Πατερικό των σπηλαίων του Κιέβου
Διηγήσεις από τη ζωή και τα κατορθώματα των οσίων πατέρων
Της Κίεβο Πετσέρσκαγια Λαύρας.
Όσιος Βαρλαάμ, καθηγούμενος της Λαύρας των Σπηλαίων
Ο ΟΣΙΟΣ πατέρας μας Βαρλαάμ καταγόταν από επιφανή γενιά βογιάρων. Ήταν γιος του πιο φημισμένου στρατηγού του μεγάλου ηγεμόνα Ιζιασλάβου, του βογιάρου Ιωάννου.
Ό Κύριος είχε προικίσει πλούσια το Βαρλαάμ με πολλά χαρίσματα — σωματική ομορφιά, ρώμη καί ευφυΐα. Από τη μητέρα του Μαρία ό νεαρός βογιάρος πήρε χριστιανική αγωγή καί γρήγορα ξεχώρισε για την ψυχική του καθαρότητα. Όταν ήταν ακόμη παιδί, σ' όλη την περιοχή του Κιέβου είχε απλωθεί ή φήμη της θεάρεστης ασκητικής ζωής καί των μεγάλων θαυμάτων των οσίων πατέρων Αντωνίου καί Θεοδοσίου των σπηλαιωτών. Κι όταν έγινε έφηβος, συχνά επισκεπτόταν τους αγίους ασκητές μαζί με πολλούς άλλους συμπολίτες του, καί δεν χόρταινε ν' ακούει τίς ψυχωφελείς νουθεσίες καί τίς γλυκύτατες διδαχές τους.Ή αγνή καί καθαρή ψυχή του νεαρού Βαρλαάμ αιχμαλωτίστηκε από τη θεία γοητεία των μελίρρυτων οσιακών λόγων καί πόθησε την αμέριμνη, αγγελική ζωή των αγίων ασκητών. Δεν άργησε ν' αποστραφεί τον πλούτο, τη χλιδή καί τη δόξα της βογιάρικης ζωής, καί να κυριευτεί από το θείο έρωτα του αφανούς καί σκληρού βίου των σπηλαιωτών μοναχών. Στη ζωή του μονάχου ό Βαρλαάμ έβλεπε τον πιο ασφαλή δρόμο για τη βασιλεία των ουρανών, ενώ στη ζωή των κοσμικών διαπίστωνε πλήθος πειρασμών καί πνευματικών κινδύνων. Ιδιαίτερα τον φόβιζαν τα λόγια του Κυρίου: «Ευκολότερων εστί κάμηλον δια τρυπήματος ραφίδος διελθείν ή πλούσιον εις την βασιλείαν του Θεού εισελθείν».
Αποφασισμένος πια ν' αλλάξει τον κοσμικό πλούτο με τη μοναχική πτώχεια, καί τίς πριγκιπικές τιμές με τον ονειδισμό του Χριστού, ό Βαρλαάμ, αν καί ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με μια πλούσια πριγκίπισσα, πήγε στο μακάριο Αντώνιο, ακούμπησε στα πόδια του τους καρδιακούς του πόθους καί τον παρακάλεσε να δεχτή κι εκείνον σαν μαθητή καί υποτακτικό του.
Αγαθή πρόθεση έχεις, παιδί μου, του είπε ό όσιος. Πρόσεξε όμως, γιατί πολλοί ξεκίνησαν με το δικό σου ενθουσιασμό, αλλά δεν «υπέμειναν εις τέλος». Τα πλούτη, οί ηδονές καί ή δόξα του κόσμου είναι τα μεγαλύτερα όπλα του δολερού διαβόλου. Μ' αυτά θα προσπαθήσει να σε νικήσει. Να θυμάσαι όμως αυτό πού είπε ό Κύριος: «Ουδείς επιβολών την χείρα αυτού έπ' άροτρων καί βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού».
Τα λόγια του γέροντα φλόγισαν ακόμη περισσότερο την καρδιά του Βαρλαάμ με τον πόθο της μοναχικής ζωής καί την αποφασιστικότητα γι' αναμέτρηση με το φθονερό διάβολο.
Μια μέρα φόρεσε την επίσημη χρυσοποίκιλτη φορεσιά του, ανέβηκε σ' ένα καταστόλιστο, μεγαλόπρεπο άλογο καί με συνοδεία πολλών στρατιωτών καί υπηρετών έφτασε στο σπήλαιο των οσίων.
Οί μοναχοί βγήκαν να προϋπαντήσουν τον άρχοντα καί να του αποδώσουν τις πρέπουσες τιμές. Ό Βαρλαάμ κατέβηκε τότε από το άλογο του, έβαλε στρωτή μετάνοια στον όσιο Αντώνιο, κι έπειτα έβγαλε τα φανταχτερά ρούχα του βογιάρου καί τ' ακούμπησε κάτω, στα πόδια του οσίου. Μετά οδήγησε μπροστά στον όσιο το άλογο του, καθώς καί ολόκληρη τη συνοδεία των υπηρετών του, καί είπε:
Να ή γοητεία της κοσμικής ζωής! Την απαρνούμαι! Ό,τι θέλεις κάνε μαζί τους... Για μένα όλ' αυτά δεν αξίζουν τίποτα. Θέλω να ζήσω στο σπήλαιο, για να κερδίσω το Χριστό. Καί σου υπόσχομαι ότι ποτέ δεν θα γυρίσω πίσω!
Να θυμάσαι, παιδί μου, είπε ό όσιος, σε Ποιόν δίνεις τίς υποσχέσεις καί Ποιος είναι ό Βασιλιάς πού θέλεις να γίνεις στρατιώτης Του. Εδώ βρίσκονται αόρατος άγγελοι του Θεού καί καταγράφουν τα λόγια σου. Πρόσεξε όμως! Αν έρθει εδώ ό πατέρας σου καί σε πάρη με τη βία, τι θα γίνει; Εμείς δεν είμαστε σε θέση να σε βοηθήσουμε κι εσύ θ' αθέτησης τίς υποσχέσεις πού έδωσες στο Θεό.
Αλλά ό Βαρλαάμ ήταν αποφασισμένος καί αμετάπειστος.
Καί να με βασανίσει ακόμη ό πατέρας μου, δεν θα γυρίσω πίσω στον κόσμο. Μόνο σε παρακαλώ, πάτερ, το συντομότερο να με κάνης μοναχό.
Βλέποντας την επιμονή του Βαρλαάμ καί διαβλέποντας τη μελλοντική του πορεία, ό όσιος Αντώνιος έδωσε εντολή στο μακάριο Νίκωνα να του δώσει το άγιο μοναχικό σχήμα.
Σαν πληροφορήθηκε ό βογιάρος Ιωάννης την κούρα του αγαπημένου του γιου κεραυνοβολήθηκε κι έπεσε κάτω λιπόθυμος.
Λύπη θανάσιμη τον κυρίευσε. Γρήγορα όμως ή λύπη μεταβλήθηκε σε οργή, σε θηριώδη μανία κατά των μοναχών της μονής. Πιστεύοντας ότι εκείνοι παρέσυραν το γιο του, ήρθε με στρατό στα σπήλαια καί σκόρπισε με τίς λόγχες τους μοναχούς. Άρπαξε μετά το Βαρλαάμ, του ξέσκισε τα μοναχικά ενδύματα, του φόρεσε τη λαμπρή βογιάρικη φορεσιά καί τον πήρε με τη βία στο παλάτι του.
Στο δρόμο ό Βαρλαάμ πέταξε πολλές φορές από πάνω του με αηδία τη φανταχτερή στολή καί την ποδοπατούσε μέσα στη λάσπη. Ό Ιωάννης όμως, για να τιμωρήσει το γιο του, έδινε εντολή στους στρατιώτες να του φορούν κάθε φορά τα λασπωμένα ρούχα με βάναυσα χτυπήματα καί προπηλακισμούς.
Στο σπίτι ό Βαρλαάμ έμενε μακριά από τους γονείς καί την πρώην μνηστή του. Δεν ήθελε ούτε στο τραπέζι να καθίσει μαζί τους. Τον έφερναν σέρνοντας οί υπηρέτες, εκείνος όμως καθόταν σιωπηλός καί με κατεβασμένα μάτια, χωρίς να τρώει μπουκιά καί χωρίς να πτοείται από τίς απειλές του πατέρα, από τίς ικεσίες της μητέρας, από τα δάκρυα της μνηστής...
Ό βογιάρος Ιωάννης έδωσε εντολή να τον κλείσουν στο διαμέρισμα του καί να τον επιτηρούν αυστηρά, για να μη δραπέτευση. Έπειτα κάλεσε μια νεαρή καί όμορφη υπηρέτρια, καί της υποσχέθηκε μεγάλη αμοιβή αν κατόρθωνε να ξεμυαλίσει το Βαρλαάμ καί αν τον κατάφερνε να μείνει στο σπίτι. Από κείνη την ώρα ή ξεδιάντροπη γυναίκα δεν σταμάτησε να προκαλεί καί να σκανδαλίζει το δούλο του Θεού, μ' όλα τα πονηρά τεχνάσματα πού τη δίδαξε ό φίλος της ό διάβολος. Ντύθηκε με προκλητικά φορέματα, αλείφτηκε μ' ερεθιστικά αρώματα, στολίστηκε με φανταχτερά στολίδια κι έβαλε σκοπό να πιάσει με κάθε μέσο τον αγνό νέο στα σατανικά δίχτυα της.
Ό σώφρων Βαρλαάμ πάλι, παραδομένος σταθερά στη διακονία της δόξης του Θεού, κουλουριάστηκε σε μια γωνιά του δωματίου του, ντυμένος μόνο μ' ένα τρίχινο πουκάμισο. Για τρεις ήμερες ούτε τροφή ούτε νερό έβαλε στο στόμα του. Αδιάλειπτα προσευχόταν στον Κύριο να του δώσει δύναμη για να ξεπεράσει την ασθένεια της φύσεως, ν' αντισταθεί στο σαρκικό πειρασμό καί να βγει νικητής με τη συνεργεία της θείας χάριτος από τη φοβερή εκείνη δοκιμασία, για να δοξαστεί το όνομα του Θεού καί να ντροπιαστεί ό πανούργος καί μισόκαλος διάβολος.
Ή υπηρέτρια, με την πρόφαση πώς είχε εντολή να τον φροντίζει καί να τον εξυπηρετεί, ήταν αδιάκοπα σχεδόν κοντά του. Καί χωρίς ντροπή τον χάιδευε, τον φιλούσε, του έλεγε ερωτόλογα καί προτροπές για ν' αμαρτήσει μαζί της. Ό όσιος αντιστεκόταν μ' όλες του τίς δυνάμεις, όχι τόσο στη γυναίκα, όσο στη δική του αμαρτητική ροπή. 'Αλλά δυστυχώς, όσο εκείνος αντιστεκόταν, τόσο ή γυναίκα πείσμωνε καί γινόταν προκλητικότερη καί επιθετικότερη.
Στο μεταξύ ό όσιος Αντώνιος μαζί με όλους τους αδελφούς προσευχόταν με δάκρυα στο Σωτήρα να λυπηθεί το γνήσιο τέκνο Του καί να το ελεήσει.
Πράγματι, ό φιλάνθρωπος Κύριος εισάκουσε τίς προσευχές των εκλεκτών Του καί προκάλεσε μιαν απροσδόκητη αλλοίωση στην καρδιά του Ιωάννη. Ή πατρική αγάπη νίκησε την εμπάθεια καί τη φιλοκοσμία. Σαν πληροφορήθηκε ό βογιάρος ότι ό γιος του είχε τρεις ήμερες να φάει καί να πιει, φοβήθηκε μήπως πεθάνει από πείνα καί δίψα. Ή σκληρότητα του τότε μεταβλήθηκε σε ευσπλαχνία καί ή οργή του σε συμπάθεια. Τον φώτισε ό Θεός καί κατάλαβε ότι μάταια προσπαθούσε να μεταπείσει το παιδί του. Δέχτηκε λοιπόν σαν θέλημα Θεού την απόφαση του Βαρλαάμ, τον κάλεσε αμέσως κοντά του, του ζήτησε δακρυσμένος συγγνώμη καί τον άφησε να επιστρέψει ανεμπόδιστα στο σπήλαιο.
Συγκινητική ήταν ή στιγμή του αποχωρισμού: Στο κατώφλι του σπιτιού ό πατέρας καί ή μητέρα του νεαρού μοναχού πικρά θρηνούσαν για το παιδί τους σαν να ήταν πλέον νεκρό. Ή πρώην μνηστή του Βαρλαάμ έπεσε λιπόθυμη στα σκαλιά. Κι αυτή ακόμα ή αναίσχυντη υπηρέτρια είχε σωριαστή παράμερα, κλαίγοντας βουβά για την απώλεια του εραστή καί των χρημάτων πού θα κέρδιζε. Μόνο ό όσιος έλαμπε από χαρά. Σαν πουλί πού βγήκε από το κλουβί, βιαζόταν να φυγή για το ποθητό σπήλαιο της ασκήσεως του.
Μ' ευχαριστίες καί δοξολογίες προς τον Κύριο, πού άκουσε τίς προσευχές τους, δέχτηκαν οί μοναχοί των Σπηλαίων τον αγαπημένο τους πνευματικό αδελφό.
Μετά την επιστροφή του ό Βαρλαάμ επιδόθηκε με μεγάλο ζήλο καί ακατασίγαστο πόθο στην άσκηση καί την προσευχή. Ή ενάρετη ζωή του ακτινοβολούσε σαν ολόλαμπρη φωτεινή φλόγα ανάμεσα στους άλλους μοναχούς. Βλέποντας την υπεροχή του ό όσιος Αντώνιος καί νιώθοντας ό ίδιος την ανάγκη της μονώσεως καί της ησυχίας, τον άφησε ηγούμενο στη θέση του, καί ό ίδιος αναχώρησε για ν' ασκηθεί μόνος σ' άλλο σπήλαιο, όπως είδαμε στο βίο του.
Με πολλούς κόπους καί μόχθους ασκούσε τη διακονία του ό όσιος Βαρλαάμ για μερικά χρόνια. Έχτισε μάλιστα με την ευλογία του οσίου Αντωνίου την ξύλινη εκκλησία πάνω από τα σπήλαια, την αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Εκεί τελούσαν από τότε τίς ακολουθίες τους οί αδελφοί, γιατί ή μικρή υπόγεια εκκλησία του σπηλαίου δεν τους χωρούσε.
Την εποχή εκείνη ό ηγεμόνας του Κιέβου Ιζιασλάβος Παροσλάβιτς, πού ονομάστηκε στο άγιο βάπτισμα Δημήτριος, έχτισε μοναστήρι στο όνομα του προστάτη του αγίου μεγαλομάρτυρας Δημητρίου καί κάλεσε το μακάριο Βαρλαάμ να το οργάνωση, σαν άνθρωπο φημισμένο για την ασκητικότητα, τίς αρετές καί τίς ικανότητες του.
Καί στη μονή του αγίου Δημητρίου ό όσιος συνέχισε τη θεάρεστη ζωή καί διακονία του με τον ίδιο ζήλο, δίνοντας πρώτος το παράδειγμα της αυταπαρνήσεως για χάρη του Χριστού καί καθοδηγώντας το ποίμνιο Εκείνου στο δρόμο της αγιότητας. Ό Θεός ευλόγησε την πρόθεση καί τους κόπους του οσίου καί γρήγορα οί αδελφοί της μονής του αγίου Δημητρίου έγιναν ξακουστοί για την ενάρετη βιωτή καί τη θεοφιλή πολιτεία τους.
Αφού οργάνωσε το μοναστήρι κι έβαλε στο δρόμο του Θεού τη νέα αδελφότητα ό όσιος Βαρλαάμ αποφάσισε να επιστρέψει στη μονή των Σπηλαίων. Προηγουμένως όμως θέλησε να εκπλήρωση ένα παλαιό ευσεβή πόθο του: να προσκύνηση τους Αγίους καί Θεοβάδιστους Τόπους. Πράγματι, πήγε στα μέρη της Παλαιστίνης, στα χώματα πού αγίασε ό Κύριος μας Ιησούς Χριστός με την ενσώματη λυτρωτική παρουσία Του, καί επισκέφθηκε όλα τα πανάγια προσκυνήματα, αποκομίζοντας μεγάλη χάρη, ωφέλεια πνευματική καί ψυχική ευφροσύνη.
Επιστρέφοντας πέρασε από την Κωνσταντινούπολη καί περιόδευσε στα έκει μοναστήρια, όπου του πρόσφεραν πολλά εκκλησιαστικά σκεύη, εικόνες καί άμφια. Μετά πήρε το δρόμο για την πατρίδα του.
Φτάνοντας όμως στο Βλαντιμίρ ό όσιος Βαρλαάμ ασθένησε Βαριά. Μόλις πού πρόλαβε να πει πώς επιθυμούσε να μεταφέρουν το σώμα του στη Λαύρα του Κιέβου καί να παραδώσουν τα εκκλησιαστικά είδη στον όσιο Θεοδόσιο. Αμέσως μετά έκοιμήθη εν Κυρίω.
Ή επιθυμία του μακαρίου δούλου του Θεού εκπληρώθηκε. Το σώμα του μεταφέρθηκε στην Πετσέρσκαγια, όπου αναπαύεται μέχρι σήμερα άβλαβες καί άφθορο.
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου