Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
Αόρατος Πόλεμος
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΕ´
Πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησί μας.
Ἀφοῦ μιλήσαμε σχετικὰ γιὰ τὴν διόρθωσι τῶν αἰσθήσεών μας, ἐπακόλουθο εἶναι νὰ ποῦμε ἐδῶ καὶ πῶς πρέπει νὰ διορθώνουμε τὴν φαντασία καὶ ἐνθύμησί μας, ἐπειδὴ καὶ κατὰ τὴν γνώμη ὅλων σχεδὸν τῶν φιλοσόφων, ἡ φαντασία καὶ ἡ ἐνθύμησις, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ μία ἀποτύπωσις ὅλων ἐκείνων τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, ποὺ εἴδαμε, ἀκούσαμε καὶ μυριστήκαμε καὶ γευτήκαμε καὶ πιάσαμε. Καὶ γιὰ νὰ πῶ μὲ συντομία, ἡ φαντασία καὶ ἐνθύμησις, εἶναι μία ἐσωτερικὴ κοινὴ αἴσθησις, ἡ ὁποία φαντάζεται καὶ θυμᾶται καθαρὰ ὅλα, ὅσα οἱ ἐξωτερικὲς πέντε αἰσθήσεις μας πρόλαβαν νὰ προαισθανθοῦν. Καὶ κατὰ κάποιο τρόπο, ἡ μὲν αἴσθησις καὶ τὰ αἰσθητά, παρομοιάζονται μὲ τὴν σφραγίδα, ἐνῷ ἡ φαντασία, μὲ τὸ ἀποτύπωμα τῆς σφραγίδας.Ἡ φαντασία αὐτὴ καὶ ἡ ἐνθύμησις μᾶς δόθηκε μετὰ τὴν παράβασι γιὰ νὰ τὴν μεταχειρισθοῦμε, ὅταν οἱ ἐξωτερικές μας αἰσθήσεις ἡσυχάζουν καὶ ὅταν δὲν ἔχουμε μπροστά μας παρόντα τὰ αἰσθητὰ ἐκεῖνα πράγματα, ποὺ πέρασαν ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ τυπώθηκαν σὲ αὐτήν. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἔχουμε πάντα παρόντα ὅλα ὅσα γνωρίσαμε καὶ ἀκούσαμε καὶ μυρίσαμε καὶ γευθήκαμε καὶ πιάσαμε, γι᾿ αὐτὸ τὰ φέρνουμε μπροστά μας μὲ τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησι, ποὺ τὰ ἔχει τυπωμένα καὶ ἔτσι μιλοῦμε γι᾿ αὐτὰ καὶ σκεπτόμαστε, σὰν νὰ τὰ εἴχαμε καὶ μπροστά μας.
Γιὰ παράδειγα· ἐσὺ πῆγες μία φορὰ καὶ εἶδες τὴν Σμύρνη, ἔπειτα ἔφυγες ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πλέον δὲν τὴν βλέπεις μὲ τὴν ἐξωτερικὴ αἴσθησι τῶν ματιῶν, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴν ἐσωτερικὴ αἴσθησι δηλαδή, μὲ τὴν φαντασία καὶ ἐνθύμησι, ὅταν θέλῃς, φέρνεις τὴν Σμύρνη μπροστά σου καὶ τὴν βλέπεις, σὰν νὰ ἦταν καὶ παρόν, μὲ τὸ ἴδιο σχῆμα καὶ διάστημα καὶ μέγεθος καὶ τοποθεσία, ποὺ ἔχει· ὄχι πὼς τότε πηγαίνεις καὶ βλέπεις τὴν Σμύρνη, (καθὼς νομίζουν μερικοὶ ἀμαθεῖς). Ἀλλὰ βλέπεις τὴν εἰκόνα τῆς Σμύρνης, τὴν ὁποία ἔχει τυπωμένη μέσα ἡ φαντασία καὶ ἡ ἐνθύμησίς σου. Αὐτὴ ἡ φαντασία τῶν αἰσθητῶν εἶναι, ποὺ μᾶς ἐνοχλεῖ καὶ μέσα στὸν ὕπνο καὶ μᾶς κάνει νὰ βλέπουμε τὰ διάφορα καὶ πολυποίκιλα ὄνειρα, στὰ ὁποῖα πρόσεχε νὰ μὴ πιστεύῃς ποτέ.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ φαντασία αὐτή, εἶναι μιὰ παράλογη καὶ χοντρὴ ἀποτύπωσις τῶν πέντε αἰσθήσεων καὶ φαντάζεται τὰ αἰσθητὰ μὲ τὸ σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ τὸ μέγεθός τους, ὅπως εἴπαμε.
Α. Νὰ γνωρίζῃς, δὲ ὅτι ὁ Θεός, ὅπως εἶναι ἔξω ἀπὸ ὅλες τὶς αἰσθήσεις μαζὶ καὶ τὰ αἰσθητὰ καὶ πέρα ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ διάστημα καὶ τόπο, ὡς ἐντελῶς ἀσχημάτιστος καὶ ἄμορφος καὶ ὑπάρχει παντοῦ καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα, ἔτσι εἶναι καὶ ἔξω ἀπὸ κάθε φαντασία. Καὶ στὴ συνέχεια, γνώριζε, ὅτι ἡ φαντασία εἶναι μία δύναμις τῆς ψυχῆς, ποὺ δὲν ἔχει ἐπιδεξιότητα νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸν Θεό, γιὰ αὐτὰ τῆς τὰ ἐλαττώματα (Βλέπε στὴ Φιλοκαλία, ποὺ λέγει, ὅτι «καμία φαντασία δὲν ἔχει θέσι στὴν περίπτωσι τοῦ Θεοῦ. Διότι γενικὰ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἔννοια»).
Β´. Γνώριζε, ὅτι καὶ ὁ ἑωσφόρος καὶ ὁ πρῶτος τῶν Ἀγγέλων, ὄντας πρὶν ἀνώτερος τῆς παράλογης φαντασίας καὶ πέρα ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ χρῶμα καὶ αἴσθησι ὡς νοῦς λογικὸς καὶ ἄϋλος καὶ ἀσχημάτιστος καὶ ἀσώματος, ὕστερα ἀφοῦ φαντάσθηκε καὶ ἐσχημάτισε μὲ τὸ νοῦ του τὴν ἰσοθεΐα, ἔπεσε ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἄμορφη καὶ ἀσχημάτιστη καὶ ἀπαθῆ καὶ ἑνιαία, ἀσώματη κατάστασι τοῦ νοῦ, κάτω στὴ πολυσχημάτιστη καὶ πολυμέριστη καὶ παχυλὴ αὐτὴ φαντασία, ὅπως εἶναι γνώμη πολλῶν θεολόγων καὶ ἔτσι, ἀπὸ ἄγγελος ἀσχημάτιστος, ἄϋλος καὶ ἀπαθής, ἔγινε διάβολος, ὑλικός, κατὰ κάποιο τρόπο, πολύσχημος καὶ ἐμπαθής (51). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται ἀπὸ τοὺς θείους Πατέρες ζωγράφος ποὺ μιμεῖται τὰ πάντα καὶ φίδι πολύμορφο καὶ τρώει τὴν γῆ τῶν παθῶν, φαντασιοκόπος καὶ ἄλλα παρόμοια ὀνόματα. Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ παρομοιάζεται ὡς δράκος μὲ σῶμα, μὲ οὐρά, μὲ νεῦρα, μὲ πλευρά, μὲ ράχη, μὲ μύτη, μὲ μάτια, μὲ στόμα, μὲ χείλη, μὲ δέρμα, μὲ σάρκα καὶ μὲ ἄλλα παρόμοια μέλη. Καὶ βλέπε στὸ μ´καὶ μα´ κεφάλαιο τοῦ Ἰώβ. Ὁπότε, ἀπὸ αὐτὰ μάθε, ἀγαπητέ, ὅτι ἡ φαντασία μὲ διάφορες μορφές, καθὼς εἶναι ἐφεύρεσι καὶ καρπὸς τοῦ διαβόλου, ἔτσι τοῦ εἶναι καὶ πολὺ ἐπιθυμητή. Ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους (52) αὐτὴ εἶναι τὸ γεφύρι, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο περνώντας οἱ δολοφόνοι δαίμονες, ἑνώνονται μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ἔτσι τὴν κάνουν κατοικητήριο αἰσχρῶν καὶ πονηρῶν καὶ βλάσφημων λογισμῶν καὶ ὅλων τῶν ἀκαθάρτων ψυχικῶν καὶ σωματικῶν παθῶν.
Γ. Γνώριζε, ὅτι κατὰ τὸν θεολογικώτατο Ἅγιο Μάξιμο καὶ ὁ πρωτόπλαστος Ἀδὰμ κτίστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ χωρὶς φαντασία. Ἐπειδή, ὁ νοῦς ἐκείνου, καθαρός, μοναδικὸς καὶ πράγματι νοῦς ὤν, δὲν τυπωνόταν, οὔτε σχηματιζόταν ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις καὶ τὰ διάφορα εἴδη τῶν αἰσθητῶν. Ἀλλὰ χωρὶς νὰ μεταχειρισθῆ τὴν κατώτερη δύναμι τῆς φαντασίας καὶ νὰ φαντασθῇ σχήματα καὶ χρώματα καὶ εἴδη καὶ διαστήματα, παρατηροῦσε μὲ τὴν ἀνώτερη δύναμη τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ τὴν διάνοια, μόνους γυμνοὺς καὶ ψιλούς τους λόγους τῶν ὄντων, ἄϋλα, καθαρὰ καὶ πνευματικά(53). Ἀλλὰ ὁ ἀνθρωποκτόνος διάβολος, καθὼς αὐτὸς ἔπεσε ἀπὸ τὴν φαντασία, ἔτσι ἔκανε καὶ τὸν Ἀδάμ, νὰ σχηματίσῃ τὸν νοῦ του μὲ τὴν ἰσοθεΐα καὶ νὰ πέσῃ ἀπὸ τὴν ἰδία αὐτὴ τὴν φαντασία καὶ ἔτσι ἀπὸ ἐκείνη τὴν νοερά, ἰσάγγελο, ἑνιαία, λογικὴ καὶ ἀσχημάτιστη ζωή, γκρεμίστηκε ὁ ταλαίπωρος, στὴν αἰσθητική, πολυμέριστη καὶ πολυσχημάτιστη φαντασία αὐτὴ καὶ τὴν κατάσταση τῶν ἀλόγων ζῴων. Ἐπειδὴ ἡ φαντασία εἶναι κυρίως ἰδίωμα τῶν ἀλόγων ζῴων καὶ ὄχι τῶν λογικῶν.
Ἀφοῦ γιὰ μία φορὰ ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι, ποιὸς μπορεῖ νὰ πῇ, σὲ πόσα πάθη, σὲ πόσα κακὰ καὶ σὲ πόσες πλάνες κατακρεμίστηκε μέσα ἀπὸ τὴν φαντασία; Γέμισε τὴν ἠθικὴ φιλοσοφία ἀπὸ διάφορες ἀπάτες (54). Γέμισε τὴ φυσικὴ ἀπὸ πολλὲς ψευτοδοξασίες (55), καὶ γέμισε τὴν θεολογία ἀπὸ ψεύτικα καὶ σάπια δόγματα. Γιατὶ, πολλοί, καὶ μεγάλοι καὶ νεώτεροι, θέλοντας νὰ θεωρήσουν καὶ νὰ μιλήσουν σχετικὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ τῶν σχετικῶν, τῶν ἁπλῶν, ἀσχημάτιστων καὶ ἀφάνταστων μυστηρίων, ὅπου ἐνεργεῖ ἡ ἀνώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς δυνάμεις, ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς, δηλαδή, ὁ νοῦς, πρὶν ἀκόμη νὰ καθαρίσουν τὸ νοῦ τους ἀπὸ τὰ ἐμπαθῆ σχήματα καὶ εἰκόνες τῆς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, ἀντὶ γιὰ τὴν ἀλήθεια βρῆκαν τὸ ψέμα. Καὶ τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶναι, ὅτι καὶ τὸ ψέμα αὐτό, τὸ ἀσπάστηκαν καὶ τὸ κρατοῦν δυνατὰ σὰν ἀλήθεια καὶ ὄντως ὄν· ἀντὶ γιὰ θεολόγοι, φάνηκαν φαντασιολόγοι, ἀφοῦ παραδόθηκαν σὲ ἀδόκιμο νοῦ, κατὰ τὸν Ἀπόστολο.
Λοιπόν, ἐσὺ ἀδελφέ, ἐὰν ἀγαπᾷς νὰ ἐλευθερωθῇς μὲ εὐκολία ἀπὸ τὶς πλάνες αὐτὲς καὶ τὰ πάθη, ἐὰν ἐπιθυμῇς νὰ νὰ ξεφύγης ἀπὸ τὶς διαφόρες παγίδες καὶ τεχνάσματα τοῦ διαβόλου καὶ ἐὰν ἐπιθυμῇς νὰ ἑνωθῇς μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ πετύχης τὸν θεῖο φωτισμὸ καὶ τὴν ἀλήθεια, πολέμα, ἀλλὰ μὲ ὅλες σου τὶς δυνάμεις πολέμα, νὰ ξεγυμνώσῃς τὸν νοῦ σου ἀπὸ τὰ σχήματα καὶ τὰ χρώματα καὶ τὰ διαστήματα, καὶ γενικὰ ἀπὸ κάθε φαντασία καὶ ἐνθύμησι τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, καὶ καλῶν καὶ κακῶν.
Ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ εἶναι σὰν μολυσμοὶ καὶ λάσπες καὶ σκοτεινιά, ποὺ μολύνουν τὴν καθαρότητα καὶ εὐπρέπεια καὶ λαμπρότητα τοῦ νοῦ καὶ παχαίνουν τὴν ἀϋλία του. Καὶ σχεδόν, κανένα πάθος (56) ψυχικὸ ἢ σωματικὸ δὲν μπορεῖ νὰ πλησίαση τὸν νοῦ, παρὰ διὰ μέσου τῆς φαντασίας αὐτῆς τῶν αἰσθητῶν. Ἀγωνίσου λοιπὸν νὰ φυλάξης αὐτὸ τὸ νοῦ σου ἀχρωμάτιστο, ἀσχημάτιστο, ἄμορφο καὶ καθαρό, καθὼς τὸ ἔπλασε ὁ Θεός.
Αὐτὸ βέβαια μὲ ἄλλο τρόπο δὲν γίνεται, παρὰ ἂν τὸν ἐπιστρέφῃς καὶ τὸν μαζέψης μέσα στὸ στενὸ τόπο τῆς καρδιᾶς σου καὶ ὅλου τοῦ ἐσωτερικοῦ ἄνθρωπου· καὶ ἐκεῖ μέσα νὰ τὸν συνηθίζῃς νὰ βρίσκεται πότε μὲν προσευχόμενος μὲ πένθος, μὲ τὸν ἐσωτερικὸ λόγο τῆς καρδιᾶς, καὶ λέγοντας· «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με»· καὶ νὰ προσέχῃ μόνον τὰ λόγια τῆς προσευχῆς αὐτῆς, (ὅπως σχετικὰ μὲ αὐτό σου λέω στὸ κς´ κεφάλαιο), ἄλλοτε παρατηρώντας τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό, μᾶλλον διὰ μέσου τοῦ ἑαυτοῦ σου κατανοώντας τὸν Θεὸ καὶ ἀναπαυόμενος (57)· αὐτὴ ἡ θεωρία καὶ ἡ μελέτη λέγεται κυκλικὴ καὶ ἀπλανής (58). Γιατὶ, ὅπως τὸ φίδι, ὅταν θέλῃ νὰ βγάλη τὸ παλιό του δέρμα, πηγαίνει καὶ περνάει ἀπὸ στενὸ τόπο, ὅπως λένει οἱ φυσιολόγοι, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, μέσα ἀπὸ τὸ στενὸ τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ τῆς Νοερᾶς Προσευχῆς ποὺ βρίσκεται μέσα σὲ αὐτήν, φιλτράρεται, βγάζει τὸ φόρεμα τῆς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν καὶ κακῶν προλήψεων καὶ γίνεται καθαρός, λαμπρὸς καὶ κατάλληλος στὴν ἕνωσι τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὁμοιότητα ποὺ
παίρνει μὲ αὐτόν. Καὶ πάλι, καθὼς τὸ νερό, ὅσο ἑνώνεται καὶ περνάει στριμωγμένο μέσα ἀπὸ τοὺς στενοὺς σωλῆνες, τόσο λεπταίνει καὶ δυναμώνεται καὶ ἀνεβαίνει σὲ ὕψος· ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, ὅσο ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἀκριβῆ μελέτη τῆς καρδιᾶς καὶ τὴ δική του θεωρία, τόσο λεπταίνει, τόσο δυνατώτερος γίνεται καὶ ψηλότερος ἀπὸ κάθε πάθος καὶ ἐπίθεσι λογισμῶν καὶ ἀπὸ κάθε σχῆμα καὶ εἶδος, ὄχι μόνον τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν νοητῶν, μὲ τὸ νὰ μένουν ὅλα αὐτὰ ἔξω διότι ἐκεῖ μέσα δὲν μποροῦν νὰ μποῦν (59). Ἐὰν καμμιὰ φορὰ πάῃ ὁ νοῦς σου στὰ ἐξωτερικὰ ποὺ βλέπεις καὶ στὶς φαντασίες τοῦ κόσμου, πάλι ξαναγύρισε τὸν μέσα στὸν θάλαμο τῆς καρδιᾶς, ἕως ὅτου νὰ συνηθίσει.
Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος καὶ κυριώτερος τρόπος, τὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ἔχῃς παντοτεινὸ ἔργο γιὰ νὰ διορθώσῃς, ἀγαπητέ, τὴν φαντασία καὶ τὴν θύμησί σου· τί λέω; Νὰ διορθώσῃς καὶ νὰ ἐξαφανίσῃς ἀπὸ τὴν ρίζα, τὶς κακὲς προλήψεις αὐτῆς καὶ τὰ εἴδωλα. Αὐτὸς ὁ ὁποῖος τρόπος, ὅσο εἶναι καρποφόρος καὶ ὠφέλιμος, τόσο εἶναι καὶ κουραστικός· καὶ ὅσο εἶναι κουραστικός, τόσο εἶναι καὶ δυσκολοεπιχείρητος (γιὰ νὰ μὴν πῶ καὶ δυσκολοπίστευτος), κοντὰ στοὺς πολλοὺς καὶ μάλιστα στοὺς δικούς μας σοφοὺς καὶ διδασκάλους τοῦ τωρινοῦ αἰῶνα, οἱ ὁποῖοι δὲν θέλουν νὰ πιστέψουν στὴν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τόσων καὶ τόσων θεοφόρων Πατέρων, ποὺ διδάσκουν αὐτὸν τὸν τρόπο στὸ νεοτύπωτο βιβλίο τῆς Φιλοκαλίας, τὸ ὁποῖο εἶναι πιὸ πολύτιμο ἀπὸ κάθε βαρύτιμο πετράδι, στεροῦνται δίκαια τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τοὺς ὁποίους ἀπολαμβάνουν πολλοὶ ἀμαθεῖς καὶ ἀγράμματοι: «Τὰ ἀπέκρυψε αὐτὰ ὁ Θεός, κατὰ τὸ λόγιο, ἀπὸ σοφοὺς καὶ συνετοὺς καὶ τὰ φανέρωσε στὰ νήπια» (Λουκ.10,21). Γιατὶ, ὅσοι δὲν πιστεύουν σ᾿ αὐτὴ τὴ νοερὴ ἐργασία, οὔτε νὰ καταλάβουν μποροῦν τὴν ὠφέλεια ποὺ προέρχεται ἀπὸ αὐτὴ κατὰ τό· «Ἂν δὲν πιστεύσετε, δὲν θὰ καταλάβετε» (Ἡσ. 7,9).
Ὅταν βλέπῃς ὅτι ὁ νοῦς σου κουράζεται καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ μείνη μέσα στὴν καρδιὰ καὶ στὴν προσευχὴ τοῦ νοῦ ποὺ γίνεται μέσα σὲ αὐτή, τότε χρησιμοποίησε καὶ τὸν β´ τρόπο, δηλαδή, ἄφησε τὸ νὰ βγαίνῃ ἔξω καὶ νὰ ἀσχολῆται μὲ μελέτες καὶ παρατηρήσεις καὶ σὲ νοήματα θεῖα καὶ πνευματικά, τόσο σὲ αὐτὰ ποὺ περιέχονται μέσα στὶς Γραφές, ὅσο καὶ αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὰ κτίσματα, ἰδιαίτερα στὰ νοητά, τὰ ὁποῖα λέγονται στὴν καθομιλουμένη μεταφυσικὰ καὶ ἀφηρημένα τῆς ὕλης. Γιατὶ, αὐτὰ τὰ πνευματικὰ νοήματα, συγγενῆ μὲ τὸν νοῦ ἔχουν καὶ τὴν λεπτότητα καὶ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἄϋλου, δὲν τὸν ἀφήνουν νὰ παχαίνῃ, ἀλλὰ τὸν κάνουν μὲ εὐκολία νὰ ἐπιστρέψη στὸν τόπο τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ ἑνωθῆ πάλι μὲ τὴν νοερὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ λέει, ὁ Θεῖος Μάξιμος, «ὅτι μόνη ἡ πρᾶξις δὲν μπορεῖ νὰ κάνῃ τὸν νοῦ ἀπαθῆ, ἂν δὲν
τὸν διαδέχονται πολλὲς καὶ ποικίλες θεωρίες». Πρόσεξε ὅμως, νὰ μὴ ἀσχολῆσαι στοὺς λόγους τῶν ὑλικῶν σωμάτων καὶ ζῴων, δηλαδὴ στὰ λεγόμενα φυσικά, ἀφοῦ εἶσαι ἀκόμη ἐπαθῇς. Γιατὶ μὴ ὄντας ὁ νοῦς σου ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς μοχθηρὲς φαντασίες τῶν αἰσθητῶν, πρὶν νὰ διαπεράση μέσα στοὺς πνευματικοὺς καὶ ἄϋλους λογισμούς, ποὺ βρίσκονται μέσα στὰ σώματα καὶ στὰ ζῷα, πιάνεται ἀπὸ μόνο τὴν ἐξωτερικὴ μορφή τους καὶ τὴν ἐπιφάνεια· καὶ εὐχαριστημένος σὲ αὐτή, ἀποκτᾷ ψεύτικες δοξασίες καὶ πάθη, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἀντὶ νὰ βρῇ ἀπάθεια καὶ ἀλήθεια, καθὼς τὸ ἔπαθαν τόσοι καὶ τόσοι φιλόσοφοι, ποὺ καλοῦνται φυσικοί.
Ἢ χρησιμοποίησε καὶ τὸν γ´ τρόπο γιὰ ἀνάπαυσι καὶ παρηγοριὰ τοῦ νοῦ σου· δηλαδή, φαντάσου τὰ μυστήρια της ζωῆς καὶ τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν Γέννησί του στὸ σπήλαιο, τὴν Ὑπαπαντή του στὸ Ναό· τὴν Βάπτισί του στὸν Ἰορδάνη, τὴν Σαρανταήμερη νηστεία του στὴν ἔρημο· τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου του, τὰ διάφορα θαύματα ποὺ ἔκανε· τὴν Μεταμόρφωσί του στὸ Θαβώρ, τὸ νίψιμο τῶν ποδιῶν τῶν μαθητῶν του, τὴν παράδοσι τῶν μυστηρίων, τὴν προδοσία του, τὰ πάθη του· τὸν Σταυρό του, τὸν Ἐπιτάφιό του· τὴν Ἀνάστασί του καὶ τὴν Ἀνάληψί του· τὰ κάθε εἴδους βάσανα τῶν Μαρτύρων καὶ τὶς μακροχρόνιες ἀσκήσεις τῶν Ὁσίων.
Τὸ ἴδιο, μπορεῖς, ἀκόμη γιὰ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς σου καὶ τὴν μετάνοια, νὰ φαντάζεσαι τὸ μυστήριο καὶ τὴν φοβερὴ ὥρα τοῦ θανάτου σου, τὴν τρομερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, τὰ διάφορα εἴδη τῶν αἰωνίων κολάσεων, δηλαδή, τὶς λίμνες τῆς αἰώνιας φωτιᾶς· τὶς κατασκότεινες καὶ ὑπόγειες φυλακές· τοὺς πολὺ κρύους τάφους· τὰ σκουλίκια ποὺ πίνουν αἷμα, τὴν συντροφιὰ μὲ τοὺς δαίμονες· φαντάσου ἀκόμη καὶ τὴν ἀπόλαυσι τῆς ἀπερίγραπτης χαρᾶς καὶ τὴν οὐράνια ἐκείνη βασιλεία τῶν δικαίων τὴν αἰώνια δόξα καὶ μακαριότητα· τὸν ἦχο ἐκείνων ποὺ ἑορτάζουν τὴν ἕνωσι μὲ τὸ Θεὸ καὶ τὴν παντοτεινὴ γνωριμία καὶ συγκατοίκησι ὅλων τῶν Ἁγίων (60).
Ἀλλά, γνώριζε, ὅτι δὲν σοῦ λέω νὰ ἀσχολῆσαι πάντα μὲ αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ μεταχειρίζεσαι μόνο κάποτε κάποτε καὶ μερικὲς φορές, ὥς που νὰ ξεκουρασθῆ ὁ νοῦς σου καὶ πάλι νὰ ἐπιστρέψη στὴν καρδιὰ καὶ ἐκεῖ νὰ ἐργάζεται τὸ ἀφάνταστο καὶ ἀσχημάτιστο, διὰ μέσου τῆς καρδιακῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ, ὅπως ὅλα τὰ φερέοικα ζῷα, δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ κουβαλᾶνε μαζὶ τὸ σπίτι τους (σὰν τὰ σαλιγκάρια καὶ τὶς χελῶνες) καὶ τὰ ὄστρακα, δὲν ἀναπαύονται πουθενὰ ἀλλοῦ, παρὰ μέσα στὰ ὄστρακα, ποὺ εἶναι ντυμένα καὶ μέσα στὶς τρῦπες τους, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς, μὲ φυσικὸ τρόπο, σὲ τίποτα ἄλλο δὲν ἀναπαύεται τόσο, ὅσο, στὸ νὰ βρίσκεται μέσα στὸ σῶμα ποὺ φοράει, δηλαδή, μέσα στὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς καὶ στὸν ἐσωτερικὸ ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, σὰν ἀπὸ καμία πολεμήστρα, νὰ πολεμᾷ τοὺς λογισμοὺς καὶ τοὺς ἐχθροὺς καὶ τὰ πάθη, ποὺ ἐκεῖ μέσα εἶναι κρυμμένα, ἂν καὶ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι αὐτὸ δὲν τὸ γνωρίζουν (61).
Πάνω ἀπὸ ὅλα σου λέω, ὅτι γιὰ νὰ πολεμᾷς καὶ νὰ προφυλάγεσαι καλά, μὴν ἀφίνης τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησί σου νὰ θυμᾶται ὅλα ἐκεῖνα, ποὺ εἶδες ἢ ἄκουσες ἢ μυρίστηκες ἢ γεύτηκες ἢ ἔπιασες καὶ ἰδιαιτέρως, τὰ ἄσεμνα καὶ κακά. Γιατὶ ἔχει ἐπιβεβαιωθῆ μὲ τὴν δοκιμή, πὼς περισσότερο πόλεμο κάνει κάποιος νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν φαντασία καὶ τὴν ἐνθύμησι ἑνὸς πράγματος, παρὰ ἀπὸ τὴν ἰδία τὴν αἴσθησί του. Ἐπειδὴ τὸ νὰ ἰδῆ κανεὶς ‐ ὑποθετικὰ λέμε ‐ ἢ νὰ μὴν ἰδῆ ἕνα πρόσωπο μὲ πάθος, αὐτὸ εἶναι εὔκολο καὶ πόλεμο τόσο δὲν ἔχει· ὅταν ὅμως τὸ ἰδῆ καὶ τὸ περιεργασθῆ, δὲν εἶναι πλέον εὔκολο, ἀλλὰ χρειάζεται πόλεμος καὶ ἀγῶνας, γιὰ νὰ βγάλη τὴν ἐνθύμησι τοῦ προσώπου ἐκείνου ἀπὸ τὴν φαντασία του.
Καὶ πολλὲς φορές, μία μονάχα, ἐμπαθὴς καὶ περίεργη ματιά, ποὺ ρίξαμε σὲ ἕνα ὄμορφο πρόσωπο, μᾶς ἐντυπώνει στὴ φαντασία τόσο βαθιὰ τὴν ἐνθύμησί του, ποὺ πολεμοῦμε σαράντα ἢ πενήντα χρόνια, μέχρι καὶ αὐτὰ τὰ γηρατειά μας καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐξαλείψουμε ἐκείνη τὴν ἐνθύμησι καὶ φαντασία. Καὶ εἶναι ἄξιο γιὰ γέλια, ὅτι τὸ πρόσωπο ἐκεῖνο γερνάει καὶ ἀσχημαίνει ἢ πεθαίνει καὶ γίνεται χῶμα· καὶ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς οἱ ἴδιοι πιάνουμε μὲ τὰ χέρια μας τὰ ὀστᾶ του στὸν τάφο, ἀλλὰ ἡ φαντασία μας κρατεῖ τόσο σφικτὰ καὶ δυνατὰ τὴν εἰκόνα του, ποὺ πάντα τὸ νομίζει γιὰ νέο καὶ γιὰ ζωντανό· καὶ ἔτσι σὰν παράλογη καὶ τυφλή, μᾶς κάνει νὰ ἁμαρτάνουμε μὲ αὐτὸ στὴ καρδία, σὰν νὰ ἦταν καὶ ἀληθινό, τόσο ὅταν εἴμαστε ξύπνιοι, ὅσο καὶ ὅταν κοιμώμαστε(62).
Ἀκόμη σοῦ ὑπενθυμίζω, νὰ φυλαχθῇς καλὰ καὶ νὰ μὴ πιστεύῃς ἢ τελείως νὰ δέχεσαι ὡς ἀληθινό, ἂν δῇς ξύπνιος ἢ ἐνῷ κοιμᾶσαι, μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά σου ἢ ἔξω κανένα σχῆμα, ὅπως φῶς ἢ φωτιὰ ἢ σὰν εἶδος ἀγγέλου ἢ ἁγίου ἢ κάτι ἄλλο παρόμοιο, ὅ,τι κι ἂν εἶναι.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
51. Ὁπότε καὶ ὁ Σιναΐτης θεοφόρος Γρηγόριος, ἔτσι λέγει περὶ τῶν Δαιμόνων. «Ὄντας κάποτε καὶ αὐτοὶ νοερὰ ὄντα, ἀφοῦ ἐξέπεσαν τῆς ἀϋλίας καὶ τῆς λεπτότητος ἐκείνης, κάθε ἕνας ἀπόκτησε κάποιο ὑλικὸ πάχος, ἔχοντας σῶμα ἀνάλογο μὲ τὴν τάξι καὶ τὴν ἐνέργεια τὴν ὁποία ἔχει κάνει ἀπὸ τὴν ἔξι τῶν παθῶν» (Κεφ. ρκγ´ Φιλοκαλ.). Καὶ συνεχίζοντας παρακάτω λέγει· «ἀπὸ τὴν ἔξι τῶν παθῶν, ἔγιναν κάπως
ὑλικοί» (οἱ δαίμονες δηλαδή).
52. Βλέπε στὸ ξδ´ κεφάλαιο Καλλίστου καὶ Ἰγνατίου τῶν Ξανθοπούλων. Φιλοκαλ.
53. Ὁπότε καὶ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἂν καὶ εἶχε τὴν φυσικὴ τῶν ὄντων φιλοσοφία καὶ γνῶσι (σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία βλέπε στὸ νβ´ κέφ.), δὲν εἶχε ὅμως καὶ τὸν παθητικὸ αὐτὸν καὶ σύμφωνο νοῦ, δηλαδὴ τὴν φαντασία τῶν αἰσθητῶν, ἀλλὰ τὸν ἐνεργείᾳ καὶ ἀπαθῆ, αὐτὸν ποὺ ἐπιβάλλεται ἀμέσως στοὺς ἀσώματους λόγους τῶν ὑπάρξεων, ὅπως εἶναι ἡ γνώμη τῶν θεολόγων. Ὁπότε ὁ θεολόγος ἐκεῖνος, Γεώργιος ὁ Κορέσσιος, σὲ μία ἀπὸ τὶς θεολογικὲς ἀπορίες καὶ λύσεις του σχετικὰ μὲ τὴν ἔνσαρκη οἰκονομία, εἶπε τὰ ἑξῆς· «Ἦταν ἄξιος μισθοῦ ὁ Κύριος... ἐξ αἰτίας τῆς αὐξανομένης ἐπιστήμης (δηλαδὴ τῆς δυσικῆς γνώσεως τῶν ὄντων) ποὺ ὑπάρχει ἀμέσως στὸ Χριστὸ καὶ δὲν ἐμποδίζοταν ἀπὸ τίποτε (ἢ ἀπὸ τὸν ὕπνο), δηλαδὴ ἀπὸ τὶς φαντασίες τοῦ ὕπνου ἢ ἀπὸ κάποια ἄλλη αἰτία, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων διότι ὁ νοῦς τοῦ Χριστοῦ δὲν ἐξαρτόταν ἀπὸ τὶς φαντασίες, πρᾶγμα ποὺ γίνεται ἐμπόδιο στὴν μετάδοσι τῶν νοητῶν στοὺς ἄϋλους λόγους)». Σὲ ἀπόδειξι αὐτοῦ οὔτε λίγο συντείνει καὶ ἐκεῖνο ποὺ λέγει ὁ Βουλγαρίας Θεοφύλακτος (ἐρμην. τοῦ δ´ τοῦ κατὰ Λουκ.) ὅτι ὁ Κύριος δὲν φανταζόταν τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου ποὺ τοῦ φανέρωνε ὁ ἐχθρός.
54. Βλ. στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἴδιου κεφαλαίου.
55. Βλέπε πιὸ μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ ἴδιο κεφάλαιο.
56. Γιατὶ ἂν καὶ τύχη καὶ συναρπασθῆ κανεὶς ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ δῇ μὲ ἐμπάθεια κανένα ὄμορφο πρόσωπο, πολεμήσῃ ὅμως καὶ δὲν τυπώσῃ στὴν φαντασία του τὴν εἰκόνα τοῦ προσώπου ἐκείνου, βυθίζοντας τὸν νοῦ του μέσα στὴν καρδιά του, γλυτώνει ἀπὸ τὸν ἡδονικὸ συνδυασμὸ τῶν λογισμῶν, γλυτώνει ἀπό τὴν πάλη, γλυτώνει ἀπό τὴν συγκατάθεσι καὶ τελευταῖα γλυτώνει καὶ δὲν πέφτει στὴν διάπραξι τῆς ἁμαρτίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος εἶπε τὰ ἑξῆς: «Μὲ συνήρπασε ὁ ὄφις, ἀλλὰ δὲν μὲ συνέλαβε. Δὲν ἔστησᾳ εἴδωλο τῆς ἁμαρτίας. Ἡ πεῖρα εἶναι εἴδωλο, ἀποφύγαμε τὴν διάπραξι. Αὐτὰ εἶναι τὰ στάδια τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ». Ἐὰν ὅμως ἀφήσῃ κάποιος νὰ τυπωθῆ στὴν φαντασία του ἡ εἰκόνα καὶ ἐνθύμησις τοῦ προσώπου ἐκείνου, εὔκολα μπορεῖ νὰ πέσῃ στοὺς μεγαλύτερους βαθμοὺς τῆς ἁμαρτίας ἕως καὶ στὴν
διάπραξι αὐτῆς τῆς ἁμαρτίας· ὥστε τὸ κάθετι στὴ φαντασία μένει.
57. Γι᾿ αὐτὸ λέει ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν ὁ νοῦς δὲν σκορπίζεται στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, οὔτε ἁπλώνεται στὸ κόσμο ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις, γυρίζει στὸν ἑαυτό του καὶ μέσα ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἀνεβαίνει στὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ· «νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, μηδὲ ὑπὸ τῶν αἰσθητηρίων εἰς τὸν κόσμον διαχεόμενος, ἐπάνεισι μὲν πρὸς ἑαυτόν, δι᾿ ἑαυτοῦ δέ, πρὸς τὴν τοῦ Θεοῦ ἔννοιαν ἀναβαίνει» (ἐπιστολ. α´).
58. Γιατὶ τρεῖς εἶναι οἱ κινήσεις τῆς ψυχῆς, κατὰ τὸν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο· α´) μὲν ἡ κυκλική, ἡ ὁποία γίνεται ὅταν ἡ ψυχὴ γυρίζῃ ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ἀπὸ ἔξω πράγματα, πρῶτα μαζεύεται στὸν ἑαυτό της, ἔπειτα ἑνώνεται μὲ τὶς ἑνιαῖες καὶ ἀγγελικὲς δυνάμεις καὶ ἔτσι ἑνώνεται μὲ τὸν χωρὶς ἀρχή καὶ τέλος ἀγαθό, δηλαδὴ τὸν Θεό, β´) ἡ ἑλικοειδής, ἡ ὁποία γίνεται, ὅταν ἡ ψυχὴ κινῆται καὶ παίρνῃ τὶς θεῖες γνώσεις, ὄχι τελείως νοερὰ καὶ ἑνιαῖα καὶ ἀμετάβατα, ἀλλὰ μεταβατικὰ καὶ μὲ σκέψι, ἀπὸ ἕνα νόημα σὲ ἄλλο φερομένη, μὲ ἐνέργειες, μὲ κάποιο τρόπο ἀνακατεμένη ἀπὸ τὴν κυκλικὴ κίνηση καὶ ἀπὸ τὴν εὐθεία, γ´) εὐθεία κίνησις εἶναι, ὅταν ἡ ψυχὴ βγαίνῃ στὴ θεωρία τῶν γύρω ἀπὸ αὐτὴν αἰσθητῶν πραγμάτων καὶ ἀπὸ τὰ ἀπὸ ἔξω καὶ αἰσθητά, ὡσὰν ἀπὸ κάποιες εἰκόνες διάφορες καὶ πολλές, ἀναβαίνει στὶς ἁπλὲς καὶ ἑνιαῖες θεωρίες. (Περὶ θείων ὀνομάτων, κεφ. δ´). Λέγεται κυκλικὴ ἡ ἀνωτέρα καὶ πρώτη κυρία κίνησις τῆς ψυχῆς, γιατί, καθώς, παραδείγματος χάρι, ὅταν οἱ δυὸ ἄκρες μιᾶς βέργας ἑνωθοῦν, γίνεται στεφάνι καὶ κύκλος, ἔτσι καὶ ὅταν ἡ νοερὰ καὶ γνωστικὴ δύναμις καὶ ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία βρίσκεται ἐξαίρετα στὸν ἐγκέφαλο, ὡς σωματικὸ ὄργανο, ἑνωθῆ μὲ τὴν νοερὴ οὐσία τῆς ψυχῆς ποὺ βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς καὶ τὸ ἐκεῖ καθαρώτατο ζωτικὸ πνεῦμα, ὅπως σὲ ἕνα σωματικὸ ὄργανο, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες (Φιλοκαλία)· ἀπὸ τὴν ἕνωσι καὶ ἐπιστροφὴ τῶν δυὸ αὐτῶν, κάποιος κύκλος γίνεται καὶ μὲ τὸν κύκλο αὐτὸν ἑνώνεται ὁ νοῦς μὲ τὴν θεία χάρι, ἡ ὁποία βρίσκεται στὸ μέσο της καρδιᾶς.
59. Γιὰ νὰ ἀναφέρω κάποιο καλύτερο παράδειγμα· ὅπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου, ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸ κέντρο καὶ τὸ μέσον τοῦ γυαλιοῦ, ποὺ ἀνάβει τὴν ἴσκα, τόσο ἀσθενέστερες, ἀραιότερες καὶ σκοτεινότερες γίνονται, καὶ ὅσο συμμαζεύονται στὸ κέντρο, τόσο δυνατώτερες, πυκνότερες καὶ λαμπρότερες γίνονται, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ ὁ νοῦς καὶ οἱ γνωστικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, ὅσο μαζεύονται στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς, τόσο δυνατώτερες καὶ λαμπρότερες γίνονται.
60. Ἂν μὲ αὐτὰ τὰ θεῖα νοήματα καὶ τὶς μελέτες ζωγράφιζες, ἀδελφέ, τὸν χάρτη τῆς φαντασίας σου, ὄχι μόνο θὰ γλυτώσῃς ἀπὸ τὶς πονηρὲς ἐνθυμήσεις καὶ κακοὺς λογισμούς, ἀλλὰ καὶ θὰ ἐπαινεθῇς μὲ παρρησία σὲ ἐκείνη τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως· γιατὶ λέγει ὁ μέγας Βασίλειος στὸν λόγο περὶ Παρθενίας, ὅτι κάθε ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται στὸ σῶμα του, παρομοιάζεται μὲ ἕνα ζωγράφο, ποὺ ζωγραφίζει κάποια εἰκόνα μέσα σὲ ἀπόκρυφο τόπο. Καθὼς λοιπὸν ὁ ζωγράφος ἐκεῖνος, ὅταν βγάλη ἔξω στὸ θέατρο τὴν εἰκόνα του, ἐπαινεῖται μὲν ἀπὸ τοὺς θεατές, ἂν ζωγράφησε ἀπάνω σὲ αὐτὴ χαρακτῆρες ἁγίων καὶ ἄλλα ὡραῖα καὶ ἀξιοθέατα πράγματα, κατηγορεῖται ὅμως, ἂν ζωγράφησε σὲ αὐτὴ συχαμερά, ἄσεμνα καὶ ἀξιομίσητα πράγματα, κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο καὶ κάθε ἄνθρωπος, ὅταν μετὰ τὸ θάνατον βρεθῆ στὴν Κρίσι τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐπαινεθῇ καὶ θὰ μακαρισθῆ ἀπὸ Θεὸ καὶ Ἀγγέλους καὶ Ἁγίους, ἂν στόλισε τὸν νοῦ του καὶ τὴν φαντασία του μὲ λαμπρά, θεῖα καὶ πνευματικὰ νοήματα. Καὶ πάλι, θὰ ντραπῆ καὶ θὰ κατακριθῆ, ἂν γέμισε τὴν φαντασία του μὲ πάθη, μὲ ἄσεμνα καὶ αἰσχρὰ εἴδωλα καὶ εἰκόνες. Καὶ ὁ Θεσσαλονίκης Γρηγόριος θαυμάζει πῶς ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ μὲ τὴν φαντασία ἢ νοητὸ φῶς, τὸ ὁποῖο παρέχει ζωὴ αἰώνια ἢ νοητὸ καὶ σκοτάδι κολαστήριο (Φιλοκαλία).
61. Καὶ ὅτι μὲν τὰ πάθη καὶ οἱ λογισμοὶ βρίσκονται κρυμμένα στὴ καρδιὰ καὶ ἀπὸ κεῖ βγαίνουν καὶ μᾶς πολεμοῦν, τὸ μαρτυρεῖ ὁ Κύριος, λέγοντας· «Ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν σκέψεις πονηρές, φόνοι, μοιχεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες, βλασφημίες. Αὐτὰ εἶναι ποὺ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο» (Ματθ. 15,18‐19). Ὅτι ὅμως καὶ οἱ ἐχθροὶ δαίμονες τριγύρω ἀπὸ τὴν καρδιὰ κρύβονται καὶ βρίσκονται (κατ᾿ ἐνέργεια ὅμως καὶ ὄχι κατ᾿ οὐσία, ὅπως λέγει ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος. Κυριακ. Δ´ Νηστειῶν)· καὶ αὐτὸ τὸ ἴδιο μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Διάδοχος, λέγοντας ὅτι πρὸ μὲν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, ἡ θεία χάρις παρακινεῖ τὸν ἄνθρωπο στὰ καλὰ ἀπὸ μέσα, ὁ δὲ σατανᾶς παραφυλάει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδιᾶς· ἀφοῦ δὲ ὁ βαπτισθῆ ὁ ἄνθρωπος, ὁ δαίμονας πηγαίνει ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά, ἐνῷ ἡ χάρις μέσα (κεφ. ος´). Πλὴν καὶ μετὰ τὸ Βάπτισμα (λέγει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος κεφ. πβ´), παραχωροῦνται νὰ βρίσκωνται στὰ βάθη τοῦ σώματος (καὶ μπορεῖ νὰ πῇ κάποιος στὴν ἐπιφάνεια τῆς καρδιᾶς), γιὰ δοκιμασία τοῦ αὐτεξουσίου καὶ ἀπὸ κεῖ ἐρεθίζουν τὸν νοῦ μὲ τὴν ὑγρότητα τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν. Γι᾿ αὐτὸ λένε οἱ Πατέρες, ὅτι οἱ δαίμονες δὲν ἀγαποῦν νὰ γνωρίζουν οἱ ἄνθρωποι, ὅτι αὐτοὶ βρίσκονται μέσα τους, γιὰ νὰ μὴν διώχνουν ἀπὸ ἐκεῖ καὶ τοὺς πολεμοῦν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸ ὁποῖο λέγεται μέσα στὴ καρδιά, ὅπως προείπαμε. Ὅτι οἱ δαίμονες βρίσκονται μέσα μας, συμφωνεῖ καὶ ὁ θεολόγος Γρηγόριος, λέγοντας, ὅτι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος, πὼς τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα, ἀφ᾿ οὗ ἐξέλθει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, πάλιν παίρνει ἑπτὰ ἄλλα πνεύματα καὶ εἰσέρχονται καὶ κατοικοῦν σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον (Ματθ. 12,43)· αὐτό, λέω, μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος, ὅτι γίνεται μετὰ τὸ Βάπτισμα, παραχωροῦντος τοῦ Θεοῦ νὰ μπαίνουν οἱ δαίμονες στὸν βαπτισθέντα, γιὰ τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ τὰ λόγια καὶ τὰ κακὰ ἔργα, ποὺ θὰ κάνῃ μετὰ τὸ Βάπτισμα (Λόγ. εἰς τὰ Φῶτα· βλ. καὶ τὸ κ´ κεφάλ. τοῦ β´ μέρους).
62. Βλέπε ὅτι σοῦ ἔφερα παράδειγμα ἀπὸ τὴν φαντασία ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ὅρασι. Γιατὶ γνώριζε, πὼς ἄλλη αἴσθησι δὲν μᾶς πολεμάει τόσο, ὅσο ἡ ὅρασι. Καὶ καθὼς αὐτὴ εἶναι ἡ βασιλικώτερη, ἡ λεπτότερη, ἡ καθαρώτερη ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες καὶ ἡ συγγενὴς μὲ τὸ νοῦ κατὰ τὴν λαμπρότητα καὶ τὸ ἀσώματο, ὅπως λένε οἱ θεολόγοι, ἔτσι καὶ οἱ φαντασίες ποὺ γίνονται ἀπὸ αὐτή, πολὺ δύσκολα σβύνουν. Κατὰ δεύτερο τρόπο μᾶς πολεμοῦν οἱ φαντασίες ἐκείνων τῶν αἰσχρῶν καὶ πονηρῶν λόγων, ποὺ ἀκούσαμε· καὶ αὐτὸ γνώριζε, ὅτι καθώς, ὅταν ἐνεργοῦν οἱ ἄλλες αἰσθήσεις, τὰ μάτια δὲν εὐχαριστοῦνται, ἂν δὲν βλέπουν καὶ αὐτὰ ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνονται οἱ λοιπὲς αἰσθήσεις, ἔτσι καὶ ἡ φαντασία, δὲν εὐχαριστεῖται, ἂν ἴσως δὲν κάνῃ ὁρατά, ὅλα ὅσα ἀκούγονται καὶ γεύονται καὶ μυρίζονται καὶ πιάνονται κατὰ τὸν Θεσσαλονίκης Γρηγόριο (Φιλοκαλία).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΣΤ´
Ὁ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ μὲ ὅλη του τὴ δύναμι τὶς ταραχὲς καὶ ἐνοχλήσεις, ἂν θέλῃ νὰ πολεμήσῃ καλά τους ἐχθρούς του.
Ὅπως ἔχει ὑποχρέωσι ἀναπόφευκτη κάθε χριστιανός, ὅταν χάση τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς του νὰ κάνῃ τὸ ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ τὴν ξαναποκτήσῃ, ἔτσι πάλι πρέπει νὰ γνωρίζῃ, ὅτι κανένα γεγονὸς ποὺ συμβαίνει στὸν κόσμο, ποὺ θὰ τοῦ συνέβαινε, δὲν εἶναι σωστὸ καὶ φρόνιμο νὰ τοῦ στερῇ ἢ νὰ τοῦ κλονίζῃ τὴν παρόμοια εἰρήνη. Πρέπει ναί, νὰ λυπούμαστε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας, ἀλλὰ μὲ ἕναν πόνο εἰρηνικό, κατὰ τὸν τρόπο, ποὺ προηγουμένως ἔδειξα σὲ πολλὰ σημεῖα· καὶ ἔτσι, χωρὶς ἐνόχλησι τῆς καρδιᾶς, νὰ συμπονᾶμε μὲ εὐλαβῆ διάθεσι ἀγάπης κάθε ἄλλο ἁμαρτωλὸ καὶ νὰ κλαῖμε ἐσωτερικὰ τὸ λιγότερο· δηλαδή, ἂς πενθοῦμε γιὰ τὰ σφάλματά του. Γιὰ τὰ ἄλλα ποὺ συμβαίνουν, τὰ βαρειὰ καὶ βασανιστικά, ποὺ μᾶς ἔρχονται, ὅπως ἀσθένειες, πληγές, θάνατοι τῶν συγγενῶν μας, ἐπιδημίες πείνας, πόλεμοι, φωτιὲς καὶ ἄλλα παρόμοια κακά, ἂν καὶ οἱ κοσμικοὶ τὰ ἀποστρέφωνται τὶς περισσότερες φορές, ὡς ἐνοχλήσεις τῆς φύσεως, παρόλα αὐτά, μποροῦμε μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὄχι μόνο νὰ τὰ ὑποφέρουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ θέλουμε καὶ νὰ τὰ ἀγαπᾶμε, σὰν δίκαιη τιμωρία στοὺς παράνομους καὶ σὰν ἀφορμὲς τῶν ἀρετῶν στοὺς καλούς· ἐπειδὴ σὲ αὐτὸν τὸ σκοπὸ ἀποβλέπουμε, καὶ αὐτὸ ἀρέσει ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸν τὸν Κύριό μας καὶ Θεό, ποὺ ἂς τὰ στέλνει· τοῦ ὁποίου τὸ θέλημα ἀκολουθώντας ἐμεῖς, θὰ περάσουμε μὲ καρδιὰ ἥσυχη καὶ ἀναπαυμένη ὅλες τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα τῆς τωρινῆς ζωῆς. Καὶ νὰ εἶσαι βέβαιος, ὅτι κάθε παρενόχλησις καὶ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς μας, δὲν ἀρέσει στὰ θεϊκὰ μάτια· γιατὶ ὅποια καὶ νἆναι αὐτή, πάντα εἶναι συντροφιασμένη ἀπὸ ἀτέλεια καὶ πάντα προέρχεται ἀπὸ κάποια κακιὰ ρίζα τῆς φιλαυτίας.
Γι᾿ αὐτὸ νὰ ἔχῃς πάντοτε ἄγρυπνη μία σκοπιὰ παρατηρήσεως, ἡ ὁποία ἀμέσως μόλις δεῖ κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ σὲ ἐνοχλήσῃ καὶ νὰ σὲ ταράξη, ἂς σοῦ κάνῃ νόημα, γιὰ νὰ καταλαβαίνῃς γιὰ τί πρόκειται καὶ νὰ πιάνεις τὰ ὅπλα στὸ νὰ διοικῆσαι σκεπτόμενος, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ κακὰ καὶ ἄλλα παρόμοια πολλά, ἂν καὶ φαίνονται ἐξωτερικὰ κατὰ τὴν αἴσθησι κακά, δηλαδὴ βλαβερά, ὅμως δὲν εἶναι ἀληθινὰ κακά, οὔτε μποροῦν νὰ μᾶς ἀφαιρέσουν τὰ πραγματικὰ καλὰ καὶ ὅτι ὅλα τὰ διατάζει καὶ τὰ παραχωρεῖ ὁ Θεός, γιὰ τοὺς σωστοὺς σκοποὺς ποὺ εἴπαμε πρὶν καὶ μᾶς συμφέρουν καὶ γιὰ ἄλλα, ποὺ δὲν εἶναι γνωστὰ σὲ μᾶς, ἀλλὰ πολὺ δίκαια καὶ πολὺ ἅγια χωρὶς ἀμφιβολία. Καί, ἂν σὲ κάθε θλιβερὸ καὶ ἀντίθετο γεγονὸς ποὺ συμβαίνει, παραμένῃ ἡ καρδιά σου ἔτσι ἀναπαυμένη καὶ εἰρηνική, μπορεῖ νὰ ἔχῃς πολὺ κέρδος· ἂν ὅμως ταράζεται, γνώριζε ὅτι κάθε ἄσκησι ποὺ κάνεις, σοῦ ἀποδίδει ἢ καμία ἢ πολὺ μικρὴ ὠφέλεια.
Ἐπιπλέον λέω καὶ αὐτό, ὅτι ὅταν ἡ καρδιὰ ἐνοχλῆται καὶ ταράσσεται, εἶναι πάντα κάτω ἀπὸ τὰ διάφορα χτυπήματα καὶ τοὺς πολέμους τῶν ἐχθρῶν καὶ τὸ σπουδαιότερο, ὅταν εἴμαστε ταραγμένοι δὲν μποροῦμε νὰ δοῦμε καλὰ καὶ νὰ διακρίνουμε τὸν ἴσιο δρόμο καὶ τὴν ἀσφαλῆ πορεία τῆς ἀρετῆς· ὁ ἐχθρός μας λοιπὸν διάβολος ποὺ μισεῖ πολὺ αὐτὴν τὴν εἰρήνη (ἐπειδὴ εἶναι μέρος, ποὺ κατοικεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἐνεργήσῃ μεγάλα πράγματα), πολλὲς φορὲς ἔρχεται σὰν φίλος καὶ δοκιμάζει νὰ μᾶς τὴν πάρη, χρησιμοποιώντας διάφορες ἐπιθυμίες (63), οἱ ὁποῖες μας φαίνονται πὼς εἶναι καλές· ἀλλὰ πόσο αὐτὲς εἶναι ἀπατηλὲς καὶ ψεύτικες, μπορεῖς μεταξὺ τῶν ἄλλων στοιχείων νὰ τὸ γνωρίσῃς κι ἀπὸ αὐτό· δηλαδή,ἐπειδὴ μᾶς κλέβουν τὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς.
Γι᾿ αὐτό, ἂν θέλῃς νὰ ἐμποδίσῃς τὴν τόση μεγάλη ζημιά, ὅταν ὁ παρατηρητής, δηλαδὴ ὁ νοῦς καὶ ἡ προσοχὴ τοῦ νοῦ, σὲ προειδοποιήσῃ ὅτι κάποια νέα ἐπιθυμία κάποιου καλοῦ ζητεῖ νὰ μπῆ μέσα σου, μὴν τῆς ἀνοίξης τὴν εἴσοδο τῆς καρδιᾶς, ἂν δὲν ἐλευθερωθῇς πρῶτα ἀπὸ κάθε θέλημα δικό σου καὶ τὴν παρουσιάσης στὸ Θεὸ καὶ ὀμολογώντας τὴν τυφλότητα καὶ ἀγνωσία σου, νὰ τὸν παρακαλέσῃς θερμὰ νὰ σὲ φωτίσῃ μὲ τὸ δικό του φῶς, γιὰ νὰ δῇς, ἐὰν αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία προέρχεται ἀπὸ ἀντίδικο ἐχθρό· καὶ γι᾿ αὐτό, τρέξε στὸν πνευματικό σου πατέρα καὶ ἄφησέ το, ὅσο μπορεῖς, στὴν κρίσι ἐκείνου. Ὅμως, ἂν καὶ ἡ ἐπιθυμία ἐκείνη εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει ἐσύ, πρὶν νὰ τὴν ἐπιχειρήσῃς, νὰ ταπεινωθῇς καὶ νὰ θανατώσῃς τὴν μεγάλη σου προθυμία καὶ θερμότητα, ποὺ ἔχεις γι᾿ αὐτή· διότι τὸ ἔργο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου προηγεῖται αὐτὴ ἡ δική σου ταπείνωσις, ἀρέσει πολὺ περισσότερο στὸ Θεό, παρὰ νὰ γίνῃ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς φύσεως ‐ μάλιστα καμιὰ φορὰ τοῦ ἀρέσει πολὺ περισσότερο ἐκείνη ἡ δική σου ταπείνωσις, παρὰ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ἔργο. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀφοῦ ἀποβάλλεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου τὶς ἐπιθυμίες, ποὺ δὲν εἶναι καλὲς καὶ μὴ κάνονας τὶς καλές, ἂν δὲν καθησυχάσης πρῶτα τὶς φυσικές σου κινήσεις, θὰ κρατήσῃς τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἀσφάλεια, τὴν ἀκρόπολι τῆς καρδιᾶς σου.
Γιὰ νὰ διαφυλάξης ἀκόμη τὴν καρδιά σου εἰρηνική σε κάθε πρᾶγμα, πρέπει νὰ τὴν ἐλέγχῃς καὶ νὰ τὴν φυλᾷς ἀπὸ κάποιες ἐπιπλήξεις καὶ ἐσωτερικοὺς ἐλέγχους τῆς συνειδήσεώς σου, οἱ ὁποῖοι μερικὲς φορὲς εἶναι τοῦ διαβόλου, μολονότι φαίνονται ὅτι εἶναι τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ νὰ σὲ κατηγοροῦν γιὰ κάποιο λάθος· τοὺς παρόμοιους ἐλέγχους, ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματά τους θὰ τοὺς ἀναγνωρίσῃς ἀπὸ ποῦ προέρχονται. Γιατὶ, ἂν σὲ ταπεινώνουν καὶ σὲ κάνουν ἐπιμελῆ στὸ νὰ ἐργάζεσαι καὶ δὲν σοῦ ἀφαιροῦν τὴν ἐλπίδα καὶ ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔχεις στὸν Θεό, πρέπει νὰ τοὺς δέχεσαι σὰν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν εὐχαριστῆς· ἂν ὅμως σὲ συγχύζουν καὶ σὲ κάνουν μικρόψυχο, δύσπιστο, ἀμελῆ καὶ ὀκνηρὸ στὸ καλό, νὰ εἶσαι βέβαιος πὼς προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό· καὶ μὴ τοὺς δίνης σημασία, ἀλλὰ ἀκολούθησε τὸν δρόμο σου καὶ τὴν ἐξάσκησί σου. Γιατὶ, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ποὺ σοῦ εἶπα, πλέον ἀπὸ κοινοῦ, γεννιώνται στὴ καρδιά μας οἱ παρενοχλήσεις καὶ οἱ συγχύσεις, ἀπὸ τὰ περιστατικὰ τῶν ἀντιθέτων πραγμάτων, ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ ἐσύ, γιὰ νὰ προφυλαχθῇς ἀπὸ αὐτὰ τὰ χτυπήματα τῆς συγχύσεως, μπορεῖς νὰ κάνῃς δυὸ πράγματα· τὸ ἕνα εἶναι νὰ σκεφθῇς σὲ ποιὸ εἶναι ἀντίθετα ἐκεῖνα τὰ περιστατικά· στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή; ἢ στὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν μας; Γιατὶ, ἂν εἶναι ἀντίθετα στὶς ἐπιθυμίες σου καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ ἑαυτοῦ σου (ὁ ὁποῖος εἶναι γενικὰ ὁ πρῶτος ἐχθρός σου), δὲν πρέπει νὰ τὰ ὀνομάζῃς ἀντίθετα, ἀλλὰ
νὰ τὰ ἔχῃς γιὰ εὐεργεσίες καὶ βοήθεια τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ, ὁπότε καὶ μὲ χαρούμενη καρδιὰ καὶ εὐχαριστία νὰ τὰ ἀποδέχεσαι· ἐὰν ὅμως καὶ εἶναι ἀντίθετα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχή, δὲν πρέπει οὔτε γι᾿ αὐτὸ νὰ χάνῃς τὴν εἰρήνη τῆς καρδίας σου, ὅπως θὰ μάθης στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο· τὸ ἄλλο εἶναι νὰ ὑψώσῃς τὸν νοῦ σου στὸ Θεό, καὶ μὲ μάτια κλειστὰ (χωρὶς νὰ θέλῃς νὰ γνωρίζῃς κάτι ἄλλο), νὰ δέχεσαι κάθε περιστατικὸ ἀπὸ τὸ σπλαγχνικὸ χέρι τῆς θείας πρόνοιάς του, σὰν πρᾶγμα γεμάτο ἀπὸ διάφορα ἀγαθά (64).
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
63. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὄχημα καὶ ἁμάξι τοῦ διαβόλου ὀνομάζει τὴν σύγχυσι, πάνω στὸ ὁποῖο καθήμενος εἰσέρχεται στὴ ταλαίπωρη ψυχὴ καὶ τὴν καταποντίζει (Λόγος λγ´ ). καὶ ὁ Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς λέγει· «Καμμία κακία δὲν εἶναι τόσο εὔκολη γιὰ τὴν ἁμαρτία, ὅσο ἡ σύγχυσις (Φιλοκαλία).
64. Γι᾿ αὐτό, ἄξιο μνήμης εἶναι ἐκεῖνο, ποὺ συνήθιζε νὰ λέγῃ πάντα ὁ θεῖος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σὲ κάθε περίστασι ποὺ τοῦ συνέβαινε,
καλὴ καὶ κακή, δυστυχῆ καὶ εὐτυχῆ· εἶναι δὲ τὸ ἀπόφθεγμα αὐτό: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν οὐ γὰρ παύσομαι τοῦτο ἐπιλέγων ἀεὶ ἐπὶ πᾶσί μοι τοῖς συμβαίνουσι» (ἐκ τῶν πρὸς τὴν Διάκονον Ὀλυμπιάδα ἐπιστολῶν ια´)· τὸ ὁποῖο καὶ ὁ Θεσσαλονίκης θεῖος Γρηγόριος μιμούμενος,
αὐτὸ τὸ ἴδιο συνήθιζε καὶ ἔλεγε, ὅπως βλέπουμε στὸ βίο του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΖ´
Τί πρέπει νὰ κάνουμε, ὅταν εἴμαστε πληγωμένοι.
Ὅταν βρίσκεσαι πληγωμένος, ἐπειδὴ ἔπεσες σὲ κάποιο ἁμάρτημα λόγῳ ἀδυναμίας σου ἢ καμιὰ φορὰ μὲ τὴν θέλησί σου γιὰ κακό σου, μὴ δειλιάσης· οὔτε νὰ ταραχθῇς γι᾿ αὐτό, ἀλλὰ ἀφοῦ ἐπιστρέψης ἀμέσως στὸ Θεό, μίλησε ἔτσι· «Βλέπε, Κύριέ μου· ἔκανα τέτοια πράγματα σὰν τέτοιος ποὺ εἶμαι· οὔτε ἦταν δυνατὸ νὰ περίμενες καὶ τίποτα ἄλλο ἀπὸ ἐμένα τὸν τόσο κακοπροαίρετο καὶ ἀδύνατο, παρὰ ξεπεσμὸ καὶ γκρέμισμα».
Καὶ ἐδῶ, ξευτελίσου στὰ μάτια σου ἀρκετὴ ὥρα καὶ λυπήσου μὲ πόνο καρδιᾶς γιὰ τὴν λύπη ποὺ προξένησες στὸν Θεὸ καὶ χωρὶς νὰ συγχυσθῇς, ἀγανάκτησε κατὰ τῶν αἰσχρῶν σου παθῶν, ἰδιαιτέρως δὲ καὶ μάλιστα, ἐναντίον ἐκείνου τοῦ πάθους ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ πέσῃς· ἔπειτα πὲς πάλι· «Οὔτε μέχρι ἐδῶ θὰ στεκόμουνα, Κύριέ μου, καὶ θὰ ἁμάρτανᾳ χειρότερα, ἐὰν ἐσὺ δὲν μὲ κρατοῦσες μὲ τὴν πολὺ μεγάλη σου ἀγαθότητα».
Καὶ εὐχαρίστησέ τον καὶ ἀγάπησέ τον περισσότερο παρὰ ποτὲ θαυμάζοντας τὴν τόση μεγάλη εὐσπλαγχνία του, ὅτι καὶ παρόλο ποὺ λυπήθηκε ἀπὸ σένα, πάλι σοῦ δίνει τὸ δεξί του χέρι καὶ σὲ βοηθάει, γιὰ νὰ μὴ ξαναπέσῃς στὴν ἁμαρτία· τελευταία πὲς μὲ μεγάλο θάρρος στὴ μεγάλη εὐσπλαγχνία του· «Ἐσύ, Κύριέ μου, κάνε σὰν ἐκεῖνος ποὺ εἶσαι καὶ συγχώρεσέ με καὶ μὴν ἐπιτρέψης στὸ ἑξῆς νὰ ζῶ χωρισμένος ἀπὸ σένα, οὔτε νὰ ἀπομακρυνθῶ ποτέ, οὔτε νὰ σὲ λυπήσω πλέον».
Καὶ κάνοντας ἔτσι, μὴ σκεφθῇς ἂν σὲ συγχώρεσε, διότι αὐτὸ δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ὑπερηφάνεια, ἐνόχλησις τοῦ νοῦ, χάσιμο τοῦ καιροῦ καὶ ἀπάτη τοῦ διαβόλου, χρωματισμένη μὲ διαφόρες καλὲς προφάσεις. Γι᾿ αὐτό, ἀφήνοντας τὸν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στὰ ἐλεήμονα χέρια τοῦ Θεοῦ, ἀκολούθησε τὴν ἄσκησί σου, σὰν νὰ μὴν εἶχες πέσει. Καὶ ἂν συμβῇ ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας σου νὰ ἁμαρτήσῃς πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα (65) καὶ νὰ μείνης πληγωμένος, κάνε αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα ὅλες τὶς φορές, ὄχι μὲ μικρότερη ἐλπίδα στὸ Θεό. Καὶ κατηγορώντας περισσότερο τὸν ἑαυτό σου καὶ μισώντας τὴν ἁμαρτία περισσότερο, ἀγωνίσου νὰ ζῇς μὲ περισσότερη προφύλαξι.
Αὐτὴ ἡ ἐκγύνασις δὲν ἀρέσει στὸ διάβολο· γιατὶ βλέπει πὼς ἀρέσει πολὺ στὸ Θεό, ἐπειδὴ καὶ μένει ντροπιασμένος ὁ ἀντίπαλος, βλέποντας ὅτι νικήθηκε ἀπὸ ἐκεῖνον, ποὺ αὐτὸς εἶχε πρὶν νικήσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διαφορετικοὺς ἀπατηλοὺς τρόπους χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ μᾶς ἐμποδίσῃ νὰ μὴ τὸ κάνουμε. Καὶ πολλὲς φορὲς πετυχαίνει τὸν σκοπό του ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειάς μας καὶ τῆς λίγης φροντίδας ποὺ ἔχουμε στὸν ἑαυτό μας. Γι᾿ αὐτό, ὅσο ἐσὺ βρεῖς δυσκολία σὲ αὐτὸ ἀπὸ τὸν ἐχθρό, τόσο περισσότερο πρέπει νὰ ἀγωνισθῇς νὰ τὸ κάνῃς πολλὲς φορές, ἀκόμη καὶ ἂν μία μόνο φορὰ ἔπεσες· μάλιστα πρέπει αὐτὸ νὰ κάνῃς, ἄν, ἀφοῦ ἁμαρτήσῃς, αἰσθάνεσαι ὅτι ἐνοχλεῖσαι καὶ συγχύζεσαι καὶ σὲ πιάνῃ ἀπελπισία γιὰ νὰ μπορέσῃς ἔτσι μὲ αὐτὸ νὰ ἀποκτήσῃς εἰρήνη καὶ γαλήνη στὴν καρδιά σου καὶ θάρρος μαζί· καὶ ἀφοῦ ὁπλισθῇς μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα, νὰ στραφῇς στὸ Θεό.
Γιατὶ, αὐτὴ ἡ παρόμοια ἐνόχλησις καὶ ταραχὴ ποὺ ἔχει κάποιος γιὰ τὴν ἁμαρτία, δὲν γίνεται ἐπειδὴ μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκανε λύπησε τὸν Θεό, ἀλλὰ γίνεται γιὰ τὸν φόβο τῆς δικῆς του καταδίκης· καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι, αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν φιλαυτία, ὅπως πολλὲς φορὲς εἴπαμε.
Ὁ τρόπος λοιπόν, γιὰ νὰ ἀποκτήσῃς τὴν εἰρήνη, εἶναι ὁ ἑξῆς· νὰ ξεχάσης τελειωτικὰ τὴν πτῶσι καὶ τὴν ἁμαρτία σου (66) καὶ νὰ παραδοθῇς στὴν σκέψι τῆς μεγάλης καὶ ἄφατης ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ· καὶ ὅτι, αὐτὸς μένει πολὺ πρόθυμος καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ συγχωρέσῃ κάθε ἁμαρτία, ὅσο καὶ ἂν εἶναι βαρειά, προσκαλώντας τὸν ἁμαρτωλὸ μὲ διάφορους τρόπους καὶ μέσα ἀπὸ διάφορους δρόμους, γιὰ νὰ ἔλθη σὲ συναίσθησι καὶ νὰ ἑνωθῆ μαζί του σὲ αὐτὴ τὴν ζωὴ μὲ τὴν χάρι του· στὴν δὲ ἄλλη, νὰ τὸν ἁγιάση μὲ τὴ δόξα του καὶ νὰ τὸν κάνῃ αἰώνια μακάριο. Καὶ ἀφοῦ μὲ αὐτὲς καὶ παρόμοιες σκέψεις καὶ στοχασμούς, γαληνέψης τὸ νοῦ σου, τότε θὰ ἐπιστρέψης στὴν πτῶσι σου, κάνοντας ὅπως εἶπα πιὸ πάνω· κατόπιν, ὅταν ἔρθη ἡ ὥρα τῆς ἐξομολογήσεως (τὴν ὁποία σὲ προτρέπω νὰ κάνῃς πολὺ συχνά), θυμήσου ὅλες σου τὶς ἁμαρτίες, καὶ μὲ νέο πόνο καὶ λύπη, γιὰ τὴν λύπη τοῦ Θεοῦ, καὶ μὲ πρόθεσι καὶ ἀπόφασι νὰ μὴ τὸν λυπήσῃς πλέον, φανέρωσέ τες ὅλες στὸν Πνευματικό σου καὶ κάνε μὲ προθυμία τὸν κανόνα ποὺ θὰ σοῦ ὁρίσῃ.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
65. Τὸ κς´ καὶ κζ´ κεφάλαιο τοῦ β´ μέρους αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, μᾶς διδάσκει καθαρώτερα, ὅτι τὰ ἁμαρτήματα ποὺ λέει τὸ παρὸν κεφάλαιο, δὲν ἐννοοῦνται πὼς εἶναι θανάσιμα, ἀλλὰ μὴ θανάσιμα καὶ συγγνωστά, καὶ αὐτοὶ ποὺ σὲ αὐτὰ ἁμαρτάνουν δὲν ἐννοοῦνται ὅτι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε ἁπλὰ καὶ ἀδιάφορα καὶ κάνουνε θανάσιμα πταίσματα κάθε λίγο· (γιατὶ αὐτοὶ πρέπει καὶ νὰ ἐνοχλοῦνται καὶ μὲ πόνο καρδιᾶς νὰ κλαῖνε καὶ μεγάλη σκέψι νὰ ἔχουν στὸ νὰ ἐξετάζουν πάντα τὴν συνείδησί τους καὶ νὰ ἐξομολογοῦνται· καὶ λύπη ἀνάλογη νὰ ἔχουν πάντα, ὄχι ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ λύπη νὰ πέφτουν σὲ ἀπελπισία)· ἄλλα αὐτοὶ ποὺ ζοῦνε πνευματικὴ ζωή, οἱ ἀγωνιζόμενοι στὴ ἀρετή. Γιατὶ αὐτοὶ αὐτὰ τὰ συγγνωστὰ ἁμαρτήματα κάνοντας (ποιά δὲ εἶναι αὐτά, βλέπε στὴν ἀρχὴ τοῦ κς´ κεφαλαίου) ἢ καὶ βαρύτερα ἀπὸ αὐτὰ καὶ μεγαλύτερα (στὰ ὁποῖα κάποτε πέφτουν καὶ αὐτοί, κατὰ παραχώρησι Θεοῦ), κάνουν κατὰ τὴν διάταξι τοῦ παρόντος κεφαλαίου· πλὴν ἡ διάταξις αὐτή, ὡφελεῖ ἁπλὰ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ κάνει τὸ ὁποιοδήποτε ἁμάρτημα.
66. Σὲ αὐτὸ ἁρμόζει ἡ ἱστορία ποὺ ἀναγινώσκομε στὸ Γεροντικό· φαίνεται ἐκεῖ ὅτι ἕνας μοναχὸς ἀπὸ συναρπαγὴ ἔπεσε σὲ πορνεία. Καὶ ἐπειδὴ οἱ λογισμοὶ τῆς ἀπογνώσεως ἀπὸ μέσα τὸν ἐνωχλοῦσαν, ὅτι ἔχασε τὴν ψυχή του καὶ πλέον σωτηρία δὲν ὑπάρχει, αὐτὸς ὡς φρόνιμος καὶ ἔμπειρος στὸν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ ἀόρατο πόλεμο, ἔλεγε στοὺς λογισμούς του· «οὐχ ἥμαρτον, οὒχ ἥμαρτον»· ἕως ὅτου μπῆκε στὸ κελλί του καὶ κλείσθηκε καὶ ἀφοῦ εἰρήνευσε τὴν καρδιά του, τότε ἔδειξε τὴν πρέπουσα μετάνοια διὰ τὴν ἁμαρτία του· ὁπότε καὶ ἀποκαλύφθηκε σὲ ἕνα ἄλλο διορατικὸ Γέροντα, ὅτι ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος, ἔπεσε, ναί, ἀλλὰ σηκώθηκε καὶ νίκησε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΗ´
Ποιά τακτικὴ ἔχει ὁ διάβολος στὸ νὰ πολεμᾷ γενικὰ καὶ νὰ παραπλανᾷ ἀνθρώπους διαφόρων καταστάσεων.
Γνώριζε, ἀγαπητέ, ὅτι ὁ διάβολος δὲν φροντίζει γιὰ τίποτα ἄλλο, παρὰ γιὰ τὴ δική μας ἀπώλεια, καὶ ὅτι δὲν πολεμάει ὅλους μὲ ἕνα καὶ τὸν ἴδιο τρόπο. Καὶ γιὰ νὰ ἀρχίσω νὰ σοῦ περιγράφω μερικοὺς ἀπὸ τοὺς πολέμους του καὶ τὶς τακτικές τους καὶ τὶς ἀπάτες του, σοῦ παρουσιάζω πέντε καταστάσεις ἀνθρώπων. Μερικοὶ εἶναι στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας χωρὶς κανένα λογισμὸ νὰ ἐλευθερωθοῦν· μερικοὶ πάλι, θέλουν νὰ ἐλευθερωθοῦν, ἀλλὰ δὲν τὸ ἐπιχειροῦν· εἶναι καὶ ἄλλοι ποὺ μετὰ τὴν ἀπόκτησι τῶν ἀρετῶν, πέφτουν μὲ μεγαλύτερη φθορὰ στὴν ἁμαρτία. Ἄλλοι νομίζουν ὅτι βαδίζουν στὴν τελειότητα, ἄλλοι ἀφήνουν τὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς ποὺ ἔχουν καὶ ἄλλοι, τὴν ἀρετὴ ποὺ ἔχουν, τὴν κάνουν αἰτία κακίας. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς θὰ μιλήσω ξεχωριστά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΘ´
Ὁ πόλεμος καὶ ἡ ἀπάτη ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ διάβολος γιὰ ἐκείνους ποὺ κρατάει στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας.
Ὅταν ὁ διάβολος κρατᾷ κάποιον στὴν ὑπηρεσία τῆς ἁμαρτίας, δὲν φροντίζει γιὰ τίποτα ἄλλο παρὰ νὰ τὸν τυφλώνῃ περισσότερο καὶ νὰ τὸν βγάζῃ ἀπὸ κάθε καλὸ λογισμό, ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν παρακινήσῃ στὸ νὰ γνωρίσῃ τὴν πολὺ δυστυχισμένη του ζωή· καὶ ὄχι μόνον τὸν βγάζει ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὸν καλοῦν στὴν ἐπιστροφὴ καὶ στὴν μετάνοια, βάζοντας στὸ νοῦ του ἄλλους λογισμοὺς κακοὺς καὶ ἀντίθετους, ἀλλὰ καὶ μὲ ἕτοιμες καὶ γρήγορες ἀφορμές, τὸν κάνει ὁ τρισκατάρατος νὰ πέφτῃ συχνὰ στὴν ἴδια ἁμαρτία ἢ σὲ ἄλλες μεγαλύτερες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες βγαίνει ὁ ταλαίπωρος ἁμαρτωλός, περισσότερο σκοτισμένος καὶ τυφλός, ὥστε μὲ τὴν τυφλότητά του φτάνει καὶ γκρεμίζεται στὴν συνήθεια τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔτσι τρέχοντας ὁ ἄθλιος ἀπὸ τὴν πρᾶξι τῆς ἁμαρτίας σὲ μεγαλύτερη τυφλότητα καὶ πάλι ἀπὸ τὴν τυφλότητα σὲ μεγαλύτερα ἁμαρτήματα, κυκλογυρίζει σχεδὸν ὅλη τὴν ταλαίπωρη ζωή του μέχρι θανάτου, ἂν ὁ Θεὸς δὲν οἰκονομήσῃ τὴν σωτηρία του μὲ τὴν χάρι του.
Λοιπόν, ὅποιος βρίσκεται σὲ αὐτὴ τὴν πολὺ δυστυχισμένη κατάστασι, ἂν ἀγαπᾷ νὰ θεραπευθῆ, πρέπει νὰ δεχθῆ ἀμέσως τὸ γρηγορώτερο τὸν λογισμὸ ἐκεῖνον καὶ τὴν ἔμπνευσι, ποὺ τὸν προσκαλεῖ ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ φῶς καὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία στὴ μετάνοια καὶ πρέπει νὰ φωνάξη μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ στὸ Ποιητή του·
«Κύριέ μου βοήθησέ με, βοήθησέ με γρήγορα καὶ μὴ μὲ ἀφήσῃς πλέον σὲ αὐτὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας»· ἂς μὴ σταματήσει νὰ ξαναλέῃ πολλὲς φορὲς τὸ ἴδιο καὶ νὰ φωνάζῃ μὲ αὐτὸ καὶ παρόμοιο τρόπο· καὶ ἀμέσως, ἀμέσως, ἂν εἶναι δυνατόν, ἂς ζητήσῃ βοήθεια καὶ συμβουλή, γιὰ νὰ μπορέσῃ νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὸν ἐχθρό· ἐὰν ὅμως δὲν μπορῇ νὰ πάῃ ἀμέσως, ἂς προστρέξῃ γρήγορα στὸν σταυρωμένο Ἰησοῦ καὶ ἂς προσπέσῃ στὰ Ἁγιά του πόδια μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ καὶ στὴ Θεοτόκο Μαρία, ζητώντας εὐσπλαγχνία καὶ βοήθεια· καὶ ἡ νίκη στέκεται σὲ αὐτὴ τὴν γρηγοράδα.
Εισαγωγή και δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΑΟΡΑΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ἀπόδοση στὴ νέα Ἑλληνική: Ἱερομόναχος Βενέδικτος
Ἔκδοση Συνοδείας Σπυρίδωνος Ἱερομονάχου, Νέα Σκήτη, Ἅγιον Ὄρος
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου