Δευτέρα 4 Ιουλίου 2016
Tα τελευταία του γέρου
Μιὰ ζωή, πενῆντα χρόνια! Εἶχαν συζήσει ὁμοῦ.
Ὣς τόσον ἡ γριὰ δὲν ἦτο ἀκόμη 65 ἐτῶν· τὴν εἶχε πάρει πολὺ μικρήν, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον,
ὁ γέρος. Αὐτὸς τώρα ἦτο ἄνω τῶν 85. Καὶ ἡ γριὰ τοῦ τ᾿ ἀνέβαζε μέχρις 90. Κι ὁ
γαμβρός, ὁ σύζυγος τῆς ἐγγονῆς, χωρὶς νὰ ξεύρῃ, ἐβεβαίου ὅτι ὁ γέρος θὰ εἶχε
φθάσει τὰ ἑκατόν.
Ἡ γριὰ εἶχε δύο σπίτια, ἐντὸς βαθείας αὐλῆς,
κάτω ἀπὸ τοῦ Ψυρῆ, εἰς ἕνα δρόμον. Αὐτὴ ἦτο ὁ μόνος κύριος καὶ διαχειριστής. Ὁ
γέρος, εἰς τὰ τελευταῖα του, κάποτε ἐξήρχετο τὰ Σάββατα, κ᾿ ἐδιακόνευε. Οἱ ἀνεψιάδες
τῆς ἔλεγαν νὰ τὸν μαλώσῃ, νὰ μὴ τὸ κάμνῃ. Ἡ γριὰ ἔλεγεν ὅτι δὲν τὸ ξεύρει.
Δεκάρες σπανίως τοῦ ἔδιδε.
Ἡ μοναχοκόρη της εἶχε χηρεύσει σαραντάρα.
Εἶχε δύο παιδιά. Ἡ μικρὴ ἐμεγάλωσε πολὺ γρήγορα. Ὁ υἱὸς ἐβγῆκε μόρτης, ὅπως ὅλοι…
Ὁ Νιόνιος, μ᾿ ἕνα ὡρολόγι χρυσό, καὶ μὲ μίαν προξενιὰ παραφουσκωμένην, εἶχε
κάμει τὴν γριὰν νὰ πιστεύσῃ ὅτι εἶχε λεπτά. Ἔγινε δεκτὸς ὡς γαμβρός. Ἐστεφανώθη,
καὶ ὀβολὸν δὲν εἶχε.
Ἐπέρασαν σχεδὸν πέντε χρόνια, κ᾿ ἡ
Γιωργούλα ἀπέκτησε τρία παιδιά. Ἐξηκολούθει νὰ δουλεύῃ ὡς μοδίστρα, ὅπως καὶ πρὶν
πανδρευθῇ.
Ἡ γραῖα εἶχε δώσει προῖκα τὸ ἔξω σπίτι, τὸ
πρὸς τὸν δρόμον. Τὸ ἔσω εἰς τὸ βάθος τῆς αὐλῆς τὸ ἐκράτησεν αὐτή. Ηὐλίζοντο ὁμοῦ,
καὶ ἡ φαγούρα δὲν ἔλειπε μεταξὺ τοῦ γαμβροῦ καὶ τῆς μάμμης.
Ἡ γραῖα ἐκράτει ἓν ἰσόγειον δωμάτιον κάτω,
καὶ εἶχεν ἄλλα 4 ἢ 5 ἐνοικιασμένα. Ὅλον τὸ φθινόπωρον καὶ μέχρι μέσου τοῦ χειμῶνος,
ὁ γέρος ἦτο μεταξὺ ζωῆς καὶ τάφου. Ἐγόγγυζεν, ἔρρεγχεν, ἠγωνία. Ἔτρωγεν, ἔπινε.
Τὰ δόντια του εἶχον πέσει πρὸ πολλοῦ, ἀλλὰ καθὼς παρετήρησεν ἡ γραῖα, τὰ οὖλά
του εἶχον σκληρυνθῆ τόσον, ὥστε ἀνεπλήρου τὴν ἔλλειψιν. Ἐμάσα καλά, κ᾿ ἐχώνευε
καλύτερα· ἐπάλαιεν, ἐπαράδερνεν, ἔβλεπεν ὁράματα, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ βγῇ ἡ ψυχή
του.
*
* *
Μακρὰν νύκτα τοῦ Νοεμβρίου, ἡ γραῖα ἠγρύπνει
πλησίον τοῦ ἀσθενοῦς, ὅστις, συχνά, παλαίων μὲ τὸν ἴδιον ἑαυτόν του, ἔπιπτε
κάτω ἀπὸ τὸ χαμηλὸν κρεβάτι κ᾿ ἐκυλίετο. Ἡ μικρὰ Κατίνα, ἔκθετον τὸ ὁποῖον εἶχε
προσλάβει ἡ γραῖα ἀπὸ τὸ βρεφοκομεῖον, ἦτο ἡ μόνη συντροφιά της· εἶχε γίνει ἤδη
ὀκταέτις, καὶ τὴν εἶχε κρατήσει πλησίον της ― μὲ ὅλας τὰς διαμαρτυρίας τοῦ
γαμβροῦ καὶ τῆς ἐγγονῆς οἵτινες, ἂν καὶ χίλια μικρὰ θελήματα τοὺς ἔκαμνε, τὴν ἐπαράβλεπαν,
καὶ τὴν ἔκραζαν «μπαστάρδα».
Ὁ ἐγγονός της, ὁ μόρταρος, τότε μόνον ἐνθυμεῖτο
τὴν γιαγιά του, ὅταν ἤλπιζε νὰ ἐκβιάσῃ παρ᾿ αὐτῆς λεπτά. Ἐκοπροσκυλοῦσε ὅλην τὴν
ἡμέραν, κ᾿ ἐξενοκάτιαζε* τὴν νύκτα. Ἡ μητέρα του ἀνέτρεφε τὰ παιδιὰ τῆς κόρης
της, μὴ εὐκαιρούσης ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, καὶ δὲν κατήρχετο συχνὰ νὰ ἰδῇ τοὺς γονεῖς
της.
Ὁ Νιόνιος ἔφθανε κάπου κατὰ τὰ μεσάνυχτα. Ἕως
τότε συνήθως εἶχε παρέα μὲ φίλους· ἐπλησίαζεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ἰσογείου, ὅπου ἔβλεπε
φῶς εἰς τὸν φεγγίτην τῆς φλιᾶς.
― Καλησπέρα. Τί κάνετε;
Ἔβλεπε τὸν γέρον κυλιόμενον κάτω ἀπὸ τὸ
κρεβάτι, νὰ παραδέρνῃ μὲ ἀτάκτους χειρονομίας, καὶ νὰ ψιθυρίζῃ ἀσυνάρτητα.
―Ἔ, γριά, τί τὸν φυλᾷς; Δὲν τὸν πᾷς στὸ
νοσοκομεῖο;
Ἠκούετο ἡ φωνὴ τοῦ γέρου νὰ μορμυρίζῃ.
― Πουλάκια! πουλάκια! ὅλο κελαηδοῦν… ἔ,
ψαράκια! τί μὲ κυνηγᾶτε;
Ὁ Νιόνιος ἠκροᾶτο πρὸς στιγμήν· εἶτα:
― Σ᾿ ἐξέχασε ὁ Μιχάλης, παππού;
Ὁ γέρων δὲν ἤκουεν· ἐξηκολούθει καὶ πάλιν
νὰ γογγύζῃ:
― Ψαράκια! ψαράκια!… Νὰ εἶχα λεπτὰ νὰ τ᾿ ἀγοράσω!
―Ἀκοῦς, γιαγιά;… λεφτὰ σοῦ γυρεύει.
Εἶτα ἐπέφερε:
― Στὸ νοσοκομεῖο!… δὲν μᾶς ἀφήνετε νὰ ἡσυχάσουμε.
Ἡ γιαγιὰ συνήθως δὲν ἀπήντα. Ἀλλ᾿ ὅταν ἐκεῖνος
ἀπήρχετο, τοῦ ἔστελλεν εἰς τὰ νῶτά του πολλὲς «ὑπερευλογημένες».
*
* *
Μίαν ἑσπέραν οἱ δύο ἱερεῖς τῆς ἐνορίας,
κληθέντες, ἐτέλεσαν εὐχέλαιον ἐπὶ τοῦ ἀσθενοῦς. Ἐδιάβαζεν ὁ παπα-Σπύρος, ἐδιάβαζεν
ὁ παπα-Παντελής (ἂν δὲν ἀπατῶμαι, οὕτω συνηθίζεται εἰς Ἀθήνας), καὶ τρίτος ἐμορμύριζεν
ὁ γέρος, ὥστε ἀπετελεῖτο εἶδος χάβρας.
Τὴν ἄλλην ἡμέραν, ὁ παπα-Ἰγνάτιος,
παρακληθείς, ἦλθε νὰ τὸν ἐξομολογήσῃ. Ὁ παπὰς ἐφόρεσε τὸ ἐπιτραχήλι του, καὶ ἤρχισε
νὰ τὸν ἐπερωτᾷ ἂν ἐνθυμεῖτο τί ἁμαρτίας εἶχεν· ἀλλ᾿ ὁ γέρων, προσβλέψας αὐτὸν
βλοσυρῶς, τοῦ λέγει:
― Αὐτὰ δὲν τ᾿ ἀκούω ἐγώ… Λεφτὰ ἔχεις νὰ μοῦ
δώσῃς;… Λεφτά, λεφτά!
*
* *
Τὴν ἐπαύριον ὁ γέρος «ἀγγελιάστηκε». Κατὰ
τὰ μεσάνυχτα, ἐνῷ ἡ γερόντισσα εἶχε πάρει ὕπνον, αἴφνης τὴν ἐξύπνησεν ἀποτόμως ἡ
μικρὰ ψυχοκόρη της.
― Τί εἶναι;
― Φοβᾶμαι, γιαγιά!… Φοβᾶμαι, ἔκαμνε κολλῶσα
ἐπάνω της ἡ μικρά.
Ὁ γέρων μὲ ἀπλανές, ἔξαλλον ὄμμα, ἔκραζε:
― Τί μοῦ ἦρθες ἐδῶ, μακελλάραγα*;… Λεφτὰ νὰ
μοῦ φέρῃς, λεφτά!
Αὐταὶ ἦσαν αἱ τελευταῖαι λέξεις του. Ἐξέπνευσε
μετ᾿ ὀλίγον.
(1925)
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
1 σχόλια :
Ήλιος και νερό! Φως και σκοτάδι του βυθού! Τα παιδικά κορμιά μας έτρεμαν στην άκρη του γκρεμού προτού πάρουν τη βουτιά, κι έφρισσαν μαργωμένα σκαρφαλώνοντας το βράχο. Ο βράχος είχε χαράξει το πετσί μας με τ’ αγκύλια του. Δεν είχε περάσει μήδ’ ένα καλοκαίρι χωρίς μια μάνα να θρηνήσει το παιδί της. Εκείνη η ίδια το ’χε πάρει απ’ τις μασκάλες κάποια μέρα και του ακούμπησε τα ποδαράκια του στο κύμα. Κάμε το σταυρό σου! του παράγγειλε παραΰστερα, όταν το ’δε μεστωμένο, έτοιμο να βουτήσει κατακέφαλα.
Δημοσίευση σχολίου