Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
Αόρατος Πόλεμος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ´.
Ἡ διόρθωσις τῶν ἐξωτερικῶν αἰσθήσεων. Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο μπορεῖ κάποιος νὰ περάση ἀπὸ αὐτὲς στὴ θεωρία καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Μεγάλη σκέψις καὶ παντοτεινὴ ἐξάσκησις χρειάζεται γιὰ νὰ κυβερνηθοῦν καὶ νὰ διορθωθοῦν καλὰ οἱ πέντε ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις· δηλαδὴ ἡ ὅρασις, ἡ ἀκοή, ἡ ὄσφρησις, ἡ γεῦσις καὶ ἡ ἁφή. Γιατὶ ἡ παράλογη ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς, ποὺ εἶναι σὰν στρατηγὸς τῆς διεφθαρμένης μας φύσεως, γέρνει μὲ ὑπερβολὴ στὸ νὰ ζητάῃ πάντα τὶς εὐχαριστήσεις καὶ τὶς ἀναπαύσεις καὶ μὴ μπορώντας μόνη της νὰ τὶς ἀποκτήσῃ, μεταχειρίζεται τὶς αἰσθήσεις τοῦ σώματος σὰν στρατιῶτες καὶ ὄργανα φυσικά, γιὰ νὰ συλλαμβάνῃ τὰ ἀπ᾿ ἔξω ἀντικείμενά τους, δηλαδὴ τὰ αἰσθητὰ πράγματα, τῶν ὁποίων τὶς εὐχάριστες εἰκόνες καὶ φαντασίες ποὺ περνᾶνε παίρνοντάς της, τὶς τυπώνει στὴν ψυχή, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἀκολουθεῖ ἡ εὐχαρίστησις. Αὐτὴ ἐξ αἰτίας τῆς συγγένειας ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς ψυχῆς καὶ τῆς σάρκας, μοιράζεται σὲ ὅλα ἐκεῖνα τὰ μέρη τῶν αἰσθήσεων, ποὺ χωροῦν αὐτὴ τὴν εὐχαρίστησι· καὶ ἀπὸ αὐτήν, συμβαίνει (ἀλλοίμονο) στὴ ψυχὴ ὁ ἀθάνατος θάνατος· καὶ συπληρώνεται αὐτὸ ποὺ γράφτηκε, ὅτι «ἀνέβη θάνατος διὰ τῶν θυρίδων» (Ἱερ.9,20). Δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, τὶς ὁποῖες ἔχει σὰν παράθυρα ἡ ψυχή, γιὰ νὰ ἀπολαμβάνῃ τὰ αἰσθητά.
Βλέπεις, ἀδελφέ, τὴν μεγάλη ζημιά, ποὺ σοῦ προξενεῖται ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις; Πρόσεχε, λοιπόν, νὰ τὴν θεραπεύσῃς, δηλαδή, φρόντιζε καλῶς, νὰ μὴν ἀφήνῃς νὰ πηγαίνουν οἱ αἰσθήσεις σου ἐκεῖ, ποὺ αὐτὲς θέλουν, οὔτε νὰ τὶς μεταχειρισθῇς γιὰ μόνη τὴν ἀπόλαυσι τῶν αἰσθητῶν ἡδονῶν καὶ ὄχι γιὰ κανένα ἄλλο σκοπὸ καλὸ ἢ ὠφέλεια ἢ ἀνάγκη. Καὶ ἂν ὡς τώρα, χωρὶς νὰ τὰ γνωρίσῃς αὐτά, οἱ αἰσθήσεις σου δόθησαν ὁλοκληρωτικὰ στὶς αἰσθητὲς εὐχαριστίες, ὅμως, ἀπὸ τώρα καὶ ὕστερα, ἀγωνίσου ὅσο μπορεῖς, νὰ τὶς φέρῃς πίσω καὶ νὰ τὶς κυβερνήσῃς τόσο καλά, μὲ τρόπο πού, ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ προτύτερα ὑποδουλώνονταν ἄθλια στὶς μάταιες καὶ ψυχοφθόρες ἡδονές, νὰ ἀποκτοῦν ὕστερα ἀπὸ κάθε κτίσμα καὶ ἀντικείμενο αἰσθητό, ψυχωφελῆ νοήματα καὶ νὰ τὰ φέρουν μέσα στὴ ψυχή· μέσα ἀπὸ τὰ νοήματα αὐτὰ ἡ ψυχὴ μπορεῖ νὰ συμμαζεύται στὸν ἑαυτό της καὶ μὲ τὰ φτερὰ τῶν ἀΰλων της δυνάμεων, νὰ ἀνεβαίνῃ στὴ μελέτη καὶ δοξολογία τοῦ Θεοῦ (38)· αὐτὸ ὁποῖο μπορεῖς καὶ σὺ νὰ τὸ κάνῃς μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο.
Γιὰ παράδειγμα· ὅταν βρεθῆ μπροστὰ σὲ καμμία ἐξωτερική σου αἴσθησι κανένα αἰσθητὸ ἀντικείμενο, εἴτε ὁρατό, εἴτε ἀκουστό, εἴτε ὀσφρατό, εἴτε γευστικὸ ἢ χειροπιαστό, ξεχώρισε μὲ τὸν λογισμό σου ἀπὸ τὸ ὑλικὸ πρᾶγμα ποὺ ἔχει τὸ ἄϋλο πνεῦμα, δηλαδὴ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ εἶναι σὲ αὐτό· καὶ σκέψου, ὅτι αὐτὸ ἀπὸ μόνο του, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχῃ τὸ εἶναι ἢ ἄλλο τίποτε, ἀπὸ ὅσα βρίσκονται σὲ αὐτό· ἀλλὰ ὅλο του τὸ κάθε τί εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ πνεῦμα του ἀοράτως τοῦ δίνει ἐκεῖνο τὸ εἶναι, ἐκείνη τὴν ἀγαθότητα, ἐκείνη τὴν ὡραιότητα, ἐκείνη τὴν δύναμι, ἐκείνη τὴν σοφία καὶ κάθε ἄλλο καλὸ ποὺ ἔχει μέσα του. Ὁπότε ἐδῶ ἂς χαρῆ ἡ καρδιά σου, διότι μόνον ὁ Θεός σου εἶναι ἡ αἰτία καὶ ἡ ἀρχὴ τόσων διαφόρων, τόσων μεγάλων, τόσων θαυμαστῶν στὴν ἀκρίβεια πραγμάτων καὶ ὅτι αὐτὸς μὲ ὑπεροχή, ὅλα τὰ ἐμπεριέχει στὸν ἑαυτό του· καὶ ὅτι αὐτὲς οἱ τελειότητες ὅλων τῶν αἰσθητῶν κτισμάτων, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας ἐλάχιστος βαθμὸς ἢ ἕνας ἴσκιος τῶν ἀπείρων αὐτοῦ θεϊκῶν θαυμασιῶν καὶ τελειοτήτων. Καὶ λοιπὸν ὅταν ἐσὺ κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο συνηθίσῃς νὰ βλέπῃς τὰ αἰσθητὰ κτίσματα καὶ δὲν μένῃς στὸ ἐξωτερικὸ καὶ στὸ φαινόμενο μόνον, ἀλλὰ διαπερνᾷς μὲ τὸν νοῦ σου στὴν ἐσωτερικὴ καὶ κρυφὴ αὐτὴ ὡραιότητα (γιατὶ εἰκόνες τῶν νοητῶν εἶναι τὰ αἰσθητὰ κατὰ τὸν Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη), τότε τὴν μὲν ἐξωτερική τους ὡραιότητα, ὡς ἀσήμαντη καὶ ὑλική, θὰ τὴν καταφρονήσῃς καὶ θὰ τὴν προσπεράσης, στὴν δὲ κρυπτόμενη δύναμι καὶ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θὰ προσηλώσῃς τὸ νοῦ σου, δοξολογώντας τὸν Κύριο.
Ἔτσι βλέποντας τὰ τέσσαρα στοιχεῖα, τὴ φωτιά, τὸν ἀέρα, τὸ νερὸ καὶ τὴν γῆ καὶ στοχαζόμενος τὴν οὐσία καὶ τὴν δύναμι καὶ τὴν ἐνέργεια ποὺ ἔχουν, μὲ μεγάλη σου εὐχαρίστησι θὰ πῇς πρὸς τὸν τέλειο Δημιουργό, ποὺ κατὰ τέτοιο τρόπο τὰ δημιούργησε· «ὦ θεία οὐσία! ὦ ἄπειρος Δύναμις καὶ ἐνέργεια ἄκρως ἐπιθυμητή, πόσο χαίρομαι καὶ εὐχαριστοῦμαι, διότι ἐσὺ εἶσαι μόνη ἡ ἀρχὴ καὶ αἰτία κάθε κτιστῆς οὐσίας τῶν ὄντων καὶ κάθε ἐνέργειας καὶ δυνάμεως»! (39) Ἔτσι ὅταν βλέπῃς τὰ οὐράνια καὶ φωτεινὰ σώματα, τὸν ἥλιο, τὴν σελήνη καὶ τὰ ἀστέρια καὶ σκεφθῇς ὅτι πῆραν τὸ φῶς καὶ τὴν λαμπρότητα ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ φωνάξης· «ὦ φῶς, ὑπὲρ πᾶν φῶς, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δημιουργήθηκε κάθε φῶς ἄϋλον καὶ ὑλικό· ὦ φῶς θαυμαστό, τὸ πρῶτο ἀντικείμενο τῆς χαρᾶς τῶν Ἀγγέλων καὶ τῆς ἀπολαύσεως τῶν ἁγίων, στοῦ ὁποίου τὴν ἀκλινῆ θεωρίαν, θαμπώνονται οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν Χερουβίμ, καὶ σὲ σύγκρισι αὐτοῦ, ὅλα τὰ αἰσθητὰ φῶτα φαίνονται σκοτάδι βαθύτατο, σὲ δοξολογῶ καὶ σὲ ὑπερυψῶ· ὦ φῶς ἀληθινό, ὅπου φωτίζεις κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο (Ἰωάν. α´)· ἀξίωσέ με νὰ σὲ δῶ νοερά, γιὰ νὰ χαρῆ μὲ τὴν τελειότητα ἡ καρδιά μου». Ἔτσι καὶ ὅταν βλέπῃς τὰ δένδρα, τὰ χόρτα καὶ ἄλλα διάφορα φυτὰ καὶ σκέφτεσαι μὲ τὸ μυαλό, πῶς ζοῦνε, τρέφονται, αὐξάνουν καὶ γεννοῦν τὰ ὅμοιά τους καὶ πῶς ἀπὸ μόνα τους δὲν ἔχουν τὴν ζωὴ καὶ τὰ ὑπόλοιπα ποὺ ἔχουν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, ποὺ ἐσὺ δὲν βλέπεις, τὸ ὁποῖο μόνο τὰ ζωογονεῖ· ἔτσι μπορεῖς νὰ πῇς· «Νά, ἐδῶ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ζωή, ἀπὸ τὴν ὁποία, στὴν ὁποία καὶ διὰ τῆς ὁποίας ζοῦν καὶ τρέφονται καὶ αὐξάνουν τὰ πάντα, ὢ ζωντανὴ θεραπεία τῆς καρδιᾶς μου»! Παρόμοια καὶ ἀπὸ τὴν μορφὴ τῶν ἀλόγων ζῴων, θὰ ἐξυψώσῃς τὸ νοῦ σου στὸν Θεό, ποὺ δίνει σὲ αὐτὰ τὴν αἴσθησι καὶ τὴν ἀπὸ τόπου σὲ τόπο κίνησι, λέγοντας· ὢ πρῶτον κινοῦν· τὸ ὁποῖο μολονότι κινεῖς τὰ πάντα, εἶσαι ἀκίνητο στὸν ἑαυτό σου· ὤ, πόσο χαίρομαι καὶ εὐφραίνομαι στὴν ἀκινησία καὶ στερεότητά σου»!
Βλέποντας πάλι τὸν ἑαυτό σου ἢ καὶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους καὶ σκεπτόμενος ὅτι μόνο ἐσὺ ἔχει ὄρθιο σχῆμα καὶ εἶσαι σωστὸς καὶ λογικὸς ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ζῷα καὶ πὼς εἶσαι μία ἕνωσις καὶ ἕνας σύνδεσμος τῶν ἀΰλων καὶ ὑλικῶν κτισμάτων, παρακινήσου σὲ δοξολογία καὶ εὐχαριστία τοῦ Δημιουργοῦ Θεοῦ σου καὶ πές: «Ὦ Τριὰς ὑπερούσιε, Πάτερ, Υἱὲ καὶ Πνεῦμα Ἅγιο, ἂς εἶσαι δεδοξασμένη στοὺς αἰῶνας. Πόσο χρεωστῶ νὰ σὲ εὐχαριστῶ πάντοτε, ὄχι μόνον διότι μὲ ἔπλασες ἀπὸ τὴν γῆ καὶ μὲ ἔκαμες βασιλέα ὅλων τῶν ἐπιγείων κτισμάτων ὄχι μόνον διότι μὲ τίμησες κατὰ τὴν φύσι μὲ τὴν δική σου εἰκόνα, μὲ νοῦν, λόγον καὶ πνεῦμα ζωοποιό του σώματος μου (40), ἀλλὰ καὶ διότι μοῦ ἔδωσες δύναμι νὰ γίνω προαιρετικὰ μὲ τὶς ἀρετές, καθ᾿ ὁμοίωσιν δική σου, γιὰ νὰ μπορῶ ἔτσι νὰ σὲ ἀπολαμβάνω στοὺς αἰῶνας».
Ἔρχομαι τώρα στὶς πέντε αἰσθήσεις εἰδικώτερα καὶ σοῦ λέω· ἂν θέλγεσαι, ἀδελφέ, ἀπὸ τὴν ὡραιότητα καὶ τὸ κάλλος τῶν κτισμάτων, τὴν ὁποία βλέπουν τὰ μάτια σου, χώρισε μὲ τὸν νοῦ σου ἐκεῖνο ποὺ βλέπῃς, ἀπὸ τὸ πνεῦμα ποὺ δὲν βλέπεις· καὶ σκέψου, ὅτι ὅλη ἐκείνη ἡ ὡραιότητα ποὺ φαίνεται ἀπὸ ἀπὸ ἔξω, εἶναι τοῦ μόνου ἀοράτου καὶ παγκαλεστάτου πνεύματος, ἀπὸ τὴν ὁποία λαμβάνει τὴν ἀφορμὴ ἐκείνη ἡ ἐξωτερικὴ ὡραιότητα· καὶ πὲς γεμάτος εὐχαρίστησι· «Νὰ τὰ ρυάκια τῆς ἄκτιστης πηγῆς! Νά, οἱ ρανίδες τοῦ ἀπείρου πελάγους παντὸς ἀγαθοῦ! ὤ, καὶ πόσο χαίρομαι, ὢ εἰς τὰ ἐνδότερά της καρδιᾶς μου, συλλογιζόμενος τὴν αἰώνια καὶ ἄπειρη τοῦ Κτίστου μου ὡραιότητα, ποὺ εἶναι ἀρχὴ καὶ αἰτία πάσης κτιστῆς ὡραιότητος! ὤ, πόσο γλυκαίνομαι, στοχαζόμενος τὸ ἄφραστον καὶ ἀκατανόητο καὶ ὑπέρκαλο κάλλος τοῦ Θεοῦ μου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχει τὴν ἀρχὴ κάθε κάλλος».
Ὅταν ἀκούσῃς καμιὰ γλυκειὰ φωνὴ ἡ ἁρμονία ἤχων καὶ τραγουδιῶν, στρέψε τὸ νοῦ σου στὸν Θεὸ καὶ πές· «ὢ ἀρμονία τῶν ἁρμονιῶν, Κύριέ μου! πόσο εὐφραίνομαι στὶς ἄπειρές σου τελειότητες· ἐπειδὴ ὅλες μαζὶ σοῦ ἀποδίδουν ὑπερουράνια ἁρμονία· καὶ ἑνωμένες ἀκόμη μὲ τοὺς Ἀγγέλους στοὺς οὐρανοὺς καὶ μὲ ὅλα τὰ κτίσματα, δημιουργοῦν μεγάλη συμφωνία· πότε θὰ ἔλθη, Κύριέ μου, ἡ ὥρα, νὰ ἀκούσω μέσα στὰ ὦτα τῆς καρδιᾶς μου τὴν γλυκυτάτη φωνή σου νὰ μοῦ πῇς· «σοῦ δίνω τὴν δική μου εἰρήνη· τὴν εἰρήνη ἀπὸ τὰ πάθη· διότι ἡ φωνή σου εἶναι εὐχάριστη», σύμφωνα τὸ Ἆσμα (2,14).
Ἂν πάλι μυρίζῃς κανένα ἄρωμα ἢ λουλοῦδι εὐωδιαστό, πέρασε ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ εὐωδία στὴν κρυμένη μυρωδιὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ πές· «Νά, οἱ εὐωδίες τοῦ πανευώδους ἐκείνου ἄνθους καὶ τοῦ ἀκένωτου ἐκείνου μύρου, τὸ ὁποῖο δόθηκε σὲ ὅλα τὰ κτίσματά του· κατὰ τὸ Ἆσμα ἐγὼ ἄνθος τῆς πεδιάδος, κρίνο τῶν κοιλάδων (2, 10)· καὶ πάλι· «τὸ ὄνομά σου μύρο ποὺ σκορπιέται» (1,2). Νά, ἡ τῆς πηγαίας εὐωδίας διάδοσις, ἡ ὁποία ἄφθονα πλημμυρίζει τὶς θεϊκές της πνοές, ἀπὸ τοὺς πάνω καὶ καθαρώτατους Ἀγγέλους, μέχρι τὰ τελευταῖα κτίσματα καὶ τὰ κάνει ὅλα νὰ εὐωδιάζουν, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο (Ἐκκλησ. Ἱεραρ. κεφ. Δ´)· σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία εὐωδία εἶπε ὁ Ἰσαὰκ στὸ υἱὸ τοῦ Ἰακώβ· «ἡ εὐωδία τοῦ υἱοῦ μου εἶναι σὰν τοῦ ἀγροῦ, τὴν ὁποία εὐλόγησε ὁ Κύριος» (Γέν. 27,27).
Πάλι, ὅταν τρῷς ἢ πίνῃς, σκέψου πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δίνει σὲ ὅλα τὰ φαγητὰ νοστιμάδα καὶ μόνο μὲ αὐτὸν εὐχαριστημένος, μπορεῖς νὰ πῇς: «Νὰ χαίρεσαι ψυχή μου διότι, καθὼς ἔξω ἀπὸ τὸν Θεόν σου δὲν ὑπάρχει καμμία ἀνάπαυσις, ἔτσι ἔξω ἀπὸ αὐτόν, δὲν ὑπάρχει καὶ καμμία γλυκύτητα ἢ νοστιμάδα· ὁπότε, σὲ αὐτὸν μόνο μπορεῖς νὰ εὐχαριστιέσαι, καθὼς ὁ Δαβὶδ σὲ παρακινεῖ λέγοντας «Δοκιμάστε καὶ δεῖτε πόσο καλὸς εἶναι ὁ Κύριος» (Ψαλμ. 33, 8). Καὶ ὁ Σολομώντας σὲ πληροφορεῖ λέγοντας σχετικὰ μὲ αὐτό· «ὅτι ὁ καρπὸς του εἶναι γλυκὸς στὸ λαρύγγι μου» (Ἆσμα 2,3).
Ὅταν κινήσῃς τὰ χέρια σου, γιὰ νὰ κάνῃς κανένα ἔργο, σκέψου, πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ἡ πρώτη αἰτία ἐκείνου τοῦ ἔργου καὶ σύ, δὲν εἶσαι ἄλλο, παρὰ ἕνα ζωντανὸ ὄργανό του· στὸν ὁποῖο σηκώνοντας τὸν λογισμό σου, πὲς ἔτσι: «Πόση εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ δοκιμάζω μέσα στὸν ἑαυτό μου, Ὕψιστε Θεὲ τοῦ σύμπαντος! Γιατὶ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ κάνω χωρὶς ἐσένα κανένα πρᾶγμα· πράγματι, εἶσαι ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἀρχικὸς δημιουργὸς κάθε πράγματος».
Ὅταν βλέπῃς σὲ ἄλλους ἀγαθότητα, σοφία, δικαιοσύνη καὶ ἄλλες ἀρετές, κάνοντας μὲ τὸ νοῦ σου αὐτὸν τὸν διαχωρισμό, πὲς στὸν Θεό σου· «Ὦ πλουσιώτατε θησαυρὲ τῆς ἀρετῆς, πόση εἶναι ἡ χαρά μου! διότι ἀπὸ σένα καὶ διὰ σοῦ μόνου προέρχεται κάθε καλό· καὶ διότι ὅλο τὸ καλό, κατὰ σύγκρισι τῶν θείων σου τελειοτήτων, εἶναι μηδέν· σὲ εὐχαριστῶ, Θεέ μου, γι᾿ αὐτὸ καὶ γιὰ κάθε ἄλλο καλὸ ποὺ ἔκανες στὸν πλησίον μου· ἀλλὰ θυμήσου, Θεέ μου, καὶ τὴ δική μου φτώχεια καὶ τὴν μεγάλη ἀνάγκη ποὺ ἔχω γιὰ τὴν ἀρετή».
Καὶ γιὰ νὰ πῶ γενικά, ὅσες φορὲς δῇς στὰ κτίσματα κάποιο πρᾶγμα νὰ σὲ ἀρέσῃ καὶ σὲ εὐχαριστῇ, μὴ σταματήσῃς σ᾿ αὐτό, ἀλλὰ πέρασε μὲ τὸν λογισμό σου στὸ Θεὸ καὶ πές· «Ἂν Θεέ μου, τὰ κτίσματά σου εἶναι τόσο ὡραῖα, τόσο χαροποιά, τόσο ἀρεστά, πόσο ἀράγε ὡραῖος, πόσο χαροποιὸς καὶ γλυκύτατος εἶσαι ἐσὺ ὁ Κτίστης ὅλων αὐτῶν»!
Ἐὰν λοιπόν, ἀγαπητέ, ἔτσι κάνῃς, μπορεῖς νὰ ἀπολαμβάνῃς τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὶς πέντε αἰσθήσεις σου καὶ νὰ ἀνεβαίνῃς πάντα ἀπὸ τὰ κτίσματα στὸν Κτίστη, μὲ τρόπο ποὺ ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως νὰ σοῦ γίνεται μία θεολογία καὶ ἀκόμη εὑρισκόμενος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων, νὰ φαντάζεσαι ἐκεῖνο τὸν νοητό. Ἐπειδὴ καὶ εἶναι ἀλήθεια, ὅλος ὁ κόσμος καὶ ὅλη ἡ φύσις, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνας νόμος καὶ ἕνα ὄργανο κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀόρατα βρίσκεται ὁ Δημιουργὸς καὶ τεχνίτης, ἐνεργώντας καὶ δείχνοντας τὴν τέχνη του καὶ μὲ τὰ ὁρατὰ καὶ ὑλικὰ προβάλλει τὶς ἀόρατες καὶ ἀσώματες ἐνέργειες καὶ τελειότητές του (41).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
38. Γιὰ αὐτὸ ὁ μέγας ἐκεῖνος Αὐγουστίνος ἔλεγε, ὅτι, «ὅσα κτίσματα εὑρίσκονται εἰς τὸν κόσμον, ὁμιλοῦσι μὲ τοὺς ἐνάρετους ἄνδρας μὲ μίαν γλῶσσαν βουβὴν ἀληθινὰ καὶ σιωπηλήν, ἀλλὰ κατὰ πολλὰ ἐνεργητικήν, ἡ ὁποία εὔκολα ἀκούεται καὶ καταλαμβάνεται ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τοὺς παρακινεῖ περισσότερον εἰς τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγάπην καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ πάντα ἐβρίσκουν ἀφορμὴν νὰ λαμβάνουν καλοὺς καὶ εὐλαβητικοὺς λογισμούς». Καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος λέγει· «Ὅλα δοξάζουν τὸν Θεὸ μὲ ἀλάλητες φωνές· γιὰ ὅλα εὐχαριστεῖται ὁ Θεὸς διὰ μέσου ἐμοῦ· καὶ ἔτσι ὁ ὕμνος ἐκείνων γίνεται δικός μας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐγὼ παίρνω τὸν ὕμνο». (Λόγος εἰς τὴν Καινὴν Κυριακήν). Ὁπότε καὶ οἱ τρεῖς παῖδες
39. Σημείωσε ὅτι, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο, ἡ οὐσία τῶν ὑπαρκτῶν ἔχει εἰκόνα τοῦ Πατέρα, ἡ δύναμις τοῦ Υἱοῦ, ἡ ἐνέργεια τοῦ ἉγίουΠνεύματος, ὥστε κατὰ ὅποιον τρόπο παραθέτει αὐτὸν σὰν Θεὸ ποιητή, ὄχι μόνο πὼς εἶναι ἕνας, ἀλλὰ καὶ πὼς εἶναι Τρία.
40. Βλέπε τὸ λη´ κεφ. τῶν φυσικῶν καὶ θεολογικῶν τοῦ μεγάλου τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγορίου στὴ Φιλοκαλίας, ποὺ λέγει ἐκεῖνος ὁ θειότατος νοῦς ὅτι τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα τοῦ σώματος, εἶναι ἕνας ἔρωτας νοερός, ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ τὸ Λόγο, καὶ ὑπάρχει στὸ λόγο καὶ στὸ νοῦ καὶ σὲ αὐτὸ ὑπάρχει τὸν λόγο καὶ τὸ νοῦ· καὶ ὅτι, σύμφωνα μὲ αὐτὸ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα, ἡ νοερὰ καὶ ἡ λογικὴ ψυχή, πιὸ πολὺ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι δὲν ἔχουν τέτοιο εἴδους ζωοποιὸ Πνεῦμα, διότι δὲν ἔχουν τὸ σῶμα τὸ ὁποῖο νὰ δίνῃ ζωή.
41. Γι᾿ αὐτό, ἀπὸ μὲν τὸ ἕνα μέρος ὁ Σολομώντας εἶπε· «ἀπὸ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῶν δημιουργημάτων, παίρνουμε τὴν ἀνάλογη ἰδέα γιὰ τὴν δημιουργία τους» (Σοφ. 13,5)· ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο ὁ μακάριος Παῦλος· «Μολονότι εἶναι ἀόρατες καὶ ἡ αἰώνια δύναμις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ θεϊκή του ἰδιότητα, μποροῦσαν νὰ τὶς ἰδοῦν μέσα στὴν δημιουργία, ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος» (Ρωμ. 1,20). Προσθέτουμε καὶ αὐτὸ ἐδῶ ὅτι γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ δημιουργήθηκαν, ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, ὅλα τὰ Δημιουργήματα, μὲ λόγο καὶ μὲ σοφία, ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο, οἱ ἄνθρωποι πλουτίσθηκαν
μὲ δύναμι λογική, μελετώντας τοὺς λόγους τῶν δημιουργημάτων, ὥστε ἀπὸ τὴ λογικὴ αὐτὴ δύναμι νὰ ἀνεβαίνουν στὴ γνῶσι καὶ μελέτη τοῦ προαιώνιου καὶ ἐνυπόστατου λόγου, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο τὰ πάντα ἔγιναν. «Πάντα γάρ φησι, δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν, ὃ γέγονεν» (Ἰωάν. 1,3). Ἐπειδὴ ἀπὸ τὶς αἰτίες γνωρίζουμε τὰ ἀποτελέσματα, καὶ ἀπὸ τὰ ἐπακόλουθα, τί προηγήθηκε· ὥστε φθάνει μόνο
κάποιος νὰ γνωρίζει νὰ σκέφτεται σωστὰ καὶ ἀμέσως, μέσα στὴν Δημιουργία βρίσκει τὴν πίστι καὶ ἀπὸ τὰ Κτίσματα καί τοὺς μελετώμενους λόγους τῶν κτισμάτων, ἀντιλαμβάνεται καὶ πιστεύει χωρὶς ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει Θεός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ´
Τὰ ἴδια αἰσθητὰ πράγματα ποὺ εἴπαμε, μᾶς χρησιμεύουν ὡς μέσα καὶ ὄργανα, γιὰ νὰ διορθώνουμε τὶς αἰσθήσεις μας, ἐὰν περνᾷ ἀπὸ αὐτὰ στὴ μελέτη τοῦ σαρκωθέντος Λόγου καὶ στὰ μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πάθους του.
Παραπάνω σοῦ ἔδειξα, πῶς ἐμεῖς ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ μποροῦμε νὰ ἀνεβάσουμε τὸν νοῦ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ· τώρα μάθε καὶ ἄλλο τρόπο, γιὰ νὰ ἀνεβάσης τὸ νοῦ σου στὴ μελέτη τοῦ σαρκωθέντος Λόγου, σκεπτόμενος τὰ ἁγιώτατα μυστήρια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ πάθους του. Ὅλα τὰ αἰσθητὰ πράγματα τοῦ σύμπαντος κόσμου, μποροῦν νὰ βοηθήσουν σ᾿ αὐτὴ τὴν μελέτη καὶ θεωρία, ἂν πρῶτα συλλογισθῇς σ᾿ αὐτά, ὅπως εἴπαμε παραπάνω, τὸν Κορυφαῖο Θεό, ὡς μοναδικὴ καὶ πρώτη αἰτία, ποὺ τοὺς ἔδωσε ὅλο ἐκεῖνο τὸ εἶναι, τὴν δύναμι, τὴν ὡραιότητα καὶ ὅλες τὶς ἄλλες τελειότητες ποὺ ἔχουν καὶ ἂν μετὰ ἀπὸ αὐτὰ σκεφθῇς, πόσο μεγάλη καὶ ἄπειρη στάθηκε ἡ ἀγαθότητα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὄντας μοναδικὴ ἀρχὴ καὶ Κύριος κάθε δημιουργήματος, θέλησε νὰ πέσῃ τόσο χαμηλά, νὰ γίνῃ ἄνθρωπος, νὰ πάθῃ καὶ νὰ πεθάνῃ γιὰ τὸν ἄνθρωπον, ἐπιτρέποντας στὰ ἴδια ἔργα τῶν χειρῶν του, νὰ ὁπλισθοῦν ἐναντίον του γιὰ νὰ τὸν σταυρώσουν.Λοιπὸν ὅταν ἐσὺ βλέπῃς ἢ ἀκοῦς ἢ πιάνῃς ὅπλα, σχοινιά, ξυλοδαρμούς, στύλους, ἀγκάθια, καρφιά, σφυριὰ καὶ ἄλλα τέτοια, συλλογίσου μὲ τὸν νοῦ σου ὅτι ὅλα αὐτά, στάθηκαν ὄργανα τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου σου.
Πάλι, ὅταν βλέπῃς ἢ κατοικῇς σὲ σπίτια φτωχικά, ἂς ἔρχεται στὴν ἐνθύμησί σου τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη τοῦ Δεσπότου σου. Ἂν δῇς νὰ βρέχῃ, θυμήσου ἐκείνη τὴν γεμάτη αἵματα βροχὴ τοῦ ἱδρῶτα, ποὺ ἔσταζε στὸν κῆπο ἀπὸ τὸ ἱερώτατο σῶμα τοῦ γλυκύτατού μας Ἰησοῦ καὶ κατάβρεξε τὴν γῆ. Ἂν βλέπῃς τὴν θάλασσα καὶ τὰ καΐκια, θυμήσου, πῶς ὁ Θεός σου περπάτησε σωματικὰ πάνω σὲ αὐτή, καὶ πῶς στεκότανε μέσα στὰ πλοῖα καὶ δίδασκε τοὺς ὄχλους ἀπὸ αὐτά. Οἱ πέτρες, ποὺ θὰ δῇς, θὰ σοῦ θυμήσουν ἐκεῖνες τὶς πέτρες, ποὺ συντρίφθηκαν στὸν θάνατό του· ἡ γῆ θὰ σοῦ θυμήσῃ ἐκεῖνο τὸ σεισμό, ποὺ ἔκανε τότε στὸ πάθος του.
Ὁ ἥλιος, θὰ σοῦ θυμίσῃ τὸ σκοτάδι, ποὺ τὸν σκοτείνιασε τότε· τὰ νερὰ θὰ σοῦ θυμήσουν ἐκεῖνο τὸ νερό, ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν ἁγία του πλευρά, ὅταν τὸν ἐτρύπησε ὁ στρατιώτης νεκρὸ στὸ σταυρό. Ἂν πίνῃς κρασὶ ἢ ἄλλο ποτό, θυμήσου τὸ ξύδι καὶ τὴν χολή, ποὺ πότισαν τὸν Δεσπότη σου. Ἂν σὲ θέλγῃ ἡ εὐωδία τῶν ἀρωμάτων, τρέξε νοερὰ στὴ δυσωδία, ποὺ ὁ Ἰησοῦς αἰσθανόταν στὸ ὄρος τοῦ Γολγοθᾶ, τὸ ὁποῖο ἦταν τόπος τῆς καταδίκης, στὸ ὁποῖο ἀποκεφάλιζαν τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι᾿ αὐτὸ ἦταν δύσοσμο καὶ βρωμερό (42).
Ὅταν ντύνεσαι, θυμήσου, ὅτι ὁ αἰώνιος Λόγος ντύθηκε σάρκα ἀνθρώπου γιὰ νὰ ντύσῃ ἐσένα ἀπὸ τὴν θεότητά του. Ὅταν πάλι ξεντύνεσαι, σκέψου τὸν Χριστό σου, ποὺ ἔμεινε γυμνὸς γιὰ νὰ μαστιγωθῆ καὶ νὰ καρφωθῆ στὸ σταυρὸ γιὰ λογαριασμό σου. Ἐάν σου φανῆ καμμία φωνὴ γλυκειὰ καὶ νόστιμη, μετάθεσε τὴν ἀγάπη στὸ Σωτῆρα σου, στοῦ ὁποίου τὰ χείλη ξεχύθηκε ὅλη ἡ χάρι καὶ νοστιμάδα, κατὰ τὸ ψαλμικὸ
«ἐξεχύθη χάρις ἐν χείλεσί σου» (Ψαλμ. 44,3)· καὶ ἀπὸ τὴν γλυκύτητα τῆς γλώσσης του κρεμόταν ὁ λαός,
κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ· «ὁ λαὸς ὅλος ὅταν τὸν ἄκουγε κρεμόταν ἀπὸ τὰ χείλη του» (κεφ. 19,48). Ἐὰν ἀκούσῃς ταραχὲς καὶ φωνὲς τοῦ λαοῦ, σκέψου ἐκεῖνες τὶς παράνομες φωνὲς τῶν Ἰουδαίων, «Ἆρον, Ἆρον, σταύρωσον αὐτόν», ποὺ ἀκούστηκαν δυνατὰ στὰ θεϊκὰ αὐτιά του. Ἂν δῇς κανένα ὄμορφο πρόσωπο, θυμήσου πὼς ὁ ὡραιότατος Ἰησοῦς Χριστός, πάνω ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἔγινε ἄμορφος, καὶ ἀτιμασμένος, χωρὶς καμία ὀμορφιὰ πάνω στὸ σταυρὸ γιὰ τὴν ἀγάπη σου. Κάθε φορά, ποὺ θὰ κτυπήσῃ τὸ ρολόϊ, ἂς ἔρθη στὸ νοῦ σου ἐκεῖνο τὸ λυποθύμισμα τῆς καρδιᾶς, ποὺ ἔνιωσε ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἄρχισε στὸ κῆπο νὰ φοβᾶται τὴν ὥρα τοῦ πάθους καὶ τοῦ θανάτου, ποὺ πλησίασε· ἢ νόμισε πὼς ἀκοῦς ἐκείνους τοὺς σκληροὺς χτύπους ποὺ ἀκούγονταν ἀπὸ τὰ σφυριά, ὅταν τὸν κάρφωναν στὸ σταυρό. Καὶ γιὰ νὰ πῶ ἁπλά, σὲ κάθε λυπηρὴ ἀφορμὴ ποὺ θὰ σὲ βρῇ ἢ βρῇ ἄλλους, σκέψου πὼς δὲν εἶναι μηδὲν κάθε λύπη καὶ δοκιμασία, κατ᾿ ἀναλογία καὶ ὁμοιότητα τῶν ἀνήκουστων δοκιμασιῶν, ποὺ καταπλήγωσαν καὶ συνέτριψαν τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ Κυρίου σου.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
42. Γιὰ δυὸ λόγους ὁ λόφος τοῦ Γολγοθᾶ ὠνομάσθηκε Κρανίου τόπος, πρῶτα καὶ τὸ πιὸ σημαντικό, γιατὶ κατὰ τὴν γνώμη Βασιλείου, Χρυσοστόμου καὶ Θεοφυλάκτου εἶναι ἡ παράδοσις αὐτὴ ὅτι, ἐκεῖ ἦταν θαμμένο τὸ σῶμα τοῦ Ἀδάμ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ μοναχὸς Ἐπιφάνιος σὲ αὐτὸ τὸ σύγγραμμα σχετικὰ μὲ τὴν Συρία καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ λέει· «Ὑπὸ τὸν Γολγοθᾶν ναὸς (ἤτοι οἶκος) μικρὸς τοῦ Ἀδάμ ἐστι καὶ ἐν αὐτῷ ἣν ἡ κάρα αὐτοῦ ὑπὸ τὸ δεῖγμα τοῦ Γολγοθᾶ» ὁπότε ἀπὸ αὐτὸ ὀνομάστηκε Κρανίου τόπος· ἡ δεύτερη καὶ πιὸ πρόχειρη αἰτία εἶναι γιατὶ κατὰ τὴν γνώμην τοῦ Κορεσσίου καὶ ἄλλων ἱστορικῶν, δὲν ἔλειπαν ἀπὸ ἐκεῖ πάντα κρανία σπαρμένα αὐτῶν τῶν κακούργων ποὺ ἀπεκεφάλιζαν, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ ὀνομάστηκε Κρανίου τόπος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΓ´
Πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὶς αἰσθήσεις μας μὲ ἄλλους τρόπους, ὅταν μᾶς παρουσιάζωνται τὰ ὁρατὰ ἀντικείμενά τους.
Ὅταν βλέπῃς πράγματα ὡραῖα στὴν ὄψι καὶ τίμια στὴ γῆ, σκέψου, ὅτι ὅλα εἶναι μηδαμηνά, καὶ σὰν μιὰ κοπριά, σὲ σχέσι μὲ τὴν σύγκρισι τῶν ὡραιοτήτων καὶ πλουσιοτήτων τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα μετὰ τὸ θάνατο θὰ ἀπολαύσῃς ἂν καταφρονήσῃς ὅλο τὸν κόσμο· στρέφοντας ὅλη τη ματιά σου πρὸς τὸν ἥλιο, σκέψου ὅτι περισσότερο ἀπὸ αὐτὸν εἶναι φωτεινὴ καὶ ὡραία ἡ ψυχή σου, ἂν σταματᾷς στὴ χάρι τοῦ Ποιητοῦ σου· διαφορετικά, εἶναι περισσότερο σκοτεινὴ καὶ σιχαμερὴ ἀπὸ τὸ καταχθόνιο σκοτάδι. Βλέποντας μὲ τὰ μάτια σου στὸν οὐρανό, πέρασε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου ψηλότερα στὸ πύρινο οὐρανό (43), καὶ ἐκεῖ συγκετρώσου μὲ τὸν λογισμό, σὰν νὰ σοῦ εἶναι αὐτὸς ἕτοιμος γιὰ παντοτεινὴ εὐτυχέστατη κατοικία, ἐφ᾿ ὅσον ζήσεις ἐδῶ στὴ γῆ μὲ ἀθῳότητα. Ἀκούγοντας τὰ κελαδίσματα τῶν πουλιῶν πάνω στὰ δέντρα τὴν ἐποχὴ τῆς ἀνοίξεως καὶ ἄλλα μελῳδικὰ τραγούδια, ἀνέβασε τὸ νοῦ σου σὲ ἐκεῖνα τὰ γλυκοκελαδίσματα τοῦ Παραδείσου, καὶ σκέψου πὼς ἐκεῖ ἀκούγεται ἀσταμάτητα τὸ Ἀλληλούια καὶ οἱ ἄλλες ἀγγελικὲς δοξολογίες (44) καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ σὲ ἀξιώσῃ νὰ τὸν ὑμνῇς γιὰ πάντα, μαζὶ μὲ ἐκεῖνα τὰ οὐράνια πνεύματα «Καὶ μετὰ ταῦτα ἤκουσα φωνὴν ὄχλου πολλοῦ μεγάλην ἐν τῷ οὐρανῷ, λέγοντος Ἀλληλούια» (Ἀποκ. 19,3).
Ὅταν καταλάβης ὅτι νιώθεις εὐχαρίστησι ἀπὸ τὴν ὡραιότητα τῶν δημιουργημάτων, σκέψου, ὅτι ἐκεῖ παρακάτω ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση, βρίσκεται κρεμασμένο τὸ ὑποχθόνιο φίδι, πολὺ προσεκτικὸ καὶ πρόθυμο νὰ σὲ σκοτώσῃ ἢ ἀκόμη καὶ νὰ σὲ πληγώσῃ καὶ πὲς ἐναντίον του· «Ἄ, κατηραμένο φίδι! πῶς κάθεσαι ἔτσι ποὺ ἔχεις στείσει παγίδα, γιὰ νὰ μὲ καταφᾶς»! καὶ ἔπειτα ἀφοῦ στραφῆς πρὸς τὸ Θεό, πές· «Εὐλογητὸς εἶσαι, Θεέ μου, ποὺ μοῦ φανέρωσες τὸ ἐχθρό μου καὶ μὲ ἐλευθέρωσες ἀπὸ τὸ λυσσασμένο του λάρυγγα καὶ τὸ ἄγγιστρο». Καὶ ἀμέσως κατάφυγε, κατάφυγε στὶς πληγὲς τοῦ ἐσταυρωμένου, συγκετρώσου σὲ αὐτές,καὶ σκέψου πόσο ὑπέφερε ὁ Κύριός μας στὴν ἁγιώτατη σάρκα του, γιὰ νὰ σὲ ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ σὲ κάνῃ νὰ μισήσῃς τὶς ἡδονὲς τῆς σάρκας.
Σοῦ θυμίζω καὶ ἄλλο ἕνα πρᾶγμα, γιὰ νὰ ἀποφύγης αὐτὴ τὴν ἐπικίνδυνη ἀπόλαυσι καὶ εὐχαρίστησι τῆς σάρκας· καὶ αὐτὸ εἶναι, τὸ νὰ βυθίζῃς καλὰ τὸ νοῦ σου στὸ νὰ συλλογίζεται μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο τί θὰ γίνῃ ἐκεῖνο τὸ πρόσωπο ποὺ τότε σοῦ ἄρεσε· δηλαδή, ὅτι θὰ γίνῃ σάπιο καὶ γεμάτο σκουλίκια καὶ βρωμιά· ὅταν περπατᾷς σὲ κάθε βῆμα καὶ διασκελισμὸ ποδιοῦ ποὺ κάνεις, θυμήσου πὼς κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο πηγαίνεις πλησιάζοντας στὸν τάφο. Βλέποντας πουλιὰ στὸν ἀέρα, ἢ νερὰ νὰ τρέχουν, σκέψου πὼς ἡ ζωή σου μὲ μεγαλύτερη ταχύτητα πετᾶ καὶ πηγαίνει στὸ τέλος της. Ὅταν ξεσηκωθοῦν ἄνεμοι δυνατοὶ τὸν χειμῶνα, ἢ ἀστράφτει καὶ βροντάει ὁ οὐρανός, τότε θυμήσου τὴ φοβερὴ μέρα τῆς Κρίσεως· καὶ κλίνοντας τὰ γόνατα, προσκύνησε τὸν Θεὸ καὶ παρακάλεσέ τον νὰ σοῦ δώσῃ χάρι καὶ χρόνο, νὰ ἑτοιμασθῇς καλά, γιὰ νὰ παρουσιασθῇς τότε μπροστὰ στὴν Ὕψιστη Μεγαλειότητα.
Ἐὰν σὲ βροῦν διάφορα γεγονότα, ἐξασκήσου κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο· ὅταν, παραδείγματος χάριν, εἶσαι στενοχωρημένος ἀπὸ κανένα πόνο ἢ μελαγχολία ἢ ὑποφέρῃς ἀπὸ πυρετὸ ἢ κρύωμα ἢ κάτι ἄλλο θλιβερό, ἀνέβασε τὸ νοῦ σου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖο φάνηκε εὐχάριστο γιὰ τὸ καλό σου νὰ ὑποφέρῃς σ᾿ αὐτὸ τὸ μέτρο καὶ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὴν ἀρώστεια καὶ τὴν θλῖψι, γιὰ τὴν ὁποία, χαρούμενος γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ σοῦ δείχνει ὁ Θεός, καὶ γιὰ τὴν ἀφορμὴ ποὺ σοῦ δίνει νὰ τὸν ὑπηρετήσῃς σὲ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τοῦ ἀρέσουν περισσότερο, πὲς μὲ τὴν καρδιά σου· «Ἰδοὺ εἰς ἐμὲ τὸ πλήρωμα τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μου, τὸ ὁποῖο ἀπὸ πολλὰ χρόνια ὥρισε μὲ ἀγάπη νὰ ὑποφέρω ἐγὼ αὐτὴ τὴν θλῖψι· ἂς εἶναι πάντα εὐλογημένος ὁ ἀγαθώτατός μου Δεσπότης». Καὶ πάλι, ὅταν ἔλθη στὸ νοῦ σου κανένας καλὸς λογισμός, στρέψου στὸ Θεὸ καὶ γνωρίζοντας ὅτι προῆλθε ἀπὸ αὐτόν, εὐχαρίστησέ τον.
Ὅταν κάνῃς ἀνάγνωσι, πίστεψε ὅτι βλέπεις τὸν Θεὸ κάτω ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ λόγια, καὶ δέξου τα σὰν νὰ προέρχονταν ἀπὸ τὸ θεϊκό του στόμα. Τὸν καιρὸ ποὺ βλέπεις ὅτι βασιλεύει ὁ ἥλιος καὶ ἔρχεται ἡ νύχτα, λυπήσου καὶ παρακάλεσε τὸν Θεό, νὰ μὴν πέσῃς στὸ αἰώνιο σκοτάδι. Βλέποντας τὸν σταυρό, συλλογίσου πὼς αὐτὸς εἶναι ἡ σημαία καὶ τὸ λάβαρο τῆς ἐκστρατείας καὶ τοῦ πολέμου σου, καὶ πώς, ἂν ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ αὐτόν, θὰ παραδοθῇς στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν ἂν ὅμως τὸν ἀκολουθήσῃς, θὰ φθάσης στὸν οὐρανὸ φορτωμένος μὲ ἔνδοξα βραβεῖα. Βλέποντας τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἀφιέρωσε τὴν καρδιά σου σ᾿ αὐτὴ ποὺ βασιλεύει στὸν Παράδεισο καὶ εὐχαρίστησέ την, γιατὶ στάθηκε πάντα ἕτοιμη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σου, γιατὶ γέννησε, θήλασε, ἀνέθρεψε τὸν Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου, καὶ γιατὶ δὲν λείπει στὸν ἀόρατό μας πόλεμο ἡ προστασία καὶ ἡ βοήθειά της. Οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων, ἂς παραβάλλουν στὸ νοῦ σου ὅτι ἔχεις τόσους συμπαραστάτες καὶ μεσῖτες στὸν Θεὸ καὶ παρακαλοῦν γιὰ σένα· αὐτοὶ ρίχνοντας μὲ γενναιότητα τὰ κοντάρια τους καὶ ἀφοῦ περπάτησαν, σοῦ ἄνοιξαν τὸν δρόμο, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο περπατώντας, θὰ στεφανωθῇς καὶ σὺ μαζί τους σὲ μιὰ δόξα παντοτεινή.
Ὅταν δῇς τὶς Ἐκκλησίες, ἀνάμεσα στὶς ἄλλες εὐλαβεῖς σκέψεις σου, συλλογίσου ὅτι ἡ ψυχή σου εἶναι ναὸς τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μὲ «ἐσεῖς εἶσθε ναὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ » (Β´ Κορινθ. 6,16) καὶ πρέπει νὰ τὴν διατηρῇς καθαρὴ καὶ ἁγνή. Ἀκούγοντας σὲ κάθε στιγμὴ τὸν ἀσπασμὸ τοῦ Ἀγγέλου τό, Θεοτόκε Παρθένε, κάνε αὐτὲς τὶς σκέψεις· α´) εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ γιὰ ἐκεῖνο τὸ μήνυμα, ποὺ ἔστειλε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ καὶ στάθηκε ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας μας. β´) Χαῖρε μαζὶ μὲ τὴν Ἀειπαρθένο Μαρία γιὰ τὰ πολλὰ μεγαλεῖα της, στὰ ὁποῖα ὑψώθηκε γιὰ τὴν ἐξαίρετη τιμὴ καὶ βαθύτατη ταπείνωσί της. Καὶ γ´) προσκύνησε μαζὶ μὲ αὐτὴν τὴν εὐτυχισμένη Μητέρα καὶ μὲ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τὸ θεῖο της βρέφος, ποὺ τότε ἀμέσως συνελήφθη στὴ παναγία της μήτρα· αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνῃς τρεῖς φορὲς τὴν ἡμέρα, τὸ βράδυ, τὸ πρωὶ καὶ τὸ μεσημέρι.
Τὴν δὲ Πέμπτη τὸ βράδυ, σκέψου τὴν λύπη τῆς Θεοτόκου γιὰ τὸν γεμάτο αἵματα ἱδρῶτα, ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὸν ἀγαπητό της Υἱὸ μέσα στὸ Κῆπο ποὺ προσευχόταν, ὅταν πῆγαν οἱ στρατιῶτες μὲ τὸν Ἰούδα καὶ τὸν ἔπιασαν καὶ γιὰ τὴν θλῖψι ποὺ εἶχε ὁ Υἱός της ὅλη ἐκείνη τὴν νύχτα· τὸ πρωὶ τῆς Παρασκευῆς, σκέψου τὶς λῦπες καὶ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασε γιὰ τὴν παρουσίασι τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ της στὸν Πιλᾶτο καὶ στὸν Ἡρῴδη, γιὰ τὴν ἀπόφασι τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὸ σήκωμα τοῦ Σταυροῦ του· τὸ μεσημέρι, ἕως τὸ Σάββατο, σκέψου τὴν ρομφαία τῆς θλίψεως ποὺ πέρασε τὴν καρδιὰ αὐτῆς τῆς πολὺ ἄξιας Κυρίας, γιὰ τὴν σταύρωσι καὶ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου παιδιοῦ της, γιὰ τὸ σκληρότατο τρύπημα τῆς λόγχης τῆς ἁγίας του πλευρᾶς καὶ γιὰ τὴν ταφή του κ.τ.λ. Καὶ μὲ συντομία, ἂς εἶσαι πάντα ξάγρυπνος καὶ προσεκτικός, στὸ νὰ κυβερνᾷς τὶς αἰσθήσεις σου, καὶ σὲ κάθε τί ποὺ τύχαινει, χαροποιὸ ἢ λυπηρό, ἀγωνίσου νὰ κινῆσαι ἢ νὰ πηγαίνεις πίσω, ὄχι ἀπὸ τὴν ἀγάπη ἢ τὸ μῖσος τῶν ἐπιγείων, ἀλλὰ ἀπὸ μόνη τὴν θέλησι τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ δέχεσαι αὐτὰ ἢ νὰ τὰ ἀποστρέφεσαι τόσο, ὅσο θέλει ὁ Θεός.
Λοιπόν, ἂς γνωρίζῃς ὅτι τοὺς παραπάνω τρόπους, ποὺ σοῦ φανέρωσα γιὰ τὴν κυβέρνησι τῶν αἰσθήσεών σου, δὲν σοῦ τοὺς ἔδωσα γιὰ νὰ ἀσχολῆσαι συνέχεια μὲ αὐτούς· ἐπειδὴ καὶ ἔχῃς ὑποχρέωσι σχεδὸν πάντα, νὰ ἔχῃς τὸ νοῦ σου μαζεμένο μέσα στὴν καρδιά σου, γιὰ νὰ στέκεσαι μαζὶ μὲ τὸν Κύριό σου, ὁ ὁποῖος θέλει νὰ προσέχῃς στὸ νὰ νικᾷς τοὺς ἐχθρούς σου καὶ τὰ πάθη σου, μὲ συνεχεῖς πράξεις, τόσο μὲ τὸ νὰ ἀντιστέκεσαι σ᾿ αὐτά, ὅσο καὶ μὲ τὶς πράξεις τῶν ἀντίθετων ἀρετῶν, καθὼς σοῦ προεῖπα στὸ ιγ´ κεφάλαιο· ἀλλὰ σοῦ τοὺς ἑρμήνευσα γιὰ νὰ γνωρίζῃς νὰ κυβερνᾷς τὸν ἑαυτό σου, ὅταν τὸ καλέσῃ ἡ ἀνάγκη. Γιατὶ πολλοί, καὶ παλαιοὶ καὶ νέοι ἀσκητές, καὶ ἄλλοι μὲ παρόμοιες φαντασίες πλανήθηκαν καὶ χάθηκαν ἀπὸ τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος γνωρίζει καὶ συνηθίζει νὰ μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός, καθὼς εἶπε ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ πλανήσῃ τὸν ἄνθρωπο· «Καὶ ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς μεταμφιέζεται σὲ ἄγγελο φωτός» (Β´ Κορινθ. 11,14).
Γνώριζε ἐπίσης καὶ αὐτό, ὅτι καθὼς ἀπὸ τὴν αἴσθησι γεννιέται ἡ φαντασία, ἔτσι ἀντιστρόφως καὶ ἀπὸ τὴν φαντασία γεννιέται ἡ αἴσθηση, δηλαδὴ τόσο πολὺ χοντραίνει καὶ παχαίνει ἡ φαντασία σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους, ποὺ προκαλεῖ τὶς ἴδιες ἐνέργειες καὶ ἔχει τὰ ἴδια ἀποτελέσματα, ποὺ κάνει καὶ ἡ αἴσθησις· γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ ὑποχόνδριοι καὶ φαντασιώδεις φοβοῦνται ἀπὸ τὶς φαντασίες τους, ὅπως φοβοῦνται καὶ ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις τους· καὶ ἢ γλυκαίνονται καὶ προσπαθοῦν ἢ πονοῦν καὶ ὑποφέρουν κάποιοι καὶ πεθαίνουν μόνο καὶ μόνο ἀπὸ αὐτὰ τὰ πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ φαντάζονται, παρομοίως σὰν νὰ ἦταν παρόντα αἰσθητὰ καὶ πραγματικά, αὐτὰ τὰ ἴδια πρόσωπα καὶ πράγματα ποὺ φαντάζονται. Καί, λοιπόν, ποιὸς δὲν βλέπει πόσο κακὸ πρᾶγμα εἶναι ἡ φαντασία καὶ πόσο πρέπει νὰ τὴν ἀποφεύγουμε;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΔ´
Πῶς πρέπει νὰ κυβερνᾶμε τὴ γλῶσσα μας.
Ἀνάγκη μεγάλη εἶναι νὰ κυβερνᾷ κάποιος ὅπως πρέπει τὴν γλῶσσα του καὶ νὰ τὴν χαλιναγωγῇ. Γιατὶ, κάθε ἕνας κλίνει πολὺ στὸ νὰ τὴν ἀφήνῃ νὰ τρέχῃ καὶ νὰ ὁμιλῇ γιὰ ἐκεῖνα ποὺ δίνουν εὐχαρίστησι στὶς αἰσθήσεις μας· ἡ πολυλογία, τὶς περισσότερες φορές, προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀπὸ τὴν ὁποία, φανταζόμενοι ἐμεῖς πὼς γνωρίζουμε πολλά, καὶ ἰκανοποιώντας τὴ γνώμη μας, πιεζόμαστε μὲ πολλὲς ἐπαναλήψεις τῶν λόγων μας, νὰ τυπώσουε τὴν γνώμη μας αὐτὴ στὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων, γιὰ νὰ τοὺς κάνουμε τὸν δάσκαλο, σὰν νὰ ἔχουν ἀνάγκη νὰ μάθουν ἀπὸ μᾶς· καὶ μάλιστα τὴν ἴδια ὑπερηφάνεια δείχνουμε ὅταν τοὺς διδάσκουμε χωρὶς αὐτοὶ νὰ μᾶς ρωτήσουν πρῶτα.
Τὰ κακὰ ποὺ γεννιοῦνται ἀπὸ τὴν πολυλογία, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὰ περιγράψουμε μὲ λίγα λόγια· ἡ πολυλογία εἶναι μητέρα τῆς ἀκηδίας· ὑπόθεσις ἄγνοιας καὶ ἀνοησίας· πόρτα τῆς καταλαλιᾶς, ὑπηρέτης τῶν ψεμμάτων καὶ ψυχρότητα τῆς εὐλαβοῦς θερμότητας· τὰ πολλὰ λόγια δυναμώνουν τὰ πάθη καὶ ἀπὸ αὐτὰ κινεῖται μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ γλῶσσα μὲ περισσότερη εὐκολία στὴν ἀδιάκριτη συζήτησι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος, θέλοντας νὰ φανερώσῃ πόσο δύσκολο εἶναι τὸ νὰ μὴν ἁμαρτάνῃ κάποιος στὰ λόγια ποὺ λέει, εἶπε ὅτι αὐτὸ εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν τελείων ἀνδρῶν· «Ἂν κάποιος δὲν κάνῃ σφάλματα μὲ τὰ λόγια, αὐτὸς εἶναι τέλειος ἄνθρωπος, ἱκανὸς νὰ χαλιναγωγήσῃ ὅλο του τὸν ἑαυτό» (3). Γιατὶ, ἀφοῦ ἡ γλῶσσα ἀρχίσει μία φορὰ νὰ μιλάει, τρέχει σὰν ἀχαλίνωτο ἄλογο, καὶ δὲν μιλάει μόνο τὰ καλὰ καὶ αὐτὰ ποὺ πρέπει, ἀλλὰ καὶ τὰ κακά· γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται αὐτὴ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀπόστολο, «μεστὴ ἀπὸ κακό, γεμάτη ἀπὸ δηλητήριο θανατηφόρο». Ὅπως σύμφωνα καὶ ὁ Σολομώντας εἶπε, ὅτι ἀπὸ τὴν πολυλογία δὲν θὰ ἀποφύγῃς τὴν ἁμαρτία· «ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξη ἁμαρτίαν» (Παρ. 10,20). Καὶ γιὰ νὰ μιλήσουμε γενικά, ὅποιος μιλάει πολύ, δείχνει ὅτι εἶναι ἀνόητος· «ὁ ἄφρων πληθύνει λόγους» (Ἐκκλ. 10,14).
Μὴν ἀνοίξης μεγάλες συνομιλίες μὲ ἐκεῖνον, ποὺ σὲ ἀκούει μὲ κακὴ ὄρεξι, γιὰ νὰ μὴ τὸν ἀηδιάσης καὶ τὸν κάνῃς νὰ σὲ σιχαθῆ, ὅπως γράφτηκε: «Ὁ πλεονάζων λόγον, βδελυχθήσεται» (Σειρὰχ κεφ. 7). Ἀπόφευγε νὰ μιλᾷς αὐστηρὰ καὶ μεγαλόφωνα. Γιατὶ καὶ τὰ δυὸ εἶναι πολὺ μισητὰ καὶ δίνουν ὑποψία ὅτι εἶσαι μάταιος καὶ ἔχεις μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό σου· μὴν μιλᾷς ποτὲ γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γιὰ τὶς ὑποθέσεις σου ἢ γιὰ τοὺς συγγενεῖς σου· παρά, ὅταν εἶναι ἀνάγκη καὶ ὅσο μπορεῖς περισσότερο, μὲ συντομία καὶ ὀλιγολογία. Καὶ ἂν σοῦ φανῆ πὼς ἄλλοι μιλοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους παραπάνω, ἐσὺ πίεσε τὸν ἑαυτό σου νὰ μὴ τοὺς μιμηθῇς, ἂν ὑποτεθῆ ὅτι καὶ τὰ λόγια τους νὰ φαίνωνται ταπεινὰ καὶ τῶν ἴδιων κατηγορητικά. Γιὰ δὲ τὸν πλησίον σου καὶ γιὰ ὅσα ἀνάγονται σὲ αὐτό, μίλα ὅσο λιγώτερο μπορεῖς, ὅταν καὶ ἐκεῖ ποὺ εἶναι ἀνάγκη γιὰ τὸ καλό του (45).
Γιὰ τὸν Θεό, νὰ μιλᾷς μὲ ὅλη σου τὴν ὄρεξι καὶ μάλιστα γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀγαθότητά του. Ἀλλὰ μὲ φόβο, σκεπτόμενος, ὅτι μπορεῖς νὰ κάνῃς λάθος ἀκόμη καὶ σὲ αὐτό. Ὁπότε, καλύτερα ἀγάπα νὰ προσέχῃς, ὅταν ἄλλοι μιλοῦν σχετικὰ μὲ αὐτά, φυλάττοντας τοὺς λόγους τους στὰ ἐσωτερικά της καρδιᾶς σου. Γιὰ τὰ ἄλλα ποὺ μιλᾶνε, μόνο ὁ ἦχος τῆς φωνῆς ἂς ἐνοχλῇ τὴν ἀκοή σου· ἀλλὰ ὁ νοῦς σου, ἂς στέκεται ἀνυψωμένος στὸ Θεό. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἀκόμη εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀκούσῃς ἐκεῖνον, ποὺ μιλάει γιὰ νὰ καταλάβης καὶ νὰ τοῦ ἀπαντήσῃς, καὶ τότε μὴν παραλείψης ἀνάμεσα νὰ ὑψώσῃς κάποιο μὲ τὸ λογισμὸ στὸν οὐρανό, ποὺ κατοικεῖ ὁ Θεός σου· καὶ σκέψου τὸ ὕψος του καὶ πὼς αὐτὸς βλέπει πάντα τὴν μηδαμινότητά σου, ἐξέταζε καλὰ ἐκεῖνα, ποὺ ἔρχονται στὴν καρδιά σου γιὰ νὰ πῇς, πρὶν νὰ περάσουν στὴ γλῶσσα καὶ θὰ βρῇς πολλά, ποὺ εἶναι καλύτερα νὰ μὴν βγοῦν ἀπὸ τὸ στόμα σου· ἀλλὰ ἀκόμη γνώριζε, ὅτι καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ σκέφτεσαι ὅτι εἶναι καλὰ νὰ πῇς, εἶναι πολὺ καλύτερο νὰ τὰ θάψης στὴ σιωπὴ καὶ θὰ τὸ γνωρίσῃς, ἀφοῦ περάση ἐκείνη ἡ συνομιλία.
Ἡ σιωπή, εἶναι μία μεγάλη ἐνδυνάμωσις τοῦ Ἀοράτου Πολέμου καὶ μία σίγουρη ἐλπίδα τῆς νίκης· ἡ σιωπή, εἶναι πολὺ ἀγαπημένη ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ δὲν ἐμπιστεύεται τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ἐλπίζει στὸ Θεό· εἶναι φύλακας τῆς ἱερᾶς προσευχῆς καὶ θαυμαστῆ βοήθεια στὴν ἐκγύμνασι τῶν ἀρετῶν (46)· καὶ ἀκόμη εἶναι σημεῖο φρονιμάδας. Γιατὶ, ἂν καὶ ἄλλος δὲν μιλάη, τὸ κάνει γιατὶ δὲν ἔχει λόγο νὰ πῇ· «Ἐστὶ σιωπῶν, οὐ γὰρ ἔχει ἀπόκρισιν» (Σειρὰχ κεφ. 5)· καὶ ἄλλος, διότι φυλάττει τὸν κατάλληλο καιρὸ γιὰ νὰ μιλήσῃ· «Καὶ ἔστι σιωπῶν, εἰδὼς καιρόν» (αὐτόθι). Καὶ ἄλλος γιὰ ἄλλες αἰτίες (47)· γενικὰ ὅμως καὶ ὁλοκληρωτικά, ὅποιος δὲν μιλάει, δείχνει πὼς εἶναι φρόνιμος καὶ σοφός· «ἐστὶ σιωπῶν καὶ αὐτὸς φρόνιμος» (Σειρ. 14,27).
«Ἕνας σιωπαίνει καὶ ἀποδεικνύεται σοφός» (Σειρ. 20,4).
Γιὰ νὰ συνηθίσῃς νὰ σιωπᾷς, σκέψου πολλὲς φορὲς τὶς ζημιὲς καὶ τοὺς κινδύνους τῆς πολυλογίας καὶ τὰ μεγάλα καλὰ τῆς σιωπῆς καὶ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς τρόπους, ποὺ εἶπα στὰ προηγούμενα τρία κεφάλαια, δηλαδὴ τὸ νὰ ἀνεβαίνῃ κάποιος ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, στὴ θεωρία τοῦ σαρκωθέντος Λόγου· καὶ στὸ στολισμὸ τῶν ἠθῶν, μποροῦν νὰ μεταχειρίζονται ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν γνῶσι, διάκρισι καὶ δύναμι στὸ λογισμό, γιὰ νὰ διορθώνουν τὶς αἰσθήσεις τους μὲ αὐτούς. Ὅσοι ὅμως δὲν ἔχουν αὐτὴ τὴν γνῶσι καὶ τὴν δύναμι, αὐτοὶ μὲ ἄλλον τρόπο μποροῦν νὰ διορθώνουν τὶς αἰσθήσεις τους· δηλαδή, μὲ ὅλη τους τὴν δύναμι νὰ ἀπέχουν ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα τὰ αἰσθητά, ποὺ μποροῦν νὰ βλάπτουν τὴν ψυχή τους.
Καὶ λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ μου, α´ μέν, πρέπει νὰ φυλάττῃς μὲ μεγάλη προσοχὴ τοὺς κακοὺς καὶ γρήγορους κλέφτες ποὺ ἔχεις, δηλαδή, τὰ μάτια σου, καὶ νὰ μὴν τὰ ἀφήνῃς νὰ τεντώνονται καὶ νὰ βλέπουν μὲ περιέργεια τὰ πρόσωπα τῶν γυναικῶν, τόσο τὰ ὄμορφα, ὅσο καὶ τὰ ἄσχημα ἢ τὰ πρόσωπα τῶν ἀνδρῶν καὶ μάλιστα τῶν νέων καὶ ἀγένειων ἢ νὰ βλέπουν τὴν ξεγύμνωσι ὄχι μόνο τῶν ξένων σωμάτων, ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου σου σώματος. Γιατὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν περιέργεια καὶ τὸ ἐμπαθῆ κοίταγμα, ἡ καρδιὰ συλλαμβάνει τὴν ἡδονὴ καὶ τὴν ἐπιθυμία τῆς πορνείας καὶ τῆς παιδεραστίας. Καθὼς εἶπε ὁ Κύριος.
«Ὅποιος βλέπει γυναῖκα μὲ ἐπιθυμία πονηρή, ἔχει κιόλας μέσα του διαπράξει τὴν μοιχεία μὲ αὐτήν» (Ματθ. 5,38). Καὶ κάποιος σοφὸς εἶπε «ἐκ τοῦ ὁρᾶν, τίκτεται τὸ ἐρᾶν» (48). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Σολομώντας παραγγέλνει, νὰ μὴ πιαστοῦμε ἀπὸ τὰ μάτια μας, μήτε νὰ νικηθοῦμε ἀπὸ ἐπιθυμία ὡραιότητας· «υἱέ, μὴ σὲ νικήσῃ κάλλους ἐπιθυμία, μητὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς» (Παρ. 6,25).
Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, φυλάξου νὰ μὴ βλέπῃς περίεργα τὰ ὄμορφα φαγητὰ καὶ ποτά, ἐνθυμούμενος τὴν πρώτη μητέρα τοῦ γένους μας Εὔα ἡ ὁποία, γιὰ νὰ δῇ τὸν ἀπαγορευμένο καρπὸ τοῦ ἐμποδισμένου ξύλου στὸν Παράδεισο, τὸν ἐπιθύμησε, τὸν πῆρε, τὸν ἔφαγε καὶ ἔτσι πέθανε· οὔτε νὰ βλέπῃς μὲ εὐχαρίστησι τὰ ὄμορφα ροῦχα ἢ τὸν χρυσὸ καὶ τὸ ἀργύριο ἢ τὶς λαμπρὲς δόξες τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ μὴ περάση ἀπὸ τὰ μάτια σου μέσα στὴ ψυχήν σου τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας καὶ φιλαργυρίας. «Ἀπόστρεψαν γάρ, φησι, τοὺς ὀφθαλμούς μου, τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118.)· καὶ γιὰ νὰ μιλήσω γενικά, φυλάξου νὰ μὴ βλέπῃς χορούς, παιχνίδια, τραπέζια, ξεφαντώματα, μαλώματα, παλαίσματα, τρεχάματα καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἄτακτα καὶ ἄσεμνα πράγματα, ποὺ ἀγαπᾷ ὁ ἠλίθιος κόσμος καὶ ἔχει ἀπαγορευμένα ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ· ἀλλὰ ἀπόφευγε καὶ κλεῖσε τὰ μάτια σου ἀπὸ αὐτά, γιὰ νὰ μὴ γεμίσῃς τὴν καρδιὰ καὶ τὴν φαντασία σου ἀπὸ ἄσχημες εἰκόνες καὶ πάθη, καὶ ξεσηκώσῃς ταραχὴ καὶ νέο πόλεμο ἐναντίον σου, ἀφήνοντας τὸν ἀγῶνα, ποὺ ἔχεις νὰ ἀγωνίζεσαι ἐναντίον τῶν παλαιῶν σου παθῶν. Ἀγάπα ὅμως νὰ βλέπῃς τὶς Ἐκκλησίες, τὶς ἁγίες εἰκόνες, τὰ ἱερὰ βιβλία, τὰ κοιμητήρια, τοὺς τάφους καὶ ὅσα ἄλλα εἶναι σεμνὰ καὶ ἅγια, τῶν ὁποίων ἡ θεωρία σὲ ὠφελεῖ.
Α´. Πρέπει νὰ προφυλάττης τὰ αὐτιά σου. Πρῶτα γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦς τὰ αἰσχρὰ καὶ ἐρωτικὰ λόγια, τὰ τραγούδια καὶ τὰ μουσικὰ ὄργανα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα γλυκαίνεται ἡ ψυχή σου καὶ ἡ καρδιά σου ἀνάβει ἀπὸ τὴν σαρκικὴ ἐπιθυμία. Γιατὶ εἶναι γραμμένο· «ἀπομάκρυνε ἀπὸ μένα τὰ ἐπονείδιστα λόγια» (Παρ. κζ´ 11).
Κατὰ δεύτερο λόγο, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦς τὰ ἀστεῖα καὶ τὰ γελωτοποιὰ λόγια, τὰ ὁποῖα μάλιστα εἶναι φαντασιώσεις καὶ τὰ κάθε εἴδους καὶ διάφορα τοῦ κόσμου ψέμματα, νοστιμευόμενος καὶ γλυκαινόμενος ἀπὸ αὐτά. Ἐπειδὴ δὲν εἶναι σωστὸ στὸ χριστιανὸ νὰ ἀκούῃ μὲ εὐχαρίστησι αὐτά, ἀλλὰ ἐκείνων τῶν διεφθαρμένων ἀνθρώπων, σχετικὰ μὲ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Παῦλος, ὅτι, «θὰ κλείσουν τὰ αὐτιά τους στὴν ἀλήθεια καὶ θὰ στραφοῦν στὰ παραμύθια» (Β´. Τιμοθ. δ᾿ 4.)
Τρίτο, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦς μὲ εὐχαρίστησι τὶς κατακρίσεις καὶ πολυλογίες ποὺ οἱ ἄλλοι κάνουν ἐναντίον τοῦ πλησίον ἀλλὰ ἢ νὰ τὶς ἐμποδίζεις, ἂν μπορεῖς ἢ νὰ μὴν κάθεσαι νὰ τὶς ἀκοῦς. Ἐπειδὴ ὁ μέγας Βασίλειος θεωρεῖ ἄξιους ἀφορισμοῦ, τόσο ἐκείνους ποὺ πολυλογοῦν, ὅσο καὶ ἐκείνους ποὺ στέκονται καὶ ἀκοῦν τὶς συκοφαντίες· «Ἂν βρεθῆ κάποιος νὰ καταλαλῇ ἄλλον ἢ ἂν ἀκούῃ νὰ καταλαλοῦν καὶ δὲν τοὺς ἐπιτιμᾷ… μαζὶ μὲ αὐτὸν νὰ ἀφορίζεται» (49).
Τέταρτο, φυλάξου νὰ μὴ γλυκαίνεσαι καὶ ἀκοῦς τὰ περιττὰ καὶ μάταια λόγια καὶ τὶς φλυαρίες, στὶς ὁποῖες καταπιάνεται ὁ περισσότερος κόσμος· γιατί, εἶναι γραμμένο· «δὲν θὰ ἀκούσῃς λόγο μάταιο» (Ἔξοδ. 23,1). Καὶ ὁ Σολομώντας εἶπε· «μάταιο λόγο κάντον μακρυά μου» (Παρ. 30,8). Καὶ ὁ Κύριος εἶπε· «Γιὰ κάθε μάταιο λόγο ποὺ θὰ ποῦν οἱ ἄνθρωποι, θὰ λογοδοτήσουν τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως» (Ματθ. 12,36).
Καὶ γιὰ νὰ ποῦμε σύντομα, φυλάξου νὰ μὴν ἀκοῦς ὅλα ἐκεῖνα τὰ λόγια καὶ ἀκούσματα, ποὺ μποροῦν νὰ βλάψουν τὴν ψυχή σου· αὐτὰ κυρίως εἶναι οἱ κολακεῖες τῶν κολάκων καὶ οἱ ἔπαινοι, σχετικὰ γιὰ τοὺς ὁποίους εἶπε ὁ Ἡσαΐας «λαός μου, αὐτοὶ ποὺ σᾶς καλοτυχίζουν, σᾶς κοροϊδεύουν» (3,11). Ἀγάπησε δὲ νὰ ἀκοῦς τὰ θεῖα λόγια, τὶς ἱερὲς μελῳδίες καὶ ψαλμῳδίες, καὶ ὅλα ὅσα εἶναι σεμνά, ἅγια, σοφὰ καὶ ψυχωφελῆ· καὶ μάλιστα ἀγάπα νὰ ἀκοῦς τὶς ἀτιμίες καὶ τὶς βρισιὲς ποὺ σοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι.
Ε´. Φύλαξε τὴν ὄσφρησί σου ἀπὸ τὰ μυρωδικά, τοὺς μόσχους καὶ ἄλλα εὐωδιαστὰ ἀρώματα, τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει οὔτε πάνω σου νὰ τὰ βάζῃς ἢ νὰ τὰ ἀλείφῃς, οὔτε μὲ ὑπερβολὴ νὰ μυρίζεσαι. Ἐπειδὴ αὐτά, ὅλα εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν ἀσέμνων γυναικῶν, καὶ ὄχι τῶν φρονίμων ἀνδρῶν, καὶ κοιμίζουν τὴν γενναιότητα τῆς ψυχῆς, καὶ τὴν σπρώχνουν σὲ πορνικὰ πάθη καὶ ἐπιθυμίες καὶ κάνουν νὰ ἔρχωνται σὲ αὐτοὺς ποὺ τὰ μεταχειρίζονται, οἱ προφητικὲς ἐκεῖνες κατάρες, ποὺ λένε «Καὶ ἀντὶ τῆς εὐχάριστης εὐωδίας, θὰ ὑπάρχη μοῦχλα» (Ἡσ. 3,23), «Καὶ ἀλοίομονο σὲ ὅσους ἀλείφονται μὲ τὰ καλύτερα ἀρώματα» (Ἄμ. 6,6).
ΣΤ´. Φύλαξε τὴν γεῦσι καὶ τὴν κοιλιά σου, γιὰ νὰ μὴν ὑποδουλώνεται σὲ παχυντικὰ καὶ εὐχάριστα καὶ πολυποίκιλα φαγητά, καὶ νόστιμα καὶ εὐώδη ποτά. Γιατὶ, τὰ τρυφερὰ αὐτὰ τραπέζια, πρὶν νὰ τὰ ἀποκτήσῃς, θὰ σὲ κάνουν νὰ πέσῃς σὲ κλεψιές, ψέματα, κολακεῖες, καὶ ἄλλα χίλια ὑπηρετικὰ πάθη καὶ κακά· ἀφοῦ ὅμως τὰ ἀποκτήσῃς, θὰ σὲ γκρεμίσουν στοὺς λάκκους τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ κτηνόμορφων ἐπιθυμιῶν, ὅσες πραγματοποιοῦνται κάτω ἀπὸ τὴν κοιλιά· καὶ θὰ φέρουν ἐναντίον σου τὶς προφητικὲς ἐκεῖνες κατάρες τοῦ Ἀμώς· «Ἀλοίμονο ἐσεῖς ποὺ τρῶτε τρυφερὰ ἀρνάκια καὶ καλοθρεμένα μοσχαράκια ἀπὸ τὰ κοπάδια….» (6,4).
Ζ´. Πρέπει νὰ φυλάγεσαι, νὰ μὴν πιάνῃς μὲ τὸ χέρι ὄχι μόνο ξένο σῶμα γυναίκας, ἄνδρα ἢ γέροντα, τὸ ἴδιο καὶ νεώτερου, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό σου σῶμα καὶ μάλιστα τὰ ἀπόκρυφα σημεῖα σου, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἀνάγκη. Γιατὶ, ὅσο ἄκομψη εἶναι αὐτὴ ἡ αἴσθησις τῆς ἁφῆς, τόσο αἰσθητικὴ καὶ ζωντανὴ εἶναι καὶ παρακινεῖ τὰ πάθη τῆς σάρκας, καὶ γκρεμίζει τὸν ἄνθρωπο ὡς αὐτὴ τὴν πρᾶξι τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ὅλες μὲν οἱ ἄλλες αἰσθήσεις, ὑπηρετοῦν τὴν ἁφή, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπὸ μακριὰ ἐργάζονται τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ ὅταν κάποιος φθάση στὴν ἁφή, δηλαδὴ φτάνῃ καὶ πιάνῃ, δύσκολα πιὰ μπορεῖ νὰ κρατηθῆ καὶ νὰ μὴν διαπράξῃ τὴν ἁμαρτία.
Στὴν αἴσθησι τῆς ἁφῆς, ἀναφέρεται καὶ ὁ στολισμὸς τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ σώματος καὶ τῶν ποδιῶν. Ὁπότε, φυλάξου νὰ μὴ στολίζῃς τὸ σῶμα σου μὲ μαλακὰ καὶ διάφορα καὶ λαμπρὰ ροῦχα ἢ μὲ πολυέξοδα καλύμματα τῆς κεφαλῆς ἢ μὲ πολύτιμα παπούτσια, γιατὶ αὐτὰ ἁρμόζουν στὶς γυναῖκες καὶ στοὺς ἄνδρες δὲν ταιριάζουν, ἀλλὰ μόνο νὰ φορᾷς σεμνὰ καὶ ταπεινὰ καὶ ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα καὶ χρειάζονται, στὸ κρύο τοῦ χειμῶνα καὶ στὸν καύσωνα τοῦ καλοκαιριοῦ γιὰ τὴν συντήρησι τοῦ σώματος, γιὰ νὰ μὴν ἀκούσῃς καὶ σὺ ἐκεῖνο, ποὺ ἄκουσε ὁ πλούσιος ποὺ ντύθηκε τὴν βασιλικὴ καὶ μεταξωτὴ ἐνδυμασία, δηλαδή, τό·
«Ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου» (Λουκ. 16,25) καὶ ἔλθη πάνω σου ἡ κατάρα ποὺ λέγει ὁ Ἰεζεκιήλ·«Θὰ βγάλουν τοὺς μανδύες τους καὶ θὰ πετάξουν ἀπὸ πάνω τους τὰ χρυσοκέντητα ροῦχα τους» (26,16).
Στὴν ἁφὴ ἀναφέρονται ἀκόμη καὶ οἱ ἄλλες ἀνέσεις τοῦ σώματος· ὅπως εἶναι, τὸ φτιάξιμο τῶν μαλλιῶν καὶ τὸ συχνὸ πλύσιμο τῶν γενιῶν, τὰ λαμπρὰ καὶ πολύτιμα σπίτια, τὰ πολυέξοδα καὶ μαλακὰ στρώματα καὶ καθίσματα. Ἀπὸ αὐτὰ ὅλα νὰ φυλάγεσαι, ὡς βλαβερὰ τῆς συνέσεώς σου καὶ ὑπεύθυνα τῆς πορνείας καὶ τῶν σαρκικῶν παθῶν, γιὰ νὰ μὴν κληρονομήσῃς τὸ οὐαὶ τοῦ Ἀμώς, ποὺ λέγει· «Ἀλοίμονο σὲ σᾶς ποὺ ξαπλώνετε σὲ ἀνάκλιντρα στολισμένα μὲ ἐλεφαντόδοντο» (6,4).
Αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα ὡς τώρα, εἶναι ἡ γῆ, τὴν ὁποία κατεδικάστηκε νὰ τρώῃ τὸ νοητὸ φίδι ὁ διάβολος. Αὐτὰ εἶναι, ἡ ὕλη καὶ ἡ τροφή, μὲ τὴν ὁποία τρέφονται ὅλα τὰ πάθη τῆς σάρκας. Καὶ λοιπόν, ἐὰν ἐσὺ δὲν τὰ καταφρονήσῃς, ὡς δῆθεν μικρά, ἀλλὰ πολεμήσῃς γενναῖα καὶ δὲν τὰ ἀφήσῃς νὰ μποῦν μέσα ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις στὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά σου, σὲ πληροφορῶ, ὅτι ἀλήθεια, εὔκολα θὰ ἐξαφανίσῃς μὲ τὴν ἀτροφία τὸν διάβολο καὶ τὰ πάθη καὶ σὲ λίγο καιρὸ θὰ φανῆς νικητὴς ἄριστος σὲ αὐτὸν τὸν Ἀόρατο Πόλεμο.
Γιατὶ εἶναι γραμμένο στὸν Ἰώβ, ὅτι ὁ μυρμηκολέοντας (δηλαδὴ ὁ διάβολος) ἐξαφανίστηκε καὶ χάθηκε μὴ ἔχοντας νὰ φάῃ τροφή, «Μυρμηκολέων ὥλετο, παρὰ τὸ μὴ ἔχειν βορᾶν» (δ᾿ 11) (50).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
43. Ὁ πύρινος οὐρανὸς ἔχοντας τὴν οὐσία του ἀπὸ φῶς καθαρώτατο, κατὰ τὸν ἅγιο Κάλλιστο, εἶναι, κατὰ τοὺς θεολόγους, ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, κατὰ τὸ «ὁ οὐρανός μοι θρόνος»· καὶ πάλι, «ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ τῷ Κυρίῳ» αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ κατοικία ὅλων τῶν ἁγίων, τόσον Ἀγγέλων, ὅσον καὶ τῶν ἀνθρώπων· αὐτὸς εἶναι καὶ ἡ πολυπόθητη βασιλεία τῶν οὐρανῶν, σχετικὰ γιὰ τὴν ὁποία ἔλεγε ὁ μακάριος Αὐγουστῖνος, «ἂν καὶ μίαν μόνην ἡμέραν ἔμελλον νὰ ἀπολαύσω τὴν οὐράνιον βασιλείαν, πάντα τὰ τοῦ κόσμου καὶ πᾶσαν σωματικὴν καταφρονήσω
ἀπόλαυσιν». Καὶ ὁ Ἱερώνυμος ἐμφανίστηκε σὲ ὄνειρο στὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο πρῶτα τὸν ἐρώτησε σχετικὰ μὲ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔλεγε· «Ἀδελφέ, ἡ οὐράνια μακαριότητα καὶ μὲ τὸ στόμα δὲν περιγράφεται καὶ μὲ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ δὲν καταλαβαίνεται. Αὐτὴν καὶ οἱ Ἄγγελοι ἀπολαμβάνουν καὶ οἱ δίκαιοι συναπολαμβάνουν καὶ πίστευε ἔτσι».
44. Τρεῖς ἐξαίσιοι ὕμνοι καὶ δοξολογίες εἶναι, μὲ τὶς ὁποῖες δοξολογοῦν τὴν Ἁγία Τριάδα οἱ ἐννιὰ τάξεις τῶν Ἀγγέλων. Καὶ τῆς μὲν πρώτης Ἱεραρχίας τῶν Θρόνων, Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ, εἶναι ὁ ἴδιος ὕμνος, τό, Γὲλ γὲλ τὸ ὁποῖο βγαίνει ἀπὸ τοὺς κύκλους τῶν Χερουβὶμ κατὰ τὸν Ἰεζεκιὴλ (κεφ. 1,13), δηλώνει δὲ ἀνακυλισμό, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιον Διονύσιο τὸν Ἀρεοπαγίτη (Οὐράν. Ἱεραρχ. κεφ. ιε´)· τῆς δὲ δεύτερης ἱεραρχίας, τῶν Κυριοτήτων, Δυνάμεων καὶ Ἐξουσιῶν, ὁ ἴδιος ὕμνος εἶναι τό, Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος (Ἡσ. 6,3). Τῆς δὲ τρίτης τῶν Ἀρχῶν Ἀρχαγγέλων καὶ Ἀγγέλων ἴδιος ὕμνος εἶναι τό, Ἀλληλούια, κατὰ τὸν Νικήτα τὸν Στηθάτη (Φιλοκαλ. κεφ. η´ τῆς τρίτης ἐκατοντ.).
45. Μιλώντας θυμήσου νὰ προσέχῃς στὴν προσταγὴ τοῦ ἁγίου Θαλασσίου ἡ ὁποία λέει· «Ἀπὸ τοὺς πέντε τρόπους τῆς συνομιλίας νὰ
διαλέξης τοὺς τρεῖς. Τὸν τέταρτο μὴ τὸν συνηθίσῃς. Καὶ ἀπὸ τὸν πέμπτο νὰ ἀπέχῃς» (Φιλοκαλ.). Οἱ τρεῖς δὲ τρόποι, σύμφωνα μὲ τὸν Νικόλαο Κατασκεπηνὸ εἶναι τὸ ναί, τὸ ὄχι καὶ τὸ ξεκάθαρο. Ὁ τέταρτος εἶναι τὸ ἀμφίβολο. Ὁ δὲ πέμπτος, τὸ ἄγνωστο, δηλαδὴ νὰ μιλᾷς γιὰ πράγματα ποὺ γνωρίζεις πὼς εἶναι ἀληθινά, ἢ ψεύτικα ἢ συγκεκριμένα· καὶ γιὰ τὰ ἀμφίβολα καὶ ἄγνωστα στοὺς λόγους σου, νὰ μὴν μιλᾷς· ἢ ἐπειδὴ εἶναι πέντε τὰ εἴδη τοῦ λόγου, σύμφωνα μὲ τὸν Βλεμίδη στὴ λογική. Κλητικὸ μὲ τὸ ὁποῖο καλοῦμε κάποιον. Ἐρωτηματικό, μὲ τὸ ὁποῖον ἐρωτοῦμε. Εὐκτικό, μὲ τὸ ὁποῖο εὐχόμαστε. Ὁριστικό, μὲ τὸ ὁποῖο ὁριστικὰ καὶ καταφατικὰ μιλᾶμε καὶ Προστακτικό, μὲ τὸ ὁποῖο ἀρχοντικὰ καὶ αὐθεντικὰ προστάζουμε. Ἐσὺ χρησιμοποίησε στὴν ὁμιλία σου μόνο τὰ τρία, τὸ δὲ Ὁριστικὸ καὶ Προστακτικὸ μὴ τὸ χρησιμοποιῇς.
46. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ (Λόγοι γ´) λέγει, ὅτι εἶναι συνεργὸς τῶν καλῶν ἡ σιωπὴ καὶ μεγαλύτερη ὅλων τῶν ἔργων τῆς μοναχικῆς πολιτείας (Λογ. λδ´) καὶ μυστήριο τοῦ μέλλοντος αἰῶνος (Ἐπιστολ. γ´ ). Ὁ δὲ μέγας Βαρσανούφιος λέει, ὅτι ἡ σιωπὴ ποὺ κρατεῖται μὲ τὴ θέλησί μας, εἶναι ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεολογία.
47. Ὁ δὲ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέγει, ὅτι γιὰ τρία πράγματα σιωπᾷ κάποιος· ἢ γιὰ τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων ἢ γιὰ τὴν ζεστὴ ἐπιθυμία καὶ τὸ ζῆλο τῆς ἀρετῆς ἢ γιατὶ ἔχει κρυφὴ θεϊκὴ συνομιλία μέσα στὸν ἑαυτό του καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ λόγο πηγαίνει τὸ νοῦ του σὲ αὐτὴ (λόγ. κστ´).
48. Εἶναι ὁλοφάνερο αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὰ παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Γιατὶ οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τοῦ Σὴθ καὶ τοῦ Ἐνώς, μὲ τὸ νὰ δοῦν τὶς κόρες τῶν ἀνθρώπων, δηλαδὴ τῶν ἀπογόνων τοῦ Κάιν ὅτι ἦταν ὄμορφες, πῆραν αὐτὲς γυναῖκες καὶ διέφθειραν αὐτὲς καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἀκολούθησε ὁ παγκόσμιος ἐκεῖνος κατακλυσμὸς (Γέν. κεφ. ς´). Ὁ Συχὲμ ὁ γιὸς τοῦ Ἐμμὼρ στὰ Σίκιμα, γιὰ νὰ δῇ τὴν Δείνα τὴν κόρη τοῦ Ἰακώβ, τὴν ἀγάπησε καὶ ἔτσι τὴν διέφθειρε καὶ ἀπὸ τὴ διαφθορὰ αὐτή, ἔγινε ὁ καταστροφικὸς ἐκεῖνος ἀφανισμὸς τῶν Σικίμων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἕως τὰ ζῷα. (Γέν. λδ´). Ὁ Σαμψὼν γνώρισε γυναῖκες, τόσο στὰ Θαμναθᾶ, ὅσο καὶ στὴ Γάζα καὶ ἀγάπησε αὐτὲς καὶ κοιμήθηκε
μαζί τους (Κρίτ. ιδ´ καὶ ις´.) Εἶδε ὁ βασιλιὰς Δαβὶδ τὴν Βηρσαβεὲ ὅταν λουζόταν καὶ τὴν ἀγάπησε καὶ ἔτσι ἐμοίχευσε μὲ αὐτὴ (Β´ Βασιλ. ια´).
Εἶδαν οἱ δυὸ ἐκεῖνοι ἡλικιωμένοι καὶ κριτὲς τοῦ λαοῦ τὴν Σωσάννα καὶ τὴν ἐπιθύμησαν (Σωσαν. ἰστορ. 9). Καὶ ἄλλα τέτοια πολλά.
49. Στὰ ἐπιτίμια ποὺ δὲν ἔχουν γραφή.
50. Ὁ μοναχὸς Ἰώβιος, στὴν Μυριόβιβλο τοῦ Φωτίου, λέγει, ὅτι ὀνομάζεται μυρμηκολέων ὁ διάβολος, διότι, πρῶτα ρίχνει τὸν ἄνθρωπο στὰ μικρὰ ἁμαρτήματα· καὶ ἔπειτα τὸν ρίχνει στὰ μεγάλα· καὶ στὴν ἀρχὴ φαίνεται ἀσθενὴς καὶ μικρός, ὡσὰν μήρμυγκας, ἀλλ᾿ ὕστερα φαίνεται
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ἀπόδοση στὴ νέα Ἑλληνική: Ἱερομόναχος Βενέδικτος
Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου