Δευτέρα 17 Απριλίου 2017
Ο Αναστάσιμος
11:08:00 π.μ.
Αναρτήθηκε από
Nik Vythoulkas
Ετικέτες Ο ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΥΜΝΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Ετικέτες Ο ΣΤΑΥΡΟΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΥΜΝΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ
Ο ΑΝΑΣΤΆΣΙΜΟΣ
Καμπάνας ήχοι αρμονικοί,
γλυκοί, γοργοί, αναπαιστικοί,
ξυπνούν το μοναστήρι.
Και στης νυχτιάς τη σιγαλιά
σα μάτια ανοίγουν τα κελιά
ή πόρτα ή παραθύρι.
Το πνεύμα της αρχαίας μονής,
πνεύμα αγρυπνίας και προσμονής,
ξυπνά τους μοναχούς της.
Είναι φρουρός, και το φυλά
σα να βιγλίζει εδώ ψηλά
ο νέος καμπανοκρούστης.
Τώρα, από την κάθε μια γωνιά
γλιστράνε μεσ’ στην σκοτεινιά
ψυχές που παν να προσκυνήσουν.
Για τη ματόβρεχτή μας γη
που σπαρταρά μεσ’ στη σφαγή
τον έλεο να ζητήσουν.
Στην εκκλησιά την θολωτή
που στ’ όνειρό της ζη κι αυτή,
θρόνοι και παραθρόνια
μας φέρνουν πάλι στα παλιά
(μαρμαρωμένε βασιλιά!)
στης προσευχής τα χρόνια.
Μεσ’ στους αιώνες που κυλούν,
τούτες οι πλάκες μας μιλούν
για κάποιο μεγαλείο,
κι είναι πανάρχαιο κι ιερό,
κι είν’ αγιασμένο απ’ τον καιρό
προγονικό βιβλίο.
Μεσ’ στα στασίδια τους σκυφτές,
σεμνά θυμήματα του χτες,
– έπηξε η φλόγα στο καντήλι! –
μαυροντυμένες οι ψυχές
κάνουν τον πόνο τους ευχές
που ξεψυχούν στα χείλη.
Τρισένδοξη κληρονομιά
φέρνουν απάνω τους μια – μια,
που τους λυγάει τον ώμο.
Είναι βαρύ να περπατάς
και κάθε τόσο να κυττάς
κάθετο μπρος τον δρόμο.
Η νύχτα μάκρυνε πολύ,
– χειμώνας, – και ξαναλαλεί
το γελασμένο ορνίθι.
Και ξαναζούν στην σιγαλιά
ιδέες και πράματα παλιά
θαμμένα μεσ’ στη λήθη.
Τα καντηλάκια στο ιερό,
σα ναν’ από παλιό καιρό
κι απ’ άλλο μοναστήρι,
στάθηκαν στους άγιους μπροστά
– κόκκιν’ αστράκια γελαστά
πεσμένα στο ποτήρι.
Όλα σ’ αγγίζουν απαλά,
σεμνά κι αθώα και σιγαλά,
κι οι θόλοι στάζουνε γαλήνη.
Τέτοια γαλήνη ας απλωθή,
κι όλου του κόσμου που πενθεί
τον πόνο ας απαλύνη!
Άγρυπνη μέσα μου, η ψυχή
ρουφά της χάρης την βροχή
σα διψασμένο ελάφι,
και ζωντανεύουν ξαφνικά
κάποια θαμμένα μυστικά
κι ανοίγουν κάποιοι τάφοι.
Μέσα μου κάτι ξαναζή
που μεγαλώσαμε μαζί
και τόχα λησμονήσει.
Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ, πολύ
που βάζεις μιαν ανατολή
μετά από κάθε δύση.
Να κι οι ψυχές μας π’ αγρυπνούν
και στ’ άγιο Δείπνο σου δειπνούν
απόψε, λατρευτέ μας.
Ακόμα δεν ξημέρωσε
κι είμαστε πάρωρα με Σε,
και θάμαστε, Χριστέ μας!
Όρθρος δεν χάραξε, κι εγώ
βάλθηκα να σε κυνηγώ
στους κάμπους και στα όρη.
Το σώμα στέκει, μα η ψυχή
βγήκε στο δρόμο ανήσυχη
σα μυροφόρα κόρη.
Βγήκε απ’ τη νύχτα, σκοτεινά,
γύρισε λόγγους και βουνά
για να σε συναντήση,
ξυπόλυτη να περπατά
και της Περσίας αρώματα
στον τάφο σου να χύση.
Και να, βρεθήκαμε ξανά
σ’ αυτή τη σκοτεινή γωνιά
αντίκρυ απ’ τ’ άγιο Βήμα.
Ω, τι χαρά σου να θωρής
πως εκυλίστηκε νωρίς
ο λίθος απ’ το Μνήμα!
Ευλογητή ναν’ η στιγμή
που παίρνουν τέλος οι λυγμοί
και κάτι ορθίζει εντός μου,
κάτι απ’ την άρρητην αυγή
π’ άστραψ’ ο τάφος σου στη γη,
Ήλιε και φως του κόσμου.
Νεκρό θαρρούσα να τον βρω,
καθώς απάνω στο σταυρό
στερνή φορά τον είδα.
Κι ω των αγγέλων η χαρά,
πως ήρθε μεσ’ στη συμφορά
η αναστημένη ελπίδα!
Στης εκκλησίας τα τζαμωτά
σαν κάποιο φως λαμποκοπά
και κάποι’ αβέβαιη λάμψη.
Μέρας προμήνυμα γλυκό,
και ψάλλουν το χερουβικό
με την πανάρχαια τάξη.
Κάποι’ αφροκάμωτα φτερά
σκορπούν του θόλου τα όνειρα
και στ’ Άγια φτερουγίζουν.
Στα παραθύρια του Ιερού
και στις δυο κόχες του χορού
τριανταφυλλιές ανθίζουν.
Τα μάρμαρα γυαλοκοπούν
και κάτι θέλουν να μου πουν
γι’ αυτό που τώρα νιώθουν,
ως ν’ αποσώσουν οι ψυχές
τις απονύχτερες ευχές
του πιο κρυφό των πόθου.
Οι όψεις των αγίων γελούν
καθώς απάνω τους κυλούν
χαρούμενες οι αχτίνες.
Ως κι οι μορφές οι ασκητικές
που γελάσανε ποτές
τώρα γελούν κι εκείνες!
Στην άγια Τράπεζα, το φως
τον ήλιο ξεπερνά καθώς
χτυπά στ’ άγιο Ποτήρι.
Κι ω θαύμα! Μέσα μου κλειστός
ο αναστημένος μου Χριστός
καλεί σε πανηγύρι.
Ω Νικητή των νικητών,
στο ρημαγμένο σπίτι αυτό
θα ‘ρθης να κατοικήσης;
Ωραίο, γλυκόλαλο πουλί,
στ’ αραχνιασμένο μου κελί
και πως θα κελαδήσης;
«Ιδού θυσία μυστική…»
Κι ειν’ η καρδιά μου νηστική
για φως χαρά κι αλήθεια.
Εσύ το ξέρεις πως πεινώ,
Συ μόνο βλέπεις το κενό
που κλείνω μεσ’ στα στήθια.
«Ιδού θυσία μυστική…»
Και ξημερώνει Κυριακή
κι όλα γιορτάζουν τώρα.
Ο μόσχος δίνεται πολύς,
κι Εσύ, Χριστέ, με προσκαλείς
στ’ ατίμητά σου δώρα.
Στην ανθισμένη μυγδαλιά
δε λένε τόσα τα πουλιά
όσα η καρδιά μου νιώθει.
Κι ουδέ μπορούν να σου τα πουν
τριγύρω σου ως φτεροκοπούν
οι ακοίμητοί μου πόθοι.
Γιατ’ είσαι απέραντα καλός,
πατέρας μου και δάσκαλος
και φίλος κι αδελφός μου.
Μόνο το χέρι σου ας κρατώ,
και ρίχνομαι να περπατώ
στα πέρατα του κόσμου!
Ποιος θα μπορούσε να το πη
πως τόσο γρήγορα οι καρποί
θα πρόβαιναν στους κλώνους;
Χαράς ανάβλυσαν πηγές
απ’ τις δικές σου τις πληγές
κι απ’ τους δικό σου πόνους.
Με τη δική σου τη θανή
διάπλατ’ ανοίξαν οι ουρανοί,
κι απ’ το δικό σου μνήμα
ζωή καινούργια ξεχειλά
όπως ροχθίζει και κυλά
το ποντοπόρο κύμα.
Δεύτε πιστοί! Με την καρδιά
απλή κι αθώα σαν τα παιδιά,
την πανδαισία γευθήτε.
Κι ως αναστήθηκε ο Χριστός,
όμοια – κι ο λόγος του πιστός –
κι εσείς θ’ αναστηθήτε.
Στην αναστάσιμη χαρά
φυτρώνουν μέσα μας φτερά,
κι αντάμα ξεκινάμε
για κάποιες χώρες μακρινές,
που τόσες γνώριμες φωνές
μας προσκαλούν να πάμε.
Όλοι μαζί! Κι είν’ η φωτιά
στην τρισευδαίμονη ματιά,
και λάμπει γύρω η πλάση.
Δόξα, ωσαννά στον πλαστουργό
πούρθε με λόγο και σταυρό
τον κόσμο ν’ αναπλάση.
Τούτη η χαρούμενη πομπή
στα φωτοπάλατα θα μπη
με τα χρυσά στεφάνια,
κι η νικητήρια της κραυγή
θα συγκλονίση όλη τη γη,
θα σείση τα επουράνι.
Χριστός ανέστη! Τι ζητούν
τούτες οι κάργες που πετούν
και παν κατά την Δύση;
Ποιος θα βρεθή να τους το πη
πως η φυγή φέρνει ντροπή,
και ποιός θα τις γυρίση;
Αναστάση ‘ναι. Κι η ψυχή
δε νιώθει τώρα μοναχή
καθώς εχτές και πρώτα.
Κάποιος βαδίζει στο πλευρό,
της απαλύνει το σταυρό,
σπογγίζει τον ιδρώτα.
Το βάρος έχει μοιραστή,
και τον ξεκάμαν το ληστή
πόσπερνε ολούθε τρόμο.
κάποιος πονόψυχος φτωχός
διαβάτης της Ιεριχώς
λευτέρωσε το δρόμο.
Χριστός ανέστη! Το χαρτί
σκίστηκε πάνω στη γιορτή
κι ο άνεμος το πήρε.
Πάτε παλιοί λογαριασμοί,
μαύρης βλαστήμιας πειρασμοί
και λογισμέ συ, στείρε.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η αγράμπελη μοσκοβολά
κι η πασχαλιά ευωδιάζει.
Πήδα και χόρευε ψυχή
που σ’ έλιωσε η απαντοχή
και το πικρό μαράζι.
Άνοιξη μπήκε για καλά,
κι η θάλασσα παιζογελά
κι ανθίζουν οι κήποι εντός μου.
Πλάκες, που στέκατε βαριές
στα μνήματα και στις καρδιές,
σας έσπασε ο Χριστός μου!
«Ιδού βαδίζω…» Κύριε, δέξου με
ξεχνώντας τον πολύ μου ρύπο…
Εσύ που ακούς τον κρυφό πόθο μου
και της καρδιά μου κάθε χτύπο.
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου