1.Τό Φιλιόκβε
Σύμφωνα μέ τή θεία
άποκάλυψη, ό Θεός διακρίνεται σέ Τρία ΙΊρόσωπα, τά όποια είναι όμοουσια,
ισότιμα καί ισοδύναμα μεταξύ τους. ’Έτσι δέν υπάρχουν τρεις Θεοί άλλά ένας.
Κάθε ΙΊρόσωπο, όμως, έχει ένα ξεχωριστό ιδίωμα, τό όποιο δηλώνει τόν
διαφορετικό τρόπο ύπάρξεώς Του: Ό Πατέρας είναι αγέννητος (είναι ή μοναδική
άρχή καί πηγή τής Θεότητος)· ό Υιός είναι γεννητός (γεννάται άπό τόν Πατέρα
«πρό πάντων τών αιώνων»)· καί τό "Αγιο Πνεύμα είναι έκπορευτό (οϋτε άγέννητο
είναι ούτε γεννάται, άλλά έκπορεύεται άττό τόν Πατέρα «προ πάντων των αιώνων»),
Τό Σύμβολο τής Πίστεως,
που καταρτίστηκε άπό τίς Α' καί Β' Οικουμενικές Συνόδους (325, 381), ομολογεί
πίστη «είς τό Πνεύμα τό "Αγιον, τό κύριον, τό ζωοποιόν, τό έκ τού Πατρός
έκπορευόμενον», άκολουθώντας τά λόγια τοϋ Χρίστου: «Όταν έλθη ό Παράκλητος...
τό Πνεύμα τής άληθείας, ό παρά τού Πατρός έκπορεύεται...» (Ίω. 15:26).
Τό 431,
ή Γ' Οικουμενική Σύνοδος απαγόρευσε ρητά όποιαδήποτε προσθαφαίρεση στό ιερό
Σύμβολο.
Οί Φράγκοι, όμως,
θέλοντας νά κατανοήσουν τήν ουσία τοϋ θεοΰ μέ τή λογική τους, παρερμήνευσαν τά
λόγια τοϋ Χρίστου, περιφρόνησαν τίς Οικουμενικές Συνόδους καί πρόσδεσαν στό
Σύμβολο, μετά τή φράση «...τό έκ τού Πατρός έκπορευόμενον...», τή λέξη Filioque
(Φιλιόκβε = καί έκ τοϋ Υίοϋ), που σημαίνει ότι τό "Αγιο Πνεύμα έκπορεύεται καί άπό τόν Υιό. Μέ τήν προσθήκη αύτή δημιουργοϋ νται άλυτα θεολογικά
προβλήματα καί σοβαρές άλλοιώσεις στήν πίστη καί τή ζωή τής ’Εκκλησίας.
Συγκεκριμένα:
• Είσάγονται στήν 'Αγία Τριάδα δυο άρχές. Δηλαδή, προκύπτουν
δυο κύριοι θεοί (Πατέρας καί Υιός) καί ένας δευτερευων (τό "Αγιο Πνεύμα).
’Επέρχεται έτσι πλήρης διάλυση τοϋ Τριαδικού δόγματος. Ό «Τριαδικός θεός» των
Παπικών δέν είναι πλέον ό άληθινός θεός άλλά ένας πλασματικός καί άνύπαρκτος
θεός.
• Τό Αγιο Πνεύμα ύποτιμάται καί παραγκωνίζεται άπό τή
ζωή τής ’Εκκλησίας καί τού Χριστιανού. ’Έτσι ή ’Εκκλησία στερείται τόν
χαρισματικό-άγιοπνευματικό χαρακτήρα της, έπιδιώκει τήν κοινωνική έπιβολή καί
τό κοσμικό κύρος, ύπερτονίζει τήν έγκόσμια οργάνωση καί άποστολή της. 'Ο
Χριστιανός, πάλι, δέν άποσκοπεί στήν έσωτερική του άνακαίνιση καί τή γνώση τού
θεού, πού πραγματοποιούνται μόνο μέ τό "Αγιο Πνεύμα, άλλά περιορίζεται
στήν ηθική του βελτίωση καί τήν έξωτερική μίμηση τού Χριστού.
• Ή έξάρτηση, τέλος, τού 'Αγίου Πνεύματος άπό τόν Υιό έδωσε
τή δυνατότητα στη Ρώμη νά υποστηρίξει μέ κόρος ότι στόν κόσμο μόνο ό πάπας, ώς
άντιπρόσωπος τοΰ Χρίστου, έχει τή δυνατότητα νά διαθέτει τίς δωρεές που χορηγεί
τό "Αγιο Πνεύμα στην ’Εκκλησία .
2. Οί κτιστές ένέργειες στόν Θεό (κτιστή χάρη).
Μία άπό τίς μεγαλύτερες
πλάνες τοΰ Παπισμού είναι τό ότι ταυτίζει την άκτιστη ούσία τοΰ Θεοϋ μέ τίς
άκτιστες ένέργειές Του. Καί, έπιπλέον, τό ότι άποδίδει στόν Θεό κτιστές
ένέργειες. Κτιστές ένέργειες, όμως, έχουν μόνο τά κτίσματα. Ό άκτιστος Θεός
έχει μόνο άκτιστες ένέργειες.
Στην ορθόδοξη θεολογία
γίνεται διάκριση τής άκτιστης ουσίας τοΰ Θεοϋ άπό τίς άκτιστες ένέργειές Του.
Μέ την ούσία, 6έ6αια, τοΰ Θεοϋ, ή οποία είναι έντελώς άκατάλη- πτη καί
άνέκφραστη, ό πιστός δέν μπορεί νά έρθει σέ κοινωνία. ’Επικοινωνεί, όμως, μέ
τίς θείες ένέργειές Του (θεία χάρη). Αυτές, όπως καί ή θεία ούσία, είναι
άκτιστες καί άδημιούργητες. Είναι δηλαδή κάτι άλλο άπό τή θεία ούσία, άλλά όχι
κάτι άλλο άπό τή Θεότητα. Ό πιστός, μέ τή μετάνοια, τήν άσκηση, τήν προσευχή
καί τή συμμετοχή του στά Μυστήρια τής ’Εκκλησίας, κοινωνεί μέ τίς άκτιστες
θείες ένέργειες, γίνεται «Θείας κοινωνός φύσεως» (ΕΓ Πέτρ. 1:4). Δηλαδή μέ τίς
άκτιστες θείες ένέργειες καί κατά τό μέτρο τού πνευματικού του άγώνα καθαρίζεται
ή καρδιά του άπό τά πάθη, φωτίζεται ό νους του καί άξιώνεται νά «δει», μέ τρόπο
μυστικό καί άπόρρητο, τή θεία δόξα, τό άκτιστο Φως. Αύτή είναι ή ήσυχαστική
παράδοση τής ’Εκκλησίας μας.
Οί Παπικοί, άντίθετα, δέν
δέχονται άκτιστες ένέργειες στόν Θεό. Πιστεύουν ότι ό Θεός είναι ούσία άπρόσιτη
καί δέν έπικοινωνεϊ προσωπικά μέ τόν άνθρωπο. ’Ενεργεί στόν κόσμο όχι άμεσα
άλλά μόνο έμμεσα, μέ κτιστές ένέργειες. Γι’ αυτούς ή θεία χάρη είναι μέγεθος
κτιστό, πού τό δημιουργεί ό Θεός γιά νά σώσει τόν άνθρωπο. Κτιστή είναι έπίσης
ή χάρη των Μυστηρίων, όπως κτιστό ήταν καί τό θαδώρειο φως τής Μεταμορφώσεως
τοΰ Χριστού.
Ή διδασκαλία αύτή έχει
ολέθριες συνέπειες στή ζωή τοΰ Χριστιανού. Γιατί, άν ή θεία χάρη είναι πράγματι
κτιστή, ό άνθρωπος δέν μπορεί νά φτάσει στόν άγιασμά καί τή θέωση. Κι αύτό
έπειδή, άπλούστατα, ένα κτίσμα -κτιστή ένέργεια (χάρη)- δέν είναι δυνατό νά
λυτρώσει καί νά θεώσει άλλο κτίσμα -τόν άνθρωπο. ’Έτσι, οί Δυτικοί «δέν ομιλούν
περί Θεώσεως ώς σκοπού τής ζωής τού άνθρώ- που, άλλά περί ήθικής τελειώσεως· ότι
οφείλουμε νά γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, όχι όμως Θεοί κατά χάριν. Κατά
συνέπειαν ή Εκκλησία δέν ήμπορεί νά είναι κοινωνία Θεώσεως, άλλά ίδρυμα παρέχον
στούς άνΘρώπους τήν δικά ίω οι κατά ένα νομικιστικό καί δικανικό τρόπο διά
μέσου τής κτιστής χάριτος. Σέ τελική δηλαδή άνάλυσι, κα-αλύεται ή ιδία ή
άλήθεια τής ’Εκκλησίας ώς πραγματικότης ΘεανΘρωπίνης κοινωνίας»5.
Ή δυτική θεολογία, μέ τήν
άρνησή της νά δεχθεί άκτιστες ένέργειες στόν Θεό, άποξενώθηκε άπό τήν πατερι-
κή θεολογία, μέ συνέπεια νά οδηγηθεί καί σέ πολλές άλλες κακοδοξίες. Κι αύτό
γιατί οί Πατέρες τής ’Εκκλησίας, όταν θεολογούσαν, έξέφραζαν μέ άνθρώπινα λόγια
τήν έμπει- ρία πού είχαν άποκτήσει άπό τήν κοινωνία τους μέ τίς θε- ουργικές
ένέργειες τού 'Αγίου Πνεύματος (έμπειρία θεώσεως)· ή θεολογία τους, δηλαδή,
είναι ή άποκάλυψη τού ίδιου τού Θεού. Οί Παπικοί, όμως, έπειδή δέν έχουν
δυνατότητα κοινωνίας μέ τίς άκτιστες θείες ένέργειες, θεολογούν μέ 6άση τόν
άνθρώπινο στοχασμό· ή θεολογία τους, δηλαδή, είναι ένα άνθρώπινο μεταφυσικό
ιδεολόγημα πού δέν έχει σχέση μέ τή θεία άλήθεια.
Ή βαθιά άλλοίωση πού
έπιφέρει στή ζωή τής Έκκλη- αίας ή θεωρία γιά την κτιστή χάρη, άττασχόλησε
έντονα την ’Ορθόδοξη ’Ανατολή σέ πέντε μεγάλες Συνόδους τής Κων/πόλεως (14ος
αί.). Σ’ αυτές διατυπώθηκε ξεκάθαρα ή ορθόδοξη έμπειρία, μέ κορυφαίο ομολογητή
τόν άρχιεπί- σκοπο Θεσσαλονίκης άγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά.
3.Τό παπικό πρωτείο
έξουσίας καί τό αλάθητο.
Εφόσον, μέ τίς κακοδοξίες
τοϋ Filioque καί τής κτιστής χάριτος, τό "Αγιο Πνεύμα υποβαθμίστηκε καί
ολόκληρη ή Τριαδική Θεότητα άπωθήθηκε στόν χώρο τοϋ έμπειρικά άπρόσιτου, τό
κενό που δημιουργήθηκε έρχεται νά τό καλύψει ένας άνθρωπος, ό ποντίφηκας τής
Ρώμης. Αυτός άνακηρυσσε- ται άλάθητος καί άπόλυτος κύριος τής παγκόσμιας
’Εκκλησίας.
Ειά νά μή νομιστεϊ ότι τό
παπικό πρωτείο έξουσίας καί τό άλάθητο άνήκουν πιά στό παρελθόν τής Δυτικής
«’Εκκλησίας», άναφέρουμε κάποιες πτυχές τής σύγχρονης πρακτικής τοϋ πάπα καί
παραθέτουμε άποσπάσματα άπό τό «Δογματικό Σύνταγμα περί Εκκλησίας»6 τής Γ' Βατικανής Συνόδου (1965), που περιλαμβάνονται καί στή σύγχρονη «Κατήχηση τής
Καθολικής Εκκλησίας»7:
«Ό έπίσκοπος Ρώμης, μέ τό
άξίωμά του ώς άντιπρό- σωπος τού Χριστού καί ώς ποιμένας όλης τής Εκκλησίας,
έχει πλήρη, υπέρτατη καί παγκόσμια έξουσία μέσα στήν Εκκλησία, τήν οποία μπορεί
πάντοτε έλεόθερα νά άσκεϊ».
«Δέν μπορεί νά υπάρξει
Οικουμενική Σύνοδος, άν δέν έπικυρωθεί, ή τουλάχιστον άν δέν γίνει δεκτή, άπό
τόν διάδοχο τού Πέτρου».
«Τό άλάθητο, μέ τό όποιο
ό θείος Λυτρωτής θέλησε έ- φοδιασμένη τήν Εκκλησία του, τό έχει ό έπίσκοπος
Ρώμης... Γι’ αύτό καί οί άποφάσεις του, πολύ όρθά, θεωρούνται άμετάκλητες άπό
τόν δικό τους χαρακτήρα καί όχι άπό τή συναίνεση τής Εκκλησίας... Γr αύτό δέν
έχουν άνάγκη άπό τήν έπικύρωση τών άλλων, ούτε έπιδέχονται έκκλητο σέ άλλο
όργανο κρίσης».
Μέ τόν άέρα τής άλάθητης
έξουσίας, ό πάπας Παύλος ΣΤ' άνακήρυξε, τό 1963, τή Β' Βατικανή Σύνοδο ώς
Οΐκου- μενική μέ τά έξης λόγια: «Έγώ, λοιπόν, ό Πάπας, πού συγκεντρώνω στό
πρόσωπό μου καί στό άγιο άξίωμά μου όλη τήν Εκκλησία, άνακηρύσσω τη Σύνοδο αύτή
ώς Οικουμενική». Καί υπέγραψε τίς άποφάσεις τής Συνόδου μέ τή φράση
«Έγώ
ΠΑΥΛΟΣ, Επίσκοπος τής Καθολικής Εκκλησίας». ’Αλλά καί ό έκάστοτε πάπας,
θεωρώντας τόν εαυτό του ύπερεπίσκοπο, δέν υπογράφει ώς «ΕπίσκοποςΡώμης» αλλά ώς
«Επίσκοπος τής Καθολικής Εκκλησίας» (μόνος αυτός!) ή άπλώς μέ τό όνομά του,
π.χ. «Βενέδικτος ΙΣΕ'».
"Ολοι οί έπίσκοποι
τής Δυτικής «’Εκκλησίας», σέ όποιο- δήποτε μέρος τής γής, δέν έκλέγονται άπό τή
σύνοδο τής τοπικής τους «’Εκκλησίας», άλλά διορίζονται άπό τόν πάπα καί
λαμβάνουν άπό τά δικά του χέρια τό ώμοφόριο, ώς δείγμα τής υποταγής τους στήν
παπική έξουσία.
'Ο πάπας Ίωάννης-ΙΊαϋλος
Β' (+2005) ξεπέρασε σέ κινητικότητα κάθε άλλον πολιτικό καί θρησκευτικό ήγέτη,
προκειμένου νά έπιβληθεϊ στή διαμορφουμενη Νέα Τάξη Πραγμάτων ώς ό
άδιαμφισβήτητος θρησκευτικός πλανητάρχης. Θυμίζουμε, μόνο, τήν «προέλασή» του
στίς ορθόδοξες χώρες (καί στήν Ελλάδα, δυστυχώς), άλλά καί τίς έτήσιες
Πανθρησκειακές Συναντήσεις, τίς όποιες είχε καθιερώσει άπό τό 1986 καί στίς
όποιες έμφανιζόταν ώς τό ενοποιό κέντρο όλων τών θρησκειών.
'Ο παποκεντρισμός τής
Δυτικής «’Εκκλησίας» τή διατηρεί, είναι άλήθεια, σέ μιά οργανωτική ενότητα πέρα
άπό έθνικά σύνορα καί τοπικές παραδόσεις, καί συνάμα τής δίνει τή βεβαιότητα
μιάς παγκόσμιας δύναμης, που μπορεί νά έπηρεάζει καί νά κατευθύνει πολλές
κοινωνικές ομάδες σ’ ολόκληρο τόν πλανήτη. Παράλληλα ή παπική αυθεντία δίνει τό
δικαίωμα στόν Ρωμαίο ποντίφηκα νά ορίζει, άντι- κειμενικά καί άδιαμφισβήτητα,
τήν άλήθεια τής Δυτικής «’Εκκλησίας», στήν οποία οί λαοί οφείλουν τυφλή
υποταγή. Αύτά τά στοιχεία προσδίδουν στόν Παπισμό άπολυταρ- χικό χαρακτήρα. Δέν
πρόκειται, λοιπόν, γιά μιά άπλή νοθεία τοϋ έκκλησιαστικου ήθους, άλλά γιά τήν
ούσιαστικό- τερη καί θλιβερότερη διαστροφή που γνώρισε ό Χριστιανισμός στην
Ιστορική του πορεία.
Τό παπικό πρωτείο
έξουσίας καί τό άλάθητο όχι μόνο στερούνται κάθε θεολογικής ή ιστορικής
νομιμότητας, άλλά καί άντιβαίνουν στήν απλή λογική. Καταρχήν, δέν υπάρχει καμία
ιστορική ένδειξη ότι ό άπόστολος Πέτρος υπήρξε πρώτος έπίσκοπος τής Ρώμης καί
ότι άσκοϋσε πάνω στους άλλους άποστόλους πρωτείο έξουσίας, τό όποιο κληροδότησε
στους υποτιθέμενους διαδόχους του έπι- σκόπους τής Ρώμης. Γι’ αύτό καί στήν
πρώτη χιλιετία καμία Οικουμενική Σύνοδος δέν θέσπισε κάποιο ρωμαϊκό άλάθητο ή
πρωτείο έξουσίας. ’Από τους άποστολικους χρόνους ή ’Εκκλησία διατηρεί, ώς
χαρακτηριστικό στοιχείο τοΰ διοικητικού της συστήματος, τή συνοδικότητα. Οί
έπίσκο- ποι, οί όποιοι συμμετέχουν στίς συνόδους, μεταφέρουν σ’ αυτές τήν πίστη
καί τό βίωμα τοΰ έκκλησιαστικοϋ πληρώματος που έκπροσωποΰν. Ή γνώμη καί ή ψήφος
όλων τών έπισκόπων έχουν τήν ίδια ΐσχυ καί οί συνοδικές άπο- φάσεις λαμβάνονται
μέ τόν φωτισμό τοΰ 'Αγίου Πνεύματος. Τό "Αγιο Πνεύμα, τελικά, συγκροτεί
τήν ’Εκκλησία καί Αύτό τήν οδηγεί «εις πάσαν τήν άλήΘειαν» (Ίω. 16: 13). ’Έτσι,
τό άλάθητο δέν άνήκει σ’ έναν άνθρωπο άλλά σέ ολόκληρο τό σώμα τής ’Εκκλησίας
καί έκφράζεται μέ τίς άποφάσεις τών Οικουμενικών Συνόδων, έφόσον αυτές γίνονται
άποδεκτές άπό τήν έκκλησιαστική συνείδηση, δηλαδή άπό τόν λαό τοΰ Θεοΰ.
’Αντίθετα, στόν Παπισμό
οί συνοδοί άποτελοϋν άπλά συμβουλευτικά σώματα, ή συνείδηση τοΰ έκκλησιαστικοϋ
πληρώματος άγνοείται καί ό πάπας τοποθετείται πάνω άπό τήν ’Εκκλησία. ’Αλλά πώς
μπορεί νά θεωρείται άλά- θητος ό πάπας, όταν ή ιστορία παρουσιάζει πολυάριθμους
πάπες νά διαπράττουν τραγικά λάθη, άκόμη καί σέ αιρέσεις νά πέφτουν, όπως ό
πάπας ’Ιούλιος, που άφορί- στηκε άπό τή Σύνοδο τής Σαρδικής (347), ό Όνώριος,
που άναθεματίστηκε άπό τήν ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο (691), ή ό Γρηγόριος θ', που
ίδρυσε τήν Ιερά ’Εξέταση;
Μέ τό παπικό πρωτείο καί
τό άλάθητο, ώς κεντρικά δόγματα τής Δυτικής «Εκκλησίας», έπισφραγίζεται ό
έντονος άνθρωποκεντρισμός της: Ή πίστη στόν Θεάνθρωπο άντικαθίσταται μέ τήν
πίστη στόν άνθρωπο- στή γή δέν υπάρχει θέση γιά τόν Χριστό, άφοϋ Τόν
άντικαθιστά ό πάπας ώς μοναδικός τοποτηρητής Του (Vicarius Christi). «Τί
τραγικός παραλογισμός!», άναφωνεϊ ό σύγχρονος πατέρας τής ’Εκκλησίας π.
Ιουστίνος Πόποβιτς. «Νά ορίζεται άναπληρωτής καί άντικαταστάτης γιά τόν
πανταχοΰ παρόντα Κύριο καί Θεό»! Καί συμπληρώνει: «Τό δόγμα περί τού άλαθήτου
τού πάπα-άνΘρώπου είναι ή αίρεσις των αιρέσεων, μία άνευ προηγουμένου ανταρσία
κατά του Θεανθρώπου Χριστού... Στήν ιστορία τού άνθρωπίνου γένους ύπάρχουν τρεις
κυρίως πτώσεις: τού Άδάμ, τού Ιούδα, τού πάπα»8.
4. Ό παποκαισαρισμός.
Πρόκειται γιά τήν ταύτιση
έκκλησιαστικής καί κοσμικής έξουσίας σέ ένα πρόσωπο (θεοκρατία). Ό πάπας είναι
άρχηγός τής Λατινικής «’Εκκλησίας» καί συνάμα άρχηγός τοϋ κράτους τοϋ Βατικανού.
'Ο παποκαισαρισμός -έντελώς άσυμ6ί6αστος μέ τό Ευαγγέλιο, τους ιερούς Κανόνες
καί τήν έκκλησιαστική παράδοση- άφαιρεϊ άπό τόν Παπισμό κάθε δικαίωμα νά
έμφανίζεται ώς ’Εκκλησία.
Τό πρώτο παπικό κράτος
ιδρύθηκε, καθώς είδαμε, τό 754. Τό σημερινό παπικό κράτος συνιστά ένα
άξιολυπητο μεσαιωνικό κατάλοιπο τής έποχής μας. Τά όριά του καθορίστηκαν τό
1929 άπό τόν δικτάτορα Μουσσολίνι καί τόν πάπα Πίο ΙΑ'. 'Ο τελευταίος, μάλιστα,
διατύπωσε τήν άποψη ότι «ό άντιπρόσωπος τού Θεού στή γή δέν μπορεί νά είναι ύπήκοος
έπίγειου κράτους». ('Ο Χριστός ήταν υπήκοος έπίγειου κράτους- ό «άντιπρόσωπος»
Του πάπας δέν μπορεί νά είναι!). Τό Βατικανό σήμερα, όπως καί κάθε κράτος,
άσκεί διπλωματία, συνάπτει πολιτικές συμφωνίες μέ άλλα κράτη, διαθέτει
πρωθυπουργό, υπουργούς, πρέσβεις, φρουρά, πρακτορείο ειδήσεων καί κυρίως
Τράπεζες, μέ τίς όποιες έπηρεάζει τή διεθνή οικονομία, συμμετέχοντας σέ μεγάλες
εταιρείες καί έττιχειρήσεις.
5. Ή ικανοποίηση τής
θείας δικαιοσύνης.
Από τόν 11 ο αί.
διατυπώθηκε ή άποψη, που άργότερα έγινε θεμελιώδες δόγμα τοϋ Παπισμού, ότι ό
Θεός έστειλε τόν Υιό Του στόν κόσμο νά σταυρωθεί, γιά νά Ικανοποιηθεί ή θεία
δικαιοσύνη από την προσβολή που ύπέστη έξαιτίας τής ανθρώπινης αμαρτίας. Μέ
αύτή την κακοδοξία τό πρόσωπο τοϋ Θεοϋ Πατέρα διαστρεβλώνεται καί ή χριστιανική
ζωή διαποτίζεται από έντονο νομικιστικό πνεύμα. 'Ο τέλειος καί πολυευσπλαχνος
Θεός αποκτά τά χαρακτηριστικά έμπα- θοϋς άνθρώπου -προσβάλλεται, οργίζεται,
άγανακτεί, έκδικείται- καί μεταβάλλεται σέ άμείλικτο δικαστή καί άγριο τιμωρό.
Ή άμαρτία δέν θεωρείται άσθένεια τής ψυχής, αλλά άξιόποινη παρεκτροπή καί
προσβολή τοϋ Θεοϋ. 'Ο άγώνας γιά τή σωτηρία δέν άποσκοπεί στή θεραπεία άπό τά
πάθη, τή ζωοποίηση τοϋ άνθρώπου καί τήν ένωσή του μέ τόν Θεό, άλλά στήν
έξιλέωση τοϋ Θεοϋ, τή νομική δικαίωση τοϋ άνθρώπου καί τήν άπαλλαγή του άπό τίς
ένοχές μέ τίς καλές πράξεις, τά έπιτίμια, τά διάφορα τάματα κ.λπ. Τελικά, ή
σχέση άγάπης Θεοϋ καί άνθρώπου μετατρέπεται σέ σχέση συναλλαγής. Πρόκειται,
πράγματι, γιά άνατροπή τοϋ Ευαγγελίου τής άγάπης καί έπι- στροφή σέ πρωτόγονες
μορφές θρησκευτικότητας.
Ή θεωρία γιά τήν
ικανοποίηση τής θείας δικαιοσύνης νομιμοποίησε τή βία καί κατοχύρωσε θεολογικά
τίς Σταυροφορίες, τήν Ιερά ’Εξέταση, τούς θρησκευτικούς πολέμους: Ή έξολόθρευση
τών έχθρών τής πίστεως ικανοποιεί τή θεία δικαιοσύνη καί έξαγνίζει καί τίς
ψυχές τών θυμάτων!
Μέσα σ’ αύτό τό δικανικό
κλίμα διατυπώθηκε καί τό άντιβιβλικό δόγμα γιά τό καθαρτήριο πυρ. Στό
καθαρτήριο πϋρ πηγαίνουν τάχα οί ψυχές τών άνθρώπων μετά τόν θάνατό τους, γιά
νά βασανιστούν προσωρινά μέσα στή φωτιά καί νά καθαριστούν άπό τίς ποινές τών
άμαρτιών τους. Ειά τή συντομότερη άπαλλαγή τους άπό τό καθαρτήριο πϋρ,
έπινοήθηκε ό θεσμός τών λυσιττοίνων (άφέσε- ων), ό όποιος βασίζεται στη
δικανική θεωρία των άξιομι- σθιών: Ό Χριστός, δηλαδή, καί οί άγιοι στην έπίγεια
ζωή τους έπραξαν πλήθος καλά έργα, άξια άνταμοιβής. ’Έτσι δημιουργήθηκε ένας
θησαυρός περίσσιων άξιομισθιών. Ό πάπας, που πιστεύει πώς μπορεί νά
διαχειρίζεται τόν θησαυρό αύτό, άντλεϊ άπό τό πλεόνασμά του ένα μέρος γιά νά
λύσει τίς ποινές των άμαρτωλών. Τά λυσίποινα σέ πα- λαιότερες έποχές έδωσαν
άφορμή καί σέ καταχρήσεις, χρησιμοποιήθηκαν δηλαδή γιά τήν άνομη συλλογή
χρημάτων μέ τήν πώληση τών γνωστών «συγχωροχαρτιών». ’Έτσι, ή χάρη καί ή
σωτηρία υποτάχθηκαν στή λογική τοϋ χρέους καί τής έξαγοράς.
6. Μαριολατρία.
Στήν ’Ορθοδοξία μας ή
Θεοτόκος τιμάται περισσότερο άπ’ όλους τους άγίους, γι’ αύτό λέγεται καί
Παναγία. Στόν Παπισμό, όμως, άπό μιά έσφαλμένη «ευσέβεια», τής άποδίδεται
λατρεία- άλλά ή λατρεία άνήκει μόνο στόν Έριαδικό Θεό. ’Έτσι διατυπώθηκαν τά
δόγματα α) τής άσπίλου συλλήψεως τής Θεοτόκου, σύμφωνα μέ τό όποιο ή Παναγία
συνελήφθη χωρίς τό προπατορικό άμάρτημα, καί β) τής ένσωμάτου άναλήψεώς της,
σύμφωνα μέ τό όποιο ή Παναγία άναλήφθηκε μέ τό σώμα καί τήν ψυχή στόν ουρανό,
χωρίς νά γνωρίσει θάνατο καί ένταφιασμό (ένώ ό Χριστός καί πέθανε καί ένταφιάσθηκε!). Μ’ αυτές τίς κακοδοξίες ή Θεοτόκος άνυψώνεται ώς τήν Τριαδική
Θεότητα, μέχρι σημείου νά γίνεται λόγος καί γιά 'Αγία Τετράδα!
7. Λειτουργικές καινοτομίες.
Ή έπικράτηση τοϋ ορθολογισμού στήν Παπική
«Εκκλησία» δέν άφησε άθικτη ούτε τή λειτουργική ζωή της. ’Αναφέρουμε
έπιγραμματικά ορισμένες μόνο λειτουργικές καινοτομίες.
Έό Βάπτισμα
Αντικαθίσταται μέ ένα συμβολικό «ραντισμό». Τό Χρίσμα τελείται μόνο άπό τους
έπισκόπους, Αρκετά χρόνια μετά τό Βάπτισμα. Στή Λειτουργία τους, γιά τόν άγιο
Άρτο δέν χρησιμοποιούν ψωμί ζυμωμένο μέ προζύμι άλλά άζυμο (όστια). Ή άγαμία
είναι υποχρεωτική γιά όλους τους κληρικούς. Τό Εύχέλαιο τελείται μόνο στους
έτοιμοθανάτους. Oi έκκλησιαστικές εορτές έκκοσμικεύονται καί μεταβάλλονται σέ
φαντασμαγορικές τελετές (τής Καρδίας τού Ιησού, τής Αγίας Δωρεάς κ. ά.). Ή
νηστεία ουσιαστικά καταργεϊται, άφοϋ, μέ άττόφαση τής Β' Βατιανής Συνόδου, οί
νηστήσιμες ημέρες περιορίζονται σημαντικά καί ό τρόπος τής νηστείας μένει
άκαθόριστος, ένώ παρέχεται «ή δυνατότητα νά άντικατασταθεϊ έν όλφ ή έν μέρει ό
νόμος τής νηστείας καί τής έγκράτειας άπό άλλες πράξεις μετάνοιας, όπως είναι
τά έργα άγάπης στόν πλησίον ή άλλες πράξεις εύσέβειας»9.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου