Τρίτη 12 Ιουλίου 2016
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΠΑΤΕΡΙΚΗ
ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Πρέπει να χαιρετισθεί
ιδιαίτερα η έκδοση και παράδοση στο αναγνωστικό κοινό των πανεπιστημιακών
παραδόσεων του γνωστού και τιμωμένου πανορθοδόξως δογματολόγου Καθηγητού,
πρωτοπρεσβύτερου π. Ιωάννου Ρωμανίδου .Η μαγνητοφώνησή τους το α’ εξάμηνο του
ακαδημαϊκού έτους 1983-1984 στη Θεολογική
Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης γέννησε την ιδέα στον πιστό μαθητή
του π. Ιωάννου, παραδοσιακό Μοναχό π. Δαμασκηνό Καρακαλληνό, να τις
απομαγνητοφωνήσει και να τις προσφέρει στο ορθόδοξο πλήρωμα για την θεολογική
κατάρτιση και πνευματική οικοδομή τους .
Κάθε φορά, που συνομιλώ
με μαθητάς του π. Ιωάννου, διαπιστώνω την ισχυρά εντύπωση, που τους προκαλούσε
ο λόγος του. Τον παρακολουθούσαν δε όχι μόνο φοιτηταί της Θεολογικής Σχολής,
αλλά και πολλοί άλλοι, φοιτηταί άλλων Σχολών, αλλά και ιδιώται, που εθέλγοντο
από την διδασκαλία του.
Ο διακεκριμένος
πανεπιστημιακός διδάσκαλος και κληρικός προσέφερε μία Δογματική «άλλου είδους»
πέρα από τα γνωστά ως τότε σχολαστικά πρότυπα, τον ακαδημαϊσμό και την
νοησιαρχία, που βάραιναν ακόμη την πανεπιστημιακή μας Θεολογία. Ο λόγος του
επαναδιατύπωνε την πατερική διδασκαλία, που δεν συνίσταται στην απλή παράθεση
πατερικών χωρίων, αλλά στη διείσδυση στο πνεύμα και την εμπειρία τους, μέσα από
την καρδιακή σχέση τους με τον Τριαδικό Θεό μας. Αυτές οι μαρτυρίες για τον
καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη, μαζί και με τις δικές μου διαπιστώσεις από την
μελέτη των έργων του, με έπεισαν ότι μπορούμε να αναφερόμεθα πανεπιστημιακά σε
εποχή «προ Ρωμανίδη» και εποχή «μετά Ρωμανίδη». Διότι για πρώτη φορά η
πανεπιστημιακή Θεολογία γνώρισε στο πρόσωπό του τη διασύνδεσή της με την
Ιστορία και τη Λατρεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως έκφραση της εμπειρίας του
εκκλησιαστικού σώματος και μαρτυρία ζωής εν Χριστώ, και όχι μιας αυτονομημένης
επιστημονικής γνώσεως, χωρίς την αμεσότητα με τον αγώνα του πιστού για σωτηρία.
Το παρόν βιβλίο
προσλαμβάνει, έτσι, και τον χαρακτήρα της συμβολής στην ιστορία της ακαδημαϊκής
μας Θεολογίας, που αρχίζει με τη Θεολογική Σχολή της Ιονίου Ακαδημίας (1824)
και ιδιαίτερα ως προς το μάθημα της Δογματικής, που συνιστά την καρδιά της
Θεολογικής μαθήσεως και την επιστημονική εισαγωγή στην Πίστη της Εκκλησίας.
Είναι γι’ αυτό βέβαιο, ότι όχι μόνο οι ειδικοί και οι φοιτηταί, αλλά και το
ευρύτερο εκκλησιαστικό σώμα πολύ θα ωφεληθεί από τις παραδόσεις αυτές, λόγω της
εκκλησιαστικότητος και παραδοσιακότητος του Συντάκτου τους, που έβλεπε και
ζούσε την Δογματική Θεολογία ως εκκλησιαστική λειτουργία .
Βέβαια, η συμβολή του π.
Δαμασκηνού στην κατάστρωση του τελικού κειμένου είναι σπουδαία. Διότι, χωρίς να
αλλοιώσει στο ελάχιστο το γράμμα και το πνεύμα ρου αειμνήστου Καθηγητού,
εμερίμνησε για την εξομάλυνση φραστικά του κειμένου και την αναγκαία μεταφορά
του προφορικού λόγου (ο π. Ιωάννης μιλούσε και δίδασκε πάντα από στήθους) σε
γραπτό, χωρίς όμως να προδίδεται στο ελάχιστο ο χυμώδης λόγος του Διδασκάλου.
Γι’ αυτό και τον συγχαίρουμε εκ καρδίας και τον ευχαριστούμε για τον μόχθο του,
που τόση πνευματική ωφέλεια θα προξενήσει.
+Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ.
Μεταλληνός Κοσμήτορας Θεολ Σχολής Πανεπ.
Αθηνών
Το βιβλίο αυτό περιέχει
το κείμενο των απομαγνητοφωνημένων παραδόσεων, επ’ αμφιθεάτρω, της Ορθοδόξου
Πατερικής Δογματικής διδασκαλίας του μακαριστού καθηγητού πρωτοπρεσβυτέρου
Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, όπως αυτή η διδασκαλία κατενοήθη, απεδόθη και παρεδόθη
από αυτόν στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης κατά την διδακτική
περίοδο του Α’ εξαμήνου του έτους 1983.
Εδώ μεταφέρεται το
κείμενο των παραδόσεων αυτών με τις απαραίτητες φραστικές διορθώσεις, όπου
εχρειάζετο. Η αξία των παραδόσεων εν σχέσει με τα γραπτά κείμενα του π. Ιωάννου
είναι ότι, επειδή ήσαν προφορικές και απηυθύνοντο σε φοιτητές, ήσαν πιο απλές
και κατανοητές ως προς την γλώσσα και έκφρασί τους, χωρίς όμως η ουσία και το
περιεχόμενό τους να υπολείπωνται σε αξία από τα γραπτά κείμενα του ιδίου.
Η γλώσσα του π. Ιωάννου
σε πολλά σημεία είναι μικτή. Δεν θελήσαμε να επέμβωμε. Εθεωρήσαμε καλό, από
κάθε άποψι, να διατηρηθή το ύφος του π. Ιωάννου και η αφτιασίδωτη και πηγαία
του γλώσσα. Όσον αφορά στην Ορθογραφία, προσπαθήσαμε να ακολουθήσωμε αυτή των
υπολοίπων του βιβλίων.
Εκρίθη καλό το κείμενο
των παραδόσεων να συνοδευθή από κάποια σχόλια. Νομίζουμε ότι έτσι θα
διευκολυνθή ο αναγνώστης στην κατανόησι των παραδόσεων.
Το κείμενο των προφορικών
παραδόσεων δεν αποτελεί επιστημονικό σύγγραμμα ως εκ της φύσεώς του, αλλά
μάλλον μία προσπάθεια εισαγωγής του αναγνώστου στο πνεύμα και στην αλήθεια της
Ορθοδόξου Παραδόσεως. Κυρίως όμως φιλοδοξεί να μεταδώση στον αναγνώστη την
επίγνωσι ότι η Ορθόδοξος Παράδοσις είναι εκείνη, η οποία έχει κατατεθειμένη
μέσα της όχι μόνο την θεολογική μέθοδο δια της οποίας μπορεί κάποιος να φθάση
να αποκτήση τις προϋποθέσεις, ώστε να θεραπευθή ψυχοπνευματικά και να δη τον
Θεό κατά το ανθρωπίνως δυνατόν, αλλά και ότι αυτή η μέθοδος προσφέρεται στον
κάθε άνθρωπο μέχρι των ημερών μας. Και, επειδή ο Θεός είναι Φως, αυτή η
μέθοδος, όταν εφαρμόζεται σωστά, δεν είναι παρά μία πορεία προς το Φως.
Στο κείμενο αυτό των
παραδόσεων του π. Ιωάννου γίνεται απλή αναφορά στην κάθαρσι της καρδιάς από τα
πάθη. Δεν ασχολείται εδώ ο π. Ιωάννης με το πώς γίνεται η κάθαρσις αυτή. Η
διαδικασία της καθάρσεως είναι κατατεθειμένη στην Ασκητική Παράδοση της
Εκκλησίας, αντιπροσωπευτικό κείμενο της οποίας είναι η «Κλίμαξ» του αγίου
Ιωάννου του Σιναΐτου. Ο θέλων να εντρύφηση εις τα περί καθάρσεως της καρδίας
μπορεί να αρχίση την έρευνα ή την μελέτη του με αυτό το κείμενο, την «Κλίμακα»
δηλαδή του αγίου Ιωάννου.
Στις προφορικές αυτές
παραδόσεις, επί πλέον των ανωτέρω σκιαγραφείται εκ μέρους του π. Ιωάννου πως η
Ορθόδοξος Παράδοσις έχει διδαχθή, προβληθή και βιωθή στην Ελλάδα κατά την
περίοδο μετά την Επανάστασι του 1821 μέχρι των ημερών μας, ποια είναι η σημασία
και ο ρόλος της Ορθοδόξου Παραδόσεως στην σημερινή εποχή, ποιες είναι οι
προϋποθέσεις επιβιώσεώς της, καθώς και ποιοι ήσαν και είναι οι εχθροί της.
Επιχειρείται δηλαδή εκ μέρους του ταυτόχρονα με την παρουσίασι των θεμελίων της
Ορθοδόξου Παραδόσεως και μία κριτική της διαχρονικής σημασίας και εφαρμογής
της. Και τούτο γίνεται μέσα στο πλαίσιο της προβολής της Ορθοδόξου Παραδόσεως και
της αιωνίου αξίας της, που είναι και ο σκοπός του παρόντος πονήματος.
Ο λόγος του π. Ιωάννου,
επειδή είναι αληθής, είναι επίκαιρος και στις ημέρες μας, διότι παρά την
αναβίωσι της Ορθοδόξου Πατερικής Παραδόσεως στον χώρο της Ελλαδικής Εκκλησίας
μετά την πρώτη έκδοσι του «Προπατορικού Αμαρτήματος», παρατηρείται ακόμη έντονο
το θλιβερό φαινόμενο η Πατερική Διδασκαλία και Θεολογία να είναι άγνωστη στους
πολλούς στον χώρο αυτόν, η δε σύγχυσις που επικρατεί στους θεολογικούς κύκλους
σε καίρια θεολογικά θέματα (π.χ., στο τι είναι Παράδεισος και Κόλασις) να είναι
απόδειξις της ελλείψεως των Πατερικών θεολογικών κριτηρίων.
Ο αναγνώστης θα ιδή ότι ο
λόγος του π. Ιωάννου μερικές φορές είναι καυστικός. Έχουμε την πεποίθησι όμως
ότι αυτή η καυστικότης μπορεί να λειτουργήση θεραπευτικά.
Θερμώς ευχαριστούμε τον
παραχωρήσαντα τις κασσέττες των παραδόσεων του π. Ιωάννου, καθώς και όλους όσοι
εβοήθησαν στην έκδοσι, όπως ο ιερομόναχος π. Αλέξιος Trader και ο μοναχός π.
Αρσένιος Βλιαγκόφτης .
Ιδιαιτέρως θερμώς
ευχαριστούμε τον αιδεσιμολογιώτατο πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Μεταλληνό,
καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για τις υποδείξεις και την ενθάρρυνσί του
σχετικά με την έκδοσι της παρούσης εργασίας, όπως και για τον δημοσιευόμενο εδώ
Πρόλογό του .
Ευχαριστούμε επίσης τις
θυγατέρες του μακαριστού πατρός Ιωάννου Ρωμανίδου, Ευλαμπία και Αναστασία, για
την άδειά τους να προχωρήσωμε σ’ αυτή την έκδοσι.
Η προσπάθεια αυτή θα
έμενε ανολοκλήρωτη χωρίς την ολόθυμη συμπαράστασι των Εκδόσεων «Παρακαταθήκη»
που συμπεριέλαβαν το βιβλίο αυτό στην εκδοτική τους σειρά.
Οι ευχαριστίες για την
άρτια εκδοτική παραγωγή πρέπει να αποδοθούν στις Γραφικές Τέχνες «Το Παλίμψηστον»
και στην διευθύντριά τους κ. Χρυσούλα Πέγιου.
Έγραφον εν Αγίω Όρει, εν
έτει 2004, μηνός Ιανουαρίου ιζ΄, μνήμη
του Οσίου Πατρός ημών Αντωνίου του Μεγάλου, Καθηγητού της Ερήμου.
Δαμασκηνός μοναχός
Αγιορείτης
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ:
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Τι είναι ο νους του
ανθρώπου
Η θεραπεία της ψυχής του
ανθρώπου είναι η κύρια μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η Εκκλησία πάντοτε
θεράπευε τον χώρο της ψυχής. Είχε διαπιστώσει, από την Εβραϊκή παράδοσι και από
τον ίδιο τον Χριστό και τους Αποστόλους ότι στον χώρο της φυσικής καρδιάς
λειτουργεί κάτι, που οι Πατέρες ωνόμασαν «νουν». Πήρανε δηλαδή τον παραδοσιακόν
«νουν», που σημαίνει διάνοια και λόγος, και κάνανε μία διαφοροποίησι. Ωνόμασαν
νουν αυτήν την νοερά ενέργεια, η οποία λειτουργεί στην καρδιά του υγιούς ψυχικά
ανθρώπου. Δεν γνωρίζομε πότε έγινε αυτή η διαφοροποίησις, διότι συμβαίνει
επίσης μερικοί Πατέρες να ονομάζουν με την ίδια λέξι, νουν, και την λογική,
αλλά και την νοερά ενέργεια, όταν αυτή κατεβαίνη και λετουργή στον χώρο της
καρδιάς.
Οπότε εξ αυτής της
απόψεως η νοερά ενέργεια είναι μία και μόνη ενέργεια της ψυχής, η οποία στον
μεν εγκέφαλο λειτουργεί ως λογική, η ίδια όμως λειτουργεί συγχρόνως και στην
καρδιά ως νους. Δηλαδή το ίδιο όργανο, ο νους, προσεύχεται αδιάλειπτα στην
καρδιά, σε όσους εννοείται έχουν αδειάλειπτη καρδιακή προσευχή, και συγχρόνως
σκέπτεται π.χ. μαθηματικά προβλήματα και ο,τιδήποτε άλλο, στον εγκέφαλο.
Πρέπει να πούμε ότι αυτό
που ο Απόστολος Παύλος ονομάζει νουν ταυτίζεται με αυτό που οι Πατέρες
ονομάζουν διάνοια. Είναι μια διαφορά στην ορολογία. Όταν ο Απόστολος Παύλος
λέγη «προσεύξομαι τω πνεύματι» 1, εννοεί αυτό που λένε οι Πατέρες «προσεύξομαι
τω νοΐ». Και, όταν λέγη «προσεύξομαι τω νοΐ», εννοεί «προσεύξομαι τη διανοία».
Το όνομα «νους» των Πατέρων δεν είναι ο «νους» του αποστόλου Παύλου, αλλά είναι
το πνεύμα του αποστόλου Παύλου. Όταν λέγη προσεύξομαι τω νοΐ, προσεύξομαι τω
πνεύματι ή ψαλλώ τω νοΐ, ψαλλώ τω πνεύματι, και όταν λέγη το Πνεύμα του Θεού
συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών, με την λέξη πνεύμα εννοεί αυτό που λένε οι
Πατέρες νουν. Και με την λέξη νους εννοεί την διάνοια, την λογική.
Στην έκφρασί του «το
Πνεύμα του Θεού συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών» 2, μιλάει για δύο πνεύματα: Για
το Πνεύμα του Θεού και για το ανθρώπινο πνεύμα. Αυτό το ανθρώπινο πνεύμα κατά
κάποια παράξενη εξέλιξι εμφανίζεται αργότερα στην εποχή του αγίου Μακαρίου του
Αιγυπτίου να ονομάζεται νους , και μόνο τα ονόματα λόγος και διάνοια να
παραμένουν και να αναφέρωνται στην λογική του ανθρώπου. Έτσι ταυτίσθηκε ο
«νους» με το «πνεύμα», δηλαδή με την «καρδιά». Διότι ο χώρος του πνεύματος του
ανθρώπου είναι η καρδιά, κατά τον Απόστολο Παύλο3 .
Έτσι η λογική λατρεία για
τον απόστολο Παύλο με τον νουν (δηλαδή με την διάνοια, την λογική), ενώ η νοερά
ευχή γίνεται με το πνεύμα και είναι η πνευματική ευχή, δηλαδή η καρδιακή
προσευχή 4. Έτσι εκείνο, που λέγει ο Απόστολος Παύλος, «αλλ’ εν εκκλησία θέλω
πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω, ή μυρίους
λόγους εν γλώσση» 5 σημαίνει ότι προτιμούσε να πη πέντε λέξεις, πέντε λόγια
δηλαδή, για να κατηχήση τους άλλους· παρά να προσεύχεται νοερώς. Αυτό, που
λέγει εδώ ο Απόστολος Παύλος, ερμηνεύεται από μερικούς μοναχούς ότι μίλησε ο
Απόστολος για την ευχή του Ιησού, δηλαδή για το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν
με», που αποτελείται από πέντε λέξεις. Αλλά εδώ ο Απόστολος Παύλος μιλάει για
λόγια με τα οποία κατηχούσε τους άλλους6. Διότι πώς μπορεί να γίνη κατήχησις με
νοερά προσευχή, αφού η νοερά προσευχή είναι εσωτερική προσευχή του ανθρώπου και
οι άλλοι γύρω του δεν ακούνε τίποτε; Η κατήχησις όμως γίνεται με λογική
διδασκαλία και λογική λατρεία. Διδάσκουμε και μιλούμε μέσω της λογικής, που είναι η συνήθης επικοινωνία μεταξύ των
ανθρώπων7 .
Επικοινωνία όμως έχουν
μεταξύ τους και όσοι έχουν νοερά ευχή μέσα στην καρδιά τους. Μπορούν δηλαδή να
καθίσουν μαζί και ο ένας να επικοινωνή με τον άλλον νοερώς, χωρίς να μιλάνε. Να
υπάρχη δηλαδή μεταξύ τους πνευματική επικοινωνία. Αυτό φυσικά συμβαίνει σ’
αυτούς και εκ του μακρόθεν. Και αυτοί επίσης έχουν το διορατικό και προορατικό
χάρισμα. Με το διορατικό ανιχνεύουν τα αμαρτήματα κάθε ανθρώπου, καθώς και τις
σκέψεις τους, ενώ με το προορατικό βλέπουν και μιλάνε για πράγματα, πράξεις και
γεγονότα μέλλοντα. Πράγματι υπάρχουν τέτοιοι χαρισματούχοι άνθρωποι και, αν
πάτε να εξομολογηθήτε σ’ αυτούς, ξέρουν όλα όσα έχετε κάνει στην ζωή σας, πριν
ανοίξετε το στόμα σας για να τους τα πήτε.
Ποιος είναι
«ψυχοπαθής», κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας
Ο κάθε άνθρωπος είναι
ψυχοπαθής κατά την Πατερική έννοια. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος
σχιζοφρενής για να είναι ψυχοπαθής. Ο ορισμός της ψυχοπάθειας από Πατερικής
απόψεως είναι ότι ψυχοπάθεια υπάρχει στον άνθρωπο εκείνον που δεν λειτουργεί
σωστά η νοερά ενέργεια μέσα του. Όταν δηλαδή ο νους του ανθρώπου είναι γεμάτος
από λογισμούς, όχι μόνο κακούς λογισμούς, αλλά και καλούς λογισμούς8 .
Όποιος έχει λογισμούς,
καλούς ή κακούς μέσα στην καρδιά του, αυτός ο άνθρωπος από Πατερικής απόψεως
είναι ψυχοπαθής. Ας είναι οι λογισμοί αυτοί ηθικοί, ακόμη και ηθικώτατοι,
ανήθικοι ή οτιδήποτε άλλο. Δηλαδή κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας όποιος δεν
έχει περάσει από κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη και δεν έχει φθάσει σε κατάστασι
φωτισμού με την Χάρι του Αγίου Πνεύματος είναι ψυχοπαθής. Όχι όμως με την
έννοια της Ψυχιατρικής. Ο ψυχοπαθής για τον ψυχίατρο είναι κάτι άλλο. Είναι
εκείνος που πάσχει από ψύχωσι, είναι ο σχιζοφρενής. Για την Ορθοδοξία όμως ένας
που δεν έχει περάσει από κάθαρσι της ψυχής από τα πάθη και δεν έχει φθάσει σε
φωτισμό, είναι νορμάλ ή δεν είναι νορμάλ; Αυτό είναι το θέμα.
Ποιος είναι ο νορμάλ
Ορθόδοξος Χριστιανός στην Πατερική παράδοσι; Αν θέλετε να το δήτε αυτό
ξεκάθαρα, διαβάστε την ακολουθία του Αγίου Βαπτίσματος, διαβάστε την ακολουθία
του Αγίου Μύρου, η οποία τελείται στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως την Μεγάλη
Πέμπτη. διαβάστε την ακολουθία των Εγκαινίων των ιερών ναών. Εκεί θα δήτε τι
σημαίνει ναός του Αγίου Πνεύματος, εκεί θα δήτε ποιος είναι ο φωτισμένος.
Όλες οι ακολουθίες καθώς
και η ασκητική παράδοσις της Εκκλησίας αναφέρονται κυρίως σε τρεις πνευματικές
καταστάσεις: Στην κάθαρσι από τα πάθη της ψυχής και του σώματος, στον φωτισμό
του νου του ανθρώπου από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος, και στην θέωσι της ψυχής
και του σώματος του ανθρώπου. Κυρίως όμως μιλούν για την κάθαρσι και τον
φωτισμό, επειδή οι ακολουθίες της Εκκλησίας είναι εκφράσεις της λογικής
λατρείας. Οπότε ο νορμάλ Ορθόδοξος ποιος είναι; Ο βαπτισμένος, αλλά μη
κεκαθαρμένος; Ο μη φωτισμένος; Ή ο κεκαθαρμένος και φωτισμένος; Ο τελευταίος
φυσικά. Αυτός είναι ο νορμάλ Ορθόδοξος.
Άρα σε τι διαφέρουν οι νορμάλ
Ορθόδοξοι από τους άλλους Ορθοδόξους; Στο δόγμα; Όχι, βέβαια. Πάρτε τους
Ορθοδόξους, γενικά. Μεταξύ τους όλοι έχουν το ίδιο δόγμα, την ίδια παράδοσι και
την ίδια κοινή λατρεία. Μέσα σε έναν ιερό ναό μπορεί να υπάρχουν π.χ.
τριακόσιοι Ορθόδοξοι. Από αυτούς όμως μόνο οι πέντε να είναι σε κατάστασι
φωτισμού, ενώ οι άλλοι να μην είναι. Και μάλιστα οι άλλοι να μην έχουν ιδέα του
τι είναι κάθαρσις. Οπότε τίθεται το ερώτημα: Οι νορμάλ Ορθόδοξοι Χριστιανοί
μεταξύ αυτών πόσοι είναι; Δυστυχώς μόνο οι πέντε.
Η κάθαρσις όμως και ο
φωτισμός είναι συγκεκριμένες καταστάσεις θεραπείας, που μπορούν να εξακριβωθούν
από εμπείρους και φωτισμένους πνευματικούς πατέρες. Οπότε έχομε εδώ καθαρά
ιατρικά κριτήρια. Ή μήπως δεν είναι καθαρά ιατρικά τα κριτήρια; Εφ’ όσον ο νους
είναι ένα φυσιολογικό όργανο του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου – διότι όχι μόνο
οι Έλληνες ή οι Ορθόδοξοι έχουν νουν, αλλά και οι Μουσουλμάνοι και οι Βουδιστές
και όλος ο κόσμος -, άρα όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια ανάγκη για κάθαρσι και
φωτισμό. Η δε θεραπευτική αγωγή είναι μία. Ή υπάρχουν πολλές θεραπευτικές
αγωγές γι’ αυτό το νόσημα; Και είναι πράγματι νόσημα ή όχι;
Περί της αποκλίσεως
της Δυτικής Χριστιανοσύνης από το Ορθόδοξο ήθος
Σ’ αυτά όμως τα θέματα οι
σημερινοί Ορθόδοξοι δυσκολεύονται να απαντήσουν, διότι έχουν σήμερα απομακρυνθή
τόσο πολύ από αυτήν την παράδοσι, που δεν σκέπτονται πλέον την Ορθόδοξη
Χριστιανική αγωγή μέσα στα πλαίσια της νόσου και της θεραπείας. Δεν την θεωρούν
την Ορθοδοξία σαν θεραπευτική αγωγή, αν και όλες οι ευχές της Εκκλησίας είναι
ξεκάθαρες πάνω στο θέμα αυτό. Διότι ο Χριστός ποιος είναι για τους Ορθοδόξους
Χριστιανούς; Δεν αποκαλείται επανειλημμένως μέσα στις ευχές και στα τροπάρια
της Εκκλησίας ως ο «ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών»;
Αν ψάξετε στην Παπική ή
στην Προτεσταντική παράδοσι, αυτή η επωνυμία για τον Χριστό, ως ιατρό, δεν
υπάρχει πουθενά! Ο Χριστός μόνο στην Ορθόδοξη παράδοσι αποκαλείται ιατρός.
Γιατί όμως αυτή η παράδοσις έσβησε από τους Παπικούς και τους Προτεστάντες και,
όταν τους μιλάμε για θεραπευτική αγωγή, ξαφνιάζονται; Διότι η ανάγκη της
καθάρσεως και του φωτισμού, η ανάγκη της εσωτερικής αλλαγής έφυγε από τους
ανθρώπους αυτούς στην δική τους Θεολογία. Γι’ αυτούς εκείνος που αλλάζει δεν
είναι ο άνθρωπος, αλλά ο Θεός! Ο άνθρωπος γι’ αυτούς δεν αλλάζει. Το μόνο
πράγμα που κάνει ο άνθρωπος γι’ αυτούς είναι ότι γίνεται καλό παιδί. Και όταν ο
άνθρωπος από κακό παιδί που ήταν γίνη καλό παιδί, τότε ο Θεός τον αγαπά.
Διαφορετικά, τον αποστρέφεται! Αν παραμένη ή γίνεται κακό παιδί, τότε ο Θεός δεν
τον αγαπά! Δηλαδή, αν ο άνθρωπος γίνη καλό παιδί, τότε αλλάζει και ο Θεός και
γίνεται καλός. Και από εκεί που δεν τον αγαπούσε, τώρα τον αγαπά ! Όταν ο
άνθρωπος γίνεται κακό παιδί, ο Θεός θυμώνει και, όταν ο άνθρωπος γίνεται καλό
παιδί, ο Θεός χαίρεται! Αυτό δυστυχώς γίνεται στην Ευρώπη.
Αλλά το κακό είναι ότι
αυτό δεν γίνεται μόνο στην Ευρώπη, αλλά γίνεται και στην Ελλάδα και σε πολλούς
μέσα στην Εκκλησία αυτό το πνεύμα επικρατεί. Έχει καταντήσει να είναι η
Ορθοδοξία μία θρησκεία, που ο Θεός
αλλάζει διαθέσεις! Όταν ο άνθρωπος είναι καλός, ο Θεός τον αγαπάει. Και όταν
είναι κακός, ο Θεός δεν τον αγαπάει 9. Ο Θεός δηλαδή τιμωρεί και βραβεύει!
Οπότε η ουσία της Ορθοδοξίας σήμερα είναι μία ηθικολογία στην Ελλάδα. Αυτά δεν
διδάσκανε τα Κατηχητικά στα παιδιά και οι παραεκκλησιαστικές Οργανώσεις, που
έχουν Δυτικά πρότυπα και διέβρωσαν το Ορθόδοξο πνεύμα;
Λοιπόν, αν κάποιος μετά
από αυτά θελήση να μάθη γιατί κατήντησε η Ορθοδοξία σ’ αυτά τα χάλια, ας
διαβάση Αδαμάντιο Κοραή! Αυτός μετά την Επανάστασι του 1821 εγκαινίασε αυτή την
γραμμή στην Ελλάδα. Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος εγκαινίασε τον διωγμό
εναντίον του Ησυχασμού, εναντίον του παραδοσιακού Μοναχισμού, εναντίον της
Ορθοδόξου και μόνης σωστής θεραπείας της ψυχής του ανθρώπου. Αλλά ας ξεκινήσωμε
από αλλού.
Ας υποθέσωμε ότι ένας
ερευνητής επιστήμονας, που δεν έχει σχέσι με θρησκείες , ένας άθεος, αν θέλετε,
κάνει έρευνα πάνω στις θρησκευτικές παραδόσεις και φθάνοντας στην Ορθόδοξη
παράδοσι σκαλίζει, ανακαλύπτει και περιγράφει αυτά τα πράγματα. Οπότε λέγει:
Για κοιτάτε εδώ! Αυτή η παράδοση μιλάει για ψυχή, για νοερά ενέργεια της ψυχής
και για συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή. Μετά αυτός ο άνθρωπος ερευνώντας φθάνει
να αναγνωρίση ότι, αν αυτή η θεραπευτική αγωγή εφαρμοσθή στις κοινωνίες των
ανθρώπων, θα έχει πολύ ωφέλιμα αποτελέσματα για την ατομική και κοινωνική
υγεία. Μετά, συνεχίζοντας το ψάξιμο, αρχίζει να εξακριβώνη από πότε εμφανίσθηκε
αυτή η παράδοσι, ποιες είναι οι πηγές της, πόσους αιώνες επιτυχώς εφαρμόσθηκε
στην πράξι, που εφαρμόσθηκε και συνεχίζοντας βρίσκει γιατί δεν υπάρχει σήμερα στους
Ορθοδόξους, στην πλειοψηφία τους, αυτή η παράδοσι, και γιατί η Ορθοδοξία υπέστη
αλλοίωσι. Και ο ερευνητής αυτός συνεχίζει και βρίσκει ότι αυτό συνέβη, διότι
εδιώχθη ο Ησυχασμός και ο παραδοσιακός Μοναχισμός, που είναι ο φορέας της
παραδόσεως αυτής.
Γιατί εδιώχθη όμως; Διότι
οι χώροι στους οποίους ήκμαζε άρχισαν να δυτικοποιούνται πολιτιστικά, όπως
συνέβη στην Ρωσσία μετά την μεταρρύθμισι του «Μεγάλου» Πέτρου, και στην Ελλάδα
μετά την Επανάσταση του 1821. Ο σύγχρονος ιστορικός Τoynbee λέγει ότι ο Ορθόδοξος
πολιτισμός αφομοιώνεται σιγά-σιγά σήμερα από τον Δυτικό πολιτισμό 10. Έχει
γράψει ολόκληρο βιβλίο, στο οποίο διακρίνει τους υπάρχοντες σήμερα πολιτισμούς
σε πέντε μόνον, από τους είκοσι με είκοσι πέντε που υπήρχαν στο παρελθόν. Αυτοί
οι πέντε πολιτισμοί είναι ο Ινδικός πολιτισμός, ο πολιτισμός της Άπω Ανατολής
(Κίνα, Ιαπωνία), ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, ο Ορθόδοξος πολιτισμός και ο
πρωτόγονος πολιτισμός που υπάρχει σήμερα ακόμη σε περιοχές της Αυστραλίας και
της Αφρικής. Και έχει ο Toynbee την θεωρία ότι όλοι οι πολιτισμοί σήμερα
δυτικοποιούνται.
Στο παρελθόν αυτή η
δυτικοποίησης κατεβλήθη προσπάθεια να γίνη μέσω της Ιεραποστολής των Δυτικών
ιεραποστόλων. Οι Ευρωπαίοι στο παρελθόν αλλά και σήμερα ακόμη εξαποστείλανε και
εξαποστέλλουν στρατούς ιεραποστόλων για να κάνουν όχι μόνο τα άλλα έθνη
Χριστιανούς, αλλά και να τους δυτικοποιήσουν. Και γι’ αυτό υπάρχουν και στην
Ελλάδα όλοι αυτοί οι αιρετικοί και δρουν ακόμη. Η ιεραποστολή αυτή όμως, λέγει
ο Toynbee, απέτυχε στα ειδωλολατρικά έθνη της Αφρικής και όπου αλλού, διότι οι
ιεραπόστολοι χώριζαν μεταξύ τους τους ανθρώπους. Π.χ. σε μία οικογένεια
ειδωλολατρών συνέβαινε ο ένας να γίνη Λουθηρανός, ο άλλος αδελφός να γίνη
Αγγλικανός, ο άλλος Βαπτιστής, ο εξάδελφος Μεθοδιστής, ο άλλος Πεντηκοστιανός,
ο άλλος Ευαγγελικός κλπ., οπότε όχι μόνο διέσπασαν το έθνος τους σε μικρά
κομμάτια από πλευράς θρησκευτικής, αλλά και τις ίδιες τις οικογένειες.
Διεπιστώθη λοιπόν ότι η ιεραποστολή αυτού του είδους είχε μεγάλη αποτυχία στην
δυτικοποίησι των ανθρώπων του τρίτου κόσμου.
Ο Τoynbee λοιπόν πρότεινε
το 1948 μία νέα λύσι. Η δυτικοποίησις αυτή να γίνη μέσω της τεχνολογίας, καθώς
και μέσω της οικονομίας.
Τι είναι η Ορθοδοξία
Μέσα όμως σ’ αυτήν την
εξέλιξι υπάρχει και η αντεπίθεσις των Ορθοδόξων, του Ορθοδόξου πολιτισμού. Τι
είναι όμως Ορθόδοξος πολιτισμός; Είναι πολιτισμός με την έννοια του Δυτικού
πολιτισμού; Όχι. Δεν είναι πολιτισμός η Ορθοδοξία, και ας την ονομάζη ο Toynbee
Ορθόδοξο πολιτισμό. Γιατί; Διότι η Ορθοδοξία είναι επιστήμη και μάλιστα ιατρική
επιστήμη σύμφωνα με τα σημερινά κριτήρια. Όχι πολιτισμός. Δεν είναι η Ορθοδοξία
πολιτικό ή κοινωνικό σύστημα. Διότι αναφέρεται στην προσωπική σωτηρία του
ανθρώπου, δηλαδή στην σωτηρία της ψυχής του. Η Ορθοδοξία βασίζεται σ’ αυτά τα
δύο: Στο «ο Λόγος σαρξ εγένετο»11 και στο «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια». Βέβαια
μέσα στην Ορθοδοξία υπάρχουν προϋποθέσεις για να δημιουργήση πολιτισμό. Όμως η
Ορθοδοξία δεν είναι πολιτισμός. Αλλά η Ορθοδοξία δεν είναι ούτε θρησκεία. Δεν
είναι η Ορθοδοξία μία θρησκεία όπως όλες οι άλλες θρησκείες. Η Ορθοδοξία
ξεχωρίζει από ένα μοναδικό φαινόμενο, που δεν υπάρχει στις άλλες θρησκείες.
Αυτό είναι ανθρωπολογικό και θεραπευτικό. Σ’ αυτό διαφέρει. Η ορθοδοξία είναι
μία θεραπευτική αγωγή που θεραπεύει την ανθρώπινη προσωπικότητα.
Ο σωστός γιατρός μεριμνά
για την θεραπεία όλων ανεξαιρέτως των ασθενών χωρίς διακρίσεις. Δεν ξεχωρίζει
μερικούς μεταξύ των ανθρώπων, για να τους θεραπεύση. Δεν τον ενδιαφέρει η
κοινωνική του τάξις ή το μορφωτικό τους επίπεδο ή η οικονομική τους κατάστασις
ή η θρησκεία τους ή η ηθική τους συμπεριφορά. Ο σωστός γιατρός βλέπει μόνο αν
ένας άνθρωπος, που τον πλησιάζει, είναι άρρωστος ή όχι. Και, αν είναι άρρωστος,
ενδιαφέρεται και προσπαθεί να τον θεραπεύση. Να θεραπεύση την πάθησι του
ανθρώπου. Είναι υποχρεωμένος να τον θεραπεύση. Στην Ορθόδοξη παράδοσι, έχομε
κάτι παραπάνω από αυτό. Και σ’ αυτό ακριβώς συνίσταται η «αντεπίθεσί» μας.
Ο Θεός αγαπάει όχι μόνο
τους αγίους, αλλά όλους τους ανθρώπους ανεξαιρέτως. Όλους τους αμαρτωλούς,
όλους τους κολασμένους, ακόμη και τον ίδιο τον διάβολο. Και θέλει να σώση, να
θεραπεύση τους πάντας. Θέλει, άλλα δεν μπορεί να θεραπεύση τους πάντας, διότι
δεν θέλουν όλοι να θεραπευθούν. Αυτό, το ότι ο Θεός είναι αγάπη και θέλει να
θεραπεύση τους πάντας και ότι αγαπά τους πάντας εξ’ ίσου, διαπιστώθηκε και
διαπιστώνεται από την εμπειρία των θεουμένων, όσων δηλαδή έφθασαν σε θέωση,
δηλαδή σε θεοπτία και είδαν τον Θεόν.
Δεν μπορεί όμως ο Θεός να
θεραπεύση τους πάντας, διότι δεν εκβιάζει την θέληση του ανθρώπου. Σέβεται ο
Θεός τον άνθρωπο και τον αγαπά. Δεν μπορεί όμως να θεραπεύση κάποιον με το
ζόρι. Θεραπεύει μόνο όσους θέλουν να θεραπευθούν και του ζητούν να τους
θεραπεύση. Φυσιολογικά κάποιος, που έχει σωματική αρρώστεια ή και ψυχική,
πηγαίνει μα την θέλησί του και όχι με το ζόρι στον γιατρό, για να γίνη καλά, αν
ακόμη έχη τα λογικά του. ΄Έτσι και στην Ορθόδοξη θεραπευτική αγωγή. Πρέπει
κάποιος από μόνος του, χωρίς καταναγκασμό, χωρίς καταπίεσι, ελεύθερα να
προσέλθη στην Εκκλησία, στους κατάλληλους ανθρώπους, που έχουν την φώτισι και
την εμπειρία και κατέχουν την θεραπευτική μέθοδο της Ορθοδόξου παραδόσεως, και
σ' εκείνους να κάνη υπακοή για να βρη θεραπεία.
Ο κοινωνικός σκοπός
της Ορθοδοξίας
Ποια είναι τώρα η κοινωνική πλευρά του θέματος;
Έχομε τον άνθρωπο, τον
οποιονδήποτε άνθρωπο που ζη μέσα σε μία κοινωνία και πρέπει να δράση ως υγιής
κοινωνική μονάδα. Η θεραπεία που αναφέραμε παραπάνω, της νοεράς ενεργείας της
ψυχής του ανθρώπου, αυτή η ίδια η θεραπεία, όταν περατωθή, δημιουργεί αυτομάτως
κοινωνικό άνθρωπο, δηλαδή υγιή ψυχικά άνθρωπο, που είναι έτοιμος να δράση
κοινωνικά σε όλους τους τομείς. Και εκείνος που είναι θεραπευμένος αυτομάτως,
σιωπηρώς χειροτονείται ιατρός για τους άλλους, τους μη θεραπευμένους. Διότι η
ιατρική επιστήμη που λέγεται Ορθοδοξία διαφέρει από τις άλλες επιστήμες στο ότι
εκείνος, που θεραπεύθηκε, γίνεται αυτομάτως θεραπευτής. Η ίδια η εφαρμογή της
θεραπευτικής αγωγής στον εαυτό του, γίνεται το μέσον για την θεραπεία των
άλλων. Γι’ αυτό δεν νοείται άνθρωπος, ο οποίος είναι θεραπευμένος, να μην έχει
πνευματικά παιδιά, άλλους δηλαδή ανθρώπους σε πνευματική εξάρτησι από αυτόν,
τους οποίους να νουθετή και καθοδηγή προς θεραπείαν.
Στην αρχαία Εκκλησία δεν
υπήρχε επίσημος ή συγκεκριμένος θεραπευτής ,διότι ο κάθε Χριστιανός ήταν
θεραπευτής. Αυτή ήταν η ιεραποστολή της αρχαίας Εκκλησίας. Η ιεραποστολή της
αρχαίας Εκκλησίας δεν ήταν όπως είναι της σημερινής Ορθοδόξου Εκκλησίας, που
συνίσταται μερικές φορές στο να διαφημίζωμε τα ωραία μας δόγματα ή την
λατρευτική μας παράδοσι, σαν να είναι τίποτα προϊόντα για πούλημα…Λέμε, π.χ.:
Κοιτάξτε, παιδιά, εμείς έχομε τα πιο ωραία δόγματα, την πιο ωραία λατρεία, την
πιο ωραία ψαλμωδία, τις πιο ωραίες στολές -κοίτα πόσο ωραίος είναι ο σάκκος του
Δεσπότη! κ.λ.π., και προσπαθούμε να τους θαμπώσουμε με μας πατερίτσες μας, με
τα ράσα μας, με τα καλυμμαύχια μας, για να κάνουμε ιεραποστολή. Βέβαια έχει
κάποιο νόημα και κάποια επιτυχία μια ιεραποστολή που γίνεται κατ’ αυτόν τον
τρόπο, όμως δεν είναι η γνήσια ιεραποστολή, όπως εκείνη της αρχαίας Εκκλησίας.
Η σημερινή ιεραποστολή
συνίσταται κυρίως στο εξής: Διαφωτίζομε ανθρώπους που είναι δεισιδαίμονες και
τους κάνομε Ορθοδόξους Χριστιανούς, χωρίς να προσπαθούμε να τους θεραπεύσωμε.
Έτσι όμως αντικαθιστούμε ή ανταλλάσσομε το προηγούμενο τους δόγμα με ένα
καινούργιο δόγμα. Ανταλλάσσομε μέσα τους την μία δεισιδαιμονία με μια άλλη
δεισιδαιμονία. Και τούτο διότι η Ορθοδοξία, όταν έτσι παρουσιάζεται και
προσφέρεται, σε τι διαφέρει από δεισιδαιμονία; Διότι, όταν η Ορθοδοξία
παρουσιάζεται και προσφέρεται σαν ένας Χριστιανισμός που δεν θεραπεύει, παρ’
όλο που το κύριο του έργο είναι η θεραπεία, τότε σε τι διαφέρει από την δεισιδαιμονία;
Υπάρχουν Χριστιανοί στην
Δύσι, που έχουν και εκείνοι δόγματα, που δέχονται ωρισμένες Συνόδους. οι
αιρετικοί δηλαδή, στα δόγματα των οποίων δεν υπάρχει φαινομενικά και τόσο
μεγάλη διαφορά σε σχέσι με τα Ορθόδοξα δόγματα. Δεν είναι η διαφορά χαώδης,
όπως μεταξύ Χριστιανών και ειδωλολατρών. Οπότε, εφ’ όσον τα Ορθόδοξα δόγματα
δεν έχουν καταπληκτική φαινομενικά διαφορά με εκείνα των ετεροδόξων Χριστιανών
και, εφ’ όσον η Ορθόδοξη δογματική διδασκαλία, όπως διδάσκεται σήμερα στην
Ελλάδα, είναι άσχετη με την θεραπευτική αγωγή της Ορθοδόξου παραδόσεως, σε τι
διαφέρει η Ορθόδοξη παράδοσις από την παράδοσι των ετεροδόξων εξ αυτής της
απόψεως; Και γιατί να πιστέψη κάποιος μη Ορθόδοξος στην Ορθοδοξία και όχι σε
ένα άλλο Χριστιανικό δόγμα, αφού και τα δύο με τον τρόπο που προσφέρονται, δεν
προσφέρονται σαν αγωγές, σαν δρόμοι προς θεραπεία, αλλά σαν δεισιδαιμονία;
Σήμερα μιλάμε για αλλαγή
τη νοοτροπίας του ανθρώπου, για αλλαγή του δόγματος, για αλλαγή της θεωρήσεως
της ζωής, και έτσι την θεωρούμε την μετάνοια. Δηλαδή σήμερα στην Ορθοδοξία η
μετάνοια ταυτίζεται μόνο με την αποδοχή του Χριστού. Δηλαδή δεχόμεθα τον Χριστό
και, επειδή τον δεχόμεθα, πηγαίνομε και στην εκκλησία, ανάβομε και κανένα
κεράκι, γινόμαστε και καλά παιδιά, πηγαίνομε, αν είμαστε μικροί, και στο
Κατηχητικό ή, αν είμαστε μεγάλοι, σε καμμία θρησκευτική εκδήλωσι και –
υποτίθεται -ζούμε σε μετάνοια, είμαστε δηλαδή μετανοημένοι. Ή κάναμε κάποιο
κακό στην ζωή μας και δείξαμε κάποια μεταμέλεια και ζητήσαμε συγχώρησι και
αυτό, που κάναμε, το ονομάζομε μετάνοια. Δεν είναι όμως αυτό μετάνοια. Αυτό
είναι απλώς μεταμέλεια. Η μεταμέλεια είναι η αρχή της μετάνοιας. Δεν
καθαρίζεται η ψυχή του ανθρώπου με μία απλή μεταμέλεια. Για να καθαρισθή η ψυχή
του ανθρώπου από τα πάθη προηγείται ο φόβος του Θεού και η μετάνοια, η οποία
συνεχίζεται κατά το στάδιο της καθάρσεως και ολοκληρώνεται με τον θείο φωτισμό,
την φώτισι δηλαδή του νου του ανθρώπου από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος.
Εφ’ όσον λοιπόν οι
Ορθόδοξοι δεν ασχολούνται με αυτήν την θεραπευτική αγωγή, σε τι διαφέρουν από
τους μη Ορθοδόξους; Στο δόγμα; Και τι να το κάνουν το Ορθόδοξο δόγμα, όταν δεν
το χρησιμοποιούν για την θεραπεία της ψυχής τους; Το δόγμα έτσι δεν τους ωφελεί
σε τίποτε.
Ποια είναι η
κατάστασις καταλλαγής με τον Θεό
Η κατάστασις καταλλαγής
με τον Θεό, που κάνει κάποιον φίλο του Θεού, ποια είναι από Ορθοδόξου απόψεως;
Κοιτάξτε τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Η Βάπτισις ταυτίζεται με την κάθαρσι.
Του Βαπτίσματος προηγούνται οι εξορκισμοί, που είναι η απαλλαγή του ανθρώπου
από την επήρεια και τα δικαιώματα των πονηρών πνευμάτων επάνω του. Κατά το
Βάπτισμα με την τριπλή κατάδυσι και ανάδυσι στο νερό δίδεται άφεσις αμαρτιών
και καταστρέφονται οι ενέργειες του διαβόλου μέσα στον άνθρωπο. Μετά ακολουθεί
το Χρίσμα, που είναι η κατάστασις φωτισμού του ανθρώπου από την Χάρι του Θεού,
δηλαδή την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος.
Στους αρχαίους
Χριστιανούς οι νεοφώτιστοι12, αφού βαπτιζόντουσαν το Μεγάλο Σάββατο και έπαιρναν
την Χάρι του αγίου Βαπτίσματος και με το άγιο Χρίσμα, που ακολουθούσε,
συμπλήρωναν τον αρχικό φωτισμό, εβάδιζαν προς πλήρη φώτισι, η οποία ανεμένετο
να λάβη χώραν κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, μετά δηλαδή από πενήντα ημέρες
από την Βάπτισί τους.
Αλλά τι είναι η πλήρης
φώτισι του ανθρώπου; Είναι η επίσκεψις του Αγίου Πνεύματος εις τον νουν, δηλαδή
εις την καρδίαν του ανθρώπου. Όπως, δηλαδή, κατά την Πεντηκοστή έγινε η πλήρης
φώτισι των Αποστόλων με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος, το ίδιο θέλει η Εκκλησία
να επαναλαμβάνεται σε κάποια στιγμή της πνευματικής του πορείας σε κάθε πιστό
μέλος της. Δηλαδή η όλη διαδρομή της κατηχήσεως των νεοφωτίστων στην αρχαία
Εκκλησία τελείωνε με την προσωπική του Πεντηκοστή, δηλαδή με την επίσκεψι του
Αγίου Πνεύματος, το οποίο έρχεται και κατοικεί μέσα στην καρδιά του ανθρώπου
και προσεύχεται για χάριν του. Φυσικά αυτή η πλήρης φώτισις δεν συνέβαινε σε
όλους σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, διότι δεν είχαν όλοι τις ίδιες
προϋποθέσεις.
Βέβαια κατά την ημέρα της
Πεντηκοστής οι Απόστολοι δεν απέκτησαν μόνο πλήρη φώτισι, αλλά έφθασαν και σε
θέωσι. Οπότε, εφ’ όσον η Πεντηκοστή είναι το πρότυπο της πνευματικής τελειώσεως
του ανθρώπου, ο προορισμός του κάθε Χριστιανού είναι να φθάση στην θέωσι. Να δη
το Θεόν, τον Δημιουργόν του, δηλαδή τον Χριστόν, εν δόξη. Αυτό συνέβη σε όλους
τους αγίους της Εκκλησίας. Γι’ αυτό από την εορτή της Πεντηκοστής πάμε αμέσως
στην εορτή των Αγίων Πάντων, κατά την οποία εορτάζομε την μνήμη γενικά όλων των
θεωμένων αγίων της Εκκλησίας, τους οποίους καλούμεθα να μιμηθούμε. Αυτή είναι η
ραχοκοκκαλιά της κατηχητικής δομής της Εκκλησίας.
Περί της εννοίας του
δόγματος.
Οι Πατέρες τονίζουν ότι η
σωτηρία δεν έρχεται με το Ορθόδοξο δόγμα από μόνο του. Δεν είναι το δόγμα που
σώζει τον άνθρωπο. Το δόγμα απλώς ανοίγει τον δρόμο στον άνθρωπο, για να φθάση
στην κάθαρσι και στον φωτισμό. Όμως χωρίς το Ορθόδοξο δόγμα δεν φθάνει κάποιος
στην κάθαρσι και στον φωτισμό. Χωρίς την ορθή δογματική συνείδησι και χωρίς την
Ορθόδοξη πράξι, χωρίς την Ορθόδοξη λειτουργική ζωή δεν φθάνει κανείς στην
κάθαρσι και στον φωτισμό. Το δόγμα και η λειτουργική ζωή δεν είναι τα μέσα για
να φθάση κανείς στην κάθαρσι της ψυχής και στον φωτισμό. Είναι όμως οι
απαραίτητες προϋποθέσεις, τα απαραίτητα θεμέλια, για να οδηγηθή κάποιος στην
κάθαρσι και τον φωτισμό. Δεν είναι δηλαδή το δόγμα ένα αυτόματο μέσο που μας
οδηγεί από μόνο του σ’ αυτές τις καταστάσεις.
Περί της πτώσεως του
Αδάμ
Οι Πατέρες λένε ότι κατά
την πτώσι του άνθρωπου εσκοτίσθηκε ο νους του ανθρώπου. Εσκοτίσθη ο νους του
Αδάμ. Δεν ασχολούνται οι Πατέρες με τον Αδάμ ως Αδάμ, άλλα με τον νουν του
Αδάμ, ο οποίος Αδάμ αρρώστησε, επειδή εσκοτίσθηκε ο νους του. Οι Πατέρες μιλάνε
για ασύνετον νουν. Παντού στην Πατερική γραμματεία το θέμα της πτώσεως είναι ο
σκοτασμός του νοός του ανθρώπου.
Αλλά πώς εμείς ξέρομε ότι
ο άνθρωπος έπεσε; Από την ιστορική περιγραφή της πτώσεως που αναφέρει η Αγία
Γραφή; Και τι σημαίνει η πτώσις, τι σημαίνει Παράδεισος; Τι ήταν ο Παράδεισος;
Υπάρχουν δύο Πατερικές παραδόσεις πάνω στο θέμα αυτό, τις οποίες συνοψίζει ο
άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος δίνει και τις δύο Πατερικές απόψεις, χωρίς
ο ίδιος να λαμβάνη θέσι πάνω στο θέμα αυτό.
Η μία παράδοσις λέγει ότι
στον Παράδεισο ο νους του Αδάμ ήταν φωτισμένος και η άλλη παράδοσις λέγει ότι
ήταν εν θεοπτίαις ο νους του Αδάμ μέσα στον Παράδεισο. Και ότι αυτό ήταν ο
παράδεισός του, το να βλέπη δηλαδή την δόξα του Θεού. Η Αλεξανδρινή παράδοσις
ως και η παράδοσις της Καππαδοκίας (Μέγας Βασίλειος) λένε ότι ο νους του Αδάμ
πριν την πτώσι ήταν εν θεοπτίαις. Η παράδοσις της Αντιοχείας (Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος) λέγει ότι ο νους ήταν απλώς φωτισμένος 13 .
Οι Πατέρες γνωρίζουν από
την εμπειρία τους σε τι συνίσταται αυτός ο φωτισμός του νοός και είναι
κατατεθειμένο μέσα στην Παράδοσι ότι ο φωτισμός του ανθρώπου είναι η κατοίκησις
του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, οπότε ο άνθρωπος γίνεται
ναός του Αγίου Πνεύματος και το ίδιο το Άγιο Πνεύμα του Θεού ενεργεί μέσα στον
νου του ανθρώπου και τον φωτίζει. Και, αυτός ο άνθρωπος είναι ο φωτισμένος.
Τέτοιος ήταν ο νους του Αδάμ, λέγει η παράδοσις της Αντιοχείας.
Στο αν ήταν φωτισμένος ο
νους του Αδάμ πριν την πτώσι ή αν ήταν εν θεοπτίαις (δηλαδή σε κατάστασι
διαρκούς θεώσεως), σ’ αυτό ο Δαμασκηνός δεν λαμβάνει καμμία θέσι. Γιατί; Διότι
εκείνο που ενδιέφερε τον Πατέρα αυτόν της Εκκλησίας ήταν να δώση τις δύο
εξηγήσεις, για το πώς ήταν ο νους και σκοτίστηκε. Αλλά εμείς πως ξέρομε ότι ο
νους του Αδάμ σκοτίσθηκε; Απλούστατα, διότι γνωρίζομε ότι εμείς οι ίδιοι τώρα
έχομε εσκοτισμένον νουν. Και αυτός ο εσκοτισμένος νους θέλει θεραπεία . Η δε
θεραπεία συνίσταται στην φώτισι και στην θέωσι. Έχει δηλαδή δύο φάσεις. Η
θέωσις είναι πλήρης θεραπεία.
Αλλά τι σημαίνει εσκοτισμένος νους ; Σημαίνει ότι
η νοερά ενέργεια της καρδιάς του ανθρώπου δεν ενεργεί σωστά. Η νοερά ενέργεια
αρχίζει να ενεργή σωστά μόνον όταν ο άνθρωπος περάση από κάθαρσι και φθάση στον
φωτισμό. Μετά την πτώσι, ο νους είναι σκοτισμένος. Γιατί; Διότι είναι γεμάτος
από λογισμούς και έχει σκοτισθή από αυτούς τους λογισμούς. Πότε συμβαίνει αυτό,
το να σκοτισθή ο νους από τους λογισμούς; Συμβαίνει όταν οι λογισμοί της
διανοίας κατεβούν στην καρδιά και γίνουν
λογισμοί του νοός. Όταν γίνει σύγχυσις λογισμών μεταξύ λογικής και νοός.
Υπάρχουν δηλαδή λογισμοί στον νουν, που δεν πρέπει να υπάρχουν εκεί, διότι
ανήκουν στην λογική (στην διάνοια). O νους πρέπει να είναι τελείως άδειος από
λογισμούς, ώστε να μπορεί να έλθη στον άνθρωπο το Πνεύμα το Άγιο να κατοικήση
και να παραμείνη μέσα του.
Ποια είναι η ουσία της
Ορθοδόξου Παραδόσεώς μας
Το θέμα τώρα είναι ποια
είναι η ουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Η Ορθόδοξη παράδοσι προσφέρει μέθοδο
θεραπείας του νοός του ανθρώπου, δηλαδή της ψυχής του. Η θεραπεία αυτή έχει δύο
φάσεις, όπως είπαμε, τον φωτισμό κα την θέωσι. Η θέωσις, δηλαδή η θεοπτία,
είναι η εγγύησις της θεραπείας, της πλήρους θεραπείας. Αυτή η θεραπευτική
μέθοδος, η θεραπευτική αγωγή, που προσφέρει η Ορθόδοξος παράδοσις, παραδίδεται
(εξ ου και παράδοσις) από γενεά σε γενεά με φορείς ανθρώπους, οι οποίοι έφτασαν
στον φωτισμό και στην θέωσι και έγιναν θεραπευτές για τους άλλους. Δεν είναι
δηλαδή απλή μεταβίβασις γνώσεων από τα βιβλία, αλλά μεταβίβασις και διαδοχή
εμπειρίας, της εμπειρίας του φωτισμού και της εμπειρίας της θεώσεως.
Παρατηρείται όμως στην
Παλαιά Διαθήκη ότι κατάστασι φωτισμού και θεώσεως είχαν μόνο οι Πατριάρχες και
οι Προφήτες των Ισραηλιτών. Αυτό είναι ιστορικό φαινόμενο. Πριν από τους Προφήτες
έχομε τους Πατριάρχες. Προ του Μωϋσέως έχομε τον Αβραάμ. Διαβάζομε όμως στην
Παλαιά Διαθήκη ότι μέχρι τον Αβραάμ υπάρχει συνείδησις της καταστάσεως του
φωτισμού και της θεώσεως. Ο ίδιος ο Αβραάμ ήταν θεόπτης, δηλαδή έφθασε σε
θέωσι. Αυτό φαίνεται σαφώς. Για την εποχή προ του Αβραάμ πάλι έχομε στοιχεία
από την Εβραϊκή Παράδοσι ότι φωτισμός και θέωσις υπήρχαν και στους προπάτορες
του Αβραάμ, παραδείγματος χάριν στον Νώε. Η παράδοσις αυτή, του φωτισμού δηλαδή
και της θεώσεως, μεταβιβάζεται. Δεν εμφανίζεται έτσι εκ του μηδενός. Δεν
εμφανίζεται ξαφνικά τον 11ο ή 12ο π.Χ. αιώνα.
Υπάρχει Καινή Διαθήκη,
υπάρχει και Παλαιά Διαθήκη. Στην Καινή Διαθήκη είναι πιο εύκολος ο έλεγχος,
διότι είναι περιωρισμένος ο χρόνος διαρκείας της. Η Παλαιά Διαθήκη όμως
περιλαμβάνει 1500 χρόνια ιστορίας. Μέσα τώρα σ’ αυτήν την περίοδο έχομε μία
σπονδυλική στήλη. Αυτή η σπονδυλική στήλη, που είναι η παράδοσις του φωτισμού
και της θεώσεως που μεταβιβάσθηκε από Προφήτη σε Προφήτη, είναι και η ουσία της
Ορθοδόξου παραδόσεως: Η μεταβίβασις της εμπειρίας του φωτισμού και της θεώσεως
από γενεά σε γενεά. Αυτή εκτείνεται στην Παλαιά Διαθήκη χρονικά από τον Αβραάμ
μέχρι τον Ιωάννη τον Πρόδρομο. Αυτή είναι η Προφητική παράδοσις, η παράδοσις
των Πατριαρχών και των Προφητών.
Αλλά και πριν από αυτήν
την περίοδο έχομε την πρώτη περίοδο, που εκτείνεται από τον Αδάμ, μέσω του Νώε,
μέχρι τον Αβραάμ. Σήμερα έχει διαπιστωθή αρχαιολογικά η αλήθεια των
αναφερομένων ιστορικών γεγονότων στην Παλαιά Διαθήκη τουλάχιστον μέχρι την
εποχή του Μωϋσέως. Και σήμερα δεν υπάρχει κανείς, που να αμφισβητή την Παλαιά
Διαθήκη ως κείμενο μεγάλης ιστορικής αξίας. Αλλά και πριν από τον Μωϋσέα μέχρι
την εποχή του Αβραάμ έχουν βρη οι αρχαιολόγοι στοιχεία, που επαληθεύουν τα
αναφερόμενα στην Παλαιά Διαθήκη γύρω από το πρόσωπο του Αβραάμ.
Βλέπομε λοιπόν ότι η
ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως δεν είναι το βιβλίο της Αγίας Γραφής, αλλά είναι
η μεταβίβασις αυτής της εμπειρίας, του φωτισμού και της θεώσεως διαδοχικά από
τον Αδάμ μέχρι των ημερών μας.
Η Ορθοδοξία δεν είναι
θρησκεία.
Σε πολλούς επικρατεί η
αντίληψις ότι η Ορθοδοξία είναι μία από τις πολλές θρησκείες, που έχει σαν
κύρια μέριμνά Της την προετοιμασία των μελών της Εκκλησίας για την ζωή μετά
θάνατον, να εξασφάλιση δηλαδή μία θέση στον Παράδεισο για κάθε Ορθόδοξο
Χριστιανό. Έτσι θεωρείται ότι το Ορθόδοξο δόγμα προσφέρει μία επί πλέον
εξασφάλισι, επειδή είναι Ορθόδοξο, και ότι, αν κανείς δεν πιστεύη στο Ορθόδοξο
δόγμα, αυτό είναι ένας επί πλέον λόγος για να πάη στην Κόλασι ο άνθρωπος αυτός,
εκτός δηλαδή από το ότι ενδεχομένως θα τον στείλουν εκεί τα προσωπικά του
αμαρτήματα.
Όσοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί
πιστεύουν ότι αυτό το πράγμα είναι η Ορθοδοξία, αυτοί έχουν συσχετίσει την
Ορθοδοξία αποκλειστικά με την μέλλουσα ζωή. Και αυτοί δεν κάνουν και πολλά
πράγματα σ’ αυτήν την ζωή, αλλά περιμένουν να πεθάνουν, για να πάνε στον
Παράδεισο, επειδή, όταν ζούσαν, ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί!
Μια άλλη μερίδα Ορθοδόξων
δραστηριοποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας ενδιαφερομένη όχι για την άλλη
ζωή, αλλά κυρίως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Δηλαδή για το πως θα τους βοηθήση η
Ορθοδοξία να ζήσουν καλά σ’ αυτήν την ζωή. Τέτοιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί
προσεύχονται στον Θεό, βάζουν τους παπάδες 14 να κάνουν προσευχές, κάνουν
αγιασμούς, παρακλήσεις ευχέλαια κλπ., για να τους βοηθάη ο Θεός να περνάνε καλά
σ’ αυτήν την ζωή, να μην αρρωσταίνουν, να αποκαθίστανται τα παιδιά τους, να
εξασφαλίσουν στα κορίτσια τους μία καλή προίκα και έναν καλό γαμπρό, τα αγόρια
τους να βρουν καλές κοπέλλες με καλή προίκα για να παντρευτούν, οι δουλειές
τους να πηγαίνουν καλά, το εμπόριο, με το οποίο ασχολούνται, να πηγαίνει καλά,
ακόμη και το χρηματιστήριο ή η βιομηχανία τους, κλπ. Οπότε βλέπομε ότι αυτοί οι
Χριστιανοί δεν διαφέρουν κατά πολύ από τους πιστούς των άλλων θρησκειών, που
κάνουν και εκείνοι τα ίδια περίπου πράγματα15 .
Δηλαδή βλέπει κανείς από
τα παραπάνω την Ορθοδοξία να έχη αυτά τα δύο κοινά σημεία με όλα τα άλλα
θρησκεύματα: Πρώτον, το να προπαρασκευάζη τους πιστούς για την ζωή μετά
θάνατον, ώστε να πάνε στον Παράδεισο, όπως ο καθένας τον φαντάζεται, και
δεύτερον, το να φροντίζη, ώστε οι Χριστιανοί να μην περνούν θλίψεις,
στενοχώριες, καταστροφές, αρρώστιες, πολέμους κλπ. σ’ αυτήν εδώ τη ζωή, δηλαδή
ο Θεός να τα τακτοποιή όλα κατά τις ανάγκες ή τις επιθυμίες τους. Έτσι γι’ αυτούς
τους δεύτερους, η θρησκεία παίζει μεγάλο ρόλο σ’ αυτήν την ζωή και μάλιστα σ’
αυτήν την καθημερινή τους ζωή.
Κατά βάθος όμως απ’ όλους
τους παραπάνω Χριστιανούς ποιος ενδιαφέρεται αν υπάρχη ή δεν υπάρχη Θεός; Ποιος
Τον αναζητά; Γι’ αυτούς δεν τίθεται θέμα αν υπάρχη Θεός ή όχι, εφ’ όσον
καλύτερα θα ήταν να υπήρχε Θεός για να μπορούμε να τον επικαλούμεθα και να του
ζητούμε να ικανοποιή τις ανάγκες μας, ώστε να πηγαίνουν καλά οι δουλειές μας
και να έχωμε κάποια ευτυχία σ’ αυτή την ζωή.
Οπότε βλέπομε ότι ο άνθρωπος
έχει μια ισχυρότατη τάσι να θέλη να υπάρχη Θεός, να πιστεύη ότι υπάρχει Θεός,
διότι είναι μία ανάγκη για τον άνθρωπο να υπάρχη Θεός, για να εξασφαλίζη τα όσα
είπαμε. Ε, και εφ’ όσον είναι λοιπόν μία ανάγκη για τον άνθρωπο το να υπάρχη
Θεός, άρα Θεός υπάρχει!
Αν ο άνθρωπος δεν είχε
την ανάγκη ενός Θεού και αν μπορούσε να εξασφαλίση αυτάρκεια των προς το ζην σ’
αυτήν την ζωή με κάποιον άλλο τρόπο, τότε δεν ξέρει κανείς πόσοι άνθρωποι θα
πίστευαν στον Θεό. Αυτό, γίνεται, εν πολλοίς στην Ελλάδα.
Έτσι βλέπομε, πολλοί
άνθρωποι, ενώ πριν ήταν αδιάφοροι ως προς την θρησκεία, προς το τέλος της ζωής
τους να θρησκεύουν, μετά ίσως από κάποιο γεγονός που τους φόβισε. Διότι πλέον
δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς να επικαλούνται να τους βοηθήση κάποιος Θεός, από δεισιδαιμονική
δηλαδή πρόληψη. Γι’ αυτούς τους λόγους η φύσις του ανθρώπου βοηθά στο να
θρησκεύη ο άνθρωπος. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Ορθοδόξους Χριστιανούς,
ισχύει για τους πιστούς όλων των θρησκειών. Παντού η φύσις του ανθρώπου είναι η
ίδια. Έτσι ο άνθρωπος μετά την πτώση του -εσκοτισμένος όπως είναι κατά φύσιν –
μάλλον, παρά φύσιν - ρέπει προς την δεισιδαιμονία.
Τώρα το ερώτημα που
ακολουθεί είναι: Που σταματάει η δεισιδαιμονία και που αρχίζει η αληθινή
πίστις;
Σ’ αυτά τα θέματα οι
Πατέρες έχουν σαφείς θέσεις και διδασκαλία. Ένας άνθρωπος, ο οποίος ακολουθεί ή
μάλλον νομίζει ότι ακολουθεί την διδασκαλία του Χριστού και απλώς πηγαίνει στην
Εκκλησία κάθε Κυριακή, που κοινωνεί κατά τακτά διαστήματα, που χρησιμοποιεί
τους παπάδες για να του κάνουν αγιασμούς , ευχέλαια κλπ 16., χωρίς να εμβαθύνη
σ’ αυτά, παραμένοντας στο γράμμα του νόμου και όχι στο πνεύμα του νόμου, αυτός
ωφελείται ιδιαίτερα από την Ορθοδοξία; Μετά ένας άλλος, ο οποίος προσεύχεται
αποκλειστικά για την μέλλουσα ζωή για τον εαυτό του και για τους άλλους και
αδιαφορεί τελείως γι’ αυτήν την ζωή, αυτός πάλι ωφελείται ιδιαίτερα από την
Ορθοδοξία; Η μία τάσις εκπροσωπείται από τον παπά της ενορίας και όσους
μαζεύονται γύρω του με το παραπάνω πνεύμα και η άλλη εκπροσωπείται από έναν
Γέροντα σε μοναστήρι, συνήθως κάποιον αρχιμανδρίτη, που βρίσκεται σε σύνταξι
και περιμένει να πεθάνη, με μερικούς μοναχούς γύρω του 17 .
Εφ’ όσον οι δύο αυτές
τάσεις δεν είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό, από
πατερικής απόψεως, είναι λανθασμένες ως προς εκείνο που επιδιώκουν. Όσο όμως
είναι επικεντρωμένες γύρω από την κάθαρσι και τον φωτισμό και εφαρμόζουν την
Ορθόδοξη Πατερική ασκητική αγωγή για την απόκτησι της νοεράς προσευχής, τότε
μόνον τα πράγματα τίθενται πάνω σε ορθή βάσι. Αυτές οι δύο τάσεις είναι
υπερβολές προς τα δύο άκρα. Δεν έχουν αυτές οι τάσεις κοινόν άξονα. Ο κοινός
άξονας που διακρατεί την Ορθοδοξία και διατηρεί την συνοχή της, ο ένας και
μοναδικός της άξονας επάνω σε όλα τα θέματα που την απασχολούν και ο οποίος
τοποθετεί τα πράγματα πάνω σε ορθή βάσι, όταν λαμβάνεται υπ’ όψιν, είναι ο
άξονας: Κάθαρσις – φωτισμός - θέωσις.
Οι Πατέρες δεν
ενδιαφέρονται για το τι θα συμβή στον άνθρωπο μετά θάνατον αποκλειστικά, αλλά
εκείνο κυρίως που τους ενδιαφέρει είναι το τι θα γίνη ο άνθρωπος σ’ αυτήν τη
ζωή. Μετά θάνατον δεν υπάρχει θεραπεία του νοός, οπότε πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή
να αρχίση η θεραπεία, διότι «εν τω Άδη ουκ εστι μετάνοια». Γι’ αυτό η Ορθόδοξη
Θεολογία δεν είναι υπερκοσμική ούτε μελλοντολογική ούτε εσχατολογική, αλλ’
είναι καθαρά ενδοκοσμική. Διότι το ενδιαφέρον της Ορθοδοξίας είναι για τον
άνθρωπο σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτήν την ζωή, όχι μετά θάνατον.
Τώρα η κάθαρσις και ο
φωτισμός για ποιον λόγο χρειάζονται; Για να πάη ο άνθρωπος στον Παράδεισο και
να αποφύγη την Κόλασι; Γι’ αυτό χρειάζονται; Εις τι συνίσταται η κάθαρσις και ο
φωτισμός και για ποιον λόγο επιδιώκονται από τους Ορθοδόξους; Για να βρη κανείς
τον λόγο και να δώση απάντησι στην ερώτησι αυτή, πρέπει να κατέχη το βασικό
κλειδί, το οποίο είναι τούτο: Όλοι οι άνθρωποι επάνω στην γη έχουν το ίδιο
τέλος από Ορθόδοξη θεολογική άποψη. Είτε είναι κανείς Ορθόδοξος είτε είναι
Βουδδιστής είτε Ινδουϊστής είτε αγνωστικιστής είτε άθεος, ο,τιδήποτε και αν
είναι, δηλαδή κάθε άνθρωπος επάνω στην γη, είναι προωρισμένος να δη την δόξα του
Θεού. Θα δη την δόξα του Θεού κατά το κοινό τέλος της ανθρωπότητος κατά την
Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Όλοι οι άνθρωποι θα δουν την δόξα του Θεού, και
από αυτής της απόψεως έχουν το ίδιο τέλος. Όλοι βέβαια θα δουν τη δόξα του
Θεού, αλλά με μία διαφορά: Οι μεν σεσωσμένοι θα δουν την δόξα του Θεού ως Φως
γλυκύτατον και ανέσπερον, οι δε κολασμένοι, θα δουν την ίδια δόξα του Θεού ως
πυρ καταναλίσκον, σαν φωτιά που θα τους καίη. Αυτό, το ότι όλοι θα δούμε την
δόξα του Θεού, είναι ένα αληθινό και αναμενόμενο γεγονός. Το να δη κανείς τον
Θεό, δηλαδή την δόξα Του, το Φως Του, αυτό είναι κάτι που θα γίνη είτε το
θέλομε είτε όχι. Η βίωσις όμως αυτού του Φωτός θα είναι διαφορετική στους μεν
από τους δε.
Οπότε το έργο της
Εκκλησίας και των παπάδων δεν είναι να μας βοηθήσουν να δούμε αυτήν την δόξα,
διότι αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. Το έργο της Εκκλησίας εστιάζεται στο πως θα δη ο
κάθε άνθρωπος τον Θεόν. Όχι στο αν θα δη τον Θεόν. Δηλαδή το έργο της Εκκλησίας
είναι να κηρύττη στους ανθρώπους ότι υπάρχει Θεός αληθινός, ότι ο Θεός
αποκαλύπτεται είτε ως Φως είτε ως πυρ καταναλίσκον, ότι όλοι οι άνθρωποι κατά
την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού θα δούμε τον Θεόν 18, και να προετοιμάζη τα
μέλη της, ώστε να δουν τον Θεόν όχι σαν φωτιά, αλλά σαν
Φως19 .
Αυτή η προετοιμασία των
μελών της Εκκλησίας, καθώς και όλων των ανθρώπων, που θέλουν να δουν τον Θεόν
ως Φως, είναι στην ουσία της μία θεραπευτική αγωγή, η οποία πρέπει να αρχίση
και να τελειώση σ’ αυτήν τη ζωή. Πρέπει σ’ αυτήν τη ζωή να γίνη η θεραπεία και
να περατωθή. Διότι μετά θάνατον ουκ εστι μετάνοια. Αυτή η θεραπευτική αγωγή
είναι η ουσία και το κύριο περιεχόμενο της Ορθοδόξου Παραδόσεως ως και η κύρια
μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Συνίσταται δε και αποτελείται από τα ακόλουθα
τρία στάδια πνευματικής αναβάσεως: Την κάθαρσι από τα πάθη, τον φωτισμό από την
Χάρι του Αγίου Πνεύματος, και την θέωσι, πάλι από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος.
Συμβαίνει δε και τούτο: Αν δεν φθάση κανείς τουλάχιστον σε κατάστασι μερικού
φωτισμού, σ’ αυτήν την ζωή, δεν μπορεί να δη τον Θεόν σαν Φως ούτε σ’ αυτήν την
ζωή, αλλά ούτε και στην άλλη ζωή20 .
Έτσι είναι φανερό ότι οι
Πατέρες της Εκκλησίας ενδιαφέρονται για τον άνθρωπο όπως είναι σήμερα, αυτήν
την στιγμή. Και εκείνος, που χρειάζεται θεραπεία, είναι ο κάθε άνθρωπος, ο
οποίος έχει και την ευθύνη ενώπιον του Θεού να αρχίση αυτό το έργο σήμερα, σ’
αυτήν την ζωή, διότι σ’ αυτήν την ζωή μπορεί. Όχι μετά θάνατον. Και αυτός ο
ίδιος ο άνθρωπος είναι εκείνος, που θα αποφασίση για το αν θα ακολουθήση αυτόν
τον δρόμο της θεραπείας ή όχι.
Ο Χριστός είπε: « Εγώ
ειμί η οδός»21. Η οδός προς τι; Όχι μόνον προς την άλλη ζωή. Ο Χριστός είναι
πρώτα η οδός σ’ αυτήν την ζωή. Ο Χριστός είναι η οδός προς τον Πατέρα Του και
Πατέρα μας. Ο Χριστός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο πρώτα σ’ αυτήν την ζωή και του
δείχνει τον δρόμο προς τον Πατέρα. Αυτός ο δρόμος είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν ο
άνθρωπος δεν δη τον Χριστόν σ’ αυτήν την ζωή τουλάχιστον με την νοερά αίσθηση,
δεν θα δη τον Πατέρα, δηλαδή το Φως του Θεού ούτε στην άλλη ζωή22 .
Ποιοι είναι οι
θεολόγοι της Εκκλησίας.
Ποιοι είναι τώρα οι
θεολόγοι της Εκκλησίας; Είναι μόνο εκείνοι που έφθασαν στην θεωρία. Η θεωρία
συνίσταται στην φώτισι και στην θέωσι. Η φώτισις είναι μία κατάστασις
αδιάλειπτος, που υπάρχει εν ενεργεία όλο το ημερονύκτιο, ακόμη και κατά τον
ύπνο23. Ενώ η θέωσις είναι μία κατάστασις κατά την οποίαν βλέπει κάποιος την
δόξαν του Θεού, και η οποία διαρκεί όσο θέλει ο Θεός.
Ένας φωτισμένος μπορεί να
μη φθάση ποτέ σε θέωσι. Ο Θεός, που την χαρίζει, κρίνει αν είναι απαραίτητο να
οδηγήση έναν φωτισμένο σε θέωσι. Και το ότι δεν οδηγεί κάποιον σε θέωση μπορεί
να σημαίνη ότι έτσι χωρίς αυτήν δηλαδή , θα είναι καλύτερα για την ψυχή του,
διότι σε εναντία περίπτωσι η θέωσις μπορούσε να τον έβλαπτε, π.χ. να τον
οδηγούσε σε υπερηφάνεια. Δηλαδή ο Θεός οδηγεί κάποιον σε θέωσι, όταν δεν
κινδυνεύη πνευματικά και όταν του είναι απαραίτητο είτε για να τον στηρίξη είτε
για να τον δυναμώση είτε για να τον προετοιμάση για κάποια αποστολή.
Έτσι η εμπειρία της
θεώσεως δεν είναι αυτόματη. Δεν μπορεί δηλαδή ένας φωτισμένος να την αποκτήση.
Ένας φωτισμένος μάλλον αποφεύγει να την ζητήση από τον Θεό. Όταν όμως την έχει
ανάγκη, ο Θεός συγκαταβαίνει και την δίνει, του δείχνει δηλαδή την δόξα Του, το
άκτιστο Φως Του. Π.χ. ένας ασκητής ζη στην έρημο, σε απομόνωσι από τους ανθρώπους
και με πολλές στερήσεις. και τούτο για την αγάπη του Θεού. Τότε, εφ’ όσον έχη
καθαρθή, έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και τον παρηγορεί και του χαρίζει εμπειρίες
θεώσεως.
Ένας αληθινός ασκητής δεν
είναι ποτέ μόνος του, αλλά τουλάχιστον έχει μέσα στην καρδιά του το Πνεύμα το
Άγιο, που προσεύχεται αδιαλείπτως μέσα του και του κάνει παρέα στην φαινομενική
μοναξιά του. Αυτή είναι η κατάστασις φωτισμού. Όταν όμως το ίδιο το Άγιο Πνεύμα
κρίνη ότι πρέπει, τότε του χαρίζει κατά διαστήματα και την εμπειρία της
θεώσεως, όταν χρειάζεται και εφ’ όσον είναι για το καλό του, π.χ. για να τον
δυναμώση μετά από μία δαιμονική επίθεσι. Αυτά φαίνονται καθαρά στους βίους των
αγίων. Σ’ αυτά λοιπόν τα δύο στάδια θεωρίας, στον φωτισμό και στην θέωσι, η
γνώσις του Θεού είναι καθαρά εμπειρική. Δεν είναι γνώσις μεταφυσική, δηλαδή
αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού.
Περί νοεράς προσευχής
Το θέμα τώρα της νοεράς
προσευχής είναι πολύ ενδιαφέρον. Η νοερά προσευχή είναι μία καθαρά εμπειρική
κατάστασις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται περί εμπειρίας. Ούτε ένας
ψυχίατρος μπορεί να αρνηθή ότι η νοερά προσευχή είναι καθαρή εμπειρία. Η
διαφορά μας με τους ψυχιάτρους θα ήταν όχι στο γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, αλλά
στην αιτία που προκαλεί την νοερά προσευχή. Δηλαδή, αν το θέμα αυτό τεθή υπ’
όψιν των επιστημόνων των θετικών επιστημών, π.χ. ψυχολόγων, ψυχιάτρων,
παθολόγων, βιολόγων κ.λ.π. σαν ένα φαινόμενο άξιο παρατηρήσεως και μελέτης, θα
είναι υποχρεωμένοι οι άνθρωποι αυτοί, εφαρμόζοντες την επιστημονική μέθοδο
ερεύνης, να προβάλουν υποθέσεις.
Βέβαια η Εκκλησία έχει
την δική της κατατεθειμένη εμπειρία του φαινομένου. Ένας, που έχει νοερά
προσευχή μέσα του, «ακούει» ο ίδιος την προσευχή αυτή να λέγεται μέσα στην
καρδιά του. Και υπάρχει εκατοντάδων ετών παράδοσις αυτής της πνευματικής
καταστάσεως. Από τους αγίους έχει δοθή μία συγκεκριμένη ερμηνεία σ’ αυτήν την
πάραδοσι της νοεράς προσευχής και βάσει αυτής της ερμηνείας η Εκκλησία γνωρίζει
ότι η νοερά προσευχή είναι μία πνευματική εμπειρία και ότι είναι αποτέλεσμα της
επενεργείας του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου. Αυτή είναι μια
μακραίωνη παράδοσις, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθή την ύπαρξί της, διότι
υπάρχουν πάρα πολλά συγγράμματα των Πατέρων επάνω στο θέμα αυτό, εκτός από όσα
αναφέρονται γι’ αυτήν στην Αγία Γραφή. Και υπάρχουν σήμερα άνθρωποι, που ζουν
αναμεταξύ μας, οι οποίοι γνωρίζουν από προσωπική τους εμπειρία, επειδή την
ζουν, ενεργουμένη μέσα τους, την νοερά
προσευχή.
Οπότε, εφ’ όσον αυτοί οι
επιστήμονες αποδεχθούν αυτήν την πραγματικότητα, μετά θα πρέπη να προβάλουν τις
δικές τους υποθέσεις για να εξηγήσουν το φαινόμενο αυτό της νοεράς προσευχής.
Βέβαια μεταξύ τους θα υπάρχουν και μερικοί, που θα πουν ότι αυτό είναι ένα
εφεύρημα των παπάδων, ιδίως εδώ στην Ελλάδα! Θα πουν ότι αυτά τα λένε οι
παπάδες, ότι είναι προϊόν της φαντασίας τους. Μακάρι όμως οι παπάδες να
ησχολούντο με τέτοια πράγματα εδώ στην Ελλάδα.
Άλλοι τώρα από αυτούς
τους επιστήμονες ίσως πουν ότι αυτό είναι ένα είδος υπνωτισμού. Είχα μία
σχετική συζήτησι με γιατρούς, μάλιστα με καθηγητές Πανεπιστημίου, οι οποίοι
έλεγαν ότι αυτό είναι ένα είδος υπνωτισμού! Όμως, έστω, ας είναι έτσι γι’
αυτούς. Αλλά ένας ψυχίατρος είναι υποχρεωμένος να ασχοληθή συστηματικά με το
θέμα αυτό.
Σχετικά με τον υπνωτισμό
τώρα, ο οποίος πράγματι είναι μία εμπειρία. Ο ψυχίατρος όμως θα πρέπη να μπορή
να εξακριβώση, αν η νοερά προσευχή είναι ένα είδος υπνωτισμού ή όχι. Ο
υπνωτισμός μπορεί να οδηγήση σε παραίσθησι, που σημαίνει σε ασυνταξία ως προς
την σωστή σύνθεσι των εμπειρικών εντυπώσεων, που έχει ο άνθρωπος μέσα στην
μνήμη του. Όμως όλα τα στοιχεία, που συνθέτουν μία παραίσθηση, είναι παρμένα
από τις αισθήσεις. Διότι ο άνθρωπος που φθάνει σε παραίσθησι, φθάνει σ’ αυτήν,
όχι διότι έχει χάσει την επαφή του με τα αισθητά, αλλά επειδή η μνήμη του έχει
εκτροχιασθή και η σύνθεσις των εντυπώσεων, που γίνεται μέσα στο μυαλό του, δεν
είναι τίποτε άλλο παρά μία αταξία στην ταξινόμησι των εντυπώσεων. Έτσι έχομε
τους ανισόρροπους, καθώς και αυτούς που ονειρεύονται στον ξύπνιο τους. Τα
στοιχεία δηλαδή των αισθήσεων, που συνθέτουν μία παραίσθησι, είναι υπαρκτά.
Εκείνος, που βρίσκεται σε παραίσθησι μπορεί να βλέπη κάτι, που δεν υπάρχει
εκείνην την στιγμή μπροστά του, που είναι όμως υπαρκτό24 .
Όσον αφορά στον
υπνωτισμό, εκείνος που υπνωτίζεται μπαίνει σε μία κατάστασι κώματος, σαν δηλαδή
να βρίσκεται σε κώμα και, αφού βρίσκεται σε κωματώδη κατάστασι, ενθυμείται
πράγματα από το παρελθόν και απαντά στα ερωτήματα εκείνου που τον υπνώτισε.
Οπότε, σαν υπνωτισμένος που είναι, δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα.
Όσον αφορά τώρα στην νοερά
προσευχή, δεν έχομε να κάνωμε με κάτι υπαρκτό, που έχει ήδη κατατεθή στην μνήμη
και το οποίο ανακαλείται από την μνήμη και έτσι ονειρεύεται ο άνθρωπος. Δεν
συμβαίνει το ίδιο, όπως σε μία παραίσθησι, που βλέπει κανείς κάτι, χωρίς όμως
να υπάρχει πράγματι γύρω του εκείνο που βλέπει εκείνην την στιγμή ούτε να
υποπίπτη στις αισθήσεις του εκείνην την στιγμή. Στην περίπτωσι της νοεράς
προσευχής ό,τι συμβαίνει στην καρδιά του ανθρώπου και ό,τι αισθάνεται ο
άνθρωπος, λαμβάνει χώραν εκείνην την στιγμή που το αισθάνεται. Δεν είναι κάτι
του παρελθόντος. Είναι μία εμπειρία του παρόντος. Το να είναι επίσης κανείς σε
εγρήγορσι πνεύματος, πράγμα που συμβαίνει κατά την νοερά προσευχή , δηλαδή ούτε
υπνωτισμένος να είναι ούτε να βρίσκεται σε παραίσθησι, και ταυτόχρονα να βιώνη
κάτι το πολύ ξεκάθαρο μέσα του, μέσα στην καρδιά του, κάποιον άλλον, που
προσεύχεται μέσα του για λογαριασμό του «στεναγμοίς αλαλήτοις» 25, τέτοιο
πράγμα δεν συμβαίνει στον υπνωτισμό. Κατά την νοερά προσευχή ο άνθρωπος έχει
πλήρη συνείδησι ότι κάτι οικείο προς την φύσι του και ενεργούμενο έσωθεν, όχι
όμως από τον ίδιο λαμβάνει χώρα μέσα του, το οποίο όχι μόνο βιώνει ξεκάθαρα
αλλά ταυτόχρονα το παρατηρεί, και το οποίο μπορεί εκούσια να συμμετέχη.
Το βάρος την αποδείξεως
την αληθείας αυτής της εμπειρίας δεν ανήκει στους Ορθοδόξους, οι οποίοι την
κατέχουν, αλλά στους επιστήμονες, οι οποίοι την αμφισβητούν ή θέλουν να την
ερευνήσουν. Αν πάλι οι επιστήμονες δώσουν ιδική τους ερμηνεία σ’ αυτό το
φαινόμενο της νοεράς προσευχής, αυτοί οι ίδιοι θα πρέπη να αποδείξουν ότι η
ιδική τους ερμηνεία είναι η σωστή ερμηνεία. Διότι οι Ορθόδοξοι έχουν παράδοσι
αιώνων της ερμηνείας της νοεράς προσευχής, της οποίας η αλήθεια είναι
αδιαφιλονείκητος για τους Ορθοδόξους. Και είναι αυτή η ερμηνεία
αδιαφιλονείκητος, διότι δεν είναι ερμηνεία παρελθούσης εμπειρίας, η οπoία δεν
μπορεί να εξακριβωθή ή να επαναληφθή, αλλά είναι ερμηνεία μιας ζώσης, αληθινής,
σημερινής εμπειρίας και πραγματικότητος, που συνεχώς επαναλαμβάνεται και
συνεχίζεται και παραδίδεται από γενεά σε γενεά μέσα στην Ορθόδοξο Εκκλησία.
Η Εκκλησία στην γλώσσα
της, που είναι η εκκλησιαστική γλώσσα, λέγει διά στόματος του αποστόλου Παύλου:
«Δεν μιλούμε με την ανθρώπινη σοφία, αλλά με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος» 26
. Τι εννοεί μ’ αυτό; Γιατί ο Απόστολος αντιπαρατάσσει την δύναμι του Αγίου
Πνεύματος με την σοφία του κόσμου τούτου; Διότι ο άνθρωπος, που έχει γίνει ναός
του Αγίου Πνεύματος, που έχει δηλαδή έλθει μέσα του το Άγιο Πνεύμα και έχει
κατοικήσει μέσα στην καρδιά του, αυτός ο άνθρωπος αισθάνεται ζωντανά μέσα στην
καρδιά του την δύναμι, δηλαδή την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, και έτσι δεν
πείθεται ότι έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος από λόγια άλλων ούτε από
φιλοσοφικά ή θεολογικά επιχειρήματα άλλων, αλλά γνωρίζει ότι είναι ναός του
Αγίου Πνεύματος από άμεση και προσωπική του εμπειρία. διότι νιώθει, ακούει μέσα
του το Άγιο Πνεύμα, που κάνει τον παπά και τον ψάλτη μέσα στην καρδιά του.
Δηλαδή είναι η συμμαρτυρία του Αγίου Πνεύματος στο πνεύμα του ανθρώπου εκείνο
το πράγμα, που δίνει στον άνθρωπο αυτόν την απόλυτη βεβαιότητα ότι έχει γίνει
το σώμα του ναός του Θεού, αφού το Πνεύμα το Άγιο ήλθε και σκήνωσε στην καρδιά
του. Αυτήν την κατάστασι περιγράφει ο απόστολος Παύλος, όταν λέγη: «Το Πνεύμα
του Θεού κράζει μέσα στις καρδιές μας το αββά ο Πατήρ» 27. Φωνάζει δηλαδή μέσα
μας το Άγιο Πνεύμα απευθυνόμενο προς τον Πατέρα και λέγει: «Πατέρα μου»!
Αυτό λοιπόν, που
περιγράφει ο απόστολος Παύλος, είναι μία πραγματικότητα ή μία φαντασιοπληξία;
Πετούσε στα σύννεφα ο απόστολος Παύλος, όταν το έλεγε αυτό; Αν προσέξετε καλά
σε όσα λέει ο απόστολος Παύλος στο κεφ. 8 της προς Ρωμαίους επιστολής του, θα
δήτε ότι μιλάει για πραγματική προσευχή στην καρδιά του ανθρώπου. Αλλά δεν
είναι μόνο ο απόστολος Παύλος που μιλάει έτσι. Και ο Δαυΐδ στους Ψαλμούς του
μιλάει έτσι και η Παλαιά Διαθήκη μιλάει έτσι. Γι’ αυτό βλέπομε εδώ ποιος ήταν ο
λόγος που οι αρχαίοι Χριστιανοί, που προητοιμάζοντο για την νοερά προσευχή,
πρώτα αποστηθίζανε όλο το Ψαλτήρι. Αυτήν τη μεγάλη σημασία είχε το Ψαλτήρι γι’
αυτούς. στο να τους βοηθήσει να εργασθούν την νοερά προσευχή.
Δεν ξέρω πόσοι Χριστιανοί
σήμερα έχουν διαβάσει ολόκληρο το Ψαλτήρι. Τα παληά χρόνια το διάβαζαν επάνω
στους πεθαμένους πριν την κηδεία. Ίσως τότε να ήταν η μόνη φορά που διάβαζαν
ολόκληρο το Ψαλτήρι. Το διάβαζε ο παπάς και, αν είχε κοντά του κανένα ψάλτη,
έβαζε και τον ψάλτη και το διάβαζε. Τα παληά χρόνια, για να χειροτονηθή κανείς
επίσκοπος, έπρεπε να αποδείξη ότι ήξερε το Ψαλτήρι 28. Γιατί; Γιατί το Ψαλτήρι
είχε τόσο μεγάλη σημασία μέσα στην Εκκλησία; Διότι το Ψαλτήρι έχει προσευχές
σχετικές με την νοερά προσευχή. Διότι η νοερά προσευχή στην Εβραϊκή παράδοσι,
στην Προφητική παράδοσι, αλλά και στην αρχαία Χριστιανική παράδοσι, γινόταν και
με τους Ψαλμούς. Γι’ αυτόν τον λόγο λέει ο απόστολος Παύλος «προσεύξομαι τω
πνεύματι, προσεύξομαι και τω νοΐ. Ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ και τω νοΐ» 29. Οπότε
η νοερά προσευχή δεν είναι μόνο προσευχή με λόγια, αλλά είναι και ψαλμωδία,
ψαλμός δηλαδή. Γι’ αυτό έχομε και δείγματα από την Παράδοσι ότι η νοερά ευχή
γινόταν και με τους Ψαλμούς. Ένα από αυτά τα παραδείγματα είναι εκείνο του
Αγίου Ιωάννου του Κασσιανού, ο οποίος διδάσκει νοερά προσευχή με Ψαλμούς.
Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες γι’ αυτό το πράγμα 30 .
Οπότε χρειάζεται καμμία
φιλοσοφική απόδειξις γι’ αυτά τα θέματα, εφ’ όσον εκείνοι, που πιστεύουν και
έχουν φθάσει σ’ αυτήν την κατάσταση της νοεράς προσευχής, έχουν μέσα τους αυτήν
την εμπειρία; Και, εφ’ όσον υπάρχη αυτή η εμπειρία, σε τι χρειάζεται η
μεταφυσική; Σε τι χρειάζεται η φιλοσοφία; Σε τι βοηθάει η φιλοσοφία; Βοηθήθηκε
ποτέ κανείς ουσιαστικά στην ζωή του από καμμία φιλοσοφία στο να αποκτήση αυτήν
την κατάστασι της νοεράς προσευχής, που ενεργεί αδιάλειπτα μέσα στην καρδιά,
ώστε να γίνη ναός του Αγίου Πνεύματος;
Όταν κανείς δεν έχη
τέτοια εμπειρία, αλλά θέλη να την αποκτήση, τότε πηγαίνει και διδάσκεται από
τους έχοντας την εμπειρία αυτή. Η εμπειρία αυτή της νοεράς προσευχής είναι συνήθως
-αν και υπάρχουν εξαιρέσεις -απαραίτητη προϋπόθεσις για να φθάση κάποιος στην
εμπειρία της θεώσεως, κατά την οποία αποκτά εμπειρία της ακτίστου δόξης του
Θεού. Αυτή η εμπειρία της θεώσεως είναι αποκλειστικά δώρο Θεού, το οποίο ο Θεός
χαρίζει σε όποιους θέλει, όταν θέλη και για όσο θέλει και δεν εξαρτάται από την
ανθρώπινη προσπάθεια. Προϋπόθεσις όμως υπό συνήθεις συνθήκες είναι το να έχη
κανείς την νοερά προσευχή.
Η επιστημονική
μέθοδος Θεολογίας και ποιος είναι ο θεόπνευστος
Τώρα, όπως ο μαθητής που
ενδιαφέρεται για την αστρονομία, διαβάζει από τα βιβλία του για τα άστρα και
μετά παρατηρεί τα άστρα στον ουρανό και αργότερα, όταν μεγαλώση και επιθυμήση
να τα μελετήση καλύτερα και να τα γνωρίση από πιο κοντά, πηγαίνει στο Πανεπιστήμιο,
οπότε τα μελετά μέσα από τα τηλεσκόπια, και βλέπει όσα δεν έβλεπε με γυμνό
μάτι, έτσι γίνεται και στην πνευματική ζωή. Ο Χριστιανός, που θέλει να δη την
δόξα του Θεού, πρέπει να περάση μέσα από ωρισμένα στάδια εμπειριών και
πνευματικών αναβάσεων. Τα στάδια αυτά, όπως έχομε πη, διακρίνονται στην
κάθαρσι, στον φωτισμό και στην θέωσι. Η πλήρης κατάστασις φωτισμού επέρχεται,
όταν ο άνθρωπος αποκτήση την αδιάλειπτη νοερά προσευχή, που ενεργεί μέσα στην
καρδιά του, και γίνη, στην κυριολεξία ναός του Αγίου Πνεύματος.
Στην επιστήμη στην
οποιαδήποτε θετική επιστήμη, δεν υπάρχει κάποια αντίστοιχη κατάστασις φωτισμού,
δηλαδή σαν ιδιαίτερη καθοριστική εμπειρία. Μόνο η αντίστοιχη κατάστασις της
θεώσεως υπάρχει στις θετικές επιστήμες, τηρουμένων βέβαια των αναλογιών. Όπως
δηλαδή ο θεούμενος, δηλαδή εκείνος που βρίσκεται σε κατάστασι θεώσεως, βλέπει
την δόξα του Θεού, έτσι και ο επιστήμονας βλέπει το ποθούμενο αντικείμενο, το
προς παρατήρησι και μελέτη μέσα από τα κατάλληλα όργανα της επιστήμης του (π.χ.
τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο κ.λ.π.). Δηλαδή, μόλις καταπιαστή κανείς με μία φυσική
επιστήμη, φθάνει αμέσως στην όραση του αντικειμένου της γνώσεώς του και έρχεται μ’ αυτό σε άμεση
επαφή.
Οι επιστήμονες εμπνέονται
από αυτά που παρατηρούν. Ο βιολόγος από τα ζώα και φυτά που παρατηρεί, ο
μικροβιολόγος από τα μικρόβια που βλέπει στο μικροσκόπιο κ.λ.π.. Οπότε ο
μικροβιολόγος είναι, ας πούμε, μικροβιόπνευστος, ο αστρονόμος αστρόπνευστος
κ.λ.π.. Εμπνέονται δηλαδή ο καθένας από το αντικείμενο της μελέτης του.
Οπότε ο θεολόγος -όχι
εκείνος που παίρνει ένα πτυχίο θεολογίας, αλλά εκείνος που αξιώνεται να δη τον
Θεόν -τι πρέπει να είναι κατά αντιστοιχίαν; Βέβαια θεόπνευστος. Και ποιος
είναι ο θεόπνευστος; Είναι εκείνος, ο
οποίος είδε τον Θεόν.
Μετά εκείνος που φθάνει
στην φώτιση γιατί λέγεται φωτισμένος; Διότι έχει το Πνεύμα το Άγιο μέσα του,
που τον διδάσκει. Και πως τον διδάσκει; Με την νοερά προσευχή. Προσεύχεται
δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο μέσα στην καρδιά του και έτσι τον διδάσκει, τον
πληροφορεί δηλαδή σε ό,τι χρειάζεται να κάνη ή να πη. Ένας τέτοιος άνθρωπος
πληροφορείται κάθε στιγμή, ποιο είναι το θέλημα του Θεού για ο,τιδήποτε. Οπότε
ο δάσκαλός του της προσευχής, είναι το ίδιο το Πνεύμα το Άγιο. Δηλαδή στην
Θεολογία ο ίδιος ο Θεός είναι και το αντικείμενο της γνωστικής προσπαθείας του
ανθρώπου, αλλά και ο δάσκαλος του ανθρώπου, που τον οδηγεί προς αυτήν την
γνώσι, την γνώσι δηλαδή του Θεού, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η θέα του
ακτίστου Φωτός.
Επίσης στις θετικές
επιστήμες για να φθάση ένας φοιτητής εκεί που θα φθάση, δεν θα πρέπει να
διδαχθή από κάποιον την επιστήμη του; Μόνο από τα βιβλία θα διδαχθή ή και από
ζωντανούς και σωστούς επιστήμονες; Θα πρέπη βέβαια να διδαχθή και από σωστούς
επιστήμονες. Θα πρέπη να πάει σε Πανεπιστήμιο και να προσκολληθή σε έναν
καθηγητή, που γνωρίζει το αντικείμενο της γνώσεως που ενδιαφέρει τον φοιτητή,
όπως και να αποκτήση μία πεποίθησι ότι πράγματι ο καθηγητής του ξέρει αρκετά
πράγματα γι’ αυτό που θέλει ο ίδιος να μάθη. Βέβαια ο φοιτητής γνωρίζει ότι ο
καθηγητής του δεν τα ξέρει όλα. Αυτό το μαθαίνει από τον ίδιο τον καθηγητή του,
ο οποίος, αν είναι συνεπής και έντιμος, θα πρέπει να αποκαλύψη στον φοιτητή του
με σαφήνεια τι γνωρίζει και τι δεν γνωρίζει επάνω στην επιστήμη του. Οπότε ο φοιτητής μαθαίνει από
τον καθηγητή του, τι δεν είναι γνωστό ακόμη, καθώς και τι είναι γνωστό επάνω
στην επιστήμη που επέλεξε. Μαθαίνει επίσης και την μέθοδο ή τις μεθόδους
αποκτήσεως της γνώσεως, δηλαδή την μέθοδο ερεύνης, καθώς και πως να διακρίνη
μεταξύ γνωστών και αγνώστων, ως και χρησίμων και αχρήστων γνώσεων, καθώς και
πως να διευρύνη το αντικείμενο της μελέτης και γνώσεώς του με περαιτέρω έρευνα.
Όταν λοιπόν ο καθηγητής του είναι ειλικρινέστατος και τον ενημερώνη για το τι
γνωρίζει και τι δεν γνωρίζει και του διδάσκη την μέθοδο ερεύνης, τότε ο
φοιτητής μπορεί και εξελίσσεται σιγά-σιγά και ο ίδιος σε ειδικό, όπως ο
καθηγητής του, επάνω στην επιστήμη του.
Από όλα αυτά βλέπει
κανείς ότι η εμπειρική μέθοδος εκμαθήσεως μιας επιστήμης, όσον αφορά στα
ουσιώδη θέματα μεθοδολογίας, ανταποκρίνεται πλήρως στην Πατερική μέθοδο
θεογνωσίας, δηλαδή θεολογίας. Επίσης ότι ο φωτισμός είναι μία εμπειρική
κατάστασις, όπως και η θέωσις είναι επίσης μία εμπειρική κατάστασις, που δεν
έχουν καμμία σχέσι με μεταφυσική δηλαδή με φιλοσοφικό στοχασμό. Η δε μύησις
στην κατάστασι του φωτισμού, όσον αφορά στην μεθοδολογία, δεν διαφέρει από την
αντίστοιχη μύησι των φοιτητών σε οποιαδήποτε από τις θετικές επιστήμες. Για να
φθάση κανείς στην κατάστασι του φωτισμού, θα πρέπει να πάη να προσκολληθή σε
έναν πνευματικό πατέρα, ο οποίος έχει ήδη φθάσει στην κατάστασι αυτή και ο
οποίος θα είναι διατεθειμένος να τον
διδάξη την μέθοδο της θεογνωσίας και να τον βοηθήση στην πνευματική του
ανάβασι.
Περί θρησκείας
Το ερώτημα τώρα είναι: Η
θρησκεία ταυτίζεται με μία διδασκαλία περί της αθανασίας της ψυχής, καθώς και
με μία διδασκαλία περί υπάρξεως Θεού για την μέλλουσα ζωή; Επίσης ταυτίζεται με
την επικράτησι της πλήρους δικαιοσύνης; Δηλαδή πρέπει να έχωμε θρησκεία, επειδή
πρέπει να υπάρχη ένας δίκαιος Θεός, ο οποίος θα κάνη και την τελική κρίσι όλων
των ανθρώπων, ώστε να τιμωρηθούν οι άδικοι στην Κόλασι και να βραβευθούν οι
δίκαιοι (τα καλά παιδιά) στον Παράδεισο; Αν η απάντησις είναι ναι, ε τότε
πρέπει να υπάρχη θρησκεία, αφ’ ενός για να επικρατήση τελικά η δικαιοσύνη και
αφ’ ετέρου για να μη μείνη ανεκπλήρωτος ο πόθος του ανθρώπου για ευδαιμονία.
Είναι δυνατόν δηλαδή το καλό παιδί να μη ζη μετά θάνατον ευδαίμονα ζωή; Δεν
είναι δυνατόν! Κι ας ήταν αδικημένο σ’ αυτήν την ζωή. Όλοι δηλαδή αυτοί οι
αδικημένοι ή τα καλά παιδιά είναι δυνατόν να μην δικαιωθούν στην μέλλουσα ζωή;
Δεν είναι δυνατόν! Και δεν θα πρέπη εκεί να ζήσουν μία ζωή ευχάριστη, μία ζωή
ευδαιμονίας; Βεβαίως! Μα, για να γίνη αυτό, θα πρέπη να υπάρχη ζωή μετά
θάνατον, καθώς και ένας καλός και δίκαιος Θεός, ο οποίος θα πρέπη να κάνη μία
καλή και δίκαιη μοιρασιά! Έτσι δεν είναι; Θα πρέπη να υπάρχη. Σύμφωνα με την
αντίληψι του Μεσαίωνα, δηλαδή, της Δυτικής θεολογίας.
Όμως, σε σχέσι με όλα
αυτά, έρχεται η μοντέρνα ψυχολογία και τα τινάζει όλα αυτά στον αέρα. Μας λέγει
ότι αυτές οι αντιλήψεις είναι ψυχολογικές, διότι ο άνθρωπος έχει μέσα του το
αίσθημα της δικαιοσύνης, το οποίο είναι εκείνο που απαιτεί να τιμωρηθούν τα
κακά παιδιά και να βραβευθούν τα καλά παιδιά! Και, εφ’ όσον η βράβευσις
αποτυγχάνη να πραγματοποιηθή σ’ αυτήν εδώ την ζωή, προβάλλει η ανθρώπινη
φαντασία την ιδέα ότι αυτά πρέπει να εκπληρωθούν σε μια άλλη ζωή και γι’ αυτό ο
αδύνατος άνθρωπος, καθώς και εκείνος που αγαπάει την δικαιοσύνη και έχει βαθειά
και σοβαρά αισθήματα για την δικαιοσύνη, γίνεται θρησκευόμενος και πιστεύει στα
δόγματα της θρησκείας που ακολουθεί. Γι’ αυτούς τους λόγους δηλαδή πιστεύει,
επειδή το δόγμα, στο οποίο πιστεύει, του εξυπηρετεί την ψυχολογική του ανάγκη
για απόδοσι δικαιοσύνης. Οι λόγοι αυτοί δεν έχουν φιλοσοφικά, μεταφυσικά δηλαδή
θεμέλια, αλλά μόνο ψυχολογικά θεμέλια.
Το σωστό όμως στο
παραπάνω σκεπτικό είναι ότι, εάν ποτέ επικρατήσουν η δικαιοσύνη και η
ευδαιμονία για τους καλούς ανθρώπους, θα πρέπη να επικρατήσουν σ’ αυτήν την
ζωή. Διότι άλλη ζωή οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν αν θα έχουν, εφ’ όσον τα
επιχειρήματα, που αναφέραμε για την ύπαρξη άλλης ζωής, είναι καθαρά ψυχολογικά
επιχειρήματα και δεν είναι επιστημονικά επιχειρήματα, δηλαδή επιχειρήματα που
να θεμελιώνωνται επάνω στην εμπειρία και στην επιστημονική μεθοδολογία. Έτσι οι
άνθρωποι αυτοί πιστεύουν σε μία ζωή μετά θάνατον απλώς, επειδή θέλουν να
πιστεύουν. Και γι’ αυτό η ουσία της θρησκείας τους είναι ότι υπάρχει μια άλλη
ζωή, όπου τιμωρείται η αδικία και βραβεύεται η δικαιοσύνη.
Έτσι, γι’ αυτούς τους
λόγους, βλέπει κανείς ότι σήμερα σοβαροί άνθρωποι στην Ευρώπη και στην Αμερική
δεν παραδέχονται πλέον αυτά σαν θεμέλια της θρησκείας και πάρα πολλοί
επιστήμονες έχουν απορρίψει την θρησκεία και έχουν οδηγηθή στον αγνωστικισμό,
ενώ οι αντίστοιχοί τους της Ανατολικής Ευρώπης, στην αθεΐα 31. Τα τελευταία
χρόνια βρίσκει κανείς πολλούς κομμουνιστές, οι οποίοι εγκατέλειψαν την σκληρή
αθεΐα του παρελθόντος και έχουν γίνει αγνωστικιστές. Και από αυτής της απόψεως
μοιάζουν με τους αγνωστικιστές της Ευρώπης και της Αμερικής. Από την άλλη μεριά
υπάρχουν οι θρησκευόμενοι στα κομμουνιστικά κράτη και στην Αμερική, οι οποίοι
συνεχίζουν να πιστεύουν στην μετά θάνατον ζωή, διότι, όπως εξηγήσαμε, θέλουν να
πιστεύουν, χωρίς να έχουν επιστημονικά επιχειρήματα για την στήριξι αυτών των
πεποιθήσεων. Αυτή είναι η γενική κατάστασις.
Τώρα ποια είναι η θέσις
της Ορθοδοξίας για όλα αυτά; Η Ορθοδοξία είναι και αυτή μια θρησκεία, που
ενδιαφέρεται για την μετά θάνατον κατάληξι του ανθρώπου; Ή είναι μία θρησκεία,
που ενδιαφέρεται γι’ αυτήν εδώ την ζωή με βάσι την οποία θα προδιαγραφεί και η
άλλη; Το δεύτερο βέβαια. Οι Πατέρες εξηγούν τον λόγο με μία μικρή φράσι: «Εν τω
Άδη ουκ εστι μετάνοια». Δηλαδή μετά τον θάνατον δεν υπάρχει δυνατότης
μετανοίας. Οι Νεοέλληνες θεολόγοι όμως ακολουθώντας τον δάσκαλο τους, τον Αδαμάντιο
Κοραή, έχουν μία μεταφυσική αντίληψι περί του θέματος αυτού. Έχουν αντιγράψει
την μεθοδολογία των Λατίνων και των Προτεσταντών και έχουν αποκλίνει τελείως
από την Πατερική παράδοσι της Ορθοδοξίας.
Περί των δύο πίστεων
Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο
πίστεις. Η μία πίστις είναι η εγκεφαλική, η λογική πίστις της αποδοχής. Ο
άνθρωπος εδώ αποδέχεται κάτι λογικά και πιστεύει σ’ αυτό που αποδέχεται. Αυτή
όμως δεν είναι η πίστις που δικαιώνει τον άνθρωπο. Όταν η Αγία Γραφή λέγη ότι ο
άνθρωπος δια μόνης της πίστεως σώζεται 32, δεν εννοεί απλώς την πίστη της
αποδοχής. Η άλλη πίστις είναι η καρδιακή πίστις, η πίστις της καρδιάς, διότι
δεν υπάρχει η πίστις αυτή στην λογική, δηλαδή στην διάνοια, αλλά στον χώρο της
καρδιάς. Αυτή η πίστις είναι δώρο Θεού, δηλαδή δεν θα την λάβη ο άνθρωπος, αν
δεν θελήση ο Θεός να του την χαρίση, και ονομάζεται ενδιάθετος πίστις. Αυτήν
την πίστη προκάλεσε ο πατέρας του σεληνιαζομένου νέου στο Ευαγγέλιο τον Χριστό
να του χαρίση, λέγοντας: «Κύριε, βοήθει μου τη απιστία» 33. Αυτός βέβαια
πίστευε λογικά. δεν είχε όμως την βαθειά, την ενδιάθετο πίστη, που είναι δώρο
Θεού.
Η ενδιάθετος πίστις όμως
προέρχεται από εμπειρία Χάριτος. Και, αφού είναι εμπειρία Χάριτος, τι μπορεί να
είναι για τον Ορθόδοξο η ενδιάθετος πίστις; Είναι η νοερά προσευχή. Οπότε, όταν
ο άνθρωπος έχη την νοερά ευχή μέσα στην καρδιά του, που είναι η προσευχή του
Αγίου Πνεύματος, τότε έχει και την ενδιάθετο πίστι και δια της πίστεως μέσω της
προσευχής βλέπει αόρατα πράγματα. Γι’ αυτό και, όταν συμβαίνη τέτοιου είδους
όρασις, λέγεται θεωρία. Θεωρία σημαίνει όρασις.
Η όρασις γίνεται γενικά
με δύο τρόπους: Ή με την ευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά, όταν ο
άνθρωπος δεν έχη φθάσει ακόμη στην θέωσι, οπότε μπορεί και βλέπει, μέσω όμως
της προσευχής, ή με την θέωσι, κατά την οποία καταργείται αυτή η ενδιάθετος
πίστις, καθώς και η ελπίς και μένει μόνον η αγάπη προς τον Θεόν ως δώρο Θεού.
Αυτό εξ άλλου εννοεί ο απόστολος Παύλος, όταν λέγη: «Όταν δε έλθη το τέλειον,
τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται» 34. Όταν έλθη το τέλειον, καταργείται η
πίστις και η ελπίδα και μένει μόνο, η αγάπη. Και η αγάπη αυτή είναι η θέωσις.
Στην θέωσι καταργείται η γνώσις, καταργείται η προφητεία, παύει η γλώσσα, που
είναι η νοερά ευχή και μένει μόνον η αγάπη. Ο Απόστολος Παύλος, τα λέγει αυτά
πάρα πολύ καθαρά και ωραία και οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν πάρα πολύ
σωστά αυτά τα θέματα 35 .
Περί Απολογητικής στο
θέμα της ψυχής
Ο Ορθόδοξος θεολόγος δεν
είναι υποχρεωμένος να προτείνη την ύπαρξι μιας Φραγκικής ψυχής, «αλά Πλάτωνα»
δηλαδή, επειδή οι Φράγκοι ακολούθησαν τον Πλάτωνα στο περί ψυχής θέμα. Διότι οι
Πατέρες δεν ακολούθησαν τον Πλάτωνα στα θέματα αυτά. Βέβαια αυτό οι Νεοέλληνες
δεν το γνωρίζουν και τόσο, διότι με αυτόν τον μεγάλο θαυμασμό που έχουν για τον
Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, που διδάσκονται στα σχολεία, έγιναν οι Πατέρες για
τους Νεοέλληνες σαν χορευτές στο θέατρο, ώστε και αυτοί να χορεύουν τον χορό
του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη! Διότι πως αλλοιώς οι Πατέρες θα είναι μεγάλοι
Πατέρες, για τους Νεοέλληνες, αν δεν είναι οπαδοί των αρχαίων Ελλήνων; Εδώ στην
Ελλάδα το μόνο κριτήριο μεγαλειότητος είναι το αν είναι κάτι από την αρχαία
Ελλάδα! Γι’ αυτό και η εορτή των Τριών Ιεραρχών εδώ στην Ελλάδα έχει πάρει
αυτήν την μορφή που έχει, ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες είναι συνεχιστές του
μεγάλου Ελληνικού πνεύματος της αρχαίας Ελλάδος! Αν όμως διαβάση κανείς τους
Τρεις Ιεράρχες και προ παντός τον ιερό Χρυσόστομο, θα δη ότι ο άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος συνέχεια επικρίνει τους αρχαίους Έλληνες. Ο Χρυσόστομος είναι
μεγάλος «υβριστής» των αρχαίων Ελλήνων. Για τον Χρυσόστομο δηλαδή το όνομα
Έλληνας, που είχε καταλήξει να σημαίνει ειδωλολάτρης, είναι μία βρισιά και
τίποτε άλλο. Αλλά και ο Μέγας Βασίλειος, όπως και ο Γρηγόριος ο Νύσσης δεν πάνε
πολύ πίσω στο θέμα αυτό. Αυτοί, ως Καππαδόκες που ήταν, είχαν άλλη παράδοσι.
Εξ επόψεως της μοντέρνας
επιστήμης ο Ορθόδοξος δεν είναι υποχρεωμένος να κάνη Απολογητική, π.χ. στο θέμα
περί της αθανασίας της ψυχής, ως και περί υπάρξεως πνευματικής ψυχής, καθώς και
περί μεταφυσικής γνωσιολογίας όπως κάνουν οι Λατίνοι. Δεν είναι καθόλου
υποχρεωμένος. Μάλιστα θα έλεγα το άλλο: Ότι είναι μάλλον υποχρεωμένος να κάνη
το αντίθετο, δηλαδή να προσπαθή να μην κάνη Απολογητική και αντ’ αυτής απλώς να
προβάλλη μόνο τις Πατερικές θέσεις στα θέματα αυτά.
Ο Χριστιανισμός
εμφανίσθηκε σε μία εποχή που κυβερνούσε η ειδωλολατρία και μεταξύ των
ελληνοφώνων και λατινοφώνων κυριαρχούσαν γύρω από τα θέματα περί ψυχής διάφοροι
φιλόσοφοι, Πλατωνικοί, Αριστοτελικοί, Πυθαγόρειοι κ.λ.π. Οι περισσότερες από
αυτές τις φιλοσοφίες, που είχαν και οπαδούς, ήταν και θρησκείες, όπως ο
Νεοπλατωνισμός, που ήταν καθαρή θρησκεία. Βέβαια, όσοι θέλουν να σώσουν τον
Πλάτωνα, για να μη χαρακτηρισθή ιδρυτής θρησκείας, λένε ότι αυτός δεν είχε
θρησκευτικό σύστημα. Αλλά εγώ υποπτεύομαι ότι και το αρχαίο Πλατωνικό σύστημα
και αυτό θρησκεία ήταν. Δεν ήταν δηλαδή, μόνο ο Πλατωνισμός θρησκεία, αλλά και
ο ίδιος ο Πλάτων ίδρυσε θρησκεία, αφού ενσωματώνη τις θρησκευτικές του
πεποιθήσεις μέσα στο φιλοσοφικό του σύστημα. Ο Πλάτων δεν διαχωρίζει την
θρησκεία του από την φιλοσοφία.
Για τον Αριστοτέλη βέβαια
είναι δύσκολο να ισχυρισθή κανείς κάτι τέτοιο, εφ’ όσον αυτός δεν δέχθηκε την
ατομική αθανασία του ανθρώπου. Για τον Αριστοτέλη ο άνθρωπος ως άτομο δεν είναι
ψυχή, οπότε τουλάχιστον από αυτής της απόψεως ο Αριστοτελισμός δεν είναι
θρησκεία. Όμως, από άλλης απόψεως, είναι και αυτός θρησκεία, διότι και ο ίδιος
ο Αριστοτέλης πίστευε στους τότε θεούς, καθώς και διότι και ο ίδιος ήταν
θρησκευόμενος άνθρωπος, όπως, εξ άλλου, ήταν και όλοι οι άλλοι της εποχής του.
Μάλιστα, δεν ήταν και άμοιρος της πίστεως στην μαγεία, δηλαδή στην μαγική
αντίληψη περί θρησκείας.
Περί των σκέψεων και
νοημάτων στον άνθρωπο
Ποια είναι η προέλευσις
των σκέψεων και νοημάτων στον άνθρωπο; Ήδη στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία αλλά
και μέχρι σήμερα γίνεται συζήτησις, εάν τα κατηγορήματα της ανθρώπινης σκέψεως
(οι έννοιες, οι λέξεις) είναι προκαθωρισμένα στον άνθρωπο ή είναι κάτι που ο
καθένας αποκτά ξεχωριστά, δηλαδή επίκτητα. Αυτό το πρόβλημα το βλέπομε να
υπάρχη σαφώς στον προβληματισμό του Αριστοτέλους.
Μετά, κατά τον Μεσαίωνα,
το θέμα αυτό επανεξετάζεται. Έτσι φθάνομε στην εποχή του Διαφωτισμού και έτσι
προχωρούμε μέχρι την σύγχρονη εποχή.
Σήμερα με αυτό το θέμα
έχουν καταπιαστεί και οι θετικές επιστήμες. Βλέπουμε ψυχολόγους, ψυχιάτρους,
βιολόγους, γιατρούς, βιοχημικούς κ.λ.π. να ερευνούν το θέμα της προελεύσεως και
της δημιουργίας των σκέψεων στον άνθρωπο, εφαρμόζοντας εμπειρικές μεθόδους
ερεύνης. Δηλαδή σήμερα το θέμα αυτό δεν είναι τόσο θέμα λογικής επεξεργασίας εκ
μέρους του ανθρώπου (που κάνουν η φιλοσοφία και η μεταφυσική) ή φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά είναι και θέμα
εμπειρικής ερεύνης.
Αυτήν τη στιγμή36 συζητείται
το θέμα εάν η ανθρώπινη γλώσσα είναι προκαθωρισμένη να υπάρχη από την φύση του
ανθρώπου ή είναι επίκτητος. Από την γλωσσολογία βλέπομε ότι κάθε γλώσσα έχει
καταπληκτική ανάπτυξη με την πάροδο του χρόνου, ώστε από τον ένα αιώνα στον
άλλο διαπιστώνονται σημαντικές διαφορές σε μία γλώσσα. Οπότε δεν μπορεί κανείς
να είναι βέβαιος ότι, όταν διαβάζη αρχαιότερα κείμενα, κατανοεί πλήρως τα
κείμενα αυτά, καθώς και το λεξιλόγιο της εποχής εκείνης. Το πως δηλαδή, με ποία
έννοια εχρησιμοποιούντο τότε οι συγκεκριμένες λέξεις.
Έτσι βλέπει κανείς ότι,
όταν συγκρίνη τα Αρχαία Ελληνικά με τα Νέα Ελληνικά, υπάρχουν πάρα πολλές
λέξεις που διασώζονται μεν στα Νεοελληνικά, όμως έχουν σήμερα αλλάξει έννοια
και δεν έχουν την ίδια σημασία που είχαν στην αρχαιότητα. Εκείνο πάντως που
είναι σημαντικό, είναι ότι τα ρητά ή όροι είναι πολύ συνήθη στους Πατέρες της
Εκκλησίας ως φορείς συγκεκριμένων νοημάτων. Έτσι, για να κατανοήσωμε σωστά τους
Πατέρες, πρέπει όχι μόνο να γνωρίζωμε τα ρητά που χρησιμοποιούν οι Πατέρες,
δηλαδή αυτά που είπαν και εδίδαξαν, αλλά και τα αντίστοιχα νοήματά τους. Και,
όταν λέμε Πατέρες, δεν εννοούμε μόνο τους Πατέρες της Καινής, αλλά και της
Παλαιάς Διαθήκης. Οι Πατέρες της Καινής Διαθήκης αναφέρονται στους Προφήτας της
Παλαιάς Διαθήκης ως εις τους πατέρες των πατέρων ημών και γι’ αυτό εορτάζομε
και την Κυριακή των αγίων Προπατόρων. Λοιπόν ο σκοπός δεν είναι να ξέρωμε μόνο
τα ρητά των Πατέρων, αλλά και τα νοήματα που εμπεριέχονται στα ρητά αυτά.
Απ’ όλη την Πατερική
παράδοσι βλέπομε οι Πατέρες να τονίζουν ότι, το να ταυτίσει κανείς τα ρητά,
δηλαδή τα νοήματα περί Θεού, με τον ίδιο τον Θεό, αυτό είναι η αρχή της
ειδωλολατρίας. Και τούτο, διότι ο Θεός δεν ταυτίζεται με κανένα ανθρώπινο
νόημα. Το άκτιστον του Θεού δεν εκφράζεται κυριολεκτικά με νοήματα, αλλά μόνο
καταχρηστικώς αποδίδομε ονόματα στο Θεό (π.χ. ότι είναι καλός, αγαθός, ελεήμων
κ.λ.π.). Και, αυτό, διότι ξέρομε από την εμπειρία των Προφητών και των Πατέρων,
από την εμπειρία του δοξασμού, δηλαδή της θεώσεώς τους, ότι κατά την θέωσι
καταργούνται τα νοήματα περί Θεού. Σ’ αυτήν την εμπειρία εξακριβώνεται αυτό το
γεγονός ότι δηλαδή δεν ανταποκρίνεται κανένα κτιστό νόημα στην άκτιστη
πραγματικότητα του Θεού. Δεν υπάρχει καμμία απολύτως ταυτότης ούτε ομοιότης των
νοημάτων ή ονομάτων που έχομε περί Θεού, με την πραγματικότητα που είναι ο
ίδιος ο Θεός.
Και γι’ αυτόν τον λόγο
κατά την εμπειρία της θεώσεως διαπιστώνεται ότι ο Θεός ούτε Μονάς είναι ούτε
Ενάς είναι ούτε Τριάς είναι. Επάνω σ’ αυτό ακριβώς το θέμα έχομε ωραία
αποσπάσματα από τον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, καθώς και από τον άγιο
Γρηγόριο Νύσσης, με τα οποία συμφωνούν όλοι οι υπόλοιποι Πατέρες της Εκκλησίας,
διότι έχουν παρόμοια με αυτούς εμπειρία.
Ποιο είναι το βασικό δόγμα της Πατερικής Παραδόσεως
Υπάρχει η άποψις ότι η
θεολογία που ονομάζεται αποφατική είναι μία φιλοσοφία επηρεασμένη από τους
Νεοπλατωνικούς. Δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι υπάρχει ομοιότης στην ορολογία
μεταξύ των Νεοπλατωνικών και των Πατέρων της Εκκλησίας. Έχουν και οι
Νεοπλατωνικοί (Πλωτίνος κ.ά.), μία αποφατική Θεολογία. Εδώ όμως υπάρχει μία
ουσιαστική διαφορά. Χαρακτηριστικό του Νεοπλατωνισμού είναι η έκστασις, η οποία
είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά
την έκστασι εξέρχεται το λογιστικό του ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο,
καθώς και από την διαδοχική σκέψι και ενώνεται (υποτίθεται) με το αμετάβλητο.
Λένε δηλαδή οι Νεοπλατωνικοί ότι υπερβαίνει τον χρόνο και τα μεταβλητά. Μέσα σ’
αυτή την διαδικασία το σώμα γι’ αυτούς είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό. Πάντως
το σώμα δεν συμμετέχει στην εμπειρία της εκστάσεως των Νεοπλατωνικών. Η όλη
αποφατική Θεολογία τους είναι η αφαίρεσις από την ανθρώπινη σκέψι όλων των
ελαττωμάτων της περιωρισμένης ανθρώπινης σκέψεως. Δηλαδή η απαλλαγή από τα
ελαττώματα της ανθρώπινης σκέψεως είναι η πηγή της αποφατικής θεολογίας των
Νεοπλατωνικών. Κάνουν προσπάθεια να απαλλαγούν όχι από τα κτιστά, αλλά από τα
μεταβλητά. Και αυτό διότι στην Νεοπλατωνική αρχή, στην μεταφυσική τους αρχή,
δεν υπάρχουν τέτοιες έννοιες, όπως δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος
ύπαρξις. δεν υπάρχει διάκρισις δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το
βασικό κατηγόρημα, το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής
διάκρισις μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και
ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης. Αυτό είναι το βασικό δόγμα όχι μόνο της
Πατερικής παραδόσεως, αλλά και της Εβραϊκής παραδόσεως μέχρι σήμερα.
Τι είναι η εμπειρία
της θεώσεως
Αλλά και στην Δυτική
παράδοσι έχομε την Μεσαιωνική Σχολαστική Θεολογία, η οποία συγχέει τα
κατηγορήματα κτιστό και άκτιστο με τα κατηγορήματα μεταβλητό αμετάβλητο. Σ’
αυτούς, γίνεται ταύτισις των μεν με τα δε. Η Θεολογία τους αυτή είναι
Αριστοτελικο-Πλατωνική.
Ο Αριστοτέλης ομιλεί για
ακίνητον κινούν. Υπάρχουν, λέγει, περίπου 49 ακίνητα, τα οποία είναι καθαρή
ενέργεια και δεν κινούνται καθ’ εαυτά, αλλά προκαλούν κίνησι σε άλλα. Κινούν
δηλαδή τα άλλα δια της έλξεως, όπως ο μαγνήτης. Η εντελέχεια είναι εκείνη που
πραγματοποιεί την κίνησι σε κάθε χώρο που υπάρχει. Δι’ αυτής εκείνο, που είναι
δυνάμει, γίνεται ενεργεία. Όπως π.χ. ο σπόρος του δένδρου, που είναι δυνάμει
δένδρο, όταν πέση στην γη και βρη κατάλληλες συνθήκες αναπτύξεως, φυτρώνει και
γίνεται ενεργεία δένδρο. Οπότε, όταν είναι δυνάμει δένδρο, δεν έχει
τελειοποιηθή ακόμη, διότι δεν έχει συμπληρωθή η εξέλιξις της εντελεχείας μέσα
του. Η τελειοποίησις του σπόρου επιτυγχάνεται, όταν γίνεται δένδρο.
Υπάρχουν όμως κατά τον
Αριστοτέλη τα ακίνητα κινούντα, τα οποία δεν έχουν μέσα τους αυτό το δυνάμει,
αλλά είναι καθαρή ενέργεια από την φύσι τους. Υποστηρίζει ότι πάντοτε υπήρχαν
και θα υπάρχουν και κινούν τα πάντα δια της έλξεως. Το κάθε τι που μεταβάλλεται
από δυνάμει σε ενεργεία βαδίζει προς την τελειότητά του και η ελκτική δύναμις
που οδηγεί προς αυτήν την τελειότητα έχει ως αρχή της τα ακίνητα κινούντα. Αυτά
λέγει ο Αριστοτέλης.
Τώρα βλέπομε στους
Νεοπλατωνικούς τις ίδιες ιδέες επάνω σε αυτά τα θέματα, τις ιδέες δηλαδή του
Αριστοτέλη. Ο Πλάτων δεν ασχολήθηκε με αυτό το θέμα απ’ ότι ξέρομε. Στους
Πατέρες της Εκκλησίας όμως βλέπομε έναν άγιο Διονύσιο Αρεοπαγίτη, ο οποίος
κατηγορείται ότι πλατωνίζει και νεο-πλατωνίζει και ο οποίος μας λέγει ξεκάθαρα
ότι ο Θεός δεν είναι μόνον ένα ακίνητον κινούν, αλλά είναι και κινούμενον.
Δηλαδή ο Θεός όχι μόνον κινεί όλα τα άλλα, αλλά και ο ίδιος κινείται, δηλαδή
ότι έχει και ένα παθητικό στοιχείο μέσα του ο Θεός. Αυτά βέβαια τα γράφει
εναντίον των Αριστοτελικών και των Νεοπλατωνικών. Αυτό είναι μια τρανή
απόδειξις ότι ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης δεν έχει καμμία σχέση με τον
Νεοπλατωνισμό, αν και χρησιμοποιή την γλώσσα των Νεοπλατωνικών.
Αυτή η ιδέα λοιπόν ότι ο
Θεός δεν είναι μόνον ακίνητον κινούν, αλλά και κινούμενον, που είναι αίρεσις
για τους Νεοπλατωνικούς και Αριστοτελικούς, σημαίνει, ότι οι Πατέρες δεν
φιλοσοφούν, εφ’ όσον υπερβαίνουν την αρχή της μη αντιφάσεως. Για τους Πατέρες η
έκφρασις ότι ο Θεός είναι μεν ακίνητον κινούν, αλλά και κινούμενον, σημαίνει
ότι δεν υπάρχουν ανθρώπινα κατηγορήματα, τα οποία να μπορούμε να αποδώσωμε στον
Θεόν, καθώς και ότι, εάν αυτό επιχειρηθή, τότε περιπίπτομε σε λογικές
αντιφάσεις. Αυτή όμως η αλήθεια περί Θεού δεν προέρχεται από την φιλοσοφία,
αλλά από την εμπειρία της θεώσεως. Γιατί; Διότι γνωρίζουν οι Πατέρες από την
εμπειρία τους ότι τα νοήματα, που χρησιμοποιούμε για τον Θεό, καταργούνται,
όταν αντικρύζωμε τον ίδιο τον Θεό, εκείνην δηλαδή την πραγματικότητα που είναι
ο ίδιος ο Θεός.
Οπότε τα νοήματα περί
Θεού, που χρησιμοποιούμε είναι μόνο τα μέσα για να βοηθήσουν κάποιον να δη τον
Θεόν. Τότε, όταν κάποιος δη τον Θεόν, η πίστις και η ελπίς καταργούνται και
μένει μόνον η αγάπη. Αυτό το λέγει ξεκάθαρα ο απόστολος Παύλος37. Η πίστις
δηλαδή προς τον Θεόν μαζί με όλα τα συναφή νοήματα της, καθώς και η ελπίδα προς
τον Θεό μαζί με όλα τα συναφή νοήματά της καταργούνται, όταν κανείς βλέπη τον
Θεόν, που είναι η Αγάπη. Τα νοήματα αντικαθίστανται τότε από την ίδια της θέα
του αγαπωμένου. Τότε ο άνθρωπος δοξάζεται, δηλαδή βλέπει τον Χριστό εν δόξη,
και μετέχει στην δόξα του Χριστού. Υφίσταται μέθεξι Θεού.
Οι άνθρωποι συνήθως
αντιμετωπίζουν τους συνανθρώπους των με βάση τις ήδη διαμορφωμένες γι’ αυτούς
αντιλήψεις. Αντιθέτως, εκείνος που αντικρύζει τον Χριστόν κατά την εμπειρία της
θεώσεως, δηλαδή εκείνος στον οποίον αποκαλύπτεται ο Χριστός με την δεδοξασμένη
Θεανθρώπινη Του φύσι, δεν μπορεί να κρατήση τότε στον νου του κανένα ανθρώπινο
νόημα ή προηγούμενη γνώμη, που ενδεχομένως είχε σχηματίσει για τον Χριστό,
διότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως στην υλική ή άϋλη δημιουργία, τίποτε το
κτιστό εκτός από το ανθρώπινο σώμα του Χριστού, που να μοιάζη με την άκτιστη
πραγματικότητα της δόξης του δεδοξασμένου Χριστού, τον οποίον τώρα αντικρύζει.
Απλώς δέχεται τον Χριστό όπως τον βλέπει. Ούτε να Τον περιγράψη μπορεί ούτε να
μιλήση γι’ Αυτόν με αντικειμενικότητα μπορεί. Διότι δεν υπάρχουν ανθρώπινες
λέξεις, που να μπορούν να περιγράψουν την άκτιστη πραγματικότητα του Χριστού,
της θεϊκής φύσεως του Χριστού. Και τούτο, επειδή δεν υπάρχει καμμία
ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Εδώ θα πρέπει να
τονίσουμε το εξής: Η εμπειρία της θεώσεως στην Χριστιανική παράδοσι δεν έχει
καμμία σχέσι με κανενός είδους έκστασι. Δεν είναι έκστασις ούτε έχει να κάνη με
το λογιστικό του ανθρώπου μόνο, διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως μετέχει
όλος ο άνθρωπος και το σώμα του δηλαδή, με όλες τις αισθήσεις του εν πλήρει
λειτουργία. Ο άνθρωπος, όταν βλέπη τον Χριστό εν δόξη, βρίσκεται σε κατάστασι
πλήρους εγρηγόρσεως. Οπότε δεν βλέπει μόνο η διάνοια του ανθρώπου, αλλά βλέπει
και το σώμα του ανθρώπου.
Αν διαβάσετε το βιβλίο
του Ιώβ, θα δήτε εκεί να αναφέρεται ότι «η σαρξ του Ιώβ είδε τον Θεόν» 38 .
Δηλαδή μετείχε και το σώμα του Ιώβ στην όρασι της δόξης του Θεού. Αυτή είναι
μία πάρα πολύ καλή Εβραϊκή παράδοσις. Κατά τη διάρκεια του δοξασμού του
ανθρώπου, δηλαδή κατά την εμπειρία αυτής της θεώσεως ο άνθρωπος, το σώμα του
ανθρώπου δεν χάνει την επαφή με το περιβάλλον του. Αυτό όμως υπό την προϋπόθεσι
ότι ο άνθρωπος από προηγούμενες παρόμοιες εμπειρίες είχε συνηθίσει στο να βλέπη
την δόξα του Θεού. Μόνο αρχικά κατά τις πρώτες εμπειρίες αποπροσανατολίζεται ο
άνθρωπος και μπορεί ακόμη και προσωρινά να τυφλωθή από την υπερβολική
λαμπρότητα του ακτίστου Φωτός, χωρίς όμως να χάνη τις νοερές του αισθήσεις.
Νοερά σκέφτεται κανονικά, όπως σκέπτεται ο καθένας. Οι σωματικές του αισθήσεις
όμως μπορούν να πάθουν μία αλλοίωση, επειδή ο άνθρωπος δεν είναι ακόμη
συνηθισμένος στο άκτιστο Φως, και να τυφλωθή προσωρινά, όπως συνέβη στον
απόστολο Παύλο, όταν είδε για πρώτη φορά τον δεδοξασμένο Χριστό στην πορεία του
προς την Δαμασκό. Τότε δεν τυφλώθηκε με την έννοια ότι καταστράφηκαν τα μάτια
του, αλλά τυφλώθηκε προσωρινά από την υπερβολή της λαμπρότητας του Φωτός,
δηλαδή της δόξης του Χριστού. Και, όταν επανέκτησε τις αισθήσεις του, τότε
ξαναείδε κανονικά. Δεν του συνέβη δηλαδή κανένα θαύμα και ξαναείδε. Απλώς δεν
έβλεπε για ένα διάστημα, επειδή θαμπώθηκε.
Το άκτιστο Φως, όταν οράται,
είναι πολύ πιο φωτεινό σε έντασι από το φως του ηλίου και διαφορετικής φύσεως
από αυτό. Είναι το ίδιο το Φως της Μεταμορφώσεως. Αλλά το Φως αυτό δεν είναι
καν φως, όπως το εννοούμε, όπως το γνωρίζομε εμείς το φως. Γιατί; Διότι
υπερβαίνει το φως!
Ο άνθρωπος που βρίσκεται
στην κατάστασι αυτή του δοξασμού, όταν παρέλθη η όρασις του Φωτός, συνεχίζει να
συναναστρέφεται κανονικά με τους άλλους ανθρώπους του περιβάλλοντος του, για
όσο διάστημα συνεχίζεται αυτή η θεωτική ενέργεια επάνω του. Αυτό το βλέπομε
καθαρά στους βίους των Αγίων. Βλέπομε δηλαδή ότι, όταν βρίσκεται ο άνθρωπος σε
υπέρ φύσιν κατάστασι, συνεχίζει να συναναστρέφεται τους άλλους γύρω του με μόνη
τη διαφορά ότι δεν τρώγει, δεν πίνει, δεν κοιμάται, δεν πηγαίνει για φυσική του
ανάγκη κατά την διάρκεια της καταστάσεως αυτής, διότι βρίσκεται σε υπέρ φύσιν
κατάστασι και τον συντηρεί στην ζωή μόνη η Χάρις του Αγίου Πνεύματος. Οπότε, αν
αυτή η κατάστασις διαρκέση π.χ. 40 ημέρες και 40 νύχτες, όπως συνέβη στον Μωϋσή
στο όρος Σινά39, αυτός ο άνθρωπος για τόσες ημέρες και νύχτες δεν κοιμάται, δεν
κουράζεται, δεν τρώει, δεν πίνει κλπ. Είναι δηλαδή ελεύθερος από τα αδιάβλητα
πάθη, τα φυσικά πάθη του σώματος. Και τούτο συμβαίνει, διότι γίνεται τότε μία
αναστολή της λειτουργίας του πεπτικού συστήματος καθώς και του ύπνου και ο
άνθρωπος γίνεται επίγειος άγγελος. Κατά τα άλλα όμως συμπεριφέρεται όπως οι
άλλοι. Περπατάει, μιλάει, συναναστρέφεται με τους άλλους, μπορεί να διδάσκη
κλπ. και ταυτόχρονα να βρίσκεται και στην κατάστασι αυτή.
Στην λαϊκή παράδοσι, προ
παντός στα χωριά και δη στα παληά χρόνια κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στα
μέρη της Μικράς Ασίας, έχομε περιγραφές, που ο παπάς του χωριού βρέθηκε σε
τέτοια κατάστασι κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Όμως συνέχισε να
διαβάζη, να ψάλλη, να κάνη τις εκφωνήσεις, να λέγη τις προσευχές και να
τελειώνη την ακολουθία. Γιατί; Διότι, ναι μεν κατά την εμπειρία της θεώσεως
σταματάει η νοερά ευχή, η αδιάλειπτος δηλαδή καρδιακή προσευχή, όμως αυτό δεν
σημαίνει ότι υποχρεωτικά σταματάει η λογική λατρεία, δηλαδή η λογική προσευχή,
η προσευχή που γίνεται με το μυαλό, με την διάνοια, εφ’ όσον αυτή γίνεται για
την κατήχησι των άλλων. Βέβαια για τον ίδιο τον παπά, που έρχεται σε θέωσι κατά
την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας, δεν χρειάζεται πλέον η λογική προσευχή,
χρειάζεται όμως για τους άλλους που παρακολουθούν την Λειτουργία. Έτσι ο παπάς
συνεχίζει να τελή την Θεία Λειτουργία και να την τελειώνη.
Αυτές τις περιγραφές της
λαϊκής παραδόσεως μερικοί σημερινοί σνομπ θεολόγοι του Πανεπιστημίου τις
κοροϊδεύουν, χωρίς να ξέρουν ότι σ’ αυτά τα θέματα η λαϊκή παράδοσις είναι μέσα
στα πλαίσια των εμπειριών του φωτισμού και της θεώσεως, για τις οποίες υπάρχει
από πίσω μία ολόκληρη Πατερική παράδοσις, που μας ερμηνεύει θεολογικά αυτά τα
φαινόμενα.
Λοιπόν βλέπομε ότι σ’ αυτά
τα φαινόμενα δεν έχομε καμμία ταύτισι με τις εκστάσεις των Νεοπλατωνικών, ακόμη
και της Μέσης Πλατωνικής Σχολής, αν λάβωμε υπ’ όψιν όσα λέγει ο άγιος και
μάρτυς Ιουστίνος ο Φιλόσοφος σαν κλειδί της ερμηνείας της διδασκαλίας της Μέσης
Πλατωνικής Σχολής. Διότι υπάρχει η άποψις, μεταξύ των ιστορικών της φιλοσοφίας
ότι ο Πλατωνισμός δεν είναι θρησκεία, αλλά ότι ο Πλατωνισμός θρησκειοποιείται
με τον Νεοπλατωνισμό, από τον Πλωτίνο δηλαδή και τους μαθητές του.
Εάν όμως διαβάσωμε τον
Ιουστίνο μάρτυρα, εκεί στον «Διάλογο προς Τρύφωνα», στην αρχή του περιγράφει ο
άγιος Ιουστίνος πως έγινε ο ίδιος οπαδός της Πλατωνικής φιλοσοφίας, πως βρήκε
έναν Πλατωνικό φιλόσοφο, ο οποίος ανέλαβε να τον διδάξη και ότι περίμενε από
στιγμή σε στιγμή να δη τον Θεό! Αυτό σημαίνει ότι ο Ιουστίνος μάρτυς, που έζησε
αρκετό καιρό πριν από την εμφάνισι της Νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, ησχολείτο με
πνευματική γυμναστική, με πνευματικά γυμνάσματα, και πίστευε ότι δι’ αυτών από
στιγμή σε στιγμή θα πάθαινε μία έκστασι και ότι έτσι θα έβλεπε τον Θεόν!
Αυτό σημαίνει ότι ο
διδάσκαλός του δεν ήταν ένας απλός φιλόσοφος, αλλά μάλλον ένα είδος πνευματικού
πατέρακαθοδηγητή, γκουρού θα λέγαμε σήμερα, ο οποίος τον ωδηγούσε σε
θρησκευτικές εμπειρίες, που για μας δεν είναι παρά δαιμονικές εμπειρίες. Στους ησυχαστές
θεολόγους γίνεται μεγάλη συζήτησις γύρω από αυτά τα θέματα . Έτσι βλέπομε τον
άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά να κατηγορή τις εκστατικές εμπειρίες των Πλατωνικών ως
δαιμονικές. Σήμερα, επειδή αυτή η ορολογία, η λέξις «δαιμονικές», δεν χτυπάει
σε μερικούς καλά στ’ αυτιά τους, μπορούν να την αντικαταστήσουν με την λέξι
παραισθητικές ή παραψυχολογικές, σύμφωνα με την σημερινή ορολογία της
Ψυχιατρικής ή της Παραψυχολογίας, διότι είναι πράγματι παραισθήσεις αυτά τα
πράγματα, που παθαίνουν όσοι επιζητούν την έκστασι. Για τους Πατέρες της
Εκκλησίας όμως όλα αυτά είναι καθαρά δαιμονικά φαινόμενα.
Περί έρωτος
Κατά τους Νεοπλατωνικούς
δεν έχει ο Θεός έρωτα για τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος για τον Θεό. Αλλά κατ’
αυτούς ο έρωτας είναι μία έλλειψις, διότι ο άνθρωπος, λένε, έχει έρωτα προς
κάτι που του λείπει. Και κατά την άποψί τους αυτό συμβαίνει σε όλους τους
τομείς, ακόμη και στις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο. Αυτή η έλλειψις λέγεται
έρως στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία. Αυτόν τον έρωτα τον έχει εκείνος ο οποίος
δεν είναι τέλειος. Οπότε ο έρως είναι για τον ατελή. Η τελειότης είναι κατ’
αυτούς καταστολή του έρωτος. Έτσι μόνον ο άνθρωπος ως ατελής έχει έρωτα, ενώ ο
Θεός ως τέλειος δεν έχει έρωτα. Ο Θεός δεν μπορεί να έχη έρωτα, διότι είναι
τέλειος, είναι αυτάρκης και για τον λόγον αυτόν είναι κατ’ αυτούς, το ακίνητον
κινούν.
Δήτε όμως τώρα τι ισχύει
στην Ορθόδοξο παράδοσι. Εκεί που ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγει ότι ο
Θεός είναι και κινούμενον, λέγει και κάτι άλλο. Λέγει επίσης ότι υπάρχουν
μερικοί, οι οποίοι συζητούν το θέμα αν ο έρως και η αγάπη είναι το ίδιο πράγμα.
Και αυτοί λένε ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλο έρως και άλλο αγάπη. Έτσι
λένε, ο Θεός έχει αγάπη, αλλά δεν έχει έρωτα για τον άνθρωπο, ενώ ο άνθρωπος
έχη έρωτα, πρέπει όμως να έχη μόνο αγάπη. Επικαλούμενος όμως ο άγιος Διονύσιος
την δική του εμπειρία της θεώσεως καταλήγει στο ότι ο Θεός, δεν έχει μόνο
αγάπη, αλλά και έρωτα για τον άνθρωπο. Λέγει επίσης ότι έρως και αγάπη για τον
Θεό είναι το ίδιο πράγμα40. Ποιος όμως Πλατωνικός θα μπορούσε να πη ότι ο Θεός
έχει έρωτα για τον άνθρωπο; Αυτό αποκλείεται σ’ αυτούς.
Περί ορολογίας, ως
και περί των ρητών και των νοημάτων στην Θεολογία
Οι Πατέρες λοιπόν
τονίζουν ότι όλα τα ρητά και τα νοήματα, που έχει ο άνθρωπος, είναι
δημιουργήματα της ανθρωπίνης διανοήσεως. Δεν κατεβαίνουν από τον ουρανό ούτε
νοήματα ούτε ρητά. Ο Θεός δεν δημιουργεί ο ίδιος στους ανθρώπους ούτε νοήματα
ούτε ρητά. Και από αυτής της απόψεως τονίζουν οι Πατέρες, με βάσι την εμπειρία
τους της θεώσεως, ότι κάθε ανθρώπινη γλώσσα είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Ο
άνθρωπος είναι εκείνος, ο οποίος εδημιούργησε την γλώσσα με την οποία
επικοινωνεί με τον συνάνθρωπό του. Θεϊκή γλώσσα δεν υπάρχει. Ο Θεός δηλαδή δεν
έχει δική Του γλώσσα, που έδωσε στον άνθρωπο ούτε ο Θεός επικοινωνεί με τον
άνθρωπο με κάποια ιδιαίτερη γλώσσα, που την δίνει σε όσους επικοινωνεί μαζί
τους. Η γλώσσα είναι αποτέλεσμα των ανθρωπίνων αναγκών. Διαμορφώθηκε δηλαδή από
τους ανθρώπους για να εξυπηρετήση τις σχέσεις και τις ανάγκες επικοινωνίας των
ανθρώπων.
Οπότε η γλώσσα δεν είναι
αυτό που λέγει ο Dante και αρκετοί Προτεστάντες, καθώς και οι Φράγκοι θεολόγοι
του Μεσαίωνα ούτε αυτό που λένε οι Μουσουλμάνοι για το Κοράνιο ότι η γλώσσα και
το Κοράνιο κατέβηκαν από τον ουρανό και μάλιστα ισχυρίζονται ότι υπάρχει στον
ουρανό το άκτιστο Κοράνιο κλπ. Επάνω σ’ αυτό το θέμα έχομε και την σπουδαία
συζήτησι, που έγινε μεταξύ του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και των Ευνομιανών. Οι
Ευνομιανοί πιστεύανε ότι υπάρχει μία θεία γλώσσα, την οποία ο Θεός απεκάλυψε
στους Προφήτες. Στη γλώσσα αυτή, έλεγαν, ανήκουν τα ονόματα του Θεού που
αναφέρουν οι Προφήτες. Οπότε τα ονόματα του Θεού έλεγαν οι Ευνομιανοί ότι είναι
η ουσία του Θεού και ότι αυτά τα ονόματα του Θεού, που αναφέρει η Αγία Γραφή,
είναι φορείς νοημάτων, που αντιστοιχούν προς την πραγματικότητα που είναι ο
Θεός. Τέτοιο πράγμα φυσικά δεν συμβαίνει.
Σύμφωνα λοιπόν με τα
παραπάνω, δεν μπορούμε να διακρίνωμε μεταξύ θείας γλώσσας και ανθρωπίνων
γλωσσών. Δεν υπάρχει κάποια θεϊκή γλώσσα, με την οποία ο Θεός μιλάει στους
ανθρώπους. Ούτε υπάρχει τρόπος να διακρίνωμε ποιες λέξεις είναι κατάλληλες για
την Θεολογία και ποιες δεν είναι. Δεν υπάρχει σαφής διάκρισις μεταξύ επιτρεπτής
ορολογίας και ανεπίτρεπτης ορολογίας. Το μόνο κριτήριο, που μπορεί να
χρησιμοποιηθή στην ορολογία περί Θεού, είναι το κριτήριο της ευπρεπείας. Δηλαδή
υπάρχουν ονόματα, τα οποία δεν είναι ευπρεπές να χρησιμοποιούνται για τον Θεό,
π.χ. ο Θεός είναι μάγκας, ενώ άλλα είναι ευπρεπή και μπορούν να χρησιμοποιούνται, όταν μιλάη κανείς για τον
Θεό, π.χ. ο Θεός είναι Φως.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια,
η όλη Πατερική γνωσιολογία, που είναι καθαρά εμπειρική, είναι κάτι, που
τουλάχιστον για τους Ορθοδόξους, ίσως και για τους άλλους Χριστιανούς, είναι
πολύ χρήσιμο. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς, και πάρα πολύ μοντέρνα. Διότι, όταν οι
Πατέρες γράφανε ό,τι γράφανε, δεν είχαν υποψιασθή ότι θα ανεπτύσσετο αργότερα
μία Φραγκική παράδοσις, που θα είχε διαμορφωθή από τον Αυγουστίνο. Διότι οι Πατέρες
της Ανατολής δεν εγνώριζαν τον Αυγουστίνο. Αλλά και όσοι κάτι εγνώριζαν, δεν
του έδωσαν και πολλή σημασία στα πρώτα χρόνια τουλάχιστον. Δεν είχαν διαβάσει
τον Αυγουστίνο ούτε φανταζόντουσαν ότι θα ανεπτύσσετο μία ολόκληρη Δυτική
παράδοσις μεταξύ των Γότθων, Φράγκων, Λογγοβάρδων, Νορμανδών κλπ., η οποία θα
είχε ως μόνο οδηγό της θεολογίας τον Αυγουστίνο, ο οποίος δυστυχώς ασπάσθηκε
την Πλατωνική, Νεοπλατωνική και Αριστοτελική γνωσιολογία. Που σημαίνει ότι η
γνωσιολογία του Αυγουστίνου, δηλαδή η μέθοδος θεογνωσίας, που εφήρμοζε, ήταν
τελείως διαφορετική από εκείνην των
Πατέρων της Εκκλησίας, διότι ήταν καθαρά Αριστοτελικο-Πλατωνική.
Εκείνο που διακρίνει την
Θεολογία του Αυγουστίνου από την Θεολογία των Πατέρων, είναι το ότι ο
Αυγουστίνος δέχεται στην Θεολογία του την ουσία του Πλατωνισμού, που είναι τα
αρχέτυπα του Πλάτωνος. Ότι δηλαδή όλα τα εν τω κόσμω είναι αντιγραφές κάποιων
αρχετύπων. Βέβαια αυτό είναι κάτι, που οι Πατέρες όχι μόνο απορρίπτουν, αλλά
επί πλέον υπάρχει και αφορισμός από το σώμα της Εκκλησίας εκείνων που
αποδέχονται τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, διότι η αποδοχή τους είναι μια μορφή
ειδωλολατρίας41. Σήμερα δεν ξέρω αν υπάρχη κανείς σοβαρός άνθρωπος, που να
δέχεται αυτήν την διδασκαλία.
Οπότε σύμφωνα με τα
παραπάνω βλέπει κανείς ότι για τους Ορθοδόξους δεν υπάρχει διάκρισις μεταξύ
κοσμικού και θρησκευτικού στον χώρο της ορολογίας. Δεν υπάρχουν δηλαδή κοσμικές
και θρησκευτικές λέξεις, αλλά μόνο κοσμικές λέξεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται
στα νοήματα περί Θεού, αρκεί να είναι ευπρεπείς.
Έτσι βλέπομε ότι ο Θεός
στην Παλαιά Διαθήκη, ο Γιαχβέ περιγράφεται ως βράχος. Είναι όμως ο Θεός βράχος;
Σύμφωνα με το πνεύμα της Πλατωνικής φιλοσοφίας θα έπρεπε κανείς να
χρησιμοποιήση μόνο νοηματικά ρητά 42. Όπως π.χ. νους, λόγος, διάνοια,
υπόστασις, ουσία, τριάς, μονάς κλπ. Όμως βλέπομε ότι η Αγία Γραφή χρησιμοποιεί
λέξεις, όπως βουνό, βράχος, πέτρα, ύδωρ, ποτάμι, ουρανός, ήλιος κλπ. Δηλαδή,
εάν πάρωμε την Παλαιά Διαθήκη, βλέπομε ότι αποδίδονται εκεί πολλά ονόματα στον
Θεό, που δεν είναι παρμένα από την μορφή, την φύσι του ανθρώπου, αλλά από την
άλογη Δημιουργία. Η δε ενέργεια του Θεού περιγράφεται ως νεφέλη, φωτιά, φως
κλπ.
Στην Εβραϊκή παράδοσι
πριν τους Προφήτες, αλλά και στους Προφήτες ήταν γνωστό ότι ο Θεός δεν έχει
εικόνα μέσα στην υλική δημιουργία, ότι δηλαδή ο άνθρωπος δεν μπορεί να φτιάξη
εικόνα του Θεού. Οποιαδήποτε εικόνα του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη απαγορεύεται.
Γι’ αυτό και δεν είχαν εικόνες οι Εβραίοι στην Παλαιά Διαθήκη.
Η μόνη απαράλλακτος εικών
του Θεού είναι ο Λόγος του Θεού που ενηνθρώπισε, δηλαδή ο Χριστός. Άλλες
εικόνες εκτός από Αυτόν (τον Χριστόν) δεν έχει ο Θεός. Ο κοινός άνθρωπος δεν
είναι εικόνα του Θεού. Μόνο ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός είναι εικόνα του Θεού.
Τίποτα εκτός από τον Χριστόν (κατά την ανθρωπίνη του φύσι) δεν είναι εικόνα του
Θεού στον κτιστό κόσμο43 .
Οπότε γι’ αυτόν τον λόγο,
επειδή δηλαδή ο Θεός δεν έχει κανένα ομοίωμα μέσα στον κτιστό κόσμο και επειδή
δεν υπάρχουν μέσα στον κτιστό κόσμο νοήματα που να μπορούν να αποδώσουν τον
Θεόν και να ταυτισθούν με τον Θεόν, είμαστε ελεύθεροι να πάρωμε οποιαδήποτε
ονόματα και νοήματα και να τα αποδώσωμε στον Θεόν, αλλά κατά τρόπο αποφατικό.
Δηλαδή αποδίδομε ένα όνομα στον Θεόν από το ένα μέρος και από το άλλο μέρος το
αφαιρούμε από Αυτόν. Λέμε π.χ. ότι ο Θεός είναι Φως. Κάνομε όμως ταυτόχρονα και
την αφαίρεσι λέγοντας ότι ο Θεός είναι και σκότος (γνόφος). Και αυτό το λέμε
όχι επειδή ο Θεός δεν είναι Φως, αλλά επειδή ο Θεός υπερβαίνει το φως. Ο Θεός
δεν είναι στέρησις, αλλά υπέρβασις. Αυτά όμως θα γίνουν σαφέστερα παρακάτω.
Εδώ έχομε μία ουσιαστική
διαφορά μεταξύ της Αποφατικής Θεολογίας των Πατέρων της Εκκλησίας και της
Αποφατικής Θεολογίας των Σχολαστικών θεολόγων του Μεσαίωνα στην Δύσι, η οποία
υπάρχει ακόμα στα εγχειρίδιά τους. Αν πάρωμε τα εγχειρίδια της Δογματικής των
Παπικών θεολόγων, βλέπομε το εξής παράδοξο: Λένε ότι υπάρχει μία οδός, δια της
οποίας αποδίδομε ονόματα εις τον Θεόν, αλλά επίσης και μία άλλη οδός, η
στερητική, κατά την οποία αφαιρούμε αυτά τα ονόματα από τον Θεόν, όχι για να μη
τα αποδώσωμε εις Αυτόν , αλλά για να
καθαρίσωμε τα ονόματα αυτά από όλα τα ελαττώματά τους.
Κάτι τέτοιο όμως δεν
γίνεται στους Πατέρες της Εκκλησίας, στους οποίους η μέθοδος αποδόσεως ονομάτων
εις τον Θεόν είναι απλή. Δηλαδή δίνουν ονόματα και αφαιρούν ονόματα.
Χρησιμοποιούν δηλαδή αντιθέσεις. Αυτός δε ο κανόνας ανατρέπει ολόκληρη την
Αριστοτελική φιλοσοφία. Διότι καταργούν οι Πατέρες τον νόμο των αντιθέσεων του
Αριστοτέλους 44, όταν μιλάνε για τον Θεόν και αποδίδουν εις τον Θεόν
αντιθέσεις.
Αυτό σημαίνει ότι οι
Πατέρες δεν δέχονται τους κανόνες της λογικής, όταν ασχολούνται με θεολογικά
θέματα, δηλαδή με τα του Θεού. Γιατί; Διότι οι κανόνες της λογικής ισχύουν, όσο
ισχύουν, μόνο για τα κτίσματα του Θεού. Για τον Θεό δεν ισχύουν κανόνες της
λογικής ή της φιλοσοφίας. Κανένα φιλοσοφικό σύστημα δεν μπορεί να εφαρμοσθή
στον Θεόν, καθώς και κανένα σύστημα λογικής. Και, όσοι νομίζουν πως με τα
Καθαρά Μαθηματικά μπορούν να βαδίσουν προς τον Θεόν, για τους Πατέρες είναι
αφελέστατοι. Διότι απλούστατα μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμμία ομοιότης.
Αυτά, που ισχύουν για τα κτιστά, δεν ισχύουν για την άκτιστη πραγματικότητα,
που είναι ο Θεός. Διότι δεν υπάρχουν κανόνες των κτισμάτων, που να εφαρμόζωνται
εις τα άκτιστα .
Όλα, όσα λένε οι Πατέρες
για τον Θεό, δεν προέρχονται από φιλοσοφικό στοχασμό. Δεν κάθονται δηλαδή οι
Πατέρες στα γραφεία τους για να κάνουν Θεολογία έτσι κατά τρόπο Σχολαστικό.
Διότι ο στοχασμός απαγορεύεται στους Πατέρες της Εκκλησίας, όταν πρόκειται να
θεολογήσουν. Γι’ αυτό ο μόνος συνετός τρόπος του να μελετά κανείς την Αγία Γραφή
δεν είναι ο στοχασμός (να προσπαθούμε δηλαδή με την λογική και την αφαίρεσι να
την καταλάβωμε), αλλά η προσευχή. Ποια όμως προσευχή; Η νοερά προσευχή. Διότι,
όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και επισκέπτεται τον άνθρωπο και προσεύχεται
μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, τότε ο άνθρωπος φωτίζεται και γίνεται ικανός να
κατανοή ορθά τα νοήματα της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης και να οδηγηθή από
φωτισμένος, που είναι, στην θέωσι.
Και, όταν και εφ’ όσον
φθάση στην θέωσι, τότε γνωρίζει από την ίδια την εμπειρία της θεώσεως τι
σημαίνουν ακριβώς τα ρητά και τα νοήματα, που συναντά μέσα στην Αγία Γραφή.
Οπότε εδώ ερχόμαστε σε ένα ερμηνευτικό κλειδί: Τα ρητά και τα νοήματα, που
χρησιμοποιούνται μέσα στην Αγία Γραφή από τους θεουμένους που έγραψαν την Αγία
Γραφή, καθώς και τα ρητά και τα νοήματα που χρησιμοποιούνται στα συγγράμματα
των Πατέρων της Εκκλησίας και των Αγίων, είναι θεόπνευστα με την έννοια ότι
όλοι αυτοί έχουν την εμπειρία είτε του φωτισμού είτε της θεώσεως και βάσει
αυτής της εμπειρίας έγραψαν ό,τι έγραψαν. Επειδή δηλαδή έχουν αυτήν την
εμπειρία, ό,τι έγραψαν είναι θεόπνευστο.
Περί των δύο ειδών
της αποκαλύψεως
Γι’ αυτό έχομε δύο ειδών
αποκαλύψεις. Έχομε την αποκάλυψι, που είναι η νοερά ευχή και έχομε και την
αποκάλυψι, που είναι η θέωσις. Βέβαια η δεύτερη αποκάλυψις, που είναι ο
δοξασμός και η θέωσις, αυτή είναι το βασικό κλειδί, με το οποίο κατανοούμε
πλήρως την αποκάλυψι του φωτισμού. Έτσι βλέπομε εδώ ότι συναντούμε μία αντίληψι
περί αποκαλύψεως και περί θεοπνευστίας, η οποία είναι καθαρώς εμπειρική και
τίποτε άλλο.
Όμως σ’ αυτή την εμπειρία
της θεώσεως ο Θεός δεν αποκαλύπτει λέξεις ούτε αποκαλύπτει κάποια καινούργια
ορολογία. Γιατί; Διότι, όταν έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα
στην καρδιά του ανθρώπου, δεν προσεύχεται με καινούργιες λέξεις, που φέρνει
μαζί Του, αλλά προσεύχεται με γνωστές λέξεις μέσα στον άνθρωπο παρμένες μέσα
από την ανθρώπινη εμπειρία. Π.χ. την ευχή, με την οποία προσεύχεται ο άνθρωπος,
με την λογική του, αυτήν την ίδια ευχή χρησιμοποιεί και το Πνεύμα το Άγιο και
τότε η ίδια ευχή γίνεται ευχή της καρδιάς! Λέγει δηλαδή ο καλόγερος: «Κύριε
Ιησού Χριστέ, ελέησον με», με το μυαλό του. Όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο μέσα
στην καρδιά του, τότε αυτή η ίδια η φράσις θα γίνη η ευχή της καρδιάς του. Θα
προσεύχεται πλέον η καρδιά του και όχι το μυαλό του με αυτήν την φράσι. Έτσι
όταν το Πνεύμα του Θεού προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, προσεύχεται με τις ίδιες
λέξεις που χρησιμοποιούσε προηγουμένως ο άνθρωπος αυτός. Γι’ αυτό και έχομε την
παράδοσι αυτή της ευχής, που γίνεται είτε με ψαλμό είτε με αυτοσχέδια λόγια
προσευχής. Τότε αυτός ο ίδιος ψαλμός ή τα λόγια της προσευχής γίνονται η ευχή της καρδιάς του ανθρώπου.
Οπότε στην εμπειρία του
φωτισμού δεν έχομε αποκάλυψι καμμιάς νέας λέξεως ή ορολογίας. Δηλαδή δεν
μπορούμε να πούμε ότι ήλθε στους Πατέρες το Πνεύμα το Άγιο και απεκάλυψε την
ορολογία: Μία ουσία και τρεις υποστάσεις ή το ομοούσιο. Αυτή δεν είναι
αποκάλυψις, αλλά είναι μία θεολογική ορολογία, που χρησιμοποιήθηκε για να
αντιμετωπίσουν οι Πατέρες τους αιρετικούς. Δεν είναι αποκάλυψις από το Θεό,
αφού η ίδια η φώτισις δεν είναι αποκάλυψις από τον Θεό. Απλώς στην κατάστασι
της φωτίσεως γίνεται μία σύνθεσις των ήδη γνωστών ρητών και νοημάτων στον
άνθρωπο προερχομένων από την παράδοσι της ευσεβείας (από όσα δηλαδή γνωρίζει
περί της πίστεώς του), ρητών και νοημάτων είτε της Παλαιάς Διαθήκης είτε της
Καινής Διαθήκης. Χρησιμοποιούνται δε ονόματα παρμένα από την κοινή εμπειρία,
ώστε όλοι να τα κατανοούν.
Στην θέωσι όμως όλα τα
ρητά και τα νοήματα καταργούνται, όταν αποκαλύπτεται ο ίδιος ο Θεός. Κατά τους
Πατέρες της Εκκλησίας, όταν ο άνθρωπος θεολογή45, θεολογεί βάσει της εμπειρίας
που έχει συσσωρεύσει μέσα του, βάσει της συμμαρτυρίας του Αγίου Πνεύματος που
έχει μέσα του, καθώς και βάσει της εμπειρίας των θεουμένων, που έχει κατατεθή
μέσα στην παράδοσι της Εκκλησίας. Στην δε Θεολογία του αυτή, εφ’ όσον ο ίδιος
βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού, χρησιμοποιεί ως οδηγούς τους θεουμένους.
Δηλαδή τα ρητά και τα νοήματα που εχρησιμοποίησαν και παρέδωσαν στην Εκκλησία
οι θεωθέντες ή οι ζώντες θεούμενοι.
Εδώ τώρα έχομε το βασικό
κλειδί της Πατερικής παραδόσεως: Ο θεολογών βρίσκεται στην κατάστασι του φωτισμού
και θεολογεί βάσει της κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων (Παλαιά και Καινή
Διαθήκη και κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας). Προσεύχεται επίσης βάσει της
κατατεθειμένης εμπειρίας των θεουμένων. Έτσι εξηγείται το γιατί η πιο σπουδαία
προσευχή της Εκκλησίας είναι οι Ψαλμοί του Δαυΐδ. Οι Ψαλμοί είναι το θεμέλιο
της Λειτουργικής ζωής της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μετά έχομε τις πνευματικές ωδές,
τους ύμνους κλπ, για τα οποία ομιλεί ο απόστολος Παύλος.
Όλα αυτά μαζί είναι η
υποδομή της Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας, η οποία χειραγωγεί και
προετοιμάζει τον άνθρωπο, ώστε να έλθη στην κατάστασι φωτισμού, εφ’ όσον
αγωνισθή και καθαρισθή από τα πάθη του. Και, όταν έλθη στην κατάστασι φωτισμό,
ο άνθρωπος χρησιμοποιεί αυτές τις ευχές, τους ύμνους και τις προσευχές που
ακούει στην εκκλησία. Δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο
στην κατάστασι φωτισμού με τις ευχές και προσευχές της Λειτουργικής παραδόσεως.
Και, όταν κανείς βρίσκεται σ’ αυτήν την κατάστασι του φωτισμού, τότε θεολογεί.
Όχι απλώς βάσει της προσωπικής του εμπειρίας, αλλά βάσει προσωπικής εμπειρίας,
στην οποία όμως συμμαρτυρεί το Πνεύμα το Άγιο.
Οπότε τώρα βάσει αυτής
της βεβαιότητας μελετά τα συγγράμματα των θεουμένων, που είναι η Παλαιά
Διαθήκη, η Καινή Διαθήκη, τα Πατερικά κείμενα, τα Πρακτικά των Συνόδων της
Εκκλησίας, οι βίοι και οι λόγοι των Αγίων, τα Λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας
και τότε μπορεί και κάνει πλέον σωστή ερμηνεία. Και, αν τύχη και ο ίδιος να έχη
την εμπειρία της θεώσεως, τότε μπορεί όχι μόνον να ερμηνεύη σωστά, αλλά και να
θεολογή σωστά, οπότε και γίνεται θεολόγος της Εκκλησίας.
Άρα υπάρχει μία βασική
διαφορά μεταξύ εκείνου που έχει φθάσει στην θέωσι, που είναι ο αληθινός
θεολόγος, και του θεολογούντος, εκείνου δηλαδή που είναι στην κατάστασι
φωτισμού, έστω και αν έχη και αυτός μία μικρή γεύσι από την εμπειρία της
θεώσεως. Οπότε θεολογεί ο θεολόγος, αλλά θεολογούν και οι θεολογούντες. Επειδή
όμως θεολογούν και οι θεολογούντες, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι θεολόγοι.
Θεολόγος κατά κυριολεξίαν θα γίνη, όταν φθάση στην κατάστασι της θεώσεως και δη
τον Χριστόν εν δόξη, οπότε του αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια, όση μπορεί ο
άνθρωπος να γνωρίση σ’ αυτήν την ζωή. Διότι ο Χριστός είναι η Αλήθεια, η οποία
είναι ενυπόστατη.
Μέχρις ότου λοιπόν γίνη
θεούμενος, είναι απλώς θεολογών, δηλαδή φοιτητής της Θεολογίας. Πτυχιούχος
αυτής της Θεολογίας είναι ο θεούμενος. Σήμερα βέβαια πτυχιούχοι της θεολογίας
είναι όσοι έχουν πάρει ένα πτυχίο Θεολογικής Σχολής κάποιου Πανεπιστημίου.
Αυτοί αυτοαποκαλούνται θεολόγοι, όμως δεν έχουν καμμία σχέσι με τους όντως
θεολόγους, της Πατερικής παραδόσεως. Ως προς το ποιος είναι κατά αλήθειαν
θεολόγος, αν κανείς χρησιμοποιήση τα κριτήρια του αποστόλου Παύλου ως και των
Πατέρων της Εκκλησίας π.χ. του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, τότε θα δη ότι η
σημερινή μοντέρνα Ορθόδοξη Θεολογία, που είναι επηρεασμένη από την Ρωσική
Θεολογία, δεν είναι Πατερική Θεολογία, αλλά μία παραμόρφωσις της Πατερικής
θεολογίας, διότι γράφτηκε από ανθρώπους, που δεν είχαν τις παραπάνω πνευματικές
προϋποθέσεις. Μόνο λοιπόν αν χρησιμοποιήση κανείς αυστηρά επιστημονικά
κριτήρια, μπορεί να αποκτήση κάποια αντικειμενικότητα στην έρευνα και στα
συμπεράσματά του.
Περί
αντικειμενικότητος στην έρευνα και στην Θεολογία
Τι εννοούμε όμως λέγοντας
αντικειμενικότητα στην έρευνα; Στις θετικές επιστήμες η αντικειμενικότητα
αποκτάται με την παρατήρησι και με την ανάλυσι. Π.χ. πως μάθαμε ότι υπάρχουν
περίπου 100.000 γονίδια μέσα σ’ ένα κύτταρο; Τα παρετηρήσαμε με ένα ηλεκτρονικό
μικροσκόπιο, τα φωτογραφήσαμε και τα μετρήσαμε46 .
Το ίδιο γίνεται και στην
αστρονομία, δηλαδή στον μακρόκοσμο. Πριν το 1926 όλοι οι αστρονόμοι πίστευαν
ότι υπήρχε ένας μόνο γαλαξίας. Σήμερα όμως47 με τα ραδιοτηλεσκόπια οι
αστρονόμοι γνωρίζουν ότι υπάρχουν τουλάχιστον 100.000.000 γαλαξίες στο σύμπαν!
Δηλαδή βλέπει κανείς και διαπιστώνει δια της εμπειρίας της παρατηρήσεως. Αυτή η
αντικειμενικότης, που υπάρχει στις θετικές επιστήμες και η οποία προέρχεται από
την παρατήρησι, το πείραμα και την μέτρησι είναι η σπονδυλική στήλη των θετικών
επιστημών. Το δε χαρακτηριστικό της αντικειμενικότητος αυτής των θετικών
επιστημών είναι η επαναληψιμότης του πειράματος και η αναπαραγωγή
(επιβεβαίωσις) του αποτελέσματος. Δηλαδή πολλοί επιστήμονες σε διάφορα μέρη του
κόσμου μπορούν παράλληλα να πιστοποιήσουν εκείνο, που κάποιος συνάδελφος τους
πρώτος ανεκάλυψε. Η επιστημονική γνώσις δηλαδή επιδέχεται επιβεβαίωσι και
επαναπροσδιορισμό από άλλους ερευνητές σε διαφορετικό τόπο και χρόνο. Οπότε η
μαρτυρία των πολλών και εγκύρων επιστημόνων είναι εκείνη που δημιουργεί και
καθορίζει την αντικειμενικότητα στις θετικές επιστήμες.
Τώρα στην Πατερική
Θεολογία τι μπορεί να είναι αντικειμενικό και πόσο μπορεί να διαφέρη από την
υποκειμενικότητα; Οι διάφορες θεολογίες, που χρησιμοποιούνται σήμερα στην
Ορθοδοξία, είναι απλώς υπολογισμοί του τι είναι η Πατερική Παράδοσις.
Υποκειμενικοί υπολογισμοί. Πως όμως ένας σημερινός Ορθόδοξος θεολόγος μπορεί να αποκτήση
αντικειμενικότητα στην Θεολογία του; Διότι το πρόβλημα είναι το εξής: Επειδή ο
Ορθόδοξος θεολόγος έχει την Ορθόδοξο πίστι από μικρό παιδί, συνήθως δέχεται σαν
δεδομένη την αλήθεια της πίστεώς του. Δηλαδή, επειδή είναι Ορθόδοξος
Χριστιανός, εκ των προτέρων πιστεύει, παραδέχεται τον Χριστόν, παραδέχεται ως
αληθή την διδασκαλία του Χριστού, παραδέχεται ως αληθή την διδασκαλία των
Πατέρων της Εκκλησίας, παραδέχεται τις αποφάσεις των Τοπικών και Οικουμενικών
Συνόδων, παραδέχεται το Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας κλπ. Οπότε ένας μοντέρνος
Ορθόδοξος θεολόγος πως κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις μπορεί να αποκτήση
αντικειμενικότητα στην θεολογική του μέθοδο; Αυτό είναι σήμερα το βασικό
πρόβλημα.
Ποια είναι η
ραχοκοκκαλιά της Ορθοδόξου Παραδόσεως
Συμβαίνει να έχωμε στα
χέρια μας έναν θησαυρό, την Θεολογία της Ορθοδόξου Παραδόσεως, που είναι
απαύγασμα και αποτέλεσμα αιώνων εμπειριών, που επαναλαμβάνονται, ανανεώνονται
και καταγράφονται από τους θεουμένους των διαφόρων εποχών. Έχομε τις εμπειρίες
των Πατριαρχών, των Προφητών, και μετά τις εμπειρίες των Αποστόλων, τις οποίες
όλες αποκαλούμε δοξασμό. Δοξάζεται ο Προφήτης σημαίνει ότι βλέπει την δόξα του
Θεού. Δοξάζεται ο Απόστολος σημαίνει ότι ο Απόστολος βλέπει την δόξα του
Χριστού. Βλέποντας ο Απόστολος την δόξα του Χριστού, διαπιστώνει από την ίδια
την εμπειρία του ότι η δόξα του Χριστού στην Καινή Διαθήκη είναι η δόξα του
Θεού στην Παλαιά Διαθήκη. Οπότε ο Χριστός είναι ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης,
ο Χριστός είναι ο Ελωΐμ της Παλαιάς Διαθήκης.
Όσο για το Πνεύμα το
Άγιο, το τι είναι – επειδή δεν είναι σαφές στην Παλαιά Διαθήκη -διαπιστώνεται
από την εμπειρία των Αποστόλων. Διότι σ’ αυτούς γίνεται μία επανάληψις της
εμπειρίας των Προφητών με την διαφορά όμως ότι τώρα στον Γιαχβέ της Παλαιάς
Διαθήκης έχει προστεθή η ανθρώπινη φύσις του Χριστού. Διότι οι Απόστολοι
εδοξάσθησαν μετά την Ενσάρκωσι, οι τρεις μερικώς κατά την Μεταμόρφωσι στο όρος
Θαβώρ, όλοι όμως πλήρως κατά την Πεντηκοστή, κατά την οποίαν έφθασαν στο
ανώτατο ύψος δοξασμού, που μπορεί να φθάση ποτέ ένας άνθρωπος σ’ αυτήν την ζωή.
Μετά του Αποστόλους έχομε
τις εμπειρίες των θεουμένων, που είναι οι Πατέρες την Εκκλησίας, καθώς επίσης
και όσοι από τους Αγίους έφθασαν σε θέωσι. Αυτή η διαδοχή της εμπειρίας της
θεώσεως είναι συνεχίζεται μέχρι σήμερα 48. Αυτή λοιπόν η εμπειρία της θεώσεως
είναι η ραχοκοκκαλιά της Ορθοδόξου παραδόσεως, καθώς και το θεμέλιο των Τοπικών
και Οικουμενικών Συνόδων, του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας και της
Λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας μέχρι σήμερα.
Οπότε, αν σ’ αυτήν
στηριχθή ένας σημερινός Ορθόδοξος θεολόγος, αν δηλαδή γίνη μελετητής της
Πατερικής Παραδόσεως και, αν ο ίδιος περνώντας μέσα από την κάθαρσι και
φωτισμό, φθάση στην θέωσι, ώστε όχι μόνο να την κατανοήση, αλλά και να
διαπιστώση ο ίδιος εν Πνεύματι Αγίω την αλήθεια της Παραδόσεως αυτής, τότε μόνο
μπορούμε να πούμε ότι αποκτά αντικειμενικότητα στην θεολογική του μέθοδο.
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου