ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'
ΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΣ
ΓΝΗΣΙΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ
α) 'Ορισμός τής
ταπεινοφροσύνης
«Τοΰτο είναι ταπεινοφροσύνη,
όταν τις είναι μέγας και τα πεινώ νη τον έαυτόν του» (Χρυσ. περί Μετάνοιας όμ.
Β'). ’Επί τή βάσει τοϋ ορισμού αύτοΰ λέγομεν, ότι την ταπεινοφροσύνην είς τον άπόλυτον βαθμόν
είχε μόνον ό Κύριος, διά τον όποιον ό Εύαγγελιστής Ιωάννης λέγει «είδώς ό Ιησούς,
ότι πάντα δέδωκεν αύτώ ό Πατήρ είς τάς
χεϊρας, καί ότι άπό Θεού έξήλθε καί προς
τον Θεόν ύπάγει...», ένιψε τούς πόδας τών μαθητών. Δηλαδή ό ’Ιησούς, μολονότι
εΐχεν έπίγνωσιν τού θεοπρεποΰς μεγαλείου του... έν τούτοις ύπηρέτησεν ήδη τούς
μαθητάς του ώς δούλος.
Έκ τού κεφαλαίου αύτού
τού Ίωάννου άντλούμεν καί τα λοιπά στοιχεία, διά τών όποιων βεβαιούται καί
όλοκληρούται ό ορισμός τής ταπεινοφροσύνης. Ταύτα ύπογραμμίζει ό Κύριος
έρμηνεύων προς τούς μαθητάς μετά τον νιπτήρα καί άναλύων τήν πράξιν του.
1. «Γινώσκετε τί πεποίηκα
ύμΐν; ύμεΐς φωνεΐτε με (= με φωνάζετε) ό Κύριος καί ό Διδάσκαλος, καί καλώς
λέγετε είμί γάρ (= διότι είμαι πράγματι). Εί ουν (= εάν λοιπόν) έγώ ένιψα ύμών
τούς πόδας, ό Κύριος καί ό Διδάσκαλος, καί ύμεΐς οφείλετε άλλήλων νίπτειν τούς
πόδας». To περί νίψεως τών ποδών παράγγελμα έχει εύρυτάτην έννοιαν και
«σημαίνει να μή άποφεύγωμεν ούδέ τάς εύτελεστέρας και ταπεινωτικωτέρας
ύπηρεσίας» προς τον πλησίον. Έκ τών άνωτέρω προκύπτει τό πρώτον στοιχεΐον τής
ταπεινοφροσύνης, ώς ορίζει τούτο ό ιερός Χρυσόστομος, «Να είναι κανείς μέγας
καί να ταπεινοΰται». 'Όσον δε τις είναι ύπεροχώτερος καί δσον περισσότερον
συγκαταβαίνει, επί τοσοΰτον προσεγγίζει προς τον αληθή δρον τής
ταπεινοφροσύνης.
2. «Υπόδειγμα γάρ έδωκα
ύμΐν, ΐνα καθώς έγώ έποίησα ύμΐν καί ύμεϊς ποιήτε». Ό ιερός Χρυσόστομος
έρμηνεύων τον στίχον αύτόν έπισημαίνει τάς διαφοράς μεταξύ τού Κυρίου καί ημών
λέγων. «Αύτός μεν γάρ Διδάσκαλος καί Κύριος, ημείς άλλήλων όμόδουλοι». Επομένως
τό «καθώς έγώ... οΰτω καί ύμεϊς» έρμηνευτέον «μετά τής αύτής σπουδής», δηλαδή
μετά τού αύτοϋ ζήλου, προθυμίας καί φιλοτιμίας (ώς έρμηνεύει την λέξιν «σπουδή»
ό Σ. Βυζάντιος). Υπογραμμίζεται δηλαδή έδώ, ή άξια τής προθέσεως, τού ελατηρίου
ύπό τού όποιου κινούμενος θά συμπεριφέρεται κάποιος ταπεινά. Ποιον ύπήρξε τό
έλατήριον τής καταπληκτικής αύτής πράξεως τού Κυρίου προλαβών ό Εύαγγελιστής
έδήλωσε λέγων «άγαπήσας τούς ίδιους (= τούς ίδικούς του) τούς έν τώ κόσμω, εις
τέλος ήγάπησεν αύτούς, (= έδειξεν είς αύτούς τελείαν, θερμήν άγάπην), καί
δείπνου γενομένου....» προέβη είς τον νιπτήρα. "Ωστε «ύπόδειγμα τής έν
άγάπη ταπεινώσεως έδωκα ύμΐν διά τής τοιαύτης πράξεως» (Ζιγαβηνός). Τό δεύτερον
λοιπόν συστατικόν στοιχεΐον τής άληθοΰς ταπεινοφροσύνης είναι, ότι αΰτη πρέπει νά έχη ώς κίνητρον την άγάπην.
«Διά τής άγάπης δουλεύετε άλλήλοις», ώς και ό Παύλος λέγει (Γαλ. ε' 14).
"Οπως δε ή άγάπη, οϋτω και ή ταπεινοφροσύνη πρέπει να δεικνύεται ού μόνον
προς τούς οικείους, άλλα προς πάντας, άκόμη καί προς τούς εχθρούς. Αύτήν την
εντολήν είχον οι ταπεινοί άνέκαθεν «’Ακούσατε ρήματα Κυρίου οί τρέμοντες τον
λόγον αύτοΰ (δηλ. σείς οί ταπεινοί)· είπατε άδελφοί ημών, τοΐς μισοϋσιν ύμάς
καί βδελυσσομένοις (= προσφωνήσατε άδελφούς αύτούς πού σάς μισούν καί σάς
σιχαίνονται)» (Ήσ. ξς' 5).
3. Εί ταύτα οΐδατε (= άντιλαμβάνεσθε), μακάριοι έστέ έάν
ποιήτε αύτά». Θεωρητικώς οί μαθηταί έγνώριζον πολλά περί ταπεινοφροσύνης, διότι
πολλάκις καί κατά πολλούς τρόπους έδίδαξεν ό Κύριος τό μάθημα τούτο. Έν τούτοις
κατά τάς παραμονάς τού πάθους του ερίζουν περί πρωτείων. Αύτή δε ίσως ήτο καί ή
άφορμή τού νιπτήρος. Τό φαινόμενον αύτό πρέπει νά άνησυχή καί ημάς, οί όποιοι
μολονότι έξαντλούμεθα εις μίαν άπέραντον ταπεινολογίαν, είναι ζήτημα αν έχωμεν
συλλάβη καν τό πρόβλημα. Διότι «αί χριστιανικαί άρεταί κατανοούνται διά τής
εφαρμογής». «Ού γάρ τό είδέναι (= γνωρίζειν) την άρετήν, άλλά τό έργάζεσθαι
μάλλον άξιοζήλευτον» (ιερός Κύριλλος). Είς αύτήν λοιπόν την έμπρακτον εφαρμογήν
τής ταπεινοφροσύνης τούς προτρέπει ό Κύριος, ή όποια θά τούς έκαμνεν άφ’ ένός
μέν, ικανούς νά καταλάβουν ό,τι δεν εΐχον κατανοήσει μέχρι τότε, άφ’ έτέρου δέ,
πράγματι ταπεινούς καί έπομένως μακαριστούς.
Ή πρακτική λοιπόν
εφαρμογή είναι τό τρίτον καί κυριώτερον συστατικόν τής ταπεινοφροσύνης. Ώς
είναι φανερόν, τά άνωτέρω τρία στοιχεία άφορούν είς την έκδήλωσιν τής
ταπεινοφροσύνης προς τά έξω. Δηλαδή προς τούς άλλους. ’Έχει όμως ή
ταπεινοφροσύνη κοίί την έσωτερικήν αύτής έργασίαν, την στρεφομένην προς τά έσω,
προς ημάς αύτούς. Διότι ό Κύριος εΐπεν άλλοτε «μάθετε άπ’ έμοϋ, ότι πράος είμί καί ταπεινός τή καρδία», τουτέστι
«ταπεινός τή ψυχή τή προαιρέσει» (Ζιγαβηνός). Περί αύτής τής έσωκαρδίου
εργασίας τής ταπεινοφροσύνης γίνεται λόγος καί αλλαχού τού παρόντος βιβλίου.
Έλέχθη όρθώς ότι «ή ταπεινοφροσύνη δεικνύει καί άναδεικνύει
τούς μεγάλους». Δηλαδή δεν τούς μεγαλύνει μόνον, άλλά καί τούς χαρακτηρίζει. Ή
ταπεινοφροσύνη είναι χαρακτηριστικόν των μεγάλων ψυχών. ’Άν έχης κάποιαν θέσιν
ύψηλήν καί άξίωμα λαμπρόν, δεν άποκλείεται, ώς άνθρωπος, νά κάμης καί κανένα
σφάλμα. Δοκίμασε λοιπόν τότε νά ταπεινωθής καί νά τό όμολογήσης δημοσία, έφ’
δσον θά πρόκειται περί δημοσίου θέματος, καί τότε θά ΐδης πόσην δυσκολίαν θά
αίσθανθής, διά νά τό πράξης. Πράγματι ή ταπείνωσις προϋποθέτει μεγάλην ψυχικήν
δύναμιν καί δεν δύνανται νά την έχουν οί μικρόψυχοι. 'Όμως, τότε προ παντός
φαίνονται οί πραγματικά μεγάλοι, όταν παραδέχωνται καί ομολογούν τά σφάλματά
των. Ό Μέγας ’Αντώνιος λέγει«Ή μεγάλη δυναστεία τής ταπεινώσεως είναι νά ρίψη
τις τό σφάλμα έπάνω του». Καί ό άγιος Πέτρος ό Δαμασκηνός λέγει «Κυρίως ό
ταπεινόφρων ούδέποτε παύεται τού μέμφεσθαι εαυτόν, καν όλος ό κόσμος μάχωνται
αύτώ (δηλαδή τον άδικοϋν)» (Λόγ. ι').
Ό Παύλος ύπήρξεν ό
μεγαλύτερος άνήρ δσων έπέρασαν άπό τον πλανήτην τής γής. Ό Χριστός τον
έχαρακτήρισε σκεύος έκλογής. «Ό Παύλος είχεν όλα τά (ανθρώπινα προτερήματα συγκεντρωμένα εις τον
εαυτόν του. Τα είχε δε εις μέγιστον βαθμόν. Και δι’ αύτό, όχι μόνον άπό όλους
τούς άλλους αγίους είναι άνώτερος, άλλα καί με τούς άγγέλους ίσος»
(Χρυσόστομος). 'Όμως έθεώρει εαυτόν ώς τον «πρώτον = τον μέγιστον αμαρτωλόν»,
ώς «περικάθαρμα» καί «έκτρωμα». «Έδιωξα την Εκκλησίαν». Τό ώμολόγησε δημοσία.
’Ακόμη περισσότερον τό έστηλογράφησε καί τό παρέδωκεν εις όλους τούς αιώνας, ώς
έπί στήλης χαραγμένον.
Θέλεις καί νεώτερα
παραδείγματα; Βλέπε τον ιερομάρτυρα Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε΄ Ότε ήτο μητροπολίτης Σμύρνης, κάποιο ζήτημα
είχε διχάσει τό ποιμνών του. Αύτός έξ εσφαλμένων ίσως πληροφοριών συνετάχθη με
την μερίδα τών έχόντων άδικον. Αύτό προεκάλεσεν άναταραχήν. 'Όταν άντελήφθη τό
σφάλμα του ό Γρηγόριος, συνεκάλεσεν όλον τον λαόν εις τον καθεδρικόν ναόν τής
Σμύρνης καί ώμίλησε προς αύτόν περί ειρήνης. Τότε προέβη εις συντριπτικήν
ομολογίαν τού σφάλματός του καί έζήτησε συγγνώμην παρά πάντων. Προέτρεψε δε
όλους εις ομόνοιαν, ειρήνην καί άγάπην.
Έπί τής βάσει τού ορισμού
τής ταπεινοφροσύνης τον όποιον διετύπωσεν ό 'ιερός Χρυσόστομος, φαίνεται ότι
έγένετο ή έξής παρατήρησις: ότι ή ταπεινοφροσύνη προσήκει εις τούς μεγάλους.
Εις εκείνους δηλαδή οί όποιοι έχουν προικισθή ύπό τού Θεού δι’ εκτάκτων
πνευματικών χαρισμάτων καί διά τών όποιων ή θεία Χάρις έπιτελεΐ μεγάλα καί
θαυμαστά προς οικοδομήν τού σώματος τής Εκκλησίας, ώς λέγει ό άπόστολος Παύλος
έν Α' Κορ. ιβ' 28. Εις όλους δέ ήμάς τούς άλλους προσήκει ή όρθοφροσύνη. Νά
έχωμεν τό ορθόν φρόνημα διά τον εαυτόν μας. Οτι δηλαδή εΐμεθα μικροί και
άδύνατοι. Ή ύπέρβασις τοϋ όρου αύτοΰ άποτελεΐ την κατά τον Παύλον ύπερφροσύνην
(Ρωμ. ιβ' 3), ή όποια βεβαίως είναι καθαρά παρα
φροσύνη. Μαρτυρεί διανοητικήν διατάραξιν. Έκ τής άνωτέρω παρατηρήσεως,
δεν πρέπει νά συνανάγη κανείς τό συμπέρασμα, ότι ή ταπεινοφροσύνη άφορά εις ώρισμένα μόνον
πρόσωπα. Οί μεγάλοι έχουν μεγαλυτέραν ανάγκην αυτής, διότι έχουν πραγματικός
άφορμάς προς ύψηλοφροσύνην, τάς οποίας δεν έχομεν ήμεϊς οΐ άλλοι. ’Αλλά τό
πρόβλημα είναι πανανθρώπινος δθεν ό Παύλος γενικεύων εις τήν προς Γαλάτας
έπιστολήν λέγει «εΐ γάρ δοκεΐ τις είναι τι μηδέν ών, εαυτόν φρεναπατά» (= έάν
νομίζη κανείς ότι είναι κάτι ένώ δεν
είναι τίποτε, τον έαυτόν του εξαπατά», (Γαλ. κεφ. ς' 3). Είς αύτήν λοιπόν τήν
εξωπραγματικήν καί εξωφρενικήν κατάστασιν καταντά ό στερούμενος ταπεινοφροσύνης.
Ένώ ό ταπεινός είναι ό προσγειωμένος καί ισορροπημένος άνθρωπος. "Οτι δε
καί ό ιερός Χρυσόστομος διά τού ορισμού τής ταπεινοφροσύνης δεν ήθελε νά εΐπη, ότι
αύτή άφορά μόνον ώρισμένα πρόσωπα καί
όχι δλους μας, άποδεικνύεται καί έξ δσων λέγει περί τού τελώνου, ό όποίος «διά ταπεινοφροσύνης άπέκτησε δικαιοσύνην,
γενόμενος άξιος τής Βασιλείας τών ουρανών».
Άλλως τε κάθε χριστιανός
βλέπων τήν διαφοράν τής ίδικής του ήθικής καταστάσεως καί τής καταπτώσεως
εκείνων οί όποιοι ζοΰν μακράν τού Χριστού, εύκολον είναι νά ύπερηφανευθή καί νά
εΐπη ώς ό Φαρισαίος «ό Θεός εύχαριστώ σοι, ότι (διότι) ούκ είμί ώσπερ οί λοιποί τών άνθρώπων»
(Λουκ. ιη' 11). Προλαβόντες ήδη εΐπομεν είς τό προηγούμενον κεφάλαιον
«Ή συνεργασία τοϋ ανθρώπου», ότι το κεντρικώτερον σημεΐον τοϋ προβλήματος τής
ταπεινώσεώς μας είναι ή έκκοπή τοϋ θελήματος μας. Ποιος άνθρωπος δεν έχει ίδιον
θέλημα; Πάντες λοιπόν, μικροί καί μεγάλοι, έχομεν άνάγκην τής ταπεινώσεώς (Α'
Πέτρ. ε' 5).
Ταπεινοφροσύνη και
ταπείνωσις
Ώς θά έχη διαπιστώσει ό
αναγνώστης, εις την αγίαν Γραφήν χρησιμοποιούνται άλλοτε μεν ή λέξις
ταπεινοφροσύνη, άλλοτε δε ή λέξις ταπείνωσις. Ό ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι τούτο είναι ταπεινοφροσύνη «όταν μεγάλα τις
έαυτώ συνειδώς, μηδέν μέγα περί εαυτού φαντάζηται». Ώς καί ή λέξις δηλώνει, ή
ταπεινοφροσύνη είναι τό ταπεινόν φρόνημα, ή ταπεινή ιδέα την οποίαν έχει κανείς
περί έαυτού. ’Ακριβώς περί ταπεινοφροσύνης όμιλε καί ό α' μακαρισμός λέγων
«μακάριοι οί πτωχοί τώ πνεύματι...». Πηγάζει δε αυτή έκ τής αύτογνωσίας.
Επομένως ή ταπεινοφροσύνη
έκδηλοΰται εις την σφαίραν τού πνεύματος, τής θεωρίας. ’Ενώ ή ταπείνωσις
έκδηλούται εις την σφαίραν τής πράξεως, τών έργων είναι κατάστασις πραγματική
καί δχι θεωρητική. Παρά τήν διαφοράν σφαίρας έκδηλώσεως, άμφότεραι αί άρεταί
αύταί ταπεινοφροσύνη καί ταπείνωσις συνυπάρχουν είς τον όλοκληρωμένον χριστιανόν.
Κατά τό πνεύμα τού Εύαγγελίου ή άρετή τής ταπεινώσεως, τήν όποιαν έχει ό αληθής
χριστιανός, είναι άφ’ ενός φρόνημα ταπεινόν, τό όποιον έχει περί έαυτού, άφ’ ετέρου
δέ είναι πειθαρχία καί ύπακοή είς πάν θέλημα τού Θεού.
Την σύζευξιν αύτήν
πράξεως και θεωρίας τήν βλέπομεν όχι μόνον εις τον τέλειον θεανδρικόν χαρακτήρα
τοΰ Κυρίου ’Ιησού (Φιλιπ. 6' 5, 8), άλλα και τοΰ αποστόλου Παύλου, ό όποίος διετέλεσε τον πάντα χρόνον τής ζωής του
«δουλεύων τώ Κυρίω μετά πόσης ταπεινοφροσύνης» (Πράξ. κ' 19). Αύτό τό «μετά
πάσης ταπεινοφροσύνης», τό όποιον άπαντά αύτολεξεί έν Πράξ. κ' 19 καί έν Έφεσ.
δ' 2, μάς άναγκάζει νά παραδεχθώμεν, ότι ό Παύλος γράφων καί λέγων τούτο εΐχεν
ύπ’ όψιν κάτι πολύ εύρύτερον τού άπλού ταπεινού φρονήματος. Διότι πράγματι ή
ταπεινοφροσύνη τού άληθώς ταπεινού διαποτίζει καί συνοδεύει πάσαν έκδήλωσιν τού
άνθρώπου τούτου. «Ούχ άπλώς δε ταπεινοφροσύνης είπεν, άλλά μετά πάσης», «μη τής
έν ρήμασι, μηδέ έν πράγμασι μόνοις, άλλά καί έν σχήματι καί έν φθέγματι», λέγει
ό ιερός Χρυσόστομος. «Πολλά γάρ είδη τής ταπεινοφροσύνης» (Χρυσ. Όμιλ. μδ').
Έλεγχος γνησιότητος
Γενικά
Ό περί ταπεινοφροσύνης
πρώτος μακαρισμός (μακάριοι οι πτωχοί τώ πνεύματι...) δικαίως έχαρακτηρίσθη ώς
ισάξιος τού έκτου μακαρισμού τού όμιλούντος περί καθαρότητος τής καρδίας. Ή
ταπεινοφροσύνη είναι άδάμας ίσης λάμψεως καί άξίας προς τήν άπαστράπτουσαν
καθαράν καρδίαν. ’Ακριβώς δε δι’ αύτό έχαρακτηρίσθη καί «δυσπόριστος» (=
δυσεύρετος, δυσαπόκτητος). Διά τον φυσικόν άδάμαντα λέγουν οί ειδικοί, ότι
είναι άπόσταγμα άνθρακος, ό όποίος πάλιν
είναι προϊόν καύσεως συντελεσθείσης εις τά έγκατα τής γης. Τά αύτά ισχύουν και
διά τον πνευματικόν άδάμαντα τής ταπεινοφροσύνης. Μή νομίσης λοιπόν ότι απέκτησες την ταπείνωσιν, διότι έπέρασεν από
τον νοΰν σου κάποιος ταπεινός λογισμός, ή έκαμες κάποιαν ταπεινήν πράξιν.
Χρειάζεται τό πϋρ τής δοκιμασίας, περί τοΰ όποιου γίνεται λόγος κατωτέρω.
Έξ άλλου πρέπει νά
προφυλάττεσαι άπό τούς απατεώνας. Οί άδαμαντοθήραι φέρουν μαζί των κοινά
έπεξειργασμένα γυαλιά (κρύσταλλα), με τά όποια έξαπατοΰν εύκόλως τούς ιθαγενείς
των άδαμαντοφόρων περιοχών, άπό τούς όποιους παίρνουν τούς γνησίους άδάμαντας,
άφήνοντες εις χεΐρας έκείνων τούς ψεύτικους. Ή ταπεινοσχημία καί ή ταπεινολογία
είναι γυαλιά έχοντα έμφάνισιν παρεμφερή προς τον άδάμαντα τής ταπεινοφροσύνης.
Είναι λοιπόν απαραίτητος ό έλεγχος γνησιότητος. Πώς θά γίνη αύτό;
Βλέπε τούς γνησίους
άδάμαντας, διά νά μή παραπλανάσαι. Βλέπε τον μοναχόν εκείνον, ό όποίος είσελθών εις οικίαν δαιμονιζομένης έδέχθη παρ’
αύτής ισχυρόν ράπισμα, αύτός δε στρέψας καί τήν άλλην παρειάν κατά τήν εντολήν
τοΰ Χριστού κατέκαυσε τον δαίμονα καί τον έξηνόγκασε νά έξέλθη κράζων άπ’
αύτής.
Παρατήρησε όλους εκείνους
τούς δούλους τοΰ Θεοΰ τούς έχοντας πραγματικήν ταπείνωσιν, πώς έλυποΰντο όταν
έπηνοΰντο υπό τών άνθρώπων, καί πώς έχαιρον ύπερβαλλόντως όταν περιεφρονοΰντο,
ύβρίζοντο καί έσυκοφαντοΰντο, λέγοντες προς τον ύβριστήν: σε εύχαριστώ, άδελφέ,
διότι σύ μόνον είπες τήν αλήθειαν δι’ έμέ.
"Ορα τήν χορείαν τών
μεγάλων άγωνιστών, τούς όποιους άπεπειράθη νά έξαπατήση ό διάβολος έμφανιζόμενος
ώς Χριστός ή άγγελος ή φως κ.τ.λ., οί όποιοι κατήσχυναν αυτόν λέγοντες: Έγώ
άνήρ αμαρτωλός είμι και ούκ είμι άξιος ίδεΐν τον Χριστόν, ή άγγελον εν τω κόσμω
τούτω, καί έκλειαν τούς οφθαλμούς των διά νά μή ΐδουν τό δεικνυόμενον άπατηλόν
όραμα, μεθ’ δ ό διάβολος έγίνετο άφαντος άφήνων ίσχυράν οσμήν καιομένου θείου
(θειαφιού). 'Ένας μεγάλος ασκητής, ό άββά Ματώης, παρ’ ότι είχε φθάσει σε ύψος
άρετής πολύ μεγάλο, ’έλεγε διδάσκοντας τούς άλλους μοναχούς. 'Όσο περισσότερο
πλησιάζει καί έγγίζει ό άνθρωπος προς τον Θεό, τόσο περισσότερον αμαρτωλό
βλέπει τον έαυτό του. Παράδειγμα έχουμε τον Προφήτη Ήσαΐα, ό όποίος όταν είδε πώς ήτο πλησίον τού Θεού, έταλάνισε
σκληρά τον έαυτό του, βλέποντάς τον πόσον άμαρτωλός, ταλαίπωρος καί ακάθαρτος
ήτο έμπρός εις τήν θεία λαμπρότητα καί αγιότητα.
’Ιδού λοιπόν, τό
άσφαλέστερον μέσον διά νά ξεχωρίζης τήν ήραν από τό σιτάρι ή ταπείνωσις είναι
τό καλύτερο κόσκινο. "Οσον μεγαλύτερος είναι κανείς ενώπιον τού Θεού καί
όσον έκλεκτότερον όργανον, ινα δι’ αύτού έργάζηται ό Θεός θαυμάσια, τόσον
ταπεινοφρονέστερος είναι καί τόσον βαθύτερον συναισθάνεται τήν άπό Θεού
έξάρτησιν αύτού. ’Έτσι θά ζυγίζης καί θά άξιολογής όρθώς τούς άνθρώπους.
Πρόσεχε όμως νά μή έξαπατάσαι άπό ταπεινολογίας καί ταπεινοσχημίας. Δι’ αύτόν
τον λόγον χρειάζεται καί ένα πρακτικόν μέσον έξακριβώσεως, τό όποιον είναι
άλάνθαστον τόσον διά τούς άλλους όσον καί διά τον έαυτόν μας. Διότι ό
αύτοέλεγχος είναι δυσκολώτερος λόγω τής φιλαυτίας μας.
To άλάνθαστον μέσον
'Όμως ή έπ’ αύτοφόρω
σύλληψις τοΰ «δεινού και δυσφωράτου θηρίου» τής κενοδοξίας είναι δυσχερής. «Καί
γάρ λάθρα έπεισέρχεται τό θηρίον καί πάντα έκφυσά άψοφητί (= άθορύβως), καί
άνεπαισθήτως εκφέρει τα ένδον άπαντα» (ιερός Χρυσόστομος). «Είσί τινές λέγουν οί Πατέρες έν άμελεία τάς έαυτών ημέρας δαπανώντες καί
λόγω μεν καί λογισμώ ζητοϋσι σωθήναι, έργω δε ούκ έπιτηδεύουσιν άλλα τούς μεν
βίους τών Πατέρων άναγινώσκουσι, την δε ταπείνωσιν τούτων... ού μιμούνται».
Τό να ταπεινωθή ό
άνθρωπος ένώπιον τού Θεού, μάλιστα κατά τάς ώρας τής προσευχής καί τής
λατρείας, παρουσιάζεται έκ πρώτης δψεως αν μη εύκολον τούλάχιστον όμως ώς ούχί
καί πολύ δύσκολον. Τί είμαι εγώ ό σκώληξ έμπρός εις τον κυρίαρχον τού παντός
Θεόν;... Δεν φθάνει έν τούτοις τό φρόνημα αύτό προκειμένου νά διαπνέεται ή προς
τον Θεόν λατρεία μας άπό τό πνεύμα τής ταπεινώσεως καί τής συντριβής, ή οποία
καί μόνη καθιστά εύάρεστον εις τον Κύριον. Πρέπει νά συνοδεύεται αύτή καί άπό
κάτι άλλο, τό όποιον είναι δυσκολώτερον καί τό όποιον άποδεικνύει άληθινήν καί ειλικρινή
την ταπείνωσιν καί την συντριβήν μας. Δηλαδή ό έγωϊσμός μας πρέπει νά
συντρίβεται δχι μόνον ένώπιον τού Θεού, άλλά καί ένώπιον τών όμοιων μας.
«Ή τελειότης τής
ταπεινώσεως είναι τό φέρειν έξουδένωσιν (= προσβολήν) μετά χαράς, καί πάσαν
ψευδή κατηγορίαν καί γάρ ό ταπεινόφρων έν άληθεία, άδικούμενος ού ταράττεται...
Σύ δε ταπείνωσιν μεν νομίζεις έχειν άπλώς δε κατηγορούμενος, ού φέρεις· εί οΰν
βούλει γνώναι, εί ταπεινόφρων εί, δοκίμασον σεαυτόν, έν τούτοις εάν ού ταράσση
άδικούμενος» (Ισαάκ Σΰρος Λόγ. νς'). ’Ιδού ό άσφαλέστερος τρόπος προς
έξακρίβωσιν, ότι έχει κάποιος
ταπείνωσιν, τό κατά πόσον άνέχεται άταράχως τάς προσβολάς και άτιμώσεις έκ
μέρους των άλλων. «"Οταν συκοφαντήσαι και ταράσσεσαι διά τούτο και
άδημονείς, τούτο σημαίνει, ότι ύπερηφάνεια ύπάρχει εντός σου, ή όποια πρέπει νά
πληγιοθή και νά έκβληθή έξω δι’ εξωτερικής άτιμίας» (’Ιωάννης Κρονστάνδης).
«Ή φιλαυτία καί ή
ύπερηφάνειά μας έκδηλώνονται ιδίως εις την ανυπομονησίαν καί τό εύερέθιστον,
όταν μερικοί δεν ήμπορούν νά ύποφέρουν καί την παραμικράν δυσαρέσκειαν ή τά
εμπόδια τά όποια είτε έκ προθέσεως είτε χωρίς πρόθεσιν προξενούν εις αύτούς
άλλοι» (Ίω. Κρονστάνδης, Περί Υπερηφάνειας). Ένω ό πράγματι ταπεινός «καί εΐ
τις δ’ άν έλθοι αύτώ πειρασμός από δαιμόνων ή άνθρώπων, άξιον ηγείται (=
θεωρεί) έαυτόν των τοιούτων καί άλλων πλειόνων». (Πέτρος Δαμασκηνός έν
Φιλοκαλία).
Συμπέρασμα
Λοιπόν, θυμώνεις;
Ταράσσεσαι έσωτερικώς, όταν προσβληθής έξαφνα; Ναί. Μάθε λοιπόν ότι τούτο
γεννάται «τίκτεται έξ άλαζονίας καί άπονοίας πολλής» λέγει ό ιερός Χρυσόστομος
καί άλλοι Πατέρες τής Εκκλησίας. Δεν έχεις ταπείνωσιν. Λάβε τά μέτρα σου, διότι
ένω είσαι ναυαγός καί παλαίεις άπεγνωσμένως διά νά μη καταποντισθής, στερείσαι
σωσιβίου. Άπόκτησέ το. Καί προπαντός ζήτησέ το άπό τον Κύριον φώναξε· «Κύριε
σώσον με» (Ματθ. ιδ' 30). Τον έλεγχον και την δοκιμασίαν κατά πόσον προώδευον
εις την έκκοπήν τοΰ ίδιου θελήματος καί την ταπείνωσιν συνίστα εις τάς μοναχάς
τής Αίγίνης καί ό άγιος Νεκτάριος διά των έπιστολών του.
Υπόδειγμα άριστον ό
Κύριος. Ίδέτε Τον, λέγει ό ιερός Χρυσόστομος, με πόσην πραότητα άπαντά είς
εκείνους οί όποιοι τον κατηγόρησαν ότι «δαιμόνιον έχει»· «έγώ δαιμόνιον ούκ
έχω, άλλά τιμώ τον Πατέρα» (Ίω. η' 49). Καί ενώπιον τών άγροίκων Ρωμαίων
στρατιωτών «τοσούτων καί τηλικούτων γινομένων (χλευασμών) είστήκει σιγών» (Ίω.
ιθ' 3).
'Όπως κατά τάς
περισσοτέρας άσθενείας τοΰ σώματος έχομεν ένα γενικόν σύμπτωμα, την άνοδον τής
θερμοκρασίας, ή όποια μάς ειδοποιεί, ότι κάτι συμβαίνει, έτσι καί διά την ύπερηφάνειαν,
ή οποία είναι θανατηφόρος άσθένεια τής ψυχής, έχομεν ένα σαφές καί κραυγαλέον
σύμπτωμα, τον θυμόν, ό όποίος είναι ό
πυρετός τής ψυχής. Έδώ πρέπει νά διευκρινίσωμεν, ότι ή άοργησία είναι ή πρώτη βαθμίς τής
ταπεινοφροσύνης. Είναι χαρακτηριστικόν τής άρχικής ή εισαγωγικής
ταπεινοφροσύνης. Κατ’ άρχήν ό άγωνιστής προσβαλλόμενος άποτόμως στενοχωρεΐται
μεν διά την προσβολήν, άλλά δεν έκδηλώνει τοΰτο, σιωπά. Προσέβαλε κάποιος τον
Μωϋσήν τον Αιθίοπα καί ό γέρων έσιώπησε. Τότε τον ήρώτησε κάποιος άλλος· τώρα
δεν έταράχθης γέροντα; Απάντησις: Έταράχθην μεν έσωτερικώς, άλλά δεν έξεδήλωσα
τοΰτο.
Υπάρχουν όμως καί δύο
άλλαι βαθμίδες, τάς όποιας πρέπει ν’ άνεβή ό άγωνιστής, διά νά φθάση είς την
τελείαν ταπείνωσιν. Είς την δευτέραν βαθμίδα οΰτε έσωτερικώς ταράσσεται.
Σκέπτεται ότι είναι άξιος της προσβολής
αύτής, ότι ό Θεός έστειλε τον
προσβάλλοντα ώς θερμοκαυτήρα, διά να θεραπεύση την φλεγμαίνουσαν έξ
ύπερηφανείας ψυχήν του, ώς έλεγεν ό Εύάγριος. Διά τούτο και θεωρεί τον
προσβάλλοντα ώς εύεργέτην του. Δεν γράφομεν θεωρίας, διότι τούτο έφηρμόσθη και
άπο άγωνιστάς τής έποχής μας, με λαμπρόν αποτέλεσμα.
Τέλος ό άνερχόμενος εις
την τρίτην βαθμίδα «φέρει (= δέχεται) έξουδένωσιν μετά χαράς» (Ισαάκ Σύρος).
Κατά τό στάδιον αύτό ό άγωνιστής θέλει καί επιθυμεί είλικρινώς νά περιφρονήται
άπό δλους, ώς λέγει καί ό άγιορείτης Νικόδημος. Βεβαίως ού πάντες χωρούσι τον
τρίτον τούτον λόγον, αλλά οί άνελθόντες τάς δύο πρώτας βαθμίδας εύρίσκονται
εγγύς τής τελείας ταπεινοφροσύνης, ή οποία ταυτίζεται προς την γενικήν
τελειότητα, ώς λέγει ό άγιος ’Ισαάκ ό Σύρος.
Κιβδηλεΐαι και παρανοήσεις
Ταπεινολογία
Ή ταπεινολογία, ήτοι ή
περί ταπεινοφροσύνης φλυαρία, είναι ή ύπερηφάνεια των άναξίων καί άνικάνων.
Αύτοί επειδή δεν έχουν κάποιαν άξίαν ή φυσικήν ικανότητα με τάς όποιας νά
έπιδειχθοΰν, δίδουν διέξοδον εις τό άσβεστον πάθος τής ύπερηφανείας των διά τής
περί ταπεινώσεως φλυαρίας. Κι’ έτσι κατορθώνουν, καθώς φαντάζονται, νά γίνουν
κι αύτοί δάσκαλοι καί κάποια άξιοπρόσεχτα ύποκείμενα Καί όμως ή σιωπή, ή τόσον
ταιριαστή σ’ αύτούς, θά τούς έκαμνεν άξιοπροσέκτους καί συμπαθείς.
’Άλλο ταπείνωσις και άλλο
ταπεινολογία. Προσοχή λοιπόν και εις την παγίδα αύτήν τοϋ πονηρού. Διότι ό
Κύριος εΐπεν «εΐ ταΰτα οΐδατε, μακάριοί έστε έάν ποιήτε αύτά» (Ίωάν. ιγ' 17).
Ού πας ό λέγων, άλλ’ ό ποιων έχει ταπείνωσιν. Εΐχε δε δίκαιον μορφωμένος
μοναχός, ό όποίος έρωτηθείς παρά
ταπεινολόγου πρό τινων ετών περί ταπεινώσεως, τού άπήντησεν έμφαντικώς: Την
ταπείνωσιν θά την ζήσης Καί πράγματι είναι δυνατόν νά συγγράψη κάποιος
ολόκληρον βιβλίον περί ταπεινώσεως καί νά μη έχη ό ίδιος ούτε ίχνος
ταπεινώσεως.
Κλασσικόν παράδειγμα
ταπεινολογίας είναι ή κατά τού ιερού Χρυσοστόμου ραδιούργος συμπεριφορά ένός
εχθρού του, ό όποίος έλεγε· «Εί καί
μηδέν άλλο κατέγνωστο ’Ιωάννης, άλλ’ ούν γε ικανόν έγκλημα προς καθαίρεσιν τό
άλαζονικόν ήθος αύτού. Πάντα μεν γάρ τά άμαρτήματα συγχωρεΐται τοΐς άνθρώποις·
ύπερηφάνοις δε ό Θεός άντιτάσσεται, ώς διδάσκουσιν αί Θεΐαι Γραφαί». Βλέπομεν
εδώ ότι ή υποκρισία τών προβατοσχήμων λύκων χρησιμοποιεί άκόμη καί τάς Θείας
Γραφάς διά τούς άνοσίους σκοπούς της. Τό γελοΐον εις τήν περίπτωσιν τού ταπεινολόγου
αύτού είναι, ότι εις τήν Κων/λιν μετέβη έκ τής επαρχίας, διά νά δρέψη δάφνας
μεγάλου τάχα άνδρός, έπιδεικνύων τήν σοφίαν, τάς γνώσεις καί τήν ρητορικήν του
δεινότητα, ώστε νά ύποσκελίση, ώς ένόμιζε, τον πράγματι μέγαν καί άπαράμιλλον
διδάσκαλον τής ταπεινοφροσύνης Χρυσόστομον.
Ταπεινοσχημία
«Ταπεινοφροσύνης τό μέν
σχήμα (δηλαδή ταπεινοσχημία ύπάρχεχ) πολύ, ή δε πραγματικότης ούδαμοϋ»
(Χρυσόστομος). Περί τής μεγάλης άσχημίας τής ταπεινοσχημίας όμιλεϊ ό άπόστολος
Παύλος εις τήν προς Κολασ. κεφ. 6' 1623. Έκ τής περικοπής ένθα ό Παύλος όμιλεϊ
περϊ των καμωμάτων τής ψευδοταπεινοφροσύνης ύπογραμμίζομεν τήν τελευταίαν
φράσιν «άτινά έστι... προς πλησμονήν τής σαρκός», δηλ. ή άφειδία (=
περιφρόνησις δήθεν) τού σώματος «κατ’ ούσίαν είναι πλησμονή σαρκός, (δηλαδή)
ίκανοποίησις μετ’ άφθονίας των σαρκικών φρονημάτων, τουτέστιν ύπερηφανείας,
ύψηλοφροσύνης, αύταρεσκείας»1. Ή ταπεινοσχημία λοιπόν, ή επιτηδευμένη δηλονότι
ταπεινοφροσύνη, ώς άποβλέπουσα εις τό θεαθήναι τοϊς άνθρώποις, είναι μία άπό
τάς έλεεινοτέρας μορφάς τής ύπερηφανείας.
«Εΐ τις θέλει πρώτος
είναι, έσται πάντων έσχατος καί πάντων διάκονος». Δεν άπαιτεΐται μόνον να
ταπεινωθή, άλλα καί να γίνη ύπηρέτης πάντων.
1. Εις τάς Κολοσσάς
ένεφανίσθη μία τερατώδης μορφή ψευδοταπεινοφροσύνης. Οί ψευδοδιδάσκαλοι
ένεφανίζοντο ώς πολύ ταπεινοί, ίσχυριζόμενοι ότι οί άνθρωποι δεν είναι άξιοι και ικανοί νά
λατρεύουν άπ’ ευθείας τον Θεόν, διό καί είσηγοΰντο μίαν νέαν οόσιαστικώς
θρησκείαν ίδικής των έπινοήσεως· τήν λατρείαν τών ’Αγγέλων καί άλλας τινάς
υπερβολικός άσκητικάς πράξεις. Με τό πρόσχημα λοιπόν τής ταπεινοφροσύνης καί
εύλαβείας ικανοποιούν τόν υπερφίαλον έγωϊσμόν των, αύτοχειροτονούμενοι αρχηγοί
νέας τελειοτέρας τάχα Θρησκείας, ίκανοποιοϋντες τό ϊδικόν των θέλημα
(έθελοθρησκεία) καί όχι τό θέλημα τοΰ Θεού. (Κολοσ. β' 23). Ή ιστορική αύτή
πληροφορία έχει άξίαν καί διό σήμερον, δτε ποικίλαι ιδιότροποι τάσεις
παρατηρούνται. Τέτοιαν υποκριτικήν ψευδοευλάβειαν έξεδήλωσε καί ό άρχισυνάγωγος
κατά τήν θεραπείαν τής συγκυπτούσης (Λουκ. ιγ' 10-17). πράττη δε τοΰτο μέ
παιδικήν απλότητα· «και λαβών παιδίον έστησεν αύτό έν μέσω αύτών...» (Μάρ. θ'
36). Είναι δυνατόν εις μίαν φιλανθρωπικήν συγκέντρωσιν να προσφέρη κάποιος
καθίσματα εις τούς προσερχομένους, ή νά βάλη μίαν έμπροσθέλλαν καί να παραθέτη
τά πιάτα τού φαγητού εις τήν τράπεζαν, καί όμως νά κενοδοξή, διότι έτσι
προσελκύει τά βλέμματα καί τήν προσοχή δλων. ’Άν όμως «εξάλειψη εαυτόν», δηλαδή
μείνη άφανής ύπηρετών είς τό βάθος τού μαγειρείου, θά επιτυχή τήν ταπείνωσιν.
Καί ό βλέπων έν τώ κρύπτω άποδώσει αύτω έν τω φανερώ, καί θά άνακηρύξη αυτόν
πρώτον, ένώπιον άγγέλων καί άνθρώπων.
Χαρακτηριστικόν
παράδειγμα ψευδοταπεινοφροσύνης άναφέρει ό άπόστολος Παύλος είς τήν προς
Κολασσαεΐς β' 18, 23. Πολύ παραστατικά, τά άνθρώπινα έντάλματα καί διδασκαλίας
τών ψευδοδιδασκάλων αύτών χαρακτηρίζει ό Παύλος ώς «έθελοθρησκείαν». Δηλαδή
θρησκείαν τής άρεσκείας των. Ικανοποιούσαν τό ίδικόν των θέλημα. Καί ένώ
έκαμναν έργον έωσφορικόν, άντιτασσόμενοι είς τό θέλημα τού Θεού καί
είσηγούμενοι άλλην θρησκείαν ίδικής των έπινοήσεως, διά νά συγκαλύψουν τον
σατανικόν αύτόν έγωϊσμόν των, τήν περιέβαλαν μέ τό ένδυμα τής ταπεινοφροσύνης.
Ένώ ή άληθής ταπεινοφροσύνη συνίσταται άκριβώς εις τήν έκκοπήν τού ίδικοΰ μας
θελήματος καί τήν ύποταγήν είς τό θέλημα τού Θεού. ΤΩ άθλιον ίδιον θέλημα,
πόσον ταλαιπωρείς τον άνθρωπον Ένώ έξωθεϊς αύτόν είς μυρίους κόπους καί θυσίας,
πού δεν ζητεί ό Θεός, όμως τον έμποδίζεις νά κάμψη τον τράχηλον είς τον χρηστόν
τού Κυρίου ζυγόν.
«Ή άληθής ταπεινοφροσύνη
κρύπτει όχι μόνον όλας τάς άλλας άρετάς, άλλα άκόμη και τον έαυτόν της» (Μ.
Βασίλειος). Δηλαδή ό πραγματικώς ταπεινός άνθρωπος προσπαθεί να μη φαίνωνται
δχι μόνον αί άλλαι άρεταί του, άλλ’ άκόμη και να μη γίνεται άντιληπτόν ότι αύτό τό κάμνει έκ ταπεινοφροσύνης.η άγια
άπλότης και παιδική άφέλεια Δικαίως σε εστησεν ό Κύριος έν μέσω των μαθητών τών
διαλογιζομένων «τις μείζων έν τή Βασιλεία τών Ουρανών».
Λάθε βιώσας
Ή ταπείνωσις θά μπορούσε
άριστα νά έρμηνευθή διά τού «λάθε βιώσας» τών άρχαίων. Πράγματι ό σκοπός τής
ταπεινώσεως εξυπηρετείται καλλίτερον δια μιας ζωής χωρίς άκρότητας. Αί
άκρότητες προσελκύουν πάντοτε τήν προσοχήν τών άνθρώπων, ένώ ή ταπείνωσις έχει
άνάγκην τής άφανείας. Από τής άπόψεως αύτής δεν είναι δυνατόν νά θεωρηθούν ώς
έπιτυχόντες τήν ταπείνωσιν ούτε ό κυνικός φιλόσοφος Διογένης, ό όποίος έζούσε σαν σκύλος μέσα σ’ ένα πιθάρι, ούτε ό
Κράτης, ό όποίος επέταξε εις τήν
θάλασσαν τον πλούτον του, καυχώμενος ότι «έκράτησε Κράτητος» καί άναφωνών «Κράτης
Κράτητα τών τού Κράτητος ελεύθεροι». Ούτε ό Αντισθένης (κυνικός φιλόσοφος) ό όποίος
όταν άκουσε διά τον Σωκράτην καί τήν
σοφίαν του, άπέλυσεν δλους τούς μαθητάς του λέγων «Πηγαίνετε καί ψάξτε νά βρήτε
καθηγητή, γιατί εγώ βρήκα ένα». Έν συνεχεία δε ό Αντισθένης έπώλησεν δλην τήν
περιουσίαν του καί άρχισε νά φορή ένα κουρελιασμένον ένδυμα, τό όποιον κινούσε
τήν προσοχήν τών διαφόρων. Μίαν ήμέραν τον συνήντησεν ό Σωκράτης καί, δπως τον
είδε έτσι κουρελιασμένο, τοΰ είπε με σκεπτικότητα άλλα καί ειλικρίνεια.
«’Αντισθένη, διακρίνω την ματαιοδοξίαν σου μέσα άπό τις τρύπες τοΰ
κουρελιασμένου ενδύματος σου». Ή ορθή τοποθέτησις των βασικών διά την
ταπείνωσιν άρετών, ήτοι τής άκτημοσύνης, τής άφιλοχρηματίας, έγινεν άπό τον
Κύριον. Τό έκτον κεφάλαιον τοΰ κατά Ματθαίον Εύαγγελίου θά μπορούσε νά
χαρακτηρισθή ώς ύμνος τοΰ Χριστού προς τό «λάθε βιώσας» καί έπομένως προς την
άφανή ταπείνωσιν.
Ή ταπείνωσις ομοιάζει
προς τό ψάρι, τό όποιον τότε ζή, όταν βυθίζεται εις τό ύδωρ ένώ όταν έξέλθη έξ
αύτοΰ, άποθνήσκει. Ό Κύριος όταν έκαμε τό μέγα θαύμα τής θεραπείας τού
Παραλύτου τής Βηθεσδά, έσπευσε νά έξαφανισθή, ώστε ούτε ό ίαθείς δεν ήξευρε νά
εΐπη ποιος ήτο. «Ό γάρ ’Ιησούς έξένευσεν όχλου δντος έν τώ τόπω» (Ίωαν. ε' 13).
Επέτυχε την άφάνειαν ό Κύριος άναμιχθείς μετά τού πλήθους τό όποιον ήτο εκεί.
Αύτό σημαίνει ότι ό Κύριος κατά την
εξωτερικήν έμφάνισιν δεν είχε τίποτε τό διακριτικόν άπό έκεΐνα τά όποια είχον
οι υπερήφανοι Φαρισαίοι, οί όποιοι «πάντα τά έργα αύτών έποίουν προς τό
θεαθήναι τοΐς άνθρώποις πλατύνοντες τά φυλακτήρια αύτών καί μεγαλύνοντες τά
κράσπεδα τών ίματίων αύτών...» (Ματθ. κγ' 57).
Παρανοήσεις τής ταπεινοφροσύνης
Διακεκριμένος έρμηνευτής
παρατηρεί, ότι ή συναίσθησις τής
άναξιότητός μας, δπως άτενίσωμεν εις τό ύψος τής δόξης τού Θεού καί
έπικαλεσθώμεν τό άγιον όνομά του, δεν πρέπει νά φθάνη μέχρι τής ύπερβολής,καθ’
ήν θ’ άπεφεύγαμεν και να προσευχώμεθα. Πράγματι, τοιοϋτον τι θ’ άπετέλει
παρανόησιν και παρερμηνείαν τής ταπεινοφροσύνης. Ό χριστιανός μιμείται λοιπόν
τον ταπεινόν καί συντετριμμένον τελώνην τής παραβολής λέγων «Ό Θεός ίλάσθητί
μοι τώ άμαρτωλώ», καί κερδίζει την μεγάλην ύπόθεσιν τής δικαιώσεως καί σωτηρίας
του. Καί ό Κύριος όταν την ημέραν τής Μεγάλης Πέμπτης προανήγγειλεν είς τον
Πέτρον την άρνησίν του, γνωρίζων ότι ήτο
φυσικόν να ταράξη τούτο καί συντρίψη άκόμη καί άδαμαντίνην ψυχήν, σπεύδει
άμέσως καί προσθέτει: «Μη ταρασσέσθω ύμών ή καρδία» (Ίω. ια' 1). Ενθαρρύνει
τούς μαθητάς. Ναι μεν δεν πρέπει νά έχωμεν εμπιστοσύνην είς τον έαυτόν μας καί
νά ύπερτιμώμεν τάς δυνάμεις μας, δεν πρέπει όμως έκ κακώς έννοουμένης
ταπεινοφροσύνης νά καταλαμβανώμεθα ύπό άνησυχίας ικανής νά άποδιώκη άφ’ ήμών
τήν ελπίδα καί την ειρήνην.
Λούεται είς τά δάκρυά
του, ώς ό Πέτρος καί ό Δαυίδ, ό παραπεσών ταπεινός χριστιανός, πλένει καί
λευκαίνει τήν στολήν τής ψυχής του «έν τώ αϊματι τού άρνίου» καί έξέρχεται
λευκότερος χιόνος Ούδέποτε άπελπίζεται. Τοιαΰται παρανοήσεις συμβαίνουν μόνον
είς τάς ύπερηφάνους καί έγωϊστικάς ψυχάς ύπό τήν έπήρειαν πονηρών καί άκαθάρτων
πνευμάτων, άτινα «λέγουσι τή ψυχή ήμών ούκ έστι σωτηρία αύτώ έν τώ Θεώ αύτοϋ»
(Ψαλ. γ' 3). ’Ιδού καί ένα ύπόδειγμα έπιτυχοΰς άγώνος. Άναφέρεται περί τίνος
μοναχού, ότι όταν ό διάβολος τού ύπέβαλλε λογισμούς ύπερηφανείας διά τήν άρετήν
του, εκείνος έταπεινοΰτο ενθυμούμενος τάς άμαρτίας του, όταν δε ό διάβολος τον
έξώθει προς άπελπισίαν διά τάς πτώσεις του, εκείνος άπήντα: Ναί, άλλα μετανοώ
και ποιώ τάς μικράς λειτουργίας μου καί ελπίζω εις τό έλεος τοϋ Θεοϋ. Ό
διάβολος άποκαμών τοϋ λέγει μίαν ημέραν δεν μπορώ πλέον με σέ, με έκούρασες·
όταν σε άνεβάζω, σύ κατεβαίνεις· όταν σέ κατεβάζω, σύ άνεβαίνεις. Τούτο συνίστα
εις κύκλον χριστιανών καί διακεκριμένος 'Ιεράρχης, λέγων «Πρέπει να την
προσέχωμεν την ταπείνωσιν αν μάς προσεγγίζη προς τον Θεόν, είναι έκ Θεοϋ, αν όμως
μάς άπομακρύνη άπό τον Θεόν, είναι έκ τού πονηρού καί πρέπει να την
άποδιώκωμεν». «Μηδέποτε άπογίνωσκε (= ποτέ μη άπελπίζεσαι) ώ άνθρωπε» (ιερός
Χρυσόστομος).
Αισθήματα
μειονεκτικότητος και ταπεινοφροσύνη
’Εδώ είναι άνάγκη νά
έξετάσωμεν μίαν ένστασιν μήπως ή άποδοχή τής περί ταπεινώσεως διδασκαλίας μάς
δημιουργήση μειονεκτικότητα; Μήπως μάς κάμη νά παραδεχθώμεν ότι ούδέν εΐμεθα καί ούδέν δυνάμεθα, καί ουτω μάς
συντρίψει καί μάς εκμηδενίσει; Την άπάντησιν εις τον φόβον αύτόν δίδει ή
επιστήμη τής άληθοϋς ψυχολογίας, ή οποία λέγει, ότι ό άνθρωπος ό όποίος άναγνωρίζει τάς άδυναμίας του καί παραδέχεται
τά σφάλματά του, άγωνίζεται δέ διά την άπαλλαγήν άπό τά έλαττώματά του καί την
βελτίωσιν τού χαρακτήρος του, δέν διατρέχει κίνδυνον μειονεξίας. Τά αισθήματα
μειονεκτικότητος ύπάρχουν πράγματι, δπως καί άλλα πολλά αισθήματα κατωτερότητος
καί μηδενισμού, άλλ’ αύτά δέρνουν τούς μοιρολάτρας, οί όποιοι πιστεύουν εις τό
«ή ψυχή βγαίνει, τό χούγι δε βγαίνει». Ό χριστιανός αγωνιστής όμως κρατεί άλλην
σημαίαν, ή όποια γράφει «πάντα ισχύω εν τώ ένδυναμοΰντι με Χριστώ». Βλέπει τάς
άδυναμίας του, άναγνωρίζει τά σφάλματά του ό στρατιώτης τοΰ Χριστού, άλλα δεν
σταματά έως έκεν την άναγνώρισιν ακολουθεί ή άντεπίθεσις διά την νίκην. 'Ένας
λαμπρός ηγέτης τοΰ χριστιανικού άγώνος τής έποχής μας έλεγε«άπορώ πώς υπάρχουν
άνθρωποι, οί όποιοι παραδέχονται ότι έχουν ένα ελάττωμα, καί λέγουν ότι δεν ήμπορούν νά τό κόψουν»
Αύτή είναι ή ύγιής άποψις
τής χριστιανικής ταπεινώσεως. Δεν άεροβατεΐ. Είναι προσγειωμένη. Δεν άρνείται
την ΰπαρξιν τής ψυχικής άδυναμίας τού άνθρώπου, άλλ’ άγωνίζεται νά την
θεραπεύση καί έτσι γίνεται «δύναμις εν άσθενεία». ’Ακούει την φωνήν τοΰ
’Αρχηγού της λέγοντος «άνευ εμού ού δύνασθε ποιεΐν ούδέν». Άλλ’ αύτό, δπως καί
τό πρόσταγμα «άγωνίζεσθε» (Λουκ. ιγ' 24), δεν θά είχον κανένα νόημα, αν δεν
ήσαν παρορμήσεις προς τήν διά Χριστού νίκην. Καί δεν πρόκειται μόνον περί τοΰ
τελικού θριάμβου, άλλά περί τών καθημερινών νικών κατά τής εντός καί έκτος ήμών
κατωτερότητος. Διότι ό άγωνιστής καθημερινώς άνακαινίζεται κατά τον έσω
άνθρωπον (Β' Κορ. δ' 16). Καί αύταί αί έπιτυχίαι τον πλημμυρίζουν άπό
ενθουσιασμόν καί άγωνιστικότητα. Πού λοιπόν τά αισθήματα μειονεκτικότητος; Αύτά
είναι άγνωστα εις τον ταπεινόν άγωνιστήν, ό όποίος ύπό τήν σημαίαν τού ’Αρχηγού του «έξήλθε νικών
καί ΐνα νικήση» (Άποκ. ς' 2).
Εισαγωγή
κειμένων και αναρτήσεων σε πρώτη
αποκλειστική δημοσίευση στό Ορθόδοξο
Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ
ΘΕΜΑΤΑ
Η ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ ΓΡΑΦΗΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Η
ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται
η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να
διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για
μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :
©
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου