ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Στό Μοναστήρι του πατρός Σεργκέι

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2017

Στό Μοναστήρι του πατρός Σεργκέι



Ο πατήρ Σεργκέι
Λέοντας Τολστόι (1828- 1910)
Δ’  Στό Μοναστήρι του πατρός Σεργκέι

'Ήταν άπόκριες κι είχαν περάσει έξι χρόνια άπό τότε πού ό πατήρ Σεργκέι είχε γίνει ερημίτης, όταν μιά εύθυμη παρέα, άντρες καί γυναίκες, άπό τή γειτονική πόλη, υστέρα άπό γερό φαγοπότι άποφάσισε νά κάνει βόλτα μέ τίς τρόικες. Στήν παρέα ήταν δυό δικηγόροι, ένας πλούσιος τσιφλικάς, ένας άξιωματικός καί τέσσερις γυναίκες. Ή μιά άπ’ αύτές ήταν γυναίκα τοΰ άξιωματικοΰ, ή άλλη τοΰ τσιφλικά, ή τρίτη ήταν άδερφή του κι ή τέταρτη ήταν χωρισμένη, πολύ πλούσια, όμορφη , γνωστή σ’ όλόκληρη τήν πόλη άπ’ τά ερωτικά σκάνδαλα καί τήν έκκεντρικότητά της.Ό καιρός ήταν θαυμάσιος κι ή διαδρομή ύπέροχη. Άφοΰ διήνυσαν δέκα περίπου χιλιόμετρα, σταμάτησαν κι άρχισαν νά αναρωτιούνται άν θά συνεχίσουν τη διαδρομή ή θά γυρίσουν στήν πόλη.Ποϋ όδηγει αυτός ό δρόμος; ρώτησε ή όμορφη διαζευγμένη κυρία πού τή λέγανε Μακόφκινα.
Στό Ταμπίνο. Απέχει μόλις δώδεκα χιλιόμετρα από δώ, απάντησε ένας άπ’ τούς δικηγόρους πού της έκανε κόρτε.
Καί πιό πέρα;
Πιό πέρα πάει στήν τοποθεσία Α’. Κι από κεϊ στό μοναστήρι.
Στό μοναστήρι τοΰ πατρός Σεργκέι;
Μάλιστα.
Πού δέν είναι άλλος από τόν κατά κόσμον Κασάτσκι;
Μάλιστα.
Κυρίες καί κύριοι! Πάμε στόν Κασάτσκι, τόν ώραϊο καλόγερο! Θά φάμε καί θά ξεκουραστούμε στή μονή.


Όμως δέ θά μπορέσουμε νά έπιστρέψουμε μέχρι τό βράδυ στά σπίτια μας.
Δέν πειράζει. Θά κοιμηθούμε στή μονή, παρέα μέ τόν Κασάτσκι.
Ή μονή έχει ευρύχωρο αρχονταρίκι. Τό ξέρω γιατί έχω ξαναπάει όταν ήμουνα συνήγορος τού Μάχιν.
Όχι, έγώ θά μείνω στό κελί τού Κασάτσκι.
Παρ’ όλη τήν παντοδυναμία σου, δέ θά τά καταφέρεις. Είναι άδύνατο!
Άδύνατο; Βάζουμε στοίχημα;
Μάλιστα. ’Άν ξενυχτήσεις μαζί του, θά κάνω ό,τι μοϋ ζητήσεις.
Απεριόριστα;
’Άν κερδίσεις, ναί. ’Άν χάσεις,επίσης θά κάνεις ό,τι σοϋ ζητήσω. ’Επίσης, απεριόριστα!
Συμφωνώ... Πάμε!
Πρόσφεραν κρασί στους αμαξάδες. ’Έπειτα όλοι άρχισαν νά τρώνε γλυκά καί νά δοκιμάζουν διάφορα ποτά. Οί γυναίκες τυλίχτηκαν μέ άσπρες γούνες από σκυλί, ένώ οΐ αμαξάδες συσκέπτονταν ποιός θά ξεκινήσει πρώτος, ώσπου ό πιό νέος άπ’ όλους σηκώθηκε όρθιος, χτύπησε τ’ άλογα μέ τό κνούτο καί βγάζοντας μιά κραυγή σάν νά ριχνόταν στή μάχη, όρμησε μπροστά μέ τήν τρόικά του. Τά κουδούνια τών αλόγων,τό ποδοβολητό καί τά εύθυμα ξεφωνητά δημιουργούσαν παραμυθένια ατμόσφαιρα. Κι όμως,παρά τήν παραμυθένια αυτή ατμόσφαιρα, ή Μακόφκινα σκεφτόταν τελείως διαφορετικά άπ’ ό,τι έδειχνε ή όψη της. «Τά’ίδια καί τά ’ίδια κακόγουστα κι άπαίσια πράγματα. Τά’ίδια χυδαία ξαναμμένα άπ’ τό κρασί πρόσωπα, πού βρωμοκοπούν Ιδρωτίλα καί τσιγαρίλα. Τά ’ίδια βρωμόλογα, οΐ ’ίδιες άπαίσιες σκέψεις μέ μόνιμο στόχο τήν ηδονή της σάρκας. Όλοι τους είναι εύχαριστημένοι καί πεπεισμένοι πώς αυτή είναι ή καλύτερη ζωή καί θέλουν νά τή συνεχίσουν ώς τό θάνατο. Έγώ τούς σιχαίνομαι, δέν τούς άντέχω άλλο. Θέλω κάτι πού νά τά έξαφανίσει άπό προσώπου γης όλα αύτά. Δέν ξέρω τί άκριβώς. ’Ίσως σάν αύτό πού ’γίνε στό Σαράτωφ,όπου μιά παρέα ξεκίνησε νά πάει εκδρομή στά βουνά,τούς έπιασε χιονοθύελλα καί πέθαναν όλοι άπ’ τό κρύο. ’Άραγε,τί θά ’καναν όλοι αύτοί άν μάς επιανε χιονοθύελλα; Πώς θά συμπεριφέρονταν; Ασφαλώς, σάν παλιάνθρωποι. Ό καθένας θά κοίταζε πώς θά σώσει τόν έαυτούλη του. Κι εγώ τό ϊδιο θά ’κανα. Αλλά,τουλάχιστον έγώ είμαι όμορφη. Κι αύτοί τό ξέρουν. Τί σόι καλόγερος είναι ό Κασάτσκι; Λές νά μην τόν ένδιαφέρουν πλέον οι όμορφες γυναίκες; Δέ μοϋ ’ρχεται νά τό πιστέψω. Απλώς προσποιείται. Μήπως τό ϊδιο δέν έκανε κι ό νεαρός ευελπης πού συνάντησα πέρσι τό φθινόπωρο; Μετά όμως γλυκάθηκε...».
Ίβάν Νικολάγιεβιτς! είπε κάποια στιγμή.
Διατάξτε! της απάντησε.
Πόσων χρονών είναι;
Ποιός;
Ποιός; Ό Κασάτσκι, καλέ!
Πάνω από σαράντα, μοϋ φαίνεται.
Καί δέχεται όποιον νά ’ναι;
Όποιον νά ’ναι, άλλά όχι πάντα.
Σέ παρακαλώ, σκέπασέ μου τά πόδια. ’Όχι έτσι βρέ άχάίρευτε! ’Έλα, βάλε καλά τίς γούνες κάτω άπ’ τά πόδια. Σοΰ είπα νά μοϋ τά τυλίξεις, όχι νά τά χαϊδέψεις.
Σέ λίγο έφτασαν στό δάσος όπου βρισκόταν τό κελί τοϋ πατρός Σεργκέι. Ή Μακόφκινα κατέβηκε άπ’ τήν τρόικα καί παρά τίς προσπάθειες τών άλλων νά τή μεταπείσουν έμεινε νά διανυκτερεύσει στή σπηλιά. Ό δικηγόρος Ίβάν Νικολάγιεβιτς κατέβηκε κι αύτός γιά νά δει τί θά κάνει ή Μακόφκινα,ή οποία άδιάφορη πηρε τό μονοπάτι πού όδηγοϋσε στή σπηλιά. Οί τρόικες ξεκίνησαν τρέχοντας καί σέ λίγο χάθηκαν στοϋ δρόμου τή στροφή.



Ε'
Ερημίτης
Έδώ κι έξι χρόνια ό πατήρ Σεργκέι ζοΰσε σάν ερημίτης, εντελώς αποκομμένος άπ’ τόν έξω κόσμο. Ήταν σαράντα έννιά χρονών. Ή ζωή πού έκανε ήταν φοβερά σκληρή, όχι μόνο έξαιτίας της νηστείας καί τών ατέλειωτων προσευχών, άλλά καί της διαπάλης πού γινόταν μέσα του καί δέν έλεγε νά σταματήσει. Ή διαπάλη είχε δυό βασικές αιτίες, τήν αμφιβολία καί τό σαρκικό πόθο. ’Ήταν σάν δυό εχθροί πού τόν πολεμούσαν πάντα ενωμένοι. Στήν πραγματικότητα όμως, δέν ήταν παρά μόνο ένας. Μόλις ξεπερνούσε τό α’ίσθημα της αμφιβολίας, έξαφανιζόταν κι ό σαρκικός πόθος. Αύτός όμως νόμιζε πώς ήταν δυό διαφορετικοί διαβόλοι καί κατέστρωνε σχέδια γιά ξεχωριστή αντιμετώπιση τού καθενός.
«Θεέ μου!», ικέτευε ό πατήρ Σεργκέι,«γιατί δέ μού δίνεις τήν πίστη; Ναί, είναι αλήθεια, τό σαρκικό πόθο μοϋ είναι πολύ δύσκολο νά τόν άποβάλω, αφού ακόμη κι ό άγιος Αντώνιος είχε τό ’ίδιο πρόβλημα. Άλλά τήν πίστη; Αύτός τήν είχε, ένώ έγώ ύπάρχουν στιγμές καί μέρες πού μέ εγκαταλείπει. Γιατί άφησες στόν κόσμο νά ύπάρχει ό πειρασμός; Πειρασμός; Μά, δέν είναι πειρασμός τό γεγονός ότι θέλω νά έγκαταλείψω τίς εγκόσμιες χαρές κι επιδιώκω νά βρώ ικανοποίηση έκεϊ πού δέν ύπάρχει τίποτα;». Μονολογώντας αύτή τή σκέψη αίσθάνθηκε τρόμο κι αηδία. «’Άτιμε αμαρτωλέ! Κι ύστερα θέλεις νά γίνεις άγιος», άρχισε νά καταριέται τόν εαυτό του κι άμέσως πηρε στή σειρά τίς προσευχές γιά τίς ανάλογες περιστάσεις.
Κάποια στιγμή, χωρίς νά τό θέλει άναρωτήθηκε! «’Άραγε αυτή ή σπηλιά θά ’ναι ό τάφος μου;». Καί σάν ν’ ακούσε τή φωνή του σατανά: «Έδώ θά πεθάνεις, εδώ θά σέ φάνε τά σκουλήκια. Όλα όσα κάνεις είναι σκέτη ύποκρισία!». Τρόμαξε καί προσπάθησε νά βρει τήν ηρεμία του. Δέν τά κατάφερε. Στή σκέψη του εμφανίστηκε ολοζώντανη ή όμορφη χήρα μέ τήν οποία πλάγιαζε όταν ήταν νεαρός άξιωματικός. Σηκώθηκε αλαφιασμένος κι άρχισε νά προσεύχεται καί νά σταυροκοπιέται μέχρι πού τόν έγκατέλειψαν οι δυνάμεις. Ανήμπορος, μέ τήν ψυχή στά δόντια, ξάπλωσε στό άχερόστρώμα νά συνέλθει. Έκεϊ τόν βρήκε ό υπνος. Στόν ύπνο του ακούσε κουδούνια καί χλιμιντρίσματα αλόγων. Όταν σέ λίγο ξύπνησε δέν ήξερε αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Ξαφνικά ακούσε νά χτυπάει ή πόρτα. Ξύπνησε γιά τά καλά καί έντρομος πετάχτηκε όρθιος, νομίζοντας πώς έχει εφιάλτες. ’Ακολούθησε σύντομη αλλά απόλυτη σιγή. Ή πόρτα όμως ξαναχτύπησε σέ λίγο κι επιπλέον σάν νά ’κουσε καί μιά γυναικεία φωνή.
«Χριστέ καί Παναγιά! Νά ’ναι άραγε αλήθεια αυτό πού διάβασα στους “Βίους τών αγίων” ότι ό σατανάς μεταμορφώνεται σέ γυναίκα;... Ναί, είναι γυναικεία φωνή. Μιά ώραία, γλυκιά κι ευχάριστη φωνή. Φτού σου, σατανά!». ’Έφτυσε μέ αηδία κι άποτραβήχτηκε σέ μιά γωνιά τής σττηλιάς, γονάτισε κι άρχισε νά προσεύχεται. Δέν άκουγε όμως τίς προσευχές πού έλεγε, γιατί όλη του ή προσοχή ήταν συγκεντρωμένη γιά νά ακούσει τί γίνεται έξω απ’ τήν πόρτα. ’Επικρατούσε άπόλυτη ήσυχία. Μόνο ό θόρυβος πού έκαναν οί σταλαγματιές πού έπεφταν μέσα στή σπηλιά άκουγόταν. Αλλά ξαφνικά ή πόρτα ξαναχτύπησε δυνατά κι ακούστηκε ή ’ίδια γλυκιά καί γεμάτη αγωνία γυναικεία φωνή:
 Άνοΐξτε μου, σάς παρακαλώ! Γιά όνομα τοϋ Θεού, άνοΐξτε!...
Τοϋ φάνηκε πώς όλο τό αίμα του μαζεύτηκε στήν καρδιά κι έμεινε εκεί. Μέ δυσκολία μπορούσε νά άναπνεύσει. Συνέχισε νά προσεύχεται.
Γιά όνομα τού Θεού, άνοΐξτε! Δέν είμαι ό σατανάς. Είμαι μιά αμαρτωλή γυναίκα πού έχασε τό δρόμο. Πάγωσα απ’ τό κρύο καί σάς παρακαλώ νά μοϋ προσφέρετε στέγη.
Ό πατήρ Σεργκέι κόλλησε τό πρόσωπό του πάνω στό μικρό τζάμι της πόρτας. Όμως δέν μπόρεσε νά δει τίποτα γιατί τό τζάμι αντανακλούσε τό φώς τού καντηλιού. ’Έβαλε τίς παλάμες του σάν παρωπίδες καί κοίταξε έξω. Παρά τήν καταχνιά διέκρινε τά δέντρα καί δεξιά μιά γυναικεία μορφή. Ναί, είδε μιά γυναίκα ντυμένη μέ χοντρή άσπρη γούνα καί γούνινο καπέλο. Τό πρόσωπό της ήταν πολύ ώραΐο κι είχε γλυκιά έκφραση. ’Έδειχνε όμως τρομαγμένη καί μέ τό βλέμμα της τόν ικέτευε νά της ανοίξει. Κάποια στιγμή τά βλέμματά τους συναντήθηκαν κι άναγνωρίστηκαν, όχι γιατί είχαν ξανασυναντηθεϊ, αλλά έπειδή κι οΐ δυό ένιωσαν ένα α’ίσθημα συμπόνιας κι αλληλοκατανόησης. Εκείνη τή στιγμή δέν ήταν πλέον δυνατόν νά πιστεύει πιά πώς αύτή ή καλοκάγαθη, πανέμορφη καί γλυκιά γυναίκα μπορούσε νά ’ναι ό μεταμφιεσμένος σατανάς.
 Ποιά είσαι; Τί θέλεις; τή ρώτησε.
’Άνοιξε, σέ παρακαλώ! Φτάνει, μή μέ ταλαιπωρείς άλλο! τοϋ είπε μέ προστακτικό ύφος. Πάγωσα άπ’ τό κρύο. Σοϋ είπα ότι έχασα τό δρόμο και περιπλανύθηκα στό δάσος.
Δεν μπορώ, εγώ είμαι ερημίτης ασκητής.
Καί τί μ’ αύτό; ’Έλα άνοιξε, χριστιανέ μου! Μήπως είναι χριστιανική πράξη νά μ’ άφήσεις νά πεθάνω άπ’ τό κρύο, ένώ έσύ θά προσεύχεσαι;
Μά, πώς...
Δέ θά σέ φάω, βρέ άνθρωπε τοΰ Θεοΰ. Χριστός καί Παναγιά, άσε με νά μπώ. Ξεπάγιασα, σοϋ λέω!
Είχε αρχίσει νά φοβάται. Τά τελευταία αύτά λόγια τά είπε σχεδόν κλαίγοντας.
Τί κάθεσαι, άνοιξέ μου,γιά όνομα τού Θεού! Ξεπάγιασα. Έσύ προσεύχεσαι γιά τή σωτηρία της ψυχής σου καί μιά άλλη ψυχή δίπλα σου χάνεται έξαιτίας σου...
Ό πατήρ Σεργκέι τράβηξε τό σύρτη κι έσπρωξε τήν πόρτα τόσο δυνατά πρός τά έξω, έτσι πού χτύπησε τή γυναίκα κατάμουτρα.
’Άχ,τί έκανα, μέ συγχωρεϊτε, κυρία μου! είπε ξαναβρίσκοντας τόν παλιό καλό του τρόπο συμπεριφοράς πρός τίς γυναίκες.
Ή Μακόφκινα χαμογέλασε μόλις ακούσε τό ευγενικό «μέ συγχωρεϊτε». «Δέν είναι καί τόσο φοβερός, όσο τόν παρουσιάζουν», είπε μέσα της.
Δέν πειράζει. ’Εγώ πρέπει νά σάς ζητήσω συγνώμη γιατί σάς ανησύχησα τέτοια ώρα, τοϋ απάντησε ή Μακόφκινα πλησιάζοντάς τον. Ποτέ δέ θά τολμούσα νά σάς ενοχλήσω, άν δέ συνέβαινε νά χαθώ στό δάσος...
Όρίστε, περάστε, είπε ό έρημίτης.
Τό ισχυρό, αλλά έκλεκτό γυναικείο άρωμα πού φόραγε , γέμισε τή σττηλιά καί τόν ζάλισε, αφού χρόνια καί χρόνια είχε νά όσφριστεϊ τέτοια μυρωδιά.
Ή Μακόφκινα καθόταν ακίνητη κι από πάνω της έτρεχε ποτάμι τό νερό άπ’ τό χιόνι πού είχε σκεπάσει τή γούνα καί τίς μπότες της. Τόν κοίταζε μέ περιέργεια καί τό βλέμμα της χαμογελούσε αγαθά.
 Μέ συγχωρεϊτε πού αναστάτωσα τή μοναξιά σας καί μάλιστα τέτοια ώρα,τού είπε. Όπως βλέπετε, είμαι σέ κακά χάλια. Είχα πάει έκδρομή μέ μιά παρέα κι έβαλα στοίχημα ότι μπορώ νά πάω μόνη μου άπ’ τή Βορομπιόφκα στήν πόλη, αλλά έχασα τό δρόμο, περιπλανήθηκα στό δάσος κι εύτυχώς πού βρήκα τό κελί σας...
Ή έκφραση τού ερημίτη τή φόβισε καί σταμάτησε νά άραδιάζει τά ψέματα πού ’χε επινοήσει. ’Αλλιώς τόν φανταζόταν κι αλλιώς τόν βρήκε. Δέν ήταν τόσο ώραϊος όπως έλεγαν, άλλά αύτή τόν έβρισκε υπέροχο. ’Έμοιαζε σάν άγιος άπ’ τίς εικόνες μέ τά κατσαρά μαλλιά καί τά γένια του πού γκριζόφερναν,τή λεπτή μεγάλη μύτη καί τά πυρωμένα του μάτια σάν δυό αναμμένα κάρβουνα πού τήν κεραυνοβολούσαν όταν κάρφωνε πάνω της τό βλέμμα.
Ό πατήρ Σεργκέι κατάλαβε ότι τού λέει ψέματα, άλλά προσποιήθηκε ότι τήν πιστεύει.
Τί νά γίνει, συμβαίνει,τής είπε καί τήν κοίταξε κατάματα .
’Έπειτα έσκυψε τό βλέμμα του καί πρόσθεσε βαριά: ’Εγώ θά πάω στό βάθος τής σπηλιάς. Έσεϊς θά μείνετε έδώ πού είστε...
’Άφησε τή λάμπα στό τραπεζάκι, άναψε ενα κερί καί ττηγε στό διπλανό χώρισμα, κλείνοντας πίσω του μιά σανιδένια πόρτα. Ακούστηκε θόρυβος από διάφορα αντικείμενα πού έσερνε ό ερημίτης κι ή Μακόφκινα σκέφτηκε: «Ασφαλώς θά άμπαρώνει την πόρτα, μην τυχόν μπω μέσα!». ’Έβγαλε τη γούνα,τό σκούφο καί τίς μπότες κι άρχισε νά χτενίζει στά γρήγορα τά μαλλιά της. Ή βροχή δέν είχε διαπεράσει τή γούνα κι ούτε είχε παγώσει απ’ τό κρύο, όπως ισχυρίστηκε στόν ερημίτη. Απλώς, έκανε πώς πάγωσε έτσι ώστε νά τή λυττηθεΐ καί νά της ανοίξει. Πρίν μπει μέσα δέν πρόσεξε πού πάταγε καί τό αριστερό της πόδι μπήκε σέ μιά λακκούβα γεμάτη λασπόνερα. ’Ήταν τόσο βαθιά ώστε ή μπότα γέμισε νερά καί τό πόδι της βράχηκε μέχρι τό γόνατο. Κάθισε στό ξύλινο κρεβάτι, έβγαλε τίς κάλτσες κι άρχισε νά τρίβει τά πόδια της γιά νά συνέλθουν απ’ τό κρύο καί τό μούδιασμα. Τό κελί της φάνηκε υπέροχο. Ήταν πεντακάθαρο κι άστραφτε σάν καθρέφτης. Στό μικρό δωματιάκι δέν ύπηρχε παρά τό φτωχικό ξυλοκρέβατο καί στόν τοίχο ένα ράφι μέ βιβλία. Στήν πόρτα ήταν κάμποσα καρφιά άπ’ όπου κρέμονταν μιά γούνα καί τά καλογερίστικα ράσα. Πάνω άπ’ τήν πόρτα ήταν κρεμασμένη ή εικόνα τού Χριστού καί μπροστά της τρεμόσβηνε τό καντήλι. Στό κελί επικρατούσε μιά περίεργη μυρωδιά, κάτι σάν καμένο λάδι, ιδρωτίλα καί χωματίλα. Όλα τής άρεσαν. ’Ακόμα κι αυτή ή μυρωδιά.
Τά πόδια της είχαν μελανιάσει άπ’ τό κρύο, άλλά αυτό δέν τήν ενοχλούσε. Μέσα της ήταν χαρoύμεvη, όχι μόνο γιατί είχε κερδίσει τό στοίχημα, άλλά κυρίως γιατί είχε καταφέρει νά προκαλέσει άναταραχή σ’ αύτόν τον υπέροχο,παράξενο κι έλκυστικό καλόγερο. «Δέν πειράζει πού μέ αποφεύγει... ’Άσε και θά δούμε...», είπε μέσα της.
Πάτερ Σεργκέι! Πάτερ Σεργκέι! ’Έτσι δέ σάς λένε;
Τι θέλετε; απάντησε ό καλόγερος ήρεμα.
Μέ συγχωρεϊτε πού διατάραξα τήν ήσυχία σας. Βρέθηκα όμως σέ μεγάλη άναγκη. ’Άν δέν έβρισκα τό κελί σας, θά άρρωστούσα άπ’ τό κρύο. Καί τώρα δέν αισθάνομαι καλά. Βράχηκα σάν παπί καί τά πόδια μου είναι παγωμένα.
Μέ συγχωρεϊτε, άλλά δέν μπορώ νά σάς βοηθήσω σέ τίποτε, τής άπάντησε μέ τήν ’ίδια ήρεμη φωνή.
Δέ θέλω νά σάς ένοχλήσω. Θά μείνω μέχρι νά φέξει.
Ό πατήρ Σεργκέι δέν τής άπάντησε. Τόν ακούσε κάτι νά μουρμουρίζει, μάλλον θά προσευχόταν.
Μήπως θά ξανάρθετε έδώ; ρώτησε χαμογελώντας. ’Όχι γιά τίποτε άλλο, άλλά θέλω νά γδυθώ γιά νά στεγνώσω τά ρούχα μου.
Καί πάλι δέν τής άπάντησε. Σήκωσε όμως τόν τόνο τής φωνής του, έτσι ώστε ήταν πιά φανερό ότι προσευχόταν .
«Κι όμως είναι άνθρωπος», σκέφτηκε ένώ προσπαθούσε νά βγάλει άπό πάνω της μιά στενή μπλούζα. Τής φαίνονταν όλα τόσο κωμικά, ώστε άρχισε άθελά της νά γελάει. ’Ήξερε πώς ό καλόγερος άκούει τό γέλιο της καί άκριβώς γι’ αύτό, σχεδόν αυθόρμητα, άρχισε νά χαχανίζει δυνατά, θέλοντας έτσι νά κεντρίσει τό ναρκωμένο άνδρικό του πάθος.
«Ναί, είναι ένας άντρας πού τόν ερωτεύεσαι εύκολα. Τί μάτια! Τί έκφραση άπλή, άδολη, ευγενική και καθάρια! Δεν εχει σημασία πού μουρμουρίζει συνέχεια προσευχές», σκέφτηκε. «Μιά γυναίκα ποτέ δέν κάνει λάθος. Άπ’ τή στιγμή πού μέ εϊδε πίσω απ’ την πόρτα μέ γνώρισε καί μέ κατάλαβε. Τό βλέμμα του προδίνει τό ανικανοποίητο πάθος. Τού άρεσα καί μέ ποθεί. Ναί,μέ ποθεί!». Γιά νά βγάλει τίς κάλτσες,έπρεπε πρώτα νά λύσει τίς καλτσοδέτες καί νά σηκώσει τη φούστα.
 Σάς παρακαλώ, μην έρχεστε εδώ, μιά στιγμή! τού είπε δήθεν ντροπαλά.
Ό καλόγερος δέν τής απάντησε. Συνέχισε τό μονότονο μουρμουρητό, άλλά ακούστηκε κι ένας θόρυβος από κάποιες κινήσεις. «Φαίνεται πώς κάνει μετάνοιες», σκέφτηκε. «’Άδικα όμως. Εμένα σκέφτεται. Όπως κι εγώ αυτόν σκέφτομαι. Μπροστά του θά ’χει ασφαλώς αύτά τά πόδια», είπε μέσα της βγάζοντας τίς βρεγμένες κάλτσες. ’Έπειτα άνέβηκε στό ξυλοκρέβατο, κουλουριάστηκε γιά νά ζεσταθεί κι άγκάλιασε μέ τά χέρια τά γόνατά της. Σ’ αύτή τή στάση έμεινε κάμποσο κοιτάζοντας σκεφτική μπροστά της.
’Έπειτα σηκώθηκε,ττήγε κοντά στή σόμπα κι άπλωσε τίς κάλτσες νά στεγνώσουν. Ξαναγύρισε στό κρεβάτι καί κάθισε ανακούρκουδα. Στό διπλανό χώρισμα επικρατούσε νεκρική σιγή. Κοίταξε τό ρολόγι πού ’χε κρεμασμένο στό λαιμό. Ήταν δύο. «Ή παρέα θά ’ρθει γύρω στίς τρεις, σκέφτηκε. Δέ μοϋ μένει παρά μιά ώρα».
«Μά τί, θά κάθομαι εδώ μόνη μου, σάν κούκος; ’Ά, όχι κι έτσι! Θά τόν φωνάξω νά ’ρθει αμέσως!». ’Άρχισε νά φωνάζει:
Πάτερ Σεργκέι! Πάτερ Σεργκέι! Σεργκέι Ντίτριτς, πρίγκιπα Κασάτσκι!
Δέν πηρε απόκριση.
Άκοϋστε, αυτό πού κάνετε είναι σαδισμός. Δέν θά σάς καλοϋσα άν δέν αισθανόμουνα ανάγκη. Είμαι άρρωστη. Δέν ξέρω τί μοϋ συμβαίνει, είπε κλαψιάρικα. ’Άχ, άχ! άρχισε νά βογγάει κι έπεσε άπ’ τό κρεβάτι.
Περίεργο κι όμως εκείνη τή στιγμή ένιωθε σάν νά είχε χάσει τίς δυνάμεις της καί νά πόναγε όλόκληρο τό κορμί της.
 Σάς παρακαλώ, βοηθήστε με! Δέν ξέρω τί έχω. ’Άχ, άχ!
Ξεκούμπωσε τήν μπλούζα, άποκάλυψε τά στήθη κι άφησε νά τής πέσουν σάν ξερά τά χέρια.
Όλο αύτό τό διάστημα ό πατήρ Σεργκέι καθόταν στό χωρισματάκι καί προσευχόταν. Είχε άραδιάσει όλες τίς νυχτερινές προσευχές πού ήξερε καί μή έχοντας άλλες, καθόταν όρθιος καί τρέμοντας σύγκορμα μουρμούριζε: «Κύριε ’Ιησού Χριστέ,Θεέ μου παντοδύναμε, άπάλλαξέ με άπ’ τόν πειρασμό...».
Τά είχε άκούσει όλα. Είχε ακούσει τό θόρυβο πού έκανε τό μεταξωτό φόρεμα όταν τό ’βγάζε. Είχε άκούσει τά βήματα πού ’κάνε ξυπόλητη καί τούς αναστεναγμούς όταν έτριβε τά πόδια της. Καταλάβαινε πώς είναι άδύναμος καί μπορούσε νά ένδώσει στόν πειρασμό, γι’ αύτό καί προσευχόταν αδιάκοπα. Αισθανόταν ακριβώς τό ’ίδιο όπως ό ήρωας τού παραμυθιού τόν όποιο ανάγκαζαν νά περπατάει χωρίς νά κοιτάζει πίσω. ’Έτσι καί ό πατήρ Σεργκέι άκουγε, αισθανόταν κι έβλεπε πώς ό πειρασμός βρίσκεται δίπλα του καί πώς ό μόνος τρόπος νά γλιτώσει ήταν νά μήν κοιτάξει ούτε μιά στιγμή πρός τό μέρος της. Ξαφνικά όμως ένιωσε την ανάγκη νά τη δεί. Εκείνη τη στιγμή την ακουσε νά τοΰ λέει:
Νά ξέρετε,συμπεριφέρεστε απάνθρωπα. Έγώ πεθαίνω κι εσείς αδιαφορείτε!
«Ναί, θά πάω, αλλά θά κάνω σάν εκείνο τόν καλόγερο πού μέ τό ένα χέρι έπιανε την αμαρτωλή γυναίκα καί μέ τ’ άλλο τ’ αναμμένα κάρβουνα. Ναί, αλλά έγώ δέν έχω κάρβουνα». Κοίταξε γύρω του. Είδε τή λάμπα. ’Έβαλε τό χέρι πάνω απ’ τή φλόγα καί στραβομουτσούνιασε άπ’ τό κάψιμο, αλλά ήταν αποφασισμένος νά άντέξει τόν πόνο. Μάλιστα τοΰ φάνηκε πώς δέ νιώθει πιά πόνο, ώσπου ξαφνικά ήταν τόσο μεγάλο τό έγκαυμα πού έπαθε, ώστε τράβηξε απότομα τό χέρι άπ’ τή φλόγα κι άρχισε νά τό φυσάει άπελπισμένα. «’Όχι, όχι, δέν μπορώ νά τό κάνω αυτό», είπε τρίζοντας τά δόντια άπ’ τόν πόνο.
Γιά όνομα τοΰ Θεοΰ! ’Ελάτε, βοηθήστε με, πεθαίνω ! ’Άχ, πεθαίνω! άκούστηκε ή άπελπισμένη φωνή της.
«Δέ θά ύποκύψω στόν πειρασμό! Θά τό δεις!», είπε μέσα του κι άπάντησε όσο μπορούσε πιό ήρεμα:
’Έρχομαι, άμέσως.
’Άνοιξε τήν πόρτα καί χωρίς νά τήν κοιτάξει πήγε κατευθείαν στό κούτσουρο όπου έκοβε τά ξύλα κι άρπαξε τό τσεκούρι. ’Έβαλε τό μικρό του δάκτυλο στό κούτσουρο καί μέ μιά τσεκουριά τό ’κόψε σάν πελεκούδι. Τό δάκτυλο κύλησε στό πάτωμα, κάνοντας τόν ’ίδιο κρότο όπως καί τά ξυλαράκια. Ό καλόγερος δέν πολυκατάλαβε τί έκανε γιατί ένιωσε ένα φοβερό πόνο νά τόν σουβλίζει, ενώ τό αίμα άρχισε νά πηδάει ορμητικά. Τύλιξε τό χέρι στό ράσο,τό πάτησε στό γοφό για νά σταματήσει την αιμορραγία καί ττήγε κοντά στη γυναίκα.
Τί έχετε; τή ρώτησε σκύβοντας πάνω της μέ μισόκλειστα μάτια.
Εκείνη κάρφωσε τό βλέμμα στό κάτωχρο πρόσωπό του, μέ εμφανείς τούς σπασμούς στό αριστερό μάγουλο άπ’ τόν τρομερό πόνο καί ξαφνικά ντράπηκε. Πετάχτηκε άπ’ τό κρεβάτι, άρπαξε τή γούνα καί τυλίχτηκε.
Νά, μου ήρθε άσχημα... κρύωσα φαίνεται... καί... πάτερ Σεργκέι... έγώ...
Τήν κοίταξε μ’ ένα βλέμμα πού έκφραζε συμπόνια κι αγαθότητα καί της είπε μέ σβησμένη φωνή:
’Αγαπημένη μου αδερφή,γιατί θέλετε νά μαγαρίσετε τήν αθάνατη ψυχή σας; Οι πειρασμοί έρχονται στόν κόσμο, αλλά ούαί καί αλίμονο σέ κείνον πού τούς προάγει... Ό Θεός νά σάς συγχωρέσει γιά τή μεγάλη αμαρτία πού πήγατε νά κάνετε...
Τόν άκουγε καί τόν κοίταζε έντρομη. Ξαφνικά άκουσε κάτι νά στάζει. Κοίταξε προσεκτικά κι είδε νά τρέχει τό αίμα σταγόνα σταγόνα άπ’ τό χέρι πού ήταν τυλιγμένο μέ τό ράσο.
 Τί τό κάνατε τό χέρι σας;
Θυμήθηκε τό θόρυβο τής τσεκουριάς πού είχε ακούσει. ’Αμέσως άρπαξε τή λάμπα καί πήγε πρός τό μέρος όπου βρισκόταν τό κούτσουρο. ’Έντρομη αντίκρισε τό κομμένο δάχτυλο πεταμένο κάτω σάν σκουπίδι. Κατάχλωμη γύρισε κοντά του, θέλοντας κάτι νά τοΰ πει, άλλά ό πατήρ Σεργκέι τής γύρισε τίς πλάτες, ττήγε στό διπλανό χώρισμα κι έκλεισε τήν πόρτα.
Μέ συγχωρεΐτε, πάτερ. Έλεος! Πώς μπορώ νά ξεπληρώσω την αμαρτία στην όποία υπέπεσα;
Νά φύγετε! τής απάντησε ό καλόγερος.
Αφήστε με νά σάς δέσω την πληγή.
Φύγετε! Φύγετε από δώ!
Ντύθηκε βιαστικά χωρίς νά βγάλει άχνα. Μόλις φόρεσε καί τη γούνα κάθισε στό σκαμνί σάν νά περίμενε κάτι. Σέ λίγο, έξω άπ’ τό κελί ακούστηκαν τά κουδούνια τών αλόγων τής τρόικας.
Πάτερ Σεργκέι, σάς παρακαλώ, συγχωρέστε με.
Φύγετε. Ό Θεός νά σάς συγχωρέσει.
Πάτερ Σεργκέι, μετάνιωσα γιά ό,τι έκανα. Σάς όρκίζομαι ότι θά άλλαξω τρόπο ζωής.
Φύγετε!
Συγχωρέστε με καί δώστε μου τήν εύλογία σας.
Στ’ όνομα τού Πατρός, τού ΥΙοΰ καί τού Αγίου Πνεύματος. Φύγετε!
’Έβαλε τά κλάματα, άνοιξε τήν πόρτα τής σπηλιάς κι έφυγε. Ό δικηγόρος τήν περίμενε ανήσυχος.
Βλέπω ότι έχασα τό στοίχημα, τής είπε μόλις τήν είδε. Τί θέλεις νά κάνω; ’Έλα. Πού θέλεις νά κάτσεις;
Μοϋ είναι αδιάφορο, τού απάντησε ξερά.
Έκατσε δίπλα του. Ή τρόικα ξεκίνησε καί μέχρι νά φτάσουν στήν πόλη δέν έβγαλε μιλιά.
Ένα χρόνο αργότερα κουρεύτηκε καί πήγε καί κλείστηκε σ’ ένα μακρινό μοναστήρι,ύπακούοντας στό λόγο τού έρημίτη Αρσενίου πού έγινε καί πνευματικός της πατέρας, ό όποιος καί τής έγραφε πού καί πού.

Εισαγωγή  και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο :
Ο ΠΑΤΗΡ ΣΕΡΓΚΕΙ - ΛΕΩΝ ΤΟΛΣΤΟΙ
Μετάφραση: Λ. Πετσίνης Άπό τόν τόμο:
Ανθολογία Ρωσικής Κλασικής Πεζογραφίας, πρώτος τόμος, έκδ. «Γνώση»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία, επιμέλεια κειμένων και εικόνων έγινε απο τόν Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/


Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |