Η ψυχή μετά θάνατον
Serafeim Rose
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
«Εξωσωματικές» εμπειρίες στην αποκρυφιστική βιβλιογραφία
Προκειμένου να διασαφηνίσουν τις σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, οι ερευνητές τους στρέφονται σχεδόν πάντα στην ειδική εκείνη κατηγορία κειμένων η οποία ισχυρίζεται ότι βασίζεται σε εμπειρίες από τον «εξωσωματικό» κόσμο: τα ανά τους αιώνες αποκρυφιστικά κείμενα από την Θιβετιανή και την Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών μέχρι τα κείμενα των σύγχρονων δασκάλων και πειραματιστών του αποκρυφισμού. Από την άλλη, σχεδόν κανείς από αυτούς τους ερευνητές δε δίνει ιδιαίτερη σημασία στη χριστιανική διδασκαλία περί της μετά θάνατον ζωής, ή στα κείμενα – πηγές της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας στα οποία βασίζεται. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Ο λόγος είναι πολύ απλός: η χριστιανική διδασκαλία προέρχεται από την αποκαλυμμένη από το Θεό στον άνθρωπο πορεία της ψυχής μετά το θάνατο, και επικεντρώνεται κυρίως στην τελική κατάσταση της ψυχής στον παράδεισο ή την κόλαση. Ενώ υπάρχει επίσης πληθώρα χριστιανικών κειμένων που περιγράφουν το τι συμβαίνει στη ψυχή μετά το θάνατο, βασιζόμενα σε προσωπικές μεταθανάτιες ή εξωσωματικές εμπειρίες, όπως παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο περί «τελωνίων»,
το σύνολο αυτών των κειμένων σαφώς καταλαμβάνει δευτερεύουσα θέση συγκρινόμενο με την κύρια χριστιανική διδασκαλία περί της τελικής κατάστασης της ψυχής, και είναι κυρίως χρήσιμο στο να διασαφηνίσει και να προβάλει εντονότερα τα βασικά σημεία της Χριστιανικής διδασκαλίας.
Ωστόσο, στα αποκρυφιστικά κείμενα ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: η κύρια έμφαση προσδίδεται στην εμπειρία της ψυχής στον «εξωσωματικό» κόσμο, ενώ η τελική της κατάσταση συνήθως μένει ασαφής ή ανοικτή σε προσωπικές γνώμες και υποθέσεις, που δήθεν βασίζονται σε αυτές τις εμπειρίες. Οι σύγχρονοι ερευνητές ελκύονται πολύ πιο εύκολα από τις εμπειρίες των συγγραφέων του αποκρυφισμού, οι οποίες φαίνονται να επιδέχονται, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, «επιστημονική» διερεύνηση, παρά από τη χριστιανική διδασκαλία, η οποία απαιτεί δέσμευση εκ μέρους του ανθρώπου όσον αφορά την πίστη και την εμπιστοσύνη του καθώς και τη διαγωγή μίας πνευματικής ζωής σύμφωνης με αυτές.Στο παρόν κεφάλαιο θα επιχειρήσουμε να επισημάνουμε μερικούς από τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε μία τέτοια προσέγγιση, η οποία δεν είναι καθόλου τόσο «αντικειμενική» όσο φαίνεται σε μερικούς, καθώς επίσης και να προβούμε σε μία εκτίμηση αυτών των «εξωσωματικών» εμπειριών από την άποψη του Ορθόδοξου Χριστιανισμού. Για να γίνει
αυτό, πρέπει να εξετάσουμε ένα μέρος της αποκρυφιστικής βιβλιογραφίας την οποία οι σύγχρονοι ερευνητές χρησιμοποιούν για να διασαφηνίσουν τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες.
Η Θιβετιανή Βίβλος των Νεκρών
Η Θιβετιανή Βίβλος των Νεκρών είναι βουδιστικό βιβλίο του 8ου αιώνα το οποίο προφανώς περιλαμβάνει προβουδιστικές παραδόσεις από μία πολύ προγενέστερη περίοδο. Ο τίτλος του στη θιβετιανή γλώσσα σημαίνει :Απελευθέρωση στο μεταθανάτιο στάδιο μέσω του Ακούσματος», και περιγράφεται από τον μεταφραστή της αγγλικής του έκδοσης ως ένα «μυστικό εγχειρίδιο για καθοδήγηση στον άλλο κόσμο με τα πολλά βασίλεια και τις ψευδαισθήσεις», Διαβάζεται πάνω από το σώμα του ανθρώπου που μόλις έχει πεθάνει προς όφελος της ψυχής του, επειδή, όπως λέει το ίδιο το κείμενο, «κατά τις στιγμές του θανάτου παρουσιάζονται διάφορες παραπλανητικές ψευδαισθήσεις». Αυτές, όπως παρατηρεί ο μεταφραστής δεν είναι οράματα της πραγματικότητας, αλλά τίποτε περισσότερο από τις δικές του διανοητικές προβολές οι οποίες έχουν λάβει προσωποποιημένη μορφή.
Στα κατοπινά στάδια των διαρκείας 49 ημερών «εξωσωματικών» εμπειριών που περιγράφονται στο βιβλίο, παρουσιάζονται οράματα τόσο «ειρηνικών» όσο και «αγριωπών» θεοτήτων, τα οποία όλα, σύμφωνα με τη βουδιστική διδασκαλία, θεωρούνται ως απατηλά. Θα εξηγήσουμε παρακάτω, εξετάζοντας τη φύση του κόσμου αυτού, το γιατί τα εν λόγω οράματα είναι πράγματι κατά κύριο λόγο απατηλά. Η κατάληξη της όλης διαδικασίας είναι η τελική πτώση της ψυχής σε μία «μετενσάρκωση», την οποία η βουδιστική διδασκαλία θεωρεί ως κακό που μπορεί να αποφευχθεί με την εξάσκηση στο Βουδισμό. Ο Δρ. Καρλ Γιούνγκ, στην Ψυχολογική του ανάλυση σχετικά με το βιβλίο, διαπιστώνει ότι αυτά τα οράματα παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τις περιγραφές του μεταθανάτιου κόσμου στα πνευματιστικά κείμενα της σημερινής Δύσης – και τα δύο «δίνουν στον άνθρωπο μία αηδιαστική εντύπωση της απόλυτης βλακείας και κοινοτοπίας που χαρακτηρίζουν τα μηνύματα από τον «κόσμο των πνευμάτων».
Σε δύο σημεία οι σύγχρονες εμπειρίες μοιάζουν εντυπωσιακά με τις αναφερόμενες στη Θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών, γεγονός που εξηγεί και το ενδιαφέρον του Δρος Μούντυ και των άλλων ερευνητών για το συγκεκριμένο βιβλίο. Πρώτον, η περιγραφή της «εξωσωματικής» εμπειρίας κατά τις πρώτες στιγμές του θανάτου είναι ουσιαστικά ίδια με την αντίστοιχη περιγραφή των σύγχρονων εμπειριών, όπως επίσης και με αυτήν που απαντάται στην Ορθόδοξη γραμματεία: η ψυχή του αποθανόντος εμφανίζεται ως «αστραφτερό πλασματικό σώμα», ορατό σε άλλα όντα της ίδιας με αυτό φύσης αλλά όχι στους σαρκικούς ανθρώπους, αρχικά δε γνωρίζει εάν ζεί ή εάν έχει πεθάνει, βλέπει ανθρώπους να στέκονται γύρω από το σώμα, ακούει τους οδυρμούς των συγγενών και φίλων, και διατηρεί όλες τις αισθήσεις της σε πλήρη λειτουργία, μπορεί να κινείται ανεμπόδιστα και να διέρχεται από στερεά αντικείμενα. Δεύτερον, υπάρχει ένα «πρώτο καθαρό φώς κατά τη στιγμή του θανάτου», το οποίο οι σύγχρονοι ερευνητές ταυτίζουν με το «φωτεινό όν» των σύγχρονων περιγραφών.
Δεν υπάρχει λόγος να αμφιβάλουμε για το ότι τα όσα περιγράφονται στη Θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών βασίζονται σε κάποιο είδος «εξωσωματικής» εμπειρίας, όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, η πραγματική μεταθανάτια κατάσταση είναι μόνο μία από αυτές τις εμπειρίες, και δεν πρέπει να δεχόμαστε ανεπιφύλακτα την οποιαδήποτε «εξωσωματική» εμπειρία ως αποκάλυψη του τι πράγματι συμβαίνει στην ψυχή μετά το θάνατο. Οι εμπειρίες των μέντιουμ της Δύσης μπορούν επίσης να είναι γνήσιες, ασφαλώς, όμως, δε μεταβιβάζουν πραγματικά μηνύματα από τους νεκρούς, όπως προσποιούνται ότι κάνουν.
Υπάρχει αρκετή ομοιότητα ανάμεσα στη Θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών και στην κατά πολύ προγενέστερη Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών. Σύμφωνα με την τελευταία, η ψυχή μετά το θάνατο υφίσταται πολλές μεταμορφώσεις και συναντάται με πολλούς «θεούς». Δεν υπάρχει, ωστόσο, καμιά ζωντανή παράδοση σχετικά με την ερμηνεία αυτού του βιβλίου, και έτσι ο σημερινός αναγνώστης μπορεί μόνο να εικάζει το νόημα μερικών συμβολισμών του. Σύμφωνα με την Αιγυπτιακή Βίβλο των Νεκρών ο αποθανών μεταμορφώνεται διαδοχικά σε χελιδόνι, χρυσό γεράκι, ερπετό με ανθρώπινες κνήμες και πέλματα, κροκόδειλο, ερωδιό, άνθος λωτού κλπ, και συναντά παράξενους «θεούς» και όντα ενός άλλου κόσμου, όπως π.χ. τους τέσσερις άγιους πιθήκους», την ιπποπόταμο – θεά, διάφορους θεούς με κεφάλια σκύλων, τσακαλιών, πιθήκων, πουλιών κλπ.
Οι περίπλοκες και συγκεχυμένες εμπειρίες από το «μεταθανάτιο» βασίλειο, όπως περιγράφονται σε αυτό το βιβλίο, βρίσκονται σε έντονη αντίθεση με τη σαφήνεια και την απλότητα των Χριστιανών εμπειριών. Παρότι και το βιβλίο αυτό βασίζεται, όπως είναι αρκετά πιθανό, σε κάποιο είδος πραγματικών «εξωσωματικών» εμπειριών, βρίθει, εντούτοις, από απατηλές εμφανίσεις οπτασιών όπως και η Θιβετιανή Βίβλος των Νεκρών και σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περιγράφει την πραγματική κατάσταση της ψυχής μετά το θάνατο.
Τα έργα του Εμάνιουελ Σβέντενμποργκ
Ένα άλλο από τα αποκρυφιστικά κείμενα τα οποία διερευνούν οι σύγχρονοι επιστήμονες παρέχει περισσότερες ελπίδες για την κατανόησή του, αφού γράφτηκε στη σύγχρονη εποχή, χαρακτηρίζεται από τελείως δυτική νοοτροπία και διατείνεται ότι είναι Χριστιανικό. Τα γραπτά του Σουηδού οραματιστή Εμάνιουελ Σβέντενμποργκ (1688-1772) περιγράφουν τα οράματα ενός άλλου κόσμου που άρχισαν να του εμφανίζονται όταν βρισκόταν στη μέση ηλικία. Πριν, ήταν ένας τυπικός διανοούμενος της Ευρώπης του 18ου αιώνα, μιλούσε άπταιστα πολλές γλώσσες, ήταν λόγιος και επιστήμων και εφευρέτης, ένας άνθρωπος που συμμετείχε ενεργά στη δημόσια ζωή εργαζόμενος ως επόπτης σε Σουηδικές βιομηχανίες εξόρυξης μεταλλευμάτων και διατελούσε μέλος της Βουλής των Ευγενών – εν συντομία, ένα «καθολικός άνθρωπος» στην πρώιμη περίοδο της επιστήμης, όταν ήταν ακόμα εφικτό για έναν άνθρωπο να κατέχει σχεδόν όλη τη γνώση της εποχής του. Έγραψε περίπου 150 επιστημονικές εργασίες μερικές από τις οποίες, όπως π.χ. η τετράτομη ανατομική του πραγματεία The Brain, προηγούνταν κατά πολύ της εποχής του.
Τότε, σε ηλικία 56 χρόνων, έστρεψε την προσοχή του στον αόρατο κόσμο και κατά τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής του παρήγαγε έναν τεράστιο αριθμό θρησκευτικών έργων τα οποία περιγράφουν τον παράδεισο, την κόλαση, αγγέλους και πνεύματα, όλα βάσει της δικής του προσωπικής εμπειρίας.
Οι περιγραφές των αόρατων κόσμων από τον Σβέντενμποργκ θυμίζουν ανησυχητικά τον γήινο κόσμο: σε γενικές γραμμές, ωστόσο, συμφωνούν με τις περιγραφές που συναντούμε στα περισσότερα αποκρυφιστικά κείμενα. Κατά τον Σβέντενμποργκ, όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, εισέρχεται στον «κόσμο των πνευμάτων», ο οποίος βρίσκεται στο μέσο της απόστασης μεταξύ κόλασης και παραδείσου. Αυτός ο κόσμος, παρότι είναι πνευματικός και όχι υλικός, θυμίζει τόσο πολύ την υλική πραγματικότητα, ώστε ο αποθανών αρχικά δε γνωρίζει ότι έχει πεθάνει, έχει το ίδιο είδος «σώματος» και αισθητηριακών λειτουργιών που είχε και όταν βρισκόταν μέσα στον γήινο σώμα του. Κατά τη στιγμή του θανάτου εμφανίζεται ένα όραμα φωτός, κάτι λαμπρό και ακαθόριστο, και πραγματοποιείται μία «ανασκόπηση» της ζωής του αποθανόντος και των καλών και κακών του πράξεων. Συναντά φίλους και γνωστούς του από τον γήινο κόσμο, και για λίγη ώρα συνεχίζει να υπάρχει με έναν τρόπο που μοιάζει πολύ με τον τρόπο που υπήρχε στη γή, η μόνη διαφορά είναι ότι στον κόσμο αυτά τα πάντα είναι πολύ περισσότερο «εσωτερικά», ο αποθανών ελκύεται από τα πράγματα και τα πρόσωπα που αγαπά, και η πραγματικότητα καθορίζεται από τη σκέψη – αμέσως μόλις σκεφτεί κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο, το πρόσωπο αυτό εμφανίζεται μπροστά του σαν να το είχε φωνάξει. Όταν ο άνθρωπος συνηθίσει να υπάρχει μέσα σε αυτόν τον πνευματικό κόσμο, διδάσκεται από τους φίλους του σχετικά με τον παράδεισο και την κόλαση, και οδηγείται σε διάφορες πόλεις, κήπους και πάρκα.
Σε αυτόν τον ενδιάμεσο «κόσμο των πνευμάτων» ο άνθρωπος «προετοιμάζεται» για τον παράδεισο με μία διαδικασία εκπαίδευσης που διαρκεί από λίγες ημέρες έως έναν χρόνο.
Όμως, ο ίδιος ο «Παράδεισος», όπως περιγράφεται από τον Σβέντενμποργκ, δεν είναι πολύ διαφορετικός από τον «κόσμο των πνευμάτων», και τόσο ο Παράδεισος όσο και ο κόσμος αυτός μοιάζουν πολύ με τη γη. Υπάρχουν αυλές και μέγαρα όπως και στη γή, πάρκα και κήποι, σπίτια και υπνοδωμάτια για τους «αγγέλους», με πολλές διαφορετικές φορεσιές γι’ αυτούς. Υπάρχουν κυβερνήσεις και νόμοι και δικαστήρια – όλα, φυσικά, πιο «πνευματικά» απ’ ότι στη γή.
Υπάρχουν εκκλησίες όπου γίνονται λειτουργίες, και κληρικοί οι οποίοι βγάζουν κηρύγματα και σαστίζουν εάν κάποιος από το εκκλησίασμα διαφωνήσει μαζί τους. Υπάρχουν γάμοι, σχολεία, δημόσια ζωή, υπάρχει ανατροφή και εκπαίδευση των παιδιών, εν ολίγοις, σχεδόν οτιδήποτε υπάρχει στην επίγεια ζωή το οποίο μπορεί να γίνει «πνευματικό». Ο ίδιος ο Σβέντενμποργκ μιλούσε όχι μόνο με πολλούς από τους «αγγέλους» του παραδείσου, οι οποίοι όλοι, όπως πίστευε, ήταν απλώς και μόνο οι ψυχές των νεκρών, αλλά και με τους παράξενους κατοίκους του Ερμή, του Δία και άλλων πλανητών, συζήτησε με τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ στον «παράδεισο» και κατάφερε να τον κάνει ν’ ασπαστεί τις δικές του ιδέες, δεν έπεισε όμως τον Καλβίνο να αποκηρύξει την πίστη του στην προκαθορισμένη από το Θεό ανθρώπινη μοίρα. Η «κόλαση» περιγράφεται ως ένας τόπος που επίσης θυμίζει τη γή, χαρακτηριστικό των κατοίκων του είναι η φιλαυτία και η διάπραξη αμαρτιών.
Ο καθένας μπορεί εύκολα να καταλάβει γιατί ο Σβέντενμποργκ απορρίφθηκε από τους περισσότερους συγχρόνους του ως παράφρων, καθώς και γιατί ακόμα και μέχρι αρκετά πρόσφατα τα οράματά του σπανίως αντιμετωπίζονταν σοβαρά. Ωστόσο, πάντα υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν μερικοί που αναγνώριζαν ότι, όσο περίεργα κι αν ήταν αυτά τα οράματα, ο Σβέντενμποργκ βρισκόταν όντως σε επαφή με μία αόρατη πραγματικότητα: ο Γερμανός φιλόσοφος Εμάνουελ Κάντ (1724-1804), ένας από τους κύριους θεμελιωτές της σύγχρονης φιλοσοφίας, έδειξε ιδιαίτερα σοβαρό ενδιαφέρον γι’ αυτόν και πίστεψε στα διάφορα δείγματα «διόρασής» του που ήταν γνωστά σε όλη την Ευρώπη, επίσης, ο Αμερικανός φιλόσοφος Εμερσον σε εκτενές δοκίμιό του για τον Σβέντενμποργκ στο έργο του Representative Men τον αποκάλεσε «έναν από τους γίγαντες της λογοτεχνίας, του οποίου η αξία δεν μπορεί να εκτιμηθεί από σχολές ολόκληρες κοινών μελετητών». Σήμερα, φυσικά, η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τον αποκρυφισμό τον έχει επαναφέρει στο προσκήνιο ως «μύστη» και «προφήτη» μη συνδεδεμένο με τη δογματική διδασκαλία του Χριστιανισμού, και ειδικά οι ερευνητές των «μεταθανάτιων» εμπειριών επισημαίνουν αξιοσημείωτες ομοιότητες μεταξύ των δικών τους ευρημάτων και της περιγραφής των πρώτων στιγμών μετά το θάνατο που δίνει ο Σβέντενμποργκ.Δεν υπάρχει σχεδόν καμιά αμφιβολία ότι ο Σβέντενμποργκ όντως βρισκόταν σε επαφή με αόρατα πνεύματα από τα οποία ελάμβανε τις «αποκαλύψεις». Μία εξέταση του τρόπου με τον οποίο ελάμβανε αυτές τις αποκαλύψεις θα μας δείξει ποιος είναι ο πραγματικός κόσμος αυτών των πνευμάτων.
Η ιστορία των επαφών του Σβέντενμποργκ με αόρατα πνεύματα, τις οποίες κατέγραψε λίαν λεπτομερώς στα ογκώδη έργα του journal of dreams and spiritual journal (2300 σελίδες), αποκαλύπτει με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων οι οποίοι έρχονται σε επαφή με τους δαίμονες του αέρα, όπως περιγράφονται από τον Επίσκοπο Ιγνάτιο Μπριαντσιανίνωφ. Από την παιδική του ηλικία ο Σβέντενμποργκ ασκούνταν σε μία μορφή διαλογισμού, η οποία περιελάμβανε χαλάρωση και βαθιά αυτοσυγκέντρωση, με τον καιρό, άρχισε να βλέπει μία λαμπρή φλόγα ενώ διαλογιζόταν, την οποία αποδέχθηκε με εμπιστοσύνη και την ερμήνευσε ως αν σημάδι «έγκρισης» των ιδεών του. Το γεγονός αυτό τον προετοίμασε για την έναρξη της επικοινωνίας με τον κόσμο των πνευμάτων. Αργότερα άρχισε να ονειρεύεται το Χριστό καθώς και ότι γινόταν δεκτός σε μία κοινωνία «αθανάτων» και σταδιακά άρχισε να αντιλαμβάνεται την παρουσία «πνευμάτων» γύρω του. Τελικά, τα πνεύματα άρχισαν να εμφανίζονται μπροστά του και όταν ήταν ξύπνιος. Η πρώτη τέτοια εμπειρία συνέβη όταν ταξίδευε στο Λονδίνο: Μία νύχτα, αφού είχε φάει υπερβολικά, είδε ξαφνικά σκοτάδι και ερπετά να σέρνονται αργά στο πάτωμα, και μετά έναν άνδρα καθισμένο στη γωνιά του δωματίου, ο οποίος είπε μονάχα: «Μην τρώς τόσο πολύ» και εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Παρότι τρόμαξε από την ξαφνική εμφάνιση της οπτασίας, την εμπιστεύτηκε ως κάτι «καλό» επειδή του έδωσε μία «ηθική» συμβουλή. Κατόπιν, όπως ανάφερε ο ίδιος, «στη διάρκεια της ίδιας νύχτας ο ίδιος άνδρας μου αποκαλύφθηκε πάλι, όμως αυτή τη φορά δε φοβήθηκα. Μου είπε μετά ότι ήταν ο Κύριος, ο Θεός, ο Δημιουργός του Κόσμου και Λυτρωτής, ότι με είχε επιλέξει για να εξηγήσω στους ανθρώπους το πνευματικό νόημα της Αγίας Γραφής, και ότι εκείνος θα μου εξηγούσε τι θα έπρεπε να γράψω σχετικά με το θέμα αυτό, εκείνη τη νύχτα, για να πειστώ απολύτως για την πραγματικότητα της ύπαρξής τους, ανοίχτηκαν μπροστά μου οι κόσμοι των πνευμάτων, η κόλαση και ο παράδεισος…
Μετά την εμπειρία αυτή ο Κύριος άνοιγε πολλές φορές καθημερινά τους σωματικούς μου οφθαλμούς, έτσι ώστε στο μέσο της ημέρας να μπορώ να βλέπω τον άλλο κόσμο, και σε κατάσταση τέλειας εγρήγορσης να συνομιλώ με αγγέλους και πνεύματα».Είναι ολοφάνερο από την παραπάνω περιγραφή ότι ο Σβέντενμποργκ ήλθε σε επαφή με τον εναέριο κόσμο των πεπτωκότων πνευμάτων απ’ όπου και προέρχονταν όλες οι κατοπινές αποκαλύψεις του. Ο «παράδεισος» και η «κόλαση» που έβλεπε αποτελούσαν επίσης τμήματα αυτού του εναέριου κόσμου, και οι «αποκαλύψεις» που κατέγραψε είναι περιγραφές των ψευδαισθήσεων αυτού του κόσμου, ψευδαισθήσεις που τα πεπτωκότα πνεύματα συχνά δημιουργούν για τους αφελείς, προκειμένου να επιτύχουν τους δικούς τους σκοπούς. Μία ματιά σε κάποια άλλη κατηγορία αποκρυφιστικών κειμένων θα μας φανερώσει περισσότερα χαρακτηριστικά αυτού του κόσμου.
Το «αστρικό πεδίο» της θεοσοφίας
Η θεοσοφία του 19ου και 20ου αιώνα, αμάλγαμα των αποκρυφιστικών ιδεών Ανατολής και Δύσης, διαθέτει μία λεπτομερή διδασκαλία περί του εναέριου κόσμου των πνευμάτων ο οποίος, σύμφωνα με τη διδασκαλία αυτή, αποτελείται από έναν αριθμό «αστρικών πεδίων». Ο όρος «αστρικός» - από τη λέξη άστρο- είναι ένας φαντασιώδης όρος αναφοράς στο επίπεδο της πραγματικότητας που βρίσκεται «υπεράνω της γήινης». Σύμφωνα με μία περίληψη της διδασκαλίας, «τα αστρικά πεδία περιλαμβάνουν τους τόπους κατοικίας όλων των υπερφυσικών οντοτήτων, τον τόπο δράσης θεών και δαιμόνων, το κενό στο οποίον ζουν οι σκεπτομορφές, την περιοχή που κατοικούν πνεύματα του αέρα και άλλων στοιχείων, και τις διάφορες κολάσεις και παραδείσους με τα αγγελικά και δαιμονικά τους τάγματα… Με τη βοήθεια τελετουργικών διαδικασιών, τα καταρτισμένα άτομα πιστεύουν ότι μπορούν «να ανέλθουν στα επίπεδα», και να έχουν εμπειρία αυτών των περιοχών ενώ βρίσκονται σε πλήρη εγρήγορση».
Σύμφωνα με τη θεοσοφιστική διδασκαλία, ο άνθρωπος κατά τη στιγμή του θανάτου εισέρχεται στο «αστρικό πεδίο», ή στα «αστρικά πεδία», αναλόγως με το εάν ο κόσμος αυτός εξετάζεται ως ολότητα ή ως προς τα ξεχωριστά του «στρώματα» και, όπως επίσης διδάσκει ο Σβέντενμποργκ δεν υπάρχει καμιά ξαφνική αλλαγή στην κατάστασή του και καμιά κρίση σχετικά με τη ζωή του, συνεχίζει να ζεί όπως και πρώτα, μόνον που βρίσκεται έξω από το σώμα του, και αρχίζει να «διέρχεται από όλα τα υπό-πεδία του αστρικού πεδίου, στην πορεία του προς τον κόσμο του παραδείσου». Κάθε υπό –πεδίο είναι όλο και περισσότερο εκλεπτυσμένο και «εσωτερικό» από το προηγούμενο, και η διαδοχική μετάβαση από το ένα στο άλλο, αντί να προκαλεί φόβο και αβεβαιότητα, όπως τα «τελώνια» του Χριστιανισμού, είναι πηγή απόλαυσης και χαράς: «η χαρά της ζωής στο αστρικό επίπεδο είναι τόσο έντονη που η ζωή στο φυσικό σώμα, συγκρινόμενη με αυτήν, μοιάζει να μην είναι καθόλου ζωή… Εννέα στους δέκα ανθρώπους δυσαρεστούνται ιδιαίτερα όταν επιστρέφουν στο σώμα τους.
Η θεοσοφία, το δημιούργημα της Ρωσίδας μέντιουμ Ελενας Μπλαβάτσκυ, ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σε μία προσπάθεια να δοθεί μία συστηματική ερμηνεία των επαφών που είχαν τα μέντιουμ με τους «νεκρούς», οι οποίες συνέχιζαν να πολλαπλασιάζονται στο δυτικό κόσμο από την εποχή της μεγάλης έκρηξης των πνευματιστικών φαινομένων στην Αμερική το 1848.
Προκειμένου να δώσουμε την απάντηση του Ορθόδοξου Χριστιανισμού σε αυτήν τη διδασκαλία πρέπει να εξετάσουμε πιο προσεκτικά τις συγκεκριμένες εμπειρίες που βιώνει ο άνθρωπος στο «αστρικό πεδίο». Πού θα ψάξουμε όμως γι’ αυτές; Οι επικοινωνίες των μέντιουμ με τα πνεύματα είναι διαβοήτως αναξιόπιστες και ομιχλώδεις, και σε κάθε περίπτωση η επαφή με τον «πνευματικό κόσμο» μέσω των μέντιουμ είναι τόσο αόριστη και έμμεση που δε συνιστά πειστική απόδειξη της φύσης του κόσμου αυτού. Όσον αφορά δε τις σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, είναι ιδιαίτερα σύντομες και μη καταληκτικές, ώστε δεν μπορούν να ληφθούν ως αποδεικτικά στοιχεία της πραγματικής φύσης του άλλου κόσμου.Υπάρχει, εντούτοις, ένα είδος εμπειρίας στο «αστρικό πεδίο» που μπορεί να μελετηθεί περισσότερο λεπτομερώς. Στη θεοσοφιστική γλώσσα αποκαλείται «αστρική προβολή» ή «προβολή του αστρικού σώματος». Είναι δυνατόν, μέσω πρακτικής εξάσκησης με ορισμένες τεχνικές των μέντιουμ, όχι μόνο να επικοινωνήσει κάποιος με άϋλα πνεύματα, όπως κάνουν τα συνηθισμένα μέντιουμ – όταν πνευματιστικές τους συγκεντρώσεις είναι γνήσιες – αλλά να εισέλθει όντως στον κόσμο ύπαρξής τους και να «ταξιδέψει» ανάμεσά τους. Όταν ακούσει κάποιος τέτοιες εμπειρίες βιώνονταν από μερικούς ανθρώπους στην αρχαιότητα, δικαιολογημένα θα δυσπιστήσει, όμως, συμβαίνει αυτές οι εμπειρίες να έχουν γίνει σχετικά συνηθισμένες, και όχι μόνο μεταξύ αποκρυφιστών, στη σύγχρονη εποχή, και ήδη υπάρχει εκτεταμένος όγκος σχετικού γραπτού υλικού.
«Αστρική προβολή»
Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο άνθρωπος έχει πράγματι τη δυνατότητα να υψωθεί υπεράνω των περιορισμών της σωματικής του φύσης και να ταξιδέψει σε αόρατους κόσμους. Η ακριβής μορφή αυτού του ταξιδιού δε θα μας απασχολήσει εδώ. Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος δεν γνώριζε εάν ήταν «με το σώμα ή εκτός του σώματος» όταν αρπάχθηκε έως τον τρίτο ουρανό, «είτε με το σώμα, δεν ξέρω, είτε εκτός του σώματος, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει», και δε μας είναι αναγκαίο να εικάσουμε το πώς το σώμα μπορεί να γίνει αρκετά εκλεπτυσμένο ώστε να εισέλθει στους ουρανούς – εάν η εμπειρία του ήταν όντως «με το σώμα» - ή το τι είδους «λεπτό σώμα» είναι δυνατόν να ενδυθεί η ψυχή κατά τη διάρκεια μίας «εξωσωματικής εμπειρίας» - εάν βέβαια τέτοιες γνώσεις μπορούν να αποκτηθούν σε αυτή τη ζωή. Μας αρκεί να γνωρίζουμε ότι η ψυχή μέσα σε οποιουδήποτε είδους «σώμα» μπορεί πράγματι να ανυψωθεί με τη Χάρη του Θεού και να δεί τον παράδεισο, όπως και τον υπο-ουράνιο εναέριο κόσμο των πνευμάτων.
Συχνά στην Ορθόδοξη γραμματεία τέτοιες εμπειρίες περιγράφονται ως «εξωσωματικές» όπως αυτή του αγ. Αντωνίου με τα «τελώνια» κατά τη διάρκεια της προσευχής του, η οποία αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Ο Επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ μνημονεύει δύο ασκητές του 19ου αιώνα, των οποίων οι ψυχές με τον ίδιο τρόπο αποχωρίστηκαν από τα σώματά τους ενώ προσεύχονταν – πρόκειται για τον Πρεσβύτερο Βασιλίσκο από τη Σιβηρία, μαθητής του οποίου ήταν ο φημισμένος Ζωσιμάς, και τον μεγαλόσχημο Ιγνάτιο (Ησαϊα), προσωπικό φίλο του Επισκόπου Ιγνατίου. Η πιο εντυπωσιακή «εξωσωματική» εμπειρία στους Ορθόδοξους Βίους Αγίων είναι πιθανώς αυτή του οσίου Ανδρέα εκ Κωνσταντινουπόλεως, του διά Χριστόν Σαλού ο οποίος, ενώ το σώμα του κειτόταν μέσα στο χιόνι των δρόμων της πόλης, ανελήφθη εν πνεύματι και είδε τον παράδεισο και τον τρίτο ουρανό, μέρος του οποίου περιέγραψε στο μαθητή του ο οποίος κατέγραψε την εμπειρία.(έζησε τον 10ο αιώνα και η μνήμη του εορτάζεται την 2α Οκτωβρίου).
Τέτοιες εμπειρίες παραχωρούνται μόνο από τη Χάρη του Θεού και τελείως ανεξάρτητα από τη θέληση ή την επιθυμία των ανθρώπων. Όμως η «αστρική προβολή» είναι μία «εξωσωματική» εμπειρία την οποία μπορεί κάποιος να αναζητήσει και να μυηθεί σ’ αυτή μέσω ορισμένων τεχνικών. Αποτελεί μία ειδική μορφή αυτού που ο Επίσκοπος Ιγνάτιος περιγράφει ως το «άνοιγμα των αισθήσεων», και είναι φανερό ότι, αφού η επαφή με τα πνεύματα είναι απαγορευμένη για τους ανθρώπους εκτός από την περίπτωση άμεσης ενέργειας του Θεού, ο κόσμος που μπορεί να προσεγγίσει κάποιος με την παραπάνω μέθοδο δεν είναι ο επουράνιος, αλλά απλώς και μόνον ο υπο-ουράνιος εναέριος κόσμος των πεπτωκότων πνευμάτων.
Τα θεοσοφιστικά κείμενα που περιγράφουν λεπτομερώς την εμπειρία της «αστρικής προβολής» περιέχουν τόσες πολλές απόψεις και ερμηνείες βασισμένες στον αποκρυφισμό, ώστε τελικά αδυνατούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους να δώσουν μία ιδέα περί των πραγματικών εμπειριών αυτού του κόσμου. Στον 20ο αίώνα, ωστόσο, έκανε την εμφάνισή της μια άλλη κατηγορία κειμένων σχετικών με την εν λόγω εμπειρία: παράλληλα με την πρόοδο της έρευνας και των πειραμάτων στο πεδίο της «παραψυχολογίας», μερικοί άνθρωποι έχουν ανακαλύψει, είτε πειραματιζόμενοι είτε κατά τύχη, ότι είναι ικανοί να βιώνουν την εμπειρία της «αστρικής προβολής» και έχουν γράψει βιβλία στα οποία περιγράφουν αυτές τους τις εμπειρίες σε μη αποκρυφιστική γλώσσα, επίσης, μερικοί ερευνητές έχουν συγκεντρώσει και μελετήσει αναφορές «εξωσωματικών» εμπειριών και έχουν γράψει σχετικά με αυτές σε επιστημονική και όχι αποκρυφιστική γλώσσα. Αμέσως παρακάτω θα εξετάσουμε μερικά τέτοια βιβλία.
Η γήινη πλευρά των «εξωσωματικών» εμπειριών περιγράφεται ικανοποιητικά σε βιβλίο που έγραψε η Διευθύντρια του Ινστιτούτου Ψυχοφυσικής Έρευνας που εδρεύει στην Οξφόρδη της Αγγλίας. Το Σεπτέμβριο του 1966 μετά από σχετική ανακοίνωση στον Τύπο και το ραδιόφωνο της Βρετανίας, το Ινστιτούτο έλαβε περίπου 400 απαντήσεις από ανθρώπους οι οποίοι υποστήριζαν ότι είχαν προσωπικές εξωσωματικές εμπειρίες. Μία τέτοια ευρεία ανταπόκριση δείχνει τόσο ότι οι εμπειρίες αυτές δεν είναι καθόλου σπάνιες στις μέρες μας, όσο και ότι οι άνθρωποι που τις βιώνουν είναι πολύ περισσότερο πρόθυμοι απ’ ότι στο παρελθόν να τις συζητήσουν χωρίς να κινδυνεύουν να θεωρηθούν «τρελλοί».
Ο δρ. Μούντυ και άλλοι ερευνητές έχουν καταλήξει στις ίδιες διαπιστώσεις όσον αφορά τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες. Το ινστιτούτο έδωσε στα 400 αυτά άτομα δυό ερωτηματολόγια προς συμπλήρωση, και από τη συγκριτική και αναλυτική επεξεργασία των απαντήσεων που δόθηκαν προέκυψε το σχετικό βιβλίο.Οι περιγραφόμενες εμπειρίες ήταν σχεδόν όλες ακούσιες και είχαν προκληθεί κάτω από διάφορες οργανικές συνθήκες, όπως στρές, κούραση, ασθένεια, κάποιο ατύχημα, λήψη αναισθητικής ουσίας, ύπνο. Σχεδόν όλες συνέβησαν κοντά στο σώμα του ανθρώπου και όχι σε κάποιον «πνευματικό»κόσμο, και οι σχετικές παρατηρήσεις θυμίζουν πολύ αυτές που συναντούμε στις «μεταθανάτιες» εμπειρίες: το άτομο βλέπει το ίδιο του το σώμα όντας «έξω» από αυτό, κατέχει στο ακέραιο όλες τις αισθητηριακές λειτουργίες, ακόμα κι αν «μέσα» στο σώμα ήταν τυφλό ή κουφό, δεν έχει τη δυνατότητα να αγγίζει το περιβάλλον του ή να αλληλεπιδρά με αυτό, «αιωρείται» με μία εξαιρετική αίσθηση ευχαρίστησης και ευεξίας, και έχει μεγαλύτερη πνευματική διαύγεια απ’ ότι συνήθως. Μερικά άτομα περιέγραψαν ότι συναντήθηκαν με αποθανόντες συγγενείς ή ότι ταξίδεψαν σε ένα τοπίο που δε φαινόταν να ανήκει στη συνηθισμένη πραγματικότητα.
Ένας ερευνητής «εξωσωματικών» εμπειριών, ο Άγγλος γεωλόγος Ρόμπερτ Κρούκαλ, έχει συγκεντρώσει ένα τεράστιο σχετικό δείγμα, τόσο από αποκρυφιστές και μέντιουμ, όσο και από κοινούς ανθρώπους, και συνοψίζει την εμπειρία ως εξής: «ένα σώμα αντίγραφο» ή «δεύτερο σώμα» «γεννήθηκε» από το φυσικό σώμα και κατέλαβε μία θέση πάνω από αυτό. Καθώς το «δεύτερο» σώμα αποχωρίσθηκε από το φυσικό προκλήθηκε ένα «μπλακ άουτ» στη συνείδηση (κατά τον ίδιο περίπου τρόπο με τον οποίο η αλλαγή ταχυτήτων στο αυτοκίνητο προκαλεί μία στιγμιαία διακοπή στη μετάδοση ισχύος)… Πολλές φορές οι άνθρωποι έβλεπαν την περασμένη τους ζωή σε μία πανοραμική ανασκόπηση και συνήθως, κοιτάζοντας από το απελευθερωμένο «δεύτερο» σώμα προς τα κάτω, μπορούσαν να δούν το κενωμένο φυσικό τους σώμα…
Αντίθετα από το αναμενόμενο, κανείς δεν ανέφερε ότι αισθάνθηκε πόνο ή φόβο ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από το σώμα, αντιθέτως, τα πάντα έμοιαζαν απολύτως φυσικά…
Η συνείδηση, καθώς λειτουργούσε μέσα από το αποχωρισμένο «δεύτερο» σώμα, ήταν πιο διευρυμένη απ’ ότι στην καθημερινή ζωή… Σε μερικές περιπτώσεις εκδηλώθηκαν φαινόμενα τηλεπάθειας, διόρασης και πρόγνωσης και οι άνθρωποι είδαν «πεθαμένους» φίλους τους. Πολλοί ένιωσαν έντονη απροθυμία να εισέλθουν και πάλι στο σώμα τους και έτσι να επιστρέψουν στην επίγεια ζωή… Αυτό το γενικό μοντέλο των καταστάσεων που απαντώνται στις «εξωσωματικές» εμπειρίες, μη αναγνωρισμένο έως τώρα, δεν μπορεί να ερμηνευθεί επαρκώς βάσει της υπόθεσης ότι όλες αυτές οι εμπειρίες ήταν όνειρα και ότι όλα τα περιγραφέντα «δεύτερα» σώματα ήταν απλές παραισθήσεις. Μπορεί, όμως, εύκολα να ερμηνευθεί βάσει της υπόθεσης ότι επρόκειτο για γνήσιες εμπειρίες και ότι τα «δεύτερα» σώματα που έβλεπαν τα άτομα αυτά ήταν, αν και υπερφυσικά, εν τούτοις υπαρκτά.
Η ανωτέρω περιγραφή είναι σχεδόν πανομοιότυπη, σημείο προς σημείο, με το «μοντέλο» μεταθανάτιων εμπειριών του Δρος Μούντυ. Αυτή η ομοιότητα είναι τόσο ακριβής που το μόνο που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι πρόκειται για την περιγραφή μίας και της αυτής εμπειρίας. Εάν κάτι τέτοιο αληθεύει, τότε είναι τελικά δυνατό να προσδιορίσουμε την εμπειρία που περιγράφουν ο Δρ. Μούντυ και άλλοι ερευνητές, και η οποία έχει προκαλέσει τόσο ενδιαφέρον και τόσες συζητήσεις στο Δυτικό κόσμο εδώ και αρκετά χρόνια. Δεν πρόκειται ακριβώς για «μεταθανάτια» αλλά για «εξωσωματική» εμπειρία που αποτελεί μόνο τον προθάλαμο για άλλες πολύ περισσότερο εκτενείς εμπειρίες είτε αυτού του ίδιου του θανάτου είτε αυτού που ενίοτε αποκαλείται «αστρικό ταξίδι», το οποίο θα περιγράψουμε παρακάτω. Παρότι η «εξωσωματική» εμπειρία θα μπορούσε να ονομαστεί η «πρώτη στιγμή» του θανάτου – στην περίπτωση που ο θάνατος όντως ακολουθεί- είναι καταφανές σφάλμα να συμπεράνουμε από αυτήν οτιδήποτε απολύτως σχετικά με τη «μεταθανάτια» κατάσταση, εκτός από τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα της επιβίωσης και της συνείδησης της ψυχής μετά θάνατον, που σχεδόν κανείς από αυτούς που πράγματι πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής δεν αρνείται σε οποιαδήποτε περίπτωση. Επιπλέον, επειδή η «εξωσωματική» εμπειρία δεν είναι καθόλου κατ’ ανάγκη συνδεδεμένη με το θάνατο, πρέπει να προχωρούμε με εξαιρετική προσοχή στη διάκριση των αποδεικτικών στοιχείων που μας παρέχουν οι εκτενείς εμπειρίες στον κόσμο αυτό, ειδικότερα, πρέπει να αναρωτηθούμε εάν οι εμπειρίες της όρασης του «παραδείσου» ή της «κόλασης» που μερικοί άνθρωποι βιώνουν σήμερα έχουν οποιαδήποτε σχέση με την αληθινή χριστιανική αντίληψη για τον παράδεισο και την κόλαση, ή εάν αποτελούν μόνο μία ερμηνεία κάποιας απλώς φυσικής ή δαιμονικής εμπειρίας στον «εξωσωματικό» κόσμο.
Ο Δρ. Κρουκαλ, ο πλέον εμβριθής ερευνητής του χώρου αυτού έως σήμερα, ο οποίος προσεγγίζει το αντικείμενο της έρευνάς του με την ίδια σύνεση και το ίδιο ενδιαφέρον για τη λεπτομέρεια που χαρακτηρίζουν τα προηγούμενα βιβλία του για τα απολιθωμένα φυτά στη Μ. Βρετανία, έχει συγκεντρώσει εκτενές υλικό σχετικά με τις εμπειρίες στην «εξωσωματική» κατάσταση, και τις διακρίνει ως εξής: « Εκείνοι που άφηναν τα σώματά τους αβίαστα συνήθως αντίκριζαν φευγαλέα ένα είδος «Παραδεισένιων» συνθηκών, όπου όλα ήταν φωτεινά και ειρηνικά, ένα είδος εκθαμβωτικά λαμπερής γής, αντιθέτως, όσοι είχαν αποχωρισθεί βίαια από τα σώματά τους… συνήθως βρίσκονταν σε ένα σχετικά θαμπό, συγκεχυμένο, και ημι-ονειρικό περιβάλλον αντίστοιχο του αρχαίου «Αδη». Οι πρώτοι συνάντησαν πολλά πρόσωπα που είχαν διάθεση να τους βοηθήσουν, συμπεριλαμβανομένων των «πεθαμένων» φίλων και συγγενών που ήδη αναφέρθηκαν, ενώ οι τελευταίοι μερικές φορές συνάντησαν άυλα όντα τα οποία σχεδίαζαν να τους παρεμποδίσουν».
Τα άτομα που, σύμφωνα με το Δρα Κρούκαλ, έχουν σωματική σύνθεση «ίδια με αυτήν των μέντιουμ», πάντοτε διέρχονται κατ’ αρχήν μέσα από μία σκοτεινή, ομιχλώδη περιοχή «Αδη», και κατόπιν από μία περιοχή λαμπρού φωτός που μοιάζει με τον Παράδεισο. Αυτός ο «Παράδεισος» ποικιλοτρόπως περιγράφεται, από μέντιουμ και μη, ως «το πιο όμορφο τοπίο που έχει δεί ποτέ κανείς», «ένας τόπος θεσπέσιας ομορφιάς, ένας απέραντος κήπος που θύμιζε πάρκο και ένα φώς που παρόμοιό του κανείς ποτέ δεν έχει αντικρίσει στη γή ή στη θάλασσα», «υπέροχο τοπίο» με «ανθρώπους ντυμένους στα λευκά» όπως επίσης περιγράφουν σε άλλα σημεία, «το φώς έγινε πολύ έντονο», όλη η γή φλεγόταν».
Για να ερμηνεύσει αυτές τις εμπειρίες ο Δρ. Κρούκαλ διατυπώνει την υπόθεση της ύπαρξης μίας «συνολικής γής» η οποία αποτελείται, στο κατώτατο επίπεδο, από τη φυσική γή όπως τη γνωρίζουμε στην καθημερινή μας ζωή, περιβαλλόμενη από μία διεισδύουσα σε αυτήν μη – φυσική σφαίρα με ζώνες «Αδη» και «Παραδείσου» στα κατώτερα και ανώτερα όριά της. Πρόκειται, σε γενικές γραμμές, για την περιγραφή του κόσμου που η Ορθοδοξία αποκαλεί εναέριο κόσμο των πεπτωκότων πνευμάτων του υπο-ουράνιου χώρου, και η θεοσοφία «αστρικό πεδίο», ωστόσο, οι περιγραφές που δίνει η Ορθοδοξία γι’ αυτόν τον κόσμο δε διακρίνονται από «γεωγραφικούς» διαχωρισμούς μεταξύ «ανώτερου» και «κατώτερου», αλλά υπογραμμίζουν κυρίως τις δαιμονικές πλάνες οι οποίες αποτελούν ένα ουσιώδες τμήμα του. Ο Δρ. Κρούκαλ, ένας κοσμικός ερευνητής, δε γνωρίζει τίποτα σχετικά με αυτήν την πλευρά του εναέριου κόσμου, με την «επιστημονική» του όμως ιδιότητα πιστοποιεί ένα εξαιρετικά σημαντικό δεδομένο για την κατανόηση των «μεταθανάτιων» και «εξωσωματικών» εμπειριών: ο «παράδεισος» και η «κόλαση» που βλέπουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια αυτών των εμπειριών είναι μόνον τμήματα (ή εξωτερικές εντυπώσεις) από τον εναέριο κόσμο των πνευμάτων και δεν έχουν καμιά σχέση με τον αληθινό παράδεισο και την κόλαση της Χριστιανικής διδασκαλίας, που αποτελούν τις αιώνιες κατοικίες των ανθρώπινων ψυχών (και των αναστημένων σωμάτων τους) καθώς και των άυλων πνευμάτων. Τα άτομα που βρίσκονται σε «εξωσωματική» κατάσταση δεν είναι ελεύθερα να «περιπλανηθούν» μέσα στον αληθινό παράδεισο και την κόλαση, που ανοίγονται στις ψυχές μόνο με την έκτακτη θέληση του Θεού. Το ότι μερικοί «χριστιανοί» κατά το «θάνατό» τους βλέπουν σχεδόν αμέσως μία «ουράνια πόλη» με «μαργαριταρένιες πύλες» και «αγγέλους», αποτελεί μόνον ένδειξη ότι η οπτική παράσταση του εναέριου κόσμου εξαρτάται σε κάποιο βαθμό από τις παρελθοντικές εμπειρίες και προσδοκίες του κάθε ατόμου, αφού άλλωστε, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κάποιοι ετοιμοθάνατοι ινδουιστές βλέπουν τους δικούς τους ινδουϊστικούς ναού και «θεούς». Όμως, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, οι γνήσιες χριστιανικές εμπειρίες παραδείσου και κόλασης έχουν μία τελείως διαφορετική διάσταση.
«Αστρικά ταξίδια»
Όλες σχεδόν οι πρόσφατες «μεταθανάτιες» εμπειρίες είναι υπερβολικά σύντομες, εάν η διάρκειά τους ήταν μεγαλύτερη, θα είχε επέλθει πραγματικός θάνατος. Όμως, η «εξωσωματική» εμπειρία» η οποία δε συμβαίνει αποκλειστικά σε άτομα που βρίσκονται πολύ κοντά στο θάνατο, είναι δυνατό να έχει μεγαλύτερη διάρκεια. Εάν διαρκέσει για αρκετό χρονικό διάστημα, ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αφήσει πίσω το άμεσο περιβάλλον του και να εισέλθει σε ένα τελείως άγνωστο τοπίο, όπου όχι απλώς διακρίνει φευγαλέα έναν «κήπο» ή ένα «φωτεινό μέρος» ή μία «ουράνια πόλη», αλλά ζεί μία παρατεταμένη «περιπέτεια» μέσα στον εναέριο κόσμο. Το «αστρικό πεδίο» βρίσκεται προφανώς αρκετά κοντά στον κάθε άνθρωπο, και ορισμένες κρίσιμες καταστάσεις ή τεχνικές που εφαρμόζουν τα μέντιουμ μπορούν να τον «προβάλλουν» στο πεδίο αυτό. Σε ένα από τα βιβλία του, ο Δρ. Κάρλ Γιούνγκ περιγράφει την εμπειρία ασθενούς του η οποία είχε «εξωσωματική» εμπειρία κατά τη διάρκεια μίας δύσκολης γέννας. Έβλεπε τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που ήταν γύρω της, όμως πίσω της μπορούσε να αντιληφθεί την ύπαρξη ενός εκθαμβωτικού τοπίου το οποίο έμοιαζε να είναι το σύνορο μίας άλλης διάστασης αισθάνθηκε ότι εάν γύριζε προς τη μεριά του τοπίου, θα άφηνε την επίγεια ζωή – αντί γι’ αυτό όμως, επέστρεψε στο σώμα της».
Ο Δρ. Μούντυ είχε καταγράψει αρκετές τέτοιες εμπειρίες, στις οποίες το άτομο πλησιάζει σε μια οριακή γραμμή, κάτι σαν σύνορο.
Όσοι προκαλούν σκόπιμα την εμπειρία της «αστρικής προβολής» συχνά επιτυγχάνουν να εισέλθουν στην «άλλη διάσταση». Μόλις τα τελευταία χρόνια οι περιγραφές ενός άνδρα ονόματι Ρόμπερτ Μόνροου για τα «ταξίδια» του στην «άλλη διάσταση» έχουν αποκτήσει αρκετή φήμη, γεγονός που του επέτρεψε να ιδρύσει ένα ινστιτούτο διεξαγωγής πειραμάτων στην «εξωσωματική» κατάσταση. Στο ινστιτούτο αυτό έχει μαθητεύσει και η Δρ. Ελίζαμπεθ Κιούμπλέρ Ρος, η οποία συμφωνεί με τα συμπεράσματα του Μόνροου όσον αφορά την ομοιότητα μεταξύ «εξωσωματικών» και «μεταθανάτιων» εμπειριών. Αμέσως παρακάτω θα παραθέσουμε συνοπτικά τα ευρήματα αυτού του πειραματιστή.
Ο Αμερικανός Ρόμπερτ Μόνροου είναι επιτυχημένο διοικητικό στέλεχος επιχείρησης – πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ενός οικονομικού «κολοσσού» - και αγνωστικιστής. Οι «εξωσωματικές» του εμπειρίες άρχισαν το 1958, χωρίς ποτέ πριν να έχει ενδιαφερθεί για τον αποκρυφισμό, την περίοδο που διεξήγαγε ο ίδιος πειράματα πάνω σε τεχνικές εκμάθησης επιχειρησιακών δεδομένων κατά τη διάρκεια του ύπνου, οι τεχνικές αυτές περιελάμβαναν ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης και χαλάρωσης και έμοιαζαν με κάποιες τεχνικές του διαλογισμού. Αφότου ξεκίνησε τα πειράματα, είχε την εξής ασυνήθιστη εμπειρία: του φάνηκε ότι χτυπήθηκε ξαφνικά από μία ακτίνα φωτός, η οποία του προκάλεσε προσωρινή παράλυση. Αφού αυτή η αίσθηση επαναλήφθηκε αρκετές φορές, άρχισε να «αιωρείται» έξω από το σώμα του . Τελικά άρχισε να πειραματίζεται με στόχο να αναπαράγει και να τελειοποιεί τη συγκεκριμένη εμπειρία. Σε αυτό το ξεκίνημα των απόκρυφων «ταξιδιών» του, ο Μόνροου αποκαλύπτει τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά τα οποία άνοιξαν στον Σβέντενμποργκ τον δρόμο για τις περιπέτειές του στον κόσμο των πνευμάτων.
Στην αρχή τα «ταξίδια» του Μόνροου γίνονταν σε αναγνωρίσιμους τόπους της γής, πρώτα σε κοντινούς, έπειτα σε μακρινότερους, μερικές φορές μάλιστα, ανέφερε επιτυχώς πραγματικά στοιχεία που απεδείκνυαν τη γνησιότητα των εμπειριών του. Κατόπιν άρχισε να έρχεται σε επαφή με κάποιες φιγούρες που «έμοιαζαν με φαντάσματα», η πρώτη δε τέτοια επαφή ήταν μέρος ενός μεντιουμιστικού πειράματος, κατά το οποίο ο απεσταλμένος από το μέντιουμ «Ινδός καθοδηγητής» ήλθε πράγματι σε αυτόν! Τελικά, άρχισε να έρχεται σε επαφή με περίεργα τοπία, που φαινομενικά δεν ήταν γήινα.
Κρατώντας λεπτομερείς σημειώσεις από τις εμπειρίες του, τις οποίες κατέγραφε αμέσως μόλις επέστρεφε στο σώμα του, τις κατηγοριοποίησε όλες, θεωρώντας ότι ανήκουν σε τρία «πεδία»: Το «Πεδίο Ι» είναι το «εδώ – τώρα» είναι ένα «μη υλικό» περιβάλλον φαινομενικά τεράστιας έκτασης, με χαρακτηριστικά πανομοιότυπα με αυτά του «αστρικού πεδίου». Το Πεδίο ΙΙ είναι το «φυσικό περιβάλλον» του Δεύτερου Σώματος» όπως αποκαλεί ο Μόνροου την οντότητα που ταξιδεύει μέσα σε αυτό, το Πεδίο ΙΙ «διεισδύει βαθιά» στον υλικό κόσμο, και διέπεται από τους νόμους της σκέψης: «όπως σκέφτεσαι, έτσι είσαι», «τα όμοια έλκονται», για να ταξιδέψει κανείς χρειάζεται μόνο να σκεφτεί τον προορισμό του. Ο Μόνροου επισκέφτηκε διάφορους «τόπους» αυτού του κόσμου, όπου είδε μία ομάδα ανθρώπων που φορούσαν μακριούς χιτώνες και βρίσκονταν σε μία στενή κοιλάδα, καθώς και μερικούς ανθρώπους με στολές οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν «στρατός στόχου» και περίμεναν να αναλάβουν αποστολή. Το «Πεδίο ΙΙΙ» είναι ένας πραγματικός κόσμος που φαινομενικά μοιάζει με τη γή αλλά που, ωστόσο, δεν μοιάζει με τίποτε γνωστό σε αυτή τη γή, με ασυνήθιστα αναχρονιστικά χαρακτηριστικά, οι θεοσοφιστές πιθανώς αντιλαμβάνονται το Πεδίο ΙΙΙ ως απλώς ένα ακόμα πιο «στερεό» τμήμα του «αστρικού Πεδίου».
Αφού υπερνίκησε σε σημαντικό βαθμό την αρχική αίσθηση φόβου που είχε όταν βρισκόταν σε αυτούς τους άγνωστους κόσμους, ο Μόνρου άρχισε να τους εξερευνά και να περιγράφει τα πολλά νοήμονα όντα που συναντούσε εκεί. Σε μερικά «ταξίδια» του συναντούσε «πεθαμένους» φίλους και κουβέντιαζε μαζί τους, όμως πιο συχνά έβρισκε περίεργα απρόσωπα όντα που ενίοτε τον «βοηθούσαν» αλλά που εξίσου συχνά δεν αποκρίνονταν όταν τα καλούσε, όντα που έδιναν ασαφή «μυστικά» μηνύματα, που θυμίζουν τα μηνύματα που λαμβάνουν τα μέντιουμ. Κάποιες φορές τον χαιρετούσαν διά χειραψίας, κάποιες άλλες όμως έχωναν ένα αγκίστρι στο χέρι του όταν τους το άπλωνε για να τους χαιρετήσει. Ανάμεσα σε αυτά τα όντα ο Μόνροου ξεχώριζε κάποια που καταλάβαινε ότι είχαν σκοπό να τον «παρεμποδίσουν»: τερατόμορφα πλάσματα με ελαστικά σώματα που εύκολα έπαιρναν τη μορφή σκύλων, νυχτερίδων, ή των παιδιών του, και άλλα που τον περιέπαιζαν και τον βασάνιζαν και απλώς γελούσαν όταν εκείνος επικαλούνταν – όχι με πίστη, είναι αλήθεια, αλλά μόνον ως ένα ακόμα «πείραμα» - το όνομα του Ιησού Χριστού.
Μη διαθέτοντας δική του πίστη ο Μόνροου δεχόταν πρόθυμα τις «θεοσεβείς» υποβολές των όντων αυτών. Του παρουσίαζαν «προφητικά» οράματα περιστατικών τα οποία μερικές φορές όντως συνέβαιναν έτσι όπως τα είχε δεί. Κάποια φορά, όταν μία λευκή ακτίνα φωτός εμφανίστηκε μπροστά του πάνω στο σύνορο της εξωσωματικής κατάστασης ο Μόνρου της ζήτησε να του απαντήσει στα ερωτήματά του σχετικά με τον κόσμο εκείνο. Μία φωνή μέσα από την φωτεινή ακτίνα απάντησε: «Ρώτησε τον πατέρα σου να σού πεί για το μεγάλο μυστικό». Έτσι, με την επόμενη ευκαιρία ο Μόνροου προσευχήθηκε ανάλογα: «Πατέρα, οδήγησε με. Πατέρα, πές μου το μεγάλο μυστικό». Είναι φανερό απ’ όλα τα παραπάνω ότι ο Μόνροου, αν και παρέμεινε «κοσμικός» και «αγνωστικιστής» όσον αφορά τα θρησκευτικά του πιστεύω, διέθεσε ελεύθερα τον εαυτό του προς εκμετάλλευση από τα όντα του απόκρυφου βασιλείου, τα οποία, φυσικά, είναι δαίμονες.
Όπως ακριβώς ο Δρ. Μούντυ και άλλοι ερευνητές αυτού του βασιλείου, έτσι και ο Μόνροου γράφει: «στα δώδεκα χρόνια που πειραματίζομαι με μη – σωματικές δραστηριότητες, δε βρήκα κανένα στοιχείο που να τεκμηριώνει τις βιβλικές έννοιες του Θεού και της μετά θάνατον ζωής σε κάποιον τόπο που να ονομάζεται «παράδεισος». Εντούτοις, όπως ακριβώς ο Σβέντενμποργκ, οι θεοσοφιστές και ερευνητές όπως ο Δρ. Κρούκαλ, έτσι και ο Μόνροου εντοπίζει στο «μη υλικό» περιβάλλον που εξερεύνησε «όλα τα χαρακτηριστικά που αποδίδουμε στον παράδεισο και στην κόλαση, τα οποία δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά τμήμα του Πεδίου ΙΙ».
Στην περιοχή που ήταν φαινομενικά «πλησιέστερα» προς τον υλικό κόσμο, ο Μόνροου συνάντησε μία γκριζόμαυρη έκταση που κατοικούνταν από όντα που βασάνιζαν και δάγκωναν με μικρές δαγκωματιές, ο Μόνροου θεωρεί ότι αυτή η περιοχή είναι ίσως το «χείλος της κόλασης», κάτι σαν την περιοχή του «Αδη» που περιγράφει ο Δρ. Κρούκαλ.
Ωστόσο, πιο αποκαλυπτική απ’ όλες είναι η εμπειρία του «παραδείσου» που είχε ο Μόνροου. Τρείς φορές ταξίδεψε σε ένα μέρος «απόλυτης γαλήνης», «επιπλέοντας» μέσα σε ζεστά, μαλακά σύννεφα τα οποία σαρώνονταν από χρωματιστές ακτίνες φωτός που άλλαζαν συνεχώς χρώματα, ο Μόνροου δονούνταν σε αρμονία με τη χωρίς λόγια μουσική από χορωδίες, υπήρχαν άγνωστα όντα γύρω του στην ίδια κατάσταση, όντα με τα οποία δεν είχε προσωπική επαφή. Αισθάνθηκε ότι αυτό το μέρος ήταν η τελική του «Κατοικία» και το νοσταλγούσε επί μερικές ημέρες μετά το τέλος της εμπειρίας του. Αυτός ο «αστρικός παράδεισος» είναι, φυσικά, η βασική πηγή της θεοσοφιστικής διδασκαλίας σχετικά με την «ευχάριστη ατμόσφαιρα» του άλλου κόσμου, πόσο, όμως, απέχει από την πραγματική χριστιανική διδασκαλία περί της Βασιλείας των Ουρανών, η οποία βρίσκεται πολύ πιο μακριά από αυτόν τον εναέριο κόσμο και της οποίας η πλήρης οντότητα, με όλη την αγάπη και τη συνειδητή παρουσία του Θεού που ενυπάρχουν σε αυτήν, είναι πιά πολύ μακρινή για τους απίστους της σημερινής εποχής οι οποίοι δεν αποζητούν τίποτε περισσότερο από ένα «νιρβάνα» από μαλακά σύννεφα και χρωματιστά φώτα! Τα πεπτωκότα πνεύματα μπορούν εύκολα να δημιουργήσουν μία τέτοια εμπειρία «παραδείσου», όμως, μόνο η εν Χριστώ ζωή και η Θεία Χάρη έχουν τη δυνατότητα να ανυψώσουν τον άνθρωπο στον πραγματικό παράδεισο του Θεού.
Αρκετές φορές, ο Μόνροου συνάντησε το «Θεό» του παραδείσου του. Αυτές οι συναντήσεις, λέει, μπορούν να συμβούν οπουδήποτε στο «Πεδίο ΙΙ». Υπάρχει μία στιγμή κατά την οποία κάθε δραστηριότητα, οπουδήποτε κι αν λαμβάνει χώρα, διακόπτεται από ένα προειδοποιητικό Σήμα, κάτι σαν εραλδικό σάλπισμα. Ο καθένας δέχεται ήρεμα το Σήμα, και εκείνη τη στιγμή όλοι σταματούν να μιλούν ή να κάνουν οτιδήποτε άλλο. Είναι το Σήμα ότι Αυτός (ή Αυτοί) πλησιάζει μέσα από τη Βασιλεία Του.
«Κανείς δεν προσκυνά έντρομος, ούτε πέφτει στα γόνατα. Αντίθετα, η στάση τους απέναντι στην παρουσία Του είναι φυσική. Πρόκειται για μία εμφάνιση στην οποία όλοι είναι συνηθισμένοι και η συμμόρφωση είναι αυτό που προέχει απολύτως. Δεν υπάρχουν εξαιρέσεις.
«Στο άκουσμα του Σήματος κάθε ζωντανό όν ξαπλώνει κάτω… με το κεφάλι γυρισμένο στη μία πλευρά ώστε να μη βλέπει Εκείνον που περνά. Φαίνεται ότι στόχος είναι να σχηματιστεί ένας δρόμος από ζωντανά όντα πάνω από τον οποίο Εκείνος να μπορεί να περάσει… Δεν υπάρχει καμιά κίνησης, ούτε καν σκέψη, καθώς Εκείνος περνά…
«Όσες φορές βίωσα αυτήν την εμπειρία, ξάπλωσα κάτω μαζί με τους άλλους. Τη στιγμή εκείνη, η σκέψη να κάνω διαφορετικά ήταν αδιανόητη. Καθώς Εκείνος περνά, υπάρχει ένας βροντερός μουσικός ήχος και η αίσθηση μίας απαστράπτουσας, ακατανίκητης ζώσας δύναμης με απόλυτη εξουσία, αίσθηση η οποία κορυφώνεται όταν η δύναμη περνά πάνω από τα κεφάλια των όντων και σβήνει καθώς αυτή ξεμακραίνει… Είναι μία πράξη αδιάφορη, όπως το σταμάτημα μπροστά στο φανάρι σε μία πολυσύχναστη διασταύρωση ή η αναμονή στη σιδηροδρομική διάβαση όταν το σήμα προειδοποιεί ότι πλησιάζει τρένο, είσαι αδιάφορος και όμως νιώθεις άφατο σεβασμό για τη δύναμη που αντιπροσωπεύεται στο διερχόμενο τρένο. Το περιστατικό είναι επίσης απρόσωπο.
«Είναι άραγε ο Θεός; Ή είναι ο Υιός Του; Ή μήπως ο εκπρόσωπός Του;»
Δύσκολα θα έβρισκε κανείς, στη παγκόσμια βιβλιογραφία του αποκρυφισμού, μία πιο ζωντανή περιγραφή της λατρείας του σατανά μέσα στο δικό του βασίλειο από τους απρόσωπους δούλους του. Σε άλλο σημείο του βιβλίου του, ο Μόνροου περιγράφει την προσωπική του σχέση με τον πρίγκιπα του βασιλείου στο οποίο διείσδυσε. Μία νύχτα, δυό περίπου χρόνια αφότου άρχισαν τα «εξωσωματικά» του ταξίδια, ένιωσε τον εαυτό του να λούζεται μέσα στο ίδιο είδος φωτός που συνόδευε την έναρξη αυτών των ταξιδιών, επίσης ένιωσε την παρουσία μίας πολύ ισχυρής, ευφυούς, προσωπικής δύναμης, η οποία τον κατέστησε ανίσχυρο και του αφαίρεσε τη θέληση. «Είχα την ακλόνητη εντύπωση ότι ήμουν δεσμευμένος από αφοσίωση σε αυτήν την ευφυή δύναμη, χωρίς περιθώρια διαφυγής, ότι ήμουν έτσι όλη μου τη ζωή, και ότι είχα να διεκπεραιώσω ένα έργο εδώ στη γη». Σε άλλη παρόμοια εμπειρία με αυτήν την αόρατη δύναμη ή «οντότητα» αρκετές εβδομάδες αργότερα, αυτή (ή αυτοί) φάνηκε να εισέρχεται στο νου του και να τον «ερευνά», και κατόπιν, «φάνηκαν να απογειώνονται στον ουρανό, ενώ εγώ τους ικέτευα να γυρίσουν πίσω. Τότε σιγουρεύτηκα ότι η νοοτροπία και η νοημοσύνη τους απείχαν πολύ από τα δικά μου μέτρα κατανόησης. Είναι μία απρόσωπη, ψυχρή νοημοσύνη, χωρίς κανένα από τα συναισθήματα της αγάπης και της ευσπλαχνίας τα οποία εμείς θεωρούμε τόσο σεβαστά… Κάθισα κάτω κι έκλαψα με βαθιά αναφιλητά, όπως δεν είχα κλάψει ποτέ πριν στη ζωή μου, γιατί τότε συνειδητοποίησα χωρίς καμιά επιφύλαξη ή ελπίδα να αλλάξει κάτι στο μέλλον ότι ο Θεός της παιδικής μου ηλικίας, ο Θεός που δόξαζαν στις εκκλησίες, ο Θεός στον οποίο πίστευε η θρησκεία σε όλον τον κόσμο δεν ήταν αυτός που εμείς λατρεύαμε – ότι για όλη την υπόλοιπη ζωή μου, θα «βασανιζόμουν» από την απώλεια αυτής της αυταπάτης».
Δε θα μπορούσε κανείς να φανταστεί καλύτερη περιγραφή της συνάντησης με το διάβολο, την οποία υφίστανται στη σύγχρονη εποχή τόσο πολλοί ανυποψίαστοι συνάνθρωποί μας, ανήμποροι να προβάλουν αντίσταση εξ αιτίας της αποξένωσής του από τον αληθινό Χριστιανισμό.
Η μαρτυρία του Μόνροου όσον αφορά τη φύση και τα όντα «του αστρικού πεδίου» είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Αν και ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στις εμπειρίες αυτές και όντως παρέδωσε την ψυχή του προς υποταγή στα πεπτωκότα πνεύματα, ωστόσο τις περιέγραψε με απλή, μη-αποκρυφιστική γλώσσα και από μία σχετικά φυσιολογική ανθρώπινη οπτική γωνία. Το τελευταίο αυτό στοιχείο κάνει το βιβλίο του Μόνροου να αποτελεί πειστική προειδοποίηση προς αποφυγή σχετικών «πειραμάτων». Όσοι γνωρίζουν την Ορθόδοξη Χριστιανική Διδασκαλία περί του εναερίου κόσμου, καθώς και περί του αληθινού παραδείσου και της κόλασης που βρίσκονται έξω από αυτόν τον εναέριο κόσμο, μόνο πιο σταθερά πεπεισμένοι μπορούν να είναι σχετικά με την αληθινή ύπαρξη των πεπτωκότων πνευμάτων και του κόσμου τους, όπως και τον πολύ μεγάλο κίνδυνο που ενέχει η επαφή μαζί τους ακόμα και μέσω μίας φαινομενικά «επιστημονικής» προσέγγισης. Ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί παρατηρητές, δεν έχουμε ανάγκη να γνωρίζουμε κατά πόσο ήταν «αληθινή» η εμπειρία του και κατά πόσο ήταν αποτέλεσμα θεαμάτων και ψευδαισθήσεων που είχαν επινοήσει για την παραπλάνησή του τα πεπτωκότα πνεύματα, η παραπλάνηση αποτελεί ένα τόσο κυρίαρχο χαρακτηριστικό του εναέριου κόσμου των πνευμάτων, ώστε δεν έχει νόημα ακόμα και να προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τις ακριβείς μορφές της. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί όμως το γεγονός ότι ο Μόνροου όντως ήλθε σε επαφή με αυτόν τον κόσμο.
Η επαφή με το «αστρικό πεδίο» είναι επίσης εφικτή – όχι όμως κατ’ ανάγκη σε «εξωσωματική» κατάσταση – μέσω της χρήσης ορισμένων ναρκωτικών ουσιών. Πρόσφατα πειράματα χορήγησης LSD σε ετοιμοθάνατους παρήγαγαν πολύ πειστικές εμπειρίες «στο κατώφλι του θανάτου», οι οποίες συνοδεύονταν από μία «συμπυκνωμένη επανάληψη» όλης της ζωής του ατόμου, ένα όραμα εκτυφλωτικού φωτός, συναντήσεις με «πεθαμένους» και με μη ανθρώπινα «πνευματικά όντα», και τέλος, τη μεταβίβαση πνευματικών μηνυμάτων που αφορούσαν τις αλήθειες της «κοσμικής θρησκείας», τη μετενσάρκωση, και άλλα παρόμοια. Στη διεξαγωγή αυτών των πειραμάτων συμμετείχε επίσης η Δρ. Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ – Ρός.
Είναι ευρέως γνωστό ότι οι σαμάνοι των πρωτόγονων φυλών έρχονται σε επαφή με τον εναέριο κόσμο των πεπτωκότων πνευμάτων σε «εξωσωματικές» καταστάσεις, και αφού «μυηθούν» σε αυτήν την εμπειρία γίνονται ικανοί να επισκέπτονται τον «κόσμο των πνευμάτων» και να επικοινωνούν με τα όντα του.
Η ίδια αυτή εμπειρία ήταν κοινή μεταξύ των μυημένων στα «μυστήρια» του αρχαίου ειδωλολατρικού κόσμου. Στο Βίο των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης διαβάσουμε την προσωπική μαρτυρία ενός πρώην μάγου σχετικά με τις εμπειρίες του από τον κόσμο των πνευμάτων:
«Στο όρος Όλυμπος ο Κυπριανός μελέτησε όλων των ειδών τις διαβολικές τέχνες: κατάφερε να πραγματοποιεί δαιμονικές μεταμορφώσεις, έμαθε πώς να μεταβάλλει τη φύση του αέρα… Στον τόπο αυτό είδε μία λεγεώνα αμέτρητων δαιμόνων, με τον πρίγκιπα του σκότους επικεφαλή τους, κάποιοι από τους δαίμονες στέκονταν μπροστά του, άλλοι τον υπηρετούσαν, άλλοι τον υμνούσαν με δυνατές κραυγές, και κάποιοι άλλοι αποστέλλονταν στον κόσμο για να διαφθείρουν τους ανθρώπους. Είδε επίσης τους παγανιστικούς θεούς και θεές με τις ψεύτικες μορφές τους, καθώς και φαντάσματα και άλλα στοιχειά, και έμαθε τον τρόπο να τα επικαλείται στη διάρκεια μιας αυστηρής σαρανταήμερης νηστείας… Έτσι τελικά έγινε μάγος, καταστροφέας των ψυχών, πολύ στενός φίλος και πιστός δούλος του πρίγκιπα του άδη, με τον οποίο συνομιλούσε πρόσωπο με πρόσωπο, και δεχόταν μεγάλες τιμές από αυτόν, σύμφωνα με δική του μαρτυρία. «Πιστέψτε με», είπε, «είδα αυτόν τον ίδιο τον πρίγκιπα του σκότους… τον χαιρέτησα, εκείνον και τους προγόνους του… Μου υποσχέθηκε ότι θα με κάνει κι εμένα πρίγκιπα μετά την αναχώρησή μου από το σώμα, και ότι θα με βοηθά σε οτιδήποτε χρειαστώ κατά τη διάρκεια της επίγειας ζωής μου… Η εξωτερική εμφάνιση του πρίγκιπα του σκότους θύμιζε λουλούδι. Στο κεφάλι φορούσε ένα στέμμα (φανταστικό, όχι αληθινό) από χρυσό και λαμπερούς λίθους, που καταφώτιζαν όλο το χώρο γύρω του, και η ενδυμασία του ήταν επίσης εκθαμβωτική. Ένα πλήθος πονηρών πνευμάτων διαφόρων βαθμών στεκόταν υποτακτικά δίπλα στο θρόνο του και όταν γύριζε από τη μία ή την άλλη πλευρά όλος ο τόπος έτρεμε. Παραδόθηκα ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του εκείνον τον καιρό, υπακούοντας σε κάθε του εντολή.
Ο αγ. Κυπριανός δέ δηλώνει ρητά ότι βίωσε αυτές τις εμπειρίες σε «εξωσωματική» κατάσταση, μάλιστα, φαίνεται ότι πιο εξελιγμένοι μάγοι καθώς και όσοι διαθέτουν μεγάλη εμπειρία δε χρειάζεται να αφήσουν το σώμα τους προκειμένου να επιτύχουν πλήρη επαφή με τον εναέριο κόσμο. Ο Σβέντενμποργκ, ακόμα κι όταν περιέγραφε τις δικές του «εξωσωματικές» εμπειρίες, δήλωνε ότι η επαφή του με τα πνεύματα γινόταν, κατά κύριο λόγο, μέσα στο σώμα, έχοντας όμως τις «πύλες αντίληψής» του ανοικτές. Και πάλι όμως, τα χαρακτηριστικά του εναέριου κόσμου, όπως και οι «περιπέτειες» κάποιου μέσα στον κόσμο αυτό, δε διαφέρουν καθόλου είτε βρίσκεται «μέσα» στο σώμα του είτε «έξω» από το σώμα του.
Η περιγραφή της μύησης στα μυστήρια της Ισιδος ενός διάσημου παγανιστή μάγου της αρχαιότητας, ο οποίος έζησε τον 2ο αιώνα, αποτελεί κλασικό παράδειγμα «εξωσωματικής» εμπειρίας και επαφής με τον εναέριο κόσμο, το παράδειγμά του θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί επίσης για την περιγραφή μερικών από τις σημερινές «εξωσωματικές» και «μεταθανάτιες» εμπειρίες:
«Περίεργε αναγνώστη, ίσως να με ρωτήσεις επίμονα τις ειπώθηκε, τι έγινε; Θα το έλεγα, αν μπορούσε να λεχθεί τέτοιο πράμα, θα το μάθαινες, αν επιτρεπόταν να το καταλάβεις… μάθε λοιπόν και πίστεψε πώς άγγιξα τα σύνορα του θανάτου και πατώντας στο κατώφλι του παλατιού της Περσεφόνης, επέστρεψα παλεύοντας με όλα τα στοιχεία, στο μέσο της νύχτας είδα τον ήλιο να λάμπει με ζωηρό φώς, έφτασα μπροστά στους θεούς του ουρανού και τους θεούς του άδη και τους προσκύνησα από κοντά: να τι είδα! Το ακούσατε, αλλά δεν μπορείτε να το καταλάβετε, θα σας διηγηθώ λοιπόν μόνο εκείνα που μπορώ να εξηγήσω χωρίς κίνδυνο».
Συμπεράσματα σχετικά με τον «εξωσωματικό» κόσμο
Όσα αναφέρθηκαν σε αυτό το κεφάλαιο σχετικά με τις «εξωσωματικές» εμπειρίες αρκούν για να θέσουν τις σημερινές «μεταθανάτιες» εμπειρίες στη σωστή τους προοπτική. Συνοψίζουμε, λοιπόν, αμέσως παρακάτω τα συμπεράσματά μας:
1. Οι «μεταθανάτιες» εμπειρίες είναι, απλά και ξεκάθαρα, «εξωσωματικές» εμπειρίες, πολύ γνωστές ειδικά στην αποκρυφιστική βιβλιογραφία, οι οποίες εκδηλώνονται με αυξανόμενη συχνότητα τα τελευταία χρόνια σε συνηθισμένους ανθρώπους που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τον αποκρυφισμό. Ωστόσο, οι εμπειρίες αυτές στην πραγματικότητα δεν μας παρέχουν σχεδόν καμιά γνώση για το τι συμβαίνει στην ψυχή μετά το θάνατο, εκτός από το ότι όντως επιζεί και διατηρεί την αυτοσυνειδησία της.
2. Ο κόσμος στον οποίο εισέρχεται αμέσως η ψυχή όταν αφήνει το σώμα και αρχίζει να χάνει την επαφή με αυτό που γνωρίζουμε ως «υλική πραγματικότητα», είτε μετά το θάνατο είτε κατά τη διάρκεια μίας «εξωσωματικής» εμπειρίας, δεν είναι ούτε ο παράδεισος ούτε η κόλαση, αλλά ένας αόρατος κόσμος πλησίον της γής, γνωστός με διάφορες ονομασίες, όπως το «μεταθανάτιο επίπεδο» ή «επίπεδο Bardo”, στη γλώσσα της Θιβετιανής βίβλου των Νεκρών, ο «κόσμος των πνευμάτων», στη γλώσσα του Σβέντενμποργκ και του πνευματισμού, το «αστρικό πεδίο», στη γλώσσα της θεοσοφίας και του μεγαλύτερου μέρους του αποκρυφισμού, το «Πεδίο ΙΙ», στη γλώσσα του Μόνροου ή, στη γλώσσα της Ορθοδοξίας, ο υπο-ουράνιος εναέριος κόσμος όπου κατοικούν τα πεπτωκότα πνεύματα, τα οποία έχουν ως έργο να παραπλανούν τους ανθρώπους με στόχο την αιώνια απώλειά τους. Δεν πρόκειται για τον «άλλο κόσμο» που περιμένει τον άνθρωπο μετά θάνατον, αλλά μόνο για το αόρατο τμήμα αυτού του κόσμου από το οποίο ο άνθρωπος πρέπει να διέλθει ώστε να φτάσει στον πραγματικά «άλλο» κόσμο του παραδείσου ή της κόλασης. Για όσους πραγματικά πεθαίνουν και οδηγούνται από αγγέλους έξω από την επίγεια ζωή, αυτός είναι ο κόσμος όπου η Μερική Κρίση ξεκινά στα εναέρια «τελώνια», όπου τα πονηρά πνεύματα αποκαλύπτουν την αληθινή τους φύση και την εχθρότητα τους προς την ανθρωπότητα, για όλους τους άλλους, είναι ένας κόσμος δαιμονικής πλάνης από αυτά τα ίδια τα πνεύματα.
3. Τα όντα με τα οποία οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή στον εναέριο κόσμο είναι πάντοτε, ή σχεδόν πάντοτε, δαίμονες, που είτε εμφανίζονται ύστερα από ανθρώπινη επίκληση μέσω των μέντιουμ ή άλλων αποκρυφιστικών μεθόδων είτε συναντώνται κατά τη διάρκεια «εξωσωματικών» εμπειριών. Αυτά τα όντα δεν είναι άγγελοι, αφού οι άγγελοι κατοικούν στους ουρανούς και μόνο διέρχονται από τον εναέριο κόσμο μόνο ως αγγελιοφόροι του Θεού. Δεν είναι ούτε οι ψυχές των νεκρών, αφού οι ψυχές των νεκρών βρίσκονται σε μία προσωρινή κατάσταση στην οποία προγεύονται τον παράδεισο ή την κόλαση και διέρχονται από τον εναέριο κόσμο μόνον αμέσως μετά το θάνατο, πορευόμενες προς Κρίσης για τις πράξεις του σε τούτη τη ζωή. Ακόμα και οι πλέον μυημένοι στις εξωσωματικές εμπειρίες δεν μπορούν να παραμείνουν σε αυτόν τον κόσμο για πολλή ώρα χωρίς τον κίνδυνο να αποχωρισθούν μονίμως από το σώμα τους, δηλαδή να πεθάνουν και, ακόμα και στην αποκρυφιστική βιβλιογραφία, υπάρχουν ελάχιστες περιγραφές για συναντήσεις αυτών των ανθρώπων μεταξύ τους.
4. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να εμπιστεύεται τις εμπειρίες που βιώνεις τον εναέριο κόσμο και σίγουρα δεν πρέπει να πιστεύει ότι είναι αυτό που φαίνονται. Ακόμα και όσοι διαθέτουν σταθερές βάσεις στην Ορθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία μπορούν εύκολα να εξαπατηθούν από τα πεπτωκότα εναέρια πνεύματα όσον αφορά οιαδήποτε «οράματα» ή «οπτασίες» που είναι πιθανό να τους παρουσιαστούν, όσοι όμως εισέρχονται στον κόσμο αυτό χωρίς καμιά σχετική γνώση και αποδέχονται όσα τους «αποκαλύπτονται» με εμπιστοσύνη δεν είναι τίποτε περισσότερο από αξιοθρήνητα θύματα των πεπτωκότων πνευμάτων.
Ίσως κάποιος ρωτήσει: Και τι γίνεται με τη «γαλήνη» και την «τέρψη» που φαίνεται ότι αισθάνονται σχεδόν όλοι οι άνθρωποι στην «εξωσωματική» κατάσταση; Και τι είναι το όραμα «φωτός» που τόσο πολλοί βλέπουν; Είναι κι αυτά μόνον πλάνες και τίποτα άλλο;
Υπό μία έννοια, οι παραπάνω εμπειρίες είναι πιθανώς «φυσικές» για την ψυχή όταν αποχωρίζεται το σώμα. Τα υλικά μας σώματα στον μεταπτωτικό κόσμο στον οποίο ζούμε είναι σώματα πόνου, φθοράς και θανάτου. Όταν η ψυχή αποχωρίζεται το υλικό σώμα, βρίσκεται αμέσως σε μία κατάσταση πιο «φυσική» προς αυτήν, πιο κοντά στην κατάσταση που ο Θεός προορίζει γι’ αυτήν, αυτό συμβαίνει επειδή το αναστημένο «πνευματικό σώμα» εντός του οποίου θα κατοικήσει ο άνθρωπος στη Βασιλεία των Ουρανών έχει περισσότερα κοινά στοιχεία με την ψυχή παρά με το γήινο σώμα. Ακόμα και η φύση του σώματος με το οποίο αρχικά δημιουργήθηκε ο Αδάμ ήταν διαφορετική από αυτήν του μεταπτωτικού του σώματος, πιο εκλεπτυσμένη και μη υποκείμενη σε πόνο ή οδύνες.
Υπό αυτήν την έννοια, τα αισθήματα «γαλήνης» και «τέρψης» της εξωσωματικής εμπειρίας μπορούν να θεωρηθούν ότι είναι γνήσια και δεν αποτελούν πλάνη. Ωστόσο, η πλάνη εισέρχεται τη στιγμή που ο άνθρωπος αρχίζει να ερμηνεύει αυτά τα «φυσικά» αισθήματα ως κάτι «πνευματικό», ωσάν η «ειρήνη» να είναι η πραγματική πνευματική τέρψη που δημιουργεί ο παράδεισος. Αυτός είναι, πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο είναι πιθανό να ερμηνεύουν πολλοί άνθρωποι τις «εξωσωματικές» και μεταθανάτιες» εμπειρίες τους, λόγω του ότι στερούνται πραγματικής πνευματικής εμπειρίας και αντίληψης. Το ότι μία τέτοια ερμηνεία είναι λανθασμένη γίνεται φανερό και από το δεδομένο ότι ακόμα και οι πλέον άκαμπτοι άπιστοι αισθάνονται την ίδια τέρψη όταν «πεθαίνουν». Αυτό το διαπιστώσαμε ήδη, όταν σε προηγούμενο κεφάλαιο αναφερθήκαμε στις περιπτώσεις των Ινδουιστών, ενός αθεϊστή, και ενός ανθρώπου που αυτοκτόνησε. Ένα άλλο εντυπωσιακό παράδειγμα είναι αυτό του αγνωστικιστή Βρετανού μυθιστοριογράφου, Σόμερσετ Μόγκαμ, ο οποίος είχε μία σύντομη εμπειρία «θανάτου» ακριβώς πριν τον πραγματικό του θάνατο σε ηλικία 80 ετών. Κατά τη διάρκεια της εμπειρίας του ο Μόγκαμ είδε πρώτα ένα ολοένα αυξανόμενο φώς και κατόπιν είχε «την πιο τέλεια αίσθηση απελευθέρωσης», όπως την περιέγραψε με δικά του λόγια. Όμως αυτή ήταν η «φυσική», όπως πολλές άλλες, και καθόλου «πνευματική» εμπειρία ενός ανθρώπου του οποίου η ζωή έσβησε μέσα στην απιστία.
Επομένως, ως εμπειρία αντιληπτή μέσω των αισθήσεων ή «φυσική», θα φαινόταν ότι ο θάνατος είναι όντως τερπνός. Η τερπνότητα αυτή μπορεί να βιωθεί τόσο από κάποιον του οποίου η συνείδηση είναι καθαρή ενώπιον του Θεού, όσο και από κάποιον ο οποίος δεν πιστεύει βαθιά στο Θεό, ή δεν πιστεύει καθόλου στην αιώνια ζωή και συνεπώς δεν έχει συναίσθηση του πως μπορεί αν έχει δυσαρεστήσει το Θεό κατά τη διάρκεια της ζωής του. Ένας «άσχημος θάνατος» βιώνεται, όπως έχει ορθά δηλώσει ένας συγγραφέας, μόνον από «αυτούς που γνωρίζουν ότι ο Θεός υπάρχει, ωστόσο έχουν ζήσει τις ζωές τους σαν να μην υπήρχε» δηλαδή αυτούς των οποίων η συνείδηση τους βασανίζει και αντισταθμίζει μέσω του πόνου που τους προκαλεί τη φυσική «τερπνότητα» του σωματικού θανάτου. Η διάκριση μεταξύ πιστών και απίστων επιτελείται, λοιπόν, όχι στη στιγμή του ίδιου του θανάτου, αλλά αργότερα, στη Μερική Κρίση. Η «τερπνότητα» του θανάτου μπορεί να είναι πραγματική, αλλά σε καμιά περίπτωση δε συνδέεται αναγκαστικά με την τελική πορεία της ψυχής, η οποία μπορεί κάλλιστα να καταλήξει στον αιώνιο βασανισμό. Τα παραπάνω ισχύουν ακόμα περισσότερο στην περίπτωση του οράματος «φωτός». Αυτό ίσως είναι επίσης κάτι απλώς και μόνο φυσικό, μία αντανάκλαση της αληθινής κατάστασης φωτός για την οποία δημιουργήθηκε ο άνθρωπος. Αλλά ακόμα κι αν είναι έτσι, αποτελεί και πάλι σοβαρό σφάλμα να προσδίδουμε σε αυτήν την εμπειρία το «πνευματικό» νόημα που μονίμως της προσδίδουν οι άπειροι στα πνευματικά θέματα. Πάρα πολλά κείμενα της Ορθόδοξης ασκητικής γραμματείας προειδοποιούν τους ανθρώπους να μην εμπιστεύονται κανένα είδος «φωτός» που μπορεί να τους εμφανιστεί, από τη στιγμή που αρχίσει κάποιος να ερμηνεύει αυτό το φώς ως «άγγελο» ή ακόμα και ως «Χριστό», είναι φανερό ότι έχει ήδη παραπλανηθεί, υφαίνοντας μία «πραγματικότητα» που είναι αποτέλεσμα της φαντασίας του ακόμα και πριν τα πεπτωκότα πνεύματα αρχίσουν το δικό τους έργο παραπλάνησης.
Είναι επίσης «φυσικό» για την ψυχή που βρίσκεται έξω από το σώμα να έχει μία διευρυμένη αντίληψη της πραγματικότητας και να διαθέτει αυτό που σήμερα ονομάζεται «υπεραισθητική αντίληψη» ή ESP. Είναι προφανές δεδομένο, που καταγράφεται τόσο στην Ορθόδοξη γραμματεία όσο και στις σύγχρονες επιστημονικές έρευνες, ότι η ψυχή ακριβώς μετά το «θάνατο» - και πολλές φορές ακριβώς πριν από αυτόν- βλέπει εικόνες που οι παριστάμενοι αδυνατούν να δούν, γνωρίζει ότι κάποιος που βρίσκεται μακριά πεθαίνει κλπ. Μία απεικόνιση αυτής της κατάστασης μπορούμε να δούμε στην εμπειρία που ο Δρ. Μούντυ αποκαλεί «όραση της γνώσης», όταν η ψυχή μοιάζει να δέχεται μία «φώτιση» και να βλέπει «όλη τη γνώση» μπροστά της. Ο αγ. Βονιφάτιος περιγράφει την εμπειρία που είχε αμέσως μετά το θάνατό του «ο μοναχός του Ουένλοκ» ως εξής: «Ένιωσε ότι μπορούσε να δει και ότι ήταν εντελώς ξύπνιος, ότι τα μάτια του πριν ήταν καλυμμένα με ένα πυκνό πέπλο και μετά ξαφνικά το πέπλο ανασηκώθηκε και όλα αυτά που πριν ήταν αόρατα, καλυμμένα και άγνωστα τώρα έγιναν ολοφάνερα. Όταν το πέπλο της σάρκας αποβλήθηκε όλο το σύμπαν φάνηκε να εμφανίζεται ταυτόχρονα μπροστά στα μάτια του, έτσι που σε μία ματιά είδε όλα τα μέρη του κόσμου και όλες τις θάλασσες και όλους τους λαούς».
Μερικές ψυχές φαίνεται ότι έχουν μία φυσική ευαισθησία σε παρόμοιες εμπειρίες, ακόμα και όταν εξακολουθούν να βρίσκονται μέσα στο σώμα. Ο αγ. Γρηγόριος ο Μέγας αναφέρει ότι «άλλοτε η ίδια η δύναμη των ψυχών με την λεπτότητα της προορά κάτι» σε αντίθεση με αυτούς που προβλέπουν το μέλλον μέσω θεϊκής αποκάλυψης. Όμως τα άτομα με τέτοιες ικανότητες πέφτουν πάντοτε σε πλάνη όταν αρχίζουν να ερμηνεύουν ή να καλλιεργούν αυτό το ταλέντο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο μόνο από άτομα μεγάλης αγιότητας και, φυσικά, Ορθόδοξης πίστης. Ο Αμερικανός «ψυχικός» Εντγκαρ Κέυση είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα των παγίδων που ενέχει η «υπερ-αισθητική αντίληψη»: από τη στιγμή που ανακάλυψε ότι διέθετε το χάρισμα να κάνει ακριβείς ιατρικές διαγνώσεις σε κατάσταση ύπνωσης, άρχισε να εμπιστεύεται όλα τα μηνύματα που ελάμβανε ευρισκόμενος σε αυτήν την κατάσταση και κατέληξε να αυτοχρισθεί προφήτης του μέλλοντος, μερικές φορές με θεαματική αποτυχία, όπως στην πρόβλεψη του κατακλυσμού που θα συνέβαινε – και δε συνέβη- στη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ το 1969, παρέχοντας αστρολογικές ερμηνείες, και εντοπίζοντας τις «περασμένες ζωές» ανθρώπων στην «Ατλαντίδα», στην αρχαία Αίγυπτο και αλλού.
Συνεπώς, οι «φυσικές» εμπειρίες της ψυχής στην περίπτωση που έχει κάποια σχετική ειδική ευαισθησία, ή που έχει απομακρυνθεί από το σώμα – είτε πρόκειται για εμπειρίες «γαλήνης» και τέρψης, φωτός, είτε «υπερ-αισθητικής αντίληψης»- αποτελούν μόνον την «πρώτη ύλη» της διευρυμένης συνείδησης, παρέχοντας ωστόσο, όπως και πάλι τονίζουμε, ελάχιστες συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τη μεταθανάτια κατάσταση της ψυχής, και πάρα πολύ συχνά οδηγούν τον άνθρωπο στη διαμόρφωση αναξιόπιστων ερμηνειών για τον «άλλο κόσμο», καθώς επίσης και στην άμεση επαφή με τα πεπτωκότα πνεύματα που κυριαρχούν εκεί. Τέτοιες εμπειρίες ανήκουν όλες στον «αστρικό» κόσμο και δεν ενυπάρχει σε αυτές τίποτε το πνευματικό ή το ουράνιο, ακόμα και όταν η ίδια η εμπειρία είναι πραγματική, οι ερμηνείες που της αποδίδονται είναι αναξιόπιστες.
5. Λόγω της ίδιας της φύσης των πραγμάτων, μία πραγματική γνώση του εναέριου κόσμου των πνευμάτων και των όσων αποκαλύπτονται μέσα σε αυτόν δεν μπορεί να αποκτηθεί αποκλειστικά μέσω της εμπειρίας. Η βέβαιη γνώση περί της οποίας καυχησιολογούν όλοι οι κλάδοι του αποκρυφισμού με τη δικαιολογία ότι βασίζεται στην «εμπειρία» είναι ακριβώς το μοιραίο ψεγάδι της όλης απόκρυφης «γνώσης». Αντιθέτως, τέτοιες εμπειρίες, επειδή βιώνονται στον εναέριο κόσμο και συχνά προκαλούνται από δαίμονες με απώτατο σκοπό να παραπλανήσουν και να καταστρέψουν τις ανθρώπινες ψυχές, είναι από αυτήν την ίδια τους τη φύση αδιαχώριστες από την πλάνη, πέραν του δεδομένου ότι ο άνθρωπος, επειδή ο εναέριος κόσμος δεν αποτελεί, όπως ο υλικός κόσμος, το φυσικό του χώρο, δεν μπορεί ποτέ να προσανατολιστεί μέσα σε αυτόν και να είναι σίγουρος για τη γνησιότητά του. Η Βουδιστική διδασκαλία, όπως εκφράζεται στη Θιβετιανή Βίβλο των Νεκρών, είναι ασφαλώς ορθή, όταν αναφέρεται στην απατηλή φύση των εξωτερικών εντυπώσεων του «επιπέδου Bardo”, εσφαλμένα όμως συμπεραίνει από αυτό, βασισμένη μόνο στην εμπειρία, ότι δεν υπάρχει καμιά απολύτως αντικειμενική πραγματικότητα πίσω από τέτοιες εξωτερικές εντυπώσεις. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει στ’ αλήθεια ποια είναι η πραγματικότητα του αόρατου κόσμου εκτός κι αν η γνώση αυτή του αποκαλυφθεί από μία πηγή που βρίσκεται έξω και πάνω από τον εν λόγω κόσμο.
Η σύγχρονη προσέγγιση του εναέριου κόσμου μέσω προσωπικών και «επιστημονικών» πειραματισμών είναι, για τον ίδιο λόγο, καταδικασμένη να καταλήγει σε παραπλανητικά και απατηλά συμπεράσματα. Σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι ερευνητές αποδέχονται ή τουλάχιστον διάκεινται λίαν ευνοϊκώς προς την αποκρυφιστική διδασκαλία σχετικά με τον κόσμο αυτό, για το μοναδικό λόγο ότι βασίζεται στην εμπειρία, η οποία αποτελεί επίσης τη βάση της επιστήμης. Όμως η «εμπειρία» στον υλικό κόσμο είναι κάτι τελείως διαφορετικό από την «εμπειρία» στον εναέριο κόσμο. Στη μία περίπτωση, η πρώτη ύλη είναι ηθικά «ουδέτερη» και μπορεί να μελετηθεί αντικειμενικά και το αποτέλεσμα να επαληθευτεί από άλλους, στην άλλη όμως η «πρώτη ύλη» είναι κρυμμένη, εξαιρετικά δύσκολο να κατανοηθεί, και, σε πολλές περιπτώσεις, έχει μία δική της θέληση, θέλει να εξαπατήσει τον παρατηρητή. Γι’ αυτόν το λόγο, σοβαροί ερευνητές όπως ο Δρ. Μούντυ, ο Δρ. Κρούκαλλ, οι Δρες Οσις και Χάραλντσον και η Δρ. Κιούμπλερ – Ρός καταλήγουν να χρησιμοποιούνται για τη διάδοση αποκρυφιστικών ιδεών, των «φυσικών» ιδεών που εξάγονται από τη μελέτη του απόκρυφου εναέριου κόσμου. Μόνο η ιδέα ότι υπάρχει μία αποκαλυμμένη αλήθεια υπεράνω πάσης εμπειρίας, ιδέα που σπανίως γίνεται αποδεκτή στις μέρες μας, μπορεί να οδηγήσει στη διαλεύκανση του απόκρυφου εναέριου κόσμου, στην αναγνώριση της αληθινής του φύσης και στη διαμόρφωση μίας διάκρισης μεταξύ του κατώτερου εναέριου κόσμου και του ανώτερου επουράνιου κόσμου.
Κρίναμε αναγκαίο να αφιερώσουμε αυτό το εκτενές κεφάλαιο στις «εξωσωματικές» εμπειρίες προκειμένου να καθορίσουμε με όσο το δυνατόν περισσότερη ακρίβεια τη φύση των εμπειριών που βιώνουν σήμερα πολλοί συνηθισμένοι άνθρωποι, όχι μόνο μέντιουμ και αποκρυφιστές. Στο συμπέρασμα του βιβλίου μας θα επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε το γιατί τέτοιες εμπειρίες συμβαίνουν τόσο συχνά στη σύγχρονη εποχή. Είναι απολύτως σαφές ότι οι εμπειρίες αυτές είναι αληθινές, και δεν μπορούν να απορριφθούν ως «παραισθήσεις». Είναι, όμως, εξίσου σαφές ότι δεν πρόκειται για «πνευματικές» εμπειρίες, και ότι οι απόπειρες όσων τις έχουν βιώσει να τις ερμηνεύσουν ως τέτοιες, ως εμπειρίες που αποκαλύπτουν την αληθινή φύση της μετά θάνατον ζωής και την τελική κατάσταση της ψυχής, το μόνο που κάνουν είναι να αυξάνουν τη σύγχυση που διακατέχει τη σύγχρονη ανθρωπότητα όσον αφορά τα πνευματικά θέματα και να αποκαλύπτουν πόσο πολύ μακριά βρίσκεται από τη συνειδητοποίηση της αληθινής πνευματικής γνώσης και εμπειρίας.
Για να διαπιστώσουμε τα όσα μόλις αναφέραμε, θα προχωρήσουμε στην εξέταση διαφόρων περιπτώσεων αληθινών εμπειριών από τον άλλο κόσμο, τον αιώνιο επουράνιο κόσμο που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο μόνο με τη θέληση του Θεού, και που είναι τελείως διαφορετικός από τον εναέριο κόσμο που εξετάσαμε εδώ, ο εναέριος κόσμος αποτελεί τμήμα αυτού του κόσμου ο οποίος κάποτε θα έχει ένα τέλος.
Λίγα λόγια για τη «μετενσάρκωση»
Η ιδέα της μετενσάρκωσης είναι μία από τις αποκρυφιστικές ιδέες οι οποίες συζητούνται ευρέως σήμερα και μερικές φορές γίνονται αποδεκτές από ανθρώπους με «εξωσωματικές» και «μεταθανάτιες» εμπειρίες, ακόμα και από κάποιους επιστήμονες. Σύμφωνα με την ιδέα αυτή, η ψυχή μετά το θάνατο δεν υφίσταται τη Μερική Κρίση ώστε να προγευτεί κατόπιν τον παράδεισο ή την κόλαση αναμένοντας την ανάσταση του σώματος και την Τελική Κρίση, αλλά, προφανώς μετά από μία περισσότερο ή λιγότερο μακρά παραμονή στο «αστρικό πεδίο», επιστρέφει στη γή και καταλαμβάνει ένα νέο σώμα, είτε κάποιου ζώου είτε κάποιου άλλου ανθρώπου.
Πρόκειται για μία ιδέα που ήταν πολύ διαδεδομένη στην παγανιστική αρχαιότητα της Δύσης, πριν αντικατασταθεί από τις ιδέες του Χριστιανισμού, όμως η εξάπλωσή της στην εποχή μας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιρροή του Ινδουισμού και του Βουδισμού, θρησκειών οι οποίες γενικώς την αποδέχονται. Σήμερα η ιδέα της μετενσάρκωσης είναι συνήθως «εξανθρωπισμένη», αφού οι άνθρωποι υποθέτουν ότι στις «προηγούμενες ζωές» τους ήταν και πάλι άνθρωποι, ενώ η πιο διαδεδομένη άποψη, τόσο μεταξύ αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων όσο και μεταξύ Ινδουιστών και Βουδιστών, είναι ότι το να καταφέρει ο άνθρωπος να «ενσαρκωθεί» ξανά σε άνθρωπο αποτελεί μάλλον σπάνιο φαινόμενο και ότι οι περισσότερες σημερινές περιπτώσεις αφορούν «ενσαρκώσεις» σε ζώα, έντομα, ακόμα και φυτά.
Οι οπαδοί της μετενσάρκωσης υποστηρίζουν ότι μπορεί να ερμηνεύσει όλες τις «αδικίες» που κατακλύζουν την επίγεια ζωή, καθώς και τις φαινομενικά ανεξήγητες φοβίες: το να γεννηθεί κάποιος τυφλός ή φτωχός, αποτελεί δίκαιη ανταμοιβή για τις πράξεις του σε κάποια «προηγούμενη» ζωή ή, όπως πιστεύουν οι Ινδουιστές και οι Βουδιστές, οφείλεται στο «κακό του κάρμα», εάν κάποιος φοβάται το νερό, είναι επειδή έχει πνιγεί σε μία «προηγούμενη ύπαρξη».
Οι πιστοί της μετενσάρκωσης δε διαθέτουν κάποια ιδιαίτερη φιλοσοφία που να ασχολείται ενδελεχώς με το θέμα της προέλευσης και του προορισμού της ψυχής, ούτε κάποιες πειστικές αποδείξεις που να υποστηρίζουν τη θεωρία τους, τα κύρια, αλλά επιφανειακά στοιχεία, που την καθιστούν θελκτική ως θεωρία, είναι ότι φαίνεται να αποδίδει «δικαιοσύνη» στη γή, ότι εξηγεί κάποιες ανεξήγητες ψυχικές καταστάσεις και ότι παρέχει κάποια εικονική «αθανασία» σε όσους δεν αποδέχονται αυτήν την αθανασία έτσι όπως τη διδάσκει ο Χριστιανισμός.
Με μία βαθύτερη ανάλυση, όμως, γίνεται φανερό ότι η θεωρία της μετενσάρκωσης δεν παρέχει καμιά απολύτως πραγματική εξήγηση για τις υπάρχουσες αδικίες: εάν κάποιος βασανίζεται σε αυτήν τη ζωή για αδικίες και λάθη που διέπραξε σε μία άλλη ζωή, την οποία δεν μπορεί να θυμηθεί και για την οποία – στην περίπτωση που στην «προηγούμενη» ζωή του ήταν ζώο- δεν μπορεί ούτε καν να θεωρηθεί υπεύθυνος, και εάν – σύμφωνα με τη Βουδιστική διδασκαλία – δεν υπάρχει ούτε καν «εαυτός», ο οποίος να επιζεί από τη μία «ενσάρκωση» στην άλλη, και τα περασμένα λάθη κάποιου ήταν στην κυριολεξία τα λάθη κάποιου άλλου, τότε δεν υπάρχει καμιά απολύτως αναγνωρίσιμη δικαιοσύνη, παρά μόνο μία τυφλή δυστυχία εξαιτίας κακών πράξεων που η προέλευσή τους δεν είναι δυνατόν να εντοπιστεί. Η χριστιανική διδασκαλία περί της πτώσης του Αδάμ, που είναι πηγή των δεινών όλου του κόσμου, παρέχει μία πολύ καλύτερη εξήγηση για τις αδικίες στον κόσμο αυτό, και η Χριστιανική αποκάλυψη της τέλειας δικαιοσύνης τους Θεού που συνίσταται στην κρίση Του για τους ανθρώπους με στόχο την αιώνια ζωή στον παράδεισο ή στην κόλαση καθιστά άσκοπη και ευτελή την ιδέα της επίτευξης «δικαιοσύνης» μέσω διαδοχικών «ενσαρκώσεων» στο γήινο κόσμο.
Τις τελευταίες δεκαετίες η ιδέα της μετενσάρκωσης έχει γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής στο Δυτικό κόσμο, και υπάρχουν πολυάριθμες περιπτώσεις που υπαινίσσονται την «ενθύμηση» «περασμένων ζωών», πολλοί άνθρωποι επίσης επιστρέφουν από «εξωσωματικές» εμπειρίες πιστεύοντας ότι υποδηλώνουν ή εγχέουν την ιδέα της μετενσάρκωσης. Πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε αυτές τις περιπτώσεις;
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ελάχιστες προσφέρουν κάτι περισσότερο από μία ασαφή και συμπτωματική «απόδειξη», και θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν αποκύημα απλής φαντασίας: για παράδειγμα, κάποιο παιδί γεννιέται με ένα σημάδι στο λαιμό του, και στη συνέχεια «θυμάται» ότι στην «προηγούμενη ζωή» του είχε πεθάνει από πέσιμο, και άλλα παρόμοια. Η φυσική ανθρώπινη ροπή προς τη φαντασία καθιστά τέτοιες περιπτώσεις μη ικανές να θεωρηθούν ως «απόδειξη» της μετενσάρκωσης.
Σε πολλές περιπτώσεις, ωστόσο, τέτοιες «προηγούμενες ζωές» ανακαλύπτονται μέσω μίας τεχνικής ύπνωσης γνωστής ως «ανάδρομης ύπνωσης», η οποία συχνά δίνει εντυπωσιακά αποτελέσματα όσον αφορά την ανάκληση γεγονότων που έχουν λησμονηθεί προ πολλού από το συνειδητό, γεγονότα που ανάγονται ακόμα και στη βρεφική ηλικία. Ο υπνωτιστής φέρνει ένα άτομο «πίσω» στη βρεφική του ηλικία, και κατόπιν το ρωτά: «Και τι συνέβη πριν από αυτό; Συχνά, σε τέτοιες περιπτώσεις, το άτομο «θυμάται» το «θάνατό» του ή ακόμα και μία εντελώς διαφορετική ζωή, πώς πρέπει λοιπόν να ερμηνεύσουμε αυτές τις αναμνήσεις;
Οι καλά εκπαιδευμένοι υπνωτιστές παραδέχονται οι ίδιοι τις παγίδες της «ανάδρομης ύπνωσης». Ο Δρ. Αρθουρ Χιέϊστινγκς από την Καλιφόρνια των ΗΠΑ, ειδικός στην ψυχολογία της επικοινωνίας, παρατηρεί ότι «αυτό που ολοφάνερα συμβαίνει σε κατάσταση ύπνωσης είναι ότι ο υπνωτισμένος αποδέχεται εξαιρετικά εύκολα οποιεσδήποτε διακριτικά διατυπωμένες, μη λεκτικές, καθώς και λεκτικές προτάσεις του υπνωτιστή που απευθύνονται στο ασυνείδητό του και είναι εξαιρετικά ενδοτικός σε αυτές. Εάν του ζητήσεις να πάει σε μία περασμένη ζωή, και δεν έχει περασμένη ζωή, θα επινοήσει μία για χάρη σου! Εάν του υποβάλεις της ιδέα ότι είδε ένα UFO, θα έχει δεί ένα UFO». Ο Δρ. Λάρυ Γκάρετ, υπνωτιστής που εργάζεται στο Σικάγο και έχει ο ίδιος πραγματοποιήσει περίπου 500 αναδρομές μέσω ύπνωσης, σημειώνει ότι αυτές οι αναδρομές είναι συχνά ανακριβείς ακόμα και στην περίπτωση της ενθύμησης κάποιου περασμένου γεγονότος αυτής της ζωής: «πολλές φορές οι άνθρωποι κατασκευάζουν γεγονότα από ευσεβείς πόθους, φαντασιώσεις, όνειρα και άλλα παρόμοια… Ο καθένας που ασχολείται με την ύπνωση και κάνει οποιοδήποτε είδος αναδρομής θα διαπιστώσει ότι πολλές φορές οι άνθρωποι διαθέτουν μία τέτοια ζωηρή φαντασία, που κάθονται εκεί και επινοούν ότι μπορεί κανείς να φανταστεί μόνο και μόνο για να ευχαριστήσουν τον υπνωτιστή».
Ένας άλλος ερευνητής του θέματος γράφει: «αυτή η μέθοδος είναι παρακινδυνευμένη για πολλούς λόγους, σημαντικότερος εκ των οποίων είναι η τάση του ασυνείδητου να δημιουργεί υπερβολικές φαντασιώσεις κατά την ύπνωση. Αυτό που έρχεται στην επιφάνεια κατά την ύπνωση. Αυτό που έρχεται στην επιφάνεια κατά την ύπνωση ίσως στην πραγματικότητα να είναι ένα όνειρο του είδους της προηγούμενης ζωής που ο υπνωτισμένος θα επιθυμούσε να είχε ζήσει ή που πιστεύει, εσφαλμένα ή ορθά, ότι όντως έζησε… Σε ένα σχετικό πείραμα, ένας ψυχολόγος έδωσε οδηγία σε αρκετούς υπνωτισμένους να θυμηθούν μία προηγούμενη ύπαρξή τους, και το έκαναν όλοι, χωρίς εξαίρεση. Μερικές από τις αναφορές αυτών των ατόμων ήταν γεμάτες με ζωντανές λεπτομέρειες και έμοιαζαν πειστικές…, ωστόσο, όταν ο ψυχολόγος τους υπνώτισε εκ νέου, ήταν ικανοί, σε κατάσταση ύπνωσης, να εντοπίσουν την προέλευση κάθε στοιχείου της αναφερθείσας προηγούμενης ύπαρξής τους σε κάποια συνηθισμένη πηγή – κάποιο άτομο που είχαν γνωρίσει στην παιδική τους ηλικία, σκηνές από μυθιστορήματα που είχαν διαβάσει ή από ταινίες που είχαν δει χρόνια πριν, και ούτω καθεξής».
Τι συμβαίνει όμως με τις περιπτώσεις , που τελευταία έχουν αποκτήσει μεγάλη δημοσιότητα, κατά τις οποίες υπάρχει «αντικειμενική απόδειξη» για την «προηγούμενη ζωή» κάποιου – όταν ένα άτομο «θυμάται» λεπτομερώς στοιχεία σχετικά με τόπους και ημερομηνίες που δεν είναι δυνατόν να γνώριζε από μόνο του, στοιχεία που, όμως, μπορούν να επιβεβαιωθούν από ιστορικά επίσημα έγγραφα;
Τέτοιες περιπτώσεις φαίνονται πολύ πειστικές σε όσους ήδη τείνουν να πιστεύουν στη μετενσάρκωση, όμως αυτό το είδος «απόδειξης» δε διαφέρει από τις συνηθισμένες πληροφορίες που παρέχονται από τα «πνεύματα» στις πνευματιστικές συγκεντρώσεις, οι οποίες επίσης μπορούν να διακρίνονται από εντυπωσιακή ακρίβεια, και δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι προέρχονται από διαφορετική πηγή. Αφού τα «πνεύματα» των πνευματιστικών συγκεντρώσεων είναι ολοφάνερα δαίμονες, τότε επίσης οι δαίμονες μπορούν να παρέχουν τις πληροφορίες για τις «προηγούμενες ζωές» κάποιου. Ο σκοπός και στις δυό περιπτώσεις είναι ο ίδιος: να προκαλέσουν σύγχυση στους ανθρώπους μέσω μίας θεαματικής επίδειξης δήθεν «υπερφυσικής» γνώσης, και έτσι να τους παραπλανήσουν όσον αφορά την αληθινή φύση της μετά θάνατον ζωής και να τους στερήσουν την κατάλληλη πνευματική προετοιμασία για τη ζωή αυτή.
Ακόμα και οι αποκρυφιστές που σε γενικές γραμμές διατίθενται ευνοϊκώς απέναντι στην ιδέα της μετενσάρκωσης παραδέχονται ότι η «απόδειξη» για τη μετανσάρκωση επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Η Σούζυ Σμίθ, μία Αμερικανίδα εκλαϊκεύτρια των αποκρυφιστικών ιδεών, πιστεύει ότι «τα περισσότερα αναφερόμενα περιστατικά που παρέχουν αποδεικτικά στοιχεία για τη μετενσάρκωση είναι πιθανόν να αποτελούν περιπτώσεις κατοχής». « Η κατοχή», σύμφωνα με αυτούς τους αποκρυφιστές, επέρχεται όταν ένα «νεκρό» άτομο καταλαμβάνει το σώμα ενός ζωντανού ατόμου, τότε η προσωπικότητα του και αυτή η ίδια η ταυτότητά του ως ατόμου φαίνονται να αλλάζουν, προκαλώντας έτσι την εντύπωση ότι έχει κυριευθεί από τα χαρακτηριστικά της «προηγούμενης ζωής» του. Τα όντα αυτά που «καταλαμβάνουν» τους ανθρώπους είναι, φυσικά, δαίμονες, όσο καλά κι αν μπορούν να μεταμφιέζονται ως ψυχές των νεκρών. Μάλιστα, το πού γνωστό πρόσφατο βιβλίο του Δρος Ιαν Στήβενσον φαίνεται ότι αποτελεί μία συλλογή περιπτώσεων τέτοιας «κατοχής».
Η πρωτοχριστιανική Εκκλησία πολέμησε την ιδέα της μετενσάρκωσης, η οποία εισήλθε στο χριστιανικό κόσμο μέσα από Ανατολικές διδασκαλίες όπως αυτές των Μανιχαίων. Η λανθασμένη διδασκαλία του Ωριγένη σχετικά με την «προ-ύπαρξη των ψυχών» ήταν στενά συνδεδεμένη με αυτές τις διδασκαλίες, και κατά την Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 553 μ.Χ. καταδικάστηκε σθεναρά και οι οπαδοί της αναθεματίστηκαν. Υπάρχουν πολλές μεμονωμένες περιπτώσεις Πατέρων της Εκκλησίας οι οποίοι έγραψαν κατά της διδασκαλίας αυτής, κυρίως ο αγ. Αμβρόσιος Μεδιολάνων στη Δύση, ο αγ. Γρηγόριος Νύσσης στην Ανατολή , και άλλοι.
Για τον σημερινό Ορθόδοξο Χριστιανό ο οποίος δελεάζεται από την ιδέα της μετενσάρκωσης, η διερωτάται σχετικά με την υποτιθέμενη «απόδειξή» της, ίσως είναι αρκετό να παραθέσουμε τρία βασικά Χριστιανικά δόγματα, η προσεκτική εξέταση των οποίων αναιρεί τελειωτικά κι αυτήν ακόμα τη δυνατότητα μετενσάρκωσης:
1. Η ανάσταση του σώματος. Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς μέσα στο ίδιο σώμα το οποίο είχε πεθάνει με τον ίδιο θάνατο που πεθαίνουν όλοι οι άνθρωποι, και αποτέλεσε το πρώτο παράδειγμα για όλους τους ανθρώπους, των οποίων τα σώματα επίσης θα αναστηθούν την τελευταία ημέρα και θα επανενωθούν με τις ψυχές τους, έτσι ώστε να ζήσουν αιώνια στην κόλαση ή στον παράδεισο, σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού για τη ζωή τους πάνω στη γή. Αυτό το αναστημένο σώμα, όπως και το σώμα του ίδιου του Χριστού, θα διαφέρει από το γήινο σώμα μας, αφού θα είναι πιο εκλεπτυσμένο και θα προσιδιάζει περισσότερο στην αγγελική φύση, χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να κατοικήσει στη Βασιλεία των Ουρανών, όπου δεν υπάρχει θάνατος ούτε φθορά, θα εξακολουθεί όμως να είναι το ίδιο σώμα, που ο Θεός θαυματουργά θα έχει ανακαινίσει ώστε να είναι κατάλληλο για την αιώνια ζωή, όπως ο προφήτης Ιεζεκιήλ είδε στο όραμα των γυμνών και ξηρών οστών: «Ο Κύριος έθεσε το χέρι του επάνω μου και διά του Πνεύματός του με έβγαλε και με έθεσεν ωσάν εν μέσω μιας πεδιάδος. Αυτή δε η πεδιάς ήτο γεμάτη από ανθρώπινα οστά. Ο Κύριος με περιέφερεν ολόγυρα από τα οστά αυτά και ιδού, είδα ότι αυτά ήσαν πάρα πολλά εις όλης εκείνην την πεδιάδα, ξηρά δε πολύ. Ο Κύριος είπε προς εμέ: υιέ ανθρώπου, είναι δυνατόν να αποκτήσουν ζωήν τα οστά αυτά; Και εγώ είπα: Κύριε Κύριε, σύ γνωρίζεις τι μπορεί να συμβεί με αυτά. Ο Κύριος μου είπες: Προφήτευσε δια τα οστά αυτά και ειπέ τα εξής: τα οστά τα ξηρά ακούσατε τον λόγον του Κυρίου. Αυτά λέγει ο Κύριος εις αυτά τα ξηρά οστά, ιδού, εγώ φέρω εις σας πνεύμα ζωής, θα δώσω εις σας νεύρα, θα σας καλύψω με σάρκας, θα απλώσω επάνω εις σας δέρμα και θα δώσω το Πνεύμα μου εις σας. Θα αποκτήσετε ζωήν και θα ζήσετε. Ετσι δε θα μάθετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος. Εγώ επροφήτευσα σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου. Όταν εγώ επροφήτευσα ιδού, έγινε σεισμός, ο οποίος έφερε τα οστά το καθένα εις την φυσικήν του θέσιν και το ενηρμόνισε προς τα άλλα οστά, ώστε να αποτελεσθούν ολόκληροι σκελετοί. Και με κατάπληξίν μου είδος και ιδού, ότι εφύτρωσαν επάνω εις αυτά νεύρα και σάρκες. Επάνω δε εις τα ς σάρκας και τα νεύρα, ηπλώθη δέρμα αλλά πνοή ζωής δεν υπήρχε ακόμη εις αυτά τα σώματα. Ο Κύριος είπε τότε προς εμέ «προφήτευσον προς το Πνεύμα, υιέ ανθρώπου, προφήτευσε και ειπέ εις το ζωογόνον Πνεύμα, αυτά λέγει ο Κύριος, από τους τέσσαρας ανέμου, από όλα τα σημεία του ορίζοντος, σύ Πνεύμα, πανταχού παρόν, έλα εδώ και εμφύσησε εις τα νεκρά αυτά σώματα, δια να λάβουν ζωήν και ζήσουν». Επροφήτευσα, όπως ο Κύριος με διέταξε, και εισήλθε πράγματι εις αυτά το Πνεύμα της ζωής και έζησαν και εστάθησαν όρθια επάνω εις τους πόδας των, λαός πάρα πολύς. Ο Κύριος ωμίλησε πάλιν προς εμέ και είπεν «υιέ ανθρώπου, αυτά τα οστά υποδηλώνουν τον ισραηλιτικόν λαόν, διότι οι Ισραηλίται λέγουν, ο καθένας διά τον εαυτόν του και δι’ ολόκληρος τον λαόν, ότι τα οστά μας έγιναν κατάξηρα, εχάθη πλέον κάθε ελπίς δι’ ημάς, έχομεν οριστικώς χαθή. Διά τούτο προφήτευσε και ειπέ προς αυτούς, αυτά λέγει ο Κύριος: Ιδού εγώ θα ανοίξω τους τάφους σας και θα σας βγάλω μέσα από τα μνήματά σας και θα σας επαναφέρω εις την χώραν του Ισραήλ. Και τότε θα μάθετε ότι εγώ είναι ο Κύριος, όταν θα ανοίξω τους τάφους σας και θα βγάλω τον λαόν μου μέσα από τα μνήματά του. Θα σας δώσω το ζωοποιόν μου Πνεύμα, θα αναστηθήτε και θα αποκτήσετε ζωήν. Θα σας εγκαταστήσω εις την χώραν σας και θα μάθετε, ότι εγώ είμι ο Κύριος. Εγώ ωμίλησα και θα πραγματοποιήσω αυτά που είπα, λέγει ο Κύριος (Ιεζεκιήλ ΛΖ’ 1-14). Στον παράδεισο οι σεσωσμένοι θα αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον. Συνεπώς το σώμα συνιστά αναπαλλοτρίωτο τμήμα του όλου ανθρώπου ο οποίος θα ζεί για πάντα, και η ιδέα των πολλών σωμάτων που ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο αρνείται την ίδια τη φύση της Ουράνιας Βασιλείας που ο Θεός έχει ετοιμάσει για εκείνους που Τον αγαπούν.
2. Η λύτρωσή μας από τον Ιησού Χριστό. Ο Θεός ενσαρκώθηκε, και μέσα από τη ζωή Του, το μαρτύριό Του, και το θάνατό Του πάνω στο Σταυρό μας λύτρωσε από την εξουσία της αμαρτίας και του θανάτου. Μέσα στην Εκκλησία Του βρίσκουμε τη σωτηρία μας και προγευόμαστε την Ουράνια Βασιλεία, χωρίς να οφείλουμε «τέλη» για τις προηγούμενες παραβάσεις μας. Σύμφωνα όμως με την ιδέα της μετενσάρκωσης, ο άνθρωπος κερδίζει τη σωτηρία μόνον αφού ζήσει πολλές ζωές μέσα από τις οποίες θα επανορθώσει πλήρως τις συνέπειες των αμαρτιών του. Αυτός είναι ο ψυχρός και θλιβερός νομικισμός των παγανιστικών θρησκειών, ο οποίος καταργήθηκε ολοκληρωτικά με τη Σταυρική θυσία του Χριστού, ο ληστής στα δεξιά Του κέρδισε τη σωτηρία σε μία στιγμή χάρη στην πίστη του στον Υιό του Θεού, αφού το «κακό κάρμα» των αμαρτιών του εξαλείφθηκε με τη Θεία Χάρη.
3. Η Κρίση. «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις», (οι άνθρωποι, μία φορά πεθαίνουν και ύστερα έρχεται κρίσις). Η ανθρώπινη ζωή είναι μία μοναδική, καθορισμένη περίοδος δοκιμασίας, μετά από την οποία δεν υπάρχει «δεύτερη ευκαιρία» αλλά μόνο η κρίση του Θεού – δίκαιη αλλά και φιλεύσπλαχνη – για τον άνθρωπο, ανάλογα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ψυχή του όταν η ζωή του τερματιστεί.
Στα παραπάνω τρία δόγματα η Χριστιανική αποκάλυψη είναι απολύτως ακριβής και συγκεκριμένη, σε αντίθεση με τις παγανιστικές θρησκείες οι οποίες δε δέχονται ούτε την ανάσταση ούτε τη σωτηρία, και είναι ασαφείς στο θέμα της κρίσης και της μελλοντικής ζωής. Η μόνη απάντηση σε όλες τις υποτιθέμενες εμπειρίες ή ενθυμήσεις «προηγούμενων ζωών» είναι ακριβώς η σαφής και καθορισμένη Χριστιανική διδασκαλία σχετικά με τη φύση της ανθρώπινης ζωής και τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
SERAFEIM ROSE
Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
H επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση κειμένου και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
© ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου