Ἡ θυσία φέρνει τὴν χαρὰ
Στὴν ἐποχή μας σπανίζει ἡ θυσία
αλούρα εἶναι τὰ παιδιά», μοῦ εἶπε μιὰ γυναίκα
ποὺ τὰ εἶχε ὅλα. Βαριέται νὰ ἔχη παιδιά! Ὅταν μιὰ μάνα σκέφτεται ἔτσι, εἶναι ἕνα
ἄχρηστο πράγμα, γιατὶ οἱ μανάδες κανονικὰ ἔχουν ἀγάπη. Μπορεῖ μιὰ κοπέλα, πρὶν
κάνη οἰκογένεια, νὰ τὴν ξυπνᾶ ἡ μάνα της στὶς δέκα ἡ ὥρα τὸ πρωί. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ
ὅμως ποὺ θὰ γίνη μάνα καὶ θὰ ἔχη νὰ ταΐζη τὸ παιδί της, νὰ τὸ πλένη, νὰ τὸ
καθαρίζη, δὲν κοιμᾶται οὔτε τὴν νύχτα, γιατὶ παίρνει μπρὸς ἡ μηχανή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος
ἔχη θυσία, δὲν γκρινιάζει, δὲν βαριέται· χαίρεται. Ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι, νὰ ὑπάρχη
πνεῦμα θυσίας. Αὐτὴ ἡ γυναίκα ἂν ἔλεγε
«Θεέ μου, πῶς νὰ Σὲ εὐχαριστήσω; Δὲν μοῦ ἔδωσες
μόνον παιδιὰ ἀλλὰ καὶ πολλὰ
ἀγαθά... Πόσοι ἄνθρωποι δὲν ἔχουν τίποτε
καὶ ἐγὼ ἔχω τόσα σπίτια, ἔχω καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα μου περιουσία, ὁ ἄνδρας μου παίρνει
μεγάλο μισθό, βγάζω καὶ δυὸ μισθοὺς ἀπὸ τὰ ἐνοίκια, καὶ δὲν ταλαιπωροῦμαι! Πῶς
νὰ Σὲ εὐχαριστήσω, Θεέ μου; Δὲν τὰ ἄξιζα ἐγὼ αὐτὰ τὰ πράγματα», ἂν σκεφτόταν ἔτσι,
θὰ ἔφευγε μὲ τὴν δοξολογία ἡ κακομοιριά. Καὶ μόνο δηλαδὴ ἂν εὐχαριστοῦσε τὸν Θεὸ
μέρα-νύχτα, θὰ ἦταν ἀρκετό.
– Ἡ θυσία, Γέροντα, δίνει χαρά.
– Ὤ, χαρά! Αὐτὴν τὴν χαρὰ τῆς θυσίας δὲν τὴν
γεύονται σήμερα οἱ ἄνθρωποι, γι᾿ αὐτὸ εἶναι βασανισμένοι. Δὲν ἔχουν ἰδανικὰ
μέσα τους· βαριοῦνται ποὺ ζοῦν. Ἡ λεβεντιά, ἡ αὐταπάρνηση, εἶναι ἡ κινητήρια δύναμη
στὸν ἄνθρωπο. Ἂν δὲν ὑπάρχη αὐτὴ ἡ δύναμη, ὁ ἄνθρωπος εἶναι βασανισμένος.
Παλιά, στὰ χωριὰ πήγαιναν τὴν νύχτα νὰ ἀνοίξουν ἀθόρυβα κανέναν δρόμο, χωρὶς νὰ
τοὺς δῆ κανείς, γιὰ νὰ τοὺς συγχωρᾶνε, ὅταν πεθάνουν. Τώρα σπάνια συναντᾶς αὐτὸ
τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας. Ἔβλεπα καὶ ἐκεῖ στὸ Ὄρος σὲ μιὰ λιτανεία τοὺς μοναχούς·
περνοῦσαν κοντὰ ἀπὸ μιὰ βάτο καὶ σκάλωναν
τὰ ἐπανωκαλύμμαυχά τους
σ' ἕνα κλωνάρι.
Κανεὶς δὲν τὸ ἔσπασε, γιὰ νὰ διευκολύνη καὶ τοὺς ἄλλους·
ὅλοι ἔσκυβαν, γιὰ νὰ μὴ σκαλώσουν. Μετάνοια στὴν βάτο ἔβαζαν; Νὰ ἦταν τοὐλάχιστον
ἡ Ἁγία Βάτος, θὰ ταίριαζε! Ἀλλὰ καθένας λέει: «Ἂς τὸ τακτοποιήση ὁ ἄλλος καὶ ἐγὼ
ἂς κάνω τὴν δουλειά μου». Μὰ γιατί νὰ μὴν τὸ κάνης ἐσύ, ἀφοῦ τὸ εἶδες πρῶτος; Ἔτσι
κάνουν οἱ κοσμικοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό. Τί νὰ τὴν κάνω τέτοια ζωή; Χίλιες
φορὲς νὰ πεθάνω. Σκοπὸς εἶναι ὁ καθένας νὰ σκέφτεται τὸν ἄλλον, τὸν πόνο τοῦ ἄλλου.
Ἔχει χάσει πιὰ τὸν ἔλεγχο ὁ κόσμος. Ἔχει
φύγει τὸ φιλότιμο, ἡ θυσία, ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Σᾶς ἔχω πεῖ μερικὲς φορὲς τότε
μὲ τὴν κήλη σὲ τί κατάσταση ἤμουν ἐκεῖ στὸ Καλύβι... Ὅταν χτυποῦσε κάποιος τὸ
καμπανάκι στὴν πόρτα, ἔβγαινα νὰ τοῦ ἀνοίξω, ἀκόμη καὶ μέσα στὰ χιόνια. Ἂν ὁ ἄλλος
εἶχε σοβαρὰ προβλήματα, ἐνῶ προηγουμένως
ἤμουν πεσμένος στὸ
κρεββάτι, τότε οὔτε κἂν αἰσθανόμουν
ὅτι πονοῦσα ἐγώ. Ἔπαιρνα καὶ νὰ τὸν κεράσω, καὶ μὲ τὸ ἕνα χέρι κερνοῦσα
καὶ μὲ τὸ ἄλλο χέρι κρατοῦσα τὴν κήλη. Ὅση ὥρα συζητοῦσα, οὔτε κἂν ἀκουμποῦσα
πουθενά, ἐνῶ πονοῦσα πολύ, γιὰ νὰ μὴν καταλάβη ὁ ἄλλος ὅτι πονάω. Ὅταν ἔφευγε ἐκεῖνος,
σωριαζόμουν πάλι κάτω ἀπὸ τὸν πόνο. Δὲν εἶναι ὅτι προηγουμένως εἶχε περάσει ὁ
πόνος, ὅτι εἶχα γίνει καλὰ μὲ θαῦμα, ἀλλὰ καταλάβαινα τὸν ἄλλον ποὺ πονοῦσε καὶ
ξεχνοῦσα τὸν δικό μου πόνο. Τὸ θαῦμα γίνεται, ὅταν συμμετέχη κανεὶς στὸν πόνο
τοῦ ἄλλου. Ὅλη ἡ βάση εἶναι τὸν ἄλλον νὰ τὸν νιώσης ἀδελφὸ καὶ νὰ τὸν πονέσης.
Αὐτὸς ὁ πόνος συγκινεῖ τὸν Θεὸ καὶ κάνει τὸ θαῦμα. Γιατὶ δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο
ποὺ νὰ συγκινῆ τὸν Θεὸ ὅσο ἡ ἀρχοντιά,
δηλαδὴ ἡ θυσία. Ἀλλὰ στὴν ἐποχή μας σπανίζει ἡ
ἀρχοντιά, γιατὶ μπῆκε ἡ φιλαυτία, τὸ
συμφέρον. Σπάνια βρίσκεται κανένας ἄνθρωπος
νὰ πῆ: «Ἂς δώσω τὴν σειρά μου στὸν ἄλλον
καὶ ἂς καθυστερήσω ἐγώ». Λίγες εἶναι αὐτὲς οἱ ψυχὲς οἱ εὐλογημένες ποὺ
σκέφτονται τὸν ἄλλον. Ἀκόμη καὶ στοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους ὑπάρχει ἕνα ἀντίθετο
πνεῦμα, τὸ πνεῦμα τῆς ἀδιαφορίας.
Τὸ καλὸ εἶναι καλό, μόνον ὅταν αὐτὸς ποὺ τὸ
κάνει θυσιάζη κάτι ἀπὸ τὸν ἑαυτό
του, ὕπνο, ἀνάπαυση κ.λπ. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ
Χριστὸς «ἐκ τοῦ ὑστερήματος...»1. Ὅταν εἶμαι ξεκούραστος καὶ κάνω τὸ καλό, αὐτὸ
δὲν ἔχει ἀξία. Ὅταν ὅμως εἶμαι κουρασμένος καὶ ζητᾶ κάποιος π.χ. νὰ τοῦ δείξω τὸν
δρόμο, καὶ τὸ κάνω, τότε ἔχει ἀξία. Ἤ, ὅταν εἶμαι χορτάτος ἀπὸ ὕπνο καὶ πάω νὰ
ξενυχτήσω μὲ κάποιον ποὺ χρειάζεται βοήθεια, αὐτὸ δὲν ἔχει μεγάλη ἀξία. Ἐὰν μοῦ
ἀρέση μάλιστα καὶ ἡ κουβέντα, μπορεῖ νὰ τὸ κάνω, γιὰ νὰ χαρῶ τὴν συντροφιά, νὰ
διασκεδάσω λίγο. Ἐνῶ, ὅταν εἶμαι κουρασμένος καὶ κάνω μιὰ θυσία, γιὰ νὰ βοηθήσω
τὸν ἄλλον, αἰσθάνομαι παραδεισένια χαρά. Τότε ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ μὲ βομβαρδίζει!
Ὅταν κανεὶς βαριέται ὄχι μόνο νὰ κάνη μιὰ ἐξυπηρέτηση,
ἀλλὰ ἀκόμη καὶ νὰ κάνη μιὰ δουλειὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς κουράζεται καὶ μὲ τὴν
ξεκούραση. Ἕνας ποὺ βοηθάει, ξεκουράζεται μὲ τὴν κούραση. Αὐτὸς ποὺ ἔχει πνεῦμα
θυσίας, ἂν δῆ λ.χ. κάποιον ποὺ δὲν ἔχει σωματικὲς δυνάμεις νὰ δουλεύη καὶ νὰ
κουράζεται, θὰ τοῦ πῆ
«κάτσε λίγο νὰ ξεκουρασθῆς», καὶ θὰ κάνη ἐκεῖνος
τὴν δουλειά. Ὁ ἀδύναμος θὰ ξεκουρασθῆ σωματικά, ὁ ἄλλος ὅμως θὰ νιώση πνευματικὴ
ξεκούραση. Ὅ,τι κάνει κανείς, νὰ τὸ κάνη μὲ τὴν καρδιά του, ἀλλιῶς δὲν ἀλλοιώνεται πνευματικά. Ὅ,τι γίνεται μὲ τὴν καρδιά, δὲν
κουράζει. Ἡ καρδιὰ εἶναι σὰν μιὰ μηχανὴ ποὺ φορτίζεται· ὅσο δουλεύει, τόσο φορτίζεται.
Βλέπεις, τὰ ἁλυσοπρίονα, ὅταν βροῦν κούτσουρο μαλακό, κάνουν
«βρού...» καὶ σταματοῦν·
ὅταν ὅμως βροῦν
κούτσουρο γερό, ζορίζονται ἐκεῖ
πέρα, φορτίζονται καὶ δουλεύουν. Καὶ ὄχι μόνο στὸ νὰ δίνουμε, ἀλλὰ καὶ ὅταν
πρόκειται νὰ πάρουμε κάτι, νὰ μὴ σκεφτώμαστε τὸν ἑαυτό μας, καὶ νὰ κοιτᾶμε πάντα τί ἀναπαύει
καὶ τὴν ἄλλη ψυχή. Νὰ μὴν ὑπάρχη μέσα μας ἀπληστία, νὰ μὴν ἔχουμε τὸν λογισμὸ ὅτι
δικαιούμαστε νὰ πάρουμε ὅσα θέλουμε, καὶ ἂς μὴ μείνη τίποτε γιὰ τὸν ἄλλον.
– Γέροντα, πάλι τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας μπαίνει.
– Μὰ στὴν πνευματικὴ ζωὴ ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι.
Καὶ ξέρεις τί χαρὰ νιώθει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν θυσιάζεται; Δὲν μπορεῖ νὰ ἐκφράση τὴν
χαρὰ ποὺ νιώθει. Ἡ ἀνώτερη χαρὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν θυσία. Μόνον ὅταν θυσιάζεται,
συγγενεύει μὲ τὸν Χριστό, γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι θυσία. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ᾿δῶ ζῆ τὸν
Παράδεισο ἢ τὴν κόλαση. Ὅποιος κάνει τὸ καλό, ἀγάλλεται, διότι ἀμείβεται μὲ
θεϊκὴ παρηγοριά. Ὅποιος κάνει τὸ κακό, ὑποφέρει.
Ἡ δική μου ἀνάπαυση γεννιέται ἀπὸ τὴν ἀνάπαυση
τοῦ ἄλλου
– Ἄν, Γέροντα, κάποιος δὲν ἔχη γευθῆ τὴν
χαρὰ τῆς θυσίας, πῶς μπορεῖ νὰ φθάση στὴν θυσία;
– Ἂν ἔρθη
στὴν θέση τοῦ ἄλλου. Ὅταν ἤμουν στὸν
στρατό, συχνὰ τὸ πολυβολεῖο ἦταν γεμάτο νερό· στὸν ἀσύρματο
οἱ μπαταρίες ἤθελαν ἀλλαγὴ – καὶ ἦταν πολὺ δύσκολο, γιατὶ ἦταν φορτωμένη ἡ
γραμμή. Βρεχόμουν μέχρι τὴν μέση· ἡ χλαίνη ἔσταζε. Προτιμοῦσα ὅμως νὰ κάνω
μόνος μου τὴν δουλειά, γιὰ νὰ μὴν ταλαιπωρηθοῦν οἱ ἄλλοι, καὶ χαιρόμουν ποὺ τὸ ἔκανα.
Ὁ διοικητὴς μοῦ ἔλεγε: «Εἶμαι ἀναπαυμένος καὶ ἥσυχος, ὅταν κάνης ἐσὺ τὴν
δουλειά, ἀλλὰ σὲ λυπᾶμαι. Πὲς σὲ κάποιον ἄλλον νὰ πάη». «Ὄχι, χαίρομαι, κύριε
διοικητά», τοῦ ἔλεγα. Στὴν διλοχία ἦταν ἀκόμη ἕνας ἀσυρματιστής, ἀλλὰ δὲν τὸν ἄφηνα
στὶς ἐπιχειρήσεις νὰ κουβαλήση οὔτε τὴν μπαταρία
οὔτε τὸν ἀσύρματο,
ἂν καὶ ἦταν
βαριά, γιὰ νὰ μὴ βρεθῆ
σὲ κίνδυνο. Μὲ παρακαλοῦσε ἐκεῖνος: «Γιατί δὲν μοῦ τὰ δίνεις;». «Ἐσὺ ἔχεις
γυναίκα καὶ παιδιά, τοῦ ἔλεγα. Ἂν σκοτώσουν ἐσένα, θὰ δώσω λόγο στὸν Θεό». Ἔτσι
ὁ Θεὸς μᾶς φύλαξε καὶ τοὺς δύο· δὲν ἄφησε νὰ σκοτωθῆ οὔτε ἐκεῖνος οὔτε ἐγώ.
Προτιμότερο εἶναι γιὰ ἕναν εὐαίσθητο ἄνθρωπο
νὰ σκοτωθῆ ὁ ἴδιος μιὰ φορὰ ἀπὸ ἀγάπη, γιὰ νὰ προστατέψη τὸν πλησίον του, παρὰ
νὰ ἀμελήση ἢ νὰ δειλιάση, καὶ ὕστερα νὰ σφάζεται συνέχεια ἀπὸ τὴν συνείδησή του
σ' ὅλη του τὴν ζωή. Μιὰ φορά, στὸν ἀνταρτοπόλεμο, τότε μὲ τὶς ἐπιχειρήσεις, οἱ ἀντάρτες
μᾶς εἶχαν ἀποκλείσει ἔξω ἀπὸ ἕνα χωριὸ καὶ οἱ στρατιῶτες θὰ ἔρριχναν κλῆρο,
ποιός θὰ πάη στὸ χωριὸ γιὰ ἐφόδια. «Θὰ πάω ἐγώ», εἶπα. Ἂν πήγαινε κάποιος ἄπειρος
ἢ ἀπρόσεκτος, μπορεῖ καὶ νὰ σκοτωνόταν καὶ θὰ μὲ ἔτυπτε μετὰ ἡ συνείδηση.
«Καλύτερα, σκέφτηκα, νὰ σκοτωθῶ ἐγώ, παρὰ νὰ σκοτωθῆ ὁ ἄλλος καὶ νὰ μὲ σκοτώνη ἡ
συνείδησή μου σὲ ὅλη μου τὴν ζωή. Πῶς θ᾿ ἀντέξω μετά; Θὰ μοῦ λέη ἡ συνείδησή
μου: "Μποροῦσες νὰ τὸν γλυτώσης· γιατί δὲν τὸν γλύτωσες;"». Νήστευα
κιόλας καὶ ἤμουν νηστικός..., τέλος πάντων.
Ὁπότε μοῦ λέει ὁ διοικητής:
«Καὶ ἐγὼ προτιμῶ
νὰ πᾶς ἐσὺ ποὺ πιάνεις πουλιὰ στὸν ἀέρα, ἀλλὰ νὰ τρῶς, γιὰ νὰ
ἔχης ἀντοχή». Πῆρα τὸ ὅπλο καὶ ξεκίνησα. Οἱ ἀντάρτες μὲ πέρασαν γιὰ δικό τους
καὶ μὲ ἄφησαν νὰ περάσω. Πῆγα στὸ χωριό, ἀνέβηκα σὲ ἕνα διώροφο σπίτι. Μιὰ γριὰ
ποὺ ἦταν ἐκεῖ μοῦ ἔδωσε ἐφόδια καὶ γύρισα πίσω στὴν διλοχία.
Τὴν μεγαλύτερη χαρὰ τὴν ἔνιωθα τὸν
χειμώνα, ἐκεῖ μέσα στὰ χιόνια. Θυμᾶμαι,
ξύπνησα ἕνα βράδυ· οἱ ἄλλοι κοιμόνταν. Τὸ
χιόνι εἶχε σκεπάσει τὶς σκηνές. Πάω, πιάνω τὸν ἀσύρματο καὶ βγάζω τὸ χιόνι ἀπὸ
τὶς τρύπες τοῦ ἀσυρμάτου· βλέπω δούλευε. Τρέχω στὸν διοικητὴ καὶ τοῦ τὸ λέω. Ἐκεῖνο
τὸ βράδυ εἴκοσι ἕξι κρυοπαγημένους ἔβγαλα μέσα ἀπὸ τὸ χιόνι μὲ τὸν κασμᾶ.
Ἐγὼ δὲν ἔκανα τίποτε γιὰ τὸν Χριστό. Ἂν τὸ
10% ἀπὸ ὅσα ἔκανα στὸν στρατὸ τὸ ἔκανα γιὰ τὸν Χριστό, τώρα θὰ ἔκανα θαύματα!
Γι' αὐτὸ μετὰ στὴν καλογερικὴ ἔλεγα:
«Στὸν
στρατό, γιὰ τὴν
πατρίδα ταλαιπωρήθηκα τόσο,
γιὰ τὸν Χριστὸ
τί κάνω;». Δηλαδὴ μπροστὰ στὴν ταλαιπωρία
ποὺ πέρασα στὸν στρατό, στὴν καλογερικὴ αἰσθανόμουν σὰν νὰ ἤμουν βασιλόπουλο – ἄσχετα
ἂν εἶχα ἢ δὲν εἶχα παξιμάδι. Γιατὶ στὶς ἐπιχειρήσεις ξέρεις
τί νηστεία κάναμε;
Τρώγαμε σπυρωτὸ χιόνι.
Οἱ ἄλλοι ἔτρεχαν, ἔβρισκαν καὶ
κάτι νὰ φᾶνε. Ἐγὼ μὲ τὸν ἀσύρματο δὲν μποροῦσα νὰ μετακινηθῶ. Μιὰ φορὰ δεκατρεῖς
μέρες ἤμασταν νηστικοί. Μόνο μιὰ κουραμάνα καὶ μισὴ ρέγγα μᾶς εἶχαν μοιράσει.
Νερὸ ἔπινα ἀπὸ τὶς πατημασιὲς τῶν ζώων. Καὶ δὲν ἦταν καὶ καθαρὸ βρόχινο ἀλλὰ
λασπωμένο. Εἶχα πιεῖ μιά... πορτοκαλλάδα μιὰ φορά! Εἶχα σκάσει γιὰ νερό. Εἶδα
μιὰ πατημασιὰ ζώου γεμάτη κίτρινο νερό, ἤπια–ἤπια... Ὁπότε μετὰ
στὴν καλογερική, ἀκόμη
καὶ ζούδια νὰ εἶχε τὸ
νερό, μοῦ φαινόταν μεγάλη εὐλογία. Ἔμοιαζε τοὐλάχιστον
μὲ νερό.
Μιὰ
φορά, ἕνα ἀπόγευμα,
εἶχε κοπῆ ἡ ἕρπουσα γραμμή.
Ἦταν Δεκέμβρης μήνας τοῦ 1948. Τὸ
χιόνι πολύ. Στὶς 4 ἡ ὥρα τὸ ἀπόγευμα ἔρχεται διαταγὴ νὰ πᾶμε στὸ χωριό, δυὸ ὧρες
μακριά, νὰ φτιάξουμε τὴν γραμμὴ καὶ νὰ γυρίσουμε πίσω. Ἐν τῷ μεταξὺ δὲν εἶχε ἀκόμη
οὔτε δυὸ ὧρες μέρα. Οἱ στρατιῶτες ἦταν σκοτωμένοι στὴν κούραση καὶ δὲν εἶχαν
κουράγιο νὰ ξεκινήσουν. Καὶ ποῦ νὰ βρῆς τὴν γραμμὴ μὲ τόσο χιόνι!
– Δὲν ξέρατε, Γέροντα, τὸν δρόμο καὶ ποῦ ἦταν
ἡ γραμμή;
– Ἔ, περίπου τὸν δρόμο τὸν ἤξερα, ἀλλὰ θὰ
μᾶς ἔπιανε καὶ ἡ νύχτα. Τέλος πάντων, μοῦ ἔδωσαν μιὰ ὁμάδα καὶ ξεκινήσαμε. Στὴν
ἀρχὴ ἀνοίξαμε μέσα στὸ στρατόπεδο μὲ τὸ φτυάρι τὸν δρόμο ἀπὸ τὸ χιόνι, καὶ ἔτσι
προχωρήσαμε λίγο, γιὰ νὰ ἀναπαύσουμε τὸν διοικητή. Μετὰ λέω: «Προχωρᾶμε, γιατὶ
πρέπει καὶ νὰ γυρίσουμε». Πήγαινα μπροστά, γιατὶ οἱ ἄλλοι ἦταν ὅλο ἀντίδραση. «Ἡ
Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει, ἀλλὰ πεθαίνουμε ἐμεῖς», μοῦ ἔλεγαν. Συνέχεια αὐτό!
Προχωροῦσα, βούλιαζα μέσα στὸ
χιόνι, μὲ τραβοῦσαν
ἐπάνω· ξαναβούλιαζα, μὲ
ξανατραβοῦσαν. Εἶχα καὶ ἕνα
ξίφος καὶ τὸ κάρφωνα κάτω, γιὰ νὰ κάνω γείωση. Συνέχεια ἔπρεπε νὰ ἐλέγχω. Ἔμπαινα
μπροστά. «Προχωρῆστε, τοὺς ἔλεγα· ἀπὸ ᾿δῶ δὲν περνοῦν ζῶα, γιὰ νὰ κόψουν τὴν
γραμμή. Μόνο σὲ κανένα λάκκο ποὺ ἡ γραμμὴ εἶναι ἐναέριος, ἐκεῖ νὰ ἐλέγξουμε».
Τελικὰ φθάσαμε σὲ ἕνα χωριὸ ποὺ εἶχε πεζούλια καί, καθὼς τὸ χιόνι εἶχε στοιβαχθῆ
ἀπὸ τὸν ἀέρα, δὲν ξεχώριζες τίποτε. Ὅταν φθάσαμε στὰ πεζούλια, πέφτω μέσα στὸ
χιόνι. Τρόμαξαν νὰ μὲ βγάλουν οἱ ἄλλοι. Ὕστερα σιγὰ-σιγὰ ἀπὸ τὸ ἕνα πεζούλι στὸ
ἄλλο κατεβήκαμε ὅλοι – μὴν τὰ ρωτᾶς πῶς! – ἀργὰ τὸ βράδυ στὸ χωριό. Βρῆκα σὲ κάτι
λάκκους σὲ ἕνα-δυὸ μέρη τὴν γραμμὴ κρεμασμένη, τὴν συνδέσαμε καὶ μπορέσαμε νὰ ἐπικοινωνήσουμε
μὲ τὸν διοικητή. «Νὰ γυρίστε πίσω», μᾶς λέει ὁ διοικητής. Ἀλλὰ πῶς νὰ γυρίσουμε; Ἐκτὸς ποὺ ἦταν
νύχτα, πῶς νὰ ἀνεβοῦμε τὰ πεζούλια; Κουτρουβάλα τὰ εἴχαμε
κατεβῆ! Ποῦ νὰ βρῆς δρόμο; «Μὰ ἔτσι στὸν ἀνήφορο, πῶς νὰ γυρίσουμε; τοῦ λέω. Στὸν
κατήφορο τέλος πάντων, κατεβήκαμε! Νὰ γυρίσουμε
αὔριο τὸ πρωὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ
τοῦ χωριοῦ κάνοντας
τὸν γύρο».
«Τίποτε, λέει ὁ
διοικητής, ἀπόψε». Εὐτυχῶς ἄκουσε ἕνας ὑπασπιστὴς τὸν διοικητὴ καὶ τὸν
παρακάλεσε νὰ μᾶς ἀφήση νὰ μείνουμε τὴν νύχτα στὸ χωριό, καὶ ἔτσι μείναμε. Σὲ ἕνα
σπίτι μᾶς ἔδωσαν δυὸ-τρεῖς τσέργες2 καί,
ἐπειδὴ εἶχα πουντιάσει – ὅπως ἔμπαινα μπροστὰ καὶ ἄνοιγα τὰ χιόνια, εἶχα γίνει
τελείως μούσκεμα –, οἱ ἄλλοι μὲ λυπήθηκαν, γιατὶ κατὰ κάποιο τρόπο τὴν πλήρωσα ἐγὼ
ποὺ τραβοῦσα μπροστά, καὶ μὲ ἔβαλαν στὴν μέση, γιὰ νὰ ζεσταθῶ. Τότε εἴχαμε φάει
μόνον ἕνα κομμάτι κουραμάνα. Μεγαλύτερη χαρὰ δὲν θυμᾶμαι νὰ ἔχω νιώσει στὴν ζωή
μου.
Ἀναγκάσθηκα νὰ σᾶς πῶ αὐτὰ τὰ παραδείγματα,
γιὰ νὰ καταλάβετε τί θὰ πῆ θυσία. Δὲν σᾶς τὰ εἶπα ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὲ χειροκροτήσετε,
ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβετε ἀπὸ ποῦ βγαίνει ἡ πραγματικὴ χαρά. Ἔπειτα στὸ γραφεῖο
Διαβιβάσεων ὁ ἕνας μοῦ ἔλεγε ψέματα: «Ἔρχεται ὁ πατέρας μου καὶ πρέπει νὰ πάω νὰ
τὸν δῶ. Σὲ παρακαλῶ, κάθησε λίγο στὴν θέση μου». Ὁ ἄλλος: «Ἦρθε ἡ ἀδελφή μου» –
καὶ δὲν ἦταν οὔτε κἂν ἀδελφή του. Κάποιος ἄλλος κάτι ἄλλο, καὶ ἐγὼ καθόμουν
συνέχεια στὴν ὑπηρεσία γιὰ τὸν ἕνα καὶ γιὰ τὸν ἄλλον καὶ θυσιαζόμουν. Ὕστερα
σκούπιζα, καθάριζα, γιατὶ ἐκεῖ στὴν διμοιρία Διαβιβάσεων ἀπαγορευόταν νὰ μπαίνουν
ἄλλοι. Οὔτε ἀξιωματικὸς ἀπὸ ἄλλη ὑπηρεσία
δὲν μποροῦσε νὰ
πάη μέσα, γιατὶ ἦταν καὶ
καιρὸς πολέμου.
Καθαρίστρια νὰ
πάρουμε, δὲν μπορούσαμε.
Ἔπαιρνα λοιπὸν τὴν
σκούπα καὶ καθάριζα ὅλους τοὺς
χώρους. Ἐκεῖ ἔμαθα νὰ σκουπίζω. «Ἐδῶ εἶναι μιὰ ὑπηρεσία, ἔλεγα, εἶναι, κατὰ
κάποιο τρόπο, ἱερὸς χῶρος· δὲν κάνει νὰ εἶναι ἀκατάστατα». Οὔτε ὑποχρέωση εἶχα
νὰ σκουπίσω οὔτε ἤξερα ἀπὸ σκούπισμα. Μήπως εἶχα πιάσει ποτὲ σκούπα στὸ σπίτι
μου; Καὶ νὰ ἤθελα νὰ πιάσω σκούπα, θὰ μὲ σκότωνε στὸ ξύλο μὲ τὴν σκούπα ἡ ἀδελφή
μου. «Καθαρίστρια» μὲ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι, «αἰώνιο θύμα» μὲ ἔλεγαν. Δὲν τὰ λάμβανα ὑπ᾿
ὄψιν μου. Καὶ οὔτε γιὰ νὰ ἀκούσω τὸ «εὐχαριστῶ» τὸ ἔκανα. Ἀλλὰ τὸ ἔκανα ἀπὸ
μέσα μου, γιατὶ τὸ ἔνιωθα ὡς ἀνάγκη καὶ τὸ χαιρόμουν.
– Δὲν σᾶς περνοῦσε, Γέροντα, καθόλου ἀριστερὸς
λογισμός; Δὲν λέγατε λ.χ.:
«Ὁ ἄλλος γυρίζει· δὲν πάει νὰ δῆ τὴν ἀδελφή
του»;
– Ὄχι, δὲν μοῦ περνοῦσε λογισμός. Ἀπὸ τὴν
στιγμὴ ποὺ μοῦ ἔλεγε ὁ ἄλλος «σὲ
παρακαλῶ, μπορεῖς νὰ καθήσης λίγο», τελείωσε.
Ἄλλος μοῦ ζητοῦσε χρήματα καὶ μοῦ ἔλεγε δῆθεν ὅτι τὰ ἤθελε γιὰ τὰ παιδιά του,
καὶ αὐτὸς ὄχι μόνο δὲν ἔστελνε στὰ παιδιά του, ἀλλὰ ζητοῦσε καὶ ἀπὸ τὴν γυναίκα
του χρήματα, νὰ ξοδεύη γιὰ τὸν ἑαυτό του. Κατάλαβες; Οὔτε τὸ ἔκανα, γιὰ νὰ μοῦ
ποῦν «μπράβο»· τὸ αἰσθανόμουν ὡς ἀνάγκη. Ἐπειδὴ δὲν ἔβγαινα ἔξω, τὸ εἶχαν ἐκμεταλλευτῆ
οἱ ἄλλοι καὶ μοῦ ἄφηναν ὅλη τὴν δουλειά. Ἔβγαζα ὅλη τὴν δουλειὰ τῆς διμοιρίας. Ἕνα
σωρὸ σήματα διαβιβάσεων· νὰ βροντᾶνε συνέχεια οἱ θυρίδες. Εἶχα γίνει ἐρείπιο. Ἕνα
διάστημα εἶχα συνέχεια τριάντα ἐννιάμισι πυρετὸ καὶ δὲν ἔλεγα σὲ κανέναν τίποτε.
Ἔπειτα ἔπεσα πτῶμα ἀπὸ τὴν ὑπερκόπωση. Λιποθύμησα καὶ μὲ πέταξαν σὲ ἕνα φορεῖο.
«Ἄντε Βενέδικτε3, ἄκουσα νὰ λένε, θὰ σὲ πᾶμε μὲ τὸ φορεῖο γιὰ γενικὴ ἐπισκευὴ ἐκεῖ
ποὺ φτιάχνουν τὰ χαλασμένα αὐτοκίνητα!» καὶ μὲ πῆγαν σὲ ἕνα νοσοκομεῖο. Καὶ ἐκεῖ
ἐγκαταλελειμμένος – ποιός νὰ μοῦ δώση σημασία; ὅλοι κοιτοῦσαν τοὺς
τραυματισμένους –, ἀλλὰ ἔνιωθα χαρά, τὴν χαρὰ αὐτὴ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν θυσία.
Γιατὶ ἀπὸ τὴν ἀνάπαυση τοῦ ἄλλου γεννιέται ἡ ἀνάπαυση ἡ δική μου.
Ὅσο ξεχνᾶμε τὸν ἑαυτό μας, τόσο μᾶς θυμᾶται
ὁ Θεὸς
Ὅποιος ἔχει θυσία καὶ πίστη στὸν Θεό, δὲν ὑπολογίζει
τὸν ἑαυτό του. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δὲν καλλιεργήση τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας, σκέφτεται
μόνον τὸν ἑαυτό του καὶ θέλει ὅλοι νὰ θυσιάζωνται γι᾿ αὐτόν. Ἀλλὰ ὅποιος
σκέφτεται μόνον τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς ἀπομονώνεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπομονώνεται
καὶ ἀπὸ τὸν Θεὸ – διπλὴ ἀπομόνωση –, ὁπότε δὲν δέχεται θεία Χάρη. Αὐτὸς εἶναι ἄχρηστος
ἄνθρωπος. Καὶ νὰ δῆτε, αὐτὸν ποὺ σκέφτεται συνέχεια τὸν ἑαυτό του, τὶς δυσκολίες
του κ.λπ., καὶ ἀνθρωπίνως κανεὶς δὲν θὰ τοῦ συμπαρασταθῆ σὲ μιὰ ἀνάγκη. Καλά,
θεϊκὴ συμπαράσταση δὲν θὰ ἔχη, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔχη καὶ ἀνθρώπινη. Μετὰ θὰ προσπαθῆ ἀπὸ
ἐδῶ-ἀπὸ ἐκεῖ νὰ βοηθηθῆ. Θὰ βασανίζεται δηλαδή, γιὰ νὰ βοηθηθῆ ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ
βοήθεια δὲν θὰ βρίσκη. Ἀντίθετα, ὅποιος δὲν σκέφτεται τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ
σκέφτεται συνέχεια τοὺς ἄλλους, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, αὐτὸν τὸν σκέφτεται
συνέχεια ὁ Θεός, καὶ μετὰ τὸν σκέφτονται καὶ οἱ ἄλλοι. Ὅσο ξεχνάει τὸν ἑαυτό
του, τόσο τὸν θυμᾶται ὁ Θεός. Νά, μιὰ ψυχὴ φιλότιμη μέσα σὲ ἕνα Κοινόβιο
θυσιάζεται, δίνεται κ.λπ. Αὐτό, νομίζετε, δὲν ἔχει πέσει στὴν ἀντίληψη τῶν ἄλλων;
Μπορεῖ νὰ μὴν τὴν
σκεφθοῦν οἱ ἄλλοι αὐτὴν τὴν ψυχὴ ποὺ δίνεται
ὁλόκληρη καὶ δὲν σκέφτεται τὸν ἑαυτό της; Μπορεῖ νὰ μὴν τὴν σκεφθῆ ὁ Θεός;
Μεγάλη ὑπόθεση! Ἐδῶ βλέπει κανεὶς τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, πῶς ἐργάζεται ὁ Θεός.
Στὶς δυσκολίες δίνει ἐξετάσεις ὁ ἄνθρωπος.
Ἐκεῖ φαίνεται ἂν ἔχη πραγματικὴ ἀγάπη, θυσία. Καὶ ὅταν λέμε ὅτι ἕνας ἔχει θυσία,
ἐννοοῦμε ὅτι τὴν ὥρα τοῦ κινδύνου δὲν ὑπολογίζει τὸν ἑαυτό του καὶ σκέφτεται τοὺς
ἄλλους. Βλέπεις, καὶ ἡ παροιμία λέει «ὁ καλὸς φίλος στὴν ἀνάγκη φαίνεται». Θεὸς
φυλάξοι, ἂν λ.χ. τώρα ἔπεφταν βόμβες, θὰ φαινόταν ποιός σκέφτεται τὸν ἄλλον καὶ
ποιός σκέφτεται τὸν ἑαυτό του. Ὅποιος ὅμως ἔχει μάθει νὰ σκέφτεται μόνον τὸν ἑαυτό
του, σὲ μιὰ δυσκολία πάλι τὸν ἑαυτό του θὰ σκέφτεται, καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸν
σκέφτεται αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν ἀπὸ τώρα δὲν σκέφτεται κανεὶς τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ
σκέφτεται τοὺς ἄλλους, καὶ στὸν κίνδυνο τοὺς ἄλλους θὰ σκεφθῆ. Τότε ξεκαθαρίζουν
ποιοί ἔχουν πραγματικὰ θυσία καὶ ποιοί εἶναι φίλαυτοι.
Ἂν
δὲν ἀρχίση κανεὶς
νὰ κάνη ἀπὸ
τώρα καμμιὰ θυσία,
νὰ θυσιάση μιὰ ἐπιθυμία, ἕναν ἐγωισμό, πῶς θὰ φθάση νὰ
θυσιάση τὴν ζωή του σὲ μιὰ δύσκολη στιγμή; Ἂν τώρα σκέφτεται τὸν κόπο καὶ
κοιτάη νὰ μὴν κοπιάση λίγο παραπάνω ἀπὸ ἕναν ἄλλο σὲ μιὰ δουλειά, πῶς θὰ φθάση
στὴν κατάσταση νὰ τρέχη νὰ σκοτωθῆ αὐτός, γιὰ νὰ μὴ σκοτωθῆ ὁ ἄλλος; Ἂν τώρα γιὰ
μικρὰ πράγματα σκέφτεται τὸν ἑαυτό του, τότε ποὺ θὰ κινδυνεύη ἡ ζωή του, πῶς θὰ
σκεφθῆ τὸν ἄλλον; Τότε θὰ εἶναι πιὸ δύσκολα. Ἂν ἔρθουν δύσκολα χρόνια καὶ ἔχη
λ.χ. ὁ διπλανός του πυρετὸ καὶ τὸν δῆ νὰ πέση στὸν δρόμο, θὰ τὸν ἀφήση καὶ θὰ
φύγη. Θὰ πῆ: «Νὰ πάω νὰ ξαπλώσω, μὴν πέσω καὶ ἐγώ».
Στὸν πόλεμο παλεύει ἡ ζωὴ ἡ δική σου μὲ τὴν
ζωὴ τοῦ ἄλλου. Λεβεντιὰ εἶναι νὰ τρέχη ὁ ἕνας νὰ γλυτώση τὸν ἄλλον. Ὅταν δὲν ὑπάρχη
θυσία, ὁ καθένας πάει νὰ γλυτώση τὸν ἑαυτό
του. Καὶ εἶναι
παρατηρημένο· ὅποιος πάει
στὸν πόλεμο νὰ ξεφύγη, τὸν βρίσκει ἐκεῖ ἡ ὀβίδα. Πάει δῆθεν
νὰ γλυτώση καὶ σπάζει τὰ μοῦτρα του. Γι᾿ αὐτὸ νὰ μὴν κοιτάζη κανεὶς νὰ ξεφύγη,
καὶ ἰδίως ὅταν αὐτὸ εἶναι εἰς βάρος τῶν ἄλλων. Θυμᾶμαι ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὸν Ἀλβανικὸ
πόλεμο. Ἕνας στρατιώτης εἶχε μιὰ πλάκα, γιὰ νὰ προστατεύη τὸ κεφάλι του. Ἐν τῷ
μεταξὺ χρειάσθηκε νὰ πάη λίγο πιὸ πέρα καὶ τὴν ἀκούμπησε κάτω. Πάει ἀμέσως ὁ
διπλανός του καὶ τὴν παίρνει. Σοῦ λέει: «Εὐκαιρία εἶναι, θὰ τὴν πάρω ἐγὼ τώρα».
Τὴν ἴδια στιγμή, τάκ, πέφτει ὁ ὅλμος ἐπάνω του, τὸν διέλυσε. Αὐτὸς ἔβλεπε τὰ
πυρὰ ποὺ ἔπεφταν καὶ πῆρε τὴν πλάκα, γιὰ νὰ γλυτώση· δὲν ὑπολόγισε τὸν ἄλλον ποὺ
θὰ γύριζε πάλι. Σκέφθηκε μόνον τὸν ἑαυτό του καὶ δικαιολόγησε κάπως καὶ τὴν
πράξη του: «Ἀφοῦ πῆγε λίγο πιὸ πέρα ὁ ἄλλος, μπορῶ νὰ τὴν πάρω τὴν πλάκα». Ναί,
ἔφυγε, ἀλλὰ ἡ πλάκα ἦταν δική του. Ἕνας ἄλλος, ὅσο συνεχιζόταν ὁ πόλεμος,
προσπαθοῦσε νὰ γλυτώση. Κανέναν δὲν ὑπολόγιζε. Οἱ ἄλλοι βοηθοῦσαν, αὐτὸς
καθόταν στὸ σπίτι του. Κοίταζε μέχρι τὴν τελευταία ὥρα ποὺ δυσκόλεψαν τὰ
πράγματα νὰ ξεφύγη. Ἀργότερα, ὅταν εἶχαν ἔρθει οἱ Ἄγγλοι, πῆγε στὸ στρατόπεδο,
παρουσιάσθηκε στὸν Ζέρβα καί, ἐπειδὴ εἶχε καὶ ἀμερικανικὴ ὑπηκοότητα, βρῆκε εὐκαιρία
καὶ ἔφυγε γιὰ τὴν Ἀμερική. Μόλις ὅμως ἔφθασε ἐκεῖ, πέθανε! Ἡ γυναίκα του ἡ
καημένη ἔλεγε: «Πῆγε νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὸν Θεό!». Αὐτὸς πέθανε, ἐνῶ ἄλλοι ποὺ πῆγαν
καὶ στὸν πόλεμο ἔζησαν.
Ὅσοι πεθαίνουν παλληκαρίσια, δὲν πεθαίνουν
Θυμᾶμαι, στὸν στρατὸ τὸ σύνολο εἶχε ἕναν
κοινὸ σκοπό. Προσπαθοῦσα ἐγώ, ἀλλὰ ἡ θυσία ὑπῆρχε καὶ στοὺς ἄλλους, ἄσχετα ἂν πίστευαν
ἢ ὄχι στὴν ἄλλη ζωή.
«Γιατί νὰ σκοτωθῆ ὁ ἄλλος; εἶναι οἰκογενειάρχης»,
ἔλεγαν, καὶ πήγαιναν αὐτοὶ σὲ μιὰ ἐπικίνδυνη ἐπιχείρηση. Ἡ θυσία ποὺ ἔκαναν αὐτοὶ
εἶχε μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὴν θυσία ποὺ ἔκανε ἕνας πιστός. Ὁ πιστὸς πίστευε στὴν
θεία δικαιοσύνη, στὴν θεία ἀνταπόδοση, ἐνῶ αὐτοὶ δὲν γνώριζαν ὅτι δὲν πάει
χαμένη ἡ θυσία ποὺ ἔκαναν καὶ ὅτι θὰ ἔχουν νὰ λάβουν γι' αὐτὴν στὴν ἄλλη ζωή.
Στὴν
Κατοχή, τότε μὲ τὸν Δαβάκη,
οἱ Ἰταλοὶ εἶχαν
κάνει συλλήψεις νέων ἀξιωματικῶν, τοὺς ἔβαλαν σὲ ἕνα καράβι
καὶ τοὺς βούλιαξαν. Ὕστερα, τοὺς πρώτους ποὺ ἔπιασαν, τοὺς βασάνισαν, γιὰ νὰ
μαρτυρήσουν ποιοί ἔχουν ὅπλα. Ἐκεῖ νὰ δῆτε κοσμικοὶ ἄνθρωποι τί θυσία ἔκαναν!
Στὴν Κόνιτσα, κοντὰ στὸ σπίτι μας, ἐκεῖ ποὺ ἔχτισαν τώρα τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ
τοῦ Αἰτωλοῦ, πρῶτα ἦταν τζαμί. Τοὺς ἔκλειναν μέσα στὸ τζαμὶ καὶ τοὺς ἔδερναν ὅλη
τὴν νύχτα μὲ βούρδουλα ποὺ εἶχε ἐπάνω κολτσίδες ὅλο ἀγκάθια ἢ μὲ καλώδια
γδαρμένα· ἔβγαιναν ἔξω τὰ σύρματα, ἔδεναν καὶ στὴν ἄκρη μολύβια καὶ μ' αὐτὰ τοὺς
χτυποῦσαν· καὶ αὐτὸ τὸ ἀτσαλένιο σύρμα
πήγαινε καὶ ἔγδερνε
τὸ δέρμα. Γιὰ
νὰ μὴν ἀκούγωνται
οἱ φωνές, τραγουδοῦσαν ἢ ἔβαζαν μουσική.
Ἀπὸ ᾿δῶ βγῆκε τὸ
«ξύλο μετὰ μουσικῆς».
Τοὺς κρεμοῦσαν καὶ ἀνάποδα καὶ ἔβγαζαν οἱ καημένοι αἷμα ἀπὸ τὸ στόμα, ἀλλὰ
δὲν μιλοῦσαν, γιατὶ σκέφτονταν: «Ἂν μαρτυρήσουμε ἐμεῖς – ἤξεραν ποιοί εἶχαν
ντουφέκια
–, ὕστερα θὰ χτυποῦν τὸν καθέναν, γιὰ νὰ
μαρτυρήση». Γι' αὐτὸ οἱ πρῶτοι εἶπαν: «Ἂς
πεθάνουμε ἐμεῖς, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξουμε ὅτι
δὲν ἔχουν οἱ ἄλλοι ντουφέκια». Καὶ ἦταν μερικοὶ ποὺ γιὰ μιὰ ὀκὰ ἢ γιὰ πέντε ὀκάδες
ἀλεύρι ἔλεγαν ὅτι ὁ τάδε π.χ. ἔχει δύο
ντουφέκια. Πεινοῦσε ὁ
κόσμος καὶ πρόδιδαν
τοὺς ἄλλους. Ὁπότε
καὶ μερικοὶ Ἰταλοὶ ἀπὸ ἕνα τάγμα
ποὺ ἦταν νόθα παιδιὰ καὶ ἦταν βάρβαροι μὲ ὅλα τὰ κόμπλεξ ποὺ εἶχαν, ἔβγαζαν τὸ ἄχτι
τους. Ἔπαιρναν τὰ μικρὰ παιδιά, τὰ ἔβαζαν τὰ καημένα γυμνὰ πάνω στὴν μασίνα ποὺ
ἔκαιγε καὶ τὰ πατοῦσαν νὰ καοῦν. Τὰ ἔκαιγαν, γιὰ νὰ μαρτυρήσουν οἱ γονεῖς ποῦ ἔχουν
τὸ ντουφέκι. «Δὲν ἔχω, δὲν ἔχω», ἔλεγαν οἱ μεγάλοι καὶ ἐκεῖνοι ἔκαιγαν τὰ
παιδάκια. Θέλω νὰ πῶ, ἐκεῖνοι προτίμησαν νὰ πεθάνουν, ἂν καὶ ἦταν κοσμικοὶ ἄνθρωποι,
γιὰ νὰ μὴ φᾶνε καὶ οἱ ἄλλοι ξύλο ἢ γιὰ νὰ μὴν τοὺς σκοτώσουν. Μὲ αὐτὸν τὸν
τρόπο ἔσωσαν πολὺ κόσμο. Ἔτσι ἀπὸ μερικὰ παλληκάρια κρατήθηκε τὸ Ἔθνος!
Ὅσοι πεθαίνουν παλληκαρίσια, δὲν πεθαίνουν.
Ἂν δὲν ὑπάρχη ἡρωισμός, δὲν γίνεται τίποτε. Καὶ νὰ ξέρετε, ὁ πιστὸς εἶναι καὶ
γενναῖος. Ὁ Μακρυγιάννης ὁ καημένος τί τράβηξε! Καὶ σὲ τί χρόνια!
– «Κάπνισαν τὰ μάτια μου», λέει κάπου,
Γέροντα.
– Ναί, κάπνισαν τὰ μάτια του. Ἀπὸ τὴν ἔνταση
καὶ τὴν ἀγωνία ποὺ εἶχε, ἦταν
σὰν νὰ ἔβγαζαν ὑδρατμοὺς τὰ μάτια του.
Βρέθηκε σ᾿ ἐκείνη τὴν κατάσταση καὶ ἀπὸ πόνο καὶ ἀγάπη θυσιαζόταν συνέχεια. Δὲν
σκέφθηκε, δὲν ὑπολόγισε ποτὲ τὸν ἑαυτό του. Δὲν φοβήθηκε μὴν τὸν σκοτώσουν, ὅταν
ἀγωνιζόταν γιὰ τὴν πατρίδα. Ὁ Μακρυγιάννης ζοῦσε πνευματικὲς καταστάσεις. Ἂν
γινόταν καλόγερος, πιστεύω ὅτι ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο δὲν θὰ εἶχε μεγάλη διαφορά.
Τρεῖς χιλιάδες μετάνοιες ἔκανε καὶ εἶχε καὶ τραύματα καὶ πληγές. Ἄνοιγαν οἱ
πληγές του, ἔβγαιναν τὰ ἔντερά του, ὅταν ἔκανε μετάνοιες, καὶ τὰ ἔβαζε μέσα.
Τρεῖς δικές μου μετάνοιες κάνουν μία δική
του. Ἔβρεχε τὸ πάτωμα μὲ τὰ δάκρυά του. Ἐμεῖς,
ἂν ἤμασταν στὴν θέση του, θὰ
πηγαίναμε στὸ νοσοκομεῖο νὰ μᾶς ὑπηρετοῦν.
Θὰ μᾶς κρίνουν οἱ κοσμικοί!
Ὅποιος δὲν ὑπολογίζει τὸν ἑαυτό τουδέχεται
θεϊκὴ δύναμη
– Γέροντα, κινδυνεύσατε καμμιὰ φορὰ στὸν
πόλεμο;
– Ὤ, μιὰ καὶ δυό; Τὰ σκέφτομαι τώρα πῶς
βοηθοῦσε ὁ Θεὸς καὶ συγκλονίζομαι. Τότε δὲν τὰ σκεφτόμουν. Εἰδικὰ τὸν θάνατο δὲν
τὸν σκεφτόμουν καθόλου. Ὅταν εἶσαι ἀποφασισμένος γιὰ τὸν θάνατο, δὲν φοβᾶσαι τίποτε.
Ἡ ἀπόφαση γιὰ τὸν θάνατο ἰσοδυναμεῖ μὲ χίλιους φύλακες. Ὁ θάνατος εἶναι ἀσφάλεια. Στὸν πόλεμο οἱ ἱεροὶ λόχοι ἔχουν τὴν
νεκροκεφαλή· εἶναι ἀποφασισμένοι νὰ πεθάνουν. Ὅποιος δὲν ὑπολογίζει τὸν ἑαυτό
του γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἄλλου ἢ γιὰ τὸ κοινὸ καλό, δέχεται μέσα του θεϊκὴ δύναμη.
Καὶ νὰ δῆτε, ἂν κινηθῆ κανεὶς μὲ θυσία, ὁ Θεὸς τὸν σκεπάζει. Θυμᾶμαι, μιὰ φορὰ
εἴχαμε ὀχυρωθῆ πίσω ἀπὸ ἕναν βράχο. Ἐγὼ εἶχα σκάψει ἕνα λακκάκι καὶ εἶχα κρυφτῆ
λίγο. Ἔρχεται ὁ ἕνας καὶ μοῦ λέει «νὰ μπῶ κι ἐγώ»· ἔρχεται ὁ ἄλλος, μοῦ λέει «νὰ
μπῶ κι ἐγώ». Τοὺς ἄφησα νὰ μποῦν, ἀφοῦ μοῦ τὸ ζητοῦσαν καὶ ἔμεινα ἐγὼ ἔξω. Τὸ
βράδυ, ὅταν ἔπεφταν τὰ πολλὰ βλήματα, μὲ παίρνει ἕνα βλῆμα ξυστὰ στὸ κεφάλι.
Φοροῦσα κουκούλα· δὲν φοροῦσα κράνος. «Παιδιά, φωνάζω, μὲ χτύπησε βλῆμα!».
Πιάνω μὲ τὸ χέρι μου τὸ κεφάλι, δὲν βλέπω αἵματα· τὸ ξαναπιάνω, τίποτε. Τὸ βλῆμα
εἶχε περάσει ξυστὰ ἀπὸ τὸ κεφάλι μου καὶ εἶχε κουρέψει μόνον ἀπὸ μπρὸς πρὸς τὰ
πίσω τὰ μαλλιά μου καὶ εἶχε σχηματισθῆ μιὰ λωρίδα ἕξι πόντους φάρδος χωρὶς
μαλλιά!
Ἐσεῖς δὲν περάσατε δύσκολα χρόνια,
κατοχές, δὲν εἴδατε πόλεμο, ἐχθροὺς κ.λπ.
– εὔχομαι νὰ μὴ δῆτε – καὶ οὔτε καταλαβαίνετε
ἀπὸ αὐτά. Τὰ χρόνια ὅμως αὐτὰ εἶναι σὰν μιὰ χύτρα ποὺ βράζει καὶ σφυρίζει.
Θέλει μιὰ σκληραγωγία, μιὰ παλληκαριὰ καὶ ἕναν ἀνδρισμό. Ἂν τυχὸν γίνη κάτι,
κοιτάξτε μὴ βρεθῆτε τελείως ἀπροετοίμαστες. Νὰ ἑτοιμασθῆτε ἀπὸ τώρα, γιὰ νὰ
μπορέσετε νὰ ἀντιμετωπίσετε μιὰ δυσκολία. Καὶ ὁ Χριστὸς τί εἶπε; «Γίνεσθε ἕτοιμοι»4 δὲν εἶπε; Σήμερα ποὺ ζοῦμε σὲ τέτοια δύσκολα
χρόνια, γιὰ ἕναν λόγο παραπάνω, τρεῖς φορὲς πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι. Δὲν εἶναι
μόνον ὁ αἰφνίδιος θάνατος ποὺ μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσουμε, εἶναι καὶ ἄλλοι κίνδυνοι.
Νὰ φύγη λοιπὸν τὸ βόλεμα τοῦ ἑαυτοῦ μας. Νὰ δουλεύη τὸ φιλότιμο. Νὰ ὑπάρχη τὸ
πνεῦμα τῆς θυσίας.
Τώρα βλέπω σὰν νὰ εἶναι κάτι ποὺ πάει νὰ γίνη
καὶ συνέχεια ἀναβάλλεται. Ὅλο ἀναβολὲς μικρές. Ποιός τὶς κάνει; Ὁ Θεὸς
σπρώχνει; Ἄντε ἀκόμη ἕναν μήνα, δύο μῆνες!... Ἡ ὑπόθεση ἔτσι πάει5. Ἀλλά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουμε τί μᾶς περιμένει, ὅσο μπορεῖτε, νὰ καλλιεργήσετε τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ εἶναι
τὸ κυριώτερο ἀπ᾿ ὅλα: νὰ ἔχετε μεταξύ σας ἀγάπη ἀληθινή, ἀδελφική, ὄχι ψεύτικη.
Πάντα, ὅταν ὑπάρχη τὸ καλὸ ἐνδιαφέρον, ὁ πόνος, ἡ ἀγάπη, ἐνεργεῖ κανεὶς σωστά. Ἡ
καλωσύνη, ἡ ἀγάπη, εἶναι δύναμη. Ὅσο μπορεῖτε νὰ ἔχετε ἐχεμύθεια καὶ νὰ μὴν
ξανοίγεσθε· ὁ ἕνας θὰ τὸ πῆ στὸν ἄλλον, καὶ ὁ ἄλλος
στὸν ἄλλον, καὶ τί βγῆκε;
Μπορεῖ ἀκόμη καὶ ἀπὸ μιὰ χαζομάρα νὰ κάνετε κακὸ καὶ νὰ χτυπήσετε
μετὰ τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο. Νὰ βλέπατε στὸν
στρατὸ ἐχεμύθεια! Πρώτη
δουλειά, ἂν κινδύνευες
νὰ σὲ πιάσουν,
ἦταν νὰ καταστρέψης τὰ διακριτικὰ
στοιχεῖα. Ἔκοβες τὰ στοιχεῖα κομματάκια, γιὰ νὰ τὰ καταπιῆς. Μιὰ φορὰ ποὺ
βρέθηκα σὲ δυσκολία, τὰ κατάπια. Γιατί, ἂν τὰ ἔπαιρναν οἱ ἀντάρτες, μάθαιναν ὅτι
στὸ τάδε μέρος ὑπάρχει στρατός, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τροφὲς κ.λπ., ἔστελναν αὐτοὶ σῆμα
στὸ κέντρο, ὁπότε ἐρχόταν ἡ ἀεροπορία καὶ ἔρριχνε σ᾿ αὐτοὺς τρόφιμα καὶ
βομβάρδιζε τὸν στρατό. Κατάλαβες; Παρουσιάζονταν αὐτοὶ γιὰ στρατός. Ἂν σὲ ἔπιαναν
καὶ ἤσουν ἀσυρματιστής, σοῦ ἔβγαζαν τὰ νύχια μὲ τὴν τανάλια, γιὰ νὰ μαρτυρήσης
τὰ διακριτικά. Καὶ
προτιμοῦσες νὰ σοῦ
βγάλουν τὰ νύχια, παρὰ νὰ
προδώσης. Τοῦ ἄλλου τοῦ ἔκαψαν τὶς μασχάλες, γιὰ νὰ παραδώση ἐπιστολή, καὶ δὲν ὁμολόγησε·
ἔμεινε παράλυτος. Δὲν ὁμολόγησε, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγινε ὁμολογητής. Γυναῖκες
μετέφεραν μέσα στὰ σαμάρια ἔγγραφα ἀποφασισμένες νὰ πεθάνουν.
Ὁ
θάνατος στὸν πόλεμο
πολὺ ἐξιλεώνει, γιατὶ
θυσιάζεται κανείς, γιὰ νὰ
προστατεύση τοὺς ἄλλους. Ἐκεῖνοι ποὺ θυσιάζουν τὴν ζωή τους ἀπὸ καθαρὴ ἀγάπη,
γιὰ νὰ προστατεύσουν τοὺς συνανθρώπους τους, μιμοῦνται τὸν Χριστό. Αὐτοὶ εἶναι
οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες, διότι τοὺς τρέμει ἀκόμη καὶ ὁ θάνατος, ἐπειδὴ ἀψηφοῦν τὸν
θάνατο ἀπὸ ἀγάπη, καὶ ἔτσι κερδίζουν τὴν ἀθανασία, παίρνοντας τὸ κλειδὶ τῆς αἰωνιότητος
κάτω ἀπὸ τὴν πλάκα τοῦ τάφου, καὶ προχωροῦν ἐλαφρὰ στὴν αἰώνια μακαριότητα.
Ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ μοναχοῦ εἶναι μιὰ θυσία
Τὸν μοναχὸ τὸν βοηθάει φυσιολογικὰ ὅλη ἡ
ζωή του νὰ ἔχη τὴν ἀγάπη, τὴν θυσία. Ξεκίνησε νὰ πεθάνη γιὰ τὸν Χριστό. Ξεκίνησε
δηλαδὴ γιὰ τὴν θυσία. Δὲν ἔχει καὶ ὑποχρεώσεις, γι᾿ αὐτὸ ἐπιβάλλεται
ὁ μοναχὸς νὰ
καλλιεργῆ τὸ πνεῦμα
τῆς θυσίας. Ὁ λαϊκὸς δὲν ξεκίνησε νὰ πεθάνη γιὰ τὸν Χριστό. Ὕστερα ἔχει
καὶ ὑποχρεώσεις. Σκέφτεται τὴν οἰκογένειά του, τὰ παιδιά του, γι᾿ αὐτὸ ἔχει ἐλαφρυντικὰ
καὶ δικαιολογεῖται. Π.χ. σὲ ἕναν πόλεμο, ἕνας ποὺ ἔχει οἰκογένεια πάει νὰ ἀποφύγη
τὸν κίνδυνο, γιὰ νὰ μὴ μείνουν τὰ παιδιά του στὸν δρόμο. Δὲν ὑπολογίζει ὅτι, ἂν
ἀποφύγη ἐκεῖνος, ἴσως σκοτωθῆ κάποιος ἄλλος ποὺ ἔχει καὶ ἐκεῖνος παιδιά. Τέλος
πάντων, ἐκεῖ ὑπάρχει τοὐλάχιστον ἕνα ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν οἰκογένειά του. Σοῦ
λέει:
«Τὰ παιδιά μου νὰ μὴ μείνουν στὸν δρόμο».
Μπορεῖ νὰ μὴν πιστεύη κιόλας στὴν ἄλλη ζωὴ καὶ πάει νὰ γλυτώση αὐτὴν τὴν ζωή.
– Δηλαδή, Γέροντα, ὁ μοναχὸς πρέπει νὰ
θυσιάζη συνέχεια τὸν ἑαυτό του.
–
Κοίταξε, δὲν εἴπαμε
ὅτι ὅλη ἡ ζωὴ τοῦ
μοναχοῦ εἶναι μιὰ
θυσία; Ἔ, τί κάνουμε ἀλλιῶς; Ἂν χωλαίνη σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα
ὁ μοναχός, τότε δὲν εἶναι μοναχός. Μετὰ τί πνευματικὰ νὰ πῆς; Δὲν χωρᾶνε τὰ
πνευματικά, ὅταν δὲν ὑπάρχη θυσία. Ὅσα πνευματικὰ καὶ ἂν κάνη ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα
ὁ μοναχός, τίποτε δὲν εἶναι. Στὸ Ἅγιον Ὄρος αὐτὰ τὰ πνευματικὰ τὰ λένε
«κουκουσκιάχτικα». Δηλαδὴ δὲν μπορεῖ νὰ διώξη
δαιμόνια ὁ καλόγερος
ποὺ κάνει τέτοια
πνευματικά· ἴσα–ἴσα τὰ
κοράκια διώχνει. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίρνη στὰ ζεστὰ τὸν ἀγώνα ποὺ ἔχει νὰ
κάνη σ' αὐτὴν τὴν ζωή, ὑπάρχει καὶ ἡ θεία φλόγα μέσα του. Ἅμα λείπη αὐτὴ ἡ θεία
φλόγα, εἶναι ἄχρηστος. Αὐτὴ εἶναι ποὺ τοῦ δίνει χαρά, τοῦ δίνει παλληκαριά, τοῦ
δίνει φιλότιμο.
Εἶναι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Κύριος: «Πῦρ ἦλθον
βαλεῖν»6. Ὅταν ὑπάρχη αὐτὸ τὸ θεῖο πῦρ, τότε καὶ ἡ ψαλμωδία καὶ ἡ προσευχή του
εἴτε γιὰ τὸν ἑαυτό του εἴτε γιὰ τοὺς ἄλλους
ἔχει ἀποτελέσματα. Ἰδίως ἡ γυναικεία
καρδιά, ὅταν ἐξαγνισθῆ, ἔχει μεγάλη δύναμη. Καὶ
στὴν προσευχὴ πολὺ
προχωράει. Ραντὰρ γίνεται.
Ὅποιος δὲν ἔχει
φιλότιμο, θυσία, θὰ ἔχη ἢ κοσμικὴ χαρὰ ἢ κοσμικὴ στενοχώρια· ἀγαλλίαση
πνευματικὴ δὲν μπορεῖ νὰ νιώση. Γι' αὐτὸ λέω νὰ καλλιεργήσετε τὴν θυσία, τὴν ἀδελφοσύνη.
Νὰ ἀποκτήση καθεμία κατάσταση πνευματική, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ τὰ
βγάλη πέρα μόνη της σὲ μιὰ δύσκολη περίσταση. Ἂν δὲν ἔχη κανεὶς πνευματικὴ
κατάσταση, δειλιάζει, ἐπειδὴ ἀγαπάει τὸν ἑαυτό του. Μπορεῖ καὶ τὸν Χριστὸ νὰ ἀρνηθῆ,
νὰ Τὸν προδώση. Πρέπει νὰ εἶστε ἀποφασισμένες νὰ πεθάνετε. Ἐδῶ κοσμικοὶ ἄνθρωποι
θυσιάζονται, ποὺ οὔτε καὶ στὸν Παράδεισο πιστεύουν. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι τίποτε
δὲν πάει χαμένο καὶ ἡ θυσία μας ἔχει νόημα. Οἱ κοσμικοὶ νὰ ἔχουν ἄγνοια ἀπὸ ὅλα
καὶ νὰ θυσιάζωνται, νὰ κινδυνεύουν, γιὰ νὰ προφυλάξουν τὸν ἄλλον, καὶ οἱ μοναχοὶ
νὰ μὴ θυσιάζωνται; Ἐμεῖς ξεκινᾶμε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ νὰ πεθάνουμε, ὑποχρεώσεις
δὲν ἔχουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καὶ θυσία, τότε τί κάνουμε; Θὰ μᾶς γελᾶν καὶ τὰ μυρμήγκια
μετά! Εἶδες μυρμήγκια νὰ κοροϊδεύουν τοὺς ἀνθρώπους; Κοροϊδεύουν τοὺς
τεμπέληδες!
– Γέροντα, ἐνδέχεται νὰ ἔχω προθυμία νὰ ἐξυπηρετῶ
καὶ νὰ μὴν ἔχω ἁγνὰ
ἐλατήρια;
– Αὐτὸ φαίνεται.
Ὅταν δὲν εἶναι ἁγνὰ τὰ ἐλατήρια, ἡ ψυχὴ δὲν βρίσκει
ἀνάπαυση. Ὁπότε τὸ καταλαβαίνει καὶ
προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐξαγνίση. Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση μιὰ ψυχὴ ποὺ ἦρθε αὐτὲς τὶς μέρες.
Ὅταν μαθαίνη ὅτι κάποιος εἶναι ἄρρωστος καὶ ὑποφέρει, δὲν μπορεῖ νὰ κοιμηθῆ,
πονάει καὶ κλαίει. Καὶ ζῆ μέσα στὸν κόσμο. Τὸ εἶπε σὲ κάποιον καὶ τῆς εἶπε:
«Μπορεῖ νὰ εἶναι τοῦ πειρασμοῦ». Γίνεται νὰ εἶναι αὐτὸ τοῦ πειρασμοῦ; Μόνον ὅταν
τὸ κάνη κανεὶς ἐπιδεικτικά, μπορεῖ νὰ τὸν ξεγελάη ὁ πειρασμὸς καὶ νὰ ζῆ μιὰ
λανθασμένη κατάσταση.
Νὰ βγάζετε τὸν ἑαυτό σας ἀπὸ τὶς ἐνέργειές
σας. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βγαίνη ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, βγαίνει ἀπὸ τὴν γῆ. Κινεῖται σὲ
ἄλλη ἀτμόσφαιρα. Ὅσο παραμένει στὸν ἑαυτό του, δὲν μπορεῖ νὰ γίνη οὐράνιος ἄνθρωπος.
Δὲν γίνεται πνευματικὴ ζωὴ χωρὶς θυσία. Νὰ θυμᾶστε καὶ λίγο ὅτι ὑπάρχει
θάνατος. Μιὰ ποὺ θὰ πεθάνουμε, νὰ μὴν προσέχουμε καὶ τόσο πολὺ τὸν ἑαυτό μας. Ὄχι
νὰ μὴν προσέχουμε καὶ νὰ παθαίνουμε ζημιές, ἀλλὰ ὄχι νὰ προσκυνοῦμε καὶ τὴν ἀνάπαυση! Οὔτε λέω νὰ ρίχνη
κανεὶς τὸν ἑαυτό του στοὺς κινδύνους, ἀλλὰ νὰ ἔχη λίγο ἡρωισμό, βρὲ παιδάκι
μου! Οἱ ἥρωες μὲ τί παλληκαριὰ ἀντιμετώπιζαν στὸν ἀγώνα τὸν θάνατο! Μοῦ ἔλεγε ἕνας
μοναχὸς ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Κονδύλη – ὁ Κονδύλης ἦταν πατριώτης, ἥρωας: Ὅταν οἱ
Ἕλληνες μὲ τὸν πόλεμο στὴν Μικρὰ Ἀσία εἶχαν κάνει ἀποβίβαση κοντὰ στὴν Πόλη, ὁ
Κονδύλης μέσα στὸ καράβι, μόλις εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὴν Πόλη, ἔκανε σὰν τρελλός.
«Βρὲ παιδιά, θὰ πεθάνουμε ποὺ θὰ πεθάνουμε, φώναζε. Τί σήμερα, τί αὔριο! Νὰ πεθάνουμε παλληκαρίσια, βρὲ παιδιά! Ἂς
πεθάνουμε ἥρωες γιὰ τὴν πατρίδα». Δὲν εἶχε ὑπομονὴ οὔτε νὰ προσεγγίσουν στὴν
ξηρά. Ἀπὸ τὴν ἀγωνία, ἀπὸ τὴν λαχτάρα ποὺ εἶχε, δὲν εἶδε ὅτι τὸ καράβι δὲν εἶχε
ἀκουμπήσει ἀκόμη στὴν ξηρά, πήδηξε καὶ ἔπεσε μέσα στὴν θάλασσα! Τόσο πολύ! Δὲν ἤξερε
καὶ κολύμπι, ἔτρεξαν, τὸν ἔβγαλαν.
– Γέροντα, μᾶς εἴπατε νὰ προσπαθήσουμε νὰ
μὴν εἶναι ὁ ἑαυτός μας σὲ κάθε
μας ἐνέργεια. Πῶς θὰ γίνη αὐτό;
– Ἐσεῖς ὅλα ἕτοιμα τὰ θέλετε. Τί θὰ πῆ
βγάζω τὸν ἑαυτό μου; Πότε βγάζω τὸν ἑαυτό μου; Πῶς θὰ βγάλουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπὸ
τὴν ἀγάπη μας; Πῶς θὰ λαμπικάρουμε τὴν ἀγάπη μας; Ὅσο δὲν ὑπολογίζω τὸν ἑαυτό
μου, τόσο βγάζω τὸν ἑαυτό μου. Καὶ ὅταν κόβουμε τὸ θέλημα, τὴν ἀδυναμία, τὴν ἀνάπαυσή
μας, καὶ τότε βγάζουμε τὸν ἑαυτό μας. Καὶ μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ μὲ τὴν σιωπὴ πολλὰ ἐξαφανίζονται
ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. Καὶ ὅταν δὲν ἔχη ἰδιοτέλεια ἡ ἀγάπη μας, πάλι βγάζουμε τὸν ἑαυτό
μας, ἀλλὰ πρέπει νὰ ἔχη καὶ θυσία ἡ ἀγάπη μας. Τὸ καταλαβαίνετε αὐτό; Μπορεῖ νὰ
θέλη π.χ. μιὰ ψυχὴ νὰ πάη στὴν Γερόντισσα καὶ βλέπει μιὰ ἄλλη ἀδελφὴ ποὺ θέλει
καὶ ἐκείνη νὰ πάη. Ἂν ἀμέσως παραχωρήση τὴν σειρά της, καὶ ἂς ξέρη ὅτι ἡ ἄλλη δὲν
ἔχει θέματα, τότε ἔχει τὴν ὑπακοή, τὴν θυσία κ.λπ. Καὶ ὅταν μὲ ὅλη τὴν καρδιά
της παραχωρήση τὴν θέση της καὶ δὲν μιλήση μὲ τὴν Γερόντισσα, σ' αὐτὴν θὰ μιλήση
ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Νὰ τὸ αἰσθανθῆ ὅμως ὡς ἀνάγκη, νὰ τὸ λέη ἡ καρδιά της, ὄχι νὰ
τὸ κάνη, ἐπειδὴ ἁπλῶς τὸ λένε οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἔτσι λαμβάνει διπλὴ τὴν Χάρη τοῦ
Θεοῦ. Τότε ἡ μία βοηθιέται πνευματικὰ ἀνθρωπίνως, ἐνῶ ἡ ἄλλη βοηθιέται θεϊκά, ἀπ'
εὐθείας ἀπὸ τὸν Χριστό.
Παρατηρῆστε καὶ κοσμικοὺς ποὺ παρουσιάζουν
τέτοια θυσία ποὺ δὲν τὴν ἔχουν
οὔτε μοναχοί. Στὸν κόσμο – μοῦ κάνει ἐντύπωση
–, παρόλο ποὺ οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ μὴν πιστεύουν, νὰ ἔχουν τὶς ἀδυναμίες τους,
τὰ πάθη τους, πῶς τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς καὶ ἔχουν μαλακὴ καρδιά. Βλέπουν κάποιον
ποὺ ἔχει ἀνάγκη, καὶ ἂς εἶναι ἄγνωστος, καὶ πᾶνε νὰ τοῦ προσφέρουν βοήθεια.
Πολλοὶ ποὺ δὲν πιστεύουν οὔτε καὶ στὸν Παράδεισο, ἂν δοῦν ἕναν κίνδυνο, τρέχουν
νὰ προλάβουν νὰ μὴ γίνη κακό, νὰ σκοτωθοῦν αὐτοί, γιὰ νὰ σωθοῦν ἄλλοι, νὰ
δώσουν περιουσίες κ.λπ. Πρὶν ἀπὸ χρόνια, σὲ μιὰ βιοτεχνία κινδύνεψε νὰ τυλιχθῆ ἕνας
ἐργάτης σὲ ἕνα μηχάνημα, καὶ ἐνῶ ἦταν τόσοι ἄνδρες, ἔτρεξε μιὰ γυναίκα νὰ τὸν
γλυτώση. Οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν καὶ παλληκαριά,
κοιτοῦσαν... Τὸν γλύτωσε
τελικά, ἀλλὰ τυλίχτηκε
ἐκείνη μὲ τὰ φορέματά της καὶ σκοτώθηκε. Μάρτυρας! Μεγάλη
ὑπόθεση!
Τέτοιοι ἄνθρωποι δὲν σκέφτονται τὸν ἑαυτό
τους· τὸν πετᾶνε ἔξω. Καὶ ὅταν τὸν πετᾶνε ἔξω, τότε πετιέται μέσα τους ὁ
Χριστός.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Λουκ. 21, 4.
2 Τσέργα: μάλλινη χοντρὴ κουβέρτα,
βελέντζα.
3 Βενέδικτος ὀνομαζόταν ὁ ἱεροκήρυκας τῆς
περιοχῆς καὶ οἱ συστρατιῶτες τοῦ Γέροντα,ὅταν ἤθελαν νὰ τὸν πειράξουν, τὸν ἀποκαλοῦσαν
«Βενέδικτο».
4 Ματθ. 24, 44 καὶ Λουκ. 12, 40.
5 Εἰπώθηκαν τὸν Νοέμβριο τοῦ 1984.
6 Λουκ. 12, 49.
Εισαγωγή στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο απο το Βιβλίο :
Λόγοι β΄ Πνευματική Αφύπνιση
Γέροντος Παϊσιου Αγιορείτου
Σουρωτή Θεσσαλονίκης
1998
© Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον Μοναζουσῶν «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ
Θεολόγος»
Η ηλεκτρονική επεξεργασία μορφοποίηση
κειμένου και εικόνων έγινε από
τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο
Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου