ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Μιά έμορφη ψυχή

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Μιά έμορφη ψυχή



ΜΙΑ ΕΜΟΡΦΗ ΨΥΧΗ
ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΗΤΑΝΕ ΜΙΑ ΦΟΡΑ, πρό σαράντα χρόνια, ένας άνθρωποςαπό καλό σόγι, πού τόν λέγανε Παρασκευά, καί πούζοϋσε σέ μιά πολιτεία τής Ανατολής, χτισμένη άπάνω στη θάλασσα, ανάμεσα Πόλη καί Σμύρνη. Αυτός ό άνθρωπος ήτανε έμπορος άπό τούς καλούς, καί ταξίδευε στην Πόλη καί στη Σμύρνη, είχε πάγει κ’ ίσαμε τό Μισίρι, στή Βλαχιά καί στόΤριέστι, κ’ ήξερε καλά τόν κόσμο. Μά δέν έκανε γιά έμπορος, έπειδής ήτανε πολύ δίκιος καί χριστιανός αληθινός. Κι όχι μόνο δέν παραδεχότανε ή ψυχή του νά βγάζει μεγάλο κέρδος άπό τή δουλειά του, άλλά καί βοηθούσε κρυφά ένα σωρό φτωχές φαμίλιες πού ύποφέρνανε.Στό μαγαζί του, πού ήτανε στόμεγάλο τσαρσί, συχνάζανε όλο άνθρωποι καλοί, θεοφοβούμενοι, καί μιλούσανε όλο γιά θρησκευτικά. Πήγαινε έκεΐ πέρα ό κυρ-Θόδωρος ό Μπαμπακάς ρωμιοράφτης, ό κυρ Δημητρός ό Σωτηρίου μαραγκός, ό Νικόλας ό Χιώτης μανάβης, ό κυρ-Μιχαλάκης ό Σπανός μεγαλέμπορας,ό κυρ-Κωσταντίνος ό Άγγελάρας κτηματίας, ό κυρ-Θόδωρος Ραζμπίτσος ό λεγόμενος Λιοντάρι, κι άλλοι καλοί νοικοκυροί, πού ήτανε δλοι σάν πνευματικοί. Συχνάζανε στό μαγαζί τοΰ κυρ-Παρασκευά κ’ ένα σωρό παπάδες, άρχιμαντρίτες, καλόγεροι καί ψαλτάδες, ό παπα-Θανάσης, ό Ρήνας, ό Μπακλάς, ό Γ αϊτάνος, ό Καλαποδάς, κι άλλοι.


Τό μαγαζί μοσκοβολούσε από μπαχαρικά, κανέλες, μοσκοκάρυδα, καφέδες, τσάγια καί λογιών-λογιών πράγματα φερμένα άπό τό Μισίρι, από τήν Ίντία, άπό τή Ρουμανία. Έκεΐ μέσα καθότανε στις καρέκλες καί συζητούσε τό «ηγουμενοσυμβούλιο», δπως τό λέγανε. Ό μαγαζιάτορας καθότανε στό γραφείο του πάντα γελαστός, μέ κείνη τήν ήμερη όψη του καί τ’ άθώα τά μάτια του, πού ήτανε σάν τοΰ παιδιού.
Τό μαγαζί βάσταξε καμιά τριανταριά χρόνια. Ό κυρ-Παρασκευάς άρχισε νά γερνά. Δέν θέλησε νά παντρευτεί, γιατί ολοένα ήθελε νά γίνει παπάς ή καλόγερος, μά τυχαίνανε μπόδια καί τ’ άφηνε γιά ύστερότερα. Καθότανε στό σπίτι τής παντρεμένης άδερφής του, πού ήτανε χήρα, καί τ’ άνίψια του τόν γνωρίζανε γιά πατέρα.
Όλος ό κόσμος τόν άγαπούσε καί τόν είχε σέ υπόληψη τόν κυρ-Παρασκευά, φτωχοί καί πλούσιοι. Βοηθούσε κρυφά τούς φτωχούς, πρό πάντων κάποιες οικογένειες πού ξεπέσανε καί πού ντρεπόντανε νά ζητήξουνε καί μαραζώνανε, χωρίς ν’ άποδείξουνε τίποτα στόν κόσμο. Αύτά τά σπίτια είχανε τό ταχτικό τους, δίχως νά πάρει είδηση κανένας. «Μή γνώτω ή αριστερά σου τί ποιεί ή δεξιά σου.»
Ό κυρ-Παρασκευάς άγαπούσε πιό πολύ άπ’ δλα τήν έκκλησία καί τήν ησυχία. Πολλές φορές θελήσανε νά τόν παντρέψουνε μέ πλούσιες νύφες, μά κείνος δέν παραδεχότανε• είχε ολοένα στόν νού του νά γίνει παπάς ή καλόγερος, μά δέ γίνηκε. 'Άμα πέρασε τά εξήντα, τό ’ριξε στό μεθύσι. Σιγά- σιγά τό πιοτό τοΰ έγινε πάθος, κι όλος ό κόσμος άποροΰσε πώς τόν κυρίεψε αυτό τό κακό συνήθιο, έναν τέτοιον άγιον άνθρωπο.
Κι από πρωτύτερα έπινε λίγο, μά στόν κατήφορο τόν τράβηξε ένας Στρατής Κόκκινος, πού είχε μαζί του παλιά φιλία. Πηγαίνανε καί πίνανε κρυφά, κλεισμένοι σέ μιά γωνιά, στό μαγαζί τοΰ κυρ-Παντελή τοΰ Χιώτη, πού ήτανε ένας καλότατος άνθρωπος, πλήν άγαποΰσε τό πιοτό κ’ ήτανε ζαλισμένος άπό τό πρωΐ ως τό βράδυ. Καθόντανε καί πίνανε παράμερα, μέ συστολή, σάν νά ντρεπόντανε, καί λέγανε διάφορες ιστορίες μέ νόημα.
Άπό πάνω τους ήτανε κρεμασμένα κάτι παλιά κάντρα κιτρινισμένα άπό τήν πολυκαιρία. «Ό πωλών τοις μετρητοϊς καί ό πωλών επί πιστώσει», πού παριστάνανε άπό τή μιά μεριά τόν έναν έμπορα καλοφαγωμένον καί καλοπιωμένον, μέ καλά ρούχα καί μέ ναργιλέ στό χέρι, ενώ άπό τήν άλλη μεριά ήτανε παραστημένος ό καημένος ό έμπορας πού χρεωκόπησε, καί καθότανε κλαμένος, μέ τά χέρια σφιγμένα άπό τήν άπελπισία, μέ κουρελιασμένη βράκα, κοκκαλιάρης, κι άπό τήν άνοιχτή τήν κάσα του είχε βγάλει ένα σωρό χαρτιά ομόλογα, σκόρπια στό σάπιο πάτωμα, καί τά τρώγανε τά ποντίκια. Αύτά τά κάντρα δέν είχανε καμιά συνέχεια μέ τόν μπαρμπα-Παντελή, πού έδινε δλο βερεσέ δ,τι πουλούσε.
Άλλα κάντρα παριστάνανε τήν ανακάλυψη τής Αμερικής, τόν Τρωικό πόλεμο, τόν Παναγή τόν Κουταλιανό, τόν Μούκιο Σκεβόλα πού έκαιγε τό χέρι του άπάνω στή φωτιά, κ’ ένα σωρό άλλα. Στις γωνιές ήτανε στημένες κάτι αρχαίες λαγήνες, πού τίς βγάλανε οί βουτηχτάδες άπό τόν πάτο τής θάλασσας, σκεπασμένες άπό άτραγάνες πού σκεδιάζανε σάν τούρκικα γράμματα. Έδώ κ’ έκεΐ έβλεπες ράφια κι άπάνω βαλμένα σφουγγάρια, γιούσουρα, κοράλλια. Στόν τοίχο ήτανε καρφωμένες δυό-τρεΐς ουρές άπό μεγάλα σκυλόψαρα. Άπό τό ταβάνι ήτανε κρεμασμένα τρία-τέσσερα καράβια μ’ ανοιχτά πανιά, καί σάν φυσοΰσε ό μπάτης από τήν πόρτα, φουσκώσανε τά πανιά καί γυρίζανε πότε άπό δώ, πότε άπό κεΐ, σά νά βολτατζέρνανε στή θάλασσα. Στό τεζιάκι, άπό τή μιά μεριά κι άπό τήν άλλη, στεκόντανε όρθιοι δυό άραπάδες, άγάλματα άπό ξύλο, καί βα-στούσανε άπό ένα πανέρι πού ’χε μέσα μπανάνες, μήλα, πορτοκάλια, όλα βαμμένα μέ φανταχτερά χρώματα.
Έκεΐ μέσα σύχναζε ό κυρ-Παρασκευάς κ’ ή συντροφιά του, σάν κλείνανε τά δικά τους τά μαγαζιά, καί καθόντανε περασμένα τά μεσάνυχτα.
Μέ τόν καιρό ό κυρ-Παρασκευάς γινότανε πιό άδιάφορος γιά τό μαγαζί του. Μιά μέρα ακούστηκε πώς τό ’κλεισε καί πώς χάθηκε άπό τήν κοινωνία. Ό ένας έλεγε πώς πήγε καί καλογέρεψε στό Όρος, ό άλλος έλεγε πώς έφυγε γιά τό Μισίρι ή γιά τήν Πόλη, πού ταξίδευε άλλη φορά γιά νά φέρει πραμάτειες. Μά κανένας δέν ήξερε στ’ άληθινά τί άπόγινε.
Στ’ άληθινά τόν τράβηξε ή ησυχία κ’ ή μοναξιά, μά δέν γί-νηκε καλόγερος. Άπό καιρό είχε κάνει τό σκέδιό του, χωρίς νά τον πάρει είδηση κανένας. Είχε αγορασμενον εναν μπαχτσέ, ένα περιβόλι, πού βρισκότανε πολύ μακριά άπό τήν πολιτεία, κ’ έκεΐ άποτραβήχτηκε.
Αυτό τό περιβόλι τό λέγανε Σκρόφα, γιατί πρό πολλά χρόνια έκεΐ πέρα ήτανε λογγάρι καί φώλιαζε μιά άγριογουρούνα, θηρίο πού ρήμαζε τόν κόσμο, κι άπό κεΐ πήρε τήν ονομασία, έπειδή σκρόφα θά πει άγριογουρούνα. Τούτο τό μέρος βρισκότανε άπάνω στήν άκρογιαλιά, στήν όξω θάλασσα, κ’ είχε μπροστά τ’ ανοιχτό πέλαγο καί κοίταζε κατά κεΐ πού βασιλεύει ό ήλιος. Άπό τήν άνατολή τό κρύβανε κάτι δασωμένα βουνά. Ήτανε καλό περιβόλι, μέ πολλά δεντρικά, πού βγάζανε τά πιό έμορφα καί τά πιό πρώιμα πωρικά, πρό πάντων βύσσινα, ροδάκινα καί δαμάσκηνα. Είχε κ’ ένα νερό χωνευτικό, πού έβγαινε άπό τό βουνό καί γέμιζε τις χαβούζες. Άπό πάνω κρεμόντανε τά κλωνιά των δέντρων, κ’ έκεΐ ξάπλωνε καί κοιμότανε ό μπαρμπα-Ξενοφών, πού είχε νά κατεβεΐ στην πολιτεία δυό καί τρία χρόνια, καί τόν νανούριζε ό βόγγος πού έρχότανε άπό τό πέλαγο.
Ό κυρ-Παρασκευάς, σάν πήρε τήν άπόφαση νά φύγει μακριά άπό τήν κοινωνία, κράτησε γιά συντροφιά τόν μπαρμπα-Ξενοφών καί τόν μικρό τόν γυιό του τόν Νικόλα. Αύτοί οί τρεις άνθρωποι ζούσανε σέ κείνο τό ξεχασμένο μέρος.
Στή βορινή άκρη τοΰ περιβολιού, εκεί πού άρχιζε τό βουνό, ήτανε τό σπίτι πού καθότανε ό κυρ-Παρασκευάς, ένα καλυβόσπιτο μέ δυό πατώματα, χτισμένο μέ πέτρες άσουβάντιστες καί μέ δοκάρια άπ’ άγρια δέντρα. Ή κάμαρα πού κοιμότανε ήτανε στ’ απάνω πάτωμα, κ’ είχε δυό παράθυρα πού κοιτάζανε κατά τ’ άκρογιάλι κ’ έμπαινε ό δροσερός αγέρας τού πελάγου μέ τή μυρουδιά τής θάλασσας. Στή μιά γωνιά ήτανε τό εικονοστάσι μέ τά εικονίσματα καί μέ τό καντήλι. Κοντά στό ’να τό παράθυρο ήτανε ένα τραπέζι μέ τό τραπεζομάντηλο, κι άπάνω βρισκότανε ένα καλαμάρι κανωμένο άπό χοντροδουλεμένο ξύλο, μιά πένα άπό φτερό τοΰ άϊτοΰ, κ’ ένα ξυλένιο κουτί γεμάτο άμμο πάσπαλη, γιά νά στεγνώνουνε τά γράμματα, άντί γιά στουπόχαρτο. Είχε καί πεντ’-έξι βιβλία αγιωτικά καί δυό- τρία άλλα κοσμικά, τόν «Ροβινσόν Κροϋσο», τή «Μυστηριώδη Νήσον» καί τόν «Γερο-Στάθη». Γιά στόλισμα ήτανε βαλμένα άπάνω στό τραπέζι καί σέ κάποια μικρά ράφια κάτι τσόφλια άπό λογιών-λογιών θαλασσινά κι άπό τούς ναυτίλους, πού είναι άσπρα καί πολύ ψιλά, σάν φαρφουρένια. Αυτό τό παράξενο ζωύφι, σάν είναι μπουνάτσα, άνεβαίνει στή φάτσα τού νερού κι άνοίγει σάν νά ’ναι πανί ένα πετσί πού τό ’χει διπλωμένο μέσα στό τσόφλι του, καί ταξιδεύει σά βαρκούλα. Είχε πολλούς τέτοιους ναυτίλους σέ κείνα τά νερά, καί πολλές φορές τό καλοκαίρι τούς έβλεπε ό κυρ-Παρασκευάς νά ταξιδεύουνε μαζεμένοι, εΐκοσι-τριάντα, σάν άρμάδα. Μόλις άκούγανε κανέναν σαματά άπό τή στεριά ή άπό τή θάλασσα, είτε πετοΰσε κανένας γλάρος άπό πάνω τους, στή στιγμή μαζεύανε τά πανιά, κουνιόντανε γιά νά γεμίσουνε οί βαρκούλες τους νερό, καί πηγαίνανε στόν πάτο ως πού ν’ άνοιγοκλείσει τό μάτι.
Ό ερημίτης, ό κυρ-Παρασκευάς ό έμπορας, είχε γίνει Ρο-βινσόνας. Ηλιοκαμένος, με ροζιασμένα χέρια, μέ χοντροπάπουτσα, σάν βουνίσιος καί σάν θαλασσινός. Τό καλοκάγαθο καί στρογγυλό πρόσωπό του είχε γίνει άκόμα πιό άθώο καί πιό γελαζούμενο, μέ ροδοκόκκινα μάγουλα, ζωσμένο μέ στριφτά γένια. Είχε γίνει άκόμα πιό ταπεινός, πιό γλυκομίλητος, πιό θρήσκος. "Οποιος τόν έβλεπε (κάτι κυνηγοί καί κάτι ψαράδες πηγαίνανε άνάρια κατά τη Σκρόφα, εξόν άπό τούς τσομπάνηδες) άποροΰσε μέ τή γλυκύτητά του, κ’ έλεγε πώς είναι κανένας άγιος. Στην κοινωνία ήτανε ό Παρασκευάς ό δίκαιος, στην έρημο είχε γίνει ό Παρασκευάς ό άπλοϋς, ό νήπιος. "Ολη την ημέρα δούλευε, γιά νά μπορεί νά πει στόν Θεό πώς έβγαλε τό ψωμί του μέ τόν ίδρωτα τού προσώπου του.
Υγεία κ’ ήσυχία είχανε άπάνω τους κ’ οί τρεις ερημίτες. Ό ένας ήτανε δεμένος μέ τόν άλλον άκόμα καί τό πιό μικρό παιδί δέν ήθελε νά φύγει, νά πάγει στήν πολιτεία, πού άκουγε πώς ύπάρχανε διασκεδάσεις κι άλλες χαρές. Κάθισε μαζί μέ τόν πατέρα του καί μέ τόν κυρ-Παρασκευά ως οχτώ χρόνια, κ’ ύστερα γίνηκε καλόγερος καί πήγε κ’ ήσύχασε σ’ ένα μοναστηράκι, πού βρισκότανε λίγο μακρύτερα άπό τή Σκρόφα, κατά τή νοτιά, άπάνω στό πέλαγο, καί πού τό λέγανε Άγιο Νικόλα τό Κλήμα. Ό κυρ-Παρασκευάς έκανε κάθε ώρα τήν προσευχή του κ’ έψελνε άπό τή Σύναψη. Διάβαζε τόν «Γερο-Στάθη» κι άκούγανε οί δυό άλλοι.
Τά κύματα βουΐζανε άδιάκοπα άπάνω στά κοχλίδια, κατα-κάθαρα καί δροσερά, σάν νά ήτανε ή πρώτη μέρα πού έπλασε ό Θεός τόν κόσμο. Ή άνασαμιά τής θάλασσας έφτανε άπό μακριά μέσα στό περιβόλι, άνάμεσα στά κλαδιά των δέντρων πού σειόντανε άπό τό μαΐστρο. Παραπέρα τελείωνε ή άμμουδιά καί στεκόντανε κάτι βράχοι κοφτοί καί μαύροι, πού κοκκινίζανε τήν ώρα πού βασίλευε ό ήλιος. Στην κορφή τους άνεμιζόντανε τά χορτάρια καί τ’ άγριόδεντρα. Άπό κάτω, κοντά στό νερό, είχε σπηλιές πού μπουκάρανε οί θάλασσες κι άφρίζανε, κ’ έβγαινε ένας βόγγος, «φωνή ύδάτων πολλών».
Οί τρεις έρημίτες νιώθανε τήν αιωνιότητα πού τούς έζωνε. Ή ψυχή τους ήτανε άπλή κ’ έπινε αυτή τή βαθιά αρμονία τού κόσμου.
Κατά τήν τραμουντάνα έκοβε τ’ άνοιχτό τό πέλαγο ένας κάβος μυτερός, μακριά, πολύ μακριά. Ανοιχτά άπό τόν κάβο ξεχωρίζανε δυό-τρία άπό τά ρημονήσια τά λεγάμενα Μοσκονήσια, τά άρχαΐα Έκατόνησα.
Όλα ήτανε δροσερά καί σκεπασμένα άπό μυστήριο. Ή βουή τού πελάγου έρχότανε στ’ αυτιά τους όλη τή μέρα, καί τή νύχτα τούς νανούριζε.
Ό κυρ-Παρασκευάς κοιμότανε τό καλοκαίρι άπό κάτω άπό τά δέντρα, κοντά στό ροδάνι (τό μαγγανοπήγαδο), πού τό γύριζε ό Μπαλαμπάνης, ένα γαϊδουράκι πού τ’ άγαποΰσε πολύ καί δέν τ’ άφηνε νά κουραστεί. Τό φώναζε: «Μπαλαμπάνη! Βρέ Μπαλαμπάνη!» καί κείνο πήγαινε κοντά του καί τόν έγλειφε. Μέ τά ονόματα φώναζε καί τις δυό άγελάδες που είχανε, τίς κατσίκες, τόν μαύρο σκύλο, πού τόν λέγανε Άμπανόζη.
’Ήταν Ροβινσόνας σωστός τού ’λειπε μοναχά ό παπαγάλος, τό καβούκι πού φορούσε στό κεφάλι του ό Ροβινσόνας, καί κείνη ή ψάθινη ομπρέλα.
Κατά τό βράδυ, πριν βουτήξει ό ήλιος μέσα στό πέλαγο, ό κυρ-Παρασκευάς ξάπλωνε κάτω άπό τά δέντρα, άκουμπούσε τό κεφάλι στήν άπαλάμη του καί κοίταζε τό πέλαγο. Οί γρύλοι κ’ οί τριξαλίδες κάνανε κρί-κρί-κρί μέσα άπό τά σκίνα. Καθότανε έτσι ως πού σκοτείνιαζε. Πολλές φορές δακρύζανε τά μάτια του άπό ευγνωμοσύνη γιά τήν ειρήνη πού τού έδωσε ό Θεός, κ’ έκανε τόν σταυρό του.

Πρώτη δημοσίευση στο Ορθόδοξο Διδίκτυο
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο

ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ




Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |