Η ψυχή μετά θάνατον
Serafeim Rose
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Απάντηση σε ενα επικριτή
Τήν περίοδο πού τό παρόν βιβλίο δημοσιευόταν σε συνέχειες στό περιοδικό The Orthodox Word, ό υπεύθυνος έκδοσης ενός άλλου ’Ορθόδοξου περιοδικού άρχισε νά δημοσιεύει μία μακρά σειρά άρθρων τά όποια έπιτίθεντο κατά τής διδασκαλίας περί τής μετά θάνατον ζωής τήν οποία εκθέσαμε στό βιβλίο αύτό. Πρόκειται γιά τό περιοδικό The Tlingit Herald, πού εκδίδει ό άμερικανικός ’Ορθόδοξος Ναός τού άγ. Νεκταρίου στό Σηάτλ τής πολιτείας Ούάσινγκτον των ΗΠΑ. Οί επιθέσεις αύτές δέ στρέφονταν μόνον κατά τής διδασκαλίας τού παρόντος βιβλίου, άλλά καί κατά τής διδασκαλίας πού εκφράζεται στις εκδόσεις τής Μονής Αγίας Τριάδος, στό Τζόρντανβιλλ τής Νέας Ύόρκης, ειδικά στό τεύχος τού Orthodox Life ’Ιανουάριου Φεβρουάριου, 1978, στό εγχειρίδιο «Unbelievable for Many but Actually True Occurrence,» τό όποιο κυκλοφόρησε μέ τό Orthodox Life ΊουλίουΑύγούστου 1976, καί στήν άνθολογία Eternal Mysteries Beyond the Grave στρέφονταν κατά τής ομιλίας τού ’Αρχιεπισκόπου ’Ιωάννη Μαξίμοβιτς, μέ τίτλο «Ή Ζωή μετά τό Θάνατο» ή οποία περιεχόταν στό τεύχος No 4 τού the Orthodox Word, 1971, καί ή οποία άναδημοσιεύεται στό Κεφάλαιο Δέκα αύτοΰ τού βιβλίου· στρέφονταν κατά τής όλης διδασκαλίας τοΰ Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, ή οποία ένέπνευσε τή συγγραφή αύτοΰ τοΰ βιβλίου· καί γενικά, στρέφονταν κατά τής διδασκαλίας ή οποία άναφέρεται άπό τόσο πολλές ’Ορθόδοξες πηγές εδώ καί άρκετοΰς αιώνες καί ή οποία εκφράζει τή ζωντανή ευσέβεια τών ’Ορθόδοξων πιστών άκόμα καί στή σημερινή εποχή.
Άφοΰ διάβασα τά κατηγορητικά αυτά άρθρα δέ θεώρησα άναγκαϊο νά άλλάξω τίποτε άπ’ όσα έχω γράφει εδώ· προσέθεσα άπλώς μερικές παραγράφους σέ κάποια σημεία γιά νά διασαφηνίσω άκόμα περισσότερο τήν ’Ορθόδοξη διδασκαλία ή οποία θεωρώ ότι γελοιοποιείται καί παρερμηνεύεται μέ τόν πιό άδικο τρόπο στά άρθρα αυτά.
Δέ θά είχε νόημα μία σημείο πρός σημείο άπάντησή μου στόν επικριτή. Τά Πατερικά κείμενα τά όποια παραθέτει σχεδόν καθόλου δέν υποστηρίζουν αυτά πού εκείνος νομίζει ότι υποστηρίζουν, καί ή μόνη άπάντηση έναντι αύτών τών επιχειρημάτων είναι τό νά έπισημάνουμε τήν εσφαλμένη χρησιμοποίησή τους. Έτσι, γιά παράδειγμα, όλα τά παρατιθέμενα χωρία τά όποια δείχνουν ότι ό άνθρωπος άποτελεϊται τόσο άπό σώμα όσο καί άπό φυχή τό όποιο κανείς δέν άρνεϊται δέν άναφέρουν, εν τούτοις, τίποτε άπολύτως τό όποιο νά δείχνει ότι άρνοΰνται τήν άνεξάρτητη δραστηριότητα τής φυχής μετά τό θάνατο, υπέρ τής οποίας υπάρχουν τόσα πολλά άποδεικτικά στοιχεία ώστε νά φαίνεται ότι δέν επιδέχεται καμιά άπολύτως «άμφισβήτηση» γιά κάποιον πού εμπιστεύεται τίς ’Ορθόδοξες πηγές· τά πολλά σημεία στήν 'Αγία Γραφή καί τά Πατερικά κείμενα όπου ό θάνατος άναπαρίσταται μεταφορικά ώς «ύπνος» δέν άναφέρουν τίποτε άπολύτως γιά τήν «κατά γράμμα άλήθεια» αυτής τής μεταφοράς, υπέρ τής οποίας έχουν ταχθεί ελάχιστοι διδάσκαλοι τοΰ Χριστιανισμού άνά τούς αιώνες καί ή οποία σαφώς δε συμφωνεί με τή διδασκαλία πού άποδέχεται ή Εκκλησία. Μία συλλογή «άποδεικτικών κειμένων» έχει νόημα μόνο στήν περίπτωση πού πράγματι άποδεικνύει τήν ορθότητα ή μή ενός άμφιλεγόμενου ζητήματος, όχι όταν άναφέρεται σέ κάτι λίγο διαφορετικό ή όταν δέν άναφέρεται καθαρά καί συγκεκριμένα στό εν λόγω ζήτημα.
Ένώ ό επικριτής συγκεντρώνει μακρές λίστες άπό συχνά άσχετα μέ τό θέμα χωρία, ή πιό συνηθισμένη του έπικριτική τεχνική είναι νά άπορρίπτει όσους διαφωνούν μαζί του μέ ένα σαρωτικό επιχείρημα τό όποιο είτε δέ βασίζεται καθόλου σέ άποδεικτικά στοιχεία είτε φανερά άντιφάσκει μέ ένα μεγάλο μέρος αυτών. Γιά παράδειγμα, όταν θέλει νά άμφισβητήσει τήν πιθανότητα επικοινωνίας μέ άνθρώπους πού έχουν επιστρέφει στή ζωή άπό τόν άλλο κόσμο, δηλώνει κατηγορηματικά: «Αυτά τά πράγματα άπλώς είναι άδύνατο νά συμβοΰν», παρά τό γεγονός ότι ή ’Ορθόδοξη γραμματεία περιέχει πολυάριθμες τέτοιες περιπτώσεις· όταν θέλει νά άρνηθεΐ ότι οι άνθρωποι βλέπουν δαίμονες όταν πεθάνουν, διακηρύσσει: «Οί Πατέρες δέ διδάσκουν κάτι τέτοιο», παρά τις πολυάριθμες Πατερικές άναφορές, γιά παράδειγμα, στά «τελώνια» πού άπαντώνται μετά θάνατον. "Οταν όντως άναγνωρίζει τήν ύπαρξη άποδεικτικών στοιχείων τά όποια άντιτίθενται στό επιχείρημά του, τά άπορρίπτει μέ μία ίσοπεδωτική κατηγορία: είναι όλα «άλληγορίες» ή «ήθικά μυθεύματα».
Ό έν λόγω επικριτής είναι επίσης ιδιαίτερα εθισμένος στή χρήση σκληρότατων προσωπικών χαρακτηρισμών πού επιχειρούν νά μειώσουν τό κύρος οίουδήποτε διαφωνεί μαζί του: «Είναι απορίας άξιον τό γεγονός ότι μερικοί άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων τών Λατίνων, φαίνεται νά θεωρούν ότι «δέν πρέπει αναγκαστικά νά συμμορφωνόμαστε μέ τήν 'Αγία Γραφή»6· όλα αύτά τά δηλώνει έχοντας μόλις «άπορρίψει» τή διδασκαλία τού Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσιανίνωφ ό όποίος κατηγορεΐται, τουλάχιστον έμμεσα, γιά ασέβεια πρός τις Γραφές. Οί άπόψεις άλλων διαφωνούντων μέ τόν επικριτή διατρέχουν τόν κίνδυνο νά κατασπιλωθούν μέ δυσφημιστικά επίθετα όπως «Ώριγενιστής»7 ή «βλάσφημος», καί οί ίδιοι οί διαφωνοΰντες νά άπορριφθοΰν ώς διαθέτοντες ένα «ΠλατωνικόΏριγενιστικό νοΰ» ή ώς τελοΰντες «υπό έντονες Λατινοσχολαστικοελληνιστικές επιρροές» ή ώς ευρισκόμενοι σέ κατάσταση πνευματικής πλάνης... ή, απλώς, ώς άπερίγραπτα άνίδεοι».
Όπως ίσως μπορεί κανείς ήδη νά διαπιστώσει, τό επίπεδο τών επικρίσεων πού εξαπολύει ό έν λόγω επικριτής εναντίον σεβαστών μορφών πού είναι αύθεντίες στό χώρο τής ’Ορθόδοξης θεολογίας δέν είναι ιδιαίτερα υψηλό. Επειδή όμως ό επικριτής αύτός, μέ τό δικό του τρόπο, φαίνεται όντως νά άντικαθρεφτίζει στις παρανοήσεις του τις παρανοήσεις μερικών ’Ορθόδοξων Χριστιανών οί όποιοι δέ γνωρίζουν εις βάθος τήν ’Ορθόδοξη γραμματεία πού περιγράφει τή μετά θάνατον ζωή, θά ήταν χρήσιμο νά άπαντήσουμε σέ μερικές από τις αντιρρήσεις του όσον αφόρα τήν παραδοσιακή ’Ορθόδοξη διδασκαλία γιά τό συγκεκριμένο θέμα.
Οί «αντιφάσεις» της Ορθοδοξης γραμματείας στο θέμα της κατάστασης της ψηχής μετά το θάνατο
Παρά τήν κοινή άποψη ότι ή ’Ορθόδοξη διδασκαλία περί τής μετά θάνατον ζωής είναι «άφελής» καί «άπλή», εάν κάποιος τήν εξετάσει προσεκτικά θά διαπιστώσει ότι στήν πραγματικότητα είναι άρκετά εμβριθής καί εμπεριστατωμένη. "Ενα τμήμα της, πράγματι, μπορεί νά διαβαστεί άπό ένα παιδί στό δικό του επίπεδο, ώς μία συναρπαστική «άφήγηση», στό ίδιο επίπεδο μέ άλλα περιστατικά που βρίσκονται στους Βίους 'Αγίων όπου παρουσιάζεται ένα τμήμα τής ’Ορθόδοξης γραμματείας περί τής μετά θάνατον ζωής. Όμως αυτό τό υλικό δέ μάς μεταβιβάστηκε άπό τήν Εκκλησία γιά τις «άφηγηματικές» του ιδιότητες, άλλά άκριβώς επειδή είναι άληθινό· καί μάλιστα, μία κύρια πηγή αυτού τού υλικού είναι οί άσκητικές πραγματείες των 'Αγίων Πατέρων, όπου ή εν λόγω διδασκαλία παρουσιάζεται μέ έναν πολύ σοβαρό καί άμεσο τρόπο, καί μέ καθόλου «άφηγηματική» μορφή. Επομένως, μία πιό «ενδελεχής» μελέτη μπορεί επίσης νά άποδώσει καρπούς. Προσπαθήσαμε νά επιτύχουμε κάτι τέτοιο στό Κεφάλαιο "Εξι τού βιβλίου μας, στήν παράγραφο «Πώς νά κατανοήσουμε τά τελώνια», όπου άκολουθώντας τις ερμηνείες τού άγ. Γρηγορίου τού Διαλόγου καί άλλων μεγάλων μορφών τής’Ορθοδοξίας πού έχουν μελετήσει αύτά τά θέματα, κάναμε μία διάκριση άνάμεσα
στήν πνευματική πραγματικότητα τήν οποία συναντά ή ψυχή μετά τό θάνατο καί τά συμβολικά η ερμηνευτικά επινοήματα που χρησιμοποιούνται μερικές φορές γιά νά έκφράσουν αυτήν τήν πνευματική πραγματικότητα. Ό ’Ορθόδοξος Χριστιανός που είναι εξοικειωμένος μέ αυτό τό είδος των κειμένων, επειδή πολλές φορές τά άκοΰει άπό μικρό παιδί, αυτομάτως τά κατανοεί σύμφωνα μέ τό δικό του επίπεδο καί ερμηνεύει τις εικόνες τους σύμφωνα μέ τή δική του πνευματική άντίληψη. «Σακούλια μέ χρυσό», «πυρές άπό ξύλα», «χρυσές κατοικίες» καί άλλα παρόμοια στόν άλλο κόσμο δέν ερμηνεύονται άπό τούς ενήλικους άναγνώστες «κατά γράμμα», καί ή άπόπειρα τού επικριτή νά δυσφημήσει αύτές τις ’Ορθόδοξες πηγές επειδή περιέχουν τέτοιες συμβολικές εικόνες άποκαλύπτει μόνον ότι δέν έχει κατανοήσει τό σωστό τρόπο άνάγνωσής τους.
Συνεπώς, πολλές άπό τις υποτιθέμενες «άντιφάσεις» τής ’Ορθόδοξης γραμματείας σχετικά μέ τόν άλλο κόσμο υπάρχουν στό νοΰ όσων επιχειρούν νά τήν ερμηνεύσουν κατά γράμμα καί αύτοί είναι ενήλικες οί όποιοι προσποιητά προσπαθούν νά τήν κατανοήσουν μέ έναν παιδικό τρόπο.
’Αφετέρου, μερικές άλλες «άντιφάσεις» στήν πραγματικότητα δέν είναι καθόλου άντιφάσεις. Τό ότι μερικοί άγιοι καί άλλοι των οποίων οί άναφορές είναι άποδεκτές άπό τήν Εκκλησία μιλούν γιά τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες τους, ενώ άλλοι δέν τό κάνουν, δέν είναι «άντίφαση», άλλά ή άναμφισβήτητη άλήθεια ότι μερικοί άγιοι δέ συμφωνούν νά γίνει ή άνακομιδή των λειψάνων τους, ενώ άλλοι δίνουν τήν εύλογία τους γιά μία τέτοια ενέργεια: είναι ζήτημα προσωπικών άναγκών καί περιστάσεων. Ό επικριτής άναφέρει τό παράδειγμα τού άγ. ’Αθανασίου τού Άναστηθέντος, εκ των Σπηλαίων τοΰ Κίεβου, ό όποίος δέ μίλησε καθόλου γιά τή μεταθανάτια εμπειρία του, καί χρησιμοποιεί τό γεγονός αυτό γιά νά ισχυριστεί κατηγορηματικά ότι: «...οΰτε επίσης τέτοιοι άνθρωποι μάς μίλησαν ποτέ γιά οτιδήποτε άπό αυτά πού τούς συνέβησαν» (ή έμφαση δική του). Όμως ό Στρατιώτης Ταξιότης, ό άγ. Σάλβιος άπό τήν πόλη Άλμπί τής Ν. Γαλλίας, καθώς καί πολλοί άλλοι μίλησαν γιά τήν εμπειρία τους, καί ή άρνηση τής μαρτυρίας τους συνιστά σίγουρα μία ιδιαιτέρως «επιλεκτική» καί τελείως άδόκιμη χρήση πηγών. Μερικοί, όπως ό άγ. Σάλβιος, άρχικά δίσταζαν πολύ νά μιλήσουν γιά τήν εμπειρία τους, ώστόσο τελικά μίλησαν καί τό παραπάνω γεγονός καθόλου δέν άποτελεϊ άπόδειξη περί τής μή ύπαρξης μεταθανάτιων εμπειριών, άλλά μόνο δείχνει πόσο πλούσιες είναι οί εμπειρίες αυτές καθώς καί τή δυσκολία τοΰ άτόμου πού τις βιώνει νά τις μεταδώσει στούς ζώντες.Επίσης, τό δεδομένο ότι πολλοί Πατέρες, καί γενικά ή Εκκλησία, μάς προειδοποιούν νά μήν άποδεχόμαστε τά δαιμονικά οράματα καί μάλιστα μερικές φορές, εξ αιτίας ειδικών περιστάσεων, τό εκφράζουν μέ πολύ κατηγορηματικούς όρους δέν «άντιφάσκει» καθόλου μέ τό γεγονός ότι πολλά άληθινά οράματα έχουν γίνει άποδεκτά άπό τήν Εκκλησία.
Συχνά ό επικριτής στις επιθέσεις του λαμβάνει μία γενική δήλωση των Πατέρων, άποσπασμένη άπό τό πλαίσιό της, καί τή χρησιμοποιεί εσφαλμένα σέ μία ειδική κατάσταση στήν οποία δέν ισχύει. Γιά παράδειγμα, όταν ό άγ. Ιωάννης ό Χρυσόστομος δηλώνει στήν 'Ομιλία τον 28:3 στό Κατά Ματθαϊον:η «... διότι δεν είναι δυνατόν ή ψυχή πού άπεχωρίσθη από τό σώμα νά περιφέρεται εις τό μέλλον εδώ εις τήν γην», άναφέρεται συγκεκριμένα κατά τής παγανιστικής ιδέας ότι οί νεκρές ψυχές μπορούν νά γίνουν δαίμονες καί νά παραμένουν επ’ άόριστον στή γή· αυτή όμως ή γενική άλήθεια κατά κανέναν τρόπο δέν άντιφάσκει μέ τή συγκεκριμένη άλήθεια, τήν οποία οΰτε καν θίγει, ότι όπως φανερώνουν πολυάριθμες ’Ορθόδοξες μαρτυρίες, πολλές ψυχές πράγματι παραμένουν κοντά στή γη γιά μερικές ώρες ή ή μέρες μετά τό θάνατο πριν νά άναχωρήσουν γιά τόν «άληθινά» άλλο κόσμο. Στήν ίδια αυτή περικοπή ό άγ. ’Ιωάννης ό Χρυσόστομος προσθέτει ότι «αί ψυχαί μετά τήν άναχώρησίν των άπό εδώ οδηγούνται εις κάποιον χώρον, άπό τόν όποιον δέν ή μπορούν πλέον νά έπανέλθουν.»2 Καί αυτό κατά τόν ίδιο τρόπο δέν άντιφάσκει μέ τήν ίσχύουσα άλήθεια ότι, κατ’ εντολήν τοΰ Θεοΰ καί σύμφωνα μέ τήν άνεξιχνίαστη βουλή Του, μερικές ψυχές πράγματι εμφανίζονται στους ζώντες.
Επίσης, τό γεγονός ότι ό Χριστός ελευθέρωσε τόν άέρα άπό τή μοχθηρία τών δαιμόνων, όπως διδάσκει ό άγ. ’Αθανάσιος ό Μέγας, κατά κανέναν τρόπο δέν άπορρίπτει τήν ύπαρξη τών εναέριων δαιμονικών τελωνίων, όπως υπονοεί ό επικριτής· μάλιστα ό ’ίδιος, σέ άλλο σημείο, άναφέρει τήν ιδέα τής ’Ορθόδοξης διδασκαλίας ότι τά μοχθηρά πνεύματα πού βρίσκονται ακόμα στον αέρα προκαλοΰν πολλούς πειρασμούς καί φαντασίες.15 Ή Εκκλησία διδάσκει ότι ενώ πρίν τή σωτηρία μας από τό Χριστό, επειδή ό δρόμος είχε αποκλειστεί από τούς δαίμονες, κανείς δεν μπορούσε νά διέλθει από τόν αέρα καί νά άνυψωθεϊ στούς ούρανούς καί δλοι οι άνθρωποι κατέρχονταν στόν άδη, σήμερα εν τούτοις έχει καταστεί δυνατόν γιά τούς άνθρώπους νά διέρχονται άπό τόν εναέριο χώρο τών δαιμόνων, τών οποίων ή εξουσία έχει περιοριστεί στούς άνθρώπους εκείνους οί όποιοι καταδικάζονται έξαιτίας τών δικών τους άμαρτιών. Παρομοίως, γνωρίζουμε ότι παρότι ό Χριστός «συνέτριψε μοχλούς αιωνίους» (Κοντάκιον τού Πάσχα), ό καθένας άπό εμάς μπορεί καί πάλι νά καταπέσει στήν κόλαση άρνούμένος τήν εν Χριστώ σωτηρία. Κατά τόν ίδιο τρόπο, ή ίσχύουσα άλήθεια ότι ή πνευματική μας μάχη κατά «εξουσιών καί δυνάμεων» διεξάγεται στήν επίγεια ζωή, έπουδενί δέν άντιφάσκει μέ τήν εξίσου ίσχύουσα άλήθεια ότι αύτή ή μάχη συνεχίζεται επίσης όταν πεθαίνουμε. Ή παράγραφος στό Κεφάλαιο "Εξι μέ τίτλο «Ή εμπειρία τών τελωνίων πρίν άπό τό θάνατο» εξηγεί τή σύνδεση άνάμεσα σέ αύτές τίς δύο όψεις τού ’Ορθόδοξου άοράτου πολέμου. Τό ότι τό τριήμερο, έννεαήμερο καί σαρανταήμερο μνημόσυνο ερμηνεύονται μερικές φορές ώς συμβολικές άναπαραστάσεις τής 'Αγίας Τριάδος, τών εννέα ταγμάτων τών άγγέλων, καί τής ’Ανάληψης τού Χριστού άντίστοιχα, καθόλου δέν άντιφάσκει μέ τό ότι αύτές οί ή μέρες, κατά κάποιον τρόπο, σχετίζονται επίσης μέ αύτό πού συμβαίνει στήν ψυχή εκείνες τίς ήμερες σύμφωνα με τό «μοντέλο» πού περιγράφηκε στό Κεφάλαιο Δέκα. Καμιά άπό τίς δύο ερμηνείες δέν άποτελεϊ δόγμα, ούτε «άντιφάσκουν» μεταξύ τους· ό ’Ορθόδοξος Χριστιανός δέν πρέπει άπαραιτήτως νά άπορρίψει κάποια άπό τίς δύο.
Ή άναμφισβήτητη άλήθεια ότι ή πορεία μας μετά τό θάνατο έξαρτάται άπό τίς πράξεις μας στην επίγεια ζωή δέν άντιφάσκει καθόλου μέ τήν εξίσου άναμφισβήτητη άλήθεια ότι οί προσευχές υπέρ των νεκρών μπορούν νά άνακουφίσουν, άκόμα καί νά άλλάξουν τήν κατάσταση στήν οποία βρίσκονται, σύμφωνα μέ τήν ’Ορθόδοξη διδασκαλία πού διατυπώθηκε άπό τόν άγ. Μάρκο τόν Εύγενικό καί άπό τήν ’Ορθόδοξη Εκκλησία γενικά.16 Ό επικριτής είναι τόσο άποφασισμένος νά διαπιστώσει «άντιφάσεις» στή διδασκαλία αύτή, ώστε τίς διαπιστώνει άκόμα καί στόν ίδιο ’Ορθόδοξο διδάσκαλο, δηλώνοντας γιά παράδειγμα ότι ό άγ. ’Ιωάννης τής Κροστάνδης μερικές φορές διδάσκει τήν «Πατερική άντίληψη»17 καί άλλες τή «σχολαστικιστική άντίληψη». Ό άγ. Μάρκος ό Εύγενικός είναι επίσης ένοχος γιά τήν ίδια «άντίφαση» άφοΰ, παρότι κάνει δηλώσεις σχετικά μέ τίς υπέρ τών νεκρών προσευχές οί όποιες σύμφωνα μέ τόν επικριτή είναι «Πατερικές», διδάσκει επίσης σαφώς ότι «προς τούτοις καί τής εν άδου κατοχής ώς εκ δεσμωτηρίου τίνος άφίενται διά τών εύχών αί τών κεκοιμημένων ψυχαί», άντίληψη «σχολαστικιστική» σύμφωνα πάλι μέ τόν επικριτή, άφοΰ θεωρεί ότι είναι άδύνατον οί προσευχές να αλλάξουν τήν κατάσταση των ψυχών ή νά τούς προσφέρουν άνάπαυση.
Ή άπάντηση σέ δλες αυτές καθώς καί σέ πολλές άλλες υποτιθέμενες «άντιφάσεις», τις όποιες ό επικριτής θεωρεί ότι έχει εντοπίσει στην ’Ορθόδοξη διδασκαλία περί τής μετά θάνατον ζωής, προκύπτει άπό μία περισσότερο άμερόληπτη καί λιγότερο άφελή άνάγνωση τών ίδιων τών ’Ορθόδοξων κειμένων. Τά Πατερικά καί άγιογραφικά κείμενα δέν «άλληλοαναιροΰνται»· μέ μία περισσότερο ενδελεχή μελέτη τής ’Ορθόδοξης γραμματείας όσον άφορα τό θέμα τής μετά θάνατον ζωής, θά διαπιστώσουμε ότι τό πρόβλημα δέν είναι τά ίδια τά κείμενα, άλλά ή εκ μέρους μας άτελής κατανόηση αυτών.
Υπάρχει αυτό που ονομάζουμε εξωσωματική εμπειρία
(εϊτε πριν είτε μετά τό θάνατο) ή ό «άλλος κόσμος» όπου κατοικούν οι ψυχές;
Ή άποψη τού επικριτή γιά τίς «έξωσωματικές» εμπειρίες είναι κατηγορηματική: «Αυτά τά πράγματα άπλώς είναι άδύνατο νά συμβοΰν». Δέν παραθέτει κάποια άποδεικτικά στοιχεία γιά τόν ισχυρισμό του, άλλά μόνον τήν προσωπική του άποψη ότι τό ευρύ σύνολο τών ’Ορθόδοξων κειμένων πού άναφέρονται σέ αύτές τίς εμπειρίες άποτελοΰν «άλληγορίες» ή «ήθικά μυθεύματα» Κατά τήν άποψή του ό ούρανός, ό παράδεισος καί ή κόλαση δεν είναι «τόποι» αλλά μόνον «καταστάσεις»· ή ψυχή δεν μπορεί νά λειτουργήσει άπό μόνη της, άλλά μόνο μέσω τοΰ σώματος», καί επομένως όχι άπλώς δέν μπορεί νά βρίσκεται σέ κανέναν «τόπο» μετά τό θάνατο, άλλά δέν μπορεί οΰτε νά έπιτελέσει καμιά λειτουργία24· δηλώνει, επίσης, ότι «τό νά υποθέτει κανείς ότι αυτός ό πολύπλοκος κόσμος είναι κάπου εκεί πέρα άπό τόν τόπο “άνάπαυσης” τοΰ σώματος είναι καθαρή τρέλα». Είναι όμως πραγματικά δυνατόν νά μήν είναι ή ψυχή στήν ουσία της τίποτε άλλο παρά «εσωτερικότητα» καί «άνάπαυση» καί νά μήν έχει καμιά όποιαδήποτε «εξωτερική» εκδήλωση, κανέναν «τόπο» στόν όποιο νά λειτουργεί; Αυτή σίγουρα είναι μία ριζοσπαστική άποψη γιά τόν ’Ορθόδοξο Χριστιανισμό καί, εάν όντως ισχυε, θά άπαιτοΰσε, άσφαλώς, όπως ό επικριτής ήδη υπαινίσσεται, μία ριζική μεθερμήνευση καί μάλιστα άναθεώρηση των Πατερικών καί άγιογραφικών κειμένων τά όποια περιγράφουν τις δραστηριότητες τής ψυχής άκριβώς μέ τή μορφή «εξωτερικών» εκδηλώσεων, ότι δηλαδή γνωρίζει, βλέπει, επικοινωνεί κλπ.
Είναι άλλο όμως νά δηλώνουμε, όπως δηλώνουν πάντοτε όλες οί έξέχουσες μορφές τής ’Ορθοδοξίας πού έχουν μελετήσει αύτά τά θέματα, ότι θά πρέπει νά προσέχουμε νά μήν ερμηνεύουμε μέ υπερβολικά κυριολεκτικό ή κοσμικό τρόπο τά κείμενα πού σχετίζονται μέ τόν άλλο κόσμο καί τή μετά θάνατον ζωή, άφοΰ ή υπερκόσμια πραγματικότητα είναι μέ πολλούς καί φανερούς τρόπους πολύ διαφορετική άπό την πραγματικότητα τοΰ κόσμου τούτου· καί είναι εντελώς άλλο νά «πετάμε στά σκουπίδια» όλα αυτά τά κείμενα καί νά άρνούμαστέ ότι άναφέρονται σε οτιδήποτε αφορά «εξωτερική» εκδήλωση τής ψυχής καί νά ισχυριζόμαστε ότι δεν άποτελοΰν τίποτε άλλο παρά «άλληγορίες» καί «μυθεύματα». Ή ’Ορθόδοξη γραμματεία περιγράφει τις εκδηλώσεις αύτές άρκετά ρεαλιστικά, όπως εμφανίζονται σε όσους βιώνουν τέτοιες εμπειρίες, καί αύτές οι περιγραφές έχουν γίνει πάντοτε έως τώρα άποδεκτές άπό τήν ’Ορθόδοξη Εκκλησία καί τούς πιστούς, άφοΰ θεωρούνται ότι άνταποκρίνονται πιστά στήν πραγματικότητα, έστω κι άν λαμβάνουν υπόψη τήν περίεργη, υπερκόσμια φύση αύτής τής πραγματικότητας. ’Ίσως δέν είναι υπερβολή νά πούμε ότι κανένας ’Ορθόδοξος συγγραφέας δέν υπήρξε ποτέ τόσο δογματικός στήν περιγραφή τής φύσης αύτής τής υπερκόσμιας πραγματικότητας όπως ό εν λόγω επικριτής ό όποίος τήν άρνεϊται εξ ολοκλήρου. Τό πεδίο αύτό δέν προσφέρεται γιά κατηγορηματικούς ισχυρισμούς. Ό ’Απόστολος Παύλος, περιγράφοντας τις δικές του πνευματικές εμπειρίες μέ πολύ γενικούς όρους, εκφράζεται μέ σύνεση: «είτε έν σώματι ονκ οίδα, είτε έκτος το ν σώματος ονκ οίδα · ό Θεός οίδεν» (Πρός Κορινθίονς Β' 12:2)26. ’Αλλά καί ό άγ. ’Ιωάννης ό Χρυσόστομος, στήν ερμηνεία τοΰ άνωτέρω χωρίου, δηλώνει μέ τήν ίδια σύνεση: «Τί λοιπόν; Ήρπάγη ό νους καί ή ψυχή, τό δέ σώμα έμεινε νεκρόν; Ή μήπως ήρπάγη τό σώμα; ’Αλλά δέν είναι δυνατόν νά εϊπη κανείς. Διότι εάν δέν έγνώριζεν ό Παύλος ό όποίος καί ήρπάγη, καί έτυχε τόσων καί τέτοιων άπορρήτων, πολύ περισσότερο εμείς... Έάν δε εϊπη κανείς, καί πώς είναι δυνατόν νά αρπαγή χωρίς σώμα; θά εϊπω εις αυτόν, πώς όμως είναι δυνατόν νά άρπαγή με τό σώμα; Διότι αυτό είναι περισσότερον άδΰνατον άπό εκείνο, έάν έξετάζης αυτά με σκέψεις, άμφιβολίας καί όχι με πίστιν.»
Παρομοίως, ό άγ. Άνδρέας ό διά Χριστόν Σαλός, περιγράφοντας τήν κατάστασή του κατά τή διάρκεια τής προσωπικής του εμπειρίας άπό τόν παράδεισο, λέει: «Είδα τόν εαυτό μου σάν νά μήν είχα σάρκα, επειδή δέν αισθανόμουν τή σάρκα... Εξωτερικά φαινόμουν σάν νά ήμουν μέσα στό σώμα, άλλά δέν ένιωθα τό βάρος τοΰ σώματος· τις δυο αυτές εβδομάδες κατά τις όποιες άνήλθα στους ουρανούς, δέν είχα καθόλου φυσικές άνάγκες, καί γι’ αυτό νομίζω ότι θά πρέπει νά ήμουν έξω άπό τό σώμα μου. Δέν μπορώ νά πώ μέ βεβαιότητα, αυτό τό γνωρίζει μόνον ό Θεός, ό καρδιογνώστης »Όπως λοιπόν διαπιστώνουμε, τέτοιες αυθεντίες τής ’Ορθοδοξίας ένας ’Απόστολος, ένας σπουδαίος Πατέρας, ένας "Αγιος πολύ ύψηλής πνευματικότητας όλοι θεωρούν τουλάχιστον πιθανό τό νά βιώσει κάποιος μία «έξωσωματική» εμπειρία παραδείσου· καί είναι σίγουρα σαφές άπό τά λόγια τους ότι τέτοιες εμπειρίες, είτε συμβαίνουν «μέσα» είτε «έξω» άπό τό σώμα, χαρακτηρίζονται άπό ένα σωματικό καί εξωτερικό στοιχείο, άλλιώς δέ θά ύπήρχε καθόλου άνάγκη νά άναφέρουν τό «σώμα» σέ σχέση μέ αύτές. Στό παρόν βιβλίο προσπαθήσαμε νά περιγράφουμε τέτοιες εμπειρίες όσο τό δυνατόν πιό απλά στή γλώσσα των ίδιων των ’Ορθόδοξων πηγών, άποφεύγοντας νά δώσουμε άκριβή ορισμό αυτής τής κατάστασης. Ό Επίσκοπος Θεοφάνης ό ’Έγκλειστος, στό σχόλιό του σχετικά με τή δήλωση τοΰ άπ. Παύλου στήν Πρός Κορινθίους Β' Επιστολή, άναφέρει δλα ίσως δσα χρειάζεται νά άναφερθοΰν σχετικά με τό θέμα: «Εντός τοΰ κόσμου αυτού πού βλέπουμε ή στά βάθη του κρύβεται ένας άλλος, εξίσου πραγματικός κόσμος, πνευματικός ή λεπτά υλικός, αύτό μόνον ό Θεός τό γνωρίζει· τό σίγουρο είναι ότι εκεί κατοικούν οί άγγελοι καί οί άγιοι... Ό άπόστολος Παύλος δέν μπορεί νά πει εάν άρπάχθηκε «μέ τό σώμα ή εκτός τοΰ σώματος» έως τόν τρίτο ούρανό· αύτό, λέει, τό ξέρει μόνον ό Θεός. Προφανώς λοιπόν δέ μάς είναι άπαραίτητο νά γνωρίζουμε τί άκριβώς συνέβη... Δέν άπαιτεΐται νά γνωρίζουμε μέ μεγάλη άκρίβεια αύτές τίς λεπτομέρειες, καί δέν είναι δυνατόν νά περιμένουμε άπό κάποιον άνθρωπο νά πει ότι είναι άπολύτως σίγουρος γιά τό τί άκριβώς τοΰ συνέβη σέ μία τέτοια εμπειρία δταν ό ίδιος ό άπόστολος Παύλος σιωπά».Πιθανώς κάθε ’Ορθόδοξος άναγνώστης πού συναντά αύτά τά «άλλόκοσμα» στοιχεία στούς Βίους 'Αγίων άντιλαμβάνεται σέ κάποιο βαθμό ότι ό άκριβής καθορισμός τής φύσης αύτοΰ τοΰ κόσμου καί τών σχετικών εμπειριών δέν εμπίπτει στήν άνθρώπινη δικαιοδοσία· ό τρόπος μέ τόν όποιο εκφράζονται σέ αύτές τίς πηγές είναι άκριβώς ό πιό κατάλληλος καί ορθός τρόπος μέ τόν όποιο μπορούν νά εκφραστούν στή γλώσσα αύτοΰ τοΰ κόσμου. Ή απόπειρα νά άπορριφθοΰν τέτοιες εμπειρίες ώς «αλληγορίες» καί «μυθεύματα», καί νά όρισθεΐ επακριβώς τό δεδομένο ότι δέν μπορούν νά συμβαίνουν όπως δηλώθηκε, δέ βρίσκει δικαιολόγηση στήν’Ορθόδοξη διδασκαλία καί παράδοση.
«Κοιμάται» η ψυχή μετά τό θάνατο;
Ό επικριτής άντιτίθεται τόσο σθεναρά στίς δραστηριότητες τής "ψυχής στόν άλλο κόσμο, ιδιαίτερα μετά τό θάνατο, όπως αύτές πού περιγράφονται σέ πολυάριθμους Βίους 'Αγίων, ώστε τελικά διδάσκει ένα ολόκληρο δόγμα περί «άνάπαυσης» ή «ύπνου» τής ψυχής μετά τό θάνατο, μία επινόηση ή οποία καθιστά όλες αύτές τίς δραστηριότητες άπλώς άδύνατες! Όπως δηλώνει: « Σύμφωνα μέ τήν ’Ορθόδοξη άντίληψη, κατά παραχώρηση τοΰ θείου θελήματος, ή ψυχή κατά τό θάνατο περιέρχεται σέ μία κατάσταση άνάπαυσης καί άδράνειας, ένα είδος ύπνου κατά τόν όποιο δέ λειτουργεί, δέν άκούει, δέ βλέπει» σέ αύτήν τήν κατάσταση, ή ψυχή «δέν μπορεί ούτε νά γνωρίζει τίποτε άπολύτως, ούτε νά θυμάται τίποτε άπολύτως».
’Ακόμα καί μεταξύ των ετερόδοξων, μία τέτοια διδασκαλία περί «ύπνου τής ψυχής» άπαντάται στήν εποχή μας μόνο σέ λίγες αιρέσεις πού βρίσκονται μακριά άπό τόν ιστορικό Χριστιανισμό, όπως οί Μάρτυρες τοΰ ’Ιεχωβά καί οί Άντβεντιστές τής "Εβδομης Ημέρας· πόσο εκπληκτικά περίεργο είναι, λοιπόν, νά βρίσκουμε εδώ νά διακηρύσσεται τόσο κατηγορηματικά ώς ’Ορθόδοξη! Έάν, όπως ισχυρίζεται ό επικριτής, ένας ή δυό διδάσκαλοι τής πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας ό Άφραάτης εκ Συρίας, ό άγ. ’Αναστάσιος τοΰ Σινά ίσως υποστήριξαν άπερίφραστα ένα τέτοιο δόγμα, είναι άπολΰτως φανερό ότι ή ίδια ή ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία ποτέ δέ συμφώνησε μαζί τους· άντιθέτως, στις θείες λειτουργίες της, στά έργα των μεγάλων της Πατέρων, στις άσκητικές της πραγματείες καί στους Βίους Αγίων της διδάσκει μέ μεγάλη ευκρίνεια ότι ή φυχή είναι ενεργή καί «εν έγρηγόρσει» μετά τό θάνατο· έτσι, δικαίως κάποιος τρομάζει μπροστά στή ριζοσπαστική θέση τής διδασκαλίας τοΰ επικριτή. Ό ίδιος μοιάζει νά άμφιταλαντεΰεται ώς πρός τό τί σημαίνει «ύπνος» τής ψυχής, όρίζοντάς τον μερικές φορές μέ όρους υψηλής πνευματικότητας καί «ήσυχαστικοΰ» λεξιλογίου πού κάπως άπαλΰνουν τή ριζοσπαστικότητά του· τουλάχιστον όμως είναι συνεπής δηλώνοντας ότι ό υποτιθέμενος «ύπνος» τής ψυχής μετά τό θάνατο καθιστά άπολΰτως άδΰνατες όποιεσδήποτε «εξωτερικές» εκδηλώσεις τής ψυχής. Καί εφόσον συνεχίζει νά άναφέρεται στό θάνατο ώς μία κατάσταση «άδράνειας» στήν οποία ή ψυχή «δέν μπορεί οΰτε νά γνωρίζει τίποτε άπολΰτως οΰτε νά θυμάται τίποτε άπολΰτως», είναι φανερό ότι γι αΰτόν ή λέξη «ύπνος» όντως έχει μία έννοια πέραν τής μεταφορικής.Δέ θά είχε σχεδόν κανένα νόημα νά άνατρέξουμε στά έργα των Πατέρων γιά συγκεκριμένες «διαψεύσεις» τοΰ δόγματος αΰτοΰ, άφοΰ σπανίως θεωρήθηκε τόσο σοβαρό άπό τήν Εκκλησία ώστε νά άπαιτήσει μία συγκεκριμένη διάψευση. Στό Κεφάλαιο Δέκα παραθέσαμε τή διδασκαλία τοΰ άγ. ’Αμβροσίου, σύμφωνα μέ τήν οποία ή ψυχή είναι «πιό ενεργή» άφοΰ ελευθερωθεί άπό τό σώμα μετά τό θάνατο, τη δήλωση τοΰ άββα Δωροθέου ότι ή ψυχή «όλα τά θυμάται, μετά τό χωρισμό της από τό σώμα, πιό έντονα καί πιό ξεκάθαρα, επειδή είναι άπαλλαγμένη άπό τό γήινο αυτό σώμα», καί τή διδασκαλία τοΰ άγ. Ιωάννη τοΰ Κασσιανοΰ σύμφωνα με τήν οποία ή ψυχή «καθίσταται άκόμα πιό ζωντανή» μετά τό θάνατσ παρόμοιες δηλώσεις υπάρχουν επίσης στά έργα πολλών άλλων Πατέρων. Τά άνωτέρω όμως άποσπάσματα άποτελοΰν μόνο ένα μικρό τμήμα τοΰ συνόλου τών άποδεικτικών στοιχείων τά όποια διαψεύδουν τή θεωρία τοΰ «ύπνου τής ψυχής». Ή όλη ’Ορθόδοξη εύλάβεια καί πρακτική τής προσευχής υπέρ άναπαύσεως τών ψυχών άσφαλώς προϋποθέτει ότι οί ψυχές τελοΰν «εν έγρηγόρσει» στόν άλλο κόσμο καί ότι τό μαρτύριό τους μπορεί νά έλαφρυνθεΐ· ή ’Ορθόδοξη έκκληση στούς άγιους κατά τήν προσευχή, καί ή άπάντηση τών άγιων στήν προσευχή αύτή, είναι άδιανόητη χωρίς τή ενσυνείδητη δραστηριότητα τών άγιων στόν παράδεισο· τά κείμενα τής εκτενέστατης ’Ορθόδοξης γραμματείας πού άφοροΰν φανερώσεις άγιων μετά τό θάνατό τους δέν μπορούν άπλώς νά άπορριφθοΰν συνολικά ώς «μυθεύματα». Έάν ό επικριτής είναι σωστός στήν άποψή του, τότε ή Εκκλησία σίγουρα είναι «λάθος» εδώ καί πολλούς αιώνες.
Ό επικριτής προσπάθησε νά έκμεταλλευθεϊ τό δεδομένο ότι ή διδασκαλία τής ’Ορθόδοξης Εκκλησίας περί τής μετά θάνατον ζωής εμπεριέχει πολλά στοιχεία όχι «επακριβώς καθορισμένα», όχι επειδή ή Εκκλησία δέ γνωρίζει τις άπόψεις της γιά τό θέμα, άλλά επειδή ή πραγματικότητα τοΰ άλλου κόσμου είναι γιά νά δηλώσουμε τό πρόδηλο άκόμα μία φορά τελείως διαφορετική άπό τήν εγκόσμια πραγματικότητα καί δέν επιδέχεται εύκολα τή «δογματική» προσέγγιση τοΰ επικριτή. Ή ζώσα επαφή τών άγιων τοΰ παραδείσου, καί μερικές φορές επίσης καί άλλων νεκρών, μέ τήν εγκόσμια Εκκλησία βιώνεται μέσω τής ευσέβειας καί εμπειρίας των ’Ορθόδοξων Χριστιανών καί δέ χρειάζεται νά καθορισθεΐ επακριβώς· όμως τό νά εκμεταλλεύεται κανείς αυτήν τήν επιθυμία γιά «έπακριβή καθορισμό» ώς δικαιολογία γιάτή διαμόρφωση μίας διδασκαλίας πού πρεσβεύει ότι οί ψυχές καί τών αγίων ακόμα βρίσκονται σέ κατάσταση «άνάπαυσης» πού εμποδίζει κάθε «εξωτερική» επικοινωνία μέ τούς άνθρώπους στή γή, είναι μία συμπεριφορά ή οποία σαφώς υπερβαίνει τά επιτρεπτά όρια τής ’Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης.
Μία άπό τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες πού άπορρίπτει ή θεωρία τού «ύπνου τής ψυχής» καί ή οποία είναι καθολικώς άποδεκτή άπό τήν ’Εκκλησία, άπό τά πρώτα κιόλας χρόνια της, είναι ή κάθοδος τού νεκρού Χριστού στόν άδη: «εν τάφω σωματικώς, εν άδου δέ μετά ψυχής ώς Θεός, εν παραδείσω δέ μετά ληστοΰ, καί εν θρόνω υπήρχες μετά Πατρός καί Πνεύματος πάντα πληρών, ό ’Απερίγραπτος». Οί Χριστιανοί τής πρωτοχριστιανικής ’Εκκλησίας γνώριζαν πέραν πάσης άμφιβολίας ότι ό Χριστός, ενώ «κοιμόταν» μέσα στό μνήμα, όπως άναφέρεται στό Έξαποστειλάριον τού Πάσχα, τό Κοντάκιο τού Μεγάλου Σαββάτου κλπ, «εν ώ καί τοΐς εν φυλακή (δηλ. στόν άδη) πνενμασι πορενθείς έκήρνξεν» (Πέτρον Α' 3:19).Είναι κι αύτή ή φράση «άλληγορία»; ’Αποτελεί επίσης κραταιά παράδοση τής ’Εκκλησίας ότι, άκόμα καί πριν τήν κάθοδο τού Χριστού στόν άδη, ό άγ.Ιωάννης ό Βαπτιστής είχε πει: «χαίρων εύαγγελήσω καί τοϊς εν αδη Θεόν φανερωθέντα εν σαρκί». Καί τί ήταν αυτό πού είδαν οί τρεις μαθητές στό ’Όρος τής Μεταμορφώσεως όταν αντίκρισαν τόν Μωυσή «και ίδον ώφθησαν αύτοΐς Μωϋσής καί Ήλίας, μετ’ αυτόν σνλλαλοϋντες» (Κατά Ματθαίον 17:3)35 αν όχι ή φυχή του, ή οποία εμφανίστηκε με έναν τρόπο απολύτως «εξωτερικό»; Μάλιστα, αύτή ή φανέρωση κατά κάποιον τρόπο επιβεβαιώνει τή διστακτικότητα τού άπ. Παύλου νά δηλώσει εάν τό δικό του όραμα εκδηλώθηκε «εντός» ή «εκτός» τού σώματος· ό λόγος τού δισταγμού του ήταν ότι ό προφήτης Ήλίας κατοικεί στούς ούρανούς «εντός» τού σώματος, εφόσον δέν έχει ποτέ πεθάνει, ενώ ό Μωυσής βρίσκεται εκεί «εκτός» τού σώματος, εφόσον τό σώμα του βρίσκεται μέσα στό μνήμα· καί οί δύο τους όμως εμφανίστηκαν κατά τή Μεταμόρφωση τού Χριστού. Εμείς πού κατοικούμε στή γή δέν μπορούμε ούτε καν νά καθορίσουμε τή διαφορά μεταξύ τών δύο καταστάσεων, άλλά δέ μάς είναι άναγκαϊο κάτι τέτοιο· ή άπλή περιγραφή τέτοιων φανερώσεων, καθώς καί εμπειριών πού βιώνουν οί «νεκροί» στον άλλο κόσμο, προφανώς μάς παρέχει τήν πληρέστερη δυνατή κατανόηση αύτών τών θεμάτων, καί δέν μας είναι άναγκαϊο νά προσπαθούμε νά τά κατανοήσουμε μέ όποιονδήποτε άλλον τρόπο εκτός άπό τόν άπλό τρόπο μέ τόν όποιο μάς τά παρουσιάζει ή Εκκλησία.
Άπ’ ό,τι φαίνεται, ό επικριτής έχει πέσει θύμα τής ίδιας τής κατηγορίας τήν οποία εξαπολύει εναντίον άλλων: παίρνει μία εικόνα, αυτήν τοΰ θανάτου ώς «ΰπνου», καθολικώς αποδεκτή στήν Εκκλησία ώς μεταφορά, καί τήν ερμηνεύει με κάποιον τρόπο ώς «κυριολεκτική άλήθεια». Συχνά δεν άντιλαμβάνεται καν ότι αυτές οί ίδιες οί πηγές πού παραθέτει γιά νά υποστηρίξει τις ιδέες του άποτελοΰν, άντιθέτως, τήν πιό σίγουρη «άναίρεσή» τους. Μνημονεύει τόν άγ. Μάρκο τόν Εύγενικό, χρησιμοποιώντας τή μετάφρασή μας πού εμφανίστηκε γιά πρώτη φορά στό The Orthodox Word, Νο.79, σελ.90, ό όποίος δηλώνει ότι οί δίκαιοι «βρίσκονται στούς ούρανούς μέ τούς άγγέλους ενώπιον τοΰ ίδιου τοΰ Θεού, καί είναι ήδη σάν νά βρίσκονται στόν παράδεισο άπό τόν όποιο έπεσε ό Άδάμ καί στόν όποιο είσήλθε ό μετανοήσας ληστής πριν άπό τούς άλλους καί συχνά μάς επισκέπτονται στούς ναούς όπου λατρεύονται καί άκοΰν εκείνους πού τούς επικαλούνται καί προσεύχονται γι’ αύτούς στό Θεό...».36 Έάν όλα αύτά, τά όποια σίγουρα άπαιτοΰν «εξωτερική» δραστηριότητα, μπορούν νά γίνουν άπό μία ψυχή πού εκείνη τή στιγμή «κοιμάται», δηλαδή βρίσκεται σέ «μία κατάσταση άδράνειας στήν οποία δέ λειτουργεί, δέν άκούει, δέ βλέπει», τότε ή θεωρία τοΰ «ΰπνου τής ψυχής» δέν έχει καμιά πραγματική λειτουργικότητα, άφοΰ δέν ερμηνεύει τίποτε άπολύτως, καί ή διατύπωσή της άπό τόν επικριτή μόνο σύγχυση επιφέρει στούς πιστούς.
Είναι φανταστικά » τά τελώνια;
Τό κύριο μένος τού επικριτή κατευθύνεται κατά τής ’Ορθόδοξης ασκητικής διδασκαλίας περί των δαιμονικών τελωνίων τά όποια άντιμετωπίζει ή ψυχή μετά τό θάνατο, καί υποπτεύεται κανείς ότι είναι ή επιθυμία του νά εξαλείψει αύτήν τήν ίδια τήν έννοια των τελωνίων πού τόν οδήγησε στή σύλληψη μίας τόσο αύτοαναιρούμενης θεωρίας όπως αύτής τού «ύπνου τής ψυχής». Ή γλώσσα πού χρησιμοποιεί γιά νά περιγράψει τά τελώνια είναι άπόλυτη καί μάλλον υπερβολική. Μιλά γιά τά «φανταστικά μετά θάνατον τελώνια» καί άποκαλεϊ τις σχετικές άναφορές στην ’Ορθόδοξη γραμματεία «παράλογες ιστορίες» καί «ιστορίες φρίκης δεξιοτεχνικά σχεδιασμένες έτσι ώστε νά ρίξουν τήν ψυχή στήν άπελπισία καί τήν άπιστία»· «τό μύθευμα τών τελωνίων είναι... παντελώς ξένο πρός τό Θεό καί τήν 'Αγία Του Εκκλησία». Όταν όμως επιχειρεί νά περιγράψει τό πώς ό ίδιος άντιλαμβάνεται τά τελώνια, τό άποτέλεσμα είναι μία τόσο παράλογη καρικατούρα ώστε δέν μπορεί κανείς νά πιστέψει άκόμα καί ότι έχει διαβάσει τά εν λόγω κείμενα. Κατά τή γνώμη του οί άναφορές στά τελώνια «θέλουν νά μάς κάνουν νά πιστέψουμε ότι “ό δρόμος πρός τή Βασιλεία τού Θεού” άνήκει στό Σατανά, ό όποίος μπορεί νά εισπράττει τέλη άπ’ όσους διασχίζουν τό δρόμο αύτόν... Οί δαίμονες παραχωρούν άδεια διέλευσης σέ άνταπόδοση γιά τό εξαιρετικό ποιόν ενός άγιου». Θεωρεί ότι τά τελώνια περιγράφουν «μία πλανώμενη ψυχή πού έχει ανάγκη από προσευχές γιά νά άναπαυθεΐ» (όπως πίστευαν οι παγανιστές) καί ότι είναι μία «απόκρυφη έννοια σύμφωνα μέ τήν οποία τά έξοδα γιά τό ταξίδι καταβάλλονται άπό τις προσευχές καί τις ελεημοσύνες».43 ’Αναζητά «θύραθεν επιρροές» γιά νά εξηγήσει τό πώς μία τέτοια έννοια είσήλθε γιά πρώτη φορά στήν ’Ορθόδοξη Εκκλησία, καί συμπεραίνει ότι «τό μύθευμα τών τελωνίων είναι ή άμεση επίδραση τών θρησκευτικών λατρειών οί όποιες χρησιμοποιούσαν τήν άνατολική άστρολογία καί θεωρούσαν ότι όλη ή δημιουργία δέ βρίσκεται υπό τήν φροντίδα ενός δίκαιου καί στοργικού Θεού». «Αύτά τά τελώνια είναι άπλώς μία παράλογη μεταλλαγή αύτών τών παγανιστικών μυθευμάτων». Γιά τό συμπέρασμά του, ώστόσο, δέν παρουσιάζει ίχνος άποδεικτικών στοιχείων εκτός άπό τό ίδιο είδος τών άσαφών παραλληλισμών πού οδηγούν τούς άνθρωπολόγους στό συμπέρασμα ότι ό Χριστιανισμός είναι άπλώς καί μόνον άλλη μία παγανιστική «λατρεία πού πιστεύει στήν άνάσταση». Θεωρεί ότι τά τελώνια είναι ούσιαστικά ταυτόσημα μέ τό Λατινικό δόγμα περί «καθαρτηρίου», καί δηλώνει ότι «ή διαφορά άνάμεσα στό μύθευμα τού καθαρτηρίου καί αύτό τών εναέριων τελωνίων είναι ότι τό πρώτο παρέχει ικανοποίηση στό Θεό μέσω τού σωματικού μαρτυρίου, ενώ τό δεύτερο Τού παρέχει τήν άναγκαία γι’ Αύτόν ικανοποίηση μέσω τού ψυχικού μαρτυρίου» Ό έπικριτής άποκαλεϊ τήν περιγραφή τής διέλευσης τής άγ. Θεοδώρας από τά τελώνια ώς «μία ιστορία πού βρίθει από αιρετικά στοιχεία», βασισμένη σέ μία «παραίσθηση» κάποιου άνθρώπου τόν όποιο, στήν εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, «θά τόν είχαν δικαίως σύρει έξω καί πετροβολήσει» επειδή «βρισκόταν σέ μία κατάσταση άξιοθρήνητης πνευματικής πλάνης» Ό λόγος γιά τόν όποιο ό επικριτής είναι τόσο εξοργισμένος μέ τή διήγηση τής άγ. Θεοδώρας δέν είναι σαφής· είναι μόνο μία άνάμεσα σέ πολλές παρόμοιες διηγήσεις καί δέ διδάσκει τίποτε τό διαφορετικό άπό αύτές, τόσο πού δέν τό θεώρησα άναγκαϊο νά τήν παραθέσω στό περί τελωνίων κεφάλαιο. Αύτές οι άκραϊες κατηγορίες συνιστοΰν προσωπικές άπόψεις τού επικριτή οι όποιες άσφαλώς δέν υποστηρίζονται άπό άποδεικτικά στοιχεία. Διερωτάται κανείς γιά ποιό λόγο εμμένει στή διαμόρφωση τής δικής του ερμηνείας περί των τελωνίων καί άρνεϊται νά τά κατανοήσει μέ τόν τρόπο πού άνέκαθεν τά έχει κατανοήσει ή Εκκλησία· ή γελοία άπομίμηση κατά τής οποίας καταφέρεται δέν έχει ποτέ άποτελέσει διδασκαλία τής ’Ορθόδοξης Εκκλησίας, καί σαστίζει κανείς προσπαθώντας νά εντοπίσει τήν πηγή από τήν οποία έχει αντλήσει τις παράλογες ερμηνείες του. Έδώ καί δεκαέξι περίπου αιώνες οί Πατέρες τής Εκκλησίας άναφέρονται στά τελώνια ώς τμήμα τής ’Ορθόδοξης ασκητικής διδασκαλίας, τό τελικό καί καθοριστικό στάδιο τοΰ «άόρατου πολέμου» πού κάθε Χριστιανός διεξάγει στήν επίγεια ζωή του. Κατά τή διάρκεια αυτών των αιώνων πολυάριθμοι Βίοι 'Αγίων καί άλλα ’Ορθόδοξα κείμενα περιγράφουν τις πραγματικές εμπειρίες ’Ορθόδοξων χριστιανών, άγιων καθώς καί άμαρτωλών, οί όποιοι έχουν συναντήσει αυτά τά τελώνια μετά καί, μερικές φορές, πριν τό θάνατό τους. Μόνο τά μωρά παιδιά δέν μπορούν νά άντιληφθοΰν ότι ό όρος «τελώνιο» δέν πρέπει νά εκλαμβάνεται μέ τήν κυριολεκτική του έννοια· είναι μία μεταφορά τήν οποία οί ’Ανατολικοί Πατέρες θεώρησαν κατάλληλη γιά νά περιγράφουν τήν πραγματικότητα πού συναντά ή φυχή μετά τό θάνατο. Ό καθένας επίσης μπορεί νά άντιληφθεΐ ότι μερικά στοιχεία στις περιγραφές αυτών τών τελωνίων είναι μεταφορικά ή συμβολικά. Οί ίδιες οί διηγήσεις, ώστόσο, δέν είναι οΰτε «άλληγορίες» οΰτε «μυθεύματα,» άλλά ειλικρινείς διηγήσεις προσωπικών εμπειριών στήν πιό ικανοποιητική γλώσσα πού διαθέτει ό διηγούμενος. Έάν οί περιγραφές τών τελωνίων φαίνονται πολύ «ζωντανές» γιά κάποιους, αύτό οφείλεται πιθανώς στό ότι δέν έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως τήν πραγματική φύση τοΰ άόρατου πολέμου ό όποίος διεξάγεται στήν επίγεια ζωή. Τώρα, επίσης, πολιορκούμαστε μονίμως άπό δαιμονικούς πλανευτές καί κατήγορους, όμως, οί πνευματικοί οφθαλμοί μας είναι σφαλισμένοι καί βλέπουμε μόνον τά άποτελέσματα τών ενεργειών τους, δηλαδή τις άμαρτίες στις όποιες υποπίπτουμε, τά πάθη τά όποια αναπτύσσονται εντός μας. ’Αλλά μετά τό θάνατο, οί οφθαλμοί τής ψυχής άνοίγονται στήν πνευματική πραγματικότητα καί βλέπουν, συνήθως γιά πρώτη φορά, τά πραγματικά όντα τά όποια μάς έπιτίθενταν κατά τή διάρκεια τής επίγειας ζωής μας.
Δεν υπάρχει ούτε παγανισμός, ούτε άποκρυφισμός, ούτε «άνατολική άστρολογία», ούτε όποιοδήποτε «καθαρτήριο» στις περιγραφές των ’Ορθόδοξων πηγών γιά τά τελώνια. Άντιθέτως, αύτά τά τελώνια μάς διδάσκουν ότι ό καθένας μας είναι υπόλογος γιά τις δικές του άμαρτίες, ότι στό θάνατο γίνεται άναμφισβήτητα μία συγκεφαλαίωση τής επιτυχημένης ή άποτυχημένης πορείας του στον άγώνα κατά τής άμαρτίας ή Μερική Κρίση καί τέλος ότι οί δαίμονες πού τόν παραπλανούσαν σέ όλη τή διάρκειά τής ζωής του κάνουν τήν τελική τους επίθεση στό τέλος αύτής τής ζωής, άλλά έχουν εξουσία μόνο πάνω σέ όσους δέ διεξήγαγαν μέ επιτυχία τόν άόρατο πόλεμο κατά τή διάρκεια τής επίγειας ζωής τους. Όσον άφορα τις κυριολεκτικές μορφές μέ τις όποιες εκφράζονται, τά τελώνια εμφανίζονται μέ τήν ίδια μορφή στις θείες λειτουργίες της ’Εκκλησίας τήν ποίηση τής Εκκλησίας , στά άσκητικά κείμενα των Πατέρων, καθώς καί στούς Βίους Αγίων. Κανείς ’Ορθόδοξος δέν ερμηνεύει όποιοδήποτε άπό αύτά τά κείμενα μέ τόν χονδροειδώς κυριολεκτικό τρόπο μέ τόν όποιο τά έχει ερμηνεύσει ό επικριτής, άλλά τά προσεγγίζει μέ σεβασμό καί φόβο Θεού, άναζητώντας πνευματικό όφελος. Κάθε πνευματικός πατέρας ό όποίος έχει προσπαθήσει νά καλλιεργήσει στά πνευματικά του παιδιά τήν πανάρχαιη παράδοση τής ’Ορθόδοξης εύλάβειας είναι σέ θέση νά επιβεβαιώσει τό εύεργετικό άποτέλεσμα των ’Ορθόδοξων πηγών οί όποιες αναφέρουν τά τελώνια· μάλιστα, ό αείμνηστος ’Αρχιεπίσκοπος Άνδρε ας τοΰ ΝόβοΝτιβέγιεβο, ένας ιδιαιτέρως αγαπητός καί σεβαστός πνευματικός πατέρας, χρησιμοποιούσε ακριβώς τά είκοσι τελώνια, άπό τά όποια περιγράφεται ότι διήλθε ή Θεοδώρα, ώς βάση μίας πολύ άποτελεσματικής προετοιμασίας τών πνευματικών παιδιών του γιά τό μυστήριο τής εξομολόγησης. ’Εάν υπάρχει κάποια «δυσαρμονία» μεταξύ τών κειμένων αυτών καί τοΰ σύγχρονου άνθρώπου, τό σφάλμα οφείλεται στήν τρυφηλή καί έπιτρεπτική εποχή μας, ή οποία ενθαρρύνει τήν έλλειψη πίστης καί τή χαλαρή στάση άπέναντι στις άληθινά φοβερές πραγματικές καταστάσεις τοΰ άλλου κόσμου, καί ειδικά τήν κόλαση καί τήν κρίση.
Ή διδασκαλία περί τελωνίων στις ’Ορθόδοξες πηγές δέν έχει ποτέ όρισθεΐ ώς «δόγμα», άφοΰ μάλλον άνήκει στήν παράδοση τής’Ορθόδοξης εύσέβειας· αύτό όμως δέ σημαίνει ότι πρόκειται γιά κάτι «άσήμαντό» ή γιά θέμα «προσωπικής άποψης». Έχει διδαχθεί παντού καί πάντοτε στήν ’Εκκλησία, οπουδήποτε έχει μεταβιβασθεϊ ή ’Ορθόδοξη άσκητική παράδοση. Τό ότι τό συγκεκριμένο θέμα βρίσκεται έως τώρα εκτός τοΰ πεδίου ενδιαφερόντων πολλών σύγχρονων ’Ορθόδοξων θεολόγων, οφείλεται στό ότι οί θεολόγοι αύτοί άνήκουν πρωτίστως στόν άκαδημαϊκό κόσμο καί όχι στόν κόσμο της άσκητικής παράδοσης. Ωστόσο, οί θεολόγοι μίας πιό παραδοσιακής τάσης, καθώς κι εκείνοι πού θεωρούν τήν ’Ορθόδοξη άσκητική παράδοση ώς ζωντανή παράδοση, έχουν άντιμετωπίσει τό θέμα μέ ιδιαίτερη προσοχή. Εντός τής Ρωσικής ’Εκκλησίας, ή περί τελωνίων διδασκαλία έχει ευρέως συζητηθεί καί ύποστηριχθεϊ άπό τόν ’Επίσκοπο ’Ιγνάτιο Μπριαντσιανίνωφ, τόν ’Επίσκοπο Θεοφάνη τον ’Έγκλειστο, τόν ’Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Μόσχας, τόν άγ. ’Ιωάννη τής Κρονστάνδης, τόν ’Αρχιεπίσκοπο ’Ιωάννη Μαξίμοβιτς, τόν Πρωτοπρεσβύτερο Μιχαήλ Πομαζάνσκυ, καί πολλούς άλλους διδάσκαλους καί θεολόγους. ’Αλλά καί εκτός τής Ρωσικής Εκκλησίας, ή διδασκαλία περί τελωνίων είναι μία διδασκαλία στην οποία άποδίδει ιδιαίτερη σπουδαιότητα ή Σέρβική ’Εκκλησία, άφοΰ καταλαμβάνει μία σεβαστή θέση στή Δογματική Θεολογία τού άείμνηστου ’Αρχιμανδρίτη ’Ιουστίνου Πόποβιτς (τόμος III). Ωστόσο, έχει συγκεντρώσει τήν προσοχή περισσότερο κατά τά τελευταία χρόνια, καθώς κυκλοφορούν περισσότερες μεταφράσεις σε δυτικές γλώσσες των κειμένων τής ’Ορθόδοξης άσκητικής γραμματείας καί των θείων λειτουργιών. Θά παραθέσουμε άμέσως παρακάτω μερικά σχετικά άποσπάσματα πού έχουν κυκλοφορήσει σέ άγγλική έκδοση τά τελευταία χρόνια καί δέν τά έχουμε ως τώρα παρουσιάσει στό βιβλίο μας:
Άπό τίς Πενήντα Πνευματικές 'Ομιλίες του άγ.Μακαρίου του Μεγάλου , ένα απο τα βασικά έργα της Ορθόδοξης ασκητικής γραμματείας
"Οταν βγει ή φυχή τού άνθρώπου άπό τό σώμα, τότε συμβαίνει εκεί ένα μεγάλο μυστήριο. Διότι, αν είναι υπεύθυνη γιά άμαρτίες, έρχονται χοροί άπό δαίμονες καί πονηροί άγγελοι, καί δυνάμεις σκοτεινές παραλαμβάνουν τήν φυχή εκείνη καί τήν κρατούν αιχμάλωτη στό δικό τους τόπο. Καί δέν πρέπει κανείς νά παραξενεύεται γιά όλα αύτά. Διότι αν, όταν ζοΰσε καί υπήρχε σ’ αύτόν τόν κόσμο, είχε ύποταγεϊ καί είχε υπακούσει καί έγινε δούλος σ’ αύτούς, πόσο περισσότερο όταν φεύγει ή φυχή άπό τόν κόσμο αυτό, θά υποταχθεί καί θά κυριευθεϊ άπ’ αυτούς.
Όπως οι τελώνες πού κάθονται στούς στενούς δρόμους καί πιάνουν όσους περνούν άπό εκεί καί τούς ελέγχουν αύστηρά, έτσι καί οί δαίμονες ελέγχουν καί κυριεύουν τις ψυχές άκόμα καί όταν αύτές βγουν έξω άπό τό σώμα· αν δέν έχουν προηγουμένως τελείως καθαρισθεΐ, δέν επιτρέπεται σ’ αύτές ν’ άνεβοΰν στις ούράνιες κατοικίες καί νά συναντήσουν τόν Κύριό τους· διότι κρατούνται κάτω άπό τούς δαίμονες. ”Αν όμως άκόμα βρίσκονται μέσα στό σώμα πρέπει μέ πολύ κόπο καί μεγάλο άγώνα ν’ άποκτήσουν τήν ούράνια χάρη τού Κυρίου, δηλαδή αύτοί μαζί μ’ εκείνους πού άναπαύθηκαν, ζώντας ενάρετα, θά οδηγηθούν πρός τόν Κύριο, όπως ό ίδιος είπε...
Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
SERAFEIM ROSE
Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
Η επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου