Εγκωμιαστικός λόγος Αγίου Ανδρέου Κρήτης
Είς τόν Αγιον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον Τροπαιοφόρον
Χριστός ο μόνος Παμβασιλεύς
Ο δε Χριστός ο μόνος παμβασιλεύς και των άθλων του Γεωργίου έφορος και τελειωτής, με ασύγκριτον δόξαν τον αθλητήν εστεφάνωσεν, ανοίξας εις αυτόν την ουράνιον βασιλείαν του, τότε και ο διάβολος βλέπωντας την τόσην δόξαν του μάρτυρος, εθυμώθη και ηγριώθη, και τα κέντρα του φθόνου οπού προς τον άγιον είχεν εσύντριψε ˙ και ως λέγει ο Δαυΐδ τους οδόντας αυτού βρύχων, ετάκη και ανέλυσεν όλος, και την αποτυχίαν της επιθυμίας του έκλαιε, και τη αληθεία τότε ήτον να ιδή τινάς ένα θέαμα καινόν και παράδοξον. Να βλέπη τον σοφώτατον εκείνον δράκοντα, οπού καυχάται εναντίον πάσης σαρκός και σώματος, εκείνον οπού υπεραίρεται και μεγαλορρημονεί, και λέγει τα εν τω προφήτη Ησαΐα γεγραμμένα, «εγώ με την δύναμίν μου, και με την γνώσιν μου θέλω αφανίσω τα όρια των Εθνών ˙ εγώ θέλω κρατήσω εις το χέρι μου όλην την οικουμένην, ωσάν μίαν παραμικράν φωλέαν ενός πετεινού ˙ εγώ θέλω σηκώσω όλα όσα εις την οικουμένην ευρίσκονται, ωσάν τα ούρια αυτά οπού εις την φωλέαν τους αφίνουν τα πουλία, ως άχρηστα» 27
.Τότε ήτον να ιδή τινας εκείνο οπού λέγει, «ποίος ημπορεί να μοι αντισταθή, ή να αντιλογήση; εγώ θέλω βάλω τον θρόνον μου επάνω των νεφελών, και έσομαι όμοιος τω Υψίστω» 28 . Τούτον λέγω τον τοσαύτα και τηλικαύτα υπερήφανα λόγια λέγοντα, ήτον να ιδή τινάς τότε να καταπαίζεται ωσάν ένα μικρόν στρουθίον, από ένα νέον είκοσι χρόνων. Τότε ήτον να ιδή τινας μετανοούντα πολλά, και ως νήπιον κλαίοντα, διατί στανικώς του τοσούτην δόξαν εις τον Γεώργιον επροξένησε δια το εδικόν του μαρτύριον ˙ και ου μόνον τούτο, αλλά και διατί επρόσθεσεν εις την δόξαν του άλλας αντιμισθίας επουρανίους και αθανάτους, δια τας ψυχάς οπού έσωσε δια μέσου του μαρτυρίου του. Προς ταύτας γαρ τας αντιμισθίας αποβλέπωντας πάντοτε ο Γεώργιος, δεν έπαυσε πολεμώντας και εντροπιάζωντας τον διάβολον, έως ου τελείως αυτόν ενίκησε, και ούτως εις τον εύδιον λιμένα της μακαριότητος το σκάφος του έμβασεν. «Ούτε έδωκεν ύπνον εις τους οφθαλμούς του, ως λέγει ο Προφητάναξ, ούτε εις τα βλέφαρά του νυσταγμόν, ούτε εις τους μήνιγγάς του ανάπαυσιν, έως ου κατεσκεύασε τον εαυτόν του τόπον του Κυρίου και σκήνωμα» 29 ˙ ούτε εδέχθη την απολύτρωσιν του θανάτου, ήτοι δεν ηθέλησε να αποθάνη παρευθύς με ένα ή δύο μαρτύρια, δια να λάβη ως λέγει ο Παύλος καλυτέραν και λαμπροτέραν ανάστασιν 30 ˙ ούτε ησύχασεν αθλών και αγωνιζόμενος, έως ου ήκουσε να του ειπή ο νυμφίος Χριστός και Διδάσκαλος, «ευ, δούλε αγαθέ και πιστέ, επί ολίγα ης πιστός επί πολλών σε καταστήσω ˙ είσελθε εις την χαράν του κυρίου σου» 31. Αρμόζουσιν εις την ψυχήν του Γεωργίου την νυμφευθείσαν με τον Χριστόν και τα λόγια εκείνα της ασματιζούσης νύμφης του Χριστού εκκλησίας, της οποίας μέλος τιμιώτατον εχρημάτισεν ο Γεώργιος ˙ ποία ταύτα; «Δεύρο από λιβάνου νύμφη» 32 . Διατί ο Γεώργιος κατέστησεν αληθώς επιθυμητήν την ψυχή του, όχι δωρεάν και χάριτα, αλλά με την ευωδίαν των εδικών του έργων, και νυμφευτήν αυτής τον ίδιον Θεόν κατεσκεύασεν, ελκύσας αυτόν εις την αγάπην του με τον θάνατόν του, και προσφερθείς εις αυτόν εις οσμήν ευωδίας θυσία ευπρόσδεκτος.
Ει δε, δια το λόγιον εκείνο του Δαυΐδ, «και λεπτυνεί αυτάς ως τον μόσχον του λιβάνου» 33 , θέλει τινας να εννοήση λίβανον την ειδωλολατρείαν, το όρος γαρ του λιβάνου ήτον πάλλαι αφιερωμένον εις τα είδωλα, δεν σφάλλει τίποτε. Διατί από την ειδωλολατρείαν έφυγεν η ψυχή του Γεωργίου, και εις τον Δεσπότην, των απάντων κατέφυγεν, όστις ως πατήρ φιλόστοργος ανοίξας τας αγκάλας του, και προσυπαντήσας την μαρτυρικήν του ψυχήν, «δεύρο από λιβάνου» χαριέστατα προς αυτήν ανεβόησεν. Ου μόνον δε το λόγιον τούτο αξία εστάθη να ακούση η του Γεωργίου ψυχή παρά του Θεού, αλλά ακόμη και το, «ιδού ει καλή η πλησίον μου, ιδού ει καλή ˙ και όλη καλή η πλησίον μου, και μώμος ουκ έστιν εν σοι» 34 ˙ τα οποία λόγια ταύτα συμφωνούσι με τα ευαγγελικά εκείνα, «όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» 35 . Ποίον άλλο εγκώμιον ευρίσκεται των εγκωμίων τούτων ανώτερον; Όταν ο κριτής εγκωμιάζη τον προς αυτόν κριθήναι ερχόμενον; Τι άλλο είναι ενδοξότερον, όταν ο Θεός οπού έχει τάξιν να ζητή από τους δούλους, αυτός ομολογεί ότι και χρεωστεί εις τους δούλους; Όταν ο Θεός προσκαλεί εις την εδικήν του χαράν και βασιλείαν, τους δια την προπατορικήν παρακοήν εις την κόλασιν υποδίκους; Όντως αυτό είναι εκείνο οπού με όρκον ο Θεός υπεσχέθη να πληρώση. Έφη γαρ προς τον προφήτην Σαμουήλ, «ζω εγώ λέγει Κύριος, αλλ΄η τους δοξάζοντάς με δοξάσω» 36 , της οποίας υποσχέσεως ταύτης κληρονόμος έγινεν ο μέγας Γεώργιος, κληρονόμος μεν Θεού, συγκληρονόμος δε Χριστού του Υιού του Θεού. Με το να ηγωνίσθη νομίμως, ηξιώθη και των υπέρ νόμον του Θεού αμοιβών, «ου γαρ άξια τα παθήματα του νυν καιρού, ως λέγει ο Παύλος, προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλύπτεσθαι» 37 , και εις όλους μεν τους σωζομένους, μάλιστα δε εις τους μάρτυρας, οι οποίοι με το αίμα των την θυσίαν του Χριστού εμιμήθηκαν.
Ποίον λοιπόν εγών να εγκωμιάσω περισσότερον; Τον Γεώργιον, οπού έκαμε τον εαυτόν του άξιον της τοσαύτης χάριτος, ώστε οπού να ενοικίση τον Θεόν μέσα εις την καρδίαν του και να χύση δι΄αυτόν τον ίδιον αίμα του; Ή να εγκωμιάσω τον Θεόν οπού ενεδυνάμωσε τον μάρτυρά του και τόσης χάριτος το ανθρώπινον γένος ηξίωσε; Διατί, τις δεν θέλει, θαυμάσει την υπερβολήν της αγάπης του Θεού προς τον άνθρωπον; Ότι ημείς μεν ως ασυγχώρητα αμαρτήσαντες, χρεωστούμεν αν όχι άλλο, αλλά το ολιγώτερον ολιγώτερον να υπομείνωμεν πόνους πικροτάτους, δια να ξεπληρώσωμεν την ηδονήν της εν τω Παραδείσω γεύσεως οπού δια του προπάτορος Αδάμ απολαύσαμεν, και δια την ηδονήν των προαιρετικών αμαρτιών οπού επράξαμεν ˙ ίνα μη λέγω, ότι χρεωστούμεν ευχαρίστως με πάθος και θάνατον να ανταμείψωμεν το πάθος και τον θάνατον οπου έπαθε ο Χριστός δια λόγου μας, χωρίς να ελπίζωμεν να λάβωμεν δια τούτο κανένα στέφανον ˙ και τώρα γίνεται το εναντίον, και ο παθών και θανατωθείς υπέρ ημών Δεσπότης, αυτός και αναξίους όντας ημάς αποδέχεται, και κατοικεί δια της χάριτός του εις τους μάρτυρας, και τους συμβοηθεί εις το μαρτύριον ˙ και όχι μόνον τούτο, αλλά και χαρίζει εις αυτούς αμαραντίνους στεφάνους, και τους ανταμείβει με δωρεάς ανωτάτας, και με εκείνα τα αγαθά, «α οφθαλμός ου είδε και ους ουκ ήκουσε, και επι καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη» 38 ˙ και με εκείνα τα χαρίσματα, εις τα οποία επιθυμούν να παρακύψουν και αυτοί οι ουράνιοι Άγγελοι ˙ και κάμνει τους δι΄αυτόν πάσχοντας, συγκληρονόμους της εδικής του Βασιλείας. Το δε θαυμαστώτερον είναι τούτο, ότι και μισθόν και πληρωμήν δίδει εις αυτούς, όχι κατά χάριν και δωρεάν, αλλά κατά χρέος και οφειλήν ˙ και μόνον εάν προσέλθη τινάς εις αυτόν μετά πίστεως αδιστάκτου, λέγει εις αυτόν εκείνα οπού είπε και προς τον Αβραάμ, «ου μη σε ανω, ουδ΄ου μη σε εγκαταλίπω». Τόση πολλή και μεγάλη είναι η του Θεού προς τους ανθρώπους αγάπη και αγαθότης. Όντως λοιπόν, καλά είπεν ο προφήτης Δαυΐδ «εγώ δε είπα εν τη εκστάσει μου, πάς άνθρωπος ψεύστης» ˙ διατί όσα και αν ειπή τινάς προς δοξολογίαν Θεού, ποτέ δεν λέγει κανένα άξιον, αλλά πάντως ανάξιον, διατί η φύσις δεν χωρεί το άξιον, όχι μόνον των η ανθρώπων, αλλά και αυτή η φύσις των πρώτων και υψηλοτάτων Αγγέλων. Δια τούτο, ως μοι φαίνεται, με μόνην την σιωπήν το ακατάληπτον και υπεράξιον της θείας αγαθότητος οι Άγγελοι φανερώνουσι ˙ και με την σιωπήν τιμώσι περισσότερον τον Θεόν, παρά με τον λόγον, ως πολύ της του Θεού αξίας κατώτερον. Αλλ΄ίσως ήθελεν ειπή τινάς ˙ και αν εμαρτάνει και ηγωνίζετο, τι θαυμαστόν είναι ανίσως υπέμεινεν ανδρείως τοσαύα βάσανα; Τούτο γαρ δεν ήτον του Γεωργίου κατόρθωμα, αλλά της χάριτος του ενοικούντος Χριστού εις τον Γεώργιον ˙ «όπου γαρ βούλεται Θεός, νικάται φύσεως τάξις» ˙ προς τον οποίον ημείς ταύτα αποκρινόμεθα. Αληθώς ω αγαπητέ, η χάρις του ενοικούντος Χριστού το παν εκατόρθωσεν, αλλά τι ήτον εκείνο οπού επροξένησεν εις τον Γεώργιον την του Χριστού ενοίκησιν; Στοχάσου λοιπόν πρώτον την αιτίαν της του Χριστού ενοικήσεως, και τότε στοχάσου και τα εξ αυτής κατορθώματα. Την μεν ουν αιτίαν της ενοικήσεως ταύτης, αυτός ο Κύριος δια του υιού της βροντής εις ημάς εφανέρωσεν, ειπών, «εάν τις αγαπά με, αγαπηθήσεται υπο του Πατρός μου ˙ και εγώ αγαπήσω αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα, και μονήν παρ΄αυτώ ποιήσωμεν» 41 . Ώστε το αίτιον της του Χριστού ενοικήσεως είναι η αγάπη. «Ο έχων γαρ, φησί, τας εντολάς μου, και τηρών αυτάς, εκείνος έστιν ο αγαπών με» 42 . Επειδή λοιπόν ο Γεώργιος εφύλαξε τας εντολάς του Κυρίου και με το έργον τον ηγάπησε, δια τούτο και αυτός παρά του Χριστού ηγαπήθη, και εγκάτοικον εποίησεν ον ηγάπησεν ˙ επειδή δε ο Χριστός εις τον Γεώργιον εκατοίκησεν, αξίως και όχι κατά χάριν, ετίμησεν αυτόν με του μαρτυρίου την αμοιβήν. Ότι δε το μαρτύριον είναι αμοιβή και μισθός έργων αγαθών, αυτού του Κυρίου άκουσον οπού βεβαιοί τούτο εις το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον λέγων, ότι έχει να δώση πληρωμήν εις τους αξίους δια τους διωγμούς οπού λαμβάνουσιν υπέρ της αγάπης του 43 . Το πρώτον λοιπόν του Γεωργίου κατόρθωμα, και της του Χριστού αγάπης πρόξενον, είναι το να κατασκευάση τον εαυτόν του άξιον της ενοικήσεως του Χριστού με την της ζωής του καθαρότητα ˙ και μ΄όλον οπού ήτον εις ηλικίαν νέαν, και εις αξίαν στρατιωτικήν, το οποίον εις τους ανθρώπους να ευρεθή είναι πολλά δύσκολον. Δεύτερον δε κατόρθωμα του Γεωργίου εστάθη, το να αγαπήση προθύμως το μαρτύριον, και να ετοιμάση εις τούτο τον εαυτόν του με την των υπαρχόντων του διαμοίρασιν. Κοντά εις αυτά τρίτον κατόρθωμα τούτου είναι, το να επικαλείται σοφώς βοηθόν του τον ενοικούντα Χριστόν, και έτζι δια της εις αυτόν πίστεως και ελπίδος, να εμβαίνη εις τα υπέρ αυτού μαρτύρια. Αυτά είναι του Γεωργίου αι αρεταί και τα κατορθώματα, άρνησις κόσμου και των εν κόσμω, ζωής καθαρότης, πίστις αδίστακτος, προθυμία του μαρτυρίου, καρδίας ταπείνωσις, από τας οποίας αρετάς ταύτας καμμία άλλη ανωτέρα δεν είναι, και χωρίς αυτάς δεν είναι δυνατόν να δείξη τινας την εις Θεόν αγάπην του.
Αυτάς τας αρετάς έχοντας προ του μαρτυρίου ο θείος Γεώργιος και με αυτάς πολλήν δείξας την εις Θεόν αγάπην, υπερβαλλόντως παρά του Θεού και αυτός ηγαπήθη, και φανερά εδέχθη εις την καρδίαν του τον δικαίως αυτόν αγαπήσαντα Κύριον. Δια τούτο με το να ετοιμασθή τοιουτοτρόπως πρωτύτερα από τους αγώνας, δεν εταράχθη εν τω καιρώ των αγώνων ˙ «ητοιμάσθην γαρ φησί και ουκ εταράχθην» 44 ˙ αλλά νικήσας εστεφανώθη, με το να είχε τον Χριστόν έτοιμον βοηθόν. Αυτός γαρ με το να ηξεύρη την ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως, και το εύκολον αυτής εις υπερηφάνειαν, ούτε το παν της νίκης αφίνει εις το χέρι και δύναμιν την εδικήν μας, δια να μη πάθωμεν ένα από τα δύο ταύτα κακά, και ή να νικηθώμεν ως από την ασθένειάν μας, ή να κρημνισθώμεν ως ο Φαρισαίος από την έπαρσίν μας. Αλλ΄ούτε πάλιν μόνος ο Χριστός το παν κατορθώνει της νίκης μας, δια να μην είμεθα και ημείς πάντη αργοί και άχρηστοι, και δια να πληρώσωμεν και ημείς κανένα από τα πολλά χρέη μας. Όθεν πραγματευόμενος δια πάντων την σωτηρίαν μας ο φιλάνθρωπος, κατά το μέτρον της πίστεως του καθ΄ενός, ούτω παρακαλούμενος δίδει την βοήθειαν, και ζητούμενος ευρίσκεται, και εις τους κρούοντας ανοίγει τα σπλάχνα του θείου ελέους του, και βοηθεί εις τους κινδυνεύοντας, και συμπολεμεί με αυτούς, και διαφενδεύει όλους εκείνους, οπού προθυμηθούν να πάθουν δια την αγάπην του, μη αφίνωντας αυτούς να πάθουν υπέρ την δύναμίν τους, αλλά μαζί με τον πειρασμόν, ως λέγει ο Παύλος, ίνα με τούτον τον τρόπον λάβουν και τον της δικαιοσύνης αμάραντον στέφανον 45 . Όσοι όμως δια την αμέλειάν μας κρατούμεθα από το γεώδες φρόνημα της σαρκός, και τας αμαρτίας επιθυμούμεν, μένομεν έρημοι από την βοήθειαν του Θεού. Διό και φοβούμεθα και πίπτομεν, και ουδέ να σταθώμεν δυνάμεθα, όταν μας τύχη κανένας πειρασμός. Δια τούτο είναι ανάγκη και χρεία εις ημάς, παντοτινά να ενθυμούμεθα και να φυλάττωμεν την Δεσποτικήν εκείνην εντολήν την λέγουσαν,
0 σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου