Ή τιμωρία και ή λύτρωση
Δευτέρα 27 Ιουνίου 2016
Ή Τιμωρία και ή Λύτρωση
Ή τιμωρία και ή λύτρωση
ΣΤΑ χρόνια τού βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου τού νέου πλήθος από Σκύθες με δική του διαταγή ξεκίνησαν για την Ανατολή.Κάποτε έφτασαν και στην Τραπεζούντα.
'Ανάμεσά τους ήταν και κάποιος δεμένος με αλυσίδες, γιατί είχε μέσα του ολόκληρη λεγεώνα πονηρών πνευμάτων.Οι άλλοι Σκύθες τον πρόσεχαν νύχτα-μέρα, από φό60 μήπως οι δαίμονες τον ρίξουν ατή φωτιά και τον κάψουν η τον πνίξουν στο νερό η τον γκρεμίσουν σε κανένα βάραθρο.
Πριν δαιμονιστεί ο Σκύθης αυτός, από νέος ακόμα, έκανε τα θελήματα των δαιμόνων και ζούσε ζωή ακόλαστη.Κάποτε όμως έκανε και μία φρικτή ασέβεια: στη Βασιλεύουσα, όπου είχε πάει μαζί με άλλους ομόφυλους του, επισκέφθηκε μίαν εκκλησία.Έκεί, μολονότι αβάπτιστος και ακάθαρτος, τόλμησε νά πλησιάσει στο άγιο ποτήριο την ώρα της θείας μεταλήψεως και νά κοινωνήσει! την ίδια όμως στιγμή παραδόθηκε στους απάνθρωπους δαίμονες, πού άρχισαν από τότε νά τον βασανίζουν αλύπητα.Σ' αυτή λοιπόν την κατάσταση έφτασε στην Τραπεζούντα. οι σύντροφοί του, μαθαίνοντας για τα πολλά θαύματα τού αγίου Ευγενίου, τον έφεραν στο ναό του. Στο μεταξύ ή σατανική λεγεώνα τον έκανε να σπαράζει και ν' αφρίζει.
Πώς τόλμησες, τον φοβέριζαν τα δαιμόνια, νά μεταλάβεις
Το Χριστό, αφού είσαι δικός μας;
Θα σ' εξαφανίσουμε με τον πιο σκληρό τρόπο!
Κανένας δεν Θα σε γλιτώσει άπ' τα χέρια μας!...
'Ενώ όμως κόμπαζαν και απειλούσαν οι μιαροί δαίμονες, τι κάνει ο γρήγορος βοηθός των ανθρώπων, ο ένδοξος Ευγένιος;
Παρακαλεί τον φιλάνθρωπο Δεσπότη νά σπλαχνιστεί Το πλάσμα Του και νά το απαλλάξει από την τυραννία του σατανά.
Και με τις παρακλήσεις του λυγίζει τον πολυέλεο Κύριο.
Καθώς στεκόταν λοιπόν ο δαιμονισμένος μπροστά στο λείψανο του άγίου, ήρθε σε έκσταση. του φάνηκε πώς είδε Το Χριστό νά κατεβαίνει από τον ουρανό μέσα στην εκκλησία.
'Εκεί, αφού του θύμισε τις βέβηλες πράξεις, πού από νέος είχε κάνει, άρχισε νά τον ελέγχει αυστηρά.
Μ' όλες τούτες τις παρανομίες σου, κατέληξε ο Κύριος, με λύπησες πάρα πολύ. δεν είσαι άξιος ελέους. για χάρη όμως του αγαπητού μου Ευγένιου σε λυπήθηκα και Θα σ' ελεήσω. Και γυρίζοντας στο μάρτυρα, πού στεκόταν δίπλα Του ικετευτικά, συνέχισε:
Γιάτρεψέ τον, Ευγένιε, αφού κατέφυγε στην προστασία σου.
'Αμέσως ο Ιησούς εξαφανίστηκε. Ό άγιος είπε τότε στον δαιμονισμένο: Αυτό το κακό το έπαθες επειδή κοινώνησες
τα άχραντα Μυστήρια, ενώ ήσουν αβάπτιστος και βουτηγμένος στις αμαρτίες.
Ο Σκύθης συνήλθε από την έκσταση.
Είδε τότε, αισθητά πια, νά βγαίνει φωτιά από τα άγια λείψανα, νά μπαίνει στο στόμα του και νά κατακαίγει - έτσι του φάνηκε - τα σωθικά του.
Όσοι ήταν εκεί κοντά μπόρεσαν νά δουν με τα ίδια τους τα μάτια τη δύναμη του άγίου Ευγενίου, πού βασάνιζε και τιμωρούσε εξουσιαστικά τούς πονηρούς δαίμονες, διώχνοντάς τους βίαια μέσ' από τον ταλαίπωρο άνθρωπο.
Άφριζε και ίδρωνε και χτυπιόταν ο Σκύθης, ώσπου ελευθερώθηκε εντελώς από τ' ακάθαρτα πνεύματα.
Ειρηνικός πια και ανενόχλητος, σιχάθηκε την παλιά του ζωή, και δεν έπαψε ποτέ νά ευχαριστεί τον θαυματουργό μάρτυρα πού τον ευεργέτησε.
Ο λειτουργός άγγελος
ΣΤΗΝ Κύπρο, στο χωριό Τραχιάδες, δέκα χρόνια πριν από την άλωση του νησιού (1571), ζούσε κάποιος ανάξιος ιερέας.
Με τη συνεργεία του πονηρού είχε πλανεύει και είχε μάθει στην εντέλεια τη μαγική τέχνη.
Είχε φτάσει μάλιστα στο κατάντημα νά τρώει και νά πίνει σε ιερά σκεύη μαζί με πόρνες!
Ή θεία δίκη όμως σύντομα τον τιμώρησε.
Μόλις πληροφορήθηκε ο άρχοντας της περιοχής την πολιτεία του, τον καταδίκασε σε θάνατο.
Κι όταν ο μελλοθάνατος οδηγήθηκε στη μέση του αμφιθεάτρου, κάποιος σύμβουλος του άρχοντα τον ρώτησε:
Πες μου, μιαρέ, με τι καρδιά, με τι χείλη, με τι χέρια τολμούσες νά πλησιάζεις τον Αμόλυντο;
Δεν έτρεμες μήπως σε κάψει κεραυνός, μήπως σε καταπιεί ή γη;
Πώς τολμούσες Εσύ, πού προσκυνούσες το διάολο, νά μεταδίδεις στους χριστιανούς τα θεία Μυστήρια;
Ορκίζομαι στο Θεό πού πρόκειται νά με κολάσει, απάντησε τότε εκείνος, πώς άπ' την ώρα πού έγινα μάγος και φαρμακός, δεν λειτουργούσα εγώ.
Μόλις έμπαινα στο άγιο βήμα, κατέβαινε άγγελος από τον ουρανό, με έδενε πισθάγκωνα στην κολόνα και τελούσε εκείνος τη λειτουργία.
Τέλος, αφού κοινωνούσε Το λαό, μ' έλυνε και έφευγα.
Ή αμετανόητη γυναίκα
ΚΑΠΟΤΕ, μία γυναίκα ζούσε με νηστείες και προσευχές.
Φαινόταν εξωτερικά ευλαβής, είχε όμως πολλή υπερηφάνεια και πίστευε πώς ήταν άγία.
Είχε επίσης τόση μνησικακία, πού, αν μάλωνε με κάποια άλλη, όχι μόνο δεν τη συγχωρούσε, μα ούτε ήθελε νά την ξαναδεί στα μάτια της.
Κάποτε αρρώστησε και κάλεσε τον πνευματικό, άλλά δεν εξομολογήθηκε καθαρά. αυτό
Το συνηθίζουν μερικοί επιπόλαιοι χριστιανοί, πού κρύβουν τις μεγάλες αμαρτίες και φανερώνουν τις μικρές.
Τέλος, όταν ο ιερέας έφερε τα 'Άγια για νά την κοινωνήσει, εκείνη γύρισε στον τοίχο το πρόσωπο και δεν μπορούσε ούτε να αντικρίσει τον Θειο μαργαρίτη.
Την ίδια στιγμή, με θεία παραχώρηση, ομολόγησε με δυνατή φωνή:
Όπως εγώ από υπερηφάνεια δεν συγχωρούσα όσους μου έφταιγαν, αλλά τούς αποστρεφόμουν, έτσι τώρα αποστρέφει και ο Κύριος Το πρόσωπό Του από
.μένα και δεν θέλει νά μπει στην ανάξια ψυχή μου. δεν θα τον δω στην ουράνια βασιλεία, αλλά θα καίγομαι στην αιώνια κόλαση!
και μ' αυτά τα λόγια ξεψύχησε...
«πυρ καταναλίσκον»
ΦΟΒΕΡΗ είναι ή επόμενη διήγηση του παπα Δημήτρη Γκαγκαστάθη (1902-1975) γι' αυτούς πού κοινωνούν ανάξια τα άχραντα Μυστήρια:
Κάποια φορά με ειδοποίησαν νά πάω νά κοινωνήσω μία γριά, τη Ζωή Γκαγκαστάθη, 85 ετών, από καιρό κατάκοιτη.
Μόλις την κοινώνησα, φώναξε: 'Μ' έκαψε ή κοινωνία, έχω φωτιά, δώστε μου νερό, καίγομαι!
Έζησε ακόμα λίγες ώρες, ενώ διαρκώς φώναζε: 'Κάηκα ή καημένη!'.
Ή γυναίκα αυτή υπέφερε από Το δαιμόνιο της καταλαλιάς. Το στόμα της δεν σταματούσε νά κατακρίνει.
'Υπέφερε κι απ' το δαιμόνιο της γαστριμαργίας. Κοινώνησε ανάξια, κι όταν πέθανε, το στόμα της έμεινε ανοιχτό, σαν νά ήθελε νά λέει ακόμα".
Ή άδεια λαβίδα
Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ 'Ιάκωβος Τσαλίκης (1991) εξομολόγησε κάποτε μία γερόντισσα και της έβαλε κανόνα νά μην κοινωνήσει για τρία χρόνια.
Γιατί δεν κοινωνάς; τη ρώτησε μία μέρα ο ιερέας της ενορίας της. Μοι έβαλε κανόνα ο π. 'Ιάκωβος, απάντησε
Εκείνη, και του είπε την αιτία. 'Όχι γιαγιά, μη στενοχωριέσαι. Αυτός εΙναι αγράμματος καλόγερος.
Εγώ είμαι μορφωμένος και σόι λύνω τον κανόνα. Νά έρθεις την Κυριακή νά σε κοινωνήσω.
Καθώς όμως πλησίασε ή γιαγιά νά μεταλάβει, ένιωσε στο στόμα της την άγία λαβίδα άδεια και κρύα. δεν κατάλαβε τη γεύση της-θείας Κοινωνίας.
Το θαυμαστό γεγονός επαναλήφθηκε άλλες δύο Κυριακές, όπότε ή γυναίκα ανησύχησε και ξαναπήγε στο γέροντα 'Ιάκωβο.
Παιδί μου, της είπε εκείνος, ο κανόνας δεν λύνεται. Πρέπει νά κάνεις τον κανόνα πού σόι έβαλα.
Το 1987, ο π. 'Ιάκωβος εξομολόγησε μία κοπέλα, αλλά της απαγόρευσε νά κοινωνήσει.
Εκείνη τότε επισκέφθηκε κάποιον επίσκοπο, πού της επέτρεψε τη θεία μετάληψη.
Όταν όμως πλησίασε νά κοινωνήσει, ή άγία λαβίδα μπήκε άδεια στο στόμα της.
Αυτό ο παράδοξο και θαυμαστό επαναλήφθηκε κι άλλη φορά, όπότε ή κοπέλα τρόμαξε, μετανόησε και πήγαινα εξομολογηθεί πάλι στον π. 'Ιάκωβο.
Θαυμαστές αλλοιώσεις
ΟΤΑΝ κοινωνώ τούς ανθρώπους, διηγιόταν χαρακτηριστικά άλλοτε ο μακαριστός γέροντας
Ιάκωβος, ποτέ δεν κοιτάζω τα πρόσωπά τους.
Μερικές φορές όμως μου λέει ο λογισμός νά τα κοιτάξω.
Τότε βλέπω μερικά πρόσωπα νά έχουν μορφή σκύλου, πιθήκου ή άλλων ζώων.
Είναι φοβερή ή μορφή τους. Βλέπω όμως και μερικά ήρεμα και ιλαρά πού μετά τη θεία μετάληψη λάμπουν σαν τον ήλιο.
μία φορά του είπε κάποιος συλλειτουργός του:
Μ' έκαψε ή θεία Κοινωνία!...
Εγώ, απάντησε ο γέροντας, δεν αισθάνθηκα νά με καίει.
Αντίθετα, ζούσε τόσο έντονα τη μέθεξη του δεσποτικού Σώματος, ώστε ανακαινιζόταν ψυχικά και σωματικά.
Σήμερα πού κοινώνησες, είπε σ' ένα πνευματικό του παιδί, βλέπεις πώς αισθάνεσαι; Εγώ αισθάνομαι έτσι πάντοτε. Ό Χριστός βρίσκεται μέσα μου πάντα.
Ο ανάξιος ετοιμοθάνατος
ΕΝΑΣ Ρώσος ιερέας καταθέτει την ακόλουθη προσωπική του μαρτυρία: με κάλεσαν νά εξομολογήσω και νά κοινωνήσω έναν βαριά άρρωστο.
Μπαίνοντας στο σπίτι, άκουσα άπ' το δωμάτιό του φωνές και κατάρες. Αναρωτήθηκα ποίος ορίζει με τέτοιο τρόπο και ταράζει τη γαλήνη, πού πρέπει νά επικρατεί στις κρίσιμες αυτές ώρες.
Έκπληκτος όμως διαπίστωσα πώς ήταν ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος.
Σκεφτόμουν με τι τρόπο νά επικοινωνήσω μ αυτόν τον άνθρωπο, πού λίγο πριν πεθάνει ορίζει και καταριέται.
Αφού προσευχήθηκα, μπήκα τέλος στο δωμάτιό του, αποφασισμένος νά κάνω Το καθήκον μου. τον εξομολόγησα πρώτα, και ύστερα τον κοινώνησα.
Όταν γύρισα στο ναό, στάθηκα νά τακτοποιήσω το άγιο ποτήριο πού είχα πάρει μαζί μου. Τότε ένιωσα νά με διαπερνά ένα ρίγος. Διαπίστωσα πώς τα τίμια Δώρα βρίσκονταν μέσα, όπως όταν ξεκίνησα για νά πάω στον άρρωστο.
Ήταν σαν νά μην κοινώνησε! Ο Κύριος σκέπασε και τα δικά μου μάτια και του μελλοθάνατου, και ή μετάδοση του δεσποτικού Σώματος και Αίματος δεν πραγματοποιήθηκε.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν ανάξιος νά κοινωνήσει στις τελευταίες του στιγμές".
Ο ουρανός και η γη
Φως και φωτιά
Ο ΑΓΙΟΣ Παγκράτιος (9 'Ιουλίου) καταγόταν από την 'Αντιόχεια κι έζησε στα αποστολικά χρόνια.
Νεαρός ακόμα επισκέφθηκε με τούς γονείς του τα Ιεροσόλυμα, όπου και βαπτίστηκε.
Μετά το θάνατο των γονιών του, απελευθέρωσε τούς δούλους, μοίρασε όλη την περιουσία του στους φτωχούς και αφιερώθηκε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου.
Με εντολή του αποστόλου Πέτρου πήγε στη Σικελία, όπου αργότερα αναδείχθηκε σε επίσκοπο Ταυρομενίου.
Έκεί, με τον θεόπνευστο λόγο του και τα θαύματά του, τράβηξε πλήθη λαού στην πίστη του Χριστού, ακόμα και τον ηγεμόνα του νησιού Βονυφάτιο.
O τελευταίος, ακούγοντας για τα υπερφυσικά σημεία πού έκανε ο άγιος με τη δύναμη του Κυρίου, πήγε νά τον συναντήσει. τον αντίκρυ σε ντυμένο την ιερατική του στολή και λουσμένο σε θείο φως.
Στη συνέχεια, ο άγιος τέλεσε τη θεία λειτουργία σ' ένα δωμάτιο του οικήματος, όπότε στο «Δόξα Πατρί...» του τρισάγιου ύμνου άνοιξε θαυματουργικά ή στέγη, και μία φοβερή αστραπή κατέβηκε πάνω στον ηγεμόνα και την ακολουθία του.
Όλοι έπεσαν κάτω έντρομοι. Μετά άπ' αυτό πίστεψαν ολόψυχα στο Χριστό.
Πολύ σύντομα χτίστηκε και ο πρώτος χριστιανικός ναός της Σικελίας.
Όταν ολοκληρώθηκε, ο άγιος Παγκράτιος ήρθε νά τελέσει την πρώτη θεία λειτουργία.
Όσοι ήταν τότε μέσα στην εκκλησία, έ6λεπαν κάτι σαν ,φωτιά φοβερή, σαν αστραπή εκτυφλωτική και άσβηστη, νά φωτίζει όλο το χώρο με τρόπο εξαίσιο.
Αλλά, παράλληλα, συνέβη και κάτι άλλο, πιο θαυμαστό: Όταν ο άγιος τελείωσε την ιερουργία, όλα τα είδωλα των ειδωλολατρικών ναών του Ταυρομενίου έπεσαν από τις θέσεις τους κι έγιναν συντρίμμια!
Λίγο καιρό αργότερα, ο άγιος βάπτισε μέσα σε μία μέρα οχτώ χιλιάδες άνδρες, έκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά τους!
Έπειτα θέλησε νά τελέσει γι' αυτούς τη θεία λειτουργία. τη στιγμή πού ο άγιος ύψωνε τα τίμια Δώρα, ή εκκλησία άνοιξε από πάνω, κι ένα ουράνιο φως κατέβηκε και τον περιέλουσε. οι πιστοί τα έχασαν, φο6ήθηκαν.
Όταν ήρθε ή ώρα νά κοινωνήσουν, κανείς δεν τολμούσε νά πλησιάσει, γιατί έβλεπαν το πρόσωπο του άγίου αλλοιωμένο και πύρινο! Τότε εκείνος τούς είπε:
Ελατέ, παιδιά μου, μη φοβάστε. Η φωτιά αύτή δεν καίει, άλλά φωτίζει όσους μεταλαμ6άνουν με πίστη το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου μας.
Έτσι, με δέος πλησίασαν οι βαπτισμένόι νά κοινωνήσουν, Ενώ οι αβάπτιστοι κατηχήθηκαν από τον άγιο και βαπτίστηκαν μετά από μερικές ήμέρες.
Ουράνιοι φύλακες
Ο ΦΩΣΤΗΡΑΣ της οικουμένης, ο ιερός Χρυσόστομος (40ς αί.), με το διορατικό του χάρισμα είδε πολλές φορές τούς άγίους αγγέλους νά επιτηρούν και νά φυλάνε ακατάπαυστα την εκκλησία, και μάλιστα την ώρα της αναίμακτης θυσίας.
Όταν αρχίζει ο ιερέας νά προσκομίζει", διηγήθηκε ο άγιος στους πνευματικούς του φίλους, "κατεβαίνουν αμέσως Αγγελικές δυνάμεις από τον ουρανό με λαμπρές και θαυμαστές ενδυμασίες. με πόδια γυμνά και σκυμμένο πρόσωπο περιτριγυρίζουν το άγιο θυσιαστήριο, και στέκονται έκει ήσυχοι και σιωπηλοί μέχρι το τέλος της θείας λειτουργίας.
Ύστερα σκορπίζονται σ' όλο το ναό, 60ηθουν τούς κληρικούς πού μεταδίδουν ατό λαό τ' άχραντα Μυστήρια, και τούς δυναμώνουν στην πίστη".
«Φλεγόμενος και μη καταφλεγόμενος»
ΗΤΑΝ ήμέρα Κυριακή.
Ένας επίσκοπος επισκέφθηκε με τη συνοδεία του κάποιο χωριό της επαρχίας του.
Έκεί αναζήτησε τον εφημέριο και του ζήτησε νά τελέσει τη θεία μυσταγωγία.
Ο ιερέας ήταν ένας απλός και αγράμματος χωρικός. από τη στιγμή όμως πού στάθηκε μπροστά στην αγία τράπεζα, τον κύκλωσαν πύρινες φλόγες χωρίς όμως νά τον καίνε!
Έκπληκτος από το θέαμα ο επίσκοπος, τον καλεί μετά τη λειτουργία και του λέει:
Ευλόγησε με, άξιε δούλε του Θεού! ο εφημέριος σάστισε.
Πώς είναι δυνατόν νά ευλογηθεί ο επίσκοπος από τον ιερέα; ρώτησε.
Δεν είμαι άξιος νά ευλογήσω ιερέα, πού προσκομίζει στο Θεό τα τίμια Δώρα «φλεγόμενος» από υπερφυσικό πυρ «και μη καταφλεγόμενος».
Όπως λέει ο άγιος απόστολος, «το έλαττον ύπό του κρείττονος ευλογείται».
Είναι ποτέ δυνατόν, απάντησε ταπεινά ο πρεσβύτερος, νά τελεί τα φρικτά μυστήρια ο κληρικός, χωρίς νά περιβάλλεται από θεϊκή φωτιά;
Ο επίσκοπος θαύμασε την ψυχική καθαρότητα του ιερέα και την ανεπιτήδευτη συμπεριφορά του, και αναχώρησε ωφελημένος.
ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Αν σας αρέσει αυτό το άρθρο, μπορείτε να το βάλετε στο Ιστολόγιο σας αντιγράφοντας έναν από τους παρακάτω κωδικούς
If you Like This Article,Then kindly linkback to this article by copying one of the codes below.
URL Of Post:
Paste This HTML Code On Your Page:
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου