ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ: Μερικές Ορθόδοξες μαρτυρίες για την μετά θάνατον ζωή

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Μερικές Ορθόδοξες μαρτυρίες για την μετά θάνατον ζωή




Η ψυχή μετά θάνατον
Serafeim Rose

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΜΕΡΙΚΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ ΖΩΗΣ
π. 'Αμβροσίου Φοντριέ πρωθιερέως των Γαλλικών ’Ορθόδοξων ’Ενοριών τής Ρωσικής ’Εκκλησίας τής Διασποράς.

Τά τελευταία χρόνια στή Γαλλία, τά έντυπα καί τά ραδιοτηλεοπτικά μέσα ασχολούνται ιδιαίτερα με τό θέμα τοΰ θανάτου καί τής μετά θάνατον ζωής. ’Ακόμα καί ένα  υποτίθεται ’Ορθόδοξο  ελληνικό περιοδικό πού κυκλοφορεί στή Γαλλία έχει λάβει μέρος σέ αυτόν τό χορό συζητήσεων, δημοσιεύοντας ένα άρθρο μέ τίτλο: «Πείτε μου γιατί... ποτέ κανείς δέν έχει γυρίσει πίσω!» Στό τέλος τοΰ άρθρου ό συντάκτης του συμπεραίνει: «Καμιά άνθρώπινη γνώση δέ δύναται νά δώσει μία βέβαιη άπάντηση στό μυστήριο τοΰ θανάτου καί τής μετά θάνατον ζωής: μόνο ή πίστη διαλύει κάπως τις σκιές...» Παρεμπιπτόντως, άποδίδει τά σέβη του πρός τόν Κύριο, τόν Όποιο άποκαλεϊ «ό ικανός βαρκάρης...», ένας βαρκάρης ό όποίος περιέργως θυμίζει τό Χάροντα, τόν οδηγό τού "Αδη τής ελληνικής μυθολογίας πού οδηγούσε με τή βάρκα του τίς ψυχές των νεκρών στόν ποταμό, μέ άντίτιμο έναν όβολό.Θά ήταν εύχής έργο, εάν ό συντάκτης τού εν λόγω άρθρου είχε μελετήσει τό κείμενο τής ’Ορθόδοξης επικήδειας λειτουργίας, ή των λειτουργιών υπέρ άναπαύσεως τών νεκρών πού τελούνται κάθε Σάββατο, ή τούς Βίους τών Αγίων ή τών Πατέρων τής ερήμου· θά είχε τότε μπορέσει νά δώσει «μία άπάντηση στό μυστήριο τού θανάτου καί τής μετά θάνατον ζωής» καί έτσι νά καθοδηγήσει υπεύθυνα καί νά διαπαιδαγωγήσει τούς άναγνώστες του. Αλλά οί δικοί μας «’Ορθόδοξοι» οίκου μενιστές καί μοντερνιστές, εξ΄ αιτίας τής έρωτοτροπίας τους μέ αύτόν τόν κόσμο, υπέρ τού οποίου ό Σωτήρας Χριστός δέν ήθελε νά προσευχηθεί, έχουν γίνει τό άλάτι πού έχει χάσει τήν άλμύρα του καί δέν έχει πλέον καμιά άξια παρά νά πεταχτεϊ έξω καί νά καταπατεϊται άπό τούς άνθρώπους, σύμφωνα μέ τόν άλάθητο λόγο τού Κυρίου.


Θέλοντας νά «διαλύσουμε κάπως τίς σκιές» τού επιμελητή έκδοσης τού ελληνικού περιοδικού καί ταυτοχρόνως νά διαπαιδαγωγήσουμε τούς πιστούς καί τούς άναγνώστες μας, δημοσιεύουμε εδώ τρία κείμενα σχετικά μέ τό μυστήριο τού θανάτου καί τής μετά θάνατον ζωής.
Σημ. μτφρ. τής άγγλικής έκδοσης: Τά πρώτα δ ύο κείμενα προέρχονται άπό τόν αγ. Διονύσιο τόν Αρεοπαγίτη καί άπό τό Βίο ενός άθωνίτη μονάχον καί παρο υσιάζο υν τό πέος ένας ’Ορθόδοξος χριστιανός προετοιμάζεται γιά τό θάνατο καί τό χωρισμό τής ψυχής από τό σώμα. Τό τρίτο κείμενο, από τό Βίο τον άείμνηστον είκονογράφον Φώτη Κόντογλον ό όποίος άναπανθηκε τό 1965/ άκολονθεϊ παρακάτω χωρίς περικοπές.

Τό μεγάλο στοίχημα ανάμεσα σε πιστούς καί σε άπίστους
Τον Φώτη Κόντογλου

Τή Λαμπροδευτέρα τό βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πριν νά πλαγιάσω γιά νά κοιμηθώ, έβγήκα στό μικρό περιβολάκι πού έχουμε πίσ’ άπό τό σπίτι μας, καί στάθηκα γιά λίγο, κυττάζοντας τό σκοτεινό ουρανό με τ’ άστρα. Σάν νά τόν έβλεπα πρώτη φορά. Μοΰ φάνηκε πολύ βαθύς, καί σάν νά ερχότανε άπό πάνω μιά μακρυνή ψαλμωδία. Τό στόμα μου είπε σιγανά: «Ύψοντε Κύριον τόν Θεόν ημών, και προσκννεϊτε τώ νποποδίω τών ποδών αυτόν». "Ενας άγιασμένος γέροντας μοΰ είχε πει μιά φορά πώς κατά τούτες τις ώρες άνοίγουνε τά ούράνια. Ό άγέρας μοσκοβολούσε άπό τά λουλούδια κι άπό τά άγιοχόρταρα, πού έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ό ουρανός και ή γή τής δόξης το ν Κυρίου».

Θά στεκόμουνα εκεί πέρα μοναχός ως τό ξημέρωμα. Σάν νά μήν είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό μέ τή γή. ’Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στό σπίτι καί άνησυήσουνε πού έλειπα, καί γι’ αύτό μπήκα μέσα καί ξάπλωσα. Δέ μέ είχε θολώσει καλάκαλά ό ύπνος, δεν ξέρω άν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, καί βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο μέ αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σάν πεθαμένος, μά τά μάτια του ήτανε σάν άνοιχτά καί μ’ έβλεπε τρομαγμένος. Τό πρόσωπό του ήτανε σάν μάσκα, σάν μούμια, μέ τό πετσί του γυαλιστερό, μαυροκίτρινο, καί κολλημένο στό νεκροκέφαλο μέ όλα τά βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σάν λαχανιασμένος. Στό ’να χέρι του βαστοΰσε κάποιο παράξενο πράγμα, πού δέν κατάλαβα τί ήτανε, καί μέ τ’ άλλο έσφιγγε τό στήθος του, λές καί πονοΰσε.

Εκείνο τό πλάσμα μ’ έκανε ν’ άνατριχιάσω. Τό κύτταζα, καί μέ κύτταζε, δίχως νά μιλήσει, σάν νά περίμενε νά τό γνωρίσω. Καί στ’ άλήθεια, μ’ όλο πού ήτανε τόσο άλλόκοτο, σάν νά μοΰ είπε μιά φωνή: «Είναι ό τάδε!». Μόλις ακόυσα τή φωνή, τόν γνώρισα ποιος ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε τό στόμα του κι άναστέναξε. Μά ή φωνή του σάν νά ερχότανε άπό πολύ μακρυά, σά νά ’βγαίνε άπό κανένα βαθύ πηγάδι. Έβλεπα πώς βρισκότανε σέ μιά μεγάλη άγωνία, κι ύπόφερνα κι εγώ μαζί του. Τά χέρια του, τά πόδια του, τά μάτια του, όλα φανερώνανε πώς βασανιζότανε. ’Απάνω στήν άπελπισία μου, πήγα κοντά του νά τόν βοηθήσω, μά εκείνος μοΰ ’κάνε νόημα μέ τό χέρι του νά σταματήσω.  ’Άρχισε νά βογγά, μέ τέτοιον τρόπο, πού πάγωσα. ’Έπειτα μοΰ λέγει: «Δέν ήρθα, μέ στείλανε. ’Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σέ ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τόν Θεό νά μέ λυπηθή. Θέλω νά πεθάνω, μά δέ μπορώ. "Αχ! "Οσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πρίν πεθάνω, πού ήρθες στό σπίτι μου καί μιλούσες γιά θρησκευτικά; "Ητανε καί δυό άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σάν κι εμένα. ’Εκεί πού μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σάν έφυγες, μού είπανε:

Κρίμα, νά ’χει τέτοιο μυαλό, καί νά πιστεύει στις ανοησίες πού πιστεύουνε οι γρηές! Μιά άλλη μέρα, σοϋ είχα πει, όπως καί πολλές άλλες φορές: «Βρέ Φ., μάζευε λεφτά, θά πεθάνης στην ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, καί πάλι θέλω κι άλλα».

Τότε μοϋ είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιομέ τόν χάρο πώς θά ζήσεις τόσα χρόνια πού θέλεις, γιά νά καλοπεράσεις στά γερατειά σου;». Σοϋ λέγω εγώ: «Θά δεις πόσω χρονώ θά πάγω! Τώρα είμαι έβδομηνταπέντε. Θά περάσω τά εκατό. ’Έχω εξασφαλίσει τά παιδιά μου, ό γυιός μου βγάζει λεφτά πολλά, την κόρη μου την πάντρεψα μ’έναν πλούσιον άπό την :Αβησσυνία, εγώ κι ή γυναίκα μου έχουμε καί παραέχουμε. ’Όχι σάν κι εσένα, πού άκοϋς αυτά πού λέν οί παπάδες Χριστιανό τά τέλη τής ζωής ημών. Τί θά βγάλεις άπό τά Χριστιανό τά τέλη;. Παρά νά ’χεις στην τσέπη σου, καί μη σέ μέλει. Έγώ νά δώσω ελεημοσύ νη; Καί γιατί έκα νε φτωχούς ό πολυεύσπλαχνος Θεός σας; Γιά νά τούς θρέφω έγώ; ”Αμ βάζουνε εσάς καί ταΐζετε τούς τεμπέληδες, γιά νά πάτε στόν Παράδεισο! Ακοϋς εκεί Παράδεισο; Έγώ ξέρεις πώς είμαι γυιός παπά, καί τά γ νωρίζω καλά αυτά τά κόλπα. Μά νά τά πιστεύο υ νε αυτά οί μικρόμυαλοι. ’Όχι όμως κι εσύ, πού έχεις τέτοια σπουδή, καί νά πας χαμένος. Έσύ, όπως πας, θάπεθάνεις πριν άπό μένα, θά πάρεις καί στόν λαιμό σου την οίκογένειά σου. Μά εγώ, σοϋ λέγω καί σοϋ υπογράφω, σάν γιατρός πού είμαι, πώς θά ζήσω εκατόν δέκα χρόνια!...».

Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε άπό δώ κι άπό κεϊ, σάν νά ψηνότανε άπάνω σέ καμμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα άπό τό στόμα του: «”Αχ! Ούχ! Ού! Ού! Ού! Χού! Ούχ!».

Ησύχασε γιά λίγο καί ξαναεϊπε: «Αυτά έλεγα, μά σέ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα τό στοίχημα! Τί ταραχή! Τι τρομάρα τράβηξα! Σαστισμένος, μιά βουλίαζα καί μιά ανέβαινα απάνω, καί φώναζα:"Έλεος! Μά κανένας δέν μ’ άκονγε. "Ενα ρεύμα μέ κλωθογύριζε σάν νά ’μοννα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τί τράβηξα (ός τά τώρα, καί τί τραβά). Τί αγωνία είναι αυτή! "Ολα δσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Τό κέρδισες τό στοίχημα. ’Εγώ, τότε που βρισκόμουνα στόν κόσμο πού ζεϊς, ήμουνα ό έξυπνος. ’Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει νά μιλώ και νά μ’ άκοϋνε, νά κοροϊδεύω τη θρησκεία, νά συζητώ γιά χεροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πώς χεροπιαστά είναι εκείνα πού τά έλεγα παραμύθια καί χαρτοφάναρα. Χεροπιαστή είναι ή αγωνία πού βρίσκουμαι. "Αχ! Τοϋτος θά είναι ό σκώληξ ό άκοίμητος, τοϋτος θά είναι ό βρυγμός τών όδόντων!».

’Απάνω σ’ αυτά, χάθηκε άπό τά μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τά βογγητά του, πού καί κείνα σβήσανε σιγάσιγά. Μέ πήρε λίγο ό ύπνος, μά σε μιά στιγμή, κατάλαβα νά μέ σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Ανοιξα τά μάτια μου, καί τόν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τή φορά ήτανε άκόμα πιό φριχτός καί πιό μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ’ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, πού τό κουνούσε άπό δω κι άπό κεϊ.

Ανοιξε τό στόμα του καί μοΰ είπε: «Σέ λίγη (όρα θά ξημερώσει καί θά ’ ρθουνε νά μέ πάρουνε εκείνοι πού μέ στείλανε!». Τού λέγω: « Ποιοι σέ στείλανε;». Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως νά καταλάβω τίποτα. "Υστερα μοΰ λέγει: «Εκεϊ πού βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί άπό κείνους πού σέ περιπαίζανε γιά την πίστη σου, καί τώρα καταλάβανε πώς οί εξυπνάδες δέν περνούνε παραπέρα άπό τό νεκροταφείο. Είναι καί κάποιοι άλλοι πού τούς έκανες καλό, κι αυτοί σέ κακολογούσανε. Κι όσο τούς συχωροϋσες, τόσο αυτοί γινόντανε χειρότεροι. Γιατί ό πονηρός άνθρωπος άντί νά τόν κάνει η καλωσύνη νά χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τόν κάνει νά νοιώθει τόν εαυτό του νικημένου.  Τούτοι βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση άπό μένα, καί δέ μπορούνε νά βγούνε άπό τη σκοτεινή φυλακή τους γιά νά ’ρθουνε νά σέ βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται μέ τή μάστιγα τής άγάπης, όπως είπε ένας άγιος.

Πόσο άλλοιώτικος είναι ό κόσμος άπ’ ό,τι τόν βλέπαμε! Ανάποδος άπό τήν έξυπνη άντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πώς ή εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας ψευτιά καί άπάτη. ’Εσείς πού έχετε στήν καρδιά σας τό Χριστό, καί πού γιά σάς ό λόγος του είναι άλήθεια, ή μονάχη άλήθεια, εσείς κερδίσατε τό Μεγάλο Στοίχημα, πού μπαίνει άνάμεσα στούς πιστούς καί στούς άπιστους, αυτό τό στοίχημα πού τό έχασα εγώ ό ελεεινός, καί χάθηκα, καί τρέμω κι άναστενάξω, καί δέ βρίσκω ήσυχία. ’Αληθινά, στόν "Αδη δέν ύπάρχει πιά μετάνοια. :Αλλοίμονο σ’ όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τόν καιρό πού είμαστε άπάνω στή γη. Ή σάρκα μας είχε μεθύσει, καί έμπαίξαμε εκείνους πού πιστεύανε στό Θεό καί στή μέλλουσα ζωή, κι ό πολύς κόσμος μάς χειροκροτούσε. Σάς λέγαμε άνόητους, σάς κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε μέ καλωσύνη τά πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε ή δική μας ή κακία.

Βλέπω καί τώρα πόσο θλιβόσαστε άπό τό φέρσιμο τών κακών άνθρώπων, άλλά πώς δεχόσαστε μέ ύπομονή τίς φαρμακερές σαΐτες πού βγάζουνε άπό τό στόμα τους, λέγοντάς σας ύποκριτές, θεομπαίχτες καί λαοπλάνους. "Αν βρισκόντανε, οι δυστυχείς, στή θέση πού βρίσκομαι τώρα, καί βλέπανε άπό δώ πού βλέπω, θά τρομάζανε γιά δ,τι κάνουνε. Θέλω νά φανερωθώ σ’ αυτούς καί νά τούς πω ν’ άλλάξουνε δρόμο, μά δέν έχω την άδεια, όπως δέν την είχε κι εκείνος ό πλούσιος καί γιά τούτο παρακαλούσε τόν Πατριάρχη ’Αβραάμ νά στείλει τό φτωχό τό Λάζαρο. Μά καί κείνον δέν τόν έστειλε, καί τούτο, γιά νά γίνουνε ’ίδια άξιοι τής καταδίκης όσοι άμαρτάνουνε, κι άξιοι τής σωτηρίας όσοι πορεύονται τη στράτα τού Θεού. «'Ο άδικων άδικησάτω έτι, καί ό ρυπαρός ρυπαρευθήτω έτι, καί ό δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω έτι, καί ό άγιος άγιασθήτω έτι».5

Μ’ αυτά τά λόγια, τόν έχασα από μπροστά μου.

Σημ. έπιμ. άγγλικής έκδοσης.: Στό 2ο Κεφάλαιο τού βιβλίου παραθέσαμε απόσπασμα τής διδασκαλίας τού ιερού Αυγουστίνου, σύμφωνα μέ τό όποιο συνήθως μόνον οί άγιοι έχουν δυνατότητα επικοινωνίας μέ τούς ζωντανούς, ενώ οί κοινοί άμαρτωλοί είναι περιορισμένοι στόν άδη καί δέν μπορούν νά βγούν άπό εκεί.'Ωστόσο, πράγματι σέ μερικές περιπτώσεις, όπως ή παρούσα, ό Θεός επιτρέπει σέ μία ψυχή άπό την κόλαση νά εμφανιστεί στους ζώντες χάριν κάποιου ειδικού σκοπού· μερικές παρόμοιες εμφανίσεις έχουν καταγραφεϊ στό βιβλίο Eternal Mysteries beyond the Grave.6 Όπως γράφει ό ιερός Αυγουστίνος: «Οί νεκροί άπό μόνοι τους δέν έχουν καμιά εξουσία νά παρεμβαίνουν στίς υποθέσεις τών ζώντων»,7 καί εμφανίζονται στους ζώντες μόνον κατόπιν ειδικής Θεϊκής παραχώρησης.

’Ακόμα καί σέ αυτές τις περιπτώσεις, όμως, τέτοιες εμφανίσεις είναι πράγματι πολύ σπάνιες, καί στη συντριπτική πλειονότητά τους, πρωτίστως όσες προκαλοϋνται μέ τη μεσολάβηση κάποιου μέντιουμ, αποτελούν δαιμονική άπάτη, άφοϋ οι «νεκροί» είναι μεταμφιεσμένοι δαίμονες.


Περιστατικά εμφάνισης νεκρών στη σύγχρονη Μόσχα τού π. Ντιμίτρι Ντούντκο


Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες στις μέρες μας, ειδικά άπό γυναίκες, γιά εμφανίσεις νεκρών τή νύχτα.
Μία γυναίκα έθαψε τόν άντρα της. 'Υπέφερε, πράγματι, πολύ, έκλαιγε μέ λυγμούς, δέν μπορούσε νά κοιμηθεί.
Στις 12 τά μεσάνυχτα ακούσε κάποιον νά βάζει ένα κλειδί στήν πόρτα, καί βήματα πού σέρνονταν κάποιος ήρθε στό κρεβάτι της.
«Βάλια, εγώ είμαι.»
’Αναπήδησε έντρομη. Ναι, μπροστά τής στεκόταν ό νεκρός σύζυγός της· άρχισαν νά μιλάνε.Τήν επόμενη νύχτα περίμενε πολύ τρομαγμένη. "Ηρθε κι εκείνη τή νύχτα.Ό κόσμος τής έλεγε: «’Ονειρεύεσαι». Μορφωμένοι άνθρωποι τής έλεγαν: «’Έχεις παραισθήσεις άπό τή μεγάλη σου στεναχώρια». Τέθηκε υπό ψυχιατρική παρακολούθηση...

Όμως, τελικά, τί συμβαίνει; Έχουμε έναν άνθρωπο γενικά φυσιολογικό, αύτό όμως πού συνέβη είναι μή φυσιολογικό. Παραισθήσεις... Τί είναι όμως ή παραίσθηση; Ή μήπως πρόκειται απλώς γιά φάντασμα;
Θά σάς άναφέρω μία άλλη περίπτωση: μίας γυναίκας τής οποίας ή μητέρα πέθανε πριν πολύ καιρό· ούτε καν πού τή σκέφτεται, καί ξαφνικά ή μητέρα της εμφανίζεται, πρώτα μόνη της καί κατόπιν μαζί μέ κάποια «παιδιά».
Ή μέχρι πρότινος άνέμελη κόρη τώρα πέφτει σέ μελαγχολία.
Μεταφέρεται σέ νοσοκομείο δπου λαμβάνει θεραπεία. Θεραπεία, όμως, γιά τί;
Καταλαβαίνουμε περί τίνος πρόκειται;
’Ακούστε καί ένα τρίτο περιστατικό: Μία γυναίκα μέ έντονα διαταραγμένο ψυχισμό σκέφτεται νά αύτοκτονήσει. Είναι κατηφής. Ξαφνικά κάποια άλλη γυναίκα μπαίνει στό σπίτι της καί τήν πλησιάζει.
«Βέρα, τί πας νά κάνεις!» Μία συζήτηση άρχίζει άνάμεσά τους, μία σημαντική, εκ βάθους καρδίας συζήτηση.
Ή γυναίκα πού σκεφτόταν νά αύτοκτονήσει ήρεμεΐ καί εκείνη πού τήν έπισκέφθηκε φεύγει. Τότε ή γυναίκα συνέρχεται καί σκέφτεται: «Μά πώς ήρθε; Δέν είναι άργά;» Κοιτάζει τό ρολόι, είναι δύο τό πρωί. Πηγαίνει στήν εξώπορτα, είναι κλειστή.
Τήν επόμενη ή μέρα ψάχνει νά μάθει, ήλθε πράγματι στό σπίτι της αύτή ή γυναίκα; Επισκέπτεται άνθρώπους πού είχε νά δει πολύν καιρό, πέντε χρόνια. Εκείνοι τής άπαντοΰν: ή γυναίκα εκείνη είναι νεκρή εδώ καί πολύν καιρό. Αύτό σημαίνει ότι ήλθε άπό τόν άλλο κόσμο. Ή γυναίκα πού ήθελε νά αύτοκτονήσει άνακουφίζεται.
Τά πρώτα δύο περιστατικά προκάλεσαν τρόμο καί άνησυχία, τό δεύτερο είχε καταπραϋντικό άποτέλεσμα.
Οί άπιστοι θά πουν καί γιά τούς δΰο τύπους περιστατικών: έπρόκειτο γιά παραίσθηση, γιά διαταραγμένη φαντασία...
Όταν ό κόσμος δεν ξέρει τί νά πει, λέει: παραίσθηση, φαντασία. Εξηγούν όμως τίποτα αύτοί οί όροι;
”Ας δώσουμε κι ένα τελευταίο παράδειγμα.
Ό σύζυγος μίας γυναίκας, πιλότος στό επάγγελμα, σκοτώνεται όταν συντρίβεται τό άεροπλάνο του. Ή γυναίκα του τόν ονειρεύεται νά τής λέει: «Δός μου δύο ρούβλια».
Ή γυναίκα δέ δίνει σημασία· βλέπει τό ίδιο όνειρο πολλές φορές. Τότε άρχίζει νά ταράζεται καί άναρωτιέται: «Τί σημαίνει τό όνειρο αύτό;»
Κάποιοι τής λένε: «Μήν δίνεις σημασία·» άλλά εκείνη δέν καθησυχάζεται. Ποτέ πριν δέν είχε πάει στην εκκλησία ούτε είχε άναρωτηθεΐ καθόλου γιά τό Θεό· τώρα όμως στρέφεται στούς άνθρώπους τής εκκλησίας. Τή συμβουλεύουν νά κάνει μνημόσυνο γιά τήν άνάπαυση τής ψυχής του. Δέν ξέρει πώς νά τό κάνει, τής εξηγούν. Εκείνη ρυθμίζει τά σχετικά μέ τήν τέλεση τού μνημόσυνου καί ρωτά: «Πόσο κοστίζει;»
«Δύο ρούβλια.»

Νά λοιπόν τί σήμαινε τό «δός μου δύο ρούβλια»
Μετά τό μνημόσυνο ή γυναίκα δέν ξαναεϊδε αύτό τό όνειρο.
Στήν εποχή μας τά διαχωριστικά όρια μεταξύ αύτοΰ καί τού άλλου κόσμου άρχίζουν νά συγχέονται.9 Τα όσα σάς άνέφερα εδώ δεν τά εξιστόρησα από κάποιο βιβλίο οΰτε τά επινόησα από τή φαντασία μου· είναι πραγματικά περιστατικά, τά όποια μάλιστα έχουν συμβεϊ σχετικά πρόσφατα.
’Έχουμε πάψει νά άναλογιζόμαστε τήν άνάσταση των νεκρών καί οι νεκροί δε μάς άφήνουν στή λήθη μας.
Τί είναι ό θάνατος; Υπάρχει ζωή μετά άπό αυτόν; Γιά όσο διάστημα φαίνεται ότι δεν έχουμε κανένα πρόβλημα, τέτοια θέματα δέ μάς άπασχολοΰν καν. Όμως μερικές φορές καταλΰονται ξαφνικά τά όρια αύτοΰ τοΰ κόσμου καί ό άνθρωπος βλέπει κάτι πού άργότερα τοΰ άλλάζει ριζικά τόν όλο τρόπο σκέψης του.
’Ίσως κάποιοι άπό εσάς νά έχετε διαβάσει σέ ένα βιβλίο πού κυκλοφόρησε πρίν τήν επανάσταση γιά τό πώς ένας άνθρωπος, όνόματι Γιοΰκσκουελλ, βρέθηκε ξαφνικά στόν άλλο κόσμο καί, άφοΰ επανήλθε στή ζωή, διηγήθηκε προσωπικά όλη τήν εμπειρία του. Μάλιστα, πρίν νά τοΰ συμβοΰν αυτά ό Γιοΰκσκουελλ ήταν άθεϊστής· δέν πίστευε στή μετά θάνατον ζωή καί ειρωνευόταν όσους τό έκαναν. Ή πορεία αύτοΰ τοΰ κόσμου πρός τό τέλος του άρχισε μέ τήν έλευση τοΰ Χριστοΰ καί οί εύαίσθητες ψυχές βλέπουν πάντοτε τό πώς ό άλλος κόσμος «έφορμά» σέ αύτόν τόν κόσμο πρίν τήν καθορισμένη ώρα καί παρέχουν «έμμεσες ενδείξεις» γιά τήν ύπαρξή του. Του φαινόαταν  παράξενο πού είχαν συγκεντρωθεί εκεί, αφού αυτός δε βρισκόταν εκεί, αλλά εδώ. Ήθελε νά τούς τό εξηγήσει, άλλά ή φωνή του χανόταν στό κενό · δεν τόν άκουγαν. ’Ήθελε νά τούς άγγίξει με τό χέρι του, όμως αύτό περνούσε άπό μέσα τους χωρίς νά τούς άγγίζει.
Φανταστείτε μόνον πώς θά αισθανόσασταν σέ μία τέτοια κατάσταση.
Δέ θά άναφέρουμε τό τί είδε, άλλά μετά τήν εμπειρία αύτή, όταν έπέστρεφε πάλι στό σώμα του, έγκατέλειφε όλες τις επίγειες άπολαύσεις καί άφιερώθηκε στό Θεό...
Τέτοια περιστατικά εκδηλώνονται γιά νά μάς συνετίσουν.
Μπορεί έως σήμερα νά μή μάς έχει συμβεϊ προσωπικά κάτι παρόμοιο, όμως θά μάς συμβεϊ.
’Άνθρωποι σάν τόν Γιούκσκουελλ έπέστρεφαν στή ζωή γιά νά τή ζήσουν μέ εύσέβεια έως τό τέλος· εμείς όμως θά επιστρέφουμε; Μόνον ό Θεός ξέρει...
Δέ θά άφηγηθοΰμε τις τρομακτικές καταστάσεις πού άντιμετώπισε ό Γιούκσκουελλ μέ σκοπό νά τραβήξουμε επάνω του τήν προσοχή. Ό κόσμος πού βρίσκεται πέρα άπό τόν τάφο σχεδόν άγγίζει τό δικό μας καί φαίνεται νά άπέχει μόλις ένα κλάσμα τού χιλιοστού όμως ή διαπίστωση αύτή δέ μάς είναι άρκετή γιά νά συνέλθουμε τελείως. Καί άσφαλώς τό παραπάνω περιστατικό δέν είναι τό μόνο...
Έγώ προσωπικά έχω άκούσει γιά κάποιον άνθρωπο, εν ζωή σήμερα, ό όποίος υπήρξε κλινικά νεκρός οι άλλοι νόμιζαν ότι είχε πεθάνει, άλλά μετά τόν κλινικό του θάνατο τούς άνέφερε όλα τά λόγια τους καί περιέγραφε όλες τις κινήσεις τους, μέ κάθε λεπτομέρεια.
Ό άνθρωπος δέν είναι μόνον σώμα, ΰλη, τέφρα· άποτελεΐται άπό σώμα καί φυχή. Καί ή φυχή δέν πεθαίνει όπως το σώμα, αλλά βλέπει καί γνωρίζει τά πάντα...
Υπάρχει ή όχι μετά θάνατον ζωή; Τελικά, ή άπάντηση έξαρτάται άπό τήν πίστη. Τό ότι δεχόμαστε ότι υπάρχει είναι θέμα πίστης· τό ότι δέ δεχόμαστε ότι υπάρχει, είναι επίσης θέμα πίστης. Έάν όμως θέλουμε νά άπαντήσουμε μέ βεβαιότητα, πρέπει νά πάμε εκεί. Καί επειδή δέν έχουμε πάει, μερικοί έχουν πίστη, ή οποία τούς ευφραίνει καί τούς εμπνέει νά πράττουν άγαθά έργα, ενώ άλλοι, όπως άκριβώς οί δαίμονες, πιστεύουν καί τρέμουν. Όλοι οί άπιστοι τρέμουν εν όψει τού θανάτου, καί άσχετα μέ τό πόσα φάρμακα μπορεί νά υπάρχουν καί τό πόσο πολύ μπορεί νά παρατείνουμε τήν επίγεια ζωή μας, καί πάλι δέ θά ξεφύγουμε τό θάνατο. Αύτό θά τό κατορθώσουμε μόνον μέσω τής πίστης μας στόν Κύριο ήμών Ιησού Χριστό.

Εισαγωγή και πρώτη αποκλειστική δημοσίευση κειμένων  στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο
SERAFEIM ROSE
Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
Η  επεξεργασία, επιμέλεια και μορφοποίηση  κειμένου  και εικόνων έγινε από τον Ν.Β.Β
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση κειμένων στο Ορθόδοξο Διαδίκτυο , για μη εμπορικούς σκοπούς με αναφορά πηγής το Ιστολόγιο
©  ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
http://www.alavastron.net/







Kindly Bookmark this Post using your favorite Bookmarking service:
Technorati Digg This Stumble Stumble Facebook Twitter
YOUR ADSENSE CODE GOES HERE

0 σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

 

Flag counter

Flag Counter

Extreme Statics

Συνολικές Επισκέψεις


Συνολικές Προβολές Σελίδων

Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρουσίαση στο My Blogs

myblogs.gr

Στατιστικά Ιστολογίου

Επισκέψεις απο Χώρες

COMMENTS

| ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ © 2016 All Rights Reserved | Template by My Blogger | Menu designed by Nikos Vythoulkas | Sitemap Χάρτης Ιστολογίου | Όροι χρήσης Privacy | Back To Top |