Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016
2.Φεβρουάριος Αγιολόγιον - Εορτολόγιον
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 01
●
Ὁ Ἅγιος Τρύφων καὶ προεόρτια τῆς Ὑπαπαντῆς
●
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Γαλατίᾳ
●
Ὁ Ὅσιος Βενδιµιανός (ἢ Βενδεδιανός)
●
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁµολογητής
●
Ὁ Ὅσιος Τιµόθεος ὁ Ὁµολογητής
●
Ὁ Ἅγιος Θείων καὶ Δύο Παιδιά
●
Ὁ Ἅγιος Καρίων
●
Ἡ Ἁγία Περπετούα καὶ οἱ σὺν αὐτῇ Σάτυρος, Ῥευκᾶτος, Σατορνῖλος,
Σεκούνδος καὶ Φηλικιτάτη
●
Ἐγκαίνια (Ναοῦ) Σωτῆρος Χριστοῦ ἐν Ἀρµουλάδῃ (ἢ Ἀρµολάδη)
●
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἐκ Ναυπλίου
●
Ἡ Ἁγία Bridgit (Βρεταννίδα)
●
Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἀδελφοί: Γεώργιος Ἀρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης, Συµεὼν ὁ Νέος
Στυλίτης καὶ Δαβὶδ ὁ Μοναχός
Ὁ Ἅγιος Τρύφων καὶ προεόρτια τῆς Ὑπαπαντῆς
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἦταν ἀπὸ τὴν Λάµψακο τῆς
Φρυγίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Γορδιανοῦ (238-244), Φιλίππου καὶ
Δεκίου. Φτωχότατος στὴν παιδική του ἡλικία, ἀναγκάσθηκε γιὰ κάποιο καιρὸ νὰ
βόσκει χῆνες, γιὰ νὰ µπορεῖ νὰ ζήσει. Ἐνῷ ἐξασκοῦσε τὴν ταπεινή του δουλειά,
συγχρόνως µελετοῦσε καὶ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ µὲ πολὺ ζῆλο ἐκτελοῦσε τὰ
θρησκευτικά του καθήκοντα. Ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺ διάβαζε ὁ Τρύφων, µεταξὺ ἄλλων
λέει: «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Ποὺ
σηµαίνει, ὁ Θεὸς τίθεται ἀντιµέτωπος στοὺς ὑπερήφανους, στοὺς
ταπεινούς ὅµως δίνει χάρη. Πράγµατι, ὁ
ταπεινὸς Τρύφων µὲ τὴν εὐσεβῆ φιλοµάθειά του ἔγινε σιγὰ-σιγὰ ἱκανὸς ὄχι µόνο νὰ
ξέρει πολλὰ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ διδάσκει. Τόσο δὲ εὐνοήθηκε ἀπὸ τὴν θεία
χάρη, ὥστε καὶ ἀσθένειες θεράπευε θαυµατουργικά. Μάλιστα, ὁ βασιλιὰς Γορδιανός,
ὅταν ἔµαθε αὐτὰ γιὰ τὸν Τρύφωνα, ἔστειλε καὶ τὸν ἔφεραν νὰ θεραπεύσει τὴν ἄῤῥωστη
κόρη του. Πράγµατι, τὴν θεράπευσε καί, ἀφοῦ ἀρνήθηκε τὶς τιµὲς καὶ τὰ ἀξιώµατα
ποὺ τοῦ πρόσφερε ὁ Γορδιανός, ἔφυγε εὐγενικά. Στὴν ἐποχή, ὅµως, τοῦ Δεκίου
(249-251), ὁ Τρύφων συλλαµβάνεται. Ὁµολογεῖ θαῤῥαλέα τὸ Χριστό, καὶ χωρὶς νὰ
φοβηθεῖ, ἐκφράζεται φλογερὰ κατὰ τῆς εἰδωλολατρείας. Τότε ὁ ἔπαρχος τῆς Ἀνατολῆς
Ἀκυλῖνος, στὴ Νίκαια, διατάζει καὶ τὸν δέρνουν σκληρά. Κατόπιν τὸν δένουν σ᾿ ἄλογο
καὶ σὲ καιρὸ χειµῶνα, τὸν σύρουν κατὰ γῆς σὲ δύσβατα καὶ τραχέα µέρη. Ἔπειτα τὸν
σύρουν γυµνὸ ἐπάνω σὲ σιδερένια καρφιά, καῖνε τὶς πλευρές του µὲ ἀναµµένες
λαµπάδες καὶ τέλος τὸν καταδικάζουν σὲ ἀποκεφαλισµό. Ἀλλὰ πρὶν ἀποκεφαλιστεῖ,
παραδίδει στὸν Θεὸ τὴν µακάρια ψυχή του.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Γαλατίᾳ
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ἀπὸ τὴν Γαλατία, ἦταν ἀπὸ
τοὺς µεγάλους ἐκείνους ἀσκητές, ποὺ γνώριζαν νὰ ἐπιδροῦν εὐεργετικὰ καὶ στὴν
κοινωνικὴ ζωή. Τελευταία καὶ ὁριστικὴ διαµονή του, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε τὴν
Παλαιστίνη, ὑπῆρξε ἡ Ἀντιόχεια. Ὁ Ὅσιος Πέτρος εἶχε τὸ χάρισµα νὰ θεραπεύει
θαυµατουργικὰ ἀσθένειες, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν δύναµη νὰ µετακινεῖ τὶς καρδιὲς
πρὸς τὶς πνευµατικὲς ἐπιθυµίες καὶ νὰ ἀπαλλάσσει τὴν φαντασία ἀπὸ τὶς
µαταιότητες τῆς ἐπίδειξης καὶ τῆς πολυτέλειας. Ὁ Κύρου Θεοδώρητος διηγεῖται, ὅτι
οἱ συµβουλὲς τοῦ ὁσίου αὐτοῦ ἔπεισαν τὴν µητέρα του σὲ νεαρὴ ἀκόµα ἡλικία νὰ
προτιµήσει τὴν σεµνὴ καὶ ἁπλὴ ἐνδυµασία, ἀφοῦ παράτησε τὶς
προηγούµενες κοσµικὲς συνήθειές της. Μ᾿ αὐτὸν
τὸν τρόπο ὁ Ὅσιος ἔκοβε τὴν φιλαρέσκεια, ἀπὸ τὴν ὁποία τόσες πτώσεις
προέρχονται καὶ σκανδαλισµοί, καὶ ἔτσι ἔκανε µεγάλο καλὸ σὲ πολλὲς ψυχὲς καὶ σὲ
πολλὲς οἰκογένειες.
Ὁ Ὅσιος Βενδιµιανός (ἢ Βενδεδιανός)
Γεννήθηκε στὰ µέσα τοῦ Ε´ αἰῶνα, ἀπὸ γονεῖς
εὐγενεῖς καὶ πλούσιους, στὴ Μεγάλη Μυσία (ἀρχαία χώρα τῆς Βορειοδυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας).
Μόναζε στὸ ὄρος τὸ ὀνοµαζόµενο τῆς Ὄξειας καὶ µαθήτευε κοντὰ στὸν ὅσιο Αὐξέντιο
(τοῦ ἐν τῷ Βουνῷ). Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ διδασκάλου του αὐτοῦ, ὁ Βενδιµιανὸς µπῆκε
στὴ σχισµὴ µίας
µεγάλης πέτρας, ὅπου ἔκτισε µικρὸ κελὶ καὶ
ἔµεινε ἐκεῖ 42 ὁλόκληρα χρόνια µὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Αὐτὸ εἶχε σὰν ἀποτέλεσµα
νὰ ἐπιτύχει µεγάλες νῖκες κατὰ τῶν δαιµόνων. Ὅταν κατάλαβε νὰ πλησιάζει τὸ
τέλος τῆς ζωῆς του, διηγήθηκε σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔγραψε τὸν βίο τοῦ ὁσίου Αὐξεντίου τὰ
τῆς ζωῆς του, καὶ ἀφοῦ γονάτισε παρέδωσε τὴν Ὁσία ψυχή του.
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁµολογητής
Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης ὁρµώµενος ἐκ τῆς
τῶν Ἀθηνῶν πόλεως.
Ὁ Ὅσιος Τιµόθεος ὁ Ὁµολογητής
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Θείων καὶ Δύο Παιδιά
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Καρίων
Μαρτύρησε ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα.
Ἡ Ἁγία Περπετούα καὶ οἱ σὺν αὐτῇ Σάτυρος, Ῥευκᾶτος,
Σατορνῖλος, Σεκούνδος καὶ
Φηλικιτάτη
Ἦταν ἀπὸ τὴν Καρχηδόνα (Θουβριτανῶν τῆς Ἀφρικῆς),
ἔγγαµη καὶ µητέρα ἑνὸς µικροῦ παιδιοῦ. Διακρινόταν ὄχι µόνο γιὰ τὴν εὐσέβειά
της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐργασία της ὑπὲρ τῆς πίστεως, ἂν καὶ ἦταν µόλις 22 χρονῶν.
Καταγγέλθηκε τὸ 203 στὸν χιλίαρχο τῆς πατρίδας της, καὶ συνελήφθη µαζὶ µὲ πέντε
κατηχούµενους, δυὸ ἄνδρες καὶ τρεῖς γυναῖκες, ποὺ ἡ Περπέτουα εἶχε ἀνοίξει τὰ
µάτια τους στὸ φῶς τοῦ Χριστιανισµοῦ. Καὶ τοὺς µὲν ἄνδρες καὶ δυὸ ἀπὸ τὶς γυναῖκες,
σκότωσε µὲ µαχαίρια ὁ εἰδωλολατρικὸς ὄχλος. Τὴ δὲ ἁγία Περπετούα, µὲ τὴν
Φιλιτσιτάτη, ἀφοῦ τὶς ἔβαλαν ἀπέναντι µίας ἀγρίας δαµάλεως, διεσχίσθησαν ἀπὸ αὐτή.
Ὁ δὲ Σ. Εὐστρατιάδης ἀναφέρει ὅτι µαζὶ µὲ
τὴν Περπετούα µαρτύρησαν τέσσερις ἄνδρες καὶ µία γυναῖκα, ποὺ τὰ ὀνόµατα τοὺς ἦταν:
Σάτυρος, Ῥευκᾶτος, Σατορνῖλος, Σεκοῦνδος καὶ Φηλικιτάτη.
Ἐγκαίνια (Ναοῦ) Σωτῆρος Χριστοῦ ἐν Ἀρµουλάδῃ
(ἢ Ἀρµολάδη)
Ἡ µνήµη κατὰ τὸν Παρισινὸ Κώδικα 1590.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ἐκ Ναυπλίου
Ἦταν γέννηµα καὶ θρέµµα τῆς πόλης τοῦ
Ναυπλίου καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ ζωγράφου. Ἀῤῥαβωνιάστηκε τὴν κόρη ἑνὸς
χριστιανοῦ, ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὴ δὲν εἶχε καλὴ ζωή, ὁ Ἀναστάσιος διέλυσε τὸν ἀῤῥαβῶνα.
Οἱ συγγενεῖς ὅµως τῆς κοπέλας ἔκαναν διάφορα σατανικὰ µάγια στὸν Ἀναστάσιο, γιὰ
νὰ τὸν ἐκδικηθοῦν, µὲ ἀποτέλεσµα ὁ Ἀναστάσιος νὰ χάσει τὰ λογικά του. Ἐκµεταλλευόµενοι
αὐτήν του τὴν κατάσταση, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἐξισλάµισαν. Ἀλλ᾿ ὅταν ὁ Θεὸς εὐλόγησε
καὶ ἦλθε στὰ λογικά του, µὲ θάῤῥος ἀποκήρυξε τὸν Ἰσλαµισµὸ καὶ µὲ γενναιότητα ὁµολόγησε
τὴν χριστιανική του πίστη. Οἱ Τοῦρκοι, µὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις
προσπάθησαν νὰ τὸν
µεταπείσουν, ἀλλὰ ὁ Ἀναστάσιος παρέµεινε ἀκλόνητος
στὴ χριστιανικὴ ὁµολογία του. Τότε, στὶς 1 Φεβρουαρίου 1655, ὑπέµεινε µαρτυρικὸ
θάνατο ἀπὸ τοὺς Τούρκους, µὲ διαµελισµό. Δηλαδὴ τὸν κατέσφαξαν µὲ µαχαίρια. Τὸ
Ναύπλιο τὸν ἔκανε πολιοῦχο του καὶ ὡραῖος ναὸς στολίζει τὴν πόλη αὐτὴ πρὸς τιµὴν
τοῦ νεοµάρτυρα αὐτοῦ.
Ἡ Ἁγία Bridgit (Βρεταννίδα)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων» τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Οἱ Ἅγιοι Τρεῖς Ἀδελφοί: Γεώργιος Ἀρχιεπίσκοπος
Μυτιλήνης, Συµεὼν ὁ Νέος
Στυλίτης καὶ Δαβὶδ ὁ Μοναχός
Στὶς ἀρχὲς τοῦ ὀγδόου αἰῶνος ζοῦσε στὴ
Μυτιλήνη ὁ Ἀδριανὸς καὶ ἡ Κωνσταντῶ, ποὺ ἀπέκτησαν ἑπτὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὅποια τὰ
πέντε ἔγιναν µοναχοί. Τρία ἀπὸ αὐτὰ ἦταν ὁ Δαβίδ, ὁ Συµεὼν καὶ ὁ Γεώργιος.
Πρωτότοκος ἦταν ὁ Δαβίδ, ποὺ γεννήθηκε τὸ ἔτος 717
ἢ 718. Ἔµαθε λίγα γράµµατα καὶ σὲ ἡλικία
16 ἐτῶν, ἐνῷ ἔβοσκε τὰ πρόβατα τοῦ πατέρα του, σὲ ὥρα µεγάλης καταιγίδας, εἶδε
σὲ ὅραµα τὸν ἅγιο Ἀντώνιο νὰ τὸν καλεῖ στὸ
µοναχικὸ βίο καὶ συγκεκριµένα νὰ τοῦ δίνει
ἐντολὴ νὰ µεταβεῖ στὴ Μ. Ἀσία στὸ ὄρος
Ἴδη, ποὺ εἶναι ἀντίκρυ στὴ Λέσβο καὶ λίγο
βορειότερα, γιὰ νὰ µονάσει ἐκεῖ.
Ὁ Δαβὶδ µὲ µεγάλη προθυµία καὶ χαρὰ
δέχτηκε τὴν συµβουλὴ τοῦ Μ. Ἀντωνίου, ἦλθε
στὴ Μ. Ἀσία, ὅπου ἔζησε στὸ ὄρος Ἴδη µέσα
σὲ µία σπηλιὰ µὲ µεγάλη ἄσκηση,
τρώγοντας ἄγρια χόρτα. Ἐκεῖ ἔζησε τριάντα
χρόνια. Πάλι µὲ ὅραµα πῆρε τὴν ἐντολὴ νὰ
ἔλθει στὸν ἐπίσκοπο Γάργαρων γιὰ νὰ
χειροτονηθεῖ ἀπὸ αὐτὸν διάκονος καὶ ἀργότερα
πρεσβύτερος. Ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὸ ὄρος Ἴδη,
ὅπου µὲ ὑπόδειξη ἑνὸς ἀγγέλου, ποὺ
εἶδε σὲ ὅραµα, χτίζει ναὸ τῶν ἁγίων
Κηρύκου καὶ Ἰουλίττης καὶ µοναστήρι στὸ ὁποῖο
πολὺ σύντοµα µαζεύτηκαν πολλοὶ µοναχοί. Ἔπειτα
ἀπὸ δέκα χρόνια καὶ ἀφοῦ πέθανε
ὁ πατέρας του, ἦρθε ἡ µητέρα του νὰ τὸν ἰδεῖ
ἔχοντας µαζί της τὸ µικρότερο ἀπὸ τὰ
παιδιά της, τὸν Συµεών, ποὺ ἦταν τότε ὀκτὼ
χρονῶν. Εἶχε γεννηθεῖ τὸ 765 ἢ 766. Ὁ
Συµεὼν ἔµεινε κοντὰ στὸν ἀδελφό του, ἡ
µητέρα του δέ, ἔπειτα ἀπὸ λίγες ἡµέρες,
ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη καὶ σὲ λίγο ἀπέθανε.
Ὁ Συµεὼν ἔµαθε γράµµατα παραµένοντας στὸ
µοναστήρι τοῦ ἀδελφοῦ του, ὅπου σὲ
ἡλικία εἴκοσι δυὸ ἐτῶν ἔγινε µοναχὸς καὶ σὲ
ἡλικία 28 ἐτῶν χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν
ἐπίσκοπο Γάργαρων Ἱερεύς. Δυὸ χρόνια ἀργότερα
πέθανε ὁ Δαβὶδ σὲ ἡλικία ἑξήντα ἓξ
ἐτῶν, ἀφοῦ προεῖδε τὸ θάνατό του καὶ
συνέστησε στὸν ἀδελφό του Συµεὼν νὰ
ἐπιστρέψει στὴ Μυτιλήνη. Ὁ Συµεὼν
συµµορφώθηκε µὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ ἀδελφοῦ του
καὶ ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη τῆς Παναγίας,
ποὺ ἦταν στὸ νότιο λιµάνι τῆς πόλεως, στὸ
«Μόλο». Ἐκεῖ, γιὰ νὰ µιµηθεῖ τὴν ἄθληση τοῦ
παλαιοῦ ἁγίου Συµεὼν τοῦ Στυλίτη,
ἀνέβηκε σὲ στῦλο καὶ ἔζησε µὲ φοβερὴ ἄσκηση,
νηστεία, σκληραγωγία καὶ προσευχή.
Στὴ συνέχεια, πῆρε κοντά του καὶ τὸν ἀδελφό
του Γεώργιο, µοναχὸ καὶ αὐτόν, ποὺ
γεννήθηκε τὸ ἔτος 763. Χειροτονήθηκε καὶ αὐτὸς
Ἱερεὺς καί, µαζὶ µὲ τὸν ἀδελφό τους
καὶ τὴν ἀδελφή τους, µοναχὴ καὶ αὐτή, Ἰλαρία
καὶ ἄλλους µοναχοὺς, ἔχτισαν
µοναστήρι στὸ ὁποῖο κατέφθαναν πλήθη
χριστιανῶν ποὺ διψοῦσαν νὰ ἀκούσουν λόγο
Θεοῦ καὶ νὰ ζητήσουν τὴν εὐλογία τῶν ἁγίων
µοναχῶν.
Ὅµως τὴν ἡσυχία τοῦ µοναστηριοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας,
γενικότερα, τάραξε καὶ πάλι ἡ
µανία τῶν εἰκονοµάχων. Ὁ Αὐτοκράτωρ Λέων Ε´
ὁ Ἀρµένιος (813-820) κήρυξε πάλι
διωγµοὺς κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ ἐπίσκοπος
τῆς Μυτιλήνης Γεώργιος ἐξορίζεται καὶ
τοποθετεῖται ἐπίσκοπος Μυτιλήνης κάποιος
Λέων εἰκονοµάχος, ὁ ὁποῖος ἀµέσως
στράφηκε κατὰ τοῦ Συµεὼν καὶ τῶν µοναχῶν
τοῦ Μοναστηριοῦ του. Μὲ τὶς ἐνέργειες
τοῦ εἰκονοµάχου αὐτοῦ ἐπισκόπου
καταδικάζεται σὲ θάνατο διὰ πυρὸς ὁ Συµεών, ἀλλὰ
µὲ θαῦµα διασῴζεται καὶ παραµένει γιὰ ἕνα
διάστηµα ἀνενόχλητος πάνω στὸ στῦλο
του, µέχρι ποὺ ἀναγκάζεται πάλι ἀπὸ τὸν εἰκονοµάχο
ἐπίσκοπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Μυτιλήνη καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ, µαζὶ µὲ τοὺς µοναχούς,
στὸ µικρὸ νησάκι, τὸ γνωστό µε τὸ ὄνοµα Ἅγιος Ἰσίδωρος, ποὺ βρίσκεται στὸν
κόλπο Γέρας πρὸς τὸ µέρος τῆς Κουντουρουδιᾶς, τῶν Λουτρῶν. Ἀργότερα, ὁ εἰκονοµάχος
ἐπίσκοπος κατόρθωσε νὰ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Β´ τὸν Τραυλὸ
(820-829) διαταγή, µὲ τὴν ὁποία ἐξορίζεται ὁ Συµεὼν στὴ «Λαγοῦσα», νησὶ ἀκατοίκητο
ἀπέναντι ἀπὸ τὰ µέρη τῆς Τροίας. Ἐκεῖ πῆγε ὁ Συµεὼν µὲ τὴν συνοδεία ἑπτὰ µαθητῶν
του καὶ παρέµεινε καὶ ἐκεῖ πάνω σὲ στῦλο 10 µέτρων, ἐνῷ ὁ ἀδελφός του Γεώργιος
παρέµεινε στὴ Μυτιλήνη,
φροντίζοντας τὸ µοναστήρι. Ἀργότερα ἔφυγε ὁ
ἅγιος Συµεὼν στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου κατάλαβε ὅτι θὰ προσέφερε ἀπαραίτητες
στὴν Ἐκκλησία ὑπηρεσίες καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ µοναστήρι τοῦ Νικήτου τοῦ
Μηδικίου. Μὲ κέντρο τὸ µοναστήρι αὐτὸ περιώδευε ἀπὸ τὸν Ἑλλήσποντο µέχρι τὰ
νησιὰ τοῦ Αἰγαίου καὶ µέχρι τὴν Μαύρη Θάλασσα, στηρίζοντας µὲ τὸ λόγο του τοὺς
χριστιανοὺς καὶ παρηγορῶντας τοὺς διωκόµενους πατέρες, ποὺ βρισκότανε ἐξόριστοι
σὲ διάφορα µέρη ἀπὸ τοὺς εἰκονοµάχους. Στὶς περιοδεῖες του αὐτὲς ἐργαζόταν σὰν
ψαράς, ὅπου στάθµευε, γιὰ νὰ ἐξοικονοµεῖ ὅ,τι χρειαζότανε ὄχι τόσο γιὰ τὸν ἑαυτό
του, ἀλλὰ γιὰ νὰ βοηθᾷ ὅσους εἴχανε ἀνάγκη βοηθείας. Περιοδεύοντας δὲν δίδασκε
µόνο, ἀλλὰ µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ θεράπευε ἀῤῥώστους καὶ ἵδρυσε καὶ γυναικεῖο
µοναστήρι, στὸ ὁποῖο µαζεύτηκαν πολλὲς µοναχές.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ, ὁ εἰκονοµάχος
διάδοχός του Θεόφιλος κήρυξε πάλι ἄγριο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας διωγµό, κατὰ τὸν ὁποῖο
συνέλαβε τὸν Συµεὼν καὶ τὴν συνοδεία του µὲ σκοπὸ νὰ τοὺς κλείσει σὲ φυλακὴ καὶ
νὰ τοὺς ἐξαφανίσει. Σώθηκε καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν κίνδυνο µὲ τὴν ἐπέµβαση τῆς Αὐτοκράτειρας
Θεοδώρας, ἀλλὰ δὲν ἀπέφυγε τὴν τιµωρία ἑκατὸν πενήντα ῥαβδισµῶν ποὺ διέταξε ὁ Αὐτοκράτωρ,
ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξορία στὴν Ἀφουσία νῆσο τῆς Προποντίδος, ὅπου πῆγε µαζὶ µὲ ἄλλους
διακεκριµένους κήρυκες τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἦταν ὁ Θεοφάνης καὶ Θεόδωρος, οἱ
λεγόµενοι Γραπτοί, καὶ ἄλλοι πατέρες. Καὶ σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο τῆς ἐξορίας, ὁ Συµεὼν
ἔχτισε ναὸ τῆς Παναγίας καὶ µοναστήρι µαζεύοντας σ᾿ αὐτὸ ὅλους τοὺς
καταδιωγµένους ἀπὸ τοὺς εἰκονοµάχους πατέρες.
Ὁ Γεώργιος ποὺ παρέµεινε στὴ Μυτιλήνη εἶχε
καὶ αὐτὸς ἀρκετὲς ταλαιπωρίες. Ὁ εἰκονοµάχος ἐπίσκοπος Λέων τὸν καταπίεζε µὲ
διάφορους τρόπους καὶ τελικὰ τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, ἀφοῦ κατέλαβε
παρανόµως καὶ πούλησε τὸ µοναστήρι καὶ ὅ, τι ἀνῆκε σ᾿ αὐτό. Ὁ Γεώργιος ἀναγκάζεται
νὰ φύγει µὲ τοὺς µοναχούς του µοναστηριοῦ σὲ ἕνα «εὐτελὲς καὶ βραχύτατον
χωρίον» ποὺ τὸ ἔλεγαν «Μυρσίνα». Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ ἐρχότανε καὶ τοὺς εὕρισκαν
χριστιανοί, κι ἐκεῖ δίδασκε ὁ Γεώργιος καὶ ἔκαµε πολλὰ θαύµατα.
Ὅταν πέθανε ὁ εἰκονοµάχος αὐτοκράτωρ
Θεόφιλος (842) ἡ Βασίλισσα Θεοδώρα ἀνακάλεσε ἀπὸ τὴν ἐξορία ὅλους τοὺς ἐξόριστους
πατέρες, ὅπως καὶ τοὺς Συµεὼν καὶ Γεώργιο. Οἱ δυὸ αὐτοὶ µαζὶ µὲ τὸν µετέπειτα
Πατριάρχη Μεθόδιο τὸν ὁµολογητή, ἔγιναν οἱ πιὸ ἔµπιστοι σύµβουλοι τῆς Θεοδώρας.
Ὅταν, κατὰ τὸ ἔτος 843, µὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ Συµεὼν ἔγινε Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως ὁ Μεθόδιος, ὁ Συµεὼν
µαζὶ µὲ τοὺς µαθητάς του ἐγκαταστάθηκε στὸ
µοναστήρι τῶν ἁγίων Σεργίου καὶ
Βάκχου.
Ὁ Γεώργιος προτείνεται ἀπὸ τὴν Βασίλισσα νὰ
γίνει ἐπίσκοπος Ἐφέσου, θέση ὅµως ποὺ δὲν δέχτηκε ὁ Γεώργιος, µὲ πρόφαση τὴν ἡλικία
του. Ἦταν τότε ὀγδόντα χρόνων. Τέλος, ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς πιέσεις, δέχτηκε νὰ
χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος γιὰ τὴν Μητρόπολη Μυτιλήνης. Σύντοµα χειροτονήθηκε καί, ἀφοῦ
πῆρε ἀπὸ τὴν Βασίλισσα καὶ ἀπὸ τὸν
Πέτρωνα καὶ Βάρδα πολλὰ δῶρα γιὰ τοὺς
φτωχούς του νησιοῦ, ἔρχεται µὲ βασιλικὸ καράβι -δρόµωνα- στὴ Μυτιλήνη
συνοδευόµενος ἀπὸ στρατηγοὺς καὶ αὐλικούς της Θεοδώρας.
Ἡ Μυτιλήνη τὸν ὑποδέχτηκε µὲ ἐνθουσιασµὸ
καὶ χαρὰ µεγάλη. Ξαναπήρανε τότε στὰ χέρια τοὺς τὸ µοναστήρι τους οἱ ἅγιοι καὶ
γιόρτασαν σ᾿ αὐτό, ὑστέρα ἀπὸ τόσα χρόνια διωγµῶν, τὴν γιορτὴ τῆς Γεννήσεως τῆς
Θεοτόκου (8 Σεπτεµβρίου 843) καὶ ἔπειτα ἀπὸ λίγες µέρες ἔγινε ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Γεωργίου
στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας, ποὺ ἦταν ὁ Μητροπολιτικὸς ναός, τὴν 14η
Σεπτεµβρίου, ἑορτὴ τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιµίου Σταυροῦ. Ἕνα χρόνο ἀργότερα (844)
πέθανε ὁ Συµεὼν καὶ τὸν ἔθαψαν στὸ µοναστήρι τῆς Παναγίας. Τὸν χειµῶνα, τὸν ἴδιο
χρόνο, ὁ Γεώργιος ταξίδευσε στὴ Γοτθογραικία γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ ἄῤῥωστο φίλο
του, τὸν ὅποιον µὲ τὴν δύναµη τοῦ Θεοῦ θεράπευσε, προφητεύοντας ὅτι θὰ ἀποθάνει
ἔπειτα ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια, ὅπως καὶ ἔγινε. Ἐπέστρεψε στὴ Μυτιλήνη καὶ συνέχισε µὲ ἐλεηµοσύνες,
διδασκαλίες, θαύµατα τὸ ἔργο τοῦ καλοῦ ποιµένος.
Ἀποφασίζει, καὶ µάλιστα χειµῶνα καιρό, ἕνα
ταξίδι γιὰ τὴν Σµύρνη, ὅπου ἤθελε νὰ ἰδεῖ πνευµατικά του παιδιὰ καὶ µοναστήρια,
ποὺ ἐκεῖνος ἵδρυσε σὲ οἰκόπεδα ποὺ τοῦ εἶχαν χαρίσει µαθητές του. Στὴ Σµύρνη ὅµως
παρέµεινε λίγες ἡµέρες, γιατί ἐµφανίζεται Ἄγγελος Θεοῦ µπροστά του καὶ προλέγει
τὸ θάνατό του. Ἐπιστρέφει σύντοµα στὴ Μυτιλήνη, ὅπου περνᾷ ὅλη τὴν Μεγάλη
Τεσσαρακοστή, κάνοντας καὶ τὴν λειτουργία τῆς Μ. Πέµπτης. Καταλαβαίνει ὅτι ἦρθε
τὸ τέλος του. Δίνει µὲ συγκίνηση τὶς τελευταῖες συµβουλὲς καὶ εὐχὲς στὰ
πνευµατικά του παιδιὰ καὶ παραδίνει τὸ πνεῦµα του στὸν Κύριο τὸ βράδυ τοῦ Μ.
Σαββάτου τοῦ ἔτους 845 ἢ 846. Τὸν ἐνταφίασαν µὲ µεγάλες τιµὲς στὸν τάφο τοῦ ἀδελφοῦ
του Συµεών.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 02
●
Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου
● Ὁ Ἅγιος Ἀγαθόδωρος
●
Ὁ Ἅγιος Ἰορδάνης ὁ ἐκ Τραπεζοῦντος
●
Ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυς Γαβριήλ ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει
Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἐξιστορεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς
Λουκᾶς στὸ κεφάλαιο στ´, στ. 22-35. Συνέβη σαράντα µέρες µετὰ τὴν γέννηση τοῦ
παιδιοῦ Ἰησοῦ. Σύµφωνα µὲ τὸ Μωσαϊκὸ νόµο, ἡ Παρθένος Μαρία, ἀφοῦ συµπλήρωσε τὸ
χρόνο καθαρισµοῦ ἀπὸ τὸν τοκετό, πῆγε στὸ Ναὸ τῆς Ἱερουσαλὴµ µαζὶ µὲ τὸν Ἰωσήφ,
γιὰ νὰ ἐκτελεσθεῖ ἡ τυπικὴ ἀφιέρωση τοῦ βρέφους στὸ Θεὸ κατὰ τὸ «πᾶν ἄρσεν
διανοῖγον µήτραν (δηλαδὴ πρωτότοκο) ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται» καὶ γιὰ νὰ
προσφέρουν θυσία, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἕνα ζευγάρι τρυγόνια ἢ δυὸ µικρὰ
περιστέρια. Κατὰ τὴν µετάβαση αὐτή, δέχθηκε τὸν Ἰησοῦ στὴν ἀγκαλιά του ὁ ὑπερήλικας
Συµεών, ὅπως θὰ ἐξιστορίσουµε αὔριο στὴ µνήµη του. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ἀποτελεῖ ἄλλη
µία ἀπόδειξη ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ἦλθε νὰ καταργήσει τὸν Μωσαϊκὸ
νόµο, ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ὑποκριτὲς Φαρισαῖοι καὶ Γραµµατεῖς, ἀλλὰ νὰ τὸν
συµπληρώσει, νὰ τὸν τελειοποιήσει. Κατὰ τὴν ὁλονυκτία τῆς Ὑπαπαντῆς στὴν
Κωνσταντινούπολη, οἱ βασιλεῖς συνήθιζαν νὰ παρευρίσκονται στὸ Ναὸ τῶν Βλαχερνῶν.
Ἡ συνήθεια αὐτὴ ἐξακολούθησε µέχρι τέλους τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαθόδωρος
Μαρτύρησε στὰ Τύανα τῆς Καππαδοκίας. Στὴν ἀρχὴ
τοῦ ξεῤῥίζωσαν τὰ δόντια, ἔπειτα τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα, καὶ κατόπιν τοῦ ἀφαίρεσαν
µὲ ξυράφι τὸ δέρµα. Ἀλλὰ ἡ πίστη του πρὸς τὸν Χριστό, ἔµεινε ἀκέραια καὶ ἀκλόνητη,
καταντροπιάζοντας τοὺς ἄγριους βασανιστές. Τέλος πέθανε, ἀφοῦ του διαπέρασαν τὰ
µυαλὰ µὲ πυρωµένα σουβλιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅµως φλογερώτερος ἀπέµεινε ὁ ζῆλος τῆς
εὐσέβειας καὶ τῆς ἀγάπης του πρὸς τὸν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Ἰορδάνης ὁ ἐκ Τραπεζοῦντος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Τραπεζοῦντα καὶ ὅταν
παντρεύτηκε ἐγκαταστάθηκε στὸν Γαλατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τότε ἦταν 40 χρονῶν.
Κάποτε λοιπόν, διασκέδαζε µὲ κάποιους Ὀθωµανοὺς συµπατριῶτες του, παίζοντας
µαζί τους ἕνα παιγνίδι. Σὲ κάποια στιγµή, ἕνας συµπαίκτης του, εἶπε
κοροίδευτικα στὰ ἑλληνικά: «Ἅγιε Νικόλα ψωριάρη,
βοήθησέ µε νὰ νικήσω». Ὁ Ἰορδάνης τότε ἀπάντησε
παρόµοια, εἰς βάρος ὅµως τοῦ Μωάµεθ. Τὴν ἑπόµενη µέρα, ἕνας ἀπὸ τὴν παρέα του τὸν
κατηγόρησε σὰν ὑβριστὴ τῆς θρησκείας τοῦ Μωάµεθ. Ὁδηγήθηκε λοιπὸν στὸν Βεζίρη
καὶ πιέστηκε νὰ δεχθεῖ τὸν
µουσουλµανισµὸ γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴν τιµωρία
τοῦ θανάτου. Ὁ Ἰορδάνης, ὅµως, παρέµεινε σταθερὸς στὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν
«γλυκύτατο Ἰησοῦ» καὶ ἔτσι ὁδηγήθηκε ἀπὸ τὸν ἔπαρχο στὸ Κουτζοὺκ Καραµάνι, τὸν
τόπο τῆς ἐκτέλεσης. Ἐνῷ ἦταν ἕτοιµος ὁ δήµιος νὰ ἀποκεφαλίσει τὸν µάρτυρα, ἔφθασε
ἀγγελιοφόρος τοῦ Βεζίρη καὶ εἶπε
µυστικὰ στὸν Ἰορδάνη: «Ὁ Βεζίρης σὲ
συµβουλεύει νὰ λυπηθεῖς τὴν ζωή σου καὶ πὲς φανερὰ ὅτι τουρκεύεις καὶ ἔπειτα
πήγαινε ὅπου θέλεις νὰ ζήσεις χριστιανικά». Ὁ Ἰορδάνης ἀπάντησε: «Εὐχαριστῶ τὸν
Βεζίρη, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν θὰ τὸ κάνω ποτέ». Ἔτσι ὁ δήµιος ἔκοψε τὸ κεφάλι τοῦ ἔνδοξου
αὐτοῦ µάρτυρα, στὴν Κωνσταντινούπολη 2
Φεβρουαρίου 1650 (κατ᾿ ἄλλους 1651). Τὴ
νύκτα πῆγαν οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ φίλοι του στὸν ἔπαρχο, καὶ ἀφοῦ τοῦ ἔδωσαν ἀρκετὰ
χρήµατα, πῆραν τὸ ἱερὸ λείψανό του καὶ τὸ ἔθαψαν εὐλαβικὰ στὴν τοποθεσία
Μπέγιογλου. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ συνέγραψαν ὁ Ἰ. Καρυοφύλλης, Μέγας
Λογοθέτης τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ ὁ Μελέτιος Συρίγου.
Ὁ Νέος Ὁσιοµάρτυς Γαβριήλ ὁ ἐν
Κωνσταντινουπόλει
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλλωνή της Προκοννήσου. Ἔγινε
µοναχὸς καὶ ὑπηρετοῦσε σὰν κήρυκας τῆς ἐνορίας τοῦ Πατριαρχείου
Κωνσταντινουπόλεως. Κατηγορήθηκε σὰν ὑβριστὴς τῆς µουσουλµανικῆς θρησκείας,
φυλακίστηκε καὶ βασανίστηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Παρέµεινε ὅµως σταθερὸς στὴν
πίστη του καὶ ἐπειδὴ δὲν δέχτηκε νὰ γίνει µουσουλµάνος, ἀποκεφαλίστηκε στὴ πόλη
αὐτὴ 2 Φεβρουαρίου 1676. Τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου ῥίχτηκε στὴ θάλασσα ἀπὸ τοὺς
Τούρκους. Τὸ µαρτύριο τοῦ Ἁγίου συνέγραψε ὁ Ἰωάννης Καρυοφύλλης.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 03
●
Ὁ Δίκαιος Συµεὼν ὁ Θεοδόχος
●
Ἄννα ἡ Προφήτιδα
●
Οἱ Ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Εὔβουλος
●
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Βουκόλος
●
Ὁ Προφήτης Ἀζαρίας
●
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος καὶ Σίµων
●
Ὁ Ὅσιος Κλαύδιος
●
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Σταµάτιος καὶ Νικόλαος
●
Ὁ Ἰσαπόστολος Νικόλαος
●
Ὁ Ἅγιος Laurence (Ἀγγλος)
●
Ὁ Ἅγιος Ἀνσέριος (Σκανδιναυός)
Ὁ Δίκαιος Συµεὼν ὁ Θεοδόχος
Κατοικοῦσε στὴν Ἱερουσαλήµ. Ἦταν δίκαιος,
εὐλαβὴς καὶ φωτισµένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦµα, ποὺ τοῦ εἶχε φανερώσει ὅτι δὲ θὰ πέθαινε
πρὶν δεῖ τὸ Χριστό. Ἡ χαρµόσυνη αὐτὴ πληροφορία τὸν ἐµψύχωνε ὡς τὰ βαθειά
γεράµατά του. Τέλος, ἀκριβῶς σαράντα
µέρες µετὰ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ, τὸ Πνεῦµα
τὸν πληροφόρησε ὅτι ἔπρεπε νὰ πάει στὸ Ἱερό. Ἑτοιµάστηκε, λοιπόν, µὲ νεανικὴ
ζωηρότητα, πῆγε ἐκεῖ καὶ στάθηκε στὴν πόρτα, γεµάτος εὐχαρίστηση καὶ ἀγαλλίαση.
Μέσα στὴν προσδοκία αὐτή, φάνηκαν νὰ ἔρχονται ὁ Ἰωσὴφ µὲ τὴν Παρθένο, ποὺ κρατοῦσε
τὸν Ἰησοῦ. Ὁ Συµεών, πληροφορηµένος ἀπὸ τὸ Πνεῦµα ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ εἶναι ὁ
Χριστός, τρέχει καὶ παίρνει τὸν Ἰησοῦ στὴν ἀγκαλιά του. Τὸν κρατάει εὐλαβικὰ
καί, ἀφοῦ καλὰ-καλὰ παρατήρησε τὸ νήπιο καὶ δέχθηκε ὅλη τὴν ἱλαρότητα τῆς θείας
µορφῆς του, ὕψωσε τὸ βλέµµα του ἐπάνω καὶ εἶπε εὐχαριστῶντας τὸ Θεό: «Νῦν ἀπολύεις
τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆµα σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλµοί µου
τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίµασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν
καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ». Τώρα, δηλαδή, πᾶρε τὴν ψυχή µου Δέσποτα, σύµφωνα µὲ
τὸ λόγο σου, εἰρηνικά, διότι τὰ
µάτια µου εἶδαν αὐτὸν ποὺ θὰ φέρει τὴν
σωτηρία ποὺ ἑτοίµασες γιὰ ὅλους τοὺς λαοὺς καὶ θὰ εἶναι γι᾿ αὐτοὺς φῶς, ποὺ θὰ ἀποκαλύψει
τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ θὰ δοξάσει τὸ λαό σου Ἰσραήλ.
Ἄννα ἡ Προφήτιδα
Ἦταν θυγατέρα τοῦ Φανουὴλ καὶ καταγόταν ἀπὸ
τὴν φυλὴ τοῦ Ἀσήρ, ὀγδόου γιοῦ τοῦ Ἰακώβ. Παντρεύτηκε πολὺ νέα, καὶ µετὰ ἑπτὰ
χρόνια ἔµεινε χήρα. Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἔζησε µόνη της, χωρὶς νὰ ἔλθει πλέον σὲ
νέο γάµο. Παρηγοριὰ καὶ εὐχαρίστησή της ἦταν ἡ προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ἀνάγνωση
τῶν Γραφῶν, ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ συχνὴ παρουσία της στὸ Ἱερό, σ᾿ ὅλες τὶς πρωϊνὲς
καὶ ἑσπερινὲς δεήσεις. Γιὰ τὸν τρόπο αὐτὸ
τῆς ζωῆς της, τὸ Ἅγιο Πνεῦµα µετέδωσε στὴν
Ἄννα τὸ προφητικὸ χάρισµα. Ἀξιώθηκε
µάλιστα, ἂν καὶ 84 ἐτῶν τότε νὰ ὑποδεχθεῖ
στὸ Ναὸ µαζὶ µὲ τὸν δίκαιο Συµεών, τὸ θεῖο
Βρέφος. Κατὰ τὴν συνάντηση ἐκείνη, ἡ καρδιὰ
τῆς Ἄννας ὑπερχάρηκε καὶ σκίρτησε.
Πλησίασε, προσκύνησε τὸ παιδὶ καὶ κατόπιν,
ἀφοῦ εὐχαρίστησε καὶ δοξολόγησε καὶ
αὐτὴ τὸ Θεό, διακήρυττε ὅτι ἦλθε ὁ Μεσσίας
πρὸς ὅλους, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν περιµένοντας
µὲ εἰλικρινῆ εὐσέβεια τὴν λύτρωση τοῦ Ἰσραήλ.
Οἱ Ἅγιοι Ἀδριανὸς καὶ Εὔβουλος
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ µάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴν
χώρα Βανέα (δηλαδὴ τὴν χώρα τῆς Ἀρµενίας γύρω ἀπὸ τὴν λίµνη Βᾶν). Αὐτοὶ λοιπόν,
θέλησαν νὰ δοῦν ἀπὸ κοντὰ τοὺς Μάρτυρες καὶ Ὁµολογητές του Χριστοῦ τῆς
Καισαρείας καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀναχώρησαν γιὰ τὴν πόλη αὐτή. Ἐκεῖ φανερώθηκαν ὅτι εἶναι
χριστιανοὶ καὶ ἀµέσως ὁδηγήθηκαν στὸν ἄρχοντα Φιρµιλιανό, ὅπου µὲ πολὺ θάῤῥος ὁµολόγησαν
τὸν Χριστό. Τότε τοὺς ἔδειραν ἀνελέητα στὴ ῥάχη καὶ τὰ πλευρά. Ἀλλὰ καὶ πάλι, ὅταν
γιὰ δεύτερη φορὰ ὁδηγήθηκαν στὸν ἄρχοντα, ὁµολόγησαν τὸν Χριστό. Ἐξοργισµένος ὁ
ἄρχοντας, τοὺς ἔριξε τροφὴ στὰ θηρία. Καὶ ὁ µὲν Ἀδριανός, θηριοµάχησε µὲ
λιοντάρι καὶ ἐπειδὴ στάθηκε ἀβλαβής, ἀποκεφαλίσθηκε. Τὴν ἴδια ἀκριβῶς
διαδικασία ὑπέστη καὶ ὁ Εὔβουλος, τὸ τέλος καὶ αὐτοῦ ἦταν ὁ ἀποκεφαλισµός. Ἔτσι
καὶ οἱ δυὸ µαζὶ πῆραν τὰ ἀµάραντα στεφάνια τῆς αἰώνιας δόξας.
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Βουκόλος
Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ
οἱ γονεῖς του, πλούσιοι σὲ κοπάδια βοδιῶν, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὶς
ἐλεηµοσύνες τους. Ἀκόµα θερµότερος στὴν πίστη καὶ προθυµότερος στὸ καλό, ὁ γιός
ἦταν ἡ παρηγοριὰ πολυάριθµων φτωχῶν καὶ ὀρφανῶν, γιὰ τοὺς ὁποίους διέθετε κάθε
χρόνο ὅλα τὰ εἰσοδήµατα τῆς δουλειᾶς του. Κάποτε γιὰ ἐπαγγελµατικοὺς λόγους ἔφυγε
ἀπὸ τὴν Καισάρεια. Αὐτὸ συνέβη ὅταν εἶχε κινηθεῖ φονικὸς διωγµὸς κατὰ τῶν
χριστιανῶν, µεταξὺ τῶν ὁποίων πρῶτος καταζητήθηκε ὁ Βλάσιος. Ἔψαξαν παντοῦ, ἀλλὰ
δὲν τὸν βρῆκαν πουθενά. Ὅταν ἐπέστρεψε, τοῦ ἀνέφεραν τὰ γεγονότα. Ἡ µητέρα τοῦ
τὸν προέτρεπε νὰ φύγει γιὰ νὰ σωθεῖ. Ἀλλ᾿ ὁ Βλάσιος ἀρνήθηκε, µὲ τὴν σκέψη ὅτι
θὰ ἦταν λιποτάκτης τῆς πίστης ἂν ἔφευγε γιὰ νὰ σωθεῖ. Καὶ ὅτι ἡ σωτηρία του αὐτὴ
θὰ ἦταν ἄτιµη, τὴν στιγµὴ ποὺ στὸ βωµὸ τῆς πίστης θυσιάζονταν οἰκογενειάρχες. Ἔµεινε
λοιπὸν καὶ παρουσιάστηκε στὸ κριτήριο. Ἐκεῖ, µετὰ τὴν ἐπανειληµµένη ὁµολογία
του καὶ τὴν σταθερὴ ἐπιµονή του σ᾿ αὐτή, βασανίστηκε φρικτά. Ἀλλὰ µὲ τὴν
θαυµαστὴ ὑποµονή του, κέρδισε πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ παρευρεθέντες, οἱ ὁποῖοι
µάλιστα ὁµολόγησαν τὴν ἀληθινὴ πίστη. Τέλος τὸ σῶµα του ὑπέκυψε στὸ θάνατο, ἡ
νικηφόρα ὅµως ἄθλησή του ἀξιώθηκε νὰ πάρει τὸ λαµπρὸ καὶ ἀµάραντο στεφάνι τῆς αἰώνιας
ζωῆς.
Ὁ Προφήτης Ἀζαρίας
Ἦταν γιὸς τοῦ Ὠδὴδ καὶ ἔζησε στὰ χρόνια
της βασιλείας τοῦ Ἀσὰ (956 π.Χ.) γιοῦ καὶ διαδόχου του Ἀβία στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα.
Ὁ Ἀσὰ ὑποστήριξε τὴν λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὀχύρωσε καλὰ τὴν Ἰουδαία καὶ ἐξόπλισε
καὶ ἐκγύµνασε καλὰ 500.000
πολεµιστές. Σύµφωνα λοιπὸν µὲ τὴν διήγηση
τοῦ βιβλίου Β´ Παραλειποµένων Κεφ. ιδ´ - ιε´, ἐξῆλθε κατὰ τῆς Ἰουδαίας Ζερᾶ ὁ Αἰθίοψ.
Λέγεται ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Φαραὼ Ὄσορκον Α´ τῆς 223 Αἰγυπτιακῆς δυναστείας,
διάδοχό του Σησάκ, ποὺ νίκησε τὸν βασιλιὰ τοῦ Ἰούδα Ῥοβοάµ. Ὁ Φαραὼ διέθετε ἑκατοµµύρια
στρατοῦ καὶ 300 πολεµικὰ ἅρµατα. Ὁ Ἀσά, πρὸ τῆς µάχης, ἔκανε θερµότατη προσευχὴ
πρὸς τὸν Θεό. Ὅταν
λοιπόν, νίκησε, ὁ Ἀζαρίας, ἐµπνευσµένος ἀπὸ
τὸ Πνεῦµα τὸ Ἅγιο, πῆγε στὸν βασιλιὰ Ἀσὰ καὶ στὸ λαὸ καὶ εἶπε: «Ἀκούστε µε σὺ ὁ
βασιλιὰς Ἀσὰ καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῶν φυλῶν τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Βενιαµίν. Ὁ Κύριος θὰ
εἶναι µαζί σας, ὅταν σεῖς θὰ προσέχετε νὰ εἶστε µαζί Του, λατρεύοντας τὸ ὄνοµά
Του καὶ τηρῶντας τὶς ἐντολές Του. Ὅταν Τὸν ζητᾶτε θὰ Τὸν βρίσκετε. Ἂν ὅµως Τὸν ἐγκαταλείψετε,
θὰ σᾶς ἐγκαταλείψει καὶ Αὐτός». Λόγια πολυτιµότατα γιὰ κάθε Κράτος καὶ γιὰ κάθε
λαό. Ὁ Ἀζαρίας πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν ἀγρό του.
Οἱ Ἅγιοι Παῦλος καὶ Σίµων
Μαρτύρησαν διὰ ἀποκεφαλισµοῦ.
Ὁ Ὅσιος Κλαύδιος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Σταµάτιος καὶ Νικόλαος,
νεοµάρτυρες ἐκ Σπετσῶν
Μαρτύρησαν γιὰ τὸ ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ στὴ
Χίο τὸ 1822. Ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ Σταµάτιος καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν ἀδέλφια. Ὁ πατέρας τους
ὀνοµαζόταν Θεόδωρος Γκίνης, ἡ δὲ µητέρα τους Ἀνεζώ. Τὸ 1822 οἱ νέοι αὐτοί, µαζὶ
µὲ ἄλλους πέντε καὶ τὸν συναθλητή τους Νικόλαο, µπῆκαν σ᾿ ἕνα πλοῖο φορτωµένο µὲ
λάδι γιὰ νὰ τὸ ἐµπορευτοῦν σὲ διάφορα λιµάνια. Λόγω µεγάλης θαλασσοταραχῆς,
προσάραξαν στὸν Τσεσµέ, µικρασιατικὴ παραλία ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Χίο. Ὅταν βγῆκαν
στὴν ξηρά, τοὺς φιλοξένησε κάποιος χριστιανός, ποὺ ἀργότερα τοὺς πρόδωσε στοὺς
Τούρκους, µὲ ἀποτέλεσµα αὐτοὶ νὰ θανατώσουν δυὸ ἀπὸ τοὺς συντρόφους· δυὸ ἄλλοι
διασώθηκαν ἀφοῦ ἔπεσαν στὴ θάλασσα καὶ συνελήφθηκαν οἱ Σταµάτιος, Ἰωάννης καὶ ὁ
γέροντας πλοίαρχος Νικόλαος. Στὶς 26 Ἰανουαρίου 1822 τοὺς παρουσίασαν στὸν πασὰ
τῆς Χίου. Ὁ πασὰς ἀφοῦ τοὺς ἀνέκρινε, τοὺς µὲν Σταµάτιο καὶ Ἰωάννη ἔκλεισε στὴ
φυλακή, τὸν δὲ γέροντα Νικόλαο ἀποκεφάλισε στὴν ἐκτὸς τοῦ Κάστρου πεδιάδα. Οἱ
Τοῦρκοι ἀφοῦ δὲν κατάφεραν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν τὰ δυὸ ἀδέλφια, στὸν ἴδιο τόπο ποὺ
ἀποκεφάλισαν
τὸν Νικόλαο, ἀποκεφάλισαν καὶ αὐτοὺς στὶς
3-2-1822. Προηγουµένως, ὁ Σταµάτιος, ποὺ τότε ἦταν 18 χρονῶν καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ
ἦταν 22 χρονῶν, ἔστειλαν ἔγγραφη ἐξοµολόγηση στὸν Μητροπολίτη Χίου, πῆραν τὴν εὐχή
του, κατόρθωσαν νὰ
κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων µυστηρίων καὶ ἔτσι
ἔφυγαν γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καθ᾿ ὅλα ἕτοιµοι.
Ὁ Ἰσαπόστολος Νικόλαος
Ἱδρυτὴς καὶ πρῶτος Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Ὀρθόδοξης
Ἰαπωνικῆς Ἐκκλησίας (1856-1912).
Ὁ Ἅγιος Laurence (Ἀγγλος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς
Ὀρθοδοξίας µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ὁ Ἅγιος Ἀνσέριος (Σκανδιναυός)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς
Ὀρθοδοξίας µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη»,
τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ.
«Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 04
●
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης
●
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁµολογητής
●
Ὁ Ἅγιος Ἀβράµιος Ἱεροµάρτυρας ἐπίσκοπος Ἀρβήλ της Περσίας
●
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐπίσκοπος Εἰρηνουπόλεως
●
Ὁ Ὅσιος Ἰάσιµος ὁ Θαυµατουργός
●
Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος
●
Ὁ Ὅσιος Νικήτας «ὁ ἐν τοῖς Πυθίοις»
●
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Χαλεπλής
●
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Κορίνθιος
●
Οἱ Ὅσιοι Ἀβραάµ καὶ Κόπρις
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης
«Ἱερατικῆς καὶ ἀσκητικῆς πολιτείας κανών»,
«τῆς ἡµετέρας αὐλῆς µοῦσαν». Εἶναι χαρακτηρισµοὶ ποὺ ἀπέδωσε ὁ Μέγας Φώτιος στὸν
ὅσιο Ἰσίδωρο, γιὰ τὴν ἄριστη θεολογική του κατάρτιση, τὸ φιλοσοφικό του νοῦ, τὴν
ἀσκητική του ἐγκράτεια, τὴν τόλµη καὶ τὴν ἄµεµπτη ἰδιωτική του ζωή. Ὁ Ὅσιος
γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο, περίπου τὸ 360, καὶ πέθανε τὸ 440. Ἔκανε µεγάλες καὶ
καλὲς σπουδές. Ἐργάστηκε στὴν ἀρχὴ σὰν κατηχητὴς καὶ δάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας Ἀλεξανδρείας.
Μετά, ὅµως, ἀποσύρθηκε σ΄ ἕνα µοναστήρι κοντὰ στὸ Πηλούσιο, γι᾿ αὐτὸ ὀνοµάστηκε
καὶ Πηλουσιώτης. Ἀργότερα, τὸν ἀξιώνει ὁ Θεὸς καὶ γίνεται Ἱερέας καί, ἔπειτα,
πανηγυρικά, ἡγούµενος στὸ µοναστήρι του. Ἡ πολυµάθεια ἔδωσε στὸν Ἰσίδωρο τέτοιο
κῦρος καὶ φήµη, ὥστε νὰ θεωρεῖται αὐθεντία στὶς ἑρµηνεῖες δύσκολων ἁγιογραφικῶν
χωρίων καὶ στὴ λύση ἀποριῶν. Ἂν ἤθελε, ἔπαιρνε ἄνετα τὸ ἀρχιερατικὸ ἀξίωµα. Ἀρνεῖται,
ὅµως, προτιµῶντας τὸ µοναστήρι, µὲ τὸ σκεπτικὸ ὅτι θὰ πρόσφερε περισσότερα στὴν
Ἐκκλησία µὲ τὸ λόγο καὶ τὰ συγγράµµατά του. Πράγµατι, σῴζονται σήµερα 2012 ἐπιστολές
του. Ἐκεῖνο, ὅµως, ποὺ κάνει ἐντύπωση, εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Ἰσιδώρου γιὰ τοὺς
µοναχοὺς καὶ τὰ µοναστήρια. Πίστευε ὅτι τὰ
µοναστήρια ἔπρεπε νὰ εἶναι ὁπλισµένα µὲ ὅλα τὰ ἐφόδια τῶν θρησκευτικῶν καὶ
θεολογικῶν γνώσεων. Καὶ νὰ εἶναι οἱ µεγάλοι προµαχῶνες τῆς πίστης, ἀπ΄ ὅπου θὰ
βγαίνουν οἱ θερµότεροι καὶ σοφότεροι
ἀπολογηταὶ καὶ συνήγοροί της.
Ὁ Ὅσιος Νικόλαος ὁ Ὁµολογητής
Γεννήθηκε στὴν Κυδωνιὰ τῆς Κρήτης τὸ ἔτος
792, καὶ ἐκεῖ διδάχτηκε τὰ πρῶτα γράµµατα. Κατόπιν οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν
στὴν Κωνσταντινούπολη κοντὰ στὸ θεῖο του Θεοφάνη, ποὺ ἦταν µοναχὸς στὴν
περίφηµη Μονὴ τοῦ Στουδίου, τῆς ὁποίας καὶ αὐτὸς ἔγινε µοναχός. Ἐκεῖ ὁ Νικόλαος
βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ µορφωθεῖ στὰ ἑλληνικὰ καὶ θρησκευτικὰ Γράµµατα, ἔγινε δὲ
καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους ταχυγράφους τῆς
ἐποχῆς του. Οἱ καιροὶ ὅµως ἦταν πολὺ
ταραγµένοι ἀπὸ τὸ σάλο τῆς Εἰκονοµαχίας, καὶ ἡ Ἱερὰ Μονὴ Στουδίου, ποὺ ἦταν
προµαχῶνας τοῦ ἀγῶνα ὑπὲρ τῶν ἁγίων Εἰκόνων, ὁ ἡγούµενος καὶ οἱ µοναχοί της, ὑπέστησαν
διώξεις, φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ πολλὲς
ἄλλες στερήσεις. Τὴν ἴδια βέβαια τύχη εἶχε
καὶ ὁ Νικόλαος, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπονοµάσθηκε Ὁµολογητής. Ὅταν ἔπαψε ἡ θύελλα τῆς Εἰκονοµαχίας,
στὶς 19 Ἀπριλίου 847, ὁ Νικόλαος ἐξελέγη ἡγούµενος τῆς Μονῆς του. Τὸ 850 ὅµως
παραιτήθηκε. Τὸ 859 ἵδρυσε τὸ µονύδριο τοῦ Κονωροβίου, µὲ σχέδιο νὰ καταρτίσει
νέους µοναχοὺς κατὰ τὸ πνεῦµα καὶ τὶς παραδόσεις τῆς Μονῆς Στουδίου. Ὁ Καῖσαρ
Βάρδας, ὅµως, τὸν ἀνάγκασε νὰ αὐτοεξορισθεῖ σὲ διάφορους τόπους (Ἱστορικὲς πῆγες
ἀναφέρουν ὅτι εἶχε πρόβληµα πνευµατικῆς ἐπικοινωνίας µὲ τὸν ἱερὸ Φώτιο), γιὰ νὰ
ἐπανέλθει τὸ 867 σὰν ἡγούµενος, καὶ νὰ τὸν καλέσει ὁ Θεὸς κοντά Του στὶς 4
Φεβρουαρίου τοῦ 868.
Ὁ Ἅγιος Ἀβράµιος Ἱεροµάρτυρας ἐπίσκοπος Ἀρβὴλ
της Περσίας
Μαρτύρησε τὸν 5ο αἰῶνα µ.Χ. Ἦταν ἐπίσκοπος
κάποιας Περσικῆς πόλης ποὺ ὀνοµαζόταν Ἀρβήλ,τὰ ἀρχαία Ἄρβηλα, πόλη τῆς Ἀσσυρίας
(Μεσοποταµίας· βρισκόταν γύρω στὰ 90 χιλ. νοτιονατολικὰ τῆς Μοσσούλης κοντὰ στὰ
Ἴρακινοπερσικα σύνορα. Τώρα ἀνήκει στὸ Ἰρὰκ καὶ ὀνοµάζεται Ἐρµπίλ). Ὅταν ἔγινε ὁ
διωγµὸς στὴν Περσία ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὁ Ἀβράµιος συνελήφθη ἀπὸ τὸν ἀρχιµάγο
του βασιλιᾶ Ἀδερφορᾶ. Αὐτὸς προσπάθησε νὰ τὸν ἀναγκάσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ
καὶ νὰ προσκυνήσει τὸν ἥλιο. Ὁ Ἀβράµιος ὄχι µόνο δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, ἀλλὰ
τοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἐργάζεται συνεχῶς γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Τότε µετὰ ἀπὸ
σκληρὰ βασανιστήρια, τὸν ἀποκεφάλισαν σ΄ ἕνα χωριὸ ποὺ λεγόταν Θελµᾶ καὶ ἔτσι ἔλαβε
ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ ἀµάραντο στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐπίσκοπος Εἰρηνουπόλεως
Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 318 Θεοφόρους Πατέρες τῆς
Ἐκκλησίας στὴν Οἰκουµενικὴ Σύνοδο τῆς Νικαίας. (Ἡ Εἰρηνούπολη, πόλη Βυζαντινή, ἦταν
κοντὰ στὸν Σάρο ποταµὸ τῆς Τραχείας Κιλικίας).
Ὁ Ὅσιος Ἰάσιµος ὁ Θαυµατουργός
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Θεόκτιστος
Μαρτύρησε διὰ ἀποκεφαλισµοῦ.
Ὁ Ὅσιος Νικήτας «ὁ ἐν τοῖς Πυθίοις»
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Μνηµονεύεται
στὸ Βυζαντινὸ Ἑορτολόγιο τοῦ Γεδεῶν (σελ. 69), σὰν ἀσκητὴς ὅσιος, ποὺ ἀσκήτευσε
(ἄγνωστο πότε) «ἐν Πυθίοις» (τὸ σηµερινὸ Κουρί).
Ὁ Ἅγιος Ἰωσὴφ ὁ Χαλεπλής
Καταγόταν ἀπὸ τὸ Χαλέπιο καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἐπειδὴ
ἦταν εὐσεβής, τὸν συκοφάντησαν ὅτι δῆθεν εἶπε θὰ γίνει Τοῦρκος. Μπροστὰ στὶς ὑποσχέσεις
καὶ τὶς κολακεῖες τοῦ κριτῆ, ὁ Ἰωσὴφ παρέµεινε ἀµετάθετος στὴν πίστη του καὶ µὲ
θάῤῥος ἤλεγξε τὴν
µουσουλµανικὴ θρησκεία. Ἀφοῦ ἀποδείχθηκε ἀκλόνητος
καὶ ἀµετάπειστος στὶς ἀπόπειρες τῶν Τούρκων νὰ τὸν ἀλλαξοπιστήσουν, δέχτηκε τὸ
στεφάνι τοῦ µαρτυρίου
µὲ ἀποκεφαλισµὸ στὶς 4 Φεβρουαρίου 1686. Ὁ
ὑπ΄ ἀριθ. 2142 (129) κώδικας τοῦ XΝΙΙΙ αἰ. τῆς Μονῆς Ἐσφιγµένου του Ἁγίου Ὄρους,
ἐδάφ. 23, ἀναφέρει τὸ µαρτύριο τοῦ Ἁγίου στὶς 17 Φεβρουαρίου. Πάντως προκύπτει
πρόβληµα ὅσον ἀφορᾷ τὴν ἡµεροµηνία τοῦ
µαρτυρίου τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Κορίνθιος
Ὁρισµένες ἁγιολογικὲς πηγὲς ἀναφέρουν τὴν
µνήµη του 4 Φεβρουαρίου. Ὅµως, βλέπε κυρίως µνήµη τοῦ ἁγίου αὐτοῦ στὶς 14
Φεβρουαρίου.
Οἱ Ὅσιοι Ἀβραὰµ καὶ Κόπρις
Τῆς Μονῆς «Μεταµορφώσεως Σωτῆρος» ἐν
Βολογντᾷ (15ος αἰ.).
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 05
●
Ἡ Ἁγία Ἀγάθη
●
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας (ὁ ἐν Σκοπέλῳ)
●
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ὁ Νέος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
●
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Ἀθηναῖος
●
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ ἐκ Σικελίας (+ 995)
Ἡ Ἁγία Ἀγάθη
Ἡ Ἁγία Ἀγάθη ἦταν ἀπὸ τὸ Παλέρµο τῆς
Σικελίας καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Δεκίου (251). Διέλαµπε µὲ τὴν ὡραιότητα
τοῦ σώµατος καὶ µὲ τὸ κάλλος τῆς χριστιανικῆς της ψυχῆς. Ἡ οἰκογένειά της εἶχε
µεγάλη κινητὴ καὶ ἀκίνητη περιουσία. Σὲ ἡλικία 15 χρονῶν µένει ὀρφανή. Ἡ µεγάλη
περιουσία ποὺ κληρονόµησε καὶ ἡ ὀµορφιὰ τοῦ σώµατος ποὺ εἶχε τῆς βάζουν τὸ ἐρώτηµα:
κόσµος ἢ θρησκεία; ἢ συµβιβασµός; Δηλαδή, κόσµος καὶ θρησκεία; Στὴ σκέψη της, ὅµως,
βάρυνε ὁ θεόπνευστος λόγος τοῦ ἀδελφοθέου Ἰακώβου: «Θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀµίαντος
παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὐτὴ ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει
αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπό του κόσµου». Δηλαδή, θρησκεία καθαρὴ καὶ ἀµόλυντη
µπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ Πατέρα εἶναι αὐτή: νὰ ἐπισκέπτεται
κανεὶς ὀρφανὰ καὶ χῆρες τὸν καιρὸ ποὺ πάσχουν καὶ νὰ διατηρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀµόλυντο
ἀπὸ τὸν κόσµο. Ἔτσι ἔκανε καὶ ἡ Ἀγάθη. Ἀφοῦ «κλώτσησε» τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἐπιτήδειες
εἰσηγήσεις ἀνθρώπων τοῦ κόσµου, ὀργάνωσε ὁλόκληρη φιλανθρωπικὴ κίνηση καὶ µὲ τὸ
ἐπιτελεῖο της περιέθαλπε τοὺς δυστυχισµένους τοῦ τόπου της. Ὁ Θεός, ὅµως,
θέλησε ἡ Ἀγάθη νὰ δοκιµαστεῖ ἀκόµα περισσότερο. Κάποιος ἔπαρχος, ὁ Κυντιανός,
θέλοντας νὰ ἀπολαύσει τὰ κάλλη της, προσπάθησε νὰ τὴν ἐπηρεάσει νὰ γίνει γυναῖκα
του. Ἡ Ἀγάθη ἔµεινε ἀνεπηρέαστη. Προτίµησε νὰ καεῖ καὶ νὰ πάρει ἔτσι τὸ στεφάνι
τοῦ µαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ ἐξ Ἀντιοχείας (ὁ ἐν
Σκοπέλῳ)
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια
καὶ εἶχε γονεῖς πλούσιους καὶ ἐπίσηµους. Τὸν ἐνέπνεε ὅµως εὐσέβεια θερµὴ καὶ
φλογερὸς πόθος, νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἀπὸ τοὺς µολυσµοὺς τοῦ κόσµου. Γι᾿ αὐτὸ ἀναχώρησε
στὴν Κιλικία καὶ ἔκτισε ἕνα κελὶ κοντὰ σὲ µία δενδρώδη παραθαλάσσια περιοχή. Ὁ Ὅσιος
Θεοδόσιος, ἂν καὶ ζοῦσε στὴ
µόνωση, δὲν ἀπέφευγε τὴν κοινωνικὴ ζωή.
Συχνὰ πήγαινε στὰ κοντινὰ µέρη, ἀναζητῶντας ψυχές, ποὺ εἶχαν ἀνάγκη ἀπὸ τὴν
παρηγοριὰ τῆς πίστης καὶ τῆς ἐλπίδας. Ἄλλοτε πάλι ἔρχονταν πρὸς αὐτὸν καρδιὲς
τραυµατισµένες καὶ ταραγµένες, ζητῶντας τὴν γιατρειά τους. Ὁ Ὅσιος ἀνταποκρινόταν
στὶς ἀνάγκες αὐτές, χρησιµοποιῶντας τὰ πνευµατικὰ φάρµακα τῆς θρησκείας καὶ ἔτσι
οἱ περισσότεροι ἔφευγαν ἀνακουφισµένοι. Ἀργότερα, λόγω τῶν ἐπιδροµῶν τῆς
βαρβαρικῆς φυλῆς τῶν Ἰσαύρων, ἔφυγε ἀπὸ τὸ
µέρος αὐτὸ καὶ ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του
τὴν Ἀντιόχεια. Ἡ εἴδηση τῆς ἐπιστροφῆς του, τοῦ ἔφερε πλῆθος ἐπισκεπτῶν. Ἔτσι,
συνέχισε καὶ ἐκεῖ µὲ µεγάλη ἐπιτυχία τὸ
πνευµατικὸ καὶ κοινωνικό του ἔργο γιὰ πολλὰ
χρόνια. Παρέδωσε τὸ πνεῦµα του εἰρηνικὰ καὶ µὲ τὴν συναίσθηση, ὅτι ὑπηρέτησε εἰλικρινὰ
τὸν Κύριο καὶ ἔπραξε ὅσο
µποροῦσε τὸ καθῆκον του πρὸς τὴν πίστη καὶ
τὸν πλησίον.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ὁ Νέος, Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως
Τὴν 3η Ἀπριλίου τοῦ 956, ἕνα µήνα µετὰ τὸ θάνατο
τοῦ πρώην Πατριάρχη Θεοφύλακτου, χειροτονήθηκε διάδοχός του ὁ Πολύευκτος. Ὁ
Πολύευκτος γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ πολὺ νωρὶς προσῆλθε στὴ
µοναχικὴ τάξη. µαζὶ µὲ τὴν
µεγάλη του µόρφωση, συνδύαζε σὲ ἔξοχο βαθµὸ
τὴν ἀντικειµενικότητα τοῦ χαρακτῆρα, τὴν σεµνότητα τοῦ ἤθους, τὴν ἀποξένωση ἀπὸ
κάθε κοσµικὴ τέρψη καὶ τὴν πλήρη καταφρόνηση τῶν χρηµάτων. Ζοῦσε µὲ πολλὴ ἁπλότητα,
ἐγκράτεια, καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ ἦταν ἀρκετὸ λίγο ξερὸ ψωµὶ γιὰ τὴν συντήρησή
του, προκειµένου ἀπὸ τὸ ὑστέρηµά του νὰ θρέψει τοὺς ἄλλους. Πολλοὶ τὸν ἔλεγαν Ἰωάννη
Χρυσόστοµο, καὶ δὲν τὸ ἔλεγαν
µόνο, ἀλλὰ καὶ φαινόταν ἀπὸ τὰ θεάρεστα ἔργα
του. Ἡ προσωπικότητα τοῦ Πατριάρχη Πολυεύκτου ἔλαµψε κυρίως ἐπὶ βασιλέων
Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ Ἰωάννου τοῦ Τσιµισκῆ. Ὁ Πολύευκτος τὸ 957 βάπτισε τὴν ῥωσίδα
ἡγεµόνιδα Ὄλγα ὅταν αὐτὴ ἦλθε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐπίσης, ἐπὶ τῆς
πατριαρχείας του κτίσθηκαν στὸ Ἅγιον Ὄρος οἱ Μονὲς Μεγίστης Λαύρας, τοῦ
Βατοπεδίου καὶ τῶν Ἰβήρων. Ὁ Πολύευκτος πέθανε στὶς
16 Ἰανουαρίου τοῦ 970. (Διίστανται οἱ γνῶµες
ὡς πρὸς τὸ ἐπίθετο Νέος, ποὺ δόθηκε στὸν Ἅγιο, διότι, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Σ. Εὐστρατιάδης,
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως µὲ τὸ ὄνοµα Πολύευκτος δὲν ὑπῆρξε πρὶν ἀπ᾿ αὐτόν.
Ἐνῷ ὁ Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης ὑποστηρίζει πὼς ὑπῆρξε, ἐπὶ Κωνσταντίνου
Πορφυρογέννητου).
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Ἀθηναῖος
Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ φτωχοὺς καὶ ἄσηµους
γονεῖς, τὸν Μῆτρο καὶ τὴν Καλοµοίρα. Δώδεκα χρονῶν, ἐργάστηκε γιὰ νὰ συντηρήσει
τοὺς θεοσεβεῖς γονεῖς του, κοντὰ σὲ κάποιους Τουρκαλβανούς, ποὺ βρίσκονταν στὴν
Ἀθήνα. Δεκαέξι χρονῶν πουλήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀφέντες του σὲ κάποιους Ἀγαρηνούς τοῦ
Μοριᾶ, οἱ ὁποῖοι τὸν βασάνισαν σκληρά, προκειµένου νὰ τὸν ἐξισλαµίσουν. Ἀφοῦ δὲν
µπόρεσαν νὰ τὸ καταφέρουν, τὸν πούλησαν σ᾿ ἄλλους σκληρότερους ἀφέντες
Τούρκους. Μεταπουλήθηκε πέντε φορὲς σὲ ἀφέντες, ὁ ἕνας σκληρότερος ἀπὸ τὸν ἄλλο,
καὶ ὑπέστη πολλὰ καὶ διάφορα βασανιστήρια ἀπ᾿ αὐτοὺς γιὰ νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη
του, ἀλλ᾿ ὁ Ἀντώνιος παρέµεινε σταθερὸς στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Τελικά, ἀγοράστηκε
ἀπὸ ἕναν Ὀρθόδοξο Χριστιανό, ἀντὶ 400 γροσιῶν καὶ ἐγκαταστάθηκε µαζὶ µ᾿ αὐτὸν
στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὸ ἐργαστήρι τοῦ ἀφέντη του, ἀναγνωρίστηκε ἀπὸ κάποιον ἀπὸ
τοὺς προηγούµενους ἀφέντες του, ὁ ὁποῖος τὸν συκοφάντησε, ὅτι δῆθεν δέχτηκε τὸν
µουσουλµανισµὸ καὶ ἀργότερα τὸν ἀπαρνήθηκε.
Ἀµέσως τότε συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ ὁδηγήθηκε στὸν κριτὴ Μουρὰτ Μουλάν.
Ὁ Ἀντώνιος, χωρὶς νὰ λογαριάσει κολακεῖες καὶ φοβέρες, ὁµολόγησε µὲ γενναῖα
λόγια τὴν χριστιανική του πίστη. Ὁ κριτὴς συγκινηµένος ἀπὸ τὸ θάῤῥος τοῦ Ἀντωνίου,
προσπάθησε νὰ τὸν ἀθῳώσει. Φοβήθηκε ὅµως τοὺς ψευδοµάρτυρες καὶ τὸν παρέδωσε στὸν
βεζίρη Μεχµὲτ Μελὲκ Πασᾶ, ἀφοῦ κρυφὰ τοῦ διεµήνυσε γιὰ τὴν ἀθῳότητα τοῦ
µάρτυρα. Ὁ βεζίρης, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς πείστηκε γιὰ τὴν ἀθῳότητα τοῦ Ἀντωνίου, τὸν ἔκλεισε
στὴ φυλακὴ γιὰ
νὰ ἀποφύγει τὴν ὀργὴ τοῦ πλήθους, µὲ σκοπὸ
ἀργότερα νὰ τὸν ἐλευθερώσει. Ἀλλὰ τὸ
µαινόµενο πλῆθος κατηγόρησε τὸν βεζίρη στὸν
Σουλτάνο Χαµὶτ τὸν Α´, ὅτι δῆθεν
δωροδοκήθηκε γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν Ἀντώνιο.
Ὁ Σουλτάνος, φοβούµενος ταραχὲς
ἀπὸ τὸ πλῆθος, διέταξε τὸν βεζίρη, ἂν ὁ Ἀντώνιος
δὲν ἀποδεχθεῖ τὸν µουσουλµανισµό,
νὰ ἀποκεφαλιστεῖ. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ
µάρτυρας, διατράνωσε τὴν πίστη του στὸν Χριστό,
καὶ ἔτσι ἀποκεφαλίστηκε στὶς 4 Φεβρουαρίου
1774, ἡµέρα Τετάρτη στὸ Ἄκ-Σεράϊ τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, παίρνοντας τὸ ἀµάραντο
στεφάνι τῆς αἰώνιας δόξας.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ ἐκ Σικελίας (+ 995)
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 06
●
Ὁ Ὅσιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σµύρνης
●
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς, ὁ ἐν Ἐµέσῃ
●
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστα, Εὐϊλάσιος καὶ Μάξιµος
●
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Βασίλειος καὶ Σιλουανός
●
Οἱ Ἅγιοι Νικηφόρος καὶ Περγέτης
●
Ὁ Ἅγιος Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
●
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ὁ µαθητής του
●
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ
●
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος
●
Ὁ Ὅσιος Μακάριος
●
Ἡ Ἁγία Δωροθέα, ἡ ἐν Καισαρείᾳ ἡ Παρθενοµάρτυς
●
Ὁ Ἅγιος Ἀµάνδος (Βέλγος)
Ὁ Ὅσιος Βουκόλος, Ἐπίσκοπος Σµύρνης
Ὁ Ὅσιος Βουκόλος τιµᾶται σὰν ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος
τῆς Σµύρνης, ποὺ ἐκλέχθηκε καὶ ἐγκαταστάθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸ Θεολόγο, ὅταν
αὐτὸς πῆγε στὴν Ἔφεσο καὶ εἶχε τὴν ἐπιστασία τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Στὴ
διακονία του αὐτή, ὁ ζηλωτὴς αὐτὸς Ἱεράρχης, ὑπηρέτησε µὲ ὅλη τὴν εὐσυνειδησία,
τὴν θερµότητα καὶ τὴν αὐταπάρνηση τῶν ἡρωικῶν καὶ µαρτυρικῶν ἐκείνων χρόνων. Ὑπῆρξε
πραγµατικὸς πατέρας πρὸς τοὺς χριστιανούς του καὶ στὴ διδασκαλία καὶ στὴν ὑπεράσπισή
τους, ὅταν κινδύνευαν ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς τοῦ Εὐαγγελίου. Πρὸς δὲ τὰ εἰδωλολατρικὰ
πλήθη,
συµπεριφερόταν µὲ θαυµάσια σύνεση καὶ ἀγάπη,
προσέχοντας µὲν νὰ µὴν τὰ ἐρεθίζει, ἀλλὰ καὶ προσπαθώντας µὲ ὅλη του τὴν τέχνη,
νὰ ἑλκύει πολλοὺς ἀπ΄ αὐτοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Οἱ πρὸς τιµήν του ἐκκλησιαστικοὶ
ὕµνοι τονίζουν τὴν εἰλικρινὴ πίστη του, τὴν ἀνυπόκριτη ἀγάπη του, τὴν
καθαρότητα τοῦ νοῦ του καὶ τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσής του. Θεωροῦν µάλιστα ὅτι ὁ Ἅγιος
Βουκόλος ὑπέδειξε διάδοχό του τὸν ἱερὸ Πολύκαρπο.
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ ἐν Ἐµέσῃ
Μαρτύρησε στὰ τέλη τοῦ τρίτου αἰῶνα µετὰ
Χριστὸν στὴνἜµεσα (ἢ Ἔµισα), πόλη τῆς Κοίλης Συρίας, ποὺ φέρει σήµερα τὸ ὄνοµα
Χάρις. Ὁ Ἰουλιανὸς αὐτός, γιατρὸς στὴν τέχνη, ἂν καὶ ἀσθενής, ἔµαθε ὅτι εἶχαν
συλληφθεῖ καὶ καταδικασθεῖ νὰ σπαραχθοῦν ἀπὸ τὰ θηρία ὁ ἐπίσκοπος Ἐµέσης
Σιλουανός, ὁ διάκονος Λουκᾶς καὶ ὁ ἀναγνώστης Μώκιος. Σηκώθηκε λοιπόν, καὶ ἔτρεξε
νὰ συµµεριστεῖ τὴν τύχη τους. Μόλις ἔφτασε στὸν συγκεκριµένο τόπο, ὅρµησε καὶ
τοὺς φίλησε. Οἱ στρατιῶτες τὸν τράβηξαν καὶ τὸν κτύπησαν ἄγρια. Ἡ συνέχεια εἶναι
εὐνόητη. Καταδικάστηκε καὶ αὐτὸς σὲ θάνατο, καὶ ἔτσι ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ
µαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστα, Εὐϊλάσιος καὶ Μάξιµος
Ἡ ἁγία Φαῦστα ἦταν ἀπὸ εὐγενὴ καὶ πλούσια
οἰκογένεια τῆς Κυζίκου. Σὲ ἡλικία 13 χρονῶν, ἔµεινε ὀρφανὴ ἀπὸ γονεῖς. Ἀλλὰ οἱ
κακοὶ συγγενεῖς καὶ φίλοι δὲν κατόρθωσαν νὰ ἐπηρεάσουν τὴν τρυφερὴ καρδιά της. Ἡ
χριστιανικὴ ἀνατροφή, βαθύτατα χαραγµένη στὴν ψυχή της, τὴν ἔκανε νὰ ἀποτροπιάζεται
τὰ πλάνα καὶ ἀπατηλὰ λόγια. Τὸ ἔτος 299 µ.Χ. ἡ νεαρὴ Φαῦστα, προσκλήθηκε νὰ ἀρνηθεῖ
τὸν Χριστό. Παρουσιάστηκε λοιπὸν µπροστὰ στὸν συγκλητικὸ Εὐϊλάσιο, γέροντα 80
χρονῶν, καὶ ἄφοβη µπροστὰ στὶς ἀπειλές του, ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος ὅτι εἶναι καὶ θὰ
παραµείνει χριστιανή. Ἀκολούθησαν ἄγρια βασανιστήρια, ποὺ ἡ Φαῦστα τὰ ὑπέµεινε
µὲ θαυµαστὴ καρτερία. Κατόπιν τὴν ἔριξαν στὴ φωτιά, ἀπὸ τὴν ὁποία ἡ Ἁγία βγῆκε ἄθικτη.
Ὅλα αὐτὰ
ἔκαµψαν τὸ εἰδωλολατρικὸ φρόνηµα τοῦ
γέροντα Εὐϊλασίου καὶ ὤ! τοῦ θαύµατος ἔγινε χριστιανός. Ἡ εἴδηση αὐτὴ ἐξόργισε
τὸν ἔπαρχο Μάξιµο. Προσκάλεσε λοιπὸν τὸν Εὐϊλάσιο καὶ τοῦ ἔκανε παρατήρηση µὲ τὰ
πιὸ ὑβριστικὰ λόγια. Ὁ Εὐϊλάσιος ἀτάραχος, διηγήθηκε τὰ γεγονότα µὲ τὴν Φαῦστα.
Ἀλλ΄ ὁ Μάξιµος, τυφλωµένος ἀπὸ θυµό, διέταξε καὶ βασάνισαν ἄγρια τὸν γέροντα Εὐϊλάσιο
καθὼς καὶ τὴν Φαῦστα. Καὶ οἱ δυό, ὅµως, βγῆκαν νικηφόρα ἀπὸ τὸ καµίνι αὐτῶν τῶν
φρικτῶν βασανιστηρίων. Καὶ ὁ Θεὸς
ἔκανε καὶ πάλι τὸ θαῦµα του. Ὁ ἔπαρχος ὁµολόγησε
καὶ αὐτὸς τὸν Χριστό, ζητῶντας µὲ συντριβὴ συγχώρεση ἀπὸ τὴν νεαρὴ Φαῦστα. Ἡ εἴδηση
δὲν ἄργησε νὰ φτάσει στὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, ποὺ µὲ διαταγή του
θανατώθηκαν καὶ οἱ τρεῖς Ἅγιοι.
Οἱ Ἅγιοι Φαῦστος, Βασίλειος καὶ Σιλουανός
Ἦταν ἀδελφικοὶ φίλοι, νέοι στὴν ἡλικία καὶ
µαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Νικηφόρος καὶ Περγέτης
Βλέπε σχετικῶς τὴν 8η Φεβρουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Φώτιος, Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως
Ἀπὸ τὶς µεγαλύτερες καὶ λαµπρότερες µορφὲς
τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς παγκόσµιας Ἱστορίας εἶναι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος. Στολίζει τὸν 9ο αἰῶνα, σὰν ὁ ἔξοχωτερος τῶν
πρωταγωνιστῶν του. Γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ 820 (κατ΄ ἄλλους τὸ 810),
ἀπὸ πλούσια καὶ εὐγενικὴ οἰκογένεια. Ἀναδεικνύεται γρήγορα
στὰ γράµµατα καὶ τὶς ἐπιστῆµες. Ἦταν
µεγαλοφυΐα, πολὺ πλατὺ καὶ θετικὸ µυαλό, καὶ ἡ κρίση, ἡ µνήµη καὶ ἡ πολυµάθειά
του προκαλοῦσαν καταπληκτικὴ ἐντύπωση. Ὁ Φώτιος διαπρέπει στὸν πολιτικὸ στίβο, ἀλλὰ
ἡ ἀνωµαλία, ποὺ δηµιουργεῖται ἐκεῖνο τὸν
καιρὸ στὸν πατριαρχικὸ θρόνο µὲ τὴν ἀποµάκρυνση
τοῦ Ἰγνατίου, γρήγορα τὸν φέρνει - σὰν τὸν καταλληλότερο ἄνθρωπο - στὸ ἐκκλησιαστικὸ
πεδίο. Μέσα σὲ ἕξι µέρες παίρνει ὅλους τοὺς βαθµοὺς τῆς Ἱερωσύνης καὶ γίνεται
Πατριάρχης τὴν ἡµέρα τῶν Χριστουγέννων τοῦ 857 ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους Συρακουσῶν
Γρηγορίου τοῦ Ἀσβεστᾶ, Γορτύνης Βασιλείου καὶ Ἀπαµείας Εὐλαµπίου, διότι ἡ
κατάσταση ἔπρεπε νὰ ὀµαλοποιηθεῖ. Ἀπὸ τότε, ἔδωσε πολλοὺς ἀγῶνες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς
τῶν τειχῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἰδιαίτερα κατὰ τῶν παπικῶν. Ἔµεινε στὸν Πατριαρχικὸ
θρόνο γιὰ 10
χρόνια, ἐπαύθη τὸ 867 ἀπὸ τὸν Βασίλειο τὸν
Μακεδόνα καὶ ἐξορίστηκε στὴ Μονὴ Σκέπης στὰ θρακικὰ παράλια του Βοσπόρου. Ὁ Ἰγνάτιος,
ποὺ τὸν διαδέχτηκε, µὲ σύνοδο ποὺ ἔγινε στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας (869),
καθήρεσε καὶ ἀναθεµάτισε ὅλους τοὺς ὀπαδοὺς τοῦ Μ. Φωτίου. Ἀλλὰ µετὰ τὸν θάνατο
τοῦ Ἰγνατίου, ἐπανῆλθε γιὰ δεύτερη φορὰ στὸν θρόνο ὁ Μ. Φώτιος (878). Ὅµως, ὁ αὐτοκράτωρ
Λέων ὁ σοφός, ποὺ ὑπῆρξε καὶ µαθητής του, κατάφερε νὰ τὸν ἐκδιώξει ἀπὸ τὸ θρόνο
(886). Ἔτσι, ὁ Φώτιος θὰ τελειώσει τὴν πολυτάραχη ζωή του στὶς 6 Φεβρουαρίου
891 (κατ΄ ἄλλους τὸ 898), σὲ ἕνα µοναστήρι ποὺ τὸ ὀνόµαζαν τῶν Ἀρµενίων. (Ἡ ἑορτή
του καθιερώθηκε ἐπίσηµα
µόλις τὸ 1912).
Ὁ Ὅσιος Βαρσανούφιος καὶ Ἰωάννης ὁ µαθητής
του
Ἔζησαν τὸν 4ο αἰῶνα µ.Χ. Μεγάλης ἐγκράτειας
καὶ ἄσκησης καὶ οἱ δυό τους, ἦταν συγχρόνως στολισµένοι µὲ ἀξιόλογη γνώση τῶν
θρησκευτικῶν ζητηµάτων. Γιὰ τὴν ὁδηγία καὶ τὸν φωτισµὸ τῶν πιστῶν, διατύπωσαν
µαζὶ πολλὲς ἐρωτήσεις, ποὺ τὶς λύσεις τους ἔγραψε µὲν ὁ ἕνας, ἀλλὰ καὶ ἕνα
µέρος ὁ ἄλλος. Τὸ βιβλίο αὐτὸ τυπώθηκε στὴ Βενετία τὸ 1816. Τὸν ὅσιο Ἰωάννη, ποὺ
ἐπέζησε τοῦ διδασκάλου του, διέκρινε προφητικὸ χάρισµα, καθὼς καὶ θεραπευτικό. Ὁ
Μέγας Θεοδόσιος, ποὺ ἄκουσε γι᾿ αὐτόν, τὸν εἶχε σὲ πολὺ σεβασµὸ καὶ τιµή. Καὶ οἱ
δυὸ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Λυκῷ
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν στὶς ἀρετὲς
περιβόητος καὶ τόσο θαυµάσιος, ὥστε ἂν καὶ ἀγωνιζόταν µέσα σὲ µεγάλους Ὁσίους,
τοὺς ξεπέρασε µὲ τὴν ἀγγελικὴ πολιτεία του. Αὐτὸς κατοικοῦσε στὰ µέρη τῆς Θηβαΐδας
κοντὰ στὴν πόλη Λυκώ. Ἡ Λυκώ ἦταν πόλη τῆς Θηβαΐδας, περιοχὴ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου,
ποὺ εἶχε πρωτεύουσα τὴν Θήβα. Ὁ Ἰωάννης γνώρισε τὶς περισσότερες παγίδες τοῦ
σατανᾶ, ἀλλὰ µὲ τὴν µεγάλη του ἀρετή, ἄσκηση καὶ µὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ τὶς
ξεπέρασε. Ὁ Ἰωάννης εἶχε ἀξιωθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τὸ χάρισµα νὰ θεραπεύει
θαυµατουργικὰ ἀσθένειες. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος
Γι΄ αὐτόν µας ἀναφέρει ὁ Θεοδώρητος Κύρου,
ποὺ τὸν γνώρισε προσωπικά. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου καὶ στὴν ἀρχὴ ἀσκήθηκε
µέσα σ΄ ἕνα στενότατο κελί. Ἔπειτα ἀνέβηκε σ΄ ἕνα βουνό, κοντὰ στὴν πόλη Κύρου,
ὅπου βάδισε τὸν ἀσκητικὸ δρόµο µὲ
αὐστηρότητα. Στὸ ὄνοµα τῆς ἀκτηµοσύνης δὲν
ἔκτισε ποτὲ καλύβη. Προσευχόταν στὸ ὕπαιθρο, ὄρθιος καὶ µὲ σιδερένια βάρη ἐπάνω
του. Ἡ δὲ νηστεία του ἦταν αὐστηρότατη. Ἔτσι καλὰ ἀφοῦ ἀγωνίστηκε, παρέδωσε εἰρηνικὰ
τὴν ψυχή του στὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος
Ἡ Ἁγία Δωροθέα, ἡ ἐν Καισαρείᾳ ἡ
Παρθενοµάρτυς
Ὁ Ἅγιος Ἀµάνδος (Βέλγος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Ἡ ἐν Ὀρθοδοξίᾳ Ἡνωµένη Εὐρώπη»,
τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἐκδ.
«Ἑπτάλοφος», Ἀθῆναι 1997.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 07
●
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, ἐπίσκοπος Λαµψάκου
●
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς, ὁ ἐν Στειρίῳ ὄρει ἄσκησας
●
Οἱ Ἅγιοι 1003 Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴ Νικοµήδεια
●
Οἱ Ἅγιοι ἓξ Μάρτυρες καταγόµενοι ἀπὸ τὴν Φρυγία
●
Ὁ Ἅγιος Ἀπρίων (ἢ Εὐπρίων) ἐπίσκοπος Κύπρου
●
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Μονεβάτοις ἀγωνισάµενος
●
Ὁ Ἅγιος Θεόπεµπτος καὶ ἡ συνοδεία του
●
Ὁ Ὅσιος Σαραπίων
●
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Κρητικός
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, ἐπίσκοπος Λαµψάκου
Ἦταν γιὸς τοῦ διακόνου Χριστόφορου, ἀπὸ
κάποια κωµόπολη τῆς Βιθυνίας. Ἔζησε ἐπὶ Μ. Κων/νου (318). Ὁ εὐσεβὴς πατέρας του
τοῦ δίδαξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ τὴν ἀγάπη στὰ καλὰ ἔργα. Ἀφοῦ πῆρε ἀρκετὴ
γραµµατικὴ µόρφωση, ἔγινε µοναχὸς καὶ ἡ
ζωή του ἀφιερώθηκε στὴν προσευχή, στὴ
µελέτη τοῦ Εὐαγγελίου καὶ στὴν ἐργασία. Τοῦ ἄρεσε ἰδιαίτερα νὰ ψαρεύει στὴ
λίµνη ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ µοναστήρι. Μάλιστα τὰ ψάρια ποὺ ψάρευε, ἢ τὰ ἔδινε ἀπ᾿
εὐθείας στοὺς φτωχοὺς ἢ τὰ πουλοῦσε καὶ τοὺς ἔδινε τὰ χρήµατα. Ἐντύπωση κάνει ὅτι
µὲ τὰ λόγια του παρηγοροῦσε καὶ ἀνέπαυε πολλοὺς θλιµµένους ἀνθρώπους. Σιγὰ-σιγὰ
ὁ Παρθένιος καρποφόρησε περισσότερο καὶ ἀφοσιώθηκε συστηµατικότερα στὸ κήρυγµα
τοῦ θείου λόγου. Τὴ διακονία του αὐτὴ πρόσεξε ὁ ἐπίσκοπος Μελιτοπόλεως καὶ τὸν
χειροτόνησε Ἱερέα. Ἀργότερα, ὁ Μητροπολίτης Κυζίκου Ἀσχόλιος τὸν κατέστησε ἐπίσκοπο
Λαµψάκου. Ἡ πλειοψηφία τῶν Λαµψακινῶν ἦταν τότε εἰδωλολάτρες. Ἀπό λόγια δὲν ἔπαιρναν
καθόλου. Τότε, ὁ Ὅσιος βάζει σὲ ἐνέργεια τὸ λόγο τοῦ Κυρίου µας: «Οὕτω λαµψατω
τὸ φῶς ὑµῶν ἔµπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑµῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν
τὸν πατέρα ὑµῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἔτσι, δηλαδή, ἂς λάµψει τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς
σας µπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ δοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν οὐράνιο
Πατέρα σας. Πράγµατι, ὁ Παρθένιος µὲ τὰ ἐνάρετα ἔργα του κατάφερε νὰ φέρει τοὺς
περισσότερους εἰδωλολάτρες στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἡ Λάµψακος, ἀρχαία πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας
στὸν Ἑλλήσποντο, ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Θρακικὴ Χερσόνησο τῆς Καλλιπόλεως, ἀρχαίας
ἐπίσης πόλης τῆς Καρδίας, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπεῖχε γύρω στὰ 4 χιλιόµετρα, καὶ 8
χλµ. ἀπὸ τὴν σηµερινὴ Καλλίπολη, ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν ἀρχαία Καρδία.
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς ὁ ἐν Στειρίῳ ὄρει ἄσκησας
Γεννήθηκε τὸ καλοκαῖρι τοῦ 896 ἀπὸ τὸν
Στέφανο καὶ τὴν Εὐφροσύνη. Καταγόταν ἀπὸ
τὴν Αἴγινα, ἀλλὰ ἡ οἰκογένειά του
µετακόµισε στὴ Φωκίδα. Ἐκεῖ ἀγόρασαν χωράφια καὶ ἔβοσκαν ζῷα. Καὶ τὸ παιδάκι
τους, ἀφοῦ φοίτησε στὸ σχολεῖο, τὸ χρησιµοποίησαν στὴ φύλαξη τῶν ζῴων τους. Ὁ
µικρὸς Λουκᾶς, ἐνῷ ἔβοσκε τὰ ζῷα, συγχρόνως ἐντρυφοῦσε καὶ σὲ κάποιο θρησκευτικὸ
βιβλίο. Ἀπὸ τότε καρδιὰ συµπονετικὴ καὶ εὐεργετικὴ ὁ Λουκᾶς, ὅταν περνοῦσαν ἀπὸ
τὴν βοσκή του παιδάκια φτωχὰ καὶ τοῦ ζητοῦσαν λίγο ψωµί, ἐκεῖνος τοὺς ἔδινε καὶ
τὸ προσφάγι του. Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, συγκινητικότατη ἦταν ἡ φροντίδα του
γιὰ τὴν παρηγοριὰ τῆς µητέρας του. Ὅταν δὲ πέθανε καὶ αὐτή, τότε µοίρασε ὅλα τὰ
ὑπάρχοντά τους στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔστησε µία καλύβα στοὺς πρόποδες ἑνὸς βουνοῦ
κοντὰ στὴ θάλασσα. Ὅταν ὅµως εἰσέβαλαν οἱ Βούλγαροι στὴν κεντρικὴ Ἑλλάδα, ὁ
Λουκᾶς κατέφυγε στὴν Πελοπόννησο. Ἐπανῆλθε στὴ Φωκίδα τὸ 927 καὶ ἐγκαταστάθηκε ὁριστικὰ
στὸ ὄρος Στείριον (Στείρι) κοντὰ στὴν ὁµώνυµη σηµερινὴ Κοινότητα τῆς ἐπαρχίας
Λεβαδείας. Ἐκεῖ µὲ ἄλλους µοναχοὺς
ἔκτισε Μονή, καὶ ἡ µεγάλη του
πνευµατικότητα τὸν ἔκανε ν᾿ ἀποκτήσει φήµη Ἁγίου σ᾿
ὅλη τὴν περιοχή. Πέθανε στὶς 7 Φεβρουαρίου
τοῦ 953.
Οἱ Ἅγιοι 1003 Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴ
Νικοµήδεια
Ἀπὸ χίλιους τρεῖς ἀποτελεῖτο µία διαδήλωση
χριστιανικῶν οἰκογενειῶν, ποὺ πήγαιναν νὰ διαµαρτυρηθοῦν στὴ Νικοµήδεια, ἐκεῖ
ποὺ ἕδρευε ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανός, ὅταν αὐτός, µὲ ἀλλεπάλληλα διατάγµατά
του, αὔξησε τὶς διώξεις κατὰ τῶν χριστιανῶν. Διατάχθηκαν λοιπὸν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν
Χριστό. Ἐκεῖνοι ὕψωσαν τὶς ὁµολογίες τους.
Τοὺς ἀπείλησαν µὲ ὑψωµένα τὰ ξίφη. Δὲν
πτοήθηκαν, οὔτε οἱ ἄνδρες, οὔτε οἱ γυναῖκες,
οὔτε οἱ ἔφηβοι καὶ οἱ νεανίδες. Τότε τοὺς
κατέκοψαν τὰ ὄργανα τοῦ διώκτη, ἐνῷ ἐκεῖνοι,
µέχρι καὶ τοῦ τελευταίου, συνέχιζαν τὶς ὑµνολογίες
τους πρὸς τὸν Σωτῆρα τους καὶ Θεό
τους.
Οἱ Ἅγιοι ἑξ Μάρτυρες καταγόµενοι ἀπὸ τὴν
Φρυγία
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Ἀπρίων (ἢ Εὐπρίων) ἐπίσκοπος
Κύπρου
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Πέτρος ὁ ἐν Μονεβάτοις ἀγωνισάµενος
Ὁ Ἅγιος Θεόπεµπτος καὶ ἡ συνοδεία του
Ὁ Ὅσιος Σαραπίων
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἀναφέρεται στὸν
Πατµιακὸ Κώδικα 266 ὡς ἑξῆς: «τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ, τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡµῶν Σαραπίωνος τῆς
Κύπρου». Ἴσως νὰ εἶναι ὁ ἴδιος µε τὸν Ἅγιο Ἀπρίων, ποὺ ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω καὶ
συγχέεται τὸ ὄνοµά τους.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Κρητικός
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς τῆς πίστης µας,
γεννήθηκε στὶς 24 Μαΐου 1846 στὸ χωριὸ Ἀλικιανοῦ της ἐπαρχίας Κυδωνιᾶς Κρήτης. Ὁ
πατέρας του ἦταν Ἱερέας καὶ ὀνοµαζόταν Νικόλαος Δεβόλης, ἡ δὲ µητέρα του Αἰκατερίνα.
Κατὰ τὴν ἐπανάσταση ποὺ ἔγινε στὴν Κρήτη τὸ 1866, ὁ Γεώργιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς
Τούρκους µαζὶ µὲ ἄλλους ἐπαναστάτες. Καὶ µὲ κάθε µέσο προσπαθοῦσαν νὰ τὸν
κάνουν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν µουσουλµανισµὸ γιὰ νὰ σώσει τὴν
ζωή του. Ἀλλ᾿ ὁ Γεώργιος, παρ᾿ ὅλες τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ φρικτὰ βασανιστήρια, ἔµεινε
σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη καὶ ἔτσι τὸν ἀποκεφάλισαν τὸ 1867, δεχόµενος
τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ ἔγραψε ὁ ὑµνογράφος
Γεράσιµος Μικραγιαννανίτης.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 08
●
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης
●
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας
●
Οἱ Ἁγίες Μάρθα, Μαρία καὶ Λυκαρίων
●
Οἱ Ἅγιοι Νικηφόρος καὶ Στέφανος
●
Οἱ Ὅσιοι Φιλάδελφος καὶ Πολύκαρπος
●
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἐπίσκοπος Πάφου
●
Ὁ Ἅγιος Περγέτης
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης
Ἀπὸ τὰ γενναιότερα καὶ ἀθλητικότερα
παραστήµατα τῆς χριστιανικῆς παράταξης. Ἦταν ἀπὸ τὰ Εὐχάϊτα της Γαλατίας καὶ
κατοικοῦσε στὴν Ἡράκλεια τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Στρατιωτικὸς στὸ ἐπάγγελµα,
διακρίθηκε γρήγορα καὶ προήχθη στοὺς
µεγαλύτερους βαθµοὺς τῆς στρατιωτικῆς Ἱεραρχίας.
Ἦταν γενναῖος καὶ συγχρόνως σεµνότατος, σὰν γνήσιος χριστιανός. Ὅταν ὁ Λικίνιος
(307-323) ἐπισκέφθηκε τὴν Ἡράκλεια, εἶδε καὶ θαύµασε τὸ Θεόδωρο. Τότε ζήτησε
περισσότερες πληροφορίες γι᾿ αὐτόν, πού, ὅµως, ἦταν δυσάρεστες. Ναὶ µὲν ἀνδρεῖος
ὁ Θεόδωρος, ἀλλά χριστιανός. Ὁ βασιλιὰς διατάζει καὶ τὸν φέρνουν µπροστά του. Εἶσαι
χριστιανός; τοῦ λέει. -Εἶµαι. -Καὶ ἐπιµένεις νὰ εἶσαι; - Μέχρι θανάτου. - Τότε
δὲν µπορεῖς νὰ εἶσαι στρατιώτης. - Γιατί δὲν
µπορῶ; Κανένας συνάδελφός µου δὲν µὲ
κατηγόρησε γι᾿ αὐτό. - Σὲ κατηγορῶ ἐγώ, φώναξε ὀργισµένος ὁ βασιλιάς. Ἕνας πιστὸς
στρατιώτης ἀκολουθεῖ τὴν θρησκεία τοῦ κράτους καὶ τοῦ στρατοῦ. Καὶ σὺ λατρεύεις
τὸ Ναζωραῖο; - Δηλαδὴ τὸν ἀληθινὸ Θεό, εἶπε σεµνὰ καὶ τολµηρὰ ὁ Θεόδωρος. Ἀµέσως
τότε, ἀφοῦ τὸν καθαίρεσαν ἀπ᾿ τὸ βαθµό του, τὸν µαστιγώνουν ἄγρια µὲ µαστίγια
ποὺ στὶς ἄκρες εἶχαν µολυβένια σφαιρίδια. Ἔπειτα, τοῦ µπήγουν στὰ πλευρὰ
σιδερένια νύχια καὶ στὶς πληγές του βάζουν ἀναµµένα δαδιά. Τελικά, τὸν
σταυρώνουν, ἀλλὰ ἐπειδὴ κι ἀπὸ ἐκεῖ µὲ τὸ θεῖο λόγο κάνει πολλοὺς χριστιανούς,
τὸν ἀποκεφαλίζουν. Ἀπέδειξε ἔτσι, ὅτι ἦταν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ τολµοῦν «ἀφόβως τὸν
λόγον λαλεῖν», ποὺ µὲ τόλµη, δηλαδή, κηρύττουν ἄφοβα τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου καὶ
ὁµολογοῦν τὴν ἁγία πίστη τους. (Σύµφωνα µὲ ἄλλες
πληροφορίες, εἰκάζεται ὅτι ὁ Ἁγ. Θεόδωρος
Στρατηλάτης εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο µὲ αὐτὸ τοῦ Ἁγ. Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος, 17
Φεβρουαρίου).
Ὁ Προφήτης Ζαχαρίας
Εἶναι ὁ ἑνδέκατος τῆς σειρᾶς τῶν µικρῶν
λεγοµένων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
Ἦταν γιὸς τοῦ Βαραχίου καὶ ἐγγονὸς τοῦ Ἄδδη.
Γεννήθηκε (στὴ Γαλαάδ) στὰ χρόνια
τῆς Βαβυλωνιακῆς αἰχµαλωσίας τῶν Ἰουδαίων.
Ὁ Ζαχαρίας ἦταν αὐτὸς ποὺ µὲ τὸν
προφήτη Ἀγγαῖο, διήγειραν τοὺς Ἰουδαίους, ὅταν
αὐτοὶ τὸ 537 µὲ 536 ἐπέστρεψαν στὴν
Ἰουδαία, νὰ ἀνοικοδοµήσουν τὸ ναὸ τῆς Ἱερουσαλήµ.
Ὑπάρχει ἡ ἄποψη, ὅτι ὁ προφήτης
Ζαχαρίας ἀνῆκε σὲ Ἱερατικὸ γένος καὶ ἦταν ἱερεὺς
καὶ ὁ ἴδιος. Κατὰ τὴν Ἰουδαϊκὴ παράδοση, ὁ Ζαχαρίας καὶ ὁ Ἀγγαῖος ἦταν µέλη τῆς
Μεγάλης Συναγωγῆς, ἡ ὁποία ὤρισε τὸν Κανόνα τῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀσχολήθηκαν
δὲ καὶ µὲ τὴν τακτοποίηση τῆς ἱερᾶς λειτουργίας, καὶ συνέθεσαν ἢ ἀναθεώρησαν
ψαλµούς. Ὁ Ζαχαρίας προφήτευσε τὴν εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στὴν Ἱερουσαλὴµ γιὰ τὴν
Κυριακὴ τῶν Βαΐων, καὶ γιὰ τὸ ποσὸ ποὺ πλήρωσαν οἱ Ἀρχιερεῖς στὸν Ἰούδα σὰν
τίµηµα γιὰ τὴν προδοσία τοῦ Διδασκάλου.
Οἱ Ἁγίες Μάρθα, Μαρία καὶ Λυκαρίων
Δὲν πρόκειται, βέβαια, γιὰ τὶς ὁµώνυµες ἀδελφὲς
τοῦ Λαζάρου τῶν χρόνων τοῦ Κυρίου
µας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται γιὰ ἄλλες
χριστιανὲς ἀδελφὲς τῆς χρονικῆς περιόδου,
ποὺ οἱ χριστιανοὶ καταδιώκονταν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες
γιὰ τὴν πίστη τους στὸν
Χριστό. Οἱ ἀδελφὲς λοιπὸν Μάρθα καὶ Μαρία
κρίθηκαν ἔνοχες, διότι εἶχαν ἀφιερώσει
τὴν ζωή τους στὴ διάδοση τῆς χριστιανικῆς
πίστης µεταξὺ τοῦ γυναικείου κόσµου. Ὁ
ἔπαρχος προσποιήθηκε ὅτι τὶς εὐσπλαχνίζεται
κατὰ τὴν δίκη τους καὶ τὶς ἐξόρκιζε νὰ
λυπηθοῦν τὴν νεότητά τους. Ἐκεῖνες τοῦ ἀπάντησαν
ὅτι τὴν ζωή τους θὰ τὴν χάσουν
ὅλοι, ἀλοίµονο ὅµως, σ᾿ ὅποιον χάσει τὴν
ψυχή του. Διότι, κατὰ τὸν Ἰωάννη «ὁ πιστεύων
εἰς τὸν υἱὸν ἔχει ζωὴν αἰώνιον. Ὁ δὲ ἀπειθὼν
τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλ᾿ ἡ ὀργὴ τοῦ
Θεοῦ µένει ἐπ᾿ αὐτόν». Καὶ οἱ δυὸ
παρθένες, µαρτυρικὲς ἡρωΐδες τῆς πίστης,
ἐπισφράγισαν τὴν ὁµολογία τους µὲ τὸ αἷµα
τους. (Σὲ µερικοὺς Συναξαριστὲς
ἀναφέρεται τὴν ἡµέρα αὐτή, µαζὶ µὲ τὶς δυὸ
προαναφερθεῖσες παρθένες καὶ ὁ ἅγιος
Λυκαρίων. Ὁ Ἅγιος αὐτός, φέρεται ὅτι ἦταν
παιδὶ ποὺ µόναζε µαζὶ µὲ τὶς ἀδελφὲς
Μαρία καὶ Μάρθα. Σταυρώθηκε µαζὶ µ᾿ αὐτὲς
καὶ κατόπιν ἀποκεφαλίστηκε).
Οἱ Ἅγιοι Νικηφόρος καὶ Στέφανος
Μαρτύρησαν ἀφοῦ τοὺς ἔγδαραν ζωντανούς.
Οἱ Ὅσιοι Φιλάδελφος καὶ Πολύκαρπος
Ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἐπίσκοπος Πάφου.
Ὁ Ἅγιος Περγέτης
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 09
●
Ἀπόδοσις τῆς Ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς
●
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος
●
Ὁ Ὅσιος Ῥωµανὸς ὁ Κίλικας ὁ θαυµατουργός
●
Οἱ Ἅγιοι Μάρκελλος ἐπίσκοπος Σικελίας, Φιλάγριος ἐπίσκοπος Κύπρου καὶ
Παγκράτιος ἐπίσκοπος Ταυροµενίου
●
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Δαµασκηνός
●
Οἱ Ἅγιοι Ἄµµων καὶ Ἀλέξανδρος
●
Οἱ Ὅσιοι Νικηφόρος καὶ Γεννάδιος ἐν Βολογντᾷ
Ἀπόδοσις τῆς Ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς
Ὁ Ἅγιος Νικηφόρος
Ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Καὶ ὁποῖος δὲν τὴν ἔχει,
µαταιοπονεῖ, ἔστω καὶ ἂν εἶναι χριστιανὸς καὶ λέει ὅτι ἀγωνίζεται ἐν Χριστῷ. Ὅταν
τὸ 257 µ.Χ. (ἐπὶ Οὐαλεριανοῦ καὶ Γαληΐνου) δόθηκε διαταγὴ διωγµοῦ κατὰ τῶν
χριστιανῶν, ἔπιασαν πολλοὺς ἐπισκόπους καὶ
Ἱερεῖς, µὲ σκοπὸ νὰ τοὺς βασανίσουν γιὰ νὰ
ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ὁ Νικηφόρος, χριστιανὸς εὐσεβέστατος, εἶδε µεταξὺ αὐτῶν τῶν
Ἱερέων καὶ ἕναν, ὀνοµαζόµενο Σαπρίκιο (πρεσβύτερο Ἀντιοχείας). Αὐτὸς ἔτρεφε
µεγάλο µῖσος κατὰ τοῦ Νικηφόρου, πιστεύοντας ἴσως στὰ λόγια κάποιου συκοφάντη.
Χωρὶς νὰ χάσει στιγµὴ ὁ Νικηφόρος, τρέχει ἀνάµεσα στοὺς δήµιους, πέφτει στὰ
πόδια του καὶ παρακαλεῖ νὰ τὸν συγχωρέσει, ἔστω καὶ ἂν ἔκανε κάτι ποὺ δὲν τὸ
κατάλαβε. Μάταια ὅµως. Ὁ Σαπρίκιος ἔκανε πὼς δὲν τὸν ἄκουγε. Ἔπειτα, µετὰ τὸ
µαστίγωµα ποὺ δέχθηκε ὁ Σαπρίκιος, ὁ Νικηφόρος τὸν ἐπαναπλησιάζει, ἀσπάζεται τὶς
πληγές του καὶ ζητάει νὰ τοῦ δώσει, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγµή, τὴν εὐλογία
του. Ὁ Σαπρίκιος, ἀνένδοτος, τὸν διώχνει καὶ ὁδηγεῖται γιὰ ἀποκεφαλισµό. Ὅµως ὁ
Θεὸς δὲ θέλησε τὴν θυσία του. Διότι µὲ τὸ στόµα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου λέει: «Καὶ
ἐὰν παραδῶ τὸ σῶµα µου ἵνα καυθήσοµαι, ἀγάπην δὲ µὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦµαι». Καὶ ἄν,
δηλαδή, δώσω τὸ σῶµα µου γιὰ νὰ καῶ, δὲν ἔχω ὅµως ἀγάπη, δὲν ὠφελοῦµαι τίποτα ἀπ΄
τὴν θυσία αὐτή. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Ὁ Σαπρίκιος τὴν τελευταία στιγµὴ δείλιασε καὶ ἀρνήθηκε
τὸ Χριστό! Μόλις τὸ ἄκουσε ὁ Νικηφόρος τὸν παρακαλεῖ νὰ ἀνακαλέσει τὴν ἄρνησή
του. Τότε ἐκνευρισµένοι οἱ δήµιοι, ἀποκεφαλίζουν αὐτόν. Ἔτσι, ὁ Νικηφόρος πῆρε
τὸ στεφάνι τοῦ µαρτυρίου καὶ ὁ Σαπρίκιος τὸ στίγµα τῆς ἀτιµίας.
Ὁ Ὅσιος Ῥωµανὸς ὁ Κίλικας ὁ θαυµατουργός
Ἡ καταγωγὴ τοῦ Ὁσίου αὐτοῦ ἦταν ἀπὸ τὴν
Κιλικία, καὶ συγκεκριµένα ἀπὸ τὴν πόλη
Ῥῶσο (ἀρχαία πόλη τῆς Συρίας στὸν Ἰσσικὸ
κόλπο - Ἀλεξανδρέτας - ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὶς Κιλικίες Πύλες). Ὁ πνευµατικός
του ὅµως ἀγῶνας ἔγινε στὰ µέρη τῆς Ἀντιόχειας. Ἐκεῖ, στοὺς πρόποδες ἑνὸς βουνοῦ
ἔκτισε ἕνα µικρὸ κελί, ποὺ τοῦ χρησίµευε σὰν µελετητήριο καὶ συγχρόνως σὰν ἀσκητήριο.
Ἦταν τύπος ἐγκρατὴς καὶ στοὺς τρόπους του ἁπλός, γεµάτος ταπεινοφροσύνη καὶ
πραότητα. Ἡ φήµη τῆς ἁγιότητάς του καὶ φρονήσεώς του ἔφερε πρὸς αὐτὸν πλήθη, ποὺ
τοῦ ἐκδήλωναν τὴν ἐκτίµηση καὶ τὸν σεβασµό τους. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, σὲ καµιὰ στιγµὴ
δὲν αἰσθάνθηκε τὸν ἄνεµο τῆς ὑπερηφάνειας. Δὲν ἔβλεπε πόσο προόδευε, ἀλλὰ µόνο
πόσο καθυστεροῦσε νὰ προοδεύσει. Συχνὰ µάλιστα ἔλεγε τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι,
ὁποῖος νοµίζει ὅτι στέκεται πνευµατικά, ὀφείλει νὰ προσέχει µὴ πέσει. Ὁ Θεὸς τὸν
προίκισε καὶ µὲ τὸ χάρισµα νὰ θεραπεύει ἀσθένειες. Ἀλλ᾿ αὐτός, γιὰ νὰ εἶναι
προσγειωµένος, ἔλεγε καὶ πάλι τὸ λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, ὅτι, τὸ νὰ κάνει κανεὶς
θαύµατα δὲν εἶναι τίποτα. Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ ἐργάζεται τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν
δικαιοσύνη. Μετὰ ἀπὸ τέτοια ἀληθινὰ ἁγία ζωή, ὁ Ὅσιος Ῥωµανός, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Μάρκελλος ἐπίσκοπος Σικελίας,
Φιλάγριος ἐπίσκοπος Κύπρου καὶ
Παγκράτιος ἐπίσκοπος Ταυροµενίου
Ἔζησαν καὶ οἱ τρεῖς κατὰ τὸν πρῶτο µετὰ
Χριστοῦ αἰῶνα. Ὁ Μάρκελλος, πατέρας τοῦ Παγκρατίου, ἦταν προηγουµένως ὀπαδὸς τοῦ
Σίµωνα τοῦ Μάγου. Ἦλθε ὅµως στὴν ἀληθινὴ πίστη, µέσῳ τῆς διδασκαλίας καὶ τῶν
θαυµάτων τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, τὸν ὁποῖο καὶ ἀκολούθησε ἀπὸ τότε µὲ τὸ γιό του
Παγκράτιο. Καὶ ὁ µὲν Μάρκελλος ἔγινε κατόπιν ἐπίσκοπος στὶς Συρακοῦσες τῆς
Σικελίας, ὅπου ἔφερε πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινὴ θρησκεία. Ὁ δὲ
Παγκράτιος ἔγινε ἐπίσκοπος Ταυροµενίου (σηµερινὴ Ταορµίνα) τῆς Σικελίας. Ὁ
Φιλάγριος διέπρεψε σὰν ἐπίσκοπος τῆς Κύπρου. Καὶ οἱ τρεῖς δὲ πέθαναν, ἀφοῦ ὑπέστησαν
πολλὲς δοκιµασίες στὴν ἐκτέλεση τῶν ποιµαντικῶν καθηκόντων τους, καὶ ζωὴ
καθηµερινοῦ µαρτυρίου. (Ἡ µνήµη τοῦ Ἁγ. Παγκρατίου, ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 9η Ἰουλίου).
Ὁ Ἅγιος Πέτρος ὁ Δαµασκηνός
Ἦταν Ἱερέας µὲ πλήρη συνείδηση τῶν ὑποχρεώσεών
του πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸν λαό. Μὲ τὸ προσωπικό του παράδειγµα, ἄµεµπτο καὶ
διδακτικότατο, φώτιζε καὶ κατάρτιζε τοὺς πιστούς µε τὰ τακτικὰ καὶ πρακτικότατα
κηρύγµατά του. Αὐτὸς µάλιστα εἶναι καὶ ὁ συγγραφέας τῆς Νηπτικῆς βίβλου, ποὺ ἐµπεριέχεται
στὴ Φιλοκαλία. Τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Χριστό, δὲν τὴν ἔδειχνε µόνο σὲ καιροὺς εἰρηνικούς,
ἀλλὰ καὶ σὲ δύσκολους. Καὶ τὴν ζωή του στεφάνωσε, ἀφοῦ πρόθυµα ἔδωσε τὸ κεφάλι
του στὸν θάνατο διὰ ξίφους, γιὰ νὰ µείνει πιστὸς στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Ἄµµων καὶ Ἀλέξανδρος
Οἱ Ὅσιοι Νικηφόρος καὶ Γεννάδιος ἐν
Βολογντᾷ (+ 16ος αἰ.)
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 10
●
Ὁ Ἅγιος Χαράλαµπος
●
Οἱ Ἁγίες Τρεῖς Γυναῖκες
●
Οἱ Ἅγιοι Βάπτος (ἢ Δαῦκτος) καὶ Πορφύριος
●
Οἱ Ἁγίες Ἐνναθᾶ, Οὐαλεντίνη καὶ ὁ ἅγιος Παῦλος
●
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Πατριάρχης Ἱεροσολύµων
●
Μνήµη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἀρεοβίνδου
●
Ὁ Ὅσιος Ζήνων
●
Διήγηση Περί ὑπακοῆς στοὺς γονεῖς καὶ Σεβασµοῦ τῆς Ἱερᾶς Λειτουργίας
Ὁ Ἅγιος Χαράλαµπος
Ἦταν Ἱερέας στὴ Μαγνησία τῆς Μ. Ἀσίας. Ἡ
ζωή του ἦταν µία συνεχὴς ὑπηρεσία ἀφοσίωσης στὸ Χριστὸ καὶ ἀγάπης πρὸς τὸν
πλησίον. Ὅταν τὸ 198 ὁ Σεπτίµιος Σεβῆρος ἐξαπέλυσε διωγµὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ
ἔπαρχος Λουκιανὸς ἔφερε µπροστά του τὸ Χαράλαµπο καὶ τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ τὸν
βασάνιζε πολὺ σκληρά, γιὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό. Ὁ γέροντας Ἱερέας χαµογέλασε καὶ
ἀπάντησε: «Ἐµεῖς οἱ χριστιανοί, εἴµαστε ἐξοικειωµένοι µὲ τοὺς ἀγῶνες καὶ τοὺς
πολέµους, ὅπως οἱ γενναῖοι στρατιῶτες δὲν ἐπιθυµοῦν τὸν ἥσυχο θάνατο στὸ κρεβάτι,
ἀλλὰ τὸν δοξασµένο τῆς µάχης. Σὲ µένα ὑπάρχουν τὰ γηρατειά, ἀλλὰ νὰ µάθετε καλὰ
ὅτι στοὺς δικούς µας ἀγῶνες τὸ πᾶν εἶναι ἡ ψυχή, ἡ ἀποφασιστικότητα, ἡ αὐταπάρνηση.
Αὐτὰ δὲν πέφτουν µὲ τὴν ἡλικία, ἀλλὰ
µένουν πάντοτε ἀνθηρὰ καὶ νέα. Ἀµφιβάλλεις,
ἔπαρχε; Δοκίµασε. Καὶ θὰ δεῖς ὅτι µὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου µου Ἰησοῦ Χριστοῦ θὰ
κουρασθοῦν ὅλοι οἱ ἀκµαῖοι δήµιοί σου, χωρὶς ὁ ἱερέας Χαράλαµπος νὰ ζητήσει τὴν
ἐπιείκειά σου». Ἐκνευρισµένος ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ ἔπαρχος, διατάζει καὶ τὸν
γδέρνουν ζωντανό. Αὐτός, ὅµως, ἀντὶ νὰ
σπαράζει ἀπὸ τὸν πόνο, δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ
γιὰ τὴν ἀντοχὴ ποὺ τοῦ ἔδινε. Τότε πολλοὶ δήµιοι, ποὺ ἔβλεπαν αὐτὸ τὸ θαῦµα,
πίστεψαν στὸ Χριστό. Φοβισµένος ὁ ἔπαρχος τὸν ἄφησε ἐλεύθερο. Ἀργότερα ὁ ἴδιος ὁ
Σεβῆρος, µὴ µπορῶντας νὰ τὰ βγάλει πέρα µαζί του, τὸν ἀποκεφάλισε σὲ ἡλικία 113
ἐτῶν.
Οἱ Ἁγίες Τρεῖς Γυναῖκες
Αὐτὲς ἦταν παροῦσες στὸ µαρτύριο τοῦ ἁγίου
Χαραλάµπους, καὶ ἀφοῦ εἶδαν τὰ θαύµατά του, πίστεψαν στὸν Χριστό, τὸν ὁµολόγησαν
καὶ ἀποκεφαλίστηκαν στὴ Μαγνησία.
Οἱ Ἅγιοι Βάπτος (ἢ Δαῦκτος) καὶ Πορφύριος
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες,
ποὺ βασάνισαν µετὰ ἀπὸ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου τὸν ἅγιο Χαράλαµπο. Ἐπειδὴ ὅµως στὶς
καρδιές τους ὑπῆρχε εὐσεβὴς διάθεση, ὁ Θεὸς τοὺς ἔφερε στὸ δρόµο τῆς σωτηρίας. Ἡ
ἠθικὴ λάµψη, ποὺ καταύγαζε τὸν
µάρτυρα, φώτισε τὴν ψυχή τους καὶ τὴν ἔκανε
νὰ πιστέψει στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἀφοῦ πέταξαν τὰ ὄργανα τῶν
βασανιστηρίων, ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ ζητοῦσαν συγχώρηση. Ἡ φανερὴ
αὐτὴ ἐνέργειά τους ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστης, κίνησε ἐναντίον τους τὴν µανία
τοῦ ἐπάρχου, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ ἀποκεφαλιστοῦν ἐπὶ τόπου καὶ νὰ πάρουν ἔτσι τὸ αἰώνιο
στεφάνι τοῦ µαρτυρίου.
Οἱ Ἁγίες Ἐνναθᾶ, Οὐαλεντίνη καὶ ὁ ἅγιος Παῦλος
Ἡ Ἐνναθᾶ καταγόταν ἀπὸ τὴν Γάζα καὶ ἡ Οὐαλεντίνη
ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Ὅταν διώκονταν οἱ χριστιανοὶ καὶ
βασανίζονταν στὴν Παλαιστίνη, καταγγέλθηκε καὶ ἡ Ἐνναθᾶ στὸν ἡγεµόνα
Φιρµιλιανό. Ἡ γενναία κόρη δήλωσε ἀµέσως ὅτι πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ
συµβούλευσε τὸν ἡγεµόνα νὰ µελετήσει καὶ αὐτὸς τὴν χριστιανικὴ θρησκεία γιὰ νὰ
βρεῖ τὴν σωτηρία του. Καὶ ἐπειδὴ ἐπέµενε στὴν ὁµολογία της, τὴν ἔδεσαν σ΄ ἕνα
ξύλο καὶ τὴν βασάνιζαν ποικιλοτρόπως. Ἀλλὰ τὸ
µαρτύριό της ἔβλεπε καὶ ἡ Οὐαλεντίνη. Ἡ
τίµια ψυχή της δὲν µπόρεσε νὰ ὑποφέρει τὴν σιωπή. Ἀποφασιστικὰ προχώρησε καὶ ἔκανε
παρατηρήσεις στὸν Φιρµιλιανό. Τότε καὶ αὐτὴ εἶχε τὴν ἴδια τύχη µὲ τὴν Ἐνναθᾶ. Ὅµως,
τὴν στιγµὴ ἐκείνη, παρουσιάστηκε κάποιος νέος, ποὺ ὀνοµαζόταν Παῦλος καὶ µὲ θάῤῥος
στιγµάτισε τὸ κακούργηµα τοῦ Φιρµιλιανοῦ. Αὐτὸς τότε ἐξοργισµένος, διέταξε νὰ ἀποκεφαλίσουν
τὸν Παῦλο καὶ νὰ κάψουν ζωντανὲς τὴν Ἐνναθᾶ καὶ τὴν Οὐαλεντίνη. Ἔτσι οἱ τρεῖς Ἅγιοι
Μάρτυρες
πῆραν τὰ οὐράνια ἀθάνατα στεφάνια.
Ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος Πατριάρχης Ἱεροσολύµων
Σύµφωνα µὲ τοὺς «Βίους τῶν Ἁγίων» τοῦ Μ.
Γαλανοῦ, οἱ διάφοροι Συναξαριστὲς καθὼς καὶ τὰ Μηναῖα, ἀπὸ παραδροµὴ ἀναφέρουν
τὴν ἡµέρα αὐτὴ µνήµη τοῦ Ἀναστασίου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἐννοοῦν δὲ τὸν
Ἀναστάσιο ἐκεῖνο, ποὺ διαδέχτηκε τὸν πατριάρχη Γερµανὸ ἀφοῦ τὸν ὑποστήριξε ὁ
Λέων ὁ Γ΄ καὶ συνέπραξε ἐναντίον τῶν ἁγίων εἰκόνων. Αὐτὸς ἦταν τόσο µισητὸς στὸν
κόσµο τῶν ὀρθοδόξων, ὥστε, καθὼς ἐξιστορεῖ ὁ Δοσίθεος Ἱεροσολύµων, τὴν στιγµὴ
ποὺ γινόταν πατριάρχης, εὐσεβεῖς καὶ σεµνὲς γυναῖκες τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὤρµησαν
στὴν Ἐκκλησία µὲ πέτρες καὶ ξύλα, καί, φωνάζοντάς τον πληρωµένο προδότη καὶ
λύκο, τὸν ἔδιωξαν. Τέτοιος ἐλεεινὸς Ἱεράρχης, δὲν ἔχει φυσικὰ καµιὰ θέση στὴν
τάξη τῶν Ἁγίων. Ἀντ΄ αὐτοῦ ἡ τιµὴ ἀνήκει σὲ ἄλλο Ἀναστάσιο, πατριάρχη Ἱεροσολύµων,
ποὺ ὑπῆρξε ἄνδρας εὐσεβὴς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν θεάρεστη ζωή του. Ἔχασε
µάλιστα καὶ τὸ θρόνο του
ὑποστηρίζοντας τὶς ἀποφάσεις τῆς Οἰκουµενικῆς
Συνόδου, ποὺ ἔγινε στὴ Χαλκηδόνα.
Τὴν ὀρθὴ αὐτὴ γνώµη χρεωστοῦµε στὸ σοφὸ
πατριάρχη Κωνστάντιο τὸν Α΄.
Μνήµη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν τοῖς Ἀρεοβίνδου
Ὁ Ὅσιος Ζήνων
Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας καὶ
γιὸς πλουσίων καὶ εὐγενῶν γονέων.
Ἐπὶ βασιλέως Οὐάλη (365) ἔκανε χρέη
διακοσµητὴ τῶν γραµµάτων του. Ὅταν πέθανε ὁ
Οὐάλης, ἀµέσως ὁ Ζήνων ἔριξε τὴν
στρατιωτικὴ ζώνη καὶ ἀφοῦ βρῆκε ἕνα µεγάλο τάφο
(πολλοὺς τέτοιους τάφους εἶχε τὸ βουνὸ τῆς
Ἀντιοχείας) µπῆκε µέσα σ΄ αὐτὸν καὶ
καθάριζε τὴν ψυχή του µὲ αὐστηρότατη ἄσκηση.
Τὸ στρῶµα του ἦταν µία στοῖβα ἀπὸ
χορτάρια πάνω σὲ πέτρες. Ἦταν ντυµένος µὲ ἕνα
τριµµένο ῥάσο, ἡ τροφή του λίγο
ψωµί, ποὺ τοῦ ἔφερνε κάθε δυὸ µέρες
κάποιος φίλος του καὶ τὸ νερὸ τὸ ἔφερνε ἀπὸ
πολὺ µακριὰ ὁ ἴδιος. Ἔτσι πῆρε πολλὴ χάρη ἀπὸ
τὸν Θεό. Γι΄ αὐτό λέγεται ὅτι, ὅταν
ἐπέδραµαν στὸν τόπο ἐκεῖνο οἱ Ἴσαυροι καὶ
σκότωναν πολλοὺς ἀσκητές, ὁ Ζήνων µὲ
τὴν προσευχή του τοὺς τύφλωσε, µὲ ἀποτέλεσµα
αὐτοὶ νὰ µὴ βλέπουν τὴν πόρτα τοῦ
κελλιοῦ του. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ζήνων,
σὲ βαθιὰ γεράµατα παρέδωσε τὴν δίκαια
ψυχή του στὸν Θεό.
Διήγηση Περί ὑπακοῆς στοὺς γονεῖς καὶ
Σεβασµοῦ τῆς Ἱερᾶς Λειτουργίας
Περιληπτικὰ ἡ διήγηση ἔχει ὡς ἑξῆς: Στὶς ἡµέρες
τοῦ βασιλιᾶ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395), ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολη κάποιος
ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ πλούσιος, ποὺ ὀνοµαζόταν Ἰουλιανός. Αὐτὸς εἶχε καὶ ἕνα
γιό, ποὺ τὸν ἔλεγαν Θεόφιλο. Ὅταν γέρασε, ἔπεσε σὲ µεγάλη φτώχεια καὶ τότε
κάλεσε τὸν γιό του γιὰ νὰ τοῦ πεῖ κάτι σηµαντικό. Τοῦ ζήτησε λοιπὸν νὰ τὸν
πουλήσει σὰν δοῦλο του, γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὶς ἀνάγκες τῶν τελευταίων χρόνων
τῆς ζωῆς του. Ἀλλὰ µὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἔκανε πλήρη ὑπακοὴ στὸν ἀφέντη του καὶ
ὅταν εἶχε θεία Λειτουργία, πρῶτα θὰ πήγαινε σ΄ αὐτὴ καὶ ἔπειτα θὰ συνέχιζε
πρόθυµα τὴν ὑπηρεσία του. Ἔτσι θὰ εἶχε θαυµατουργικὲς
εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁ ὑπάκουος γιὸς
δέχτηκε τὸ αἴτηµα τοῦ πατέρα του, ποὺ τὴν ἑπόµενη µέρα τὸν πούλησε σ΄ ἕναν
πατρίκιο τοῦ παλατιοῦ, τὸν Κων/νο. Αὐτὸς ἀγάπησε πολὺ τὸν Θεόφιλο γιὰ τὴν
προθυµία καὶ τὴν ἐργατικότητά του. Κάποτε ὅµως ὁ πατρίκιος ξέχασε τὸν
χαρτοφύλακα στὸ δωµάτιό του καὶ ἔστειλε τὸν Θεόφιλο νὰ τοῦ
τὸν φέρει. Ὁ Θεόφιλος µπῆκε στὸ δωµάτιο τὴν
ὥρα ποὺ ἡ κυρία του µοιχευόταν µὲ ἕνα δοῦλο της. Ἀλλ΄ ὁ Θεόφιλος ἐπάνω στὴ
βιασύνη του δὲν τοὺς πρόσεξε καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸν χαρτοφύλακα βγῆκε ἀπὸ τὸ
δωµάτιο. Ἡ πονηρὴ ὅµως γυναῖκα τοῦ πατρικίου, συκοφάντησε τὸν Θεόφιλο στὸν ἄντρα
της ὅτι δῆθεν τὴν βίασε. Τότε ὁ πατρίκιος θυµωµένος, συνεννοήθηκε µὲ τὸν ἔπαρχο
νὰ τοῦ στείλει τὸν Θεόφιλο γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσει. Στὸ δρόµο γιὰ τὸν ἔπαρχο, ὁ
Θεόφιλος συνάντησε ναὸ ποὺ εἶχε θεία Λειτουργία καὶ µπῆκε µέσα γιὰ νὰ
λειτουργηθεῖ. Ἐπειδὴ ἀργοῦσε, ὁ πονηρὸς δοῦλος εἶπε στὸν πατρίκιο νὰ πάει αὐτὸς
νὰ φέρει τὸ κεφάλι τοῦ Θεόφιλου, ποὺ θὰ ἦταν ἤδη κοµµένο. Ὅταν ἔφτασε στὸν ἔπαρχο
ὁ πονηρὸς δοῦλος, ὁ δήµιος ποὺ καραδοκοῦσε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα, νόµισε ὅτι αὐτὸς
εἶναι ὁ Θεόφιλος. Καὶ ἔτσι τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι. Ἀµέσως µετὰ ἔφτασε καὶ ὁ
Θεόφιλος. Καὶ ἀφοῦ πῆρε τὸ σακὶ µὲ τὸ κεφάλι τὸ µετέφερε
στὸν πατρίκιο, χωρὶς νὰ γνωρίζει τίποτα. Ὁ
πατρίκιος καὶ ἰδιαίτερα ἡ γυναῖκα του, ὅταν εἶδαν ζωντανὸ τὸν Θεόφιλο καὶ τὸ
κεφάλι τοῦ πονηροῦ δούλου µέσα στὸ σακί, ἔµειναν ἄφωνοι. Ἡ γυναῖκα τοῦ
πατρικίου τότε, ἔντροµη γιὰ τὴν θεία δίκη, ἐξοµολογήθηκε τὴν ἀλήθεια στὸν ἄντρα
της καὶ ζήτησε δηµόσια συγχώρηση. Ἔτσι ὁ πατρίκιος, ἀγάπησε
ἀκόµα περισσότερο τὸν Θεόφιλο καὶ τὸν ἔκανε
κληρονόµο σ΄ ὅλη του τὴν περιουσία.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 11
●
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος, ἐπίσκοπος Σεβαστείας
●
Οἱ Ἅγιοι Δύο Παῖδες
●
Οἱ Ἁγίες Ἑπτὰ Γυναῖκες
●
Εὕρεσις Λειψάνου Προφήτου Ζαχαρία, πατέρα τοῦ Προδρόµου
●
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Αὐγούστα
●
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Σερβία
●
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἀκαρνάνας
●
Ἀνάµνηση θαύµατος ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου στὴν Πάργα Νικοπόλεως
(1603)
●
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ ὁ Βασιλεὺς (+ 1138)
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος, ἐπίσκοπος Σεβαστείας
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα. Σπούδασε
τὴν ἰατρικὴ καὶ οἱ γνώσεις ποὺ πῆρε ἀπ᾿ αὐτὴ συνετέλεσαν νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ πίστη
του. Διότι στὴ µελέτη τοῦ ἀνθρωπίνου σώµατος, τοῦ θαυµάσιου αὐτοῦ ζωντανοῦ ὀργανισµοῦ,
ἔβλεπε ἀναρίθµητα καὶ καταπληκτικὰ δείγµατα σοφίας. Θὰ ἦταν παραφροσύνη νὰ τὰ ἀποδώσει
στὴν τύχη. Ὅλα αὐτὰ µαρτυροῦν τὸν παντοδύναµο καὶ πάνσοφο Δηµιουργό. Ὁ Βλάσιος,
λοιπόν, ἦταν ἄριστος ἐπιστήµονας καὶ σοφὸς στὸ µυαλό. Ὅµως αὐτὸ δὲ φθάνει, καὶ ῥωτάει
ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Τὶς σοφὸς καὶ ἐπιστήµων ἐν ὑµῖν; δειξάτω
ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας». Δηλαδή, ποιὸς ἀπό
σας εἶναι σοφὸς καὶ φωτισµένος; Ὅποιος εἶναι, ἂς τὸ δείξει ὄχι µὲ λόγια, ἀλλὰ µὲ
τὰ ἔργα τῆς καλῆς του ζωῆς καὶ µὲ πραότητα, ποὺ δίνει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἀληθινὴ
σοφία. Καὶ ὁ Βλάσιος τὸ ἔδειξε. Τὴν ἐπιστήµη του δὲν τὴν ἔκανε ἐπάγγελµα, ἀλλὰ ἀγαθοεργία.
Πήγαινε στὰ σπίτα τῶν φτωχῶν ἀσθενῶν, ποὺ θεράπευε καὶ φρόντιζε µὲ κάθε τρόπο.
Συγχρόνως ὅµως, µελετοῦσε ἀδιάκοπα καὶ τὴν Ἁγία Γραφή. Ὅλη του ἡ καλὴ ἐργασία ἔφερε
τὸν Βλάσιο στὶς τάξεις τοῦ κλήρου καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Σεβαστείας. Ἀπὸ τὴν
θέση αὐτή, χρησιµοποιεῖ περισσότερο τὴν ἐπιστήµη του γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, µὲ ἔργα
καὶ διδασκαλία. Τελικά, βασανίζεται σκληρὰ ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα καὶ ἀποκεφαλίζεται.
Συνδύασε, ἔτσι, στὴ ζωή του ἁρµονικότατα, πίστη καὶ ἐπιστήµη.
Οἱ Ἅγιοι Δύο Παῖδες
Ἦταν συναθλητὲς τοῦ Ἁγίου Βλασίου καὶ
µαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἁγίες Ἑπτὰ Γυναῖκες
Αὐτὲς ἀκολούθησαν τὸν Ἅγιο Βλάσιο στὸ
µαρτύριο, καὶ µαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Εὕρεσις Λειψάνου Προφήτου Ζαχαρία πατέρα
τοῦ Προδρόµου
Βρέθηκε στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ νέου
τὸ 409, στὸ χωριὸ Κοφὰρ τῆς Ἐλευθερουπόλεως στὴν Παλαιστίνη, ἀπὸ κάποιο ἄνθρωπο
ποὺ ὀνοµαζόταν Καλήµερος. Φοροῦσε λευκὸ ἔνδυµα, µίτρα χρυσὴ στὸ κεφάλι καὶ
σανδάλια χρυσὰ στὰ πόδια ὅπως βρισκόταν στὸ θυσιαστήριο, ὅταν λειτουργοῦσε στὸν
Θεό, ὅπως
χαρακτηριστικὰ ἀναφέρει ὁ Δοσίθεος στὴ
Δωδεκάβιβλο. Τὸ Ἱερὸ λείψανο τοῦ Προφήτου
Ζαχαρία βρίσκεται τώρα στὴν Ἰταλία, ὅπως
λέει ὁ Ἱεροσολύµων Νεκτάριος στὸ ἔργο
του περὶ τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα ἀντιῤῥήσεως. (Ὁρισµένοι
Συναξαριστὲς ἀναφέρουν, ὅτι
µαζὶ µὲ τὴν προαναφερθεῖσα εὕρεση τῶν
λειψάνων τοῦ προφ. Ζαχαρία, ἑορτάζουµε καὶ
τὴν εὕρεση λειψάνων τοῦ Ἰωσήφ, γιοῦ τοῦ Ἰακώβ.
Κατὰ πόσο ὅµως αὐτὸ
ἀνταποκρίνεται στὴν πραγµατικότητα δὲν
γνωρίζουµε).
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Αὐγούστα
Καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἔβεσσα τῆς
Παφλαγονίας, νωρὶς ὅµως ἡ οἰκογένειά της ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ὁ
πατέρας της ὀνοµαζόταν Μαρῖνος καὶ κατεῖχε τὸ βαθµό του δρουγγαρίου. Ἡ δὲ
µητέρα τῆς Θεοκτίστη, διακρινόταν γιὰ τὴν εὐσέβειά της καὶ τὴν ἔνθερµη
προσήλωση πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ἐργάστηκε νὰ
µεταδώσει καὶ στὰ παιδιά της. Ἡ Θεοδώρα εἶχε
πέντε ἀδέλφια. Τὴ Σοφία, τὴν Μαρία, τὴν Εἰρήνη, τὸ Βάρδα καὶ τὸν Πέτρωνα. Τὸ
830 παντρεύτηκε τὸν βασιλιὰ Θεόφιλο, µετὰ τὸ γνωστὸ ἐπεισόδιο αὐτοῦ µὲ τὴν
Κασσιανή. Ὅταν τὸ 842 πέθανε ὁ Θεόφιλος, ποὺ
ἦταν εἰκονοµάχος, τὴν βασιλεία ἀνέλαβε ἡ
Θεοδώρα διότι ὁ γιός της Μιχαὴλ ἦταν πολὺ
µικρός. Ἀµέσως τότε συνεκάλεσε Σύνοδο, ποὺ
ἀποφάσισε τὴν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων
εἰκόνων. Δυστυχῶς ὅµως ἀργότερα, ὁ γιός
της καὶ ὁ ἀδελφός της Βάρδας, διέταξαν τὸν
ἄλλο ἀδελφό της Πέτρωνα νὰ κλείσει τὴν ἴδια
µὲ τὶς θυγατέρες της ἀναγκαστικὰ στὴ
Μονὴ Γαστρίων. Ἐκεῖ ἡ Θεοδώρα ἀφοσιώθηκε ἀποκλειστικὰ
στὰ θεῖα καὶ ἐργάστηκε,
νὰ παρηγορήσει τὶς θυγατέρες της,
στρέφοντας ὅλη τὴν ψυχή τους στὴ χριστιανικὴ
εὐσέβεια, τὴν µόνη ἄγκυρα τῶν ψυχῶν µέσα
στὴν κοσµικὴ ἀστάθεια καὶ µαταιότητα.
Τὸ δὲ λείψανο τῆς Θεοδώρας βρίσκεται
σήµερα στὴν Κέρκυρα, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου
Σπηλαιωτίσσης.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀπὸ τὴν Σερβία
Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κράτοβα τῆς Σερβίας
καὶ ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Δηµήτριο καὶ τὴν Σάῤῥα. Ἀπὸ ἕξι χρονῶν ἐπιδόθηκε
στὴ µελέτη τῶν Ἱερῶν Γραφῶν καὶ ἀργότερα ἔµαθε τὴν τέχνη τοῦ χρυσοχόου. Ὅταν
πέθανε ὁ πατέρας του, φοβήθηκε µήπως, λόγω τῆς ὡραιότητάς του, τὸν πάρει στὴν αὐλή
του ὁ ἀκόλαστος Σουλτάνος Βαγιαζὴτ ὁ Β´ (1418-1512), καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦλθε στὴ
Σόφια τῆς Βουλγαρίας, ὅπου κατοικοῦσε στὸ σπίτι
ἑνὸς Ἱερέα ὀνοµαζόµενου Πέτρου. Ὁ Ἱερέας αὐτὸς
τοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ µάθει ἄριστα τὰ Ἱερὰ γράµµατα. Ἐφαρµόζοντας ὁ
Γεώργιος αὐτὰ ποὺ ἔµαθε, ἔγινε ὑπόδειγµα χρηστοῦ καὶ ἐναρέτου νέου. Οἱ Τοῦρκοι
λόγω τῆς µεγάλης προκοπῆς τοῦ Γεωργίου, προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαµίσουν µέσῳ ἑνὸς
ἔµπειρου µουσουλµάνου διδασκάλου. Τότε ὁ Γεώργιος βρῆκε τὴν εὐκαιρία, µὲ µακρὲς
θρησκευτικὲς συζητήσεις, νὰ ἀποδείξει ὅτι ἡ µόνη ἀληθινὴ θρησκεία εἶναι ἡ
χριστιανικὴ καὶ νὰ ἐλέγξει συγχρόνως σὰν
ψεύτικη τὴν µουσουλµανικὴ θρησκεία. Ἀµέσως
τότε ὁδηγήθηκε στὸν κριτή, ποὺ ἔµεινε ἔκπληκτος ἀπὸ τὴν ὀµορφιά του. Παρὰ τὶς
κολακεῖες καὶ τὶς ὑποσχέσεις τοῦ κριτῆ, ὁ Γεώργιος παρέµεινε σταθερὸς στὴν πατρῴα
πίστη. Γι᾿ αὐτὸ παραδόθηκε δέσµιος µε πολλὰ βασανιστήρια στὴ φυλακή. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκε
ὁ Ἱερέας Πέτρος, ποὺ τοῦ εἶπε λόγια ἐνθαῤῥυντικά. Ἔπειτα πάλι ὁδηγήθηκε στὸν
κριτή, καὶ αὐτὴ τὴν φορὰ µπροστὰ σὲ πλῆθος τούρκικου ὄχλου. Ὁ κριτὴς ὑποσχέθηκε
νὰ υἱοθετήσει τὸν Γεώργιο καὶ νὰ
τὸν κάνει µέτοχο ὅλου τοῦ πλούτου του, ἂν
αὐτὸς ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἀλλ᾿ ὁ µάρτυρας
µὲ τόλµη ἤλεγξε καὶ πάλι τὸν µουσουλµανισµὸ
καὶ ὁµολόγησε τὴν ἀγάπη του στὸν
Χριστό. Τότε παραδόθηκε στὸ ἐξαγριωµένο πλῆθος,
ποὺ τὸν ἔσερνε ἁλυσοδεµένο στοὺς
δρόµους τῆς πόλης. Στὸ τέλος τὸν ἔκαψαν
ζωντανὸ στὶς 11-2-1515 στὴ Σόφια τῆς
Βουλγαρίας.
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἀκαρνάνας
Ὁ ἅγιος Ἱεροµάρτυρας Βλάσιος καταγόταν ἀπὸ
χωριὸ τῆς Ἀκαρνανίας, πιθανότατα ἀπὸ τὸ χωριὸ Σκλάβαινα, ὅπου βρέθηκε ὁ τάφος
του µὲ τὰ ἱερὰ λείψανά του τὸ 1923. Στὶς ἐµφανίσεις του ἔλεγε: «Εἶµαι Ἀκαρνάν.
Εἶµαι ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἀπὸ τὰ Σκλάβαινα» κ.ἄ. Σύµφωνα µὲ τὴν χρονολογία (1006),
ποὺ βρέθηκε µέσα στὸν τάφο του, πρέπει νὰ ἔζησε στὸ τέλος τοῦ 10ου αἰῶνα καὶ στὶς
ἀρχὲς τοῦ 11ου. Μόνασε σὰν Ἡγούµενος στὴν Ἱερὰ Μονὴ Εἰσοδίων τῆς Παναγίας, στὴν
παλιὰ Κιάφα -Σκλάβαινα τῆς Ἀκαρνανίας τῆς ἐπαρχίας Βονίτσης καὶ Ξηροµέρου. Ὑπέστη
µαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς ἀγαρηνοὺς πειρατές, µαζὶ µὲ τοὺς πέντε συµµοναστές
του, δυὸ Ἱεροµόναχους καὶ τρεῖς µοναχούς,
καθὼς καὶ µὲ πολλοὺς ἄλλους χριστιανοὺς τῆς
περιοχῆς. Τὴ ζωή του, τὸν µαρτυρικό του θάνατο καὶ τὸν τάφο του, ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος
ὁ ἅγιος Βλάσιος σὲ πολλοὺς Κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς κυρίως στὴν εὐσεβέστατη καὶ ἀείµνηστη
Γερόντισα Εὐφροσύνη Σ. Κατσαρᾶ
ἀπὸ τὰ Σκλάβαινα, µὲ ὀφθαλµοφανεῖς ἐµφανίσεις
του. Πρόσφατα ὁ ἅγιος Βλάσιος ἔκανε δυὸ ἐµφανίσεις, µία σὲ ὅραµα στὸν εὐσεβέστατο
ἀείµνηστο Ἀρχιµ. Ἀρσένιο Τσαταλιὸ τὴν 6-12-1978 καὶ µία ἄλλη σὲ εὐλαβέστατο
µοναχὸ Ἁγιορείτη στὸ Ἅγιον Ὄρος τὴν 3-2-1980.
Ἀνάµνηση θαύµατος ἀπὸ τὴν Εἰκόνα τῆς
Θεοτόκου στὴν Πάργα Νικοπόλεως (1603)
Ὁ Ὅσιος Γαβριήλ ὁ Βασιλεὺς (+ 1138)
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 12
●
Ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας
●
Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ µετονοµασθεῖσα Μαρῖνος
●
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
●
Οἱ Ἅγιοι Πλωτῖνος καὶ Σατορνῖνος
●
Οἱ Ἅγιοι Πατέρας καὶ Γιός
●
Ἐγκαίνια ναοῦ τῆς Θεοτόκου «εἰς Πούσγην»
●
Ὁ Ἅγιος Χρῆστος ὁ Κηπουρός
●
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ θαυµατουργός
Ὁ Ἅγιος Μελέτιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας
Ὁ Μελέτιος γεννήθηκε στὴ Μελιτηνὴ τῆς Μικρῆς
Ἀρµενίας, περίπου τὸ 310. Ἦταν πολὺ
µορφωµένος καὶ εὐσεβὴς χριστιανός. Τὸ 357
χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Σεβαστείας,
κατόπιν µετατίθεται στὸν θρόνο τῆς Βεῤῥοίας
τῆς Συρίας καὶ µετὰ τρία χρόνια γίνεται
ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας (361). Δυστυχῶς, ὅταν
ἐγκαταστάθηκε στὴ νέα του ἕδρα ὁ
Μελέτιος, στὸ χριστιανικὸ στρατόπεδο ἐπικρατοῦσε
µεγάλη ἀναταραχή, ἀπὸ τοὺς
Ἀρειανούς. Τριάντα ἡµέρες ἔµεινε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ
θρόνο, καὶ κατόρθωσε µέσα σ᾿
αὐτὸ τὸ λίγο χρόνο νὰ θεµελιώσει µὲ τὸ ἔργο
του τόσο τὴν πίστη τῶν Ὀρθόδοξων, ὥστε,
ὅταν µετὰ τοὺς προσέβαλαν δυνατοὶ ἄνεµοι,
αὐτοὶ ἔµειναν γερὰ ῥιζωµένοι. Ἔτσι, ὁ
Μελέτιος ἔπραξε στὸ ποίµνιό του αὐτὸ ποὺ
λέει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: «Ἆρα οὖν ὡς καιρὸν
ἔχοµεν, ἐργαζώµεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας,
µάλιστα δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους της
πίστεως». Δηλαδή, ὅσο καιρὸ ἔχουµε σ᾿ αὐτὴ
τὴν ζωή, ἂς ἐργαζόµαστε τὸ ἀγαθὸ πρὸς
ὅλους, καὶ ἰδιαίτερα σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔχουν
τὴν ἴδια πίστη µ᾿ ἐµᾶς. Μὲ διάφορες
ῥᾳδιουργίες οἱ Ἀρειανοὶ κατορθώνουν νὰ τὸν
ἐξορίσει ὁ Κωνστάντιος στὴν Ἀρµενία.
Ἀλλὰ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ θριάµβευσε. Στὴν
Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, στὴν
Κωνσταντινούπολη τὸ 381, ὁ Μελέτιος ὄχι
µόνο λαµβάνει µέρος, ἀλλὰ καὶ προεδρεύει.
Ἀπεβίωσε ἐνῷ ἀκόµα διαρκοῦσαν οἱ ἐργασίες
τῆς Συνόδου. Ἡ κηδεία του ἔγινε
πάνδηµος καὶ πανηγυρική, µὲ συµµετοχὴ ὅλων
τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου.
Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ µετονοµασθεῖσα Μαρῖνος
Ἡ Ὁσία αὐτὴ Μητέρα, ἄλλαξε τὰ γυναικεῖα
φορέµατα, φόρεσε ἀνδρικὰ καὶ ἀντὶ
Μαρίας µετονοµάσθηκε Μαρῖνος. Στὸ
µοναστήρι µπῆκε µαζὶ µὲ τὸν κατὰ σάρκα
πατέρα της, ἐκάρη µοναχὸς καὶ ὑπηρετοῦσε
µαζὶ µὲ τοὺς νεότερους µοναχούς, χωρὶς νὰ
γνωρίζουν ὅτι εἶναι γυναῖκα. Μία µέρα ποὺ ἔµεινε
σὲ κάποιο ξενοδοχεῖο µὲ ἄλλους
ἀδελφοὺς συκοφαντήθηκε ὅτι διέφθειρε τὴν
κόρη τοῦ ξενοδόχου. Ἡ Ὁσία δέχτηκε τὴν
συκοφαντία, ἂν καὶ εὔκολα ἐκ τῶν πραγµάτων
θὰ µποροῦσε νὰ τὴν ἀντικρούσει.
Ὁπότε ἐκδιώχθηκε ἀπὸ τὸ µοναστήρι καὶ γιὰ
τρία ὁλόκληρα χρόνια ταλαιπωρήθηκε,
τρέφοντας τὸ παιδὶ ποὺ δὲν γέννησε αὐτή. Ὅταν
κάποτε ἔγινε πάλι δεκτὴ ἀπὸ τὸ
µοναστήρι καὶ ἀπεβίωσε, φανερώθηκε ὅτι ἦταν
γυναῖκα. Ἡ δὲ κόρη τοῦ ξενοδόχου κυριεύτηκε ἀπὸ δαιµόνιο καὶ ὁµολόγησε ὅτι τὴν
διέφθειρε κάποιος στρατιώτης καὶ ὄχι ἡ Ὁσία. Ὁ Ἡγούµενος λοιπὸν καὶ οἱ µοναχοί,
ποὺ πρῶτα τὴν ὀνόµαζαν ἄθλια, τότε τὴν ἀποκαλοῦσαν µακάρια καὶ τὴν ἔθαψαν µὲ
πολλὲς τιµές.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος Ἀρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως
Ἄλλοι νοµίζουν, ὅτι ὁ ἑορταζόµενος τὴν 12η
Φεβρουαρίου Ἀντώνιος ἀρχιεπ. Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ὁ Ἀντώνιος Β´, ποὺ
πατριάρχευσε τὸ 893 µὲ 895 (κατ᾿ ἄλλους τὸ 893-901, διαδεχθεῖς τὸν πατριάρχη
Στέφανο). Ὁ Ἀντώνιος αὐτὸς γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, πρὸ τῆς
πατριαρχείας του ὑπηρέτησε σὰ µοναχός, κατόπιν σὰν Ἱεροµόναχος καὶ ἡγούµενος σὲ
µία ἀπὸ τὶς µονὲς τῆς πρωτεύουσας. Ἦταν ἄνδρας ὅσιος, µὲ ἀρετὲς γεµάτος, ναὸς εὐσπλαχνίας
καὶ καλωσύνης. Ἄλλοι, µεταξὺ αὐτῶν καὶ ὁ Νικόδηµος Ἁγιορείτης, νοµίζουν ὅτι ὁ ἑορταζόµενος
Πατριάρχης Ἀντώνιος, εἶναι ὁ Γ´ (974-980). Αὐτὸς ἄρχισε τὸν πνευµατικό του ἀγῶνα
ἀπὸ τὴν Μονὴ τοῦ Στουδίου. Ὁ Λέων ὁ διάκονος γράφει γιὰ τὸν Ἀντώνιο αὐτό, ὅτι εἶχε
ἀποστολικὸ τρόπο ζωῆς καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν ἐµπιστεύονταν βασιλεῖς, πλούσιοι καὶ ὅλοι
οἱ ἐπίσηµοι, δίνοντάς του πολλὰ ἀγαθά, ποὺ ὁ Ἀντώνιος µὲ τὴν σειρά του τὰ ἔδινε
ὅλα στοὺς φτωχούς. Ὁ δὲ σύγχρονός του Ἱεράρχης, ἐπίσκοπος Χωνῶν, λέει ὅτι ὁ Ἀντώνιος
ἦταν καθαρὸς στὴν καρδιά, ἐντελῶς ἀφιλοχρήµατος, πολὺ ταπεινόφρων, τελείως ἄκακος,
φίλος της ἁπλότητας, ὀπαδὸς τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς εἰρήνης, τέλειος ἀσκητής, χωρὶς
καµµιὰ ὀργή, µὲ πολλὴ συµπάθεια. Χαρά του ἦταν νὰ εὐεργετεῖ, πέλαγος εὐσπλαχνίας,
τέλειος τύπος ἐπισκόπου µε ἀποστολικὴ χάρη. Ἀλλ᾿ εἴτε γιὰ τὸν ἕνα Ἀντώνιο
πρόκειται εἴτε γιὰ τὸν ἄλλο, καὶ οἱ δυὸ εἶναι ἄξιοι σεβασµοῦ καὶ τιµῆς.
Οἱ Ἅγιοι Πλωτῖνος καὶ Σατορνῖνος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρας καὶ Γιός
Μᾶλλον οἱ ἴδιοι µ᾿ αὐτοὺς τῆς 13ης
Φεβρουαρίου.
Ἐγκαίνια ναοῦ τῆς Θεοτόκου «εἰς Πούσγην»
Ἀναφέρεται στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1590 καὶ ὅτι
τὰ ἐγκαίνια αὐτὰ ἔγιναν τὸ 1002. Λόγος γι᾿ αὐτὰ τὰ ἐγκαίνια γίνεται καὶ στὸν
787 Κώδικα τῆς Μαρκιανῆς Βιβλιοθήκης.
Ὁ Ἅγιος Χρῆστος ὁ Κηπουρός
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλβανία.
Σὲ ἡλικία 40 χρονῶν πῆγε στὴν
Κωνσταντινούπολη καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ
κηπουροῦ. Κάποια µέρα φιλονίκησε
µὲ ἕναν Τοῦρκο γιὰ τὴν τιµὴ τῶν µήλων ποὺ
πουλοῦσε. Συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε
στὸν Κριτή, συκοφαντούµενος πὼς εἶπε ὅτι θὰ
γίνει Τοῦρκος. Τότε τὸν ἔριξαν στὴ
φυλακή, χωρὶς ψωµὶ καὶ νερό, καὶ τὸν
βασάνισαν σκληρά. Στὴν ἴδια φυλακὴ βρισκόταν
καὶ ὁ λόγιος Καισάριος Δαπόντε, ποὺ
παρακολούθησε τὰ βασανιστήρια τοῦ Ἁγίου καὶ
ἀργότερα ἔγραψε τὸ µαρτύριό του. Ὁ Χρῆστος
παρέµεινε σταθερὸς στὴν πίστη τῶν
πατέρων του καὶ ἀποκεφαλίστηκε στὶς 12
Φεβρουαρίου 1748 στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ θαυµατουργός
Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας (Ρῶσος, + 1378).
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 13
●
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός
●
Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα οἱ Ἀπόστολοι
●
Ὁ Ὅσιος Ἀβραάµης
●
Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
●
Ὁ Ὅσιος Συµεὼν κτήτορας τῆς Μονῆς Χιλιανταρίου Ἁγίου Ὄρους
●
Οἱ Ἅγιοι Πατέρας καὶ Γιός
●
Ὁ Ὅσιος Μαϊουµᾶς
●
Μνήµη ἐγκαινίων ἱεροῦ ναοῦ Θεοτόκου καὶ τῆς ἁγίας ἰσαποστόλου Θέκλης
●
Τὴν πρώτη Κυριακὴ µετὰ τὴν 13ην τοῦ παρόντος µηνὸς ἑορτάζεται ἐν Ἀρχαίᾳ
Κορίνθῳ, ἡ µνήµη τῶν συνεργατῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου Τιτίου, Ἰούστου, Χλόης καὶ
Κρίσπου.
Ὁ Ὅσιος Μαρτινιανός
Ὁ Μαρτινιανὸς ἔζησε στὰ χρόνια του
Θεοδοσίου τοῦ µικροῦ, στὶς ἀρχὲς τοῦ Ε´ µ.Χ. αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια
τῆς Παλαιστίνης καὶ ἀπὸ µικρὸς ἔτρεφε στὴν ψυχή του, ἀκοίµητη τὴν φλόγα τῆς εὐσέβειας.
Θέλοντας δὲ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐρηµικὴ ζωή, ἔστησε τὴν σκήτη του στὰ ὅρια τοῦ ὄρους
Κιβωτοῦ, ὅπου ἁπλωνόταν κατάλληλη ἔρηµος γιὰ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἡσυχαστικοῦ
βίου. Ἐκεῖ περνοῦσε τὸν καιρό του µὲ προσευχή, µελέτη, ἐργασία καὶ ἄσκηση. Ἡ
φήµη τῆς εὐσέβειας καὶ τῆς ἀρετῆς του, δὲν ἄργησε νὰ φθάσει σ᾿ ὅλη τὴν γύρω
περιοχὴ καὶ νὰ φέρει στὸ κελλί του πλήθη
µετανοούντων καὶ δυστυχισµένων, ποὺ ζητοῦσαν
τὶς συµβουλὲς καὶ τὴν παρηγοριά
του. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔρχονταν καὶ γυναῖκες
καὶ κόρες, ζητῶντας στήριγµα κατὰ τῶν
καταιγίδων καὶ ἀσπίδα κατὰ τῶν πειρασµῶν τῆς
ζωῆς. Ὁ Μαρτινιανός, κάνοντας τὸ
ἔργο τοῦ πνευµατικοῦ, πῆγε σὲ πολλὰ µέρη.
Τελικὰ κατέληξε σ᾿ ἕνα ἡσυχαστήριο ἔξω
ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Συχνὰ δὲ ἔλεγε τὰ λόγια τῶν
ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου: ὅτι ὁ
Διάβολος περιέρχεται σὰ θηρίο καὶ ζητᾷ ποιὸν
νὰ καταπιεῖ. Ὀφείλουµε λοιπὸν νὰ
προφυλαγώµαστε ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις του, ἕτοιµοι
πάντοτε γιὰ νὰ τὸν ἀποκρούσοµε.
Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράµατα στὸ ἐρηµητήριό
του.
Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα οἱ Ἀπόστολοι
Ἦταν ζευγάρι Ἰουδαίων ἀπὸ τὸν Πόντο,
σκηνοποιοὶ καὶ οἱ δυὸ στὸ ἐπάγγελµα. Κατοικοῦσαν στὴν Κόρινθο, ἐξασκοῦσαν τὸ ἐπάγγελµά
τους καὶ εἶχαν ζωὴ εὐσεβέστατη. Ἡ θερµὴ φιλοξενία τους στὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν
καὶ ὁµότεχνό τους Παῦλο, ὅταν αὐτὸς ἦλθε στὴν Κόρινθο, ἔµεινε παροιµιώδης.
Μάλιστα, τὸν ἀκολούθησαν καὶ σὲ διάφορες περιοδεῖες του, ὅπως στὴν Ἔφεσο, βοηθῶντας
αὐτόν, ἀλλὰ συγχρόνως καταρτιζόµενοι ἀπὸ τὴν ἐν Χριστῷ διδασκαλία του. Τόσο πολὺ
εἶχε ἐνθουσιάσει τὸν Ἀπόστολο Παῦλο ἡ φλογερὴ πίστη καὶ ἡ ἀκούραστη ἐργατικότητα
τοῦ
Ἀκύλα καὶ τῆς Πρίσκιλλας, ὥστε σὲ µία ἐπιστολή
του ἐκφράζεται γι᾿ αὐτοὺς ὡς ἑξῆς:
«Χαιρετῆστε ἐγκάρδια τὴν Πρίσκιλλα καὶ τὸν
Ἀκύλα, ποὺ εἶναι συνεργάτες µου ἐν
Χριστῷ Ἰησοῦ. Αὐτοί, γιὰ νὰ σώσουν τὴν ζωή
µου, ἔβαλαν τὸν τράχηλό τους κάτω ἀπὸ
τὸ µαχαῖρι καὶ κινδύνευσαν νὰ σφαγοῦν. Στοὺς
ὁποίους δὲν εἶµαι µόνο ἐγὼ εὐγνώµων,
ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ Ἐκκλησίες τῶν ἐθνῶν». Ἀλλὰ
ἡ ἀφοσίωση καὶ ἡ φιλόξενη διάθεση τοῦ
ζευγαριοῦ αὐτοῦ πρὸς τὸ µεγάλο ἐργάτη τοῦ
Εὐαγγελίου, Παῦλο, µᾶς θυµίζει τὰ λόγια
του Κυρίου µας: «Ὁ δεχόµενος δίκαιον εἰς ὄνοµα
δικαίου µισθὸν δικαίου λήψεται».
Δηλαδή, ἐκεῖνος ποὺ ὑποδέχεται τὸν δίκαιο,
λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι δίκαιος, θὰ πάρει τὴν
ἴδια ἀνταµοιβὴ ποὺ θὰ πάρει καὶ ὁ δίκαιος.
Καὶ πράγµατι, ὁ Ἀκύλας καὶ ἡ Πρίσκιλλα
ἐντάχθηκαν στοὺς Ἁγίους της Ἐκκλησίας, καὶ
µάλιστα µὲ τὸν τίτλο τῶν ἀποστόλων.
Ὁ Ὅσιος Ἀβραάµης
Αὐτὸς ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου
Θεοδοσίου (395-408) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρου, στὴν ὁποία γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε
ἀσκητικά. Ἔµαθε, ὅτι σὲ κάποιο χωριό του Λιβάνου, οἱ κάτοικοί του ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες.
Πῆγε λοιπόν, ἐκεῖ, νοίκιασε ἕνα δωµάτιο καὶ κάθισε τρεῖς µέρες, ἐνῷ τὴν τέταρτη
τὸν κατάλαβαν ὅτι ἦταν χριστιανὸς
καὶ µὲ τὴν βία θέλησαν νὰ τὸν διώξουν
µακριὰ ἀπὸ τὸν τόπο τους. Ἀλλ᾿ ἐκείνη τὴν ἐποχή, πίεζαν τοὺς κατοίκους τοῦ
χωριοῦ ἐκείνου οἱ φοροεισπράκτορες νὰ πληρώσουν τοὺς φόρους τους. Τότε ὁ Ἀβραάµης
τοὺς ἀπάλλαξε, πληρώνοντας αὐτὸς τοὺς φόρους. Οἱ κάτοικοι ἐκτίµησαν πολὺ τὴν ἐνέργεια
αὐτὴ τοῦ Ἀβραάµη, µὲ ἀποτέλεσµα νὰ γίνουν ὅλοι χριστιανοί, νὰ κτίσουν Ναὸ στὸ
χωριό τους καὶ εἶχαν σὰν ἱερέα τὸν Ὅσιο. Μετὰ
ἀπὸ τριετῆ θεάρεστη δράση, ἐπέστρεψε στὸ ἀσκητικό
του κελλί, καὶ ἔπειτα ἔγινε ἐπίσκοπος στὴν πόλη τῶν Κάρων στὴν Παλαιστίνη, ἀφοῦ
τὴν καθάρισε ἀπὸ τὴν εἰδωλολατρία. Ἡ φήµη τῆς ἁγιότητάς του, ἔφτασε µέχρι καὶ σ᾿
αὐτὸν τὸν βασιλέα Θεοδόσιο, ποὺ τὸν κάλεσε καὶ τὸν εἶδε αὐτοπροσώπως στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὅταν ἀπεβίωσε, µὲ βασιλικὴ διαταγή, ἐτάφηκε µὲ µεγάλες τιµὲς στὴν πόλη τῶν
Κάρων. Τὴν ζωή του ἔγραψε ὁ Κύρου Θεοδώρητος.
Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαυρικίου
(582-602) καὶ ἔκανε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας πρὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήµονος,
στὰ χρόνια 579-607. Ἔζησε ζωὴ ἁγία, ἔκανε καὶ πολλὰ θαύµατα, ἕνα ἀπὸ τὰ ὅποια εἶναι
καὶ αὐτό. Ὅταν ὁ Ἅγιος Λέων, ἐπίσκοπος Ῥώµης, ἔγραψε τὴν πολυθρύλητη ἐκείνη ἐπιστολὴ
τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν ἔστειλε στὴν Δ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε στὴ
Χαλκηδόνα, τὴν διάβασε ὁ Ὅσιος αὐτὸς Εὐλόγιος καὶ ὄχι µόνο τὴν ἐπαίνεσε ἀλλὰ καὶ
σ᾿ ὅλους τὴν διακήρυξε. Ὁ Θεὸς θέλοντας νὰ χαροποιήσει καὶ τοὺς δυὸ Ἁγίους ἄνδρες,
ἔστειλε Ἄγγελο στὸν Εὐλόγιο, µὲ σχῆµα Ἀρχιδιακόνου τοῦ Λέοντα, ποὺ τὸν εὐχαριστοῦσε
διότι ἀποδέχτηκε τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Λέοντα. Ὁ Εὐλόγιος συνοµιλοῦσε µὲ τὸν Ἄγγελο,
νοµίζοντας ὅτι συνοµιλοῦσε µὲ τὸν Ἀρχιδιάκονο τοῦ Πάπα Λέοντα. Ὅταν ὅµως ἔγινε ἄφαντος
ὁ Ἄγγελος ἀπὸ µπροστά του, τότε κατάλαβε ὅτι ἦταν Ἄγγελος Κυρίου καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε
τὸν Θεό, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια Του.
Ὁ Ὅσιος Συµεὼν κτήτορας τῆς Μονῆς
Χιλιανταρίου Ἁγίου Ὄρους
Ἦταν βασιλιὰς τῶν Σέρβων µὲ τὸ ὄνοµα
Στέφανος Α´ Νεµάνια καὶ πατέρας τοῦ ὁσίου Σάββα, πρώτου Ἀρχιεπισκόπου Σερβίας
(14 Ἰανουαρίου). Τὸ 1196 παραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ ἀναχώρησε στὸ Ἅγιον Ὄρος,
ὅπου µαζὶ µὲ τὸν γιό του ἔκτισε τὴν Μονὴ Χιλιανταρίου καὶ ἀφοῦ ἔζησε ζωὴ ὁσία, ἀπεβίωσε
εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Πατέρας καὶ Γιός
Μαρτύρησαν µὲ σταυρικὸ θάνατο.
Ὁ Ὅσιος Μαϊουµᾶς
(Βλέπε βιογραφικό του σηµείωµα τὴν 23η Ἰανουαρίου
σὰν Ἁγ. Μαυσιµᾶς).
Μνήµη ἐγκαινίων ἱεροῦ ναοῦ Θεοτόκου καὶ τῆς
ἁγίας ἰσαποστόλου Θέκλης, ἐν τῷ ὄρει Ποσαλέως
Τὴ πρώτη Κυριακὴ µετὰ τὴν 13ην τοῦ
παρόντος µηνὸς ἑορτάζεται ἐν Ἀρχαίᾳ Κορίνθῳ, ἡ µνήµη τῶν συνεργατῶν τοῦ ἀποστόλου
Παύλου Τιτίου, Ἰούστου, Χλόης καὶ Κρίσπου.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 14
●
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει
●
Ὁ Ὅσιος Μάρων
● Ὁ Ἅγιος Φιλήµονας ἢ Φίλιππος, ἱεροµάρτυρας ἐπίσκοπος
Γάζας
●
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Ψάρι Κορινθίας
●
Ὁ Ἅγιος Δαµιανὸς ὁ µοναχός
●
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Παϊζάνος
●
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Τραπεζούντιος
●
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιµος µάρτυρας, ὁ ἐν Ῥώµῃ
●
Οἱ Ἅγιοι Δύο Βαλεντῖνοι Ἱεροµάρτυρες
●
Ἡ Ἁγία Βαλεντίνη, µάρτυς
Ὁ Ὅσιος Αὐξέντιος ὁ ἐν τῷ Ὄρει
Ἔζησε στὴν Κωνσταντινούπολη (καταγόταν ἀπὸ
τὴν Συρία), στὰ χρόνια του Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (440) καὶ εἶχε τὸ ἀξίωµα τοῦ
Σχολαρίου. Τὸν διέκρινε µεγάλη σωµατικὴ δύναµη, εὐπρέπεια ἤθους, ἐπιείκεια, καθὼς
καὶ ἄλλες ἀρετές. Ὅµως, ἡ φιλήσυχη διάθεσή του καὶ ὁ πόθος του νὰ καταγίνεται
συστηµατικότερα µὲ τὶς θρησκευτικὲς καὶ θεολογικὲς µελέτες, τὸν ἔφερε στὶς
µοναχικὲς τάξεις. Ἄφησε, λοιπὸν τὴν βασίλισσα τῶν πόλεων καὶ ἀποσύρθηκε στὸ ἀντικρινὸ
βουνὸ ἑνὸς µικροῦ νησιοῦ καὶ ἐκεῖ ἀσκήτευε. Ὁ Αὐξέντιος ἀπέκτησε τόση πολλὴ ἐκτίµηση
ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἀκρίβεια τῶν θεολογικῶν του γνώσεων καὶ τὴν µεγάλη του ἀρετή,
ὥστε προσεκλήθη σὰν ἁπλὸς
µοναχὸς τὸ 451 νὰ παραστεῖ στὴν Δ´ Οἰκουµενικὴ
Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα. Βέβαια ὁ Αὐξέντιος δὲν ἔµεινε στὴ θεωρία µόνο τοῦ Εὐαγγελίου,
ἀλλὰ ἦταν καὶ πιστὸς ἐφαρµοστὴς τῆς πίστεως. Διότι, «ἡ πίστις, ἐὰν µὴ ἔργα ἔχει,
νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν». Ἡ πίστη, δηλαδή, ἂν δὲν ἔχει καρπὸ ἔργα ἀρετῆς, εἶναι ὅλως
διόλου ἀπὸ τὴν ῥίζα της νεκρή. Οἱ καθηµερινοί, λοιπόν, ἐπισκέπτες του, ποὺ
πολλοὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦταν πλούσιοι, τοῦ ἔφερναν ἄφθονα δῶρα καὶ τροφές. Ἐκεῖνος, ὅµως,
κρατοῦσε τὰ ἀναγκαῖα. Τὰ ὑπόλοιπα τὰ µοίραζε στοὺς φτωχούς, ποὺ ἦταν τακτικοὶ
«πελάτες» του. Διότι ἤξεραν
ὅτι ἀπὸ τὸ στόµα του θὰ ἔπαιρναν τροφὴ ψυχῆς
καὶ ἀπὸ τὰ χέρια του τροφὴ τοῦ σώµατος. Μάλιστα, ὁ µεγάλος σεβασµὸς πρὸς τὸν ὅσιο
ἔγινε αἰτία νὰ ἱδρυθεῖ γυναικεῖο
µοναστήρι, στοὺς πρόποδες τοῦ βουνοῦ ποὺ ἀσκήτευε.
Ὁ θάνατός του, σὲ µεγάλη ἡλικία, ἦταν γαλήνιος θάνατος δικαίου.
Ὁ Ὅσιος Μάρων
Εἶχε στήσει τὸ ἀσκητήριό του στὴν κορυφὴ ἑνὸς
βουνοῦ τῆς ἐπαρχίας Ἀντιοχείας. Ἀλλ᾿ ἡ θερµὴ ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν
πλησίον, τὸν ἔκανε νὰ κατεβαίνει ἀπ᾿ τὸ ἀσκητήριό του καὶ νὰ περιοδεύει σὲ
πόλεις καὶ χωριά, κηρύττοντας τὸ θεῖο λόγο. Ἐπίσης ἔδινε παρηγοριὰ καὶ
συµβουλές, συµφιλίωνε καὶ συµβίβαζε, ἅρπαζε πολλοὺς ἀπὸ τὶς
παγίδες τῆς πλεονεξίας, ἀπὸ τὸ καµίνι τοῦ
θυµοῦ καὶ ἀπὸ τὸ βόρβορο τῆς ἀκολασίας. Καὶ ὅταν ἔφευγε ἀπὸ τὶς πόλεις, ἔρχονταν
οἱ πόλεις πρὸς αὐτόν. Καὶ τότε στὸ ἐρηµικὸ ἀσκητήριό του ἀκατάπαυστα ἔρχονταν
πυκνὲς ὁµάδες ἀνθρώπων, ποὺ ζητοῦσαν γιατρειὰ στὶς διάφορες ἠθικὲς καὶ
πνευµατικὲς ἀσθένειές τους. Ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς
µοναχούς, ὁ Ὅσιος, ἔδειχνε µεγάλο ἐνδιαφέρον.
Τοὺς παρακαλοῦσε λοιπὸν καὶ τοὺς ἱκέτευε, νὰ µένουν πιστοὶ στὰ καθήκοντά τους,
νὰ εἶναι ὑποδείγµατα τῆς πίστης, ζηλευτοὶ τύποι τῆς ἐγκράτειας, φρουροὶ τοῦ Εὐαγγελίου
καὶ θεῖα κάτοπτρα τῆς καλῆς συµπεριφορᾶς. Σὲ τέτοιες λοιπὸν ἀσχολίες, βρῆκε τὸν
Μάρωνα ἡ ἀσθένεια, ποὺ τὸν διαβίβασε ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν κόσµο στὸν ἄλλο, µὲ ἥσυχη τὴν
συνείδηση, ὅτι ἔζησε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς συνανθρώπους του.
Ὁ Ἅγιος Φιλήµονας ἢ Φίλιππος, ἱεροµάρτυρας
ἐπίσκοπος Γάζας
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται µόνο στὸν Πατµιακὸ
Κώδικα 266. (Ἄλλοι καταγράφουν τὰ δυὸ ὀνόµατα σὰν δυὸ ξεχωριστοὺς ἐπισκόπους).
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἀπὸ τὸ Ψάρι Κορινθίας
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ
Ψάρι τῆς Κορινθίας. Οἱ γονεῖς του ὀνοµάζονταν Ἰωάννης καὶ Καλή, καὶ οἱ δυὸ εὐσεβεῖς
χριστιανοί. Δώδεκα χρονῶν ἔµεινε ὀρφανὸς καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Σηλυβρία τῆς Θρᾴκης.
Ἐκεῖ παντρεύτηκε, ἀπόκτησε παιδιὰ καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ πλανόδιου
παντοπώλη. Τοῦρκοι ὅµως συνάδελφοί του, τὸν ζήλεψαν καὶ τὸν συκοφάντησαν ὅτι δῆθεν
ἔβρισε τὸν Μωάµεθ. Ἔτσι ὁδηγήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὸ 34ο ἔτος τῆς
βασιλείας τοῦ Σουλεϊµὰν Α´ (1520-1566), ὅπου ὁµολόγησε µὲ θάῤῥος τὴν πίστη του
στὸν Χριστό. Ἀφοῦ δὲν ὑπέκυψε στὶς κολακεῖες καὶ τὰ βασανιστήρια τῶν Τούρκων, ῥίχτηκε
στὴ φωτιὰ καὶ κατόπιν τὸν ἀποκεφάλισαν στὶς
14 Φεβρουαρίου 1554 στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ἀκολουθία τοῦ νεοµάρτυρα αὐτοῦ συνέγραψε ὁ Ἱεροµόναχος Δαµασκηνὸς ὁ Στουδίτης ὁ
µετέπειτα Λιτῆς καὶ Ῥενδίνης.
Ὁ Ἅγιος Δαµιανὸς ὁ µοναχὸς
Πατρίδα τοῦ νέου ὁσιοµάρτυρα Δαµιανοῦ ἦταν
τὸ χωριὸ «Ρίχοβον Ἀγράφων», δηλαδὴ τὸ Μυρίχοβο τῆς ἐπαρχίας Καρδίτσας. Νέος ἀκόµα
πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ἐκάρη
µοναχὸς στὴ Μονὴ Φιλόθεου. Κατόπιν πῆγε
κοντὰ σ᾿ ἕναν ἀναχωρητή, τὸν Δοµέτιο, ὅπου ἔµεινε κοντά του, ἀσκούµενος στὴν ἀρετή,
γιὰ τρία χρόνια. Ἔπειτα ἐγκατέλειψε τὴν σκήτη του καὶ ἦλθε στὰ χωριὰ τοῦ
Θεσσαλικοῦ Ὀλύµπου καὶ µετὰ τοῦ Κισσάβου καὶ τῆς Λάρισας, διδάσκοντας τὸν λόγο
τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα ἀποσύρθηκε κοντὰ στὸ
χωριὸ Σηλίτζιανη καὶ ἔκτισε µοναστήρι στὸ ὄνοµα
τῆς ἀποτοµῆς τοῦ Τιµίου Προδρόµου. Ἔχοντας λοιπὸν σὰν ὁρµητήριο τὸ µοναστήρι
του, ἐξακολουθοῦσε τὴν ἀποστολική του δράση. Κάποτε πῆγε σὲ κάποιο χωριό, ποὺ ὀνοµαζόταν
Βουγαρίνη καὶ συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1568. Ὁδηγήθηκε στὴ Λάρισα, ὅπου
φυλακίστηκε µὲ διαταγὴ τοῦ Τούρκου ἄρχοντα τῆς πόλης αὐτῆς. Ἐκεῖ µέσα ὑπέστη
πολλὰ καὶ σκληρὰ βασανιστήρια.
Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν ὑπέκυψε στὶς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις
τοῦ Τούρκου ἄρχοντα καὶ ἔµεινε σταθερὸς στὴ χριστιανική του πίστη,
καταδικάστηκε σὲ θάνατο δι᾿ ἀγχόνης. Τὸ πρωί, ποὺ πῆγαν νὰ τὸν κρεµάσουν,
κόπηκε τὸ σχοινὶ τῆς θηλειᾶς καὶ ἔτσι ὅπως ἦταν
µισοπεθαµένος τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά. Τὴν δὲ
στάκτη του µὲ µανία τὴν ἔριξαν στὰ νερὰ τοῦ ποταµοῦ Πηνειοῦ. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὶς
14 Φεβρουαρίου 1568.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Παϊζάνος
Ἦταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη, ῥάφτης στὸ ἐπάγγελµα
καὶ µαρτύρησε στὴν
Κωνσταντινούπολη, ἀφοῦ ἔµεινε σταθερὸς στὴ
χριστιανική του πίστη, στὶς 14
Φεβρουαρίου 1693. Σύµφωνα µὲ τὴν παράδοση,
ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ
χωριὸ Πλαγιὰ τῆς περιφερείας Πλωµαρίου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Τραπεζούντιος
Ὁ νέος ὁσιοµάρτυρας Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ
τὴν Τραπεζοῦντα τοῦ Πόντου, καὶ σὲ
µικρὴ ἡλικία ἦλθε καὶ ἐγκαταστάθηκε µαζὶ µὲ
τοὺς γονεῖς του σὲ κάποια µικρὴ
κωµόπολη Κατίγογι λεγόµενη, τῆς ἐπαρχίας Ἀµασείας
καὶ Ἀµισοῦ. Σὲ ἡλικία 18 χρονῶν
µεταµφιέστηκε γιὰ νὰ ξεφύγει ἀπὸ τ᾿ ἀδέλφια
του, προκειµένου νὰ πάει σὲ µοναστήρι
τῆς Ἱερουσαλήµ. Ὁ µοναχικὸς πόθος τὸν ἔκαιγε
ὑπερβολικά. Ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερε καὶ
τ᾿ ἀδέλφια του τὸν πάντρεψαν µὲ τὴν βία. Ἡ
γυναῖκα του ὅµως πέθανε καὶ τὸν ἄφησε
ἔρηµο µὲ δυὸ παιδιά, ποὺ τὸ ἕνα πέθανε κι
αὐτό, ἐνῷ τὸ ἄλλο τὸ πῆρε ὑπὸ τὴν
προστασία του κάποιος συγγενής του. Ἔτσι,
µόνος τώρα, ἐργάστηκε πνευµατικὰ σ᾿
αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Ἀπὸ τὴν πολλὴ µελέτη, ἔπαθαν
ζηµιὰ τὰ µάτια του καὶ πῆγε στὴν
Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔµαθε θαυµατουργικὰ
τὴν ἰατρικὴ τέχνη καὶ ὠφέλησε
πολλοὺς πάσχοντες. Ἀργότερα χειροτονήθηκε
µοναχὸς καὶ ἀπέκτησε τὸ προορατικὸ
χάρισµα. Ὁ δὲ ἐπίσκοπος Πάφρας Ἀµισοῦ Εὐθύµιος
ὁ Ζήλων, διέκρινε τὶς µεγάλες
ἀρετὲς τοῦ Νικολάου καὶ τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο
τῶν χωριῶν γύρω ἀπὸ τὴν ἐπαρχία
του. Ὅταν τὸν ῥωτοῦσαν οἱ µαθητές του
γιατί δὲν ἡσυχάζει καθόλου, αὐτὸς ἀπαντοῦσε:
«Φοβᾶµαι, παιδιά µου, τὸν λόγο τοῦ
Προφήτη, ἐπικατάρατος πᾶς ὁ ποιῶν τὸ ἔργον τοῦ
Κυρίου ἀµελῶς». Ποίµανε τὸ ποίµνιό του 4-5
χρόνια, ὥσπου τὸν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι
σὰν κακοῦργο. Οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοὶ βρῆκαν
τρόπο νὰ τὸν ἐλευθερώσουν, ἀλλ᾿ αὐτὸς
ἀρνήθηκε. Διότι ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε νὰ
βαδίσει µετὰ χαρᾶς στὸ µαρτύριο. Μετὰ δὲ
ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ἄφησε τὴν
τελευταία του πνοὴ στὶς 14-2-1920 σὲ ἡλικία 66
χρονῶν. Τὰ θαύµατά του καὶ µετὰ τὸν θάνατό
του εἶναι ἐπίσης πολλά.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιµος µάρτυρας, ὁ ἐν Ῥώµῃ
Οἱ Ἅγιοι Δύο Βαλεντίνοι, Ἱεροµάρτυρες
Ἡ διάκριση αὐτῶν τῶν Ἁγίων δὲν εἶναι
σαφής. Ὁ πρῶτος ἦταν κληρικὸς τῆς Ῥώµης καὶ
µαρτύρησε κατὰ τοὺς διωγµοὺς τοῦ Κλαυδίου
Β´. Ὁ δεύτερος ἦταν ἐπίσκοπος Τέρνι καὶ
µαρτύρησε στὴ Ῥώµη. Τὰ δὲ λείψανά του ἀνακοµίστηκαν
στὴν Τέρνι. Στὴ Δύση, καθὼς
καὶ σὲ πολλοὺς ἄλλους µὴ Ὀρθόδοξους λαούς,
ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Βαλεντίνου θεωρεῖται
ἑορτὴ τῶν ἐρωτευµένων, χωρὶς νὰ ὑπάρχει ἰδιαίτερος
λόγος ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν
συγκεκριµένων ἁγίων. Πιθανότατα ἡ ἐπιλογὴ
αὐτὴ συνδέεται ἡ µὲ τὴν ἐποχὴ ποὺ
ζευγαρώνουν τὰ πουλιὰ ἢ καὶ µὲ τὴν γιορτὴ
τῆς γονιµότητας ποὺ ἑορταζόταν ἀπὸ τοὺς
Ῥωµαίους στὶς 15 Φεβρουαρίου
(Λουπερκάλια).
Ἡ Ἁγία Βαλεντίνη, µάρτυς
Σὲ κάποιο ἁγιολόγιο ἀναφέρεται αὐτὴ τὴν
µέρα καὶ ἡ µνήµη τῆς πιὸ πάνω ἁγίας. Πιθανότατα εἶναι ἀνύπαρκτη καὶ προφανῶς
συγχέεται µὲ τὴν µνήµη τῶν πιὸ πάνω δυὸ Ἁγίων Βαλεντίνων.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 15
●
Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιµος ὁ ἀπόστολος
●
Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος
●
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες ἀπὸ τὴ Θρᾴκη
●
Ὁ Ἅγιος Μαΐωρ
●
Ἡ Σύναξις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν τοῖς Διακονίσσης
●
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ
●
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιµος ὁ Βαγιάνος, ὁ ἐν Χίῳ (+ 1960)
Ὁ Ἅγιος Ὀνήσιµος ὁ ἀπόστολος
Ἦταν δοῦλος στὸ σπίτι τοῦ πλουσίου
Φιλήµονα, στὰ χρόνια τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Φιλήµων, µὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους
τοῦ σπιτιοῦ του, εἶχε προσέλθει στὸ χριστιανισµὸ καὶ ἦταν στοργικότατος στοὺς
δούλους του. Ὁ Ὀνήσιµος ὅµως, ἤθελε νὰ πάει στὴ
Ῥώµη, γιὰ νὰ κάνει ὅπως τοῦ ἄρεσε τὴν ζωή
του. Καταχρᾶται, λοιπόν, τὸν κύριό του, ἐξοικονοµεῖ τὰ ναῦλα καὶ δραπετεύει. Ἐκεῖ
στὴ Ῥώµη ἀλήτευε, ἐργασία δὲν ἔβρισκε, οὔτε στοργὴ καὶ βοήθεια ἀπὸ πουθενά. Τὸν
κατέλαβε µεγάλη στενοχώρια. Τί νὰ ἔκανε; Θυµήθηκε τότε, ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ κυρίου
του, τοὺς χριστιανούς, ποὺ ἦταν φιλάνθρωποι. Πλησιάζει τὴν ῥωµαϊκὴ χριστιανικὴ
κοινότητα, καὶ πράγµατι ἡ βοήθεια ποὺ παίρνει ἦταν µεγάλη. Συγχρόνως µαθαίνει ὅτι
στὴ Ῥώµη εἶναι ὑπόδικος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὸν γνώρισε ὅταν εἶχε φιλοξενηθεῖ
στὸ σπίτι τοῦ κυρίου του. Ὁ Ὀνήσιµος, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, εἶχε ἐντυπωσιασθεῖ ἀπὸ
τὴν ψυχὴ τοῦ µικρόσωµου ἐκείνου χριστιανοῦ. Τώρα ποὺ ἄκουσε ὅτι εἶναι στὴ Ῥώµη,
νοιώθει τὴν ἐπιθυµία νὰ τὸν δεῖ καὶ αἰσθάνεται
µία συνταρακτικὴ ἐσωτερικὴ µεταβολὴ στὸν ἑαυτό
του. Τοῦ συνέβη αὐτὸ ποὺ ἀναφέρει ὁ θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, «ἐγενήθη
ἐπ΄ αὐτῷ πνεῦµα Θεοῦ». Δηλαδή, ἔπνευσε σ΄ αὐτὸν πνεῦµα Θεοῦ. Ὁ Ὀνήσιµος δὲν ἀφήνει
τὴν εὐκαιρία ἀνεκµετάλλευτη. Συναντάει τὸν Παῦλο καὶ αὐτὸς τοῦ φέρεται τόσο
στοργικὰ καὶ πατρικά, ὥστε ὁ Ὀνήσιµος ὄχι µόνο γίνεται θερµὸς χριστιανός, ἀλλὰ
καὶ σὰν ἀπόστολος τῆς ἁγίας πίστεως λαµβάνει µαρτυρικὸ θάνατο. (Γνωστὴ βέβαια εἶναι
ἡ ἐπιστροφή του στὸν κύριό του Φιλήµονα ποὺ ἀναφέρεται στὴν πρὸς Φιλήµονα ἐπιστολὴ
1-22 τοῦ ἀπ. Παύλου).
Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος
Ἡ παράδοση δὲν µᾶς διέσωσε οὔτε τὰ ὀνόµατα
τῶν γονέων του, οὔτε τὸν τόπο τῆς καταγωγῆς του. Γνωρίζουµε ὅµως, ὅτι ὑπῆρξε ἕνας
ἀπὸ τοὺς διασηµότερους, µὲ ζωντανὴ εὐσέβεια, ἀσκητές. Ἡ ἐγκράτειά του στάθηκε
περιβόητη, ἀλλ΄ ἡ µεγάλη πίστη του καὶ τὸ ἀκοίµητο ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν
σωτηρία τῶν ψυχῶν, τοῦ ἔδινε τὶς ἀπαιτούµενες δυνάµεις, γιὰ νὰ πηγαίνει στὶς
πόλεις καὶ νὰ στηρίζει τοὺς ἀνθρώπους στὸ λόγο καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅσοι
γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπαν νόµιζαν, ὅτι ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀδυναµία θὰ ἀναγκαζόταν νὰ
ἔχει συνεχῆ µέριµνα γιὰ τὸν ἑαυτό
του. Ἀλλ΄ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, τὸν ἔκανε
νὰ ζεῖ γιὰ τοὺς ἄλλους. Τελείωσε δὲ τὴν ζωή του, ἐργαζόµενος γιὰ τὴν σωτηρία τῶν
ψυχῶν µέχρι τελευταίας πνοῆς του.
Οἱ Ἅγιοι Δύο Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Θρᾴκη
Βλέπε σχετικῶς τὴν 25η Ὀκτωβρίου.
Ὁ Ἅγιος Μαΐωρ
Ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ ὑπηρετοῦσε
σὰν στρατιώτης στὸ λεγόµενο τάγµα τῶν Μαύρων. Ὅταν ἄρχισε ὁ διωγµὸς κατὰ τῶν
χριστιανῶν, βρισκόταν µὲ τὸ τάγµα του στὴ Γάζα. Καταγγέλθηκε στὸν ἐκεῖ ἔπαρχο, ὅτι
ἦταν χριστιανός. Ὅταν ῥωτήθηκε, µὲ θάῤῥος ὁµολόγησε καὶ ὁ ἴδιος ὅτι ἦταν καὶ θὰ
παραµείνει χριστιανός.
Τότε ὁ ἔπαρχος διέταξε τὸν ἄγριο βασανισµό
του. Καὶ πέθανε, ἀφοῦ µαστιγώθηκε µέχρι θανάτου.
Ἡ Σύναξις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν
τοῖς Διακονίσσης
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ
Στὶς 15 Φεβρουαρίου 1776 µαρτύρησε ὁ Ἰωάννης,
ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωλακία (Κωλακία ἢ Κουλακιὰ εἶναι ἡ σηµερινὴ κωµόπολη
Χαλάστρα ἢ Πύργος, δυτικά τῆς Θεσ/ νίκης) καὶ µαρτύρησε στὴ Θεσσαλονίκη. Ὁ Ἰωάννης
συνέτρωγε κάποτε µὲ κάποιους Τούρκους, οἱ ὁποῖοι ξαφνικὰ σηκώθηκαν καὶ εἶπαν πὼς
ὁ Ἰωάννης τοὺς εἶπε ὅτι θέλει
νὰ γίνει Τοῦρκος. Αὐτὸς µὲ ὅλη του τὴν
δύναµη φώναξε, ΟΧΙ. Αὐτοὶ τοῦ εἶπαν πὼς ναὶ ἀλλ΄ ὁ Ἰωάννης ξαναφώναξε, ΟΧΙ!!!
Τότε µὲ τὴν βία τὸν ἔσυραν στὸ παζάρι (κεντρικὴ ἀγορά), ὅπου τὸν κρέµασαν καὶ
στὴ συνέχεια τὸν πέταξαν στὴ θάλασσα. Ἔτσι ἔλαβε τὸ ἀµάραντο στεφάνι τοῦ
µαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἄνθιµος ὁ Βαγιάνος, ὁ ἐν Χίῳ (+
1960)
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 16
●
Οἱ Ἅγιοι Πάµφιλος, Οὐάλης, Παῦλος, Σέλευκος, Πορφύριος, Ἰουλιανός,
Θεόδουλος, Ἠλίας, ἄλλος Ἠλίας, Ἱερεµίας, Ἡσαΐας,
Σαµουὴλ καὶ Δανιήλ
●
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴν
Περσία καὶ τὰ λείψανά τους µεταφέρθηκαν στὴν
Μαρτυρούπολη
●
Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
●
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανός
●
Ὁ Ἅγιος Ῥωµανὸς ὁ νέος ὁσιοµάρτυρας
Οἱ Ἅγιοι Πάµφιλος, Οὐάλης, Παῦλος,
Σέλευκος, Πορφύριος, Ἰουλιανός, Θεόδουλος,
Ἠλίας, ἄλλος Ἠλίας, Ἱερεµίας, Ἡσαΐας,
Σαµουὴλ καὶ Δανιήλ
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ἔζησαν στὰ χρόνια τοῦ
αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ. Τὸ ἐντυπωσιακὸ εἶναι ὅτι, ἐνῷ ὅλοι κατάγονταν ἀπὸ
διαφορετικοὺς τόπους, ἦταν στενώτατα ἑνωµένοι µὲ τὸ σύνδεσµο τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης,
ποὺ εἶναι ὁ µόνος ἄῤῥηκτος σύνδεσµος ἀγάπης καὶ δίνει ζωὴ σ΄ ὅλες τὶς ἀρετὲς τοῦ
ἀγωνιζόµενου χριστιανοῦ. Μάλιστα, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «ἐπὶ πᾶσι δὲ
τούτοις τὴν ἀγάπην, ἥτις ἐστι σύνδεσµος τῆς τελειότητας». Δηλαδή, πάνω σ΄ ὅλα αὐτὰ
(τὰ καλὰ ἔργα) βάλτε τὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι σὰν κρίκος καὶ δένει ὅλες τὶς ἀρετὲς
σὲ τέλειο σύνολο. Σὰν ἕνα τέτοιο ἁρµονικὸ σύνολο καὶ οἱ ἐνάρετοι αὐτοὶ ἄνθρωποι
ἐργάζονταν στὴν Καισάρεια (τῆς Παλαιστίνης). Ἡ µπόρα, ὅµως, τοῦ διωγµοῦ (290) ἔπληξε
καὶ αὐτοὺς καὶ ὁµολόγησαν µὲ θάῤῥος τὸ Χριστό, µπροστὰ στὸν ἔπαρχο Φιρµιλιανό.
Καὶ οἱ µὲν Πάµφιλος, Οὐάλης, Παῦλος, Σελεύκιος, Ἠλίας, Ἱερεµίας, Ἡσαΐας, Σαµουὴλ
καὶ Δανιήλ,
µετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια ἀποκεφαλίζονται
ὁ ἕνας µετὰ τὸν ἄλλο. Ὁ δὲ Θεόδουλος πεθαίνει µὲ σταυρικὸ θάνατο. Καὶ τέλος, ὁ
Πορφύριος, ποὺ ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Ἁγίου Παµφίλου, καὶ ὁ Ἰουλιανός, ὅταν πῆγαν νὰ
παραλάβουν τὰ λείψανα τῶν
µαρτύρων, ὁ ἔπαρχος κατάλαβε ὅτι ἦταν κι αὐτοὶ
χριστιανοὶ καὶ διέταξε νὰ τοὺς ῥίξουν στὴ φωτιά. Ἔτσι, ἑνώθηκαν καὶ αὐτοὶ µὲ τοὺς
ὑπόλοιπους µάρτυρες καὶ προστέθηκαν ὅλοι µαζὶ στὸ χορὸ τῶν γενναίων ἀθλητῶν τοῦ
Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ Ἅγιοι
Μάρτυρες ποὺ µαρτύρησαν στὴν
Περσία καὶ τὰ λείψανα τοὺς µεταφέρθηκαν στὴν
Μαρτυρούπολη
Ὁ Ὅσιος Μαρουθᾶς (ποὺ ἦταν ἐπίσκοπος
Ταγρίτης στὴ Μεσοποταµία) ἔζησε στὰ χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου (379-395), ὁ ὁποῖος
τὸν ἔστειλε κάποτε µὲ ἐπίσηµη ἐντολὴ στὸ βασιλιὰ τῶν Περσῶν (Ἰσδιγέρθη). Αὐτὸς
αἰσθάνθηκε βαθὺ σεβασµὸ πρὸς τὸ Χριστιανὸ Ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου θαύµασε τὸ ἦθος
καὶ τὴν συµπεριφορά. Μάλιστα, ἔµεινε ὑποχρεωµένος ἀπέναντι στὸν Μαρουθᾶ, διότι ὁ
Ὅσιος θεράπευσε τὴν βασιλοκόρη, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιµόνιο. Τὸν ῥώτησε τότε, ποιὰ
χάρη ἤθελε ἀπ΄ αὐτόν. Ὁ ἐπίσκοπος Μαρουθᾶς ἀπάντησε, ὅτι τίποτα ἄλλο δὲν ζητοῦσε
παρὰ µόνο νὰ τοῦ
ἐπιτραπεῖ νὰ κτίσει πόλη, στὴν ὁποία θὰ
µεταφέρονταν τὰ λείψανα ὅλων τῶν Ἁγίων, ποὺ µαρτύρησαν στὴν Περσία. Ὁ βασιλιὰς
δέχτηκε. Χορήγησε λοιπὸν τὴν ἀπαιτούµενη δαπάνη καὶ ἡ πόλη κτίστηκε, καὶ ὀνοµάστηκε
Μαρτυρούπολη. Ἡ πόλη αὐτὴ βρίσκεται στὴ Μεγάλη Ἀρµενία πρὸς τὸν Νυµφαῖο ποταµό,
ἔγινε µάλιστα µὲ τὸν καιρὸ καὶ ἐπισκοπικὴ ἕδρα. Ἀξιοσηµείωτο δὲ εἶναι ὅτι, ὕστερα
ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια, ὁ ἐπίσκοπος Μαρουθᾶς πέθανε ἀκριβῶς τὴν ἐπέτειο τῆς ἡµέρας,
ποὺ εἶχε ἐγκαινιάσει τὴν Μαρτυρούπολη. Τὴν ἡµέρα αὐτὴ τῆς µνήµης του
συνεορτάζουµε καὶ τὸ σύνολο ἐκεῖνο τῶν µαρτύρων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ποὺ τὰ
λείψανά τους κατέθεσε στὴν πόλη ἐκείνη. (Νὰ σηµειώσουµε ἐδῶ, ὅτι ὁ Ὅσιος
Μαρουθας, συνέγραψε πολλὰ µαρτύρια τῶν συγχρόνων αὐτοῦ µαρτύρων, στὴ Συριακὴ γλῶσσα,
δηµοσιευθέντα ὑπὸ τοῦ Ἀσσαµάνη).
Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Φλαβιανὸς ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς
Κωνσταντινουπόλεως καὶ σκευοφύλακας τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Διαδέχτηκε τὸν ἐπίσης
Ἅγιο Ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο κατὰ τὸ 447. Σὰν Ἀρχιεπίσκοπος ὁ
Φλαβιανὸς καταδίκασε, µὲ τοπικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε τὸ 448, τὴν πλάνη τοῦ ἀρχιµανδρίτου
Εὐτυχοῦς, ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε µόνο θεία φύση, ἡ ὁποία ἀπεῤῥόφησε ἐντελῶς
τὴν ἀνθρώπινη. Συγχρόνως δέ, ἡ Σύνοδος αὐτὴ καθαίρεσε καὶ ἀφόρισε τὸν Εὐτυχή. Ἀλλ΄
ὁ Εὐτυχής, µὲ τὴν ὑποστήριξη τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ ἀναξίου Πατριάρχη
Ἀλεξανδρείας Διοσκόρου, κατάφερε νὰ
συγκροτηθεῖ, τὸν Αὔγουστο τοῦ 449 στὴνἜφεσο, Σύνοδος ἡ λεγόµενη λῃστρικὴ
Σύνοδος. Κατὰ τὴν Σύνοδο αὐτή, ὅλα ἦταν προετοιµασµένα κατὰ τοῦ Φλαβιανοῦ, καὶ
µάλιστα, ὄχλος µὲ ἐπικεφαλῆς ἀγρίους
µοναχοὺς καὶ ὑπὸ τὴν ἀρχηγία ἑνὸς ῥασοφόρου
τέρατος, τοῦ ἀρχιµανδρίτη Βαρσουµᾶ, εἰσέβαλαν στὴ Σύνοδο καὶ κακοποίησαν βαριὰ
τὸν Φλαβιανό, ὁ ὁποῖος µετὰ τρεῖς ἡµέρες πέθανε ἀπὸ τὶς πληγές, ποὺ τοῦ
προκάλεσαν οἱ φονεῖς του. Ἀλλὰ µετὰ δυὸ
χρόνια, τὸ 451, στὴ Δ΄ Οἰκ. Σύνοδο, ἡ αἵρεση
καταδικάσθηκε, ὁ Εὐτυχὴς ἀναθεµατίστηκε καὶ ὁ Διόσκορος καθαιρέθηκε. Τὸ δὲ
λείψανο τοῦ Ἁγίου ἄνακοµισθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη, στὸ ναὸ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων.
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανός
Ὁ Ὅσιος Φλαβιανὸς πῆγε στὴν κορυφὴ ἑνὸς ὄρους,
ὅπου ἔκτισε ἕνα µικρὸ κελλί. Ἐκεῖ
µέσα κλείστηκε καὶ πέρασε 60 ὁλόκληρα
χρόνια, µὲ αὐστηρὴ νηστεία, προσευχὴ καὶ
χωρὶς νὰ ἔλθει σὲ ἐπαφὴ µὲ κανέναν ἄνθρωπο.
Ἀπὸ κάποιο µέρος ἔβγαζε µόνο τὰ
χέρια του γιὰ νὰ παραλάβει τὴν τροφή του,
ποὺ ἦταν βρεγµένα ὄσπρια µία φορὰ τὴν
βδοµάδα. Ἔτσι ὁ Θεὸς τὸν προίκισε µὲ τὸ
θαυµατουργικὸ χάρισµα, ποὺ µὲ τὴν
προσευχή του, θανάτωσε µεγάλο δράκοντα, ἔδιωξε
ἀπὸ κάποιο χωράφι τὶς ἀκρίδες ποὺ
θὰ τὸ κατέστρεφαν, ἔβγαλε τὸ δαιµόνιο ἀπὸ
κάποιον νέο καὶ τὸν µαστὸ κάποιας
γυναίκας θεράπευσε ἀπὸ καρκίνο. Ἔτσι ἅγια ἀφοῦ
ἔζησε παρέδωσε στὸν Θεὸ τὴν
µακάρια ψυχή του.
Ὁ Ἅγιος Ῥωµανὸς ὁ νέος ὁσιοµάρτυρας
Βλέπε τὴν βιογραφία του στὶς 5 Ἰανουαρίου.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 17
●
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων
●
Ἡ Ἁγία Μαριάµνη ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου τοῦ Ἀποστόλου
●
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος
●
Ἡ Εὕρεσις τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ τοῦ Καλλικελάδου
●
Οἱ Ἅγιοι Μαρκιανὸς καὶ Πουλχερία οἱ Βασιλεῖς
●
Ὁ Ὅσιος Αὐξίβιος (ἢ κατ᾿ ἄλλους Εὐξίφιος) ἐπίσκοπος Σόλων τῆς Κύπρου
●
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Νέος ἢ Βυζάντιος
●
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυροειδῆς ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη
●
Ὁ Ἅγιος Ἐρµογένης, Πατριάρχης Μόσχας (+ 1612)
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Τήρων
Τήρων σηµαίνει νεοσύλλεκτος. σ᾿ αὐτὸ τὸ
στράτευµα κατετάγη καὶ ὁ Θεόδωρος. Ἦταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀµάσειας στὴ Μαύρη
Θάλασσα, Χουµιαλῶν λεγόµενο. Κατὰ τοὺς διωγµοὺς τοῦ Διοκλητιανοῦ ἀναγκάζεται νὰ
φύγει ἀπὸ τὸ στράτευµα, διότι ἦταν χριστιανός. Πηγαίνει στὴν πόλη Εὔχαιτα. Ἐκεῖ
στὸ πυκνὸ δάσος, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πόλη, εἶχε τὴν φωλιά του πελώριος καὶ
φοβερὸς δράκος, ποὺ ἔκανε ἀπλησίαστο τὸ δάσος καὶ ἦταν πραγµατικὴ µάστιγα γιὰ τὴν
περιοχή. Τότε ὁ Θεόδωρος, µὲ τὴν τόλµη καὶ τὴν σωµατικὴ δύναµη ποὺ τὸν διέκρινε,
καθὼς καὶ µὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Χριστὸ ὅτι θὰ τὸν βοηθήσει, εἰσχωρεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ
δάσους. Συναντάει τὸ δράκοντα, τὸν σκοτώνει καὶ ἀπαλλάσσει τὴν πόλη ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ
φόβητρο. Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὁ Θεόδωρος
µαθαίνει ὅτι συστρατιῶτες του χριστιανοὶ ἄρχισαν
νὰ χάνουν τὸ θάῤῥος τους καί, προκειµένου νὰ πεθάνουν, πολλοὶ θυσίαζαν στὰ εἴδωλα.
Ἀποφασίζει, λοιπόν, καὶ ἐπιστρέφει στὸ τάγµα του. Ἀγανακτεῖ ὅταν βλέπει τὰ
βασανιστήρια τῶν χριστιανῶν καὶ
µία νύκτα καίει ἕνα ξύλινο εἴδωλο τῆς θεᾶς
Ῥέας. Ἔπειτα, φανερὰ πλέον, ἐνθαῤῥύνει τοὺς συστρατιῶτες του µὲ τὰ λόγια του Ἀπόστολος
Παύλου: «Στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε». Δηλαδή, µένετε στερεοὶ
καὶ ὄρθιοι στὴν πίστη. Ἀγωνιστεῖτε σὰν ἄνδρες γενναῖοι. Πᾶρτε δύναµη καὶ θάῤῥος,
ποὺ προσφέρει ὁ µεγαλοδύναµος Θεός
µας. Βέβαια, παράδειγµα ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ
Θεόδωρος, ὅταν µὲ καρτερία καὶ ψυχικὴ εὐφροσύνη ἀντιµετώπισε τὸ µαρτυρικό του
θάνατο, µέσα σὲ πυρακτωµένο καµίνι.
Ἡ Ἁγία Μαριάµνη, ἀδελφὴ τοῦ Ἁγίου Φιλίππου
τοῦ Ἀποστόλου
Χριστιανὴ καὶ αὐτή, εἶχε τὸν ἴδιο θεῖο ζῆλο
µὲ τὸν ἀδελφό της. Φλεγόµενη ἀπὸ τὸν πόθο τῆς εὐρύτερης διάδοσης τοῦ Εὐαγγελίου
καὶ τῆς σωτηρίας περισσότερων ψυχῶν, ἀκολούθησε ἐκεῖνον σὲ πολλὲς περιοδεῖες
του βοηθῶντας τον στὸ φωτιστικὸ ἔργο του καὶ συµµεριζόµενη τοὺς κινδύνους του.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ της, ἀπτόητη ἡ Μαριάµνη ἐξακολούθησε τὴν ἀποστολική
της ὑπηρεσία. Πρὸ πάντων ἔδρασε στὴν Λυκαονία, ὅπου τὰ κηρύγµατά της καὶ οἱ ἰδιαίτερες
προσπάθειές της, ἔφεραν πολλὲς
ψυχὲς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Τὸ τέλος τῆς ὑπῆρξε
ἥσυχο, ἡσυχότερη δὲ ἡ εὐσεβὴς συνείδησή της.
Ὁ Ὅσιος Θεοστήρικτος
Μᾶλλον εἶναι ὁ ἴδιος µε αὐτὸν ποὺ
γιορτάζουµε στὶς 10 Νεοµβρίου. Ἀπὸ ἕνα Ἐξαποστειλάριο, ποὺ περισώθηκε στὸν
Παρισινὸ Κώδικα 259 φ. 976, µαθαίνουµε ὅτι ἔζησε τὴν ἐποχὴ τῶν εἰκονοµάχων καὶ ἀγωνίστηκε
ὑπὲρ τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικοδήµου, σηµειώνεται ὅτι
πέθανε εἰρηνικά.
Ἡ Εὕρεσις τῶν Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ τοῦ
Καλλικελάδου
Ὁ ἅγιος µάρτυρας Μηνᾷς ὁ Καλλικέλαδος
µαρτύρησε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Μαξιµίνου (307-311). Στὰ χρόνια δὲ τοῦ
φιλοχρίστου βασιλιᾶ Βασιλείου, φάνηκε τὴν νύκτα σὲ κάποιον ἄνθρωπο ὀνοµαζόµενο
Φιλοµµάτη, ποὺ ἦταν στὴ στρατιωτικὴ σχολὴ τῶν Ἰκανάτων (Τὰ Ἰκανάτα ἦταν ἐκλεκτὸ
σῶµα τῆς ἀνακτορικῆς φρουρᾶς τοῦ Βυζαντίου, διοικούµενο ἀπὸ ἄνδρες τῆς ἀπόλυτης
ἐµπιστοσύνης τοῦ αὐτοκράτορα). Καὶ λέει σ᾿ αὐτόν, ὅτι εἶναι ὁ Μηνᾶς ὁ
Καλλικέλαδος καὶ κρύβεται κάτω στὴ γῆ στὸ µέρος τοῦ γιαλοῦ, ὅπου εἶναι ἡ ἀκρόπολη.
Ἔδειχνε µάλιστα µὲ τὸ δάκτυλό του καὶ τὸν τόπο. Ὁ Φιλοµµάτης τότε σηκώθηκε πολὺ
πρωὶ καὶ εἶπε τὴν ὀπτασία του µὲ λεπτοµέρεια στὸν φίλο του Μαρκιανὸ τὸν
νουµέριο. Ἐκεῖνος µὲ τὴν σειρά του τὸ εἶπε στὸν βασιλιὰ καὶ ἀµέσως ἐστάλησαν
στρατιῶτες στὸν τόπο αὐτό, ὅπου ἔσκαψαν καὶ βρῆκαν σιδερένια θήκη, ποὺ µέσα ἦταν
τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρα, καὶ πάνω σ᾿ αὐτὴν ἦταν χαραγµένα γράµµατα, ποὺ
φανέρωναν τὴν χρονολογία ποὺ τοποθετήθηκε τὸ λείψανο. Τετρακόσια χρόνια, ὑπολόγισαν,
ὅτι εἶχαν περάσει ἀπὸ τότε. Ὁπότε ὅλο τὸ πλῆθος εὐχαρίστησε καὶ δόξασε τὸν Θεό.
Οἱ Ἅγιοι Μαρκιανὸς καὶ Πουλχερία οἱ Βασιλεῖς
Ἡ Πουλχερία γεννήθηκε 19 Ἰανουαρίου καὶ ἦταν
θυγατέρα τοῦ Βασιλιᾶ Ἀρκαδίου καὶ ἐγγονὴ τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου. Ὁ Μαρκιανὸς
παντρεύτηκε τὴν Πουλχερία, καὶ διαδέχθηκε στὸ θρόνο τὸν ἀδελφό της Θεοδόσιο τὸν
Β´, τὴν 25η Αὐγούστου τοῦ 450. Ἦταν ἄνδρας εὐσεβέστατος - καταγόταν ἀπὸ τὴν Θρᾴκη
- καὶ ἔγινε µαζὶ µὲ τὴν γυναῖκα του Πουλχερία, θερµὸς προστάτης τῆς Ἐκκλησίας.
Συνεκάλεσε µάλιστα, τὴν Δ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο στὴ Χαλκηδόνα, στὴν ὁποία καὶ
προήδρευσε µαζὶ µὲ τὴν Πουλχερία. Ἔτσι συνετέλεσε στὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας,
καταδικάζοντας τοὺς αἱρετικοὺς Εὐτυχὴ καὶ Διόσκορο, τῶν ὁποίων τὶς πλάνες ἀναφέραµε
στὴ βιογραφία του Ἁγίου Φλαβιανοῦ (16 Φεβρουαρίου). Ἡ Πουλχερία πέθανε σὲ ἡλικία
54 ἐτῶν τὴν 10η Σεπτεµβρίου τοῦ 453, ὁ δὲ Μαρκιανὸς τὸ 457. Ἔφυγαν δὲ καὶ οἱ
δυό, µὲ τὴν συνείδηση ἀναπαυµένη, ὅτι ξεπλήρωσαν µὲ τὸν ἱερώτερο τρόπο τὰ
βασιλικά τους καθήκοντα, τόσο πρὸς τὸ κράτος, ὅσο καὶ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ὁ θάνατός τους προκάλεσε µεγάλο πένθος, καὶ εἰλικρινῆ δάκρυα ἔτρεξαν
στὶς κηδεῖες τους.
Ὁ Ὅσιος Αὐξίβιος (ἢ κατ᾿ ἄλλους Εὐξίφιος) ἐπίσκοπος
Σόλων τῆς Κύπρου
Ἔζησε στὰ ἀποστολικὰ χρόνια. Γιὸς πλούσιας
εἰδωλολατρικῆς οἰκογένειας τῆς Ῥώµης, εἶχε γνωρισθεῖ µὲ χριστιανοὺς τῆς Ῥώµης,
ποὺ τὸν κατηχοῦσαν τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν
παντρέψουν µὲ εἰδωλολάτρισσα, ἀναχώρησε κρυφὰ ἀπὸ τὴν Ῥώµη καὶ πῆγε στὴν Κύπρο.
Ἐκεῖ βρισκόταν τότε ὁ Ἀπόστολος Βαρνάβας καὶ ὁ νεαρὸς τότε Μᾶρκος, ὁ µετέπειτα
Εὐαγγελιστής, ποὺ κήρυττε τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Αὐξίβιος παρακολούθησε τὰ
κηρύγµατά του καὶ βαπτίστηκε. Ἔγινε µάλιστα Ἱερέας τοῦ Σόλους τῆς Κύπρου (πόλη ἀρχαία
της Κύπρου, ὁµώνυµη ὑπῆρχε στὴν Κιλικία), ὅπου ἐργάστηκε µὲ πολὺ ἀποστολικὸ ζῆλο.
Σὲ κάποια
µάλιστα δηµόσια διδασκαλία του,
συναντήθηκε µὲ τὸν ἀδελφό του Θεµισταγόρα καὶ τὴν γυναῖκα του, ποὺ εἶχαν
γνωρίσει στὴν Ῥώµη τὸν χριστιανισµὸ καὶ ἦλθαν νὰ τὸν συναντήσουν. Ἡ χαρὰ ἦταν
µεγάλη. Ἀφοῦ τοὺς κατήχησε µὲ µεγάλη ἀκρίβεια, τοὺς ἔκανε ἀχώριστους συνεργάτες
του στὴν εὐαγγελική του ἀποστολή. Καρπὸς τῆς συνεργασίας αὐτῆς ἦταν ἡ θαυµάσια
διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου σ᾿ ὅλη τὴν πόλη καὶ τὰ περίχωρα τῶν Σόλων.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Νέος ἡ Βυζάντιος
Γεννήθηκε στὸ Νεοχώρι τοῦ Βυζαντίου τὸ
1774 ἐπὶ Βασιλείας τοῦ σουλτάνου Μαχµούτ, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανοὺς τὸν
Χατζὴ Ἀναστάσιο καὶ τὴν Σµαραγδή. Ἀπὸ παιδὶ ἀφοσιώθηκε στὰ ἱερὰ γράµµατα καὶ ἔµαθε
τὴν τέχνη τῆς ζωγραφικῆς. Ὑπηρετοῦσε κοντὰ σ᾿ ἕναν ζωγράφο στὸ παλάτι τοῦ
σουλτάνου καὶ ὅπως ἦταν νεαρὸς µέσα στὶς ἡδονές, παρασύρθηκε καὶ ἀλλαξοπίστησε
µὲ ἀντάλλαγµα τιµὲς καὶ ἀξιώµατα. Μετὰ τρία χρόνια, ἔπεσε πανώλη στὸ παλάτι τοῦ
σουλτάνου καὶ ὁ Θεόδωρος συναισθάνθηκε τὸ ἁµάρτηµά του. Καταφρόνησε τότε τιµὲς καὶ
ἀξιώµατα καὶ µεταµφιεσµένος δραπέτευσε στὴ Χίο. Ἐκεῖ χειραγωγήθηκε ἀπὸ κάποιον
πνευµατικὸ καὶ πῆρε τὴν
µεγάλη ἀπόφαση τοῦ µαρτυρίου. Ἀφοῦ
προετοιµάσθηκε καλά, κοινώνησε τῶν ἀχράντων µυστηρίων καὶ µαζὶ µὲ ἕναν
πνευµατικό του ἀδελφὸ πῆγε στὴ Μυτιλήνη. Ἐκεῖ παρουσιάστηκε στὸν κριτὴ καὶ ὁµολόγησε
µὲ θάῤῥος καὶ χαρὰ τὴν πίστη στὸν
Χριστό, ἀφοῦ πέταξε κάτω τὸ τούρκικο
σαρίκι ποὺ ἐπίτηδες εἶχε φορέσει. Ξαφνιασµένος ὁ κριτής, διέταξε τὴν ἄµεση
φυλάκισή του καὶ νὰ τὸν µαστιγώσουν ἀνελέητα. Δεκαπέντε Τοῦρκοι τὸν µαστίγωναν
συγχρόνως. Ἀλλὰ ὁ Θεόδωρος ἐπέµενε νὰ
ὁµολογεῖ τὸν Χριστό. Τότε µία σειρὰ
φρικιαστικῶν βασανιστηρίων ἀκολούθησαν, ποὺ καὶ µόνη ἡ ἀναφορά τους ἀηδιάζει τὸν
ἀναγνώστη. Στὸ τέλος τὸν κρέµασαν τὴν 17η Φεβρουαρίου 1795 στὴ Μυτιλήνη. Μετὰ
τρεῖς ἡµέρες, οἱ Χριστιανοὶ πῆραν ἄδεια καὶ κήδευσαν τὸ µαρτυρικό του λείψανο µὲ
τιµὲς στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Χρυσοµαλλούσης. Ἡ δὲ Μυτιλήνη τὸν ἔκανε Πολιοῦχο
της.
Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ Μαυροειδῆς ἀπὸ τὴν Ἀδριανούπολη
Δὲν ἔχει καµιὰ σχέση µὲ τὸν νεοµάρτυρα
Μιχαὴλ τὸν Μαυρουδὴ ἀπὸ τὴν Γρανίτσα Ἀγράφων (10 Μαρτίου). Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς ἦταν
ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς καὶ πλούσιούς της Ἀδριανουπόλεως της Θρᾴκης καὶ
συκοφαντήθηκε στὸν δικαστὴ τῆς πόλης ἀπὸ φανατικοὺς Τούρκους, ὅτι περιφρόνησε τὸ
ὄνοµα τοῦ Θεοῦ τους. Ὁ δικαστής, ποὺ γνώριζε καλὰ τὴν ἐντιµότητα τοῦ Μιχαήλ, τὸν
ἀπάλλαξε ἀπὸ κάθε κατηγορία. Ἀλλ᾿ οἱ συκοφαντοῦντες ἀπείλησαν τὸν δικαστή, ὅτι
θὰ τὸν καταγγείλουν στὸν Σουλτάνο, ἐπειδὴ δὲν ὑπερασπίζεται τὴν πίστη τους. Ὁ
δικαστὴς φοβήθηκε καὶ φυλάκισε τὸν Μιχαήλ, ἀφοῦ ἐνηµέρωσε τὸν Σουλτάνο καὶ
περίµενε ἀπ᾿ αὐτὸν ἀπόφαση. Ἡ διαταγὴ ἦλθε καὶ ἔλεγε: ἢ νὰ ἀλλαξοπιστήσει ἢ νὰ
καεῖ ζωντανός. Ὁ δικαστὴς προσπάθησε τότε
µὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀλλάξει τὸ
φρόνηµα τοῦ Μιχαήλ. Ἀλλὰ µάταια. Ὁ Μιχαὴλ παρέµενε σταθερὸς στὴ χριστιανική του
πίστη. Τότε σύµφωνα µὲ τὴν διαταγή, τὸν ἀποκεφάλισαν καὶ τὸ τίµιο σῶµα του τὸ ἔκαψαν
στὶς 17 Φεβρουαρίου, τέλη τοῦ 15ου αἰῶνα.
Ὁ Ἅγιος Ἐρµογένης, Πατριάρχης Μόσχας (+
1612)
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 18
●
Ὁ Ἅγιος Λέων Πάπας Ῥώµης
●
Οἱ Ἅγιοι Λέων καὶ Παρηγόριος, ποὺ µαρτύρησαν στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας
●
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ὁµολογητὴς καὶ θαυµατουργὸς Ἐπίσκοπος Συναοῦ
●
Οἱ Ἅγιοι Ἀγρίππας, Βικτωρῖνος, Δωρόθεος καὶ Θεόδουλος
●
Ὁ Ἅγιος Πιούλιος
Ὁ Ἅγιος Λέων Πάπας Ῥώµης
Ὁ Λέων ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων
Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας (450). Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς µεγάλους προµάχους καὶ ὑποστηρικτὲς
τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Ὅταν ἔγινε ἡ Δ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος στὴ Χαλκηδόνα, ἡ ἔµµεση
συµµετοχή του ὑπῆρξε ζωτικῆς σηµασίας γιὰ τὴν ἀντιµετώπιση τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἔστειλε
σ᾿ αὐτὴν τέσσερις
ἀντιπροσώπους του καὶ µία ἐπιστολὴ ποὺ ἀπευθυνόταν
στὴ Σύνοδο (γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἡ ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Λέοντος εἶχε σταλεῖ τρία (3)
χρόνια πρὶν στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ καὶ ἀνεγνώσθη στὴ
Σύνοδο. Εἶναι δὲ γνωστὴ ὡς
«Τόµος τοῦ Λέοντος»). µ᾿ αὐτὴ καθόριζε µὲ
πλήρη ἀκρίβεια καὶ ἀλήθεια τὶς δυὸ φύσεις τοῦ Χριστοῦ. Τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη.
Ἡ ἐπιστολὴ ἀκούστηκε µὲ ἐνθουσιασµὸ καὶ ἄρεσε πάρα πολὺ στὰ µέλη τῆς Συνόδου καὶ
στὸ βασιλιὰ Μαρκιανό. Ἡ χρησιµότητά της ἦταν µεγάλη στὴ διεξαγωγὴ τῶν
συζητήσεων καὶ στὴ διατύπωση τῶν ὄρων, γιὰ τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου. Ἔτσι ὁ
Λέων, µὲ «τὴν µάχαιραν τοῦ Πνεύµατος, ὃ ἐστι ῥῆµα Θεοῦ», δηλαδὴ µὲ τὸ µαχαῖρι
τοῦ Πνεύµατος, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔστω καὶ ἔγγραφος στὴν περίπτωση αὐτή,
ἔγινε ἀπὸ τὰ λαµπρότερα ὄπλα, γιὰ τὴν συντριβὴ τῆς πλάνης τῶν αἱρετικῶν. Ὁ
Λέων, ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν ἐπιστηµονικὴ καὶ θεολογική του ἱκανότητα, ἄφησε ἀρκετὲς
ὁµιλίες, ποὺ εἶναι γραµµένες µὲ πολλὴ γλαφυρότητα καὶ δύναµη. Ὑπάρχει ὅµως καὶ
µία ἄλλη ἐκδοχὴ τῆς βιογραφίας του, αὐτὴ τοῦ Σ. Εὐστρατιάδη, ποὺ παραθέτουµε ὅπως
ἀκριβῶς εἶναι γραµµένη:
«Ἐγενήθη ἐν Ῥώµῃ περὶ τὰ τέλη τοῦ δ´ αἰῶνος,
ἐπὶ δυὸ παπῶν διατελέσας διάκονος τοῦ Καλλίστου καὶ Σήξτου, ὃν καὶ διεδέχθη εἰς
τὸν θρόνον τὴν 29η Σεπτεµβρίου τοῦ 440. Ὑπῆρξεν εἷς τῶν ἀπολυταρχικωτέρων παπῶν,
ὑποστηρίξας µετὰ πείσµατος τὸ παπικὸν πρωτεῖον καὶ ἀντιταχθεὶς κατὰ τῆς ἀποφάσεως
τῆς Δ´ ἐν Χαλκηδόνι συνόδου (451) χορηγησάσης διὰ τοῦ κη᾿ Κανόνος αὐτῆς τὰ ἴσα
πρεσβεῖα τῷ πατριάρχῃ Κωνσταντινουπόλεως µὲ τὸν ἐπίσκοπον Ῥώµης. Ἔκτοτε µέχρι
τοῦ νῦν δὲν ἔπαυσαν οἱ πάπαι τὰ πρωτεῖα ἐπὶ τῆς καθόλου ἐκκλησίας διεκδικοῦντες,
πολλῶν κακῶν γενόµενοι τῇ ἐκκλησίᾳ πρόξενοι. Τὴν κατάταξιν αὐτοῦ µεταξὺ τῶν ἁγίων
τῆς ἡµετέρας ἐκκλησίας ὀφείλει ὁ Λέων εἰς τὴν δογµατικὴν ἐκείνην ἐπιστολὴν (ιδ.
Migne PG. 54, 755-781), τὴν ὁποίαν ἀπέστειλεν εἰς τὴν ἐν Χαλκηδόνι Δ´ Οἰκουµενικὴν
Σύνοδον ἐναντίον τῶν Μονοθελητῶν καὶ Μονοφυσιτῶν, ἧς τὸ περιεχόµενον ἐγένετο
µετ᾿ ἐνθουσιασµοῦ
δεκτὸν ἀπὸ µέρους τῶν παρευρεθέντων
πατέρων. Ἀπέθανε τῇ 10ῃ Νοεµβρίου 460).
Οἱ Ἅγιοι Λέων καὶ Παρηγόριος ποὺ
µαρτύρησαν στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας
Ἦταν καὶ οἱ δυὸ ἀχώριστοι φίλοι, µία ψυχὴ
σὲ δυὸ σώµατα ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Γρηγόριος ὁ
Θεολόγος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν Μέγα
Βασίλειο. Ὅταν λοιπὸν ὁ Παρηγόριος πέθανε
µετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια, ποὺ ὑπέστη γιὰ
τὴν χριστιανικὴ πίστη, ὁ Λέων,
ἀπαρηγόρητος γιὰ τὴν στέρηση τοῦ φίλου του
καὶ ποθῶντας τὸ ἔνδοξο τέλος του, ἤθελε
καὶ αὐτὸς τὸ γρηγορότερο τὸν δρόµο τοῦ
µαρτυρίου. Καὶ ἡ εὐκαιρία βρέθηκε. Κάποτε
γινόταν πανηγύρι τῶν εἰδωλολατρῶν µὲ ὅλους
τοὺς συνηθισµένους θορύβους καὶ
ἀπρεπεῖς διασκεδάσεις. Ὁ Λέων πλησίασε ἐκεῖ,
µπῆκε στὸ ναό, πῆρε στὰ χέρια του τὰ
ἀναµµένα ἐκεῖ πήλινα λυχνάρια καὶ τὰ
συνέτριψε κάτω στὴ γῆ. Συγχρόνως δὲ ἔψαλλε
ὕµνους πρὸς τὸν Θεό. Ἀµέσως τότε τὸν
συνέλαβαν καὶ τὸν βασάνισαν σκληρὰ µὲ
µαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιῶν. Ἔπειτα οἱ
βασανιστές του τὸν ἔσυραν σὲ κρηµνώδη τόπο,
ποὺ κάτω ὑπῆρχε φαράγγι καὶ στὸ βάθος
διακρινόταν ξηροπόταµος. Ὅταν ἔφτασαν
ἐκεῖ, ὁ Λέων µὲ ὅλες του τὶς δυνάµεις
κατόρθωσε νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἀµέσως τότε
παρέδωσε τὸ πνεῦµα του στὸν Θεό. Ἀλλ᾿ ἡ
λύσσα τῶν δηµίων του δὲν ἱκανοποιήθηκε
µὲ τὸν θάνατό του. Ἀφοῦ ἔσυραν τὸ λείψανό
του στὴν ἄκρη τοῦ γκρεµοῦ, ἀπὸ ἐκεῖ τὸ
ἔριξαν µὲ δύναµη στὸ χάος τοῦ φαραγγιοῦ. Ἔτσι
τὸ σῶµα τοῦ Ἁγίου µπορεῖ νὰ ἔπεφτε
µέσα στὸ φαράγγι, ἀλλ᾿ ἡ ψυχή του πετοῦσε
στὸν οὐρανό, ὅπου θὰ συναντοῦσε τὸν
ἐγκάρδιο φίλο του στὴν αἰώνια δόξα τοῦ
Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀγαπητὸς ὁ Ὁµολογητὴς καὶ
θαυµατουργὸς Ἐπίσκοπος Συναοῦ
Ἦταν χριστιανικὸ γέννηµα τῆς Καππαδοκίας
καὶ εἶχε εἰσέλθει κατὰ τὴν νεανική του ἡλικία σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐκεῖ Μοναστήρια. Ἐκεῖ
ζοῦσε µὲ πνεῦµα διακονίας, προθυµότατος στὶς ὑπηρεσίες καὶ σὰν ὁ τελευταῖος ἀπ᾿
ὅλους. Ἐπὶ βασιλέως Λικινίου στρατεύθηκε,
καὶ ὅταν καταδιώχθηκαν οἱ χριστιανοί, ὑποβλήθηκε
σὲ βασανιστήρια. Ἐπειδὴ ὅµως διὰ τῆς προσευχῆς, θεράπευσε κάποιο δαιµονισµένο
µέλος οἰκογενείας ποὺ ἦταν πολὺ κοντὰ στὸ Μεγάλο Κων/νο, ὁ Ἀγαπητὸς πέτυχε ἄδεια
ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ στρατό. Ἐπιδόθηκε τότε, στὶς ἱερὲς µελέτες καὶ τὴν ὑπηρεσία τοῦ
Εὐαγγελίου. Ὁ ἐπίσκοπος ὅµως τῆς πόλης Σιναοῦ πληροφορήθηκε τὰ χαρίσµατά του καὶ
τὸν χειροτόνησε Ἱερέα. Μετὰ δὲ τὸ θάνατο τοῦ ἐπισκόπου, λαὸς καὶ κλῆρος ἐξέλεξαν
διάδοχό του τὸν Ἀγαπητό. Ἀπὸ τὴν νέα του θέση ὁ Ἀγαπητὸς ἦταν ὁ τύπος τῶν πιστῶν,
ὁ διδάσκαλος καὶ ὁ πατέρας τους. Φώτιζε µὲ τὸ λόγο του, οἰκοδοµοῦσε µὲ τὸ
παράδειγµά του, παρηγοροῦσε καὶ στήριζε, περιέθαλπε καὶ βοηθοῦσε, ὄχι µόνο κατὰ
δύναµιν, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ δύναµιν. σ᾿ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἀσχολίες τὸν βρῆκε ὁ
θάνατος, ὁ ὁποῖος τοῦ ἅπλωσε τὴν γέφυρα, διὰ τῆς ὁποίας µεταβιβάστηκε ἀπὸ τὴν
πρόσκαιρη ζωὴ στὴν αἰώνια.
Οἱ Ἅγιοι Ἀγρίππας, Βικτωρῖνος, Δωρόθεος καὶ
Θεόδουλος
Εἶναι γνωστοὶ µὲ τὴν ἀναφορά τους στὸ ὑπόµνηµα
τοῦ πιὸ πάνω ὁσίου Ἀγαπητοῦ. Ὅτι δηλαδὴ εἶδε τὸ µαρτύριό τους καὶ ἤθελε νὰ
γίνει κοινωνὸς αὐτοῦ. Τίποτα ἄλλο δὲν γνωρίζουµε γιὰ τὴν ζωή τους.
Ὁ Ἅγιος Πιούλιος
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 19
●
Ὁ Ἅγιος Ἄρχιππος ὁ Ἀπόστολος
●
Οἱ Ἅγιοι Μάξιµος, Θεόδοτος, Ἡσύχιος καὶ Ἀσκληπιοδότη
●
Ὁ Ὅσιος Ῥαβουλᾶς
●
Οἱ Ὅσιοι Εὐγένιος καὶ Μακάριος οἱ ὁµολογητές
●
Ὁ Ὅσιος Κόνων
●
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος
●
Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία
●
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ νέος ἱεροµάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἄρχιππος ὁ Ἀπόστολος
Ἦταν ἀπὸ τὶς Κολοσσαῖς, ὅπου τὸν γνώρισε
καὶ τὸν ἔφερε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ δὲ ζῆλος καὶ ἡ ὅλη
του προθυµία καὶ εὐσέβεια, γρήγορα ἀνέδειξαν τὸν µαθητὴ Ἄρχιππο καὶ συστρατιώτη
τοῦ ἐνδόξου διδασκάλου του, ὅπως χαρακτηριστικὰ τὸν ὀνοµάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος,
στὴν πρὸς Φιλήµονα ἐπιστολή του. Τὸν Ἄρχιππο ἀναφέρει ἐπίσης καὶ στὴν πρὸς
Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του. Κατὰ τὴν ἐκτέλεση τῆς θείας ἀποστολῆς του, ὁ Ἄρχιππος,
συνελήφθη µὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου Ἀνδροκλέους. Ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα,
τὸν γύµνωσαν καὶ τὸν ἔχωσαν
µέχρι τὴν µέση σ᾿ ἕνα λάκκο. Ἐπειδὴ ὅµως ὁ
Ἄρχιππος συνέχιζε µὲ µεγάλη φωνὴ νὰ ὁµολογεῖ τὸ Χριστό, τότε τὸν κέντησαν µὲ
βελόνες, µπρός, πίσω, στὸ λαιµό, τὶς
µασχάλες, τὶς πλευρές, τὰ µάτια, τὰ αὐτιά,
τὸ στόµα καὶ τὸ κεφάλι. Ἀλλὰ καὶ πάλι ὁ Ἄρχιππος ἐπέµενε νὰ ὁµολογεῖ τὸ Χριστό.
Ὁ Ἰησοῦς ἦταν ἡ προσευχὴ καὶ ὁ ὕµνος του. Πυκνὸς καὶ βαρὺς λιθοβολισµὸς τότε, ἔδωσε
τέλος στὴ ζωή του. Καὶ στὸ στεφάνι τοῦ ἀποστόλου τοῦ προστέθηκε καὶ τὸ στεφάνι
τοῦ µάρτυρα. (Ὁρισµένοι Συναξαριστές, ἀναφέρουν, µαζὶ µὲ τὴν µνήµη τοῦ Ἀπ. Ἀρχίππου
καὶ τὴν µνήµη τῶν Ἀπ. Φιλήµονος, Ἀπφίας καὶ Ὀνησίµου, περιττῶς βέβαια, διότι ἡ
µνήµη ὅλων µαζὶ αὐτῶν τῶν Ἀποστόλων, ἑορτάζεται τὴν 22α Νοεµβρίου).
Οἱ Ἅγιοι Μάξιµος, Θεόδοτος, Ἡσύχιος καὶ Ἀσκληπιοδότη
Ὑπέβαλαν σ᾿ ὅλους σειρὰ σκληρότατων
βασανιστηρίων. Τὸ φρόνηµά τους ὅµως δὲν κάµφθηκε, ἀλλ᾿ ἔµεινε ἀκµαῖο καὶ ἄπτωτο.
Ἡ Ἀσκληπιοδότη ἡ παρθένος ἐπέδειξε καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια καρτερία καὶ γενναιότητα.
Δὲν κάµφθηκαν, ὅταν τὰ κόκκαλά τους συντρίβονταν καὶ οἱ σάρκες τοὺς ξεσχίζονταν
κάτω ἀπὸ τὸ χαλάζι τῶν λιθοβολισµῶν. Μανιώδης ὁ τύραννος εἰδωλολάτρης διέταξε
καὶ τὸν ἀποκεφαλισµό τους. Ἀλλ᾿ οἱ
µάρτυρες τὸν καταντρόπιασαν καὶ ἡ Ἀσκληπιοδότη
τὸν κατανίκησε. Τὰ ξίφη ἔκοψαν τὰ κεφάλια τους, ἀλλ᾿ οἱ ψυχές τους ἔµειναν ἐλεύθερες
καὶ ἀδούλωτες. Τὸ δὲ µαρτυρικὸ αἷµα τους ἔθρεψε τὸ δένδρο τῆς ἀλήθειας, ἐνῷ
κατέπνιξε τὸν δράκοντα τῆς πλάνης.
Ὁ Ὅσιος Ῥαβουλᾶς
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ζήνωνα (476)
καὶ γεννήθηκε στὰ Σαµόσατα (Σεµψάτ) τῆς Συρίας. Ἐκπαιδεύτηκε ἀπὸ ἕναν φηµισµένο
δάσκαλο, τὸν Βαρυψαβᾶ, καὶ µεταξὺ ἄλλων ἔµαθε τὴν Συριακὴ γλῶσσα. Ἀφοῦ ἀσκήθηκε
στὴν ἡσυχαστικὴ ζωή, πῆγε στὴ Φοινίκη µαζὶ µὲ ἄλλους καὶ ἵδρυσε κοινοβιακὴ
συντροφιά. Ἀργότερα µὲ συνδροµὴ τοῦ βασιλιᾶ Ζήνωνα καὶ τοῦ ἐπισκόπου Βηρυτοῦ Ἰωάννη
ἵδρυσε µοναστήρι, ποὺ ἀνέδειξε σὲ κέντρο χριστιανικῆς ἐργασίας µεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ἡ ἐπιτυχία ὑπῆρξε µεγάλη. Ἔπειτα µὲ συνδροµὴ τοῦ βασιλιᾶ Ἀναστασίου τοῦ
Δικόρου, ὁ Ῥαβουλᾶς ἔκτισε
ὁµώνυµό του µοναστήρι στὴν
Κωνσταντινούπολη. Ἀλλὰ κατόπιν, πῆγε καὶ σ᾿ ἄλλους τόπους καὶ ἔκτισε κι᾿ ἄλλα
µοναστήρια, φροντίζοντας νὰ τὰ ἐπανδρώσει µὲ µοναχοὺς
µορφωµένους καὶ ζηλωτές. Πράγµατι ὁ Ῥαβουλᾶς
ὑπῆρξε ὁ ἀκάµατος ἐργάτης τῆς πίστης. Πέθανε πάνω ἀπὸ 80 χρονῶν, στὰ πρῶτα
χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ψιθυρίζοντας µέχρι τελευταίας του πνοῆς
τὸ γλυκὸ ἐκεῖνο ῥητό του
Κυρίου: «Δεῦτε πρὸς µὲ πάντες οἱ κοπιῶντες
καὶ πεφορτισµένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑµᾶς».
Οἱ Ὅσιοι Εὐγένιος καὶ Μακάριος οἱ ὁµολογητές
Ἔζησαν στὰ χρόνια του βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ
του Παραβάτη. Ἐπὶ τῶν διωγµῶν, ποὺ γίνονταν ἐπὶ βασιλείας αὐτοῦ τοῦ ἀποστάτη αὐτοκράτορα,
ὁ Εὐγένιος καὶ ὁ Μακάριος ὑποβλήθηκαν σὲ πολλὰ βασανιστήρια. Κατόπιν µὲ
στρατιωτικὴ συνοδεία στάλθηκαν ἐξόριστοι στὴ Μαυριτανία. Πέθαναν ἀπὸ τὶς
κακουχίες, ἀλλ᾿ εὐχαριστῶντας τὸ Θεό, ποὺ τοὺς διατήρησε ἀλύγιστους στὸ
µαρτύριό τους.
Ὁ Ὅσιος Κόνων
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ ἀπὸ πολὺ
νέος ἔγινε µοναχὸς στὸ Μοναστήρι τοῦ Πενθουκλᾶ, ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη. Ἔπειτα
ἔγινε Πρεσβύτερος καὶ ἔφτασε στὰ ἀνώτατα στάδια τῆς πνευµατικῆς ἄσκησης. Τὸ ἔµαθε
αὐτὸ ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύµων Πέτρος (524-552) καὶ τὸν διόρισε νὰ
βαπτίζει τοὺς προσερχόµενους στὸν Ἰορδάνη. Ὅταν ὅµως ἐπρόκειτο νὰ βαπτίσει γυναῖκα,
σὰν ἄνθρωπος σκανδαλιζόταν καὶ σκεφτόταν νὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ Κοινόβιο. Ἀλλὰ τοῦ
παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος
Ἰωάννης ὁ Βαπτιστῆς, ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Κάνε ὑποµονὴ
γέροντα καὶ ἐγὼ θὰ σὲ ἐλαφρύνω ἀπὸ τὸν πόλεµο». Κάποια µέρα ὅµως, ἦλθε νὰ
βαπτισθεῖ µία πανέµορφη Περσίδα καὶ ὁ Ὅσιος δὲν µπόρεσε νὰ τὴν βαπτίσει καὶ νὰ
τὴν χρίσει γυµνή. Καὶ ἡ κόρη ἔµεινε ἀβάπτιστη. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὅταν τὸ ἔµαθε
στενοχωρήθηκε πολύ. Ὁ δὲ Κόνων πῆρε τὸ δρόµο τῆς ἀναχώρησης. Ἀλλὰ τοῦ
παρουσιάσθηκε καὶ πάλι ὁ Τίµιος Πρόδροµος καὶ τοῦ ἐπανέλαβε τὰ βοηθητικὰ ἐκεῖνα
λόγια. Τότε ὁ Κόνων τοῦ εἶπε ὅτι δὲν ξαναεπιστρέφει, διότι ἐνῷ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι
θὰ τὸν βοηθήσει δὲν τὸ ἔκανε. Ὁ δὲ Τίµιος Πρόδροµος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε µὲ τὸ
σηµεῖο τοῦ Σταυροῦ, τοῦ εἶπε νὰ ἐπιστρέψει καὶ νὰ µὴ ἀµφιβάλει πλέον. Ὅποτε ὁ
Γέρων ἐπανῆλθε στὸ κοινόβιο καὶ τὴν ἑποµένη ἔχρισε καὶ βάπτισε τὴν νεαρὴ
Περσίδα, χωρὶς καθόλου νὰ στοχασθεῖ, ὅτι ἦταν γυναῖκα. Ἔζησε δὲ
µετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ὅσιος ἄλλα 20 χρόνια καὶ ἔφτασε
στὸ µεγαλύτερο βαθµὸ τῆς ἀπάθειας, καὶ εἰρηνικὰ ἀπεβίωσε.
Ὁ Ὅσιος Σωφρόνιος
Δὲν ὑπάρχουν πληροφορίες γιὰ τὴν ζωή του. Ἡ
µνήµη τοῦ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν
Παρισινὸ Κώδικα 1578 καὶ τὸν Delehaye, ὅπου
καλεῖται ἐπίσκοπος.
Ἡ Ἁγία Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία
Ἂν οἱ µάρτυρες τῶν πρώτων χριστιανικῶν
χρόνων εἶναι ἱκανοὶ νὰ παροτρύνουν ψυχὲς νὰ ἀγωνιστοῦν γιὰ τὸν Χριστό, οἱ
νεοµάρτυρες ἀποδεικνύουν ὅτι ἅγιοι µποροῦν νὰ ὑπάρξουν σὲ κάθε ἐποχὴ καί, ἑποµένως,
ὁ κατὰ Χριστὸν ἀγῶνας πρέπει νὰ εἶναι συνεχής. Μία τέτοια παραδειγµατικὴ
νεοµάρτυς εἶναι καὶ ἡ Ὁσία Φιλοθέη. Γεννήθηκε στὴν Ἀθήνα τὸ 1522 ἀπὸ στεῖρα
µητέρα, τὴν Συρίγη, ποὺ προσευχήθηκε ἀµέτρητες φορές, γιὰ νὰ τῆς χαρίσει ὁ Θεὸς
αὐτὴ τὴν κόρη. Ὁ δὲ πατέρας τῆς ὀνοµαζόταν Ἄγγελος Μπενιζέλος. Ὅταν ἡ Ὁσία ἔγινε
δώδεκα χρονῶν, οἱ γονεῖς της µὲ τὴν βία τὴν
πάντρεψαν µὲ ἕναν ἀρκετὰ πλούσιο ἄνδρα τῶν
Ἀθηνῶν. Ἡ ζωή της κοντά του ἦταν
µαρτυρική, διότι συνεχῶς τὴν χτυποῦσε καὶ
τὴν βασάνιζε. Ὁ Θεὸς βλέποντας τὴν
ὑποµονή της, µετὰ τρία χρόνια, θερίζει µὲ
τὸ δρεπάνι τοῦ θανάτου τὸ βάναυσο σύζυγό
της. Τότε ἡ Ὁσία, ἂν καὶ δέχτηκε πιέσεις
γιὰ δεύτερο γάµο, ἀποφασίζει καὶ γίνεται
µοναχή. Τὴ µεγάλη της περιουσία διέθεσε
στοὺς φτωχοὺς καὶ γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση
τῶν σκλαβωµένων χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς
Τούρκους. Ἔτσι ἔγινε «καρφί» στὸ µάτι τῶν
Τούρκων, καὶ ὅταν τοὺς δόθηκε ἡ εὐκαιρία,
εἰσέβαλαν στὸ µοναστήρι της καὶ τὴν
ἔσυραν ἔξω. Ἀφοῦ τὴν χτύπησαν ἀνελέητα,
προκάλεσαν τὸ θάνατό της, στὶς 19
Φεβρουαρίου 1589. Ὁ Ἅγιος Νικόδηµος ὁ Ἁγιορείτης,
σ᾿ αὖτο τὸ σηµεῖο ῥωτᾷ: «Δὲν ἦταν
καὶ αὐτὴ φύση ἀσθενέστερη καθότι γυναῖκα;
Δὲ συνάντησε τόσους καὶ τόσους
πειρασµοὺς καὶ ἐµπόδια στὸ δρόµο τῆς ζωῆς
της; Ἀλλ᾿ ὅµως, κανένα ἀπ᾿ αὐτὰ δὲν
µπόρεσε νὰ ψυχράνει τὴν ἀγάπη ποὺ εἶχε στὸ
Θεό».
Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ νέος ἱεροµάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο καὶ ἔγινε Ἱεροµόναχος
στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ συγκεκριµένα στὴ Σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας καὶ κατόπιν στὴ Μονὴ
τοῦ Ἁγίου Παντελεήµονα (Ῥωσική). Τὸν κατέλαβε ὁ πόθος τοῦ µαρτυρίου καὶ γύριζε
τὰ χωριὰ γύρω ἀπὸ τὶς Σέῤῥες καὶ τὴν Δρᾶµα, κηρύττοντας τὸν Χριστὸ σὰν ἀληθινὸ
Θεὸ καὶ τὸν Μωάµεθ σὰν πλάνο. Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ φυλακίστηκε στὶς
Σέῤῥες. Κατόπιν ὑποβλήθηκε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια, ὅπως ὄσφρηση φωτιᾶς ἀπὸ τὴν
µύτη, ἀκάνθινο στεφάνι στὸ κεφάλι, καλαµένιες ἀκίδες στὰ νύχια του καὶ κάψιµο
στὰ ἀπόκρυφα µέλη του. Ὁ Νικήτας ὅµως, µὲ θαυµαστὴ σταθερότητα, συνεχῶς ὁµολογοῦσε
τὴν πίστη του στὸ Χριστό. Τελικά, στὶς 19 Φεβρουαρίου 1806 τὸν κρέµασαν καὶ ἔτσι
δέχτηκε τὸ στεφάνι τῆς ἀφθαρσίας.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 20
●
Ὁ Ὅσιος Λέων ἐπίσκοπος Κατάνης
●
Ὁ Ἅγιος Ἱεροµάρτυρας Σαδὼκ καὶ οἱ µαζὶ µ᾿ αὐτὸν 128 Μάρτυρες
●
Ὁ Ὅσιος Βησσαρίων
●
Ὁ Ἅγιος Ἀγάθων Πάπας Ῥώµης
●
Ὁ Ὅσιος Κινδέας
●
Ὁ Ὅσιος Πλωτῖνος
●
Ὁ Ἅγιος Ἀνιανός
●
Οἱ Ἅγιοι Δίδυµος, Νεµέσιος καὶ Ποτάµιος
●
Ὁ Ἅγιος Εὐτρόπιος
●
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων ὁ θαυµατουργὸς (Ρῶσος, 15ος αἰ.)
●
[Ἀππία µάρτυς]
●
Ἡ Ἁγία Mildred (Ἀγγλίδα)
Ὁ Ὅσιος Λέων ἐπίσκοπος Κατάνης
Ἔζησε στὰ χρόνια 836-912 καὶ ἡ καταγωγή
του ἦταν ἀπὸ τὴν Ῥαβέννα τῆς Ἰταλίας. Οἱ γονεῖς του ἐναρµόνιζαν κατὰ τὸν
καλύτερο τρόπο εὐγένεια καὶ εὐσέβεια. Θεωροῦσαν καλὴ ἀποκατάσταση τῶν παιδιῶν
τους τὴν καλὴ ἀνατροφή τους καὶ τὴν διάπλασή τους
µὲ φόβο Θεοῦ. Ὅ,τι δηλαδὴ λέει ὁ
θεόπνευστος λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ
Κυρίου», ποὺ σηµαίνει, νὰ ἀνατρέφετε τὰ παιδιά σας ἐπιµελῶς, µὲ παιδαγωγία καὶ
νουθεσία, σύµφωνα µὲ τὸ θέληµα τοῦ Κυρίου. µ᾿ αὐτὴ τὴν ἀνατροφή, λοιπόν,
µεγάλωσε καὶ ὁ Λέων. Παρακολούθησε µεγάλες σπουδὲς καὶ ἔγινε ἄριστος ἐπιστήµονας.
Ὅµως, µὲ τὶς χριστιανικὲς βάσεις ποὺ εἶχε πάρει ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, κατάφερε
καὶ διέφυγε τοὺς καπνοὺς τῆς ὑπερηφάνειας, µὲ ταπεινὸ καὶ
ἀγαθὸ φρόνηµα. Καὶ ὄχι µόνο αὐτό, ἀλλὰ
φλεγόµενος νὰ ὑπηρετήσει µὲ ἀφοσίωση τὴν Ἐκκλησία, ἀποφάσισε νὰ ἱερωθεῖ. Πέρασε
ἀπ᾿ ὅλους τοὺς βαθµοὺς τῆς ἱερωσύνης, ἐκτελῶντας ἄριστα τὰ καθήκοντά του. Οἱ
µεγάλες του ἀρετὲς ἀνέδειξαν τὸ Λέοντα ἐπίσκοπο Κατάνης στὴ Σικελία. Στὴ
διακονία του αὐτὴ ἐργάστηκε µὲ ὅλη του τὴν ψυχή, διδάσκοντας καὶ φροντίζοντας
γιὰ τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώµατα τῶν φτωχῶν καὶ ὀρφανῶν. Μάλιστα, εἶχε καὶ τὸ
χάρισµα νὰ θαυµατουργεῖ. Πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τὸ τίµιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε
στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Λουκίας, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει.
Ὁ Ἅγιος Ἱεροµάρτυρας Σαδὼκ καὶ οἱ µαζὶ µ᾿
αὐτὸν 128 Μάρτυρες
Ἔλαβαν ὅλοι τους τὸ ἔνδοξο στεφάνι τοῦ
µαρτυρίου στὴν Περσία, ὅταν βασιλιὰς ἦταν ὁ περίφηµος Σαπὼρ ὁ Β´ (330), ποὺ ἀποδείχθηκε
ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρός του Βυζαντινοῦ Κράτους. Ὁ Σαπὼρ καταδίωξε ἀνελέητα τοὺς
χριστιανούς, ποὺ βρίσκονταν στὴν αὐτοκρατορία του. Κατὰ τὸν διωγµὸ αὐτὸν
λοιπόν, µαρτύρησε καὶ ὁ ἐπίσκοπος Σαδὼκ
µὲ 128 χριστιανούς, οἱ ὅποιοι αὐτὴ τὴν
µέρα ἀποκεφαλίστηκαν, µαζὶ µὲ τὸν πνευµατικό
τους πατέρα, πιστοὶ στὴν ὁµολογία τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Βησσαρίων
Ἀπὸ τοὺς τελειότερους τύπους τῆς ἀκτηµοσύνης,
τῆς ἐγκράτειας καὶ τῆς ζωῆς ποὺ ἦταν ὁλοκληρωτικὰ δοσµένη στὶς πνευµατικὲς
φροντίδες. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ κατὰ τὴν παιδικὴ καὶ νεανική του ἡλικία,
εἶχε µάθει ἀρκετὰ καλὰ τὰ τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ λατρείας. Ὅταν δὲ ὕστερα ἀποσύρθηκε
στὴν ἔρηµο, ἀποκλειστικὴ προσπάθεια εἶχε τὸ νὰ ὑποτάξει τὴν σάρκα στὸ πνεῦµα καὶ
νὰ πραγµατοποιήσει ἠθικὴ κατάσταση, ὄχι µόνο ἀνίκητη ἀπὸ τοὺς πειρασµούς, ἀλλὰ
καὶ ἀπρόσβλητη. Πρᾶγµα ποὺ τελικὰ κατόρθωσε σὲ πολὺ µεγάλο βαθµό. Ἡ σκληραγωγία
ποὺ ὑπέβαλε στὸν ἑαυτό του, θὰ νόµιζε κανεὶς ὅτι θὰ τὸν εἶχε κάνει ἀκοινώνητο
καὶ σκληρὸ χαρακτῆρα.
Κάθε ἄλλο ὅµως. Μέσα του ἔλαµπαν θησαυροὶ ἀγαθότητας
καὶ ἀγάπης. Ἕναν µάλιστα
µαθητή του, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε πιστά, τοῦ
φερόταν µὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε τὸν
δίδασκε νὰ πειθαρχεῖ ὄχι σὰν µηχανή, ἀλλὰ
σὰν χριστιανὸς λογικὸς καὶ ἐλεύθερος. Ἡ
ζωή του ὑπῆρξε συνυφασµένη καὶ µὲ πολλὰ
θαύµατα. Πέθανε σὲ βαθιὰ γεράµατα,
ἀφοῦ στερέωσε πολλοὺς στὴν πίστη καὶ ἀντιπροσώπευσε
µεταξὺ τῶν µοναχῶν ἕνα ἀπὸ
τοὺς πιὸ γνήσιους ἀσκητισµοὺς µὲ πολὺ πνεῦµα
καὶ φῶς.
Ὁ Ἅγιος Ἀγάθων Πάπας Ῥώµης
Ὑπῆρξε ὁ 79ος Πάπας Ῥώµης. Καταγόταν ἀπὸ τὸ
Παλέρµο (τῆς Σικελίας) καὶ ποτίστηκε τὰ νάµατα τῆς εὐσέβειας µικρὸς ἀκόµα, ἀπὸ
τοὺς πιστοὺς καὶ ἐνάρετους γονεῖς του. Πάπας ἔγινε τὸ 678 καὶ πῆρε πολὺ ἐνεργὸ
µέρος στὴ ΣΤ´ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο µὲ τρεῖς ἀντιπροσώπους του, τοὺς πρεσβύτερους
Θεόδωρο καὶ Σέργιο, καὶ τὸν διάκονο Ἰωάννη.
Ἡ Σύνοδος αὐτὴ συνῆλθε ἐπὶ Κων/νου τοῦ
Πωγωνάτου στὴν Κωνσταντινούπολη, ἐναντίον τῶν Μονοφυσιτῶν τὸ ἔτος 680. Συµµετεῖχαν
δὲ σ᾿ αὐτὴ 289 πατέρες. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ὑποστηρίχθηκαν µὲ πολλὴ
θερµότητα ἀπὸ τὸν Πάπα Ἀγάθωνα. Διότι ἀναθεµάτισε ὅλους, οἱ ὅποιοι καὶ στὸ
παρελθὸν ἔδειξαν µονοφυσιτικὸ φρόνηµα, µεταξὺ δὲ αὐτῶν συγκαταλεγόταν καὶ ὁ
Πάπας Ὀνώριος ὁ Α´, ποὺ εἶχε πεθάνει πρὶν 42 χρόνια. Ἔτσι στὸν Ἀγάθωνα χρεωστᾶµε
ἕνα ἀπὸ τὰ ἀποτελεσµατικότερα βέλη κατὰ τῆς ἀξίωσης περὶ ἀλάθητου τῶν Πάπων. Ὁ Ἀγάθων
πέθανε τὸ 682.
Ὁ Ὅσιος Κινδέας
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Πλωτῖνος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀνιανός
Μὲ τὸ ὄνοµα αὐτὸ βρίσκεται στὸν Συναξαριστὴ
Sirmond (19 Φεβρ.).
Οἱ Ἅγιοι Δίδυµος, Νεµέσιος καὶ Ποτάµιος
Τοπικοὶ Ἅγιοι τῆς Κύπρου, ποὺ ἡ µνήµη τους
ἀναγράφεται στὸ Ῥωµαϊκὸ Μαρτυρολόγιο.
Ἀπαριθµοῦνται ἀπὸ τὸν Κυπριανό, µεταξὺ τῶν
µαρτύρων τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας
καὶ ἀπὸ τὸν Delehaye µεταξὺ τῆς Ἀλεξανδρινῆς
Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Εὐτρόπιος
Ἀναφέρεται µόνο ἀπὸ τὸν Συναξαριστὴ
Delehaye. Ἴσως εἶναι τὸ ἴδιο πρόσωπο µ᾿ αὐτὸ τῆς 3ης Μαρτίου, ποὺ γιορτάζει µαζὶ
µὲ τοὺς Ἁγίους Κλεόνικο καὶ Βασιλίσκο.
Ὁ Ὅσιος Ἀγάθων ὁ θαυµατουργὸς (Ρῶσος, 15ος
αἰ.)
[Ἀππία µάρτυς]
Ἡ Ἁγία Mildred (Ἀγγλίδα)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς ἁγίας τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 21
●
Ὁ Ὅσιος Τιµόθεος ὁ ἐν Συµβόλοις
●
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης
●
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Γ´ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἀπὸ Σχολαστικῶν
●
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας Πατριάρχης Ἱεροσολύµων
●
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Ἀµάστριδος
●
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας καὶ Ἀνατόλιος
Ὁ Ὅσιος Τιµόθεος ὁ ἐν Συµβόλοις
Ἦταν µοναχὸς πνευµατέµφορος, µὲ µεγάλη
καθαρότητα ζωῆς ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ξένος πρὸς τοὺς µολυσµοὺς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ
σώµατος. Ἐπίσης, ἦταν χαρακτῆρας εὐθύς, εἰλικρινής, συµπαθητικός, ἐλεύθερος.
Χωρὶς φανατισµούς, χωρὶς καυχήσεις ὅτι
νήστευε, χωρὶς ἀλαζονεῖες ὅτι ἔκανε ἀγρυπνίες
καὶ ἐγκράτεια. Γεµάτος ἁπλότητα, ταπεινοφροσύνη, ἐπιείκεια καὶ συγκατάβαση. Ἔκρινε
τὸν ἑαυτό του µὲ αὐστηρότητα καὶ τοὺς ἄλλους µὲ ἀγαθότητα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς
τοῦ ἔδωσε τὸ χάρισµα νὰ ἰατρεύει ἀσθένειες, χωρὶς βέβαια νὰ ὑπερηφανεύεται γι᾿
αὐτό. Καὶ ἔλεγε: «Γιατί νὰ ὑπερηφανευθῶ; ὁ Θεός µου τὸ χάρισε, ὄχι γιὰ τὴν δική
µου ἀρετὴ ἀλλὰ γιὰ τὴν πρὸς σᾶς ἀγάπη Του. Ἔπειτα ὁ Κύριός µας τὸ εἶπε, ὅτι δὲν
σηµαίνει τίποτα τὸ νὰ κάνουµε θαύµατα. Ἀλλὰ τὸ πᾶν εἶναι, µὲ τὴν πίστη µας καὶ
τὴν µετάνοιά µας καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ γράψουµε τὰ ὀνόµατά
µας στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς».
Ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας
τῆς Μεγάλης
Ἀπὸ τὶς µεγάλες καὶ ἀθλητικὲς ἐκκλησιαστικὲς
µορφὲς τοῦ 3ου καὶ 4ου αἰῶνα ὁ Εὐστάθιος, γεννήθηκε στὴ Σίδη τῆς Παµφυλίας τὸ
260. Διακρίθηκε µεταξὺ τῶν προµάχων τῆς Ὀρθοδοξίας, γιὰ τὴν ὁποία ἀγωνίστηκε καὶ
καταδιώχθηκε. Στὴν ἀρχὴ διέλαµψε σὰν ἐπίσκοπος Βεῤῥοίας στὴ Συρία, ὅταν καὶ
συµµετεῖχε στὴν Οἰκουµενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιας. Τὸ 323 τοῦ δόθηκε ἡ ἀρχιεπισκοπὴ
Ἀντιοχείας τῆς Μεγάλης. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ ὁ Εὐστάθιος, κατόρθωσε λαµπρότερη
διάδοση καὶ στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Τὸ 330 ὅµως οἱ ἀρειανοὶ ἔκαναν Σύνοδο ἐναντίον
του, µὲ τὴν κατηγορία ὅτι ἀσπαζόταν τὴν αἵρεση τοῦ Σαβελλίου. Ἐπίσης, ἀφοῦ
δωροδόκησαν κάποια γυναῖκα ἐλαφρῶν ἠθῶν, τὴν παρουσίασαν στὴ Σύνοδο καὶ εἶπε ὅτι
εἶχε σχέσεις µὲ τὸν Εὐστάθιο καὶ µάλιστα, ὅτι ἀπὸ τὶς σχέσεις αὐτὲς ἀπέκτησε καὶ
παιδί. Περιττὸ δὲ νὰ ποῦµε, ὅτι
µετὰ τὶς συκοφαντίες αὐτὲς οἱ ἀρειανοί,
κατόρθωσαν καὶ ἐξόρισαν τὸν Εὐστάθιο στὴν Τραϊανούπολη τῆς Θρᾴκης, ὅπου καὶ
πέθανε (τὸ 360). Ὁ λαὸς βέβαια ξεσηκώθηκε καὶ δὲν δεχόταν ν᾿ ἀναγνωρίσει κανένα
διάδοχό του. Ἡ µνήµη του ζοῦσε στὸ ποίµνιό του, σὰν ἄνδρα, ποὺ ἀνῆκε στοὺς ἀθλητὲς
καὶ µάρτυρες τῆς πίστης. Περίφηµο λόγο γιὰ τὸν Εὐστάθιο, ἔξεφωνησε ὁ Ἱερὸς
Χρυσόστοµος.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Γ´ Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως ὁ ἀπὸ Σχολαστικῶν
Καταγόταν ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ
ὀνοµαζόταν Σιρίµιο. Σπούδασε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελµα τοῦ
δικηγόρου. Καθὼς ἦταν εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ἔγινε κληρικὸς καὶ ἐστάλη στὴν
Κωνσταντινούπολη σὰν ἀποκρισάριος τοῦ Πατριάρχη Ἀντιοχείας. Καὶ ἐνῷ βρισκόταν ἐκεῖ,
ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τὸ 565. Διοίκησε τὴν ἐκκλησία γιὰ 12
χρόνια καὶ µερικοὺς µῆνες καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 577.
Ὁ Ἅγιος Ζαχαρίας Πατριάρχης Ἱεροσολύµων
Εἶναι αὐτός, ποὺ µετὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἱερουσαλὴµ
ἀπὸ τοὺς Πέρσες (614) ἀπὸ τὸν Χοσρόη, µεταφέρθηκε αἰχµάλωτος στὴν Περσία.
Σύµφωνα µὲ ὁρισµένες πληροφορίες, ἐπανῆλθε ἀπὸ τὴν Περσία (628), ἀφοῦ ἐλευθερώθηκε
ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο, καὶ πέθανε στὴν Ἱερουσαλὴµ τὸ 633.
Ὁ Ὅσιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Ἀµάστριδος
Γεννήθηκε τὸ ἔτος 750 ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς
τοῦ Θεοδοσίου καὶ τῆς Μεγεθούς, ποὺ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κρώµνη, πόλη κοντὰ στὴ Ἀµάστριδα
τοῦ Εὐξείνου Πόντου. Οἱ γονεῖς του τὸν ἀπέκτησαν διὰ πολλῆς προσευχῆς, διότι δὲν
ἔκαναν παιδιά. Ὅταν
µεγάλωσε καὶ ἐκπαιδεύτηκε ἀρκετά, ἀναχώρησε
ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὸ ὄρος τῆς Συρικῆς, κοντὰ σ᾿ ἕναν σοφὸ Γέροντα, ὅπου
ἀπ᾿ αὐτὸν πῆρε τὸ Ἀγγελικὸ σχῆµα τῶν Μοναχῶν. Ὅταν ὁ Γέροντας αὐτὸς πέθανε, ὁ
Γεώργιος πῆγε στὴ Μονὴ Βονύσσης (Βόνιτσα Ἀκαρνανίας), κοντὰ στὴν Ἀµάστριδα, καὶ
ἐκεῖ ἀσκήτευε. Κάποτε ὅµως, ὁ Ἐπίσκοπός της Ἀµάστριδας πέθανε καὶ τότε λαὸς καὶ
κλῆρος ἔκαναν ἐπίσκοπο τὸν Γεώργιο (788). Ἀφοῦ χειροτονήθηκε Ἀρχιεπίσκοπος στὴν
Κωνσταντινούπολη, γύρισε στὴν ἐπισκοπή του καὶ ἀποδείχτηκε πραγµατικὰ λύχνος ἐπὶ
τὴν λυχνίαν. Ἐπιµελήθηκε τὴν διάταξη τῶν ἱερῶν ναῶν, τὴν προστασία τῶν ὀρφανῶν
καὶ φτωχῶν
µε τὶς πτωχοτροφίες καὶ ἄλλα. Ἀξιώθηκε
µάλιστα καὶ τοῦ θαυµατουργικοῦ χαρίσµατος.
Ἔτσι, µ᾿ αὐτὸν τὸν ἅγιο τρόπο ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε
εἰρηνικὰ τὸ ἔτος 805. (Ἡ µνήµη
του ἐπαναλαµβάνεται καὶ τὴν 25η Ὀκτωβρίου).
Οἱ Ἅγιοι Ἀνδρέας καὶ Ἀνατόλιος
Ἄγνωστοι στοὺς Συναξαριστές. Ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία
τῶν Ἱεροσολύµων καὶ εἶναι καταταγµένοι στὸ Ἱεροσολυµιτικὸ Κανονάριο σελ. 35
σηµ. 1 καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν συγκεκριµένη ἡµεροµηνία, γιορτάζουν καὶ 26 Ἀπριλίου καὶ
7 Ἰουνίου. Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς πρώτους µαθητὲς τοῦ Ἁγίου Εὐθυµίου
τοῦ Μεγάλου. Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ
Σιδωνίου, ποὺ διαπαιδαγώγησε τὸν Μέγα Εὐθύµιο. Ὁ Ἀνατόλιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ῥαϊθώ.
Αὐτοὶ παρουσιάστηκαν στὸν
Μέγα Εὐθύµιο σχεδὸν ταυτόχρονα, ὁ µὲν Ἀνδρέας
µαζὶ µὲ τὰ δυό του ἀδέλφια Στέφανο καὶ Γαίανο, ὁ δὲ Ἀνατόλιος µαζὶ µὲ τὸν Ἰωάννη
τὸν πρεσβύτερο καὶ τὸν Θαλάσσιο.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 22
●
Εὕρεσις τῶν ἐν τοῖς Εὐγενίου Ἁγίων Λειψάνων Μαρτύρων καὶ Ἀποστόλων
Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας
●
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ὁµολογητὴς τῆς Μονῆς Παυλοπετρίου
●
Ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα καὶ οἱ δώδεκα ὑπηρέτες της
●
Ὁ Ἅγιος Συνετός
●
Οἱ Ὅσιοι Θαλάσσιος καὶ Λιµναῖος
●
Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης
●
Ὁ Ἅγιος Τελεσφόρος ἐπίσκοπος Ῥώµης
●
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος Ἐπίσκοπος
●
Ὁ Ἅγιος Ἀρίστων (ἢ Ἄριστος ἢ Ἀριστίων)
●
Ἡ Ἁγία Θεοκτίστη τοῦ Βορονέζ, ἡ νεοµάρτυς (Ρωσίδα)
Εὕρεσις τῶν ἐν τοῖς Εὐγενίου Ἁγίων
Λειψάνων Μαρτύρων καὶ Ἀποστόλων
Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας
Ὅταν ὁ ἁγιότατος Πατριάρχης Θωµᾶς ἦταν στὸ
θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως (607-
610), βρέθηκαν τὰ τίµια λείψανα µερικῶν ἁγίων
µαρτύρων, κρυµµένα κάτω ἀπὸ τὴν γῆ.
Ἀµέσως ἔγινε ἡ ἀνακοµιδή τους µὲ εὐλάβεια
καὶ σεβασµό, καὶ µὲ συνοδεία πολὺ λαοῦ.
Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνακοµιδῆς, πολλὲς
καὶ διάφορες ἀσθένειες θεραπεύτηκαν.
Ἀφοῦ δὲ πέρασαν πολλὰ χρόνια, ὁ Θεὸς ἀποκάλυψε
σ΄ ἕνα ἄνθρωπο κληρικὸ καὶ
καλλιγράφο, τὸ Νικόλαο, ὅτι στὸν ἴδιο τόπο
ἐκεῖνο τὸν καλούµενο Εὐγενίου, βρίσκονται
κρυµµένα καὶ τὰ ἁγία λείψανα τῶν Ἀποστόλων
Ἀνδρονίκου καὶ Ἰουνίας, τοὺς ὁποίους
ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Ῥωµαίους
ἐπιστολή του, ὡς ἑξῆς:
«΄Ἀσπάσασθε Ἀνδρόνικον καὶ Ἰουνίαν τους
συγγενεῖς µου καὶ συναιχµαλώτους µου,
οἵτινές εἰσιν ἐπίσηµοι ἐν τοῖς ἀποστόλοις,
οἱ καὶ πρὸ ἐµοῦ γεγόνασιν ἐν Χριστῷ» (Ρωµ.
ιστ΄ 7).
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ὁµολογητὴς τῆς Μονῆς
Παυλοπετρίου
Ὁ Ὅσιος αὐτὸς Πατέρας, γεννήθηκε στὴν
Κωνσταντινούπολη ἀπὸ εὐλαβεῖς καὶ πολὺ πλούσιους γονεῖς. Ἐπειδὴ ὅµως, ἀπὸ νεαρὴ
ἡλικία, ὑπῆρξε εὐλαβής, θέλησε νὰ ντυθεῖ τὸ µοναχικὸ σχῆµα. Πῆγε λοιπὸν στὴ Μονὴ
Παυλοπετρίου, ποὺ βρίσκεται στὸν κόλπο τῆς Νικοµήδειας, καὶ ἐκεῖ ἔγινε Μοναχός.
Τόσο δὲ προόδευσε στὶς ἀρετὲς καὶ τόσο διαδόθηκε ἡ φήµη του, ὥστε ἔγινε γνωστὸς
καὶ στοὺς βασιλεῖς. Συνδέθηκε µάλιστα καὶ
µὲ τοὺς ὁσίους Θεόδωρο τὸν Στουδίτη καὶ Ἰωάννη
τῆς Μονῆς Καθαρῶν, µὲ τοὺς ὁποίους συνεργάστηκε γιὰ τὴν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων Εἰκόνων.
Στὰ χρόνια ὅµως τοῦ Λέοντα τοῦ Εἰκονοµάχου (Ἀρµενίου) (813-820), κατηγορήθηκε ὅτι
σέβεται τὶς σεπτὲς Εἰκόνες καὶ ἔτσι ὑπέστη διάφορα βασανιστήρια, καὶ δοκίµασε
πικρὲς ἐξορίες καὶ βαρεῖες θλίψεις. Ὁπότε, ἀφοῦ ἔµεινε σταθερὸς στὰ Ὀρθόδοξα
φρονήµατά του, ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο.
Ἡ Ἁγία Ἀνθοῦσα καὶ οἱ δώδεκα ὑπηρέτες της
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Συνετός
Μαρτύρησε διὰ ξίφους. (Ἴσως εἶναι αὐτὸς ποὺ
γιορτάζουµε στὶς 12 Δεκεµβρίου).
Οἱ Ὅσιοι Θαλάσσιος καὶ Λιµναῖος
Ὁ Ὅσιος Θαλάσσιος εἶχε ἀσκητήριο ἐπάνω σ΄ ἕνα
µικρὸ βουνὸ ἑνὸς χωρίου τῆς Κύπρου. Ἐκεῖ προσευχόταν, µελετοῦσε καὶ καλλιεργοῦσε
ἕνα µικρό, εὔφορο ἀγροτεµάχιο. Ἐπίσης, κατέβαινε στὰ κοντινὰ χωριὰ καὶ δίδασκε
τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Λιµναῖος, νεώτερος ἀπὸ τὸ Θαλάσσιο, ὅταν ἄκουσε γι᾿ αὐτόν, ἦλθε
κοντά του καὶ πῆρε ἀπὸ τὸν καλὸ αὐτὸ διδάσκαλο ὑπόδειγµα γνήσιας καὶ ἀληθινῆς
µοναχικῆς ζωῆς. Ὅµως, ἡ
µεγαλύτερη δόξα τοῦ Λιµναίου εἶναι ἡ ἐργασία
ποὺ κατέβαλε γιὰ τοὺς τυφλούς. Ἔκτισε κοντὰ στὸ κελλί του καὶ ἄλλα κελλιά, ποὺ ἀνέδειξε
ἄσυλα γιὰ τυφλούς. Καὶ δὲν τοὺς ἔδινε µόνο στέγη, ἀλλὰ καὶ τροφὴ ἀπὸ τὶς ἐλεηµοσύνες
ποὺ τοῦ ἔκαναν εὐσεβεῖς χριστιανοί. Ἀκόµα, φρόντιζε καὶ γιὰ τὶς ψυχές τους. «Τί
σηµαίνει, ἔλεγε, νὰ φροντίζουµε
µόνο γιὰ τὰ σώµατα τῶν δυστυχῶν;
Περιορίζοντας ὡς ἐδῶ τὴν φιλανθρωπία, εἶναι σὰν νὰ τὴν κάνουµε ἀπέναντι σὲ ζῷα.
Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ συµπληρώσουµε τὸ καλὸ φροντίζοντας καὶ γιὰ τὸ φωτισµό του
πνεύµατος». Ἔτσι, οἱ προστατευόµενοί του τυφλοὶ ἦταν εὐτυχεῖς. Διότι, ἂν καὶ δὲν
εἶχαν σωµατικὰ µάτια, ἔπαιρναν ὅµως πνευµατικὰ καὶ ἀπολάµβαναν τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸ
τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, Αὐτὸς «ἢν τὸ φῶς τὸ
ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόµενον
εἰς τὸν κόσµον» Δηλαδὴ ὁ Κύριος ἦταν πάντοτε τὸ τέλειο φῶς, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο
ποὺ ἔρχεται στὸν κόσµο. Ὁ Ὅσιος Λιµναῖος πέθανε θρηνούµενος ἀπὸ τὰ τυφλὰ τέκνα
του, ποὺ ἀποτέλεσαν τὴν
µεγάλη µέριµνα καὶ στοργὴ τῆς ζωῆς του.
Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ διάλεξε τὴν
ἐρηµικὴ ζωή. Τὴν ἀγάπη του στὴν ἐγκράτεια δὲν ἐλάττωσε τὸ φιλάσθενο σῶµα του. Ὁ
Πατριάρχης τῆς Ἀντιοχείας Θεόδοτος ἄκουσε γιὰ τὸν Βαραδάτη καὶ φρόντισε νὰ τὸν ἀποσπάσει
ἀπὸ τὴν φιλέρηµο ἀποκλειστικότητα καὶ νὰ τὸν χρησιµοποιήσει γιὰ τὸ κοινωνικὸ ἔργο
τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ὅσιος Βαραδάτης δέχτηκε τὸν συνδυασµὸ αὐτὸ τῆς µοναχικῆς ζωῆς
καὶ τῆς κοινωνικῆς ἐνέργειας. Πρὸ πάντων, στὶς περιόδους τῶν νηστειῶν, καὶ σὲ ὦρες
θλίψεων καὶ συµφορῶν, πήγαινε στὶς πόλεις καὶ καλλιεργοῦσε τὸν φόβο καὶ τὸν
σεβασµὸ πρὸς τὸν
Θεό, προκαλοῦσε τὴν µετάνοια καὶ στήριζε τὸ
θάῤῥος τῶν Χριστιανῶν. Ἐπίσης καλλιεργοῦσε καὶ ἐνίσχυε στὶς ψυχές τους τὴν ὑποµονὴ
καὶ τὴν ἐλπίδα. Κατὰ τὸν Θεοδώρητο, ὁ Ὅσιος Βαραδάτης διακρινόταν γιὰ τὴν ἐξαιρετικὴ
σύνεσή του καὶ τὴν λογικότητα στὶς ἐρωτήσεις καὶ τὶς ἀπαντήσεις του.
Ὁ Ἅγιος Τελεσφόρος ἐπίσκοπος Ῥώµης
Ὁ Εἰρηναῖος λέει ὅτι µαρτύρησε στὸ πρῶτο ἔτος
τῆς βασιλείας τοῦ Ἀντωνίνου Πίου (138-
161). Στοὺς καταλόγους τῶν Ἐπισκόπων καὶ
Παπῶν Ῥώµης ὁ Τελεσφόρος φαίνεται ὅτι
διαδέχτηκε τὸν Σῆξτο τὸ 125 καὶ πέθανε τὸ
136.
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος Ἐπίσκοπος
Ὁ ἅγιος Νικόδηµος τὸν τιτλοφορεῖ σὰν ἐπίσκοπο
Ῥώµης, ἀλλὰ πουθενὰ δὲν βρήκαµε Βλάσιο ἐπίσκοπο Ῥώµης. Ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἡ µνήµη
του δὲν ἀναφέρεται σ΄ ὅλους τοὺς Συναξαριστές, ἀλλὰ καὶ στοὺς λίγους ποὺ
µνηµονεύεται, µνηµονεύεται ἁπλὰ σὰν ἐπίσκοπος καὶ ὄχι Ῥώµης, ἴσως κάποιας ἄλλης
ἐπισκοπῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἀρίστων (ἢ Ἄριστος ἢ Ἀριστίων)
Ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Πρόκειται γιὰ
Ἅγιο τῆς Κύπρου καὶ ὑπῆρξε δεύτερος ἐπίσκοπος αὐτῆς µετὰ τὸν Βαρνάβα κατὰ τὸν
Le Quien (σ. 103-4). Σαφῆ βιογραφικά του στοιχεῖα δὲν ὑπάρχουν, µόνο παραδόσεις
ἀτεκµηρίωτες.
Ἡ Ἁγία Θεοκτίστη τοῦ Βορονέζ, ἡ νεοµάρτυς
(Ρωσίδα)
Διὰ Χριστὸν σαλή.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 23
●
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἐπίσκοπος Σµύρνης
●
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Μωϋσῆς, Ἀντίοχος καὶ Ἀντώνιος (ἢ Ἀντωνῖνος)
●
Οἱ Ὅσιοι Ζεβινᾶς, Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ Δαµιανός
●
Ἡ Ἁγία Γοργονία ἀδελφὴ Γρηγορίου Θεολόγου
●
Οἱ Ἅγιοι Κλήµης καὶ Ἀντώνιος
●
Ἡ Ἁγία Θέη
●
Ὁ Ὅσιος Δαµιανὸς ὁ Ἐσφιγµενίτης
●
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ θεριστὴς (+ 11ος αἰ.)
●
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἀκοίµητος (+ 430)
Ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἐπίσκοπος Σµύρνης
Γεννήθηκε 60 χρόνια περίπου µετὰ τὸ
Χριστό. Στὸν 20ό χρόνο τῆς ἡλικίας του ἔγινε χριστιανός. Ὅπως γράφει ὁ µαθητής
του Εἰρηναῖος, ὁ Πολύκαρπος ἦταν στολισµένος
µὲ µεγάλη σωφροσύνη, αὐστηρότητα ἠθῶν καὶ ὁλόψυχη
ἀφοσίωση στὴ διδασκαλία τοῦ θείου λόγου. Τὰ προτερήµατά του αὐτὰ καὶ ἡ
γενναιοψυχία του, τὸν ἔκαναν πολὺ ἀγαπητὸ στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, ποὺ ἀργότερα
τὸν ἀνέδειξε ἐπίσκοπο Σµύρνης. Στὸ ἀξίωµα αὐτό, ἐπιτελοῦσε τὰ καθήκοντά του µὲ
ζῆλο καθαρὰ ἀποστολικό. Ἀναδείχθηκε
ὁ διδάσκαλος, ὁ πατήρ, ὁ ποιµήν, ὁ
φρουρός. Ὅταν ἄρχισαν οἱ διωγµοὶ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀντωνίου
Πίου, ὁ ἀνθύπατος τῆς Μ. Ἀσίας Στάτιος Κοδράτος, µετὰ ἀπὸ µανιώδη ἀπαίτηση τοῦ
εἰδωλολατρικοῦ ὄχλου, συνέλαβε τὸν Πολύκαρπο καὶ τὸν διέταξε νὰ βλασφηµήσει
δηµόσια τὸ Χριστό. Ὁ γέροντας ἐπίσκοπος ἀπάντησε: «Ἐπὶ 86 χρόνια Τὸν ὑπηρετῶ,
χωρὶς καθόλου νὰ µὲ ἀδικήσει. Καὶ πὼς µπορῶ τώρα νὰ βλασφηµήσω τὸν Βασιλέα καὶ
Σωτῆρα µου;» Ἀµέσως τότε, τὸν ἔριξαν στὴ φωτιὰ νὰ καεῖ ζωντανός. Ἀλλ΄ ἡ φωτιὰ τὸν
ἀφήνει ἀνέγγιχτο! Τότε, ἕνας δήµιος τὸν χτυπᾷ µὲ τὸ ξίφος του καὶ τὸν
θανατώνει. Ἔτσι στὶς 23 Φεβρουαρίου τοῦ 167, ὁ µέγας ἀθλητὴς τῆς πίστης
τερµατίζει τὴν ζωή του. Στὸ πρόσωπό του, βέβαια, ἐφαρµόστηκε πλήρως ὁ λόγος τοῦ
Θεοῦ στὴν Ἀποκάλυψη: «Μηδὲν φοβοῦ, ἃ µέλλεις παθεῖν... Γίνου πιστὸς ἄχρι
θανάτου καὶ δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς». Δηλαδή, µὴ φοβᾶσαι γι᾿ αὐτὰ ποὺ
πρόκειται νὰ πάθεις. Φρόντιζε νὰ εἶσαι πιστὸς µέχρι θανάτου καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω
τὸ στεφάνι τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Μωϋσῆς, Ἀντίοχος καὶ Ἀντώνιος
(ἢ Ἀντωνῖνος)
Ἀπ΄ αὐτοὺς ὁ Ἰωάννης, ὑπῆρξε µαθητὴς τοῦ Ὁσ.
Λιµναίου (22 Φεβρουαρίου). Διακρίθηκαν καὶ οἱ τέσσερις γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν
πνευµατικότητα, ποὺ ἔδειξαν στὴν ἀσκητικὴ ζωή τους. Δὲν ὑπῆρξαν µόνο ἀκτήµονες,
ἥρωες τῆς ἀγρυπνίας καὶ ἀθλητὲς τῆς προσευχῆς- ἀλλὰ ἔλαµψαν καὶ γιὰ τὴν
πραότητά τους, τὴν µετριοπάθεια, τὴν ἐπιείκεια, τὴν γλυκύτητα τῆς ὁµιλίας καὶ τὴν
ἠπιότητα τῆς συµπεριφορᾶς τους. Ἡ
ἐρηµικὴ ζωὴ µέσα στὴ φύση, δὲν τοὺς ἔκανε
σκληροὺς ἀλλὰ τοὺς ἐξευγένιζε. Ἔτσι ἔτρεφαν τὴν πίστη τους καὶ ἐνίσχυαν τὴν ἀγάπη
τους. Ἀλλὰ καὶ σὲ διάφορες εὐκαιρίες, εἴτε πρὸς ἄλλους µοναχοὺς εἴτε πρὸς τὸν
κόσµο, ἔδειξαν εἰλικρινὴ ἀδελφικὴ ἀγάπη, διότι εἶχαν ἐννοήσει καλὰ τὸ λόγο τοῦ
Εὐαγγελίου, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ
µένει διεστραµµένη καὶ ἀνώφελη, ὅπου
νεκρώνεται καὶ δὲν ἀνθεῖ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον.
Οἱ Ὅσιοι Ζεβινᾶς, Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ
Δαµιανός
Τοὺς βίους τους συνέγραψε ὁ Κύρου
Θεοδώρητος στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του. Ἀναφέρεται ὅτι ἦταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ὁ µὲν
Ζεβινᾶς κατασκεύασε ἕνα κελλὶ σὲ κάποιο ὄρος, καὶ ἐκεῖ ὑπέβαλλε τὸν ἑαυτό του
µέχρι τὰ βαθιὰ γεράµατά του σὲ ἀσκητικοὺς ἀγῶνες. Μαζὶ δὲ µ΄ αὐτόν, ἦταν καὶ οἱ
µαθητές του Πολυχρόνιος, Μωϋσῆς καὶ Δαµιανός. Ἀφοῦ ὅλοι πέρασαν τὴν ζωή τους µὲ
ἀκατάπαυστες προσευχὲς καὶ νηστεῖες, ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Γοργονία ἀδελφὴ Γρηγορίου Θεολόγου
Ἦταν νεότερη ἀδελφὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ
Θεολόγου καὶ κόρη τῆς εὐσεβέστατης Νόννας καὶ τοῦ ἐπισκόπου Ναζιανζοῦ
Γρηγορίου. Ἀφοῦ ἀνατράφηκε µὲ εὐσέβεια, ἀναδείχτηκε ἰσάξια στὴν ἀρετὴ πρὸς τοὺς
γονεῖς καὶ τοὺς ἀδελφούς της Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ Καισάριο τὸν ἰατρό. Ὁ δὲ ἀδελφός
της Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γράφει,
µεταξὺ ἄλλων, γι᾿ αὐτή: «Σὰν νοικοκυρά, σὰν
σύζυγος, σὰν µητέρα, ὑπῆρξε ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἐνάρετη γυναῖκα, ποὺ τὸν τύπο
περιγράφει τὸ τελευταῖο κεφάλαιο τῶν Παροιµιῶν τοῦ Σολοµῶντος. Ἦταν ὀξύτατη
διάνοια, γνώριζε τὶς Γραφές, δίδασκε καὶ ἔπραττε σύµφωνα µὲ τὶς θεῖες ἐντολές. Ἦταν
ἱλαρὴ καὶ σεµνή, κόσµια, συνετή, ἤρεµη, κυρίαρχη τῆς γλώσσας της καὶ τῆς ἀκοῆς
της, καὶ ἡ χριστιανικὴ τελειότητά της ἦταν γεµάτη ταπεινοφροσύνη. Ἀγαποῦσε τὴν
προσευχή, τὴν ψαλµῳδία, τὶς κοινὲς καὶ τόσο κατανυκτικὲς τῶν χρόνων ἐκείνων ἀγρυπνίες.
Ὅλη της ἡ ζωὴ ὑπῆρξε κάθαρση καὶ τελείωση». Μία ἀῤῥώστια τὴν ἔστειλε πρόωρα στὶς
αἰώνιες Μονές.
Οἱ Ἅγιοι Κλήµης καὶ Ἀντώνιος
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. (Ὁ δὲ Ἀντώνιος, ἴσως
εἶναι ὁ ἴδιος µ΄ αὐτὸν τῆς 25ης
Φεβρουαρίου).
Ἡ Ἁγία Θέη
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Δαµιανὸς ὁ Ἐσφιγµενίτης
Πότε καὶ ποὺ γεννήθηκε δὲν γνωρίζουµε. Ὁ
βίος του σῴζεται σὲ νεότερο χειρόγραφό της Ἱ. Μονῆς Ἐσφιγµένου. Σύµφωνα µὲ
προφορικὴ παράδοση, ὁ Ὅσιος Δαµιανὸς ἀπὸ νεαρὸς ἀκόµα, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσµια
καὶ ἔγινε µοναχὸς στὴ Μονὴ Ἐσφιγµένου του Ἁγίου Ὄρους. Ἦταν τύπος καὶ
παράδειγµα µοναχοῦ στοὺς ἐκεῖ µοναχούς. Μετὰ ἀπὸ ἄδεια τοῦ ἡγουµένου τῆς Μονῆς,
γιὰ περισσότερη ἄσκηση, ἀποσύρθηκε στὸ ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κοινόβιο ὄρος, τῆς
Σαµάρειας ὅπως τὸ ἔλεγαν. Κάποτε πῆγε σὲ κάποιο φίλο του
µοναχό, ἀλλὰ δὲν τὸν βρῆκε στὸ κελλί του
καὶ κάθισε καὶ τὸν περίµενε µέχρι τὸ βράδυ ποὺ ἦλθε. Ἀφοῦ συζήτησαν µαζί,
ξεκίνησε νὰ φύγει. Ἡ ὥρα ὅµως ἦταν περασµένη καὶ ἔξω εἶχε ἀρχίσει καταῤῥακτώδης
βροχή. Ἀλλ΄ ἐπειδὴ ὁ Γέροντάς του τοῦ εἶπε νὰ µὴ κοιµᾶται ποτὲ ἔξω ἀπὸ τὸ
καλύβι του, ὁ Ὅσιος ἔκανε τέλεια ὑπακοὴ καὶ κάτω ἀπ΄ αὐτὲς τὶς ἀντίξοες καιρικὲς
συνθῆκες ξεκίνησε γιὰ τὸ κελλί του. Σὲ κάποια στιγµὴ ὅµως χάθηκε καὶ δὲν µποροῦσε
νὰ κάνει βῆµα µπροστὰ ἀπὸ τὴν νεροποντή. Ἡ φωνή του ἀµέσως ὑψώθηκε πρὸς τὸν Θεὸ
καὶ εἶπε: «Κύριε σῶσε µε, χάνοµαι». Καὶ τὸ θαῦµα ἔγινε. Βρέθηκε χωρὶς νὰ τὸ
καταλάβει µπροστὰ στὸ κελλί του. Ἔτσι θεάρεστα ἀφοῦ ἔζησε ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ
1280 καὶ γιὰ 40 µέρες µετὰ τὴν κοίµησή του, ἔβγαινε ἀπὸ τὸν
τάφο του θαυµάσια εὐωδιὰ µύρου, ποὺ οἱ
Πατέρες στὸ µοναστήρι τοῦ Ἐσφιγµένου τὴν καταλάβαιναν ἀπὸ ἕνα µίλι µακριὰ καὶ
δόξαζαν τὸν Θεό.
(Ἀπὸ ὁρισµένους Συναξαριστές, περιττῶς ἀναφέρεται
τὴν ἡµέρα αὐτὴ καὶ ἡ µνήµη τοῦ Ὁσιοµάρτυρα Δαµιανοῦ (1568), ποὺ ἡ κυρίως µνήµη
του ἑορτάζεται τὴν 14η Φεβρουαρίου).
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ θεριστὴς (+ 11ος αἰ.)
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἀκοίµητος (+ 430)
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 24
●
Ἡ Α΄ καὶ Β΄ Εὕρεσις τῆς Τιµίας Κεφαλῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόµου
●
Ὁ Ἅγιος Boisil (Σκωτσέζος)
●
Ὁ Ἅγιος Ethelbert (Ἀγγλος)
Ἡ Α΄ καὶ Β΄ Εὕρεσις τῆς Τιµίας Κεφαλῆς τοῦ
Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόµου
Ἡ πρώτη εὕρεση ἔγινε στὴ Μαχαιροῦντα, γύρω
ἀπὸ τὸ χῶρο ποὺ ἦταν τὸ ἀνάκτορο τοῦ Ἡρῴδη. Ἀφοῦ ἡ Ἡρῳδιὰς πῆρε τὴν ἀποτρόπαια
εὐχαρίστηση, νὰ δεῖ ἐπὶ πίνακι τὴν αἱµόφυρτη κεφαλὴ τοῦ γενναίου προµάχου τῆς ἠθικῆς
καὶ τῆς ἀλήθειας, διέταξε νὰ τὴν θάψουν σ΄ ἕνα µέρος ἐκεῖ κοντά, τὸ ὁποῖο
πήγαινε καὶ καταπατοῦσε ἀπὸ καιρὸ σὲ
καιρό, γιὰ νὰ ἱκανοποιεῖ τὸ ἄσβεστο
πάντοτε µῖσος της. Στὸν τόπο ἐκεῖνο ἔµεινε θαµµένη, ὥσπου τὴν ἀνακάλυψαν δυὸ
µοναχοὶ ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, στοὺς ὁποίους ἐπανειληµµένα φάνηκε σὲ ὄνειρο ὁ
Πρόδροµος. Μετὰ τὸ θάνατο τῶν µοναχῶν αὐτῶν, ἀπὸ χέρι σὲ χέρι χάθηκε. Βρέθηκε ὅµως
πάλι, ἐπὶ αὐτοκράτορα Οὐαλεντινιανοῦ. Ὅπως βλέπουµε, τῶν ἐπιφανῶν ἀνθρώπων τοῦ
µηνύµατος τοῦ Εὐαγγελίου, ὄχι µόνο οἱ ψυχὲς δὲν χάνονται καὶ πηγαίνουν ἐκεῖ ποὺ
ἡ οὐράνια δόξα τὶς καλεῖ, ἀλλὰ ὁ Κύριός µας, οὔτε τὰ κόκκαλα τῶν σωµάτων τους δὲν
ἀφήνει νὰ χαθοῦν. Διότι µὲ τὴν ἁγία τους ζωή, ἁγίασαν ἀκόµα καὶ αὐτὴ τὴν ὕλη τοῦ
σώµατος, ποὺ πρέπει νὰ εἶναι τὸ καθαρότατο δοχεῖο τῆς ψυχῆς.
Ὁ Ἅγιος Boisil (Σκωτσέζος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ὁ Ἅγιος Ethelbert (Ἀγγλος)
Λεπτοµέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς
ὀρθοδοξίας, µπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν
Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κοµµοδάτου, ἐπισκόπου Τελµησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 25
●
Ὁ Ἅγιος Ταράσιος Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
●
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ποὺ µαρτύρησε στὴ Δριζίπαρο τῆς Θρᾴκης
●
Ὁ Ἅγιος Ῥηγῖνος Ἱεροµάρτυρας ἐπίσκοπος Σκοπέλου
●
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος
●
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ διὰ Χριστὸν σαλός
●
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ἐπίσκοπος Ἀπαµείας τῆς Κύπρου
●
Προσκύνησις Τιµίου Σταυροῦ
Ὁ Ἅγιος Ταράσιος Ἀρχιεπίσκοπος
Κωνσταντινουπόλεως
Γεννήθηκε, ἀνατράφηκε καὶ ἐκπαιδεύτηκε στὴν
Κωνσταντινούπολη ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τοῦ Γεωργίου, κριτοῦ καὶ πατρικίου καὶ τῆς
Εὐκρατίας. Λόγω τῆς µεγάλης
µορφώσεώς του, ἀνέβηκε στὸ ἀξίωµα τοῦ
πρωτοασηκρίτου. Στὶς 25 Δεκεµβρίου τοῦ 784, ὅταν χήρεψε ὁ πατριαρχικὸς θρόνος τῆς
Κωνσταντινουπόλεως, ἐξελέγη µὲ σύµφωνη γνώµη λαοῦ, συγκλήτου, κλήρου καὶ
βασιλείας, ὁ ἀπὸ τὶς λαϊκὲς τάξεις Ταράσιος (διαδέχθηκε τὸν πατριάρχη Παῦλο τὸν
Δ΄). Ἦταν ἄνθρωπος µὲ πολλὰ ἔκτακτα προσόντα καὶ µεγάλο ἀξίωµα. Ἀπὸ τὴν θέση αὐτή,
ἔδειξε µεγάλη σύνεση καὶ
µετριοπάθεια. Πρωταγωνίστησε στὴν 7η Οἰκουµενικὴ
σύνοδο στὴ Νίκαια, ὑπὲρ τῆς ἀναστήλωσης τῶν εἰκόνων. Ἂς παραθέσουµε, ὅµως, τί
λέει µεταξὺ ἄλλων γιὰ τὸν Ταράσιο, ὁ Ἱστορικὸς Κ. Παπαῤῥηγόπουλος: «Τὴν 25η
Φεβρουαρίου 806 πέθανε ὁ Πατριάρχης Ταράσιος, ἀφοῦ ἐπὶ 21 χρόνια ποίµανε τὴν Ἐκκλησία
µετὰ πάσης
µετριοπάθειας καὶ συνέσεως. Ὁ Πατριάρχης
Ταράσιος συνέπραξε µὲν µὲ πολὺ ζῆλο στὴν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, ἀλλὰ φρόντισε
µὲ τὸν ὄρο τῆς 7ης Οἰκ. Συνόδου, ἡ προσκύνηση νὰ ἀποβάλει, ὅσο γίνεται, κάθε
χαρακτῆρα λατρείας ἀσυµβίβαστης στὸ ἀληθινὸ πνεῦµα τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Θεώρησε µὲν πρέπον νὰ ἐπαναλάβει ἡ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία τὶς σχέσεις της µὲ τὸν ἀρχιερέα
τῆς Ῥώµης, ἀλλὰ ὅσο κανεὶς ἄλλος ἀγωνίστηκε νὰ περιορίσει τὶς ἀξιώσεις τοῦ ἀρχιερέα
αὐτοῦ. Τέλος ἐγκατέλειψε καὶ αὐτὴν τὴν Εἰρήνη, ὅταν εἶδε ὅτι ἀπὸ πολιτικῆς τὸ
κράτος κινδύνευε. Ἡ στέρηση τέτοιου Πατριάρχη κατετάραξε τὸν βασιλιὰ Νικηφόρο
καὶ ὅλους ὅσους ἐκτιµοῦσαν τὶς
µεγάλες χριστιανικὲς καὶ πολιτικὲς ἀρετὲς
τοῦ ἀνδρός». Ἐτάφη σὲ Μονὴ τοῦ Βοσπόρου,
ποὺ ἔκτισε ὁ ἴδιος.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ποὺ µαρτύρησε στὴ
Δριζίπαρο τῆς Θρᾴκης
Ἔζησε στὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνα καὶ
καταγόταν ἀπὸ τὴν Καρθαγένη. Κατὰ τὸν διωγµὸ ποὺ κίνησε ὁ Διοκλητιανός,
συνελήφθη καὶ βασανίστηκε στὴ Μαρκιανούπολη (ἀρχαία πόλη τῆς Θρᾴκης) καὶ
κατόπιν ἀποκεφαλίστηκε στὴ Δριζίπαρο, ἐπίσης πόλη τῆς Θρᾴκης.
Ὁ Ἅγιος Ῥηγῖνος Ἱεροµάρτυρας ἐπίσκοπος
Σκοπέλου
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἀπὸ
γονεῖς εὐσεβεῖς. Λόγω τῆς ἐναρέτου ζωῆς του, ἔγινε ἐπίσκοπος Σκοπέλου. Ὅµως, ὅπως
εἶναι γνωστὸ καὶ µετὰ τὴν Α΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδο ποὺ ἔγινε στὴ Νίκαια, ἡ
καταδικασθεῖσα ἀπ΄ αὐτὴ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἐξακολουθοῦσε νὰ ἔχει πολλοὺς ὀπαδούς.
Σ΄ αὐτὴ λοιπὸν τὴν πάλη ποὺ ἐξακολουθοῦσε, συµµετεῖχε µὲ πολλὴ θερµότητα ὑπὲρ τῆς
Ὀρθοδοξίας ὁ Ῥηγῖνος, ποὺ πῆρε µέρος καὶ στὴ Σύνοδο τοῦ 347, ἐπὶ αὐτοκρατόρων
Κωνσταντίου καὶ Κώνσταντος, καὶ ἡ ὁποία Σύνοδος δέχθηκε τὰ δόγµατα τοῦ Συµβόλου
τῆς Νικαίας. Ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ παραβάτου ὅµως, ἡ Ἐκκλησία διέτρεξε κρισιµότατη
περίοδο. Ὁ ἀσεβὴς αὐτὸς
αὐτοκράτορας, ἀφοῦ στὴν ἀρχὴ ὑποκριτικὰ ἔκανε
τὸν ἀνεξίθρησκο, κατόπιν καταδίωξε σκληρὰ τοὺς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, ζητῶντας
νὰ διαλύσει τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ ἐπιβάλει τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ
λοιπὸν καὶ ὁ Ῥηγῖνος ὑπέστη
µαρτυρικὸ θάνατο. Τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ἱεροµάρτυρα
Ῥηγίνου µετακοµίστηκε στὴν Κύπρο. Ἀπὸ ἐκεῖ δέ, κάποιο µέρος ἀπ΄ αὐτὸ µετέφεραν
στὴν Σκόπελο, ὅπου τὸ ἐναπόθεσαν στὸ µοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόµου.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος
Μαρτύρησε ἀφοῦ τὸν ἅπλωσαν ἐπάνω σὲ
πυρωµένη σχάρα.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ διὰ Χριστὸν σαλός
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Μάρκελλος ἐπίσκοπος Ἀπαµείας τῆς
Κύπρου
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὑπάρχει ὅµως ἀµφιβολία ἂν
πράγµατι ὑπῆρξε αὐτὸς ὁ ἐπίσκοπος καὶ αὐτὴ ἡ πόλη στὴν Κύπρο. Ἴσως συγχέεται µ΄
αὐτὸν τῆς Ἀπαµείας τῆς Συρίας (14
Αὐγούστου).
Προσκύνησις Τιµίου Σταυροῦ
Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 κατὰ τὴν 25η
Φεβρουαρίου σηµειώνεται: «τῇ αὐτῇ ἡµέρᾳ ἡ ἐν Κυρίῳ πάσχα κατὰ τὴν Γ΄ Κυριακὴν τῶν
Νηστειῶν προσκύνησις τοῦ Τιµίου Σταυροῦ».
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 26
●
Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ἐπίσκοπος Γάζης
●
Ἡ Ἁγία Φωτεινή ἡ Σαµαρείτιδα, Μεγαλοµάρτυς
●
Ὁ Ἅγιος Θεόκλητος «ὁ φαρµακός»
●
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κάλφας, νεοµάρτυρας
●
Οἱ Ἁγίες Ἀνατολή, Φωτώ, Παρασκευή, Κυριακὴ καὶ Φωτίδα
●
Οἱ Ἅγιοι Φωτεινός, Ἰωσῆς, Σεβαστιανὸς ὁ δούκας, Βίκτωρ καὶ Χριστόδουλος
●
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Κατοπινός
●
Μνήµη Χειροτονίας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόµου σὲ Πρεσβύτερο
Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ἐπίσκοπος Γάζης
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη. Μετὰ τὴν ἀξιόλογη
κατάρτησή του στὰ περίφηµα Μοναστήρια τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Παλαιστίνης,
χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Γάζης. Τὸ ἔργο του, ὅµως, ἔβρισκε δυσκολίες ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις
τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ τῶν αἱρετικῶν, ποὺ χρησιµοποιοῦσαν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν
καὶ τὰ ὄργανα τῆς ἐξουσίας. Ὁ Πορφύριος, µὲ τὴν ἀποφασιστικότητα, ποὺ διέκρινε
τοὺς µεγάλους ἐπισκόπους της ἐποχῆς ἐκείνης, ἄφησε µία µέρα τὴν Γάζα καὶ πῆγε
στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ τὸν ὑποδέχτηκε ἐγκάρδια ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ
Χρυσόστοµος, ποὺ ὑποστήριξε τὰ αἰτήµατά
του στὴ βασίλισσα Εὐδοξία καὶ τὸν Ἀρκάδιο.
Ὁ Πορφύριος ἐπέστρεψε µὲ πλήρη ἐπιτυχία. Μὲ βασιλικὸ διάταγµα, περιώριζε τὴν εἰδωλολατρεία
στὴ Γάζα καὶ διέλυε τὴν ἐπιῤῥοὴ τῶν αἱρετικῶν. Ἔφερε ἀκόµα καὶ δωρεὰ βασιλική,
µὲ τὴν ὁποία ἀνήγειρε
µεγάλη ἐκκλησία βυζαντινοῦ ῥυθµοῦ.
Ἡ Ἁγία Φωτεινή ἡ Σαµαρείτιδα, Μεγαλοµάρτυς
Τὶς πρῶτες πληροφορίες γιὰ τὴν Ἁγία αὐτὴ
βρίσκουµε στὸ Δ΄ κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου. Ἦταν κάτοικος τῆς
Σαµαρειτικῆς πόλης Συχάρ. Κάθε µεσηµέρι πήγαινε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὸ πηγάδι τὸ
λεγόµενο τοῦ Ἰακώβ, καὶ γέµιζε τὴν στάµνα της. Ἐκεῖ µία µέρα συνάντησε τὸν Ἰησοῦ,
ποὺ φανέρωσε ὅλα τὰ ἰδιαίτερά της. Σ΄ αὐτήν, ἐπίσης, εἶπε ὁ Κύριός µας τὴν
µεγάλη ἀλήθεια, ὅτι Αὐτὸς εἶναι «τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», δηλαδὴ ἡ ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ Ἁγίου
Πνεύµατος. Καὶ συνέχισε ὁ Κύριος: «Τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος
ἁλλοµένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». Τὸ νερό, δηλαδή, ποὺ θὰ δώσω ἐγὼ στὸν ἄνθρωπο ποὺ
πιστεύει, λέει ὁ Κύριος, θὰ µεταβληθεῖ
µέσα του σὲ πηγὴ νεροῦ, ποὺ δὲ θὰ
στερεύει. Ἀλλὰ θὰ ἀναβλύζει καὶ θὰ τρέχει πάντοτε, γιὰ νὰ τοῦ παρέχει ζωὴ αἰώνια.
Αὐτὸ τὸ «ὕδωρ» ἔδωσε καὶ ὁ Κύριός µας στὴ Σαµαρείτιδα. Ἔτσι, ἀργότερα
βαπτίστηκε χριστιανὴ µεταξὺ τῶν πρώτων γυναικῶν τῆς Σαµάρειας καὶ ὀνοµάστηκε
Φωτεινή. Ἀπὸ τότε (σύµφωνα µὲ τὴν παράδοση) ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτό της στὴ διάδοση
τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴ Ῥώµη. Ἐκεῖ ἔλαβε καὶ
µαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τὸν Νέρωνα, ὅταν αὐτὸς
ἔµαθε ὅτι ἡ Φωτεινὴ ἔκανε χριστιανὲς
τὴν θυγατέρα του Δοµνίνα καὶ µερικὲς δοῦλες
της. Συγχρόνως µὲ τὴν Φωτεινή,
θανατώνονται καὶ οἱ δυὸ γιοί της καὶ οἱ
πέντε ἀδελφές της.
Ὁ Ἅγιος Θεόκλητος «ὁ φαρµακός»
Ἡ µνήµη του σηµειώνεται στὸν Κώδικα τῶν
Παρισίων 1578. Δὲν ἔχουµε βιογραφικά του στοιχεῖα, ἀλλὰ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης
στὸ Ἁγιολόγιό του ὑποθέτει, ὅτι ἴσως εἶναι ὁ
µάγος ποὺ ἔδωσε στὴν Ἁγία Φωτεινὴ τὸ
δηλητήριο καὶ πίστεψε στὸ Χριστὸ καὶ στὴ συνέχεια ἀποκεφαλίστηκε.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κάλφας, νεοµάρτυρας
Γεννήθηκε καὶ ἀνατράφηκε στὸν Γαλατᾶ. Ἐργαζόταν
σὰν λεπτουργὸς κάλφας στὸ παλάτι τοῦ σουλτάνου καὶ συγχρόνως πρόσφερε τὶς ὑπηρεσίες
του καὶ σ΄ ἄλλους ἐπίσηµους Τούρκους. Κάποτε προσέλαβε στὴν ὑπηρεσία του κάποιο
τουρκόπουλο, ἀνεψιὸ ἑνὸς Ἀγὰ ἀπὸ τὴν Ἀνατολή, γιὰ νὰ τοῦ µάθει τὴν τέχνη. Σὲ
κάποια συζήτηση ποὺ εἶχε µαζί του, ὁ Ἰωάννης ἐκφράστηκε ὄχι καλὰ γιὰ τὴν
µουσουλµανικὴ θρησκεία καὶ συγχρόνως ἐξῆρε τὴν χριστιανικὴ θρησκεία. Τὸ
τουρκόπουλο πρόδωσε τὸ ἀφεντικό του, ὅτι τοῦ ἔκανε προσηλυτισµό. Ὁπότε ὁ Ἰωάννης
συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε δερόµενος στὸν κριτή, κατηγορούµενος γιὰ ἐξύβριση τῆς
µουσουλµανικῆς θρησκείας. Τότε ἀνελέητα µαστιγώθηκε καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Παρὰ
τὶς ἐπίµονες προσπάθειες τῶν Τούρκων ὁ Ἰωάννης ὁµολογοῦσε σταθερὰ τὸν Χριστό. Μὲ
διαταγὴ τοῦ Βεζίρη παραδόθηκε µετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια στὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος
καὶ τὸν ὁδήγησε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσης κοντὰ στὸ Δηµοπρατήριο, ὅπου καὶ τὸν ἀποκεφάλισε
στὶς 26
Φεβρουαρίου 1575, ἡµέρα Κυριακή.
Οἱ Ἁγίες Ἀνατολή, Φωτώ, Παρασκευή, Κυριακὴ
καὶ Φωτίδα
Ἦταν ἀδελφὲς τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς καὶ οἱ µὲν
τέσσερις πρῶτες µαρτύρησαν διὰ ξίφους,
τὴν δὲ πέµπτη ξέσχισαν ἀφοῦ τὴν ἔδεσαν σὲ
δυὸ δένδρα.
Οἱ Ἅγιοι Φωτεινός, Ἰωσής, Σεβαστιανὸς ὁ
δούκας, Βίκτωρ καὶ Χριστόδουλος
Οἱ δυὸ πρῶτοι ἦταν γιοὶ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς.
Ὅλοι µαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Κατοπινός
Ἡ µνήµη του ἀναφέρεται µόνο στὸν
Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye, χωρὶς καµιὰ ἄλλη πληροφορία, ἁπλὰ «µνήµη τοῦ ἁγίου
Πατρὸς ἡµῶν Νικολάου τοῦ Κατοπινοῦ».
Μνήµη Χειροτονίας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ
Χρυσοστόµου σὲ Πρεσβύτερο
(κατὰ τὸν Συναξαριστὴ Delehaye).
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 27
●
Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Δεκαπολίτης, ὁ Ὁµολογητής
●
Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ µῖµος (ἠθοποιός)
●
Ὁ Ὅσιος Θαλλελαῖος
●
Ὁ Ὅσιος Στέφανος
●
Ὁ Ἅγιος Νίσιος (ἢ Νήσιος)
●
Οἱ Ὅσιοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ἰάκωβος
●
Ὁ Ὅσιος Τιµόθεος ὁ ἐν Καισαρείᾳ
●
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας νεοµάρτυρας ὁ Τραπεζούντιος
●
Οἱ Ἅγιοι Ἀβουδάντιος (ἢ Ἀβούνδιος ἢ Ἀβούδιµος), Κάλανος, Ἰανουάριος,
Ἀλέξανδρος, Ἀντίγονος, Φουρτουνᾶτος,
Μακάριος, Τιτιανὸς καὶ Σεβηριανός
Ὁ Ὅσιος Προκόπιος ὁ Δεκαπολίτης, ὁ Ὁµολογητής
Ἔζησε κατὰ τὸν ὄγδοο αἰῶνα, ἐπὶ Λέοντος Γ΄
τοῦ Ἰσαύρου. Διακρίθηκε σὰν γενναῖος τῆς πίστης στρατιώτης καὶ ὑπέρµαχος. Δὲν ἔθαψε
τὸν ἑαυτό του στὴ µόνωση τοῦ κελλιοῦ του, ἀλλ΄ ἀπὸ ἐκεῖ ὁρµώµενος, ἔδινε τὴν
µάχη στὶς κρίσιµες περιστάσεις καὶ µέσα στὸ κοινωνικὸ στάδιο, πάντα µὲ θάῤῥος, ὑπὲρ
τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας. Ἐνθαῤῥυνόµενος, βέβαια, ἀπὸ τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ
λέει: «Ἀνδρίζου καὶ ἴσχυε, µὴ φοβοῦ µηδὲ πτοηθῇς». Δηλαδή, προχώρει µὲ ἀποφασιστικότητα
σὰν γενναῖος ἄνδρας καὶ ἔχε θάῤῥος· µὴ φοβηθεῖς καὶ µὴ δειλιάσεις. Πρὸ πάντων ὁ
Προκόπιος διέπρεψε στὸν ἔλεγχο κατὰ τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν. Ἐπίσης, ὑποστήριξε
τὴν τιµητικὴ προσκύνηση τῶν εἰκόνων. Ἐπειδὴ ὁ Λέων ὁ Ἴσαυρος ἦταν σφοδρὸς εἰκονοµάχος,
προέβη σὲ διωγµοὺς καὶ βασανιστήρια ἐναντίον τῶν φίλων τῶν εἰκόνων. Σ΄ αὐτοὺς
τοὺς διωγµοὺς ὁ Προκόπιος ἐπισφράγισε τὶς πεποιθήσεις του ὑπὲρ τῶν εἰκόνων µὲ τὰ
πολλά του παθήµατα.
Ὁ Ἅγιος Γελάσιος ὁ µῖµος (ἠθοποιός)
Αὐτὸς ἀφοῦ ἀναπαράστησε τὸ Ἅγιο Βάπτισµα,
βαπτίσθηκε ἀληθινά, ὁµολόγησε τὸν
Χριστὸ καὶ µαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Θαλλελαῖος
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κιλικία καὶ ἀσκήτευε ἔξω
ἀπὸ τὴν πόλη Γάβαλα τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ὑπῆρχε εἰδωλολατρικὸς ναός, ποὺ συνέῤῥεαν
πολλοί. Ὁ Θαλλελαῖος αὐτὸ τὸ ἐκµεταλλεύτηκε, ἐργαζόµενος γιὰ τὴν διαφώτιση καὶ
τὴν προσέλκυση στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλῶν εἰδωλολατρῶν. Ἦταν γεµάτος
ταπεινοφροσύνη καὶ ποτὲ δὲν
ὑπερηφανεύτηκε γιὰ τὰ πνευµατικά του
κατορθώµατα. Ἦταν ὅµως καὶ φοβερὰ πολυµήχανος, προκειµένου νὰ φέρει ψυχὲς κοντὰ
στὸ Χριστό. Κάποτε µάλιστα, εἶχε κατασκευάσει ἕνα ἰδιόῤῥυθµο κρεµαστὸ κρεβάτι.
Αὐτὸ διαδόθηκε σ΄ ὅλη τὴν περιοχή,
µὲ ἀποτέλεσµα νὰ τὸν ἐπισκέπτονται πολλοὶ
εἰδωλολάτρες. Ἀπὸ ἐκεῖ ψηλὰ λοιπὸν ὁ Θαλλελαῖος, ἄρχιζε συζήτηση µαζί τους καὶ ἔτσι
ἔριχνε τὰ πνευµατικά του δίχτυα, ποὺ ἔπιαναν πολλὲς ψυχὲς καὶ τὶς ἔσῳζε. Μ΄ αὐτὸν
τὸν τρόπο κατόρθωσε νὰ ἐκχριστιανίσει
µία ὁλόκληρη πόλη, τὰ Γάβαλα, καὶ νὰ γίνει
πνευµατικός της πατέρας µὲ τὴν χάρη τοῦ
Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος
Ἵδρυσε τὸ Γηροκοµεῖο τοῦ Ἀρµατίου καὶ ἀπεβίωσε
εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Νίσιος (ἢ Νήσιος)
Μαρτύρησε ἀφοῦ µαστιγώθηκε µέχρι θανάτου µὲ
µαστίγια ἀπὸ νεῦρα βοδιοῦ.
Οἱ Ὅσιοι Ἀσκληπιὸς καὶ Ἰάκωβος
Καὶ οἱ δυὸ αὐτοὶ Ὅσιοι Πατέρες ἀγωνίστηκαν
ἀσκητικὰ στὶς ἔρηµους τῆς Συρίας, στὰ χρόνια του ἐπισκόπου Κύρου Θεοδώρητου
(393-458). Ὁ Ἀσκληπιὸς στὴν ἀρχὴ ἔζησε σὲ κοινόβιο, ἀργότερα συνέχισε τὸν ἀσκητικό
του ἀγῶνα µόνος του σὲ ἐρηµητήριο. Ὁ Ἰάκωβος, κλεισµένος σ΄ ἕνα µικρὸ κελλί,
κοντὰ στὸ χωριὸ Νιµουζά, δὲν ἄναβε καθόλου φῶς καὶ ἄνθρωπος δὲν τὸν ἔβλεπε
ποτέ. Ἀποκρινόταν διὰ µέσου ἑνὸς πλάγιου σκαµµένου τόπου. Ἂν καὶ ἦταν πάνω ἀπὸ
90 χρονῶν δὲν βγῆκε καθόλου ἀπὸ τὸ κελλὶ ἐκεῖνο. Ἔτσι ὅσια ἀφοῦ καὶ οἱ δυὸ ἔζησαν,
ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Τιµόθεος ὁ ἐν Καισαρείᾳ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. (Ὁρισµένοι Συναξαριστὲς
ἐδῶ ἀναφέρουν δυὸ Ὁσίους Τιµοθέους. Ὅµως, λόγω ἔλλειψης στοιχείων δὲν µποροῦµε
νὰ ποῦµε µετὰ βεβαιότητας ὅτι εἶναι δυὸ διαφορετικοὶ ὅσιοι ἢ ἕνας, ποὺ εἶναι καὶ
τὸ πιθανότερο).
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας νεοµάρτυρας ὁ Τραπεζούντιος
Ὁ νεοµάρτυρας αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ
Κρυονέρι τῆς Τραπεζοῦντας.
Συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους καὶ
βασανίστηκε σκληρά. Τελικὰ τὸν κρέµασαν στὸ Μόλο τῆς Τραπεζοῦντας (Μουµ-χανέ) τὸ
1749. Τὸ ἅγιο λείψανό του ἔθαψαν µὲ τιµὲς οἱ Χριστιανοὶ στὴ Μονὴ Θεοσκεπάστου.
Οἱ Ἅγιοι Ἀβουδάντιος (ἢ Ἀβούνδιος ἢ Ἀβούδιµος),
Κάλανος, Ἰανουάριος,
Ἀλέξανδρος, Ἀντίγονος, Φουρτουνᾶτος,
Μακάριος, Τιτιανὸς καὶ Σεβηριανός
Μαρτύρησαν στὴ Θεσσαλονίκη ἐπὶ Διοκλητιανοῦ.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 28
●
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁµολογητὴς συναθλητὴς τοῦ Ἁγίου Προκοπίου τοῦ
Δεκαπολίτου
●
Ὁ Ἅγιος Προτέριος ἱεροµάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
●
Ὁ Ὅσιος Βάρσος ἐπίσκοπος Δαµασκοῦ
●
Ὁ Ἅγιος Ἀβρίκιος (ἢ Ἀβέρκιος)
●
Ὁ Ἅγιος Νέστωρ
●
Οἱ Ὁσίες Μαράνα ἢ Μαριάννα καὶ Κύρα
●
Οἱ Ἅγιοι ἕξι Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο
●
Οἱ Ἅγιοι Νυµφᾶς καὶ Εὔβουλος οἱ Ἀπόστολοι
●
Ἡ Ἁγία Κυράννα (ἢ Κυρήνη) ἡ Νεοµάρτυς
●
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος τοῦ Πσκὼφ (Ῥῶσος)
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁµολογητὴς συναθλητὴς
τοῦ Ἁγίου Προκοπίου τοῦ
Δεκαπολίτου
«Δι΄ὑποµονῆς τρέχωµεν τὸν Προκείµενον ἡµῖν
ἀγῶνα». Ἂς τρέχουµε µὲ ὑποµονὴ τὸν ἀγῶνα ποὺ προβάλλει µπροστά µας. Μ΄ αὐτὸν τὸν
τρόπο ἀγωνίστηκε καὶ ὁ Ὅσιος Βασίλειος ἐνάντια στοὺς εἰκονοµάχους, ἐπὶ Λέοντος
Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου. Ὑπῆρξε µαθητὴς καὶ συναθλητὴς τοῦ Ἁγίου Προκοπίου τοῦ
Δεκαπολίτου (+ 27 Φεβρουαρίου) σὲ ποιὰ
µονὴ ὅµως, µᾶς εἶναι ἄγνωστο. Καταδιώχθηκε
γιὰ τὴν ἄκαµπτη ἀντίστασή του καὶ τὴν θαῤῥαλέα συνηγορία του ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Βασανίστηκε ποικιλοτρόπως καὶ φυλακίστηκε. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Λέοντα Γ΄, τοῦ
δόθηκε ἡ ἐλευθερία του. Τότε ἐπιδόθηκε στὴ διδασκαλία τῆς πίστης, µὲ ὅλη τὴν
θέρµη τῆς φιλοχρίστου ψυχῆς του. Ἀθλητὴς τοῦ ἀσκητηρίου του, κατάρτιζε πάντοτε
πνευµατικότερα τὸν ἑαυτό του. Μέγας ἀγωνιστὴς τῆς Ἐκκλησίας, στρατευόταν συνεχῶς
γιὰ τὴν ἐνίσχυση τῆς ὀρθόδοξης ἀλήθειας, γιὰ τὴν διαφώτιση τῶν αἱρετικῶν, γιὰ τὴν
στερέωση τῶν πιστῶν καὶ γιὰ τὴν µετάνοια τῶν ἁµαρτωλῶν. Ὁ θάνατος τὸν πῆρε ἀπὸ
τὸ πολύµοχθο αὐτὸ στάδιο, γιὰ νὰ τὸν µεταφέρει στὴ δόξα καὶ τὴν µακαριότητα τῶν
δικαίων καὶ στεφανηφόρων ψυχῶν.
Ὁ Ἅγιος Προτέριος, ἱεροµάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος
Ἀλεξανδρείας
Ἦταν ἀρχιπρεσβύτερος καὶ πατριαρχικὸς ἐπίτροπος
στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας, τὸ ἔτος 450, στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ
καὶ Πουλχερίας. Ὅταν ἔγινε ἡ Δ΄ Οἰκουµενικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη
(451), συµµετεῖχε σ΄ αὐτὴ καὶ ὁ Προτέριος, καὶ µὲ τόλµη ἀγωνίστηκε κατὰ τῆς
πλάνης τῶν µονοφυσιτῶν. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ καταδίκασε τὸν µονοφυσίτη Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας
Διόσκορο καὶ στὸ θρόνο ἀνέβασε τὸν Προτέριο (452-457). Οἱ µονοφυσῖτες, ὅµως,
κατόρθωσαν νὰ δηµιουργήσουν ταραχὲς στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μὲ ἐπικεφαλῆς κάποιον
µονοφυσίτη ἱερέα Ἀλεξανδρείας
Τιµόθεο τὸν Αἴλουρο, ὁ ὁποῖος κατάφερε νὰ
ξεγελάσει ἀκόµα καὶ τοὺς µοναχοὺς καὶ νὰ τοὺς πάρει µὲ τὸ µέρος του, ὁ
µανιασµένος ὄχλος ἀνακήρυξε Πατριάρχη αὐτὸν τὸν ἱερέα. Ὁ Προτέριος γιὰ νὰ σωθεῖ
ἀπὸ τὴν λύσσα τῶν αἱρετικῶν, κρύφτηκε µέσα σὲ µία
µεγάλη κολυµβήθρα τοῦ ναοῦ. Οἱ αἱρετικοὶ ὅµως
τὸν ἀνακάλυψαν καὶ µέσα ἐκεῖ τὸν ἔσφαξαν. Καὶ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν τὴν Μεγάλη Ἑβδοµάδα,
καὶ ὁ Τιµόθεος ὁ Αἴλουρος τελοῦσε τὶς ἀκολουθίες τῶν Παθῶν µὲ µατωµένα χέρια. Ἀργότερα
ὁ Τιµόθεος αὐτὸς καταδικάσθηκε συνοδικὰ καὶ ἐξορίστηκε στὴ Γάγγρα. Ὁ δὲ
Προτέριος ἀνακηρύχθηκε
µέγας Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. (Ὁρισµένοι
Συναξαριστὲς περιττῶς ἀναφέρουν τὴν µνήµη του καὶ τὴν 23η Φεβρουαρίου).
Ὁ Ὅσιος Βάρσος ἐπίσκοπος Δαµασκοῦ
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ἅγιος Ἀβρίκιος (ἢ Ἀβέρκιος)
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Νέστωρ
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παµφυλίας καὶ
διέδιδε θερµὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη.
Τόσο δὲ τολµηρὸς ἦταν στὸ ἔργο του, ποὺ ἐξακολουθοῦσε
ἄφοβα νὰ τὸ πράττει καὶ
µετὰ τὰ διατάγµατα τοῦ αὐτοκράτορα
Διοκλητιανοῦ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Ὁ Διοικητὴς
τῆς Πέργης Εἰρήναρχος, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν
ἔστειλε στὸν ἔπαρχο τῆς Παµφυλίας
Πόπλιο. Αὐτὸς µάταια προσπάθησε νὰ τὸν
παρασύρει στὴν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν
δὲ ἔχασε κάθε ἐλπίδα, διέταξε τὴν σταύρωσή
του. Ὁ Νέστωρ ὑπέστη τὸ µαρτύριό του µὲ
πολλὴ καρτερία. Καὶ ἀπὸ τὸ σταυρό, ἐνῷ οἱ
πόνοι τὸν κατακεντοῦσαν, αὐτὸς ὑµνοῦσε
τὸ Χριστό. (Τὸν Νέστορα αὐτὸν ὁ Πατµιακὸς
Κώδικας 266 καλεῖ ἐπίσκοπο).
Οἱ Ὁσίες Μαράνα ἢ Μαριάννα καὶ Κύρα
Πατρίδα τους ἦταν ἡ Βέῤῥοια (τωρινὸ
Χαλέπιο) τῆς Συρίας καὶ ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ
5ου αἰῶνα µ.Χ. Ἡ καταγωγή τους ἦταν ἐπίσηµη
καὶ εὐγενική, ἀνάλογη δὲ καὶ ἡ
µόρφωσή τους. Αὐτὲς ὅµως καταφρόνησαν τὴν
λαµπρότητα καὶ τὰ ἄλλα θέλγητρα τῆς
ζωῆς, καὶ ἔκτισαν ἕνα περιτείχισµα ἔξω ἀπὸ
τὴν πόλη ὅπου ἐκεῖ µέσα µε αὐστηρὴ
ἄσκηση προόδευαν στὶς ἀρετὲς τοῦ Νυµφίου
Χριστοῦ. Ἡ Ὁσία ζωή τους προσείλκυσε
καὶ τὶς ὑπηρέτριές τους. Ἐκεῖ µέσα πέρασαν
ἀποµονωµένες 42 χρόνια. Ἔπειτα
ἐπισκέφθηκαν τοὺς Ἁγίους Τόπους, κατόπιν τὸ
ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας στὴν Ἰσαυρία καὶ
ἐπέστρεψαν πολὺ ὠφεληµένες στὸ ἐρηµητήριό
τους. Ἔτσι µὲ τὴν ἐνάρετη πολιτεία τους
ἀφοῦ στόλισαν τὸ γένος τῶν γυναικῶν, καὶ ἔγιναν
παράδειγµα ἀρετῆς καὶ ἄσκησης στὶς ἄλλες γυναῖκες, παρέδωσαν τὸ πνεῦµα τους στὸν
Νυµφίο Χριστό.
Οἱ Ἅγιοι ἕξι Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Νυµφᾶς καὶ Εὔβουλος οἱ Ἀπόστολοι
Γι΄ αὐτοὺς ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς
Ἐπιστολές του, Κολ. δ΄ 15 καὶ Β΄ Τιµ. δ΄
21. Καὶ οἱ δυὸ ἀπεβίωσαν εἰρηνικά.
Ἡ Ἁγία Κυράννα (ἢ Κυρήνη) ἡ Νεοµάρτυς
Ἡ ἁγία αὐτὴ νύµφη τοῦ Χριστοῦ καταγόταν ἀπὸ
τὸ χωριὸ Ἀθυσσώκα τῆς Θεσσαλονίκης ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς χριστιανούς. Ἦταν πολὺ ὄµορφη
καὶ ἡ ζωή της ἦταν ἐνάρετη καὶ φρόνιµη. Κάποιος γενίτσαρος ποὺ ἦλθε στὸ χωριὸ τῆς
Κυράννας νὰ εἰσπράξει φόρους, τὴν εἶδε, τὴν θαύµασε καὶ ἀποφάσισε νὰ τὴν ἐξισλαµίσει
καὶ νὰ τὴν παντρευτεῖ. Παρὰ τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὴν ἐπιµονὴ τοῦ γενίτσαρου, ἡ
παρθένος αὐτή, ποὺ εἶχε ἀκέραιο τὸ χριστιανικό της φρόνηµα, παρέµεινε ἀνένδοτη
καὶ δὲν ὑπέκυψε
στὶς προτάσεις τοῦ ἀπίστου. Ὁπότε ὁ
γενίτσαρος αὐτός, µὲ τὴν βοήθεια τῶν συντρόφων του, τὴν ἅρπαξε καὶ τὴν πῆγε στὸν
κριτὴ τῆς Θεσ/νίκης, ψευδοµαρτυρῶντας ἐναντίον της, ὅτι δῆθεν τοῦ ὑποσχέθηκε ν΄
ἀλλάξει τὴν πίστη της καὶ νὰ τὸν παντρευτεῖ. Ἡ Κυράννα µὲ σεµνότητα καὶ χωρὶς
φόβο εἶπε, ὅτι εἶναι χριστιανὴ καὶ Νυµφίο της ἔχει
τὸν Χριστό, τὸν ὁποῖο ποθεῖ ἀπὸ τὴν
νεότητά της καὶ εἶναι ἕτοιµη γιὰ τὴν ἀγάπη της πρὸς Αὐτὸν νὰ χύσει καὶ τὸ αἷµα
της. Οἱ Τοῦρκοι, µπροστὰ στὴν ἀµετάθετη γνώµη τῆς Κυράννας, τὴν ἔριξαν στὴ
φυλακή, ὅπου ἀνελέητα καὶ ἄσπλαχνα τὴν ἔδερναν γιὰ πολλὲς µέρες. Αὐτή, ὅµως, ἀκράδαντα
ὁµολογοῦσε τὸν Χριστό. Τότε τὰ βασανιστήρια συνεχίστηκαν, µέχρι ποὺ ἡ Ἁγία
παρέδωσε τὸ πνεῦµα της στὶς 28 Φεβρουαρίου 1751. Ἀσµατικὴ ἀκολουθία της,
συνέγραψε ὁ Χριστοφόρος Προδροµίτης.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος τοῦ Πσκὼφ (Ρῶσος)
Διὰ Χριστὸν σαλός.
Ἁγιολόγιον - Φεβρουάριος 29
●
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ῥωµαῖος
●
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Δεφέλτου ὁ Ὁµολογητής
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ὁ Ῥωµαῖος
Ῥωµαῖος στὴν καταγωγή, µὲ γονεῖς πλούσιους
καὶ ἐπιφανεῖς. Ἡ µεγάλη του εὐφυΐα, ἡ φιλοµάθεια καὶ ἡ ἐπιµέλειά του, ἦταν ἀπὸ
τοὺς βασικοὺς παράγοντες, ὥστε ὁ Κασσιανὸς νὰ διακριθεῖ στὶς σπουδές του καὶ νὰ
γίνει ἄριστος ἐπιστήµων. µαζὶ µὲ τὴν διανοητικὴ αὐτὴ προκοπή του, καλλιέργησε
καὶ τὴν ζωὴ τῆς χριστιανικῆς ἁγιότητας, µὲ πολὺ ζῆλο καὶ προσεκτικὴ ἀκρίβεια. Ὅπως
ἡ ἐπιστήµη του ὑπῆρξε φωτεινή, ἔτσι σταθερὴ στάθηκε καὶ ἡ πίστη του. Τὸ πιὸ ἐντυπωσιακό,
ὅµως, εἶναι ὅτι ὁ Κασσιανὸς διὰ τῆς θείας χάριτος ἐπιβλήθηκε στοὺς ἐνθουσιασµοὺς
τῆς νεότητας. Διατηρήθηκε ἐγκρατὴς καὶ σώφρων καὶ πέτυχε τὸ ὡραιότερο τῶν
στεµµάτων, τὴν ἁγνότητα, ποὺ τὴν διατήρησε καὶ κατὰ τὴν στρατιωτική του ζωή. Ἔτσι
ἐφάρµοσε κατὰ πάντα τὴν θεόπνευστη προσταγὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «σεαυτὸν ἁγνὸν
τηρεῖ». Δηλαδή, διατήρησε τὸν ἑαυτό σου καθαρὸ ἀπὸ τὶς δικές σου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ
τὶς ξένες ἁµαρτίες. Ἀργότερα ὁ Κασσιανός, µὲ τὸ στέµµα αὐτὸ τῆς ἁγνότητας, ἄφησε
τὸ στρατιωτικὸ
στάδιο καὶ ἔβαλε τὸ ῥάσο τῆς µοναχικῆς
πολιτείας, ὅπου διέπρεψε σὰν πνευµατικὸς πατέρας. Ποθῶντας ὅµως νὰ γνωρίσει
βαθύτερα τὴν ἀκρίβεια τῆς µοναχικῆς ζωῆς, περιῆλθε ὅλα τὰ µεγάλα κέντρα τοῦ ἀσκητισµοῦ,
τὴν Αἴγυπτο, τὴν Θηβαΐδα, τὴν
Νιτρία, Ἀσία, Καππαδοκία, καὶ τὸν Πόντο, ἀπ᾿
ὅπου πῆρε πολλή ὠφέλεια. Ὁ Κασσιανὸς ἐπίσης, ἔγραψε τὰ γνωστὰ ἀπὸ τὴν Φιλοκαλία
κεφάλαια «περὶ τῶν ὀκτὼ λογισµῶν», ποὺ τόσο πολὺ διαβάζονταν καὶ διαβάζονται ἀπὸ
τοὺς ἀσκητές. Ἔτσι µὲ λόγια καὶ ἔργα ἀφοῦ ἔλαµψε, εἰρηνικὰ πρὸς τὸν Κύριο ἐξεδήµησε.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἐπίσκοπος Δεφέλτου ὁ Ὁµολογητής
Εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Ἀναφέρεται
στὸν Λαυριωτικὸ Κώδικα Ε 152 φ.
367α, ὅτι ὑπῆρξε ἀγωνιζόµενος Ὁµολογητὴς ἐναντίον
τῶν Μονοθελητῶν καὶ ὑπέµεινε
θλίψεις ἀπὸ τοὺς Σκύθες, ἀφοῦ στήριξε τὸν
λαό του στὸ δόγµα τῶν Πατέρων τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου