίκανο νὰ βαδίζει. Τὸ θέαµα ἦταν ἐλεεινὸ καὶ ἡ καρδιὰ τοῦ Πάπα

Ἀγαπητοῦ ἐλέησε τὸν πάσχοντα. Μόνο µὲ τὴν ἁφή του, τοῦ ἀπόδωσε τὴν ὑγεία τῶν

ποδιῶν του, κατόπιν ἔβαλε στὸ στόµα του τὴν θεία Κοινωνία καὶ ἔλυσε καὶ τὰ δεσµὰ

τῆς γλώσσας του. Ἄλλο θαῦµα ἔκανε στὴν Κωνσταντινούπολη, µὲ τὸ νὰ θεραπεύσει

ἕναν τυφλό, ποὺ συνάντησε στὴ Χρυσὴ πύλη. Ὁ Πάπας Ἀγαπητὸς πέθανε τὸ 536 στὴν

Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο µετὰ τὴν ἐνθρόνισή του.






Ὁ Ἅγιος Μακάριος Ἀρχιεπίσκοπος Κορίνθου



Γεννήθηκε στὴν Κόρινθο τὸ 1731 ἀπὸ γονεῖς ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὸ γένος τῶν διάσηµων Νοταράδων. Τὸ ὄνοµα τοῦ πατέρα του ἦταν Γεώργιος (ἢ Γεωργαντᾶς) καὶ τῆς

µητέρας του, Ἀναστασία. Τὸ βαπτιστικό του ὄνοµα ἦταν Μιχαήλ. Τὰ πρῶτα του γράµµατα τὰ ἔµαθε στὴν πατρίδα του, ἀλλὰ εἶχε µεγάλο ζῆλο στὴ µοναχικὴ ζωή. Ἔτσι κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς ἔφυγε γιὰ τὸ Μέγα Σπήλαιο. Ὁ πατέρας του ὅµως τὸν


ἀνακάλυψε καὶ τὸν ὁδήγησε πίσω στὸ σπίτι, ὅπου συνεχῶς µελετοῦσε. Ὅταν κάποιο καιρὸ ἡ Κόρινθος εἶχε ἔλλειψη διδασκάλου, ἀνέλαβε αὐτὸς δωρεὰν τὴν διδασκαλία τῶν νέων. Σὰν δάσκαλος διέπρεψε καὶ ἀγαπήθηκε γιὰ τὴν σεµνότητα τῆς ζωῆς του ἀπὸ

τοὺς Κορινθίους, ποὺ µετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἐπισκόπου τους Παρθενίου (1764) πρότειναν στὸν Πατριάρχη Σαµουὴλ σὰν διάδοχο τοῦ τὸν Μακάριο, λαϊκὸ τότε, καὶ ἔτσι ἀνυψώθηκε στὸ θρόνο τῆς Κορίνθου. Ἀλλ᾿ ὅταν ἄρχισε ὁ Ῥωσσοτουρκικὸς πόλεµος (1768), ὁ Μακάριος, ἀναγκάσθηκε νὰ καταφύγει µὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Ζάκυνθο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ὕδρα, ὅπου ἡσύχαζε σὲ κάποια Μονή. Ὅταν ἠρέµησαν τὰ πράγµατα, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐκλέγει νέο ἐπίσκοπο Κορίνθου, ἴσως διότι ὁ Μακάριος ἐγκατέλειψε τὴν ἐπαρχία του καὶ ἔφυγε. Ἀπὸ τότε περιφερόταν στὰ

µοναχικὰ κέντρα, στὸ Ἅγιον Ὄρος, στὴν Πάτµο καὶ ἀλλοῦ. Τελικὰ καταστάλαξε στὴ Χίο, ὅπου µαζὶ µὲ τὸν Ἀθανάσιο Πάριο (συγγραφέα τῆς βιογραφίας του) καὶ τὸν Ἱεροµόναχο Νικηφόρο Χίου, βρῆκε τὴν ψυχική του γαλήνη. Πέθανε στὶς 17 Ἀπριλίου τοῦ 1805.






Ὁ Ἅγιος Παΐσιος



Τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου (Ῥῶσος). Διὰ Χριστὸν σαλός.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 18



     Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης Μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου

     Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης, ὁ Γότθος

     Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Β´ Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς

    Ὁ Ἅγιος Κοσµᾶς ὁ Ὁµολογητὴς ἐπίσκοπος Χαλκηδόνας

     Ἡ Ὁσία Ἀθανασία ἡ Θαυµατουργός

     Ὁ Ὅσιος Εὐθύµιος ὁ Θαυµατουργὸς καὶ στοὺς ἀσκητὲς φηµισµένος

     Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ὁ Στουδίτης

     Ὁ Ἅγιος Ἱεροµάρτυρας Κύριλλος ὁ ΣΤ´

     Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ῥάπτης ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα

     Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κουλικᾶς

     Ὁ Ἅγιος Εὐθύµιος Καρελιᾶς (Φινλανδός)







Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης Μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου



Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀγαπηµένους µαθητὲς τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου. Ἀπὸ πολὺ µικρὴ ἡλικία, ὁ Ἰωάννης κατάλαβε τὴ µαταιότητα τοῦ κόσµου καὶ ἀγάπησε τὸ Χριστό. Πῆγε κοντὰ στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸ Δεκαπολίτη καὶ ἐκεῖνος τὸν ἔκανε µοναχό, γιὰ νὰ µπορεῖ νὰ ἀγωνίζεται ἀποκλειστικὰ γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα, τόσο πολὺ εἶχε προοδεύσει ὁ Ἰωάννης στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ὑποταγή, ὥστε ὁ πνευµατικός του πατέρας Ἅγιος Γρηγόριος δόξαζε τὸ Θεὸ ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ ἔχει τέτοιο πνευµατικοπαίδι. Ὅταν πέθανε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ Ἰωάννης δὲ θέλησε νὰ µείνει µόνιµα στὸ µέρος ὅπου ἄρχισε τὴν πνευµατική του ζωή. Ἦταν ἀνήσυχο πνεῦµα καὶ ἀναζητοῦσε περισσότερες καὶ βαθύτερες πνευµατικὲς πηγές, γιατί ἔλπιζε στὰ ἴδια τὰ λόγια του Θεοῦ: «Ἐγὼ τῷ διψώντι δώσω ἐκ τῆς πηγῆς τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς δωρεάν». Δηλαδή, λέει ὁ Κύριος, ἐγὼ σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ διψοῦσε στὴν ἐπίγεια ζωή του τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν πνευµατικὴ εὐτυχία, θὰ τοῦ δώσω δωρεὰν ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ νεροῦ τῆς ἁγίας καὶ µακαρίας ζωῆς µου. Ὁ Ἰωάννης περιόδευσε σὲ πολλὲς πόλεις καὶ τόπους, µεταξὺ αὐτῶν στὰ Ἱεροσόλυµα καὶ τὴν Λαύρα τοῦ ὁσίου Χαρίτωνα, ὅπου καὶ ἐκοιµήθη.






Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης, ὁ Γότθος



Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του Οὐαλεντινιανοῦ (364-374) καὶ Οὐάλεντα (364-377) καὶ διέµενε στὴ Γοτθία. Χριστιανὸς ζηλωτὴς ἀπὸ τὴν νεαρή του ἡλικία, ἀπέφευγε τὰ εἰδωλόθυτα καὶ ἀπέτρεπε τοὺς χριστιανοὺς νὰ τὰ τρῶνε. Προσλήφθηκε στὴ στρατιωτικὴ ὑπηρεσία καὶ µὲ τὸ ἦθος του ἔφτασε σὲ ἀνώτατα στρατιωτικὰ ἀξιώµατα. Τοὺς δὲ εἰδωλολάτρες, διὰ τοῦ κηρύγµατός του, ἐπέστρεψε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ τοὺς βάπτιζε. Ἕνεκα αὐτοῦ οἱ συµπολῖτες του τὸν ἔδιωξαν ἀπὸ τὴν χώρα τους. Ἀργότερα, ὅταν κινήθηκε διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τὸν βασιλιὰ τῶν Γότθων Ἀθανάριχο, συνελήφθη


αὐτὸς µαζὶ µὲ ἄλλους χριστιανοὺς καὶ τὸν κρέµασαν µέσα στὸ σπίτι του, πάνω σ᾿ ἕνα δοκάρι καὶ ἐκεῖ τὸν βασάνισαν ἄγρια. Κατόπιν ἔδεσαν στὸν τράχηλό του ἕνα µεγάλο ξύλο καὶ τὸν ἔριξαν στὸν Μουσαῖο ποταµό, ὅπου καὶ πνίγηκε σὲ ἡλικία 38 ἐτῶν.






Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ὁ Β´ Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς



Κατὰ τὸν Σ. Εὐστρατιάδη: Οὗτος κατήγετο κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἐκ Μελιτηνῆς, ἀναγνώστης ὧν τῆς ἐκεῖ ἐκκλησίας καὶ χρηµατίσας διδάσκαλος τοῦ ἐκ Μελιτηνῆς Εὐθυµίου τοῦ µεγάλου, ὡς ἐν τῷ βίῳ τοῦ ἁγίου Εὐθυµίου ἀναγινώσκοµεν (Migne, Ἑλ. Πατρ. 114, 601 Β): «Προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου καὶ τοῦ παιδὸς ἤδη τῶν νηπίων ἀµείβοντος τὴν ἡλικίαν, γραµµάτων διδασκάλοις αὐτὸν ὁ ἐπίσκοπος ἐγχειρίζει· οἱ δὲ ἦσαν Ἀκάκιος καὶ Συνόδιος, εὐγένειᾲ τε καὶ συνέσει καὶ σωφροσύνῃ τῷ τῶν ἀναγνωστῶν χορῷ διαλάµποντες, καὶ τὰς τε θείας γραφᾶς εὖ ἤσκηµενοι καὶ παιδείας ἐρασταὶ τῆς θύραθεν οὐκ ἀµελεῖς ὄντες, οἱ µετὰ πολλοὺς διὰ Χριστὸν ἀγῶνας καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς κατὰ Μελιτηνὴν ἐκκλησίας, ἴδια κατὰ καιρὸν ἑκάτερος αὐτῶν ἐγχειρίζονται· ὧν πολλάκις ἡ Μελιτηνῶν πόλις καὶ εἰσέτι καὶ νῦν ἐντρυφᾷ διηγήµασιν, ἐκκλησιῶν τε ὡς ἀληθῶς προστασία καὶ ψυχῶν κηδεµονία προσήκουσι». Τὰ αὐτὰ λέγει καὶ Κύριλλος ὁ Σκυθοπολίτης ὁ τὸν βίον γράψας Εὐθυµίου τοῦ µεγάλου. Σὺν τῷ χρόνῳ διῆλθεν ὁ Ἀκάκιος τὰς βαθµίδας τῆς Ἱερωσύνης καὶ διὰ τὴν παιδείαν αὐτοῦ καὶ σωφροσύνην ἀνήχθη εἰς τὸν ἐπισκοπικὸν θρόνον τῆς Μελιτηνῆς (Δευτέρας Ἀρµενίας), ἕκτος ἐπίσκοπος κατὰ σειρὰν τῆς Μελιτηνῆς ἀριθµούµενος (Le Quien, Oriens christianus Α., σ.

441-442, ἔκδ. Παρισίων 1740). Ὡς τοιοῦτος ἔλαβε µέρος εἰς τὴν ἐν Ἐφέσῳ τῷ 341 οἰκουµενικὴν σύνοδον καταδικάσας τὸν Νεστόριον, ὑπῆρξεν ἐν τῇ συνόδῳ ὁ σπουδαιότερος κατὰ λόγον καὶ σοφίαν µετὰ τὸν Ἀλεξανδρείας Κύριλλον, µεθ᾿ οὗ συνεδέετο στενώτατα, καὶ πολλάκις ἔλαβε τὸν λόγον, ὡς καταφαίνεται ἐκ τῶν πρακτικῶν τῆς συνόδου· εἶχε δὲ δίκαιον ὁ µέγας Εὐθύµιος νὰ συστήσῃ εἰς τὸν ἐπίσκοπον Πέτρον τῶν Σαρακηνῶν «κατὰ πάντα τρόπον ἀκολουθῆσαι (ἐν τῇ συνάδῳ)

Κυρίλλῳ... καὶ Ἀκακιωτῆς Μελιτηνῆς ἐπισκόπῳ, ὀρθοδόξοις οὖσι καὶ κατὰ τῆς ἀσεβείας ἀγωνιζοµένοις»· ἀµφότεροι ὡς στῦλοι τῆς συνόδου εἶχον µέγα κῦρος καὶ εἰς τούτους κυρίως ὀφείλεται ἡ καταδίκη τοῦ Νεστορίου. Ὁ Ἀκάκιος ὑπῆρξε καὶ θαυµατουργὸς ἐν τῷ βίῳ, πολλὰ δὲ αὐτοῦ θαύµατα διηγοῦνται οἱ χριστιανοὶ τῆς Μελιτηνῆς. Οὕτως

πολλὰ ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως µοχθήσας καὶ ἐν πάσῃ ἀρετῇ διαπρέψας, πρὸς

Κύριον ἐν εἰρήνῃ ἐξεδήµησεν».






Ὁ Ἅγιος Κοσµᾶς ὁ Ὁµολογητὴς ἐπίσκοπος Χαλκηδόνας



Ἀπὸ παιδὶ ποτίστηκε µὲ τὰ νάµατα τῆς εὐσέβειας, καὶ ἀπὸ λαϊκὸς ἀκόµα διακρίθηκε γιὰ τὸ ζῆλο του πρὸς τὶς ἀρχὲς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ µανία τῶν εἰκονοµάχων ἦταν τότε στὴν ἀκµή της, καὶ ἡ Ἐκκλησία βρισκόταν σὲ ἀκατάπαυστο σάλο. Ἀκόµα καὶ µεταξὺ αὐτῆς τῆς Ἱεραρχίας βρισκόταν ἐπίσκοποι, ποὺ ἤθελαν νὰ ἀρέσουν στοὺς διῶκτες τῶν

εἰκόνων αὐτοκράτορες καὶ συµµετεῖχαν καὶ αὐτοὶ στὸν ἀνόητο καὶ ἀνίερο πόλεµο. Ὁ Κοσµᾶς, ἀπὸ τὸν πόθο νὰ συµµετάσχει ἐπισηµότερα καὶ ἀποτελεσµατικότερα στοὺς ὀρθοδόξους ἀγῶνες, δέχτηκε νὰ γίνει ἱερέας, καὶ κατόπιν νὰ ἀνεβεῖ στὸ ἀξίωµα τοῦ ἐπισκόπου Χαλκηδόνας. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ὕψωσε τὴν φωνή του ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ ἔλαµψε µεταξὺ τῶν προµάχων αὐτῶν. Αὐτοκρατορικὲς ἀπειλές, διωγµοί,


φυλακίσεις καὶ ἐξορίες δὲν µπόρεσαν νὰ ἐλαττώσουν τὸ θάῤῥος του, καὶ νὰ τὸν ἐµποδίσουν ἀπὸ τὸν ἀθλητικό του δρόµο. Οἱ ἀγῶνες καὶ τὰ παθήµατά του, τὸν ἀνέδειξαν µεταξὺ τῶν ὁµολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας.






Ἡ Ὁσία Ἀθανασία ἡ Θαυµατουργός



Γεννήθηκε στὴν Αἴγινα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εἶχε µεγάλη κλήση στὰ θεῖα. Παρὰ τὴν θέλησή της παντρεύτηκε καὶ µετὰ λίγες ἡµέρες ἀπὸ τὸν γάµο της ὁ ἄντρας της σκοτώθηκε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, σὲ κάποια ἐπιδροµὴ τους στὸ νησί. Τότε θεώρησε κατάλληλη τὴν εὐκαιρία, ἀφοῦ ἔµεινε χήρα, νὰ ἐκπληρώσει τὸν ἱερὸ πόθο της, τὸν ὁποῖο εἶχε στὴ µοναχικὴ ζωή. Δυστυχῶς ὅµως, ἔφτασε στὸ νησὶ διάταγµα ποὺ ὑποχρέωνε ὅλες τὶς ἄγαµες καὶ τὶς χῆρες νὰ παντρευτοῦν µὲ εἰδωλολάτρες. Ἔτσι ἔκανε δεύτερο γάµο. Ἀλλὰ εὐτυχῶς ἔπεισε τὸν σύζυγό της νὰ καρεῖ µοναχός µε τὸ ὄνοµα Ματθαῖος καὶ αὐτὴ ἀφοῦ διαµοίρασε ὅλη τὴν περιουσία της στοὺς φτωχούς, πῆρε

µερικὲς ἄλλες γυναῖκες καὶ κατέφυγε σὲ κάποιο ἀσκητήριο, ὅπου ἡ ζωή της ἦταν αὐστηρὰ ἀσκητικὴ µὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἀργότερα ἔγινε ἡγουµένη τῆς ἀδελφότητας αὐτῆς, ἀλλὰ ἀναχώρησε ἀπὸ ἐκεῖ σ᾿ ἄλλο πιὸ ἥσυχο τόπο (ἄγνωστο πού), ὅπου ἀγωνιζόταν µὲ τὶς συνασκήτριές της, τρεφόµενη µὲ τὰ ἐργόχειρά της. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆγε στὸ Βυζάντιο, ὅπου ἀσκήθηκε γιὰ ἑπτὰ χρόνια καὶ κατόπιν ἐπέστρεψε στὸν τόπο τῆς ἡσυχίας της, γιὰ νὰ ἀποβιώσει ἐκεῖ εἰρηνικά.






Ὁ Ὅσιος Εὐθύµιος ὁ Θαυµατουργὸς καὶ στοὺς ἀσκητὲς φηµισµένος



Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου καὶ τὰ Μηναῖα. Συναντᾶται στὸν

Συναξαριστὴ Delehaye, ἀλλὰ χωρὶς βιογραφικὰ στοιχεῖα. Στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα 70 φ.

1526, ὑπάρχουν βιογραφικά του στοιχεῖα καὶ τὰ παραθέτουµε ἀκριβῶς.



«Οὗτος ὁ Ὅσιος καὶ θεοφόρος πατὴρ ἡµῶν, ἐκ βρέφους ποθήσας τὴν ἀσκητικὴν ἀγωγὴν καὶ πολλὰ βιασθεὶς παρὰ τῶν γονέων αὐτοῦ τοῦ λαβεῖν γυναῖκα, ἀπεσκίρτησε τῇ

βουλῇ καὶ θελήσει τῶν αὐτοῦ γεννητόρων καὶ ἀπελθῶν κείρεται ἐν µοναστηρίῳ· καὶ πρῶτον, ἐκπαιδεύεται τὴν µικροτέραν διαγωγὴν ἣν κέκτηνται οἱ κατὰ Θεὸν πολιτευόµενοι· τὴν µαγειρείου, τὴν φύλαξιν τοῦ πυλῶνος, καὶ ἁπλῶς πάσας τὰς διακονίας διῆλθεν ἐκδουλεύων πάντας τοὺς ἀδελφοὺς καὶ θερµοδοτῶν αὐτούς. Ὡς δὲ ἔγνωσαν οἱ τῆς µονῆς τὴν ἀρετὴν αὐτοῦ, µὴ δυνάµενοι ὁµοιάσαι τὴν ἐκείνου ἄκραν πολιτείαν, ἐβουλεύσαντο ποιῆσαι ἡγούµενον καὶ προεστώτα καὶ ἄρχειν πάντας· ὁ δὲ τοῦτο γνοὺς καὶ µὴ θέλων τὴν τῶν ἀνθρώπων πρόσκαιρον δόξαν καὶ µαταιότητα τοῦ βίου λάθρα τῆς µονῆς ἔξεισι καί, ἀπελθῶν ἔν τινι ἡσυχαστικῷ τόπῳ τῆς ἐρήµου, κατώκησεν ἐκεῖσε πᾶσαν ἀρετὴν ἐνδειξάµενος καὶ ἄκρον καταστάσεως, ἐξ οὗ καὶ θαυµατουργὸς ὠνοµάσθη διὰ τῶν ἀπείρων θαυµάσιων ὢν ἔνεδειξατο· νεκροὺς ἐγεῖραι οὐκ ἔπαυσατο, τυφλοῖς τὸ βλέπειν ἐχαρίσατο, συγκυπτοῦσαις ἀνόρθωσιν, ξηροχείρων ἴασιν καὶ ἁπλῶς πᾶσαν νόσον καὶ µαλακίαν ἰώµενος· καὶ οὕτως ὁσίως καὶ θεαρέστως ἐν πάσῃ σεµνῇ πολιτείᾳ βιώσας καὶ εἰς βαθὺ γῆρας ἐλάσας πρὸς Κύριον ἐξεδήµησεν».


Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ὁ Στουδίτης



Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ τοῦ Μαυρικίου. Ὁ Νικόδηµος καὶ ὁ Delehaye τὸν ἀγνοοῦν. Κατὰ τὴν 8η Ἰουνίου ὁ Νικόδηµος ἀναφέρει τὴν µνήµη κάποιου ὁσίου Ναυκρατίου, χωρὶς βιογραφικὸ ὑπόµνηµα. Μόνο σὲ ὑποσηµείωση, ἐκφράζει τὴν γνώµη ὅτι εἶναι ὁ ἀδελφὸς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ Γρηγορίου Νύσσης. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Μαυρίκιο µαθαίνουµε, ὅτι ὁ ἐν λόγῳ Ὅσιος, εἶναι ὁ γνωστὸς περιφανὴς µοναχός, ποὺ ὑπέστη πολλοὺς διωγµοὺς καὶ ἐξορίες γιὰ τὴν προσκύνηση τῶν εἰκόνων στὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονοµαχίας. Κατὰ τὴν πατριαρχεία τοῦ Ἱεροῦ Ἰγνατίου, ἔκανε ἡγούµενος τῆς Μονῆς Στουδίου (842). Πέθανε καὶ τάφηκε σὰν Ὁµολογητὴς (847) στὴ Μονὴ Στουδίου, ὅπου γινόταν καὶ ἡ Σύναξή του.






Ὁ Ἅγιος Ἱεροµάρτυρας Κύριλλος ὁ ΣΤ´



Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ ἀπαγχονίστηκε στὴν Ἀδριανούπολη τὸ 1821 (προστάτης δὲ τώρα τοῦ Πυθίου).






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ῥάπτης ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα



Γεννήθηκε στὸ χωριὸ Τέροβο τῶν Ἰωαννίνων ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἐγκαταστάθηκε στὰ Ἰωάννινα καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ ῥάπτη. Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων του πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Πατριάρχου Ἱερεµίου Α´ (1525-1545) καὶ ἐπὶ Σουλτάνου Σουλεϊµὰν Β´ (1520-1560). Ἐπειδὴ ἦταν προικισµένος µὲ σωµατικὲς καὶ ψυχικὲς ἀρετές, κίνησε τὸν φθόνο µερικῶν Τούρκων, ποὺ τὸν πίεζαν νὰ γίνει µουσουλµάνος. Ὁ Ἰωάννης ἀπέῤῥιψε ἀµέσως τὶς δελεαστικὲς προτάσεις τῶν Τούρκων καὶ ὄχι µόνο, ἀλλὰ ἀποφάσισε νὰ µαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό. Δυὸ φορὲς ἀποπειράθηκε νὰ ἐκπληρώσει αὐτήν του τὴν ἐπιθυµία, ἀλλὰ τὸν ἀπέτρεψε ὁ πνευµατικός του. Τὴν τρίτη φορὰ ὅµως, Μ. Παρασκευή, εἶπε πὼς εἶδε σὲ ὅραµα νὰ χορεύει µέσα στὶς φλόγες καὶ ἔτσι πέτυχε

τὴν ποθούµενη εὐλογία τοῦ πνευµατικοῦ του. Ὅταν πῆγε στὸ ἐργαστήριό του, εἶδε νὰ ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι ποὺ τὸν προέτρεπαν νὰ γίνει µουσουλµάνος. Αὐτὴ τὴν φορὰ ὅµως τὸν συκοφαντοῦσαν ὅτι δῆθεν, ὅταν ἦταν στὰ Τρίκαλα, ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὁ νεοµάρτυρας τοὺς ἀπάντησε ὅτι αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτέ, ἀλλὰ καὶ οὔτε πρόκειται νὰ γίνει στὸ µέλλον. Συγχρόνως δὲ µὲ τὰ λόγια του, περιφρόνησε τὴν θρησκεία τοῦ Μωάµεθ. Οἱ Τοῦρκοι θυµωµένοι ὅρµησαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ὁµολόγησε καὶ ἐκεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, βασανίστηκε καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Ἐπειδὴ ὅµως ἐπέµενε στὴν ὁµολογία του, καταδικάστηκε νὰ καεῖ ζωντανός. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατόρθωσε µὲ πολλὰ χρήµατα νὰ ἀναβάλει γιὰ λίγο τὴν ἐκτέλεσή του, ἀλλὰ ὅταν ὁ Ἰωάννης ῥωτήθηκε καὶ πάλι ἂν ἀρνεῖται τὸν Χριστό, ἀπάντησε µὲ θάῤῥος ὅτι ποτὲ δὲν θὰ τὸν ἀρνηθεῖ καὶ ἔψαλε µπροστὰ στοὺς Τούρκους

τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Τελικὰ οἱ Τοῦρκοι ἄναψαν φωτιὰ ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, µέσα στὴν ὁποία µόνος του ἀναπήδησε ὁ Ἰωάννης, ψάλλοντας. Ὁρισµένοι ὅµως Χριστιανοί, γιὰ νὰ ἀπαλλάξουν τὸν νεοµάρτυρα ἀπὸ τοὺς φρικτοὺς πόνους τῆς φωτιᾶς, πλήρωσαν τοὺς δήµιους καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς 18 Ἀπριλίου 1526. Τὰ διασωθέντα λείψανά του ἀγοράστηκαν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς καὶ διαφυλάχθηκαν στὸν Πατριαρχικὸ ναό. Ὁ


νεοµάρτυρας αὐτός, ἔγινε πασίγνωστος γιὰ τὰ θαύµατά του σ᾿ ὁλόκληρο τὸ γένος. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, συνέγραψε ὁ ἐπιφανὴς λόγιος ἱερέας Νικόλαος Μαλαξὸς Πρωτοπαπᾶς Ναυπλίου (+1594).






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κουλικᾶς



Βλέπε βιογραφία του τὴν 8η Ἀπριλίου. Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται καὶ ἐδῶ, διότι πιθανῶς νὰ συγχέεται µ᾿ αὐτὴ τοῦ πιὸ πάνω Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ ῥάπτη.






Ὁ Ἅγιος Εὐθύµιος Καρελιᾶς (Φινλανδός)



Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ. Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 19



     Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱεροσολυµίτης, Ἱεροµάρτυρας

     Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παµφυλίας καὶ οἱ Ἅγιοι Σωκράτης καὶ

Διονύσιος οἱ στρατιῶτες

     Ἡ Ἁγία Φιλίππα µητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου

     Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Ὁµολογητής, ἐπίσκοπος Πισιδίας

     Ὁ Ἅγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

     Ὁ Ὅσιος Συµεὼν ἡγούµενος Ἱ. Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους

     Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ἐσφιγµενίτης

     Ὁ Ἅγιος Διόσκορος

     Ἡ Ἁγία Ἀσινὲθ τοῦ Γκορίτσκυ (Ῥωσίδα)

     Ὁ Ἅγιος Alphege (Ἄγγλοσαξωνας)






Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱεροσολυµίτης, Ἱεροµάρτυρας



Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Ὅταν αὐτὸς κήρυξε διωγµὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀῤῥιανὸς ξεκίνησε νὰ συλλάβει τὸν Παφνούτιο µέσα στὶς ἐρηµιὲς τῆς Αἰγύπτου, ὅπου ζοῦσε. Ἀλλὰ αὐτὸς ἔρχεται καὶ συναντᾷ µόνος του τὸν Ἀῤῥιανό, ποὺ διέταξε νὰ βασανισθεῖ ὁ Παφνούτιος ἐπὶ τόπου. Ξέσχισαν τὶς σάρκες του

µέχρι τοῦ σηµείου νὰ φαίνονται τὰ ἐντόσθιά του. Ὁ Παφνούτιος προσευχήθηκε καί, ἐντελῶς θαυµατουργικά, οἱ πληγές του ἔκλεισαν µὲ ἀποτέλεσµα νὰ πιστέψουν στὸ Χριστὸ οἱ δυὸ στρατιῶτες ποὺ τὸν βασάνισαν. Ὁ Ἀῤῥιανὸς ἀποκεφάλισε τοὺς δυὸ στρατιῶτες, καὶ τὸν Παφνούτιο τὸν ἔριξε στὴ φυλακή. Ἐκεῖ, συνάντησε 40 προκρίτους, ποὺ κατάφερε νὰ τοὺς κάνει χριστιανούς. Τὸ ἔµαθε ὁ Ἀῤῥιανὸς καὶ ὀργισµένος τοὺς ἔκαψε ὅλους ζωντανούς, ἀλλὰ ὁ Παφνούτιος µὲ θαῦµα ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ µάτια του. Καί, ἀφοῦ ἐν τῷ µεταξὺ ἔφερε πολλοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη, παρουσιάζεται

µόνος του στὸν Ἄῤῥιανο, ποὺ διέταξε νὰ τὸν κοµµατιάσουν. Καὶ ἐνῷ ὁ Ἀῤῥιανὸς πῆγε νὰ τὸν δεῖ κοµµατιασµένο νεκρό, τὰ κοµµάτια τοῦ σώµατος ἑνώθηκαν καὶ ὁ Παφνούτιος, ζωντανὸς µπροστά του, τοῦ λέει: «Μὲ γνωρίζεις, Ἀῤῥιανέ; Ὅλα αὐτὰ τὰ περὶ ἐµὲ θαυµάσια, πραγµατοποιεῖ ὁ Κύριός µου Ἰησοῦς Χριστός, διὰ νὰ ἐλεγχθῇ ἡ ἀσέβειά σου, διὰ νὰ ἐννοήσης ὅτι, πολεµῶν πρὸς αὐτόν, λακτίζεις πρὸς κέντρον, διὰ νὰ καταλάβεις ὅτι λατρεύεις κωφὰ καὶ τυφλὰ εἴδωλα κατασκευασµένα ἀπὸ ὕλην ἀναίσθητον». Τὸ θαῦµα ἔγινε ἀφορµὴ νὰ πιστέψει ἕνα ὁλόκληρο τάγµα στρατιωτῶν. Στὴν ἀπελπισία του ὁ Ἀῤῥιανὸς, ἔστειλε τὸν Παφνούτιο στὴ Ῥώµη, ὅπου ἔλαβε σταυρικὸ θάνατο.






Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παµφυλίας καὶ οἱ Ἅγιοι Σωκράτης καὶ

Διονύσιος οἱ στρατιῶτες



Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀντωνίνου (138-161) καὶ ἡγεµόνα Θεοδότου.


Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παµφυλίας καὶ ἦταν πολὺ εὐσεβής. Ἀπὸ τὸ ζῆλο του γιὰ τὴν εὐσέβεια, κατέστρεφε εἴδωλα, ξόανα καὶ εἰδωλολατρικοὺς ναούς. Συνελήφθη ὅµως καὶ ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια. Τὸν ἅπλωσαν σὲ πυρακτωµένη σχάρα καὶ ἔπειτα τὸν ἔδεσαν πίσω ἀπὸ ἄγρια ἄλογα, τὰ ὅποια τὸν ἔσυραν σὲ µεγάλη ἀνώµαλη ἐδαφικὴ ἀπόσταση. Κατόπιν τὸν ἔριξαν µέσα στὸ καµίνι τῆς φωτιᾶς, µαζὶ µὲ δυὸ στρατιῶτες

ποὺ εἶχαν πιστέψει στὸν Χριστό, τὸν Σωκράτη καὶ τὸν Διονύσιο. Στὴ συνέχεια τὸν φυλάκισαν καὶ τελικὰ τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν τρύπησαν µὲ βέλη. Καὶ µετὰ τρεῖς ἡµέρες ἀγωνιωδῶν βασανιστηρίων ἐπάνω στὸ σταυρὸ παρέδωσε τὴν µακαρία ψυχή του.






Ἡ Ἁγία Φιλίππα µητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου



Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ὁ Ὁµολογητής, ἐπίσκοπος Πισιδίας



Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν εἰκονοµάχων καὶ ἦταν ἀπὸ παιδὶ ἀφιερωµένος στὸν Θεό. Λόγω τῆς ὑπερβολικῆς του ἀρετῆς, χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Πισιδίας. Ἐπειδὴ δὲ δὲν δέχτηκε νὰ συµφωνήσει µὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἰκονοµάχους καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὴν προσκύνηση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων, ἐξορίστηκε καὶ ὑπέστη διάφορες κακοπάθειες. Ἔτσι ἀφοῦ πέρασε ὅλη τὴν ζωή του, ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ, παίρνοντας τὸ στεφάνι τῆς ὁµολογίας.






Ὁ Ἅγιος Τρύφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως



Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχη Στεφάνου τοῦ Β´, διάδοχός του ἐκλέχθηκε τὸν Δεκέµβριο τοῦ 928 ὁ µοναχὸς Τρύφων. Ὁ Τρύφωνας µόναζε σὲ κάποια µονὴ τῆς Μικρὸς Ἀσίας καὶ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἁγιότητά του. Ἡ Ἐκκλησία τὸν προτίµησε, γιατί εἶχε µεγάλα ἠθικὰ πλεονεκτήµατα. Ἀλλ᾿ ὁ αὐτοκράτορας Ῥωµανὸς ὁ Λεκαπηνός, τάχθηκε καὶ αὐτὸς ὑπὲρ τῆς ἐκλογῆς του, µὲ κάποια σκοπιµότητα ὅµως. Σκεφτόταν δηλ. ὅτι θὰ τοῦ ἦταν εὔκολο µετὰ ἀπὸ κάποιο χρόνο, νὰ πείσει τὸν Τρύφωνα σὲ παραίτηση, γιὰ νὰ ἀναδείξει ἀντ᾿ αὐτοῦ Πατριάρχη τὸ γιό του Θεοφύλακτο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ βοήθησε τὸν Τρύφωνα στὸ ἔργο του γιὰ τὴν Ἐκκλησία, µὲ πολλὲς ἐλεηµοσύνες καὶ δωρεὲς σὲ µοναστήρια καὶ πτωχοκοµεῖα. Ἀνυπόµονος ὅµως καθὼς ἦταν ὁ Ῥωµανός, τὸ

931 ποὺ ὁ γιός του ἦταν µόλις 15 ἐτῶν, εἶπε στὸν Πατριάρχη νὰ παραιτηθεῖ, γιὰ ν᾿ ἀναλάβει τὸ θρόνο ὁ γιός του. Ὁ Τρύφωνας φυσικὰ δὲν συµφώνησε, διότι τὸ βασιλοπαῖδι ἦταν ἀνήλικο καὶ θὰ δηµιουργοῦσε φοβερὸ σκάνδαλο καὶ κηλῖδα στὴν Ἐκκλησία. Τότε ὁ Ῥωµανὸς ἔβαλε τὸν τότε µητροπολίτη Καισαρείας Θεοφάνη, ποὺ ὁ λαὸς γιὰ τὴν ἀναισχυντία του τὸν φώναζε «χοιρινό», καὶ µὲ δόλιο τρόπο ἀπέσπασε τὴν ὑπογραφὴ τοῦ ἀνυποψίαστου Τρύφωνα σὲ λευκὸ χαρτί. Ἀπὸ πάνω συνέταξαν τὴν παραίτησή του, καὶ ἔτσι κατόρθωσαν νὰ τὸν διώξουν καὶ νὰ βάλουν στὴ θέση τοῦ τὸν

16ετή Θεοφύλακτο, ποὺ ἄφησε ἐπαίσχυντη µνήµη µὲ τὴν σκανδαλώδη διαγωγή του.


Ὁ Ὅσιος Συµεὼν ἡγούµενος Ἱ. Μονῆς Φιλόθεου Ἁγίου Ὄρους



Καταγόταν ἀπὸ τὰ µέρη τῆς Θεσσαλίας καὶ ὑπῆρξε ἡγούµενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φιλόθεου κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα. Ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος πῆγε στὰ µέρη τῆς Ζαγορᾶς, τοῦ Εὐρίπου, τῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς Λάρισας, ὅπου δίδασκε τὸν λαό. Ἔπειτα ἀποσύρθηκε σ᾿ ἕνα ὄρος τῆς Ζαγορᾶς, ποὺ ὀνοµαζόταν Φλαµούριον, ἔκτισε µονὴ στὸ ὄνοµα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ µόνασε ἐκεῖ µὲ µερικοὺς µοναχούς. Ἔπειτα πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ κάποιες ὑποθέσεις καὶ πέθανε ἐκεῖ.






Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Ἐσφιγµενίτης



Πατρίδα του ἡ Θρᾴκη. Ὁ πατέρας του ὀνοµαζόταν Κωνσταντῖνος, ἡ δὲ µητέρα τοῦ Κρυσταλλία. Κατὰ κόσµον ὀνοµαζόταν Ἀθανάσιος. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἐργαζόταν σὲ τούρκικο πλοῖο καὶ ὁ πλοίαρχος τὸν πίεζε νὰ δεχθεῖ τὸν µουσουλµανισµό. Κάποια µέρα ὁ πλοίαρχος αὐτὸς τὸν µαχαίρωσε γιὰ ἐκφοβισµὸ καὶ ὁ µάρτυρας γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τοὺς συνεχεῖς ἐκφοβισµοὺς ἐξισλαµίστηκε. Μετανοηµένος, ἀναχώρησε ἀργότερα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εἰσῆλθε στὴ Μονὴ τοῦ Ἐσφιγµένου, ἀφοῦ ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τὸν ἡγούµενο Εὐθύµιο. Ἐκάρη µοναχὸς καὶ ὀνοµάστηκε Ἀγαθάγγελος. Ἐκεῖ συγχρόνως πῆρε καὶ τὴν ἀπόφαση νὰ µαρτυρήσει γιὰ τὸν Χριστό, γι᾿ αὐτὸ ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ πῆγε στὴ Σµύρνη, ὅπου δηµόσια ἀποκήρυξε τὸν µουσουλµανισµό. Τελικὰ ὁµολογῶντας τὸν Χριστό, ὑπέστη µαρτυρικὸ θάνατο µὲ ἀποκεφαλισµὸ στὶς 19 Ἀπριλίου 1818, ἡµέρα Σάββατο, ὥρα πέµπτη καὶ σὲ ἡλικία 19 χρονῶν. Ὁ λαὸς τῆς Σµύρνης ἀγόρασε τὸ λείψανο τοῦ νεοµάρτυρα καὶ τὸ µετέφερε µὲ τιµὲς στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τὸ λείψανό του ἐνταφιάστηκε στὸν τάφο τοῦ νεοµάρτυρα Δήµου, ποὺ µαρτύρησε στὴ Σµύρνη τὸ 1763. Ἡ ἁγία καὶ θαυµατουργικὴ κάρα τοῦ νεοµάρτυρα Ἀγαθαγγέλου,

καθὼς καὶ τὸ δεξί του χέρι, τὸ δεξί του πόδι καὶ µία πλευρά του, ἀποδόθηκαν τιµῆς ἕνεκεν στὴ Μονὴ Ἐσφιγµένου τὸ 1844, κατόπιν αἰτήσεώς της.






Ὁ Ἅγιος Διόσκορος



Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν Ἱερέας τῶν εἰδώλων στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἀντωνίνου (138-160). Ἦλθε στὴ χριστιανικὴ πίστη διὰ τῶν θαυµάτων Θεοδώρου τοῦ ἐν Πέργῃ τῆς Παµφυλίας καὶ µαρτύρησε διὰ πυρός.






Ἡ Ἁγία Ἀσινὲθ τοῦ Γκορίτσκυ (Ῥωσίδα)



Διὰ Χριστὸν σαλή.


Ὁ Ἅγιος Alphege (Ἄγγλοσαξωνας)



Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 20



     Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Τριχινᾶς

     Οἱ Ἅγιοι Βίκτωρ, Ζωτικός, Ἀκίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστοφόρος,

Ζήνων, Θεωνᾶς καὶ Ἀντωνῖνος

     Ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ὁ Ἀπόστολος

     Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Ἱεροµάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας

     Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Παλαιολαυρίτης

     Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος κτήτωρ Μονῆς Μετεώρου

     Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ συνασκητὴς τοῦ Ὁσ. Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη

     Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ (Πολωνός)







Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Τριχινᾶς



«Τὶς ἀσθενεῖ, καὶ οὐκ ἀσθενῶ;». Ποιός, δηλαδή, ἀσθενεῖ καὶ δὲν ἀσθενῶ, δὲν συµπάσχω καὶ ἐγὼ µαζί του; Αὐτὴ τὴν φράση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, δικαιωµατικὰ θὰ µποροῦσε νὰ τὴν πεῖ καὶ ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Τριχινᾶς. Διότι ἀφιέρωσε ὅλη του τὴν ζωὴ στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἀῤῥώστων. Ὀνοµάστηκε Τριχινᾶς, διότι εἶχε τρίχινα φορέµατα. Ἡ ζωή του ἦταν λιτὴ καὶ µὲ πολλὴ ἐγκράτεια, προκειµένου νὰ δίνει ὅσο γινόταν περισσότερα ἀγαθὰ στοὺς πάσχοντες. Τὴ νύχτα ὁ Θεόδωρος πάντα ἔβρισκε χρόνο γιὰ προσευχὴ καὶ µελέτη. Ζοῦσε µέσα σὲ µία κοινωνία στερηµένων ἀνθρώπων, ποὺ οἱ ἀνάγκες τους ἦταν µεγάλες. (Συναξαριακὲς πηγὲς ἀναφέρουν ὅτι γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ πλουσίους, καὶ ὅτι ἀπὸ πολὺ νέος ἔγινε µοναχὸς στὴ Μονὴ ποὺ ὀνοµάστηκε τοῦ Τριχινᾶ). Γι΄ αὐτὸ παρακινοῦσε πολλοὺς πλουσίους νὰ διαθέτουν ὅσα ἀγαθὰ µποροῦσαν. Πολλοὶ ἀπ΄ αὐτοὺς τοῦ ἔδιναν ἀρκετὰ χρήµατα καὶ εἴδη πρώτης ἀνάγκης, τὰ ὁποῖα ὁ Θεόδωρος διέθετε µὲ πολλὴ διάκριση. Πρῶτα σ΄ ἐκείνους ποὺ εἶχαν περισσότερη ἀνάγκη, ὅπως ὀρφανά, φτωχὲς χῆρες καὶ ἀῤῥώστους οἰκογενειάρχες. Εὐεργετοῦσε µέχρι καὶ τὴν τελευταία ἡµέρα τῆς ζωῆς του. Ἔτσι, ἰσχύει γι᾿ αὐτὸν ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ἐσκόρπισεν, ἔδωκεν τοῖς πένησιν ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ µένει εἰς τὸν αἰῶνα». Μοίρασε, δηλαδή, καὶ ἔδωσε ἄφθονα στοὺς φτωχούς, καὶ ἡ ἀρετή του ἀπὸ τὶς ἀγαθοεργίες µένει γιὰ πάντα.






Οἱ Ἅγιοι Βίκτωρ, Ζωτικός, Ἀκίνδυνος, Καισάριος, Σεβηριανός, Χριστοφόρος,

Ζήνων, Θεωνᾶς καὶ Ἀντωνῖνος



Ὅλοι µαρτύρησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (284-305), καὶ αἰτία τοῦ ἐνδόξου µαρτυρίου τους, ὁ µεγαλοµάρτυς καὶ τροπαιοφόρος Γεώργιος. Καὶ οἱ µὲν Ἅγιοι Βίκτωρ, Ἀκίνδυνος, Ζωτικός, Ζήνων καὶ Σεθηριανός, ὅταν εἶδαν τὸν Ἅγιο Γεώργιο νὰ

µένει ἄθικτος ἐπάνω στὸ βασανιστικὸ ὄργανο τοῦ τροχοῦ, µὲ µία φωνὴ καὶ οἱ πέντε ὁµολόγησαν τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ὁ ἀποκεφαλισµός τους ἦταν ἄµεσος καὶ ἔτσι πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Οἱ δὲ Χριστοφόρος, Θεωνᾶς, Καισάριος καὶ Ἀντωνῖνος


ἦταν δορυφόροι τοῦ βασιλιᾶ. Ὅταν λοιπὸν καὶ αὐτοὶ εἶδαν τὸν Ἅγιο Γεώργιο, διὰ τῆς προσευχῆς, νὰ ἔχει ἀναστήσει κάποιον νεκρὸ Ἕλληνα, πέταξαν τὰ διάσηµα τοῦ ἀξιώµατός τους καὶ µπροστὰ στὸ βασιλιὰ καὶ τὸ πλῆθος, ὁµολόγησαν τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Ἡ φυλάκισή τους ἦταν ἄµεση. Μετὰ µερικὲς ἡµέρες ὁδηγήθηκαν µπροστὰ στὸν Διοκλητιανὸ καὶ ἀφοῦ τοὺς κρέµασαν, τοὺς ξέσχισαν καὶ τοὺς ἔκαιγαν µὲ ἀναµµένες λαµπάδες. Τελικὰ τοὺς ἔριξαν µέσα στὸ καµίνι τῆς φωτιᾶς καὶ ἔτσι πῆραν τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.






Ὁ Ἅγιος Ζακχαῖος ὁ Ἀπόστολος



Ἡ Ἱστορία τοῦ Ζακχαίου βρίσκεται στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο κεφάλαιο ΙΘ ι΄10. Εἶναι ὁ γνωστὸς ἀρχιτελώνης τῆς Ἱεριχοῦς, ποὺ ἀνέβηκε στὴ συκοµουριὰ (ἐπειδὴ δὲν τὸν εὐνοοῦσε τὸ ὕψος του) γιὰ νὰ δεῖ τὸν διερχόµενο Ἰησοῦ. Ὁ Κύριος θαύµασε τὴν πίστη του, διέταξε νὰ κατεβεῖ ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ νὰ µεταβοῦν µαζὶ στὸ σπίτι του, ἀφοῦ συγχώρησε ὅλα τὰ ἁµαρτήµατα ποὺ εἶχε διαπράξει µέχρι ἐκείνη τὴν στιγµή. Λέγεται ὅτι µετὰ τὴν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου, ὁ Ζακχαῖος ἀκολούθησε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ χειροτονήθηκε ἀργότερα Ἐπίσκοπος Καισαρείας.






Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Ἱεροµάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας



Στοὺς Συναξαριστὲς δὲν βρίσκουµε βιογραφικὸ ὑπόµνηµα. Πολὺ λίγες πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του ἔχουµε ἀπὸ ἄλλες πηγές. Ὅτι δηλαδὴ ἀσκήτευσε στὸ ὄρος Σινᾶ, στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα καὶ ἀπὸ τὸ Σινᾶ πῆγε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἔγινε ἀποκρισιάριος τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας. Ὅταν πέθανε ὁ ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας Δόµνος, λαὸς καὶ κλῆρος τὸν ἀνέβασαν στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο Ἀντιοχείας (559). Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστῖνος, µὲ πρόφαση ὅτι δῆθεν κατασπατάλησε τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, τὸν ἐξόρισε τὸ 570 στὰ Ἱεροσόλυµα, ὅπου παρέµεινε µελετῶντας καὶ συγγράφοντας µέχρι

τὸ 593, ὅταν ἐπανῆλθε στὸν θρόνο του, καὶ πέθανε κατὰ τὸ 599. Τώρα ὅσον ἀφορᾶ τὸ τέλος του, ποὺ οἱ Συναξαριστὲς σηµειώνουν µαρτυρικό, ὅτι δηλαδὴ µαρτύρησε διὰ ξίφους, θετικὲς πληροφορίες δὲν ἔχουµε.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Παλαιολαυρίτης



Μέσα στὴν οἰκογένειά του φύλαξε ὅλες τὶς ἀρετές, ποὺ ἡ Ἅγια Γραφὴ παραγγέλει στὰ παιδιά. Τίµησε τὸν πατέρα καὶ τὴν µητέρα του, ὑπάκουσε στὰ θελήµατά τους, ἔδειξε σ΄ αὐτοὺς τὴν µεγαλύτερη τρυφερὴ στοργή, πρόθυµος στὸ νὰ προλαβαίνει τὶς ἐπιθυµίες τους, τύπος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ἀλληλοβοήθειας µεταξὺ τῶν ἄλλων ἀδελφῶν του. Ἀργότερα γύρισε πολλοὺς τόπους, προσπαθῶντας νὰ καταρτίζει τὸν ἑαυτό του πνευµατικότερα καὶ κατατάχθηκε στὸ µοναχικὸ βίο. Καὶ ἐδῶ, τήρησε µὲ ἀκρίβεια τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ σχήµατός του. Κατόπιν ἱερὸς πόθος τὸν ἔφερε στὴν Ἱερουσαλήµ, ὅπου προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους. Τελευταία τὸν δέχτηκε ἡ µονὴ τοῦ ὁσίου Χαρίτωνα, καὶ αὐτὴ εἶδε τοὺς µεγάλους πνευµατικοὺς ἀγῶνες του. Ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ πρὸς


τὸν Κύριο, γεµάτος πίστη καὶ ἐλπίδα, ἀφοῦ χρησιµοποίησε τὴν ζωή του γιὰ τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του.






Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος κτήτωρ Μονῆς Μετεώρου



Γεννήθηκε στὴ Νέα Πάτρα τῆς Πελοποννήσου τὸ 1305 ἀπὸ γονεῖς ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιους. Μικρὸς ἔµεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ παραδόθηκε στὴν ἐπιµέλεια τοῦ θείου του. Ἀλλ΄ ὅταν κατέλαβαν τὴν πατρίδα του οἱ ξένοι, ἀναχώρησε στὴ

Θεσσαλονίκη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου γνώρισε τοὺς διάσηµους τότε ἀσκητὲς Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη τὸν ἡσυχαστή, Ἰσίδωρο τὸν Θεσσαλονικέα, τὸν ὕστερα Οἰκουµενικὸ Πατριάρχη, καὶ ἄλλους ὁσίους ἄνδρες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους διδάχθηκε τὴν ὑψηλὴ ἀσκητικὴ ζωή. Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε καὶ ἄλλους τόπους, κατέφυγε στοὺς Σταγούς. Ἐκεῖ ἐπάνω στὰ πανύψηλα βράχια καὶ συγκεκριµένα ἐπάνω σὲ µία πέτρα τὴν

λεγόµενη Στῦλο, κατοίκησε µὲ δυὸ µαθητές του καὶ ἔκτισε ναό. Τὴν πέτρα ἐκείνη ὀνόµασε Μετέωρο. Ἐπειδὴ ὅµως οἱ προσερχόµενοι γιὰ ἄσκηση πολλαπλασιάθσηκαν, ἵδρυσε κοινόβιο µὲ Ναὸ στὸ ὄνοµα τῆς Μεταµόρφωσης τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ. Ἐκεῖ λοιπὸν πέρασε ἀσκητικὰ τὰ χρόνια του, καὶ ἀφοῦ ἔζησε 78 ἐτῶν, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ

1383.






Ὁ Ὅσιος Ἰωάσαφ συνασκητὴς τοῦ Ὁσ. Ἀθανασίου τοῦ Μετεωρίτη



Γεννήθηκε στὰ µέσα του 14ου αἰῶνα. Πατέρας του ἦταν ὁ δεσπότης τῆς Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας Συµεὼν Οὐρέσης (Σερβικῆς καταγωγῆς, ἀλλὰ ἀπὸ Ἑλληνίδα µητέρα). Μητέρα του ἡ Θωµαΐδα, θυγατέρα τοῦ δεσπότη τῆς Ἠπείρου Ἰωάννη Β΄ τοῦ Παλαιολόγου. Ὁ Ὅσιος κατὰ τὴν βάπτισή του, πῆρε τὸ ὄνοµα Ἰωάννης καὶ εἶχε µεγάλη κλίση στὴ µοναχικὴ ζωή. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του καὶ κλήθηκε νὰ ἀναλάβει τὸν θρόνο ὁ Ἰωάννης σὰν διάδοχός του, αὐτὸς προτίµησε τὸ µοναχικὸ ῥάσο, παρὰ τὴν βασιλικὴ πορφύρα. Ἔτσι παραχώρησε τὸν θρόνο στὸν συγγενῆ του Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνὸ καὶ αὐτὸς ἐκάρη µοναχός µε τὸ ὄνοµα Ἰωάσαφ, στὴ Μονὴ Μετεώρου ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀθανάσιο. Ἡ πνευµατικὴ συνεργασία µεταξὺ τῶν δυὸ ἀνδρῶν ὑπῆρξε ἄριστη καὶ πολὺ οἰκοδοµητική. Λόγω ὅµως βαρβαρικῶν ἐπιδροµῶν στὴν περιοχὴ

ἐκείνη, ὁ Ἰωάσαφ ἔφυγε γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Τὸ 1401 ἐπέστρεψε στὸ Μετέωρο καὶ ἐκεῖ µὲ νηστεία καὶ προσευχὴ τελείωσε τὴν ἐπίγεια ζωή του τὸ 1423.






Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ (Πολωνός)



Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ.

«Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 21



     Ὁ Ἅγιος Ἰανουάριος ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ Πρόκουλος, Σῶσσος καὶ Φαῦστος οἱ

Διάκονοι, Δισιδέριος ὁ Ἀναγνώστης, Ἀκούτιος καὶ Εὐτύχιος

     Ἡ Ἁγία Ἀλεξάνδρα ἡ βασίλισσα καὶ οἱ ἀκόλουθοί της Ἀπολλώς, Ἰσαάκιος καὶ

Κοδρᾶτος

     Ὁ Ἅγιος Μαξιµιανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

     Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης

     Ὁ Ἅγιος Κάρολος µάρτυρας






Ὁ Ἅγιος Ἰανουάριος ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ Πρόκουλος, Σῶσσος καὶ Φαῦστος οἱ

Διάκονοι, Δισιδέριος ὁ Ἀναγνώστης, Ἀκούτιος καὶ Εὐτύχιος



Ἦταν ἐπίσκοπος στὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας, στὰ χρόνια του Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ ὅταν ἔπαρχος στὴν περιοχὴ αὐτὴ ἦταν ὁ Τιµόθεος. Ὁ Ἰανουάριος µαζὶ µὲ µία πολὺ καλὴ ὁµάδα συνεργατῶν-χριστιανῶν, ποὺ τὴν ἀποτελοῦσαν οἱ διάκονοι Πρόκουλος, Σῶσσος, Φαῦστος, ὁ ἀναγνώστης Δησιδέριος, ὁ Ἀκόντιος καὶ ὁ Εὐτύχιος, ἀγωνίζονταν

τὸν ἅγιο ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς καὶ ἔφερναν στὸ Χριστὸ πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Ὅταν ἔγινε ὁ µεγάλος διωγµὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, συνελήφθησαν καὶ ὑπέστησαν φοβερὰ βασανιστήρια. Τὸν Ἰανουάριο ἔριξαν στὴ φωτιὰ γιὰ νὰ καεῖ, ἀλλὰ µὲ τὴν θεία χάρη ἔµεινε ἀβλαβής. Ἀµέσως, τότε, τὸν ὁδήγησαν σὲ ἄλλο τόπο, ὅπου τοῦ ἔκοψαν τὰ νεῦρα καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Στὸ δρόµο γιὰ τὸ µαρτύριο, συνέβη τὸ ἑξῆς περιστατικό: Οἱ πολυάριθµοι χριστιανοὶ τῆς Νεαπόλεως, προσπάθησαν νὰ πάρουν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν στρατιωτῶν τὸν Ἰανουάριο. Ἐκεῖνος, ὅµως, ἀρνήθηκε καὶ τοὺς εἶπε:

«Ἀφῆστε, παιδιά µου, νὰ τελειώσω τὸν καλὸ ἀγῶνα τοῦ µαρτυρίου, καὶ σᾶς ὑπόσχοµαι ὅτι θὰ εἶµαι πάντοτε προστάτης τῆς πόλης σας». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἡ Νεάπολη τὸν ἀνακήρυξε πολιοῦχο της Ἅγιο.






Ἡ Ἁγία Ἀλεξάνδρα ἡ βασίλισσα καὶ οἱ ἀκόλουθοί της Ἀπολλώς, Ἰσαάκιος καὶ

Κοδρᾶτος



Ἡ ἁγία Ἀλεξάνδρα ἦταν σύζυγος τοῦ Βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ. Ἐντελῶς διαφορετικὴ ὅµως ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ ἦταν φίλος τῆς βίας καὶ τοῦ αἵµατος. Αὐτὴ διακρινόταν γιὰ τὴν ἥµερη ψυχική της διάθεση καὶ τὴν εὔσπλαχνη καὶ φιλάνθρωπη ζωή της. Στὸ µεταξὺ µία χριστιανὴ τῆς µετέδωσε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὴν συγκίνησε τόσο, ὥστε µὲ χαρὰ τὸν ἀποδέχτηκε. Ἡ χάρη τοῦ Κυρίου µεγάλωνε µέσα της τὸ φωτισµό, καὶ τὸ θεῖο ἔλεος τὴν ἀξίωσε κατὰ τὸ µαρτύριο τοῦ ἁγίου Γεωργίου, νὰ αἰσθανθεῖ µέσα της τὴν πνοὴ καὶ τὴν ὁρµὴ τῆς πίστης στὸ Χριστό. Τότε παρακάλεσε τὸν αὐτοκράτορα σύζυγό της, νὰ

διατάξει τὴν παύση τῶν διωγµῶν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Καὶ διακήρυξε ὅτι καταγγέλλει µπροστὰ στὸν ἀληθινὸ θεὸ τοὺς διῶκτες τῶν χριστιανῶν, καὶ ὁµολογεῖ καὶ αὐτὴ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὁ αὐτοκράτορας στὴν ἀρχή, νόµισε ὅτι ἡ σύζυγός του ἔπαθε


διανοητικὴ διατάραξη. Ἀλλ᾿ ἐκείνη διαµαρτυρήθηκε καὶ ἐπανέλαβε τὴν ὁµολογία της. Ὁ Διοκλητιανὸς τότε ἐξοργισµένος, διέταξε καὶ τὴν ἔριξαν στὴν πιὸ σκοτεινὴ φυλακή, ὅπου καὶ πέθανε προσευχοµένη. Τὸ παράδειγµά της συγκίνησε καὶ τρεῖς ἀπὸ τοὺς ἀκολούθους της, τὸν Ἀπολλῶ, τὸν Ἰσαάκιο καὶ τὸν Κοδρᾶτο. Ὁµολόγησαν καὶ αὐτοὶ ὅτι εἶναι χριστιανοὶ καὶ τὸν µὲν Κοδρᾶτο ἀποκεφάλισαν, τοὺς δὲ Ἀπολλὼ καὶ Ἰσαάκιο ὑπέβαλαν σὲ θάνατο διὰ πείνας καὶ δίψας.






Ὁ Ἅγιος Μαξιµιανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως



Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Θεοδοσίου Β´ τοῦ µικροῦ (408-450) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν παλιὰ Ῥώµη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔλαµψε µὲ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς του, καθὼς µάλιστα ἦταν εὐφυὴς καὶ πολυµαθής, χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σισίνιο (426-427) Πρεσβύτερος. Ὅταν πέθανε ὁ Σισίνιος, τὸν διαδέχτηκε ὁ αἱρετικὸς Νεστόριος (428-431), κατὰ τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ ὁποίου ἀντέδρασε ἔντονα ὁ ἅγιος Μαξιµιανός. Ἀφοῦ τελικὰ ἐξορίστηκε ὁ Νεστόριος, στὸ θρόνο ἀνῆλθε ὁ ἅγιος Μαξιµιανὸς µὲ τὴν ψῆφο βασιλιὰ καὶ λαοῦ. Ἐπὶ τῆς Πατριαρχίας του στὴν Ἐκκλησία ἐπικράτησε εἰρήνη, χωρὶς σκάνδαλα καὶ αἱρετικὲς ταραχές. Ἔτσι λοιπὸν καλὰ ἀφοῦ ποίµανε τὸ ποίµνιό του γιὰ δυὸ χρόνια καὶ πέντε

µῆνες (431-434), ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ἡ Σύναξή του τελεῖται στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους.






Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης



Ἀπαρνήθηκε τὶς κοσµικὲς ἀπολαύσεις καὶ ἐκάρη µοναχός. Πῆγε στὰ Ἱεροσόλυµα καὶ ἀφοῦ προσκύνησε τοὺς Ἁγίους Τόπους, κατέληξε στὸ Ὄρος Σινᾶ. Ἐκεῖ βρῆκε ἀσκητὲς

µοναχοὺς καὶ ἔµεινε κοντά τους σὰν ὑποτακτικὸς καὶ ὑπηρέτης τους. Ἐπειδὴ εἶχε πολλή ταπεινοφροσύνη, πῆρε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν δωρεὰ τῆς γνώσης καὶ πολλῆς σοφίας,

µὲ τὴν ὁποία συνέγραψε βίους Ἁγίων Πατέρων καὶ συνέθεσε ψυχωφελεῖς λόγους. Ἀφοῦ ἔφτασε σὲ βαθιὰ γεράµατα, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Ὁ Ἅγιος Κάρολος µάρτυρας


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 22



     Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης ἐπίσκοπος Ἀναστασιουπόλεως

     Ὁ Ἅγιος Νέαρχος

     Ὁ Ἅγιος Ναθαναὴλ ὁ Ἀπόστολος

     Ὁ Ἅγιος Βικτωρῖνος µάρτυρας







Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Συκεώτης ἐπίσκοπος Ἀναστασιουπόλεως



Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Συκεὸν τῆς Γαλατίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Ἰουστινιανοῦ. Ἦταν καρπὸς ἁµαρτωλῆς σχέσης, µεταξὺ µίας νεαρῆς, ποὺ ὀνοµαζόταν Μαρία, καὶ ἑνὸς βασιλικοῦ ταχυδρόµου, ὀνόµατι Κοσµᾶ. Ὁ πατέρας του δὲ στάθηκε στὸ ὕψος τοῦ ἀνδρικοῦ χαρακτῆρα, καὶ γρήγορα ἐγκατέλειψε τὴν παραπλανηθεῖσα ἀπ΄ αὐτὸν νεαρή. Ἡ Μαρία, ὅµως, στάθηκε κυρία τοῦ ἑαυτοῦ της. Συναισθάνθηκε τὸ σφάλµα της, καὶ

µετὰ τὴν πρώτη πτώση δὲ συνέχισε νὰ κατηφορίζει στὴν ἁµαρτία. Ἀλλὰ κράτησε στάση σωφροσύνης καὶ ἀφοσιώθηκε µὲ ὅλη της τὴν ψυχὴ στὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ της. Ἔτσι, ὁ Θεόδωρος µεγάλωνε κάτω ἀπὸ τὶς µητρικὲς φροντίδες, «ἀνατρεφόµενος ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου» . Δηλαδή, µὲ παιδαγωγία καὶ νουθεσία, σύµφωνη µὲ τὸ θέληµα τοῦ Κυρίου. Καὶ ὁ Θεὸς ἀντάµειψε τὴν Μαρία γιὰ τὴν ἀνατροφὴ ποὺ ἔδωσε στὸ γιό της καὶ τὴν ἀξίωσε νὰ τὸν δεῖ µεγάλο πνευµατικὸ ἄνδρα. Πράγµατι, ὁ Θεόδωρος ὅταν µεγάλωσε ἔγινε µοναχὸς καὶ ἔπειτα Ἱεροµόναχος. Χάρη στὸ πνευµατικό του

µεγαλεῖο, τὸν ἐξέλεξαν ὁµόφωνα ἐπίσκοπο Ἀναστασιουπόλεως. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή, ὁ Θεόδωρος ἀναδείχθηκε µέγας διδάσκαλος κλήρου καὶ λαοῦ. Συµβούλευε, ἐνθάῤῥυνε καὶ εὐεργετοῦσε τοὺς πάντες. Πολλοὶ ἄρχοντες τοῦ ἔγραφαν καὶ ἔπαιρναν τὶς ὁδηγίες του. Μάλιστα ὁ Θεὸς τοῦ ἔδωσε καὶ τὸ χάρισµα νὰ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα. Ἔζησε ἀληθινὰ σὰν Ἅγιος καὶ εἰρηνικὰ παρέδωσε τὴν δίκαια ψυχή του (613

µ.Χ.).






Ὁ Ἅγιος Νέαρχος



Μαρτύρησε διὰ πυρός. (Εἰκάζεται ὅτι ἦταν φίλος τοῦ Ἁγίου Πολυεύκτου, 9 Ἰανουαρίου).






Ὁ Ἅγιος Ναθαναὴλ ὁ Ἀπόστολος



Ἡ λέξη Ναθαναὴλ σηµαίνει δῶρο Θεοῦ. Πράγµατι, τέτοιος ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἀπόστολος Ναθαναήλ. Ἦταν ἀπὸ τὴν Κανὰ τῆς Γαλιλαῖος, ἑπτὰ µίλια βόρεια τῆς Ναζαρέτ, ὅπου ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε τὸ πρῶτο του θαῦµα τῆς µεταβολῆς τοῦ νεροῦ σὲ κρασί. Ἦταν στενὸς φίλος τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου, ὁ ὁποῖος καὶ τοῦ γνωστοποίησε ὅτι: «ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόµῳ καὶ οἱ προφῆται εὑρήκαµεν Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσήφ,


τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» (Ἰω. α΄ 44-52). Ἔπειτα ὁ Ναθαναὴλ ἔγινε καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς 12

Ἀποστόλους. Τὸ µεγαλύτερο ὅµως ἐγκώµιο γι᾿ αὐτόν, βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ Χριστοῦ,

ποὺ ὅταν τὸν εἶδε νὰ ἔρχεται κοντά Του, εἶπε: «Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης, ἐν ᾧ δόλος οὐκ

ἐστίν». Δηλαδὴ νὰ ἕνας γνήσιος καὶ πραγµατικὸς Ἰσραηλίτης, στὸν ὁποῖο δὲν ὑπάρχει

πονηρία καὶ ἀνειλικρίνεια, ἀλλ΄ ὁ ὁποῖος µὲ εὐθύτητα ποθεῖ νὰ ἀνεύρῃ τὴν ἀλήθεια.

Μετὰ τὴν ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ὁ Ναθαναὴλ ἐξετέλεσε καὶ αὐτὸς µὲ πολὺ ζῆλο τὸ

ἀποστολικό του ἔργο, ὑπὲρ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας.






Ὁ Ἅγιος Βικτωρῖνος µάρτυρας


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 23



     Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Μεγαλοµάρτυρας καὶ Τροπαιοφόρος

     Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος ὁ Στρατηλάτης

     Ὁ Ἅγιος Πρωτολέων ὁ Στρατηλάτης

     Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ ἀπὸ µάγων

     Ὁ Ἅγιος Γλυκέριος ὁ γεωργός

     Ὁ Ἅγιος Οὐαλέριος

     Οἱ Ἅγιοι Δονᾶτος καὶ Θερινός

     Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Κύπριος

     Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Βοσκὸς ἀπὸ τὴν Βουλγαρία

     Ὁ Ἅγιος Γεώργιος τοῦ Σενκούρκ (Ῥῶσος)







Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Μεγαλοµάρτυρας καὶ Τροπαιοφόρος



Ὁ µεγαλοµάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε περίπου τὸ 275 µ.Χ. στὴν Καππαδοκία, ἀπὸ γονεῖς χριστιανούς. Ὁ πατέρας του, µάλιστα, πέθανε µαρτυρικὰ γιὰ τὸ Χριστό. Ὅταν ὁ Γεώργιος ἔγινε 18 χρονῶν, στρατεύθηκε στὸ ῥωµαϊκὸ στρατό. Ἂν καὶ νέος στὴν ἡλικία, διεκπεραίωνε τὶς στρατιωτικές του ὑποχρεώσεις τέλεια. Ὅλοι τὸν θαύµαζαν γιὰ τὸ παράστηµά του. Γι΄ αὐτό, γρήγορα τὸν προήγαγαν σὲ ἀνώτερα ἀξιώµατα καὶ τοῦ ἔδωσαν τὸν τίτλο τοῦ κόµητος. Συνέβη, ὅµως, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὁ Διοκλητιανὸς νὰ κηρύξει λυσσώδη διωγµὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ Γεώργιος ἦταν 28 χρονῶν καὶ χωρὶς δισταγµοὺς ὁµολόγησε τὴν πίστη του, παρὰ τὰ ἀξιώµατα ποὺ τοῦ εἶχαν δώσει. Ὁ Διοκλητιανὸς δὲν τὸ περίµενε καὶ ἔφριξε γιὰ τὴν στάση τοῦ Γεωργίου. Τότε ἄρχισε γιὰ τὸν Ἅγιο µία σειρὰ φρικτῶν βασανιστηρίων, ἀλλὰ καὶ θαυµάτων, ποὺ ἔφεραν πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἀφοῦ τὸν λόγχισαν, ξέσχισαν τὶς σάρκες του µὲ εἰδικὸ τροχὸ ἀπὸ µαχαίρια. Ἔπειτα, τὸν ἔριξαν σὲ λάκκο µὲ βραστὸ ἀσβέστη καὶ κατόπιν τὸν ἀνάγκασαν νὰ βαδίσει µὲ πυρωµένα µεταλλικὰ παπούτσια. Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὁ Θεὸς τὸν κράτησε ζωντανὸ καὶ ἔγινε αἰτία νὰ ἐξευτελιστοῦν τὰ εἴδωλα καὶ οἱ ἐκφραστές τους. Τέλος, τὸν ἀποκεφαλίζουν προσευχόµενο. Κατὰ τὴν Ἐκκλησία µας, ὁ ἔνδοξος αὐτὸς µεγαλοµάρτυρας εἶναι ὁ µαργαρίτης ὁ πολύτιµος, ὁ ἀριστεὺς ὁ θεῖος, ὁ λέων ὁ ἔνδοξος, ὁ ἀστὴρ ὁ πολύφωτος, τοῦ Χριστοῦ ὁπλίτης, τῆς οὐρανίου στρατιᾶς ὁ συνόµιλος. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος εἶναι ἀπὸ τοὺς πλέον ἀγαπηµένους ἁγίους τῶν Κυπρίων

µὲ τοὺς περισσοτέρους ναοὺς καὶ εἰκόνες. Στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μόρφου σῴζονται δυὸ παλαιὲς διαλελυµένες σήµερα Μονές: Τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πιτιδιώτη ἡ ὁποία εὑρίσκεται κοντὰ στὴν κοινότητα Φλάσου καὶ ἡ κατεχόµενη σήµερα Βυζαντινὴ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ῥηγάτη κοντὰ στὴν Κυρὰ Μόρφου. Περισσότερα...







Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος ὁ Στρατηλάτης



Μαρτύρησε διὰ ξίφους.



Ὁ Ἅγιος Πρωτολέων ὁ Στρατηλάτης



Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ ἀπὸ µάγων



Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Γλυκέριος ὁ γεωργός



Τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἀνέστησε τὸ βόδι µὲ θαυµατουργικὸ τρόπο ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Μεγαλοµάρτυρας καὶ ὅταν εἶδε στὴ συνέχεια καὶ τὸ µαρτύριο τοῦ Ἁγίου, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ µαρτύρησε διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Οὐαλέριος



Μαρτύρησε διὰ ξίφους.






Οἱ Ἅγιοι Δονᾶτος καὶ Θερινός



Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Κύπριος



Ἦταν ὡραῖος νέος καὶ ἄνθρωπος ἀρετῆς, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀπὸ τὴν Κύπρο ἀναχώρησε καὶ ἦλθε στὴν Πτολεµαΐδα (τῆς Παλαιστίνης), ὅπου ὑπηρετοῦσε κοντὰ σ΄ ἕναν εὐρωπαῖο Πρόξενο. Ὁ Γεώργιος, πήγαινε συχνὰ στὸ σπίτι µίας φτωχῆς

µωαµεθανίδας γυναίκας, ποὺ εἶχε µία νεαρὴ κόρη, καὶ ἀγόραζε αὐγὰ γιὰ τὸν ἀφέντη του. Οἱ τούρκισσες γειτόνισσες τῆς γυναίκας αὐτῆς, οἱ ὁποίες διέθεταν αὐγὰ γιὰ πώληση, ἀποφάσισαν νὰ ἐξοντώσουν τὸν Γεώργιο, διότι δὲν ἀγόραζε αὐγὰ ἀπὸ αὐτές. Κάποια µέρα λοιπόν, ὅλες µαζὶ συκοφάντησαν ὅτι εἶχε ἀθέµιτες σχέσεις µὲ τὴν

µουσουλµανίδα κόρη. Ἔτσι ὁ Γεώργιος, διαµαρτυρόµενος γιὰ τὴν ψευδὴ κατηγορία,


ὁδηγήθηκε βίαια στὸν Ἱεροδικαστή, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ δεχθεῖ τὴν

µουσουλµανικὴ θρησκεία, γιὰ ν΄ ἀποφύγει τὴν τιµωρία. Παρὰ τὶς προσπάθειες τοῦ

κριτῆ καὶ τὶς φοβέρες τοῦ ὄχλου, ὁ νεοµάρτυρας παρέµεινε ἀµετάθετος στὴ χριστιανική

του πίστη. Τότε ὁ κριτὴς καταδίκασε τὸν Γεώργιο σὲ θάνατο. Ὅταν οἱ Τοῦρκοι βγῆκαν

ἀπὸ τὸ τζαµί, ἡµέρα Παρασκευὴ 25 Ἀπριλίου 1752, κατὰ τὴν ὁποία εἶχε ὁρισθεῖ τὸ

µαρτύριό του, τὸν ὁδήγησαν σὲ τόπο κοντὰ στὴ θάλασσα καὶ πρὶν τὸν ἐκτελέσουν,

προσπαθοῦσαν µὲ κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἐπιτύχουν τὸν ἐξισλαµισµό του.

Μπροστὰ ὅµως στὴν ἀµετάθετη γνώµη τοῦ γενναίου µάρτυρα, οἱ Τοῦρκοι τὸν

πυροβόλησαν καὶ κατόπιν ὅρµησαν καὶ διαµέλισαν τὸ σῶµα του. Τότε συνέβη αἰφνίδια

θύελλα, ποὺ συντάραξε τὴν θάλασσα, τῆς ὁποίας τὰ κύµατα ἔφθασαν µέχρι τοῦ

σηµείου ποὺ βρισκόταν τὸ λείψανο. Τότε οἱ Τοῦρκοι φοβήθηκαν καὶ ἀποµακρύνθηκαν,

οἱ δὲ Χριστιανοί, ἀφοῦ παρέλαβαν τὸ ἅγιο λείψανο, τὸ ἐνταφίασαν στὸ ναὸ τῆς

Πτολεµαΐδας. Στὶς 13 Ἀπριλίου 1967 τὰ λείψανα τοῦ νεοµάρτυρα αὐτοῦ µεταφέρθηκαν,

µὲ τιµὲς ἀπὸ τὴν Πτολεµαΐδα στὴ Λευκωσία τῆς Κύπρου καὶ τοποθετήθηκαν στὸν

καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου.






Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Βοσκὸς ἀπὸ τὴν Βουλγαρία



Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κάµπροβα τῆς Βουλγαρίας καὶ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς ὀρθοδόξους χριστιανούς. Ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Βουλγαρία καὶ ἦλθε στὴν πόλη Σῶµα, κοντὰ στὴν Πέργαµο καὶ ἔγινε βοσκὸς προβάτων. Κάποια µέρα ποὺ ἔβοσκε τὰ πρόβατά του ὁ Λάζαρος, ἀποκοιµήθηκε καὶ κατὰ τύχη ἐκείνη τὴν ὥρα περνοῦσε κάποια Ὀθωµανίδα, κατὰ τῆς ὁποίας ἐπιτέθηκε ὁ σκύλος τοῦ κοπαδιοῦ καὶ ἔσχισε λίγο τὰ ῥοῦχα της. Ἡ Ὀθωµανίδα αὐτή, ὅταν γύρισε στὸ σπίτι της, συκοφάντησε τὸν Λάζαρο στὸν ἄντρα της ὅτι δῆθεν τὴν βίασε. Ἐξοργισµένος ὁ µωαµεθανός, πῆγε στὴ στάνη καὶ βρῆκε κάποιον σύντροφο τοῦ Λαζάρου, ποὺ τὸν τραυµάτισε. Ὅταν ὁ Ὀθωµανὸς πληροφορήθηκε ὅτι αὐτὸς ποὺ τραυµάτισε δὲν ἦταν ὁ Λάζαρος φοβήθηκε τὰ ἐπακόλουθα τῆς ἀθῳότητας τοῦ τραυµατισµένου καὶ ἔπεισε τοὺς συγγενεῖς τῆς συζύγου του νὰ ζητήσουν τὴν τιµωρία τοῦ Λαζάρου ἀπὸ τὸν ἀγά. Ἔτσι ὁ Λάζαρος συνελήφθη, ὁδηγήθηκε στὸν ἀγὰ καὶ φυλακίστηκε στὶς 7 Ἀπριλίου 1802. Κατὰ τὴν δίκη ἀποδείχθηκε ἡ ἀθῳότητα τοῦ Λαζάρου καὶ οἱ συγγενεῖς της Ὀθωµανίδας ὑποσχέθηκαν

1000 γρόσια στὸν ἀγά, σὲ περίπτωση ποὺ αὐτὸς θὰ ἐπιτύγχανε τὸν ἐξισλαµισµὸ ἢ τὸν θάνατο τοῦ µάρτυρα. Τότε ὁ ἀγὰς ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια τὸν Λάζαρο, ἀφοῦ κατέκαψε ὅλα τὰ µέλη τοῦ σώµατός του, ἀκόµα καὶ αὐτὴ τὴν γλῶσσα του. Οἱ πόνοι ἀπὸ τὰ βάρβαρα βασανιστήρια ἦταν ἀνυπόφοροι, ἀλλὰ δὲν στάθηκαν ἱκανοὶ νὰ κάµψουν τὸ φρόνηµα τοῦ Λαζάρου. Ἔτσι στὶς 23 Ἀπριλίου 1802 ἀπαγχονίστηκε καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου, σὲ ἡλικία 28 χρονῶν. Ἀκολουθία τοῦ νεοµάρτυρα αὐτοῦ, συνέταξε ὁ Ἱεροµόναχος Νικηφόρος ὁ Χίος.






Ὁ Ἅγιος Γεώργιος τοῦ Σενκοὺρκ (Ῥῶσος)



Διὰ Χριστὸν σαλός.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 24



     Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ ἡ Θαυµατουργός

     Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης, ὁ Γότθος

     Οἱ Ἅγιοι 70 Στρατιῶται

     Οἱ Ἅγιοι Ἀχιλλέας καὶ Εὐτέξιος ὁ ἱεροµάρτυρας

     Οἱ Ἅγιοι Πασικράτης καὶ Βαλεντίων

     Οἱ Ἅγιοι Εὐσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγῖνος, Χριστοφόρος, Δηµήτριος, Δάναβος καὶ Νέσταβος

     Ὁ Ἅγιος Δούκας ὁ ῥάπτης, ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη

     Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ποὺ µαρτύρησε στὴ Μαγνησία

     Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ῥῶσος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ

     Ὁ Ἅγιος Θαυµαστός (+ 6ος αἰ.)

     Ὁ Ὅσιος Θωµᾶς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλὸς (+ 6ος αἰ.)

     Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Ῥῶσος (+ 13ος αἰ.)

     Ὁ Ἅγιος Meilitus (Ἄγγλος)







Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ ἡ Θαυµατουργός



Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς µητέρας της εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι ἡ Ἐλισάβετ θὰ γινόταν ἀστέρας ὑπέρλαµπρος τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ἔγινε µὲ τὴν ἐµφάνιση ἀγγέλου στὴ

µητέρα της, ποὺ τῆς εἶπε ὅτι θὰ γεννήσει κόρη, ποὺ θὰ διακριθεῖ στὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ. Πράγµατι, ἡ Ἐλισάβετ ἀπὸ µικρὴ ἡλικία ἔδωσε τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶµα της στὴ διακονία τῶν πασχόντων συνανθρώπων της. Μὲ κάθε νόµιµο τρόπο, προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ πόρους γιὰ τὴν συντήρηση τῶν φτωχῶν, καὶ συγχρόνως δωρεὰν µόρφωνε καὶ κατηχοῦσε τὰ παιδιά τους. Θύµιζε, ἔτσι, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέει: «Πτωχῷ ἔκτεινον τὴν χεῖρα σου, ἵνα τελειωθῇ ἡ εὐλογία σου»· Ἅπλωσε, δηλαδή, µὲ ἐλεηµοσύνη τὸ χέρι σου στὸ φτωχό, γιὰ νὰ εἶναι τέλεια ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ σὲ σένα. Ἔπειτα, νύχτα-µέρα πρόσφερε τὴν ὑπηρεσία της στοὺς ἀῤῥώστους σὰν ἁπλὴ νοσοκόµα, ἐµπνεόµενη πάλι ἀπὸ τὸ θεῖο λόγο, ποὺ λέει: «Μὴ ὀκνεῖ ἐπισκέπτεσται ἄῤῥωστον, ἐκ γὰρ τῶν τοιούτων ἀγαπηθήση». Δηλαδή, µὴν εἶσαι ἀπρόθυµος στὸ νὰ ἐπισκέπτεσαι τὸν ἄῤῥωστο, διότι ἀπὸ κάτι τέτοια ἔργα θὰ ἀγαπηθεῖς ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἐπίσης, δὲν παρέλειπε νὰ παρηγορεῖ τοὺς θλιβοµένους καὶ στενοχωρηµένους συνανθρώπους της, διότι ἡ ψυχή της ἄκουγε καὶ πάλι τὸ θεῖο λόγο, ποὺ λέει: «Μὴ ὑστερεῖ ἀπὸ κλαιόντων». Δηλαδή, µὴ παραλείπεις νὰ συµπαρίστασαι σ᾿ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε. Ἡ Ἐλισάβετ πέθανε εὐεργετῶντας, ἀλλὰ καὶ θαυµατουργῶντας, διότι ὁ Θεὸς τῆς εἶχε δώσει καὶ αὐτὸ τὸ χάρισµα.






Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης, ὁ Γότθος


Στὴν καταγωγὴ ἦταν Γότθος καὶ ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα, στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ, καὶ ὑπηρετοῦσε στὴ Ῥώµη. Ὁ βασιλιὰς δὲν γνώριζε ὅτι ὁ Σάββας ἦταν χριστιανός, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς δὲν θεώρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ προφυλαχθεῖ ὅταν διώκονταν καὶ φυλακίζονταν οἱ χριστιανοί. Ὁ ἴδιος πήγαινε τρόφιµα στοὺς φυλακισµένους καὶ τοὺς πρόσφερε τὴν ἀδελφική του ἀγάπη καὶ συµπαράσταση. Ὅµως, οἱ ἀξιωµατικοὶ τῶν φυλακῶν τὸν κατήγγειλαν στὸν αὐτοκράτορα, ποὺ µάταια προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Τότε διέταξε καὶ τοῦ ἔσχισαν τὶς πλευρὲς καὶ τὶς πληγές του ἔκαψαν µὲ ἀναµµένες λαµπάδες. Ἀλλ᾿ ἡ καρτερία τοῦ Σάββα, φάνηκε ἀντάξια τῆς πίστης του. Ἀφοῦ εἶδαν ὅτι δὲν µποροῦσαν νὰ κατορθώσουν τίποτα, ἀποφασίστηκε ὁ θάνατός του. Ἐπειδὴ ὅµως εἶχε µεγάλο ἀξίωµα, ἡ εἴδηση ὅτι θὰ θανατωθεῖ, ἔφερε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσής του πλήθη θεατῶν. Ἀφοῦ ἔβρασαν λοιπὸν ἕνα καζάνι µὲ πίσσα, ὁ ἐπικεφαλὴς τοῦ ἀποσπάσµατος διέταξε νὰ ῥίξουν τὸν µάρτυρα µέσα. Ἀλλὰ ἀπὸ θαῦµα ὁ Ἅγιος παρέµεινε ἀβλαβής. Τὸ θέαµα κίνησε µεγάλο θαυµασµό, καὶ 70 ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εἰδωλολάτρες πίστεψαν στὸ Χριστὸ καὶ ἐπὶ τόπου ἀποκεφαλίστηκαν. Τὸν δὲ Σάββα, ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν µεγάλη πέτρα στὸ λαιµό, τὸν ἔριξαν στὸν ποταµὸ Τίβερη καὶ ἔτσι

πῆρε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.






Οἱ Ἅγιοι 70 Στρατιῶται



Αὐτοὶ πίστεψαν στὸν Χριστὸ διὰ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ µαρτύρησαν διὰ ξίφους.






Οἱ Ἅγιοι Ἀχιλλέας καὶ Εὐτέξιος ὁ ἱεροµάρτυρας



Ἡ µνήµη τους ἀναφέρεται ἐπιγραµµατικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασµατάριον» ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1959, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν ἀναφέρεται ἡ µνήµη τους.






Οἱ Ἅγιοι Πασικράτης καὶ Βαλεντίων



Κατάγονταν ἀπὸ τὸ Δορύστολο τῆς Μυσίας (περιοχὴ τῆς Βαλκανικῆς χερσονήσου) καὶ ἦταν στρατιῶτες χριστιανοί, κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔπαρχος ἦταν ὁ Αὐλοζάνης. Ἐπειδὴ δὲν ἀνέχονταν τὴν προσκύνηση τῶν εἰδώλων ἀπὸ τοὺς ἐθνικούς, ἔκαναν δριµύτατη παρατήρηση σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὰ πίστευαν καὶ ὁµολόγησαν Θεὸ ἀληθινὸ τὸν Χριστό. Ὁπότε συνελήφθηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν στὸν ἡγεµόνα, ὁ ὁποῖος τοὺς παρότρυνε νὰ προσφέρουν θυσία στὸν Ἀπόλλωνα. Ὁ µὲν Πασικράτης ἀρνήθηκε καί, ἀφοῦ τὸν ἔδεσαν

µὲ ἁλυσίδες, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή. Ἐκεῖ ἦλθε ὁ ἀδελφός του καὶ τὸν συµβούλευσε νὰ προσφέρει ἔστω λίγο θυµίαµα γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλ᾿ ὁ Πασικράτης τὸν ἔδιωξε καὶ δέχτηκε

µὲ χαρὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ ἡγεµόνα ν᾿ ἀποκεφαλιστεῖ. Ὁ δὲ Βαλεντίων, ὅταν ῥωτήθηκε ἂν συµφωνεῖ µὲ αὐτὰ ποὺ πιστεύει ὁ Πασικράτης, ἀπάντησε πὼς καὶ αὐτὸς ἐµµένει στὴ Χριστιανική του πίστη καὶ δὲν πρόκειται νὰ θυσιάσει ποτὲ στὰ ἄψυχα εἴδωλα. Τότε καὶ οἱ δυὸ ἀποκεφαλίστηκαν, σὲ ἡλικία, ὁ µὲν Πασικράτης 22 ἐτῶν, ὁ δὲ Βαλεντίων 30.


Οἱ Ἅγιοι Εὐσέβιος, Νέων, Λεόντιος, Λογγῖνος, Χριστοφόρος, Δηµήτριος, Δάναβος καὶ Νέσταβος



Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ προσῆλθαν στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὰ θαύµατα τοῦ µεγαλοµάρτυρα Γεωργίου, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐνδόξου µαρτυρίου του. Ὁπότε ὅλοι ὁµολόγησαν τὸν Χριστὸ καὶ φυλακίστηκαν. Ἔπειτα µὲ πρόσταγµα τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-304), τοὺς κρέµασαν, ξέσχισαν τὶς σάρκες τους καὶ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν, παίρνοντας ἔτσι ὅλοι τὸ ἀµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.






Ὁ Ἅγιος Δούκας ὁ ῥάπτης, ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη



Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἦταν νέος ὡραῖος, ἐνάρετος καὶ ἐργαζόταν σὰν ῥάφτης σὲ κάποιο ῥαφεῖο στὴν Κωνσταντινούπολη. Κάποτε ὅµως ποὺ πῆγε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸ σπίτι κάποιου µεγιστᾶνα Τούρκου, δέχτηκε ἄσεµνη ἐπίθεση ἀπὸ τὴν ἀκόλαστη γυναῖκα αὐτοῦ τοῦ µεγιστᾶνα, καὶ σὰν ἄλλος σώφρων Ἰωσὴφ ἔφυγε µακριὰ ἀπὸ τὸ σπίτι της. Τότε αὐτή, γιὰ νὰ προλάβει τὴν ντροπή της, πῆγε καὶ συκοφάντησε τὸν µάρτυρα στὸν Βεζίρη, ὅτι δῆθεν αὐτὸς προσπάθησε νὰ τὴν βιάσει µέσα στὸ σπίτι της. Ὁ ἔπαρχος ἀµέσως συνέλαβε τὸν Δούκα καὶ τὸν ὁδήγησε µπροστὰ στὸν Βεζίρη, ὅπου ἦταν καὶ ἡ πονηρὴ αὐτὴ γυναῖκα. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις ποὺ τοῦ ἔγιναν, ὁ Δούκας δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ καὶ ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια. Οἱ Τοῦρκοι, ἀφοῦ τὸν ἔγδαραν ζωντανό, ἔριξαν τὸ δέρµα του στὴ θάλασσα καὶ συνέχισαν τὰ βασανιστήρια τοὺς στὸ ἄψυχο καὶ ἄµορφο σῶµα

τοῦ νεοµάρτυρα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔγινε στὶς 24 Ἀπριλίου 1564 στὴν Κωνσταντινούπολη ἀποδεικνύοντας τὸν θεῖο ἔρωτα τοῦ µάρτυρα στὴ Χριστιανικὴ πίστη.






Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ποὺ µαρτύρησε στὴ Μαγνησία



Κατοικοῦσε µαζὶ µὲ τὸν πατέρα του Χατζῆ Κανέλο στὴν πόλη Γιαγιὰ Κιόϊ (τουρκιστί). Ὁ πατέρας του ἦταν ἐπιστάτης στὰ κτήµατα τοῦ Ἀγὰ τῆς πόλης αὐτῆς, ποὺ ὀνοµαζόταν Καρὰ Ὀσµάνογλου καὶ ἀπολάµβανε µεγάλων τιµῶν τῶν ἐκεῖ Τούρκων. Σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν ὁ Νικόλαος ἀῤῥαβωνιάστηκε καὶ µὲ τὴν ἄδεια τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ Ἀγά, πῆγε στὴ Μαγνησία γιὰ διάφορες ὑποθέσεις. Ὅταν µπῆκε στὴν πόλη, λόγω ἐκτίµησης ἀπὸ τοὺς Τούρκους, φοροῦσε τούρκικα ὑποδήµατα καὶ κόκκινο φέσι στὸ κεφάλι. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ δικαστῆ Μαγνησίας, ἂν καὶ γνώριζαν τὸν νέο αὐτό, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν δικαστὴ (µουσελίµη). Ὁ δικαστὴς προσποιούµενος ὅτι δὲν γνώριζε τὸν νέο, ῥώτησε ἂν θέλει νὰ γίνει µωαµεθανὸς µὲ τὸ νὰ φοράει τούρκικα ὑποδήµατα καὶ κόκκινο φέσι. «Ἐγὼ τὰ ῥοῦχα τὰ φορῶ µὲ δική σας ἄδεια, ἀπάντησε ὁ Νικόλαος, διότι ὁ πατέρας µου εἶναι δικός σας ἐργάτης». Τότε ὁ δικαστὴς διέταξε καὶ τὸν µαστίγωσαν τέσσερις διαδοχικὲς φορές, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος καὶ τὶς τέσσερις φορὲς παρέµεινε

σταθερὸς στὴν πίστη του, ὁµολογῶντας τὸν Χριστὸ Θεὸ ἀληθινό. Τελικὰ

µισοπεθαµένος ἀπὸ τὰ βασανιστήρια ῥίχτηκε στὴ φυλακή, ὅπου παρέδωσε τὸ πνεῦµα

του στὶς 24 Ἀπριλίου 1796 (κατ᾿ ἄλλους 1776).



Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Ῥῶσος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ






Ὁ Ἅγιος Θαυµαστός (+ 6ος αἰ.)






Ὁ Ὅσιος Θωµᾶς ὁ διὰ Χριστὸν Σαλὸς (+ 6ος αἰ.)






Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Ῥῶσος (+ 13ος αἰ.)






Ὁ Ἅγιος Meilitus (Ἄγγλος)



Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 25



     Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής

     Ἀνάµνηση τῶν Ἐγκαινίων τοῦ σεπτοῦ Ἀποστολείου

     Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

     Ἡ Ἁγία Νίκη

     Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Ὁσιοµάρτυρες καὶ Ἀναχωρητές

     Ὁ Ἅγιος Maughaid (Ἰρλανδός)







Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής



Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ ἡ µητέρα του ὀνοµαζόταν Μαρία. Ἡ καταγωγή του ἦταν µᾶλλον ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἀργότερα ὅµως ἐγκαταστάθηκε στὰ Ἱεροσόλυµα. Ὁ Μᾶρκος ἀπὸ πολὺ νωρὶς µπῆκε στὴν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας, συνοδεύοντας τὸ θεῖο του Βαρνάβα καὶ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς διάφορες περιοδεῖες τους. Ἐπίσης, ἐργάσθηκε γιὰ πολὺ καιρὸ κοντὰ στὸν Ἀπόστολο Πέτρο. Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ Μᾶρκος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν Αἴγυπτο, τὴν Λιβύη, τὴν Βαρβαρία, καὶ εἶχε χρηµατίσει πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας. Γιὰ τὸν τρόπο τοῦ θανάτου του οἱ γνῶµες διίστανται. Ἡ µία ἀναφέρει ὅτι πέθανε εἰρηνικὰ στὴν Ἄλεξανδρεια, ἐνῷ ἡ ἄλλη, ὅτι πέθανε διὰ πυρὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Τὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὁ Μᾶρκος ἔγραψε

τὸ δεύτερο κατὰ σειρὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη Εὐαγγέλιο. «Ζωγραφίζει» µέσα σ᾿ αὐτὸ τὴν δύναµη τοῦ Χριστοῦ, ἰδιαίτερα διὰ τῶν θαυµάτων. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἁγιογράφοι τοποθετοῦν δίπλα στὸν εὐαγγελιστὴ Μάρκο ἕνα λιοντάρι, ποὺ εἶναι σύµβολο τῆς δύναµης. Ἔτσι ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος στοὺς αἰῶνες µας «εὐαγγελίζεται τὴν πίστιν», δηλαδή, µᾶς κηρύττει τὴν πίστη, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν.






Ἀνάµνηση τῶν Ἐγκαινίων τοῦ σεπτοῦ Ἀποστολείου



Ναοῦ τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου καὶ πανευφήµου Κορυφαίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν ἁγιωτάτη Μεγάλη Ἐκκλησία (Ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως).






Ὁ Ἅγιος Μακεδόνιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως



Πρόκειται γιὰ τὸν Πατριάρχη Μακεδόνιο τὸν Β´. Ἀπὸ προσβύτερος καὶ σκευοφύλακας τῆς ἁγίας Σοφίας, γιὰ τὴν εὐσέβειά του, στὴν ὁποία τὸν παιδαγώγησε ὁ θεῖος του Πατριάρχης Γεννάδιος, κλήθηκε νὰ διοίκησῃ τὸν Οἰκουµενικὸ θρόνο (496-511), ἀντὶ τοῦ Πατριάρχη Εὐφηµίου, ποὺ ἐξορίστηκε στὰ Εὔχαιτα. Ὁ λαὸς ἔτρεφε µεγάλη ἀγάπη στὸ πρόσωπό του. Ὁ αἱρετικὸς ὅµως αὐτοκράτορας Ἀναστάσιος ὁ Δίκορος (491-518), ζήτησε ἀπὸ τὸ Μακεδόνιο ἕνα γράµµα - ποὺ ὁ Ἀναστάσιος εἶχε δώσει στὸν προκάτοχο τοῦ


Μακεδονίου, Εὐφήµιο, καὶ κατόπιν αὐτὸς τὸ εἶχε δώσει στὸν Μακεδόνιο - µε τὸ ὁποῖο διαβεβαίωνε ἰδιογράφως, ὅτι θὰ τηρήσει ἀπαραχάρακτα τὰ δόγµατα τῆς Ἐκκλησίας. Διαβεβαίωση ποὺ καταπάτησε βάναυσα. Ὁ Μακεδόνιος ἀρνήθηκε νὰ τοῦ τὸ δώσει καὶ ὁ Ἀναστάσιος ἐξοργισµένος τὸν κατέβασε ἀπὸ τὸ θρόνο, καὶ τὸν ἐξόρισε πρῶτα στὴ Χαλκηδόνα καὶ ἔπειτα στὰ Εὔχαιτα. Ἀλλὰ λόγω τῶν ἐπιδροµῶν τῶν Οὔννων στὸν Πόντο, κατέφυγε στὴ Γάγγρα, ὅπου καὶ πέθανε. Ἀλλά, ἀναδείχτηκε ἀληθινὸς ἐπίσκοπος, ὑπέρµαχος τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὶς αὐτοκρατορικὲς αὐθαιρεσίες.






Ἡ Ἁγία Νίκη



Ἡ Ἅγια αὐτὴ ἦταν µεταξὺ αὐτῶν ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ θαύµατα ποὺ

ἔκανε ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ µεγαλοµάρτυς, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐνδόξου µαρτυρίου του,

ἐπὶ Διοκλητιανοῦ (284-304). Στὴ συνέχεια ὑπέστη µαζὶ µὲ ἄλλους, θάνατο διὰ

ἀποκεφαλισµοῦ.

Οἱ Ἅγιοι ὀκτὼ Ὁσιοµάρτυρες καὶ Ἀναχωρητές



Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.






Ὁ Ἅγιος Maughaid (Ἰρλανδός)



Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 26



     Ὁ Ἅγιος Βασιλέας Ἱεροµάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀµασείας

     Ἡ Ἁγία Γλαφυρή (ἢ Γλαφυρά)

     Ἡ Ὁσία Ἰούστα

     Ὁ Ὅσιος Νέστωρ

     Ὁ Ἅγιος Στέφανος (Ῥῶσος) ἐπίσκοπος Περµίας

     Ὁ Ὅσιος Καλάντιος ἀπὸ τοὺς 300 Ἁγίους Ἀλαµανοὺς Κυπρίους

     Ὁ Ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ ἐν Σερβίᾳ (+ 13ος αἰ.)






Ὁ Ἅγιος Βασιλέας Ἱεροµάρτυρας, ἐπίσκοπος Ἀµασείας



Ὅταν ὁ αὐτοκράτωρ Λικίνιος (307-323) προσπαθοῦσε µὲ κάθε τρόπο νὰ περιποιηθεῖ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ νὰ βλάψει τὰ δικαιώµατα τῶν χριστιανῶν, ἐπίσκοπος στὴν Ἀµάσεια ἦταν ὁ Βασιλέας. Σ΄ αὐτοὺς τοὺς δύσκολους καιρούς, ὁ Βασιλέας µὲ µία ἀνεπανάληπτη ἐνεργητικότητα ἦταν πάντα κοντὰ στὸ ποίµνιό του καὶ τὸ στήριζε. Ἕνα περιστατικό, ὅµως, ἔκανε τὸν Βασιλέα νὰ ἔλθει ἀντιµέτωπός µε τὸ Λικίνιο. Ἡ αὐτοκράτειρα Κωνσταντία εἶχε σὰν ἀκόλουθο µία πολὺ ὄµορφη κοπέλα, τὴν Γλαφυρά. Τὸ κάλλος τῆς νεαρῆς ἄναψε τὰ ἁµαρτωλὰ πάθη τοῦ Λικινίου, ποὺ θέλησε νὰ προσβάλει τὴν τιµή της. Ἡ Γλαφυρὰ κατάλαβε τὸν κίνδυνο. Καὶ µία βροχερὴ νύχτα, ἀνδρικὰ ντυµένη καὶ µὲ τὴν βοήθεια τῆς βασίλισσας, ἔφυγε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πῆγε στὴν Ἀµάσεια. Ἐκεῖ, παρουσιάσθηκε στὸν ἐπίσκοπο Βασιλέα καὶ ζήτησε τὴν προστασία του. Ὁ Βασιλέας, ἀφοῦ ἐπαίνεσε τὴν ἀδούλωτη σωφροσύνη της, τὴν προστάτεψε καὶ ἔδωσε τὴν εὐκαιρία στὴ Γλαφυρὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ Θεό. Αὐτὸ ὅταν τὸ ἔµαθε ὁ Λικίνιος, ἔστειλε ἀνθρώπους νὰ πάρουν τὴν Γλαφυρά. Ἀλλὰ ἦταν ἀργά. Ἡ τίµια κοπέλα ἤδη εἶχε πεθάνει. Τότε, ἡ µανία τοῦ Λικινίου ξέσπασε στὸ Βασιλέα. Τὸν ἔφεραν δέσµιο στὴ Νικοµήδεια, καὶ ἀφοῦ δὲν

µπόρεσαν νὰ κάµψουν τὸ φρόνηµά του, τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἡ στάση τοῦ Ἁγίου Βασιλέα διδάσκει σ΄ ὅλους ἐµᾶς µὲ ποιὸ τρόπο πρέπει νὰ τρέχουµε «τὸν προκείµενον ἡµῖν ἀγῶνα». Δηλαδή, µὲ ποιὸ τρόπο πρέπει νὰ τρέχουµε τὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς ἁµαρτίας, ποὺ προβάλλει µπροστά µας.






Ἡ Ἁγία Γλαφυρή (ἢ Γλαφυρά)



Ἡ Ἁγία αὐτὴ ἦταν θεραπαινίδα τῆς βασίλισσας Κωνσταντίας, συζύγου τοῦ Λικινίου, ἡ ὁποία βασίλισσα ἀποµάκρυνε τὴν Γλαφυρὰ ἀπὸ τὶς ἐρωτικὲς διαθέσεις τοῦ Λικινίου, ἀφοῦ τὴν ἐφοδίασε µὲ πολλὰ χρήµατα. Ἡ Ἁγία πῆγε πρὸς τὴν Ἀνατολή, ὅπου περιπλανήθηκε σὲ πολλοὺς τόπους. Τελικὰ κατέληξε στὴν Ἀµάσεια καὶ παρουσιάστηκε στὸν ἐπίσκοπο τῆς πόλεως αὐτῆς Βασιλέα (προαναφέρθηκε ἡ βιογραφία του στὴν ἀρχὴ τῆς παρούσης ἡµέρας), στὸν ὁποῖο παρέδωσε τὰ χρήµατά της γιὰ τὴν ἀνέγερση Ναοῦ, καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ στὴν Ἀµάσεια.


Ἡ Ὁσία Ἰούστα



Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Ὁ Ὅσιος Νέστωρ



Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τοὺς γονεῖς του, ἔγινε µοναχὸς καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Ὁ Ἅγιος Στέφανος (Ῥῶσος) ἐπίσκοπος Περµίας






Ὁ Ὅσιος Καλάντιος ἀπὸ τοὺς 300 Ἁγίους Ἀλαµανοὺς Κυπρίους



Βλέπε Α.Χ.Ε.Χ.






Ὁ Ὅσιος Ἰωαννίκιος ὁ ἐν Σερβίᾳ (+ 13ος αἰ.)


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 27



     Ὁ Ἅγιος Συµεὼν ὁ Ἀδελφόθεος, ἐπίσκοπος Ἱεροσολύµων

     Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ὁµολογητὴς ἡγούµενος Μονῆς Καθαρῶν

     Ὁ Ἅγιος Ποπλίων

     Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ὁ Ξενοδόχος

     Ὁ Ἅγιος Λολλίων ὁ Νέος

     Οἱ Ἅγιοι Συµεὼν ὁ νέος Στυλίτης καὶ Γεώργιος ὁ ἀδελφός του

     Ἁγίας Εἰρήνης «ἀρχαίας καὶ νέας ἐγκαίνια»

     Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Ῥῶσος ἡγούµενος τοῦ Σπηλαίου






Ὁ Ἅγιος Συµεὼν ὁ Ἀδελφόθεος, ἐπίσκοπος Ἱεροσολύµων



Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς τέσσερις γιοὺς τοῦ µνήστορος Ἰωσὴφ καὶ ἀδελφὸς τοῦ ἀδελφοθέου

Ἰακώβου, ποὺ ἔγινε πρῶτος ἐπίσκοπος Ἱεροσολύµων. Μετὰ τὴν δολοφονία τοῦ

Ἰακώβου, ἐπίσκοπος ἀνέλαβε ὁ Συµεών. Σ΄ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ἐπισκοπικῆς του

θητείας, ὑπῆρξε ἀντάξιος του ἀδελφοῦ του. Ἡ ἀνεξάντλητη ἀγωνιστικότητά του, ἡ

τέλεια αὐταπάρνησή του, καθὼς καὶ τὸ ἀπαράµιλλο θάῤῥος του, κατέστησαν τὸν

Συµεὼν φωτεινὸ πνευµατικὸ ἀστέρι, διὰ τοῦ ὁποίου στηρίχθηκαν καὶ ὁδηγήθηκαν

πολλὲς ψυχὲς στὴ σωτηρία. Τὸ ἐντυπωσιακότερο, ὅµως, χαρακτηριστικό του Συµεὼν

ἦταν τὸ ἀκατάβλητο φρόνηµά του. Ἂν καὶ 120 χρονῶν γέροντας, δὲν κάµφθηκε

µπροστὰ στὸ µαρτύριο. Ὑπέστη µὲ νεανικὴ φλόγα τὸ σταυρικὸ θάνατο. Καὶ ἡ νεανικὴ

ψυχὴ τοῦ γέροντα Συµεὼν ἀποδήµησε κοντὰ στὸ στεφανοδότη Κύριο. Βέβαια, µὲ τὸ

παράδειγµά του ἄφησε διδαχὴ στὸ ποίµνιό του τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Τὰ

ἄνω φρονεῖτε, µὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς»1. Δηλαδή, πρὸς τὰ πάνω, πρὸς τὸ Θεό, διευθύνετε καὶ

προσηλώνετε τὶς σκέψεις σας, ὄχι στὰ γήινα καὶ φθαρτά. Διότι καὶ ὁ Συµεών, ἂν καὶ 120

χρονῶν γέροντας, ἀπὸ τέτοιο φρόνηµα ἐµπνεόµενος ἀντιµετώπισε παλικαρίσια τὸ

µαρτύριο. (Ὁρισµένοι Συναξαριστὲς ἐπαναλαµβάνουν τὴν µνήµη του καὶ 18

Σεπτεµβρίου).






Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ὁµολογητὴς ἡγούµενος Μονῆς Καθαρῶν



Γεννήθηκε στὴν Εἰρηνούπολη τῆς Δεκαπόλεως (Κοίλης Συρίας) ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Γρηγορία (περὶ τὸ 778). Σὲ ἡλικία ἐννιὰ ἐτῶν πῆγε σὲ Κοινόβιο (ἄγνωστο πού) καὶ ἀνατέθηκε στὴν πνευµατικὴ φροντίδα ἑνὸς σπουδαίου ἄνδρα, τὸν ὁποῖο καὶ ἀκολούθησε στὴ Νίκαια καὶ ἔπειτα στὴν Κωνσταντινούπολη (787) κατὰ τὴν συγκρότηση τῶν ἐκεῖ Οἰκουµενικῶν Συνόδων. Ὅταν ὁ διδάσκαλός του ἔγινε ἡγούµενος τῆς µονῆς Δαλµατῶν, τότε καὶ αὐτὸς διορίστηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Νικηφόρο, ἡγούµενος τῆς µονῆς τῶν Καθαρῶν στὴ Βιθυνία ποὺ τὴν διακυβέρνησε ἐπὶ 10 χρόνια (804-813). Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔλεγξε δυναµικὰ τὸν εἰκονοµάχο Λέοντα τὸν Ε΄, τὸν περιόρισαν σ΄ ἕνα Μετόχι τῆς µονῆς του στὴν Κωνσταντινούπολη. Κατόπιν τὸν ἐξόρισαν σ΄ ἕνα


φρούριο τὸ λεγόµενον Πενταδάκυλον ἐν τῇ «χώρᾳ τῆς Καµπῆς», ὅπου ἔµεινε ἁλυσοδεµένος 18 µῆνες. Ἔπειτα ξαναῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ποικιλοτρόπως τὸν βασάνισε ὁ εἰκονοµάχος Πατριάρχης Ἰωάννης ὁ Ζ΄. Ἀλλ΄ ἐπειδὴ ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐπέµενε στὴν πίστη τῶν Πατέρων, τὸν ἐξόρισαν «εἰς τὸν Κριόταυρον κάστρον τῶν Βουκελλαρίων», ὅπου ἔµεινε κλεισµένος δυὸ χρόνια. Μετὰ τὴν σφαγὴ τοῦ Λέοντα, ἔµεινε προσωρινὰ στὴ Χαλκηδόνα, ἀλλὰ ἐπὶ Θεοφίλου ἐξορίστηκε καὶ πάλι στὴν Ἀφουσία. Ἐκεῖ, µετὰ δυόµισι χρόνια πέθανε.






Ὁ Ἅγιος Ποπλίων



Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν µὲ µαχαῖρι. Κάποια λιγοστὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ ὑπάρχουν γι᾿ αὐτόν, δὲν ἀνταποκρίνονται στὴν πραγµατικότητα.






Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος ὁ Ξενοδόχος



Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε στὰ µέρη τῆς Θηβαΐδας τῆς Αἰγύπτου. Τὸ ἐπάγγελµά του ἦταν λατόµος (πετροκόπος) καὶ ὀνοµάστηκε Ξενοδόχος, διότι σ΄ ὅλη του τὴν ζωὴ κύρια

µέριµνα καὶ ἀπόλαυση εἶχε τὸ νὰ φιλοξενεῖ στὸ σπίτι του καὶ νὰ παρέχει κάθε βοήθεια στοὺς πτωχοὺς καὶ ὁδοιπόρους. Παρὰ τὴν βαριὰ καὶ κοπιαστικὴ ἐργασία του, τὸ βράδυ,

µόλις σχολοῦσε ἀπὸ τὴν δουλειά του, ἔτρεχε στὴν ἀγορά, κρατῶντας φαναράκι τὸ χειµῶνα καὶ ἀναζητοῦσε ξένους, γιὰ νὰ τοὺς δώσει στέγη καὶ κάθε ἄλλη φιλοξενία. Αὐτὸς µάλιστα κάποτε φιλοξένησε καὶ τὸν ἀββᾶ Δανιὴλ µὲ τὸν ὑποτακτικό του, ὅταν αὐτοὶ κατέβηκαν στὴν πόλη καὶ ἔµειναν χωρὶς ψωµὶ καὶ στέγη. Ὁ Εὐλόγιος ἔζησε πάνω ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια, εὐεργετῶντας τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Ὁ Ἅγιος Λολλίων ὁ Νέος



Μαρτύρησε ἀφοῦ βίαια τὸν ἔσυραν κατὰ γῆς.






Οἱ Ἅγιοι Συµεὼν ὁ νέος Στυλίτης καὶ Γεώργιος ὁ ἀδελφός του



Ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστὲς καὶ τὰ Μηναῖα. Ἡ µνήµη τους φέρεται στὸν Ἱεροσολυµιτικὸ Κώδικα βιβλ. Β΄ σελ. 372, ὅπου καὶ ἡ Ἀκολουθία τους, τῆς ὁποίας ὁ Κανόνας φέρει τὴν ἀκροστιχίδα: «τοὺς αὐταδέλφους εὐλογῶ θεηγόρους».






Ἁγίας Εἰρήνης «ἀρχαίας καὶ νέας ἐγκαίνια»


Ἀναφέρεται στὸν Πατµιακὸ Κώδικα 266 (Μᾶλλον περὶ ναοῦ πρόκειται).






Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Ῥῶσος ἡγούµενος τοῦ Σπηλαίου


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 28



     Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες, ποὺ µαρτύρησαν στὴν Κύζικο Θεογνίς, Ῥοῦφος, Ἀντίπατρος, Θεόστιχος, Ἀρτεµᾶς, Μάγνος, Θεόδουλος (κατ΄ ἄλλους Θεόδοτος), Θαυµάσιος καὶ Φιλήµονας

     Διήγηση θαύµατος ποὺ ἔγινε στὴν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς

     Ὁ Ὅσιος Μέµνων ὁ θαυµατουργός

     Ὁ Ὅσιος Αὐξίβιος

     Ὁ Ὅσιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Ῥῶσος (+ 1120)

     Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος µάρτυρας

     Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων






Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες, ποὺ µαρτύρησαν στὴν Κύζικο Θεογνίς, Ῥοῦφος, Ἀντίπατρος, Θεόστιχος, Ἀρτεµᾶς, Μάγνος, Θεόδουλος (κατ΄ ἄλλους Θεόδοτος), Θαυµάσιος καὶ Φιλήµονας



ΟΙ Ἅγιοι αὐτοὶ µάρτυρες τοῦ Χριστοῦ καταγόταν ἀπὸ διάφορους τόπους. Συνελήφθησαν τὴν ἐποχὴ τῶν διωγµῶν στὴν Κύζικο. Ἡ στάση τους ἀπέναντι στὸν ἄρχοντα ποὺ τοὺς ἀνέκρινε γιὰ τὴν πίστη τους ἦταν καταπληκτική. Τὸ θάῤῥος, ἡ ψυχραιµία καὶ ἡ δυναµικότητα τῶν ἀπαντήσεών τους, καθὼς καὶ ὁ ἐξευτελισµὸς τῶν εἰδώλων µὲ τὰ λόγια τους, καταντρόπιασαν τὸν ἄρχοντα, ποὺ µὲ µῖσος τοὺς ἔριξε στὴν πιὸ σκοτεινὴ φυλακή. Ἐκεῖ οἱ ἐννέα γιοί, χωρὶς ψωµὶ καὶ νερό, ἀλλὰ µὲ συµπροσευχὴ καὶ ὕµνους πρὸς τὸ Θεὸ τῶν πάντων, ἔπαιρναν θάῤῥος νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα τους. Ὅταν ὁ ἄρχοντας τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν φυλακὴ καὶ τοὺς ῥώτησε ἂν ἐπιµένουν νὰ πιστεύουν στὸ Χριστό, αὐτοὶ ἐπανέλαβαν αὐτὰ ποὺ τοῦ εἶχαν πεῖ καὶ πρῶτα. Τότε ἀµέσως διατάχθηκε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι, ὅλοι µαζὶ πρόσφεραν τοὺς ἑαυτοὺς τοὺς «θυσίαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ», δηλαδή, θυσία ποὺ δέχεται καὶ εὐχαριστεῖται σ΄ αὐτὴ ὁ Θεός.






Διήγηση θαύµατος ποὺ ἔγινε στὴν Καρθαγένη τῆς Ἀφρικῆς



Πρόκειται γιὰ στρατιωτικὸ (565) ποὺ µοίχευσε µὲ τὴν γυναῖκα τοῦ κηπουροῦ του. Στὴ συνέχεια ἀῤῥώστησε βαριὰ καὶ πέθανε. Μετὰ τρεῖς ἡµέρες ὅµως, ἄρχισε νὰ φωνάζει ἀπὸ τὸν τάφο του «ἐλεῆστε µε». Ὁπότε οἱ ἐκεῖ παρευρισκόµενοι ἄνοιξαν τὸν τάφο του καὶ τὸν βρῆκαν ζωντανό, ἀλλὰ δὲν µποροῦσε νὰ µιλήσει. Μετὰ τρεῖς ἡµέρες συνῆλθε καὶ διηγήθηκε ὅσα τοῦ συνέβησαν, ὅταν ἡ ψυχή του βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶµα καὶ πὼς γιὰ νὰ

µετανοήσει γιὰ τὸ µεγάλο του ἁµάρτηµα, τοῦ ἔκαναν τὴν χάρη νὰ παραλάβει τὸ σῶµα του. Αὐτὰ ἀφοῦ διηγήθηκε ὁ στρατιωτικὸς αὐτός, πρὸς ἔκπληξη ὅλων, ἔζησε 40 ἡµέρες

µε νηστεία καὶ προσευχή, καὶ µὲ µετάνοια αὐτὴ τὴν φορά, ἀπεβίωσε πάλι.


Ὁ Ὅσιος Μέµνων ὁ θαυµατουργός



Ἡ θεία χάρη ἀντάµειψε τὴν ἀρετή του καὶ τὸν ἀξίωσε νὰ θαυµατουργεῖ. Συνέβη κάποτε νὰ κατακλύσουν τοὺς ἀγροὺς τῶν χωρικῶν σµήνη ἀκρίδων. Αὐτοὶ χωρὶς νὰ µποροῦν νὰ κάνουν τίποτα, κλαίγοντας ἔβλεπαν τὴν καταστρεπτικὴ αὐτὴ µάστιγα. Ὁ Ὅσιος Μέµνων λυπήθηκε τοὺς οἰκογενειάρχες ἐκείνους καὶ ἔνοιωσε τὴν ἀπόγνωσή τους. Προσευχήθηκε λοιπὸν θερµὰ στὸ Θεὸ καὶ πέτυχε τὴν ἀπαλλαγὴ τοῦ τόπου ἀπὸ τὰ ὀλέθρια σµήνη. Καὶ ὅσες φορὲς οἱ γεωργικοὶ πληθυσµοί της περιοχῆς του ἔπεφταν σὲ

µεγάλη στενοχώρια, ὁ Μέµνων τοὺς πήγαινε βοήθεια ἀπὸ τὶς οἰκονοµίες τοῦ

µοναστηριοῦ, τοῦ ὁποίου ἀναδείχτηκε καὶ ἡγούµενος. Πήγαινε µάλιστα καὶ σ΄ ἄλλες

πόλεις ποὺ µάζευε συνδροµές, µὲ τὶς ὁποῖες συµπλήρωνε τὴν ἀνακούφιση τῶν

πασχόντων. Κατὰ τὸ θάνατό του, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, ἔτρεξαν καὶ συνόδευσαν

τὴν κηδεία του, µὲ τὰ θερµότερα δάκρυα καὶ τὶς ἐγκαρδιότερες εὐχές.






Ὁ Ὅσιος Αὐξίβιος



Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.






Ὁ Ὅσιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Ῥῶσος (+ 1120)






Ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος µάρτυρας






Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 29



     Οἱ Ἅγιοι Ἰάσων καὶ Σωσίπατρος οἱ Ἀπόστολοι

     Οἱ Ἅγιοι Ἑπτὰ Μάρτυρες Σατορνῖνος, Ἰακίσχολος, Φαυστιανός, Ἰανουάριος,

Μαρσάλιος, Εὐφράσιος καὶ Μαµµῖνος ἢ Μάµµος

     Ἡ Ἁγία Κέρκυρα

     Οἱ Ἅγιοι Εὐσέβιος, Ζήνων, Βιτάλιος καὶ Νέων

     Οἱ Ἅγιοι Κυντιανός καὶ Ἀττικός

     Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλοκτένης, Μητροπολίτης Θηβῶν

     Ὁ Ἅγιος Χριστόδουλος ὁ Αἰθίοψ (+ 1ος αἰ.)

     Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος ἐπίσκοπος Νουµιδίας (+ 259)







Οἱ Ἅγιοι Ἰάσων καὶ Σωσίπατρος οἱ Ἀπόστολοι



Εἶπεν ο Κύριος: «Δεῦτε ὀπίσω µου, καὶ ποιήσω ὑµᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων». (Μάρκου α´, 17). [Ἀκολουθῆστε µε σὰν µαθητές µου καὶ θὰ σᾶς κάνω νὰ γίνετε ψαράδες ἀνθρώπων, ποὺ µὲ τὸ δίχτυ τοῦ θείου κηρύγµατος θὰ τοὺς ἑλκύετε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν]. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο οἱ Ἅγιοι Ἰάσων καὶ Σωσίπατρος ὁ ἐξ Ἀχαΐας, κατάφεραν

µὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ γίνουν πραγµατικὰ µεγάλοι ψαράδες ἀνθρώπων. Καὶ οἱ δυὸ ἦταν φίλοι ἀγαπηµένοι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ἡ ζωντανή τους πίστη κατέστησε τοὺς δυὸ αὐτοὺς ἄνδρες ἐπισκόπους. Τὸν µὲν Ἰάσονα στὴν Ταρσό, τὸν δὲ Σωσίπατρο στὸ Ἰκόνιο. Ὅµως, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ἦταν νὰ πᾶνε καὶ οἱ δυὸ αὐτοὶ ἐπίσκοποι στὸ νησὶ τῆς Κέρκυρας, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἱδρύσουν νέες ἐκκλησίες.

Ἐκεῖ, ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας Κερκυλλίνος τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς φυλάκισε. Μέσα ἀπὸ τὴ φυλακή, οἱ δυὸ ἀπόστολοι ἄρχισαν µὲ τὸ δίχτυ τοῦ θείου λόγου νὰ ψαρεύουν ἀνθρώπους στὴ χριστιανικὴ πίστη. Κάνουν χριστιανοὺς ἑπτὰ φηµισµένους λῄσταρχους τοῦ νησιοῦ, τὸ δεσµοφύλακα Ἀντώνιο καί, τὸ σπουδαιότερο, τὴν κόρη τοῦ Κερκυλλίνου, Κερκύρα, τῆς ὁποίας ἡ πίστη φέρνει πλῆθος νέων πιστῶν. Ὅταν ὁ Κερκυλλίνος πνίγηκε σ᾿ ἕνα ναυάγιο, τὸν διαδέχτηκε ἕνας σκληρὸς εἰδωλολάτρης, ὁ Δατιανός. Μία ἀπὸ τὶς πρῶτες του ἐνέργειες ἦταν νὰ κάψει τὸν Σωσίπατρο. Ἀλλὰ ὁ Ἰάσων κατάφερε µὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ ἐκχριστιανίσει τὸ Δοτιανὸ µὲ ὅλη του τὴν οἰκογένεια. Αὐτό, βέβαια, εἶχε σὰν ἀποτέλεσµα νὰ γίνει µεγάλο πνευµατικὸ ἔργο στὴν Κέρκυρα.






Οἱ Ἅγιοι Ἑπτὰ Μάρτυρες Σατορνῖνος, Ἰακίσχολος, Φαυστιανός, Ἰανουάριος,

Μαρσάλιος, Εὐφράσιος καὶ Μαµµῖνος ἢ Μάµµος



Ἦταν πρώην λῃστές, φυλακισµένοι στὴν Κέρκυρα, καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Ἰάσονος πίστεψαν στὸν Χριστό. Κατόπιν µαρτύρησαν µέσα σὲ βρασµένη πίσσα.


Ἡ Ἁγία Κέρκυρα



Ἦταν κόρη τοῦ Βασιλιᾶ Κερκυλλίνου καὶ πίστεψε στὸν Χριστὸ ἀπὸ τὰ µαρτύρια τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἰάσονος καὶ Σωσιπάτρου. Ὁπότε ὁµολόγησε τὸν Χριστὸ καὶ πούλησε ὅλα της τὰ κοσµήµατα, καὶ τὰ χρήµατα τὰ ἔδωσε στοὺς φτωχούς. Ὅταν τὸ ἔµαθε ὁ πατέρας της καὶ ἀφοῦ δὲν µπόρεσε νὰ µεταστρέψει τὴν γνώµη της, τὴν παρέδωσε σ᾿ ἕναν Αἰθίοπα γιὰ νὰ τὴν διαφθείρει. Ἀλλ᾿ ὁ Αἰθίοπας πίστεψε στὸν Χριστὸ δι᾿ αὐτῆς καὶ θανατώθηκε. Ἡ δὲ Κέρκυρα βασανίστηκε µὲ πολλοὺς τρόπους καὶ στὸ τέλος τὴν κρέµασαν καὶ τὴν θανάτωσαν µὲ βέλη.






Οἱ Ἅγιοι Εὐσέβιος, Ζήνων, Βιτάλιος καὶ Νέων



Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν ἀπ᾿ τοὺς κατοίκους τῆς Κέρκυρας, οἱ ὁποῖοι πρῶτοι εἱλκύσθησαν ἀπὸ τὰ κηρύγµατα τῶν ἁγίων Ἰάσονα καὶ Σωσίπατρου, καὶ ἔγιναν ἔνθερµοι συνεργάτες στὸ ἀποστολικό τους ἔργο. Ὁ ἄρχοντας Κερκυλλῖνος τοὺς κατεδίωξε καὶ ἀφοῦ τοὺς συνέλαβε, τοὺς γύµνωσε καὶ τοὺς µαστίγωσε σκληρά. Ἐπειδὴ ὅµως ἀρνήθηκαν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, τοὺς φυλάκισε καὶ κατόπιν ἀφοῦ ἄναψε µεγάλη φωτιά, τοὺς ἔριξε µέσα καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν τοῦ ἀθανάτου µαρτυρικοῦ στεφάνου.






Οἱ Ἅγιοι Κυντιανός καὶ Ἀττικός



Ἄγνωστοι στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου. Μνηµονεύονται στὸν Συναξαριστὴ Delehaye ὡς ἑξῆς: « Ἄθλησις τῶν ἁγίων µαρτύρων Κυντιανοῦ καὶ Ἀττικοῦ» (σελ. 640,6). Ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή τους δὲν ἀναφέρονται.






Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλοκτένης, Μητροπολίτης Θηβῶν



Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὰ µέσα τοῦ 12ου αἰῶνα, ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς, τὸν Κων/νο Καλοκτένη καὶ τὴν Μαρία, ποὺ τὸν ἀνέθρεψαν ἐν πάσῃ παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Ἀπὸ µικρὸς ἔδειξε κλήση στὰ θεῖα καὶ ὑπῆρξε ἄριστος µαθητής. Ὅταν µεγάλωσε ἔγινε µοναχὸς καὶ µόναζε σὲ κάποια Μονὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸν ἐξέλεξαν, γιὰ τὶς µεγάλες του ἱκανότητες καὶ ἀρετές, Μητροπολίτη Θηβῶν. Σὰν Μητροπολίτης διοίκησε ἄψογα τὸ ποίµνιό του.

Ἔκτισε Ἐκκλησίες καὶ ἀνακατασκεύασε τὶς παλαιότερες ποὺ ἦταν κατεστραµµένες ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, ἀνέπτυξε ἀρδευτικὰ ἔργα γιὰ τὶς καλλιέργειες τοῦ τόπου, ἀνέπτυξε τὸ ἐµπόριο καὶ ἔδωσε δουλειὰ σὲ πολλοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς του καὶ γενικὰ ἀναβάθµισε πολὺ τὴν Μητρόπολή του. Ἐκεῖνο ὅµως ποὺ τὸν κάνει ἀκόµα ἀνώτερο

ἦταν ἡ µεγάλη ἐλεηµοσύνη ποὺ καλλιεργοῦσε πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανά. Ἔτσι εὐεργετώντας ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.


Ὁ Ἅγιος Χριστόδουλος ὁ Αἰθίοψ (+ 1ος αἰ.)



Πιθανὸν νὰ εἶναι ὁ ἴδιος µ᾿ αὐτὸν τῆς 26ης Φεβρουαρίου.






Ὁ Ἅγιος Ἀγάπιος ἐπίσκοπος Νουµιδίας (+ 259)


Ἁγιολόγιον - Ἀπρίλιος 30



     Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀπόστολος, ἀδελφὸς Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου

     Ὁ Ἅγιος Κλήµης ὁ ὑµνογράφος

     Ὁ Ἅγιος Μάξιµος

     Εὕρεσις Λειψάνων Ἁγίου Βασιλέως ἐπισκόπου Ἀµασείας

     Ὁ Ἅγιος Δονᾶτος ἐπίσκοπος Εὐρείας

     Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγίας Ἀργυρῆς

     Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Θεοδώρου Νεοµάρτυρα τοῦ Βυζαντίου

     Ὁ Ἅγιος Erconwaid (Ἀγγλοσάξωνας)






Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀπόστολος, ἀδελφὸς Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου



Ἦταν γιὸς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἀδελφὸς τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννη. Ὁ Χριστὸς τὸν βρῆκε κοντὰ στὴ λίµνη τῆς Τιβεριάδος, στὸ πλοῖο τοῦ πατέρα του, νὰ διορθώνει δίχτυα. Ἐκεῖ, τὸν κάλεσε µαζὶ µὲ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη, ἀφοῦ προηγουµένως εἶχε καλέσει καὶ τὰ ἄλλα ἀδέλφια, Ἀνδρέα καὶ Πέτρο. Ὁ Ἰάκωβος εἶχε ἰδιαίτερη ἐκτίµηση ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὸν ἔπαιρνε κοντά Του. Μάλιστα, ἡ µητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννη, βλέποντας αὐτὴν τὴν εὔνοια ποὺ ἔδειχνε ὁ Κύριος στοὺς γιούς της, ζήτησε νὰ καθίσουν τὰ παιδιά της δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἀπὸ τὸ θρόνο Του, τὴν ἡµέρα της

δόξας Του. Ὁ Κύριος µεταξὺ ἄλλων ἀπάντησε ὅτι θἄρθει καιρὸς ποὺ θὰ πιοῦν τὸ ποτήρι ποὺ θὰ πιεῖ Αὐτός, ἐννοῶντας, φυσικά, τὸ µαρτύριό Του. Πράγµατι, ἡ προφητεία γιὰ

τὸν Ἰάκωβο ἐκπληρώθηκε µετὰ 49 χρόνια. Τότε ὁ Ἰάκωβος ἦταν στὰ Ἱεροσόλυµα καὶ κήρυττε στὴν ἐκεῖ Ἐκκλησία. Ὁ Ἡρῴδης Ἀγρίππας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει τὸ µῖσος τῶν Ἰουδαίων, συνέλαβε µαζὶ µὲ ἄλλους χριστιανοὺς τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν σκότωσε µὲ

µαχαῖρι. Ἀξίζει νὰ ἀναφέρουµε ὅτι ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης ὀνοµάστηκαν υἱοὶ βροντῆς, γιὰ τὴν δύναµη τοῦ κηρύγµατός τους.






Ὁ Ἅγιος Κλήµης ὁ ὑµνογράφος



Ἦταν Στουδίτης Μοναχὸς καὶ µαθητὴς τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου, ποὺ, µετὰ τὸν θάνατό του, ἀντικατέστησε τὸν διδάσκαλό του στὴν ἡγουµενία της Μονῆς. Ὑπῆρξε ἔνθερµος ὀπαδὸς τῆς προσκύνησης τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ πέθανε ἀπὸ κακουχίες στὴν ἐξορία σὰν ὁµολογητὴς τῆς πίστης µας. Φυσικὰ εἶναι γνωστό, ὅτι ὑπῆρξε Βυζαντινὸς Ὑµνογράφος τοῦ 9ου αἰῶνα (ποιητὴς τῶν Κανόνων).






Ὁ Ἅγιος Μάξιµος


Μαρτύρησε ἀφοῦ τοῦ διαπέρασαν τὴν κοιλιὰ µὲ ξίφος.






Εὕρεσις Λειψάνων Ἁγίου Βασιλέως ἐπισκόπου Ἀµασείας



Ἡ κυρίως µνήµη τοῦ γιορτάζεται στὶς 26 Ἀπριλίου.






Ὁ Ἅγιος Δονᾶτος ἐπίσκοπος Εὐρείας



Ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395), καὶ ἔλαµψε σὰν ἐπίσκοπος Εὐρείας της Ἠπείρου. Παροιµιώδης ἔµεινε ἡ µέριµνα καὶ ἡ αὐταπάρνησή του γιὰ τοὺς φτωχούς του ποιµνίου του. Ὑπῆρξε ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὴν δύναµη νὰ θαυµατουργεῖ. Ἔτσι κάποτε, ἀπάλλαξε µὲ τὶς δεήσεις του τὸ Σούλι ἀπὸ κάποιο µεγάλο καὶ φοβερὸ δράκοντα, ποὺ ἦταν φόβητρο καὶ µάστιγα τῶν κατοίκων. Ἀκόµα, ὅταν κάποτε πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ αὐτοκράτορας τοῦ ἀπέδωσε

µεγάλες τιµὲς καὶ τοῦ χάρισε πλούσια δῶρα. Διότι διὰ τῆς προσευχῆς του, θεράπευσε τὴν κόρη του ποὺ ἔπασχε ἀπὸ σεληνιασµό. Καὶ ὅπως κάποτε ὁ Ἠλίας, ἔτσι καὶ αὐτὸς µὲ τὴν δέησή του ἔλυσε τὴν ἀνοµβρία, ποὺ µάστιζε τὴν πρωτεύουσα καὶ τὰ προάστια, τὰ ὁποῖα «λούστηκαν» µὲ ἄφθονη βροχή. Ὅταν ἐπανῆλθε στὴν ἐπαρχία του,

ἐξακολούθησε τὸ ποιµαντικό του ἔργο µὲ τὸν ἴδιο ζῆλο. Ἔκτισε µὲ τὰ βασιλικὰ χρήµατα ναό, ποὺ διακόσµησε µὲ µεγαλοπρέπεια. Πέθανε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράµατα.






Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγίας Ἀργυρῆς



Ἡ κυρίως µνήµη της γιορτάζεται στὶς 5 Ἀπριλίου. Ἐδῶ γιορτάζουµε τὴν ἀνακοµιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων της, ποὺ ἔγινε στὶς 30 Ἀπριλίου 1725, στὸν ναὸ τῆς ἁγίας Παρασκευῆς στὴν Κωνσταντινούπολη.






Ἀνακοµιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Θεοδώρου Νεοµάρτυρα τοῦ Βυζαντίου



Ἡ κυρίως µνήµη του γιορτάζεται τὴν 17η Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα.






Ὁ Ἅγιος Erconwaid (Ἀγγλοσάξωνας)



Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς Ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων.


Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.


Ὁ Ἅγιος Μεγαλοµάρτυς Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος



Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος συγκαταλέγεται στοὺς Μεγαλοµάρτυρες καὶ εἶναι ἀπὸ τοὺς πιὸ λαοφιλεῖς Ἁγίους της Ἐκκλησίας µας. Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου - ἀρχὲς τοῦ

4ου αἰῶνα, στὴν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ.



Ἡ ἐποχή του ὑπῆρξε ἐποχὴ σκληρῶν διωγµῶν ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς πίστης. Ὁ Γεώργιος εἶχε µεγάλο ἀξίωµα· ἦταν κόµης καὶ διακρινότανε σὲ ὅλες τὶς στρατιωτικὲς ἐπιχειρήσεις γιὰ τὴν γενναιότητα καὶ τὴν ἀνδρεία του.



Παρ᾿ ὅλη ὅµως τὴν δόξα καὶ τὶς τιµὲς δὲν ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει τὰ πάντα καὶ νὰ ὁµολογήσει µὲ παῤῥησία µπροστὰ στὸν αὐτοκράτορα καὶ σὲ πολλοὺς ἄρχοντες τὴν Χριστιανική του πίστη. Ὑπέµεινε πολλὰ καὶ φρικτὰ βασανιστήρια καὶ στὸ τέλος ἀναδείχτηκε Μεγαλοµάρτυρας.



Εἶναι πολλὰ τὰ θαύµατα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὄχι µόνο αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται σὲ αὐτὸ τὸ βιβλιάριο, ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἄλλα, ποὺ µέχρι σήµερα κάνει σ᾿ ὅσους προσφεύγουν µὲ πίστη στὶς πρεσβεῖες του.



Δεῖγµα τιµῆς ἀπὸ µέρους µας πρὸς τὸν Ἅγιο, ἀγαπητὲ ἀναγνώστη, εἶναι βέβαια καὶ ὁ ἑορτασµὸς τῆς µνήµης του καὶ τὰ πανηγύρια, ἀλλὰ πιὸ µεγάλο δεῖγµα τιµῆς εἶναι ἡ

µίµηση τῆς ἁγίας ζωῆς του, γιατί «τιµὴ µάρτυρος» εἶναι ἡ «µίµηση µάρτυρος». Μίµηση τῆς ὁµολογίας, τῆς µαρτυρικῆς καὶ ἁγίας ζωῆς του.



     Βίος τοῦ Ἁγίου

     Τὰ θαύµατα τοῦ Ἁγίου

     Θαυµατουργικὲς εἰκόνες τοῦ Ἁγίου στὸ Ἅγιον Ὄρος








Βίος τοῦ Ἁγίου



Ὁµολογητὴς ὁ κόµης Γεώργιος



Ὁ Μεγαλοµάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἔµεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, ὅταν ἦταν δέκα χρονῶν. Ἡ µητέρα του τὸν πῆρε µαζί της στὴν πατρίδα της τὴν Παλαιστίνη, ὅπου εἶχε καὶ τὰ κτήµατά της. Ὁ Γεώργιος παρ᾿ ὅλο ποὺ ἦταν µικρός, κατατάχθηκε στὸν στρατό, προήχθη δὲ σὲ µεγάλα ἀξιώµατα καὶ ἔπαιρνε µέρος στὶς συνελεύσεις τῶν ἀνωτάτων ἀξιωµατούχων τοῦ κράτους. Ὁ Διοκλητιανὸς τὸν ἐκτιµοῦσε πολύ.



Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου µέχρι τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀνέβηκε στὸν θρόνο ὁ Διοκλητιανός, τὸ 283 µ.Χ., ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία µεγάλωσε πάρα πολύ, γιατί ἐπικρατοῦσε εἰρήνη. Οἱ Χριστιανοὶ πῆραν πολλὲς δηµόσιες θέσεις, ἔκτισαν πολλοὺς καὶ


µεγάλους ναούς, διάφορα σχολεῖα καὶ ὀργάνωσαν τὴν διοίκηση καὶ τὴν διαχείριση τῶν ἐκκλησιῶν καὶ τῆς φιλανθρωπίας.



Ὁ Διοκλητιανὸς ἀρχικὰ ἐργάστηκε γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ κράτους του. Προσέλαβε στρατηγοὺς γιὰ βοηθούς του ποὺ τοὺς ὀνόµασε αὐτοκράτορες καὶ Καίσαρες κι ἀφοῦ πέτυχε νὰ ὑποτάξει τοὺς ἐχθροὺς τοῦ κράτους καὶ νὰ σταθεροποιήσει τὰ σύνορά του, στράφηκε στὰ ἐσωτερικὰ ζητήµατα. Δυστυχῶς, στράφηκε ἐναντίον τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας γιὰ νὰ ἀνορθώσει τὴν εἰδωλολατρία. Γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο λοιπόν, κάλεσε τοὺς βοηθούς του Καίσαρες τὸ 303 µ.Χ. καὶ τοὺς στρατηγοὺς στὴν πρωτεύουσα τοῦ ἀνατολικοῦ Ῥωµαϊκοῦ κράτους σὲ τρεῖς γενικὲς συγκεντρώσεις. Ἀνάµεσά τους βρισκότανε καὶ ὁ Γεώργιος, ποὺ διακρίθηκε πολλὲς φορὲς στοὺς πολέµους.



Συγκεντρώθηκαν λοιπὸν ὅλοι, γιὰ νὰ πάρουν ἀποφάσεις γιὰ τὴν ἐξόντωση καὶ τὸν ἀφανισµὸ τῆς Χριστιανικῆς πίστης. Πρῶτος µίλησε ὁ Διοκλητιανὸς καὶ ἐπέβαλε σὲ ὅλους ν᾿ ἀναλάβουν τὸν ἐξοντωτικὸ ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ Χριστιανισµοῦ. Ὅλοι ὑποσχέθηκαν ὅτι θὰ καταβάλουν κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ ἐξαλείψουν τὴν

Χριστιανικὴ Θρησκεία ἀπὸ τὸ Ῥωµαϊκὸ κράτος. Τότε ὁ γενναῖος Γεώργιος σηκώθηκε καὶ εἶπε: «Γιατί, βασιλιὰ καὶ ἄρχοντες, θέλετε νὰ χυθεῖ αἷµα δίκαιο καὶ ἅγιο καὶ νὰ ἐξαναγκάσετε τοὺς Χριστιανοὺς νὰ προσκυνοῦν καὶ νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα;» Καὶ διακήρυξε τὴν ἀλήθεια τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας καὶ τὴν Θεότητα τοῦ Χριστοῦ.



Μόλις τελείωσε, ὅλοι συγχυστήκανε µ᾿ αὐτὴ τὴν ὁµολογία του καὶ προσπάθησαν νὰ τὸν πείσουν νὰ µετανοήσει γιὰ ὅσα εἶπε, καταπραΰνοντας ἔτσι καὶ τὸν Διοκλητιανό. Ἀλλὰ ὁ Γεώργιος ἦταν σταθερὸς καὶ µὲ θάῤῥος διακήρυσσε τὴν Χριστιανική του πίστη.



Στὴ φυλακή



Ὀργισµένος ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τὸν κλείσουν στὴν φυλακὴ κὰ νὰ τοῦ περισφίγξουν τὰ πόδια στὸ ξύλο καὶ ἀφοῦ τὸν ξαπλώσουν ἀνάσκελα, νὰ βάλουν πάνω στὸ στῆθος του µεγάλη καὶ βαριὰ πέτρα.



Τὸ ἄλλο πρωὶ ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τοῦ παρουσιάσουν τὸν Γεώργιο γιὰ νὰ τὸν ἀνακρίνει. Καὶ πάλι αὐτὸς ἔµεινε ἀκλόνητος στὴν ὁµολογία του καὶ παρ᾿ ὅλες τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ αὐτοκράτορα διακήρυττε τὴν πίστη του καὶ µιλοῦσε γιὰ τοὺς οὐρανίους θησαυρούς. Ὁ Διοκλητιανὸς ὀργίστηκε ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ διέταξε τοὺς δήµιους νὰ δέσουν τὸν Ἅγιο σὲ ἕνα µεγάλο τροχὸ γιὰ νὰ κοµµατιαστεῖ τὸ σῶµα του. Μάλιστα εἰρωνεύτηκε τὴν ἀνδρεία τοῦ Ἁγίου καὶ τὸν κάλεσε νὰ προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Γεώργιος εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ ποὺ τὸν ἀξίωνε νὰ δοκιµαστεῖ καὶ δέχτηκε µὲ εὐχαρίστησε νὰ ὑποστεῖ τὸ φοβερὸ αὐτὸ µαρτύριο, ποὺ χώριζε σὲ µικρὰ λεπτὰ

κοµµάτια ὁλόκληρο τὸ σῶµα του, ἐπειδὴ γύρω γύρω ἀπὸ τὸν τροχὸ ὑπῆρχαν µπηγµένα κοφτερὰ σίδερα, ποὺ µοιάζανε µὲ µαχαίρια. Πραγµατικὰ µόλις ὁ τροχὸς κινήθηκε τὰ κοφτερὰ σίδερα ἄρχισαν νὰ κόβουν τὸ σῶµα του. Τότε ἀκούστηκε µία φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ ἔλεγε : «Μὴ φοβᾶσαι, Γεώργιε, γιατί ἐγὼ εἶµαι µαζί σου» καὶ ἀµέσως ἕνας ἄγγελος ἐλευθέρωσε τὸν Ἅγιο, λύνοντας τὸν ἀπὸ τὸν τροχὸ καὶ θεραπεύτηκε ὅλο τὸ καταπληγωµένο σῶµα του.



Ὁ Γεώργιος ἀφοῦ ἀπέκτησε τὸ θαυµάσιο παράστηµά του, µὲ ὄψη ἀγγελική, παρουσιάστηκε στὸν Διοκλητιανὸ ποὺ εἶχε πάει µὲ ἄλλους νὰ κάνει θυσία. Μόλις τὸν εἶδαν ἔµειναν ὅλοι ἔκθαµβοι καὶ ἀπορηµένοι. Μερικοὶ δὲ ἰσχυριζόντουσαν ὅτι εἶναι


κάποιος ποὺ τοῦ µοιάζει καὶ ἄλλοι ὅτι εἶναι φάντασµα. Καθὼς ὅµως σχολιάζανε τὸ γεγονός, ἐµφανίστηκαν µπροστὰ στὸν βασιλιὰ δυὸ ἀπὸ τοὺς ἀξιωµατικούς του, ὁ Πρωτολέοντας καὶ ὁ Ἀνατόλιος µὲ χίλιους στρατιῶτες καὶ ὁµολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Ὁ Διοκλητιανὸς θύµωσε τόσο ποὺ ἔγινε ἔξαλλος καὶ διέταξε νὰ τοὺς σκοτώσουν, πρᾶγµα ποὺ ἔγινε ἀµέσως.



Ἔπειτα διέταξε νὰ γεµίσουν ἀµέσως ἕνα λάκκο µὲ ἀσβέστη καὶ νερὸ καὶ ἀφοῦ ῥίξουν

µέσα τὸν Γεώργιο, νὰ τὸν ἀφήσουν µέσα τρεῖς µέρες καὶ τρεῖς νύχτες ἔτσι ποὺ νὰ

διαλυθοῦν καὶ τὰ κόκκαλά του.



Πραγµατικὰ οἱ δήµιοι ῥίξανε τὸν Ἅγιο στὸν ζεµατιστὸ ἀσβέστη καὶ κλείσανε τὸ στόµα τοῦ λάκκου. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς µέρες ὁ Διοκλητιανὸς ἔστειλε στρατιῶτες νὰ ἀνοίξουν τὸ λάκκο. Μὲ µεγάλη τους ἔκπληξη ὅµως βρῆκαν τὸν Γεώργιο ὄρθιο, µέσα στὸν ἀσβέστη καὶ προσευχόταν. Τὸ γεγονὸς ἐντυπωσίασε καὶ προκάλεσε θαυµασµὸ καὶ ἐνθουσιασµὸ στὸ λαό, ποὺ φώναζε: «Ὁ Θεὸς τοῦ Γεωργίου εἶναι µεγάλος». Ὁ Διοκλητιανὸς ζήτησε ἐξηγήσεις ἀπὸ τὸν Γεώργιο, ποὺ ἔµαθε τὶς µαντικὲς τέχνες καὶ πὼς τὶς χρησιµοποιεῖ. Ὁ Γεώργιος τότε τοῦ ἀπάντησε ὅτι τὰ γεγονότα ἦταν ἀποτέλεσµα τῆς θείας χάρης καὶ δύναµης καὶ ὄχι µαγείας καὶ γοητείας.



Ὁ Διοκλητιανὸς ὀργισµένος διέταξε νὰ τοῦ φορέσουν πυρακτωµένα παπούτσια µὲ σιδερένια καρφιὰ καὶ τὸν ἐξαναγκάσουν νὰ περπατᾷ. Ὁ Ἅγιος προσευχόταν καὶ περπατοῦσε χωρὶς νὰ πάθει τίποτα. Πάλι διέταξε νὰ τὸν φυλακίσουν καὶ σκέφτηκε νὰ φωνάξει τοὺς ἄρχοντες γιὰ νὰ συσκεφτοῦν τί ἔπρεπε νὰ κάµουν στὸν Γεώργιο. Καὶ ἀφοῦ τὸν δείρανε τόσο πολύ µε µαστίγια καὶ καταπλήγωσαν ὁλόκληρο τὸ σῶµα τοῦ Ἁγίου, τὸν παρουσίασαν στὸν Διοκλητιανό, ποὺ ἔµεινε ἔκπληκτος βλέποντας τὸν Γεώργιο νὰ λάµπει σὰν Ἄγγελος. Σκέφτηκε, λοιπόν, ὅτι τὸ φαινόµενο αὐτὸ ὀφειλόταν στὶς µαγικές του ἱκανότητες. Γι᾿ αὐτὸ κάλεσε τὸν µάγο Ἀθανάσιο, γιὰ νὰ λύσει τὰ

µάγια τοῦ Γεωργίου.



Ἀβλαβὴς ἀπὸ τὸ δηλητήριο



Ἦλθε, λοιπὸν ὁ µάγος Ἀθανάσιος, κρατῶντας στὰ χέρια του δυὸ πήλινα ἀγγεῖα, ὅπου ὑπῆρχε δηλητήριο. Στὸ πρῶτο ἀγγεῖο τὸ δηλητήριο προξενοῦσε τρέλα, ἐνῷ στὸ δεύτερο τὸν θάνατο.



Ἀµέσως ὁδήγησαν τὸν Ἅγιο στὸν Διοκλητιανὸ καὶ στὸν µάγο Ἀθανάσιο. Ὁ βασιλιὰς διέταξε νὰ τοῦ δώσουν νὰ πιεῖ τὸ πρῶτο δηλητήριο. Ὁ Ἅγιος χωρὶς δισταγµὸ ἤπιε τὸ δηλητήριο τοῦ πρώτου δοχείου, ἀφοῦ προηγουµένως προσευχήθηκε, λέγοντας : «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡµῶν, ὁ εἰπὼν κἂν θανάσιµόν τι πίω, οὐ µὴ αὐτοὺς βλάψει, θαυµάστωσον νῦν τὰ ἐλέη σου». Καὶ δὲν ἔπαθε ἀπολύτως τίποτα.



Μόλις εἶδαν ὅτι δὲν ἔπαθε ἀπολύτως τίποτα, ὁ βασιλιὰς διέταξε νὰ τοῦ δώσει ὁ µάγος καὶ τὸ δεύτερο ἀγγεῖο. Τὸ ἤπιε καὶ αὐτὸ χωρὶς νὰ πάθει τὸ παραµικρό. Τότε ὅλοι ἔµειναν ἔκπληκτοι ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦµα. Ὁ Διοκλητιανὸς ἐξακολουθοῦσε νὰ ἐπειµένει ὅτι γιὰ νὰ µὴν πεθάνει ὁ Γεώργιος εἶχε δικά του µάγια. Ὁ µάγος Ἀθανάσιος ποὺ ἤξερε

πόσο δραστικὰ ἦταν τὰ δηλητήρια, ἀφοῦ ἐγονάτισε µπροστὰ στὸν µάρτυρα, ὁµολόγησε τὴν πίστη του στὸν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ὁ Διοκλητιανὸς διέταξε καὶ ἐφόνευσαν τὸν Ἀθανάσιο ἀµέσως. Ἐκείνη τὴν στιγµὴ ἔφθασε καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ Διοκλητιανοῦ Ἀλεξάνδρα, ποὺ ὁµολόγησε τὴν πίστη της στὸν ἀληθινὸ Θεό. Καὶ ὁ σκληρὸς καὶ


ἄκαρδος Διοκλητιανὸς διέταξε νὰ τὴν φυλακίσουν καὶ τὴν ἑποµένη νὰ τῆς κόψουν τὸ κεφάλι. Ἡ Ἀλεξάνδρα ἐνῷ προσευχόταν στὴν φυλακή, παρέδωσε τὴν ψυχή της στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.



Τὸ µαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου



Ὁ Ἅγιος Γεώργιος κλείστηκε στὴν φυλακὴ καὶ τὴν νύκτα εἶδε στ᾿ ὄνειρό του τὸν Χριστό, ποὺ τοῦ ἀνάγγειλε ὅτι θὰ πάρει τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου καὶ θὰ ἀξιωθεῖ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Σὰν ξηµέρωσε διατάχθηκαν οἱ στρατιῶτες νὰ παρουσιάσουν µπροστά του τὸν Ἅγιο. Πραγµατικὰ ὁ Ἅγιος ἐβάδιζε γεµάτος χαρὰ πρὸς τὸν βασιλέα, ἐπειδὴ προγνώριζε ὅτι ἔφτασε τὸ τέλος του. Μόλις λοιπὸν τὸν ἀντίκρισε ὁ Διοκλητιανός, τοῦ πρότεινε νὰ πᾶνε στὸν ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα γιὰ νὰ θυσιάσει στὸ εἴδωλό του. Ὅταν µπῆκε ὁ Ἅγιος στὸν ναό, ἐσήκωσε τὸ χέρι καὶ ἀφοῦ ἔκανε τὸ σηµεῖο τοῦ σταυροῦ διέταξε τὸ εἴδωλο νὰ πέσει. Ἀµέσως τοῦτο ἔπεσε καὶ ἔγινε κοµµάτια.



Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων καὶ ὁ λαὸς τόσο πολὺ θύµωσαν, ποὺ φώναζαν στὸν βασιλέα νὰ θανατώσει τὸν Γεώργιο. Ὁ Διοκλητιανὸς ἔβγαλε διαταγὴ καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι.








Τὰ θαύµατα τοῦ Ἁγίου



α) ἡ µεταφορὰ τῆς κολώνας



Μία γυναῖκα ἀγόρασε µία κολῶνα καὶ δὲν µποροῦσε νὰ τὴν στείλει στὴν Ῥώµη ποὺ κτιζόταν ἐκεῖ µία ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Εἶδε λοιπὸν στὸ ὄνειρό της τὸν Ἅγιο, ποὺ µαζί της σήκωσε τὴν κολῶνα καὶ τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα. Ἡ κολῶνα βρέθηκε στὴν Ῥώµη µὲ µία ἐπιγραφὴ νὰ τοποθετηθεῖ στὸ δεξὶ µέρος τῆς ἐκκλησίας.



β) Σωτηρία ἑνὸς αἰχµαλώτου στρατιώτη



Στὴν Παµφλαγονία τοῦ Πόντου τιµοῦσαν πολὺ τὸν Ἅγιο καὶ µάλιστα εἶχαν κτιστεῖ πρὸς τιµὴν του πολλοὶ ναοί. Ὅλοι τιµοῦσαν τὸν Ἅγιο τόσο ὥστε κάθε οἰκογένεια νὰ δίνει τὸ ὄνοµά του σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρσενικὰ παιδιά της. Τοῦτο συνέβη καὶ σὲ µία εὐσεβὴ οἰκογένεια. Ἐµεγάλωσε τὸ παιδί της ποὺ ἦταν φρόνιµο, ἠθικό, συνετό, καὶ ὅταν ἔγινε εἴκοσι χρόνων τὸν κάλεσαν στὸ στρατό. Στὶς µάχες ποὺ ἔγιναν ἐναντίον τῶν βαρβάρων πολλοὶ Χριστιανοὶ µεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ νεαρὸς Γεώργιος, ἔπεσαν σὲ ἐνέδρα, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλους ἔσφαξαν, ἄλλους ἔκαµαν ὑπηρέτες καὶ ἄλλους πώλησαν δούλους. Ὁ Γεώργιος ἔγινε ὑπηρέτης κάποιου ἀξιωµατικοῦ, ποὺ τὸν ἐκτίµησε πολύ.



Οἱ γονεῖς του Γεωργίου γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἐπενθοῦσαν καὶ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι γιὰ τὸ χαµένο τοὺς παιδί. Καθηµερινὰ ἐπήγαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ γονατιστοὶ παρακαλοῦσαν θερµὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς φανερώσει τί ἀπέγινε τὸ ἀγαπηµένο τους παιδί.



Ἀλλὰ καὶ ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν ἐξορία του προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ


τὴν σκλαβιὰ καὶ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ συναντηθεῖ µὲ τοὺς ἀγαπηµένους του γονεῖς. Ἐπέρασε λοιπὸν ἕνας χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ἐξαφανίστηκε. Ἔφθασε µάλιστα καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ γονεῖς, ποὺ πάντα εἶχαν τὴν ἐλπίδα ὅτι τὸ παιδί τους ζεῖ, ἐκάλεσαν τοὺς συγγενεῖς τους γιὰ δεῖπνο.



Ἐκείνη τὴν ἡµέρα ὁ ἀξιωµατικὸς τοῦ Γεωργίου τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πλύνει τὰ πόδια πρὶν ἀπὸ τὸ φαγητὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Γεώργιος πῆγε νὰ ζεστάνει νερό. Ὅλη τὴν ἡµέρα ὁ Γεώργιος ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιό του ποὺ γιόρταζε νὰ τὸν ἐλευθερώσει καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει κοντὰ στοὺς γονεῖς του. Μόλις τὸ νερὸ ἔβρασε καὶ τὸ ἑτοίµασε γιὰ τὸν ἀφέντη του, παρουσιάστηκε µπροστά του ὁ Ἅγιος ἔφιππος σ᾿ ἕνα ἄσπρο ἄλογο καὶ ἀφοῦ ἀνέβασε τὸν νέο σ᾿ αὐτὸ ἀµέσως, τὸν ἔφερε στὸ σπίτι του τὴν ὥρα ποὺ βρισκόταν ὅλοι οἱ καλεσµένοι στὸ τραπέζι. Ἔµειναν ὅλοι τότε ἔκθαµβοι καὶ ὅταν ἐκεῖνος τοὺς ἀφηγήθηκε τὸ θαῦµα µὲ κάθε λεπτοµέρεια, ὅλοι γεµάτοι χαρὰ ἐδόξασαν τὸ Θεό.



γ) ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ γιοῦ τῆς χήρας



Στὴν Μυτιλήνη ἦλθαν πειρατὲς ἀπὸ τὴν Κρήτη γιὰ νὰ κλέψουν, λεηλατήσουν καὶ αἰχµαλωτίσουν ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερους µποροῦσαν. Σκέφθηκαν, λοιπόν, νὰ κάνουν τὴν ἐπιδροµή τους τὴν ἡµέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ ὅλοι θὰ βρισκόταν συγκεντρωµένοι στὴν ἐκκλησία. Πραγµατικὰ οἱ κουρσάροι ἔκαναν τὴν ἐπίθεσή τους καὶ µεταξὺ αὐτῶν ποὺ αἰχµαλώτισαν ἦταν καὶ ἕνας πολὺ ὡραῖος νέος, ὁ γιὸς µίας πλούσιας χήρας. Οἱ κουρσάροι τὸν χάρισαν στὸν Ἀµιρᾶν τῆς Κρήτης ποὺ τὸν ἔβαλε ὑπηρέτη τῆς τράπεζάς του.



Ἡ µάνα του ἀπὸ τὴν στιγµὴ ποὺ χάθηκε ὁ γιός της ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο νὰ τῆς φανερώσει τὸ χαµένο της παιδί. Ὁ Μεγαλοµάρτυρας Γεώργιος δὲν βράδυνε νὰ ἐκπληρώσει τὸν πόνο τῆς πονεµένης µάνας. Καὶ ἐνῷ ὁ νέος ἑτοιµαζόταν νὰ προσφέρει κρασὶ στὸν Ἀµιρᾶν, ὁ Ἅγιος Γεώργιος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν µετέφερε στὴν

µάνα του. Καὶ οἱ δυὸ δὲν πίστευαν στὰ µάτια τους. Ὅταν συνῆλθαν δόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο γιὰ τὸν παράξενο τρόπο τῆς ἀπελευθέρωσης.



δ) Εὐεργέτης, ἀλλὰ καὶ τιµωρός



Στὴν Παµφλαγονία ὑπῆρχε ἕνας µεγάλος ναὸς πρὸς τιµὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ στὴν πλατεῖα τοῦ ναοῦ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτὰ δὲν

µποροῦσε νὰ νικήσει σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀγωνίσµατα, γι᾿ αὐτὸ τὰ ἄλλα τὸ εἰρωνεύονταν καὶ τὸ περιγελοῦσαν. Τότε στράφηκε πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸ βοηθήσει νὰ νικήσει καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τοῦ προσφέρει ἕνα σφουγγάτο, δηλαδὴ φαγητὸ ἀπὸ αὐγὰ τηγανισµένα µὲ κρεµµύδια καὶ

µυρωδικά.



Μόλις ἔκανε τὸ τάξιµο ἄρχισε νὰ παλεύει µὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ ποὺ τὰ νίκησε. Ἀµέσως πῆγε στὸ σπίτι του καὶ µόνος του ἐφτίαξε τὸ σφουγγάτο καὶ τὄβαλε µπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα ἔφθασαν ἐκεῖ τρεῖς νέοι γιὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ µόλις εἶδαν τὸ σφουγγάτο σκέφτηκαν νὰ τὸ φάνε. Καὶ εἶπαν µεταξύ τους: «Τί τὰ θέλει αὐτὰ ὁ Ἅγιος; Μήπως πρόκειται νὰ τὰ φάει;» Ἐκάθησαν, λοιπόν, καὶ ἔφαγαν τὸ σφουγγάτο στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν θέλησαν νὰ φύγουν δὲν µποροῦσαν νὰ σηκωθοῦν, γιατί εἶχαν κολλήσει στὰ µαρµάρινα σκαλοπάτια. Ἔκαµαν τότε φτηνὰ τάµατα στὸν Ἅγιο γιὰ νὰ ξεκολλήσουν, ἀλλὰ τίποτα. Ὅταν ἔκαµαν ἀκριβὸ τάµα, νὰ


δώσει ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα φλωρί, τότε µόνο µπόρεσαν νὰ ξεκολλήσουν καὶ ν᾿ ἀπελευθερωθοῦν. Μόλις βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ πῆραν θάῤῥος, εἶπαν πρὸς τὸν Ἅγιο: «Ἅγιε Γεώργιε, τὰ σφουγγάτα σου εἶναι πολὺ ἀκριβά, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐµεῖς δὲν θὰ ξαναγοράσουµε τίποτα ἀπὸ ἐσένα».



ε) Τιµωρία τοῦ Σαρακηνοῦ



Κάποιος Σαρακηνὸς ταξιδιώτης (ἀνεψιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας), σὰν εἶδε τὴν θαυµάσια ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, διέταξε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ µεταφέρουν τὶς ἀποσκευές τους καὶ νὰ τὶς βάλουν στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας, ἐπειδὴ θὰ ἔµεναν ἐκεῖ γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν καὶ ὕστερα νὰ συνέχιζαν τὸ δρόµο τους. Ὅµως ἀπαίτησε νὰ βάλουν καὶ τὶς δώδεκα καµῆλες µέσα στὴν ἐκκλησία. Οἱ ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας τὸν παρακάλεσαν νὰ µὴν βεβηλώσει τὴν ἐκκλησία τους. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐπέµενε καὶ ἀνέβηκε

σ᾿ ἕνα ψηλὸ σηµεῖο τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ τὶς παρακολουθεῖ. Ὅταν τὶς ὁδήγησαν λοιπὸν στὴν ἐκκλησία, ἀµέσως πέθαναν ὅλες. Τότε τὸ θαῦµα διαδόθηκε, ὁ δὲ Σαρακηνὸς ἐντυπωσιάσθηκε καὶ ζήτησε νὰ τὶς βγάλουν ἔξω καὶ νὰ τὶς θάψουν. Ἔµεινε στὴν ἐκκλησία µέχρι τὸ πρωὶ ποὺ ἦλθε ὁ ἱερέας γιὰ νὰ λειτουργήσει. Στὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας, τὴν ὥρα τῆς µετουσίωσης τῶν τιµίων δώρων, ὁ Σαρακηνὸς εἶδε ὅραµα ὅτι ὁ ἱερέας ἀφοῦ πῆρε στὰ χέρια τοῦ ἕνα µικρὸ παιδί, τὸ ἔσφαξε καὶ τὸ αἷµα του χύθηκε στὸ Ἅγιο ποτήρι, καὶ τὸ σῶµα του ἀφοῦ τὸ ἔκοψε σὲ µικρὰ κοµµάτια τὄβαλε στὸν ἱερὸ δίσκο. Ὅταν τελείωσε τὸ κοινωνικό, καὶ εἶδε ὁ Σαρακηνὸς τὸν ἱερέα νὰ µεταδίδει στὸ λαὸ τὶς σάρκες καὶ τὸ αἷµα τοῦ παιδιοῦ, θύµωσε πολύ. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ζήτησε νὰ µάθει λεπτοµέρειες καὶ νὰ πάρει ἐξηγήσεις. Ὁ ἱερέας τοῦ ἐξήγησε σχετικῶς µὲ τὴν θεία εὐχαριστία, καὶ ἀκόµα τοῦ εἶπε ὅτι ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἕνα ὅραµα ποὺ µόνο οἱ µεγάλοι πατέρες εἶδαν. Ἐγώ -τοῦ λέει ὁ ἱερέας- δὲν ἀξιώθηκα ποτὲ νὰ δῶ τὸ φρικτὸ αὐτὸ Μυστήριο καὶ µόνο ἄρτο καὶ κρασὶ βλέπω». Ἐξήγησε κατόπιν στὸν Ἄρχοντα Σαρακηνὸ τὸ θαυµαστὸ µυστήριο. Τότε ὁ Σαρακηνὸς θέλησε νὰ βαπτισθεῖ γιατί πίστεψε ὅτι ἡ Χριστιανικὴ πίστη ἦταν ἡ πιὸ ἀληθινή. Ὁ ἱερέας τότε τοῦ εἶπε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυµα νὰ βαπτισθεῖ, γιατί ὅταν θὰ τὸ µάθαινε ὁ θεῖος του, ποὺ ἦταν βασιλιὰς τῆς Συρίας, θὰ τὸν σκότωνε καὶ θὰ ἄρχιζε φοβερὸ διωγµὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Σαρακηνὸς πῆγε στὰ Ἱεροσόλυµα, ὅπου ὑπῆρχε ἄλλος ἡγεµόνας, καὶ βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη. Ὕστερα µάλιστα ἀπὸ λίγες µέρες συµβουλεύτηκε τὸν Πατριάρχη τί ἔπρεπε νὰ κάνει γιὰ νὰ σωθεῖ. Τότε ὁ Πατριάρχης τὸν συµβούλευσε νὰ γίνει µοναχὸς στὸ ὄρος Σινᾶ. Καὶ πραγµατικὰ ἔτσι ἔγινε.



Ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὸν ἡγούµενό του καὶ ἔφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἱερέα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ τὸν εἶχε συµβουλεύσει νὰ βαπτισθεῖ. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ ὁ ἱερέας δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἀφοῦ τοῦ ἀποκάλυψε ποιὸς ἦταν, τοῦ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυµία του νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Ὁ ἱερέας δόξασε τὸν Θεὸ καὶ τοῦ εἶπε:

«πήγαινε παιδί µου στὸν θεῖο σου Ἀµιρᾶν καὶ ὁµολόγησε τὴν πίστη σου τόσο σ᾿ αὐτὸν ὅσο καὶ σ᾿ ἄλλους Σαρακηνούς». Ὁ µοναχὸς σὰν τὰ ἄκουσε αὐτὰ συγκινήθηκε καὶ ξεκίνησε ἀµέσως νὰ πάει στὴν πόλη, ὅπου ὁ θεῖος του ἦταν ἄρχοντας. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ, περίµενε νὰ νυχτώσει καὶ ἀνέβηκε στὸν µιναρὲ τοῦ τζαµιοῦ καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Τρέξτε ἐδῶ Σαρακηνοί, διότι θέλω νὰ σᾶς µιλήσω». Τότε οἱ Σαρακηνοὶ ἔτρεξαν µὲ λαµπάδες καὶ ὅταν εἶδαν τὸν µοναχό, ῥώτησαν τί εἶχε νὰ τοὺς πεῖ. Ὁ

µοναχός τους εἶπε: «Μὲ ῥωτᾶτε τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ; Λοιπόν σας ῥωτῶ: Ποῦ εἶναι ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀµιρᾶν, ποὺ ἔφυγε κρυφά;» Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: «Ἂν µᾶς πεῖς ποὺ βρίσκεται θὰ σοῦ δώσουµε ὅσα λεφτὰ θέλεις». Ὁ µοναχὸς τοὺς εἶπε: «Ὁδηγῆστέ µε στὸν Ἀµιρᾶν γιὰ νὰ σᾶς τὸ πῶ».


Ἀφοῦ ἅρπαξαν τὸν µοναχό, τὸν ὁδήγησαν µὲ µεγάλη χαρὰ στὸν Ἀµιρᾶν. «Αὐτὸς ὁ

µοναχὸς γνωρίζει ποὺ εἶναι ὁ ἀνεψιός σου», τοὔπανε. Ὁ Ἀµιρὰς τότε ῥώτησε ἂν στ᾿

ἀλήθεια ξέρει ποὺ βρίσκεται. «Ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶµαι. Ὅµως τώρα εἶµαι Χριστιανὸς καὶ

πιστεύω στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦµα, τὴν µία θεότητα καὶ ὁµολογῶ ὅτι ὁ

υἱὸς τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία καὶ ἔκαµε στὸν κόσµο µεγάλα

θαυµάσια καὶ ἀφοῦ σταυρώθηκε καὶ πῆγε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθισε στὰ δεξιά του

Θεοῦ καὶ Πατέρα, πρόκειται νὰ ἔλθει ξανὰ γιὰ νὰ κρίνει ζωντανοὺς καὶ πεθαµένους».

Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ θεῖος του Ἀµιρὰς τοὖπε: «Τί ἔπαθες, ταλαίπωρέ µου, νὰ ἀφήσεις

τὸ σπίτι σου, τὰ πλούτη σου, τὴν δόξα σου καὶ νὰ περπατεῖς περιφρονηµένος σὰν

ζητιάνος; Ἐπίστρεψε λοιπὸν στὴν θρησκεία σου καὶ παραδέξου σὰν προφήτη σου τὸν

Μωάµεθ γιὰ νὰ ἐπανέλθεις ξανὰ στὴν προηγούµενή σου κατάσταση». Ὁ µοναχὸς τότε

τοῦ εἶπε: «Ὅσα καλὰ εἶχα ποὺ ἤµουν Σαρακηνός, ἦταν µερίδα τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ τὸ

τρίχινο φόρεµά µου εἶναι τὸ καύχηµα καὶ ὁ πλοῦτος µου. Τὸ Μωάµεθ ποὺ σᾶς πλάνεψε

καὶ τὴν θρησκεία του, ἀποστρέφοµαι ἐντελῶς».



Σὰν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἀµιρᾶς εἶπε πρὸς τοὺς Σαρακηνοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ,

ὅτι ὁ ἀνεψιός του ἔχασε τὰ λογικά του καὶ νὰ τὸν διώξουν. Αὐτὸ βέβαια τὸ ἔκαµε γιὰ νὰ

τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὸ νόµο ποὺ προέβλεπε θανατικὴ ποινὴ στοὺς ὑβριστὲς τῆς

θρησκείας. Ἐκεῖνοι µόλις ἄκουσαν τὸν Ἀµιρᾶν εἶπαν: «Ἀφήνεις ἐλεύθερο αὐτὸν ποὺ

ὕβρισε τὸν προφήτη καὶ τὴν θρησκεία µας; Ἂς ἀρνηθοῦµε καὶ ἐµεῖς λοιπὸν τὴν

θρησκεία µας καὶ ἂς γίνουµε Χριστιανοί». Ὁ Ἀµιρᾶς ἐπειδὴ φοβήθηκε τὸν ὄχλο µήπως

ἐξαγριωθεῖ περισσότερο, ἔδωκε τὴν ἄδεια νὰ τὸν κάµουν ὅτι θέλουν. Ἐκεῖνοι τὸν

ἅρπαξαν, τρίζοντας τὰ δόντια ἀπὸ τὴν λύσσα καὶ ἀφοῦ τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν

πόλη, τὸν λιθοβόλησαν, ἐνῷ ἐκεῖνος προσευχόταν κι εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, γιατί τὸν

ἀξίωνε νὰ µαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνοµα τοῦ Κυρίου µας. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ θαῤῥαλέου

ὁµολογητῆ Σαρακηνοῦ.



Κάθε νύχτα πάνω ἀπὸ τὸν σωρὸ ἀπὸ τὶς πέτρες, φαινόταν ἕνα ἄστρο λαµπρὸ ποὺ φώτιζε τὸν κόσµο ἐκεῖνο. Οἱ Σαρακηνοὶ µάλιστα θαύµασαν τὸ γεγονός. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ὁ Ἀµιρᾶς ἔδωσε ἄδεια στοὺς Χριστιανοὺς νὰ βγάλουν τὸ Ἅγιο λείψανο τοῦ

µάρτυρα ἀπὸ τὶς πέτρες γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὅταν λοιπὸν σήκωσαν τὶς πέτρες, βρῆκαν τὸ λείψανο «σῶον καὶ ἀβλαβές» καὶ ἀνέδιδε εὐωδία. Ἀφοῦ τὸ προσκύνησαν µὲ εὐλάβεια,

τὸ ἐνταφίασαν µὲ ὕµνους καὶ ψαλµῳδίες στὸν Κύριο.



5) Ἡ κόρη τοῦ βασιλιᾶ γλιτώνει ἀπὸ τὸν δράκοντα



Στὴν Ἀνατολικὴ ἐπαρχία τῆς Ἀττάλειας καὶ στὴν πόλη Ἀλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος ποὺ ἦταν πολὺ Χριστιανοµάχος. Εἶχε βασανίσει πολλοὺς Χριστιανοὺς γιὰ ν᾿ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ ἔπειτα τοὺς φόνευε.



Κοντὰ στὴν πόλη ὑπῆρχε ἕνας δράκοντας φοβερὸς ποὺ καθηµερινὰ ἅρπαζε ἀνθρώπους ἢ ζῷα καὶ τὰ κατάτρωγε. Οἱ κάτοικοι εἶχαν πανικοβληθεῖ καὶ ἀπόφευγαν νὰ περνοῦν ἀπὸ ἐκεῖ. Κάποτε ὁ βασιλιὰς συγκέντρωσε στρατὸ καὶ πῆγε γιὰ νὰ σκοτώσει τὸ ἄγριο θηρίο. Ὅµως δὲν πέτυχε καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος.



Ὅταν εἶδαν οἱ κάτοικοι ὅτι ὁ βασιλιὰς ἀπέτυχε νὰ σκοτώσει τὸν δράκοντα πῆγαν νὰ τὸν ῥωτήσουν γιατί δὲν µπόρεσε νὰ βρεῖ τρόπους νὰ ἐξοντώσει τὸ θηρίο. Τότε ὁ βασιλιάς, ὕστερα ἀπὸ συµβουλὴ ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, εἶπε στὸ πλῆθος:

«Γνωρίζετε ὅτι ἐπιχειρήσαµε ἀρκετὲς φορὲς νὰ σκοτώσουµε τὸ θηρίο καὶ δὲν τὸ


κατορθώσαµε, γιατί ἔτσι ἦταν τὸ θέληµα τῶν Θεῶν. Τώρα λοιπόν, σύµφωνα µὲ τὴν ἐντολή τους, θὰ πρέπει ὁ καθένας µας νὰ στέλλει τὸ παιδί του γιὰ νὰ τὸ τρώει ὁ δράκοντας. Ἀκόµα καὶ ἐγὼ θὰ στείλω τὴν µοναδική µου κόρη, ὅταν ἔλθει ἡ σειρά της». Ἔτσι, λοιπόν, ὁ λαὸς ὑπάκουσε στὴν διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ γιατί δὲν µποροῦσε νὰ κάνει ἀλλιώτικα. Ἔστελναν, δηλαδὴ τὰ παιδιά τους µὲ δάκρυα καὶ µὲ θρήνους νὰ καταβροχθίζονται ἀπὸ τὸ θηρίο.



Ὅταν ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τῆς κόρης τοῦ βασιλιᾶ, ξετυλίχθηκαν τραγικὲς σκηνές. Ὁ βασιλιὰς κτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ τὸ πρόσωπό του, τραβοῦσε τὰ γένια του καὶ µὲ λυγµοὺς ἔλεγε: «Ἀλίµονο σὲ µένα τὸν ταλαίπωρο! Τί νὰ πρωτοκλάψω γλυκό µου παιδί; Τὸ χωρισµό µας ἢ τὸν ξαφνικό σου θάνατο ποὺ θὰ δῶ σὲ λίγο; Τί νὰ πρωτοθρηνήσω, ἀγαπηµένο µου παιδί, τὸ κάλλος σου ἢ τὸν τρόµο, ποῦ σὲ λίγο θὰ νοιώσεις σὰν σὲ κατασπαράζει τὸ θηρίο; Ἀλίµονο, κόρη µου, ποὺ ἔλαµπες σὰν πολύφωτη λαµπάδα στὸ παλάτι µου καὶ περίµενα τὴν ὥρα ποὺ θὰ γιόρταζα τοὺς γάµους σου. Ποῦ θὰ βρῶ πιὰ παρηγοριὰ καὶ πῶς θὰ ζήσω µακριά σου; Τί τὴν θέλω τὴν ζωὴ καὶ τὰ παλάτια χωρὶς ἐσένα;» Αὐτὰ ἔλεγε ὁ ἀπαρηγόρητος βασιλιάς. Ἔπειτα γύρισε πρὸς τὸ πλῆθος καὶ εἶπε:

«Ἀγαπητοί µου φίλοι καὶ ἄρχοντες, σᾶς ζητῶ νὰ µὲ συµπονέσετε. Σᾶς προσφέρω πλούτη ὅσα θέλετε καὶ ἀκόµα τὴν βασιλεία µου, ἀλλὰ νὰ µοῦ κάνετε µία χάρη. Νὰ µοῦ χαρίσετε τὸ µονάκριβο παιδί, ἀλλιώτικα ἀφῆστε καὶ ἐµένα νὰ πάω µαζί της.» Κανένας ὅµως δὲν συγκινήθηκε ἀπὸ τὰ λόγια του βασιλέα, γιατί αὐτὸς ἦταν ποὺ ἔβγαλε τὴν διαταγή, γιὰ νὰ βρίσκουν τὰ παιδιὰ τους τέτοιο οἰκτρὸ τέλος. Ἔτσι µὲ µία φωνὴ ὅλοι του εἶπαν, ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐφαρµοστεῖ καὶ στὸ παιδί του ἡ διαταγή του.



Σὰν δὲν µποροῦσε νὰ κάνει διαφορετικὰ ὁ βασιλιάς, τὴν συνόδευσε µέχρι τὴν πύλη τῆς πόλης. Ἀφοῦ τὴν ἀγκάλιασε καὶ τὴν φίλησε, τὴν παρέδωσε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν λίµνη. Πραγµατικὰ οἱ ἄνθρωποι τὴν ἄφησαν καὶ ἔφυγαν. Ὁ λαὸς ἔβλεπε µέσα ἀπὸ τὰ τείχη τὴν κόρη ποὺ καθόταν κοντὰ στὴν λίµνη καὶ περίµενε νὰ ἔλθει τὸ θηρίο γιὰ νὰ τὴν κατασπαράξει.



Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ µέγας Γεώργιος, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόµη ὁµολογήσει τὴν Χριστιανική του πίστη, ἦταν κόµης καὶ ἀρχηγὸς στρατιωτικῆς µονάδας στὸ στράτευµα τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἐπέστρεφε µάλιστα στὴν Καππαδοκία ἀπὸ µία ἐκστρατεία ποὺ ἔκανε

µαζὶ µὲ τὸν Διοκλητιανό. Ἀπὸ Θεοῦ θέληµα πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν λίµνη καὶ ὅταν εἶδε τὸ νερό, θέλησε νὰ ποτίσει τὸ ἄλογό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ὁ ἴδιος. Ὅταν εἶδε τὴν κόρη νὰ κλαίει ἀσταµάτητα καὶ νὰ διακατέχεται ἀπὸ ἀγωνία καὶ τρόµο, τὴν πλησίασε

καὶ τὴν ῥώτησε γιατί ἔκλαιγε καὶ ἀκόµη ποιὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε ὁ λαὸς µέσα ἀπὸ τὰ τείχη. Ἡ κόρη τοῦ εἶπε ὅτι ἀδυνατοῦσε νὰ τοῦ διηγηθεῖ τὰ ὅσα συνέβησαν καὶ τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ συµβοῦν καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ καβαλήσει τὸ ἄλογό του καὶ νὰ φύγει, ὅσο πιὸ γρήγορα µποροῦσε γιατί κινδύνευε νὰ χάσει τὴν ζωή του καὶ ἦταν τόσο νέος καὶ ὡραῖος. Ὁ Ἅγιος ἐπέµενε νὰ µάθει τί τῆς συνέβηκε. Καὶ αὐτὴ τοῦ εἶπε: «Εἶναι µεγάλη ἡ ἀφήγηση, κύριέ µου, καὶ δὲν µπορῶ νὰ σοῦ τὰ ἀφηγηθῶ ὅλα

µε λεπτοµέρειες. Μόνο σου λέγω καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ φύγεις τώρα ἀµέσως γιὰ νὰ µὴν πεθάνεις ἄδικα µαζί µου». Καὶ ὁ Ἅγιος της εἶπε: «Πές µου τὴν ἀλήθεια, γιατί κάθεσαι ἐδῶ καὶ ὁρκίζοµαι στὸν Θεό, ποὺ πιστεύω ἐγώ, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἀφήσω µόνη, ἀλλὰ θὰ σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλιώτικα θὰ πεθάνω καὶ ἐγὼ µαζί σου».



Τότε ἡ κόρη ἀναστέναξε πικρὰ καὶ διηγήθηκε στὸν Ἅγιο τὰ ὅσα συνέβησαν. Ἀφοῦ ἄκουσε ἐκεῖνος τὰ γεγονότα, ῥώτησε τὴν κόρη: «Σὲ ποιὸ Θεὸ πιστεύουν ὁ πατέρας σου καὶ ἡ µητέρα σου καὶ ὁ λαός;» Καὶ ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε: «Πιστεύουν στὸν Ἡρακλῆ καὶ


στὴν µεγάλη θεὰ Ἄρτεµη». Ὁ ἅγιος τότε τῆς εἶπε: «Ἀπὸ σήµερα νὰ µὴν φοβᾶσαι οὔτε καὶ νὰ κλαίεις. Μόνο πίστεψε στὸν Χριστό, ποὺ πιστεύω ἐγώ, καὶ θὰ δεῖς τὴν δύναµη τοῦ Θεοῦ µου». Ἡ βασιλοπούλα ἀπάντησε στὸν Ἅγιο: «Πιστεύω, κύριέ µου, µ᾿ ὅλη µου τὴν ψυχὴ καὶ µ᾿ ὅλη µου τὴν καρδιά». Ὁ Ἅγιος συνέχισε: «Ἔχε θάῤῥος στὸν Θεὸ ποὺ δηµιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ τὴν θάλασσα διότι ὁ Χριστὸς πρόκειται νὰ καταργήσει τὴν δύναµη τοῦ Θηρίου καὶ θὰ ἐλευθερωθοῦν καὶ ἀκόµα θὰ διώξουν τὸν φόβο τοῦ θηρίου ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου αὐτοῦ. Μεῖνε, λοιπόν, ἐδῶ καὶ µόλις δεῖς τὸ θηρίο νὰ ἔρχεται, φώναξέ µου».



Τότε ὁ Ἅγιος ἔκλεινε τὰ γόνατά του στὴ γῆ καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ προσευχήθηκε καὶ εἶπε: «Ὁ Θεὸς ὁ Μεγάλος καὶ Δυνατὸς ποὺ κάθεται πάνω στὰ χερουβὶµ καὶ ἐπιβλέπει ἀβύσσους, ποὺ εἶναι εὐλογητὸς καὶ ὑπάρχει στοὺς αἰῶνες, σὺ γνωρίζεις ὅτι οἱ καρδίες εἶναι µάταιες, Σὺ φιλάνθρωπε Δεσπότη καὶ Κύριε ἐπίβλεψε καὶ τώρα σὲ µένα τὸν ταπεινὸ καὶ ἀνάξιο δοῦλο σου καὶ φανέρωσέ µου τὰ ἐλέη σου. Κάνε νὰ ὑποτάξω τὸ φοβερὸ αὐτὸ θηρίο γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι ὑπάρχεις µαζί µου καὶ ὅτι εἶσαι ὁ µόνος ἀληθινὸς Θεός». Τότε ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ τοὔλεγε: «Εἰσακούστηκε ἡ δέησή σου Γεώργιε, καὶ κάνε ὅπως θέλεις, διότι ἐγὼ θἆµαι πάντοτε µαζί σου». Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή του ὁ Ἅγιος, φάνηκε τὸ ἄγριο θηρίο. Ὅταν τὸ εἶδε ἡ κόρη φώναξε: «Ἀλοίµονό µου, κύριέ µου! Ἔρχεται τὸ θηρίο γιὰ νὰ µὲ κατασπαράξει».



Τότε ὁ Ἅγιος ἔτρεξε γιὰ νὰ συναντήσει τὸ θηρίο. Ἦταν τὸ θηρίο φοβερό. Ἔβγαζε ἀπὸ τὰ

µάτια του φωτιὰ καὶ ἦταν τόσο ἐξαγριωµένο καὶ ἀπαίσιο ποὺ παρουσίαζε θέαµα

τροµερό. Ἀµέσως ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ σηµεῖο τοῦ τιµίου Σταυροῦ καὶ εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός

µου, ἡµέρεψε γιὰ χάρη µου, ποὺ εἶµαι δοῦλος σου, τὸ θηρίο αὐτὸ γιὰ νὰ πιστέψει ὁ λαὸς

στὸ ὄνοµά Σου τὸ Ἅγιο». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ φοβερὸς δράκοντας µὲ τὰ µεγάλα δόντια

ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνῷ κυλιόταν καὶ βρυχόταν, µόλις ἡ

βασιλοπούλα εἶδε τὸ θέαµα, ἔνοιωσε χαρὰ µεγάλη. Καὶ ὁ Ἅγιος της εἶπε: «Βγάλε τὴν

ζώνη σου καὶ δέσε µὲ αὐτὴ τὸν δράκοντα ἀπὸ τὸν λαιµό». Ἀµέσως τότε ἡ κόρη ἄφοβα

ἔβγαλε τὴν ζώνη της καὶ ἔδεσε τὸ δράκοντα, καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο ποὺ τὴν

γλίτωσε ἀπὸ τὸν βέβαιο θάνατο. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ἄλογό του, εἶπε πρὸς τὴν

βασιλοπούλα: «Σύρε τὸν δράκοντα µὲ τὴν ζώνη σου µέχρι τὴν πόλη».



Ὅταν εἶδαν οἱ κάτοικοι τὸ παράξενο θέαµα, τὴν κόρη δηλαδὴ νὰ σέρνει δεµένο τὸν δράκοντα, τράπηκαν σὲ φυγή. «Μὴ φοβᾶσθε, σταθεῖτε καὶ θὰ δεῖτε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία σας» τοὺς εἶπε ὁ Ἅγιος. Τότε σταµάτησαν ὅλοι ἀπορηµένοι καὶ περίµεναν νὰ δοῦν τί θὰ τοὺς δείξει. Τοὺς προέτρεψε λοιπόν, νὰ πιστέψουν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ αὐτοὶ δέχτηκαν µὲ χαρά. Ἀφοῦ σήκωσε τὸ χέρι του κτύπησε µὲ τὸ ἀκόντιο τὸν δράκοντα καὶ τὸ φοβερὸ τέρας σκοτώθηκε. Ἔπειτα ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὴν βασιλοπούλα, τὴν παρέδωσε στὸν βασιλιά. Ὅλοι ἔνοιωσαν µεγάλη καὶ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀφοῦ γονάτισαν, καταφιλοῦσαν τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Πανάγαθο Θεό, διότι τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ θηρίο κι ἔτσι σταµάτησε ἡ θυσία τῶν παιδιῶν τους.



Ὁ Ἅγιος κάλεσε ἀπὸ κάποια πόλη τῆς Ἀντιοχείας τὸν ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο καὶ βάπτισε τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅλο τὸ λαό. Μέσα σὲ δεκαπέντε µέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.



Ἀφοῦ λοιπὸν βαπτίστηκαν ὅλοι καὶ ἔγινε µεγάλη χαρὰ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό, ἔκτισαν


καὶ µία µεγάλη ἐκκλησία στὸ ὄνοµα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος πῆγε νὰ τὴν δεῖ. Μόλις µπῆκε στὸ Ἅγιο βῆµα καὶ προσευχήθηκε, βγῆκε πηγὴ ἁγιάσµατος καὶ σκορπίστηκε εὐωδία στὸν ναό. Ἡ πηγὴ αὐτὴ σῴζεται µέχρι σήµερα.



Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὸν βασιλιὰ καὶ τὸ λαό, ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα του τὴν Καππαδοκία. Στὸ δρόµο του συνάντησε τὸ διάβολο µετασχηµατισµένο σὲ µορφὴ ἀνθρώπου. Κρατοῦσε δυὸ ῥαβδιὰ στὰ ὁποῖα στηριζόταν σὰν γέρος. Φαινόταν µάλιστα σὰν νικηµένος καὶ καταφρονηµένος στρατιώτης. Εἶπε, λοιπὸν µὲ ταπείνωση στὸν Ἅγιο:

«Χαῖρε Γεώργιε». Ὁ Ἅγιος ἀµέσως κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ διάβολος καὶ τοῦ εἶπε: «Ποιὸς εἶσαι καὶ πῶς µὲ ξέρεις; Ἂν δὲν ἤσουνα ὁ πονηρὸς διάβολος δὲν θὰ µποροῦσες νὰ µὲ ξέρεις, ἀφοῦ ποτὲ ξανὰ δὲν µὲ ἔχεις δεῖ». Ὁ διάβολος ἀπάντησε: «Πὼς τολµᾷς νὰ ὑβρίζεις τοῦ ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ῥωτᾷς ποιὸς εἶµαι ἐγώ; Μάθε νὰ µιλᾷς καλά». Ὁ Ἅγιος τότε ἀποκρίθηκε: «Ἂν εἶναι ἔτσι ὅπως µου τὰ λὲς καὶ εἶσαι Ἄγγελος, ἀκολούθησέ

µε. Ἂν ὅµως εἶσαι πνεῦµα πονηρό, νὰ µὴν µετακινηθεῖς ἀπὸ τὴν θέση σου». Μόλις τελείωσε τὸ λόγο τοῦ αὐτὸ ὁ Ἅγιος, ὁ διάβολος βρέθηκε δεµένος καὶ φώναξε δυνατά:

«Ἀλοίµονό µου! Τί κακὴ ὥρα ἦταν αὐτὴ ποὺ σὲ συνάντησα! Τί κακὸ ἔπαθα νὰ πέσω στὰ χέρια σου ὁ ταλαίπωρος!».



Ὁ Ἅγιος βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν πνεῦµα πονηρὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Σὲ ὁρκίζω στὸ Θεὸ νὰ µοῦ πεῖς τί ἐπρόκειτο νὰ µοῦ κάνεις». Καὶ ὁ δαίµονας εἶπε: «Ἐγὼ, Γεώργιε, εἶµαι ἀπὸ τὸ δεύτερο τάγµα τοῦ Σατανᾶ καὶ ὅταν ὁ Θεὸς ἔκαµε τὸν οὐρανὸ καὶ διαχώριζε τὴν γῆ ἀπὸ τὰ νερὰ ἤµουνα παρών. Ἐγὼ ἔκαµα φοβερὲς βροντὲς καὶ ἀστραπές, ἐγὼ ἔδεσα κεφαλὲς καὶ τώρα ἀπὸ τὴν περηφάνια µου κατάντησα κάτω στὸν Ἅδη καὶ ἔγινα δαίµονας. Ἀλοίµονό µου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τὴν χάρη ποὺ σοῦ δόθηκε καὶ ἤθελα νὰ σὲ παραπλανήσω γιὰ νὰ µὲ προσκυνήσεις. Ἀλλὰ πλανήθηκα. Ἀλοίµονό µου τί κακὸ ἐζήτησα νὰ πάθω καὶ δὲν µπορῶ νὰ λυθῶ. Σὲ παρακαλῶ Γεώργιε, θυµήσου τὴν προηγούµενή µου εὐτυχία καὶ µὴ µὲ ἀφήσεις νὰ ἐπιστρέψω στὴν ἄβυσσο γιατί σου τὰ εἶπα ὅλα». Τότε ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ὕψωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ εἶπε: «Σ᾿ εὐχαριστῶ Κύριέ

µου, διότι µου παρέδωσες στὰ χέρια µου τὸν πονηρὸ δαίµονα, ποὺ πρόκειται νὰ σταλεῖ σὲ σκοτεινὸ τόπο γιὰ νὰ τιµωρεῖται αἰώνια». Μόλις εἶπε αὐτὰ ὁ Ἅγιος ἐπετίµησε καὶ ἀπόλυσε τὸ πονηρὸ πνεῦµα.



Θαυµατουργικὲς εἰκόνες τοῦ Ἁγίου στὸ Ἅγιον Ὄρος



α) ἡ εἰκόνα ποὺ µεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Μονὴ Φανουήλ



Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (886-912) ἦσαν τρεῖς γνήσιοι ἀδελφοί, ὁ Μωυσῆς, ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ Βασίλειος καὶ ἡ καταγωγή τους ἦταν ἀπὸ τὴν

µεγαλύτερη Λιγχίδα, ποὺ µετονοµάστηκε ἀργότερα σὲ Ἀχρίδα. Αὐτοὶ λοιπὸν ἀποφάσισαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ κόσµο, τὸν πλοῦτο, τὴν δόξα καὶ νὰ πάρουν τὸ ἀγγελικὸ σχῆµα. Ἔφτασαν στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ καὶ ἀφοῦ βρῆκαν ἥσυχο τόπο, κατασκεύασαν σκηνές, ὅπου ἔµεναν γιὰ ἀρκετὸ διάστηµα καὶ συναντιόνταν µόνο τὴν Κυριακή. Διαδόθηκε, λοιπὸν ἡ φήµη τῆς ἀρετῆς τους καὶ γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ ἔρχονταν κοντά τους καὶ δὲν ἔφευγαν.



Βρῆκαν ἕνα χῶρο ὅπου ἔκτισαν µοναστήρι. Ἀφοῦ ἔκτισαν καὶ τὸν ναὸ σκέπτονταν πὼς


νὰ τὸν ὀνοµάσουν. Ἄλλοι ἔλεγαν νὰ τὸν ἀφιερώσουν στὸν Ἅγιο Νικόλαο, ἄλλοι στὸν Ἅγιο Κλήµεντα, ἀρχιεπίσκοπο Ἀχρίδος ποὺ ἦταν καὶ συµπατριώτης τους καὶ ὁ καθένας γενικὰ ἤθελε νὰ δώσει στὸ ναὸ τὸ ὄνοµα τοῦ Ἁγίου, ποὺ ἔτρεφε µεγαλύτερη εὐλάβεια. Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν συµφωνοῦσαν ἀποφάσισαν νὰ προσφύγουν στὴν προσευχὴ στὸ Θεὸ καὶ νὰ δεηθοῦν ὥστε Αὐτὸς γιὰ νὰ ἀποφασίσει γιὰ νὰ διατάξει σὲ ποιὸν ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Του θὰ ἀφιερώσουν τὸ ναὸ καὶ ποιὰν εἰκόνα θὰ ζωγραφίσουν στὸ ξύλο ποὺ

ἑτοίµασαν. Προσευχήθηκαν καὶ οἱ τρεῖς, ὁ καθένας στὸ ἡσυχαστήριό του. Στὴν διάρκεια τῆς προσευχῆς τους διαχύθηκε ἀπὸ τὸν νεόκτιστο ναὸ ἕνα ἀσυνήθιστο φῶς,

λαµπρότερο ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου γύρω ἀπὸ τὰ κελιὰ τῶν µοναχῶν. Οἱ µοναχοὶ κατελήφθησαν ἀπὸ φόβο καὶ ἀπορία καὶ ἔµειναν προσευχόµενοι ὅλη νύχτα.



Τὴν ἑποµένη τὸ πρωὶ ὅταν κατέβηκαν οἱ µοναχοὶ στὴν ἐκκλησία εἶδαν µὲ θαυµασµὸ ὅτι στὸ ξύλο ποὺ ἑτοίµασαν νὰ ζωγραφίσουν, ἐζωγραφίθη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Μεγαλοµάρτυρα καὶ Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ἀπ᾿ αὐτὴ µάλιστα ἔβγαινε ἡ λάµψη ποὺ φώτιζε τὰ ταπεινὰ ἡσυχαστήρια. Ἔτσι λοιπόν, ἀφιερώθηκε ἡ ἐκκλησία στὸν Ἅγιο Γεώργιο καὶ ἡ µονὴ ὀνοµάσθηκε Ζωγράφου.



Ἡ θαυµατουργὴ εἰκόνα ὑπῆρχε στὴν Μονὴ τοῦ Φανουὴλ ποὺ βρίσκεται στὴν Συρία κοντὰ στὴ Λύδδα. Σύµφωνα µὲ τὴν µαρτυρία τοῦ καθηγουµένου τῆς Μονῆς Φανουήλ, Εὐστρατίου, ὅταν κάποτε ὁ Θεὸς θέλησε, νὰ τιµωρήσει τὴν Συρία καὶ νὰ τὴν παραδώσει στοὺς Σαρακηνούς, ἡ ζωγραφιὰ τῆς εἰκόνας ξαφνικὰ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ τὸ ξύλο καὶ ἀφοῦ ὑψώθηκε κρύφτηκε σὲ ἄγνωστο µέρος. Οἱ µοναχοὶ τότε, ἐπειδὴ φοβήθηκαν καὶ λυπήθηκαν ἀπὸ τὸ θαῦµα, ἀφοῦ γονάτισαν, προσεύχονταν στὸ Θεὸ θερµὰ καὶ µὲ δάκρυα καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀποκαλύψει ποὺ κρυβόταν τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ πανάγαθος Θεὸς ἄκουσε τὴν δέηση τῶν µοναχῶν καὶ ὁ Ἅγιος παρουσιάστηκε στὸν ἡγούµενο καὶ τοῦ εἶπε: «Μὴ λυπᾶστε γιὰ µένα. Ἐγὼ βρῆκα γιὰ τὸν ἑαυτό µου Μονὴ τῆς Παναγίας στὸ Ἄθω. Ἂν θέλετε πηγαίνετε καὶ ἐσεῖς πρὸς τὰ ἐκεῖ, γιατί ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου εἶναι ἕτοιµη νὰ πέσει πάνω στὴν διεφθαρµένη Παλαιστίνη καὶ σχεδὸν σ᾿ ὅλη τὴν Οἰκουµένη, ἐπειδὴ οἱ Χριστιανοὶ ἁµαρτάνουν».



Ἀφοῦ συγκέντρωσε ὅλους τοὺς µοναχοὺς ὁ καθηγούµενος ἀνακοίνωσε τὰ συµβάντα. Ἔπειτα κάλεσε καὶ τοὺς προύχοντες τῆς πόλης Λύδδας καὶ τοὺς ἀνάγγειλε ὅσα συνέβησαν σχετικῶς µὲ τὴν ἁγία εἰκόνα. Ὕστερα τοὺς παράγγειλε τὰ ἑξῆς: «Ἐµεῖς φεύγουµε, γιὰ τὴν ἁγία πόλη τῶν Ἱεροσολύµων γιὰ νὰ προσκυνήσουµε τὸν Ἅγιο Τάφο τοῦ Κυρίου καὶ ἂς γίνει τὸ θέληµά Του. Σεῖς ἐγκατασταθεῖτε στὴν Μονὴ γιὰ νὰ τὴν προφυλάξετε».



Μὲ δάκρυα ξεκίνησαν. Ἀφοῦ ἔφτασαν στὴν Ἰόππη βρῆκαν πλοῖο καὶ ἀναχώρησαν γιὰ τὸ ὄρος Ἄθω. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὲς µέρες ἔφτασαν στὴν µονὴ Ζωγράφου. Ὅταν µπῆκαν στὸ ναό, µὲ ἔκπληξη καὶ θαυµασµό, εἶδαν τὴν ζωγραφιὰ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ εἶχαν στὴν µονὴ Φανουήλ, νἆναι προσκολληµένη χωρὶς καµιὰ ἀλλοίωση σ᾿ ἕνα καινούργιο ξύλο. Τότε µὲ συγκίνηση καὶ δάκρυα γονάτισαν µπροστὰ στὴν εἰκόνα καὶ ἔλεγαν:

«Γιατί µας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλοµάρτυρα Γεώργιε;». Οἱ µοναχοί της Ζωγράφου ἀποροῦσαν, γιατί συνέβησαν ὅλα αὐτὰ τὰ παράξενα. Ὅµως ἐκεῖνοι τοὺς διηγήθηκαν τὰ συµβάντα καὶ ὅλοι δόξαζαν ὁλόψυχα τὸν Κύριο καὶ τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Τὸν δὲ καθηγούµενο Εὐστράτιο τὸν ἔκαµαν Ἡγούµενό τους.



Ἀπὸ τότε ἄρχισαν νὰ γίνονται ἀπὸ τὴν ἁγία εἰκόνα πολλὰ θαύµατα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ κόσµος πήγαινε στὴν µονὴ Ζωγράφου, νὰ προσκυνήσει τὸν Τροπαιοφόρο Γεώργιο. Ἡ φήµη τῶν


θαυµάτων ἔφθασε µέχρι καὶ τὸν βασιλέα Λέοντα τὸν Σοφό, ποὺ ἦταν πολὺ εὐσεβής. Μάλιστα ἀποφάσισε νὰ πάει προσωπικὰ στὸ Ἅγιον Ὄρος γιὰ νὰ προσκυνήσει καὶ χαρεῖ πνευµατικὰ µὲ τὶς ψυχωφελεῖς συζητήσεις ποὺ θὰ ἔκανε µὲ τοὺς ἀσκητὲς Μωυσῆ, Ἀαρῶν καὶ Βασίλειο ποὺ ἔγιναν ξακουστοὶ γιὰ τὴν ἀρετή τους. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Λέοντα ἐπισκέφτηκε τὴν Μονὴ καὶ ὁ βασιλιὰς τῶν Βουλγάρων Ἰωάννης ἀπὸ τὸ Τίρναβο. Μὲ τὴν πλούσια βοήθειά του ἄρχισε νὰ κτίζεται ἡ µεγαλοπρεπὴς Μονὴ τοῦ Ζωγράφου. Ἀργότερα ἡ ἱερὰ Μονὴ κατεδαφίστηκε ἀπὸ τοὺς βαρβάρους καὶ τοὺς πειρατές. Ἡ

τωρινὴ Μονὴ κτίστηκε ἀπὸ τὸν Ἡγεµόνα τῆς Μολδαβίας Στέφανο.



Ἡ Ἁγία εἰκόνα ἔχει µέχρι σήµερα τὸ ἄκρο τοῦ δάκτυλου κάποιου ὀλιγόπιστου Ἐπισκόπου. Αὐτὸς καταγόταν, σύµφωνα µὲ τὴν παράδοση, ἀπ᾿ τὰ Βοδενὰ (Ἔδεσσα) καὶ ὅταν ἄκουσε γιὰ τὰ θαύµατα τῆς εἰκόνας θέλησε µαζὶ µὲ τὴν συνοδεία του νὰ πάει νὰ διαπιστώσει ἂν πραγµατικὰ ἦσαν ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ διαδίδονταν ἢ ἦσαν ἐφευρέσεις τῶν µοναχῶν, γιὰ λόγους φιλοχρηµατίας. Ὅταν ἔφτασε στὸ Ἅγιον Ὄρος πῆγε καὶ στὴν Μονὴ τοῦ Ζωγράφου ὅπου οἱ µοναχοὶ ἐκεῖ τὸν ὑποδέχτηκαν µὲ τὴν πρέπουσα τιµή. Στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο Γεώργιο. Ἀλλὰ ὁ ἐπίσκοπος ἀντὶ νὰ φανεῖ ταπεινὸς καὶ σεµνὸς φάνηκε περήφανος καὶ ὀλιγόπιστος. Ἀφοῦ µὲ ἀδιαφορία εἶδε τὸν ναὸ στάθηκε µπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ

µὲ ἀλαζονικὸ ὕφος εἶπε πρὸς τοὺς µοναχούς: «Ὥστε αὐτὴ εἶναι ἡ θαυµατουργὸς εἰκόνα τοῦ Ἁγίου». Ἀµέσως ὅµως τὸ δάκτυλό του κόλλησε στὴν εἰκόνα καὶ µάταια προσπαθοῦσε νὰ τὸ ξεκολλήσει. Ἡ ἀγωνία του καὶ ὁ φόβος του µεγάλωσαν ὅσο ἀγωνιζόταν νὰ τὸ ξεκολλήσει. Κάθε φορὰ ποὺ προσπαθοῦσε νὰ τὸ ξεκολλήσει ἔνοιωθε πόνους γιατί αὐτὸ ἦταν κολληµένο πολὺ γερά. Στὸ τέλος ὁ δυστυχὴς ἐπίσκοπος δέχτηκε νὰ τοῦ κόψουν τὸ δάκτυλό του. Ἔτσι πῆρε µία γεύση τῆς γνησιότητας τῶν θαυµάτων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.



β) Τὸ θαλάσσιο ταξίδι τῆς εἰκόνας ἀπὸ τὴν Ἀραβία



Ὑπάρχει κοντὰ στὸν κίονα τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ ποὺ βρίσκεται ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου

Γεωργίου ἡ πιὸ κάτω χειρόγραφη διήγηση:



Ἡ ἁγία εἰκόνα ἦρθε ἀπὸ τὴν Ἀραβία καὶ βρέθηκε στὸ λιµάνι τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου. Ἡ ἀπροσδόκητη ἄφιξη τῆς εἰκόνας προκάλεσε ταραχὴ καὶ θόρυβο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Γιατί ἡ φήµη ἐξαπλώθηκε γρήγορα καὶ οἱ µοναχοὶ ἐρχόντουσαν ἀπ᾿ ὅλα τὰ µοναστήρια γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν ἁγία εἰκόνα ποὺ µὲ θαῦµα φανερώθηκε στὸ λιµάνι. Μάλιστα κάθε

µοναστήρι ἐπεδίωκε νὰ ἀποκτήσει τὸ θησαυρὸ αὐτὸ καὶ οἱ γέροντες ἀρνοῦνταν νὰ τὴν δώσουν στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου. Τελικὰ ἀποφάσισαν νὰ βάλουν κλῆρο καὶ νὰ δεχτοῦν τὴν ἀπόφαση τῆς ἁγίας εἰκόνας. Πραγµατικὴ πῆραν ὁµόφωνα ἀπόφαση ὅλοι οἱ γέροντες νὰ φορτώσουν τὴν εἰκόνα σ᾿ ἕνα ξένο καὶ ἄγριο µουλάρι ποὺ δὲν ἤξερε τοὺς δρόµους καὶ τὰ Μοναστήρια καὶ ἀφοῦ τὸ ἀφήσουν ἐλεύθερο νὰ τὸ ἀκολουθήσουν ἀπὸ

µακριά. Ἐκεῖ ποὺ θὰ σταµατοῦσε θὰ ἔπρεπε νὰ µείνει ἡ εἰκόνα. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ἀφοῦ ὁδήγησαν τὸ µουλάρι στὸ δρόµο Θεσσαλονίκης - Ἁγίου Ὄρους τὸ ἄφησαν στὴ θέλησή του. Καὶ τὸ µουλάρι µὲ ἀργὸ καὶ ἰσόµετρο περπάτηµα σὰν νὰ ἔνοιωθε ὅτι µετέφερε ἱερὸ φορτίο πέρασε ἀπὸ δύσβατους τόπους, δάση καὶ ὑψώµατα καὶ ἔφτασε στὴν Μονὴ Ζωγράφου καὶ στάθηκε ἀκίνητο σ᾿ ἕνα πολὺ ὡραῖο λόφο.



Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ πληροφορήθηκαν ὅλοι ὅτι ἡ θέληση τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἦταν νὰ

µείνει ἡ ἱερὴ εἰκόνα στὴ Μονὴ Ζωγράφου. Ὅλοι οἱ µοναχοὶ δέχτηκαν στὴ Μονὴ µὲ χαρὰ

καὶ µὲ πνευµατικὸ πανηγύρι τὴν ἱερὴ εἰκόνα καὶ τὴν τοποθέτησαν στὸν κίονα τοῦ


ἀριστεροῦ χοροῦ. Τὸ µουλάρι ποὺ µετέφερνε τὴν ἁγία εἰκόνα πέθανε καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν τόπο ἐκεῖνο. Σὲ ἀνάµνηση γιὰ τὸν ἐρχοµὸ τῆς ἱερῆς εἰκόνας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἔκτισαν στὸν λόφο ἕνα κελλὶ καὶ µικρὴ ἐκκλησία στὸ ὄνοµα τοῦ Ἁγίου.



γ) Ἀφιέρωση τῆς ἁγίας εἰκόνας ἀπὸ τὸν Ἡγεµόνα τῆς Μολδοβλαχίας Στέφανο



Στὸ βορειοδυτικὸ κίονα, ποὺ στηρίζεται καὶ ὁ τροῦλος, εἶναι ἀναρτηµένη καὶ ἄλλη εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ γι᾿ αὐτὴν ὑπάρχει ἡ πιὸ κάτω χειρόγραφη διήγηση στὴν Μονὴ Ζωγράφου.



Ὁ Ἡγεµόνας τῆς Μολδοβλαχίας Στέφανος εἶχε, ὅπως εἶναι γνωστό, συνέχεια πολέµους

µὲ τοὺς Τούρκους. Κάποτε συγκεντρώθηκαν τὰ ἀναρίθµητα Τούρκικα ἀσκέρια, γιὰ νὰ

τὸν ἀφανίσουν. Ὅταν εἶδε ὁ Στέφανος τὸ πλῆθος τοῦ ἐχθροῦ φοβήθηκε. Ἀµέσως ὅµως

συνῆλθε καὶ µὲ θερµὴ προσευχὴ στὸ Θεὸ ζήτησε τὴν βοήθειά του. Στὸν ὕπνο του

ἐµφανίστηκε ὁ Ἅγιος Γεώργιος ποὺ ἦταν λουσµένος σ᾿ ἕνα λαµπρὸ θαυµάσιο φῶς καὶ

µὲ µάτια ποὺ ἄστραφταν. Ὁ Στέφανος ἂν καὶ κοιµόταν φοβήθηκε πολύ. Τότε ὁ Ἅγιος

του εἶπε: «Ἔχε θάῤῥος στὸν Κύριό σου καὶ µὴ φοβᾶσαι τὸ πλῆθος αὐτό. Αὔριο

συγκέντρωσε ὅλο τὸ στράτευµά σου καὶ ὁδήγησέ το ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστοῦ

µὲ φωνὲς πανηγυρικὲς καὶ σάλπιγγες καὶ θὰ δεῖς τὴν δύναµη τοῦ Θεοῦ ποὺ πάντα σὲ

βοηθᾷ. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ στάθηκα ἐδῶ γιὰ νὰ σοῦ ἀποκαλύψω ποιὸς θὰ νικήσει καὶ νὰ

σοῦ ἀναφέρω ὅτι ἡ δύναµη τοῦ Θεοῦ εἶναι µαζί σου καὶ ὅτι ἀκόµα καὶ ἐγὼ θὰ σὲ

βοηθήσω στὴν µάχη αὐτή. Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀνακαίνισε τὴν Μονὴ Ζωγράφου ποὺ εἶναι στὸ

ὄνοµά µου, καὶ ποὺ ἐρηµώθηκε. Στεῖλε µάλιστα καὶ τὴν δική µου εἰκόνα ποὺ ἔχεις µαζί

σου».



Ὁ Στέφανος πῆρε θάῤῥος ἀπὸ τὴν ἐµφάνιση τοῦ Ἁγίου καὶ ἀκόµη ἀπὸ τὴν ὑπόσχεση ποὺ τοῦ ἔδωσε ὅτι θὰ τὸν βοηθοῦσε µὲ τὴν βοήθεια τῆς θείας χάρης. Ἀφοῦ µάλιστα ἔφερε καὶ τὴν ἁγία εἰκόνα µαζί του µὲ τὴν φωνὴ τῶν σαλπίγγων χτύπησε ξαφνικὰ σὰν λαίλαπας τὸν ὄγκο τῶν Ὀθωµανῶν καὶ τοὺς σύντριψε χωρὶς χρονοτριβή.



Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔστειλε καὶ τὴν ἁγία εἰκόνα στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀνακαίνισε τὴν Μονὴ Ζωγράφου, σύµφωνα µὲ τὴν θέληση τοῦ Ἁγίου, ἀφοῦ ἀφιέρωσε σ᾿ αὐτὴν πολλὰ ἀφιερώµατα.



Κάποιος Ῥῶσος συγγραφέας ἀναφερόµενος στὴν ἁγία εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου γράφει τὰ ἑξῆς: «Μέσα στὸ 15ο αἰῶνα ἐφάνη καὶ ἄλλος εὐεργέτης τῆς Μονῆς Ζωγράφου, ὁ Στέφανος ποὺ ἦταν ἐπίσηµος Ἡγεµόνας τῆς Μολδοβλαχίας, καὶ ἀγωνίστηκε πολλὲς φορὲς ἐναντίον τῶν Ὀθωµανῶν νικηφόρα. Ὅταν τὸν περικύκλωσαν κάποτε ἀµέτρητα πλήθη ἐχθροῦ σκεφτόταν µὲ ποιὸ τρόπο θὰ µποροῦσε νὰ σώσει τοὺς περιβόλους τοῦ φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στὸ τεῖχος ἡ µάνα του ποὺ

τοῦ εἶπε: «Δὲν θὰ ἐπιτρέψω ποτὲ στοὺς ἐχθρούς σου ν᾿ ἀνοίξουν τὶς πύλες τοῦ φρουρίου σου. Ἂν δὲν νικήσεις καὶ δὲν µπορέσεις νὰ ἀντισταθεῖς σ᾿ αὐτοὺς στὸ πεδίο τῆς µάχης πολὺ λίγη ἐλπίδα σου ἀποµένει γιὰ τοὺς περιβόλους».



Ἐκεῖνο, λοιπόν, τὸ βράδυ φάνηκε ὁ Ἅγιος Γεώργιος στὸ συγχυσµένο Στέφανο καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ νικοῦσε. Ἐπίσης τὸν διέταξε νὰ ἀποστείλει τὴν ἁγία εἰκόνα ποὺ εἶχε πάντα µαζί του στὴν Μονὴ Ζωγράφου, καὶ νὰ τὴν ἀνακαινίσει γιατί ἦταν ἤδη ἐρηµωµένη. Ἡ νίκη ἔστεψε τὸ Στέφανο ποὺ ἐκπλήρωσε τὴν ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου.


δ) ἡ θαυµαστὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ βρίσκεται στὴν ἱερὰ Μονὴ Ξενοφῶντος



Στὸ Ἅγιον Ὄρος σῴζεται ἡ ἀρχαία προφορικὴ παράδοση καὶ γιὰ τὴν ἁγία εἰκόνα ποὺ ὑπῆρχε στοὺς χρόνους τῶν ἀσεβῶν εἰκονοµάχων, ποὺ µὲ βασιλικὰ διατάγµατα ἐκαίονταν οἱ ἅγιες καὶ σεβαστὲς εἰκόνες.



Στὰ χρόνια ἐκεῖνα λοιπὸν οἱ ὑπηρέτες τοῦ παράνοµου βασιλιᾶ ἐρευνοῦσαν καὶ προσπαθοῦσαν νὰ βρίσκουν τὶς ἅγιες εἰκόνες γιὰ νὰ τὶς συντρίψουν καὶ νὰ τὶς ῥίξουν στὴ φωτιά. Βρῆκαν λοιπὸν καὶ τὴν ἁγία αὐτὴ εἰκόνα καὶ τὴν ἔριξαν στὴν φωτιὰ γιὰ νὰ καεῖ. Ἀλλὰ µάταια ἐκοπίαζαν οἱ ἀνόητοι, διότι ἡ ἁγία εἰκόνα ἔµεινε ἄφλεκτος µέχρι ποὺ ἡ φωτιὰ ἔσβησε τελείως. Οἱ εἰκονοµάχοι ὅταν εἶδαν ὅτι ἡ φωτιὰ πολὺ λίγο ἅρπαξε τὰ φορέµατα τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ πρόσωπο του τίποτα δὲν ἔπαθε ἀπόρησαν. Ἕνας µάλιστα περισσότερο ἀσεβὴς ἔµπηξε µαχαῖρι στὸ πηγοῦνι τοῦ Ἁγίου καὶ ἀµέσως ἔτρεξε καθαρὸ αἷµα. Τότε ὅλοι ὅσοι εἶδαν τὸ θαῦµα ἔφυγαν ὁ καθένας γιὰ τὸ σπίτι του. Ἕνας εὐσεβὴς Χριστιανὸς ἀφοῦ παρέλαβε τὴν ἁγία εἰκόνα καὶ ἦλθε στὴν θάλασσα, προσευχήθηκε θερµὰ στὸν Κύριο γιὰ νὰ σταµατήσει ἡ φρικτὴ θύελλα τῆς εἰκονοµαχίας. Ἔπειτα ἀφοῦ γύρισε πρὸς τὴν Ἅγια εἰκόνα εἶπε: «Μεγαλοµάρτυρα τοῦ Χριστοῦ Τροπαιοφόρε Γεώργιε, σὺ ποὺ καὶ στὴ ζωὴ καὶ µετὰ τὸν θάνατο ἔκαµες ἄφλεκτη τὴν ἁγία εἰκόνα, διαφύλαξέ την καὶ τώρα ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ µετέφερέ την ὅπου ἐσὺ γνωρίσεις καὶ ἐπιθυµεῖς γιὰ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεός µας». Καὶ µόλις τελείωσε ἔβαλε τὴν εἰκόνα στὴ θάλασσα.



Ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος ἔφυγε. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος φρόντισε ὥστε ἡ ἁγία εἰκόνα νὰ φτάσει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καὶ ἄλλες εἰκόνες ὁδήγησε ἡ θεία πρόνοια. Ἡ εἰκόνα τοποθετήθηκε κοντὰ στὴν Μονὴ Ξενοφῶντος ὅπου ἔτρεχαν τὰ ἰαµατικὰ ὄξινα νερά. Ὑπῆρχε µάλιστα ἐκεῖ µία µικρὴ Μονὴ ἀφιερωµένη στὸ Μεγαλοµάρτυρα Δηµήτριο. Ἀκόµα σῴζεται ὁ µικρὸς αὐτὸς ναός, ὅπου οἱ µοναχοὶ σὰν εἶδαν τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τὴν µετέφεραν ἐκεῖ γεµάτοι χαρὰ καὶ εὐλάβεια. Ὕστερα ἔκτισαν ναὸ κοντὰ στὸ µικρὸ ναό. Ὅταν αὐξήθηκαν οἱ µοναχοὶ καὶ µεγάλωσε καὶ ἡ Μονὴ ὀνοµάσθηκε τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Οἱ µοναχοὶ γιορτάζουν καθηµερινὰ µαζὶ µὲ τὸν Ἅγιο Γεώργιο καὶ τὸν Μεγαλοµάρτυρα Δηµήτριο καὶ τοὺς µνηµονεύουν στὶς ἀπολύσεις τῶν ἀκολουθιῶν.



Ἡ ἁγία εἰκόνα βρίσκεται στὸ µεγάλο Καθολικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸν ἀνατολικὸ κίονα τοῦ δεξιοῦ χοροῦ καὶ ἔχει ζωγραφισµένο ὁλόσωµο τὸν Μεγαλοµάρτυρα καὶ σὲ ἔνδειξη τοῦ θαύµατος φέρνει καὶ τὴν πληγὴ στὸ πηγοῦνι καὶ τὸ αἷµα του εἶναι πηγµένο σ᾿ αὐτή. Μέχρι σήµερα τὸ θαυµαστὸ φαινόµενο κηρύττει περίτρανα τὰ πάµπολλα θαύµατα ποὺ ἔκανε καὶ κάνει ὁ Ἅγιος Μεγαλοµάρτυρας καὶ Τροπαιοφόρος Γεώργιος.










Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |