Κεφάλαιον 25
Ποιος είναι ο
«προφήτης» στην Καινή Διαθήκη
Επάνω στην διδασκαλία της
Εκκλησίας περί της θείας Χάριτος βασίζεται όλη η διδασκαλία Της περί της Αγίας
Τριάδος, ως και περί της Ενσαρκώσεως του Θεού Λόγου.
Λέγει ο απόστολος Παύλος:
«Και ους μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας,
τρίτον διδασκάλους…»49. Αργότερα επεκράτησε η άποψις ότι ο προφήτης του
αποστόλου Παύλου ήταν ο επίσκοπος της Εκκλησίας των πρώτων Χριστιανών. Οπότε
έχομε: Πρώτον τους Αποστόλους, μετά τους Επισκόπους και μετά τους Πρεσβυτέρους,
οι οποίοι κατ’ αυτήν την άποψιν είναι οι διδάσκαλοι της Εκκλησίας.
Αν τώρα διαβάσωμε το 14ο
κεφάλαιο της Α’ προς Κορινθίους επιστολής του αποστόλου Παύλου, βλέπομε ότι
εκεί αναφέρεται σαφώς ότι στην ενορία της Κορίνθου υπήρχαν πολλοί προφήτες,
χριστιανοί δηλαδή με προφητικό, προορατικό χάρισμα. Διότι γράφει: Να μιλήσουν οι
προφήτες σε ομάδες των δύο ή των τριών 50. Οπότε υπήρχαν τουλάχιστον τρεις
προφήτες, ίσως και περισσότεροι, εξ ή επτά. Εδώ οι προφήτες της Κορίνθου δεν
ήσαν όλοι τους επίσκοποι.
Όμως τι σημαίνει η λέξις
προφήτες του αποστόλου Παύλου; Το τι σημαίνει φαίνεται από το γεγονός ότι σε
άλλο σημείο γράφει ο απόστολος Παύλος ότι δεν έχει αποκαλυφθή το Μυστήριο του
Θεού σε προηγούμενες γενεές, όπως αποκαλύφθηκε στην δική του, όπως αποκαλύφθηκε
δηλαδή «νυν τοις αποστόλοις και προφήταις» 51. Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός δεν
είχε αποκαλυφθή στην Παλαιά διαθήκη, όπως αποκαλύφθηκε τώρα στους Αποστόλους
και στους Προφήτες. Εδώ δηλαδή δεν μιλάει για τους
Προφήτες της Παλαιάς
Διαθήκης, αλλά για τους Προφήτες της Εκκλησίας.
Αυτό σημαίνει ότι :
α) Απόστολος είναι
εκείνος στον οποίο έχει αποκαλυφθή ο Χριστός εν δόξη. Γι’ αυτό στο 15ο κεφάλαιο
της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του απαριθμεί ο απόστολος Παύλος όλους
εκείνους, στους οποίους εμφανίσθηκε ο Χριστός μετά την Ανάστασί Του, αλλά και
μετά την Πεντηκοστή, διότι δεν κάνει διαφοροποίησι μεταξύ των εμφανίσεων του
Χριστού προ της Πεντηκοστής και μετά την Πεντηκοστή.
Οπότε το πρωταρχικό
γνώρισμα του οποιουδήποτε Αποστόλου δεν ήταν μόνο ότι ήταν μαθητής του Χριστού
προ της Σταυρώσεώς Του, αλλά και το γεγονός ότι ο Χριστός είχε αποκαλυφθή σ’
αυτόν εν δόξη μετά την Ανάστασί Του. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος γράφει: «Δεν
γνωρίζω τον Χριστόν κατά σάρκα αλλά κατά πνεύμα» 52. Διότι, για να γνώριζε τον
Χριστόν κατά σάρκα, σήμαινε ότι θα έπρεπε να είχε συναναστραφή μαζί Του προ της
Σταυρώσεώς Του, το οποίο δεν συνέβη με τον απόστολο Παύλο. Μετά την Σταύρωσι,
Ταφή και Ανάστασί Του δεν γνωρίζομε τον Χριστόν κατά σάρκα, αλλά κατά πνεύμα.
Δηλαδή βλέπομε τον Χριστόν νοερώς με τα μάτια της ψυχής, καθώς και εν δόξη κατά
την εμπειρία της θεώσεως.
β) Προφήτης είναι
εκείνος, στον οποίο επίσης έχει αποκαλυφθή ο Χριστός. Όποτε εμφανίζεται ο
Χριστός μετά την Ανάστασί Του, εμφανίζεται μέσα σε δόξα και αυτή ακριβώς η
εμπειρία, που αποκτά κανείς όταν βλέπη τον Χριστόν εν δόξη, τον καθιστά
αυτομάτως είτε Απόστολον είτε Προφήτην. Αυτό σημαίνει ότι ο προφήτης, για τον
οποίο ομιλεί ο απόστολος Παύλος, είναι εκείνος, ο οποίος έχει φθάσει στην
θέωσι. Και αυτό φαίνεται σαφώς από εκείνο που λέγει ο απόστολος Παύλος, πριν πη
το «…ους έθετο ο Χριστός εν τη εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον
προφήτας…», που είναι το: «…είτε δοξάζεται εν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη»53
.
Εξ άλλου έχει γίνει πλέον
αποδεκτό ότι αυτά, που γράφει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης για τους τότε
επισκόπους, δεν απέχουν από την πραγματικότητα. Δηλαδή ότι, όπως ο προφήτης του
αποστόλου Παύλου είναι εκείνος που έχει φθάσει σε θέωσι, έτσι και για τον άγιο
Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη επίσκοπος είναι εκείνος που έχει φθάσει στην θέωσι. Από
αυτούς μάλιστα τους προφήτας του αποστόλου Παύλου προήλθαν οι τότε επίσκοποι
της Εκκλησίας54 .
Ο άγιος Νικήτας Στηθάτος
μας πληροφορεί ότι υπάρχουν άνθρωποι, που έχουν χειροτονηθή κατ’ ευθείαν
επίσκοποι από τον ίδιο τον Θεό, αν και από τους ανθρώπους δεν αναγνωρίζωνται ως
επίσκοποι. Όμως είναι επίσκοποι. έχουν δηλαδή πνευματική εξουσία επισκόπου.
Φαίνεται ότι τότε στην
ενορία της Κορίνθου υπήρχε μία αναταραχή, διότι όσοι είχαν γένη γλωσσών που
είναι τα διάφορα είδη της νοεράς προσευχής ή μερικοί απ’ αυτούς νόμιζαν ότι
μπορούσαν να εξισωθούν με όλους τους άλλους. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος, για
να βάλη μία τάξι μέσα στην Εκκλησία, μας λέγει ότι πρώτοι μέσα στην Εκκλησία
είναι οι Απόστολοι, μετά έρχονται οι προφήτες, μετά οι διδάσκαλοι και τελειώνει
με τα γένη των γλωσσών .
Στα κεφάλαια 13, 14 και
15 της Α΄ προς Κορινθίους επιστολής του κάνει ο απόστολος Παύλος ολόκληρη
ερμηνεία της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας. Από αυτό φαίνεται σαφώς ότι στις ενορίες
του αποστόλου Παύλου όλα τα μέλη του Σώματος του Χριστού ήταν θεόκλητα55. Και
τούτο, επειδή όλοι είχαν δεχθή την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος μέσα στην
καρδιά τους. Ήσαν δηλαδή θεόκλητα μέλη του Σώματος του Χριστού, αφού είχαν
χειροτονηθή από το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Και, όπως οι Απόστολοι έφθασαν σε
δοξασμό, δηλαδή στην θέωσι, κατά τον ίδιο τρόπο οι προφήτες ήσαν εκείνοι, που
επίσης είχαν φθάσει στην θέωσι, ενώ από τους διδασκάλους και κάτω ήσαν όσοι
είχαν φθάσει μόνο σε φωτισμό.
Κεφάλαιον 26
Περί του Μυστηρίου
του Χρίσματος
Εάν συνδυάσωμε τώρα αυτές
τις πληροφορίες με όσα αναφέρονται στις ευχές της ακολουθίας του Αγίου Μύρου,
φαίνεται σαφώς ότι τι Μυστήριο του Χρίσματος εθεωρείτο ότι ήταν ένα Μυστήριο
για όσους είχαν ήδη δεχθή την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά
τους, δηλαδή για τους φωτισμένους.
Φαίνεται επίσης ότι στην
αρχαία Εκκλησία δεν ετελείτο το Μυστήριο του Χρίσματος μαζί με το Μυστήριο του
Βαπτίσματος. Το Μυστήριο του Βαπτίσματος ετελείτο εις άφεσιν αμαρτιών, ενώ το
Μυστήριο του Χρίσματος προωριζόταν για όσους είχαν ήδη γίνει μέλη του Σώματος
του Χριστού. Διότι υποτίθεται ότι σ’ αυτούς είχε ήδη έλθει και προσευχόταν μέσα
στην καρδιά τους το Άγιο Πνεύμα, ήσαν δηλαδή θεόκλητοι. Το Μυστήριο του
Χρίσματος ετελείτο σαν επισφράγισι αυτού του γεγονότος. Γι’ αυτό κατά την
τελετή αυτού του Μυστηρίου αναφωνούσε ο ιερεύς: «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου»,
όταν έχριε το Χριστιανό. Η σφραγίδα αυτή τότε ήταν η επιβεβαίωσις από την
Εκκλησία ότι ο Χριστιανός εκείνος, που μόλις είχε χρισθή, βρισκόταν σε
κατάστασι φωτισμού. Γι’ αυτό στην Λατινική Παράδοσι το Χρίσμα λέγεται
confirmatio, δηλαδή επιβεβαίωσις. Επιβεβαίωσις ότι ο Χριστιανός εκείνος, αφού
πέρασε από κάθαρσι, είχε φθάσει στην κατάστασι φωτισμού. Οπότε έρχεται η
Εκκλησία και τον σφραγίζει και θεωρείται πλέον μέλος του Σώματος του Χριστού.
Έτσι στην αρχαία Εκκλησία
μόνο μετά το Χρίσμα εθεωρείτο ο βαπτισμένος μέλος της Εκκλησίας. Με την Βάπτισι
ελάμβανε άφεσι αμαρτιών και με το Χρίσμα γινόταν μέλος της Εκκλησίας. Σήμερα το
Χρίσμα τελείται στα νήπια αμέσως μετά το Βάπτισμα.
Κεφάλαιον 27
Περί λαϊκών και
κληρικών, ως και περί Εκκλησίας
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια
όμως βλέπομε μία περίεργη εξέλιξι μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας, κατά την
οποία το βασίλειον ιεράτευμα56, της Εκκλησίας δεν παρέμεινε ποιοτικά εκείνο που
ήταν αρχικά57 .
Αρχικά, δηλαδή στην εποχή
των πρώτων Χριστιανών, έχομε τους λαϊκούς και τους κληρικούς. Ο Απόστολος
Παύλος τους λαϊκούς ονομάζει ιδιώτες και οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι εκείνοι
που ερμηνεύουν τους ιδιώτες του Αποστόλου Παύλου ως λαϊκούς. Λαϊκός είναι
εκείνος, ο οποίος έχει μεν βαπτισθή, αλλά δεν έχει ακόμη κληθή άνωθεν, ώστε να
γίνη βασίλειον ιεράτευμα, δηλαδή κληρικός. Ως κληρικός εθεωρείτο ο θεόκλητος,
εκείνος δηλαδή που είχε δεχθή μέσα στην καρδιά του την επίσκεψι του Αγίου
Πνεύματος και που το Πνεύμα είχε αρχίσει να προσεύχεται μέσα του. Εκείνος,
δηλαδή που είχε γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό μέλος του Σώματος
του Χριστού, δηλαδή της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό ο απόστολος
Παύλος λέγει «…ους έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία…» αφού προηγουμένως είχε πει:
«υμείς δε εστε σώμα Χριστού»58. Μας δίνει δηλαδή ο ίδιος τον ορισμό του τι
είναι Σώμα Χριστού.
Αργότερα, από τους
Πατέρες της Εκκλησίας ξέρομε ότι ήλθε εποχή, κατά την οποία εχειροτονούντο ως
κληρικοί άνθρωποι, που στην αρχαία Εκκλησία θα εθεωρούντο ως λαϊκοί. Και μετά
αυτοί οι άνθρωποι εχειροτονούντο και επίσκοποι. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος
κάνει ολόκληρη ανάπτυξι επάνω στο θέμα αυτό.
Αυτό σημαίνει ότι εισήλθε
η παράδοσις στην Εκκλησία να χειροτονούνται ως κληρικοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν
είχαν τα προσόντα να είναι κληρικοί της Εκκλησίας. Δεν είχαν δηλαδή τις
πνευματικές προϋποθέσεις της ιερωσύνης.
Εναντίον αυτής της
ανωμάλου καταστάσεως επανεστάτησε ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος με τόσο μεγάλη
επιτυχία, ώστε η Εκκλησία τον ωνόμασε Νέο Θεολόγο. Από την εποχή του μέχρι την
εποχή του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά έγινε μία μεγάλη διαμάχη μέσα στην
Εκκλησία, όσον αφορά στα προσόντα εκλογής των επισκόπων. Εξ αιτίας αυτής της
Ησυχαστικής έριδος, όπως ονομάσθηκε, κατά την οποία επεκράτησε τελικά η γραμμή
του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, καθιερώθηκε οι επίσκοποι της Εκκλησίας να
λαμβάνωνται από τους μοναχούς της Ησυχαστικής παραδόσεως, της καθάρσεως του
φωτισμού και της θεώσεως.
Κεφάλαιον 28
Περί Φραγκοκρατίας
και περί Ησυχασμού
Αυτή η γραμμή διατηρήθηκε
σ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας και βέβαια το ίδιο έγινε και κατά την
Φραγκοκρατία, που προηγήθηκε της Τουρκοκρατίας. Ένα μεγάλο μέρος της
Ρωμηοσύνης59, που μετά σκλαβώθηκε στην Τουρκιά, είχε σκλαβωθή πρωτύτερα στην
Φραγκιά.
Σημειωτέον ότι οι
Φράγκοι, που ήσαν για αρκετούς αιώνες στα διάφορα μέρη της Ελλάδος και της
Μέσης Ανατολής, έκαναν μεγάλον αγώνα για να καθυποτάξουν τους Ορθοδόξους
Χριστιανούς στους Φράγκους επισκόπους. Διότι δεν επέτρεπαν χειροτονίες
Ορθοδόξων επισκόπων. Και αυτό δεν πρέπει να μας φαίνεται παράξενο, αφού
Φραγκοκρατία έχομε και στην πρόσφατη Ελληνική ιστορία, όταν τα Δωδεκάνησα ήταν
υποδουλωμένα στην Ιταλία και οι Φράγκοι δεν επέτρεπαν στα Δωδεκάνησα χειροτονία
Ορθοδόξου επισκόπου. Διότι το πρόγραμμα των παπικών ήταν να καθυποτάξουν τους
Ορθοδόξους Χριστιανούς στους Φράγκους επισκόπους. Αυτό είναι Φραγκοκρατία.
Φραγκοκρατία δεν είναι μόνο η του Μεσαίωνος, προ της Τουρκοκρατίας δηλαδή.
Φραγκοκρατία έχομε και μετά την απελευθέρωσί μας από τους Τούρκους, στην
Ελλάδα.
Εκείνο που έχει σημασία
είναι ότι καθ’ όλην την περίοδο, που κατείχαν και κυβερνούσαν εδάφη της
Ρωμηοσύνης οι Φράγκοι, ξέρανε πάρα πολύ καλά την δύναμι της Ορθοδοξίας, που
ήταν και είναι η Ησυχαστική παράδοσις. Διότι η Ησυχαστική ευσέβεια ήταν εκείνη
που έδινε την δύναμι στους Ορθοδόξους να αντέχουν την σκλαβιά. Γιατί; Διότι
εκείνος που έχει νοερά προσευχή δεν φοβάται τίποτε, αφού μέσα στην καρδιά του
έχει την μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος, που τον πληροφορεί ότι κατέχει την
αληθινή πίστι περί Θεού, καθώς και τα ορθά φρονήματα περί Θεού και είναι ο
άνθρωπος αυτός σε θέσι να υπομείνη οποιαδήποτε βασανιστήρια για την Βασιλεία
των Ουρανών.
Αυτό το ήξεραν όχι μόνο
οι Φράγκοι, αλλά και οι Τούρκοι. Οπότε ήταν γνωστό επί αιώνες ότι η δύναμις της
Ορθοδοξίας είναι ο Ησυχασμός.
Οι Φράγκοι θεωρούσαν ότι ο Ησυχασμός δεν ήταν
Πατερική παράδοσις, αλλά διαστροφή της Πατερικής παραδόσεως! Και δεν εδέχθησαν
ποτέ ότι αυτή η Παράδοσις ήταν γνήσια Χριστιανική παράδοσις των πρώτων
Χριστιανών, παρά το γεγονός ότι αυτή η ίδια Παράδοσις υπήρχε και στην Δύσι για
πολλούς αιώνες.
Δυστυχώς όμως αυτή η
Παράδοσις χάθηκε μέσα στην παράδοσι των κατακτητών της Δυτικής Ρωμηοσύνης,
δηλαδή μέσα στην παράδοσι των Νορμανδών, Γότθων, Φράγκων, Βουργουνδών,
Λογγοβάρδων, ως και όλων των Γερμανών. Αυτό σημαίνει ότι ο Ησυχασμός δεν ήταν
φαινόμενο μόνο της Ανατολής, αλλά ήταν ένα φαινόμενο που υπήρχε σε όλη την
Χριστιανοσύνη στην αρχαιότητα.
Και, αν κανείς κάνη σωστή
ερμηνεία του αποστόλου Παύλου, βλέπει ότι ο απόστολος Παύλος επανειλημμένως
ομιλεί για την νοερά προσευχή, η οποία είναι η καρδιά του Ησυχασμού εξ επόψεως
μεθοδολογίας . Αυτό εννοεί ο Απόστολος, όταν λέγη «προσεύξομαι τω πνεύματι,
προσεύξομαι δε και τω νοΐ» και «ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ» 60. Αυτή
είναι η νοερά ευχή όπως την ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αν θέλετε να
βεβαιωθήτε, πηγαίνετε στην ερμηνεία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, για να
δήτε πως ερμηνεύει τα χωρία αυτά των επιστολών του αποστόλου Παύλου. Οπότε η
Ησυχαστική παράδοσις δεν είναι Βυζαντινή παράδοσις, αλλά αρχαία
Χριστιανική παράδοσις.
Αφού λοιπόν ανιχνεύσανε
οι Φράγκοι την δύναμι αυτή της Ορθοδοξίας, τι έκαναν για να την εξαφανίσουν;
Έθεσαν ως στόχο τους την διάλυσι του Ησυχασμού μετά την ίδρυσι της Νέας
Ελλάδας, δηλαδή μετά την Επανάστασι του 1821. Και το έργο αυτό ανέλαβε ο
Αδαμάντιος Κοραής.
Αυτός κήρυξε πόλεμο κατά
του Ησυχασμού τότε, που στόχος και των Ρώσσων και των Ευρωπαίων μετά την
Επανάστασι του ’21 ήταν η εκρίζωσις, η εκθεμελίωσις, του Ησυχασμού από την
Χριστιανική Παράδοσι. Έτσι φθάσαμε σήμερα στο σημείο να θεωρούμε αυτήν την
παράδοσι ότι είναι μία παρονυχίδα, μία λεπτομέρεια, ένα παρελθόν φαινόμενο της
Ορθοδόξου Παραδόσεως. Μάλιστα στα σχολικά βιβλία, που χρησιμοποιούνται στο
Γυμνάσιο61, μάθαμε ότι είναι μία αίρεσις αυτός ο Ησυχασμός, μία μηδαμινή, μία
τιποτένια παράδοσις.
Ανακεφαλαιώνοντας λέμε
ότι πρώτα έχομε την επανάστασι του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, μετά έχομε
την αναβάθμισι της Ιεραρχίας τουλάχιστον από αυτήν την παράδοσι, μετά φθάνομε
μέχρι την Ελληνική Επανάστασι του’ 21 με αυτήν την πάραδοσι και τέλος έρχεται η
εποχή μετά την Ελληνική Επανάστασι, η οποία σχεδόν θάβει την παράδοσι αυτή .
Στην συνέχεια όμως τι
συμβαίνει; Το θάψιμο της παραδόσεως αυτής σκορπίζεται και στους χώρους των
Ορθοδόξων Πατριαρχείων! Το έργο αυτό ανέλαβε να φέρει εις πέρας κυρίως ο τότε
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Μελέτιος Μεταξάκης, ο οποίος φαίνεται ότι ήταν μεγάλος
Μασόνος. Και λέγω φαίνεται, διότι οι ίδιοι οι Μασόνοι ισχυρίζονται ότι ήταν
Μασόνος ο Μελέτιος Μεταξάκης. Αυτός λοιπόν ο Μεταξάκης έγινε πρώτα Αρχιεπίσκοπος
Αθηνών, μετά έγινε Πατριάρχης Αλεξανδρείας και τέλος έγινε Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως. Οπότε με αυτήν την «περιοδεία» που κάνει ο Μεταξάκης, από
την Αθήνα στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και μετά στο Πατριαρχείο
Κωνσταντινουπόλεως -έκανε και Μητροπολίτης Κυτίου, στην Κύπρο -, θάβει στην
σειρά σε όλα τα μέρη από τα οποία πέρασε τον Ησυχασμό.
Μόνο στην Αντιόχεια δεν
μπορούσε να πάη, διότι η Αντιόχεια είχε επαναστατήσει εναντίον της Ορθοδόξου
Ρωμηοσύνης από τον προηγούμενο αιώνα και δεν δεχόταν πλέον η Αντιόχεια
Ελληνορθοδόξους επισκόπους. Αλλιώς θα είχε πάει και στην Αντιόχεια ο Μεταξάκης.
Ούτε στα Ιεροσόλυμα πήγε. Υποψιάζομαι δε ότι δεν είναι αμέτοχοι οι Παπικοί και
οι Προτεστάντες στην όλη αυτή εξέλιξι, διότι αυτοί πάντα έβαζαν και βάζουν ως
στόχο τους το θάψιμο του Ησυχασμού.
Τώρα στην συνέχεια έχομε
τα εξής: Ο μεγάλος ειδικός των Παπικών επάνω στα Ορθόδοξα θέματα είναι κάποιος
Jugie. Αυτός έγραψε ένα βιβλίο περί της δογματικής διδασκαλίας της Ανατολικής
Εκκλησίας, στα Λατινικά, στο οποίο αναγγέλλει το θάνατο του Ησυχασμού. Λέγει:
«μπορούμε να πούμε πλέον ότι ο Ησυχασμός έσβησε». Το ίδιο είπε και ένας
σύγχρονος Έλληνας ιστορικός, που έγραψε Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ο οποίος
ανήγγειλε θριαμβευτικά τον θάνατο του Ησυχασμού, καθώς και ότι τα ονόματα
Ρωμαίος, Ρωμηός και Ρωμηοσύνη έχουν σβήσει πλέον στην Ελλάδα και ότι δεν
υπάρχει πλέον πρόβλημα εθνικής ταυτότητος των Νεοελλήνων! Και επειδή δεν είναι
άσχετα μεταξύ τους αυτά τα δύο, ο Ησυχασμός και η Ρωμηοσύνη, το σχέδιο ήταν να
σβήση και το ένα και το άλλο.
Τελευταία ένας Παπικός
θεολόγος ονόματι Stiernon έγραψε ένα μεγάλο άρθρο στα Γαλλικά για τον
Παλαμισμό. Σ’ αυτό παραθέτει όλη την βιβλιογραφία και όλη την κίνησι, που έχει
γίνει κατά το παρελθόν για τον Ησυχασμό. Αρχίζει το έργο του ως εξής: «Ο Jugie,
όταν έγραφε το βιβλίο του της δογματικής διδασκαλίας, ανήγγειλε στο βιβλίο
εκείνο τον θάνατο του Ησυχασμού, δηλαδή την ανυπαρξία του Ησυχασμού». Αυτό το
άρθρο του Stiernon γράφτηκε γύρω στα 1973. Σ’ αυτό κάνει ανασκόπησι όλης της
βιβλιογραφίας γύρω από τα Παλαμικά έργα. Τότε βέβαια υπήρχαν λίγα έργα περί του
Ησυχασμού, ως και μεταφράσεις των έργων των Πατέρων από καλογήρους του
περασμένου και προπερασμένου αιώνος. Οι καλόγεροι στα μοναστήρια είχαν κάνει
μεταφράσεις ωραίες σε απλή γλώσσα αρκετών έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Βέβαια ο Jugie δεν ενδιαφερόταν να ερευνήση για τα έργα αυτά των μοναχών, αλλά
ενδιαφερόταν μόνο για ό,τι υπήρχε σχετικά με τον Ησυχασμό στις βιβλιοθήκες των
Θεολογικών Σχολών, στις οποίες είχε λησμονηθή τότε ο Παλαμισμός και ο
Ησυχασμός. Και συνεχίζει ο Stiernon: «Όμως, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια ξεφύτρωσαν
ντουζίνες εργασίες για τον Παλαμά και έτσι ανεβίωσε η διδασκαλία περί Ησυχασμού
μέσα στις επίσημες Θεολογικές Σχολές της Ορθοδοξίας».
Σήμερα συμβαίνει το
ενδιαφέρον για τον Ησυχασμό να βρίσκεται σε άνοδο. Έχουν μεταφρασθή πολλά
σχετικά έργα σε ξένες γλώσσες και υπάρχουν πολλοί ετερόδοξοι που γίνονται
Ορθόδοξοι εξ αιτίας του Ησυχασμού. Συμβαίνει όμως να ευρισκώμεθα σε μία καμπή
στο θέμα αυτό και γίνεται μία διαμάχη, μία παρασκηνιακή διαμάχη, που ο
φοιτητικός κόσμος δεν αντιλαμβάνεται και η οποία φθάνει μέχρι την
κατασυκοφάντησι όχι μόνο θεολογικών θεμάτων, αλλά και μη θεολογικών θεμάτων, με
σκοπό την εξασθένησι της ανόδου αυτής του Ησυχασμού.
Συγκεκριμένα κύκλος των
Αθηνών προσπαθεί με συνθήματα να χλευάσει τον Ησυχασμό. Διότι αυτοί, που είναι
πίσω από αυτά τα συνθήματα, δεν είναι ικανοί επιστημονικώς να κάνουν σοβαρή
θεολογική συζήτησι επάνω στην ιστορία των δογμάτων και στην δογματική
διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά είναι φορείς του πνεύματος
επιστημονικών ερευνών, που γίνονται σε Προτεσταντικούς κύκλους, οι οποίοι έχουν
τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις για την έρευνα της Παλαιάς και Καινής
διαθήκης από τους Ορθοδόξους. Εκσφενδονίζουν λοιπόν συνθήματα και γίνεται
κατασυκοφάντησις των ηγετών του Ησυχασμού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Αυτοί επίσης προσπαθούν
να βραχυκυκλώσουν και την ίδια την Εκκλησία εδώ στην Ελλάδα, η οποία έχει ήδη
θέσι υπέρ του Ησυχασμού. Μάλιστα ένας εκ των επισκόπων της, ο Κορίνθου Παντελεήμων
Καρανικόλας έχει κάνει πολλή εργασία επάνω στα Πατερικά κείμενα. Αυτός έχει
συντάξει «Κλείδες» των Ιερών Κανόνων και έχει μεταφράσει το βιβλίο «Οι
περιπέτειες ενός Προσκυνητού». Οπότε η ίδια η Ιεραρχία της Ελλαδικής Εκκλησίας
έχει ταχθή στο πλευρό των ηγετών θεολόγων για την αναβίωσι αυτής της
Ησυχαστικής παραδόσεως.
Παρά ταύτα γίνεται μία
αντίθετη προσπάθεια από εκείνους τους άλλους, τους φιλοσοφούντας και
εσχατολογούντας. Ενώ οι πραγματικοί εσχατολογούντες είναι οι ησυχάζοντες (όχι
εφησυχάζοντες). Διότι η πραγματική Ορθόδοξη Εσχατολογία είναι ο Ησυχασμός.
Αυτοί λοιπόν φέροντες ως πρόσχημα δήθεν κοινωνικοπολιτικά θέματα κρύβουν την
βρωμηοσύνη τους για να θάψουν την Ρωμηοσύνη μας. Γι’ αυτό να μην είστε αφελείς.
Ο Χριστός είπε να είμεθα φρόνιμοι ως οι όφεις.
Κεφάλαιον 29
Περί «συντηρητικών»
και «φιλελευθέρων»
Έχουν τώρα εκσφενδονίσει
εναντίον των υποστηρικτών της παραδόσεως αυτής του Ησυχασμού την ονομασία
«συντηρητικοί».
Στη Δύσι όμως τι σημαίνει
συντηρητικός; Στην Δύσι συντηρητικός είναι όποιος ταυτίζει την Αγία Γραφή με
την αποκάλυψι του Θεού στον κόσμο, στον άνθρωπο. Διότι παλαιότερα οι
Προτεστάντες και οι Παπικοί πιστεύανε στην κατά γράμμα θεοπνευστία της Αγίας
Γραφής, ότι δηλαδή ο Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος υπαγόρευσε στους Προφήτες
και Ευαγγελιστές κατά γράμμα την Αγία Γραφή· ότι οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής
καθόντουσαν σαν γραφείς και έγραφαν ό,τι άκουγαν από το Άγιο Πνεύμα.
Tώρα όμως με την Βιβλική
κριτική αυτή η γραμμή τινάχθηκε στον αέρα. Οπότε ο Προτεσταντικός κόσμος έχει
διαιρεθή σε συντηρητικούς Προτεστάντες και σε φιλελεύθερους Προτεστάντες. Οι
Λουθηρανοί είναι διηρημένοι σε συντηρητικούς και σε φιλελευθέρους. Στην Αμερική
υπάρχουν ξεχωριστές εκκλησίες Λουθηρανών. Οι μεν είναι φιλελεύθεροι και μία, η
του Missouri Synod, είναι συντηρητική. Οι μεν δεν δέχονται την Αγία Γραφή ως
αποκάλυψι απόλυτα, ενώ οι άλλοι την δέχονται ως αποκάλυψι απόλυτα.
Το ίδιο συμβαίνει και με
τους Βαπτιστές. Οι μεν φιλελεύθεροι Βαπτιστές δεν δέχονται την Αγία Γραφή κατά
γράμμα ως θεόπνευστη και ως αποκάλυψι, οι δε άλλοι την δέχονται ως αποκάλυψι
και ως θεόπνευστη κατά γράμμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τους Μεθοδιστές. Το
ίδιο συμβαίνει σε όλες τις Προτεσταντικές Ομολογίες της Αμερικής. Έχουν δηλαδή
διαιρεθή σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς από αυτήν την άποψι.
Τώρα διερωτάται κανείς,
αυτός ο διαχωρισμός μπορεί να εφαρμοσθή στην Ορθόδοξη παράδοσι; Υπάρχουν δηλαδή
Πατέρες συντηρητικοί και Πατέρες φιλελεύθεροι από αυτής της απόψεως; Υπάρχει
δηλαδή κανένας Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος να διδάσκη την κατά γράμμα
θεοπνευστία της Αγίας Γραφής; Υπάρχει κανένας Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος
να ταυτίζη την Αγία Γραφή με αυτήν την ίδια την εμπειρία της θεώσεως; Όχι, δεν
υπάρχει κανείς. Αφού η εμπειρία της θεώσεως είναι η αποκάλυψις του Θεού στον
άνθρωπο. Μάλιστα εξ επόψεως Δογματικής Θεολογίας το να ταυτίζη κανείς την Αγία
Γραφή με την Αποκάλυψι, που είναι η εμπειρία της θεώσεως, η οποία υπερβαίνει τα
ρητά και τα νοήματα, είναι καθαρή αίρεσις.
Λοιπόν μπορεί ένας, ο
οποίος δέχεται αυτήν την Πατερική γραμμή, να χαρακτηρισθή σύμφωνα με την
παραπάνω Προτεσταντική θεώρησι ως συντηρητικός; Οι φιλελεύθεροι Προτεστάντες,
όταν ακούν γι’ αυτήν την γραμμή των Πατέρων, λένε: Ά, αυτό είναι
φιλελευθερισμός! Οι συντηρητικοί Προτεστάντες, λένε: Ά, αυτό είναι αίρεσις!
Δηλαδή για τους συντηρητικούς Προτεστάντες εμείς οι Ορθόδοξοι είμαστε
αιρετικοί, όσοι δηλαδή ακολουθούμε τους Πατέρες.
Τότε θα ρωτήση κάποιος;
Ποιοι είναι τότε οι Ορθόδοξοι φιλελεύθεροι και οι Ορθόδοξοι συντηρητικοί; Η
απάντησις είναι ότι αυτοί είναι όσοι θεολογούν αντίστοιχα κατά τρόπο
Προτεσταντικό. Γι’ αυτόν τον λόγο έχουν χωρισθή ωρισμένοι θεολόγοι στην Ελλάδα
σε φιλελεύθερους και συντηρητικούς. Οι φιλελεύθεροι είναι εκείνοι, οι οποίοι
ακολουθούν τους φιλελεύθερους Προτεστάντες και οι συντηρητικοί είναι εκείνοι,
οι οποίοι ακολουθούν τους συντηρητικούς Προτεστάντες σ’ αυτά τα θέματα.
Όμως η Πατερική παράδοσις
μπορεί να ενταχθή μέσα σ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς και μέσα σ’ αυτά τα
συνθήματα; Όχι, βέβαια. Ένας Ησυχαστής θεολόγος της Ανατολικής Εκκλησίας θα
θεωρηθή στην Δύσι ότι είναι φιλελεύθερος. Γιατί; Διότι δεν ταυτίζει το γραπτό
κείμενο, ούτε τα ρήματα και νοήματα της Αγίας Γραφής με την Αποκάλυψι.
Λοιπόν, εφ’ όσον η
Αποκάλυψις είναι η εμπειρία της θεώσεως, που υπερβαίνει την νόησι καθώς και τα
ρητά και τα νοητά, αυτό σημαίνει ότι η ταμπέλλα αυτή συντηρητικός ή
φιλελεύθερος δεν μπορεί να φορεθή στους φορείς της Ορθοδόξου παραδόσεως. Γι’
αυτό οι Πατέρες δεν είναι ούτε φιλελεύθεροι ούτε συντηρητικοί. Απλώς υπάρχουν
Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι έχουν φθάσει μόνο στον φωτισμό και είναι οι
άγιοι της Εκκλησίας ή έχουν φθάσει και στην θέωσι και είναι επίσης άγιοι της
Εκκλησίας ενδοξότεροι από τους προηγούμενους.
Αυτό είναι Πατερική
παράδοσις, το να φθάση κανείς είτε στον φωτισμό είτε στην θέωσι, αφού περάση
πρώτα από τον φωτισμό. Τίποτε άλλο δεν είναι η Ορθόδοξη παράδοσις παρά αυτή η
θεραπευτική αγωγή, κατά την οποία επιτελείται η κάθαρσις του νοός, η φώτισις
του νοός και εν συνεχεία, αν θέλη ο Θεός, και η θέωσις του νοός και του όλου
ανθρώπου. Άρα μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια υπάρχει κανένας φιλελεύθερος φωτισμένος ή
συντηρητικός φωτισμένος; Όχι, βέβαια. Διότι ή είσαι φωτισμένος ή δεν είσαι
φωτισμένος. Ή έχεις φθάσει στην θέωσι ή δεν έχεις φθάσει στην θέωσι. Ή έχεις
υποστή θεραπεία ή δεν έχεις υποστή θεραπεία. Δεν υπάρχει άλλη διαφοροποίησις
πέραν τούτων.
Κεφάλαιον 30
Περί θεοπνευστίας
Ας πάμε τώρα στο θέμα της
θεοπνευστίας. Μεταξύ των Προτεσταντών και των Παπικών έχει δημιουργηθή η
εντύπωσις, η οποία έχει επηρεάσει πάρα πολύ την μοντέρνα Ορθόδοξη σκέψι ότι την
Αγία Γραφή ο Θεός την έδωσε στην Εκκλησία. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι και οι Προτεστάντες
και οι Παπικοί και οι Ορθόδοξοι. Επί πλέον οι Ορθόδοξοι και οι Παπικοί
συμφωνούν στο ότι ο Θεός έδωσε και την Ιερά Παράδοσι στην Εκκλησία. Οι
Προτεστάντες στο θέμα της Παραδόσεως δείχνουν ότι αναθεωρούν μερικές από τις
σκέψεις τους.
Συμβαίνει όμως σήμερα, η
Ορθόδοξη Εκκλησία να αντιμετωπίζη ένα παράδοξο φαινόμενο: Και στην Παλαιά
Διαθήκη και στην Καινή Διαθήκη, αλλά και στην Παράδοσι συναντά κανείς απόψεις,
τις οποίες εδώ και τουλάχιστον 150 χρόνια η επιστήμη απέδειξε λανθασμένες με
την πρόοδο στην έρευνα που είχαν κατ’ εξοχήν οι θετικές επιστήμες. Αυτό βέβαια
δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα σε έναν ο οποίος δεν καταλαβαίνει σωστά τι εννοούν
οι Πατέρες όταν μιλάνε για θεοπνευστία. Αυτό το πρόβλημα αφορά κυρίως στην
μελέτη της Αγίας Γραφής.
Στην Φραγκική Παράδοσι
που ακολούθησε τον Αυγουστίνο, η Αποκάλυψις ταυτίσθηκε με την αποκάλυψι
νοημάτων εκ μέρους του Θεού στον άνθρωπο. Μάλιστα, όχι μόνο νοημάτων, αλλά και
ρητών, δηλαδή όρων και λέξεων, που συνοδεύουν τα νοήματα αυτά. Αν όμως δεχθή
κανείς αυτήν την άποψι τότε έχομε την λεγόμενη κατά γράμμα θεοπνευστία της
Αγίας Γραφής, κατά την οποία ο Θεός εμφανίζεται να υπαγορεύη τρόπον τινά τα
ρητά και τα νοήματα στους συγγραφείς της Αγίας Γραφής. Άπαξ όμως και υιοθετηθή
αυτή η γραμμή, τότε συνάγεται ότι ουσιαστικά συγγραφεύς της Αγίας Γραφής είναι
ο ίδιος ο Θεός και όχι οι Προφήται ή οι Ευαγγελισταί.
Επειδή λοιπόν η Δυτική
Θεολογία ακολούθησε αυτήν την γραμμή, προκλήθηκε μεγάλο πρόβλημα με την
εμφάνιση της μοντέρνας επιστήμης, η οποία ανέτρεψε ωρισμένες θέσεις της Αγίας
Γραφής, όπως π.χ. την ηλικία του κόσμου, οπότε είναι σαν να αποδεικνύεται
ψεύστης ο Θεός σε εκείνα που ο ίδιος υπαγόρευσε, παλαιότερα.
Η κοινή άποψις που έχει
επικρατήσει περί θεοπνευστίας είναι ότι το έργο της θεοπνευστίας περιορίζεται
μόνο σε ό,τι έχει κατατεθή μέσα στην Αγία Γραφή. Όταν λέμε θεοπνευστία, έρχεται
αμέσως στο νου μας η Αγία Γραφή, δηλαδή οι Προφήτες και οι Απόστολοι. Αν τώρα
κανείς είναι και συντηρητικός, θα έλθη στο μυαλό του και καμμία Οικουμενική
Σύνοδος, εκτός από την Αγία Γραφή. Διότι για έναν τέτοιον άνθρωπο και οι
αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων είναι θεόπνευστες. Και, αν είναι περισσότερο
συντηρητικός, φέρνει στον νου του και τους Πατέρες της Εκκλησίας. Αν είναι
ακόμη πιο συντηρητικός, φέρνει στο νου του και τους Κανόνες της Εκκλησίας, την
Λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, και τα ράσα και τα καλυμμαύχια… Αυτός ο
τελευταίος είναι πλήρως συντηρητικός. Αν δηλαδή το 50 είναι η βάσις και το 100
το μέγιστο, αυτός πιάνει το 100. Έχει δηλαδή 100 κιλά συντηρητικότητος!
Εκείνο όμως που έχει
σημασία είναι τούτο: Η θεοπνευστία έχει επικρατήσει να θεωρήται ότι καλύπτει
ένα μεγάλο μέρος του χώρου της εκκλησιαστικής ζωής, αν όχι ολόκληρο τον χώρο
αυτόν. Στην δε σύγχρονη Ορθόδοξη Θεολογία υπάρχει μεγάλη σύγχυσις επάνω στο
θέμα αυτό. Στο τι είναι, τι σημαίνει δηλαδή θεοπνευστία και που είναι η
θεοπνευστία.
Εκεί που συμφωνούν όλοι
οι Χριστιανοί, Ορθόδοξοι και αιρετικοί, είναι ότι η Αγία Γραφή είναι
θεόπνευστη. Ακόμη βέβαια δεν εξετάζομε το τι είναι η θεοπνευστία, κατά πόσον
δηλαδή η Αγία Γραφή είναι όντως θεόπνευστη. Προς το παρόν ας κρατήσωμε τούτο:
Ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη.
Βάσει λοιπόν αυτού ισχύει
εκείνο που αναφέρεται μέσα στην Αγία Γραφή, ότι δηλαδή ο Χριστός υπεσχέθη στους
Αποστόλους ότι θα έστελνε το Πνεύμα το Άγιο, το Οποίο θα τους ωδηγούσε «εις
πάσαν την αλήθειαν» 62. Οπότε ο Χριστός είναι Εκείνος που αποστέλλει το Πνεύμα
το Άγιο και Εκείνο είναι που οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν.
Τώρα όμως τίθεται το
ερώτημα: Σε ποιους ακριβώς δίνει ο Χριστός το Πνεύμα το Άγιο και ποιους ακριβώς
οδηγεί στην πλήρη αλήθεια;
Οι Παπικοί απαντούν και
λένε ότι το Πνεύμα το Άγιον εδόθη κατ’ αρχήν εις τους Αποστόλους και μέσω των
Αποστόλων το λαμβάνουν και όλοι οι επίσκοποι, όταν χειροτονούνται και ότι εις
Αυτό μετέχουν και οι παπάδες κατά κάποιον τρόπον. Αυτή η πεποίθησις εις τους
Παπικούς φαίνεται καθαρά στον τρόπο χειροτονίας των επισκόπων τους, κατά την
οποία λένε οι χειροτονούντες επίσκοποι στον χειροτονούμενο: Λάβε Πνεύμα Άγιον!
Αυτό δίνει την εντύπωσι ότι ο χειροτονούμενος είχε ζήσει την όλη μέχρι τότε ζωή
του χωρίς Πνεύμα Άγιο, το οποίο παίρνει εκείνην την στιγμή της χειροτονίας του.
Το ερμηνευτικό έργο της
Αγίας Γραφής είναι αναμφισβήτητα έργο του Αγίου Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα είναι
Εκείνο που καθοδηγεί τους ερμηνευτές στην ορθή ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Πως
όμως γίνεται αυτό το πράγμα;
Συνήθως στην Ιατρική
επιστήμη, όταν λένε ότι το τάδε φάρμακο θεραπεύει την τάδε αρρώστεια,
γνωρίζουν, από προηγηθείσες έρευνες και πως λειτουργεί θεραπευτικά το φάρμακο
αυτό μέσα στον οργανισμό. Σε κάθε επιστήμη, όταν λέμε ότι κάτι συμβαίνει, αυτό
το κάτι συνήθως μπορεί να εξακριβωθή.
Εδώ όμως έχομε το
ερώτημα: Πως το Πνεύμα το Άγιο καθοδηγεί, ποιους καθοδηγεί και σε τι συνίσταται
αυτή η καθοδήγησις; Εκείνο που λένε μερικοί ότι, όταν μία Οικουμενική Σύνοδος
αποφασίση κάτι, αυτό είναι αλάθητο, επειδή η Οικουμενική Σύνοδος είναι
θεόπνευστη κλπ., είναι σαν να μας υποχρεώνουν να δεχθούμε ως αλάθητη διδασκαλία
ό,τι αποφασίζει και διακηρύσσει μία Οικουμενική Σύνοδος. Αυτό είναι και το
πνεύμα περί του αλαθήτου του Πάπα.
Βέβαια είναι σωστό ότι
μία Οικουμενική Σύνοδος είναι αλάθητη, ότι διδάσκει αλαθήτως, ότι είναι ωφέλιμη
για την πίστι μας κλπ. Ναι, αλλά πως γίνεται και είναι αλάθητη; Γιατί είναι
αλάθητη; Γιατί οι αποφάσεις της είναι αλάθητες;
Η μοντέρνα Ορθόδοξη
θεολογία μιλάει πάρα πολύ για θεοπνευστία. Από όσα έχω διαβάσει, βλέπω να
μιλάνε περί θεοπνευστίας, αλλά δεν έχω βρη περιγραφή της θεοπνευστίας εκείνης
για την οποία μιλάνε. Είπαμε ότι και οι Ορθόδοξοι και οι Παπικοί και οι
Προτεστάντες συμφωνούν στο ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος. Τι σημαίνει όμως
θεοπνευστία; Και, εάν σώζεται κάπου, που σώζεται; Θα πη όμως κάποιος: Καλά,
θεόπνευστοι ήταν μόνο οι Προφήτες και οι Απόστολοι; Μετά τους Αποστόλους δεν
έχομε θεοπνεύστους ανθρώπους; Δεν έχομε θεόπνευστα συγγράμματα εκτός της Αγίας
Γραφής; Και, εάν ναι, ποιοι είναι αυτοί οι θεόπνευστοι άνθρωποι; Και αν
υπάρχουν, πως ξέρομε ότι είναι θεόπνευστοι; Οι Προφήτες ξέρομε ότι ήσαν
θεόπνευστοι. Ομοίως και οι Απόστολοι ήσαν θεόπνευστοι. Εκτός όμως από αυτούς,
ποιοι άλλοι ήσαν ή είναι θεόπνευστοι; Επίσης ποια είναι τα διάφορα στάδια αυτής
της θεοπνευστίας, και πως διακρίνονται; Πως ο άνθρωπος εμπνέεται από τον Θεόν
και πως ξέρομε ότι ένας είναι εμπνευσμένος από τον Θεόν και όχι από τον Διάβολο
ή από φαντασιοπληξίες;
Ο Χριστός, όταν είπε ότι
θα μας δώση το Πνεύμα το Άγιο, το οποίο θα μας οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν,
δεν μίλησε για Οικουμενικές Συνόδους. Δεν είπε δηλαδή ότι αυτό θα γίνεται στις
Οικουμενικές Συνόδους της Εκκλησίας. Αυτό δηλαδή το καινόν περί του αλαθήτου
των Οικουμενικών Συνόδων δεν περιλαμβάνεται μέσα στην Αγία Γραφή. Ο Χριστός
είπε απλά ότι το Πνεύμα το Άγιον θα είναι Εκείνο που θα μας οδηγήση στην πλήρη
αλήθεια. Προηγουμένως όμως, πριν δηλαδή από αυτό, είπε ότι εάν έχετε αγάπη
μεταξύ σας, εγώ και ο Πατέρας μου θα έλθωμε και θα κατοικήσωμε μέσα σας, καθώς
επίσης είπε ότι τώρα, με βλέπετε, αλλά αργότερα δεν θα με βλέπετε. Αλλά, εάν
έχετε αγάπη, πάλι θα με βλέπετε. Και, το Πνεύμα θα έλθη να κατοικήση μέσα σας
και θα σας οδηγήση εις πάσαν την αλήθειαν.
Όλα αυτά που λέγει ο
Χριστός και αναφέρονται στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη και που τα διαβάζουν οι
παπάδες την Μεγάλη Πέμπτη, είναι βασικά κεφάλαια. Αλλά γιατί είναι βασικά
κεφάλαια; Αυτή η προσευχή του Ιησού, η Αρχιερατική, γιατί έχει τόσο μεγάλη
σημασία; Γιατί προσεύχεται ο Χριστός για την ενότητα των Αποστόλων; Για ποια
ένωσι προσεύχεται; Μήπως, των Εκκλησιών; Ποια ένωσις είναι αυτή; Αυτό, το
«οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν», όταν το λέγη ο Χριστός, το εννοεί
ασφαλώς μέσα σε ωρισμένα πλαίσια. Ποια είναι αυτά;
Τα κεφάλαια αυτά, 14 έως
17, του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου κάνουν ολόκληρη ανάπτυξη περί της πνευματικής
καταστάσεως των Αποστόλων σε σχέσι με την αγάπη και αναφέρουν ποια θα είναι τα
αποτελέσματα της αγάπης. Η πλήρης μορφή όμως της αγάπης αποκαλύπτεται στην
εμπειρία της θεώσεως. Η θέωσις είναι η πλήρης μορφή της αγάπης. Δι’ αυτής της
αγάπης, που πηγάζει από την εμπειρία της θεώσεως, γίνεται η πλήρης θεραπεία του
ανθρώπου.
Η αγάπη αυτή αρχίζη να
ενεργήται, όταν έλθη το Πνεύμα το Άγιο μέσα στον άνθρωπο, οπότε γίνεται ο
άνθρωπος κατοικητήριο και ναός του Αγίου Πνεύματος. Και, όταν έλθη το Πνεύμα το
Άγιο και κατοικήση μέσα στον άνθρωπο, φέρνει μαζί Του και τον Πατέρα και τον
Υιόν. Τότε στον άνθρωπο κατοικεί ολόκληρη η Αγία Τριάδα. Αλλά πως γνωρίζει ο
άνθρωπος ότι έγινε ναός του Αγίου Πνεύματος; Πως γίνεται αυτή η διαπίστωσις; Ο
αληθινός πνευματικός πατέρας γνωρίζει πότε ένα πνευματικό του παιδί έχει λάβει
το Άγιο Πνεύμα και έχει γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος. Έχομε συγκεκριμένα
Πατερικά κριτήρια στο θέμα αυτό. Ποια είναι αυτά;
Όταν ο Χριστός μιλάη για
την έκχυσι του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία και στους πιστούς, δεν μιλάη
αφηρημένα, δεν εννοεί ότι θα το στείλη σε όλην την Εκκλησία γενικά. Ούτε ότι,
επειδή οι δεσποτάδες και οι παπάδες έχουν μία αλληλοδιαδοχή με τις χειροτονίες,
θα το λάβη γενικά όλη η Εκκλησία. Ούτε εννοεί ότι εξ αιτίας της χειροτονίας των
επισκόπων υπάρχει οπωσδήποτε η εγγύησις ότι το Πνεύμα το Άγιο θα κατοική μόνιμα
μέσα στην Ιεραρχία. Διότι, δεν είναι η ύπαρξις του επισκόπου η εγγύησις ότι μία
Σύνοδος εμφορείται από το Άγιο Πνεύμα. Απόδειξις είναι ότι υπήρξαν μέσα στην
Εκκλησία πολλοί επίσκοποι, που κατεδικάσθησαν ως αιρετικοί. Αν είχαν εκείνοι οι
επίσκοποι Πνεύμα Άγιο, δεν θα έπεφταν σε αίρεσι. Άρα, δεν είναι η εις επίσκοπον
χειροτονία κάποιου απόδειξις ούτε εγγύησις ότι στον επίσκοπο αυτόν κατοικεί
οπωσδήποτε το Άγιο Πνεύμα. Άρα, δεν είναι η Χάρις της Αρχιερωσύνης εκείνη που
οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν».
Ο Χριστός μιλάει εδώ για
κάτι άλλο. Οι Πατέρες λένε καθαρά ότι εδώ ο Χριστός μιλάει για δύο καταστάσεις.
Από το ένα μέρος μιλάει για την φώτισι και από το άλλο μέρος μιλάει για την
θέωσι. Όταν λέγη ο Χριστός ίνα πάντες εν ώσι, για ποιους μιλάει; Για τους
Αποστόλους βέβαια. Δηλαδή παρακαλεί τον Πατέρα να γίνουν οι Απόστολοι «εν,
καθώς ημείς εν εσμεν» 63. Δεν λέγει εις, αλλά εν. Πως όμως ο Πατήρ, ο Υιός και
το Άγιο Πνεύμα είναι εν; Απάντησις: Είναι ενωμένοι εις εν, κατά την δόξαν
(ενέργειαν) και κατά την ουσίαν. Κατά τα Πρόσωπα, τις υποστάσεις, δεν είναι
ενωμένοι. Διότι τα Πρόσωπα στην Αγία Τριάδα, λένε οι Πατέρες, είναι ακοινώνητα
μεταξύ τους. Τα κοινά στην Αγία Τριάδα είναι η ουσία και η φυσική ενέργεια της
ουσίας, δηλαδή η δόξα. Και κατά τι είναι εν ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον
Πνεύμα, με το οποίο εν και εμείς θα γίνωμε εν, δηλαδή και μεταξύ μας και με την
Αγία Τριάδα; Ποιο θα είναι αυτό το κοινό γνώρισμα; Απάντησις: Είναι το εν κατά
την δόξαν.
Δηλαδή, όπως ο Πατήρ, ο
Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι ένα κατά την δόξαν, διότι έχουν κοινήν την
δόξαν, έτσι και εμείς θα γίνωμε ένα, όταν όλοι μας μετάσχωμε στην δόξα του
Θεού, όταν δηλαδή όλοι μας ή όσοι από εμάς γίνουν άξιοι, γίνουν μέτοχοι της
Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, του ακτίστου Φωτός. Διότι, όταν ένας άνθρωπος
δοξάζεται, τότε γίνεται κοινωνός της ακτίστου δόξης της Αγίας Τριάδος, οπότε
ενώνεται και με την Αγία Τριάδα, αλλά και με όσους συνανθρώπους του είναι
εκείνην την στιγμή ενωμένοι και εκείνοι με την δόξαν του Θεού.
Οπότε εκείνο, για το
οποίο προσεύχεται ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο είναι, πρώτα-πρώτα για την
κάθαρσί τους, μετά για την φώτισί τους και τέλος για την θέωσί τους. Επομένως
το «οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν» αναφέρεται όχι γενικά σε όλους τους
ανθρώπους, αλλά ειδικά σε όσους θα λάβουν μέρος στην εμπειρία της θεώσεως.
Δηλαδή, όταν ο άνθρωπος φθάση στην θέωσι, τότε μόνον οδηγείται εις πάσαν την
αλήθειαν. Επομένως η πάσαν αλήθειαν (όχι περί του κτιστού κόσμου, αλλά περί του
Θεού) γίνεται γνωστή μόνο στην εμπειρία της θεώσεως.
Επειδή όλοι οι Πατέρες
είχαν αυτήν την εμπειρία ή παρόμοια, διότι είτε ήσαν σε κατάστασι φωτισμού είτε
ήσαν σε κατάστασι θεώσεως, γι’ αυτό και όλοι τους έχουν την ίδια ακριβώς
αντίληψι για την Αγία Γραφή και κάνουν όλοι τους την ίδια ερμηνεία στην Αγία
Γραφή στα βασικά της σημεία και την ίδια ερμηνεία στα κείμενα των άλλων Πατέρων
της Εκκλησίας.
Από τα παραπάνω τι
συνάγεται; Όσοι βρίσκονται σε κατάστασι φωτισμού ή θεώσεως, αυτοί είναι
θεόπνευστοι ή δεν είναι θεόπνευστοι; Απάντησις: Αυτοί φυσικά είναι θεόπνευστοι.
Διότι θεοπνευστία σημαίνει τι; Σημαίνει να είναι κάποιος εμπνευσμένος από τον
Θεόν. Εν αντιδιαστολή προς τι; Προς το να είναι κανείς εμπνευσμένος από τον
διάβολο και τους δαίμονες. Εκείνος θα είναι διαβολόπνευστος και
δαιμονόπνευστος.
Η υψηλοτέρα μορφή της
Αποκαλύψεως όσον αφορά στην θεοπνευστία, ήταν εκείνη που συνέβη στους
Αποστόλους κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Το κλειδί λοιπόν της Ορθοδόξου
θεολογίας σχετικά με την θεοπνευστία είναι η Πεντηκοστή. Εάν κανείς μπορέση να
κατανοήση την σημασία της Πεντηκοστής για την Πατερική παράδοσι, τότε και
θεολόγος να μην είναι, τουλάχιστον θα ξέρη τι είναι Θεολογία και τι θεολόγος.
Όπως δεν χρειάζεται να είναι κανείς γιατρός για να ξέρη τι είναι η Ιατρική
επιστήμη και τι είναι γιατρός, κατά τον ίδιο τρόπο κάποιος μπορεί να ξέρη τι
είναι Θεολογία, ποιος είναι ο θεολόγος και ποιος είναι ο θεολογών, χωρίς να
είναι ο ίδιος θεολόγος ή θεολογών.
Κεφάλαιον 31
Περί του αν η
Ορθόδοξη Θεολογία είναι θετική επιστήμη ή αν η Ορθοδοξία είναι θρησκεία
Το θέμα τώρα είναι αν η
Θεολογία είναι επιστήμη ή δεν είναι επιστήμη. Και, αν είναι, τι είδους επιστήμη
είναι; Σήμερα η Θεολογία συγκαταλέγεται μεταξύ των θεωρητικών επιστημών με την
σημερινή όμως έννοια της λέξεως θεωρητικός και όχι με την Πατερική έννοια της
λέξεως θεωρητικός.
Από Πατερικής απόψεως η
Θεολογία είναι βέβαια θεωρητική επιστήμη, διότι έχει να κάνη με την θεωρία, που
αυτή κάνει τον θεολόγο. Στην Πατερική παράδοσι η λέξις θεωρία σημαίνει όρασις.
Θεωρία δηλαδή έχει εκείνος ο οποίος βλέπει. Και θεολογικά βλέπει κανείς με δύο
τρόπους:
Πρώτον βλέπει μέσω της
ενδιαθέτου πίστεως, μέσω δηλαδή της νοεράς προσευχής, διότι η νοερά προσευχή
είναι ένα είδος θεοπτίας, κατά την οποία ο άνθρωπος βλέπει τον Θεόν με την
έννοια ότι αισθάνεται τον Θεόν να προσεύχεται μέσα του. Αυτή η αίσθησις λέγεται
νοερά αίσθησις και είναι μία καθαρή εμπειρία.
Αυτή η νοερά αίσθησις
είναι η πρώτη βαθμίς της θεωρίας. Η δεύτερη βαθμίς αυτής της θεωρίας είναι η
θέωσις, που είναι η ίδια η θεοπτία, δηλαδή η θέα του ακτίστου Φωτός, κατά την
οποία καταργείται η ευχή.
Κατά την θεωρία
θεραπεύεται ο νους του ανθρώπου. Εφ’ όσον λοιπόν πρόκειται περί της θεραπείας
ενός αρρώστου, του οποίου δεν δουλεύει ο νους του, αυτό σημαίνει ότι αυτή η
Παράδοσις δεν μπορεί να θεωρηθή ως θεωρητική επιστήμη με την σημερινή έννοια
της λέξεως θεωρητική, αλλά αντιθέτως είναι μία καθαρά θετική επιστήμη,
τουλάχιστον όσο θετική επιστήμη είναι η ψυχιατρική επιστήμη.
Το αξιοσημείωτο εδώ είναι
ότι, ενώ ο ψυχίατρος δεν γνωρίζει ακριβώς πάντοτε από τι πάσχει ο άρρωστός του
και δεν γνωρίζει ακριβώς πάντοτε τι χρειάζεται ο άρρωστός του για να θεραπευθή,
η Ορθόδοξος Θεολογία και θεραπευτική πάντα γνωρίζει από τι ακριβώς πάσχει ο
άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος, και σε τι
ακριβώς συνίσταται η θεραπεία.
Η Ορθόδοξος Θεολογία δεν
έχει καμμία σχέσι με τον στοχασμό ούτε με την οποιασδήποτε μορφής έκστασι ούτε
με τον διαλογισμό64. Η κάθαρσι της καρδιάς είναι μία συγκεκριμένη διαδικασία,
που δεν έχει σχέσι με τα προηγούμενα. Πρόκειται για την κάθαρσι της καρδιάς από
τα πάθη, ώστε ο άνθρωπος να βρη την ψυχική του υγεία και είναι η διαδικασία
αυτή για όλους τους ανθρώπους η ίδια.
Κατά την κάθαρσι
διώχνονται από τον νου του ανθρώπου όχι μόνο οι κακές σκέψεις, αλλά και οι
καλές σκέψεις. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία. Διότι, όταν ο νους καθαρισθή από
όλες τις σκέψεις, όλους τους λογισμούς καθώς και από τα πάθη, τότε μόνο μπορεί
ο άνθρωπος, ο νους του δηλαδή ο κεκαθαρμένος, να δεχθή την ενοίκησι της Χάριτος
του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του. Τότε δηλαδή έρχεται το Άγιον Πνεύμα και
προσεύχεται αδιαλείπτως στην καρδιά του ανθρώπου.
Η παραβολή του σπορέως
είναι στην ουσία της διδασκαλία περί του τρόπου της αποκτήσεως της νοεράς
προσευχής. Ο σπόρος φυτρώνει και ανθεί. Η άνθησις είναι η κατάστασις του
φωτισμού, κατά την οποία η νοερά προσευχή ενεργείται για λογαριασμό του
ανθρώπου αδιαλείπτως, από το Άγιο Πνεύμα. Η πιο μεγάλη άνθησις μπορούμε να
πούμε ότι είναι η θέωσις.
Η Ορθοδοξία τώρα είναι
θρησκεία ή δεν είναι θρησκεία; Υπάρχουν πολλοί, μεταξύ των οποίων και εγώ, που
υποστηρίζομε ότι η Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία. Διότι θρησκεία ίσον
δεισιδαιμονία. Ο θρησκευόμενος είναι ένας δεισιδαίμων, ο οποίος έχει ωρισμένες
φαντασιοπληξίες περί Θεού και ο οποίος δεισιδαιμονικά καταφεύγει στην θρησκεία
είτε για βοήθεια, για να μπορέση δηλαδή να ανταπεξέλθη στις δυσκολίες του στον
κόσμον αυτόν είτε από τον φόβο του θανάτου είτε από φτώχεια είτε από ψυχολογική
ανασφάλεια. Γι’ αυτό βλέπει κανείς και πλουσίους να θρησκεύουν. Δεν είναι
μονοπώλιο των φτωχών η θρησκεία. Αυτό οι Μαρξιστές βέβαια δεν μπορούν να το
καταλάβουν, αφού νομίζουν ότι, άμα εξαλειφθή η φτώχεια και ελευθερωθή ο
άνθρωπος από τον φόβο του να πεθάνη από την πείνα, μετά δεν θα χρειάζεται να
θρησκεύη · θα του είναι άχρηστη η θρησκεία. Ο Κομμουνισμός τώρα65 υπόσχεται
«λαγούς με πετραχήλια», αρκεί να επικρατήση ως πολιτικό καθεστώς. Ως ιδέα
βέβαια είναι ωραίος ο Κομμουνισμός, ως κοινωνία ισότητος. Στην πράξι όμως δεν
μπορεί να συμβή έτσι. Για να υπάρξη πραγματική ισότης, πρέπει να προηγηθή η
θεραπεία της ανθρώπινης προσωπικότητος. Αν αυτή δεν θεραπευθή, οποιοδήποτε
ιδεολογικό ή πολιτικό σύστημα, όσο τέλειο κι αν είναι, δεν μπορεί να εφαρμοσθή.
Διότι πάντα θα υπάρχουν μέσα σ’ αυτό άνθρωποι συμφεροντολόγοι και όχι
πραγματικοί ιδεολόγοι, οι οποίοι θα διαβρώνουν το σύστημα.
Κεφάλαιον 32
Περί της διαφοράς
μεταξύ Ορθοδοξίας και αιρέσεως
Στον Μεσαίωνα ήταν πάρα
πολύ γνωστό, στους κυβερνώντες, ποια είναι η διαφορά μεταξύ Ορθοδοξίας και
αιρέσεως. Ποια είναι η διαφορά; Η διαφορά είναι απλούστατη, Ότι στην αίρεσι δεν
υπάρχει θεραπεία του νου του ανθρώπου. Στην Ορθοδοξία όμως θεραπεύεται ο νους
του ανθρώπου. Στην Ορθοδοξία υπάρχει θεραπεία της ανθρώπινης προσωπικότητος και
απόδειξις είναι οι άγιοι.
Οι αιρετικοί ήταν κάτι
αντίστοιχο με τους κομπογιαννίτες και υπέσχοντο κάποια ζωή μετά θάνατον. Σ’
αυτήν όμως εδώ τη ζωή δεν έδιναν θεραπεία στους πιστούς τους ούτε προσέφεραν
τίποτε παραπάνω από μία επί πλέον δεισιδαιμονία. Οι αιρέσεις ήταν και είναι
θρησκείες για μετά τον θάνατο. Αιρετικός ήταν εκείνος του οποίου τα δόγματα δεν
ήταν Ορθόδοξα · έτσι δεν του επέτρεπαν να φθάση στην κάθαρσι και στον
φωτισμό66. Η Ορθοδοξία προσφέρει αυτήν την θεραπεία και οδηγεί τον άνθρωπο στην
κάθαρσι και στον φωτισμό.
Η ιατρική επιστήμη
ενδιαφέρεται μεταξύ άλλων και για το γενικώτερο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον
του ανθρώπου να είναι κατάλληλο, ώστε ο άνθρωπος να είναι και να παραμένη και
ψυχικά υγιής. Διότι ένα υγιές περιβάλλον βοηθά τον άνθρωπο να έχη και
ψυχοσωματική υγεία. Όπως και η προληπτική ιατρική. Δηλαδή ο γιατρός πρέπει να
ενδιαφερθή για ένα συγκεκριμένο υγιές κοινωνικό πλαίσιο ζωής. Όμως η κύρια
μέριμνά του είναι η σωματική υγεία, δηλαδή το να κάνη καλά τους ανθρώπους από
τις συγκεκριμένες παθήσεις τους.
Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει
κατ’ αντιστοιχίαν και με τον παπά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που έχει Πατερικό
φρόνημα και βίωμα. Η κύρια μέριμνά του είναι η ψυχική υγεία των ανθρώπων, όπως
την καθωρίσαμε στα προηγούμενα και όχι όπως την εννοεί η ψυχιατρική επιστήμη.
Όλων των ανθρώπων. Το να βρουν οι άνθρωποι την Βασιλεία του Θεού, που είναι
κρυμμένη μέσα τους, κατά το «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την
δικαιοσύνην αυτού»67 .
Αλλά αυτό πως γίνεται;
Γίνεται με την ενεργοποίησι του νοός του ανθρώπου. Αυτή η ενεργοποίησι, είναι ο
πυρήνας της προσπαθείας του Ορθοδόξου ιερέως με Πατερικό φρόνημα. Κατ’
επέκτασιν ο κύκλος της προσπαθείας και του ενδιαφέροντός του αγγίζει όλα τα
κοινωνικά θέματα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αυτός και κατ’ επέκτασιν η
Εκκλησία πρέπει να αντικαταστήση το κύριο έργο Της, που είναι το θεραπευτικό,
με όλα τα άλλα τα περιφερειακά.
Ο άγιος Διονύσιος ο
Αρεοπαγίτης ήταν καθ’ όλον τον Μεσαίωνα ο κατ’ εξοχήν Θεολόγος της Ορθοδόξου
παραδόσεως. Όλοι οι Πατέρες αυτόν επικαλούνται, μετά τον άγιο Μάξιμο τον
Ομολογητή, σαν την πιο μεγάλη αυθεντία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Σήμερα βέβαια
συνηθίζομε, μετά ιδίως την καθιέρωσι της εορτής των Τριών Ιεραρχών, να θεωρούμε
τους Τρεις Ιεράρχες ως τους κορυφαίους Πατέρες της Εκκλησίας.
Παρά ταύτα ο άγιος
Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωσι της Πατερικής
παραδόσεως. Ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ακολουθεί κατά πόδας τον άγιο
Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη. Οπότε, αν θέλη κανείς να δη πως εσκέπτοντο οι πρόγονοί
μας κατά τον Μεσαίωνα, είναι υποχρεωμένος να λάβη πολύ σοβαρά υπ’ όψιν τον
Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, άσχετα με το θέμα του ποιος ακριβώς είναι ο Διονύσιος
ο Αρεοπαγίτης.
Κεφάλαιον 33
Ποια είναι η
μεταφυσική θεώρησις της Θεολογίας
Έχομε ήδη αναφέρει ότι
μεταξύ Θεού και κτισμάτων ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Και, εφ’ όσον ουδεμία
ομοιότης υπάρχη, σημαίνει ότι δεν υπάρχει ουδεμία αναλογία μεταξύ κτιστού και
ακτίστου.
Τώρα η μεταφυσική
θεώρησις68 της θεολογίας ποια είναι; Για να υπάρχη μεταφυσική ή οντολογία στην
Θεολογία, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχη κάποια αναλογία μεταξύ κτιστού και
ακτίστου.
Στην φιλοσοφική και
θεολογική παράδοσι της Δύσεως υπάρχουν δύο αναλογίες, δηλαδή δύο διαφορετικές
συσχετίσεις. Στην Ορθόδοξη Θεολογία αντιθέτως δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα.
Γιατί; Απλούστατα, διότι οι Πατέρες τονίζουν ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου ή
μεταξύ κτισμάτων και Θεού ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Αυτό σημαίνει επίσης ότι
δεν υπάρχει καμμία αναλογία μεταξύ τους, δηλαδή συσχέτισις ή σύγκρισις· που
σημαίνει ότι δεν μπορούμε μέσω των κτισμάτων να γνωρίσωμε το άκτιστο, δηλαδή
τον Θεόν, Αυτόν ή την ενέργειά Του.
Στην Δυτική παράδοσι η
αναλογία, που έχουν δεχθή οι Δυτικοί ότι υπάρχει, έχει δύο μορφές: Είναι η
αναλογία του όντος (analogia entis) και η αναλογία της πίστεως (analogia
fidei).
Η αναλογία του όντος
υποστηρίχθηκε από όσους ακολούθησαν τον Αυγουστίνο. Στον Αυγουστίνο όμως
υπάρχουν και οι δύο αναλογίες και γίνεται σ’ αυτόν μία σύγχυσις μεταξύ της
φιλοσοφικής μεθόδου ερεύνης των δογμάτων της Εκκλησίας και της αγιογραφικής
ερεύνης. Χρησιμοποιεί δηλαδή στην έρευνα του εκτός από την Αγία Γραφή, και την λογική
μέθοδο και τον φιλοσοφικό στοχασμό.
Για την ιστορική εξέλιξι
της Δυτικής θεολογίας έχει επίσης μεγάλη σημασία η συμβολή του Γουλιέλμου Όκκαμ
( Ockham), ο οποίος είναι ο πατέρας του Νομιναλισμού και ο οποίος έκανε μία
γενική επίθεσι εναντίον της αναλογίας του όντος. Οι νομιναλισταί απορρίπτουν
κάθε είδος διακρίσεως μεταξύ θείας ουσίας και θείων ιδιοτήτων μεταξύ δηλαδή
θείας ουσίας και ενεργείας και ισχυρίζονται ότι η διάκρισις είναι μόνο κατ’
όνομα (εξ ου και νομιναλισταί).
Εξ αιτίας του Γουλιέλμου Όκκαμ
δημιουργήθηκε μία παράδοσις, που δεν εδέχετο την αναλογία του όντος, μεταξύ
κτιστού και ακτίστου. Έλεγε δηλαδή ότι από την φιλοσοφία δεν μπορούμε να
ανιχνεύσωμε κάποια γνώσι περί Θεού. Αυτός έκανε μία γενική επίθεσι εναντίον των
αρχετύπων του Πλάτωνος, εναντίον δηλαδή των καθ’ όλου ( Universalia) της
Πλατωνικής παραδόσεως με πολύ γερά φιλοσοφικά επιχειρήματα, και σχεδόν
κατήργησε τους προηγούμενους Πλατωνικούς της Δυτικής παραδόσεως, προκαλώντας
έτσι μία μεγάλη κρίσι στην Δυτική Θεολογία.
Αυτό για την Ορθόδοξη
παράδοσι έχει πολύ μεγάλη σημασία, εφ’ όσον η διδασκαλία περί αρχετύπων του
Πλάτωνος και των Νεοπλατωνικών επίσημα καταδικάσθηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στο «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας» που διαβάζουμε την Κυριακή της Ορθοδοξίας
υπάρχει η επίσημος καταδίκη αυτής της διδασκαλίας του Πλάτωνος και των
Νεοπλατωνικών και αναθεματίζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία επίσημα πλέον, όσοι
παραδέχονται αυτήν την διδασκαλία περί αρχετύπων του Πλάτωνος. Και τούτο διότι
η Πλατωνική αντίληψις περί Θεού είναι καθαρά ανθρωπομορφική.
Η περί των αρχετύπων
ειδών στον νουν του Θεού διδασκαλία αυτή καταργεί ουσιαστικά την Θεία ελευθερία
και αποτελεί την όλη γνωσιολογική βάσι της λεγομένης Σχολαστικής θεολογίας και
φιλοσοφικής παραδόσεως, δηλαδή της θεολογίας των Παπικών, κατά την οποία
πιστεύουν ότι υπάρχει μία αναλογία του όντος και μία αναλογία της πίστεως
μεταξύ των κτιστών ουσιών και των ακτίστων αρχετύπων ειδών ή ιδεών ή λόγων, που
υποτίθεται ότι υπάρχουν μέσα στον νουν του Θεού. Έτσι κατ’ αυτούς μπορεί κανείς
να εξιχνιάση τα περί της Θεία ουσίας, εάν διεισδύση εις την ουσίαν και εις την
καθ’ όλου έννοιαν των όντων μέσω της ανθρωπίνης λογικής.
Αυτή όμως η διδασκαλία,
όπως είπαμε, καταδικάσθηκε από την Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία κατά την Εβδόμη
Οικουμενική Σύνοδο. Κατ’ αυτόν τον τρόπον καθιερώνεται και κατοχυρώνεται η
Πατερική άποψις ότι μεταξύ κτιστών και ακτίστου, δηλαδή μεταξύ κτισμάτων και
Θεού ουδεμία ομοιότης υπάρχει.
Την ως άνω Πλατωνική
αντίληψι περί Θεού ακολούθησε ο Αυγουστίνος και ολόκληρη η Δυτική παράδοσις. Ο
Γουλιέλμος Όκκαμ δεν κατήργησε όμως την αναλογία της πίστεως, η οποία γι’ αυτόν
είναι η Αγία Γραφή. Γι’ αυτόν δηλαδή στην Αγία Γραφή περιγράφονται τα του Θεού
όπως είναι στην πραγματικότητα. Και μόνο μέσω της Αγίας Γραφής, λέγει, μπορεί κανείς να γνωρίση τον Θεόν.
Κατά την αναλογία της
πίστεως υπάρχει αναλογία μεταξύ Θεού και κτισμάτων. Όχι όμως από την φιλοσοφική
σκέψι (που είναι η αναλογία του όντος), αλλά από την αποκάλυψι του Θεού στους
ανθρώπους, που είναι κατατεθειμένη μέσα στην Αγία Γραφή.
Δηλαδή λέγει η αναλογία
της πίστεως ότι ο Θεός αποκαλύπτει στον άνθρωπο τα περί του εαυτού Του μέσα
στην Αγία Γραφή και ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίση τα περί Θεού σωστά από
την φιλοσοφία. Εδώ βέβαια κάνει ο Όκκαμ μία επίθεση εναντίον της φιλοσοφικής
μεθόδου του Αυγουστίνου, όχι όμως και εναντίον της θεολογικής μεθόδου, που
βασίζεται στην Αγία Γραφή, δηλαδή της αναλογίας της πίστεως.
Αυτήν την αναλογία της
πίστεως ακολουθεί και ο Λούθηρος, ο ιδρυτής του Προτεσταντισμού. Ο Λούθηρος
βέβαια είχε διδάξει σωστά ότι υπάρχουν δύο πίστεις. Η μία πίστις είναι η
εγκεφαλική πίστις, της λογικής αποδοχής. Κατ’ αυτήν ο άνθρωπος αποδέχεται κάτι
με την λογική του και πιστεύει σ’ αυτό που αποδέχεται. Αυτή όμως δεν είναι η
πίστις που δικαιώνει τον άνθρωπο. Όταν λέγη η Αγία Γραφή ότι ο άνθρωπος δια
μόνης της πίστεως σώζεται, δεν εννοεί απλώς την πίστι της λογικής αποδοχής αλλά
την ενδιάθετη πίστη.
Ο Λούθηρος παρετήρησε ότι
στην Αγία Γραφή αναφέρεται ότι πράγματι υπάρχει μία άλλη πίστις, που είναι δώρο
Θεού και ότι αυτή η πίστις ενεργείται στον χώρο της καρδιάς. Έφθασε όμως μέχρι
αυτού του σημείου και δεν προχώρησε παραπέρα. Δεν ολοκλήρωσε δηλαδή το θέμα
αυτό εμβαθύνοντας στην Πατερική αντίληψι περί της ενδιαθέτου πίστεως.
Στην Ορθόδοξη παράδοσι
ούτε η αναλογία της πίστεως υπάρχει. Διότι μεταξύ της διδασκαλίας της Αγίας
Γραφής και της αληθείας περί Θεού δεν υπάρχει αναλογία πίστεως. Γατί; Διότι
μεταξύ Θεού και κτισμάτων δεν υπάρχει απολύτως καμμία ομοιότης. Γι’ αυτόν τον
λόγο τα νοήματα της Αγίας Γραφής περί Θεού είναι καταργήσιμα νοήματα.
Καταργούνται στην εμπειρία της θεώσεως. Πριν είναι απλώς βοηθητικά, απαραίτητα,
σωστά και ορθά ως καθοδηγητικά μόνο προς τον Θεόν.
Η Αγία Γραφή είναι οδηγός
προς τον Θεόν, αλλά δεν έχει η περιγραφή του Θεού στην Αγία Γραφή καμμία ομοιότητα
με τον Θεόν. Μιλά για τον Θεόν, μιλά για την Αλήθεια, αλλά δεν είναι η Αλήθεια.
Είναι οδηγός προς την Αλήθειαν και την Οδόν, που είναι ο Χριστός. Διότι οι
λέξεις στην Αγία Γραφή είναι απλώς σύμβολα, τα οποία περιέχουν ωρισμένα
νοήματα. Αυτά τα νοήματα είναι όλα ανθρώπινα και οδηγούν προς τον Θεόν, προς
τον Χριστόν και τίποτε άλλο.
Οπότε διαβάζοντας απλώς
κανείς την Αγία Γραφή δεν μπορεί να θεολογή σωστά μόνο βάσει της Αγίας Γραφής.
Αν αυτό το κάνη, δεν μπορεί παρά να γίνη αιρετικός. Διότι σωστή ερμηνεία της
Αγίας Γραφής μπορεί να γίνη μόνον, όταν η μελέτη ή η ανάγνωσις της Αγίας Γραφής
συνοδεύεται από την εμπειρία του φωτισμού ή της θεώσεως. Χωρίς φωτισμό ή θέωσι
δεν μπορεί η Αγία Γραφή να ερμηνευθή σωστά.
Όπως διαβάζοντας απλώς
κάποιος βιβλία χειρουργικής δεν μπορεί να γίνη χειρούργος, αν δεν παρακολουθήση
μαθήματα στην Ιατρική Σχολή και δεν εξασκηθή στην χειρουργική κοντά σε έμπειρο
καθηγητή, έτσι και σε οποιαδήποτε άλλη θετική επιστήμη πρέπει κανείς να
εξασκηθή, για να μπορή από την άσκηση και την εμπειρία να προχωρήση στην
επαλήθευσι και διαπίστωσι της θεωρίας. Δηλαδή η θεωρία διαπιστώνεται, αν είναι
αληθινή, από την εμπειρική πράξι, από την εμπειρική γνώσι.
Κατά τον ίδιο τρόπο ένας
ο οποίος δεν προσεγγίζει την Αγία Γραφή μέσω εμπειρογνωμόνων, δηλαδή μέσω
ανθρώπων που έχουν την ίδια εμπειρία με τους Προφήτες ή τους Αποστόλους, που
είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν μπορεί να βεβαιωθή για την αλήθεια της
Αγίας Γραφής. Η βάσις, το θεμέλιο της εμπειρίας αυτής είναι ο φωτισμός και η
θέωσις, δηλαδή ο δοξασμός.
Κεφάλαιον 34
Περί θεώσεως
Όσον για την θέωσι στην
Ορθόδοξη Γραμματεία έχουν γραφή πολλά και από κάποιους δίνεται η εντύπωσις ότι
η θέωσις είναι μία ένεσις Θεότητος(!), που γίνεται στον άνθρωπο μέσω των
Μυστηρίων της Εκκλησίας. Νομίζουν μερικοί ότι υπάρχουν τα Μυστήρια της
Εκκλησίας, ώστε να πηγαίνουν οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και να δέχωνται ενέσεις
Θεότητος, όταν παίρνουν μέρος σ’ αυτά.
Επειδή δηλαδή λέγει π.χ.
ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος στις Ευχές προ της Θείας Μεταλήψεως για το Σώμα
και το Αίμα του Χριστού ότι «θεοί με και τρέφει», νομίζουν μερικοί ευσεβείς ότι
μεταλαμβάνοντας των Αχράντων Μυστηρίων δέχονται ένεσι Θεότητος και ότι έτσι,
παίρνουν τρόπον τινά το εισιτήριο για τον Παράδεισο, έχουν δηλαδή τον Παράδεισο
στην τσέπη(!)
Αυτά όμως τα λέγει ο
άγιος Συμεών για τον εαυτό του · εννοεί δηλαδή ότι, εκείνος, μετά την Θεία
Μετάληψι συχνά έφθανε να έχη μέθεξι στην άκτιστη Χάρι του Θεού, δηλαδή είχε
εμπειρίες θεώσεως, τις οποίες του χάριζε ο Θεός. Εμείς όμως έχομε μέθεξι Θεού
μετά από κάθε Θεία Μετάληψι; Μπορούμε να ισχυριζώμαστε ότι είχαμε μετοχή στην
Θεότητα, δηλαδή στην άκτιστη θεωτική Χάρι του Θεού, απλώς επειδή κοινωνήσαμε
των Αχράντων Μυστηρίων, χωρίς γνωστώς να έχωμε αίσθησι της θεωτικής Χάριτος του
Θεού; Δυστυχώς σ’ αυτά τα χάλια καταντήσαμε με αυτά, που γράφουν οι ευσεβείς
στην Ελλάδα σήμερα περί θεώσεως.
Αλλά στην Πατερική
παράδοσι θέωσις δεν είναι ο εμβολιασμός Θεότητος, αλλά η θεοπτία, ο δοξασμός.
Δηλαδή, ο άνθρωπος, αφού φθάση στην φώτισι, κατά την οποία έρχεται το Πνεύμα το
Άγιο και προσεύχεται μέσα του, τότε έχει τις προϋποθέσεις να οδηγηθή στην
θεοπτία. Όταν ο Θεός θελήση, τον οδηγεί στην θεοπτία, δηλαδή στην θέωσι και
τότε βλέπει τον Χριστό εν δόξη.
Αυτή η όρασις του Χριστού
εν δόξη είναι η θέωσις και μόνον αυτή. Υπάρχει και στους Λατίνους συγγραφείς
τους Ορθοδόξους ο αντίστοιχος όρος glorificatio, που σημαίνει δοξασμός. Γι’
αυτό ο όρος θέωσις δεν συναντάται στην Ορθόδοξη Λατινική παράδοσι.
Έτσι βλέπομε τον Απόστολο
Παύλο στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του να λέγη: «Είτε δοξάζεται εν μέλος,
συγχαίρει πάντα τα μέλη» (Α’ Κορ. 12, 26). Δηλαδή, όταν δοξάζεται ένα μέλος της
ενορίας, τότε όλα τα μέλη της ενορίας συγχαίρουν μαζί του, φυσικά λόγω του
δεσμού της αγάπης. Αυτός δε που δοξάζεται, γίνεται αυτόματα προφήτης.
Αυτός ο δοξασμός, που
αναφέρει ο Απόστολος, είναι η θέωσις στην Πατερική παράδοσι, που κάνει έναν
Χριστιανό να γίνεται θεολόγος. Υπάρχει και ο όρος δοξασμός στους Πατέρες, αλλά
επεκράτησε ο όρος θέωσις, που είναι μία θεολογική περιγραφή του δοξασμού.
Επειδή ο άνθρωπος, για να δη τον Θεόν, πρέπει να γίνη κατά Χάριν θεός, πρέπει
να έχει μέθεξι Θεού.
Ο άνθρωπος από μόνος του
δεν μπορεί να δη τον Θεόν, όσο και αν προσπαθήση. Μόνον, όταν ο Θεός δοξάζη τον
άνθρωπον, ο άνθρωπος γενόμενος κατά Χάριν θεός μέσω του Θεού βλέπει τον Θεόν
69. Ο άνθρωπος μόνον όταν είναι μέσα στο άκτιστο Φως, όταν καταυγάζεται από το
άκτιστο Φως, γινόμενος Φως κατά χάριν, βλέπει το Φως. Ο άνθρωπος δοξάζεται,
σημαίνει ότι όλο το σώμα του, όλο το είναι του είναι μέσα στο άκτιστο Φως. Και,
εφ’ όσον βρίσκεται μέσα στο Φως, βλέπει το Φως, μέσα στο οποίο υπάρχει.
Ταυτόχρονα όμως βλέπει
και όλο το φυσικό περιβάλλον γύρω του να καταυγάζεται και να διαποτίζεται και
αυτό από το Φως. Το Φως αυτό λούζει, φωτίζει, διαπερνά τα πάντα.
Εκείνος που βλέπει,
βλέπει το Φως της Θεότητος να διαπερνά όλη την κτίσι. Αυτό εκφράζει η φράσις «ο
Θεός είναι πανταχού παρών», καθώς και ο στίχος του αγγελικού ύμνου «πλήρης ο
ουρανός και η γη της δόξης Σου». Αυτή η πλήρωσις του ουρανού και της γης από
την δόξα, δηλαδή το Φως του Θεού, λέγεται κράσις70 .
Η βασιλεία του Θεού δεν
είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η δόξα, το Φως του Θεού και είναι άκτιστος και
πανταχού παρούσα. Ο άνθρωπος όμως δεν μετέχει σ’ αυτήν, αν και βρίσκεται μέσα
σ’ αυτήν. Μετέχει σ’ αυτήν μόνο κατά την εμπειρία του φωτισμού ή της θεώσεως,
οπότε αυτή η δόξα ή βασιλεία αποκαλύπτεται σ’ αυτόν, όταν πληροί τις
προϋποθέσεις της καθαράς καρδίας. Κατά τον φωτισμό, το Φως της δόξης του Θεού
είναι εσωτερικό, ενώ κατά την θέωσι μετέχουν και οι σωματικοί οφθαλμοί στη θέα
του. Ο ερχομός της βασιλείας του Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η
αποκάλυψις της δόξης του Θεού στον άνθρωπο.
Οπότε στην εμπειρία της
θεώσεως βλέπει κανείς εκείνο, που ήδη υπάρχει γύρω και μέσα σ’ αυτόν και το
οποίο απλώς του αποκαλύπτεται για να το γνωρίση. Έτσι γνωρίζει πλέον εκείνο το
οποίο πίστευε, διότι το είδε. Γνωρίζει πλέον ότι υπάρχει αυτή η κράσις μεταξύ
της ακτίστου δόξης του Θεού και των κτισμάτων.
Κεφάλαιον 35
Ποιος είναι ο Θεός
και ποιος είναι ο άνθρωπος
Μεταξύ αυτής της ακτίστου
δόξης του Θεού και των κτισμάτων δεν υπάρχει καμμία ομοιότης. Όταν οι Πατέρες
λένε ότι δεν γνωρίζομε την ουσία του Θεού, αλλά γνωρίζομε μόνο ωρισμένες
ενέργειες του Θεού, χρησιμοποιούν εδώ την λέξι γνωρίζω, αλλά όχι αναλογικά, όχι
δηλαδή με την συνήθη έννοια της λέξεως γνωρίζω. Όταν λέμε οι Ορθόδοξοι ότι
γνωρίζομε την ενέργεια του Θεού, δεν σημαίνει αυτό ότι γνωρίζομε την ενέργεια
του Θεού όπως γνωρίζομε την ενέργεια των κτισμάτων. Η γνώσις της δόξης του Θεού
δεν είναι όπως η γνώσις των φυσικών ενεργειών (θερμικής, πυρηνικής, φωτιστικής,
κινητικής, βαρυτικής, κλπ.) που έχει ένας βιολόγος, ένας φυσικός, ένας
αστρονόμος, ένας αρχαιολόγος κλπ., διότι, όταν λέμε σ’ αυτές τις επιστήμες
γνωρίζω, σημαίνει ότι έχω γνώσι κάποιου αντικειμένου ή φαινομένου, που μπορώ να
περιγράψω. Και γιατί μπορώ να το περιγράψω; Επειδή μοιάζει με κάτι άλλο, που
ήδη γνωρίζω. Υπάρχει δηλαδή ομοιότης εκείνου που θέλω να περιγράψω με κάτι
άλλο.
Μετά υπάρχει και η
διαφορά. Δηλαδή η βάσις της ανθρώπινης κτιστής γνώσεως είναι η ομοιότης και η
διαφορά. Όταν υπάρχουν αυτά τα δύο, τότε κάτι μπορεί να γίνει περιγραπτό,
υπόκεινται δηλαδή σε περιγραφή και ταξινόμησι, κατά γένη, είδη κλπ. Αυτά τα
κατηγορήματα, δηλαδή η ομοιότης και η διαφορά, είναι το θεμέλιο των ανθρωπίνων
γνώσεων.
Κατά τον Αριστοτέλη όμως
ισχύει και ο νόμος της λογικής, των αντιθέσεων, ο οποίος λέγει ότι ένα και το
αυτό πράγμα δεν μπορεί να είναι συγχρόνως και το αντίθετό του. Δεν μπορεί
δηλαδή π.χ. κάτι να είναι συγχρόνως άσπρο και μαύρο. Ή άσπρο θα είναι ή μαύρο.
Ομοίως δεν μπορεί να είναι συγχρόνως μεγάλο και μικρό, βαρύ και ελαφρύ, υπαρκτό
και ανύπαρκτο, καλό και κακό κλπ.
Οι Πατέρες όμως δεν
ακολουθούν τον νόμο αυτόν του Αριστοτέλους προκειμένου να θεολογήσουν. Δηλαδή
στην Πατερική Θεολογία καταργείται αυτός ο νόμος. Οι αιρετικοί όμως τον
αποδέχοντο και τον χρησιμοποιούσαν. Γιατί όμως οι Πατέρες δεν ακολουθούν τον
νόμον αυτόν των αντιθέσεων του Αριστοτέλους, τον νόμο δηλαδή της λογικής του
Αριστοτέλους; Διότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Και,
εφ’ όσον ουδεμία ομοιότης υπάρχη, δεν μπορεί να υπάρξη ουδεμία περιγραφή του
ακτίστου. Ούτε και διαφορά μπορεί να υπάρξη, εφ’ όσον δεν υπάρχη ομοιότης.
Στα κτιστά υπάρχει
σχετική ομοιότης και διαφορά. Εις τι συνίσταται όμως η ομοιότης στα κτιστά;
Συνίσταται πρώτον εις την αυτήν ουσία. Όλα τα κτιστά και υλικά, γη, αέρας,
άστρα, πέτρες, ζώα, φυτά, φως, θερμότης, νερό, ατμός, σύννεφα όλα τα ορατά
δηλαδή και υλικά, καθώς και όλα τα αόρατα και υλικά, όπως οι διάφορες μορφές
φυσικής ενεργείας, συνίστανται από την ίδια ουσία, όπως απέδειξε ο Einstein με
τον νόμο της ισοδυναμίας μάζης και ενεργείας. Η παγκόσμιος αυτή ουσία λέγεται
στην φιλοσοφία ύλη, ενώ στην θεολογική γλώσσα λέγεται χους (χώμα), πηλός και γη
.
Δεύτερον στα υλικά και
ορατά υπάρχει ομοιότης ως προς την δομή. Όλα τα υλικά σώματα αποτελούνται από
άτομα, τα οποία έχουν μεταξύ τους μία σχετική ομοιότητα. Οπότε από αυτής της
απόψεως υπάρχει μία σχετική ομοιότης όλων των υλικών κτισμάτων.
Η διαφορά τους συνίσταται
στο αν η παγκόσμιος αυτή ουσία ευρίσκεται υπό την μορφήν μιας φυσικής ενεργείας
ή της συμπεπυκνωμένης μορφής της, δηλαδή της ύλης, καθώς και στην σύνθεσι των
δομικών ατόμων των υλικών κτισμάτων μεταξύ τους.
Το ίδιο συμβαίνει και με
τα κύτταρα των ζωντανών οργανισμών. Και εδώ υπάρχει αντιστοίχως σχετική
ομοιότης και σχετική διαφορά. Η σχετική ομοιότης μεταξύ των αλόγων ζωντανών
οργανισμών (φυτικών και ζωϊκών) και των ανθρώπων συνίσταται στην ίδια υλική
δομή εξ επόψεως δομικών μονάδων (ατόμων δηλαδή και κυττάρων), ενώ η διαφορά
τους εις την ανυπαρξίαν εις τα μεν, και εις την ύπαρξιν εις τους δε, κατ’
ουσίαν ψυχής αθανάτου, κατ’ εικόνα του Θεού πλασμένης, καθώς και νοεράς
ενεργείας αυτής της ψυχής.
Η σχετική ομοιότης μεταξύ
αγγέλων και ανθρώπων συνίσταται εις την αθανασίαν, το λογικόν, το περιγραπτόν,
το αυτεξούσιον κλπ., ενώ η σχετική διαφορά συνίσταται εις την δόξαν, το άϋλον
των αγγέλων κλπ. Η σχετική ομοιότης μεταξύ αγγέλων και δαιμόνων, συνίσταται εις
την φύσιν, η δε διαφορά τους εις την δόξαν (οι άγγελοι είναι δεδοξασμένοι δια
της Χάριτος, ενώ οι δαίμονες στερούνται της Θείας δόξης).
Μεταξύ όμως Θεού και
κτισμάτων δεν υπάρχει απολύτως καμμία ομοιότης. Οπότε, όταν λέμε ότι υπάρχει
διαφορά μεταξύ κτιστού και ακτίστου, δεν πρόκειται για την διαφορά της
επιστήμης ή της φιλοσοφίας (δηλαδή για σχετική διαφορά), αλλά για απόλυτη
διαφορά71. Γι’ αυτό φθάνουν να λένε οι Πατέρες: «Εάν τα κτιστά είναι όντα, τότε
ο Θεός είναι μη ων. Και εάν ο Θεός είναι ων, τότε τα κτιστά είναι μη όντα». Και
τούτο διότι, όπως είπαμε, δεν υπάρχει απολύτως καμμία ομοιότης μεταξύ κτιστού
και ακτίστου.
Αυτό όμως σημαίνει ότι,
εφ’ όσον δεν υπάρχη ομοιότης μεταξύ Θεού και κτισμάτων, η ίδια η Αγία Γραφή
καθ’ εαυτήν δεν μπορεί να χρησιμοποιηθή ως γέφυρα προς τον Θεόν. Διότι η Αγία
Γραφή χρησιμοποιεί νοήματα. Όλα δε ανεξαιρέτως τα νοήματα που χρησιμοποιεί
είναι παρμένα από τα περιγραπτά κτίσματα του κόσμου. Δεν υπάρχει ούτε ένα
κτίσμα που να μην είναι περιγραπτόν.
Όλα τα ονόματα του Θεού
στην Αγία Γραφή είναι παρμένα από την εμπειρία του ανθρώπου. Όλα είναι
περιγραπτά ονόματα. Όταν όμως φθάση κανείς στην εμπειρία της θεώσεως,
διαπιστώνει ότι ο Θεός είναι ανώνυμος! Διότι δεν υπάρχει ούτε ένα ανθρώπινο ή
αγγελικό όνομα ή νόημα που μπορή να αποδοθή εις τον Θεόν, που να μπορή να
αποδώση την ύπαρξι την οντότητα του Θεού. Επειδή ο Θεός δεν μοιάζει με τίποτε
που γνωρίζει ο άνθρωπος. Γι’ αυτό μπροστά στην θέα του Θεού όλα τα ονόματα και
νοήματα καταργούνται72 .
Υπάρχει ένα πολύ ωραίο
χωρίο στον άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, το οποίο χρησιμοποιούν οι Πατέρες, και
το οποίο λέγει ότι τελικά ο Θεός ούτε Μονάς είναι ούτε Τριάς είναι73. Διότι ο
Θεός δεν είναι εκείνο, που σκέπτεται ο άνθρωπος για τον Θεό, ή που θα μπορούσε
να σκεφθή.
Εμείς π.χ. λέμε ότι ο
Θεός είναι ένας. Βέβαια, όταν ο άνθρωπος λέγει ένας, τότε φαντάζεται ένα
νούμερο, την μονάδα. Δηλαδή ότι ο Θεός είναι ένας, όπως ένας είναι και ο
οποιοσδήποτε άνθρωπος. Το ίδιο συμβαίνει, όταν λέμε ότι ο Θεός είναι τρία
Πρόσωπα. Αλλά ούτε τρεις είναι ο Θεός ούτε τρία υποκείμενα ή αντικείμενα είναι
ο Θεός ούτε ένα υποκείμενο ή αντικείμενο είναι ο Θεός.
Όταν σκέπτεται ο
άνθρωπος, σκέπτεται πάντοτε με το σχήμα: Υποκείμενο -αντικείμενο. Υποκείμενο
είναι εκείνο που παρατηρεί και αντικείμενο είναι εκείνο που παρατηρείται.
Όταν όμως λέμε ότι ο
Πατήρ αγαπά τον Υιόν, εδώ δεν έχομε σχέσι υποκειμένου -αντικειμένου. Δεν είναι
δηλαδή εδώ ο ένας, ο Πατήρ, το υποκείμενο της αγάπης και ο άλλος, ο Υιός, το
αντικείμενο της αγάπης, όπως εσφαλμένα νόμισε ο άγιος Αυγουστίνος, που ωνόμασε
τον Θεόν Αυτοαγάπη, για να κάνη μία Θεολογία περί της Αγίας Τριάδος. Διότι, εφ’
όσον στον Θεόν δεν υπάρχη ούτε υποκείμενο ούτε αντικείμενο, δεν είναι ο Θεός
ούτε το υποκείμενο της αγάπης Του ούτε το αντικείμενο της αγάπης Του.
Οπότε δεν υπάρχουν στον
Θεό τρία Πρόσωπα, όπως υπάρχουν σε μία οικογένεια τρία πρόσωπα.
Υπάρχουν Ορθόδοξοι
θεολόγοι, Ρωσικής προελεύσεως, που λένε ότι ο Θεός είναι προσωπικός Θεός. Ότι
δεν είναι δηλαδή ο Θεός της φιλοσοφίας, που είναι ένα ανθρώπινο στοχαστικό
κατασκεύασμα, αλλά ότι είναι ένας προσωπικός Θεός 74. Το ίδιο λένε και στην
δυτική παράδοσι.
Στην Πατερική όμως
παράδοσι δεν είναι ο Θεός προσωπικός Θεός. Μάλιστα ο Θεός ούτε Θεός είναι! Ο
Θεός δηλαδή δεν ανταποκρίνεται σε τίποτε που μπορεί ο άνθρωπος να σκέπτεται ή
θα μπορούσε να σκεφθή. Ούτε οι σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου είναι
προσωπικές. Ούτε είναι σχέσεις υποκειμένου -αντικειμένου.
Οπότε, όταν μιλάμε για
προσωπικές σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων, σφάλλομε. Δεν υπάρχουν τέτοιου
είδους σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Κατ’ επέκτασιν αυτών, που λέμε τώρα,
μερικοί μιλούν για διαπροσωπικές σχέσεις ή για κοινωνία προσώπων, κατά το πρότυπο
των σχέσεων των Προσώπων της Τριάδος. Αυτές είναι εσφαλμένες συσχετίσεις. Οι
σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων δεν είναι όπως οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων.
Γιατί; Διότι ο Θεός δεν είναι ένας συνάδελφος.
Τα παραπάνω ίσχυαν μέχρι
την Ενσάρκωσι. Μετά όμως την Ενσάρκωσι του Θεού Λόγου, μέσω και λόγω της
Ενσαρκώσεως, έχομε προσωπικές σχέσεις με τον Θεόν. Με τον Θεόν όμως ως
Θεάνθρωπον (ως Υιόν Θεού και υιόν ανθρώπου). Επειδή ο Θεός έγινε άνθρωπος.
Που σημαίνει ότι η
Ενσάρκωσις επέφερε μία ειδική σχέσι μεταξύ Θεού και ανθρώπων, μεταξύ του
Χριστού και των ανθρώπων, η οποία όμως σχέσις δεν υπάρχει εξ επόψεως Αγίας
Τριάδος μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Δεν έχομε με την Αγία Τριάδα, με την άκτιστη
Θεότητα τη σχέση που έχομε με τον Χριστόν. Δηλαδή δεν έχομε με τον Πατέρα ούτε
με το Άγιον Πνεύμα την σχέσι που έχομε με τον Χριστόν, με τον οποίον και μόνον
έχομε προσωπική σχέσι. Η Αγία Τριάς ήλθε σε προσωπική σχέσι με τον άνθρωπο μόνο
δια της Ενσαρκώσεως, μόνο δια του Χριστού. Αυτή η σχέσις δεν υπήρχε πριν την
Ενσάρκωσι. Διότι, πριν από την Ενσάρκωσι, δεν είχαμε σχέσεις με τον Θεόν ως με
άνθρωπον.
Ο Θεός δεν είναι άνθρωπος
κατά το άκτιστον. Εις την ακτιστότητά Του δηλαδή ο Θεός δεν είναι άνθρωπος ούτε
μοιάζει με άνθρωπο. Οπότε, όταν ο Θεός έγινε άνθρωπος, δεν έγινε ο Θεός κάτι
που έμοιαζε με τον εαυτόν Του. Ενσάρκωσις δεν σημαίνει ότι ο Θεός έλαβε μία
φύσι που είχε κάποια ομοιότητα με την δική Του φύσι. Δεν υπάρχει απολύτως
καμμία ομοιότης μεταξύ της φύσεως του ανθρώπου και της φύσεως του Θεού.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι
Πατέρες τονίζουν ότι ο άνθρωπος δεν είναι εικόνα του Θεού. Εικόνα του Θεού
απαράλλακτος είναι μόνον ο Λόγος, ο Υιός. Ο Λόγος είναι η εικών του Πατρός. Γι’
αυτό, επειδή ο Λόγος είναι η εικών του Πατρός, ο Χριστός είναι η εικόνα του
Πατρός ως Λόγος. Αλλά και από την αντίδοσι των ιδιωμάτων και ο σαρκωμένος
Λόγος, δηλαδή η ανθρώπινη φύσι του Χριστού είναι και αυτή η εικών του Πατρός.
Δηλαδή και η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι εικόνα του Πατρός εξ αιτίας της
Ενσαρκώσεως.
Ο άνθρωπος δεν είναι
εικόνα του Θεού. Λέγεται βέβαια ο άνθρωπος εικόνα του Θεού, καταχρηστικώς όμως.
Κυριολεκτικώς ο άνθρωπος είναι κατ’ εικόνα του Θεού πλασμένος και όχι εικόνα
του Θεού 75. Το τι ακριβώς είναι το κατ’ εικόνα του Θεού, που αναφέρεται στην
Αγία Γραφή ότι επλάσθη ο άνθρωπος, απεκαλύφθη πλήρως μόνον εις την Ενσάρκωσι
76. Διότι ο προορισμός του ανθρώπου ήταν απ’ αρχής να γίνη σαν τον Χριστόν,
δηλαδή κατά χάριν θεός. Να φθάση εις το καθ’ ομοίωσιν. Ενεργεία το κατ’ εικόνα
σημαίνει ομοίωσιν με τον Χριστόν κατά την ευσπλαγχνίαν. Οπότε ο άνθρωπος ως
μιμητής πλέον του Χριστού γίνεται και εκείνος εικόνα του Πατρός κατά χάριν
μετέχων της δόξης του Χριστού.
Έτσι , όταν κάποιος φθάση
στην θέωσι (δηλαδή στο καθ’ ομοίωσιν), τότε γίνεται κατά χάριν Χριστός, δηλαδή
κατά χάριν θεός. Τότε γίνεται όμοιος με τον Χριστόν και δεν διαφέρει από τον
Χριστόν παρά μόνον κατά την φύσιν. Ο Χριστός δεν είναι Θεός κατά χάριν, αλλά
Θεός κατά φύσιν.
Ο Λόγος, όταν εσαρκώθη,
έγινε κατά φύσιν άνθρωπος. Δεν έγινε ο Λόγος κατά χάριν άνθρωπος, αλλά έγινε
κατά φύσιν άνθρωπος. Δεν έγινε δηλαδή κατά την Ενσάρκωσι μία απλή υιοθεσία. Δεν
υιοθέτησε κατά την Ενσάρκωσι ο Θεός Πατήρ έναν άνθρωπο για να κατοικήση μέσα
του και κατ’ αυτόν τον τρόπον να κάνη τον άνθρωπον εκείνον Θεόν, αλλά ο ίδιος ο
Λόγος, ο Υιός του Θεού, έγινε δια της Ενσαρκώσεως κατά φύσιν άνθρωπος.
Έτσι στο πρόσωπο του
Χριστού ενώθηκαν η Θεία με τη ανθρώπινη φύσι. Στο πρόσωπο του Χριστού
συνυπάρχουν η Θεία φύσις του Λόγου και η ανθρώπινη φύσις ασυγχύτως, ατρέπτως
και αδιαιρέτως ενωμένες. Ο Χριστός δεν είναι ένας απλός άνθρωπος, αλλά είναι
Θεάνθρωπος, Θεός και άνθρωπος ταυτοχρόνως, με διακεκριμένα τα ιδιώματα των δύο
φύσεων. Αντικρύζοντας τον Χριστό, αντικρύζομε τον σαρκωμένο Υιό του Θεού. Ο
Λόγος, ο Υιός του Θεού, μετά την Ενσάρκωσι είναι δια παντός ενωμένος με την ανθρώπινη
φύσι στο πρόσωπο του Χριστού77 .
Ο άνθρωπος γίνεται κατά
χάριν ναός του Αγίου Πνεύματος, όταν φθάση στην κατάστασι του φωτισμού, ενώ,
όταν φθάση στην θέωσι, γίνεται κατά χάριν θεός. Όμοιος με τον Χριστόν κατά
χάριν. Ουδέποτε κατά φύσιν. Γι’ αυτό και η ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν δεν
είναι υποστατική, όπως συμβαίνει εις τον Χριστόν. Υπάρχει μόνο μία υποστατική
ένωσις του Θεού με τον άνθρωπο και αυτή είναι η του Υιού και Λόγου του Θεού με
την ανθρώπινη φύσι στο πρόσωπο του Χριστού.
Ο άνθρωπος ενώνεται μόνον
με την ενέργεια (την Χάρι) του Θεού. Ούτε με την ουσία του Θεού ενώνεται ποτέ ο
άνθρωπος ούτε με την υπόστασι του Λόγου. Ενώνεται μόνον με την ανθρωπίνη φύσι
του Χριστού κατά την Θεία Μετάληψι. Δηλαδή ο άνθρωπος ενώνεται με την
τεθεωμένη, αναστημένη και δεδοξασμένη ανθρωπίνη φύσι του Χριστού και δι’ Αυτής,
με την άκτιστη ενέργεια της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού78, που είναι η
άκτιστη Θεία Χάρις. Αυτή είναι που σώζει, αυτή είναι που ανασταίνει, αυτή που
θεραπεύει την ψυχή και το σώμα του ανθρώπου.
Κεφάλαιον 36
Ο Χριστός στην Παλαιά
και στην Καινή Διαθήκη
Στην Καινή Διαθήκη ο
απόστολος Παύλος αποκαλεί τον Χριστόν «Κύριον της δόξης». Εάν ψάξη κανείς στην
Παλαιά Διαθήκη, για να βρη ποιος αποκαλείται εκεί Κύριος της δόξης, τι θα βρη;
Κύριος της δόξης, στην
Εβραϊκή παράδοσι, είναι ο Άγγελος της δόξης, που εμφανίζεται στους Προφήτες της
Παλαιάς Διαθήκης και μέσω του οποίου γίνονται σ’ αυτούς οι αποκαλύψεις της
παρουσίας του Θεού. Κατά τον απόστολο Παύλο, αυτός ο Κύριος της δόξης είναι
Εκείνος που σταυρώθηκε από τους Εβραίους, δηλαδή ο σαρκωμένος Λόγος.
Στην Καινή Διαθήκη
συμβαίνει το εξής:
Όπως στην Παλαιά Διαθήκη
ο Προφήτης βλέπει τον Άγγελο της δόξης κατά την εμπειρία της θεώσεως και μέσω
αυτού του Αγγέλου, ο οποίος είναι ο άσαρκος Λόγος, ο Υιός, του αποκαλύπτεται ο
Θεός, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο μετά την Ενσάρκωσι σε κάθε αποκάλυψι του Θεού
στους Αγίους της Καινής Διαθήκης, δηλαδή σε κάθε εμπειρία θεώσεως, είναι παρών
ο Χριστός.
Ο Απόστολος Παύλος
γράφει, ότι στην γενεά αυτή, στους Αποστόλους και στους Προφήτες (της Καινής
Διαθήκης) αποκαλύπτεται κάτι, που δεν έχει ποτέ ξαναγίνει στους ανθρώπους 79. Η
αποκάλυψις του Θεού στην Καινή Διαθήκη (μετά δηλαδή την Ανάστασι του Χριστού)
δεν ήταν για τον απόστολο Παύλο τίποτε άλλο παρά η αποκάλυψις του Χριστού εν
δόξη.
Αυτή η εμπειρία της
αποκαλύψεως του Θεού στην ανθρώπινη ιστορία (είτε ως ο άσαρκος Άγγελος της
δόξης στην Παλαιά Διαθήκη είτε ως ο Χριστός εν δόξη στην Καινή Διαθήκη) είναι η
σπονδυλική στήλη και της Εβραϊκής παραδόσεως της Παλαιάς Διαθήκης και της
Χριστιανικής παραδόσεως της Καινής Διαθήκης, καθώς και της Πατερικής
παραδόσεως. Και σας φέρνω ένα παράδειγμα προσωπικής μαρτυρίας μέσα στα πλαίσια
της Πατερικής Παραδόσεως: Είναι η εμπειρία της θεώσεως, που είχε ο ίδιος ο
άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος στην μάχη που έδωσε εναντίον των
Ευνομιανών επεκαλέσθη όχι μόνον την μαρτυρία -εμπειρία της θεώσεως των Προφητών
της Παλαιάς Διαθήκης και των Αποστόλων, αλλά και την ιδική του προσωπική
εμπειρία.
Κεφάλαιον 37
Περί της Αγίας Τριάδος
- Ποιος είναι ο Θεός
Από την εμπειρία της
θεώσεως αποκαλύπτονται ωρισμένες διαφοροποιήσεις. Πως γνωρίζομε π.χ. ότι
υπάρχει διάκρισις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος; Πως γνωρίζομε ότι
υπάρχουν τρία Φώτα, τα οποία είναι ένα Φως;
Οι Πατέρες της Εκκλησίας
δεν αρχίζουν από την Αγία Γραφή για να θεολογήσουν. Αλλά, για να κατανοήσουν
της Αγία Γραφή, ξεκινάνε από την ίδια την εμπειρία τους, της θεώσεως. Γι’ αυτό
θα βρούμε ότι στην επιχειρηματολογία των Πατέρων, όταν καταφέρωνται
συγκεκριμένα εναντίον των αιρετικών, δεν επικαλούνται μόνο την Αγία Γραφή, αλλά
επικαλούνται και την ιδική τους προσωπική εμπειρία της θεώσεως. Από την ιδική
τους εμπειρία ξέρουν λοιπόν πολύ καλά ότι ο Θεός είναι Φως. Αλλά ο Θεός δεν
είναι μόνο Φως. Ο Θεός είναι και Σκότος! Όχι Σκότος βέβαια όπως το κτιστό
σκότος, που είναι η απουσία του φωτός (το κτιστό σκότος δεν έχει ιδική του
υπόστασι), αφού δεν υπάρχει, όπως είπαμε, καμμία ομοιότης μεταξύ Θεού και
κτισμάτων. Από που λοιπόν ξέρουν οι Πατέρες αυτό το πράγμα, ότι ο Θεός είναι Φως
αλλά είναι και Σκότος;
Ξέρουν βέβαια από την
Αγία Γραφή, από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, καθώς και από όλην την
Εβραϊκή παράδοσι ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ Θεού και κτισμάτων.
Αλλά αυτό το ξέρουν και από την ιδική τους εμπειρία. Οι ίδιοι ιδόντες τον Θεόν
γνωρίζουν τον Θεόν και κατανοούν όσα έγραψαν οι Προφήτες και οι προ αυτών Άγιοι
της Εκκλησίας γι’ αυτό το θέμα. Επίσης έχοντας διαβάσει τους Προφήτες, όταν
δουν τον Θεόν, αμέσως αναγνωρίζουν, πληροφορούνται ότι εκείνο που βλέπουν είναι
το ίδιο με εκείνο που προσεγγιστικά περιγράφουν οι Προφήτες.
Οι Προφήτες, όταν
μιλούσαν για τις αποκαλύψεις του Θεού σ’ αυτούς, ανέφεραν ότι στην εμπειρία
τους απεκαλύπτετο ένας Άγγελος του Θεού, τον οποίο ωνόμαζαν Γιαχβέ, Κύριο της
δόξης, Μεγάλης βουλής Άγγελο, κλπ.
Αυτός ο Άγγελος, ο οποίος
στην Παλαιά Διαθήκη ονομάζεται Θεός και Γιαχβέ, πάντοτε υπήρχε στις αποκαλύψεις
του Θεού προς τους Προφήτες. Ουδέποτε στην Παλαιά Διαθήκη αποκαλύπτεται ο Θεός,
χωρίς να αποκαλύπτεται μέσω αυτού του Αγγέλου, δηλαδή μέσω του Γιαχβέ. Αυτό
σημαίνει ότι ήδη στην Παλαιά Διαθήκη έχομε σαφώς αναφορά στα δύο πρόσωπα της
Αγίας Τριάδος. Αυτά είναι ο Άγγελος (ο Υιός) και ο Θεός (ο Πατήρ).
Αυτή είναι η θεμελιώδης
διδασκαλία όλων των Πατέρων της Εκκλησίας, Δύσεως και Ανατολής, Λατινοφώνων και
Ελληνοφώνων με μόνη εξαίρεσι τον Αυγουστίνο. Όλοι οι Λατινόφωνοι Πατέρες της
Εκκλησίας, όπως π.χ. ο Τερτυλιανός, ο Κυπριανός Καρχηδόνος, ο Νοβατιανός, ο
Ιλαρίων κλπ., δηλαδή όλοι όσοι έχουν γράψει περί του δόγματος της Αγίας Τριάδος
στην Δύσι στην Λατινική γλώσσα, όλοι ακολουθούν την ίδια παράδοσι με μοναδική
εξαίρεση τον Αυγουστίνο80 .
Από την προσωπική
εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας τι γνωρίζομε περί Αγίας Τριάδος;
Γνωρίζομε ότι η Αγία
Τριάς των Πατέρων είναι Φως, Φως, Φως, εν Φως. Ταυτοχρόνως, τρία Φώτα και ένα
Φως είναι ο Θεός. Λέμε εις το Σύμβολον της Πίστεως: «Πιστεύω εις ένα Θεόν… και
εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν… Φως εκ Φωτός…» κλπ. Οπότε ο Λόγος είναι Φως εκ
Φωτός, Θεός εκ Θεού. Αυτή η διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος δεν είναι απλώς
διδασκαλία της Αγίας Γραφής, αλλά είναι και διδασκαλία που βγαίνει από την
εμπειρία της θεώσεως, κατά την οποία γίνεται επιβεβαίωσις της διδασκαλίας της
Αγίας Γραφής περί της Αγίας Τριάδος. Και συμπίπτει η διδασκαλία της Αγίας
Γραφής με την προσωπική εμπειρία των Πατέρων της Εκκλησίας.
Οι Πατέρες, ευρισκόμενοι
μέσα στο Φως, βλέπουν μέσω του Φωτός το Φως. Έτσι ο άγιος Πατήρ, ο
οποιοσδήποτε, μέσω του Φωτός, το οποίο τον καταυγάζει κατά την εμπειρία της
θεώσεως, βλέπει το Φως. Δηλαδή, μέσω του Λόγου βλέπει τον Πατέρα μέσα στο Φως
εν Πνεύματι Αγίω. Ευρισκόμενος μέσα στο Φως του Αγίου Πνεύματος, μέσω του Φωτός
(του Χριστού), βλέπει το Φως (τον Πατέρα). Αυτή η γνωσιολογική εμπειρία, η
οποία επαναλαμβάνεται στην ζωή της Εκκλησίας σε κάθε εποχή και γενεά, δίνει την
γνώσι και την επιβεβαίωσι, ότι υπάρχουν τρία Φώτα, τα οποία είναι ένα Φως. Από
τα τρία αυτά Φώτα, το ένα πηγάζει από την υπέρ τον ήλιον δεδοξασμένη ανθρωπίνη
φύσι του Χριστού. Αυτός είναι ο Θεός. Και αυτά είναι τα όρια, τα σύνορα, της
ανθρωπίνης γνώσεως.
Όταν όμως μιλούμε για το
δόγμα της Αγίας Τριάδος, χρησιμοποιούμε νοήματα και λέξεις. Τα νοήματα όμως
είναι όλα παρμένα από την ανθρώπινη εμπειρία. Μιλούμε δηλαδή για πράγματα, τα
οποία είναι κτίσματα. Αλλά, όταν π.χ. λέμε φως, δεν μπορούμε να έχωμε στο μυαλό
μας νοήματα ή εικόνα του ακτίστου Φωτός. Γιατί; Διότι, εφ’ όσον δεν έχωμε την
εμπειρία του ακτίστου Φωτός, όταν λέμε φως, έρχεται στο νου μας η εικόνα του
κτιστού φωτός του ηλίου και όχι κάποια εικόνα του ακτίστου Φωτός.
Όταν εμείς λέμε άκτιστο
Φως, τι εννοούμε; Εννοούμε ένα Φως, που δεν είναι κτίσμα. Λέγοντας όμως την
λέξι φως, έστω και αν μιλάμε για το άκτιστο Φως, αυτόματα στην φαντασία μας
σχηματίζεται η εικόνα του κτιστού φωτός, γιατί αυτήν έχει αποθηκευμένη η μνήμη
μας. Η σκέψις μας τότε πάει είτε στην εικόνα του ηλιακού φωτός είτε σε εικόνα
του ηλεκτρικού φωτός είτε σε εικόνα του φωτός της φωτιάς κλπ.
Μετά σκεπτόμαστε και το
σκότος, από το οποίο το διαφοροποιούμε, και λέμε ότι το άκτιστο Φως δεν είναι
σκότος, αλλά είναι φως και το συσχετίζομε πάλι με το μέσον, με το κτιστό δηλαδή
φως, μέσω του οποίου βλέπομε. Έτσι με όλα αυτά δημιουργούμε μία φαντασία περί
του ακτίστου Φωτός, η οποία δεν έχει καμμία σχέσι με την αλήθεια περί του
ακτίστου Φωτός. Εμείς τελικά μένομε πάντα εγκλωβισμένοι στην γνώσι και εμπειρία
μας περί του κτιστού φωτός.
Όταν συναντώνται δύο
Προφήτες της Καινής Διαθήκης π.χ. της εποχής του αποστόλου Παύλου ή δύο
σημερινοί άγιοι, που έχουν δει και οι δύο το άκτιστο Φως και έχουν κοινή
εμπειρία, τότε αυτοί οι δύο μπορούν να μιλούν για το άκτιστο Φως και να
κατανοούν ο ένας τον άλλον σε ό,τι λένε. Διότι μιλούν την ίδια γλώσσα.
Εμείς όμως μιλώντας για
το άκτιστο Φως, δεν μιλάμε από ιδική μας ή για ιδική μας εμπειρία, αλλά για
εμπειρίες άλλων, που είδαν το άκτιστο Φως.
Το ίδιο συμβαίνει μεταξύ
πχ. δύο αστρονόμων, που έχουν δει μέσα από το τηλεσκόπιο ένα αόρατο για τα δικά
μας μάτια άστρο. Μιλάνε και αυτοί για κοινή εμπειρία, άρα στην ίδια γλώσσα.
Όταν όμως εμείς διαβάζωμε στα βιβλία τους για αυτό το άστρο, χωρίς να έχωμε
εικόνες του, είναι το ίδιο πράγμα; Άλλο είναι να έχη κανείς προσωπική εμπειρία
για κάτι και να μιλάη γι’ αυτό και άλλο απλώς να έχη διαβάσει γι’ αυτό.
Οπότε σύμφωνα με αυτά η
Αγία Γραφή τι είναι; Σε τι διαφέρει από ένα βιβλίο Αστρονομίας; Αστρονόμος
είναι εκείνος που βλέπει, παρατηρεί και μελετά τα άστρα και όχι εκείνος που
απλώς διαβάζει μόνο γι’ αυτά. Λοιπόν, αν μόνο διαβάζω την Αγία Γραφή, αν
διαβάζω επίσης τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, ακόμη και βιβλία περί
Ορθοδόξου Θεολογίας, σημαίνει ότι είμαι θεολόγος; Ποιος είναι εκείνος, που
κατανοεί πλήρως την Αγία Γραφή, καθώς και τα συγγράμματα των Πατέρων; Εκείνος
που απλώς τα διαβάζει ή εκείνος που ήδη έχει προσωπική εμπειρία για όσα
περιγράφονται, αναφέρονται ή αναλύονται στα συγγράμματα αυτά; Εκείνος που έχει
και εμπειρία φυσικά εν Αγίω Πνεύματι. Έτσι οι Πατέρες λένε για εκείνον, που
απλώς διαβάζει την Αγία Γραφή ή τα συγγράμματά τους και μετά μιλάει για όσα
διάβασε, ότι είναι απλώς θεολογών. Είναι όμως θεολόγος κατά κυριολεξίαν; Όχι,
βέβαια.
Κεφάλαιον 38
Η Αγία Γραφή υπό το
πρίσμα της Δυτικής Θεολογίας
Εάν θέλη κάποιος να βρη
μία σωστή ερμηνεία για κάποιο θέμα στην Ιατρική επιστήμη, θα απευθυνθή σε
φοιτητή Ιατρικής ή σε καθηγητή Ιατρικής; Θα απευθυνθή σε καθηγητή Ιατρικής.
Έτσι είναι και στην Θεολογία. Όμως υπάρχουν διάφορα στάδια θεολογίας. Στην
Παλαιά Διαθήκη έχομε τους προφήτες. Αλλά τι είναι αυτοί οι προφήτες;
Η παράδοση του
Αυγουστίνου και του Λατινικού Μεσαίωνα λέγει ότι ο Θεός μίλησε στους προφήτες
της Παλαιάς Διαθήκης και ότι οι προφήτες άκουσαν από τον Θεό λόγια. Αυτή η
παράδοσις υπάρχει ακόμη και σήμερα στην Δυτική Θεολογία, διότι σ’ αυτήν ο
προφήτης ταυτίζεται με εκείνον που έχει δεχθή μηνύματα από τον Θεόν.
Στην Εβραϊκή Παράδοσι
όμως προφήτης είναι εκείνος ο οποίος εδοξάσθη. Εκείνος δηλαδή που είδε την
δόξαν του Αγγέλου ή διαφορετικά τον Άγγελον εν δόξη. Μάλιστα στην εμπειρία της
καιομένης αλλά μη καταφλεγομένης βάτου, που είχε ο Μωϋσής, σ’ αυτήν την
εμπειρία, στην βάτο παρών είναι ο Θεός Πατήρ, που είναι το Φως, παρών είναι
επίσης ο Υιός –Λόγος, που είναι το Φως μέσω του οποίου βλέπει ο Μωϋσής το πρώτο
Φως, και μετά παρόν είναι το Πυρ, που είναι το Άγιον Πνεύμα. Αυτή είναι η
Πατερική ερμηνεία της αποκαλύψεως αυτής του Θεού. Ότι δηλαδή εκεί είναι η Αγία
Τριάς παρούσα.
Οπότε ο Μωϋσής ευρίσκεται
μέσα σ’ ένα Πυρ που δεν καίει και το οποίο δεν καταναλίσκει, δεν καταφλέγει την
βάτο. Η βάτος παραμένει ανέπαφος, πράγμα που σαφώς σημαίνει ότι δεν πρόκειται περί
κτιστού πυρός, περί κτιστής φωτιάς, διότι, αν ήταν κτιστή η φωτιά εκείνη, η
βάτος θα καιγόταν τελείως. Εκτός και αν έγινε κανένα θαύμα εκεί, συμπέρασμα στο
οποίο θα καταλήξη εύκολα κάποιος, αν δεν δεχθή την Ορθόδοξη διδασκαλία περί
θεώσεως, οπότε τότε θα καταντήση με πολλά θαύματα στην τσέπη του, διαβάζοντας
την Παλαιά Διαθήκη.
Δηλαδή βλέπομε ότι στην
Ορθόδοξη παράδοσι το φαινόμενο της καιομένης και μη καταφλεγομένης βάτου δεν
ήταν θαύμα. Ήταν απλώς η αποκάλυψις της δόξης του Θεού. Για τον Αυγουστίνο και
τους ομοίους του όμως ήταν μεγάλο θαύμα, διότι ο Θεός δεν άφησε την κτίστη
φωτιά να κάψη την βάτο!
Διαβάζοντας κανείς την
Παλαιά Διαθήκη με Δυτικά γυαλιά, θα την βρη γεμάτη θαύματα. Αν όμως την διαβάση
με Πατερικά γυαλιά, δεν υπάρχουν θαύματα στις περιπτώσεις των Θεοφανείων. Απλώς
υπάρχουν και περιγράφονται αποκαλύψεις της δόξης του Θεού.
Το ίδιο συμβαίνει και
στην Καινή Διαθήκη στις ανάλογες περιπτώσεις. Εκείνος που δεν κατανοεί τι εστί
εμπειρία θεώσεως και διαβάζει Αγία Γραφή, δηλαδή εκείνος που δεν βρίσκεται μέσα
στην Πατερική παράδοσι, που είναι κληρονομημένη από την Εβραϊκή παράδοσι, και
δεν κατέχει τα Πατερικά ερμηνευτικά κλειδιά, δεν μπορεί να ερμηνεύση σωστά την
Αγία Γραφή.
Κεφάλαιον 39
Περί της ουσίας του
Θεού
Όσον αφορά τώρα στην
ουσία του Θεού, υπάρχουν στις δύο Διαθήκες οι εξής διακρίσεις:
α) Στην Παλαιά Διαθήκη
Υπάρχουν:
•
Ο Θεός, ο Γιαχβέ και το Πνεύμα του Θεού.
•
Ο Θεός, ο Κύριος της
δόξης και το Πνεύμα του Θεού.
•
Ο Θεός, ο Άγγελος και το Πνεύμα του Θεού.
Δηλαδή στην Παλαιά
Διαθήκη υπάρχει σαφής ορολογία περί της Αγίας Τριάδος.
β) Στην Καινή Διαθήκη
Εδώ προστίθενται εκτός
από τους παραπάνω όρους και οι όροι Πατήρ και Υιός. Δηλαδή η μόνη διαφορά στην
ορολογία
περί Θεού στην Καινή
Διαθήκη είναι ότι προστίθενται ο Πατήρ και ο Υιός.
Αυτή η διαφορά προσετέθη
εξ αιτίας της Ενσαρκώσεως. Εξ αιτίας της Ενσαρκώσεως αποκαλύπτεται στην Καινή
Διαθήκη ο Θεός ως Πατήρ και ο Άγγελος ως Υιός. Εκτός από αυτήν την διαφορά δεν
υπάρχει άλλη διαφορά, όπως είπαμε, μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης ως προς
την ορολογία περί Θεού.
Εκτός όμως από την
διδασκαλία περί Θεού, Αγγέλου και Πνεύματος υπάρχουν και άλλες διακρίσεις, που
αφορούν την Αγία Τριάδα. Εκείνες μεταξύ της ουσίας του Θεού και της ενεργείας
του Θεού, καθώς και μεταξύ των υποστάσεων του Θεού, ποια είναι δηλαδή τα
χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κάθε υποστάσεως.
Αυτές όμως οι διακρίσεις,
που γίνονται από τους Πατέρες, είναι φιλοσοφικές διακρίσεις; Δηλαδή προέρχονται
από την φιλοσοφική σκέψι των Πατέρων; Ή είναι αποτέλεσμα της εμπειρίας της
θεώσεως; Απάντησις: Στην Πατερική παράδοσι η διάκρισις αυτή δεν είναι
αποτέλεσμα φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά προέρχεται εξ ολοκλήρου από την εμπειρία
της θεώσεως.
Στην Δυτική Θεολογία όμως
η διάκρισις που κάνουν οι θεολόγοι της Δύσεως στο θέμα αυτό είναι αποτέλεσμα
όχι μόνον χρήσεως των κατατεθειμένων στοιχείων της Παραδόσεως, αλλά και
φιλοσοφικού στοχασμού. Ακριβώς δε εξ αιτίας αυτού του γεγονότος οι Δυτικοί
πέσανε σε αιρέσεις. Έκαναν δηλαδή μεταφυσική (οντολογική) διάκρισι και όχι
εμπειρική.
Κεφάλαιον 40
Πατερικές διακρίσεις
στην Αγία Τριάδα
Η Πατερική διάκρισις
μεταξύ ουσίας και ενεργείας, καθώς και μεταξύ των τριών υποστάσεων του Θεού,
βασίζεται αποκλειστικά στην εμπειρία της θεώσεως. Στην Παλαιά Διαθήκη η
διάκρισις μεταξύ Θεού, Αγγέλου και Πνεύματος υπάρχει από την εμπειρία των
Προφητών. Στην Καινή Διαθήκη η διάκρισις μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου
Πνεύματος προέρχεται από την εμπειρία της θεώσεως εν αναφορά προς την
Ενσάρκωσι. Έχοντες οι Απόστολοι και οι Πατέρες την ίδια εμπειρία με τους
Προφήτες, διεπίστωσαν το Φως εν Φωτί δια του Φωτός.
Στην Καινή Διαθήκη ο
Πατέρας δεν είναι ενσαρκωμένος ούτε το Άγιον Πνεύμα είναι ενσαρκωμένο. Από την
εμπειρία της θεώσεως διαπιστώνεται ότι ενσαρκωμένο είναι μόνον το ένα Φως, ο
Λόγος. Οπότε υπάρχει μία ένωσις μεταξύ της ανθρώπινης φύσεως του Χριστού και
του ακτίστου, η οποία δεν συμπεριλαμβάνει και τα τρία Φώτα, αλλά μόνο το ένα
Φως. Στους Πατέρες το εν Φωτί δεν είναι ενσαρκωμένο. Ενσαρκωμένο είναι μόνο το
δια του Φωτός. Μετά την Ενσάρκωσι το δια του Φωτός γίνεται δια της ανθρωπίνης
φύσεως του Χριστού. Εν τω Φωτί (του Αγίου Πνεύματος), δια του Φωτός (του
Χριστού) βλέπομε την πηγή του Φωτός (τον Πατέρα). Εδώ το «δια του Φωτός»
συνδέεται άμεσα με το «εν τη ανθρωπίνη φύσει του Χριστού». Δια της ανθρωπίνης
φύσεως του Χριστού, δια του σαρκωμένου Λόγου βλέπομε τον Πατέρα εν Πνεύματι
Αγίω.
Η εμπειρία της θεώσεως
είναι εκείνη που δίνει την σωστή ερμηνεία για τα αναφερόμενα στην Αγία Γραφή.
Δεν αποκλείονται βέβαια
και άλλες ερμηνείες της Αγίας Γραφής. Διότι υπάρχουν και άλλες ερμηνείες της
Αγίας Γραφής, που είναι οι ερμηνείες των αιρετικών. Π.χ. των Αρειανών, των
Ευνομιανών, των Μοναρχιανών, των Δυναμικών και Τροπικών, των Νεστοριανών κλπ.
Γιατί όμως όλες αυτές, οι άλλες ερμηνείες να μην είναι σωστές και να είναι
σωστή μόνο η Ορθόδοξη ερμηνεία; Γιατί π.χ. να είμαι υποχρεωμένος από
επιστημονικής απόψεως να φθάσω να αποδεχθώ το συμπέρασμα ότι μόνον οι Ορθόδοξοι
έκαναν σωστή ερμηνεία και δεν έκανε σωστή ερμηνεία και ένας αιρετικός;
Εδώ φυσικά δεν έχει καμμία
θέσι η Θεολογία των μοντέρνων Ορθοδόξων, που λένε: Οι επίσκοποι της Εκκλησίας,
που αποτελούν τα μέλη των Οικουμενικών Συνόδων έχουν από τον Θεό το Πνεύμα το
Άγιο, καθώς και την κανονική χειροτονία και, όταν συνέρχωνται εν Συνόδω, σε μία
Οικουμενική Σύνοδο, αποφαίνονται αλαθήτως κλπ. Και δεν έχει εδώ καμμία θέσι μία
τέτοια Θεολογία, διότι δεν φωτίζει κάποιον επίσκοπο το Πνεύμα το Άγιο έτσι
απλώς, επειδή έχει κανονική χειροτονία ή επειδή συνέρχεται σε Σύνοδο, έστω και
Οικουμενική ή επειδή έχει ανάγκη η Εκκλησία ή επειδή γίνεται κοινή προσευχή από
όλα τα μέλη της Συνόδου. Χρειάζονται και άλλες ουσιαστικές προϋποθέσεις, δηλαδή
το να ευρίσκεται ήδη ο επίσκοπος σε κατάστασι φωτισμού.
Μετά έρχονται οι Παπικοί
και λένε τα δικά τους, ότι δηλαδή όταν ο Πάπας αποφασίση κάτι, αυτό είναι
αλάθητο! Σαν να υπάρχη δηλαδή μία διαιτησία μέσα στην Εκκλησία, που είναι το
Πνεύμα το Άγιο, ώστε να αποφασίζη η Εκκλησία μέσω κάποιας διαιτησίας για το
ποιος θεολόγος έχει δίκιο ή για το ποια Θεολογία είναι σωστή! Αυτό όμως είναι
το έργο του Αγίου Πνεύματος; Έτσι ανιχνεύεται η αλήθεια της Εκκλησίας;
Κεφάλαιον 41
Διάκρισις μεταξύ
ουσίας και ενεργείας του Θεού
Όταν μιλάμε στην Ορθόδοξη
παράδωσι για διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό, εννοούμε την φυσική
ενέργεια της ουσίας, η οποία διακρίνεται από την ουσία του Θεού. Αλλά η φυσική
ενέργεια της ουσίας του Θεού δεν είναι κάτι το διαφορετικό και ξεχωριστό από
την ουσία του Θεού. Δεν είναι άλλο η ουσία και άλλο η ενέργεια της ουσίας. Όμως
ωρισμένοι δικοί μας θεολόγοι μιλάνε για την ενέργεια του Θεού σαν να είναι κάτι
διαφορετικό από την ουσία του Θεού. Λένε δηλαδή ότι άλλο είναι η ουσία του Θεού
και άλλο είναι η ενέργεια της ουσίας.
Πράγματι αυτήν την εντύπωσι μπορεί να
αποκομίση κάποιος, όταν διαβάζη τους Πατέρες, ότι δηλαδή άλλο πράγμα είναι η
ουσία και άλλο η ενέργεια του Θεού. Όμως εκφράζονται έτσι οι Πατέρες μόνο για
να τονίσουν την διάκρισι μεταξύ ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Εκείνο όμως που
αυτοί οι θεολόγοι δεν παρατηρούν είναι ότι οι Πατέρες λένε ότι η ενέργεια του
Θεού είναι η φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού, δηλαδή ότι είναι ουσιώδης
ενέργεια. Η ουσία του Θεού έχει μία φυσική ενέργεια, η οποία οφείλεται στην
ύπαρξι της ουσίας. Γι’ αυτήν την φυσική
ενέργεια της ουσίας μιλάνε οι Πατέρες.
Το άλλο που τονίζουν οι
Πατέρες είναι ότι αυτή η φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού, όπως και η ουσία
του Θεού, είναι απολύτως απλή. Αυτή όμως η μία απλή ενέργεια μερίζεται
αμερίστως εν μεριστοίς. Τι σημαίνει όμως αυτό; Εξ επόψεως του νόμου των
αντιθέσεων του Αριστοτέλους αυτό είναι μία ανοησία. Διότι τι σημαίνει λογικά
μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς; Δηλαδή τι σημαίνει ότι αυτή η ενέργεια
κομματιάζεται χωρίς να κομματιάζεται; Πως δηλαδή κάτι μπορεί να γίνεται πολλά
και ταυτόχρονα να παραμένει ένα; Όμως όντως αυτή η απλή ενέργεια μερίζεται
αμερίστως εν μεριστοίς! Το λένε οι Πατέρες αυτό το πράγμα. Το λέγει ο άγιος
Γρηγόριος ο Θεολόγος. Αλλά η ίδια έκφρασις υπάρχει και στον άγιο Ιωάννη τον
Δαμασκηνό, καθώς και στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Όλοι τους λένε ότι αυτή η
απλή ενέργεια πολλαπλασιάζεται. Πως; Απολλαπλασιάστως. Που; Εν πολλοίς.
Τι σημαίνει όμως αυτό;
Σημαίνει ότι, όταν ο προφήτης έλθη σε θέωσι, κατά την οποία βρίσκεται σε επαφή
με τον Θεό, βλέπει ότι αυτή η απλή ενέργεια του Θεού υπάρχει μέσα σε όλα τα
κτίσματα. Μία είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά με πολλά αποτελέσματα. Και η μία
αυτή ενέργεια, είναι σε κάθε τι μία ενέργεια. Και ότι μέσα σε κάθε μία από
αυτές τις ενέργειες όλος ο Θεός είναι παρών!
Ο Θεός, όταν δημιουργή
τον κόσμον, δημιουργεί τον κόσμον όχι κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν και κατά
βούλησιν. Οπότε υπάρχει ένωσις της ακτίστου ενεργείας του Θεού με τα κτίσματα.
Η ενέργεια του Θεού είναι
πολύ απλή. Διακρίνεται όμως σε δημιουργική ενέργεια του Θεού, σε προνοητική
(συντηρητική) ενέργεια του Θεού, σε καθαρτική ενέργεια του Θεού, σε φωτιστική
ενέργεια του Θεού, σε θεωτική ενέργεια του Θεού. Μεταξύ αυτών των μορφών της
μίας και μόνης ενεργείας του Θεού δεν υπάρχει ταυτότης. Αν υπήρχε ταυτότης,
τότε όλα τα κτίσματα θα μετείχαν π.χ. στην θεωτική ενέργεια του Θεού. Τι θα
εσήμαινε όμως αυτό; Ότι όλα τα κτίσματα θα έβλεπαν τον Θεόν. Πως το ξέρομε όμως
ότι δεν υπάρχει ταυτότης; Από την εμπειρία της Θείας Χάριτος η Εκκλησία ξέρει
πολύ καλά ότι η φωτιστική π.χ. ενέργεια του Θεού δεν είναι το ίδιο με την
θεωτική ενέργεια του Θεού. Γιατί; Διότι εκείνοι που φθάνουν στην θέωσι είναι οι
Άγιοι. Οι άλλοι δεν φθάνουν στην θέωσι.
Οπότε το μερίζεται εν
μεριστοίς δεν σημαίνει ότι αυτό που είναι μεγάλο (ο Θεός) μεριζόμενο, γίνεται
μικρό, ότι λιγοστεύει δηλαδή ο Θεός.
Κεφάλαιον 42
Περί του Μυστηρίου
της Θείας Ευχαριστίας
Αυτό ακριβώς είναι και η
ουσία του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας. Διότι τι λέγει ο ιερεύς μετά τον
καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων εκεί στις ευχές; Δεν λέγει: «Μελίζεται ο άρτος της
ζωής, ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος…»;
Τι σημαίνουν όμως αυτά; Ότι στο Μυστήριο της παρουσίας του Θεού, στην Καινή
Διαθήκη μετέχει και η ανθρώπινη φύσις του Χριστού. Οπότε τώρα ο τρόπος της
παρουσίας και φανερώσεως του Θεού στον άνθρωπο είναι και δια της ανθρωπίνης
φύσεως του Χριστού, η οποία και αυτή τώρα μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς!
Έτσι από την εμπειρία της
θεώσεως γνωρίζομε ότι η μία απλή ενέργεια του Θεού μερίζεται αμερίστως εν
μεριστοίς. Εκείνο δε, που γίνεται κατά την Θεία Ευχαριστία, είναι απόρροια της
Ενσαρκώσεως. Μετά την Ανάστασι του Κυρίου γνωρίζομε τον Χριστό μόνον κατά
δόξαν, δηλαδή εν δόξη. Δεν γνωρίζομε τώρα τον Χριστόν κατά σάρκα. Αυτό όμως δεν
σημαίνει ότι ο Χριστός είναι άσαρκος. Ο Χριστός είναι ένσαρκος και έχει πλήρη
ανθρώπινη φύσι, η οποία τώρα, δηλαδή μετά την Ανάληψί Του, είναι δεδοξασμένη.
Όταν κοινωνούμε το Σώμα
και το Αίμα του Κυρίου, δεν παίρνομε μόνο ένα κομμάτι του Χριστού μέσα μας,
αλλά ο καθένας που κοινωνεί παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα Του. Όμως εξ
αιτίας αυτού δεν υπάρχουν πολλοί Χριστοί. Ένας είναι ο Χριστός και αυτός ο
Χριστός, που είναι ένας, βρίσκεται ολόκληρος μέσα σε κάθε πιστό που κοινώνησε
των Αχράντων Μυστηρίων. Επάνω δηλαδή στο άγιο Αρτοφόριο, εκεί που κομματιάζεται
ο Αμνός από τον ιερέα, δεν κομματιάζεται ο Χριστός, αλλά πολλαπλασιάζεται
απολλαπλασιάστως εις τους πολλούς. Υπάρχει δηλαδή ολόκληρος ο Χριστός σε κάθε
ένα τεμάχιο του Θείου Άρτου (μαργαρίτη). Αυτό είναι το Μυστήριο της παρουσίας του Θεού στον άνθρωπο.
Το ίδιο τώρα συμβαίνει
και στους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Χριστός εδώ εμφανίζεται άσαρκος.
Εμφανίζεται ο Λόγος, ο Άγγελος. Ταυτόχρονα όμως και τότε ήταν παρών ο Άγγελος,
δηλαδή ο Θεός και στον Προφήτη, αλλά και στην υπόλοιπη κτίσι.
Κεφάλαιον 43
Περί της Ενσαρκώσεως
Ο Θεός δεν είναι
περιωρισμένος κατ’ ουδένα τρόπον. Γι’ αυτό τονίζουν οι Πατέρες ότι ο Θεός Πατήρ
είναι πανταχού παρών κατ’ ενέργειαν. Λόγω της υποστατικής ενώσεως του Λόγου με
την ανθρώπινη φύσι στο πρόσωπο του Χριστού είναι επίσης πανταχού παρών και ο
Χριστός ως Λόγος κατ’ ενέργειαν, είναι όμως απών ο Χριστός ως Λόγος, κατ’
ουσίαν. Η ανθρώπινη φύσις του Χριστού όμως είναι πανταχού παρούσα κατ’ ουσίαν.
Ο Θεός, δηλαδή η Αγία
Τριάς είναι απών κατ’ ουσίαν στον κόσμο. Διότι ο Θεός δεν έχει κατ’ ουσίαν
σχέσεις με τον κόσμο, επειδή οι σχέσεις του Θεού με τον κόσμον είναι μόνο κατά
βούλησιν και κατ’ ενέργειαν. Κατ’ ουσίαν σχέσεις με τον κόσμον έχει μόνον η
ανθρώπινη φύσις του Χριστού, που είναι πανταχού παρούσα. Όχι η Θεία φύσις του
Χριστού.
Αυτές οι διαφοροποιήσεις
λοιπόν συνιστούν την Ορθόδοξη διδασκαλία περί της ουσίας και ενεργείας του
Θεού, που είναι πάρα πολύ απλή. Το θεμέλιο αυτής της διδασκαλίας είναι αυτή
αύτη η εμπειρία της θεώσεως. Καμμία φιλοσοφία δεν υπεισέρχεται εδώ. Οι
διακρίσεις αυτές, που κάνουν οι Πατέρες της Εκκλησίας, δεν είναι αποτέλεσμα φιλοσοφικού
στοχασμού, διότι γνωρίζουν εξ ιδίας εμπειρίας ότι στην εμπειρία της θεώσεως ο
θεούμενος είναι ενωμένος με τον Θεόν κατ’ ενέργειαν.
Η υποστατική ένωσις όμως
του Χριστού με τον Θεόν Λόγον δεν είναι αυτής της φύσεως. Δεν είναι ενωμένος ο
Χριστός με τον Λόγον κατ’ ενέργειαν ή απλώς κατά την βούλησιν του Θεού. Αλλά
είναι ενωμένος ο Χριστός (η ανθρωπίνη Του φύσις) με τον Λόγο κατά φύσιν.
Κεφάλαιον 44
Περί του μυστηρίου
της Αγίας Τριάδος
Θέωσις του ανθρώπου είναι
η μετοχή του, στην ενέργεια του Θεού. Η θέωσις όμως της ανθρωπίνης φύσεως του
Χριστού οφείλεται στην ένωσί Της με την ουσία του Θεού (ατρέπτως και
αναλλοιώτως). Ο άνθρωπος, ο Άγιος, βλέπει την ενέργεια του Θεού. Ο Χριστός όμως
βλέπει, γνωρίζει την ουσία του Θεού. Διότι έχομε υποστατική ένωσι του Λόγου με
την ανθρώπινη φύσι του Χριστού στο πρόσωπο του Χριστού.
Έτσι ο άνθρωπος
μετέχοντας στην ενέργεια του Θεού γνωρίζει μόνον ό,τι και όσα ο Θεός του
αποκαλύπτει. Εάν ο άνθρωπος μετείχε κατά την εμπειρία της θεώσεως στην ουσία
του Θεού, θα είχε όλη την γνώσι που έχει η Αγία Τριάς. Και, εφ’ όσον γνωρίζη ο
άνθρωπος ότι δεν έχει όλη την γνώσι της Αγίας Τριάδος, γι’ αυτόν τον λόγον
θεωρείται βλασφημία να πη ο άνθρωπος ότι μετέχει στην ουσία του Θεού. Στην
ουσία του Θεού είναι τελείως αμέτοχος ο άνθρωπος.
Κάτοχοι της Θείας ουσίας
είναι μόνον ο Πατήρ, ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον. Την ουσία του Θεού γνωρίζει
μόνον ο ίδιος ο Θεός. Ο Πατήρ γνωρίζει την ουσίαν Του, ο Υιός γνωρίζει την
ουσίαν Του, το Πνεύμα το Άγιον γνωρίζει την ουσίαν Του. Οπότε η γνώσις της
ουσίας του Θεού είναι κτήμα μόνον των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Δεν
είναι κτήμα των ανθρώπων η γνώσις αυτή. Διότι ο άνθρωπος γνωρίζει περί Θεού
μόνον όσα γνωρίζει εξ αποκαλύψεως κατά την εμπειρίαν της θεώσεως.
Όμως αυτή η γνώσις της
εμπειρίας της θεώσεως δεν είναι γνώσις. Διότι η ανθρωπίνη γνώσις βασίζεται στην
ομοιότητα και την διαφορά. Εδώ όμως, επειδή δεν υπάρχει καμμία ομοιότης μεταξύ
κτιστού και ακτίστου, η γνώσις αυτή περί Θεού δεν είναι γνώσις. Γι’ αυτό και η
γνώσις αυτή, της εμπειρίας της θεώσεως λέγεται και αγνωσία! Και λέγεται
αγνωσία, διότι ο άνθρωπος, που αξιούται της εμπειρίας της θεώσεως, υπερβαίνει
τον εαυτό του. Γιατί; Διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως ο άνθρωπος φεύγει απ’
ό,τι ήξερε μέχρι τότε, εισέρχεται στον χώρο του ακτίστου, όπου δεν γνωρίζει
τίποτε και γνωρίζει τον Θεόν μέσω του Θεού. Το μέσον της γνώσεως είναι ο ίδιος
ο Θεός. Τότε γνωρίζει τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω δια του Λόγου. Γι’ αυτό είπε
ο Χριστός: «Ο εωρακώς εμέ, εώρακε τον Πατέρα»81 . Αυτό αναφέρεται στο γεγονός
ότι ο άνθρωπος μόνον μέσω του Θεού, και μετά την Ενσάρκωσι μέσω του Χριστού,
μπορεί να γνωρίση τον Θεόν.
Σ’ αυτήν τώρα την γνώσι
μετέχει και η διάνοια (λογική) και ο νους (η νοερά ενέργεια και αίσθησι) και οι
αισθήσεις και το σώμα του ανθρώπου. Ολόκληρος ο άνθρωπος μετέχει. Οπότε
ολόκληρος ο άνθρωπος θεούται. Θεούται και το σώμα του γι’ αυτό και ευωδιάζει.
Όχι μόνο η ψυχή του. Διότι μετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος στην εμπειρία της
θεώσεως και όλος ο άνθρωπος βλέπει. Αλλά τι βλέπει; Αυτό είναι το θέμα. Τι
βλέπει; Ούτε χρώμα βλέπει ούτε σχήμα βλέπει ούτε διαστάσεις βλέπει ούτε μέγεθος
βλέπει ούτε φως βλέπει ούτε σκότος βλέπει. Δεν βλέπει τίποτε που να μοιάζη με
τα ανθρώπινα, εκτός από την δεδοξασμένη ανθρώπινη φύσι του Χριστού, που είναι
το κέντρο αυτής της αποκαλύψεως. Και, βλέποντας τον Χριστόν, τότε βλέπει και
τον Πατέρα εν Πνεύματι Αγίω.
Τώρα ερχόμεθα στο εξής:
Άλλη είναι η σχέσις μεταξύ των τριών Προσώπων της Αγίας Τριάδος, δηλαδή η
αλληλοπεριχώρησις των τριών Προσώπων, άλλη είναι η ένωσις της ανθρώπινης φύσεως
του Χριστού με τον Λόγον και άλλη είναι η ένωσις των θεουμένων με τον Θεόν.
Ειδικώτερα αυτά τα δύο τελευταία είναι δύο διαφορετικά πράγματα εξ επόψεως
ανθρωπίνης εμπειρίας. Διότι, ενωμένος ο θεούμενος με τον Θεόν Πατέρα μέσω της
ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, διαπιστώνει ότι διαφορετικά μετέχομε εμείς οι
άνθρωποι στο άκτιστο, διαφορετικά μετέχει η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού στο
άκτιστο και άλλη σχέσι έχουν μεταξύ τους τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Για να μπορή λοιπόν να
γίνη σωστή κατάταξις αυτής της πνευματικής εμπειρίας και πραγματικότητος,
έκαναν οι Πατέρες τις παραπάνω διακρίσεις. Για ποιον απώτερο λόγο; Δεν τις
έκαναν για να κατανοήσουν κανένα μυστήριο καλύτερα, αλλά τις έκαναν για να
πολεμήσουν εναντίον των αιρετικών, οι οποίοι έκαναν εσφαλμένες ερμηνείες επάνω
στα θέματα αυτά. Το έργο αυτό των Πατέρων, το να χρησιμοποιούν δηλαδή τέτοια
ειδική ορολογία, δεν έγινε για την κατανόησι κανενός δόγματος, διότι ο σκοπός
του δόγματος δεν είναι η κατανόησίς του, αλλά η κατάργησίς του, η οποία συμβαίνει
όταν ο άνθρωπος ενωθή με το ίδιο το Μυστήριο που εκφράζει το δόγμα. Τότε
καταργείται το δόγμα, το οποίο ούτως ή άλλως δεν έγινε ποτέ κατανοητό εξ
επόψεως νοησιαρχικής. Καταργείται το δόγμα, εφ’ όσον υπάρχη πια ένωσις με το
ίδιο το Μυστήριο.
Η ένωσις όμως με το
Μυστήριο δεν σημαίνει ότι καταργείται το Μυστήριο. Το Μυστήριο παραμένει. Ο
άνθρωπος ενωμένος με το Μυστήριο της Αγία Τριάδος είναι ενωμένος με Κάποιον, ο
οποίος ξεφεύγει από όλα τα νοήματα των ανθρώπων. Διότι ο άνθρωπος, όταν έχη
όρασι, εμπειρία του Μυστηρίου, όταν δηλαδή βρεθή σε κατάστασι θεώσεως,
αντιμετωπίζει κάτι το απερίγραπτο. Όχι μόνο οι υποστάσεις του Θεού είναι
απερίγραπτες (εκτός από την ανθρώπινη υπόστασι του Χριστού), αλλά και η
ενέργεια του Θεού είναι στην κυριολεξία απερίγραπτη. Δεν εντάσσεται η γνώσις
της ενεργείας του Θεού μέσα στις γνωσιολογικές δυνατότητες του ανθρώπου. Η
γνώσις των ενεργειών του Θεού υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες.
Γι’ αυτόν τον λόγο, όταν
λέμε ότι στον Θεό υπερβαίνεται ο νόμος των αντιθέσεων του Αριστοτέλους, αυτό
δεν ισχύει μόνο για την ουσία του Θεού, αλλά και για την ενέργεια του Θεού.
Όταν π.χ. οι Πατέρες λένε ότι ο Θεός κατοικεί μέσα σε Φως («Φως οικών απρόσιτον»82)
ή μέσα σε Σκότος («Γνόφος υπό τους πόδας Αυτού»83), καθώς και ότι ο Θεός είναι
λόγος, άλογος, υπέρλογος, δεν εννοούν την ουσία του Θεού, αλλά την ενέργεια του
Θεού.
Οπότε η Αποφατική
λεγομένη Θεολογία δεν ισχύει μόνο για την ουσία του Θεού, αλλά και για την
ενέργεια του Θεού. Η ενέργεια του Θεού δεν έχει καμμία ομοιότητα με καμμία από
τις γνωστές μορφές ενεργείας του κόσμου τούτου. Διότι ποιο κτίσμα, ποια
ενέργεια «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς»;
Μόνον το γεγονός της
παρουσίας, της αποκαλύψεως του Θεού στον θεούμενο, καθιστά γνωστό σε μας το
γεγονός ότι δεν υπάρχει καμμία ομοιότης, όχι μόνον μεταξύ της ουσίας ή των
υποστάσεων του Θεού αφ’ ενός και των κτισμάτων αφ’ ετέρου, αλλά και μεταξύ της
ενεργείας του Θεού και των κτισμάτων.
Η εμπειρία της θεώσεως
υπερβαίνει την γνωστική δύναμη του ανθρώπου. Στην Αποφατική Θεολογία έχομε όλες
αυτές τις εκφράσεις, όπως «γνωρίζει αγνώστως», «γνωρίζει υπεραγνώστως» κλπ.
Αυτή η περίεργη ορολογία
των Πατέρων της Εκκλησίας είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο Θεός ως
γνωστικόν αντικείμενον δεν υποπίπτει στις γνωστικές δυνάμεις του ανθρώπου.
Οπότε από αυτής της απόψεως οι διακρίσεις, που γίνονται στους Πατέρες μεταξύ
ουσίας και ενεργείας ή μεταξύ των υποστάσεων της ουσίας, δεν έχουν καμμία σχέσι
με μεταφυσική, οντολογία, Αριστοτέλη, Πλάτωνα κλπ. Με κανένα από αυτά τα
πράγματα δεν έχουν σχέσι.
Παρατηρείται όμως ότι, οι
Πατέρες άλλαζαν ορολογία από καιρό σε καιρό και έκαναν προσαρμογή της ορολογίας
τους, για να βρουν τους σωστούς όρους ανάλογα με τις ανάγκες της εποχής. Αυτό
όμως το έκαναν, όχι για να κατανοήσουν καλύτερα την διδασκαλία της Εκκλησίας,
αλλά για να χτυπήσουν τις αιρέσεις που ανεφύοντο. Διότι η κατανόησις της
διδασκαλίας της Εκκλησίας έρχεται από τον φωτισμό και την θέωσι και όχι από
φιλοσοφική ή φιλολογική διεργασία ή από φιλοσοφικό στοχασμό επάνω σε αυτήν την
διδασκαλία.
Ο σκοπός του δόγματος,
που διατυπώνουν οι Πατέρες, δεν είναι η κατανόησίς του, αλλά η δια του δόγματος
ένωσις του ανθρώπου με τον Θεό. Όταν συμβή ο άνθρωπος να ενωθή κατά χάριν με
τον Θεό, όταν δηλαδή του αποκαλυφθή το Μυστήριο του Θεού, τότε καταργείται το
δόγμα.
Κεφάλαιον 45
Περί της εμπειρίας
της θεώσεως και περί των τριών σταδίων της πνευματικής ζωής
Τώρα, διαβάζοντας την
Παλαιά και Καινή Διαθήκη, ποιοι βλέπομε ότι έφθασαν στην θέωσι; Στην Παλαιά
Διαθήκη ήταν οι Προφήτες και στην Καινή Διαθήκη ήταν οι Απόστολοι. Πρώτα όμως
στην Καινή Διαθήκη έφθασε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Μετά ωρισμένοι
Απόστολοι. Όχι όλοι μαζί οι Απόστολοι. Διότι στο όρος Θαβώρ ήταν μόνο τρεις εκ
των Αποστόλων. Μέχρι και την Μεταμόρφωσι, εκείνοι που ξέρομε καλά ότι είχαν
φθάσει στην θέωσι στην Καινή Διαθήκη, ήταν (εκτός φυσικά από την Θεοτόκο) ο
άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και μετά οι τρεις Απόστολοι, ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και
ο Ιωάννης. Όλοι οι Απόστολοι εθεώθησαν μόνο κατά την Πεντηκοστή. Κατά την
Πεντηκοστή όλοι οι Απόστολοι (και οι Εβδομήκοντα) έφθασαν στην θέωσι, εκτός
φυσικά από τον Ιούδα τον προδότη, ο οποίος αντεκατεστάθη από τον Ματθία. Και
όχι μόνον οι Απόστολοι έφθασαν στην θέωσι κατά την Πεντηκοστή αλλά και πολλοί
άλλοι, και βαπτίσθηκαν εκείνην την ημέρα.
Μετά βλέπομε το παράδοξο
φαινόμενο ότι ο πρώτος εξ ειδωλολατρών, ο πρώτος εθνικός στην Καινή Διαθήκη,
που έφθασε σε θέωσι, ήταν ο Κορνήλιος ο εκατόνταρχος, ο οποίος έφθασε σε θέωσι
προ του βαπτίσματός του. Αυτός μοιάζει με τον Ιώβ της Παλαιάς Διαθήκης, ο
οποίος, παρ’ ότι δεν ήταν Εβραίος, αλλά ειδωλολάτρης, έφθασε σε θέωσι. Αλλά
έχομε και άλλο παράδειγμα ανθρώπου, ο οποίος φθάνει σε θέωσι, και μετά
βαπτίζεται, εκείνο του αποστόλου Παύλου.
Το Πνεύμα «όπου θέλει
πνει»84 . Γι’ αυτό και ο Πέτρος λέγει στην περίπτωσι του Κορνηλίου: «Ποιος
είμαι εγώ να διαφωνήσω με το Πνεύμα το Άγιο, που έδωσε στον Κορνήλιο ίση Χάρι
με εκείνη που λάβαμε εμείς στην Πεντηκοστή, ώστε να μη τον βαπτίσω;» Όμως άλλο
είναι το να μην υπάρχουν περιορισμοί στην θέλησι του Θεού να οδηγήση κάποιον
στην θέωσι, και άλλο είναι το να λέμε ότι όλοι μετέχομε στην θεωτική Χάρι,
διότι αυτό είναι ανοησία.
Η θεωτική ενέργεια του
Θεού ενεργεί μόνον σε όσους φθάνουν Χάριτι Θεού σε κατάστασι θεώσεως.
Αλλά αυτή η θεωτική
ενέργεια του Θεού ενεργεί σε στάδια, δηλαδή βαθμηδόν. Στο πρώτο στάδιο Της
λέγεται και είναι απλή έλλαμψις. Οι πάσχοντες την έλλαμψιν της δόξης του Θεού
είναι οι ελλαμφθέντες. Αυτή η έλλαμψις διαρκεί από ένα δευτερόλεπτο μέχρι
μερικά λεπτά της ώρας, για λίγο δηλαδή. Μετά έρχεται το δεύτερο στάδιο, κατά το
οποίο μιλούμε για θέα του ακτίστου Φωτός. Οι πάσχοντες την θέα του ακτίστου
Φωτός είναι οι θεωθέντες. Και μετά έρχεται το τρίτο στάδιο των τελείων, κατά το
οποίο μιλούμε για διαρκή θέα. Αυτές είναι οι ταξινομήσεις της εμπειρίας της
θεωτικής ενεργείας του Θεού.
Η φωτιστική ενέργεια του
Θεού δεν είναι το ίδιο πράγμα. Διότι η φωτιστική ενέργεια του Θεού είναι ο
φωτισμός της καρδιάς από το Άγιο Πνεύμα, που ταυτίζεται στο άνω στάδιο με την
νοερά προσευχή. Στο κάτω στάδιο του φωτισμού, που λέγεται νεοφωτισμός, δεν
συνοδεύεται συνήθως αυτή η κατάστασις από την νοερά προσευχή.
Αυτή είναι η κατάστασις
των νεοβαπτισμένων κατά το Μέγα Σάββατο, των νεοφωτίστων. Υποτίθεται βέβαια ότι
οι νεοφώτιστοι από νεοφώτιστοι θα γίνουν φωτισμένοι με την περαιτέρω κατήχησι
από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή. Ασφαλώς δεν φθάνει κανείς οπωσδήποτε στην
νοερά προσευχή κατά την ημέρα της Πεντηκοστής (δηλαδή μέσα σε πενήντα ημέρες),
διότι μπορεί να χρειασθή εξήντα ή εκατό ημέρες ή έναν χρόνο, δύο χρόνια, τρία
χρόνια ή μπορεί να μη φθάση ποτέ. Αυτό εξαρτάται κυρίως από τον νεοφώτιστο, από
το κατά πόσον δηλαδή αγωνίζεται και μάλιστα νομίμως, καθώς και από το κατά
πόσον έχει σωστή καθοδήγησι από έμπειρο πνευματικό πατέρα. Εάν δεν φθάση ποτέ,
σημαίνει, κατά την Πατερική παράδοσι, ότι ο άνθρωπος αυτός έχει περιπέσει σε
κάποια στασιμότητα πνευματική.
Η κάθαρσις του ανθρώπου
από τα πάθη της ψυχής και του σώματος δεν γίνεται απλώς με την γνώσι.
Χρειάζεται βέβαια η γνώσις του δόγματος, η γνώσις του περιεχομένου της Αγίας
Γραφής, η γνώσις της προσευχής κλπ. Δηλαδή η λογική βοηθάει τον άνθρωπο να κάνη
τους υπολογισμούς του, να εξακριβώση σε τι συνίσταται η θεραπεία του, ακόμη και
στο να αποφασίση αν θέλη να θεραπευθή ή όχι. Έτσι ο άνθρωπος υπολογίζει και
αξιολογεί τα ενδεχόμενα αποτελέσματα της αποφάσεώς του και αποφασίζει.
Όλα αυτά είναι διεργασίες
της λογικής του ανθρώπου. Βέβαια το Πνεύμα το Άγιο, που ενεργεί μέσω της
συνειδήσεως στην διάνοια και στην καρδιά του ανθρώπου, βοηθάει τον άνθρωπο να
πάρη την σωστή κατεύθυνσι · δεν τον αναγκάζει όμως, εάν εκείνος δεν θέλη. Άπαξ
όμως και αποφασίση ο άνθρωπος να ακολουθήση τον στενό και τεθλιμμένο δρόμο τον
απάγοντα εις την Ζωήν, τότε αρχίζει μία παιδεία εκ μέρους του Θεού προς τον
άνθρωπο.
Το πτυχίο του
Πανεπιστημίου μπορεί κανείς να το πάρη με ρουσφέτια. Το πτυχίο όμως του
φωτισμού δεν το παίρνει κανείς με ρουσφέτια, αλλά με την αξία του, με τον αγώνα
του. Ή είσαι φωτισμένος ή δεν είσαι φωτισμένος. Ή είσαι θεούμενος ή δεν είσαι
θεούμενος. Σύμφωνα όμως με την μοντέρνα Ορθόδοξη Θεολογία, όταν βαπτίζεται
κανείς, λέγεται νεοφώτιστος και θεωρείται νεοφωτισμένος85 και ναός του Αγίου
Πνεύματος!
Σήμερα μάλιστα ακούμε
τους παπάδες στα κηρύγματα να λένε ότι, εφ’ όσον είμαστε βαπτισμένοι, είμαστε
ναοί του Αγίου Πνεύματος, και εφ’ όσον είμαστε ναοί του Αγίου Πνεύματος, όλα
όσα γράφει ο Απ. Παύλος ισχύουν για όλους μας! Διαβάζοντας όμως τον άγιο Ιωάννη
τον Δαμασκηνό και συγκεκριμένα όσα γράφει για τα ιερά λείψανα των Αγίων της
Εκκλησίας μας, αποδίδει μόνον στους Αγίους όλα αυτά τα χωρία του απ. Παύλου,
περί του ποιος είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός
επίσης εξηγεί το γιατί οι Άγιοι ήσαν Άγιοι της Εκκλησίας. Εξηγεί ότι εκείνοι
ήσαν πράγματι ναοί του Αγίου Πνεύματος και αποκαλεί μόνο τους Αγίους ναούς του
Αγίου Πνεύματος. Απόδειξις είναι τα άγιά τους λείψανα. Που σημαίνει ότι, εάν
είμαστε όλοι εμείς οι βαπτισμένοι ναοί του Αγίου Πνεύματος, τότε, σύμφωνα με
όσα λένε οι μοντέρνοι θεολόγοι της Ορθοδοξίας, θα αφήσωμε όλοι μας άγια λείψανα
και θα γίνωμε Άγιοι μετά την προς Κύριον εκδημία μας! Αλλά τέτοιο πράγμα δεν
συμβαίνει.
Αν διαβάση κανείς τους
Πατέρες προσεκτικά, βλέπει ότι υπάρχει κάποια διαφοροποίησις μεταξύ της
διδασκαλίας των Πατέρων περί των Μυστηρίων της Εκκλησίας και της διδασκαλίας
που εμπεριέχεται στα μοντέρνα εγχειρίδια περί των Μυστηρίων της Εκκλησίας.
Αυτός είναι ο λόγος που η μοντέρνα Ορθοδοξία βρίσκεται σε κάποιο στάδιο
απομακρύνσεως από την Πατερική παράδοσι και Ορθοδοξία. Αυτό σημαίνει ότι
χρειάζεται επάνοδο σ’ αυτήν.
Έχομε λοιπόν την θεωτική
Χάρι, έχομε την φωτιστική Χάρι, έχομε και την καθαρτική Χάρι. Το πρώτο στάδιο
της πνευματικής ζωής είναι η κάθαρσις. Και αυτό το στάδιο είναι έργο του Αγίου
Πνεύματος. Το Άγιο Πνεύμα είναι Εκείνο που καθαρίζει, φωτίζει και θεώνει. Ο
Θεός δηλαδή είναι Εκείνος που καθαρίζει, φωτίζει και θεώνει. Η διαδικασία της
καθάρσεως και του φωτισμού είναι και έργο του ιδίου του κατηχουμένου, αλλά και
έργο του πνευματικού πατρός του κατηχουμένου, ο οποίος ανοίγει τα μάτια της ψυχής
του κατηχουμένου και τον προετοιμάζει για το Βάπτισμα 86. Βέβαια ο πνευματικός
πατήρ οφείλει να ευρίσκεται σε κατάστασι φωτισμού, ώστε να μπορεί να εισάγη και
άλλους σ’ αυτή την κατάστασι του φωτισμού και να τους οδηγή προς το Βάπτισμα
και του ύδατος (δηλαδή της αφέσεως των αμαρτιών), αλλά και του Πνεύματος 87,
που είναι η επίσκεψις του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του βαπτιζομένου και η
φώτισις της καρδιάς του ανθρώπου88 .
Οπότε στην αρχαία
Εκκλησία έχομε πρώτα τους νεοφωτίστους, δηλαδή τους νεοβαπτισμένους, μετά
συνεχίζεται σ’ αυτούς η κατήχησις και η ασκητική αγωγή εκ μέρους του
πνευματικού πατρός και, όταν πη ο πνευματικός πατήρ για κάποιον ότι αυτός είναι
έτοιμος για φώτισι, τότε εκείνος φέρεται στον ναό και φωτίζεται (χρίεται δια
του Αγίου Μύρου). Μετά σε κατοπινό στάδιο έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και
κατοικεί μόνιμα μέσα στον άνθρωπο, επειδή έχει αγάπη, εφαρμόζει τις εντολές
κλπ.
Εάν θέλετε να
διαπιστώσετε αυτά τα πνευματικά στάδια, παρακαλώ, διαβάστε τα κεφάλαια 14 έως
17 του κατά Ιωάννη Ευαγγελίου. Αυτά είναι σαφέστατα γραμμένα εκεί και αυτός
είναι ο λόγος που τα διαβάζομε στους ναούς κατά την Μεγάλη Πέμπτη.
Τα παληά χρόνια, στους
μέλλοντες να βαπτισθούν κατά το Μέγα Σάββατο, γινόταν ερμηνεία και κατήχησις
για το τι ανεμένετο να τους συμβή κατά το άγιο Βάπτισμα, κατά το οποίο θα
εδέχοντο τον νεοφωτισμό, ώστε να μπορέσουν να εισαχθούν ομαλά και να
κατευθυνθούν ορθά προς την νέα πνευματική εμπειρία. Από τον νεοφωτισμό έπρεπε
να φθάσουν στην πλήρη φώτισι κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Δηλαδή ο φωτισμός
τους έπρεπε να ολοκληρωθή μέσα σε πενήντα ημέρες (από το Μέγα Σάββατο μέχρι την
εορτή της Πεντηκοστής) χωρίς αυτό να είναι απόλυτο, όπως ήδη είπαμε. Στο
διάστημα αυτό γινόταν εντατική κατήχησις περί των σταδίων της πνευματικής ζωής.
Γι’ αυτόν τον λόγο διαβάζουν στους ναούς το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο μεταξύ Πάσχα
και Πεντηκοστής, διότι το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο είναι το Ευαγγέλιο του
φωτισμού και της θεώσεως, ενώ τα Ευαγγέλια των Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά είναι
τα Ευαγγέλια της καθάρσεως.
Βάσει αυτών των
διακρίσεων, έχομε εκτός των άλλων ενεργειών του Θεού, την θεωτική ενέργεια, την
φωτιστική ενέργεια και την καθαρτική ενέργεια, που είναι, η τελευταία αυτή, των
κατηχουμένων. Σ’ αυτές τις ενέργειες, δηλαδή στην καθαρτική, στην φωτιστική και
στην θεωτική μετέχουν μόνον οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Όχι όλοι οι Χριστιανοί,
αλλά μόνον οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί· και όχι όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αλλά
όσοι εκ των Ορθοδόξων έχουν τις κατάλληλες πνευματικές προϋποθέσεις.
Εκτός από αυτές τις τρεις
ενέργειες του Θεού έχομε την δημιουργική ενέργεια του Θεού, στην οποία μετέχουν
όλα τα κτίσματα, και την συνεκτική και συντηρητική ενέργεια του Θεού, στην
οποία επίσης μετέχουν όλα τα κτίσματα. Τα πάντα μέσα στο σύμπαν μετέχουν της
συνεκτικής και συντηρητικής ενεργείας του Θεού, διότι ο Θεός συντηρεί τον
κόσμο. Εκτός από αυτές υπάρχει η προνοητική ενέργεια του Θεού (η Θεία Πρόνοια),
η αγαπητική ενέργεια του Θεού, η κολαστική ενέργεια του Θεού κλπ.
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (†)
Καθηγητού Πανεπιστημίου
Πατερική Θεολογία
Πρόλογος: Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού Κοσμήτορα Θεολ Σχολής Πανεπ. Αθηνών
Επιμέλεια – σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου
Εκδόσεις ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ Θεσσαλονίκη 2004
Η μορφοποίηση κειμένου και εικόνας έγινε απο τόν Nikos V. Vythoulkas
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά Πηγής το
ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου