Κεφάλαιον 46
Περί των ενεργειών
του Θεού
Κατά την Πατερική
παράδοσι η ενέργεια του Θεού, όπως και η ουσία του Θεού, είναι απλή. Η ουσία
του Θεού είναι απλή, και δεν μετέχεται από τα κτίσματα. Η ενέργεια όμως του
Θεού, που είναι η φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού, μετέχεται με την κτίσι.
Δεν μετέχεται όμως κατά τον ίδιο τρόπο από όλα το κτίσματα. Υπάρχει διαφορετική
μεθέξις της ενεργείας του Θεού από τα κτίσματα, αλλά υπάρχουν και διαφορετικών
ειδών ενέργειες του Θεού, όπως είπαμε, οι οποίες μετέχονται. Δηλαδή οι
ενέργειες του Θεού διακρίνονται η μία από την άλλη.
Γι’ αυτόν τον λόγο οι
Πατέρες αναφέρουν ότι η μία απλή φυσική ενέργεια της ουσίας του Θεού μερίζεται
σε διαφορετικά είδη ενεργειών και σε πολλούς αποδέκτες. Πως όμως; Αμερίστως!
Μερίζεται αμερίστως. Δηλαδή πολλαπλασιάζεται χωρίς να πολλαπλασιάζεται.
Παραμένει απλή, παρά ταύτα όμως πολλαπλασιάζεται εν τοις πολλοίς, δηλαδή εις τα
πολλά κτίσματα. Η ενέργεια του Θεού «μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς».
Η δόξα του Θεού είναι το
όνομα, ο όρος, που αποδίδεται στην Παλαιά Διαθήκη για την μοναδική και απλή
ενέργεια του Θεού, η οποία μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς. Γι’ αυτόν τον λόγο
στην Καινή διαθήκη η μονή του Θεού, που είναι αυτή η δόξα του Θεού, η οποία
είναι μία, πολλαπλασιάζεται και γίνεται πολλές μονές 89 . Και γι’ αυτόν τον
λόγο η Εκκλησία λέγει ότι ο Πατήρ έχει ετοιμάσει για τον κάθε άνθρωπο μονή, για
να πάη να κατοικήση σ’ εκείνην, όταν και εφ’ όσον ο άνθρωπος αξιωθή της
βασιλείας του Θεού. Η μονή αυτή είναι η δόξα του Θεού, η οποία πολλαπλασιάζεται
και γίνεται μονή για κάθε θεούμενο. Αυτές οι μονές είναι μόνο για τους
θεουμένους. Αυτό εννοεί ο Χριστός, όταν λέγη «εν τω οίκω του πατρός μου μοναί
πολλαί εισιν». Θέλει ο Χριστός ο κάθε πιστός να φθάση στην θέωσι για να γίνη
αυτή η μονή, η δόξα Του κατοικητήριο του κάθε πιστού. Οπότε η επιδίωξις του
κάθε πιστού πρέπει να είναι το να κατοικήση μέσα σε ένα τέτοιο μοναστήρι.
Αυτές οι διαφοροποιήσεις,
που αναφέραμε, προέρχονται από την εμπειρία της θεώσεως, του φωτισμού και ακόμη
από την εμπειρία της καθάρσεως, διότι ένας που μετέχει στην κάθαρσι κάτι
καταλαβαίνει από αυτά τα πράγματα, επειδή διαβάζει τους Πατέρες, διαβάζει την
Αγία Γραφή, αποδέχεται την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της
Εκκλησίας και καταλαβαίνει αρκετά, ώστε να μπορεί και διακρίνει με την βοήθεια
ενός πνευματικού πατέρα, πριν ακόμη φθάση στην φώτισι και θέωσι, σε ποιο
πνευματικό στάδιο βρίσκεται, καθώς και αν βρίσκεται στην ορθή οδό ή σε πλάνη.
Παλαιότερα αυτά ήσαν
γνωστά στους Ορθοδόξους, πριν αναφανούν οι μοντέρνες Ορθόδοξες Θεολογικές
Σχολές, διότι αυτά διδάσκανε οι καλόγεροι στα χωριά, όπου υπήρχαν μοναστήρια
και ο λαός εστρέφετο προς τους μοναχούς για να μάθουν αυτά τα Πατερικά
γράμματα, τα Ιερά Γράμματα.
Μέχρι την Ελληνική
Επανάσταση του 1821 αυτά ήσαν γνωστά στην Ελλάδα90, τα οποία όμως εν συνεχεία,
έγιναν άγνωστα με την ίδρυσι του Νεοελληνισμού. Αλλά πως ξέρομε ότι έγιναν
άγνωστα; Διότι δεν υπάρχουν στα διδακτικά εγχειρίδια των Ελληνικών σχολείων και
Πανεπιστημίων.
Κεφάλαιον 47
Η μεταφυσική θεώρησις
της θρησκείας
Η Ορθοδοξία ενδιαφέρεται
πρωτίστως γι’ αυτήν εδώ την ζωή. Οι Πατέρες τονίζουν ότι «μετά θάνατον ουκ εστι
μετάνοια». Οι Νεοέλληνες θεολόγοι όμως ακολουθούντες τον δάσκαλό τους τον
Αδαμάντιο Κοραή έχουν μία μεταφυσική αντίληψι περί του θέματος και έχουν
αντιγράψει την μεθοδολογία των Λατίνων και των Προτεσταντών επάνω στο θέμα της
θρησκείας.
Την περίοδο που έφυγαν
αυτοί για να σπουδάσουν Θεολογία στην Ευρώπη και Ρωσσία, αλλά και στην Αμερική
μετά τον πόλεμο, είχε ήδη αρχίσει από πολλά χρόνια πριν η μεγάλη διαμάχη μεταξύ
αφ’ ενός των εμπειριστών, που είναι οι διάδοχοι του Διαφωτισμού, της Γαλλικής
Επαναστάσεως του 1789, και των μεταφυσικών αφ’ ετέρου. Η βασική διάκρισις
μεταξύ εμπειριστών και μεταφυσικών είναι ότι η ουσία της εμπειρικής γραμμής
είναι η παρατήρησις, ενώ της μεταφυσικής είναι ο φιλοσοφικός στοχασμός.
Τότε όλοι οι
θρησκευόμενοι ήσαν οπαδοί της μεταφυσικής και μέχρι προ τινος ακόμη, ενώ όλοι
οι εμπειριστές ήσαν αγνωστικιστές και μερικοί εξ αυτών και άθεοι. Γιατί; Διότι
η ουσία της εμπειρικής γραμμής δεν είναι καν φιλοσοφία. Βέβαια παρουσιάζεται
σαν εμπειρική φιλοσοφία, σαν φιλοσοφία των εμπειριστών. Αυτοί επεκράτησαν επί
των μεταφυσικών στην Αμερική και επετέλεσαν ένα μεγάλο έργο υπέρ της
Ορθοδοξίας. Υπήρξαν όμως καταστροφικοί για την Νεοελληνική Θεολογία.
Σήμερα91 στην Ελλάδα όλοι
οι Μαρξιστές είναι εμπειριστές, χωρίς να το ξέρουν βέβαια. Διότι οι Έλληνες
ιδεολόγοι Μαρξιστές δεν ξέρουν ποιο είναι το οικογενειακό δένδρο του Μαρξισμού,
όπως το ξέρουν οι συνάδελφοί τους στην Ευρώπη και Αμερική, διότι εδώ απλώς
έχουν αποστηθίσει μηχανικά τα μαθήματά τους, όπως οι Ιεχωβάδες.
Νομίζω ότι είναι μεγάλη
τραγωδία, όχι του Αισχύλου αλλά του αίσχους, το ότι δεν υπάρχουν δυνατοί
διανοούμενοι Μαρξιστές στην Ελλάδα. Ευτυχώς βέβαια για την Αστυνομία και για
τους Δεξιούς, καθώς και για τους Νεοέλληνες θεολόγους, αλλά δυστυχώς για την
έρευνα της αλήθειας. Διότι ο Μαρξισμός ξεκίνησε επάνω σε εμπειρικές βάσεις και
έφθασε εκεί που έφθασε. Το θεμέλιο του Μαρξισμού και το θεμέλιο της Πατερικής θεολογίας
από επιστημονική άποψι είναι το ίδιο, οπότε θα μπορούσαν μεταξύ τους οι
Μαρξιστές και οι Πατερικοί θεολόγοι να συνεννοηθούν.
Ο Μαρξισμός όμως
συγκρούσθηκε με την θρησκεία. Ναι, αλλά με ποια θρησκεία; Όχι με την Αποκάλυψι,
αλλά με την θρησκεία, που ταυτίζεται με την μεταφυσική. Ένας δε από αυτούς τους
μεταφυσικούς, που ταύτισε την τύχη του Ελληνισμού με την Μεταφυσική, είναι ο
Αδαμάντιος Κοραής.
Η ουσιαστική διαφορά
μεταξύ εμπειριστού και μεταφυσικού είναι ότι ο μεταφυσικός έχει ως κύριο
γνώρισμά του την τάσι να ταυτίζη με την πραγματικότητα κάτι που του φαίνεται
ότι είναι λογικά βέβαιο. Βέβαια μπορεί ένας άνθρωπος να έχη λογική βεβαιότητα
για κάτι με λογικά επιχειρήματα. Εφ’ όσον όμως αυτή δεν υποπίπτη στην εμπειρική
εξακρίβωσι, στην εμπειρική επιβεβαίωσι, πως μπορεί να είναι βέβαιος περί
εκείνου που σκέπτεται και λογικά συμπεραίνει; Επειδή είναι απλή σκέψι; Πως
μπορεί κανείς να ταυτίση την σκέψι του με την βεβαιότητα; Ο μεταφυσικός το
κάνει αυτό το πράγμα, ενώ ο εμπειριστής αποδέχεται και κατατάσσει σε ομάδες
μόνον ό,τι υποπίπτει στην αντίληψί του από εμπειρική παρατήρησι.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια
οι Καλβινιστές έχουν κάποια δυσκολία μαζί με τους Παπικούς. Οι Λουθηρανοί όμως
ζουν σ’ άλλον κόσμο γύρω από αυτά τα θέματα.
Εκείνος τώρα, που είναι
άθεος, γιατί δεν πιστεύει; Διότι δεν έχει το δώρο του Αγίου Πνεύματος, το δώρο
της ενδιαθέτου πίστεως. Και εκείνος, που λέγει ότι πιστεύει, είναι πράγματι
πιστός; Όχι πάντα. Όπως π.χ. οι Καλβινιστές, οι οποίοι λένε πολλές φορές ότι
πιστεύουν, επειδή είναι προωρισμένοι. Κατ’ αυτόν όμως τον τρόπο βαδίζουν τον
αντιεπιστημονικό δρόμο, εκείνον δηλαδή που δεν κατοχυρώνεται από κάποια
εμπειρική πραγματικότητα· αλλά ούτε μεταφυσική κατοχύρωσι έχουν γι’ αυτά που
πιστεύουν. Αυτοί βέβαια το ξέρουν αυτό, διότι είναι διανοούμενοι και ξέρουν πως
έχουν τα πράγματα, όμως συνεχίζουν να κινούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό
όμως παρατηρείται ότι και οι Καλβινιστές και οι Λουθηρανοί καταφεύγουν στον
Υπαρξισμό. Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τους Προτεστάντες της Αμερικής, οι οποίοι
προσθέτουν στα προηγούμενα και τον συναισθηματισμό. Οι Προτεστάντες της
Αμερικής είναι πάρα πολύ συναισθηματικοί, και στην λατρεία τους και στον τρόπο
συμπεριφοράς τους.
Κεφάλαιον 48
Περί μοναχισμού
Κατά τα πρώτα χρόνια της
υπάρξεως της Εκκλησίας, στους πρώτους Χριστιανούς έχομε κομμουνιστικό σύστημα
διαβιώσεως. Όποιος έχει λίγο μυαλό και διαβάσει τις Πράξεις των Αποστόλων,
βλέπει καθαρά ότι όλοι τότε είχαν τα πάντα κοινά. Και όποιος ήθελε να βαπτισθή,
έπρεπε να δώσει ό,τι είχε στην κατοχή του στο κοινό ταμείο της ενορίας. Κανένας
δεν είχε ατομική περιουσία. Όλα ήσαν κοινά. Μάλιστα έχομε το περίφημο
παράδειγμα του Ανανία, ο οποίος μαζί με την γυναίκα του είπαν ψέμματα και
πέθαναν αμέσως.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι
αυτή η κατάστασις υπήρχε μόνο στην Αποστολική ενορία. Όμως ο άγιος Ιουστίνος ο
φιλόσοφος και μάρτυς είχε πη στους ειδωλολάτρες ότι «Εμείς οι Χριστιανοί έχομε
τα πάντα κοινά» 92. Αν λάβωμε τώρα υπ’ όψιν ότι ο Ιουστίνος μάρτυς πέθανε περί
τα τέλη του 2 ου μ.Χ αιώνος και ότι εκείνος δεν είχε υπ’ όψιν του καμμία ενορία
Χριστιανών που να μην είχαν όλοι τα πάντα κοινά, σημαίνει ότι ο θεσμός αυτός
της κοινοκτημοσύνης κράτησε τουλάχιστον διακόσια χρόνια. Μετά άρχισε να
διαλύεται και τότε άρχισε να εμφανίζεται ο κοινοβιακός μοναχισμός.
Όταν πρωτοεμφανίζεται ο
μοναχισμός, ονομάζεται Αποστολική ζωή. Αυτός ο κοινοβιακός τρόπος ζωής, με τα
πάντα κοινά, διασώθηκε μέσω των αιώνων στον Ορθόδοξο μοναχισμό. Αυτός όμως ο
Ορθόδοξος μοναχισμός για να επιτυγχάνη, πρέπει πρώτα να προηγηθή στον άνθρωπο
μία εσωτερική αλλαγή. Μία αλλαγή στην στάσι ζωής, που οφείλεται στην μετάνοια.
Σ’ αυτό, στο ότι δηλαδή
πρέπει να προηγηθή μία εσωτερική αλλαγή και αλλοίωσις του ανθρώπου, ώστε να
μπορέση να επιτευχθή ο κοινοβιακός τρόπος ζωής, ή για τους κομμουνιστές ο
κομμουνιστικός τρόπος ζωής, συμφωνούν και ο Μαρξ και ο Λένιν. Οπότε από
κοινωνιολογικής απόψεως, εξ επόψεως δηλαδή της εξωτερικής κοινωνικής δομής
τους, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Κομμουνισμού και Ορθοδόξου κοινοβιακού
μοναχισμού. Μεταξύ τους συμφωνία υπάρχει επίσης και στην ανάγκη της εσωτερικής
αλλαγής του ανθρώπου. Διότι και οι Πατέρες αυτό λένε. Στην Εκκλησία το άγιο
Βάπτισμα είναι εκείνο που φέρνει αυτή την αλλαγή στον άνθρωπο δυνάμει.
Ο πυρήνας όμως του
Ορθοδόξου μοναχισμού, που ήκμασε επί τόσους αιώνες, είναι η ασκητική αγωγή. Οι
Πατέρες για να επιτύχουν αυτήν την αλλαγή στον άνθρωπο, αυτό που ονομάζουν
καλήν αλλοίωσιν, ώστε η αλλαγή να γίνει ενεργεία, λένε ότι χρειάζεται στον
άνθρωπο η ασκητική αγωγή. Γι’ αυτό υπάρχουν στον μοναχισμό η εγκράτεια, η
ακτημοσύνη, η νηστεία και η προσευχή.
Αυτά δεν είναι όμως μόνο
για τους αγάμους, εξ επόψεως Πατερικής, αλλά είναι και για τους εγγάμους.
Απόδειξις ότι ένας από τους μεγαλυτέρους ασκητικούς συγγραφείς της Εκκλησίας
είναι ένας παντρεμένος δεσπότης 93, ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσης αδελφός του
Μεγάλου Βασιλείου -, ο οποίος μάλιστα έχει γράψει ένα πολύ ωραίο βιβλίο Περί
Παρθενίας. Μερικοί νομίζουν ότι η παρθενία συνίσταται μόνο στην βιολογική
παρθενία. Δεν είναι όμως αυτό το πνεύμα των Πατέρων. Όταν οι Πατέρες μιλούν
περί εγκρατείας και νηστείας, αναφέρονται και εις τους εγγάμους94. Η ασκητική
αγωγή της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι για όλους τους Χριστιανούς, άγαμους και
εγγάμους.
Η επιτυχία της ασκητικής
αγωγής της Εκκλησίας, ιστορικά τουλάχιστον, σημειώθηκε κυρίως στα ασκητικά και
μοναστικά κέντρα της Εκκλησίας. Παλαιότερα τα μοναστήρια δεν ήσαν έξω στις
ερημιές μόνο, αλλά ήσαν και μέσα στις πόλεις. Η ίδια η Κωνσταντινούπολις ήταν
γεμάτη από μοναστήρια και γι’ αυτό απεκαλείτο το Μέγα Μοναστήρι.
Η σημερινή τάσις είναι να
διώχνουμε τα μοναστήρια από τις πόλεις και να πηγαίνουν στα βουνά, για να μην
επηρεάζουν τους ανθρώπους και μολυνθή ο Νεοελληνισμός, που ήθελε πάντοτε να
ακολουθή τον αστισμό. Βέβαια, για να επιτύχη, για να αναπτυχθή η αστική
κοινωνία, για να στερεωθούν οι μπουρζουά 95, που είναι οι φορείς του Ευρωπαϊκού
και Αμερικανικού πολιτισμού, έπρεπε να παραμερισθή από τις πόλεις ο μοναχισμός
ως επικίνδυνος.
Κεφάλαιον 49
Ορθοδοξία και
ιδεολογία
Στην διαδικασία της
καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως έχομε μπροστά μας μία επιστήμη. Αυτό το
πράγμα όμως μπορεί να πολιτικοποιηθή; Δηλαδή μπορεί οι Ορθόδοξοι να πουν π.χ.
ότι μόνο οι Αριστεροί μπορούν να έχουν νοερά προσευχή; Ή ότι εκείνος που έχει
νοερά προσευχή είναι υποχρεωμένος να είναι Αριστερός ή Δεξιός; Όχι βέβαια.
Οπότε έχομε μία επιστήμη,
που λέγεται Ορθοδοξία, η οποία δεν μπορεί ποτέ να συσχετισθή με την Πολιτική.
Διότι ο αγαπών τον συνάνθρωπό του μεριμνά για τον συνάνθρωπό του, οποιοσδήποτε
και αν είναι αυτός ως προς τις πεποιθήσεις του. Εκείνο που απασχολεί τον
Ορθόδοξο Χριστιανό στα ιδεολογικά θέματα είναι πρώτα-πρώτα το εάν η Εκκλησία
έχη την ελευθερία να κάνη το έργο Της, που είναι το να θεραπεύη τους αρρώστους
Της. Η Εκκλησία πρέπει να την έχη αυτήν την ελευθερία.
Εκείνη λοιπόν η ιδεολογία
που εμποδίζει την Εκκλησία να κάνη το έργο Της είτε αυτή λέγεται άθεος
Μαρξισμός είτε δεξιά Μασονία96, για την Εκκλησία είναι το ίδιο πράγμα.
Είναι
εχθρός Της και οφείλει εξ ίσου να αμυνθή. Συμβαίνει σήμερα 97 να έχωμε από το
ένα μέρος τους Δεξιούς, που κατευθύνονται από τους Μασόνους, και από το άλλο
μέρος τους Αριστερούς, που κατευθύνονται από την Μόσχα, η οποία επίσημα
τουλάχιστον ανέχεται σήμερα την θρησκεία, αλλά επιτρέπει ανέντιμη προπαγάνδα
εναντίον της. Πως π.χ. η παλαιά μητρόπολις του Λένινγκραντ 98, η μητρόπολις της
Τσαρικής Ρωσσίας έγινε μουσείο αθεΐας; Αυτός δυστυχώς είναι ο κομμουνισμός στην
πράξι. Δεν είναι βέβαια υποχρεωμένος ο κομμουνισμός να εφαρμοσθή έτσι, όμως
στην πράξι εφαρμόζεται πάντα εις βάρος της Εκκλησίας. Η Εκκλησία όμως, όταν
αντιμετωπίζη ανέντιμο αγώνα εναντίον της, είναι υποχρεωμένη να αμυνθή.
Λοιπόν, σύμφωνα με τα
προηγούμενα, είναι υποχρεωμένη η Εκκλησία να υποστηρίξη κάποια συγκεκριμένη
ιδεολογία; Όχι, βέβαια. Η ιατρική επιστήμη οφείλει να υποστηρίξη οποιοδήποτε
πολιτικό κόμμα ενδιαφερθεί για την υγεία του λαού σωματική και ψυχική. Ο
γιατρός ως γιατρός είναι υποχρεωμένος να έχη ιατρικά κριτήρια στην περίπτωσι
αυτή.
Κεφάλαιον 50
Περί Υπαρξισμού
Ένας οπαδός του υπαρξισμού
δεν πιστεύει στην οντολογία. Για τον υπαρξιστή δεν υπάρχει οντολογία. Υπάρχει
φαινομενολογία. Υπάρχει η φιλοσοφική φαινομενολογία, δηλαδή το φαινομενικό,
ό,τι φαίνεται, εν αντιθέσει προς το οντολογικό, προς εκείνο δηλαδή που κατά την
οντολογία υπάρχει. Η οντολογική πραγματικότητα είναι εκείνη που υπάρχει για τον
μεταφυσικό, ενώ το φαινομενικό είναι εκείνο που φαίνεται ότι υπάρχει.
Και η μεν οντολογία
προσπαθεί δια της μεταφυσικής να εισέλθη στην ουσία του όντος (εκείνου που
υπάρχει) και γι’ αυτό λέγεται οντολογία και είναι ταυτόσημη με την μεταφυσική.
Οπότε για τους οπαδούς της η οντολογία είναι η επιστήμη που ερευνά την ουσία
των πραγμάτων, αλλά δια της φιλοσοφία και του στοχασμού.
Η φαινομενολογία
αντίθετα, λέγει ότι η έρευνα της ουσίας του όντος είναι χαμένος κόπος. Και
περιορίζεται μόνο στο φαινόμενο ως φαινόμενο. Οι υπαρξιστές θεωρούν ότι δεν
μπορεί κανείς να εισέλθη στην ουσία των πραγμάτων, άρα είναι μέσα στα πλαίσια
της φαινομενολογίας, διότι ασχολούνται με τα πράγματα, όπως αυτά υπάρχουν, όπως
ο άνθρωπος τα γνωρίζει, πεπεισμένοι ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να προχωρήση
πέραν των φαινομένων που γνωρίζει, που είναι γι’ αυτούς αυτή η ίδια η ύπαρξις.
Γι’ αυτό οι υπαρξιστές συνήθως ή απορρίπτουν την μεταφυσική ή δεν την
απορρίπτουν μεν, βάζουν όμως ένα μεγάλο ερωτηματικό, μήπως και βρεθή τρόπος να
μπορέσουν να ασχοληθούν με ένα τέτοιο θέμα. Αλλά και οι θετικιστές κάνουν το
ίδιο.
Σύμφωνα τώρα με όσα
είπαμε προηγουμένως, οι διακρίσεις που κάνουν οι Πατέρες μεταξύ Πατρός, Υιού
και Αγίου Πνεύματος στην ουσία ούτε οντολογικές είναι ούτε φαινομενολογικές
είναι, διότι δεν ασχολούνται με μία γνώσι που ήδη προϋπάρχει στον άνθρωπο και
την οποία φιλοσοφικά αναλύουν. Διότι ομιλούν με την προσωπική τους εμπειρία,
εκείνην της θεώσεως. Η δε εμπειρία της θεώσεως είναι μία γνώσις όχι ανθρώπινη,
αλλά μία γνώσις που δίνει ο ίδιος ο Θεός στον άνθρωπο και η οποία δεν είναι «εκ
του κόσμου τούτου». Και, εφ’ όσον ο Θεός δεν γίνεται γνωστός στον άνθρωπο κατά
την ουσία Του, επειδή το μυστήριο του Θεού παραμένει και κατά την θέωσι του
ανθρώπου δεν υπάρχει καμμία απαίτησις από απόψεως Ορθοδόξου θεολογίας να μας
μιλήση κάποιος που έφθασε στην θέωσι για τα ερωτήματα που θέτουν οι διάφορες
μορφές της ανθρωπίνης διανοήσεως (μεταφυσική, θετικισμός, υπαρξισμός κλπ.). Και
τούτο, επειδή τα ερωτήματα που θέτουν οι διάφοροι φιλόσοφοι αφορούν κυρίως εις
τα κτίσματα. Κατ’ επέκτασιν αυτοί ασχολούνται με το κατά πόσον μπορεί να γίνη
κάτι γνωστό από εκείνα που δεν υποπίπτουν στην αντίληψι του ανθρώπου και τα
οποία δεν μπορούν να ελεγχθούν από την εμπειρική εξακρίβωσι. Γι’ αυτό το να
χρησιμοποιούμε στην Ορθόδοξη Θεολογία όρους, όπως μεταφυσική, οντολογία,
υπαρξισμός, φαινομενολογία κλπ. δεν βοηθά σε τίποτα.
Κεφάλαιον 51
Περί της θεολογίας
Οι Πατέρες, όταν ομιλούν
περί Θεού, αρχίζουν από την Αγία Γραφή καθώς και από το τι είπαν οι
προηγούμενοι από αυτούς Πατέρες της Εκκλησίας. Μετά, μέχρις ότου αποκτήσουν την
εμπειρία του φωτισμού, δεν θεολογούν οι ίδιοι. Διότι, πριν φθάσουν στον
φωτισμό, είναι απλώς μαθηταί. Μαθητεύουν δηλαδή κοντά σε πνευματικούς πατέρες,
οι οποίοι τους προετοιμάζουν για τον φωτισμό. Τους δίνουν δηλαδή να διαβάσουν
Παλαιά και Καινή Διαθήκη, κάθονται μαζί τους και κάνουν ερμηνεία της Αγίας
Γραφής για να κατατοπισθούν ιστορικά επάνω στην Ορθόδοξη Πατερική Παράδοσι,
τους δίνουν να ασχοληθούν με την νοερά προσευχή, κάνουν νηστεία κλπ. Και γενικά
τους ασκούν, ώστε να συντελεσθή η κάθαρσις του νου και να φύγουν όλες οι
σκέψεις, καλές και κακές, από τον νου. Έτσι, έχοντες καθαρό νου, να μπορέσουν
οι μαθηταί αυτοί να δεχθούν την επίσκεψι του Αγίου Πνεύματος.
Όταν έλθη το Άγιον Πνεύμα
και αρχίση να προσεύχεται μέσα τους, μόνον τότε αρχίζουν να θεολογούν.
Μέσα από μία τέτοια
πορεία και διαδικασία συντελείται η θεραπεία του ανθρώπου. Στην πράξι, αυτή
επιτυγχάνεται με συνεχή, έντονο και μακροχρόνιο αγώνα. Κατ’ αυτόν τον αγώνα η
Χάρις έρχεται και φεύγει επανειλημμένα, μέχρις ότου καθαρίση τον αγωνιστή από
τα πάθη του και τον καταστήση δόκιμο κατά των παθών.
Σε όλο αυτόν τον αγώνα
δεν βοηθάει καθόλου, μα καθόλου η φιλοσοφία. Διότι αυτό που τελικά καθαρίζεται
και φωτίζεται δεν είναι η λογική, η διάνοια του ανθρώπου αλλά ο νους του
ανθρώπου. Η διάνοια του ανθρώπου καθαρίζεται γρήγορα, στο αρχικό στάδιο του
αγώνα. Ο νους, η καρδιά του ανθρώπου χρειάζεται πολύ περισσότερο καιρό για να
καθαρισθή, εφ’ όσον, εννοείται, τηρούνται οι ασκητικές προϋποθέσεις.
Όπως έχομε ήδη πη, η
διάνοια του ανθρώπου είναι ένα πράγμα, και ο νους του ανθρώπου είναι άλλο
πράγμα. Στις ανθρώπινες επιστήμες, εκείνο που φωτίζεται από την επιστημονική
γνώσι, είναι η διάνοια του ανθρώπου, η λογική του ανθρώπου. Ο πραγματικός
θεολόγος όμως φωτίζεται διπλά. Σ’ αυτόν πρέπει να φωτισθή και η λογική, δια της
Κατηχήσεως, κυρίως όμως φωτίζεται ο νους, δηλαδή η καρδιά του, η πνευματική
καρδιά.
Στην Δυτική Θεολογία
όμως, επειδή οι θεολόγοι τους ταύτισαν την φώτισι του Αγίου Πνεύματος με την
εναρμόνισι της λογικής σύμφωνα με τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, τα οποία κατ’
αυτούς είναι μέσα στον Θεό, συνέβη ώστε η φώτισι -κατά τον Αυγουστίνο -να
ταυτίζεται με το να γνωρίση ο άνθρωπος τα αρχέτυπα αυτά, αν όχι απ’ ευθείας,
τουλάχιστον μέσω των κτισμάτων. Συγκεκριμένα μέσω της μελέτης της Αγίας Γραφής,
του στοχασμού επάνω στην Αγία Γραφή και της φιλοσοφίας. Έτσι, λένε, γνωρίζοντας
ο άνθρωπος τα αρχέτυπα, αυτόματα γνωρίζει τους νόμους της αληθείας, της ηθικής
συμπεριφοράς κλπ.
Εξ επόψεως Δυτικής
θεολογικής παραδόσεως έχει μεγάλη σημασία η οντολογία, διότι η οντολογία είναι
το θεμέλιο των θεολογικών διακρίσεων που διατυπώνονται στην Δυτική Θεολογία.
Και τούτο, επειδή απεκόπησαν οι Δυτικοί από την εμπειρία του φωτισμού και της
θεώσεως της Πατερικής παραδόσεως. Οπότε, αντί να θεολογούν βάσει της εμπειρίας
του φωτισμού και της θεώσεως, οι μεν Προτεστάντες πιστεύουν ότι η μόνη πηγή
αληθείας είναι η Αγία Γραφή, οι δε Παπικοί πιστεύουν ότι είναι η Αγία Γραφή, τα
κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και η προφορική Παράδοσις της Εκκλησίας και
αμφότεροι κάθονται απλώς και διαβάζουν τα βιβλία αυτά, πιστεύοντας ότι την ώρα
που τα διαβάζουν υπάρχει το Άγιο Πνεύμα μέσα τους, το οποίο τους φωτίζει να
κατανοούν ορθά εκείνα που διαβάζουν. Μάλιστα οι Προτεστάντες, επειδή πιστεύουν
ότι το χάρισμα της ερμηνείας των Γραφών εδόθη σε ολόκληρη την Εκκλησία, την
ανάγνωσι της Αγίας Γραφής την κάνει όλος ο σύλλογος, δηλαδή όλα τα μέλη μιας
Προτεσταντικής Ομολογίας, άσχετα αν κάποιος είναι παπάς ή δεν είναι παπάς.
Στην Παπική Εκκλησία όμως
πιστεύουν ότι το Άγιο Πνεύμα εδόθη κυρίως στην Ιεραρχία. Γι’ αυτό και κατά τις
χειροτονίες οι επίσκοποι τους λένε στον χειροτονούμενο: «Λάβε Πνεύμα Άγιον»!
Θέλουν να δείξουν δηλαδή οι χειροτονούντες ότι είναι διάδοχοι των Αποστόλων.
Όπως είπε ο Χριστός στους Αποστόλους «Λάβετε Πνεύμα Άγιον», έτσι και αυτοί
υποτίθεται ότι έχουν και δίνουν Πνεύμα Άγιον. Και δίδεται Πνεύμα Άγιον στους
επισκόπους τους, για να μπορούν αυτοί μαζί με τον Πάπα της Ρώμης, που έχει και
αυτός το Πνεύμα το Άγιον, να αποφαίνωνται σωστά περί των θεμάτων που τους
απασχολούν…
Στην Ορθόδοξη Παράδοσι
όμως έχομε τους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους Αγίους, οι οποίοι δεν είναι
απλώς αυθεντίες αφ’ εαυτού των, αλλά είναι αυθεντίες εξ αιτίας της εμπειρίας
της θεώσεως και μόνον. Οπότε και ο καθένας, ο οποίος φθάνει στην εμπειρία της
θεώσεως, γίνεται και αυτός αυθεντία, επειδή μετέχει στην αυθεντία εκείνων.
Αυτός δεν λέγει τίποτε διαφορετικό απ’ ότι είπαν εκείνοι, διότι απέκτησε κοινή
εμπειρία με εκείνους. Όσοι έχουν την ίδια εμπειρία, λένε τα ίδια πράγματα.
Ο ορισμός της Μεταφυσικής
ή της Οντολογίας είναι ότι είναι μία επιστήμη, η οποία ασχολείται με εκείνο που
δεν αλλάζει, με εκείνο που παραμένει αναλλοίωτο, με το «όντως ον» ή ακόμη και
με εκείνο το οποίο παραμένει αναλλοίωτο για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα,
το οποίο όμως δεν μπορεί να ελεγχθή. Συμβαίνει όμως σήμερα οι θετικές επιστήμες
να έχουν αποδείξει ότι στον κτιστό κόσμο τα πάντα είναι σχετικά, τα πάντα
αλλάζουν. Γι’ αυτό σήμερα έχει πλήρως εγκαταλειφθή η άποψις ότι υπάρχει κάτι το
«οντολογικόν», εξ επόψεως του παραμένοντος, του αμεταβλήτου. Από την Αστρονομία
κυρίως ξέρομε ότι εδώ και περίπου 15 δισεκατομμύρια χρόνια, όσο είναι η ηλικία
του σύμπαντος, ο κόσμος συνεχώς αλλάζει και μαζί του όλα τα κτίσματα.
Στην Ορθοδοξία όμως, όταν
μιλάμε για τον Θεό, λέμε ότι ο Θεός «πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχη».
Αυτό όμως τι σημαίνει; Μας αποκαλύπτει αυτό, τι είναι ο Θεός ή τι δεν είναι ο
Θεός; Μας αποκαλύπτει το είναι του Θεού; Όχι, βέβαια, διότι είναι κάτι το
αποφατικό. Σημαίνει δηλαδή η παραπάνω έκφρασις ότι ο Θεός δεν είναι σαν αυτά τα
πράγματα του κτιστού κόσμου που μεταβάλλονται και τα οποία κάποτε
δημιουργήθηκαν, υπάρχουν για ένα διάστημα και μετά σταματούν να υπάρχουν. Ο
Θεός πάντα υπήρχε και πριν υπάρξη αυτός ο κόσμος και θα υπάρχη και μετά το
τέλος αυτού του κόσμου, αναλλοίωτος. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός είναι αΐδιος και
αθάνατος κατά φύσιν. Αυτή όμως η έκφρασις μας λέγει τι δεν είναι ο Θεός. Όχι το
τι είναι .
Η Μεταφυσική όμως
επιστήμη είναι -σύμφωνα με τους οπαδούς της -η επιστήμη του όντος. Όχι του μη
όντος. Εξετάζει δηλαδή αυτό που υπάρχει, αυτό που είναι . Όχι εκείνο που δεν
είναι, που δεν υπάρχει.
Οι Πατέρες, όταν ομιλούν
για τον Θεό, λένε ότι ο Θεός είναι άγνωστος κατά την ουσία Του. Δεν γνωρίζομε
το «είναι» του Θεού, το τι είναι ο Θεός, το όντως ον. Λένε μάλιστα ότι ούτε
μπορούμε ποτέ να γνωρίσωμε τον Θεόν κατά την ουσία Του. Ξέρομε μόνον ότι
υπάρχει. Πως το ξέρομε αυτό; Επειδή μας έχει αποκαλύψει την δόξα Του, την
ενέργειά Του, το Φως Του. Και, όταν βλέπη κανείς το Φως του Θεού, δεν
καταλαβαίνει, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί να γνωρίση το «τι είναι ο Θεός». Γι’
αυτό λέμε ότι ο Θεός είναι Μυστήριο.
Κεφάλαιον 52
Στοχασμός στην
Ορθόδοξη Θεολογία
Στην Ορθόδοξο θεολογία
όμως υπάρχει και στοχασμός, όπως ακριβώς υπάρχει στοχασμός και στις θετικές
επιστήμες. Στις θετικές επιστήμες ο κάθε ερευνητής, για να προχωρήση στην
έρευνά του, προβάλλει συνεχώς υποθέσεις και δεν τολμάει να υιοθετήση τις
υποθέσεις αυτές και να τις μεταβάλη σε αξιώματα, πριν ελεγχθή η ορθότητά τους
από την εμπειρία, δηλαδή την εμπειρική γνώσι με βάση τις επιστημονικές
μεθόδους. Στις θετικές επιστήμες δεν θα μπορούσε να υπάρξη πρόοδος, αν δεν
υπήρχε ο στοχασμός επάνω στις κτηθείσες γνώσεις. Με βάσι αυτόν τον στοχασμό οι
επιστήμονες δημιουργούν θεωρίες και προβάλλουν υποθέσεις, τις οποίες εν
συνεχεία ελέγχουν με την παρατήρησι και το πείραμα αν είναι ορθές.
Ο στοχασμός όμως, που
υπάρχει στην Ορθόδοξο Θεολογία, συνεχώς λιγοστεύει όσο κανείς προχωρεί στην
θεογνωσία, διότι ο στοχασμός αυτός ελέγχεται και περιορίζεται συνεχώς υπό το
φως της αποκαλύψεως της δόξης του Θεού. Οι στοχασμοί και οι υποθέσεις
αντικαθίστανται από την γνώσι. Προχωρώντας κανείς από την κάθαρσι στον φωτισμό,
ο στοχασμός μειώνεται. Πλήρης κατάργησις του στοχασμού συμβαίνει όταν ο
άνθρωπος φθάση στην θέωσι όταν δηλαδή αντικρύση την ίδια την Αλήθεια, η οποία
του αποκαλύπτεται και η οποία είναι ο ίδιος ο Θεός.
Η Παράδοσις της Εκκλησίας
παραμένει αναλλοίωτη δια μέσου των αιώνων, όσον αφορά στην αποκάλυψι του Θεού
στον άνθρωπο. Και τούτο, διότι η αποκάλυψις του Θεού στον άνθρωπο είναι η ίδια
δια μέσου των αιώνων. Ήτο και είναι πάντα η ίδια, σε όλους τους θεούμενους από
την εποχή του Αδάμ μέχρι τώρα. Όλοι οι θεούμενοι (Προφήτες, Απόστολοι, Άγιοι),
δέχονται την ίδια εμπειρία εν Αγίω Πνεύματι κατά την θέωσι, όταν δηλαδή τους
αποκαλύπτεται ο Χριστός. Η μόνη διαφορά σε αυτήν την εμπειρία είναι ότι στην
Παλαιά Διαθήκη ο Χριστός αποκαλύπτεται άσαρκος, ως ο Μεγάλης Βουλής Άγγελος, ενώ
στην Καινή Διαθήκη, όπου μεσολαβεί η Ενσάρκωσις του Λόγου στο πρόσωπο του
Χριστού, ο Χριστός αποκαλύπτεται με την δεδοξασμένη Του ανθρωπίνη φύσι, κατά
ανάλογο τρόπο με εκείνον που αποκαλύφθηκε στο όρος Θαβώρ στους τρεις
Αποστόλους.
Αυτά σημαίνουν ότι στην
Ορθόδοξη Θεολογία η γνώσις περί του Θεού απλώς επιβεβαιώνεται
επανα-αποκαλυπτομένη στους θεουμένους της κάθε εποχής. Η γνώσις αυτή, η
αποκάλυψις του Θεού στον άνθρωπο, είναι πάντα της αυτής φύσεως, έχει όμως
διαβαθμίσεις, δηλαδή διαφορετικό βαθμό πληρότητος στον κάθε θεούμενο. Όταν ο
Θεός αποκαλύπτεται σε έναν άνθρωπο, αποκαλύπτεται στο μέτρο που ο Θεός θέλει
και που ο συγκεκριμένος άνθρωπος μπορεί να δεχθή, να χωρέση, την αποκάλυψι του
Θεού. Ο μέγιστος βαθμός αποκαλύψεως του Θεού στον άνθρωπο είναι εκείνος της
Πεντηκοστής. Τότε το Πνεύμα το Άγιον ωδήγησε τους Αποστόλους «εις πάσαν την
αλήθειαν».
Κεφάλαιον 53
Δυτική Θεολογία και
μοντέρνα επιστήμη
Στον Μεσαίωνα οι
Ευρωπαίοι είχαν μία γεωκεντρική αντίληψι περί του σύμπαντος. Πίστευαν δηλαδή
ότι η γη είναι το κέντρον του σύμπαντος και ότι τα άστρα περιστρέφονται γύρω
από την γη. Έρχονται κατόπιν οι πρώτοι αστρονόμοι της μοντέρνας εποχής,
συγκεκριμένα ο Γαλιλαίος και αποδεικνύει ότι δεν περιστρέφεται ο ήλιος γύρω από
την γη, αλλά η γη γύρω από τον ήλιο. Αυτό το συμπέρασμα το έβγαλε από
παρατηρήσεις που έκανε με το τηλεσκόπιο του. Απέδειξε δηλαδή εκείνο που
υπεστήριζε με την παρατήρηση. Δεν το απέδειξε με φιλοσοφικά επιχειρήματα.
Οι τότε εκκλησιαστικές
αρχές δεν επείσθησαν (παρ’ ό,τι ο ίδιος παρωτρύνε και αυτούς τους επισκόπους να
κοιτάξουν μέσα από το τηλεσκόπιό του και τους εξηγούσε τι έβλεπαν) και κόντεψε
να καή επάνω στην πυρά ως αιρετικός από την Ιερά Εξέτασι! Αναγκάσθηκε να δηλώση
μετάνοια (!) για να αποφύγει τον θάνατο.
Έκτοτε δημιουργήθηκε η
υποψία ότι τα γνωστά περί του φυσικού κόσμου δεν ήσαν όπως τα περιέγραφαν οι
θεολόγοι (οι οποίοι τότε στην Δύσι, ήταν οι γραμματισμένοι, οι σπουδασμένοι της
κοινωνίας και οι διανοούμενοι της εποχής), αλλά αλλοιώς ήταν ο κόσμος και
αλλοιώς περιεγράφετο μέχρι τότε.
Στον Μεσαίωνα ο
Αριστοτέλης απέκτησε τόσο μεγάλο κύρος, ώστε η αυθεντία του ήταν ισάξια εκείνης
της Αγίας Γραφής99. Τότε η Αγία Γραφή ερμηνευόταν υποχρεωτικά βάσει των
αντιλήψεων του Αριστοτέλους. Όποιος διαφωνούσε με τον Αριστοτέλη, όπως τον
ερμήνευαν οι Φράγκοι, κινδύνευε να χάση την ζωή του!
Για τον λόγο αυτό μεταξύ
των θετικών επιστημόνων της Δύσεως υπάρχει μία υποσυνείδητη εμπάθεια προς το
πρόσωπο του Αριστοτέλους, όχι διότι ο ίδιος δεν ήταν σπουδαίος φιλόσοφος και
ερευνητής περί των φυσικών πραγμάτων, αλλά επειδή ο Φραγκικός Μεσαίωνας
βασίσθηκε τόσο πολύ στον Αριστοτέλη. Ένας λόγος που σήμερα έχομε αυτήν την
σπουδαία εξέλιξι στις θετικές επιστήμες στην Δύσι είναι ότι οι θετικοί
επιστήμονες για μεγάλο χρονικό διάστημα, ήσκησαν αυστηρή κριτική στο λογικό
σύστημα του Αριστοτέλους για να φθάσουν εκεί που έφθασαν. Σκοπός τους βέβαια
ήταν να ρίξουν την αυθεντία της Εκκλησίας επάνω στα θέματα των θετικών
επιστημών.
Αυτό βέβαια δημιούργησε
προβλήματα στην Δυτική Παράδοσι όχι μόνο για τους Παπικούς, αλλά και για τους
Προτεστάντες, οι οποίοι τώρα μας κάνουν και τους μοντέρνους οι περισσότεροι και
ξεχνούν ότι και οι ίδιοι οι Μεταρρυθμισταί (Λούθηρος κλπ.), ήσαν επίσης
αφοσιωμένοι στην παλαιά αντίληψι περί του κόσμου.
Αυτή η παλαιά αντίληψις
περί του κόσμου φαίνεται σαφώς και στις αντιλήψεις των Δυτικών του Μεσαίωνα
γύρω από τα θέματα Παραδείσου -Κολάσεως ως και της σχέσεως της γης με τον
Παράδεισο και την Κόλασι. Και εδώ έχομε τα ποιήματα του Dante (Δάντη) ο οποίος,
στην πραγματικότητα ήταν ένας δεισιδαίμων και στενοκέφαλος, ο οποίος δεν είχε
ιδέα περί Πατερικής Παραδόσεως, όπως την γνωρίζομε εμείς. Από Ορθοδόξου πλευράς
ήταν απλώς ένας σκοταδιστής, και δη του Μεσαίωνος. Ο Dante ήταν ο πατέρας της
Αναγεννήσεως στην Δύσι και ήταν ένα παιδί αφοσιωμένο στην θεολογική και θρησκευτική
παράδοσι των Φράγκων και τίποτε άλλο.
Το ίδιο ισχύει και για
τον Boccacio (Βοκκάκιο) και για τον Petrarch (Πετράρχη), οι οποίοι θεωρούνται
και αυτοί συμπατέρες της Ευρωπαϊκής Αναγεννήσεως. Η Ευρωπαϊκή Αναγέννησις
(Renaissance) και ο λεγόμενος Ανθρωπισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία
επιστροφή στις αρχαίες Ελληνικές κλασσικές σπουδές. Είναι δηλαδή μία επιστροφή
στην Κλασσική εποχή και μία αναγέννησις της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας
γενικώτερα, αλλά και της φιλοσοφίας. Αυτήν την αναγέννησι της αρχαίας Ελληνικής
κλασσικής φιλοσοφίας δεν την προκάλεσε ο ίδιος ο Dante, διότι αυτή είχε αρχίσει
τουλάχιστον δύο αιώνες πριν.
Ο Dante είναι αποδεδειγμένο ότι ήταν οπαδός του
Θωμά του Ακινάτου, το δε έργο του με τίτλο Θεία Κωμωδία ( Divina Commedia)
είναι μία ποιητική απόδοσις της θεολογίας του Θωμά του Ακινάτου. Όμως άρχισε να
αποδεικνύεται ότι η ερμηνεία του Θωμά Ακινάτου επάνω στον Αριστοτέλη δεν ήταν
σωστή, ότι δηλαδή ήταν μία παρερμηνεία.
Συνέβη όμως μετά την
εξέλιξι των θετικών επιστημών στην Δύσι, κυρίως όμως με τις επαναστατικές
μελέτες που αρχίζουν με την Αστρονομία, με το αστρονομικό σύστημα που αρχίζει
να καθιερώνεται από τον Γαλιλαίο και εντεύθεν, να κλονίζεται σοβαρά η αυθεντία
του Αριστοτέλους100. Έτσι φθάνουμε σήμερα στο σημείο να μην υπάρχη, νομίζω,
σοβαρός άνθρωπος -εκτός βέβαια από κάποιους που ζουν στην Ελλάδα! -που να είναι
οπαδός του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα. Δεν υπάρχουν πλέον οπαδοί τους. Υπάρχουν
βέβαια μελετητές που μελετούν οποιονδήποτε διανοούμενο της ιστορίας.
Αυτή όμως η διάκρισις μεταξύ
φιλοσόφου και ιστορικού της φιλοσοφίας δεν είναι αντιληπτή εδώ στην Ελλάδα,
διότι εκείνο που παρετήρησα από τότε που ήλθα εδώ101, είναι ότι οι Νεοέλληνες
μελετούν με μεγάλη αγάπη μόνο ανθρώπους του παρελθόντος, με τους οποίους
συμφωνούν. Δηλαδή έχομε εδώ το καλός και το κακός. Αν κάποιος είναι καλός, μας
αρέσει και όλα όσα λέγει είναι σωστά! Ενώ, αν είναι κακός, όλα όσα λέγει δεν
είναι σωστά! Δηλαδή ή μαύρο θα είναι ή άσπρο. Γίνεται δηλαδή μία απλοποίησις,
μία διαστροφή της ιστορικής πραγματικότητος.
Οπότε, αν πούμε ότι ο
Πλάτων είναι σπουδαίος, αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να δεχώμεθα ό,τι ο Πλάτων
διδάσκει. Διότι, αν ο Πλάτων είναι σπουδαίος, πρέπει να διδάσκη την αλήθεια! Αν
κάποιος δεν διδάσκει την αλήθεια, τότε είναι ένας άχρηστος. Έτσι, αν ο Πλάτων
δεν διδάσκει την αλήθεια, τότε είναι ένας άχρηστος! Έτσι όμως γίνεται μία σύγχυσις.
Αυτό τώρα σε συνδυασμό με
τον Νεοελληνικό πατριωτισμό σημαίνει ότι όλοι οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν
σπουδαίοι. Και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης ήσαν σπουδαίοι. Έτσι, και μόνο γι’
αυτόν τον λόγο, πρέπει και σήμερα να υπάρχουν οπαδοί του Πλάτωνα και του
Αριστοτέλη! Δεν ξέρω βέβαια αν εδώ στην Ελλάδα υπάρχει σήμερα κανένας οπαδός
του Πλάτωνα, μεταξύ όμως των θρησκευομένων ή εξ επόψεως της κουλτούρας των
θρησκευομένων υπήρχε μία αδυναμία για τον Πλάτωνα. Αλλά βλέπομε ότι μεταξύ των
θεολογικώς φιλοσοφούντων στους θεολογικούς κύκλους της Ελλάδος υπάρχει μία
τάσις να ρέπουν προς τον Αριστοτέλη. Τα τελευταία χρόνια όμως εμφανίζονται
μερικοί, οι οποίοι μάλλον αρέσκονται στον Υπαρξισμό.
Για να αποδείξουμε λοιπόν
ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας είναι μοντέρνοι, λέμε ότι οι Πατέρες είναι
Πλατωνικοί, εάν η μόδα είναι ο Πλάτων. Αν όμως η μόδα απαιτή, για να είναι
κανείς μοντέρνος, να είναι Αριστοτελικός, τότε ξεθάβουν τις Πατερικές αναφορές
στον Αριστοτέλη για να δείξουν ότι ένας π.χ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός έχει ασχοληθή
με τον Αριστοτέλη και κάνει ερμηνείες σχετικές· έτσι δημιουργούν και ένα Πατέρα
Αριστοτελικό, ώστε έτσι να διασώζεται η υπόληψις της Πατερική Παραδόσεως…
Όσοι όμως σπούδασαν στην
Ευρώπη ή στην Αμερική, είδαν ότι δεν έχει και πολλή πέρασι ούτε ο Πλάτων ούτε ο
Αριστοτέλης και ότι στον μεν Αγγλοσαξονικό κόσμο επικρατεί ο λογικό θετικισμός,
ενώ στην Ευρώπη και κυρίως στην Γαλλία επικρατεί ο υπαρξισμός. Οι υπαρξιστές
διαιρούνται στους άθεους υπαρξιστές και στους θρησκευομένους υπαρξιστές.
Οπότε αυτοί, για να
στηρίξουν την Ορθοδοξία να μη πέση κάτω, διαβάζουν τους θρησκευομένους
υπαρξιστές! Βέβαια δεν ξέρω αν τους καταλαβαίνουν, πάντως τουλάχιστον τους
μιμούνται. Έρχονται λοιπόν στην Ελλάδα και γράφουν βιβλία περί υπαρξισμού για
να εισαγάγουν τα Ελληνικά νειάτα στα νάματα του υπαρξισμού, ώστε να γίνουμε και
εμείς μοντέρνοι. Έτσι όλο και περισσότερο μοντέρνοι γινόμαστε και πιθηκίζουμε και αληθινά μοντέρνοι ποτέ δεν
γινόμαστε.
Κεφάλαιον 54
Ποια είναι η διαφορά
μεταξύ Ορθοδόξων και αιρετικών
Εξ επόψεως τώρα της
Παραδόσεως δεν είναι το ίδιο πράγμα η μοντέρνα Ορθοδοξία με την παραδοσιακή
Ορθοδοξία. Υπάρχει βέβαια κάτι το κοινό, η Αγία Γραφή· αυτή όμως είναι μέρος
της Παραδόσεως. Το πρόβλημα όμως είναι ποια είναι η ουσία της Παραδόσεως· ποιος
είναι ο πυρήνας της Παραδόσεως. Αυτόν θα τον βρη κανείς, αν προσέγγιση το θέμα,
όπως θα έκανε σε μία οποιαδήποτε θετική επιστήμη.
Στην Ορθόδοξη Παράδοσι
έχομε εκτός της προφορικής Παραδόσεως και γραπτά κείμενα. Έχομε την Παλαιά
Διαθήκη, έχομε την Καινή Διαθήκη, έχομε τις αποφάσεις και τα πρακτικά των
Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων, έχομε τα συγγράμματα των Πατέρων της
Εκκλησίας κλπ. Τέτοια όμως γραπτά κείμενα έχουν σε ποσότητα και οι Παπικοί και
οι Προτεστάντες. Οπότε τίθεται το θέμα, ποια είναι η βασική διαφορά μεταξύ των
Ορθοδόξων και των πιστών των άλλων Χριστιανικών δογμάτων. Γιατί οι μεν να είναι
Ορθόδοξοι και οι άλλοι αιρετικοί; Ποια είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ
Ορθοδόξων και αιρετικών;
Νομίζω την βασική διαφορά
μπορούμε να την κατανοήσωμε, αν πάρωμε για παράδειγμα την Ιατρική επιστήμη.
Εκεί έχομε τους γιατρούς που ανήκουν στον Ιατρικό Σύλλογο. Αν δεν είναι κάποιος
γιατρός μέλος του Ιατρικού Συλλόγου, δεν μπορεί να εξασκήση το επάγγελμα του
γιατρού. Για να είναι ένας γιατρός νόμιμος, πρέπει όχι μόνο να είναι απόφοιτος
μιας ανεγνωρισμένης Ιατρικής Σχολής, αλλά και μέλος του Ιατρικού Συλλόγου. Τα
ίδια ισχύουν και για τους δικηγόρους. Στις επιστήμες αυτές υπάρχει μία συνεχής
δοκιμασία· διότι, αν παρεκτραπή κάποιος, ως προς την ορθή εξάσκησι του
επαγγέλματός του, τότε δικάζεται από το αρμόδιο όργανο του επαγγελματικού
Συλλόγου στον οποίο ανήκει και αποβάλλεται του επαγγελματικού Σώματος
Το ίδιο όμως συμβαίνει
και στη Εκκλησία. Η αντίστοιχη διαδικασία μέσα στο Σώμα της Εκκλησίας, η
αποβολή δηλαδή ή η αποκοπή κάποιου μέλους Της, ονομάζεται αφορισμός·
προκειμένου δε περί εκκλησιαστικού αξιώματος καθαίρεσις. Έτσι οι αιρετικοί
αφορίζονται από το Σώμα της Εκκλησίας. Όπως στον ιατρικό χώρο σε έναν
κομπογιαννίτη (ψευτογιατρό) δεν είναι δυνατόν να του επιτραπή να θεραπεύη, έτσι
και στην Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να επιτραπή σε έναν αιρετικό να θεραπεύη
τις ψυχές των ανθρώπων. Διότι, επειδή είναι αιρετικός, δεν γνωρίζει, δεν μπορεί
να θεραπεύη.
Οπότε, όπως δεν είναι
δυνατόν να γίνη ποτέ ένωσις μεταξύ κάποιου Συλλόγου κομπογιαννιτών γιατρών και
του Ιατρικού Συλλόγου, έτσι δεν είναι ποτέ δυνατόν να γίνη ένωσις μεταξύ των
Ορθοδόξων και των αιρετικών. Ένας πραγματικός γιατρός δεν είναι εκείνος που
απλώς διαβάζει πολλά ιατρικά βιβλία, αλλά εκείνος που έχει μεν αποφοιτήσει από
την Ιατρική Σχολή ενός Πανεπιστημίου, συγχρόνως όμως έχει μαθητεύσει για ένα
σημαντικό διάστημα κοντά σε έναν πεπειραμένο καθηγητή αποδεδειγμένης ικανότητας
να θεραπεύη αρρώστους.
Κεφάλαιον 55
Ποιος είναι ο
αληθινός θεολόγος
Ποιος είναι, τώρα, ο
αληθινός θεολόγος; Θεολόγος είναι μόνον εκείνος που διάβασε πολλά θεολογικά
βιβλία και είναι ενημερωμένος επάνω στην σχετική βιβλιογραφία; Αυτός όμως
μοιάζει με έναν μικροβιολόγο π.χ. που διάβασε μεν πολλά βιβλία επάνω στην
επιστήμη του, αλλά δεν χρησιμοποίησε ποτέ ένα μικροσκόπιο ούτε έκανε
εργαστηριακές αναλύσεις κλπ. Σε όλες τις θετικές επιστήμες, εκείνος που έχει ο
λόγος του κύρος και είναι αυθεντία στην επιστήμη του, είναι πάντα εκείνος που
έχει εμπειρία του αντικειμένου ή του φαινομένου στο οποίο αναφέρεται και το
οποίο έχει μελετήσει, δηλαδή εκείνος που έχει την εμπειρία της παρατηρήσεως και
κατανοεί τα φαινόμενα που παρατηρεί.
Στην Πατερική ορολογία
αυτή η εμπειρία της παρατηρήσεως των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος λέγεται
θεωρία. Το πρώτο σκαλοπάτι της θεωρίας είναι η εμπειρία της αυτενεργούσης
προσευχής του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, η εμπειρία της
ευχής. Με την ευχή, όταν είναι ενεργουμένη από την Χάρι του Αγίου Πνεύματος,
αρχίζει να θεμελιώνεται η ενδιάθετος πίστις στον άνθρωπο. Δια της εμπειρίας
αυτής της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος ο Χριστιανός αρχίζει να θεωρή τον Θεόν,
να γνωρίζη τον Θεόν. Ο Χριστιανός τώρα έχοντας την βοήθεια της Χάριτος του
Αγίου Πνεύματος, με οδηγούς την Παλαιά και Καινή Διαθήκη δηλαδή τους Προφήτες
και τους Αποστόλους, καθώς και τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ερμηνεύουν
εν Αγίω Πνεύματι την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, μπορεί να κάνη και ο ίδιος σωστή
ερμηνεία της Αγίας Γραφής και να εμβαθύνη στα ρητά και στα νοήματα της Αγίας Γραφής
και των κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας.
Σε ωρισμένες περιπτώσεις
κατά διαστήματα μπορεί ο Χριστιανός αυτός να ανεβαίνη σε υψηλότερα στάδια
θεωρίας π.χ. σε έλλαμψι ή, όταν θέλη ο Θεός, σε μέθεξι του ακτίστου Φωτός,
δηλαδή σε θέωσι. Από Πατερικής απόψεως θεολόγος είναι εκείνος που έφθασε σε
θέωσι. Διότι τότε γίνεται απλανής, οπότε μπορεί να θεολογή χωρίς φόβο να πέση
σε πλάνη. Δηλαδή θεολόγοι κατά τους Πατέρες είναι μόνον οι θεόπτες. Η Εκκλησία
τον τίτλο του κατ’ εξοχήν θεολόγου τον έδωσε σε πολύ λίγους Πατέρες, αν και
πολλοί Άγιοι εθεολόγησαν. Οι θεολογούντες σε αντιδιαστολή με του θεολόγους
είναι όσοι έφθασαν μόνο στην κατάστασι φωτισμού, της αδιαλείπτου δηλαδή
καρδιακής ευχής, οι οποίοι όμως, επειδή έχουν φωτισθή από την Χάρι του Αγίου
Πνεύματος, μπορούν και θεολογούν επάνω στην εμπειρία των θεουμένων, χωρίς οι
ίδιοι να παράγουν καινούργια Θεολογία. Βέβαια υπάρχουν και οι διανοητικά
θεολογούντες, οι οποίοι θεολογούν, επειδή έχουν απλώς διαβάσει μερικά θεολογικά
βιβλία, πράγμα όμως που απαγορεύεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Κεφάλαιον 56
Περί προσευχής
Εάν παρευρεθήτε ποτέ σε
συνάξεις Παπικών ή Προτεσταντών, επικρατεί η συνήθεια να κάνουν αυτοσχέδιες
προσευχές. Αυτή η παράδοσις προέρχεται κυρίως από την Προτεσταντική επανάστασι,
τότε που διάβαζαν πολύ προσεκτικά την Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Διάβαζαν δηλαδή
τότε στο Ευαγγέλιο ότι έρχεται το Πνεύμα το Άγιο και προσεύχεται μέσα στον
άνθρωπο. Έτσι ο άνθρωπος (κατ’ αυτούς) υποκινείται στο να προσεύχεται από το
Άγιο Πνεύμα, το οποίο έρχεται μέσα του. Κατ’ αυτούς λοιπόν απόδειξις ότι
κάποιος έχει επάνω του Άγιο Πνεύμα είναι το ότι ο άνθρωπος αυτός προσεύχεται.
Διότι το Άγιο Πνεύμα που έχει μέσα του τον υποκινεί και τον εμπνέει να
προσεύχεται. Επειδή λοιπόν στους Προτεστάντες κατά την εποχή της Μεταρρυθμίσεώς
τους υπήρχε αυτή η ερμηνεία, διετηρήθη μέχρι σήμερα σ’ αυτούς. Πιστεύουν δηλαδή
ότι ο άνθρωπος, όταν θέλη να προσευχηθή, έρχεται υποχρεωτικά το Πνεύμα το Άγιο,
το οποίο τον υποκινεί και τον εμπνέει να προσεύχεται σωστά.
Στην Ορθόδοξη Παράδοσι
όμως επικρατεί κάτι άλλο. Οσάκις η Γραφή ομιλεί περί προσευχομένου Αγίου
Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο, όταν δηλαδή λέγη ότι το Άγιο Πνεύμα προσεύχεται
μέσα στον Προφήτη ή μέσα στον Απόστολο, δεν ομιλεί περί λογικής προσευχής, αλλά
περί νοεράς. Αυτή δηλαδή η λατρεία, δεν είναι λογική λατρεία, αλλά νοερά102 .
Έτσι υπάρχει μεν η λογική
λατρεία, που γίνεται με την λογική του ανθρώπου, την οποία προσφέρομε στον Θεό,
όταν διαβάζωμε ή ψάλλωμε τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Η Θεία Λειτουργία π.χ.
είναι λογική λατρεία, όπως λογικές λατρείες είναι όλες οι τυπωμένες σε κείμενα
ακολουθίες της Εκκλησίας. Η νοερά λατρεία όμως, που είναι ποιοτικά ανώτερης
μορφής λατρεία, δεν είναι λατρεία που προσφέρεται στον Θεό από τον άνθρωπο με
πρωτοβουλία του ανθρώπου. Και τούτο διότι σε κάποιο στάδιο της πνευματικής
αναπτύξεως του ανθρώπου ήλθε το Πνεύμα το Άγιο στον άνθρωπο αυτόν, στην καρδιά
του, και μετέφερε την λατρεία του Θεού από τον εγκέφαλο στον χώρο της καρδιάς.
Οπότε στον άνθρωπο αυτόν γίνεται πλέον η λατρεία του Θεού νοερώς στον χώρο της
καρδιάς. Τότε η διάνοια παρακολουθεί την νοερά προσευχή, αλλά δεν συμμετέχει με
λογικά σχήματα. Απλώς αφουγκράζεται την προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην
καρδιά. Αυτή είναι η ευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά του ανθρώπου.
Όταν το Άγιο Πνεύμα
προσεύχεται νοερά μέσα στον άνθρωπο, όπως είπαμε προηγουμένως, τότε εκείνος ο
άνθρωπος την περίοδο εκείνη γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος και μάλιστα ο
χώρος της καρδιάς του γίνεται το θυσιαστήριο αυτού του ναού. Και το αισθάνεται
αυτό ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος τότε γίνεται ακροατής της ευχής του Αγίου Πνεύματος
103. Τότε η καρδιά του ανθρώπου γίνεται παπάς και ψάλτης και ο άνθρωπος εκείνος
βιώνει της εσωτερική -μυστική ιερωσύνη. Τότε γίνεται μέλος του Βασιλείου
Ιερατεύματος. Τότε γίνεται ενεργεία μέλος του Σώματος του Χριστού, δηλαδή της
Εκκλησίας, διότι το ίδιο το Άγιο Πνεύμα τον εισήγαγε στο μυστικό Σώμα του
Χριστού, στην όντως Εκκλησία. Το Χρίσμα, το οποίο εδέχετο ο Χριστιανός στην
αρχαία Εκκλησία, ήταν ακριβώς η επιβεβαίωσις, η σφραγίδα ότι ο Χριστιανός
εκείνος είχε γίνει μέλος του Σώματος του Χριστού.
Όταν ο άνθρωπος, στον
οποίο ενεργείται η προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά, θελήση να
προσευχηθή λογικά104, μπορεί να το κάνη αυτό και να προσεύχεται με άλλους
στίχους από εκείνους που ακούει μυστικά μέσα στην καρδιά του . Μπορεί όμως
επίσης να αφεθή και να επαναλαμβάνη ή να απαγγέλλη εκείνα που ακούει να
λέγονται μέσα στην καρδιά του .
Στην Ορθόδοξη Παράδοσι
όμως ένας ο οποίος δεν βρίσκεται σε αυτήν την πνευματική κατάστασι της νοερής
προσευχής, δεν κάνει αυτοσχέδιες προσευχές, αλλά προσεύχεται λογικά
χρησιμοποιώντας τις προσευχές των ακολουθιών της Εκκλησίας. Διότι η αυτοσχέδια
προσευχή πνευματικά είναι πάρα πολύ επικίνδυνη για όσους δεν έχουν τις ανάλογες
πνευματικές προϋποθέσεις105 . Εκείνος που ξέρει πως να προσεύχεται σωστά είναι
ο Παράκλητος, δηλαδή το Πνεύμα το Άγιο, ο Οποίος διδάσκει τον άνθρωπο πως να
προσεύχεται σωστά, καθώς επίσης και ο άνθρωπος που έχει διδαχθή από το Άγιο
Πνεύμα πως να προσεύχεται σωστά.
Αυτή η κατάστασις για την
οποία ομιλεί ο Χριστός, όταν λέγη ότι θα έλθη το Πνεύμα το Άγιον να κατοικήση
μέσα σας και μαζί με το Πνεύμα το Άγιο θα έλθω και εγώ μαζί με τον Πατέρα μου
και θα κατοικήσωμε μέσα σας -το λέγει καθαρά αυτό ο Χριστός -, και μας λέγει
και πως θα γίνη αυτό και επίσης μας λέγει «αιτείτε και δοθήσεται υμίν» 106 και
μιλάει για προσευχή και μιλάει για αγάπη, όλα αυτά αν τα συνδυάση κανείς, τι
συμπέρασμα βγάζει; Ότι μιλάει ο Χριστός για μία κατάστασι, κατά την οποία, όταν
έλθη ο Χριστός και το Πνεύμα το Άγιο και κατοικήση μέσα στον άνθρωπο, ο
άνθρωπος αυτός θα το ξέρη ότι γίνονται αυτά μέσα του; Ή μήπως, όταν γίνουν αυτά
σε έναν άνθρωπο, ο άνθρωπος αυτός δεν θα το ξέρη, δεν θα το καταλάβη; Δηλαδή το
Πνεύμα το Άγιο, όταν έρχεται μέσα στον άνθρωπο, έρχεται απαρατήρητα ή μετά
παρατηρήσεως (εσωτερικής); Ή μήπως θα έλθη, επειδή το είπε κάποιος Δεσπότης ή
κάποιος παπάς;
Θυμάμαι, όταν ήμουν
νεοχειροτονημένος παπάς, έλεγα και εγώ εκείνο που λέγει ο απόστολος Παύλος ότι
«ημείς εσμεν ναός του Αγίου Πνεύματος»107 και αν φθείρετε τον ναόν τούτον… κλπ.
και συζητούσαμε και λέγαμε και λέγαμε κάνοντας ηθικολογία επάνω σ’ αυτά που
έλεγε ο απόστολος Παύλος. Αλλά ο απόστολος Παύλος απευθυνόμενος στην ενορία της
Κορίνθου, στο σημείο που έλεγε ότι ημείς εσμεν ναός του Αγίου Πνεύματος, ημείς
εσμεν μέλη του σώματος του Χριστού, και έχετε το Πνεύμα το Άγιο μέσα σας κλπ.,
αν διαβάσετε όλα αυτά προσεκτικά, θα δήτε ότι αναφέρεται σε τι είδος πιστών;
Διότι λέγει: «Θέλω πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις»108. Δηλαδή αναφέρεται στους
λαλούντας γλώσσαις (σ’ εκείνους δηλαδή που είχαν στην κατοχή τους διάφορα είδη
της νοεράς προσευχής).
Λένε οι παπάδες από τον
άμβωνα: ξέρετε, αγαπητοί μου Χριστιανοί, δεν πρέπει να στεναχωριέστε… Να, ο
απόστολος Παύλος λέγει ότι το Πνεύμα το Άγιο είναι, μέσα μας και μας καθοδηγεί
και ξέρει το Πνεύμα τι ανάγκες έχομε και πως να προσευχηθή… κλπ.. Δηλαδή κάνουν
μία ομιλία, μιλάνε για κάποια προσευχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στον άνθρωπο,
την οποία ο άνθρωπος δεν αισθάνεται ούτε ξέρει ότι ενεργείται μέσα του ούτε την
διακρίνει μέσα του, την οποία δηλαδή δεν ακούει ο άνθρωπος να τελήται
εσωτερικά, μέσα του.
Όμως εκείνη η προσευχή
του Αγίου Πνεύματος, για την οποία μιλάει ο απόστολος Παύλος, είναι αισθητή ή
όχι; Ο Απόστολος Παύλος δηλαδή μιλάει έτσι αόριστα για κάποια προσευχή του Αγίου
Πνεύματος, για αόριστη συμμετοχή στο Σώμα του Χριστού; Ή μας δίνει συγκεκριμένα
βιωματικά στοιχεία για το πως συμβαίνει αυτό; Δηλαδή υπάρχει νοερά αίσθησις,
αισθητή εσωτερική αντίληψις ή όχι σ’ εκείνα για τα οποία μιλάει έτσι ο
απόστολος Παύλος;
Διαβάζοντας όμως τους
Πατέρες της Εκκλησίας, βλέπομε το εξής: Ότι δηλαδή αποκλείεται κάποιος να είναι
ναός του Αγίου Πνεύματος και να μη το καταλαβαίνη, να μην έχη δηλαδή αίσθησι ο
ίδιος ότι είναι ναός του Αγίου Πνεύματος. Διότι «το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι
ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» 109. Το Πνεύμα όμως πως συμμαρτυρεί «τω πνεύματι
ημών»; Δεν είναι αυτό η νοερά προσευχή; Διότι, αν δεν είναι αυτό η νοερά
προσευχή, τότε τι είναι; Είναι καμμιά φαντασία κανενός φαντασμένου ανθρώπου;
Λοιπόν με την φράσι «το Πνεύμα
συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» δεν εννοείται τίποτε άλλο,
παρά η νοερά προσευχή. Και αυτή η νοερά αίσθησις, αυτή η κατάστασις, αυτή η
εμπειρία του Χριστιανού, όταν ενεργείται από το Άγιο Πνεύμα, αυτή η είναι η
Πατερική παράδοσις από γενεά σε γενεά. Βάσει αυτής ένας πνευματικός πατέρας
ξέρει πότε το πνευματικό του παιδί έχει φθάσει από την κάθαρσι στο φωτισμό.
Μπορεί ένας πνευματικός πατέρας να το ξέρη αυτό ή όχι; Και πως το ξέρει αυτό;
Πως δηλαδή ξέρει αν το πνευματικό του παιδί έφθασε στην κατάστασι φωτισμού; Από
αυτά που είπαμε. Έτσι, όταν μιλάμε για εμπειρική Θεολογία μιλάμε για εμπειρική
ευσέβεια (όχι για ευσεβισμό). Η Θεολογία είναι εμπειρική ευσέβεια. Δεν είναι
λόγια, αλλά είναι κάτι το πολύ συγκεκριμένο.
ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
Πρωτοπρ. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου (†)
Καθηγητού Πανεπιστημίου
Πατερική Θεολογία
Πρόλογος: Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού Κοσμήτορα Θεολ Σχολής Πανεπ. Αθηνών
Επιμέλεια – σχόλια: Μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου
Εκδόσεις ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ Θεσσαλονίκη 2004
Η μορφοποίηση κειμένου και εικόνας έγινε απο τόν Nikos V. Vythoulkas
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων με αναφορά Πηγής το
ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΑΛΑΒΑΣΤΡΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου