Αργά βαδίζει ο Χριστός
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Γιά οσους προσμένουν μέ ανυπομονησία τη Βασιλεία τού Χριστού
Λέγει αύτώ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πού ύπάγεις;άττεκρίθη αύτώ ό Ιησούς· όπου έγώ ύπάγω, ού δύνασαί μοι νυν άκολουθησαι. ύστερον δέ ακολουθήσεις μοι. (Ίω. 13,36)
"Αργά περπατά ό Χριστός, άγαπητά άδέλφια. Προσέχει πού θά σταθεί τό άγιο πόδι Του, γιατί δέν θέλει νά σταθεί στό αίμα. Επιλέγει στενά σοκάκια στη γη, στενόχωρα,γιατί δέν μπορεί νά περπατά στήν πλατιά ιδιοκτησία της άμαρτίας. Ξεγλιστρά ανάμεσα στους ληστές, διαγκωνιζόμενος διαρκώς,γιατί πρέπει νά περάσει μπροστά. Έρχεται, φερ' ειπείν, ό Χριστός σέ μάς σάν φιλοξενούμενος καί μάς ρωτά: «Δείξτε μου δρόμο χωρίς αιμα,χωρίς άμαρτία καί χωρίς ληστές!»
Ποιά άπάντηση θά μπορούσαμε νά Του δώσουμε; Που θά βρίσκαμε δρόμο άξιο τού βαδίσματος Του; Έάν κόχλαζε όλο τό ξεραμένο αίμα άπό τή γη, ή γη θά παρουσίαζε έναν ώκεανό αίματος. Έάν άναβε φωτιά σέ κάθε μέρος ατιμασμένο άπό τήν άμαρτία,ή γή θά είχε μεταμορφωθεί σέ μία φλεγόμενη κόλαση. Έάν είχαν άναστηθεϊ όλοι οί νεκροί ληστές καί παρέλαυναν στή γή μαζί μέ τους ζωντανούς,ή γή θά ήταν ένα άδιάβατο δάσος άνθρώπινων σωμάτων.
Δέν θά μπορούσαμε νά Τού πούμε: «Πήγαινε, Κύριε, στίς πόλεις». Γιατί οί πόλεις σημαίνουν άθροισμα καί εγγύτητα. Κι αύτά τά δύο προκαλούν καί δυναμώνουν τήν άμαρτία.
Δέν θά μπορούσαμε νά Τού πούμε: «Πήγαινε, Κύριε, στά χωριά». Διότι δέν υπάρχει χωριό πού νά μή μοιάζει μέ τή χώρα τών Γαδαρηνών, καταφύγιο κακών πνευμάτων.
Δέν θά μπορούσαμε νά Τού πούμε: «Πήγαινε, Κύριε,στό δάσος». Γιατί τό δάσος είναι παλιός σύμμαχος τών ληστών καί τών άμαρτωλών. Στό δάσος ό Κάιν σκότωσε τόν 'Άβελ.
Δέν θά μπορούσαμε νά Τού πούμε: «Πήγαινε, Κύριε, στή θάλασσα». Ή θάλασσα είναι τάφος τών πειρατών, τών τυχοδιωκτών καί τής πολεμικής δόξας.
Δέν θά μπορούσαμε νά Τού πούμε: «Πήγαινε,
Κύριε, στόν άέρα». Καί άπό τόν άέρα ό άνθρωπος διέπραξε εγκλήματα επάνω στά άδέλφια του.
Έμεΐς, οί άπλοί θνητοί, βαδίζουμε χωρίς φόβο καί έπιφύλαξη στά βήματα τών σκυλιών, τών τίγρεων, τών υαινών καί τών καμηλών. Όμως, ποιός άπό μάς θά τολμούσε νά προτείνει στό Χριστό : «Πήγαινε, Υιέ τού Θεού, μέ τά βήματα πού πηγαίνουμε εμείς»; Κανείς. Μόνο ένα θά μπορούσαμε νά τού πούμε όλοι έμεϊς:
«Μήν έρχεσαι, Κύριε, μέχρι νά κτίσουμε δρόμο γιά Σένα»!
Έμεϊς, οί άπλοί θνητοί, μπορούμε νά ξαποστάσουμε σέ κάθε σπίτι. Όμως, ποιός άπό μάς θά ήξερε νά δώσει στό Χριστό τήν άπάντηση στό ερώτημα : «Πού είναι τύ σπίτι όπου έγώ θά μπορούσα νά ξαποστάσω;».
Έγώ, εσύ καί κάποιος τρίτος θά τού δίναμε τρεις διαφορετικές άπαντήσεις.
Έγώ θά τού έλεγα: «Έσύ είσαι βασιλιάς. Κύριε, πήγαινε στά παλάτια»! Όμως, θά είχα κάνει λάθος. Λίγες φορές έγιναν τά παλάτια χώρα τών Γαδαρηνών,
καταφύγιο τών κακών πνευμάτων; Μπορεί ό Χριστός νά φιλοξενηθεί στόν Ηρώδη καί στόν Νέρωνα;
Έσύ θά τού έλεγες: «Πήγαινε στούς ναούς, Κύριε, έσύ είσαι ό άρχιερέας». Όμως, θά είχες κάνει λάθος. Πώς θά μπορούσε νά ξαποστάσει ό Χριστός στό ναό τόν περικυκλωμένο άπό τά οστά τών νεκρών καί λερωμένο άπό άκάθαρτες προσευχές καί ανόητες επιθυμίες;
Κάποιος τρίτος θά τοϋ έλεγε: «Έσύ, Κύριε, είσαι φίλος τών φτωχών, πήγαινε στό σπίτι τών ψαράδων, όπως πήγες στόν Πέτρο καί τόν Ανδρέα». Όμως,ποιός βεβαιώνει ότι οί ψαράδες θά τού προσφέρουν ψάρι καί όχι φίδι; "Η άλλιώς θά τού έλεγε: «Πήγαινε, Κύριε, στό σπίτι τών πλουσίων, όπως τού Ζακχαίου καί τού Νικόδημου». Όμως, ποιός ξέρει έάν στά γεμάτα χλιδή καί άμαρτία σπίτια θά βρεθεί άέρας γιά τόν Χριστό ; Ποιός ξέρει έάν στά σπίτια τά γεμάτα γλυκά θά βρεθεί κάποιο ψίχουλο γιά τόν Χριστό;
Καί έτσι θά κάνουμε λάθος καί έγώ καί έσύ καί αύτύς. Όπου κι άν πατούσε ό Χριστός, τό βάδι-σμά του θά ζωντάνευε όλη τήν ιστορία τού τόπου έξαρχής. Έάν έγώ τόν έμπαζα στό παλάτι καί έβλεπα όλα έκεΐνα πού ζωντανεύουν μπροστά στό βλέμμα Του, έγώ θά είχα ντραπεί. Θά είχες ντραπεί καί έσύ μέ τόν Χριστό στό ναό, θά είχε ντραπεί καί ό τρίτος μέ τόν Χριστό άνάμεσα στούς φτωχούς.
Όμως, καί έγώ καί έσύ καί ό τρίτος, έάν βλέπαμε γύρω μας καλά,θά μπορούσαμε νά δώσουμε μία άπάντηση στόν Χριστό: «Άπομακρύνσου άπό μάς, Κύριε, άφού δέν έχουμε κτίσει άκόμα σπίτι άντάξιό Σου».
Δέν θά είχαμε βασανιστεί λιγότερο γιά νά άπα-ντήσουμε στό ερώτημα τού Χριστού: «Σέ ποιούς καιρούς νά έρθω σέ εσάς;». Διότι ποιά εποχή υπήρξε χωρίς αίμα,χωρίς άμαρτία,χωρίς ληστές; Καί ό ίδιος ό καιρός όπου ό Χριστός εμφανίστηκε στή γή δέν ήταν ό καιρός τού Χριστού, άλλά ό καιρός τού έγκλήματος καί τού Γολγοθά. Ένα μόνο θά μπορούσαμε νά άπαντήσουμε στόν Χριστό : «Μήν έρχεσαι, Κύριε, άφού δέν είναι άκόμα ό καιρός γιά τόν έρχομό Σου».
Καί έτσι, έάν άναγγέλλονταν ό έρχομός τού Χριστού, δέν θά ξέραμε ούτε τόν δρόμο νά Τού δείξουμε ούτε νά Τού προσφέρουμε σπίτι νά μείνει ούτε νά προσδιορίσουμε τόν χρόνο. Θά ήμασταν άμήχανοι καί ντροπιασμένοι, όπως οί πολίτες μιάς μικρής κωμόπολης πού έρχονται σέ αμηχανία καί ντροπή στήν άναγγελία τού έρχομού τού άρχοντα στόν τόπο τους. Μέχρι τότε ξέγνοιαστοι καί εύχαριστημένοι μέ τόν εαυτό τους οί έπαρχιώτες επαίρονται μέ τήν κωμόπολή τους καί ύπερηφανεύονται γιά τά κάλλη της καί τον πλούτο της. Όμως, στήν
είδηση τού έρχομού ιού άρχοντα, μόλις τότε ανοίγουν τά μάτια τους, καί βλέπουν έκεϊνο πού έως τότε δέν έβλεπαν, και αισθάνονται, εκείνο πού έως τότε δέν αισθάνονταν. Μόλις τότε βλέπουν τή μιζέρια τού τόπου τους, βλέπουν τά άβαφα σπίτια, τούς κατεστραμμένους δρόμους,τίς βρόμικες αύλές,τόν χονδρο- κομμένο τσιφλικά, τούς άδέξιους ύπηρέτες, τίς γελοίες, άκομψες έπαρχιώτισσες κυρίες,τά ξυπόλυτα παιδιά, καί όλα τά άλλα πού μπορεί νά δείχνουν τήν τέλεια μιζέρια ενός τόπου. Καί βαθύ αίσθημα ντροπής πιάνει τότε τούς κακόμοιρους νοικοκύρηδες. Καί πρόθυμα θά μήνυαν στόν άρχοντα νά μήν έρθει, έάν αύτό θά μπορούσε νά τόν άποτρέψει άπό τήν επίσκεψη.
Μιά τέτοια όμοια περίπτωση συμβαίνει μέ τόν Χριστό καί έμάς. Όσο άκόμα δέν άναγγέλλεται ή άφιξη τού Χριστού, εμείς περήφανα σκεπτόμαστε : 'Άς έρθει άνά πάσα στιγμή· έχουμε καθαρούς δρόμους, στούς οποίους θά τόν οδηγήσουμε, καί καθαρά σπίτια όπου θά μείνει. "Εχουμε πιό ωραίους δρόμους άπό αυτούς πού είχαν τά Ιεροσόλυμα καί πιό ώραϊα σπίτια άπό αύτά της Τύρου καί τής Σιδώνας. "Ισως ό Χριστός νά είχε ξαφνιαστεί μέ τήν κατασκευή τών δρόμων μας καί τήν πολυτέλεια τών σπιτιών μας. 'Άς έρθει Εκείνος καί οί δώδεκα άπόστολοί Του - δέν θά ντραπούμε. 'Άς έρθει καί Εκείνος καί ό Θεός Πατέρας καί τό Άγιο Πνεύμα, έμεϊς δέν θά ντραπούμε.
Όμως, άς πούμε ότι άναγγέλλεται ό έρχομός τού Χριστού, καί εμείς τότε σκεπτόμαστε πιό βαθιά. Μπροστά στό βλέμμα τού Χριστού έρχονται στό φώς όλα τά μυστικά, άνοίγουν οί σφραγίδες καί κάτω άπό τά βήματά Του άνασταίνεται όλη ή ιστορία τού κόσμου άπό καταβολής του έως σήμερα. Καί ό Χριστός θά έβλεπε μαζί μας τήν άμαρτία καί τό αίμα σέ κάθε πήχυ τής γής, κι άς είναι σκεπασμένη μέ γυαλιστερό πλακόστρωτο.
Θά είχαμε θυμηθεί νά τού ρίξουμε άνθη καί νά τού στρώσουμε χαλί νά πατήσει. Μάταια όμως· αύτά έκαναν στά 'Ιεροσόλυμα, όταν έμπαινε ό Χριστός, καί ό Χριστός έμεινε άδιάφορος σέ αύτά. Σήμερα, είκοσι αιώνες μετά άπό αύτό, καί πάλι νά ύποδεχθούμε τον Χριστό σάν παιδιά, μέ λουλούδια καί βάγια; Μά δέν θά μπορούσαμε νά Τού βγάλουμε στήν ύποδοχή τίς καθαρές καρδιές, τά άνώτερα πνεύματα,τίς καλές πράξεις σάν ώριμοι άνθρωποι;
Θά έπρεπε νά Τόν χαιρετήσουμε στήν ύποδοχή μέ μία δήλωση, μία καί μοναδική, πού θά Τού δημιουργούσε χαρά: «Κύριε, σέ μάς δέν ύπάρχει χαμένο αίμα τών άθώων καί δέν ύπάρχουν άμαρτίες ούτε ληστές».
Ομως, αύτό δέν θά μπορούσαμε νά τό κάνουμε χωρίς ψεύδος, καί ποιός τολμά νά ψεύδεται μπροστά σ' Εκείνον, που όχι μόνο ξέρει, άλλά καί βλέπει τήν αλήθεια.
Νά Τοϋ φτιάχνουμε αψίδες του θριάμβου; Πόσο μίζερη σκέψη σέ σχέση μέ τόν Χριστό. Οί άψίδες θριάμβου φτιάχνονται γιά έκείνους πού μπορούν νά περάσουν κάτω απ' αύτές. Όμως, δέν είναι πιό ψηλός ό Χριστός άπό τίς ύψηλότερες άψίδες θριάμβου; 01 φορείς τής γήινης δόξας άποζητούν άψίδες θριάμβου, ένώ ό Χριστός είναι φορέας τής ούράνιας δύξας. Ό ούράνιος θόλος είναι ή άξια άψίδα θριάμβου γιά Εκείνον.
Καί εμείς θά στρεφόμαστε δεξιά καί άριστερά άναζητώντας έναν οίκο όπου θά μπορέσουμε νά εισαγάγουμε τόν Χριστύ. Ό οίκος πρέπει νά είναι στολισμένος μέ καθαρές καρδιές καί άνώτερα πνεύματα καί καλές πράξεις. Πού νά βρεθεί τέτοιος οίκος; Υπάρχουν οίκοι γεμάτοι άπό παρδαλές καί πολύχρωμες καρδιές, ρηχά πνεύματα καί θλιβερά έργα. Πού νά βρεθεί οίκος γεμάτος άπό εκείνα πού άγαπά ό Χριστός;
Καί ύστερα ποιός νά βγει μπροστά καί νά σταθεί στό πρόσωπο τού Χριστού; Μπροστά στούς γήινους αύτοκράτορες καί βασιλιάδες βγαίνουν οί πλούσιοι, οί πολεμιστές, καί οί ιερείς. Καί μάλιστα φιλονικούν γιά τό ποιός θά σταθεί πλησιέστερα στίς μεγαλειότητές τους. Όμως, μπροστά στον Χριστό κανείς άπ' αύτούς δέν θά βιαζόταν νά τρέξει. Αντίθετα, αύτοί θά σπρώχνονταν πρός τά πίσω καί θά έψαχναν τόπο όσο γίνεται πιό απομακρυσμένο καί κρυμμένο άπό τό βλέμμα Του. Άφού ποιός μπορεί νά άντέξει βλέμμα καθαρό σάν τίς πηγές των 'Άλπεων καί φλογερό σάν άστραπή στά μαύρα σύννεφα;
Καί ύστερα ποιός νά άπλώσει τό χέρι του γιά χειραψία μέ τόν Χριστό έν ονόματι όλων; Ποιός έχει χέρι τόσο καθαρό, ώστε νά τολμά νά πιάσει τό χέρι τού Υιού τού Θεού; Ποιός έχει χέρι τόσο δυνατό, ώστε νά πιάσει τόν Χριστό, χωρίς νά τιναχθεί όλο του τό σώμα σάν νά τόν χτύπησε ήλεκτρικό ρεύμα;
«Νά βάλουμε μπροστά τά παιδιά!» Αύτό ίσως θά σκεφτόσασταν.
Όμως ούτε αύτό θά ήταν άξιο. Πρίν άπό δυό χιλιάδες χρόνια ό Χριστός έβρισκε χαρά μόνο στά παιδιά. Σήμερα Εκείνος θέλει νά δει ώριμους άνθρώπους, μέ τούς όποιους θά χαιρόταν όπως χαιρόταν τότε μέ τά παιδιά.
Καί θά πέφταμε σέ άμηχανία. Καί ή ντροπή θά κατέκλυζε τήν ψυχή μας λόγω τής άπίστευτης φτώχειας του κόσμου. Καί θά θυμώναμε μέ τούς άνθρώπους καί μέ τόν εαυτό μας, μ' έκείνους πού βαδίζουν μπροστά καί μ' έκείνους πού περπατούν πίσω. Καί τρίζοντας τά χέρια μας μέ σκυμμένο βλέμμα καί κατεβασμένο κεφάλι θά κραυγάζαμε: «Κύριε, μήν έρχεσαι σ' έμάς, τίποτα δέν είναι έτοιμο γιά τήν ύποδοχή Σου! Είμαστε φτωχοί και αμαρτωλοί».
Όμως, μέχρι πότε νά κρατάμε τόν Χριστό στήν έξορία; Μά δέν είναι αύτή ή γή περισσότερο δικό Του σπίτι άπ' ό ,τι δικό μας; Μά δέν βρίσκεται Αύτός πλησιέστερα στόν Θεό, τόν οικοδεσπότη τού κόσμου, άπ' ό,τι εμείς; Δέν είμαστε ύπερβολικά αύθάδεις όταν παριστάνουμε τά άφεντικά στό ξένο σπίτι,τό σπίτι άπό τό όποιο διώξαμε τόν οικοδεσπότη καί τά πιό άγαπημένα καί πιό συγγενικά Του πρόσωπα;
Ό Χριστός είναι ό πιό άγαπημένος καί πιό συγγενής τού Θεού Πατέρα.
Ποιός είναι ό Χριστός; Ποιός είναι τούτος ό 'Άνθρωπος, ώστε έμεϊς μετά άπό είκοσι αιώνες πρέπει νά Τόν υπολογίζουμε;
Αύτύς είναι τό βασικό άγαθό μέ τό όποιο ζούν οί άνθρωποι. Δίχως Αύτον,ό κόσμος θά έπέστρεφε ξανά στό πρωταρχικό χάος. Όταν τό κακό άπειλούσε νά χαλάσει τήν ισορροπία τού κόσμου καί νά ρίξει καθετί στό σκότος τού χάους, παρουσιάστηκε ένας Άνθρωπος, σταλμένος άπό τόν Θεό, τρεφόμενος άπό τή γή, παραγνωρισμένος άπό τούς άνθρώπους, εμφανιζόμενος ώς Υιός Θεού,δυνατός στά λόγια καί δυνατός στά έργα. Ήρθε άνάμεσα στους δικούς Του, όμως οί δικοί Του δέν Τόν δέχτηκαν άλλά Τόν περιφρόνησαν καί Τόν πέταξαν. Παρ' όλα αύτά ό Θεός έφτιαξε άπό τήν πεταμένη πέτρα τό θεμέλιο γιά ολόκληρη τήν άνθρώπινη ιστορία.
Τούτος ό Άνθρωπος δέν ήταν σάν τούς άλλους άνθρώπους,πού συμπεριφέρονταν δουλικά άπέ-ναντι στους εαυτούς τους καί ό ένας πρός τόν άλλον. Όχι- τούτος ήταν ό μόνος ελεύθερος Άνθρωπος πού περπατούσε στή γή· 'Εκείνος συμπεριφερόταν πατρικά μέ τούς καλούς καί δεσποτικά μέ τούς κακούς. Δρούσε σ' αύτόν τόν κόσμο όχι σάν μισθωτής άλλά σάν πραγματικός οικοδεσπότης στό σπίτι του. Ό μισθωτής ένδια-φέρεται μόνο νά χορτάσει καί νά ξεδιψάσει, άκόμα καί άν όλοι οί άλλοι γύρω του πεινούν διότι αύτός πού μισθώνει τό χώρο άδιαφορεϊ άν τό σπίτι θά παραμείνει ή θά καταστραφεί. Γι' αύτόν τό βασικό είναι νά μήν καταστραφεί ό 'ίδιος. Ό οικοδεσπότης όμως φροντίζει γιά όλο τόν οίκο καί γιά όλα τά άτομα στόν οίκο καί γιά τήν εύημερία τους, περισσότερο άπ' ό,τι γιά τόν εαυτό του.
Χριστός! Τούτο τό όνομα έγινε ή σύνθεση όλων τών ύψιστων ιδανικών τού κόσμου. Ή έλευθερία, ό λόγος, ή αγάπη, ή πίστη, ή εργατικότητα, όλα αύτά βρίσκονται σ' ένα όνομα: Χριστός. Τούτο τό όνομα έγινε καί σύμβολο καί προστάτης κάθε άνώτερου νοήματος, κάθε εύγενικού αισθήματος, κάθε καλής προσπάθειας πού ύπηρετεϊ τό γενικό καλό. Τούτο τό όνομα είναι ή προφητεία, πού άκόμα δέν έχει πραγματοποιηθεί, ή προφητεία κάθε 'ιδανικού. Όλα τά
ιδανικά στόν κόσμο θά πραγματοποιηθούν - τούτο σημαίνει τύ όνομα Χριστός. Όλοι οί άνθρωποι θά αισθανθούν μία μέρα σάν υιοί ενός Πατέρα.
Ή ελευθερία θά βασιλεύσει μεταξύ τών άνθρώ-πων καί ή άγάπη θά κυριαρχήσει έπάνω στούς άνθρώπους. Οί δουλικές ψυχές θά άφυπνιστούν καί ή ελευθερία θά μπει μέσα τους.
Θά έρθει καιρός πού καταφρονημένος θά θεωρείται ό άνθρωπος πού δέν πιστεύει στόν Θεό.
Θά έρθει καιρός πού όλοι οί άνθρωποι θά σκέπτονται καί θά εργάζονται γιά τό καλό όλων. Οί άδύναμοι θά ένισχυθούν, ένώ οί μύες τών ισχυρών θά άτροφήσουν. Οί μικροί θά κοιτάξουν τ' άστρα καί θά γιγαντωθούν, ένώ οί ψηλοί θά δούν τόν Θεό καί θά κοντύνουν.
Θά κλείσουν οί πληγές τών προσβεβλημένων καί παρηγοριά θά έρθει στούς άπαρηγόρητους.
Θά έπιστρέψουν άπό τήν έξορία οί διωγμένοι γιά χάρη τής δικαιοσύνης, καί οί ειρηνοποιοί θά γίνουν ηγέτες τών άνθρώπων.
Οί άσωτοι υιοί θά έγκαταλείψουν τά γουρούνια καί τήν τροφή τους καί μέ ταπεινή καρδιά θά κατευθυνθούν στόν Πατέρα τους,γιά νά άναζητήσουν καλύτερη συντροφιά καί καλύτερη τροφή. Οί άσωτες κύρες θά έπιστρέψουν άπό τό γλιστερό δρόμο, όπου τίς τραβά τό σκοτάδι τών ματιών καί τού νού, καί θά στραφούν πρύς τήν Ανατολή, άπ' όπου ό Ήλιος θά φωτίσει τό πρόσωπο τους καί θά μεταμορφώσει τή σκέψη τους.
Δέν θά άναγνωρίζεται ό τάφος τών φιλοχρήματων στή γή ούτε τό όνομα τών φιλάργυρων μεταξύ τών υιών τών άνθρώπων.
Τό αίμα θά θολώσει τό λογικό τών δημίων καί οί χρυσοθήρες θά σαπίσουν μέσα στά χρυσά φέρετρα. Καί όταν ό νεκροθάφτης ξεθάψει τόν τάφο τών χρυσοθήρων, θά άερίσει τή δυσωδία άπό τά φέρετρα καί τό φέρετρο θά τό πάρει σπίτι του.
Τό στόμα τών συκοφαντών θά γεμίσει σκουλήκια μέσα στό χώμα καί τά φίδια θά τυλίγονται γύρω άπό τά πόδια τών δολοπλόκων καί τά αύγά ιών φιδιών θά κείτονται στή γλώσσα τους.
Οι νεκροί καλοφαγάδες θά γίνουν καλοφάγωιοι τών σκουληκιών,πού σέρνονται στο χώμα και κάνουν συμπόσια στούς τάφους.
Νέοι άνθρωποι θά γεννηθούν στή γή καί περί τών παλαιών άνθρώπων θά γίνεται συζήτηση όπως περί τών σκιάχτρων.
Τό μέτωπο τούτων τών νέων άνθρώπων θά είναι ψηλό καί λαμπερό άπό τίς σκέψεις, ένώ ή καρδιά ζεστή άπό τήν άγάπη.
Ή φιλήδονη σάρκα θά σταματήσει νά μοιάζει μέ άσβέστη πού κοχλάζει, πού όσο περισσότερο νερό τού ρίχνεις εκείνος όλο καί πιό πολύ άναβρά-ζει. Τό λογικό θά δαμάσει τήν κόκκινη κτηνωδία μέσα στίς φλέβες καί θά τή ζεύξει στό άρμα του.
Θά σωπάσουν όλες οί δυσαρμονίες στόν κόσμο καί μία άνείπωτη άρμονία θά ξεχυθεί έπάνω στόν τραχύ πλανήτη.
Ή εύγένεια θά ξεπροβάλει άπό τή φυλακή της στήν επιφάνεια καί ή σκληρότητα θά βυθιστεί στόν πυθμένα.
Τό κακό θά έχει νικηθεί καί θά θριαμβεύει τό καλό. Τούτη είναι ή προφητεία τού Χριστού. Πραγματοποιήθηκε; Όχι.
Θά πραγματοποιηθεί; Θά δούμε.
Μήπως ό χρόνος διέψευσε τόν Χριστό; 'Άς μήν προτρέχουμε.
Οί τοίχοι μιάς άνατολίτικης πόλης ήταν έννέα μέτρα φάρδος καί ψηλοί πενήντα μέτρα. Πάνω άπό μία πύλη έγραφε: «Πόλη Νινευή» ή άλλιώς «Τό μέλλον». Όμως, ό χρόνος έσβησε αύτή τήν άνθρώπινη άλαζονεία. Σήμερα καί τό πιό ελαφρύ άεράκι στό παιχνίδισμά του κατορθώνει καί σηκώνει τή σκόνη τής τέως πόλης. Χιλιάδες πόλεις στήν Ασία καί στήν Εύρώπη μπορούν σήμερα νά ονομαστούν «Τό μέλλον»....
Ό εικοστός αιώνας άρχισε νά μοιάζει μέ τήν παλιά Νινευή. Μόλις ξημέρωσε, παρουσιάστηκε στόν κόσμο καί είπε: «Μέ λένε "μέλλον"». Διαφημίστηκε σάν αιώνας ειρήνης καί πολιτισμού. Όμως, μέχρι τώρα, κάθε τρία χρόνια έρχεται άπό ένας πόλεμος. Στίς πύλες του άμέσως έδειξε τήν έπιγραφή: «Ή έργατικύτητα καί ή φιλανθρωπία». Όμως,τά έργα του τά ένδιέφερε ή άνθρωποκτονία.
Διαψεύστηκε ό Χριστός μέ τόν αιώνα μας; Δέν ήμασταν μάρτυρες στήν περσινή χρονιά όλων έκείνων πού διαψεύδουν τήν προφητεία τού Χριστού ; Μά δέν έχουμε βιώσει σ' αύτή τή δεύτερη δεκαετία τού εικοστού αιώνα καιρούς προχριστιανικούς ;
Όντως, ξαναέγιναν γιά μία άκόμη φορά όλα εκείνα πού νομίζαμε ότι, μπαίνοντας στόν εικοστό αιώνα, θά άνήκαν στό παρελθόν, σάν τή δόξα της Νινευή. Εξεγέρθηκε ό άνθρωπος έναντίον τοϋ άνθρώπου καί ό λαός έναντίον τοϋ λαού.
Στοιβα-χτήκαν σιδερένιες μηχανές,γεμάτες ύπουλο πυρ, προορισμένες γιά τά στήθη τοϋ έχθροϋ. Ό άνθρωπος σκότωνε τόν άνθρωπο καί άπ' αυτούς τούς σκοτωμούς αισθανόταν ιδιαίτερη ήδονή. Ή γή πλημμύρισε άπό αίμα καί πάχυνε άπό τή σάρκα τών άνθρώπων. Είναι ένας χρόνος, πού σώπασαν οί γλώσσες τών άνθρώπων καί πού οί άνθρωποι μιλούν μέ τό θόρυβο τού σίδερου. 'Ένας χρόνος, πού οί κόρακες κοιτούν μητέρες ντυμένες στά μαύρα καί στριγγλίζουν: «Έμεΐς ξέρουμε τή σάρκα τών υιών σας»! Οί άδελφές γυρίζουν τούς τραυματισμένους καί μεταξύ τών άχρωμων προσώπων άναζητοϋν τά πρόσωπα τών άδελφών τους. Οί χήρες, μέ ματωμένα μάτια άπό τά δάκρυα, βλέπουν τίς μόλις χτισμένες φωλιές τους νά γκρεμίζονται καί κρύβουν τά βλέμματά τους άπό τό μέλλον. Τά ορφανά άκόμα ψελλίζουν τά ονόματα τών νεκρών πατεράδων τους καί σάν μέ βελόνες καρφώνουν τίς μητέρες μέ τό έρώτημα: «Πότε θά έρθει ό μπαμπάς;». Οί γέροι ένθαρρύ-νονται μπροστά στά παιδιά, όμως στή μοναξιά σιγοκλαΐνε καί τρέφονται μέ τόν πόνο τους. Καί όλος ό πόνος γίνεται πιό βαθύς, όταν τόν σκαλίζει καί ή άδικία.
Οί διπλωμάτες παίζουν μέ τούς λαούς λές καί είναι φιγούρες σκακιού. Οί άδρανεϊς κρύβονται πίσω άπό τούς μαχητές καί έκμεταλλεύονται τό αίμα τους. Οί καταχραστές άπό τόν πόλεμο έφτιαξαν έμπόριο, πού τούς φέρνει πλούτο καί χαρά. Οί άνάξιοι μέ θόρυβο σηκώνονται πάνω άπό τούς άξιους.
Καί άκόμα πιό βαρύς γίνεται ό πόνος, όταν κοιτάζεις τήν έρημιά πού άφησε ή φωτιά καίγοντας άνθρώπινες κατοικίες, καί τήν έρημιά πού άφησαν οί άρρώστιες σκοτώνοντας ύπουλα χιλιάδες θύματα, καί τίς φοβερές σειρές τών άνθρώπων μέ βγαλμένα μάτια καί τσακισμένα πόδια, μέ κομμένα χέρια, μέ λιωμένα πλευρά, πρησμένα καί ξεπαγιασμένα,πεινασμένα καί καχεκτικά σώματα , πού μέχρι πρίν άπό ένα χρόνο ήταν σφριγηλά καί δυνατά.
Καί πιό βαρύς γίνεται ό πόνος, όταν ό άνθρωπος θυμηθεί ότι όλα αύτά συμβαίνουν στόν εικοστό αιώνα. Καί εμείς τότε μ' άπέραντο πόνο ρωτάμε: «Μά πού είναι ό Χριστός; Μήπως έμεινε είκοσι αιώνες μακριά άπό μάς; Μήπως στόν I
'ολγοθά, μαζί μέ τό σώμα Του,γιά πάντα σταυ-ρώθηκε καί τό πνεύμα Του; Σημαίνει άραγε άκόμα κάτι γιά τούς άνθρώπους τό όνομα Χριστός;». "Ας κρίνουμε, άδέλφια, άργά καί θά κρίνουμε ορθά. Κάτω άπό τήν πίεση τοϋ πρόσκαιρου πόνου σκεπάζουμε μέ τήν απαισιοδοξία μας ολόκληρη τήν άνθρώπινη ιστορία. Όταν ό πόνος μας χρωματίσει τόν 'Ήλιο μέ μαϋρο χρώμα,τότε μέσω αυτού τοϋ χρώματος βλέπουμε όλη τή ζωή. 'Άς κρίνουμε άργά,γιατί καί ό Χριστός βαδίζει άργά μέσα στήν ίστορία. Άργά σάν βαθύ ποτάμι, πού κάποιο παιδί θά τό νόμιζε άκίνητο, άλλά πού ό άνθρωπος δέν θά μπορούσε νά τοϋ φτιάξει φράγμα. Άργά σάν σιτάρι, πού σπέρνεις τό φθινόπωρο καί τό χειμώνα
νομίζεις ότι είναι νεκρό. Άκόμα δέν ήρθε ή άνοιξη γιά τό σπόρο τοϋ Χριστού. Είναι μακρύς ό δρόμος τοϋ Χριστού, έπεκτείνε-ται έως τύ τέλος τής άνθρώπινης ιστορίας. 'Εάν βιαζύταν, θά κουραζόταν, θά έπεφτε στή μέση τού δρόμου, καί θά έμενε έκεϊ. Ένώ όταν βαδίζει άργά, βαδίζει άξιόπιστα. Είναι μακρύς ό δρόμος Του,γι' αύτό τά βήματά Του είναι άργά.
Καί δύσκολος είναι ό δρόμος Του. Γι' αύτύ βαδίζει άργά. Μέσα άπό τίς λακκούβες αίματος, μέσα άπό τό σκοτάδι τών άμαρτιών, καί μέσα άπό τά άγκάθια τών ληστών Εκείνος πορεύεται. Είναι στενός ό δρόμος Του καί πολλοί πεσμένοι άμαρτωλοί βρίσκονται στόν γκρεμό καί στίς δυό πλευρές τοϋ δρόμου Του. Εκείνος πρέπει νά σκύβει καί στίς δυό πλευρές, νά τούς σηκώνει καί να τούς τραβά πίσω Του καί νά περπατά πρύς τά μπρός. Γι' αύτό βαδίζει άργά.
Βαδίζει άργά, γιατί τό πλήρωμά Του είναι μακριά. Τό πλήρωμά Του εκτείνεται στά πέρατα τής ιστορίας καί ή θέση Του είναι στά έσχατα. Ό Χριστός δέν κηρύττει ένα πλήρωμα πού επιτυγχάνεται σέ είκοσιτέσσερις ώρες. Όχι· τό πλήρωμά Του άπαιτεϊ ολόκληρο αιώνα ενός άνθρώπου καί ολόκληρο αιώνα τής άνθρωπότητας. Ένας άνθρωπος μπορεί νά φθάσει τό πλήρωμα τοϋ Χριστού όσο ζει, όμως ή άνθρωπότητα είναι άκόμα μακριά άπό τό τέλος της,γι' αύτύ είναι άκόμα μακριά άπό τό πλήρωμα τοϋ Χριστού.
«Εις μέτρον ήλικίας του πληρώματος τοϋ Χριστού» φθάσανε οί άπόστολοι καί οί μάρτυρες καί όλοι έκείνοι οί ήρωες πού έθεσαν τό πνεύμα τους καί τήν καρδιά τους στήν ύπηρεσία τοϋ Θεού γιά τήν εύτυχία τών άνθρώπων. Όμως, πόσοι είναι αυτοί; Εκατοντάδες,χιλιάδες - όχι παραπάνω. Καί αύτό σημαίνει ότι έκείνοι είναι άκόμα μειοψηφία στόν κόσμο,γι' αύτό άκύμα πλεονεκτεί τό μίσος πάνω στήν άγάπη καί ή άφροσύνη πάνω οτή λογική. Γι' αύτό καί τό βάδισμα τοϋ Χριστού δι ν είναι ορατό. Όταν όμως ή μειοψηφία τοϋ Χρι-11 τοϋ γίνει πλειοψηφία, τότε στή ζυγαριά τής ζωής πλεονεκτεί ή άγάπη, καί ή έπαγγελία Του θα έχει πραγματοποιηθεί.
Ένας άνθρωπος έχτιζε σπίτι. "Εχτιζε πέντε έξι εβδομάδες καί έχτισε πέντε έξι ορόφους. Καί ό κόσμος έμεινε μέ άνοιχτό τό στόμα,καί έλουσε μέ παινέματα τόν οικοδεσπότη αύτοϋ τοϋ σπιτιοϋ. «Στόλισε τήν κωμόπολή μας»,είπαν όλοι. Όμως,
πέρασαν πέντε έξι μήνες καί τό σπίτι χάλασε καί κατέρρευσε. Ό κόσμος
περνοϋσε δίπλα άπό τή θλιβερή μάζα τών ύλικών καί γκρίνιαζε: «Έτσι συμβαίνει όταν χτίζεται βιαστικά καί γιά τό συμφέρον!».
Δέν συμβαίνει τό "ίδιο μέ τό σπίτι πού χτίζει ό Θεός καί τοϋ όποιου ό Χριστός είναι τό θεμέλιο, ένώ όλοι οί άνθρωποι τά λιθάρια. Είναι πελώριες οί διαστάσεις αύτοϋ τοϋ σπιτιού. Τό ύλικό είναι διαλεγμένο. Κάθε λιθάρι πρέπει νά έπιλεχθεΐ
καί νά λαξευτεί. Όταν περνά ό άνθρωπος δίπλα άπ' αύτό τύ πελώριο κτίσμα νομίζει ότι δέν θά τελειώσει ποτέ ή άνοικοδόμηση. Όμως, τύ κτίσμα ετοιμάζεται σιγά καί σταθερά. Τούτο δέν είναι σπίτι γιά τύ συμφέρον, τούτο είναι σπίτι γιά κατοικία. Γι' αύτό νά μήν άμφιβάλλεις ότι θά είναι οπωσδήποτε όμορφο.
Ό Χριστός άγωνίζεται,γι' αυτό βαδίζει άργά. Αγωνίζεται μέ τούς άμαρτωλούς καί άθεους, καί μετά άπό κάθε νίκη προχωρά ένα βήμα μπροστά.
Τούτη ή μειοψηφία Του είναι ή μαχητική Εκκλησία, πού μάχεται μαζί μέ τόν Χριστό ένάντια στό κακό. Ό Θεός βοηθά τή μειοψηφία, μετατρέποντας κάθε κακό σέ καλό. "Ετσι ώστε ό στιγμιαίος θρίαμβος τής άδικίας ή τής άφροσύνης ή τοϋ μίσους στόν κόσμο δέν πισωγυρίζει τόν Χριστό καί τή μειοψηφία Του, άλλά μόνο γιά μία στιγμή τή σταματά. Ή 'Εκκλησία τοϋ Χριστού μιλά ένάντια στόν πόλεμο, όμως έπειδή άκόμα άποτελεί τή μειοψηφία δέν μπορεί νά τόν έμποδίσει. Μόλις ό πόλεμος ξεσπάσει, παρά τή θέλησή της, έκείνη τοποθετείται στήν πλευρά τοϋ πιύ δίκαιου. Καί ό Θεός, πού άφήνει νά μεγαλώνουν τά πιό εύωδια-στά φυτά άπό τό πιό σάπιο χώμα,γυρίζει καί τόν πόλεμο πρός τό καλό, άφήνοντας έπάνω στή μιζέρια του νά φυτρώσει κάποιο καλό φυτό. Ό φετινός πόλεμος έφερε τήν έλευθερία σ' έκείνη τή χώρα στήν οποία ό Χριστός είχε ταπεινωθεί πιό σφοδρά, στήν όποία περισσότερο λύγιζαν τά πόδια Του καί κοντοστεκόταν. Άλλά παρ' όλο τό αίμα καί τόν πόνο καί τή φοβέρα τοϋ πολέμου, ό Χριστός καί φέτος έκανε ένα άργό βήμα μπροστά.
Άργά βαδίζει ό Χριστός, όμως έάν Τοϋ έπιτρέπαμε θά βάδιζε γρηγορότερα.
Έγώ καί έσύ φταίμε, φίλε μου. Έγώ καί έσύ φράξαμε τό δρόμο τοϋ Χριστού, έγώ μέ τύ κέρδος μου καί εσύ μέ την ηδονή σου. Έγώ ζητώ από κάθε πράγμα κέρδος καί έσύ ζητάς από κάθε πράγμα ήδονή. Δέν είναι έτσι; Καί ένώ εμείς στύβουμε καί πιπιλάμε αύτό τόν κόσμο, ό Χριστός στέκει πίσω από τήν πλάτη μας καί δέν μπορεί νά βαδίσει, επειδή Τόν εμποδίζουμε. Ό ασβέστης κοχλάζει,καπνίζει καί βρομά. Στή μέση τού δρόμου στέκει ή ασβεστοκάμινος, από τήν οποία βγαίνει καπνός καί κακοσμία. Ό Χριστός στέκει καί περιμένει,καί δέν μπορεί νά βαδίσει.
Καί φταίνε οί Ίούδες καί οι Βοργίες,οί αντίπαλοι του καλού τού Χριστού, έκεϊνοι πού ζητούν τά μέγιστα αγαθά από τόν κόσμο, ένώ τού δίνουν τά μέγιστα κακά. Ό Χριστός δέν θά βαδίζει άργά, άλλά θά πετά σάν πρωινή ακτίνα μέσα άπό τόν αιθέρα, όταν κάθε άνθρωπος θά πράττει τά μέγιστα καλά γιά τόν κόσμο καί θά άπαιτεϊ τά ελάχιστα καλά άπ' αυτόν.
Καί φταίνε τά ξερά κεφάλια καί οί σκληρές καρδιές· τά ξερά κεφάλια,πού τήν ίσχυρογνωμο-σύνη τους τήν ονομάζουν εύφύί'α, καί οι σκληρές καρδιές, πού τή
σκληρότητά τους τήν ονομάζουν χαρακτήρα. Στά ξερά κεφάλια δέν μπορεί νά μπει ό λόγος τού Χριστού καί στίς ξερές καρδιές δέν μπορεί νά μπει ή άγάπη Του.
Φταίει ό αυτοκράτορας πού λαχταρά τό ξένο στέμμα, καί ό σύζυγος πού ποθεί τή γυναίκα τού άλλου, καί ό πλούσιος πού άπλώνει χέρι στά λίγα τού φτωχού.
Φταίει τό μίσος, πού καρφώνει πασσάλους στό δρόμο τού Χριστού, καί ή δολοπλοκία, πού αύτούς τούς πασσάλους τούς πλέκει καί τούς κάνει φράχτη, καί τό ψέμα, πού έπιστεγάζει τό φράχτη, καί ή ανόητη ύπερηφάνεια, πού χλευάζει τόν Χριστό άπό τήν άλλη πλευρά τού φράχτη.
Ακόμα είκοσι αιώνες θά περάσουν καί ό πληγωμένος καί ματωμένος Χριστός θά βαδίσει άλλα είκοσι βήματα. Άργά καί προσεχτικά θά περνά μέσα άπό τούς φράχτες τών ληστών. Καί σάν τήν άρχαία Νινευή θά κείτεται ό υπερήφανος αιώνας μας μέσα στά χαλάσματα, τά όποια θά βλέπει ό τεσσαρακοστός αιώνας μέ φρίκη καί συμπόνια. '()μως,ή σκόνη μας θά πέφτει πάνω στά πρόσωπα τών ζώντων καί θά τούς ψιθυρίζει: «Είστε τά παιδιά μας, μή μάς φοβάστε! Έσεϊς είστε ευτυχισμένοι, έπειδή έμεϊς ήμασταν δυστυχισμένοι. Εσείς είστε δίκαιοι, έπειδή έμεΐς ύπήρξαμε άδικοι. Έσεϊς είστε χριστιανοί, έπειδή έμεϊς δέν ήμασταν. Εσείς ι ίστε άνθρωποι, έπειδή έμεΐς ήμασταν ανθρωποειδή. Κ πάνω στήν έμπειρία μας έσεΐς μάθατε. Επάνω στήν άφροσύνη μας έσεϊς λογικευτήκατε».
Εάν τότε τό καλό ύπερκεράσει τό κακό, ό Χριστός θά αρχίσει τή βασιλεία τοϋ κόσμου στή βασιλεία τοϋ Θεοϋ. Έάν όμως καί τότε ακόμα τό κακό ύπερισχύει τοϋ καλοϋ, ό Χριστός θά περπατά άργά, βήμα βήμα, πρός τά έμπρός, καθαρίζοντας τό δρόμο Του,όπως καί σήμερα. Καί όπως καί σήμερα, θά περπατά σάν σκιά ξοπίσω άπό τούς ανελέητους, πού πατούν στά πρόσωπα τών άδελφών τους, καί θά τούς λέει μέ τήν πράα φωνή Του: «Μακάριοι οί έλεήμονές,γιατί αύτοί είναι πού θά έλεηθοϋν».
Καί θά στέκει ως διόραση πάνω στά πεδία τών μαχών, άνάμεσα στό πλατάγισμα τών όπλων, καί θά λέει: «Μακάριοι οί ειρηνοποιοί,γιατί υιοί Θεοϋ θά ονομαστούν».
Καί θά άκολουθεϊ δίκαιους, διωγμένους άδί-κως, θά τούς άκολουθεϊ ώς άγγελος πού τρέφει καί παρηγορεί: «Μακάριοι οί διωγμένοι γιά τό δίκαιο, γιατί δικό τους είναι τό βασίλειο τών ουρανών».
Καί θά σταθεί μέ θάρρος μπροστά σ' έκείνους πού διώκουν τύ όνομά Του καί τό περιφρονούν καί θά πετάξει στά μοχθηρά τους πρόσωπα: «Τέτοιοι σκότωσαν όλους τούς προφήτες, καί πρόσβαλαν όλους τούς εύεργέτες τών άνθρώ-πων».
"Ω, Χριστέ, μεγάλη είναι ή αισιοδοξία Σου!
Οταν έμάς πονέσει τό μικρό μας δαχτυλάκι,γινόμαστε άπαισιόδοξοι. Ένώ ή δική Σου πίστη στήν νίκη τοϋ καλού δέν άποδυναμώνεται άκόμα κι όταν όλοι μας καρφώνουμε άπό ένα άγκάθι στό σώμα Σου.
Είναι μικροί καί κοντινοί οί στόχοι μας,γι' αύτό τούς προφταίνουμε τρέχοντας. Ένώ ό δικός Σου στόχος είναι μεγάλος καί μακρύς, καί 'Εσύ περπατάς βήμα βήμα. Κύριε, κατεύθυνέ μας πρός τό στόχο Σου. 'Άπλωσε μία έστω σκιά τοϋ Πνεύμα-τός Σου στό λόγο μας καί έμεΐς θά γίνουμε άρκε-τά λογικοί- άπλωσε μία έστω σκιά άπό τήν εύγέ-νειά Σου στήν καρδιά μας καί ή καρδιά μας θά καθαρίσει. Καί έμεΐς θά δούμε τόν Θεό, όπως Τόν έβλεπες Έσύ όταν περπατούσες στή γη, κάτω άπό τό σταυρό καί τό αγκαθωτό στεφάνι· καί θά ζήσουμε κι έμεΐς μαζί μέ τόν Θεό, όπως ζούσες Έσύ μαζί Του. Στήν ένωση μέ τόν Θεό θά πράττουμε θαύματα μεγάλα, όπως μεγάλα ήταν καί τά δικά Σου. Είναι πλέον καιρός νά ώριμάσει ό κόσμος. Φώτισέ μας μέ τό φώς Σου, γιατί στόν ίσκιο δέν ωριμάζει τίποτα. Κάτω άπό τίς ακτίνες Σου τό λογικό μας θά ώριμάσει καί ή ψυχή μας θά μεγαλώσει πολύ. Καί έμεΐς θά γίνουμε ένα μαζί Σου, όπως είσαι Έσύ, Κύριε, ένα μέ τόν ούράνιο I Ιατέρα. Αμήν.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Αργά βαδίζει ο Χριστός
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου