Πρόλογος
O Κύριος αποδοκιμάζει την προσευχήν, την ελεημοσύνην, την νηστείαν και παν καλόν έργον, όπερ τελείται «έμπροσθεν των ανθρώπων» εν υποκρίσει και αποβλέπει εις την παρ’ αυτών δόξαν. Ο Πατήρ ημών ο ουράνιος, «ο εν τω κρυπτώ …» και «βλέπων εν τω κρυπτώ», δεν ευαρεστείται εις παρομοίας πράξεις (Ματθ. στ’ 1‐18). Ουχί δε μόνον ο λόγος του Θεού εντέλλεται να αποκρύπτωμεν την εσωτερικήν ημών ζωήν από των αλλοτρίων οφθαλμών, αλλά και το υγιές πνευματικόν ένστικτον, ώσπερ «κατηγορική τις προσταγή», απαγορεύει την παραβίασιν του μυστικού της ψυχής της παρισταμένης ενώπιον του Θεού. Η προσευχή της μετανοίας ενώπιον του Υψίστου συνιστά τον πλέον ενδόμυχον χώρον του πνεύματος ημών. Εκ τούτου γεννάται η επιθυμία να παραμείνωμεν κεκρυμμένοι είς τι μέρος, υπό την γην, ούτως ώστε ουδείς να βλέπη ή να ακούη ημάς, αλλά το παν να διαμείβηται μόνον μεταξύ του Θεού και της ψυχής. Κατ’ αυτόν τον τρόπον έζων τας πρώτας δεκαετίας της μετανοίας μου ενώπιον του Κυρίου. Εκ της πικράς μου πείρας πολλάκις εδιδάχθην ότι είναι απαραίτητον να αποφεύγωμεν και αυτήν εισέτι την επιστροφήν προς ημάς αυτούς, άλλως αποβαίνωμεν θύματα του πνεύματος της κενοδοξίας ή της αυταρεσκείας. Δια τας κινήσεις αυτάς της καρδίας ημών υφιστάμεθα την υπό του Θεού εγκατάλειψιν.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου