ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: 29. Ο Αιώνιος Παράδεισος

Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

29. Ο Αιώνιος Παράδεισος


29 Ο ΑΙΩΝΙΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ

Ή μέλλουσα βασιλεία


Είναι καιρός πλέον νά προσπαθήσουμε νά δοκιμάσουμε κάποια πρόγευση της αιώνιας μακαριστήτος των δικαίων. Κατά την ήμερα της κρίσεως ό Κριτής θά στραφεί πρός αυτούς με βλέμμα ιλαρό καί φωτεινό καί θά τούς πει μέ γλυκειά φωνή: Δεύτε οί ευλογημένοι τού πατρός μου, κληρονομήσατε την ήτοιμασμένην ύμϊν βασιλείαν άπό καταβολής κόσμου (Ματθ. κε' [25] 34).
’Ώ. ή αιώνια βασιλεία Πρός αυτήν στρέφονται οί άγιες ελπίδες καί οί άναβάσεις τής καρδιάς μας· πρός αύτήν κατατείνουν όλοι οί ιεροί μας πόθοι. Αυτή είναι τό υψιστο τέλος των θεοφιλών αγώνων μας. Αυτή νοσταλγούμε άπό τότε πού εξορισθήκαμε άπό τόν επίγειο παράδεισο πρός αυτή σπεύδουμε άπό τότε πού ό Κύριος είσήλθε θριαμβευτής στόν ουρανό, κλαίοντες καί άγαλλόμενοι, πενθούντες καί χαίροντες. Πρός έκείνη τήν άληθινή κατάπαυση τρέχουμε, γιά νά είσέλθουμε όσοι έπιστεύσαμε (Έβρ. δ' 3). Έσπείραμε εδώ εν δάκρυσιν; Εκεί θά θερίσουμε εν αγαλλιάσει (Ψαλ. ρκε' [125] 5). Οί ήμερες τής πολύμοχθης σποράς των Αγίων  είτε άρχοντες είναι αυτοί είτε άρχόμενοι είτε σοφοί είτε άσοφοι είτε γέροντες είτε νέοι καί νήπια είτε άνδρες είτε γυναίκες  πρός έκείνη τήν αιώνια ημέρα αποβλέπουν γιά τήν πλούσια συγκομιδή. Όλοι αυτοί οί Αγιοι, ως μία παγκόσμια λεγεών, πορεύονται διά μέσου των αιώνων τήν πρός τά άνω πορεία, γιά νά κληρονομήσουν τήν ατελεύτητη ζωή.
Ας ύψωθούμε λοιπόν καί εμείς έπάνω άπό τόν θόρυβο καί τόν πονηρό περισπασμό τής παρούσης ζωής. Καί άς κάμουμε στό εξής άντικείμενο τής φιλόθεης μελέτης καί των ιερών στοχασμών μας εκείνον τόν λαμπρό καί ατελεύτητο χρυσούν αιώνα.
Καί μόνο ή ένθύμηση τής μακαρίας εκείνης άπολαύσεως γεμίζει την ψυχή μέ ανέκφραστη παρηγορία καί αναπτερώνει τίς ελπίδες μας. Διότι βεβαιωνόμαστε ότι εκεί έναποθέτει ή ακάματη θύελλα τού παρόντος βίου τά ώραιότατα καί ευωδέστατα άνθη, τά όποία  αποσπά άπό τόν στέφανο των θεοφιλών άγώνων έδώ στη γη. Διότι βεβαιωνόμαστε κατά τρόπο μυστικό ότι έκεί δέν θά βρούμε μόνο ό ,τι ώραίο χάσαμε καί ό,τι άγιο έγκαταλείψαμε έδώ στή γη, άλλά άσυγκρίτως ωραιότερα καί αφάνταστα αγιότερα.


Ή ευδαιμονία τού Παραδείσου δέν συγκρίνεται μέ καμμία άγια χαρά τού παρόντος κόσμου. Διότι όλες οί χαρές της επίγειας ζωής μας άδυνατίζουν άπό τόν φόβο μήπως παραβούμε τό άγιο θέλημα τού Θεού, μήπως άστοχήσουμε στό έργο τής σωτηρίας μας. Διότι έφ’ όσον φορούμε ακόμη σάρκα, κινδυνεύουμε. Έκεί όμως θά έχουμε λυτρωθεί άπό όλα αυτά διά παντός. Δέν κινδυνεύουμε πλέον νά αντιμετωπίσουμε τήν οργή τού Κριτού. Αυτή άκριβώς ή χαρά τής αιώνιας λυτρώσεως καί ή απόκτηση τού παμπόθητου Παραδείσου θά γεμίζει τήν ψυχή μας μέ άνέκφραστη ευφροσύνη, τήν οποία δέν μπορούμε ούτε καν νά φαντασθούμε στήν παρούσα ζωή. Διότι όπως ένας έκ γενετής τυφλός δέν έχει τή δυνατότητα νά περιγράψει ή νά έκφράσει τήν ποικιλία των χρωμάτων καί τών μορφών, τό φως τού ουρανού, τίς συμμετρικές διαστάσεις καί τά ώραιότατα χρώματα τού πλανήτη μας, κατά παρόμοιο τρόπο λείπουν καί άπό μάς παραστάσεις, έμπειρίες, ιδέες καί λέξεις γιά νά έκφράσουμε τά θαυμάσια τής νέας ζωής. Αντίθετα μάλιστα οί λέξεις καί οί εικονικές εκφράσεις πού χρησιμοποιούμε γιά νά περιγράψουμε τή μέλλουσα βασιλεία, μάλλον έπισκοτίζουν τήν πραγματικότητα Άλλά καί όταν άγιοι τού Θεού άνθρωποι μάς μιλούν γιά κάποια πτυχή τής μακαρίας ζωής τού Παραδείσου, ή οποία τούς άποκαλύφθηκε άπό τόν Θεόν, καί πάλι άδυνατούμε νά εννοήσουμε τή γλυκύτητα τής αιώνιας βασιλείας. Διότι πώς είναι δυνατόν νά εννοήσει τή γλυκύτητα τού μέλιτος εκείνος πού δέν γνωρίζει τί είναι τό μέλι;  



Έξ αφορμής τής άδυναμίας μας αυτής ό άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος μάς συμβουλεύει μέ πατρική στοργή: Διά τούτο παρακαλώ σας, αδελφοί μου, νά μη θέλωμεν νά μανθάνωμεν μέ λόγια μοναχά εκείνα τά ανεκδιήγητα αγαθά τού Θεού, τό όποίον είναι αδύνατον καί εις εκείνους όπου τά διδάσκουν, καί εις έκείνους όπου τά ακούουν ότι ούτε έκείνοι όπου διδάσκουν περί νοητών, καί θείων πραγμάτων, ήμπορούν νά δώσουν φανεραίς αποδείξεις με παραδείγματα, καί νά παραστήσουν πραγματικώς τήν αλήθειαν, ούτε εκείνοι όπου τά ακούουν ήμπορούν νά μάθουν από τούς λόγους τους μοναχά τήν ακρίβειαν τών λεγομένων. Αλλά πρέπει νά άγωνισθώμεν μέ κόπους καί πόνους πολλούς διά νά έλθωμεν εις τήν θεωρίαν αυτών, καί νά τά καταλάβωμεν μέ τήν πράξιν, καί δοκιμήν, καί τότε νά διδαχθούμεν καί νά φωτισθούμεν έκείθεν καί τούς περί τών τοιούτων άγαθών λόγους. 
Ή Αγία Γραφή, άν καί μάς προσφέρει πλούσιες εικόνες προκειμένου νά μάς περιγράφει τόν Παράδεισο, ωστόσο μάς διδάσκει μέ τόν θεοκίνητο Παύλο, ό όποίος ήρπάγη καί ανυψώθηκε μέχρι τρίτου ούρανού, οτι όσα έτοίμασε ό Θεός γιά έκείνους πού τόν αγαπούν οφθαλμός ούκ είδε καί ους (αυτί) ούκ ήκουσε καί έπί καρδίαν άνθρώπου ούκ άνέβη (Α' Κορ. β' 9). Εκεί ό θείος Παύλος ακούσε λόγια τά όποία  κανείς άνθρωπος δέν έχει τή δύναμη νά έκφράσει, ούτε καί έπιτρέπεται νά τά διατυπώσει λόγω της ίερότητός τους (Β' Κορ. ιβ' [12] 4). 

Στό 21ο καί 22ο κεφάλαιο τού βιβλίου της Αποκαλύφεως ό μύστης τών μυστηρίων τού Θεού περιγράφει τόν Παράδεισο ή τήν καινήν Ιερουσαλήμ ως νύμφη ετοιμασμένη σέ γάμο ως σκηνή, στήν όποία  ό Θεός κατοικεί αιώνια μέ τούς ανθρώπους, οί όποίοι ζούν στη θεία μακαριότητα εις μονάς πολλάς (Ίω. ιδ' [14] 2). Ή έπουράνια πόλη είναι αχειροποίητη, πάντοτε ολόφωτη καί αφάνταστα ώραία, ασφαλισμένη αδιάσειστα στον αιώνα, καί προσφέρει πανευτυχή διαμονή στους κατοίκους της. Οί θεμέλιοί της, οί δώδεκα Απόστολοι, είναι κοσμημένοι μέ τούς πολύτιμους λίθους ϊασπι, σάπφειρο, άχάτη, σμάραγδο, σαρδόνυχα, σάρδιο, χρυσόλιθο, βήρυλλο, τοπάζιο, χρυσοπράσινο, υάκινθο καί αμέθυστο. Τά τείχη καί όλα όσα είναι μέσα σ’ αυτήν είναι κατασκευασμένα από ϊασπι καί καθαρό χρυσό. Οί κάτοικοί της πίνουν από τό ύδωρ τό ζών, τρέφονται από τόν καρπό τού ξύλου τής ζωής (Άποκ. β' 7) καί βλέπουν διά παντός τό πρόσωπο τού Άρνίου Χριστού. Εκεί δέν υπάρχει ναός, διότι ή ίδια αυτή πόλη ολόκληρη είναι τό κατοικητήριο του παντοκράτορος Θεού καί τού Άρνίου. Στην μέλλουσαν πόλιν (Έβρ. ιγ' [13] 14),τόν Παράδεισον(Λουκ. κγ' [23] 43),την πόλιν τού Θεού, την πανήγυριν καί έχχλησίαν πρωτοτόκων εν ούρανοϊς άπογεγραμμένων (Έβρ. ιβ' [12] 22-23), την κληρονομιά που δεν φθείρεται καί δεν μολυνεται ούτε μαραίνεται, άλλ’ έχει φυλαχθεί στους ουρανούς γιά τούς πιστούς (Α' Πέτρ. α' 4), ό Κύριος θά πίνει μαζί μας τύ καινόν ποτήριον (Ματθ. κζ [26] 29) στό μέγα δειπνον (Λουκ. ιδ' [14] 15, 16)   Εκεί ό Κύριος θά ζώσει τη μέση του καί θά βάλει τούς δικαίους νά καθίσουν, καί αφού έλθει πλησίον τους, θά τούς υπηρετήσει (Λουκ. ιβ' [12] 37).

Όλη αύτη ή δόξα πού μάς περιμένει καί με την όποία  δεν συγκρίνονται τά όσα πάσχουμε καί υποφέρουμε κατά τόν τωρινό καιρό (βλ. Ρωμ. η' 18), περιγράφεται στην Κ. Διαθήκη μέ τίς συμβολικές εκφράσεις καί εικόνες τού δείπνου,τού γάμου, μέ την άνάκλισιν σέ συμπόσιο κλπ. Είναι όμως άξιο προσοχής ότι τη λέξη Παράδεισος, την όποία  έμείς τόσο πολύ χρησιμοποιούμε, ή Κ. Διαθήκη τήν αναφέρει τρεις μόνο φορές Μία φορά,όταν ό Κύριος μίλησε πρός τόν εκ δεξιών του ληστή (Λουκ. κγ' [23] 43)· μία φορά, όταν ό απόστολος Παύλος βεβαιώνει ότι ήρπάγη εις τόν Παράδεισον (Β' Κορ. ιβ' [12] 4)· καί μία φορά, όταν ό ευαγγελιστής ’Ιωάννης όμιλεί γιά τό ξύλον τής ζωής (Άποκ. β' 7). Αυτό παρατηρείται, διότι στίς ημέρες του Κυρίου ή λέξη είχε προσλάβει έννοια καθαρά υλιστική, ώστε νά έξομοιώνει τά υπέργεια καί άύλα καί θεία μέ πράγματα υλικά. Αυτό είναι σπουδαίο δίδαγμα καί γιά μάς, οί όποίοι πρέπει νά μιλούμε γιά τίς ουράνιες πραγματικότητες μέ προσεκτική καί συγκρατημένη ορολογία καί νά μήν εκφραζόμαστε ούτε νά συζητούμε γιά τά θεία πράγματα κατά τρόπο γήινο καί υλιστικό...
Άφραστο καί άπερινόητο κάλλος.

Ας δούμε όμως πώς έκφράζονται οί θειοι Πατέρες γιά την αιώνια μακαριότητα τών δικαίων. Καθ’ όσον μάλιστα οί Πατέρες, όπως λέγει ό Θεολόγος Γρηγόριος, δέν έξετά^ ζουν χοϊκώς τά τού πνεύματος ούτε τά υψηλά ταπεινώς, αλλά ομιλούν γιά τά μυστήρια τής θείας βασιλείας μέ θαυμαστή ακρίβεια καί άγιο φόβο


Γράφει ό θείος Χρυσόστομος: Εννόησε τήν κατάσταση της ζωής έκείνης, όσο είναι δυνατόν νά τήν έννοήσει κανείς. Για αυτήν λαμβάνουμε κάποια ιδέα από όσα έχουν γραφεί συμβολικά καί αίνιγματωδώς. Άπό τή ζωή εκείνη άπέδρα οδύνη, λύπη καί στεναγμός (Ήσ. λε' [35] 10). Σ’ αυτό τό τρισμακάριο τέλος θά φθάσουν όσοι βάδισαν μέ σταθερότητα καί αγωνιστικότητα τήν όδό τών αγίων αρετών τού Χριστού. ’Εκεί δέν έχει νά φοβηθεί κανείς άπό αρρώστια ή φτώχεια δέν ύπάρχει έκεί αδικών καί αδικούμενος. Δέν θά δείς έκεί άνθρωπο πού νά οργίζεται ή βάσκανο καί φθονερό, ούτε κανένα άλλον πού νά φλέγεται άπό άτοπον επιθυμίαν, ούτε άλλον ύπέρ αρχής καί δυναστείας κοπτόμενον (νά πασχίζει). Έκεί θά έχουν σβήσει όλα τά πάθη, όλα θά είναι γεμάτα ειρήνη, ευφροσύνη καί χαρά. Όλα θά είναι ήσυχα, ατάραχα, ιλαρά καί γαλήνια, πάντα ημέρα καί λαμπρότης καί φώς. Φώς όχι αυτό πού υπάρχει τώρα, άλλ’ άλλο, διαφορετικό απ’ αυτό. ’Εκείνο τό φώς θά είναι τόσο λαμπρότερο, όσο ισχυρότερος είναι έδώ ό ήλιος άπό τό λυχνάρι. Έκεί δέν υπάρχει γήρας, ούτε τά τού γήρατος κακά. Έκεί όλα τά έπακόλουθα τής φθοράς θά έξαφανισθούν, παντού θά κυριαρχεί ή άφθαρτη δόξα. Τό μεγαλύτερο όμως όλων τών έκεί αγαθών είναι ή συνεχής άπόλαυση τής πρός τόν Χριστόν ομιλίας, μετά αγγέλων, μετά αρχαγγέλων, μετά τών ανωτέρω δυνάμεων. Έπί πλέον έκεί δέν θά υπάρχει πουθενά έπανάσταση καί μάχη διότι θά κυριαρχεί αγάπη, συμφωνία γνώμης, ένότητα στενή μεταξύ όλων τών άγιων, τών πολιτών τής βασιλείας.   Εκείνη είναι ή πραγματική ζωή, ή απαλλαγμένη άπό τόν θάνατο,ή όποία  έχει καθαρά τά αγαθά. Έκεί πάντα (όλα είναι) χαρά, πάντα ειρήνη, πάντα αγάπη, πάντα εύθυμία, καί πάντα ευφροσύνη, πάντα αληθή καί ειλικρινή καί άκλόνητα

Έκεί δεν υπάρχει θυμός, ου λύπη, ου χρημάτων έρως,ού σωμάτων πόθος, ού πενία, ού πλούτος, ούκ ατιμία, ούκ άλλο των τοιούτων ούδέν.  

Ό Μ. Βασίλειος γράφει: Εκείνη ή χώρα είναι χώρα ζώντων, στην όποία  δεν υπάρχει νύκτα, δεν υπάρχει ύπνος,ή απομίμηση του θανάτου, στην οποία δεν υπάρχει φαγητό, δεν ύπάρχει ποτό,τά υποστηρίγματα τής αδυναμίας μας δεν υπάρχει εκεί ασθένεια, δεν υπάρχουν πόνοι, δοκιμασίες καί θλίψεις, δεν υπάρχει ιατρική θεραπεία, δεν υπάρχουν δικαστήρια ούτε εμπόριο ούτε τέχνες ούτε χρήματα, ή αιτία όλων τών κακών, ή αφορμή τών πολέμων, ή ρίζα τής έχθραςάλλά εκεί είναι χώρα ζώντων, όχι   άποθνησκόντων έξ αιτίας τών αμαρτιών, άλλά ζώντων τήν αληθινή ζο)ή, πού παρέχεται από τόν Ίησούν Χριστόν. 
Έπί πλέον, ή βασιλεία τών ούρανών δέν είναι ζωή άδρανείας, απραξίας καί νάρκης. Δέν είναι προσθήκη αιώνων έπί αιώνας δέν είναι κάτι τό αχρωμάτιστο καί κατάσταση ύπνου, ραστώνης (νωχέλειας, νωθρότητος) καί άμεριμνοαμεριμνησίας. Είναι ζωή καί δράση, πού ύπερβαίνουν τά ανθρώπινα μέτρα καί τήν ανθρώπινη κατάληψη. Αυτό μάς τό φανέρωσε τό Άγιον Πνεύμα. Όταν έδινε οδηγίες τι έπρεπε νά γράψει ό ευαγγελιστής ’Ιωάννης στόν επίσκοπο τής ’Εκκλησίας τών Σάρδεων, πρόσθεσε: Έχεις λίγα πρόσωπα στίς Σάρδεις,τά όποία  δέν έμολύνθησαν μέ σαρκικές αμαρτίες. Αυτοί θά περιπατήσουν καί θά ζήσουν μαζί μου μέ ενδύματα λευκά καί φωτεινά (Άποκ. γ' 4). Ωστε ό μέλλων μακάριος βίος παρίσταται από τό Άγιον Πνεύμα ως ζωή καί κίνησις (περιπατήσουσι), ώς (βίος) δυναμικός καί ούχί στατικός.   Ή εκεί ζωή θά είναι δημιουργική, εντελώς διαφορετικής μορφής βεβαίως άπό τήν εδώ ζωή. Έκεί θά ύπάρχει περισσότερη ζωή καί κίνηση άπό ό ,τι υπάρχει έδώ. Όλα δέ αυτά δέν θά συντελούνται μέσα σέ χώρο καί χρόνο, στή διαδοχή τής ήμέρας καί τής νύκτας μέσα σέ θορύβους, σέ άγχος, σέ πίεση, μέ βιαστικές καί νευρικές κινήσεις. 


Όσα θά γίνονται εκεί δέν θά είναι περισπασμός πονηρός καί ματαιότης (Έκκλ. α 13 2), γεμάτα ταραχή, πόνο καί δάκρυα. Ή έκεί ζωή δεν θά είναι άνησυχία, αγωνιώδης φροντίδα ή τραγωδία. Θά είναι δημιουργική πτήση σ’ ένα αιώνιο παρόν μία αληθινή ζωή μέσα στους κόλπους της άρχιφώτου, ύπεραγάθου καί μακαρίας Τριάδος Θά ποντοπορούμε σέ κόσμους όλονέν νέους, αφάνταστα ώραίους Θά ζούμε σέ κόσμο αιώνια νέο, αιώνια φωτεινό καί λαμπρό, αιώνια άγιο, στόν όποίο ή χάρις τού Κυρίου Ιησού Χριστού καί ή άγάπη τού Θεού καί ή κοινωνία του Αγίου Πνεύματος (Β' Κορ. ιγ' [13] 13) θά είναι μόνιμο καί αναφαίρετο κτήμα τών εκλεκτών καί προσφιλών τέκνων τού Θεού (βλ. Έβρ. ιβ' [12] 23)· τών δικαίων πού έχουν γίνει τέλειοι. Καί όλα αυτά μέσα στην ειρήνη τού Θεού, τής όποία ς τήν τελειότητα δέν μπορεί νά νιώσει ούτε ανθρώπινος ούτε αγγελικός νους (βλ. Φιλιπ. δ' 7).
Ό Μέγας Φώτιος συνοψίζει όλα αύτά σέ μία ωραιότατη έπιστολή, τήν οποία έγραψε πρός τόν αδελφό του Ταράσιο, προκειμένου νά τόν παρηγορήσει γιά τόν θάνατο της κόρης του. Ό ιερός Πατήρ παρουσιάζει τήν κόρη πού έκοιμήθη νά εμφανίζεται στόν πατέρα της, νά τού περιγράφει τά εκεί καί νά τού λέγει: Είμαστε έδώ στόν Παράδεισο πλήρεις έγρηγόρσεως καί γνώσεως. Κατέχουμε τήν θείαν καί ουράνιον σοφίαν, απολαμβάνουμε άνεκλάλητα άγαθά. Όλος ό έδώ βίος μας είναι έορτή καί πανήγυρις  λαμπροί δέ λαμπρώς εν άφθάρτοις καί καθαρωτάτοις πολιτευόμενοι σώμασι. Θεόν όρώμεν, όσο είναι δυνατό νά τόν δει άνθρωπος. Καί ένώ έντρυφούμε στό άφραστο καί άπερινόητο κάλλος, διά παντός άγαλλόμεθα χωρίς ποτέ νά αισθανόμαστε χορτασμό. Απ’ έναντίας ή αφθονία της θαυμαστής αύτης άπολαύσεως γίνεται αφορμή περισσότερης καί βαθύτερης αγάπης πρός τόν Θεόν. Καί ένώ ικανοποιούμαστε από τή θεία γνώση, ή ικανοποίηση αυτή αυξάνει τόν άγιο πόθο της γνώσεως, ό όποίος ουδέποτε κατασιγά καί ουδέποτε εκλείπει.  


Ή θέωση τού ανθρώπου


Ο Κύριος ήμών ’Ιησούς Χριστός έγινε άνθρωπος όχι μόνο γιά νά μάς σώσει από τήν αμαρτία, άλλα καί γιά νά άποκαταστήσει πλήρως τήν κοινωνία μας με τόν Θεόν, τήν  όποία έχάσαμε. Ό Κύριος εγινε άνθρωπος, γιά νά γίνουμε έμείς οί άνθρωποι θεοί,γράφει ό Μ. Αθανάσιος  . Αλλού παρατηρεί: Έκαμε εμάς τούς άνθρώπους υιούς γιά τόν Πατέρα καί μάς έθεοποίησε μέ τό νά γίνει αυτός άνθρωπος.   Ό δε άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, ό όποίος μάς διανοίγει θεοπρεπώς τήν Αγία Γραφή, διακηρύττει: Προσέλαβεν ό Χριστός τό χειρότερο, δηλαδή τήν άνθρώπινη φύση, γιά νά μάς δώσει τό βέλτιον, δηλαδή νά μάς χαρίσει τό καλύτερο, τή θέωση. Γι’ αυτό κι εμείς άς γίνουμε θεοί γι’ αυτόν, επειδή καί εκείνος έγινε άνθρωπος πρός χάρη μας. 
Αυτά δεν είναι ευσεβείς πόθου διότι ή θέωσις τού άνθρώπου ήτο ό σκοπός ολοκλήρου τής θείας δημιουργίας καί ή θέωσις ή τελική αλήθεια τού άνθρώπου.   Αυτό μαρτυρεί καί τό τραγικό γεγονός τής πτώσεως των πρωτοπλάστων. Τί είπε ό παμπόνηρος εχθρός στήν Ευα; Τής είπε: Δέν πρόκειται νά πεθάνετε, εάν φάγετε άπό τόν άπαγορευμένο καρπό ό Θεός σάς άπαγόρευσε νά φάγετε άπό τόν καρπό αύτό, διότι έγνώριζε ότι τήν ήμέρα πού θά φάγετε άπό αυτόν θά διανοιχθούν οί οφθαλμοί σας καί θά γίνετε ώς θεοί γινώσκοντες καλόν καί πονηρόν (Γεν. γ' 45).


’Ενώ όμως οί άνθρωποι πλανηθήκαμε άπό τόν πλάνο καί σπεύσαμε νά έπιτύχουμε τή θέωση μας χωρίς τόν Θεόν, ό φιλάνθρωπος Θεός ουδέποτε μάς έγκατέλειψε. Ό Υιός καί Λόγος του σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, άναστήθηκε καί άναλήφθηκε, καί τώρα άκόμη πρεσβεύει γιά τή σωτηρία μου, λέγει ό άγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, διότι έχει καί σώμα, αύτό πού πήρε όταν έγινε άνθρωπος, έως ότου μέ κάμει θεό μέ τή δύναμη τής ένανθρωπήσεως. 
Τί εννοούμε όμως, όταν λέμε θέωσις της ανθρώπινης ημών φόσεως καί θεοποίησις των δικαίων; Εννοούμε ότι οί άνθρωποι διά της θεώσεως γίνονται κοινωνοί θείας φύσεως (Β' Πέτρ. α 4), γίνονται υιοί κατά μέθεξιν, λόγω τής θείας ένανθρωπήσεως. Κατά φύση Υιός είναι μόνον ό Λόγος. Εμείς γινόμαστε θεοί κατά χάριν· διαποτιζόμαστε κατά κάποιον τρόπο από τη θεότητα, όπως τό κοκκινισμένο σίδερο διαποτίζεται από τή φλόγα της φωτιάς.   Γινόμαστε κοινωνοί θείας φύσεως, πάντοτε όμως ύπό την προύπόθεσιν, ότι ή ανθρώπινη φύσις δεν εκμηδενίζεται άπορροφουμένη ύπό της άπειρου θείας φύσεως, αλλά, κατά τά πεπερασμένα μέτρα αύτης, μετέχει κατά τό έφικτόν της ζωής καί δόξης τού απροσίτου Θεού· ταυτόχρονα καθένας από τούς δικαίους διατηρεί την άτομικότητά του, ή όποία  έξυψούται μέν έγγίζουσα πρός τό θειον, παραμένει όμως πεπερασμένη.   Ή θέωση αρχίζει άπό την παρούσα ζωή μέ την άσκηση καί τη μίμηση των αγίων άρετών τού άγαθού, δικαίου καί φιλάνθρωπου Θεού· θά ολοκληρωθεί όμως στη βασιλεία τού Θεού. Τότε ή άνθρώπινη φύση των δικαίων θά άφθαρτοποιηθεί, θά λαμπρυνθεί, θά έξαγιασθεί καί θά δοξασθεί. Όλα όμως αύτά θά τά προσλάβει χωρίς καμμία όντολογική μεταβολή. Διότι θέωση είναι ή ανύψωση πρός τό κρείττον, τό ανώτερο, χωρίς όμως μείωση ή μετάστασιν, μεταβολή τής φύσεως.  


Τό βαθύ, ακατανόητο στον ανθρώπινο νού καί μέγα τούτο μυστήριον (Έφεσ. ε 32) τής θεώσεώς μας, ή ανεκτίμητη αυτή χάρη καί ανυπολόγιστη τιμή τού πανοικτίρμονος Θεού πρός έμάς, στηρίζεται έπί τής θεώσεως τής ανθρώπινης φύσεως στό πρόσωπο τού Χριστού. Όπως δηλαδή έν τώ Χριστώ ό Θεός Λόγος προσέλαβε πραγματικήν σάρκα, παρέμεινε όμως άτρεπτος (αμετάβλητος) ως πρός την θεότητα, την δε προσληφθείσαν φύσιν άτρέπτως πεποίηκε Θεόν, κατά παρόμοιο τρόπο αναγεννά πνευματικά καί τήν μακαρίαν ψυχήν καί ενώ αυτή συνεχίζει νά μένει άνθρωπος, ποιεί αυτήν θεόν.   Επομένως, κατά τήν ατελεύτητη βασιλεία καθένας από τούς δικαίους θά διατηρεί τήν προσωπικότητά του, ή όποία  θά διακρίνεται σαφώς των τριών προσώπων τής υπερουσίου καί αδιαιρέτου Αγίας Τριάδος. Ή θεωθείσα άνθρώπινη προσωπικότητα δέν θά είναι συνηνωμένη ούσιωδώς καί ύποστατικώς πρός ένα τών προσώπων τής Αγίας Τριάδος. ’Ενώ δέ ό Λόγος ώς άπειρος Θεός “φως οίκει άπρόσιτον” (Λ' Τιμ. ζ' 16) “καί ούδείς αύτώ προσελθείν δύναται διά τήν άγαν (ύπερβολική) λαμπρότητα”, όμως πρός τήν τεθεωμένην άνθρωπίνην φύσιν αυτού ένούμεθα οί πάντες συναποτελούντες τό σώμα αύτού, “τό πλήρωμα του τά πάντα έν πάσι πληρουμένου” (Έφεσ. α 23). Διότι ό Θεός έδωκε τόν Χριστόν “κεφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία” (Έφεσ. α 22), “κεφαλήν υψηλήν καί υπέρ πάντα ουσαν, υπέρ αγγέλους, ύπέρ αρχαγγέλους.   Έφ’ όσον λοιπόν τό σώμα είναι συμπλήρωμα τής κεφαλής, τού δέ Χριστού, δηλαδή τής κεφαλής, ό όποίος πληροί τά πάντα σέ όλες τίς ανάγκες τους, συμπλήρωμα είναι ή Εκκλησία, συμπεραίνει ό θείος Χρυσόστομος: Μέ όλους λοιπόν συμπληρώνεται τό σώμα του. Τότε συμπληρώνεται ή κεφαλή, τότε γίνεται τέλειο τό σώμα, όταν όλοι μαζί είμαστε συνηνωμένοι καί συνδεδεμένοι.  


Χάρη στό ένδυμα τής πνευματικής άφθαρσίας πού θά μάς χαρίσει κατά τόν μέλλοντα αιώνα ό Κύριός μας, ό όποίος έπάτησε τόν θάνατο, άναστήθηκε καί άναλήφθηκε έν σώματι στούς ούρανούς,γινόμαστε καί μείς πλέον άφθαρτοι καί αιώνιοι. Βέβαια ή αφθαρσία αποτελεί ιδιότητα τής πνευματικής καί αναλλοίωτου ουσίας τού Θεού (βλ. Α' Τιμ. α 17), εις αυτήν (όμως) είσερχόμενον (κατά χάριν) τό δημιούργημα θεοποιείται. Επομένως ή έν Χριστώ θέωσις τής φόσεως (τού ανθρώπου) νοείται πάντοτε ως αφθαρσία αυτής, ώς λελαμπρυσμένη καί μακαρέα είσοδος εις τόν άφθαρτον αιώνα τού Θεού (Καί) την είσοδον τής κτίσεως εις τούς άφθάρτους κόλπους τού ούρανού έπέτυχεν ό Σωτήρ δι’ όλου μέν τού επί γής λυτρωτικού έργου του, κατ’ εξοχήν όμως διά τής έκ νεκρών ζωηφόρου Άναστάσεώς του.   Τούτο ακριβώς ψάλλουμε καί κατά τήν ημέρα τής Άναστάσεως μέ τόν ύμνο: Εκείνος ό όποίος ώς παντοδύναμος Θεός έγλύτωσε καί έφύλαξε αβλαβείς τούς τρεις εύσεβείς Παίδας από τήν φλόγα τής καμίνου, αφού έγινε άνθρωπος όμοιος μέ μάς άλλά χωρίς αμαρτία, πάσχει ώς θνητός παθήματα καί υπομένει σταυρικό θάνατο. Όμως μέ τά σεπτά αυτά Πάθη του, τά όποία  διαδέχθηκε ή λαμπροφόρος Ανάστασή του, ενδύει τόν άνθρωπο μέ τά λαμπρά ενδύματα τής πνευματικής άφθαρσίας καί άνακαινίσεως· τού χαρίζει τήν ώραιότητα τής άφθαρσίας καί αθανασίας. 
Άλλά ή μεγάλη αυτή καί μυστηριώδης αλήθεια   θά γίνει κατανοητή στή συνέχεια (έν μέρει βέβαια, έφ’ όσον ζούμε ακόμη στόν παρόντα αιώνα), καθώς θά περιγράφουμε τη μακαριότητα καί τήν άληκτη ευδαιμονία τών δικαίων στόν παμπόθητο Παράδεισο.


Ή μακαριότης τών δικαίων


Τά αγαθά πού θά έκχύνονται αιώνια κατά τή μέλλουσα j; , βασιλεία άπό τόν Νυμφίον Χριστόν, τόν ώραίο κατά τό ' κάλλος τού προσώπου καί τού όλου σώματος περισσότερο άπό όλους τους υιούς τών ανθρώπων (Ψαλ. μδ' [44] 3),πρός την Νύμφη του, την Εκκλησία, δεν μπορούμε ούτε νά τά περιγράφουμε ούτε νά τά εννοήσουμε, ούτε καν νά τά συλλάβουμε. Τόν πνευματικό έκείνον πλούτο καί θησαυρό καί την εκπαγλη ωραιότητα πού θά απολαμβάνουν οί ψυχές των δικαίων, οί όποίες θά αύλίζονται στά ουράνια σκηνώματα, δεν μπορούμε ουδέ καν νά φαντασθούμε. Γι’ αυτό, όπως αναφέρει ό όσιος Νικόδημος ό Αγιορείτης, ένας σοφός καί ευλαβής διδάσκαλος συνήθιζε πάντοτε νά λέγει αύτό τό αξιομνημόνευτο απόφθεγμα: Παράδεισε, ήμείς ήμπορούμεν νά σέ απολαύσω μεν, μά δέν ήμπορούμεν νά σέ καταλάβωμεν.   Ό θείος Παύλος γράφει ότι όσα ετοίμασε ό Θεός γιά κείνους πού τόν αγαπούν, ανθρώπινος οφθαλμός ουδέποτε είδε,ανθρώπινο αύτί ουδέποτε ακούσε καί ανθρώπινος νους ουδέποτε φαντάσθηκε (Α' Κορ. β' 9). Μέ τή βοήθεια όμως τών Αγίων Γραφών καί τήν ασφαλή χειραγωγία τού χορού τών θεοφώτιστων Πατέρων μπορούμε νά πούμε τά ακόλουθα:
Ό ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τόν λόγο τού θεοπνεύστου Παύλου όσοι εις Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε (Γαλ. γ' 27), παρατηρεί: Ό ’Απόστολος δέν είπε όσοι εις Χριστόν έβαπτίσθητε, έκ Θεού έγεννήθητε. Διότι, έφ’ όσον σύ έχεις φορέσει τόν Χριστόν ώς φόρεμα έχοντας μέσα σου τόν Γιον, καί αφού αφομοιώθηκες πρός αύτόν, έφθασες εις μίαν συγγένειαν καί μίαν ιδέαν (εικόνα). Στόν άλλο δέ άποστολικό λόγο πάντες υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού (Γαλ. γ' 28) παρατηρεί: Γι’ αύτό μάς λέγει ότι μίαν μορφήν, ένα τύπον έχετε πάντες, τόν τού Χριστού (...) ό Έλλην καί ό ’Ιουδαίος καί ό πρώην δούλος, ούκ αγγέλου ουδέ αρχαγγέλου, άλλ’ αύτού τού πάντων Δεσπότου τήν μορφήν έχων περιέρχεται καί εμφανίζει στόν εαυτό του τόν Χριστόν.   Επομένως ό ώραίος ύμνος Όσοι εις Χριστόν έβαπτίσθητε, Χριστόν ένεδύσασθε ’Αλληλούια, τόν όποίο ψάλλουμε πανηγυρικά κατά τό Μυστήριο τού αγίου Βαπτίσματος καί κατά τίς Δεσποτικές εορτές αντί τού Τρισάγιου 'Ύμνου, είναι κάτι τό όποίο θά ζούν σέ όλο τό πλήρωμά τους οί άγιοι στή βασιλεία τού Θεού. Τό απερίγραπτο αύτό χαρμόσυνο βίωμα συμπεριλαμβάνεται σ’ αύτό τό όποίο ονομάζουμε θέωση τού ανθρώπου.

Ό εύαγγελιστής Ιωάννης μάς πληροφορεί: Δεν μάς φανερώθηκε ακόμη τί θά είμαστε στό μέλλον. Γνωρίζουμε όμως ότι,, όταν πλέον φανερωθεί ό Χριστός, θά γίνουμε όμοιοι του κατά τη δόξα, διότι θά τόν ίδούμε όπως είναι, στην κατάσταση της θείας δόξης, ή όποία  θά καθρεπτισθεί καί θά λάμψει καί σέ μάς σάν σέ άλλους πνευματικούς καθρέπτες (Α' Ίω. γ' 2). Βεβαίως ό πιστός, στην πνευματική του έμπειρία καί την κοινωνία του στά θεία Μυστήρια, ζεί από τώρα μερικώς καί άτελώςτό μυστήριο της μελλούσης ζωής (βλ. Α' Κορ. ιγ' [13] 9). Τό τί όμως θά γίνουμε τότε καί πώς θά βλέπουμε καί θά απολαμβάνουμε τήν δόξαν τού Χριστού (Α' Ίω. γ' 2· Ίω. ιζ' [17] 24) θά μάς άποκαλυφθεί πλήρως εκεί. Ή αποκάλυψη εκείνη, τήν όποία  θά ζούμε πλέον καθαρά καί έναργώς, θά συνιστά μέρος τής απερίγραπτης μακαριότητος τής θείας βασιλείας. Τό ότι θά βλέπουμε φανερά καί καθαρά πάντοτε κατ’ εύθείαν, πρόσωπο πρός πρόσωπο, τό άπαστράπτον πρόσωπο τού Χριστού (βλ. Α' Κορ. ιγ' [13] 12· Άποκ. κβ' [22] 4) (όχι βέβαια κατά τήν ουσία του, αλλά κατά τίς άκτιστες ένέργειές του), τό ότι οί δίκαιοι, έξομοιούμενοι πρός τόν Θεόν κατά χάρη, θά λάμψουν ώς ό ήλιος έν τη βασιλεία του πατρός αυτών (Ματθ. ιγ' [13] 43), αύτό θά αποτελεί αφάνταστη ευτυχία καί ανεκλάλητη δόξα. Αυτό όμως δέν σημαίνει ότι ή λάμψη τους θά είναι μόνο τόση, όση καί τού ήλιου. Ή εικόνα χρησιμοποιήθηκε, διότι οί άνθρωποι δέν γνωρίζουμε κανένα άλλο άστρο φωτεινότερο καί λαμπρότερο άπό τόν ήλιο.  

Εκεί οί πιστοί θά βρεθούν μαζί μέ όσα μένουν αιώνια καί ασάλευτα καί θά είναι φώτα μικρά, τά όποία  θά χορεύουν γύρω άπό τό μέγα φως.   ’Εκεί βασιλεύει ή Τριάς καί τό σύγκρατον (τό συγκερασμένο, τό σύμμικτο) τής θεότητος σέλας (φως, λάμψη), ή τριαδική δηλονότι φωτοχυσία καί λαμπρότης.   Ή Γοργονία, ή όποία  έζησε όσια ζωή όσο λίγοι, φέρεται μετά θάνατον νά προσεδρεύει πλησίον τού Τριαδικού Θεού στή βασιλεία των ουρανών, όπου, κατά τόν αδελφό της άγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ύπάρχει ό αλαλαγμός εκείνων πού εορτάζουν, ό χορός τών αγγέλων, ή τάξη τού ουρανού, ή θεωρία τής δόξης, αλλά καί τό καθαρότερο καί τελειότερο αστραποβόλημα της υψηλότατης Τριάδος (...) πού ακτινοβολεί στίς ψυχές μας μέ όλο τό φώς της θεότητος.   Ό αδελφός τού ίδιου Πατρός, ό Καισάριος, ζεί αιωνίως πλησίον τού Θεού λαμπρός, ένδοξος, υψηλός. ’Άλλοτε πάλι ό θείος Γρηγόριος, αποτεινόμενος πρός τόν πατέρα του πού κοιμήθηκε,αναφωνεί: Γνώρισέ μας σέ ποιό βαθμό τής δόξης βρίσκεσαι καί τό φώς πού σέ περικυκλώνει.  

Οί δίκαιοι,παρατηρεί ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, θά λαμπρυνθούν από τό θείο φως στή βασιλεία των ούρανών, καί ώς γεννήματα τού φωτός αύτού θά αξιωθούν νά ϊδουν τήν θείαν λαμπρότητα τού Χριστού. Ώστε λοιπόν γιά τόν μέγα ιεράρχη τής Θεσσαλονίκης ή θεωρία τού Θεού πρόσωπον πρός πρόσωπον δεν σημαίνει θέαν τής ουσίας τού Θεού, αλλά τής λαμπρότητος αύτού. Ή θεία αύτή λαμπρότης,ή οποία μετεδόθη πλήρως εις τήν άνθρωπίνην φύσιν,ή οποία ήνώθη μετά τού Λόγου του Θεού, καθίσταται μεθεκτή καί θεατή έν Πνεύματι Άγίω ύπό τών ανθρώπων.   Γιά τη δόξα αύτή έπροφήτευσε καί ό προφήτης Δανιήλ. Αφού μάς μίλησε περί της άναστάσεως τών νεκρών, έπρόσθεσε: Καί οί κατά Θεόν σοφοί, οί πιστοί, όσοι έζησαν σύμφωνα μέ τό θέλημα τού Θεού, θά δοξασθούν καί θά λάμψουν μέ λαμπρότητα όμοια μέ τή λαμπρότητα τού ουρανίου στερεώματος, καί πολλοί από τούς δικαίους θά λάμψουν σάν τούς αστέρες εις τούς αιώνας τών αιώνων (Δαν. ιβ' [12] 3).


Γιά τήν έκλάμπρυνση αυτή τών δικαίων στην άνέσπερη βασιλεία του Τριαδικού Θεού γράφει ό Συμεών ό νέος Θεολόγος: Όταν άνοιχθούν τά βιβλία τής συνειδήσεως τών Αγίων, τότε θέλει λάμψει ό Χριστός, καί Θεός ημών όπου είναι τώρα έγκάτοικος, καί κρυμμένος εις αυτούς, καθώς έλαμψε πρό τών αιώνων έκ τού Πατρός, καί οί Άγιοι θέλει γενούν όμοιοι μέ τόν υψιστον Θεόν. Άπό πού είναι τούτο φανερόν; ακούσατε αυτόν τόν Σωτήρα Χριστόν όπου τό λέγει: “Τότε έκλάμψουσιν οι δίκαιοι ώς ό ήλιος”. Καί ποιον άλλον καιρόν λέγει, πάρεξ τόν καιρόν τής Δευτέρας του Παρουσίας, ώς προείπαμεν; Καί ποιον άλλον ήλιον, πάρεξ τόν έαυτόν του, ό όποίος ονομάζεται ήλιος δικαιοσύνης, καί ανατέλλει, καί λάμπει εις μοναχούς (μόνο) τούς Αγίους; Καί τούτο τό λέγει φανερώτερα ό έπιστήθιος ’Ιωάννης: “Αδελφοί, νύν τέκνα Θεού έσμεν, καί ούπω έφανερώθη τί έσόμεθα. Οίδαμεν δέ. ότι έάν φανερωθή, όμοιοι αύτώ έσόμεθα. 
Ό άγιος Νικόδημος συμβουλεύει τόν πιστό, έάν θέλει νά μήν άμαρτήσει, νά ένθυμείται καί νά εντυπώσει στη διάνοιά του όλα έκείνα τά αιώνια καί ανεκλάλητα αγαθά (...) την τρυφήν (απόλαυση) εκείνην τήν γλυκυτάτην τού Παραδείσου, τήν άρρητον δόξαν τού ουρανού, την παντοτινήν χαράν,τό άνέσπερον καί άβασίλευτον φώς, τήν μακαρίαν θεωρίαν καί γνώσιν τού Θεού,ήτις είναι τό άκρον άντικείμενον καί ή κυρίως άπόλαυσις όλων τών μακαρίων (...). Έκεί ή χαρά είναι μοναχή χαρά, χωρίς λύπην έκεί ή ζωή, είναι μοναχή ζωή, χωρίς θάνατον εκεί τό φώς είναι χωρίς σκότος (...) έκεί είναι όλα τά αγαθά, καί μόνον αγαθά, χωρίς κανένα κακόν.  

Άμυδρή γεύση τής μακαριότητος εκείνης μπορούμε νά λάβουμε, όταν θυμηθούμε τά άγια σκιρτήματα πού δοκίμασαν οί τρεις ιεροί ’Απόστολοι, οί όποίοι παρευρέθησαν στήν αγία Μεταμόρφωση τού ήλιόμορφου Σωτήρος. Ώς γνωστόν κατά τή θεία Μεταμόρφωσή του ό Κύριος έδειξε στους Μαθητάς του έλάχιστο μόνο φώς τής θεότητός του τούς φανέρωσε μόνο κάποιους άμυδρούς χαρακτήρες τής θείκής λαμπρότητος. Τόσο δέ πολύ έντυπωσιάσθηκαν καί συγκλονίσθηκαν οί τρεις αύτόπτες ιεροί ’Απόστολοι άπό τή θέα τού άκτιστου φωτός τής Μεταμορφώσεως, ώστε ό Πέτρος, έξ ονόματος καί τών άλλων δύο, είπε στόν Κύριον: Καλό είναι νά μείνουμε έδώ (Ματθ. ιζ' [17] 4). Καί παρατηρεί ή χρυσή γλώσσα: Έάν ό Πέτρος, όταν είδε άμυδρή μόνον εικόνα των μελλόντων, πάντα έξαίφνης έρριψεν από τής ψυχής γιά την ανεκλάλητη ήδονή πού πλημμύρισε την ψυχή από τη θέα έκείνη, τί θά μπορούσε νά πει κανείς, όταν πλέον θά παρουσιασθεί ενώπιον μας ολόκληρη ή αλήθεια όταν θά ανοίξουν τά βασίλεια όταν ό άνθρωπος θά βλέπει αυτόν τούτον τόν βασιλέα όχι   σάν σέ μετάλλινο καθρέπτη, θαμπά καί τόσο άτελώς, ώστε νά μάς μένουν πολλά αινίγματα πού νά μην μπορούμε νά τά έξηγήσουμε, αλλά φανερά καί καθαρά, διότι θά δούμε κατ’ εύθείαν, πρόσωπον πρός πρόσωπον   ’Εκείνη ή θέα τού ωραιότατου καί κοσμοπόθητου προσώπου τού Χριστού θά τρέφη αιώνια καί θά ευφραίνει μόνιμα τούς δικαίους. 

 Ή θέα όμως αυτή τού παμπόθητου καί μυριοπόθητου Χριστού θά τούς ευφραίνει ακόμη περισσότερο, διότι, όπως γράφει ό θείος Παύλος,όλοι έμείς άπό την παρούσα ζωή (κατ’ έξοχήν όμως στή μέλλουσα) μέ ξέσκεπο τό πρόσωπο τού έσωτερικού μας ανθρώπου δεχόμαστε ως άλλοι πνευματικοί καθρέπτες καί αντανακλούμε τή δόξα τού Κυρίου. ’Έτσι μεταμορφωνόμαστε καί λαμβάνουμε τήν ’ίδια ένδοξη εικόνα τού Κυρίου καί προοδεύουμε άπό ένα βαθμό δόξης σέ άλλον άνώτερο (Β' Κορ. γ' 18).
Εκεί τά σώματα των Άγιων θά γίνουν όμοια πρός τό ένδοξον Σώμα τού Κυρίου, ώς ένεφανίσθη τούτο εις τούς ’Αποστόλους τήν ημέραν τής Μεταμορφώσεως.   ’Εκεί θά βλέπωμεν τόν Κύριον καί θά γεμίζωμεν άπό τήν πιό μεγάλην. τήν πιό αγίαν καί αγνήν ήδονήνγύρω μας θά λάμπη ή φωτεινοτάτη έκείνη μαρμαρυγή (ακτινοβολία), πού κατηύγασε τούς αγίους ’Αποστόλους κατά τήν θειοτάτην Μεταμόρφωσιν τού Χριστού. Δέν θά περιορισθή όμως ή βασιλεία Του εις τήν ορατήν Του θεοφάνειαν. Μέ τήν διάνοιαν εντελώς άπηλλαγμένην άπό κάθε τι τό υλικόν καί κάθε πάθος, θά άποκτώμεν μέθεξιν (κοινωνία, μετοχή) τής ύψηλοτέρας, νοητής, φωτοδοσίας Του θά άποκτώμεν μέθεξιν “τής υπέρ νουν ένώσεως” αυτό θά επιτυγχάνεται, όταν κατά τρόπον πού είναι αδύνατον νά τόν κατανοήσωμεν (“άγνώστοις”), θά βλέπωμεν, χάρις εις τήν ύπέρφωτον φωτοχυσίαν Της, τήν υπέρ νούν ένωσιν (τήν Αγίαν Τριάδα), πράγμα πού θά μάς κάνη μακαρίους καί θά μάς άναδεικνύη κατά τρόπον θειότερον ίσοστασίους (μιμητάς) των ύπερουρανίων νόων (αγγέλων). Πράγματι. Τότε θά ειμεθα ίσάγγελοι καί υίοί Θεού, της άναστάσεως υιοί όντες.   Ό άγιος Συμεών ό νέος Θεολόγος στοχάζεται μέ την όσια ψυχή του την ύπεράπειρον υπερβολήν της υπερβολικής δόξης των δοξαζομένων αγίων στόν μέλλοντα αιώνα καί παρατηρεί: Ό ίδιος ό Χριστός έχει νά βλέπεται από όλους, καί νά βλέπη καί αυτός όλας τάς άναριθμήτους μυριάδας, καί νά κοιτάζη άμετασαλεύτως όλους πάντοτε, καί κάθε ένας από αύτούς νά τού φαίνεται, πώς εκείνον κοιτάζει, καί απολαμβάνει την συνομιλίαν του, καί τόν καταφιλεί, διά νά μη λυπηθή κανένας από αύτούς πώς ό Χριστός τόν έπαράβλεψε, καί τόν έκαταφρόνησε (...). Ό ίδιος Χριστός έχει νά είναι καί στέφανος όπου νά στεφανώνη όλων τών αγίων τάς κεφαλάς καί χωρίς νά τραπή, καί νά γένη άλλοιώτικος έχει νά δείχνεται άλλος διαφορετικός είς τόν ένα, καί άλλος εις τόν άλλον καί νά διαιρή τόν έαυτόν του είς κάθε ένα καθώς τού πρέπει, καί καθώς είναι ό καθένας άξιος.  

Κατά τόν άγιο Νικόδημο τόν 'Αγιορείτη, στη μακαριότητα τού Παραδείσου οί οφθαλμοί μας έχουν νά βλέπουν παντοτινά τό φως καί την δόξαν της Τρισηλίου Θεότητος· “χορτασθήσομαι έν τώ όφθψαίμοι την δόξαν σου” (Ψαλ. ιζ' [16] 15)· τά αύτιά μας έχουν νά ακούουν αιωνίως τάς γλυκυτάτας ψαλμωδίας τών Αγγέλων καί τών Αγίων τό στόμα καί ή γλώσσα μας έχουν νά δοξολογούν διαπαντός τόν Θεόν “μακάριοι οί κατοικούντες έν τώ οϊκω σου, εις τούς αιώνας τών αιώνων αινέσουσί σε” (Ψαλ. πγ' [83] 5) αί χείρες μας έχουν νά ύψώνωνται πάντοτε είς τόν Θεόν, καί οί πόδες μας μέλλουν νά πατούν έπάνω είς τάς χρυσάς πεδιάδας τής άνω Ιερουσαλήμ· καί απλώς όλα μας τά μέλη έχουν νά δοξασθούν αιωνίως. 

Ή άληκτη χαρά τού Παραδείσου

Ο Θεάνθρωπος Κύριος στην αρχιερατική του προσευχή μάς άπεκάλυψε καί τί είναι αιώνιος ζωή. Είπε ότι αιώνιος ζωή είναι τό νά προάγονται συνεχώς οί πιστοί στή γνώση Αυτού,τού μόνου αληθινού Θεού, καί τού ’Ιησού Χριστού, τόν όποίο άπέστειλε στον κόσμο, διά της ζώσης έπικοινωνίας με τόν Θεόν Πατέρα καί διά τής άπολαύσεως τών άπειρων τελειοτήτων του (Ίω. ιζ' [17] 3· πρβλ. καί Ίω. ιδ' [14] 89· Ματθ. ια [11] 27). Ή μακαρία εκείνη ζωή δεν θά τελειώνει ποτέ, καί ταυτόχρονα οί δίκαιοι θά τήν ζούν μέσα στό αιώνιο φώς της θείας δόξης.
Ό άγιος Γρηγόριος ό Ναζιανζηνός θεολογεί: Τούς δικαίους, οί όποίοι έπραξαν τά αγαθά καί θά άναστηθούν γιά νά απολαύσουν ζωή αιώνια (Ίω. ε 29), θά ύποδεχθεί μετά τήν καθολική κρίση τό άρρητο φώς καί ή θεωρία της αγίας καί βασιλικής Τριάδος, ή όποία  φωτίζει περισσότερο λαμπρά καί καθαρά καί διαποτίζει όλο τόν νού εκείνων πού έχουν ενσωματωθεί στον Κύριον Ίησούν. Αυτή δέ τήν έλλαμψιν καί θεωρίαν τής Αγίας Τριάδος καί τήν γνώσιν Θεού θεωρώ, λέγει ό θεολόγος Γρηγόριος, ώς τήν μόνη κατ’ έξοχήν βασιλείαν (τών) ουρανών.   Ό δέ Μ. Βασίλειος,έμβαθύνοντας στόν λόγο τού Κυρίου μακάριοι οί καθαροί τή καρδία, ότι αυτοί τόν Θεόν όφονται (Ματθ. ε 8), γράφει: Ή βασιλεία τών ουρανών είναι ή αληθής κατανόηση τών οντων, τήν όποία  οί θείες Γραφές όνομάζουσι καί μακαριότητα. Καί προσθέτει ότι ή βασιλεία τών ούρανών θά είναι πνευματική θεωρία (θέα)· θεωρία άν είη ή βασιλεία τών ουρανών.   Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός παρατηρεί ότι μετά τήν καθολική κρίση οί δίκαιοι έκλάμψουσιν ως ό ήλιος συν άγγέλοις εις ζωήν αιώνιον συν τώ Κυρίω ημών Ίησού Χριστώ, καθώς θά βλέπουν Αυτόν πάντοτε καί θά βλέπονται άπό Αυτόν καί θά τρυγούν άπό Αύτόν τήν άτελείωτη ευφροσύνη, αίνούντες αύτόν σόν Πατρί καί άγίω Πνεύματι εις τούς άπειρους αιώνας τών αιώνων. 


Δέν είναι δύσκολο νά άντιληφθούμε ότι ή θέα, ή γνώση καί ή πνευματική θεωρία τού άρρητου κάλλους τού θείου Προσώπου θά προξενούν στους δικαίους άπερίγραπτη ευφροσύνη. Αρκεί νά λάβουμε όπ’ όψη ότι ό Θεός είναι ή άπειρος τελειότης, ό άτέρμων ώκεανός πάσης ώραιότητος, παντός κάλλους, πάσης άρμονίας, πάσης σοφίας καί άγαθότητος. Καθώς μάλιστα ό θεοσύλλεκτος χορός τών δικαίων θά έμβαθύνει όλονέν καί περισσότερον εις τόν ώκεανόν τής άπειρου τελειότητος τού Θεού, θά περιπίπτει αιωνίως άπό θαυμασμού εις θαυμασμόν. Διότι οί δίκαιοι θά άντικρύζουν πάντοτε καί νέες άρμονίες καταπληκτικές, θελκτικές, οί όποίες θά εξάπτουν την άφοσίωσή τους πρός τόν μόνον όντως όντα Θεόν (αύτόν πού είναι ό μόνος πραγματικός Θεός) καί ό όποίος είναι τό όντως έφετόν (τό καθ’ αυτό έπιθυμητό). Τούτο θά τούς δημιουργεί μακαρία έκσταση, ή όποία  θά μετατρέπεται σέ άκατάπαυστο όμνο δοξολογίας πρός τά μεγαλεία τής όμοουσίου καί ζωοποιού καί βασιλικοτάτης Τριάδος. Γι’ αυτό οί άγιοι άγγελοι ψάλλουν άκατάπαυστα τόν Τρισάγιον Υμνον (βλ. Έσ. ζ' 3),χωρίς αύτό νά τούς καταπονεί ή νά τούς δημιουργεί κορεσμό. Διότι ό Τρισάγιος Υμνος είναι έκστατική άναφώνησις μπροστά στίς διαρκώς άνανεούμενες άποκαλύψεις τής έκπάγλου ώραιότητος καί καλλονής καί άπειρου τελειότητος τού Θεού.  


Παρόμοια άγγελικά σκιρτήματα, τά όποία  θά άνανεώνονται συνεχώς καί θά εκφράζονται μέ άκατάπαυστο ούράνιο, έναρμόνιο μέλος, θά δοκιμάσουν καί οί ψυχές τών δικαίων στη βασιλεία τού Τριαδικού Θεού. ’Άλλωστε τήν κατάσταση αύτη έμακάρισε καί ό Ψαλμωδός, όταν έγραψε μακάριοι οί κατοικούντες έν τώ οϊκω σου, εις τους αιώνας τών αιώνων αίνέσουσίσε (Ψαλ. πγ' [83] 5). Διότι, όπως παρατηρεί ό ιερός Αύγουστίνος, όλα τά μέλη, όλα τά όργανα τού σώματός μας, τά όποία  βλέπομεν τώρα νά έκτελούν έξ άνάγκης διάφορες λειτουργίες, αφού γίνουν άφθαρτα καί απαλλαγούν από τούς νόμους της ανάγκης αυτής, θά άναπέμπουν πλέον ύμνους πρός τόν Θεόν. 
Έπί πλέον ή γνώση τού Θεού, ή όποία  διαρκώς θά αυξάνεται, ή συνεχής έκσταση καί ό ατελείωτος καί αχόρταστος θαυμασμός των δικαίων πρός τόν Νυμφίον, τόν ώραϊον κάλλει παρά τούς υιούς των άνθρώπων (Ψαλ. μδ' [44] 3), θά αυξάνει καί την αγάπη τους πρός Αυτόν. Όσο περισσότερο τόν γνωρίζουν, τόσο καί θερμότερα θά τόν αγαπούν, καί όσο θερμότερα θά τόν αγαπούν, τόσο καί γλυκύτερα θά τόν υμνούν. Όπως ακριβώς καί oi άγιοι άγγελοι, οί όποίοι όσο τόν αγαπούν τόσο τόν γνωρίζουν καί όσο τόν γνωρίζουν τόσο τόν άγαπούν. ’Άλλωστε, όπως γράφει ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, τούτο έστιν όντως τό ίδείν τόν Θεόν, τό μηδέποτε της επιθυμίας κόρον εύρείν εκείνος πού βλέπει τόν Θεόν ουδέποτε χορταίνει Όσο τόν βλέπει τόσο καί περισσότερο αύξάνει ή έπιθυμία νά τόν άτενίζει. Δέν θά ύπάρχει ποτέ κανένας κόρος (χορτασμός, κορεσμός) άπό τη θέα τού θείου Προσώπου.  


Έξ άλλου ό πολυπόθητος Κύριός μας θά αποτελεί τότε τό κύριο άντικείμενο αγάπης της καρδιάς μας, ή όποία  θά είναι ελεύθερη άπό κάθε πειρασμό αμαρτίας θά είναι πλήρης παντός αγαθού καί θά απολαμβάνει τήν άρρητη ευφροσύνη καί ανεκλάλητη γλυκύτητα τών αιωνίων απολαύσεων. Ένώ όμως θά λησμονεί τά σφάλματα καί τίς αθλιότητες τής επίγειας ζωής της, ή λησμοσύνη εκείνη δέν θά είναι τέτοια ώστε νά μή ένθυμήται τήν λύτρωσίν της καί νά μή δεικνύη τήν ευγνωμοσύνην της πρός τόν Λυτρωτήν.   Αύτή ή ευγνωμοσύνη θά πολλαπλασιάζει ακόμη περισσότερο τήν αφοσίωση τής Εκκλησίας τών πρωτοτόκων, τών έν ούρανοϊς άπογεγραμμένων, πρός τόν Νυμφίον της. Στόν λαμπρό άλλωστε νυμφώνα τής θείας βασιλείας σπεύδουν αί νύμφαι Χριστού, αί άγναί παρθένοι ψυχαί, οί όποίες έχουν πάντοτε στους καθαρούς καί άστραπηβόλους οφθαλμούς τους σέλας Θεού (τή λαμπρότητα, τή φεγγοβολή τού Θεού). Οί άγιες ψυχές, αφού έχουν καθαρισθεί μέ τή μετάνοια καί όσια ζωή, θά ζήσουν λαμπρές μέ τόν λαμπρό Νυμφίο εις τόν άγήρω βίον (στη ζωή πού δεν γηράσκει) εις αιώνας αιώνων. Καί στη βασιλεία του Θεού θά βλέπουν πάντοτε τό τριαδικόν σέλας,   προϊόν εις ενότητα έκφάνσεως καί φωτοχυσίας.   'Επομένως, ό πανευφρόσυνος καί πανάγιος αυτός δεσμός του Νυμφίου Χριστού μέ τη Νύμφη Εκκλησία θά παρατείνεται διά μέσου τών αιώνων εις τό διηνεκές άδιάρρηκτος καί άδιατάρακτος, καί ή κοινωνία καί μετάδοσις τών άγαθών καί τού πλούτου τού Νυμφίου πρός τήν Νύμφην του Εκκλησία θά προχωρεί όλονέν αυξανόμενη καί ουδέποτε έξαντλούμενη. 

Ή παμπόθητη ζωή τών δικαίων


Η μακαριότητα τού Παραδείσου θά συνίσταται ακόμη καί στην ενότητα όλων μας κάτω άπό μία κεφαλή, τόν · Σωτήρα Χριστόν. Ή άληκτη καί ανέκφραστη ευφροσύνη πού θά δοκιμάζουν οί ψυχές άπό τήν ένωσή τους μέ τόν Χριστόν καί άπό τήν θεωρίαν της αγίας καί βασιλικής Τριάδος θά αυξάνει καί άπό τήν ένότητα πού θά ύπάρχει μεταξύ τών άπειραρίθμων συγκληρονόμων τού Χριστού (βλ. Ρωμ. η' 17). Οί δίκαιοι, εξομοιωμένοι πρός τόν Χριστόν, θά ανευρίσκουν ό καθένας στό πρόσωπο τού άλλου τούς θελκτικούς χαρακτήρας τού περικαλλούς Νυμφίου. Λόγω τών θελκτικών αυτών χαρακτήρων, ό κάθε δίκαιος θά έλκύεται άπό τούς άλλους ώς πρόσωπο ποθεινό καί εράσμιο πρόσωπο απαλλαγμένο άπό ελαττώματα καί έλλείψεις πρόσωπο, τό όποίο θά αποπνέει τό άρωμα καί τήν χάριν άφθάστου ήθικής καλλονής καί άγιότητος.   Ή ένότητα αυτή είναι ή πληρότητα καί ή ολοκλήρωση τής ένότητος εκείνης γιά τήν όποία  παρεκάλεσε ό Κύριος τόν Θεόν Πατέρα κατά τήν αρχιερατική του προσευχή. Έζήτησε,όλοι όσοι πιστεύουν σ’ Αυτόν νά είναι έν διά τής άγάπης καί όμοφροσύνης που θά επικρατεί μεταξύ τους. Είπε: Καθώς συ, πάτερ, είσαι ενωμένος με έμενα καί έγώ ενωμένος μαζί σου, διότι έχουμε καί οί δύο την ίδια ουσία καί φύση, έτσι σέ παρακαλώ νά είναι καί αύτοί ένα διά τής κοινωνίας καί ένώσεώς τους μέ μάς (Ίω. ιζ' [17] 21). Έζήτησε δηλαδή νά γίνουμε καί εμείς ένα μεταξύ μας ως πρός την ομόνοια καί την ένότητα τού Πνεύματος· νά έχουμε όλοι τάί'δια φρονήματα . Καί όπως ό Υιός καί Λόγος είναι φυσικώς καί πραγματικώς ένα μέ τόν Θεόν Πατέρα του, έτσι καί έμείς πού ανήκουμε στό ίδιο γένος (διότι όλοι έχουμε δημιουργηθεί από τόν ένα Θεόν καί ή φύση των άνθρώπων είναι μία) γινόμαστε ένα μεταξύ μας κατά τή διάθεση , έχοντας ως τύπο καί υπογραμμό τήν φυσικήν ένότητα τού Υιού πρός τόν Θεόν Πατέρα. 
Στήν παμπόθητη λοιπόν καί πανευφρόσυνη εκείνη ζωή,τό τάγμα τών Προφητών, ό ένδοξος χορός τών θεοκηρύκων Αποστόλων, ό αήττητος στρατός τών δαφνοστεφών Μαρτύρων, ή ευλαβής σύναξη τών Όσίων καί 'Ομολογητών καί όλων γενικά τών πιστών θά είναι ενωμένοι καί θά αντιγράφουν τή μυστική καί φυσική ένότητα τής υπερουσίου Τριάδος. Αύτό προφανώς δέν σημαίνει ότι θά έξισωθώμεν πρός Αύτήν, διότι αύτό είναι αδύνατον· θά είμαστε ένωμένοι, όσο αύτό είναι κατορθωτό στήν πεπερασμένη ανθρώπινη φύση. Θά ζούμε τή μακαρία ζωή τής αδιαιρέτου Τριάδος, όσο είναι αύτό δυνατόν σέ κτίσματα πεπερασμένα.  


Έκεί βέβαια άστήρ άστέρος θά διαφέρει έν δόξη (Α' Κορ. ιε' [15] 41). Οί δίκαιοι θά απολαμβάνουν άρρητη μακαριότητα, ανάλογα πρός τή δεκτικότητα τού σκεύους πού είχαν έτοιμάσει μέ τούς θεοφιλείς αγώνες τους εδώ στη γή. Παρά τή διαφορά όμως τής δόξης πού θά υπάρχει μεταξύ τους, όπως παρατηρεί ό άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ό καθένας θά εύφραίνεται, όταν θά άντικρύζει τό κάλλος τού άλλου, καί θά άντιχαρίζει στόν πλησίον τήν ίδια εύφροσύνη. Εκεί όλοι θά εύφραίνονται καί θά εύφραίνουν.   Επίσης, ένώ ό καθένας θά κατέχει διαφορετική θέση από τόν άλλον στό ένα Σώμα τού Χριστού, ανάλογα μέ τό βαθμό τής αρετής πού καλλιέργησε στή γή, ωστόσο ή άγάπη καί ή μεταξύ τους ένότητα θά είναι τέτοια καί τόση, ώστε νά εξισώνει τούς πάντες. Διότι όλα τά μέλη είναι ι'σα ώς πρός τό σώμα, επειδή καί όλα είναι ένα σώμα.   Καί ακόμη, διότι τότε, όταν όλοι θά γίνουν υιοί φωτός καί θά λάμψοον ώς ό ήλιος (Ματθ. ιγ' [13] 43), θά έπιλάμψει επάνω σέ όλους μία καί ή αυτή χάρις.   ’Άλλωστε γι’ αυτό καί όσοι έχουν καταγραφεί ώς πολίτες τού ουρανού ονομάζονται πρωτότοκοι (Έβρ. ιβ' [12] 23). Έφ’ όσον δηλαδή όλοι είναι τέκνα τού ίδιου Πατρός· έφ’ όσον είναι κληρονόμοι μέν Θεού. συγκληρονόμοι δέ Χριστού (Ρωμ. η' 17), έχουν κατά συνέπειαν όλοι καί τάϊδια κληρονομικά δικαιώματα.


Τό ότι στόν Παράδεισο θά υπάρχουν διάφοροι βαθμοί τιμής καί δόξης, τό έβεβαίωσε ό Κύριος, όταν είπε έν τη οικία τού πατρός μου μοναίπολλαίεισιν (Ίω. ιδ' [14] 2). Τό έπανέλαβε όμως καί ό απόστολος Παύλος. Έγραψε άστήρ άστέρος διαφέρει έν δόξη (Α' Κορ. ιε' [15] 41). Ό Μ. Βασίλειος μάς διδάσκει ότι τό μοναίπολλαί σημαίνει αξιωμάτων διαφοραί όπως δηλαδή τό ένα άστρο διαφέρει από τό άλλο ώς πρός τή λαμπρότητα, έτσι συμβαίνει καί στην ανάσταση τών νεκρών.   Οί διάφοροι βαθμοί τιμής καί δόξης θά υπάρχουν, διότι ή έξέταση όλων θά είναι ακριβής. Καί αν ακόμη ή υπεροχή τού ένός από τόν άλλον είναι μικρή, αν είναι έλάχιστη, όποία δήποτε καί άν είναι, ό Θεός θά τό λάβει ύπ’ όψη. Τούτο μπορούμε νά διαπιστώσουμε άπό τά πανάρχαια χρόνια. Ό Λώτ ήταν δίκαιος, όχι όμως τόσο όσο ό ’Αβραάμ όμοια καί ό Έζεκίας, όχι όμως τόσο όσο ό Δαβίδ καί όλοι οί Προφήτες ήσαν δίκαιοι, όχι όμως τόσο όσο ό Πρόδρομος ’Ιωάννης. Συνεπώς όλοι οί δίκαιοι δέν θά απολαύσουν τάϊδια, έστω καί άν άκόμη υπερέχουν λίγο άπό τούς άλλους. 
Ό όσιος ’Ισαάκ ό Σύρος παρατηρεί ότι όλοι βεβαίως οί δίκαιοι κατοικούν στόν ένα ευφρόσυνο τόπο τού Παραδείσου άδιαιρέτως, ό καθένας όμως φωτίζεται άπό τόν ένα νοητό Ηλιο σύμφωνα μέ τήν άξια του. Ή διαφορά λοιπόν τών πνευματικών τιμών καί τής δόξης συνίσταται σέ τούτο: Καθένας ευφραίνεται έσωτερικά κατά τή χάρη πού τού δόθηκε, καί κατά τήν τάξη του, καί είναι μία ή έξωτερική θέα όλων καί μία ή χαρά. 
Μή νομίσει όμως κανείς ότι από τή διαφορά αύτή είναι δυνατόν νά υπάρξει αντιζηλία μεταξύ των δικαίων. Διότι ένα από τά αγαθά τής μακαριότητος του ούρανού είναι ότι ούδείς κατώτερος τού άλλου θά φθονή τόν τασσόμενον ύπεράνω έαυτού, όπως ακριβώς καί οί άγιοι άγγελοι δεν ζηλεύουν ποσώς τούς άρχαγγέλους. Ό κάθε δίκαιος δεν θά ποθεί νά είναι εύτυχέστερος άπ’ ό,τι είναι, όπως άκριβώς τό κάθε μέλος τού σώματος είναι ικανοποιημένο μέ τη θέση πού κατέχει καί τή λειτουργία πού έκτελεί. Τό δάκτυλο π.χ. δέν ποθεί νά είναι οφθαλμός. Διότι καί τά δύο αυτά μέλη συντελούν εις την άρμονικήν ολοκλήρου τού σώματος σύστασιν.  ’Άλλωστε, όπως σημειώνει καί ό όσιος ’Ισαάκ ό Σύρος, μή γένοιτο νά υπάρχει τέτοιο πάθος άντιζηλίας ή φθόνου εκεί, όπου ουκ έστι λύπη, ούδέ στεναγμός.


Στόν Παράδεισο λοιπόν θά είναι ή μακαρία κοινωνία καί ή έν Χριστψ ένωση των τετελειωμένων δικαίων εκεί οί θεοσεβείς κάθε φυλής καί γλώσσης, κάθε τάξεως καί ηλικίας εκεί αί ενάρετοι γυναίκες καί καλλιπάρθενοι κόραι εκεί οί ήρωες άσκηταί τής ερήμου, αλλά καί οί σεμνοί καί σώφρονες οικογενειάρχες έκεί τό τίμιον γήρας καί ή φρόνιμη νεότης εκεί οί έφηβοι καί τά μικρά παιδιά, τά οποία παρά τό απαλό τής ηλικίας τους έπάλαισαν καί έκέρδισαν τόν στέφανο τής νίκης. Όσοι έσπειραν εδώ δάκρυα μετάνοιας, αγίου κόπου, θερμής προσευχής καί ιερής κατανύξεως, θά θερίζουν έκεί αιώνια άγαλλίαση. Έκεί ή Παναγία καί όμοούσιος Τριάς, ό ένας Θεός, θά είναι γι’ αυτούς τό παν (βλ. Α' Κορ. ιε' [15] 28)· θά είναι τό τέλος, ό χορτασμός καί τό πλήρωμα των μακαρίων ελπίδων καί πόθων τους. Τόν ένα Θεόν θά αγαπούν χωρίς νά χορταίνουν. Διότι ή αγάπη αύτή είναι ό μέγας μισθός, βασιλεία καί ήδονή, τρυφή καί δόξα, καί τιμή· αύτή είναι φως καί ή μυριομακαριότης (ή άπειρη ευτυχία καί μακαριότητα), τήν οποία ούτε ό λόγος μπορεί νά παραστήσει ούτε ό νους νά έννοήσει.   Τόν ένα υπεράπειρο Θεόν οί θεοσεβείς ψυχές θά δοξάζουν έκεί χωρίς νά κουράζονται. Τά εδώ μυστήρια έκεί θά άποκαλυφθούν. Οί εδώ άπορίες καί αναζητήσεις έκεί θά λάβουν απαντήσεις. Τά έδώ αινίγματα έκεί θά λυθούν. Οί σελίδες τού βιβλίου τού γεγραμμένου έσωθεν καί έξωθεν καί σφραγισμένου μέ σφραγίδες επτά θά άνοίξουν άπό τόν χαθήμενον επί τού θρόνου, καί τό περιεχόμενό τους θά γίνει γνωστό στούς πανευτυχείς δικαίους (πρβλ. Άποκ. ε'). Αύτό τό οποίο μάς φαίνεται σήμερα μυστηριώδες, θά φανεί τότε πάνσοφο, πανάγιο, παντέλειο. Αύτό τό όποίο νομίζουμε σήμερα έδώ χωρίς σκοπό, ασυνάρτητο ή άδικο, θά άποκαλυφθεί τότε ένώπιόν μας πάγκαλο, παντέλειο, πλήρες φωτός καί δικαιοσύνης. Ή αποκάλυψη αύτή θά είναι ακόμη μία άφορμή ατελείωτης δοξολογίας τού φιλάνθρωπου Θεού, ό όποίος έχει οικονομήσει τά πράγματα, παρόντα καί μέλλοντα, κατά πάνσοφο τρόπο. Διότι αί ανικανοποίητοι έν τώ παρόντι βίω έφέσεις τής ανθρώπινης ψυχής, πού ποθούσε τήν άπειρον γνώσιν καί δόξαν, τήν απεριόριστον εύδαιμονίαν καί τήν άληκτον ζωήν, θά πληρωθώσι πάσαι έκεί .  


Ή εύφρόσυνη συνάντηση


Η μακαριότητα τής ούράνιας καί παμπόθητης ζωής τού Παραδείσου θά αύξάνει ακόμη περισσότερο, διότι έκεί θά συναντήσουμε καί θά άναγνωρίσουμε τούς συγγενείς καί φίλους μας, οί όποίοι κοιμήθηκαν έν μετανοία. Τό έρώτημα τό όποίο έδώ μάς άφαιρεί συχνά τή χαρά καί έπαυξάνει τή θλίψη μας, άραγε θά δώ καί πάλι τούς προσφιλείς μου; θά συναντήσω και πάλι αυτούς μέ τούς οποίους συνέζησα καί μοιράσθηκα τη χαρά καί τη λύπη, την αγωνία καί τή θλίψη; έκεί θά λάβει την απάντησή του. ’Εκεί θά πραγματοποιηθεί ή ευφρόσυνη συνάντηση, την όποία  επιθυμεί ή ψυχή μας. ’Εκεί θά συναντηθούν οί πιστοί σύζυγοιέκεί θά άνθίσει καί πάλι τό γλυκύ μειδίαμα εκεί θά λάβει χώρα ό στοργικός εναγκαλισμός της εύσεβούς μητέρας μέ τά θεοφιλή τέκνα της καί αντίστροφα... Διότι,κατά τόν άγιο Γρηγόριο Νύσσης,ή ζωή της άνω φύσεως άγάπη έστίν. 
Γιά τό γεγονός αύτό έχουμε μαρτυρίες στά θεόπνευστα Ευαγγέλια. Άπό τήν αγία Μεταμόρφωση τού Σωτήρος πληροφορούμαστε ότι οί τρεις Μαθηταί άνεγνώρισαν ότι έκείνοι πού συνομιλούσαν μέ τόν Κύριον ήσαν ό Μωύσής καί ό Ήλίας (βλ. Λουκ. θ' 30). Άπό τήν παραβολή τού πλουσίου καί τού Λαζάρου μαθαίνουμε ότι ό πλούσιος άνεγνώρισε πέραν τού τάφου καί τόν Αβραάμ καί τόν Λάζαρο (βλ. Λουκ. ι Ϛʹ  [16] 23). Τήν αλήθεια αυτή έδίδαξε ό Κύριος καί όταν παρηγορούσε τούς Μαθητάς του. Τούς έδωκε χρηστάς ελπίδας συναντήσεως, καί τούς έβεβαίωσε ότι θά έλθει καί πάλι κατά τή Δευτέρα καί ένδοξη Παρουσία του γιά νά τούς παραλάβει μαζί του, ώστε νά είναι καί αύτοί εκεί όπου θά είναι Αυτός (Ίω. ιδ' [14] 3). Ό απόστολος Παύλος εξ άλλου άγάλλεται, διότι οί Θεσσαλονικείς πού έπίστευαν στό κήρυγμα τού Ευαγγελίου δέν ήταν μόνον τότε ή δόξα, ή χαρά καί ό στέφανος καυχήσεώς του θά είναι ή χαρά καί ό στέφανός του καί κατά τήν ημέρα τής Δευτέρας Παρουσίας τού Κυρίου ήμών Ιησού Χριστού (Λ' Θεσ. β' 19-20).
Βεβαίως ή άγάπη πού θά μάς συνδέει έκεί θά είναι αγάπη αγία, κρυστάλλινη, απαλλαγμένη άπό νοσηρούς συναισθηματισμούς. Ή άγάπη έκείνη δέν θά στηρίζεται σέ σαρκικούς συγγενικούς δεσμούς, όπως οί δεσμοί μεταξύ συζύγων ή μεταξύ γονέων καί τέκνων θά είναι άγάπη ανώτερη, καθαρά πνευματική, άγάπη έν Κυρίω. Γι’ αύτό τή χαρά πού θά δοκιμάζουμε άπό τήν άγια έκείνη άγάπη δέν θά άμαυρώνει καθόλου τό γεγονός ότι ορισμένοι άπό τούς έδώ γνωστούς καί προσφιλείς μας δέν θά βρίσκονται πιθανώς στόν πάγκαλο Παράδεισο. Διότι στήν παναγία έκείνη ζωή ή σάρκα καί τό αίμα, συγγένειες σαρκικές,γνωριμίες έγκόσμιες καί άλλα παρόμοια δέν θά έχουν καμμία θέση. Τότε νέοι δεσμοί,άκατάλυτοι,αιώνιοι θά συνδέουν όλους μεταξύ τους καί όλους μέ τόν Σωτήρα Χριστόν καί τά άλλα δύο πρόσωπα της Παναγίας Τριάδος.
Ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός συνοψίζει άριστα τή διδασκαλία της αγίας μας Εκκλησίας έπί τού ζητήματος αυτού καί γράφει: Ας μη νομίζει κανείς ότι στη φοβερή έκείνη σύναξη δεν θά υπάρχει αναγνώριση τού ενός άπό τόν άλλον. Ναί πράγματι καθένας θά άναγνωρίζει τόν πλησίον του όχι   άπό τό σχήμα τού σώματος αλλά διά τού διορατικού βλέμματος τής ψυχής.   Ή παρατήρηση τού 'ιερού Πατρός ότι ή αναγνώριση θά γίνει όχι   άπό τό σχήμα τού σώματος καί τή μορφή τού προσώπου είναι πολύ χαρακτηριστική, διότι στά σώματα πού θά άναστηθούν δέν πρέπει νά άποδίδονται  όπως έγράψαμε ήδη  κατηγορήματα (ιδιότητες, ιδιώματα) τά όποία  άφορούν στά φθαρτά καί γήινα σώματά μας.  


Ό ιερός Δαμασκηνός, γιά νά υποστηρίξει τά όσα αναφέρει, επικαλείται τίς γνώμες Ίωάννου Χρυσοστόμου, Μ. Βασιλείου καί οσίου Έφραίμ. Κατά τόν ιερό Δαμασκηνό, ό άγιος ’Ιωάννης ό Χρυσόστομος λέγει: Εκεί δέν θά γνωρίσουμε μόνον τούς εδώ γνωστούς μας, άλλά καί εκείνους τούς όποίους δέν είδαμε ποτέ. Διότι ουδέποτε είδες τόν Αβραάμ ή τόν ’Ισαάκ ή τόν ’Ιακώβ ή τούς άρχιπάτορας ή τούς Προφήτες καί Αποστόλους καί Μάρτυρες. Όταν όμως τούς δείς κατά τήν καθολική καί φρικτή έκείνη σύναξη τής Δευτέρας Παρουσίας, θά τούς άναγνωρίσεις καί θά πεις νά, ό ’Αβραάμ καί ό ’Ισαάκ καί ό ’Ιακώβ καί οί λοιποί Πατριάρχαι. Νά, ό Πέτρος καί ό Παύλος καίόλοι οί ’Απόστολοι. Νά, ό θεοπάτωρ Δαβίδ καίόλοι οί Προφήτες. Νά, ό ’Ιωάννης ό Πρόδρομος καί ό πρωτομάρτυς Στέφανος καί τό πλήθος τών Αγίων. Ό Μ. Βασίλειος πάλι, πάντοτε κατά τόν ιερό Δαμασκηνό, μιλώντας πρός τούς πλεονέκτες έλεγε: Τότε, στό παγκόσμιο δικαστήριο, θά σέ περικυκλώσουνόλοι έκείνοι τους όποίους αδίκησες, καί θά είναι οι κατήγοροί σου. Διότι όπου στρέψεις τό βλέμμα σου θά δεις καθαρά των κακών τάς εικόνας. Άπό εδώ τά ορφανά, άπό εκεί τίς χήρες· άπό τό άλλο μέρος τούς φτωχούς πού χτύπησες μέ τίς γροθιές σου τούς ύπηρέτες πού βασάνιζες· τούς γείτονες πού εξόργιζες κλπ. Τέλος ό μακάριος Έφραίμ, ό άκριβέστατος μύστης τής Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας, διδάσκει, κατά τόν ιερό Δαμασκηνό: Τότε τέκνα θά καταδικάσουν τούς γονείς τους, διότι οί τελευταίοι δέν έπραξαν έργα όσια καί χρηστά. Συνεπώς θά υπάρχει εκεί άναγνωρισμός, διότι τή χαρά αυτή τήν έχει χαρίσει στούς δικαίους. Ένώ οί αμαρτωλοί, κατά τόν Μ. Αθανάσιο (τή γνώμη τού όποίου αναφέρει πάλι ό ιερός Δαμασκηνός), έχουν στερηθεί αύτή τήν παρηγοριά αυτοί δέν θά έχουν τήν ικανότητα νά αναγνωρίζουν εκεί ό ένας τόν άλλον καί έτσι νά λαμβάνουν άπό τόν άναγνωρισμόν κάποια παρηγοριά.  


Αναλυτικότερος όμως στό θέμα αυτό είναι ό όσιος Συμεών ό νέος Θεολόγος. Γράφει: Άνίσως οί 'Άγιοι γίνωνται όμοιοι μέ τόν Θεόν, καί θέλει γνωρίσουν τόν Θεόν τόσον, όσον έγνώρισεν αυτούς ό Θεός καί άνίσως καθώς γνωρίζει ό Πατήρ τόν Τίόν, καί ό Γιός τόν Πατέρα, έτζι καί οί 'Άγιοι μέλλουν νά βλέπουν, καί νά γνωρίζουν ένας τόν άλλον. Αλλά καί έκείνοι άκόμη όπού δέν είδαν ποτέ ένας τόν άλλον σωματικώς εις τούτον τόν κόσμον, εκεί έχουν νά γνωρισθούν. Απευθυνόμενος μάλιστα πρός εκείνους οί όποίοι άμφισβητούν τήν άλήθεια αύτή,τούς έλέγχει μέ τά άκόλουθα: Πώς δέν έντρέπεσθε νά λέγετε, καί νά έρωτάτε, καί νά διδάσκετε έκείνα όπού δέν ήξεύρετε, ώσάν νά έπλουτήσατε τάχα καί αυτήν τήν γνώσιν όπού υπερβαίνει τήν έδικήν μας δύναμιν, καί ώσάν νά έπροχειρίσθητε διδάσκαλοι άπό τόν Θεόν; Διατί καθώς δέν είναι δυνατόν ποτέ νά μήν ήξεύρη ό Πατήρ τόν Υιόν,ή ό Υιός τόν Πατέρα, τοιουτοτρόπως καί οί 'Άγιοι όπού έγιναν θεοί κατά χάριν, μέ τό νά έχουν μέσα εις τόν έαυτόν τους έγκάτοικον τόν Θεόν, δέν είναι τρόπος ποτέ νά μή γνωρίζουν ένας τόν άλλον τους, άλλά θέλει βλέπουν αιωνίως ό ένας τού άλλου τήν δόξαν, καί τήν δόξαν τήν έδικήν τους, καθώς βλέπει καί ό Υιός τήν δόξαν τού Πατρός, καί ό Πατήρ τού Υιού. Άμή (άλλά) τί λογής θέλει είναι ή δόξα τών Αγίων; Ό ,τι λογής είναι καί ή δόξα τού Τιού τού Θεού. Και τούτο ό ίδιος τό έφανέρωσε μέ τό στόμα του λέγων “ 'Εγώ την δόξαν, ην δέδωκάς μοι, δέδωκα αυτοϊς, ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς εν έσμεν” (Ίω. ιζ' [17] 22). Βλέπεις ότι ή δόξα εκείνη όπου έδόθη πρό των αιώνων από τόν Θεόν καί Πατέρα στόν Υίόν, αύτή ή ϊδια έδόθη καί από τόν Υίόν στους Αγίους, καί όλοι είναι εις ένα;.


Μετά άπό αυτόν τόν συλλογισμό ό όσιος Συμεών καταλήγει στό συμπέρασμα: Τό λοιπόν, εκείνοι όπου λέγουν ότι οί 'Άγιοι δέν βλέπουν, ούτε γνωρίζουν ένας τόν άλλον, όταν έλθουν εις την θεωρίαν τού Θεού, κατά αλήθειαν έν σκότει διαπορευονται, καί δέν ήλθαν εις μετοχήν Θεού, ούδέ είδαν, ή έγνώρισαν έν άληθεία τόν Θεόν. Αλλά λέγουν, καί βεβαιώνουν έκείνα όπου μήτε έγνώρισαν, μήτε καμμίαν φοράν έθεώρησαν. ’Επειδή λέγουν, ότι θέλει εύρίσκονται καί τότε οί 'Άγιοι ώσάν εις έκστασιν, καθώς καί έδώ έρχονται καμμίαν φοράν εις έκστασιν θείαν, καί έτζι έχουν νά αλησμονήσουν καί τόν έαυτόν τους, καί όλους τούς άλλους όπου εύρίσκονται μαζί τους. Καί φαίνονται άπό τούτο όπου λέγουν, πώς έννοούν κακώς τάς θείας Γραφάς, καί λογιάζουν, ότι ή ιδία άλλοίωσις, καί αρπαγή θέλει γένη τότε εις τούς Αγίους, καθώς γίνεται εις αύτούς καί έδώ. Διότι αυτοί όταν ακούουν ότι ό δείνα 'Άγιος ήλθεν εις θεωρίαν Θεού, καί άρπάχθη ό νους του, καί έκαμε τόσας, καί τόσας ημέρας, καί νύκτας χωρίς νά ένθυμηθή όλότελα κανένα άπό τά γήινα, αλλά μαζί μέ όλα τά άλλα αλησμόνησε καί τό ϊδιόν του σώμα, καί έμεινε κολλημένος εις τήν θεωρίαν εκείνην όλος μέ όλην τήν ψυχήν, καί μέ όλας όμού τάς αισθήσεις του. Άκούοντες, λέγω,τούτο λογιάζουν, ότι θέλει γένη ένα παρόμοιον καί εις τήν άλλην ζωήν έν τη βασιλεία τών ουρανών, καί δέν γνωρίζουν τελείως τά θεία καί πνευματικά, καί τά μυστήρια τού αοράτου Θεού τά αόρατα, καί ακατανόητα, καί άγνώριστα εις τούς έσκοτισμένους (...). Τότε δέν θέλει ύστερηθούμεν άπό τό νά γνωρίζωμεν, καί νά βλέπωμεν ένας τόν άλλον, άλλά καθώς θέλει άπολαύσομεν τήν λαμπρότητα, καί θεωρίαν τού φωτός περισσότερον, καί καθαρώτερον, έτσι θέλει γνωρίσομεν, καί θεωρήσομεν καί τόν Θεόν, καί άλλήλους δηλαδή ένας τόν άλλον περισσότερον, καί καθαρώτερον μέ άνέκφραστον άγαλλίασιν, καί χαράν εις αιώνας αιώνων.


Ό όσιος Συμεών κατακλείει τούς λόγους του μέ προσευχή πρός τόν Κύριο καί καλεί έκείνους πού συζητούν γύρω άπό τά μεγάλα καί κεφαλαιώδη αύτά θέματα, τά όποία  αφορούν στήν αιώνια σωτηρία μας, νά παυσουν νά φιλονικούν ή νά τά συζητούν μέ φιλοπεριέργεια.
 Άντ’ αυτού τούς συμβουλεύει νά άγωνισθούν νά ζήσουν ζωή άγια,γιά νά έχουν τή χαρά νά γίνουν μέτοχοι τής αιώνιας βασιλείας. Γράφει: Άλλ’ ώ Κύριε, δός εις ημάς την θείαν σου χάριν νά σέ γνωρίσωμεν, καί νά σέ φοβούμεθα, καθώς πρέπει, καί νά μένωμεν εις τά Άγια σου θελήματα. Παρακαλώ σας λοιπόν, αδελφοί, παύσετε από τάς τοιαύτας συζητήσεις, καί φιλονεικίας, καί σπουδάσετε νά καθαρίσετε τάς ψυχάς σας από κάθε μολυσμόν σαρκός καί πνεύματος. Μέ τήν μετάνοιαν, μέ τά δάκρυα, μέ τήν ταπείνωσιν, καί μέ τήν έκπλήρωσιν όλων των λοιπών έντολών, διά νά απολαύσετε, καί τά παρόντα, καί τά μέλλοντα άγαθά. μέ άποκάλυψιν καί αϊσθησιν καί θεωρίαν. 

Ή μακαριότης τών δικαίων θά είναι ατελεύτητη.


Ενώ τόν Παράδεισο μπορούμε νά τόν κερδίσουμε σέ μία καί μόνη στιγμή ειλικρινούς μετάνοιας, όπως ό ληστής επάνω στό Σταυρό, ή χαρά καί ή ευφροσύνη τού Παραδείσου δέν θά έχει τέλος Ό Παράδεισος δέν είναι στόν χρόνο, δέν είναι στό αύριο τό κοντινό ή τό μακρινό ό Παράδεισος είναι στήν ατελεύτητη αιωνιότητα. Ή μακαριότητα, τό ύστερον τέλος των δικαίων, είναι αιώνια, άληκτος, χωρίς τέλος. Ή πνευματική άνεση καί ή τρυφή πού υπάρχουν στή βασιλεία τού ούρανού μένουν, επειδή είναι αιώνιες, πάντοτε άμετάβλητες καί αθάνατες. Δέν είναι δυνατόν νά βρει κανείς τήν άκρη καί τό τέλος της.   Ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς ύποστηρίζει τό άί'διον καί αιώνιο της θείας βασιλείας καί γράφει: Ή βασιλεία τού Θεού πάλι, πώς θά ήταν δυνατό νά νικηθεί από κάτι; Διότι μόνη αύτή άπό όλα τά άλλα είναι άβασίλευτη καί αήττητη καί πέρα άπό κάθε χρόνο καί αιώνα.   Αυτός είναι άλλωστε καί ό λόγος γιά τόν όποίο ή στρατευομένη Εκκλησία θυμάται καί μνημονεύει πάντοτε τούς κεκοιμημένους. Αυτό καί τούς υποσχόμαστε, όταν τούς προπέμπουμε κατά τή Νεκρώσιμη Άκολουθία μέ τά λόγια: Α ί ω ν ί α σου ή μνήμη, αξιομακάριστε καί άείμνηστε αδελφέ ήμών. Γι’ αύτό καί ή αιώνια ζωή  ή διάσταση τού μέλλοντος αίώνος  δέν μάς δημιουργεί άγωνίαν, αλλά προσδοκίαν.   Τήν περιμένουμε μέ πόθο, μέ νοσταλγία, μέ χαρά. Ό μέλλων αιώνας δέν είναι απειλή αλλά θρίαμβος καί ολοκλήρωση τών άγιων προσδοκιών καί τών θεοφιλών ελπίδων μας. Όσοι λοιπόν πιστεύουν σέ επίγειο παράδεισο, πιστεύουν σέ μία ουτοπία. Σ’ έναν πεπλανημένο χιλιασμό. Κατ’ αυτόν τόν τρόπο έχουμε αύτό τό παράδοξο: Ένώ ή βασιλεία τού Θεού μέ τή μετάνοια καί τήν έξομολόγηση είναι κατορθωτή σέ κάθε στιγμή χρόνου, καί επομένως αρχίζει ήδη από τήν παρούσα ζωή, ή αιώνια μακαριότητα θά έπεκτείνεται συνεχώς στους αιώνας τών αιώνων...


Επομένως καί ή εύτυχία τών δικαίων, όπως άλλωστε καί ή τιμωρία τών άμαρτωλών, θά είναι αιώνια καί άτελεύτητη. Οί δίκαιοι θά αναφωνήσουν τότε τή θριαμβευτική φωνή τού βιβλίου της Άποκαλύφεως Αλληλούια, διότι έβασίλευσε Κύριος ό Θεός ό Παντοκράτωρ. Άς χαίρουμε καί ας ευφραινόμαστε γεμάτοι από αγαλλίαση καί άς δώσουμε τή δόξα σ’ Αύτόν, διότι ήλθε ή ώρα τού Άρνίου, τού ούρανίου καί αιωνίου Νυμφίου ’Ιησού Χριστού, καί ή γυναίκα, ή πνευματική Νύμφη Εκκλησία, στολίσθηκε καί ετοιμάσθηκε (...). Μακάριοι είναι οί προσκεκλημένοι στό δείπνο τού γάμου τού Άρνίου, οί όποίοι θά μετέχουν της αιώνιας χαράς καί μακαριότητος. Καί γιά νά μή μείνει καμμία αμφιβολία περί της άτελευτήτου εκείνης χαράς, προσθέτει ό άετός τής Πάτμου: Ό άγγελος μού είπε ακόμη: Αύτοί οί λόγοι, οί όποίοι βεβαιώνουν τή μακαριότητα τών πιστών διά τής ένώσεώς τους μέ τόν Χριστόν είναι άληθινοί, είναι λόγοι τού Θεού (Άποκ. ιθ' [19] 69).
Ή χριστιανική Εκκλησία έφήρμοσε από άρχαιοτάτων χρόνων τήν κατ’ έξοχήν εύφρόσυνη εικόνα τού γάμου στή μυστική σχέση Νυμφίου, τού Κυρίου ’Ιησού Χριστού, μέ τήν κάθε ψυχή. ’Άλλωστε τήν κεντρική ιδέα ολοκλήρου τού βιβλίου τού θεόπνευστου προφήτου Ώσηέ αποτελούν οί έξης λόγοι τού Θεού: Κατά τή μεγάλη καί εύτυχή εκείνη ήμέρα ό ’Ισραήλ, ό εκλεκτός μου λαός, δηλαδή ή ’Εκκλησία, ό νέος ’Ισραήλ τής χάριτος, θά μέ ονομάσει ό σύζυγός μου. Και τότε, λέγει ό Θεός μέ άγια τρυφερότητα, θά σε μνηστευθώ διά παντός (Ώσ. β' 18, 21). Αιώνιος λοιπόν καί ακατάλυτος θά είναι ό μυστικός δεσμός τού Τριαδικού Θεού μέ τίς ψυχές των δικαίων.  


Τό γεγονός ότι ή Αγία μας Εκκλησία στην καθημερινή κατανυκτική ακολουθία τού Μεσονυκτικού ψάλλει ’Ιδού ό Νυμφίος έρχεται έν τώ μέσω της νυκτός...,Ίδού ό Νυμφίος σου (...) καί δώη σοιτόν νυμφώνα, τόν θειον της δόξης αύτού, φανερώνει ότι ή πιστή ψυχή καλείται νά ζεί μέ αυτή τήν αγία καί γλυκειά αναμονή. Καί όσο ή ψυχή άγνεύει, κρατούσα φαεσφόρους (φωτοφόρους) λαμπάδας πρός ύποδοχήν τού Νυμφίου Χριστού,τόσο καί σέ υψηλότερο επίπεδο πνευματικής ζωής βρίσκεται. Ημείς, γράφει ό όσιος Συμεών ό νέος Θεολόγος, πρέπει νά εύγωμεν από τόν κόσμον καί από τό κορμί τήν ώρα τής εξόδου μας από τήν παρούσα ζωή, ένδεδυμένοι καί στολισμένοι μέ έργα αγαθά, έάν θέλωμεν νά καθίσωμεν εις τόν γάμον τόν βασιλικόν μαζί μέ τούς φίλους τού βασιλέως  · έάν δηλαδή θέλουμε νά συμμετάσχουμε στην αιώνια βασιλεία τού Χριστού μέ όλο τόν χορό τών Αγίων.
Αδελφέ μου, μετά από τά ανωτέρω στοχάσου τούτο: Γιατί μάς δόθηκε ό χρόνος τού βίου; Μάς δόθηκε γιά νά προετοιμασθούμε γιά τήν πέραν τού τάφου αιώνια ζωή. Γιά νά επιτύχουμε έδώ μέ τόν προσωπικό μας αγώνα καί τή χάρη τών άγιων Μυστηρίων τής Εκκλησίας μας τόν αγιασμό τής ψυχής μας, ώστε νά γίνουμε άξιοι τής ουράνιας δόξης καί τής αιώνιας ευτυχίας. Καί ένώ ό χρόνος τής ζωής μας είναι σύντομος  κάποτε είναι πάρα πολύ σύντομος καί ένώ ό χρόνος αυτός δέν δίδεται έξ ίσου σέ όλους τούς ανθρώπους, άφού άλλοι φεύγουν νωρίτερα καί άλλοι αργότερα γιά τήν αιωνιότητα, ωστόσο ή καλή έκμετάλλευση τού χρόνου αύτού προσδιορίζει τό αιώνιο μέλλον μας. Κάποτε καί μία μόνο στιγμή, ένα μόνο μνήσθητί μου, Κύριε, όταν ελθης έν τή βασίλεια σου (Λουκ. κγ' [23] 42), όπως το είπε ό ληστής μέ συναίσθηση βαθύτατης συντριβής καί θέρμη καρδίας, ή οποία έπίστευσε στον βασιλέα Χριστόν (έστω καί άν τόν έβλεπε νά κρέμεται στό Σταυρό ώς κακούργος), είναι ικανά νά μάς χαρίσουν την αιώνια ευτυχία. Τώρα, γιατί σέ άλλους ό Θεός δίνει μακρά ζωή καί σέ άλλους λίγα μόνο χρόνια ζωής, αυτό δέν μπορούμε εδώ νά τό μάθουμε θά μάς άποκαλυφθεί εκεί, στή μέλλουσα βασιλεία, τήν όποία  όλοι επιθυμούμε νά κληρονομήσουμε.


Λοιπόν, εάν δέν μάς φοβίζει τό φοβερό κριτήριο, άς μάς συγκινήσει τουλάχιστον ή άληκτος χαρά καί ή ευφροσύνη τού παμπόθητου Παραδείσου. Αντί νά φοβόμαστε τόν κοινόν θάνατον, τόν του γένους των ανθρώπων θεριστήν, άς ξυπνήσουμε άπό τόν λήθαργο τής αμαρτίας καί άς φοβηθούμε τόν όλοθρευτήν των ανθρώπων, τόν διάβολο καί τήν αμαρτία. Διότι καθ’ αύτό θάνατος δέν είναι αυτός πού χωρίζει προσωρινά τήν ψυχή από τό σώμα, άλλ’ αυτός πού χωρίζει αιώνια τήν ψυχή μας άπό τόν Θεόν. Καί είναι φοβερό νά άκουσθεί τότε ή χαιρέκακη φωνή τού παγκάκου διαβόλου, ή οποία θά λέγει ένίκησα τούς Χριστού στρατιώτας ’Άς μή χαροποιήσωμεν λοιπόν τούς ακαθάρτους δαίμονας μέ τήν αμαρτωλή ζωή μας, άλλ’ άς άγωνισθούμε γενναίως,ινα τούς ακαθάρτους νικήσωμεν δαίμονας μέ τή βοήθεια τού Θεανθρώπου Κυρίου μας, μέ τίς πρεσβείες τής Παναχράντου Δεσποίνης Μητέρας του, διά τής προστασίας των ούρανίων ’Αγγέλων, τών αοράτων φυλάκων μας, καί μέ τίς εύχές τού ένδοξου χορού τών Αγίων. Έάν έτσι πορευόμαστεέάν τόν φόβον (τού Θεού) έχωμεν έν τή καρδία, καί τήν μνήμην τού θανάτου έν τή ψυχή περιφέρωμεν, πάντες οί δαίμονες, οί όποίοι καθ’ ημών οπλίζονται καί παρατάσσονται γιά νά μάς καταβάλουν, θά μάς βρούν ώς τείχος άπόρθητο, διότι είναι μαζί μας ό Κύριος.   Καί τότε θά άκούσουμε τήν μακαρία φωνή: Δεύτε οί ευλογημένοι τού Πατρός μου, κληρονομήσατε την ήτοιμασμένην υμιν βασιλείαν άπό καταβολής κόσμου. (...) Καί άπελευσόμεθα... εις ζωήν αιώνιον (Ματθ. κε' [25] 34, 46).




Εισαγωγή κειμένων  και αναρτήσεων σε πρώτη αποκλειστική δημοσίευση  στό Ορθόδοξο Διαδίκτυο από το Βιβλίο :
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟΝ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΝΙΚ.ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

Η ηλεκτρονική επεξεργασία αναρτήσων κειμένων, τίτλων  και εικόνων έγινε από τον N.B.B
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή κειμένων σε Ορθόδοξα Ιστολόγια, αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα ,χωρίς περικοπές που πιθανόν να το αλλοιώνουν για μη εμπορικούς σκοπούς,με βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή :

© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

http://www.alavastron.net








Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |