Αργά βαδίζει ο Χριστός
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Σε ποιόν ανήκει η γή;
Γιά όσους αντιδικούν περί γης
Ή γη είναι τού Θεου καί ο,τι είναι έπάνω της. Ψαλμ.23,1
Εάν κάποιος άπό μάς τούς θνητούς, άγαπητά άδέλφια, σηκωνόταν στό ύψος τού Θεού, μόνο γιά είκοσιτέσσερις ώρες, καί παρατηρούσε τή ζωή όλων τών άνθρώπων στή γή, θά έπρεπε δώδεκα ώρες νά γελά καί δώδεκα ώρες νά κλαίει. Άφοΰ οί άνθρωποι είναι μέ τό μισό τής ζωής τους γελοίοι, μέ τό μισό θλιβεροί. Καί όταν ι ίναι γελοίοι, δέν καταλαβαίνουν πόσο θλιβεροί είναι,ένώ όταν είναι θλιβεροί,δέν καταλαβαίνουν πόσο γελοίοι είναι. Είναι γελοίοι οί άνθρωποι όταν δίνουν ύπερβολική σημασία στή σοφία τους, στόν πλούτο καί στήν εύτυχία· είναι θλιβεροί όταν απελπίζονται έξαιτίας τής φτώχειας καί τής άδικίας καί τοϋ θανάτου. Είναι γελοίοι όταν καμώνονται τά παλικάρια καί άπειλοϋν τόν ουρανό μέ τή δόναμή τους, είναι θλιβεροί όταν ριγμένοι καί καταπατημένοι ρίχνουν τή στάχτη στό κεφάλι τους καί μοιρολογούν: «Μακάρια είναι τά σκουλήκια καί τά μυρμήγκια κάτω άπό τά πόδια μας, άφοϋ αύτά μπορούν νά ύποφέρουν καί σωπαίνουν»! Είναι γελοίοι οί άνθρωποι στήν ειρήνη καί θλιβεροί στόν πόλεμο. Γελοίοι ώς άφέντες καί θλιβεροί ώς ύπηρέτες. Όμως, σέ τίποτα δέν είναι οί άνθρωποι τόσο γελοίοι ούτε τόσο θλιβεροί όπως στή μεγάλη δίκη περί τού σέ ποιόν άνήκει ή γή;
Ό άδελφός σπρώχνει τύν άδελφό: «Φύγε άπό τή γή μου!». Ό Κάιν σκοτώνει τόν
'Άβελ, έφόσον δέν μπορούν νά συνυπάρχουν δυό άφεντικά τής 'ίδιας γης.
Ή νεότερη γενιά διώχνει τούς γέρους άπό τή γή μέ ύπερηφάνεια: «Φύγετε πιά, είναι δική μας ή γή!». Οί γέροι άντιδρούν άνιαρά καί ύπερασπίζονται τό δικαίωμά τους: «Γιατί έρχεστε, έσείς οί αύθάδεις νεαροί, στή γή μας; ».
Τό παρόν καταπιέζει τό παρελθόν: «Πήγαινε, έγώ είμαι εδώ νοικοκύρης!». Τό μέλλον σπρώχνεται στό τώρα μέ θόρυβο: «Πήγαινε, έγώ έρχομαι, έχω δικαίωμα!».
Ό ένας άφέντης τού κόσμου πίσω άπό τον άλλον έξαφανίζεται, ένώ ή γή παραμένει. Μόλις κάποιος χτυπήσει μέ τύ πόδι του τή γή, λέει: Αύτό είναι δικό μου!». Πρίν προλάβει ό ήχος τής φωνής του νά χαθεί, έρχεται ό θάνατος καί τόν κάνει βουβό. Έρχεται ό δεύτερος, ό τρίτος, ό τέρταρτος. Μετά άπό τόν Ραμσή ό Δαρείος, μετά άπό τόν Δαρείο ό Αλέξανδρος, ύστερα ό Κάρολος, ό Πέτρος, ό
Ναπολέων. Ό καθένας χτυπά μέ ιό πόδι του καί ονομάζει τή γή δική του. Όμως, όπως έρχονται, έτσι καί φεύγουν. Έρχονται μέ θόρυβο, μέ τό ταχύτατο τραίνο, στά φτερά τού χρόνου, καί μέ τό 'ίδιο τραίνο φεύγουν βιαστικά πρός τήν άντίθετη κατεύθυνση. Μόλις κάθισαν, μόλις έγραψαν στόν έαυτό τους χαρτιά ιδιοκτησίας γιά τή γή, μόλις κατέβασαν τό μπόγο τους καί βρέθηκαν στήν καρέκλα, τότε ξαφνικά τά άόρατα φτερά, πού τούς έφεραν, τούς πιάνουν χωρίς νά τό αισθανθούν καί τούς παίρνουν μέ τήν ίδια ταχύτητα. Πού ύπάρχει τό βήμα έκείνων πού κατά χιλιόμετρα τούς άναγνώρισαν τά χαρτιά ιδιοκτησίας τής γής; Δέν ύπάρχουν, έτρεξαν μαζί κι αύτοί. Πού είναι έκείνοι πού τούς άντικατέστη-ι
·αν καί έπάνω στά δικά τους χαρτιά έγραψαν τό όνομά τους; Δέν ύπάρχουν, έφυγαν τρέχοντας κι ιώτοί. Τώρα στή θέση τους κάθονται άλλοι, θρονιασμένοι στήν καρέκλα τους, μέ τά δικά τους χαρτιά στά χέρια τους· κάθονται καί λένε: «Ή γη είναι δική μας!». Καί εκατομμύρια άλλοι στέκονται γύρω τους καί έπιβεβαιώνουν: «Έτσι είναι». Καί δσο αύτοί λένε αύτά, τά άύρατα φτερά μαζεύονται καί γύρω άπό τούς μέν καί γύρω άπό τούς δέ καί χωρίς νά τό αισθανθούν τούς παίρνουν γιά νά τούς μεταφέρουν μακριά στό άγνωστο.
Όμως, όπως οί άνθρωποι, έτσι καί τά άλλα γήινα όντα ζητούν τό δικαίωμά τους
στή γή. Τό βόδι διεκδικεί τό δικαίωμά του στή γή μέ τά κέρατα,τό φίδι μέ τό δηλητήριο, ή τίγρης μέ τά νύχια, ό σκαντζόχοιρος μέ τ' άγκάθια,τό φυτό μέ τήν καθορισμένη του θέση ,τά βράχια μέ τή σκλη-ρότητά τους καί τήν έπιφάνειά
τους,ή θάλασσα μέ τίς φουρτούνες της, ή φλόγα μέ τόν ορμητικό της θυμό. Ό καθένας μέ τόν τρόπο του λέει τήν πεποίθησή του: «Ή γή είναι δική μου!». Καί ό καθένας σπρώχνει τόν άλλον: «Μακριά άπό έδώ!».
Καί έάν κάθε πράγμα στή γή ήξερε καί ήθελε νά πει τήν άλήθεια, κανένα δέν θά έπαναλάμβανε τίς λέξεις: «Ή γή είναι δική μου!». Έάν έλεγαν στή θάλασσα: «είναι δική σου ή γή, έσύ έχεις τό μεγαλύτερο πλάτος καί βάθος», έκείνη θά άπα- ντούσε: «Έγώ θά έξατμιστώ, ένώ ή γή θά παραμείνει». Έάν έλεγαν στά ζώα: «είναι δική σας ή γή», έκείνα θά άπαντούσαν: «Έμείς είμαστε καλεσμένα στό ξένο τραπέζι· έμεΐς θά φύγουμε,ενώ το τραπέζι θά παραμείνει».
Έάν έκαναν τήν'ίδια έρώτηση στό χόρτο καί τά άνθη στόν άγρό, θά έπαιρναν τήν άπάντηση: Λίγο-λίγο κι έμεΐς θά μαραζώσουμε, ένώ ή γή θά παραμείνει νά στολίζεται μ' άλλα άνθη καί νά σκεπάζεται μ' άλλα χόρτα».
Καί έάν ρωτούσαν τόν άνθρωπο, έάν τού έθεταν τήν 'ίδια έρώτηση, καί έάν αύτός σκεπτόταν πρώτα, ή άπάντησή του θά έπρεπε νά είναι: "Έγώ είμαι ταξιδιώτης πρός τό νεκροταφείο. Πού βρίσκονται έκείνοι πού ύπήρχαν πρίν άπό μένα; Όντως, κι έγώ θά βαδίσω στό δρόμο τους -γυμνός ήρθα,γυμνός καί θά φύγω. Πάνω στούς τάφους περπατώ, άπύ τούς τάφους τρέφομαι: τρώω σκόνη νεκρών καί τό σώμα μου αύξάνεται, καί αισθάνομαι ότι ή ψυχή τών νεκρών άπλώνεται επάνω στό νεκροταφείο καί φτάνει έως τή δική μου ψυχή. Σέ ποιόν άνήκει ή γή ρωτήστε άλλον, ούτε δική μου είναι,ούτε έγώ είμαι δικός μου!».
Όμως,τέτοια άπάντηση λίγοι ξέρουν,καί άκόμα λιγότεροι θέλουν νά τή δώσουν. Δέν τή δίνουν ούτε τά νεκρά πράγματα ούτε τά μισοπεθαμένα ούτε τά ζωντανά. Ό άνθρωπος σήμερα όχι μόνο δέν τή δίνει, άλλά σιωπηλά παραμένει μέ την
πεποίθηση ότι ή γη είναι δική του. Αύτός πεθαίνει καί αφήνει στόν γιό του αύτή τήν πεποίθηση· πεθαίνει ό πατέρας, όμως δίκαια τή γή κληρονομεί ό γιός. Καί όχι μόνο δέν χρησιμεύουν οί νεκροί ώς άπύδειξη γιά τούς ζωντανούς ότι ή γή δέν είναι δική τους, άλλά, άντίθετα, οί ζωντανοί έπικα-λούνται τούς νεκρούς γιά νά άποδείξουν τό δικαίωμά τους στή γη. «Έδώ πέθανε ό πατέρας μου», δηλαδή «αύτό είναι δικό μου». «Έδώ είναι οί τάφοι τών προγόνων μου, άρα αύτή ή γή είναι δική μου». Έτσι άποδεικνύεται. Καί όσοι περισσότεροι νεκροί, τόσο περισσότερες οί άποδείξεις περί ιδιοκτησίας. Οί άνθρωποι μιλούν καί περί τής αιώνιας ιδιοκτησίας τής γής. Ό γείτονας πουλά στό γείτονα τή γή γιά «αιώνια ιδιοκτησία καί αιώνια χρήση». Πεθαίνουν οί πωλητές καί οί άγοραστές, καί οί γιοί τους καί τά έγγόνια τους άποκαλούν τή γή δική τους, ή τήν ξαναπωλούν ή τήν άγοράζουν γιά «αιώνια ιδιοκτησία καί αιώνια χρήση». Καί όσο περισσότερο ή γή μεταμορφώνεται σ' ένα πυκνό νεκροταφείο, τόσο οί νέες γενιές μέ μεγαλύτερη
ύπερηφάνεια λένε: Αύτή ή γή είναι δική μας! Καί μέ όλο καί μεγαλύτερη άποφασιστικότητα τή διαθέτουν καί τήν έμπορεύονται.
Έν τω μεταξύ, ή γή δέν θά μπορούσε ποτέ να παραδεχτεί ότι ή ίδια είναι ιδιοκτησία τών άνθρώπων. Ή γή θά μπορούσε νά πεί στούς άνθρώπους: «I Ιοιοί είστε έσείς πού άντιδικεΐτε γιά μένα; Έγώ ύπήρχα καί όταν έσεΐς δέν ύπήρχατε, καί θά ύπάρχω καί όταν έσεΐς δέν θά ύπάρχετε. Υπήρχε καιρός όταν έγώ ήμουν ντυμένη στό νερό. Έλαμπα τότε σάν ένας γυαλιστερός, στρογγυλός καθρέφτης, στόν όποιο καθρεφτίζονταν ό ήλιος καί τά άστρα. Εκτός τής εικόνας τού ήλιου καί τών άστρων έπάνω μου,τότε δέν ύπήρχαν άλλοι κάτοικοι. Όταν έγώ έχασα τήν πρωταρχική μου λάμψη, μόλις τότε έσείς έμφανιστήκατε έπάνω μου. Ερχόσαστε ό ένας πίσω άπό τόν άλλον, σάν φιλοξενούμενοι. Ερχόσαστε καί φεύγετε. Αλλάζετε ό ένας τόν άλλον σταθερά καί γρήγορα. όπως εναλλάσσονται ή μέρα καί ή νύχτα. Ούτε πού ξέρετε άπό πού έρχόσαστε ούτε πού πηγαίνετε. Έγώ σάς ρωτώ: Σέ ποιόν άνήκετε; Έγώ ξέρω σέ ποιόν άνήκω. Δέν είμαι δική σας, αύτό μπορώ νά σάς τό πώ. Έγώ είμαι μόνο τό τραπέζι σας καί ό τάφος σας. Λίγο άκόμα καί θά είμαι μόνον ό τάφος σας. Καί πάλι τότε θά είναι ειρήνη έπάνω μου, ειρήνη καί άντανάκλαση τοϋ ούρανοϋ στό πρόσωπο μου. Έγώ γνωρίζω τό άφεντικό μου, ένώ έσεΐς δέν τό γνωρίζετε. Γιατί περισσότερο ανησυχείτε γιά αύτό πού άνήκει σέ σάς παρά για τό σέ ποιόν ανήκετε έσείς; Πείτε μου: Ποιου ιδιοκτησία εΐστε έσείς;».
Αύτό θά μπορούσε νά πεί ή γή σ' έκείνους, πού φιλονικούν περί τοϋ δικαιώματος καί τής κυριότητας έπάνω της. Ό άνθρωπος παλεύει μέ τόν άνθρωπο γιά τά όρια μεταξύ άγροϋ καί άγροϋ, καί δέν αισθάνεται ότι μέ τό σώμα του στέκει στά σύνορα μεταξύ τής ζωής καί τοϋ θανάτου καί μέ τήν ψυχή του στά σύνορα μεταξύ τοϋ έργου του καί τής δίκης του. Ένας άπλύς άνθρωπος αύξά-νεται, αύξάνεται ώσπου νά τοϋ φανεί μιά μέρα ότι έφτασε έως τόν ούρανό, ότι χτύπησε μέ τύ κεφάλι στόν ούρανό καί άκουσε ότι ό ούρανός άφήνει ήχο άδειου σκεύους. Μετά άπύ αύτή τή φαινομενική έμπειρία ένας συνηθισμένος άνθρωπος φαίνεται στον ϊδιο τόν έαυτό του τελείως άσυνήθιστος. καί άρχίζει νά θεωρεί τόν έαυτό του νοικοκύρη έπάνω στή γή. Οί πεθαμένοι μεταφέρονται δίπλα του κάθε μέρα καί μολονότι βλέπει σέ κάθε πεθαμένο τόν έαυτό του καί τή μοίρα του, παρόλα αύτά δέν μπορεί νά άποχωριστεί άπό τή σκέψη ότι ή γη είναι δική του. Στήν πραγματικότητα δέν είναι ό ούρανός άδειο σκεύος, άλλά τό κεφάλι του, καί τό κενό τοϋ κεφαλιού του τοϋ φάνηκε, άπύ πλάνη, κενότητα τοϋ ούρανοϋ.
Διαφορετική ήταν ή άποψη παλιά γιά τήν ίδιοκτησία τής γής. Παλιά ό άνθρωπος έλεγε: «Ή γή ι ίναι τού Θεοϋ,καί ύστερα δική μου!». Γι' αύτό παλιά θυσιάζονταν καί προσευχόντουσαν πιό πολύ στόν Θεό. Στήν Ανατολή οί βασιλιάδες ήταν ιερά πρόσωπα. Οί βασιλιάδες αισθάνονταν πάντα ξαρτημένοι άπό τήν βούληση τοϋ
Θεοϋ. Έτσι κι όλοι οί πολίτες. Πρίν άπό μεγάλες έπιχειρήσεις εξεταζόταν μέ διάφορους τρόπους ή βούληση τοϋ Θεοϋ. Μετά άπύ κάθε έπιτυχία εύχαριστοϋσαν τόν Θεό. Μετά άπό κάθε άποτυχία στόν Θεό προσφερόταν θυσία γιά νά ήσυχάσει ό θυμός του καί νά έπιστραφεί ή ευνοιά του πρός τό λαό ή πρός κάποιο άτομο. Σέ κάθε γεγονός έρμηνευόταν ή βούληση τοϋ Θεοϋ- σέ κάθε μορφή στή γή έβλεπαν κρυμμένη τήν παρουσία ένός μικρότερου ή μεγαλύτερου θεοϋ. 'Εκείνο τόν καιρό,τόν καιρό τής πολυθέί'ας καί τής νεότητας τής άνθρωπότη-τας,οί άνθρωποι αισθάνονταν ώς δεύτερης σημασίας πρύσωπα στή γή. Τά κύρια πρόσωπα ήταν οί θεοί. Αύτοί ήταν οί κυρίαρχοι τής γής. Ή γή ήταν ιδιοκτησία τους. Αύτοί ήξεραν όλα τά περί τής γής: τήν άρχή της καί τό σκοπό της. Οί άνθρωποι ήταν μόνο πρόσκαιροι ύπηρέτες τών θεών στή γή. 11 γή πού κρατούσαν οί άνθρωποι δέν άνήκε σ' αύτούς άλλά στούς θεούς. Άλλά καί οί άνθρωποι μετά τό θάνατο μπορούσαν νά γίνουν θεοί. Τότε αύτοί ήταν οί πλήρεις ιδιοκτήτες εκείνης τής γής στήν όποία ώς άνθρωποι ζοϋσαν, καί οί δυνατοί προστάτες τών απογόνων τους. Οί ζωντανοί αισθάνονταν εξαρτημένοι άπό τούς νεκρούς. Οί νεκροί ήταν περισσότερο κυρίαρχοι τής γής παρά οί ζωντανοί. Όλη ή γή ήταν ιερή: άγιασμένη μέ τάφους καί θυσιαστήρια.
Άπ' αύτή τήν παλιά πίστη, ή όποία είναι άκριβώς ή πίστη τής νεότητας τών άνθρώπων, πολλά έχουν φυλαχτεί καί έως σήμερα στόν άπλό λαό τού χωριού, άποκλειστικά τοϋ χωριού. Στύ έρώτημα «σέ ποιόν άνήκει ή γή;», ό άπλός χωριάτης καί σήμερα άπαντά: «Στόν Θεό, καί ύστερα σέ μάς!». Στίς πόλεις,όπου ό άνθρωπος άπό τήν άταξία τών έργων του δέν βλέπει τά έργα τοϋ Θεοϋ καί όπου μόνο ή άκρη τοϋ ούρανοϋ προβάλλει έν μέσω βρόμικου καπνού, δίδονται κατά τό πλείστον δυό διαφορετικές άπαντήσεις:
Ή μία άπάντηση είναι: «Ή γή είναι δική μας».
Ή δεύτερη άπάντηση είναι: «Ή γή είναι δική μου».
Καί ή πρώτη καί ή δεύτερη άπάντηση άποκό-πτονται άπό τίς σκέψεις περί Θεοϋ. Τήν πρώτη άπάντηση δίνουν συνήθως έκείνοι πού είναι μέ λίγη γή ή χωρίς καθόλου γή. «Ή γή είναι δική μας», λένε έκείνοι, «καί όχι μόνο δική σου ή δική του. Ή γή είναι δική μας, έφόσον είμαστε όλοι σ' αύτό τό μαύρο χώμα γεννημένοι, μέ κοιλιές, πού ζητοϋν άπό τή γή τροφή. Έγώ έχω κοιλιά,τήν έχει καί ό γιός μου καί ή κόρη μου. Όλοι αύτοί έχουν ανάγκη γιά ψωμί,πού παράγεται άπό τή γή. Άπό ποϋ θά τό πάρουμε, έάν όχι άπό τή γή ή άπό σένα, γαιοκτήμονα; Νά τό πάρουμε άπό τή γή δέν μπορούμε, άφού έσύ αύτή τή γή τήν καταπάτησες άποκλειστικά γιά τόν έαυτό σου. Νά τό πάρουμε άπό σένα δέν τολμάμε, άφού αύτό ό νόμος τό ονόμασε κλοπή. Νά έπινοήσουμε κάποια νέα γή
δέν μπορούμε. Νά μετακομίσουμε σέ κάποιο άλλο πλανήτη, άκόμα λιγότερο. Νά άλλάξουμε τίς σχέσεις τοϋ παρελθόντος, πού έκαναν έσένα γαιοκτήμονα καί εμένα χωρίς γή, σ' αύτό έσύ δέν συμφωνείς, καί δίχως τή συμφωνία σου έγώ είμαι άδύναμος. Νά δουλέψω, δέν μπορώ νά δουλεύω γιά τόσα όσα χρειάζομαι, νά κάνω οικονομία, δέν έχω άπό ποϋ νά κληρονομήσω, δέν έχω άπό ποιόν. Στό σπίτι μου ύπάρχουν δυό έργατικά χέρια καί πέντε κοιλιές. Έσύ δέν δουλεύεις καθόλου καί έχεις τροφή γιά πεντακόσιες κοιλιές. Τί νά κάνω; Κάν είναι άλήθεια ότι ή γή είναι μόνο δική σου, τότε μόνο έσύ έπρεπε καί νά γεννηθείς. Άλλά εφόσον καί έγώ γεννήθηκα, δίπλα σου,τότε ή γή δέν είναι μόνο δική σου. Ή γή λοιπόν είναι δική μας, κοινή. Κι έγώ κι έσύ πρέπει νά συμφωνήσουμε, χωρίς νά κοιτάμε τό παρελθόν καί τήν καταγωγή, πώς θά μαζεύουμε καί θά μοιράζουμε τόν καρπό άπό τή γή. Έάν δέν θέλεις έτσι,τότε ένας άπό μάς περισσεύει σ' αύτό τόν κόσμο: ή έγώ ή έσύ. Τύτε πρέπει ή νά πεθάνω έγώ άπό τήν πείνα ή έσύ άπό μένα. Όμως,έπειδή ό θάνατος θά έρθει καί γιά μένα καί γιά σένα στόν καιρό του, είναι κατά τό συμφέρον καί τό δικό μου καί τό δικύ σου νά συμφωνήσουμε. 'Άς μοιραστούμε, λοιπόν,τή γή μας σύμφωνα μέ τή λογική καί τό δίκαιο»!
Έτσι μιλά ό φτωχός, ό σύγχρονος προλετάριος, πού δέν έχει ούτε μία πατημασιά γή ούτε οτιδήποτε άλλο πού νά άξίζει μία πατημασιά γή. Ένώ ό σύγχρονος καπιταλιστής, ό γαιοκτήμονας, ό φεουδάρχης, παραμένοντας σιωπηλά στήν'ίδια βασική άποψη τού δίνει άρνητική άπάντηση. Καί, σιωπηλά, ή βασική άποψη καί τοϋ ένός καί τοϋ άλλου είναι ότι ό άνθρωπος είναι κυρίαρχος τής γής, ότι όντα κατώτερα τοϋ άνθρώπου είναι αδύναμα νά άμφισβητήσουν αύτή τήν ιδιοκτησία, καί ότι πάνω άπό τόν άνθρωπο δέν ύπάρχουν κάποια άνώτερα όντα, πού θά μπορούσαν νά ζητήσουν δικαιώματα γιά τή γή.
Ποιά είναι αύτή ή δεύτερη άπάντηση κάλλιστα φαίνεται άπύ τήν εξομολόγηση ένός καπιταλιστή,που πρόσφατα τυπώθηκε στή γερμανική γλώσσα. τά εξής:
Έγώ άνέκαθεν αισθανόμουν βαθιά περιφρόνηση άπέναντι στούς άδύναμους καί πεινασμένους άνθρώπους,πού ζητούν μιά άλλαγή οικονομική καί νομική,ή όποία θά έδινε καί σ' αύτούς ψωμί καί δικαιώματα τόσα όσα έχει καί κάθε άρι- οτοκράτης. Έπάνω σέ τί βασίζουν οί προλετάριοι αύτή τήν άπαίτησή τους; Στήν άνθρωπιά καί στό φυσικό δίκαιο; Έάν είναι σ' αύτά,τότε έχασαν τό παιχνίδι. Διότι θά ρωτούσα έγώ: Έπάνω α τί βασίζουν τήν άνθρωπιά καί τό φυσικό δίκαιο; Έάν ή άνθρωπιά καί τό φυσικό δίκαιο είναι ή τελευταία άρχή τήν όποία έπικαλοϋνται, τότε έκείνοι πρέπει νά πεθάνουν, διότι ή άνθρωπιά είναι νεότερη άπό τόν άνθρωπο καί τό φυσικό δίκαιο άσθενέστερο άπό τή φυσική δύναμη. Ό άνθρωπος ορίζει καί τό τί είναι ή άνθρωπιά καί τό τί είναι τό φυσικό δίκαιο. Καί έφόσον είναι έτσι, τότε έγώ έχω τή δική μου άνθρωπιά καί τό δικό μου φυσικό δίκαιο,
βασισμένα έπάνω στή δύνα-μή μου καί στόν πλούτο. Κατ' αύτή τή δική μου άνθρωπιά,πάνω άπό τήν όποία έγώ δέν άναγνω-ρίζω άνώτερη άρχή, έγώ πρέπει νά ζώ, μά εκατοντάδες χιλιάδες προλετάριοι νά πεθάνουν άπό τήν πείνα, καί έγώ πρέπει νά ζώ καλά, μά έκατοντάδες χιλιάδες αύτών νά ζουν άσχημα. Ποιός είναι έκεϊνος πού γι' αύτό θά μέ πάει σέ δίκη; Τά βόδια καί τά άλογα σίγουρα όχι, άφού δέν καταλαβαίνουν. Οί άνθρωποι όχι, γιατί είναι άδύναμοι μπροστά μου. Ή συνείδηση μου όχι,γιατί δέν τήν αισθάνομαι. Κάποια ύπερφυσική δύναμη όχι, άφού δέν τή βλέπω. Όλο τό ζήτημα άνάμεσα σ' έμένα καί σ' έσένα,προλετάριε,τοποθετήθηκε σέ μία τελείως ψηλαφητή βάση. Είναι ζήτημα ψωμιού καί κοιλιάς. Καλά είναι, έφόσον δέν έμπλεξες τή μεταφυσική σ' αύτό.
'Έτσι τό πράγμα είναι τελείως άπλό. Τό έρώτημα είναι λοιπόν έάν θά είμαι
χορτάτος έγώ ή έσύ ή καί οί δυό θά είμαστε μόνο μισοχορτάτοι; Ή άπάντησή μου είναι άπλή: Έγώ δέν θέλω νά είμαι μισοχορτάτος, πόσο μάλλον πεινασμένος. Έγώ θέλω νά είμαι μόνο χορτάτος, μά θέλω νά είμαι χορτάτος άκόμα καί μέ τίμημα τήν πείνα σου καί τό θάνατο σου. Μού λείπουν τελείως οί λόγοι γιά τούς οποίους έγώ θά έπρεπε νά μοιράζομαι τή γή καί τό ψωμί μαζί σου. Καμία δύναμη δέν μέ σπρώχνει πρός αύτό, ούτε κάποια έξωτερική δύναμη μέ άναγκά-ζει. Σέ μένα τίποτα δέν λέει ότι ή γή είναι δική μας, ένώ όλα μοϋ λένε ότι ή γή είναι δική μου».
Τούτη είναι ή άπάντηση ενός άνθρώπου πού κρατά τή γή ώς ιδιοκτησία του καί νομίζει ότι την κρατα΄ μέ άναμφισβήτητο δικαίωμα. Τούτη σήμερα θά ήταν ή άπάντηση πολλών χορτάτων στις απελπισμένες κριτικές τών πεινασμένων. Οί πεινασμένοι ζητούν τή γή έξαιτίας τής πείνας τους, οί χορτάτοι δέν τούς τή δίνουν έξαιτίας τής δύναμής τους.
Σέ ποιόν άνήκει ή γή;
Μόνο μία άπάντηση είναι άκριβής: Σέ κανέναν. Ή γή δέν είναι κανενός άπό μάς. Είναι ίδιοκτησία έκείνου στόν όποίο άνήκει καί όλος ό υπολοιπος κόσμος.
Δέν μπορεί νά είναι ιδιοκτησία κάποιου άπό ιόν όποιο έκείνη είναι πιό δυνατή καί πιό μακρόχρονη. Είναι ιδιοκτησία έκείνου πού ύπήρχε πρίν άπ' αύτήν καί θά ύπάρχει καί μετά άπ' αύτήν.
Δέν μπορεί νά είναι ιδιοκτησία κάποιου ό όποιος χωρίς αύτή δέν μπορεί νά ύπάρχει ούτε ζωντανός ούτε νεκρός - ζωντανός άπ' αύτή τρέφεται καί νεκρός μέσα της σαπίζει. Ή γή μπορεί νά είναι ιδιοκτησία μόνο έκείνου ό όποιος δέν τρέφεται άπ' αύτή καί δέν σαπίζει μέσα της. Δέν μπορεί νά άνήκει ή γή σ' έκείνον πού έξαρτάται άπ' αύτή, άλλά σ' έκείνον πού είναι άνεξάρτητος απ' αύτήν. Εκείνος πού έξαρτάται άπ' αύτή είναι δική της ιδιοκτησία, καί όχι έκείνη δική
του. Δεν είναι ιδιοκτησία τών άνθρώπων ή γη, άλλά οί άνθρωποι είναι ιδιοκτησία τής γής. Ό κυρίαρχος τής γής είναι ψηλότερος, δυνατότερος καί πιό αιώνιος άπό τόν άνθρωπο, καί ψηλότερος, δυνατότερος καί πιό αιώνιος άπό τήν ι'δια τή γή. Θεός είναι τό όνομά του καί ολόκληρο τό σύμπαν είναι ό οίκος του. Παλιά οί άνθρωποι είχαν αύτή τή μεγάλη γνώση, άν καί τούς έλειπαν άλλες πιό μικρές. Τό σύγχρονο καιρό οί άνθρωποι γέμισαν τό πνεύμα τους μέ πολλές άλλες μικρύτερες γνώσεις, έτσι ώστε νά φτάνουν δυσκολύτερα έως αύτή τή μεγάλη γνώση. «Ή γή είναι τοϋ Θεοϋ καί ό,τι είναι έπάνω της» (Ψαλμ. 23,1). Τούτη είναι ή γνώση τής παλιάς έποχής. Τούτη είναι ή κυριότα-τη γνώση, στήν όποία θά έπρεπε καί θά μπορούσε νά φτάσει κάθε άνθρωπος, άφού άπ' αύτή τή γνώση έξαρτάται ή ειρήνη καί ή καλή θέληση στή γή. Ή ειρήνη καί ή καλή θέληση δέν ύπήρχαν ποτέ σέ άφθονία στή γή, όμως ύπήρχε πολύ περισσότερο τότε πού οί άνθρωποι άναγνώριζαν τήν κυριαρχία τού Θεού έπάνω στή γή καί πολύ λιγότερο τότε πού οί άνθρωποι άρνήθηκαν στόν Θεό αύτή τήν κυριαρχία καί τήν πήραν γιά τόν έαυτό τους.
Τό νά άρνεϊται κανείς στόν Θεό τήν κυριαρχία έπάνω στή γή σημαίνει νά άρνεϊται τόν Θεό καί ή άρνηση τοϋ Θεοϋ σημαίνει ταραχή καί κακή θέληση . Ομως ή άρνηση τοϋ Θεοϋ δέν θά βλάψει καθόλου τόν ϊδιο τόν Θεό. 'Άς φωνάξουν όλοι οί ανθρωποι άπό τή σκόνη τους: Δέν ύπάρχεις, Θεέ! Τι θά γίνει; Οί φωνές τους θά χαθούν στή σκόνη, στήν όποία χάνονται καί τά σώματά τους, καί ό Θεός θά συνεχίσει νά στέλνει στή γή δροσιά καί φώς. Θά είναι ή γή λιγότερο τοϋ Θεοϋ,έάν όλοι οί «νθρωποι άρνηθοϋν τόν Θεό καί ονομάσουν τή γή δική τους; Ποτέ. Σέ κάθε περίπτωση ή γή θά είναι έξίσου τοϋ Θεοϋ.
Τέτοια είναι ή μοίρα τών αύτοαποκαλούμενων αρχόντων τής γής. Ένώ ό πραγματικός άρχοντας της γής είναι μόνιμος σάν τήν αιωνιότητα. Τί άξίζει, λοιπόν, έάν όλοι έμεΐς, οί θνητοί, φωνάξουμε: II γή είναι δική μας»· ή «Ή γή δέν είναι δική μας»;'Υπάρχει ένας έξοχότερος άρχοντας τής γής ή δέν ύπάρχει; Οί φωνές μας θά προκαλέσουν άραγε σημαντική άλλαγή στόν κόσμο; Αύτές οί φωνές μας θά αύξήσουν ή θά μειώσουν τόν Θεό; Θά ήταν γελοίο νά πιστέψει κανείς σέ κάτι τέτοιο· τό 'ίδιο γελοίο όπως νά πιστέψει στήν πιθανότητα ότι τά βαλσαμωμένα πουλιά σέ ένα μουσείο θά ψιθυρίσουν: «Δέν ύπάρχει άνθρωπος»! Καί ό άνθρωπος έξαιτίας αύτοϋ τοϋ ψίθυρου θά έξαφανιστεί. Ό Θεός δέν τιμωρεί τήν θεοάρνηση, άλλά ή θεοάρνηση αυτοτιμωρείται άπό μόνη της.
Είναι σήμερα ό Θεός λιγότερο νοικοκύρης στόν οικο του άπ' ότι ήταν τόν καιρό τοϋ χτισίματος τών ινδικών παγόδων ή τών ιερών τοϋ Νείλου ή τοϋ ναοϋ τών Ιεροσολύμων ή τοϋ θυσιαστηρίου στήν Ακρόπολη; Όχι, ό Θεός είναι νοικοκύρης στύν οικο του πάντα εξίσου, καί τόν καιρό πού οί φιλοξενούμενοι στόν οικο του
ήταν ξεμέθυστοι καί μέ φόβο Θεού καί τόν καιρό πού ήταν μεθυσμένοι καί άθεοι. Μέ τήν 'ίδια ύπομονή καί μέ άνωτερότητα παρατηρεί ό Νοικοκύρης καί τούς μέν καί τούς δέ, καί τό 'ίδιο άναπόφευκτα στέλνει τό θάνατο καί στούς μέν καί στούς δέ. Όλοι οί φιλοξενούμενοι έρχονται καί παρέρχονται, ένώ ό Νοικοκύρης παραμένει. Κάθε φιλοξενούμενος τρώει τή μερίδα του καί φεύγει. Έρχεται ό δεύτερος, ό τρίτος, μέ τή σειρά. 'Άλλος πληρώνει τή μερίδα του μέ έργασία, άλλος μέ τεμπελιά, άλλος μέ προσευχή, άλλος μέ ύβρεις, άλλος μέ φόβο καί άλλος μέ άσωτία. Ό καθένας όμως πρέπει κάτι νά άφήσει στό τραπέζι. Ό Νοικοκύρης είναι ικανοποιημένος, ό,τι καί νά τοϋ άφήσει ό καθένας. Άσταμάτητα γεμίζει τό τραπέζι του καί άσταμάτητα προσκαλεί καί νέους καλεσμένους. Καί όλα αύτά συμβαίνουν γρήγορα σάν στρόβιλος. Άδειες μέρες πέφτουν στή μιά μεριά τής μηχανής, γεμάτες βγαίνουν έξω άπό τήν άλλη. Χιλιάδες κούνιες μπαίνουν άπό τή μία πόρτα, χιλιάδες νεκρικά κασόνια βγαίνουν άπό τήν άλλη. Τό κλάμα τής γέννας άνακατώνεται μέ τό κλάμα τοϋ θανάτου- τό γρύλισμα τοϋ χορτάτου μέ τό κλάμα ιού πεινασμένου- τό τρέμουλο τοϋ άσθενέστερου μι τή γκρίνια τοϋ δυνατοϋ. Καί όλα αύτά γεμίζουν ώρες καί
λεπτά. Πρέπει νά γεμίσει μέ κάτι κάθε ώρα καί κάθε λεπτό. Μέ οτιδήποτε. Διότι οσα μάς δίνει αύτός ό κόσμος τόσα καί ζητά άπό μας. Όλες οί ώρες καί τά λεπτά τής ζωής μας φωνάζουν: «Γεμίστε μας μέ οτιδήποτε, έμεΐς φεύγουμε στήν αιωνιότητα, ή κοιλιά μας χωνεύει τά πάντα!». Καί στή βιασύνη παίρνουν άπό μάς ό,τι καί νά τούς προσφέρουμε: τή μορφή μας σέ κάθε π τιγμή, τίς σκέψεις μας, τό θυμό μας ή τό γέλιο, τίς ύβρεις ή τήν έξομολόγηση στόν Θεό,τήν κλοπή ή τήν δολοφονία. Παίρνουν βιαστικά οί ώρες τήν τωρινή φωτογραφία τοϋ σώματος καί τής ψυχής μας καί φεύγουν στήν αιωνιότητα. Πετούν οί δεύ-τερες πίσω τους,τρέχουν οί τρίτες,πίσω άπ' αύτές καλπάζουν οί τέταρτες,πίσω άπ' αύτές σέρνονται οί πέμπτες. Όλες τους δίπλα μας,γύρω άπό μάς καί μέσα άπό μάς θά τρέξουν, καί φωτογραφίζοντας τή φωτογραφία μας θά χαθούν. Καί τελικά θά έρθουν καί έκείνα τά τελευταία λεπτά, πού θά
φωτογραφίσουν τό κίτρινο καί τό κρύο πρόσωπο μας, πάνω άπό τό όποίο θά καίει τό νεκρώσιμο κερί καί γύρω άπό τό όποίο θά στέκουν κλαμένοι οί συγγενείς καί οί φίλοι μας. Θά μείνει μόνο ή άνάμνησή μας στίς ψυχές τών συγγενών καί τών φίλων. Όμως, καί αύτή ή άνάμνηση θά πεθαίνει βαθμιαία, κομμάτι κομμάτι, μέ τό θάνατο τών συγγενών καί τών φίλων μας. Θά παραμείνει ϊσως άκόμα ή δόξα μας, κρατική ή στρατιωτική ή συγγραφική. Ένα λεπτό πίσω άπό άλλο λεπτό θά τρέχει καί θά φωτογραφίζει τή μορφή αύτής τής γήινης δόξας μας καί θά παίρνει τή φωτογραφία στήν αιωνιότητα. Καί αύτή ή μορφή θά είναι όλο καί πιό ωχρή,
ώσπου τελικά ένα λεπτό θά πάρει μαζί του καί τήν τελευταία σκιά τής δόξας μας,
έντελώς σκεπασμένη άπό τό φώς καινούργιων ήλιων.
Πιό δυνατό κυρίαρχο χρειάζεται ή γή, άγαπητά άδέλφια, άπό όσο είναι οί άνθρωποι, πού στή γή μεγαλώνουν, άπό τή γή τρέφονται καί στή γή σαπίζουν. Ή γή χρειάζεται κυρίαρχο πού νά ξέρει τό δρόμο της καί νά τήν οδηγεί στό δρόμο της. Τόν κυρίαρχο πού μπορεί νά τής δώσει τή βροχή καί τό φώς, καί πού μπορεί μέ τήν άνάσα του νά ζωντανέψει τή σκόνη της καί νά χαράξει τό δρόμο καί τό στόχο σέ κάθε κόκκο τής ζωοποιημένης σκόνης! Ή γή γνωρίζει καί άναγνωρίζει τόν κυρίαρχο της. Έάν τόν γνωρίζαμε καί τόν άνα-γνωρίζαμε έμεΐς οί άνθρωποι, θά είχαμε άπ' αύτό ουό οφέλη: τήν ειρήνη καί τήν καλή θέληση.
Ή ειρήνη θά κατέβαινε στίς ψυχές μας. Όχι όμως ή ειρήνη πού θά έκανε πιο άργή τήν κίνησή μας, άλλά πού θά τή δυνάμωνε καί θά τήν όρθωνε . Τέτοια ειρήνη δέν δίνει ούτε ή έπιστήμη ούτε ό πολιτισμός ούτε ή τέχνη ούτε τύ χρήμα. Στήν ύψιστη κορυφή, πάνω άπ' όλα αύτά τά ύψη, πού c λκουν τούς άνθρώπους, κατοικεί ή ειρήνη. Χωρίς τύν Θεό μπορεί νά έχει κανείς καί τήν έπιστήμη καί τήν κουλτούρα καί τήν τέχνη καί τύ χρήμα, όμως ψυχική ειρήνη ποτέ. Καί ή έπιστήμη καί ό πολιτισμός καί ή τέχνη καί τό χρήμα προέρχονται άπό τόν άνθρωπο, όμως ή ειρήνη προέρχεται μόνο άπό τόν Θεό. Όταν ό άνθρωπος έχει τήν ψυχική ειρήνη, πηγαίνει έλεύθερα πρός τή συνάντηση τού κινδύνου καί τού θανάτου. Ή ειρήνη τής ψυχής δυναμώνει τήν ένέργεια καί πνεύματος καί σώματος. Δέν ύπάρχει τίποτα πιό έπιβλητικό στή γή άπό τόν άνθρωπο πού μέ ψυχική ειρήνη βαδίζει τολμηρά μπροστά έν μέσω βασάνων καί φτώχειας, ψεύτικων φίλων καί δηλητηριωδών έχθρών,καί έν μέσω σκότους άπό τήν άμάθεια καί τήν πλάνη.
Τέτοιος άνθρωπος είναι πλήρης ικανοποίησης άπό τή ζωή καί πλήρης άγάπης πρός τό θάνατο, διότι ξέρει ότι έπάνω άπό τό ένα καί τό άλλο κυριαρχεί ό Θεός, ό πατέρας του.
Ό άνθρωπος μέ ειρήνη στήν ψυχή είναι πάντα μέ καλή θέληση. Καί ό άνθρωπος μέ καλή θέληση είναι ή μέγιστη χάρη πού μπορεί νά έμφανιστεΐ μεταξύ άνθρώπων. Τέτοιος άνθρωπος όλα τά κάνει καί όλα τά ύπομένει μέ καλή θέληση. Ακούει τό φτωχό καί βοηθά τόν κακόμοιρο. Συγχωρεί τόν άμαρτωλύ καί άγκαλιάζει τύν έργάτη. Είναι έτοιμος νά ύποστηρίξει κάθε δίκαιο ζήτημα καί νά διορθώσει κάθε άδικία. Άγαπά νά χτίζει καί νά δημιουργεί. Δέν καταδικάζει, άλλά έπιπλήττει· δέν πληγώνει, άλλά θεραπεύει. Μέ τέτοιον άνθρωπο γίνεται νά συνευρίσκεσαι καί νά ζείς καί νά δημιουργείς. Όλα τά κοινωνικά προβλήματα θά είχαν λυθεί εύκολα καί γρήγορα, έάν στόν κόσμο ύπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι μέ καλή θέληση. Όμως, ή κακή θέληση είναι σήμερα κύριος οδηγός τών άνθρώπων. Μέ τήν κακή θέληση χειραγωγείται ό καπιταλιστής ένάντια στούς προλετάριους καί ό προλετάριος ένάντια στούς καπιταλιστές καί ό
θεοσεβούμενος άνθρωπος ένάντια στόν άθεο καί ό άθεος ένάντια στό θεοσεβούμενο καί ό ισχυρός ένάντια στόν άδύναμο καί ό άδύναμος ένάντια στόν ισχυρό καί ό νέος ένάντια στό γέρο καί ό γέρος ένάντια στό νέο .όλες οί άντιθέσεις στόν κόσμο είναι πιό αιχμηρές μέ τήν κακή θέληση τών άνθρώπων.
Όμως, πώς θά έχουν καλή θέληση έκείνοι πού δέν έχουν ειρήνη στήν ψυχή; Καί πώς θά έχουν είρήνη στήν ψυχή έκείνοι πού δέν έφτασαν στή γνώση περί τοϋ Θεού ώς κυρίαρχου τοϋ κόσμου;
Άς προσευχηθούμε, άδέλφια, καί τώρα καί πάντα μόνο γιά ένα καί μοναδικό - πού είναι ή βάση τής ομορφιάς τής ψυχής καί τής εύτυχίας -άς προσευχηθούμε νά είναι σέ κάθε στιγμή τής ζωής μας ξεκάθαρη ή πεποίθηση ότι ή γή καί ό,τι είναι έπάνω της άνήκουν στόν Θεό. Έάν μάς δοθεί αύτό, θά μάς δοθούν καί όλα τ' άλλα. Τούτη θά μάς είναι ή άσπίδα άπ' όλα τά κακά, καί τό καλό πάνω άπ' όλα τά καλά. Αμήν.
Πρώτη εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
Αργά βαδίζει ο Χριστός
Αγιου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Η επεξεργασία, επιμέλεια μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο, για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο:
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου