Του Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου-Φιλολόγου ΜΑ Θεολογίας,
υποψήφιου Δρος Παν. Αθηνών
Αύγουστος! Τό Πάσχα του Καλοκαιριού! Περίοδος πνευματικής εγρήγορσης καί περισυλλογής. Ακολουθίες Μεγάλου καί Μικρου Παρακλητικού Κανόνα πρός τήν Ύπεραγία Θεοτόκο, νηστεία, άσκηση, προσευχητική καί εξομολογητική διάθεση τών πιστών πού κατακλύζουν τούς Ιερούς Ναούς καί τούς προμαχώνες τής Όρθοδόξου Πίστεώς μας, τίς σεπτές καί θεοφρούρητες Ιερές Μονές, κατά τήν ένδοξη εορτή τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου. Όλοι μαζί, «εν ενί στόματι» ώς άναπόσπαστο «Σώμα Χριστού» υμνουν καί δακρύβρεχτοι ψάλλουν: «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε· Γεθσημανή τώ χωρίω κηδεύσατέ μου τό σώμα».
Ή Καινή Διαθήκη δέν άναφέρει τίποτα σχετικά μέ τήν άπαρχή καί τό τέλος του βίου τής Ύπεραγίας Θεοτόκου. Από τήν ιερή παράδοση τής Εκκλησίας μας άντλουμε πληροφορίες, σύμφωνα μέ τίς όποιες ή Κυρία Θεοτόκος, μετά τήν Ανάληψη του Σωτήρος Χριστου, παρέμεινε στήν πόλη τής Ιερουσαλήμ, στήν
οικία του Ίωάννου του Ευαγγελιστου, ό όποιος συντηρούσε καί τήν πατερική του εστία στή Βηθσαϊδά τής Γαλιλαίας. Έκεΐ στήν Ιερουσαλήμ ή Κυρία Θεοτόκος υπήρξε τό κέντρο τών Αποστόλων άλλά καί όλων εκείνων τών γυναικών πού διακονουσαν τόν Κύριο καί μετά τήν Ανάληψή Του, άφοσιώθηκαν στήν διακονία τής Εκκλησίας: «Ουτοι πάντες ήσαν προσκαρτερουντες όμοθυμαδόν τή προσευχή καί τή δεήσει σύν γυναιξί καί Μαρία τή μητρί του Ίησου καί σύν τοΐς άδελφοΐς αυτου» (Πράξ. 1, 14).
Στήν Ιερουσαλήμ, ή Κυρία Θεοτόκος καλεΐ τούς Αποστόλους, πού είχαν διασκορπισθεί σέ άλλες χώρες γιά νά κηρύξουν τό μήνυμα του ευαγγελίου, νά συναθροισθουν καί νά τήν κηδεύσουν στήν Γεθσημανή (Κολιτσάρα Ι., Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν τής Αγίας Γραφής, εκδ. ΖΩΗ, ΑΘΗΝΑΙ 1975, σελ. 88-90), στόν κήπο εκείνο όπου προσευχήθηκε ό Κύριος κατά τήν νύκτα τής προδοσίας. Ή Γεθσημανή βρίσκεται στούς δυτικούς πρόποδες του όρους τών ελαίων καί πήρε τήν ονομασία της από τό τοπικό ελαιοτριβείο πού υπήρχε παλαιότερα στή θέση αυτή.
Σύμφωνα πάντα μέ τήν Παράδοση, «νεφέλαι διήρπασαν» τούς Αποστόλους καί τούς μετέφεραν από μακρινές αποστάσεις στήν οικία του Ίωάννου του Ευαγγελιστοΰ καί άφοΰ ή Κυρία Θεοτόκος, προγνωρίζοντας τήν άκριβή ώρα τής παναγίας εκδη-μίας της, «άπηύθυνε λόγους πρός αυτούς καί εκοιμήθη».
«Οι Απόστολοι, ενδεδυμέ-νην αυτήν ώς ητο, χριστιανοπρεπώς καί ευλαβώς, άπέθηκαν τό ιερόν σκήνος της εις τόν εν Γεθσημανή τάφον της, άπό τόν δποίον τή τρίτη ήμέρα μετέστη εις ουρανούς· συναντήσασα τόν Απόστολον Θωμαν καθυστερή-σαντα καί δοΰσα εις αυτόν ώς σημείον τής μεταστάσεώς της τήν Αγίαν Ζώνην της, ή δποία φυλάσσεται εως σήμερον εις τήν Ίεράν Μονήν τοΰ Βατοπεδίου εν Αγίω Όρει» (Νησιώτου Αγγέλου, Ίερέως, Τά κείμενα, Α' τόμος, Όρθόδοξοι Χριστιανικαί Ενώσεις, Αθήνα 1997, σελ. 472-473).
Ή Παναγία ώς επίγειο πλάσμα, ώς άνθρωπος άποθνήσκει. Ή Πάναγνος Μητέρα τοΰ Κυρίου παραδίδει τό πνεΰμα της στά άχραντα χέρια τοΰ πολυαγαπη-μένου Υιοΰ της καί τό Πανακήρατο σώμα της μένει «άπνουν εις τόν τάφον». «Τί παράδοξον! Ή ζωηφόρος φαίνεται νεκροφόρος! Ή θεόμιλος παρουσιάζεται άφωνος. Ή Μήτηρ τής ζωής, τό σκήνωμα τής δόξης τοΰ Θεοΰ, ή μεγαλώνυμος Θεοτόκος δέχεται νέκρωσιν»(Χριστοδούλια Π., Αρχιμ., Ή Παναγία, εκδ. ΖΩΗ, ΑΘΗΝΑΙ 1999, σελ. 177). «Πώς δ τάφος εχώρησε τό δοχείον τοΰ Θεοΰ, τόν ουρανόν τοΰ Παμβασιλέως τόν έμψυχον;», ψάλλει o Ιερός Δαμασκηνός.
Έάν όμως μέ τήν άνάσταση τού Κυρίου μας Ίησοΰ Χριστοΰ, ο θάνατος επαψε νά κομίζει τήν άπαισιοδοξία καί τήν άπόγνωση άνάμεσα στούς άνθρώπους, τί δύναται ν’ άποτελέσει γιά τήν ίδια τήν Παναγία Μητέρα Του;
Χωρίς άμφιβολία, δ θάνατος καί άκολούθως ή σεπτή μετάσταση τής Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας άποτελεί διάβαση καί κλίμαξ άπό τά γήϊνα πρός τά ουράνια, άπό τά πρόσκαιρα καί φθαρτά στά άφθαρτα καί αιώνια, καθώς ή Παναγία Μορφή της προβάλλει ώς «μεθόριον άναμεταξύ τής άκτίστου καί κτιστής φύσεως» (Αγ. Νικοδήμου τοΰ Αγιορείτου, Αόρατος Πόλεμος, εκδ. Φώς, Αθήνα, σελ. 176) καί κατά τόν Άγιο Κοσμα τόν Μελωδό «δ θάνατός της γέγονε διαβατήριον Ζωής άϊδίου καί κρείττονος».
Βέβαια, άς υπογραμμίσουμε ότι στήν Όρθόδοξη Εκκλησία δέν λατρεύουμε τήν Κυρία Θεοτόκο, πλήν όμως τής άποδίδουμε τήν μεγαλύτερη τιμή μετά τόν Θεό, καθώς «ώς οΰσα μήτηρ άληθώς του Θεου έχει τά δευτερεΐα τής Αγίας Τριάδος» καί «αυτής τής Θεομήτορος υπερφυώς χορηγούσης τό πλασθήναι τώ πλάστη καί τό άνθρωπισθήναι τώ Θεώ καί ποιητή του παντός θεουντι τό πρόσλημμα, σωζούσης τής ενώ-σεως τά ενωθέντα τοιαυτα, οϊα καί ήνωνται» (Άγ. Ίωάννου του Δαμασκηνου, Έκδοσις Ακριβής τής Όρθοδόξου Πίστεως, (μτφρ. Ν. Ματσούκας), εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 2009, σελ. 256). Ή Όρθόδοξη Εκκλησία άντικρούοντας τίς άκρότητες τής Μαριολατρείας τών Δυτικών καί του Αντιδικομαριανισμου (Ζήση Θ., Πρωτοπρεσβ., ή Αγιότητα καί ή Αναμαρτησία τής Θεοτόκου, περιοδ. «Θεοδρομία», τευχ. 1, 1999, σελ. 8-19) προτάσσει καί δογματικά άποδέχεται τόσο τήν φυσική γέννηση τής Θεοτόκου, άπορρίπτοντας όσα σχετικά περί τής άναμαρτησίας της καί καταλήγει στόν φυσικό σωματικό θάνατο καί τήν ιερή μετάστασή της. «Ουτω Θεου μητέρα τήν Παρθένον ταύτην γινώσκοντες, τήν ταύτης πανηγυρίζομεν κοίμησιν, ου Θεόν ταύτην φημίζοντες· άπαγε τής ελληνικής τεθρείας τα τοιαύτα μυθεύματα» (Άγ. Ίω. Δαμασκηνου, Λόγος εις τήν Κοίμησιν 2, 15, ΡG. 96, 7444, Πρβλ., του Ιδίου, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς άγίας εικόνας, 3, 41, ΡG, 94, 1357: «Προσκυνήσωμεν καί λατρεύσωμεν μόνω τώ κτίστη καί Δημιουργώ ώς φύσει προσκυνητώ τώ Θεώ. Προσκυνήσωμεν καί τή άγία Θεοτόκώ, ουχ ώς Θεώ, άλλά ώς μητρί Θεου κατά σάρκα».
Αναφύεται όμως τό ερώτημα: Αφου ή Παναγία επρόκειτο νά μεταστεΐ γιατί πέθανε; Δέν ήταν δυνατόν νά μεταστεΐ όλόσωμος στόν ουρανό όπως άναλήφθηκε ό προφήτης Ήλίας ή ό δίκαιος Ένώχ;
Οι Πατέρες τής Έκκλησίας άποδέχονται στήν πλειονότητά τους ότι ό θάνατος τής Κυρίας Θεοτόκου είναι άποτέ-λεσμα τής εκούσιας καί ελεύθερης θελήσεώς της. Όλος ό βίος τής Παναχράντου κοσμεΐται άπό τήν άβίαστη καί εκούσια αυταπάρνησή της καί ευαγγελίζεται σ’ όλη τήν σύμπασα κτίση τήν υψοποιό καί άγιαστική της ταπείνωση ώς ορθοπραξία καί δωρεά. «Απέθανε διότι τό ήθέλησε λόγω θείας καί τελείας άγάπης. Έξήλθε τής ζωής θαυματουργικώς ώς καί εισήλθεν εις τήν ζωήν ούτως».
Ή Κυρία Θεοτόκος «μετέστη πρός τήν ζωήν άλλά τόν κόσμον ου κατέλιπε». Ώς «βασιλέως καθέδρα» κατέχει ιδιαίτερη θέση στό Ουράνιο σκήνωμα παρά του Κυρίου μας Ίησοΰ Χριστού «Παρέστη ή Βασίλισσα εκ δεξιών σου εν ιματισμώ διαχρύσω περιβεβλημένη, πεποικιλμένη» (Ψαλμ., 44, 10). ’Άς στρέψουμε τό νου καί άς εμπιστευτούμε στήν Ύπεραγία Θεοτόκο, στήν Παναγία Μητέρα μας κάθε σκέψη καί λογισμό, κάθε άγωνία καί μέριμνα, όλόκληρη τή ζωή μας, ψάλλοντας ταπεινά καί ικετευτικά μαζί μέ τόν 'Άγιο Νικόδημο τόν Άγιορείτη στήν Πανάχραντη χάρη της, πού είναι «ένδοξη καί όλόφωτη Σελήνη, λαμπρή αλωνα, ουράνια καί πολύαστρη σφαίρα, επτάστερη άρκτος, άγλαό-μορφη Παρθένα, ώραία Πλειάδα καί ποικιλόχροη ’Ίριδα» (Άγ. Νικοδήμου Άγιορ., Παρακλητικός Κανών εις τήν Ύπεραγίαν Θεοτόκον Γοργοϋπήκοον τής Ί. Μ. Δοχειαρείου, εκδ., «Περιβόλι τής Παναγίας», σελ. 15).
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου