ΣΤ' Στην ερημική σπηλιά
Ο πατήρ Σεργκέι
Λέοντας Τολστόι (1828- 1910)
Ό πατήρ Σεργκέι πέρασε κι άλλα έφτά χρόνια στήν έρημική σπηλιά. Στήν αρχή δεχόταν πολλά άπ’ τά δώρα πού τού προσφέρανε: τσάι, ζάχαρη, άσπρο ψωμί, γάλα, ρούχα καί ξύλα. Αλλά, όσο περνούσαν τά χρόνια, τόσο έκανε τή ζωή του σκληρότερη καί λιτή, άρνούμενος ότιδήποτε θεωρούσε πώς ήταν περιττό καί τελικά έφτασε νά δέχεται μόνο μαύρο ψωμί καί μόνο μιά φορά τή βδομάδα. Τά δώρα πού έπαιρνε άπ’ τούς πιστούς πού έρχονταν νά τόν δουν τά μοίραζε στοάς φτωχούς καί στοάς ζητιάνους.Περνούσε τόν καιρό του προσευχόμενος ή κουβεντιάζοντας μέ τούς πιστούς πού έρχονταν όλο καί περισσότεροι γιά νά τόν δουν. Άπ’ τό κελί έβγαινε μόνο όταν πήγαινε στήν εκκλησία κι αυτό γινόταν κάπου τρεις φορές τό χρόνο, ή όταν έπρεπε νά πάει γιά ξύλα καί νερό.
Είχαν περάσει πέντε χρόνια άπ’ τόν ερχομό του στό Ταμπίνο όταν έγινε τό έπεισόδιο μέ τήν Μακόφκινα. Σέ λίγο ό κόσμος έμαθε γιά τήν περίεργη έπίσκεψή της εκείνη τή νύχτα πού είχε σάν αποτέλεσμα νά μετανοήσει γιά τήν άσωτη ζωή της καί νά καλογερέψει. Άπό έκείνη τή στιγμή ή φήμη τού έρημίτη καλόγερου ξεπέρασε τά όρια της περιοχής. Τό κελί του έγινε τόπος λατρείας γιά πολλούς προσκυνητές πού έρχονταν άπ’ ολόκληρη τή χώρα. Όπως συμβαίνει συνήθως σέ παρόμοιες περιπτώσεις, άρχισε νά διαδίδεται ή φήμη πώς είναι άγιος καί θαυματουργός. ’Έτσι, έκτός άπ’ τούς προσκυνητές άρχισαν νά καταφτάνουν στή σπηλιά του τυφλοί, κουτσοί κι ανίατοι ασθενείς γιά νά τούς κάνει καλά.
Κάποτε,μιά χωριάτισσα εφερε τό έντεκάχρονο παιδί της νά τό γιατρέψει. Παρακάλεσε τόν πατέρα Σεργκέι νά βάλει τό χέρι του στό κεφάλι τοΰ παιδιού καί νά έπικαλεστεΐ τό έλεος τοΰ Μεγαλοδύναμου. Ό καλόγερος άρνήθηκε κι αύτό γιατί ποτέ δέν είχε περάσει απ’ τό μυαλό του πώς είναι θαυματουργός καί μάλιστα μιά τέτοια σκέψη τόν έκανε νά αισθάνεται σάν κοινός απατεώνας. Αλλά, ή χωριάτισσα έπέμενε, έπεσε στά πόδια του καί τόν ικέτευε, ρωτώντας γιατί δέ θέλει νά σώσει τό παιδί της, άφοΰ είναι άγιος άνθρωπος. Όταν ό καλόγερος της απάντησε πώς μόνο ό Θεός έχει τη δύναμη νά γιατρεύει, αύτη τού είπε πώς δέ ζητάει τίποτε περισσότερο άπ’ τό νά βάλει τό χέρι του στό παιδί καί νά προσευχηθεί γιά χάρη του. Ό πατήρ Σεργκέι την έδιωξε καί κλειδώθηκε στη σττηλιά. Την άλλη μέρα (ήταν φθινόπωρο κι οί νύχτες είχαν αρχίσει νά ’ναι παγερές), βγαίνοντας άπ’ τη σττηλιά βρήκε μπροστά του σέ κακά χάλια τη χωριάτισσα μέ τό άρρωστο παιδί της. Ή γυναίκα άρχισε πάλι νά τόν παρακαλάει καί νά τόν ικετεύει. Ήταν τόσο συγκλονιστικό τό θέαμα πού ’χε μπροστά του, ώστε υποχώρησε κι άρχισε νά προσεύχεται μέ τήν ελπίδα ότι, άφοΰ έχει τόση πίστη ή γυναίκα στη δύναμή του,’ίσως νά άναπτερώσει τίς δυνάμεις της καί νά σώσει έτσι τό παιδάκι.
Εύτυχισμένη ή γυναίκα πήρε τό παιδί της κι έφυγε. Μετά άπό ένα μήνα τό παιδί έγινε καλά. Ή ε’ίδηση ότι γιατρεύτηκε τό άρρωστο παιδί διαδόθηκε σάν κεραυνός. Ό πατήρ Σεργκέι άρχισε νά άποκαλείται θαύματουργός έρημίτης. Άπό τότε δέν πέρναγε βδομάδα χωρίς νά ’ρχονται κάθε είδους άρρωστοι γιά νά βρουν γιατρειά. Ό πατήρ Σεργκέι δέν μπορούσε νά άρνηθεϊ τήν ευλογία σέ κανέναν. Προσευχόταν γιά όλους καί πολλοί ήταν αυτοί πού ξανάβρισκαν τήν υγεία τους, μεταφέροντας στά πέρατα τής χώρας τή θαυματουργή του φήμη.
Πέρασαν εννιά χρόνια στή μονή Ταμπίνο κι είκοσι δυό άπό τότε πού φόρεσε τά ράσα τοΰ καλόγερου. Ό πατήρ Σεργκέι έδειχνε πιά γέρος. Είχε μεγάλη γκρίζα γενειάδα, άλλά τά μαλλιά του, παρ’ όλο πού είχαν άραιώσει, έξακολουθοΰσαν νά ’ναι μαύρα καί κατσαρά.
Είχαν περάσει άρκετές βδομάδες άπό τότε πού ό πατήρ Σεργκέι άρχισε νά κυριαρχείται άπό τήν έμμονη ιδέα άν έκανε καλά ή όχι πού άποδεχόταν μιά κατάσταση στην όποία όδηγήθηκε όχι οίκειοθελώς, άλλά έξαιτίας τού άρχιμανδρίτη καί τού ήγούμενου. Ή κατάσταση αύτή εμφανίστηκε άμέσως μετά τήν άνάρρωση τού χωριατόπουλού. Άπ’ τή στιγμή εκείνη ό πατήρ Σεργκέι άρχισε νά πιστεύει πώς ή ψυχική ζωή του καταρρέει καί στή θέση της έμφανιζόταν μιά άλλη, έντελώς διαφορετική ζωή, πού τήν κυριαρχούσαν ξένα συμφέροντα. ’Ένιωθε σάν νά τόν είχε γυρίσει κάποιος άπ’ τήν άνάποδη, λές κι ήταν γάντι.
Θεωρούσε άνεπίτρεπτο τό γεγονός ότι είχε μετατραπεϊ σέ μέσο προσέλκυσης στό μοναστήρι επισκεπτών καί δωρητών καί γι’ αύτό τό λόγο ό άρχιμανδρίτης κι ό ηγούμενος τού είχαν δημιουργήσει τίς ανάλογες συνθήκες έτσι ώστε νά τόν εκμεταλλεύονται καλύτερα. Τώρα δεν τόν άφηναν καθόλου νά δουλέψει. Τού προσφέρανε τά πάντα καί σέ άντάλλαγμα τού ζητούσαν νά εύλογεϊ όλους όσοι έρχονταν νά τόν έπισκεφτοΰν. Γιά νά μην κουράζεται,ό άρχιμανδριτης σέ συνεννόηση μέ τόν ηγούμενο καθόρισε ειδικές μέρες καί ώρες πού θά δεχόταν τούς προσκυνητές. Επίσης, φτιάχτηκε ειδική αίθουσα στή μονή μέ κιγκλίδωμα, γιά νά άποφεύγει τά σπρωξίματα των πιστών πού έπεφταν πάνω του γιά νά τούς εύλογήσει. Οί επισκέπτες άρχισαν νά τόν κουράζουν. Σιγά σιγά άρχισε νά καταλαβαίνει πώς γίνεται άντικείμενο εκμετάλλευσης γιά σκοπούς πού δέν είχαν καμιά σχέση μέ τήν πίστη του στό Θεό.
Κάποια στιγμή μάλιστα σκέφτηκε νά τό σκάσει άπ’ τό μοναστήρι καί νά πάει σέ άγνωστα μέρη,γιά νά γλιτώσει άπ’τήν ανυπόφορη αυτή κατάσταση. Έκανε καί τά άπαιτούμενα σχέδια. Βρήκε χωριάτικα ρούχα, πουκάμισο, παντελόνι, καφτάνι καί σκούφια κι αποφάσισε νά κόψει τά μαλλιά, νά πάει στόν πιό κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό, νά πάρει τό τρένο κι αφού απομακρυνθεί καμιά τριακοσαριά βέρστια, νά κατέβει καί νά πάει από χωριό σέ χωριό. Όταν μιά μέρα τόν έπισκέφτηκε ένας γεροζητιάνος, πρώην στρατιώτης, τόν ρώτησε νά μάθει πώς τά καταφέρνει νά διανύει μεγάλες αποστάσεις μέ τά πόδια, πώς ζητιανεύει, πού κοιμάται καί γενικά πώς τά βγάζει πέρα μ’ αυτού τού είδους τή ζωή. Ό ζητιάνος τού είπε σέ ποιά μέρη υπάρχουν εύσπλαχνοι άνθρωποι,τί δίνουν καί πώς μπορείς νά ζήσεις. Αφού τόν ακούσε, ό πατήρ Σεργκέι αποφάσισε νά τό σκάσει άπ’ τό μοναστήρι.
Τήν άλλη μέρα περίμενε νά νυχτώσει, φόρεσε τά χωριάτικα ροϋχα κι ετοιμάστηκε νά φύγει. Δέν ήταν όμως άποφασισμένος γιά μιά τέτοια πράξη. Κάθισε καί τό ξανασκέιρτηκε άν κάνει ή όχι καλά, άν ό Θεός θά τόν συγχωρέσει γιά τή φυγή. Έτσι, ή άμφιβολία πήρε τή θέση τής άπόφασης. Τελικά σκέφτηκε πώς ό σατανάς τόν έβαλε σ’ αύτή τή σκέψη τής φυγής κι άποφάσισε νά μείνει. Τά χωριάτικα ροϋχα έμειναν μιά παλιά άνάμνηση, θαμμένα σέ μιά γωνιά τής σττηλιάς.
Ηταν άνοιξη, παραμονή τής Μεσοπεντηκοστής. Ό πατήρ Σεργκέι έψελνε τόν εσπερινό στό παρεκκλήσι τής σττηλιάς πού ήταν κατάμεστο άπό βογιάρους καί πραματευτάδες. ’Άφηνε νά μπει όποιος ήθελε στό παρεκκλήσι, χωρίς νά κάνει διακρίσεις σέ πλούσιους καί φτωχούς, αλλά τελευταία τήν επιλογή τήν έκανε ένας βοηθός καλόγερος πού τόν έστελνε ό ήγούμενος. Αυτός δέν άφηνε νά μπαίνουν μέσα παρά μόνο οι πλούσιοι. Οί φτωχοί, άντρες καί γυναίκες, έκατό περίπου άτομα, είχαν μείνει έξω άπ’ τό παρεκκλήσι καί περίμεναν νά βγει ό ερημίτης καλόγερος νά τούς εύλογήσει. Κατά τό τέλος τής ιερουργίας ό πατήρ Σεργκέι βγήκε άπ’ τό παρεκκλήσι γιά νά πάει στόν τάφο τού προκατόχου του. Ξαφνικά όμως αισθάνθηκε μιά φοβερή άδυναμία, παραπάτησε καί παρά λίγο νά σωριαστεί άν δέν προλάβαιναν νά τόν πιάσουν ό βοηθός καλόγερος κι ένας πραματευτής.
Χριστέ καί Παναγιά! Άγιε πατέρα, τί έπαθες; Πώς κιτρίνισες έτσι; άρχισαν νά φωνάζουν πανικόβλητες οί γυναικούλες πού περίμεναν έξω.
Δέν εχω τίποτα. Μοϋ πέρασε, είπε ό καλόγερος κι έσπρωξε άπό πάνω του τό χέρι τοϋ πραματευτή.
Τό πλήθος τόν πλησίασε κι άρχισε τίς ικεσίες. Ήταν γυναίκες πού γύριζαν άπό μοναστήρι σέ μοναστήρι γιά νά προσκυνήσουν ιερά λείψανα καί ερημίτες,γέροι ζητιάνοι, πρώην στρατιώτες πού δέν ήθελαν νά δουλέψουν καί γύριζαν στά μοναστήρια γιά ένα κομμάτι ψωμί, ήταν άρρωστοι καί αναζητούσαν γιατρειά, κοπέλες πού είχαν άμαρτήσει κάνοντας παράνομο έρωτα χωρίς νά διστάσουν έπειτα νά σκοτώσουν τά νόθα παιδιά τους. Ό πατήρ Σεργκέι είχε βαρεθεί ν’ ακούει τίς ίδιες μονότονες Ιστορίες. Είχε βαρεθεί νά βλέπει αυτούς τούς αμαρτωλούς πού δέ μετανοούσαν ειλικρινά γιά τίς πράξεις τους, αλλά έρχονταν απλώς νά πάρουν κάποιο συγχωροχάρτι. Δέν μπορούσε όμως νά κάνει καί διαφορετικά. Πλησίασε τό πλήθος κι άρχισε νά άναπέμπει ευχές κι εύλογίες. ’Έπειτα άρχισε νά δέχεται έρωτήσεις καί παρακάλια. Απαντούσε όσο μπορούσε πιό σύντομα, ώσπου κάποια στιγμή αίσθάνθηκε νά τόν έγκαταλείπουν καί πάλι ο'ι δυνάμεις.
Βλέπω ότι πρέπει νά τ’ άφήσω γιά αύριο. Σήμερα δέν μπορώ, είπε αδύναμα.
’Έκανε έπειτα τό σημείο τής ευλογίας πάνω απ’ όλο τό εκκλησίασμα καί στράφηκε πρός τόν μπάγκο γιά νά ξαποστάσει. Ό πραματευτής έτρεξε πάλι νά τόν βοηθήσει, τόν έπιασε παραμάσχαλα καί τόν έβαλε νά καθίσει.
'Άγιε πατέρα! άκούστηκαν φωνές άπ’ τόν κόσμο. 'Άγιε! Πατερούλη! Μή μάς αφήνεις. Τί θά γίνουμε χωρίς εσένα;
Ό πραματευτής, άφοΰ βοήθησε τόν πατέρα Σεργκέι νά καθίσει στόν μπάγκο κάτω άπ’ τή λεύκα, άνέλαβε τό ρόλο τοϋ χωροφύλακα κι άρχισε νά διώχνει τόν κόσμο, όσο μπορούσε πιό δυναμικά. Είναι αλήθεια ότι μίλαγε χαμηλόφωνα γιά νά μήν τόν ακούει ό ερημίτης, αλλά ήταν αγριεμένος κι απειλητικός.
’Άντε, άντε, τσακιστείτε άπ’ εδώ! Σάς εύλόγησε, τί άλλο θέλετε; ’Άντε, μπρός μάρς, γιατί άλλιώς θά σάς άρχίσω στίς μπουνιές. ’Άντε, είπα, δρόμο! ’Έ, εσύ γριούλα μέ τό μαύρο φακιόλι, άντε, φύγετε τώρα. Βρέ, δέ σάς είπα νά φύγετε; Κι αύριο μέρα τοϋ Θεού είναι. Σήμερα κουράστηκε, δέν άντέχει άλλο. Θέλετε νά τού πάρετε τήν ψυχή;
’Άφησέ με,χριστιανέ μου,μιά στιγμή νά δώ τό πρόσωπό του, άντέδρασε ή γριούλα.
Είπα νά φύγεις,γιατί άλλιώς θά πάρω τό κνούτο.
Ό πατήρ Σεργκέι, βλέποντας κάποια στιγμή ότι ό πραματευτής τό ’χε παρακάνει, παρακάλεσε τόν καλόγερο νά τοϋ ύποδείξει νά σταματήσει νά συμπεριφέρεται στόν κοσμάκη μ’ αύτόν τόν άγριο τρόπο. ’Ήξερε πώς έτσι κι άλλιώς ό πραματευτής θά ’διώχνε τούς προσκυνητές κι ό ’ίδιος τό ’θελε νά μείνει μόνος γιά νά ξεκουραστεί, άλλά έστειλε τόν καλόγερο νά τού μιλήσει γιά νά μή μείνουν μέ τήν εντύπωση ότι αύτός τούς διώχνει.
Καλά, καλά. Δέν τούς σπρώχνω, θά τούς διώξω μέ τό μαλακό, είπε ό πραματευτής. Άλλά νά τό ξέρεις, αυτοί εδώ είναι σέ θέση νά τόν άποτελειώσουν. Σ’ αυτούς δέν ύπάρχει έλεος, μόνο τόν εαυτό τους σκέφτονται.
Στράφηκε πάλι πρός τόν κόσμο κι άρχισε νά φωνάζει πιό ήρεμα:
’Άντε,πηγαίνετε στό καλό. Κι αύριο μέρα τοϋ Θεού είναι.
Σέ λίγο τούς έδιωξε όλους. Ό πραματευτής έδειξε Ιδιαίτερο ζήλο στό διώξιμο τοϋ κοσμάκη,όχι μόνο γιατί τού άρεζε ή τάξη κι ή ικανοποίηση ενός αισθήματος ανωτερότητας, αλλά γιατί ήθελε νά μείνει μόνος του μέ τόν πατέρα Σεργκέι. Ήταν χήρος κι είχε μιά μοναχοκόρη άρρωστη. Είχε διανύσει 1.400 βέρστια γιά νά φτάσει στόν πατέρα Σεργκέι μέ τήν ελπίδα ότι θά τή γιατρέψει. Καί πού δέν τήν είχε πάει στά δυό χρόνια πού ήταν άρρωστη.
Πρώτα τήν πήγε στό νοσοκομείο τής πρωτεύουσας τοϋ νομού,άλλά τοϋ κάκου. ’Έπειτα τήν πήγε στή Σαμάρα σέ έναν κομπογιαννίτη κι ή κοπέλα αισθάνθηκε κάπως καλύτερα. Μετά τήν πήγε σέ ένα γιατρό στή Μόσχα, πού άν καί τοϋ πήρε τοϋ κόσμου τά λεφτά, δέν έκανε τίποτα. "Οταν έμαθε ότι ό πατήρ Σεργκέι γιατρεύει ανίατους αρρώστους τήν έφερε στό μοναστήρι. Αφού έδιωξε όλο τόν κόσμο, ό πραματευτής πλησίασε τόν ερημίτη καλόγερο, έπεσε στά πόδια του κι άρχισε νά τόν Ικετεύει:
Άγιε πατέρα, παρακάλα τό Θεό νά γιατρέψει τήν κόρη μου γιά νά γλιτώσει απ’ τά βάσανα τής άρρώστιας.
Ό πατήρ Σεργκέι ξαφνιάστηκε απ’ τή συμπεριφορά τοϋ πραματευτή πού έδειχνε άνθρωπο βαριά πονεμένο. Τόν πρόσταξε νά σηκωθεί καί νά τοϋ αφηγηθεί πώς έχουν τά πράγματα.
Ό πραματευτής σηκώθηκε, κάθισε δίπλα του κι άρχισε νά τοϋ λέει ότι ή κόρη του, ηλικίας ε’ίκοσι δυό χρόνων,είχε άρρωστήσει πρίν δυό χρόνια, αμέσως μετά τόν ξαφνικό θάνατο της μητέρας της. Μόλις την είδε νεκρή έβγαλε ένα «αχ», όπως είπε, έχασε τό λογικό της κι από τότε δέν ξανασυνήλθε. Τήν έφερε από πολύ μακρινή απόσταση καί περίμενε στό αρχονταρίκι τής μονής ώσπου νά τή δεχτεί ό πατήρ Σεργκέι. Τή μέρα δέ βγαίνει έξω γιατί φοβάται τό φως. Βγαίνει όμως, μόλις σουρουπώσει.
’Έχει αδυνατίσει πολύ; ρώτησε ό καλόγερος.
Δέν αδυνάτισε καθόλου, αντίθετα είναι γεμάτη, άλλά νά,όπως λένε ο'ι γιατροί, είναι νευραστενικιά. Δίπλα στό μοναστήρι τήν έχω. Πάω καί τή φέρνω αμέσως. Άγιε πατέρα, βοήθησε έναν δυστυχισμένο πατέρα νά δει τή μοναχοκόρη του νά βρει τά λογικά της...
Ό πραματευτής έπεσε στά πόδια τοϋ καλόγερου κι άρχισε νά τόν Ικετεύει μέ σκυμμένο τό κεφάλι. Ό πατήρ Σεργκέι τόν πρόσταξε νά σηκωθεί. Τόν λυπήθηκε, αναστέναξε βαθιά καί τοϋ είπε;
Άς είναι. Νά μοϋ τή φέρεις τό βράδυ. Θά προσευχηθώ γιά τήν υγεία της. Τώρα δέν μπορώ. Είμαι πολύ κουρασμένος.
’Έκλεισε τά μάτια σάν νά ’θελε ν’ αποκοιμηθεί. Ό πραματευτής απομακρύνθηκε αθόρυβα πατώντας στίς μύτες τών ποδιών του κι ό καλόγερος έμεινε μόνος.
Είχε περάσει μιά πολύ δύσκολη μέρα. Τό πρωί τόν είχε έπισκεφτεί ένας ανώτερος άξιωματοϋχος καί τόν απασχόλησε ώρες ολόκληρες μέ τήν κουβέντα. ’Έπειτα ήρθε μιά κυρία μέ τό γιό της. Έπρόκειτο γιά ένα νεαρό καθηγητή πού ήταν άθεος,τόν όποιο ή μάνα του, θεοσεβούμενη καί πιστή στά κηρύγματα τοϋ πατρός Σεργκέι, τόν έφερε γιά νά βρει τό δρόμο τοϋ Θεοϋ. Ή συζήτηση ήταν αρκετά δύσκολη. Ό νεαρός καθηγητής δεν ήθελε νά αντιμιλήσει στόν καλόγερο καί προσποιόταν ότι τάχα συμφωνεί μέ ό,τι τοϋ ’λεγε γιά νά μήν τόν δυσαρεστήσει,άφοΰ θεωρούσε ότι είχε σαλέψει τό λογικό του κι ήταν τώρα διανοητικά καθυστερημένος. Ό πατήρ Σεργκέι κατάλαβε πώς ό νεαρός καθηγητής δέν πίστευε στό κήρυγμά του, αλλά αισθανόταν ήρεμος μιά καί είχε κάνει τό καθήκον του. ’Εκείνη τή στιγμή αναπολούσε τή συζήτηση μέ τό νεαρό καθηγητή κι ένιωθε ένα α’ίσθημα δυσφορίας.
Μήπως θά θέλατε νά φάτε κάτι; ρώτησε τόν πατέρα Σεργκέι ό καλόγερος ύπηρεσίας.
Ναί, φέρε μου κάτι.
Ό καλόγερος έφυγε κι ό πατήρ Σεργκέι έμεινε μόνος.
Είχε περάσει ή έποχή πού ό πατήρ Σεργκέι ζούσε μόνος κι έκανε όλες τίς δουλειές χωρίς καμιά βοήθεια, τρώγοντας ξερό ψωμί. Ό ήγούμενος είχε καταφέρει νά τόν πείσει πώς δέν μπορεί νά αδιαφορεί γιά τήν ύγεία του καί πρέπει νά σιτίζεται κανονικά. Τώρα έτρωγε μεγαλύτερη καί καλύτερη ποικιλία φαγητών, χωρίς ωστόσο νά θεωρεί πώς παραβαίνει τούς κανόνες τού ερημικού βίου.
Ό καλόγερος τού έφερε μιά γαβάθα φακές, ψωμί καί τσάι. Ό πατήρ Σεργκέι έφαγε μέ όρεξη κι αφού ό καλόγερος ύττηρεσίας έφυγε,τιήγε καί κάθισε στόν μπάγκο κάτω απ’ τη λεύκα.
’Ήταν μιά υπέροχη μαγιάτικη βραδιά. Τά δέντρα μόλις είχαν όιρχίσει νά μπουμπουκιάζουν. Οι θάμνοι άγριοκερασιάς πού ήταν πίσω απ’ τή λεύκα, είχαν ανθίσει.
Μερικά αηδόνια πολύ κοντά κι άλλα δυό τρία πιό κάτω ατούς θάμνους, δίπλα στό ποτάμι, κελαηδούσαν μαγευτικά. Άπό μακρινά, έκεΐ πού έστριβε τό ποτάμι, άκουγόταν κάποιο τραγούδι. Θά ήταν οΐ λατόμοι πού γύριζαν απ’ τη δουλειά. Ό ήλιος έδυε πίσω απ’ τό δάσος κι οί χρυσαφένιες του ακτίνες δημιουργούσαν μιά παραμυθένια θέα.
Μετά τό δείπνο ό πατήρ Σεργκέι έκανε τή συνηθισμένη προσευχή, έπειτα άρχισε νά προφέρει χαμηλόφωνα έναν ψαλμό καί ξαφνικά ένας σπουργίτης πέταξε απ’ τούς θάμνους,τόν πλησίασε καί σέ λίγο ξαναπέταξε φοβισμένος. ’Άρχισε πάλι νά προσεύχεται λέγοντας πώς άπαρνήθηκε μιά γιά πάντα τά έγκόσμια. Βιαζόταν νά τελειώσει γιά νά ειδοποιήσει έπειτα τόν πραματευτή νά φέρει τήν κόρη του. Ή Ιστορία πού ακούσε τού είχε κινήσει τό ενδιαφέρον. Άπό τήν πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι ό πραματευτής κι ή κόρη του τόν θεωρούσαν εκλεκτό τού Θεού, σέ βαθμό μάλιστα πού οί προσευχές του εισακούγονται άπό τόν 'Υψιστο. ’Άν κι ό ’ίδιος δέν πίστευε κάτι τέτοιο, ώστόσο άρεσκόταν νά τόν βλέπει ό κόσμος σάν θαυματουργό καί περιούσιο τού Κυρίου.
Συχνά αναρωτιόταν μέ δέος πώς αυτός, ό Στεπάν Κασάτσκι, νά γίνει έκλεκτός τού Θεού κι ακόμη περισσότερο νά κάνει θαύματα. Όμως, δέν είχε καμιά αμφιβολία πώς αύτή ήταν ή πραγματικότητα. Δέν μπορούσε νά μήν πιστεύει στά θαύματα πού έκανε ό ’ίδιος, αρχίζοντας απ’ τό άρρωστο παιδάκι καί φτάνοντας στήν τυφλή γριούλα πού ξαναβρήκε τό φώς της χάρη στίς προσευχές του...
Όσο παράξενα κι αν ήταν όλα αύτά, ώστόσο αποτελούσαν κάτι τό όποιο είχε γίνει. Ή κόρη τού πραματευτή τού κέντριζε τό ένδιαφέρον γιατί ήταν μιά έντελώς νέα περίπτωση, που κι αύτη όμως αποτελούσε μιά καλή ευκαιρία γιά νά επιβεβαιώσει τη θαυματουργική του δύναμη καί νά διαδώσει ακόμη περισσότερο τη φήμη του. «’Έρχονται σέ μένα άνθρωποι από χιλιάδες βέρστια μακριά. Γιά μένα γράφουν οί εφημερίδες, ένδιαφέρθηκε κι ό ’ίδιος ό τσάρος, έγινα γνωστός καί στήν Εύρώττη, στήν άπιστη Εύρώπη», έλεγε μέσα του ό πατήρ Σεργκέι. Ξαφνικά ντράπηκε γιά τή ματαιοδοξία του κι άρχισε πάλι νά προσεύχεται. Χωρίς νά τό θέλει σκέφτηκε ότι όλες οί προσευχές άποδείχτηκαν μάταιες όταν έπρόκειτο γιά τόν εαυτό του. Όταν προσευχόταν γιά τούς άλλους γίνονταν θαύματα, αλλά ποτέ δέν κατάφερε νά κάνει τό Θεό νά τόν απαλλάξει άπ’ τίς άγωνίες καί τούς πειρασμούς πού συνεχώς τόν βασάνιζαν.
Θυμήθηκε τίς προσευχές πού έκανε τά πρώτα χρόνια της απομόνωσής του άπ’ τόν κόσμο, παρακαλώντας τόν 'Ύψιστο νά τού χαρίσει τήν αγνότητα, τήν ύπακοή καί τήν αγάπη γιά τούς ανθρώπους. Κι ό Θεός, όπως νόμιζε, αχούσε τίς προσευχές του. Ηταν αγνός, είχε άπαρνηθεΐ τό σαρκικό έρωτα κι όταν ό πειρασμός πηγε νά τόν υποτάξει δέ δίστασε νά κόψει τό δάκτυλό του μέ τό τσεκούρι. Στήν ανάμνηση αύτή έφερε στά χείλη τό χέρι μέ τό κομμένο δάκτυλο καί φίλησε τή ρυτιδιασμένη ουλή. Πίστευε πώς τότε ήταν ένας πραγματικός θεοσεβούμενος γιατί ένιωθε απέχθεια γιά τόν εαυτό του, ή αύτοτιμωρία ήταν πάντα σκληρή γιά τίς άμαρτωλές του σκέψεις, γι’ αύτό κι ό Θεός τόν βοηθούσε ν’ αγαπάει τούς ανθρώπους, νά τούς φέρεται μέ συμπόνια και νά θαυματουργεί. «Τώρα όμως,τί γίνεται;», άναρωτηθηκε μέ δέος. Άναρωτηθηκε αν αγαπάει τη Σοφία Ίβάνοβνα,τόν αδελφό Σεραπιόν, άν έκείνη τη μέρα δοκίμασε κάποιο α’ίσθημα άγαλλίασης εύλογώντας τόν κόσμο πού τόν έπισκέφτηκε καί μιλώντας μέ τό νεαρό διανοούμενο, όχι μέ τή φροντίδα νά τού δείξει τόν ορθό δρόμο τού Κυρίου, αλλά προσπαθώντας νά τού άποδείξει πώς είναι ένήμερος μέ τά σύχρονα κουλτουριάρικα ρεύματα. Ήταν χαρούμενος πού έβλεπε τούς πιστούς νά τόν λατρεύουν καί νά τόν Ικετεύουν, αλλά μέσα του δέν έτρεφε κανένα α’ίσθημα άγάπης γι’ αυτούς. Καταλάβαινε ότι στήν ψυχή του δέν ύττήρχε άγάττη,εύσέβεια κι αγνότητα.
Χάρηκε όταν ακούσε άπ’ τόν πραματευτή πώς ή κόρη του ήταν ε’ίκοσι δυό χρόνων κι ήθελε τώρα νά δει άν ήταν όμορφη. Κι όταν ρώτησε άν είναι αδύναμη, τό ’κάνε γιά νά δει άν έχει ή όχι τή γυναικεία γοητεία.
«Τόσο πολύ έχω κατρακυλήσει στό βούρκο;», άναρωτήθηκε. «Κύριε, βοήθησέ με,δώσε μου τή δύναμη νά αντιμετωπίσω τόν πειρασμό. Θεέ μου, σέ ικετεύω». Σταύρωσε τά χέρια κι άρχισε νά προσεύχεται. Τά αηδόνια συνέχιζαν τό ωραίο τους κελάηδισμα. Ένας χρυσοκάνθαρος έπεσε πάνω στό ράσο του κι άρχισε νά άνηφορίζει πρός τό σβέρκο του. Τόν άρπαξε καί τόν πέταξε μακριά. «Υπάρχει πράγματι Θεός; Μού φαίνεται σάν νά κάθομαι καί νά χτυπώ στήν άμπαρωμένη πόρτα ενός σπιτιού... ’Έχει μιά κλειδαριά καί τή βλέπω. Ή κλειδαριά είναι τά αηδόνια, τά ζουζούνια, ή φύση.
’Ίσως νά ’χει δίκιο ό νεαρός καθηγητής». ’Άρχισε νά προσεύχεται φωναχτά καί νά κάνει γιά πολλή ώρα μετάνοιες, μέχρι πού τοϋ ’φυγαν απ’ τό μυαλό αύτές οί δυσάρεστες σκέψεις κι αισθάνθηκε μέσα του κάποια ηρεμία καί σιγουριά. Χτύπησε τό κουδούνι κι είπε στόν καλόγερο ύττηρεσίας πού εμφανίστηκε αμέσως, νά ειδοποιήσει τόν πραματευτή νά φέρει τήν κόρη του.
Ό πραματευτής κατέβασε υποβαστάζοντας τήν κόρη του,τήν πηγε στό κελί,ύποκλίθηκε εύλαβικά κι έφυγε.
Ή κοπέλα είχε ξανθά μαλλιά, κάτασπρο παχουλό, άλλά χλωμό πρόσωπο, στητό στήθος καί προκλητικές γυναικείες καμπύλες. ’Έδειχνε κάπως φοβισμένη. Ό πατήρ Σεργκέι έμεινε γιά λίγο στόν μπάγκο κάτω άπ’ τή λεύκα. Όταν ή κοπέλα πέρασε από δίπλα του, σταμάτησε μιά στιγμή, αυτός τήν ευλόγησε, άλλά ταυτόχρονα τρόμαξε γιά τόν τρόπο μέ τόν όποιο διερεύνησε τό σώμα της. Άπ’ τήν πρώτη ματιά κατάλαβε πώς ήταν φιλήδονη, άλλά περιορισμένης πνευματικής αντίληψης. 'Ύστερα σηκώθηκε καί πηγε μέσα στό κελί. Ή νεαρή κοπέλα καθόταν σ’ ένα σκαμνάκι καί τόν περίμενε.
Μόλις τόν είδενά μπαίνει σηκώθηκε.
Θέλω νά πάω στόν πατέρα μου, είπε κάπως φοβισμένη.
Μή φοβάσαι,τής απάντησε ό καλόγερος. Τί σέ πονάει ; ’Έλα, πές μου!
'Όλα μέ πονάνε, είπε κι αμέσως ένα χαμόγελο φώτισε τό πρόσωπό της.
Θά γίνεις καλά. Νά προσευχηθείς στόν Παντοδύναμο.
Κάθε λίγο καί λιγάκι προσεύχομαι, άλλά άδικα. Δέ γίνεται τίποτα. Καλύτερα νά προσευχηθείς εσύ γιά μένα κι άσε τό χέρι σου πάνω μου. Σέ είδα στ’ όνειρό μου, τοϋ είπε καί σέ όλο αυτό τό διάστημα χαμογελούσε.
Καί πώς ήμουνα;
Νά, σέ έβλεπα νά άκουμπάς τό χέρι σου πάνω στό στήθος μου... Νά, εδώ... έτσι...
Τοϋ πήρε τό χέρι καί τό ’σφίξε πάνω στό στήθος της.
Νά, έδώ.
Ό καλόγερος άφησε τό δεξί του χέρι άβουλο στή θέλησή της.
Πώς σέ λένε; τή ρώτησε τρέμοντας σύγκορμα, άφοϋ καταλάβαινε πώς νικήθηκε καί δέν μπορούσε πλέον νά άντέξει στό σαρκικό πόθο.
Μαρία. Γιατί μέ ρωτάς;
Τοϋ φίλησε τά χέρια,τόν άγκάλιασε καί κόλλησε πάνω του.
Τί κάνεις; μούγκρισε ό καλόγερος. Μαρία,σταμάτα! Είσαι ό σατανάς.
’Έλα τώρα, μή λές τέτοια λόγια, δέν είναι τίποτα...
Κι έτσι αγκαλιασμένοι βρέθηκαν ξαπλωμένοι στό καλογερικό ξυλοκρέβατο. ’Εκείνη τή στιγμή δέν ήταν ό πατήρ Σεργκέι, μέσα του είχε ξαναζωντανέψει ό Στεπάν Κασάτσκι...
Τά ξημερώματα ό πατήρ Σεργκέι βγήκε άπ’ τό κελί αλαφιασμένος.
«Είναι αλήθεια αυτό πού έγινε; Θά ’ρθει ό πατέρας της. Θά τοϋ τά πει όλα. Είναι ό ’ίδιος ό σατανάς. Τί νά κάνω; Νά το, τό τσεκούρι μέ τό όποιο έκοψα τό δάκτυλο». 'Άρπαξε τό τσεκούρι καί πηγε πρός τό μέρος όπου ήταν τό κούτσουρο.
'Ο καλόγερος ύπηρεσίας εμφανίστηκε μπροστά του;
Θέλετε νά σάς κόψω ξύλα; Δώστε μου τό τσεκούρι καί θά τά κόψω άμέσως.
Τού τό έδωσε. Έπειτα μπήκε στό κελί. 'Η κοπέλα κοιμόταν ακόμη ξαπλωμένη στό κρεβάτι. Την κοίταξε κατατρομαγμένος. Πήγε στό διπλανό χώρισμα,πήρε τά χωριάτικα ρούχα, έβγαλε άπ’ τό κασελάκι τό ψαλίδι κι έκοψε τά μαλλιά του. Έπειτα,χωρίς νά τόν άντιληφθεϊ ό καλόγερος ύπηρεσίας, βγήκε έξω, πήρε τό μονοπάτι τής πλαγιάς τού βουνού καί τράβηξε γιά τό ποτάμι, όπου είχε νά πάει εδώ καί τέσσερα χρόνια.
Κατά μήκος τού ποταμού υπήρχε ένας δρόμος. Πήρε αύτό τό δρόμο καί περπάτησε μέχρι τό μεσημέρι, όταν άπόκανε άπ’ την κούραση καί μττήκε σ’ ένα χωράφι μέ αθέριστη σίκαλη. Ξάπλωσε νά ξαποστάσει. Τό βράδυ έφτασε κοντά σέ κάποιο χωριό πού βρισκόταν δίπλα στό ποτάμι. Δέν μπήκε στό χωριό, αλλά πήγε καί τρύπωσε σέ μιά χαράδρα στην άκρη τού ποταμού , όπου καί ξενύχτησε.
’Ηταν χαράματα τής άλλης μέρας, μίση ώρα πρίν βγει ό ήλιος. Τά πάντα ήταν γκρίζα καί σκοτεινά. Άπ’ τά δυτικά φυσούσε κρύος πρωινός άνεμος. «Ναί, πρέπει νά βάλω τέρμα στη ζωή μου. Δέν υπάρχει Θεός. Αλλά πώς ν’ αύτοκτονήσω; Μέ τί τρόπο; Νά πέσω στό ποτάμι νά πνιγώ. Ναί, αλλά ξέρω καλό κολύμπι καί δέ θά πνιγώ. Νά κρεμαστώ; Ναί, έχω τό ζωνάρι, μπορώ νά κρεμαστώ κάτω από κάποιο κλωνάρι δέντρου». Ή ιδέα ότι βρήκε τό μέσο γιά νά θέσει τέρμα στη ζωή του τόν τρόμαξε. ’Άρχισε νά προσεύχεται, όπως έκανε πάντα σέ στιγμές απελπισίας. Δέν είχε όμως σέ τί νά προσευχηθεί . Θεός δέν ύπηρχε πιά γι’ αύτόν. Καθόταν ξάπλα κατάχαμα στηριγμένος στούς αγκώνες. Ξαφνικά ένιωσε τό κεφάλι του νά γέρνει κάτω άπ’ τό ανυπόφορο βάρος τού ύπνου. Χωρίς νά τό καταλάβει άφησε τό κεφάλι νά άκουμπήσει σέ μιά πέτρα κι αποκοιμήθηκε άμέσως. Ό ύπνος δέν κράτησε παρά μιά στιγμή. Ξύπνησε άλαφιασμένος μην ξέροντας αν αύτά πού έβλεπε ήταν όνειρο ή κάποια παλιά άνάμνηση.
’Έβλεπε τόν εαυτό του μικρό παιδάκι στό σπίτι της μητέρας του στό χωριό. Στην εξώπορτα σταματάει μιά άμαξα καί κατεβαίνει ό θείος του Νικολάι Σεργκέεβιτς μέ μιά τεράστια μαύρη γενειάδα, σάν σκούπα, μαζί μέ την Πάσενκα, ένα αδύνατο κοριτσάκι, μέ μεγάλα εκφραστικά μάτια, πού έδειχνε φοβισμένο καί ντροπαλό . Καί νά, φέρανε την Πάσενκα στην παρέα των άγοριών γιά νά παίξουν. Τό κοριτσάκι είναι χαζούτσικο καί τά παιδιά άρχίζουν νά την κοροϊδεύουν. Κάποια στιγμή τήν υποχρεώνουν νά πέσει στό ποτάμι νά κολυμπήσει. Άύτή φοβάται, βάζει τά κλάματα καί τά άγόρια ξεκαρδίζονται στά γέλια. Τό άγαθό της βλέμμα ήταν τόσο δυστυχισμένο πού τή λυπηθηκε κατάκαρδα. Ό πατήρ Σεργκέι θυμήθηκε έπειτα πώς τήν ξανάδε τήν Πάσενκα. ’Ηταν πολλά χρόνια άργότερα, λίγο πρίν καλογερέψει. Είχε παντρευτεί μέ κάποιο τσιφλικά πού της έφαγε όλη τήν περιουσία καί τήν έδερνε γιά τό παραμικρό. Άπ’ τό γάμο της είχε άποκτήσει ένα γιό καί μιά κόρη. Ό γιός της πέθανε όταν ήταν άκόμη μικρός.
Ό πατήρ Σεργκέι θυμήθηκε πόσο δυστυχισμένη ήταν. Άργότερα τήν ξανάειδε όταν τόν έπισκέφτηκε στο μοναστήρι. Ήταν χήρα. Δεν είχε αλλάξει καθόλου. Ίσως νά μήν εδειχνε τόσο κουτή, αλλά σίγουρα ήταν τό ϊδιο άσήμαντη, κακομοιριασμένη κι άξιολύπητη. Είχε ερθει μαζί μέ τήν κόρη καί τόν άρραβωνιαστικό της. Εκείνη τήν εποχή λιμοκτονούσε κυριολεκτικά μιας καί δεν της είχε μείνει τίποτα άπ’ τήν περιουσία. Μετά από κάμποσο καιρό εμαθε ότι μένει σέ κάποια πόλη, πρωτεύουσα νομού καί ξενοδουλεύει γιά νά ζήσει. «Τί μοϋ ’ρθε τώρα καί τή σκέφτομαι;» άναρωτήθηκε. Κι όμως δέ σταμάτησε νά τή σκέφτεται. «Πού νά ’ναι άραγε ; Τί νά κάνει; Εξακολουθεί νά ’ναι δυστυχισμένη; Αλλά, γιατί τή σκέφτομαι; Τί μοϋ συμβαίνει; Πρέπει νά βάλω τέρμα στή ζωή μου». Καί πάλι τόν κυρίευσε ό τρόμος καί γιά νά γλιτώσει άπ’ τό άγχος τοϋ θανάτου άρχισε νά σκέφτεται τήν Πάσενκα.
’Έμεινε ώρες όλάκερες έτσι ξαπλωμένος, πότε νά σκέφτεται πώς πρέπει ν’ αύτοκτονήσει καί πότε νά αναρωτιέται πού νά βρίσκεται άραγε ή Πάσενκα, ή όποία όταν τόν έβλεπε τοϋ ’λεγε πώς αυτός τήν έσωσε. Τελικά κοιμήθηκε γιά τά καλά. Στόν ύπνο του είδε έναν άγγελο πού έμφανίστηκε άπ’ τούς ουρανούς λέγοντάς του: «Πήγαινε στήν Πάσενκα νά σοϋ πει τί πρέπει νά κάνεις, ποιά είναι ή άμαρτία πού ’κάνες καί πώς θά βρεις συγχώρηση».
Όταν ξύπνησε θεώρησε ότι τό όραμα ήταν άπό Θεού έμπνευση,χάρηκε κι άποφάσισε νά κάνει αύτό πού τοϋ μήνυσε ό άγγελος στόν ύπνο. ’Ήξερε σέ ποιά πόλη βρισκόταν ή Πάσενκα. ’Άν καί μακριά, τριακόσια περίπου βέρστια, ξεκίνησε άγόγγυστα γιά νά τή συναντήσει.
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο :
Ο ΠΑΤΗΡ ΣΕΡΓΚΕΙ - ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΙ
Μετάφραση: Λ. Πετσίνης Άπό τόν τόμο:
Ανθολογία Ρωσικής Κλασικής Πεζογραφίας, πρώτος τόμος, έκδ. «Γνώση»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου