Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016
3. Γιατί ο Θεός επιτρέπει στον διάβολο να μας πειράζη
Γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει στὸν
διάβολο νὰ μᾶς πειράζη
– Γέροντα, γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει
στὸν διάβολο νὰ μᾶς πειράζη;
– Γιὰ νὰ διαλέξει τὰ
παιδιά Του. «Κάνε, διάβολε, ὅ,τι θέλεις», λέει ὁ Θεός, γιατί, ὅ,τι καὶ ἄν κάνη,
τελικά θὰ σπάση τὰ μοῦτρα του στὸν ἀκρογωνιαῖο λίθο ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Ἐὰν
πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος, τότε τίποτε δὲν μᾶς φοβίζει.
Ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει μία
δοκιμασία, ἄν δὲν βγῆ κάτι καλό. Ὅταν ὁ Θεὸς βλέπη ὅτι θὰ γίνη ἕνα μεγαλύτερο
καλό, ἀφήνει τὸν διάβολο νὰ κάνη τὴν δουλειά του. εἴδατε τί ἔκανε ὁ Ἡρώδης;
Σκότωσε δεκατέσσερις χιλιάδες νήπια, ἀλλὰ ἔκανε δεκατέσσερις χιλιάδες Μάρτυρες Ἀγγέλους.
Ποῦ εἶδες ἐσύ Μάρτυρες Ἀγγέλους; Ἔσπασε τὰ μοῦτρα τοῦ ὁ διάβολος! Ὁ
Διοκλητιανός ἔγινε συνεργάτης τοῦ διαβόλου βασανίζοντας τούς Χριστιανούς
σκληρά. Ἀλλά, χωρίς νὰ τὸ θέλη, ἔκανε καλό στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί τὴν
πλούτισε μὲ Ἁγίους. Νόμιζε ὅτι θὰ ἐξαφάνιζε ὅλους τους Χριστιανούς, ἀλλὰ δὲν ἔκανε
τίποτε. Ἄφησε πλῆθος ἅγια Λείψανα νὰ τὰ προσκυνοῦμε καὶ πλούτισε τὴν Ἐκκλησία
τοῦ Χριστοῦ.
Μποροῦσε νὰ τὸν εἶχε
ξεκάνει τὸν διάβολο ὁ Θεός, Θεὸς εἶναι! Ἐὰν θέλη, καὶ τώρα τὸν μαζεύει κουβάρι
στὴν κόλαση, ἀλλὰ τὸν ἀφήνει πάλι γιὰ τὸ καλό μας. Θὰ τὸν ἄφηνε νὰ ταλαιπωρῆ καὶ
νὰ βασανίζη τὸ πλάσμα Του; τὸν ἄφησε ὅμως μέχρις ἑνός σημείου καὶ ἕως καιροῦ,
γιὰ νὰ μᾶς βοηθάη μὲ τὴν κακία του, νὰ μᾶς πειράζη, γιὰ νὰ τρέχουμε σ' Αὐτόν.
Μόνον ἄν πρόκειται νὰ βγῆ καλό, ἐπιτρέπει στὸ ταγκαλάκι νὰ μᾶς πειράξη. Ἄν δὲν
βγῆ καλό, δὲν ἐπιτρέπει. Ὅλα τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό μας. Νὰ τὸ πιστέψουμε
αὐτό. Ἀφήνει τὸν
διάβολο ὁ Θεός,
γιὰ νὰ παλαίψη
ὁ ἄνθρωπος. Χωρίς πάλη δὲν γίνεται χωριό. Ἄν δὲν μᾶς πείραζε ὁ διάβολος,
μπορεῖ νὰ νομίζαμε ὅτι εἴμαστε καὶ ἅγιοι. Ἐπιτρέπει λοιπόν ὁ Θεὸς στὸν διάβολο
νὰ μᾶς χτυπάη μὲ κακία, γιατί μὲ τὸ χτύπημα ποὺ μᾶς κάνει, διώχνει ὅλες τὶς
σκόνες μας καὶ ξεσκονίζεται ἡ σκονισμένη ψυχή μας. Ἤ τὸν ἀφήνη νὰ ὀρμάη νὰ μᾶς
δαγκώση, γιὰ νὰ καταφεύγουμε σ' Αὐτόν. Ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ συνέχεια, ἀλλὰ ἐμεῖς
συνήθως ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό καὶ, μόνον ἄν παρουσιασθῆ κανένας κίνδυνος,
τρέχουμε κοντά Του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεό, δὲν ὑπάρχει περιθώριο νὰ
εἰσχωρήση ὁ πονηρός, ἀλλὰ οὔτε ὑπάρχει καὶ λόγος νὰ ἐπιτρέψη ὁ Θεὸς στὸν πονηρό
νὰ τὸν πειράξη, γιὰ νὰ ἀναγκασθῆ ὁ ἄνθρωπος νὰ καταφύγη στὸν Θεό. Πάντως, ὅπως
καὶ ἄν εἶναι, ὁ πονηρός μας κάνει καλό, μᾶς βοηθάει νὰ ἁγιάσουμε. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ
Θεὸς τὸν ἀνέχεται.
Ὁ Θεὸς ἔχει ἀφήσει ἐλεύθερους,
ἐκτός ἀπὸ τούς ἀνθρώπους, καὶ τούς δαίμονες,μία ποὺ τὴν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δὲν τὴν
βλάπτουν, γιατί δὲν μποροῦν. Ἐκτός ἐὰν θέλη ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ βλάψη τὴν ψυχή
του. ἀντίθετα, μισθό προξενοῦν στὶς ψυχές μας εἴτε κακοί ἄνθρωποι εἴτε ἀπρ/ὀσεκτοι
ποὺ ἄθελά τους κάνουν κακό στὴν ζωή μας. Γιατί, νομίζετε, λέει ἐκεῖνος ὁ Ἀββάς:
«Ἐπαρον τούς πειρασμούς καὶ οὐδείς ὁ σωζόμενος»27; Γιατί οἱ πειρασμοί ὠφελοῦν
πολύ. Ὄχι ὅτι ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ κάνη ποτέ καλό – γιατί εἶναι κακός – ἀλλὰ ὁ
Καλός Θεὸς ἐμποδίζει τὴν πέτρα ποὺ μᾶς πετάει, γιὰ νὰ σπάση τὸ κεφάλι μας, καὶ
μᾶς τὴν δίνει στὸ ἕνα χέρι, καὶ στὸ ἄλλο χέρι πειρασμούς, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς τυραννᾶ
ὁ διάβολος, ἀλλὰ γιὰ νὰ δίνουμε μὲ αὐτόν τὸν τρόπο «ἐξετάσεις» γιὰ τὴν ἄλλη ζωή
καὶ νὰ μήν ἔχουμε παράλογες ἀπαιτήσεις στὴν Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει νὰ τὸ
καταλάβουμε καλά ὅτι πολεμοῦμε – καὶ ἔχουμε νὰ πολεμήσουμε, ἕως ὅτου
βρισκόμαστε σ' ἐτούτη τὴν ζωή – μὲ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο. Ὅσο ζῆ ὁ ἄνθρωπος, ἔχει
πολλή δουλειά νὰ κάνη γιὰ τὴν καλυτέρευση τῆς ψυχῆς του καὶ ἔχει δικαίωμα νὰ δίνη
ἐξετάσεις πνευματικές. Ἐὰν πεθάνη καὶ δὲν περάση, κόβεται πιά. Μετεξεταστέος δὲν
ὑπάρχει.
Ὁ διάβολος δὲν θέλει νὰ
μετανοήση
Ὁ Καλός Θεὸς ἔκανε Ἀγγέλους.
Μερικοί ὅμως Ἄγγελοι ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνειά τους ξέπεσαν καὶ ἔγιναν δαίμονες. Ἔπλασε
τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεός, τὸ τέλειο δημιούργημα, γιὰ νὰ ἀντικαταστήση καὶ τὸ
ξεπεσμένο τάγμα τῶν Ἀγγέλων. Γι' αὐτὸ ὁ διάβολος πολύ ζηλεύει τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ,
τὸν ἄνθρωπο. Φωνάζουν οἱ δαίμονες:
«Ἐμεῖς μία
φορά σφάλαμε καὶ μᾶς τυραννᾶς,
καὶ αὐτούς ποὺ
πολλές φορές
σφάλλουν, τούς συγχωράς».
Ναί, ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι μετανοοῦν. Αὐτοί, ἐνῶ ἦταν Ἄγγελοι, κατήντησαν δαίμονες,
καὶ ἀντί νὰ μετανοήσουν, γίνονται πιὸ πονηροί καὶ κακοί καὶ βάλθηκαν μὲ μανία νὰ
καταστρέψουν τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τὸ πιὸ φωτεινό τάγμα ὁ Ἑωσφόρος! Καὶ
τελικά... Ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια οἱ δαίμονες ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸν Θεό πρίν ἀπὸ
χιλιάδες χρόνια καὶ συνεχίζουν νὰ ἀπομακρύνωνται μὲ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ νὰ
μένουν ἀμετανόητοι. Ἕνα «Κύριε ἐλέησον» νὰ ποῦν, ὁ Θεὸς κάτι θὰ κάνη καὶ γι' αὐτούς.
Νὰ ποῦν ἕνα «ἤμαρτον», δὲν λένε «ἤμαρτον». Ἄν ὁ διάβολος ἔλεγε «ἤμαρτον», θὰ
γινόταν Ἄγγελος πάλι. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει ὅρια. Ἀλλά ὁ διάβολος ἔχει
θέλημα γερό, πεῖσμα, ἐγωισμό, δὲν θέλει νὰ καμφθῆ, δὲν θέλει νὰ σωθῆ. Φοβερό
πράγμα! Καὶ ἐνῶ ἦταν Ἄγγελος!
– Γέροντα, ὁ διάβολος θυμᾶται
τὴν προηγούμενη κατάστασή του;
– Ἄν θυμᾶται λέει; Αὐτός
εἶναι πῦρ καὶ μανία, γιατί δὲν θέλει νὰ γίνουν ἄλλοι
Ἄγγελοι, ποὺ θὰ τὸν ἀντικαταστήσουν.
Καὶ ὅσο πάει χειρότερος γίνεται. Ἐξελίσσεται στὴν κακία καὶ στὸν φθόνο.
Ὤ, ἄν νιώση κανεὶς τὸ
κατάντημα τοῦ διαβόλου, θὰ κλαίη μέρα-νύχτα! Ἐδῶ ἕναν καλό ἄνθρωπο βλέπει κανεὶς
ποὺ ἀλλάζει, γίνεται ἐγκληματίας, καὶ πόσο στενοχωριέται! Πόσο μᾶλλον νὰ δή ἔτσι ὄχι ἕναν ἄνθρωπο ἀλλὰ ἕναν Ἄγγελο! Κάποτε, ἕνας μοναχός28 εἶχε πονέσει πολύ
τους δαίμονες καὶ, ἐνῶ προσευχόταν γονατιστός, πεσμένος κάτω, ἔλεγε τὰ ἑξῆς: «Ἐσύ
Θεὸς εἶσαι καὶ, ἅμα θέλης, μπορεῖς νὰ βρής ἕναν τρόπο γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ αὐτοί οἱ
δυστυχισμένοι δαίμονες, οἱ ὁποῖοι, ἐνῶ εἶχαν τέτοια μεγάλη δόξα πρῶτα, τώρα ἔχουν
ὅλη τὴν κακία καὶ τὴν διαβολιά τοῦ κόσμου καὶ, ἐὰν δὲν μᾶς προστὰτευες, θὰ μᾶς
εἶχαν ρημάξει ὅλους τους ἀνθρώπους». Ἐνῶ λοιπόν ἔλεγε αὐτὰ τὰ λόγια προσευχόμενος μὲ πόνο, βλέπει ἕνα
κεφάλι σκυλήσιο δίπλα του νὰ τοῦ βγάζη τὴν γλώσσα του καὶ νὰ τὸν κοροϊδεύη. Τὸ ἐπέτρεψε
φαίνεται ὁ Θεὸς αὐτό, γιὰ νὰ πληροφορήση τὸν μοναχό ὅτι Ἐκεῖνος ἕτοιμος εἶναι νὰ
τούς δεχθῆ, ἀρκεῖ
νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ αὐτοί δὲν
θέλουν τὴν σωτηρία
τους. Βλέπετε, ἡ πτώση τοῦ Ἀδάμ ἀντιμετωπίσθηκε μὲ τὸν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ
στὴν γῆ, μὲ τὴν Ἐνανθρώπηση. Ἐνῶ τοῦ
διαβόλου ἡ πτώση
δὲν ὑπάρχει περίπτωση
νὰ ἀντιμετωπισθῆ, ἐκτός ἄν ταπεινωθῆ. Ὁ διάβολος δὲν διορθώνεται, γιατί
δὲν θέλει.
Ξέρετε πόσο θὰ
χαιρόταν ὁ Χριστός!
Καὶ ὁ ἄνθρωπος, μόνον ὅταν δὲν θέλη,
δὲν διορθώνεται. – Γέροντα, ὁ διάβολος γνωρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη
καὶ τὸν ἀγαπάει καὶ παρ' ὅλα αὐτὰ συνεχίζει τὸ τυπικό του;
– Ἔμ, πῶς δὲν τὸ γνωρίζει!
Ἀλλά ἡ ὑπερηφάνεια τὸν ἀφήνει; εἶναι ὅμως καὶ πονηρός. Προσπαθεῖ τώρα νὰ κερδίση
ὅλον τὸν κόσμο. Σοῦ λέει: «Ἄν ἔχω περισσότερους
ὀπαδούς, θὰ ἀναγκασθῆ
ὁ Θεὸς στὸ
τέλος νὰ λυπηθῆ
ὅλα τὰ πλάσματά Του καὶ θὰ μὲ
πάρη κι ἐμένα τὸ σχέδιο!». Ἔτσι νομίζει. Γι' αὐτὸ θέλει, ὅσο μπορεῖ, νὰ ἀποκτήση
πιὸ πολλούς ὀπαδούς. Βλέπετε ποῦ τὸ πάει; Σοῦ λέει: «Ἔχω τόσους μὲ τὸ μέρος
μου! Θὰ ἀναγκασθῆ ὁ Θεὸς νὰ χαρισθῆ καὶ σ' ἐμένα!». Χωρίς νὰ μετανοιώση! Καὶ ὁ Ἰούδας
τὸ ἴδιο δὲν ἔκανε; Ἤξερε ὅτι ὁ Χριστός θὰ ἐλευθέρωνε τούς νεκρούς ἀπὸ τὸν Ἅδη.
Σοῦ λέει: «Θὰ πάω κι ἐγώ πρίν ἀπὸ τὸν Χριστό, γιὰ νὰ μὲ ἐλευθερώση κι ἐμένα».
Βλέπεις πονηριά; Ἀντί νὰ ζητήση συγχώρηση ἀπὸ τὸν Χριστό, πῆγε νὰ κρεμασθῆ. Καὶ
νὰ δῆτε, ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θοῦ λύγισε τὴν συκιά, καὶ αὐτός μάζεψε τὰ πόδια του,
γιὰ νὰ μήν ἀκουμπήσουν κάτω. Καὶ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μήν πάη νὰ πῆ ἕνα «εὐλόγησον».
Φοβερό! Ἔτσι λοιπόν
καὶ ὁ διάβολος,
ὁ ἀρχηγός τοῦ ἐγωισμοῦ, δὲν λέει «ἤμαρτον», ἀλλὰ
συνέχεια ζορίζεται νὰ ἀποκτήση περισσότερους ὀπαδούς.
Ἡ ταπείνωση διαλύει τὸν
διάβολο
Ἡ ταπείνωση ἔχει μεγάλη
δύναμη καὶ διαλύει τὸν διάβολο. Ὅπου ὑπάρχει ταπείνωση, δὲν ἔχει θέση ὁ
διάβολος. Καὶ ὅπου δὲν ὑπάρχει διάβολος, ἑπόμενο εἶναι νὰ μήν ὑπάρχουν πειρασμοί.
Μία φορά ἕνας ἀσκητής ζόρισε ἕνα ταγκαλάκι νὰ πῆ τὸ
«Ἅγιος ὁ Θεός...» Εἶπε τὸ
ταγκαλάκι «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος»,«ἐλέησον ἠμάς» δὲν ἔλεγε.
Πές: «ἐλέησον ἡμᾶς»! Τίποτε! Ἄν τὸ ἔλεγε, θὰ γινόταν Ἄγγελος. Ὅλα τὰ λέει τὸ
ταγκαλάκι, τὸ «ἐλέησον μὲ» δὲν τὸ λέει, γιατί χρειάζεται ταπείνωση. Τὸ «ἐλέησον
μὲ» ἔχει ταπείνωση, καὶ δέχεται ἡ ψυχή τὸ μεγάλο ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ ζητάει.
Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε,
ταπείνωση-ἀγάπη-ἀρχοντιά
χρειάζεται. Τὰ πράγματα εἶναι ἁπλά. Ἐμεῖς τὰ
κάνουμε δύσκολα. Ὅσο
μποροῦμε, νὰ κάνουμε
ὅ,τι εἶναι δύσκολο στὸν διάβολο
καὶ εὔκολο στὸν ἄνθρωπο. Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ταπείνωση εἶναι δύσκολες στὸν διάβολο καὶ
εὔκολες στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἕνας φιλάσθενος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνη ἄσκηση, μπορεῖ
νὰ νικήση τὸν διάβολο μὲ τὴν ταπείνωση. Σὲ ἕνα λεπτό μέσα
μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος
νὰ γίνη Ἄγγελος
ἤ ταγκαλάκι. Πῶς; Μὲ τὴν ταπείνωση ἤ τὴν ὑπερηφάνεια. Τί, μήπως
χρειάσθηκαν ὧρες γιὰ νὰ γίνη ὁ Ἑωσφόρος ἀπὸ Ἄγγελος διάβολος; Μέσα σὲ
δευτερόλεπτα ἔγινε. Ὁ εὐκολώτερος τρόπος γιὰ νὰ σωθοῦμε, εἶναι ἡ ἀγάπη καὶ ἡ
ταπείνωση. Γι' αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ταπείνωση νὰ ἀρχίσουμε καὶ μετά νὰ
προχωρήσουμε στὰ ἄλλα.
Νὰ εὔχεσθε νὰ δίνουμε
συνέχεια χαρὰ στὸν Χριστό καὶ στενοχώρια στὸ ταγκαλάκι, μία ποὺ τοῦ ἀρέσει ἡ
κόλαση καὶ δὲν θέλει νὰ μετανοήση.
Κεφάλαιο 3
- Τὸ κοσμικό πνεῦμα
Ὁ διάβολος κυβερνάει τὴν
ματαιότητα
– Γέροντα, γιατί τὸν
διάβολο τὸν λένε «κοσμοκράτορα»; Εἶναι πράγματι;
– Ἀκόμη αὐτὸ ἔλειπε, νὰ
κυβερνᾶ ὁ διάβολος τὸν κόσμο! Ὅταν εἶπε ὁ Χριστός
γιὰ τὸν
διάβολο «ὁ ἄρχων
τοῦ κόσμου τούτου»29,
δὲν ἐννοοῦσε ὅτι
εἶναι κοσμοκράτορας, ἀλλὰ ὅτι κυριαρχεῖ στὴν ματαιότητα, στὴν ψευτιά. Ἀλλοίμονο,
θὰ ἄφηνε ὁ Θεὸς τὸν διάβολο κοσμοκράτορα! Ὅσοι ὅμως ἔχουν δοσμένη τὴν καρδιά
τους στὰ μάταια, στὰ
κοσμικά, αὐτοί ζοῦν ὑπό τὴν ἐξουσία «τοῦ
κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος
τούτου»30. Ὁ διάβολος δηλαδή κυβερνάει τὴν ματαιότητα καὶ τούς ἀνθρώπους ποὺ εἶναι
κυριευμένοι ἀπὸ τὴν ματαιότητα, ἀπὸ τὸν «κόσμο». «Κόσμος» τί θὰ πῆ; Δὲν θὰ πῆ
κόσμημα, μάταιο στολίδι;
Ὅποιος λοιπόν εἶναι
κυριευμένος ἀπὸ τὴν ματαιότητα εἶναι ὑπό τὴν κατοχή τοῦ
διαβόλου. Ἡ αἰχμαλωτισμένη καρδιά ἀπὸ τὸν μάταιο κόσμο διατηρεῖ καὶ τὴν ψυχή ἀτροφική
καὶ τὸν νοῦ σκοτισμένο. Τότε, ἐνῶ φαίνεται κανεὶς ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, στὴν οὐσία
εἶναι πνευματικό ἔκτρωμα.
Μοῦ λέει ὁ λογισμός ὅτι ὁ
μεγαλύτερος ἐχθρός της ψυχῆς μας ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸν διάβολο εἶναι τὸ κοσμικό πνεῦμα,
γιατί μᾶς παρασύρει γλυκά καὶ μᾶς πικραίνει τελικά αἰώνια. Ἐνῶ, ἄν βλέπαμε τὸν ἴδιο
τὸν διάβολο, θὰ μᾶς ἐπίανε τρόμος, θὰ ἀναγκαζόμασταν νὰ καταφύγουμε στὸν Θεό καὶ
θὰ ἐξασφαλίζαμε τότε τὸν Παράδεισο. Στὴν ἐποχή μας, πολύς «κόσμος» –κοσμικό πνεῦμα
– μπῆκε στὸν κόσμο καὶ αὐτός ὁ
«κόσμος» θὰ τὸν
καταστρέψη. Ἔβαλαν οἱ ἄνθρωποι μέσα
τούς τὸν «κόσμο» καὶ διώξανε ἀπὸ
μέσα τούς τὸν Χριστό.
– Γέροντα, γιατί δὲν
καταλαβαίνουμε πόσο κακό κάνει τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ παρασυρόμαστε ἀπὸ αὐτό;
– Γιατί τὸ κοσμικό πνεῦμα
μπαίνει σιγά-σιγά, ὅπως ὁ σκαντζόχοιρος μπῆκε
στὴν φωλιά τοῦ λαγοῦ. Στὴν
ἀρχή ὁ σκαντζόχοιρος παρακάλεσε τὸν λαγό νὰ βάλη λίγο τὸ κεφάλι τοῦ μέσα στὴν
φωλιά του, γιὰ νὰ μή βρέχεται. Μετά ἔβαλε τὸ ἕνα πόδι, μετά τὸ ἄλλο, καὶ τελικά
μπῆκε ὁλόκληρος, καὶ μὲ τὰ ἀγκάθια τοῦ ἔβγαλε τελείως ἔξω τὸν λαγό. Ἔτσι καὶ τὸ
κοσμικό φρόνημα μᾶς ξεγελάει μὲ μικρές παραχωρήσεις καὶ σιγά-σιγὰ μᾶς κυριεύει. Τὸ κακό λίγο-λίγο προχωράει. Ἄν
ἐρχόταν ἀπότομα, δὲν θὰ ξεγελιόμασταν. Βλέπεις. Ἄν θέλης νὰ ζεματίσης ἕναν
βάτραχο, πρέπει νὰ τοῦ ρίξης λίγο-λίγο τὸ ζεματιστό νερό. Ἄν τὸ ρίξης ἀπότομα ὅλο
μαζί, πετιέται καὶ φεύγει, γλυτώνει. Ἐνῶ, ἄν τοῦ ρίξης λίγο καυτό νερό, στὴν ἀρχή
θὰ τὸ τινάξη λίγο ἀπὸ τὴν πλάτη του καὶ μετά θὰ τὸ δεχθῆ. Ἄν τοῦ ρίξης ἀκόμη λίγο,
πάλι θὰ τὸ τινάξη λίγο, καὶ σιγά-σιγὰ θὰ
ζεματιστή, χωρίς νὰ τὸ καταλάβη. «Βρε, βάτραχε, ἀφοῦ σου ἔρριξε λίγο καυτό
νερό, σήκω καὶ φύγε!». Δὲν φεύγει. Φουσκώνει-φουσκώνει καὶ μετά ζεματιέται. Ἔτσι
κάνει καὶ ὁ διάβολος, μᾶς ζεματίζει λίγο-λίγο, καὶ τελικά, χωρίς νὰ τὸ
καταλάβουμε, βρισκόμαστε ζεματισμένοι!
Τὰ πρωτεῖα νὰ δοθοῦν στὴν
ὀμορφιά τῆς ψυχῆς
Ἡ ψυχή ποὺ συγκινεῖται ἀπὸ
τὶς ὀμορφιές τοῦ ὑλικοῦ κόσμου φανερώνει ὅτι ζῆ μέσα τῆς ὁ μάταιος κόσμος, γι'
αὐτὸ ἕλκεται ἀπὸ τὴν πλάση καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν Πλάστη, ἀπὸ τὸν πηλό καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν
Θεό. Δὲν ἔχει σημασία ἄν ὁ πηλός αὐτός εἶναι καθαρός καὶ δὲν ἔχη λάσπη
ἁμαρτίας. Ἡ καρδιά, ὅταν ἕλκεται ἀπὸ
κοσμικές ὀμορφιές, οἱ ὁποῖες δὲν
εἶναι ἁμαρτωλές, ἀλλὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι μάταιες, νιώθει κοσμική χαρὰ τῆς ὥρας,
ἡ ὁποία δὲν ἔχει θεϊκή παρηγοριά, φτερούγισμα ἐσωτερικό μὲ ἀγαλλίαση πνευματική. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάη
τὴν πνευματική ὡραιότητα,
τότε γεμίζει καὶ ὀμορφαίνει ἡ ψυχή του.
Ἄν γνώριζε ὁ ἄνθρωπος, καὶ
ἰδίως ὁ μοναχός, τὴν ἐσωτερική ἀσχήμια του, δὲν θὰ ἐπεδίωκε ἐξωτερικές ὀμορφιές.
Μέσα ἡ ψυχή ἔχει τόσους λεκέδες, τόσες μουντζοῦρες, καὶ θὰ κοιτάξουμε λ.χ. τὰ
ροῦχα μας; Πλένουμε τὰ ροῦχα μας, τὰ σιδερώνουμε κιόλας καὶ εἴμαστε καθαροί, καὶ
μέσα εἴμαστε... μήν τὰ ρωτᾶς! Γι' αὐτό, ἄν λάβη ὑπ' ὄψιν τοῦ κανεὶς τί
πνευματική ἀκαθαρσία ἔχει μέσα του, δὲν θὰ καθήση τόσο σχολαστικά νὰ βγάλη καὶ
τὸν παραμικρό λεκέ ἀπὸ τὰ ροῦχα του, γιατί αὐτὰ εἶναι χίλιες φορές καθαρώτερα ἀπὸ
τὴν ψυχή του. Ἀλλά, ἄν δὲν ἔχη ὑπ' ὄψιν τοῦ ὁ ἄνθρωπος τὴν πνευματική σαβούρα
ποὺ ἔχει μέσα του, ε, τότε κοιτάζει νὰ βγάλη σχολαστικά καὶ τὸν παραμικρό λεκέ.
Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται, εἶναι νὰ στρέψη ὅλη τὴν φροντίδα του στὴν πνευματική
καθαρότητα, στὴν ἐσωτερική ὀμορφιά καὶ ὄχι στὴν ἐξωτερική. Τὰ πρωτεῖα νὰ δοθοῦν
στὴν ὀμορφιά τῆς ψυχῆς, στὴν πνευματική ὀμορφιά καὶ ὄχι στὶς μάταιες ὀμορφιές,
γιατί καὶ ὁ Κύριός μας εἶπε: «Ὅσο ἀξίζει μία ψυχή, δὲν ἀξίζει ὁ κόσμος ὅλος»31.
Κοσμικές ἐπιθυμίες
Ὅσοι δὲν φρενάρουν τὴν
καρδιά τους ἀπὸ τὶς ὑλικές ἐπιθυμίες, τὶς μή ἀπαραίτητες, – οὔτε καν λόγος γίνεται
γιὰ σαρκικές ἐπιθυμίες – καὶ δὲν συμμαζέψουν τὸν νοῦ τούς μέσα στὴν καρδιά, γιὰ
νὰ τὰ δώσουν ὅλα μαζί μὲ τὴν ψυχή στὸν Θεό, διπλή δυστυχία τούς περιμένει.
– Γέροντα, εἶναι πάντα
κακό τὸ νὰ ἐπιθυμῆς κάτι; – Ὄχι, ἡ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς δὲν εἶναι καθ' ἐαυτῆ
κακή. Ἀλλά, ὅταν μου παίρνουν ἕνα
κομμάτι τῆς καρδιᾶς μου πράγματα, ἔστω καὶ μή ἁμαρτωλά, μοῦ ἐλαττώνουν τὴν ἀγάπη
μου πρὸς τὸν Χριστό. Αὐτή ἡ ἐπιθυμία πάλι εἶναι κακή, γιατί ὁ ἐχθρός μου
κόβει τὴν ἀγάπη
μου ἀπὸ τὸν
Χριστό. Ὅταν ἐπιθυμῶ
ἕνα πράγμα χρήσιμο, ἕνα βιβλίο
λ.χ., καὶ μοῦ παίρνη ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς, τότε αὐτὸ εἶναι κακό. Γιατί νὰ μοῦ
πάρη ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς ἕνα βιβλίο; Τὸ βιβλίο θὰ ἐπιθυμῶ ἤ τὸν Χριστό
θὰ λαχταρῶ; Κάθε ἐπιθυμία, ὅσο
καλή καὶ νὰ φαίνεται, δὲν εἶναι
καλύτερη ἀπὸ τὸ νὰ ἐπιθυμῆ κανεὶς τὸν
Χριστό ἤ τὴν Παναγία. Ὅταν δώσω τὴν καρδιά μου στὸν Θεό, εἶναι δυνατόν ὁ Θεὸς νὰ
μή μοῦ δώση ὅλο τὸν Ἑαυτό Του; Ὁ Θεὸς ζητάει τὴν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. «Δος μοί,
υἱέ, σήν καρδίαν»32. Ἅμα Τοῦ δώση ὁ ἄνθρωπος τὴν καρδιά του, μετά ὁ Θεὸς τοῦ δίνει
καὶ ὅ,τι ἀγαπᾶ ἡ καρδιά του, ἀρκεῖ νὰ μήν τὸν βλάψη. Μόνο στὸν Χριστό ὅταν δίνεται
ἡ καρδιά δὲν χαραμίζεται, καὶ μόνο
στὸν Χριστό βρίσκεις
πλούσια ἀνταπόκριση θεϊκῆς ἀγάπης σ' αὐτήν τὴν ζωή, καὶ στὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια,
τὴν θεία ἀγαλλίαση. Πρέπει νὰ ἀποφεύγουμε τὰ κοσμικά πράγματα, γιὰ νὰ μή μᾶς παίρνουν
τὴν καρδιά, καὶ νὰ χρησιμοποιοῦμε τὰ ἁπλά, μόνο γιὰ νὰ ἐξυπηρετούμαστε. Νὰ
φροντίζουμε ὅμως νὰ εἶναι στέρεα. Ἄν θέλω νὰ χρησιμοποιῶ ἕνα ὄμορφο πράγμα, δίνω
ὅλη τὴν καρδιά μου στὴν ὀμορφιά καὶ γιὰ τὸν Θεό δὲν μένει οὔτε ἕνα κομματάκι.
Περνᾶς ἀπὸ κάπου καὶ βλέπεις ἕνα σπίτι μὲ ὡραία μάρμαρα, σχέδια, σκαλίσματα...
Θαυμάζεις τὶς πέτρες, τὰ τοῦβλα καὶ ἀφήνεις τὴν καρδιά σου ἐκεῖ. Ἤ βλέπεις σὲ ἕνα
κατάστημα ἕναν ὡραῖο σκελετό γιὰ τὰ γυαλιά σου καὶ τὸν ἐπιθυμεῖς. Ἄν δὲν τὸν ἀγοράσεις,
ἀφήνεις τὴν καρδιά σου στὸ κατάστημα. Ἄν τὸν ἀγοράσεις, κρεμᾶς τὴν καρδιά σου ἀπὸ
τὸν σκελετό ποὺ φορᾶς! Ἰδίως οἱ γυναῖκες εὔκολα κλέβονται. Λίγες εἶναι ἐκεῖνες
ποὺ δὲν χαραμίζουν στὰ μάταια τὴν καρδιά τους. Θέλω νὰ πῶ, κλέβει ὁ διάβολος τὴν
πλούσια καρδιά ποὺ ἔχουν μὲ ὅλα τὰ κοσμικά, τὰ χρωματιστὰ, τὰ γυαλιστερά.
Χρειάζεται μία ἕνα πιάτο; Θὰ ψάξη νὰ βρῆ πιάτο μὲ λουλούδια. Λές καὶ θὰ ξινίση
τὸ φαγητό, ἄν δὲν ἔχη λουλούδια τὸ πιάτο! Μερικές πνευματικές γυναῖκες θὰ
συγκινηθοῦν μὲ σοβαρά σχέδια, μὲ δικέφαλο ἀετό κ.λπ. Μετά ρωτᾶνε: «Γιατί δὲν
συγκινοῦμαι ἀπὸ τὰ πνευματικά;». Πῶς νὰ συγκινηθῆς, ἀφοῦ ἡ καρδιά σου εἶναι σκορπισμένη στὰ ντουλάπια,
στὰ πιάτα; Δὲν ἔχεις καρδιά, ἔχεις μόνον κρέας, ποὺ μέσα κάτι χτυπάει τίκ-τάκ,
μηχανικά, σάν τὸ ρολόι, ἴσα γιὰ νὰ περπατᾶς! Γιατί πάει λίγη καρδιά στὸ ἕνα, λίγη
καρδιά στὸ ἄλλο καὶ γιὰ τὸν Χριστό δὲν μένει τίποτε.
– Δηλαδή, Γέροντα, καὶ αὐτές
οἱ ἁπλές ἐπιθυμίες εἶναι ἁμαρτωλές;
– Οἱ ἐπιθυμίες αὐτές, ὅσο
καὶ ἁμαρτωλές νὰ μήν εἶναι, εἶναι χειρότερες ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλές. Γιατί μία ἁμαρτωλή
ἐπιθυμία θὰ τὸν συγκλονίση τὸν ἄνθρωπο κάποια φορὰ καὶ θὰ τὸν πειράξη ἡ συνείδηση,
ὅποτε θὰ κάνη μία προσπάθεια, θὰ μετανοήση, θὰ πῆ «ἥμαρτον, Θεέ μού». Ἐνῶ αὐτές
οἱ ἐπιθυμίες, οἱ «καλές», δὲν τὸν ἀνησυχοῦν. Νομίζει ὅτι πάει καλά. «Αγαπώ τὸ
καλό, ἀγαπῶ τὸ ὄμορφο, λέει. Ἄλλωστε καὶ ὁ Θεὸς τὰ ἔκανε ὅλα ὄμορφα». Ναί, ἀλλὰ
δὲν πάει νὰ στὸν Κτίστη ἡ ἀγάπη του, πάει στὸ κτίσμα. Γι' αὐτὸ καλά εἶναι νὰ
κόβουμε κάθε ἐπιθυμία. Ὅταν κανεὶς κάνη μία προσπάθεια γιὰ τὸν Χριστό καὶ
θυσιάζη αὐτὸ ποὺ ἀγαπάει καὶ κάνη κάτι ποὺ δὲν τὸ ἀγαπάει – ὅσο καλό
καὶ νὰ εἶναι
αὐτὸ ποὺ ἀγαπάει
–, τότε ὁ Θεὸς τοῦ δίνει
μεγαλύτερη ἀνάπαυση.
Ἡ καρδιά, πρίν καθαρισθῆ,
ἔχει τὶς κοσμικές ἐπιθυμίες καὶ χαίρεται μ' αὐτές.Ὅταν ὅμως ἐξαγνισθῆ, μετά
στενοχωριέται μὲ τὶς κοσμικές ἐπιθυμίες, σιχαίνεται τὶς κοσμικές ἐπιθυμίες καὶ
τότε οἱ χαρές εἶναι πνευματικές. Ἔτσι ἐξαγνίζεται ἡ καρδιά, ὅταν σιχαθῆ τὶς
κοσμικές ἐπιθυμίες. Πρίν τὶς σιχαθῆ, ἕλκεται ἀπὸ αὐτές. Ἀλλά, βλέπεις, ἐμεῖς δὲν
θέλουμε νὰ στενοχωρήσουμε λίγο τὸν παλαιό ἄνθρωπο, θέλουμε νὰ κάνουμε τὰ χατήρια
τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Πῶς θὰ γίνουμε μετά μιμητές Χριστοῦ;
– Ὅταν,
Γέροντα, δυσκολεύωμαι νὰ
κόψω μία ἐπιθυμία
μου, πρέπει νὰ ἐπιμείνω στὸν ἀγώνα;– Ναί, ἀκόμη καὶ ἄν
στενοχωρῆται ἡ καρδιά σου, ἐπειδή δὲν κάνεις αὐτὰ ποὺ τὴν
ἀναπαύουν, δὲν πρέπει
νὰ ὑπακούσης στὴν καρδιά. Γιατί, ἄν ὑπακούσης,
θὰ νιώθης μία χαρὰ κοσμική καὶ μετά ἕνα ἄγχος, πάλι κοσμικό. Ἐνῶ, ἄν δὲν ὑπακούσης
καὶ στενοχωρηθῆ ἡ καρδιά, ἐπειδή δὲν ἔκανες αὐτὰ
ποὺ τὴν ἀναπαύουν, καὶ τὸ
χαίρεσαι αὐτό, τότε ἔρχεται ἡ θεία Χάρις. Καὶ αὐτός εἶναι ὁ σκοπός, νὰ ἀποκτήσουμε
τὴν θεία
Χάρη. Γιὰ νὰ ἀποκτήσης δηλαδή
τὴν θεία Χάρη,
πρέπει νὰ κοποῦν
οἱ ἐπιθυμίες, καὶ καλές νὰ εἶναι, νὰ κοπῆ τὸ θέλημα. Τότε ταπεινώνεται ὁ
ἄνθρωπος καὶ,ὅταν ταπεινωθῆ, ἔρχεται μετά ἡ θεία Χάρις. Ὅταν δυσαρεστηθῆ
κοσμικά ἡ καρδιά, τότε θὰ χαρῆ πνευματικά. Ὅσο μπορεῖ κανείς, νὰ μάθη νὰ ἀποφεύγη
τὴν κοσμική παρηγοριά, νὰ κάνη ἐσωτερική ἐργασία πνευματική, γιὰ νὰ ἀποκτήση τὴν
θεϊκή παρηγοριά.
Οἱ κοσμικές χαρές εἶναι ὑλικές
χαρές
– Γέροντα, συχνά κοσμικοί
ἄνθρωποι λένε ὅτι αἰσθάνονται ἕνα κενό, ἐνῶ ἔχουν ὅλα τὰ καλά.
– Ἡ πραγματική, ἡ γνήσια
χαρὰ βρίσκεται κοντά στὸν Χριστό. Ἄν συνδεθῆς μαζί Του μὲ τὴν προσευχή, θὰ δής
πληρωμένη τὴν ψυχή σου. Οἱ κοσμικοί τὴν χαρὰ τὴν ζητοῦν στὶς ἀπολαύσεις. Μερικοί
πάλι πνευματικοί ἄνθρωποι τὴν ζητοῦν σὲ θεολογικές συζητήσεις, ὁμιλίες κ.λπ. Καὶ
ὅταν τελειώσουν αὐτά, μένουν μὲ ἕνα κενό καὶ ἀναρωτιοῦνται τί θὰ κάνουν στὴν
συνέχεια. Εἴτε ἁμαρτωλά εἴτε ἀδιάφορα εἶναι αὐτὰ μὲ τὰ ὁποία ἀσχολοῦνται, τὸ ἴδιο εἶναι. Δὲν
πηγαίνουν τουλάχιστον νὰ κοιμηθοῦν, νὰ εἶναι ξεζαλισμένοι τὸ πρωί στὴν δουλειά
τους;
Ἐκπληρώνοντας τὶς
κοσμικές ἐπιθυμίες τῆς καρδιᾶς, δὲν ἔρχεται ἡ πνευματική χαρά, ἄγχος ἔρχεται. Ἡ
κοσμική χαρὰ φέρνει καὶ τὸ ἄγχος στούς πνευματικούς ἀνθρώπους. Ἡ κοσμική χαρὰ δὲν
εἶναι μόνιμη, ἀληθινή χαρά, εἶναι μία χαρὰ πρόσκαιρη, ἐκείνης τῆς στιγμῆς. Αὐτή
εἶναι ὑλική χαρά, δὲν εἶναι πνευματική, ἀπὸ ὑλικές χαρές ὅμως δὲν «γεμίζει» ἡ
ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἴσα-ἴσα γεμίζει σαβούρα μέσα. Ὅταν
νιώσουμε τὴν πνευματική
χαρά, δὲν θὰ
θέλουμε τὴν ὑλική
χαρά.
«Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναι
μοί τὴν δόξαν
σου!»33. Ἡ κοσμική
χαρὰ δὲν ξεκουράζει τὸν
πνευματικό ἄνθρωπο, τὸν κουράζει. Βάλε ἕναν πνευματικό ἄνθρωπο σ' ἕνα κοσμικό
σπίτι. Δὲν ξεκουράζεται. Καὶ ὁ κοσμικός ἄνθρωπος νομίζει ὅτι ξεκουράζεται, ἀλλὰ
βασανίζεται. Τὸ αἴρεται ἐξωτερικά, ἀλλὰ μέσα του δὲν εὐχαριστιέται,
βασανισμένος εἶναι.
– Μὲ τὴν κοσμική τάξη,
Γέροντα, σὲ πιάνει ἀσφυξία. – Καὶ ἀσφυξία τούς πιάνει καὶ τὰ θέλουν κιόλας, ὅπως
ὁ βάτραχος τρέχει στὸ στόμα τοῦ φιδιοῦ. Τὸ φίδι κάθεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν στέρνα
καὶ κοιτάζει συνέχεια τὸν βάτραχο. Ἄν ξεγελασθῆ ὁ βάτραχος καὶ κοιτάξη τὸ φίδι,
ἠλεκτρίζεται, ζαλίζεται καὶ τρέχει φωνάζοντας στὸ στόμα τοῦ φιδιοῦ. Μετά τὸ φίδι
τὸν δαγκάνει καὶ τὸν δηλητηριάζει, γιὰ νὰ μή χτυπιέται. Τότε φωνάζει ὁ
βάτραχος, ἀλλά, καὶ νὰ τὸν γλυτώσης, ἔχει δηλητηριασθῆ καὶ θὰ ψοφήση.
– Γέροντα, γιατί οἱ ἄνθρωποι
χαίρονται μὲ τὰ κοσμικά πράγματα;– Δὲν σκέφτονται
τὴν αἰωνιότητα οἱ σημερινοί
ἄνθρωποι. Ἡ φιλαυτία
τούςκάνει νὰ ξεχνοῦν ὅτι θὰ χαθοῦν τὰ πάντα. Δὲν ἔχουν συλλάβει τὸ
βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς. Δὲν νιώσανε ἄλλες, οὐράνιες χαρές. Δὲν σκιρτᾶ ἡ καρδιά
τους γιὰ κάτι ἀνώτερο. Δίνεις λ.χ. σὲ κάποιον ἕνα κολοκύθι. «Τι ὡραῖο
κολοκύθι!». λέει. Τοῦ δίνεις ἀνανά, «Ὁ ἀνανάς ἔχει λέπια», σοῦ λέει καὶ τὸν
πετάει, γιατί δὲν ἔφαγε ποτέ. Ἤ πές σὲ ἕναν τυφλοπόντικα: «Τί ὡραῖος εἶναι ὁ ἥλιος!»,
αὐτός πάλι θὰ χωθῆ μέσα στὸ χῶμα. Ὅσοι ἀναπαύονται μέσα στὸν ὑλικό κόσμο,
μοιάζουν μὲ τὰ ἀνόητα πουλάκια ποὺ δὲν θορυβοῦν μέσα στὸ αὐγό, γιὰ νὰ σπάσουν τὸ
τσόφλι καὶ νὰ βγοῦν ἔξω, νὰ χαροῦν τὸν ἥλιο – τὸ οὐράνιο πέταγμα στὴν
παραδεισένια ζωή –, ἀλλὰ παραμένουν ἀκίνητα καὶ πεθαίνουν μέσα στὸ τσόφλι τοῦ αὐγοῦ.
Τὸ κοσμικό πνεῦμα στὴν
πνευματική ζωή
– Γέροντα, μερικές φορές
λέτε ὅτι ὁ τάδε ἄνθρωπος βλέπει μὲ εὐρωπαϊκό φακό καὶ ὄχι μὲ ἀνατολίτικο πνεῦμα.
Τί ἐννοεῖτε;
– Ἐννοῶ ὅτι βλέπει μὲ εὐρωπαϊκό
μάτι, μὲ εὐρωπαϊκή λογική, χωρίς πίστη, ἀνθρώπινα.
– Καὶ ποιό εἶναι τὸ ἀνατολίτικο
πνεῦμα;
– «Ἀνατολή ἀνατολῶν καὶ οἱ
ἐν σκότει καὶ σκιά...»34!
– Δηλαδή;
– Ὅταν λέω ὅτι ἕνας ἐπίασε
τὸ ἀνατολίτικο πνεῦμα καὶ ἄφησε τὸ εὐρωπαϊκό
πνεῦμα, θέλω νὰ πῶ ὅτι ἄφησε
τὴν λογική, τὸν ὀρθολογισμό, καὶ ἐπίασε τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν εὐλάβεια, γιατί αὐτὸ εἶναι
τὸ ὀρθόδοξο πνεῦμα στὸ ὁποῖο ἀναπαύεται ὁ Χριστός, ἁπλότης καὶ εὐλάβεια. Σήμερα,
συχνά λείπει ἡ ἁπλότητα ἀπὸ τούς πνευματικούς ἀνθρώπους, ἡ ἁγία ἁπλότητα ποὺ
ξεκουράζει τὴν ψυχή. Ἄν δὲν ἀρνηθῆ κανεὶς τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ δὲν κινηθῆ ἁπλά,
νὰ μή σκέφτεται δηλαδή πῶς θὰ τὸν δοῦν ἤ τί θὰ ποῦν γι' αὐτόν, τότε δὲν
συγγενεύει μὲ τὸν Θεό, μὲ τούς Ἁγίους. Γιὰ νὰ συγγενέψη, πρέπει νὰ κινηθῆ στὸν
πνευματικό χῶρο. Ὅσο κανεὶς κινεῖται μὲ ἁπλότητα, ἰδίως μέσα σὲ ἕνα Κοινόβιο,
τόσο στρογγυλεύει, γιατί φεύγουν τὰ ἐξογκώματα τῶν παθῶν. Ἀλλιῶς κοιτάζει νὰ
φτιάξη ἕναν ψεύτικο ἄνθρωπο. Γι' αὐτὸ νὰ προσπαθήσουμε νὰ πετάξουμε τὸν κοσμικό
καρνάβαλο, γιὰ νὰ ἀγγελοποιηθοῦμε.
Ξέρετε τί κάνουν οἱ
κοσμικοί καὶ τί κάνουν οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι; Οἱ κοσμικοί κοιτάζουν ἡ αὐλή
τους νὰ εἶναι καθαρή. Τὸ σπίτι μέσα δὲν τούς ἐνδιαφέρει ἄν ἔχη σκουπίδια. Σκουπίζουν
τὴν αὐλή καὶ πετοῦν τὰ σκουπίδια μέσα στὸ σπίτι! Σοῦ λέει: «Οἱ ἄλλοι τὴν αὐλή
βλέπουν, δὲν βλέπουν μέσα τὸ σπίτι». Μέσα μου δηλαδή ἄς ἔχω σκουπίδια, ὄχι ὅμως
ἔξω! Τούς ἐνδιαφέρει νὰ τούς καμαρώνουν οἱ ἄλλοι. Ἐνῶ οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι
κοιτάζουν τὸ σπίτι μέσα νὰ εἶναι καθαρό. Δὲν τούς ἐνδιαφέρει τί θὰ πῆ ὁ κόσμος,
γιατί ὁ Χριστός κατοικεῖ στὸ σπίτι, στὴν καρδιά, δὲν κατοικεῖ στὴν αὐλή.
Μερικές φορές ὅμως καὶ
πνευματικοί ἄνθρωποι κινοῦνται ἐπιφανειακά, κοσμικά, καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε πιὸ
συγκεκριμένοι, φαρισαϊκά. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δὲν σκέφτο- νται πῶς θὰ πᾶνε στὸν
Παράδεισο, κοντά στὸν Θεό, ἀλλὰ πῶς θὰ φανοῦν ἐδῶ καλοί. Στεροῦνται ὅλες τὶς
πνευματικές χαρές, ἐνῶ μποροῦσαν νὰ ζήσουν ἀπὸ 'δω τὸν Παράδεισο. Ἔτσι μένουν γήινοι
ἄνθρωποι. Προσπαθοῦν νὰ ζήσουν μία πνευματική ζωή μὲ κοσμικό τρόπο. Μέσα τούς ὅμως
εἶναι ἄδειοι, δὲν ὑπάρχει Θεός.
Δυστυχῶς, τὸ κοσμικό πνεῦμα
ἔχει ἐπιδράσει πολύ καὶ στούς πνευματικούς
ἀνθρώπους. Ἄν πνευματικοί
ἄνθρωποι ἐνεργοῦν καὶ σκέφτωνται κοσμικά, τί νὰ κάνουν οἱ κοσμικοί; Εἶπα σὲ
μερικούς νὰ βοηθήσουν ναρκομανῆ παιδιά καὶ μοῦ εἶπαν:
«Ἄν κάνουμε ἕνα ἵδρυμα γιὰ
ναρκομανεῖς, δὲν θὰ μᾶς δίνουν καμμιά περιουσία. Γι'αὐτὸ θὰ κάνουμε Γηροκομεῖο».
Δὲν λέω ὅτι τὸ Γηροκομεῖο δὲν χρειάζεται. Ἀλλοίμονο! Ἀλλά, ἄν ξεκινοῦμε ἔτσι, αὐτὰ δὲν θὰ εἶναι εὐαγῆ ἀλλά... «ναυαγή» ἱδρύματα!
Δὲν καταλαβαίνουν ὅτι ἡ κοσμική ἐπιτυχία εἶναι ἀποτυχία πνευματική.
Τὸ κοσμικό πνεῦμα στὸν
Μοναχισμό
– Γέροντα, πολλοί μας
λένε: «Ζῆτε στὸν Παραδεισο».
– Νὰ κάνετε εὐχή νὰ μήν
χάσετε τὸν ἄλλο Παράδεισο. Ἐγώ θὰ ἀναπαυόμουν
νὰ ἐντυπωσιάζονταν οἱ
κοσμικοί ἀπὸ τὴν πνευματική σας ἐξέλιξη, χωρίς νὰ τὸ καταλαβαίνατε ἐσεῖς – ἐξ αἰτίας
τῆς πνευματικῆς σας ἐξελίξεως – καὶ χωρίς νὰ τὸ ἐπιδιώκατε ἐσεῖς, ἀλλὰ νὰ
γινότανε μόνο τοῦ αὐτό, ἐσωτερικά καὶ φυσιολογικά. Προσπαθῆστε νὰ μή χάνεσθε μὲ
χαμένα πράγματα, γιὰ νὰ μή χάσετε τὸν Χριστό. Ὅσο μπορεῖτε, προσπαθῆστε νὰ ἀποκτᾶτε
συνείδηση μοναχική. Ζῆστε πνευματικά σάν μοναχές, μήν ξεχνᾶτε τὸν Χριστό, γιὰ νὰ
σᾶς θυμᾶται καὶ Ἐκεῖνος. Σκοπό δὲν ἔχω νὰ σᾶς στενοχωρῶ, ἀλλὰ νὰ σᾶς βοηθῶ, νὰ
σᾶς στηρίζω. Προσπαθῆστε νὰ διακρίνετε τὸ κοσμικό πνεῦμα πού, ὅταν μπαίνη στὸ
Μοναχισμό, στενοχωρεῖ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, καὶ νὰ τὸ ἀποβάλλετε σάν ξένο πνεῦμα.
Δυστυχῶς τὸ κοσμικό πνεῦμα
ἀπὸ τὸν κόσμο ἔχει μπή καὶ σὲ πολλά Μοναστήρια, γιατί μερικοί Πατέρες τῆς ἐποχῆς
μᾶς διοχετεύουν τὸν Μοναχισμό ἀπὸ τὸ κοσμικό
κανάλι καὶ δὲν ὁδηγοῦνται οἱ
ψυχές στὸ πατερικό
πνεῦμα τῆς Χάριτος. Βλέπω ἕνα πνεῦμα ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα
στὰ Μοναστήρια ἀντί-πατερικό, νὰ μή δέχωνται τὸ καλό, τὸ πατερικό, νὰ μή ζοῦν
δηλαδή πατερικά καὶ νὰ ἰσοπεδώνουν τὰ πνευματικά ὑψώματα ἐν ὀνόματι
τῆς ὑπακοῆς, τῆς κοπῆς τοῦ θελήματος, καὶ νὰ κάνουν τὰ κοσμικά τους ἀνάλογα θελήματα. Ἔτσι
δὲν κάνουν προκοπή, γιατί ἔχουν κοινοβιασμένο
καὶ τὸν πειρασμό,
τὸ κοσμικό πνεῦμα.
Τὶς ἐντολές τοῦ
Θεοῦ δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὶς ἑρμηνεύουμε
ὅπως μᾶς συμφέφει, οὔτε καὶ τὸν Μοναχισμό ἔχουμε δικαίωμα νὰ τὸν παρουσιάζουμε ὅπως
θέλουμε. Ἄλλο εἶναι τὸ νὰ ἀναγωνρίζουμε τὶς ἀδυναμίες μας καὶ νὰ ζητοῦμε
ταπεινά τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Τὸ μεγαλύτερο κακό γιὰ μένα εἶναι τὸ ὅτι μερικοί θεωροῦν πρόοδο τὸ κοσμικό αὐτὸ πνεῦμα.
Ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ αἰσθανθοῦν ὡς πτώση καὶ νὰ τὸ ἐμέσουν, γιὰ νὰ καθαρισθοῦν
πνευματικά καὶ νὰ ἔρθη ἀμέσως τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ποὺ ἁγιάζει,
πληροφορεῖ καὶ στηρίζει τὶς ψυχές.
Εἶναι καὶ μερικοί ποὺ
λένε: «Πρέπει νὰ παρουσιάσουμε τὸν πολιτισμό μας». Ποιόν πολιτισμό νὰ
παρουσιάσουμε; Τὸν κοσμικό πολιτισμό; Ἐμεῖς κανονικά, σάν μοναχοί, πρέπει νὰ
παρουσιάσουμε τὸν πνευματικό πολιτισμό μας, τὴν πνευματική ἐξέλιξη. Ποῦ εἶναι ἡ
πνευματική ἐξέλιξη; Νὰ μήν πᾶμε νὰ ξεπεράσουμε τούς κοσμικούς στὴν κοσμική ἐξέλιξη.
Τούς κοσμικούς τους βασανίζει αὐτή ἡ ἐξέλιξη ἡ κοσμική, πόσο μᾶλλον τὸν μοναχό!
Ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ τρέχουμε τόσο πολύ πνευματικά, γιὰ νὰ κάνουν κάτι καὶ οἱ
κοσμικοί. Ἄν κάνουμε ἐμεῖς ὅ,τι κάνει ἕνας πολύ πνευματικός λαϊκός, καὶ αὐτὸ
πάλι δὲν τούς βοηθάει, γιατί αὐτοί ἔχουν παράδειγμα ἕναν λαϊκό πολύ πνευματικό.
Πρέπει νὰ τούς ξεπεράσουμε ἐμεῖς. Ὁ μοναχός δὲν πρέπει νὰ ἔχη σάν σκοπό νὰ
παρουσιάση μία ἐξέλιξη κοσμική. Αὐτὸ εἶναι βρισιά γιὰ τὸν Μοναχισμό. Ὁ μοναχός
ποὺ σκέφτεται κοσμικά, φαίνεται ὅτι λάθεψε τὸν δρόμο του, ἐνῶ ξεκίνησε γιὰ τὸν
Χριστό, ἡ ψυχή τοῦ πάει στὸν κόσμο. Μὲ τὴν κοσμική ἐξέλιξη, ἡ ὁποία θεωρεῖται πρόοδος, ὁδηγεῖται
σὲ ἀποσύνθεση πνευματική ὁ Μοναχισμός.
Πόσα πράγματα
χάνονται-χάνονται καὶ στὸν Μοναχισμό, ὅπως στὸν κόσμο χάνονται ἡ τιμή, ὁ
σεβασμός, καὶ τὰ λένε κατεστημένα! Γι' αὐτὸ πονάω καὶ πάω νὰ σκάσω. Μοῦ ἔρχεται
νὰ πάρω τὰ βουνά. Ἕνας ποὺ δὲν ἔχει ζήσει κάτι τὸ ἀνώτερο, δὲν στενοχωριέται καὶ
τόσο πολύ γιὰ τὴν πνευματική ζωή ποὺ ζῆ μὲ τὸν δικό του τρόπο. Γιὰ τὸν ἄλλον ὅμως
ποῦ ἀναγκάζεται νὰ ζῆ μὲ αὐτόν τὸν τρόπο, ξέρετε τί βάσανο εἶναι; Ἄν μὲ ἀξίωνε ὁ
Χριστός νὰ ζοῦσα ὅπως ἤθελα μοναχικά καὶ νὰ πέθαινα παλληκαρίσια, θὰ τὸ θεωροῦσα
σάν νὰ πέθαινα στὴν πρώτη γραμμή. Ἀξίζει τώρα νὰ πεθάνη κανείς, νὰ δώση μία ὁμολογία,
νὰ κάνη μία θυσία, μόνο γιὰ νὰ μή βρίζωνται οἱ Ἅγιοι Πατέρες.
Δὲν σκεφτόμαστε
λίγο τους Ὁσίους
Πατέρες, τούς ὁποίους
διαβάζουμε συνέχεια, ποὺ ζοῦσαν
καὶ πῶς ζοῦσαν;
Ὁ Κύριος εἶπε:
«Αἱ ἀλώπεκες φωλεούς ἔχουσιν, ὁ δέ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει
ποὺ τὴν κεφαλήν κλίνη»35. Φοβερό! Καὶ βλέπεις πώς προσπαθοῦσαν νὰ μιμηθοῦν τὸν
Χριστό μέσα στὶς σπηλιές! Ἐνίωθαν τὴν χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, γιατί μιμοῦνταν τὸν
Χριστό σὲ ὅλα. Ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον τούς ἦταν ἐκεῖ. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔκαναν τὴν ἔρημο
πνευματική πολιτεία καὶ σήμερα τὴν κάνουμε κοσμική πολιτεία. Ἡ ἐκκλησία τοῦ
Χριστοῦ φεύγει στὴν ἔρημο νὰ σωθῆ, καὶ ἐμεῖς τὴν ἔρημο τὴν κάνουμε κοσμική
πολιτεία, γιὰ νὰ σκανδαλισθοῦν οἱ ἄνθρωποι καὶ
νὰ μή βοηθηθοῦν,
καὶ μετά νὰ μήν ἔχουν ἀπὸ ποὺ νὰ πιασθοῦν.
Αὐτόν τὸν μεγάλο κίνδυνο βλέπω αὐτὰ τὰ δύσκολα χρόνια ποὺ περνοῦμε. Ἐνῶ πρέπει γιὰ
ἕναν λόγο παραπάνω σήμερα νὰ ζοῦμε πιὸ μοναχικά, γιὰ νὰ ἔχουμε θεϊκές δυνάμεις,
δυστυχῶς ἀλλοιωνόμαστε ἀπὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα καὶ ἀποδυναμωνόμαστε. Δηλαδή
διώχνουμε τὸ πνεῦμα μας, καὶ μένει τὸ πτῶμα μας.
Σήμερα ὑπάρχουν
μοναχοί ποὺ ζοῦν
ἐξωτερικά τὸν Μοναχισμό.
Δὲν καπνίζουν, ζοῦν ἁγνά, διαβάζουν Φιλοκαλία, μιλοῦν ὅλο ἀπὸ τούς
Πατέρες. Ὅπως δηλαδή στὸν κόσμο, ὅσοι δὲν ἔλεγαν ψέματα, ἔκαναν τὸν σταυρό
τους, πήγαιναν στὴν Ἐκκλησία καὶ, ὅταν μεγάλωσαν, προσεχαν λίγο τὸ θέμα τῆς ἠθικῆς,
νόμιζαν ὅτι αὐτὸ ἦταν ὅλο, ἔτσι γίνεται καὶ σὲ μερικά Μοναστήρια καὶ οἱ λαϊκοί ἕλκονται.
Ἀλλά, ὅταν τούς γνωρίσουν, βλέπουν ὅτι δὲν διαφέρουν ἀπὸ τούς κοσμικούς, γιατί
διατηροῦν ὅλο τὸ κοσμικό πνεῦμα. Ἄν κάπνιζαν, διάβαζαν ἐφημερίδες, μιλοῦσαν γιὰ
πολιτικά, θὰ τούς ἀπέφευγαν σάν κοσμικούς καὶ δὲν θὰ βλαπτόταν ὁ Μοναχισμός.
Ὅταν ὁ
μοναχός ἀποδυναμώνεται πνευματικά,
μὲ τί θὰ
συγκινήση τὸν κοσμικό; Τὸ οἰνόπνευμα,
ἄν τὸ ἀφήσουμε ἀνοιχτό τὸ μπουκάλι, χάνει ὅλη τὴν σπιρτάδα. Οὔτε τὰ μικρόβια
σκοτώνει οὔτε φλόγα μπορεῖ νὰ βγάλη, ἄν τὸ ἀνάψης. Καὶ ἄν τὸ βάλης στὸ
καμινέτο, θὰ χαλάση καὶ τὸ φιτίλι. Ἔτσι καὶ ὁ μοναχός, ἄν δὲν προσέξη, διώχνει
τὴν θεία Χάρη
καὶ μετά ἔχει
μόνο τὸ σχῆμα.
Εἶναι σάν τὸ οἰνόπνευμα ποὺ ἔχασε τὴν σπιρτάδα του. δὲν
μπορεῖ νὰ καυτηριάση τὸν διάβολο.
«Φως μοναχοῖς Ἄγγελοι, φῶς
κοσμικοῖς μοναχοί»36! Οὔτε φῶς εἶναι μετά. Τὸ κοσμικό φρόνημα ξέρετε
πόσο καταστρέφει; Ἄν
φύγη αὐτὸ τὸ
πνευματικό ἀπὸ τὸν Μοναχισμό, δὲν
μένει τίποτε. Γιατί
«ἄν τὸ ἅλας
μωρανθή»37, δὲν κάνει
οὔτε γιὰ κοπριά. Ἐνῶ τὰ σκουπίδια
γίνονται κοπριά, τὸ ἁλάτι δὲν γίνεται κοπριά. Ἄν τὸ βάλης στὸ φυτό, θὰ τὸ κάψη.
Σήμερα εἶναι μία ἐποχή ποὺ πρέπει νὰ λάμπη ὁ Μοναχισμός. Σ' αὐτήν τὴν σαπίλα εἶναι
ποὺ χρειάζεται τὸ «ἀλάτι». Ἄν τὰ Μοναστήρια δὲν ἔχουν κοσμικό φρόνημα καὶ ἔχουν
πνευματική κατάσταση, αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη προσφορά τους στὴν κοινωνία. Δὲν
θὰ χρειάζεται οὔτε νὰ μιλοῦν οὔτε νὰ κάνουν τίποτε ἄλλο,
γιατί θὰ μιλοῦν
μὲ τὴν ζωή
τους. Ἀπὸ αὐτὸ ἔχει ἀνάγκη
σήμερα ὁ κόσμος.
Εἴδατε καὶ οἱ Καθολικοί
ποῦ ἔφθασαν; Θυμᾶμαι πρίν ἀπὸ χρόνια, ὅταν ἤμουν στὴν Μονή Στομίου, στὴν
Κόνιτσα, μοῦ ἔφερε κάποιος ἕνα ἀπόκομμα ἀπὸ μία ἐφημε- ρίδα ποὺ ἔγραφε:
«Τριακόσιες καλογριές διαμαρτυρήθηκαν, γιατί νὰ μήν παρακολου- θήσουν ἕνα
κινηματογραφικό ἔργο, γιατί τὰ φορέματά τους νὰ εἶναι μέχρι κάτω καὶ ὄχι μέχρι
τὸ γόνατο». Τόσο ἀγανάκτησα, ὅταν τὸ διάβασα, ποῦ εἶπα: «Μά, γιατί νὰ γίνετε
καλόγριες τέλος πάντων;». Καὶ τελικά ἔγραφε ὅτι τὰ πέταξαν τὰ ράσα. Ἄν καὶ ἔτσι ποὺ σκέφτονταν, πεταμένα
τὰ εἶχαν καὶ ἀπὸ πρίν.
Μία φορά πάλι εἶδα μία καθολική
καλόγρια ποὺ δὲν διέφερε καθόλου ἀπὸ μία κοσμικιά. Ἔκανε δῆθεν ἔργο ἱεραποστολικό καὶ ἦταν τελείως...,
ὅπως μερικές πολύ
κοσμικές κοπέλες. Νὰ μήν ἐπιτρέψουμε νὰ μπῆ καὶ σ' ἐμᾶς αὐτὸ τὸ
πνεῦμα τὸ εὐρωπαϊκό, νὰ μή φθάσουμε καὶ ἐμεῖς ἐκεῖ.
– Γέροντα, μοῦ φαίνεται
δύσκολο νὰ πετάξω τὸ κοσμικό φρόνημα.– Δὲν εἶναι δύσκολο, ἐγρήγορση χρειάζεται.
Νὰ σκέφτεσαι συνέχεια αὐτὸ ποῦ ἔλεγε ὁ Μέγας Ἀρσένιος: «Δι’ ὅ ἐξῆλθες;...»38 Ἐμεῖς ξεχνοῦμε γιατί ἤρθαμε στὸ Μοναστήρι. Λίγο-πολύ
ὅλοι καλά ξεκινᾶνε, ἀλλὰ καλά δὲν καταλήγουν, ἐπειδή ξεχνοῦν γιατί πῆγαν στὸ
Μοναστήρι.
– Εἴπατε, Γέροντα, ὅτι τὸ
κοσμικό πνεῦμα μπαίνει στὸν Μοναχισμό καὶ χάνεται ἡ πνευματική ἀντιμετώπιση. Θὰ
διασωθῆ τὸ σωστό πνεῦμα τοῦ Μοναχισμοῦ;
– Μία μπόρα εἶναι, δὲν θὰ
ἀφήση ὁ Θεός.
– Γέροντα, μοῦ πέρασε ὁ
λογισμός: «Ὑπάρχουν ἀκόμη συνοδίες ποῦ πορεύοναιπνευματικά;».
– Αὐτὸ ἔλειπε ἀκόμα,
νὰ μήν ὑπάρχουν.
Τότε θὰ μᾶς πήγαινε ἡ
Παναγία συνδεία στὴν φυλακή... Ὑπάρχουν μοναχοί ποὺ ζοῦν πολύ πνευματικά, ἀθόρυβα. Ὑπάρχουν ψυχές σὲ κάθε Μοναστήρι, σὲ
κάθε Μητρόπολη κ.λπ. Οἱ μεμονωμένες ψυχές, αὐτές εἶναι ποὺ συγκινοῦν τὸν Θεό καὶ
μᾶς ἀνέχεται.
Τὸ κοσμικό πνεῦμα εἶναι ἀρρώστια
Τὸ σπουδαιότερο σήμερα εἶναι
νὰ μήν προσαρμοσθῆ κανεὶς μὲ αὐτὸ τὸ κοσμικό πνεῦμα. Εἶναι
μία μαρτυρία. Ὅσο μποροῦμε, νὰ μήν παρασυρθοῦμε ἀπὸ αὐτὸ τὸ
ρεῦμα καὶ μᾶς πάρη σβάρνα αὐτὸ τὸ κανάλι. Τὰ ἔξυπνα ψάρια δὲν πιάνονται στὸ ἀγκίστρι.
Βλέπουν τὸ δόλωμα, καταλαβαίνουν ὅτι εἶναι δόλωμα καὶ φεύγουν ἀπὸ 'κει
καὶ γλυτώνουν. Ἐνῶ τὰ ἄλλα
βλέπουν τὸ δόλωμα, τρέχουν ἐκεῖ νὰ φᾶνε καὶ, τάκ, πιάνονται! Ἔτσι δηλαδή καὶ ὁ
κόσμος ἔχει τὸ δόλωμα καὶ πιάνει τούς ἀνθρώπους. Ἕλκονται οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ
κοσμικό πνεῦμα καὶ πιάνονται μετά ἀπὸ αὐτό.
Τὸ κοσμικό
φρόνημα εἶναι ἀρρώστια.
Ὅπως μία ἀρρώστια
τὴν ἀποφεύγεικανείς, ἔτσι καὶ τὸ
κοσμικό φρόνημα πρέπει νὰ τὸ ἀποφεύγη, ὅπου καὶ ἄν εἶναι. Νὰ ἀποξενωθῆ ἀπὸ τὸ
πνεῦμα τῆς κοσμικῆς ἐξελίξεως, γιὰ νὰ ἐξελίσσεται πνευματικά, νὰ ὑγιαίνη
πνευματικά καὶ νὰ χαίρεται ἀγγελικά.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
27. Τὸ Γεροντικόν, Ἀββάς Εὐάγριος ε', σ. 34.
28. Ὁ μοναχός αὐτός, ὅπως διαπιστώθηκε ἀργότερα, ἦταν ὁ
ἴδιος ὁ Γέροντας Παΐσιος.
29. Ἰω. 16, 11.
30. Βλ. Ἐφ. 6, 12.
31. Βλ. Ματθ. 16, 26
32. Παρ. 23, 26.
33. Ψαλμ. 16, 15
34. Ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτή τῶν Χριστουγέννων: «Ἐπεσκέψατο
ἠμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτήρἠμῶν ἀνατολή ἀνατολῶν
καὶ οἱ ἐν σκότει
καὶ σκιά, εὔρομεν
τὴν ἀλήθειαν, καὶ γάρ ἐκ τῆς Παρθένου ἐτέχθη ὁ Κύριος».
35. Ματθ. 8, 20 καὶ Λουκ. 9, 58.
36. Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος ΚΣΤ', πάρ.
κγ', ἔκδ. «Αστήρ», Ἀθήνα 1970, σ.
37. Βλ. Ματθ. 5, 13
38. Τὸ Γεροντικόν, Ἀββάς Ἀρσένιος μ', σ. 10-11
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
ΛΟΓΟΙ Α’ - ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
ΓΕΡΟΝΤΟΣ
ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΙΕΡΟΝ
ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
1998
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν
«Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο
Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου